ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η Ολυμπία ήταν πόλη της αρχαίας Ελλάδας, γνωστή ως ο τόπος διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στους κλασικούς χρόνους, συγκρίσιμη στη σημασία με τα Πύθια, που διοργανώνονταν στους Δελφούς. Στην Ολυμπία βρισκόταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός, έργο του Φειδία, που ήταν γνωστό στην αρχαιότητα σαν ένα από τα 7 θαύματα του κόσμου. Η αφετηρία των Ολυμπιακών Αγώνων χρονολογείται πίσω στο 776 π.Χ. και τελούνταν κάθε 4 χρόνια. Το 394 μ.Χ., ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α' απαγόρευσε την τέλεσή τους ως γεγονός παγανισμού.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Στη δυτική Πελοπόννησο, στην κοιλάδα του ποταμού Αλφειού, στην Ηλεία, άνθισε ένα από τα πιο φημισμένα ιερά της αρχαίας Ελλάδας, που ήταν αφιερωμένο στο Δία. Απλώνεται στους ΝΔ πρόποδες του κατάφυτου Κρονίου λόφου, ανάμεσα στους ποταμούς Αλφειό και Κλαδέο, που ενώνονται σε αυτή την περιοχή. Παρά την απομονωμένη θέση της κοντά στη δυτική ακτή της Πελοποννήσου, η Ολυμπία καθιερώθηκε στο πανελλήνιο ως το πιο σημαντικό θρησκευτικό και αθλητικό κέντρο. Εδώ γεννήθηκαν οι σπουδαιότεροι αγώνες της αρχαίας Ελλάδας, οι Ολυμπιακοί, που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν του Δία, ένας θεσμός με πανελλήνια ακτινοβολία και λάμψη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Η απαρχή της λατρείας και των μυθικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα στην Ολυμπία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Οι τοπικοί μύθοι σχετικά με τον ισχυρό βασιλιά της περιοχής, τον ξακουστό Πέλοπα, και τον ποτάμιο θεό Αλφειό, φανερώνουν τους ισχυρούς δεσμούς του ιερού τόσο με την Ανατολή όσο και με τη Δύση.
Οι απαρχές της Ολυμπίας είναι ελάχιστα γνωστές. Οι παλαιότερες ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή και τα παλαιότερα ευρήματα στο χώρο της Ολυμπίας εντοπίζονται στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου, εκεί όπου αναπτύχθηκαν τα πρώτα ιερά και οι προϊστορικές λατρείες. Μεγάλος αριθμός οστράκων, που χρονολογούνται στην Τελική Νεολιθική εποχή (3η χιλιετία π.Χ.), βρέθηκαν στο βόρειο πρανές του σταδίου. Ίχνη κατοίκησης και των τριών περιόδων της Εποχής του Χαλκού έχουν εντοπισθεί στην ευρύτερη περιοχή της Άλτεως και του Νέου Μουσείου. Στην Πρωτοελλαδική ΙΙ περίοδο (2800-2300 π.Χ.) κατασκευάσθηκε μεγάλος τύμβος, που αποκαλύφθηκε στα κατώτερα στρώματα του Πελοπίου, και στην Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (2150-2000 π.Χ.) οικοδομήθηκαν τα πρώτα αψιδωτά κτήρια του οικισμού. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τον 11ο αιώνα π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας εγκαταστάθηκαν οι Αιτωλοί, με αρχηγό τον Όξυλο, οι οποίοι ίδρυσαν το κράτος της Ήλιδας. Προς τα τέλη της μυκηναϊκής εποχής πιθανότατα διαμορφώθηκε και το παλαιότερο πρωτόγονο ιερό, αφιερωμένο σε τοπικές και πανελλήνιες θεότητες.
Γύρω στο 10ο αιώνα π.Χ., άρχισε να διαμορφώνεται η Άλτις, το άλσος που ήταν κατάφυτο με αγριελιές, πεύκα, πλατάνια, λεύκες και δρυς. Τότε καθιερώθηκε η λατρεία του Δία, και η Ολυμπία από τόπος κατοίκησης έγινε τόπος λατρείας. Τον 9ο αιώνα π.Χ., η Ολυμπία ήταν ήδη ένας ιερός τόπος που προσείλκυε πολλούς προσκυνητές. Αυτό το πυκνό ρεύμα των επισκεπτών μαρτυρείται από το μεγάλο πλήθος αναθημάτων που έφταναν στη Ολυμπία όχι μόνο από την γύρω περιοχή αλλά και από τόπους της Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας. Για αρκετό καιρό μέσα στο ιερό δεν υπήρχαν οικοδομήματα, παρά μόνο η Άλτις, που προστατευόταν από περίβολο, μέσα στον οποίο υπήρχαν βωμοί για τις θυσίες στους θεούς και ο τύμβος του Πελοπίου. Τα πολυάριθμα αναθήματα, κυρίως ειδώλια, χάλκινοι λέβητες και τρίποδες τοποθετούνταν στην ύπαιθρο, πάνω σε κλαδιά δένδρων και σε βωμούς. Τον 8ο αιώνα η φήμη της Ολυμπίας μεγάλωσε τόσο ώσπου έφτασε μέχρι την Ανατολή και τη Μεσοποταμία και μέχρι τη Δύση και την κάτω Ιταλία. Στη Γεωμετρική εποχή χρονολογούνται και τα πρώτα ειδώλια που απεικονίζουν τον Δία, τον κύριο του ιερού. Πολύ σημαντική τομή στην ιστορία της Ολυμπίας αποτέλεσε το έτος 776 π.Χ., όπου τότε σύμφωνα με την παράδοση, ο Λυκούργος της Σπάρτης και ο Κλεοσθένης της Πίσσας, πρέπει να πραγματοποίησαν συμφωνία με τον Ίφιτο, βασιλιά της Ήλιδας, για την τέλεση λατρευτικών εορτών στην Ολυμπία, προς τιμήν του Δία. Μέρος της συμφωνίας ήταν ότι κατά τις εορτές θα επικρατούσε εκεχειρία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Τα Ολύμπια τελούνταν κάθε τέσσερα χρόνια και σύντομα απέκτησαν πανελλήνιο χαρακτήρα.
Στην Αρχαϊκή εποχή άρχισε η μεγάλη ανάπτυξη του ιερού, όπως δείχνουν τα χιλιάδες αφιερώματα της περιόδου, όπλα, ειδώλια, λέβητες και πολλά άλλα, ενώ τότε οικοδομήθηκαν τα πρώτα μνημειακά κτήρια: ο ναός της Ήρας, το Πρυτανείο, το Βουλευτήριο, οι θησαυροί και το πρώτο στάδιο. Η ακμή του ιερού συνεχίσθηκε και κατά τον 5ο αιώνα και η αίγλη της Ολυμπίας έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε εκεί να συγκεντρώνονται πολιτικοί, φιλόσοφοι και καλλιτέχνες γιατί εκεί έβρισκαν μεγάλο κοινό για την διάδοση των ιδεών τους. Τότε κτίσθηκε ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία (470-456 π.Χ.), λουτρά, στοές, θησαυροί, βοηθητικά κτήρια, και το στάδιο, το οποίο μεταφέρθηκε ανατολικότερα των δύο αρχαϊκών, εκτός της ιεράς Άλτεως. Πολυάριθμα ήταν και τα αφιερώματα που προσέφεραν οι πιστοί. Κατά τον 4ο αιώνα, δόθηκε σημασία στην οικοδομική δραστηριότητα για τη βελτίωση των εγκαταστάσεων και τη δημιουργία χώρων στέγασης των επισκεπτών. Οι χιλιάδες ανδριάντες και άλλα πολύτιμα έργα που υπήρχαν σε όλο τον ιερό χώρο της Άλτεως χάθηκαν, επειδή το ιερό συλήθηκε αρκετές φορές κατά την αρχαιότητα, ιδιαίτερα στη Ρωμαϊκή εποχή. Κατά την Ελληνιστική εποχή συνεχίσθηκε η ανέγερση οικοδομημάτων κυρίως κοσμικού χαρακτήρα, όπως το γυμνάσιο και η παλαίστρα, και στα ρωμαϊκά χρόνια έγιναν μετασκευές στα υπάρχοντα κτήρια. Οικοδομήθηκαν επίσης θέρμες, πολυτελείς κατοικίες και το υδραγωγείο. Το ιερό λεηλατήθηκε, προκειμένου τα εξαίρετα αφιερώματα να κοσμήσουν ρωμαϊκές επαύλεις.
Η λειτουργία του συνεχίσθηκε κανονικά τα πρώτα χριστιανικά χρόνια επί Μ. Κωνσταντίνου. Το 393 μ.Χ. έγιναν οι τελευταίοι Ολυμπιακοί Αγώνες και λίγο μετά ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσιος Α', με διάταγμά του απαγόρευσε οριστικά την τέλεσή τους και διέταξε το κλείσιμο όλων των ελληνικών ιερών, χωρίς να υπάρχουν πληροφορίες ποιους συγκεκριμένους χώρους εννοούσε. Παρ' όλα αυτά, και τα επόμενα χρόνια ο χώρος παρέμεινε ιδιαίτερα δημοφιλής, ενώ επί Θεοδοσίου Β', επήλθε η οριστική καταστροφή του ιερού (426 μ.Χ.). Στα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ. επάνω στα ήδη ερειπωμένα κτίσματα αναπτύχθηκε μικρός χριστιανικός οικισμός, και το εργαστήριο του Φειδία μετατράπηκε σε παλαιοχριστιανική βασιλική. Δύο μεγάλοι σεισμοί, το 522 και 551 μ.Χ. προκάλεσαν την οριστική καταστροφή του ιερού, εφ’ όσον τότε κατέρρευσαν όσα κτίρια είχαν απομείνει όρθια, ανάμεσά τους και ο ναός του Δία. Κατά τον 9ο αιώνα, ο χώρος εγκαταλείφθηκε και ερημώθηκε. Με την πάροδο του χρόνου καλύφθηκε πολλά μέτρα κάτω από τη γη από τις πλημμύρες των ποταμών Αλφειού και Κλαδέου και από τις κατολισθήσεις του Κρονίου λόφου, και η Ολυμπία πέρασε στη λησμονιά με τα ερείπια καλυμμένα από επίχωση 5-7 μέτρων. Η περιοχή ονομάσθηκε Αντίλαλος και μόλις το 1766 εντοπίσθηκε η θέση του αρχαίου ιερού, από τον Άγγλο Ρίτσαρντ Τσάντλερ.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Παρά την ανακάλυψη του χώρου το 1766, δεν υπήρξαν ανασκαφές μέχρι το 1829, οπότε έγιναν και οι πρώτες ανασκαφές στο χώρο από την «Επιστημονική Αποστολή του Μωριά», τους Γάλλους επιστήμονες που συνόδευαν το γαλλικό σώμα στρατού στην εκστρατεία του Μωριά, με επικεφαλή το στρατηγό N. J. Maison. Τότε αποκαλύφθηκε μέρος του ναού του Δία και τμήματα των μετοπών που τον κοσμούσαν, πολλά από τα οποία μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου.
Η πρώτη συστηματική ανασκαφή στην Ολυμπία άρχισε το 1875 από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο, χρηματοδοτούμενη από το Γερμανικό Κράτος και με διακοπές συνεχίστηκε μέχρι το 1881. Επικεφαλής ήταν ο γερμανός αρχαιολόγος Ερνστ Κούρτιους. Υπεύθυνοι για τη ανασκαφή ήταν επίσης οι Γκούσταβ Χίρσφελντ, Γκεόργκε Τρόι και Άντολφ Φουρτβένγκλερ οι οποίοι δούλεψαν μαζί με τους αρχιτέκτονες Άντολφ Μπέττιχερ, Βίλελμ Νταίρπφελντ και Ρίχαρντ Μπόρρμαν. Ανάσκαψαν το κεντρικό μέρος του ιερού, συμπεριλαμβανομένου του Ναού του Δία, του Ηραίου, του Μητρώου, του Βουλευτηρίου, της Στοάς της Ηχούς, των Θησαυρών, του Πρυτανείου και της Παλαίστρας. Βρέθηκαν σημαντικά ευρήματα μεταξύ αυτών η Νίκη του Παιωνίου και ο Ερμής του Πραξιτέλους. Συνολικά 14.000 αντικείμενα καταγράφηκαν τα οποία στεγάστηκαν στο μουσείο.
Πιο περιορισμένες ανασκαφές συνεχίστηκαν από τον
Νταίρπφελντ κατά τα έτη 1908 έως 1929, αλλά οι εργασίες επισπεύτηκαν το 1936 με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου.
Κατά τα έτη 1952 έως 1966, οι Έμιλ Κούντσε και Χανς Σλάιφ συνέχισαν τις ανασκαφές του 1936, μαζί με τον αρχιτέκτονα Άλφρεντ Μάλβιτς. Ανάσκαψαν το εργαστήριο του Φειδία, το Λεωνιδαίο και το βόρειο τείχος του σταδίου, όπως και τη ΝΑ περιοχή του ιερού. Επίσης τα έτη 1972 έως 1984, ο Άλφρεντ Μάλβιτς βρήκε στοιχεία και ημερομηνίες από το στάδιο, τάφους και από το Πρυτανείο. Από το 1984 μέχρι το 1996, ο Helmut Kyrieleis συνέχισε τις ανασκαφές στο Πρυτανείο και Πελόπιο, βρίσκοντας πληροφορίες για την ιστορία του ιερού. Οι πιο πρόσφατες έρευνες, την τελευταία δεκαετία, έγιναν στο ΝΔ κτίριο, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Würzburg και μέλους του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ulrich Sinn και στα προϊστορικά κτίρια του ιερού, υπό τη διεύθυνση του Δρ Η. Kyrieleis, τέως Διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Παράλληλα, έγιναν έρευνες για την ιστορία του ιερού στην εποχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με διεύθυνση του Ulrich Sinn. Σήμερα, παράλληλα με το ανασκαφικό έργο σε όλο το χώρο του αρχαίου ιερού πραγματοποιούνται έργα συντήρησης και αναστήλωσης.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
Ο αρχαιολογικός χώρος της Ολυμπίας περιλαμβάνει το ιερό του Δία, με τους ναούς και τα κτίρια που σχετίζονταν άμεσα με τη λατρεία, και διάφορα οικοδομήματα που είχαν κτιστεί γύρω από αυτό, όπως αθλητικές εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνταν για την προετοιμασία και την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, βοηθητικά κτίρια, χρηστικά και διοικητικά, καθώς και οικοδομήματα κοσμικού χαρακτήρα. Η
Άλτις, το ιερό άλσος, καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα και μέσα σε αυτή αναπτύσσεται ο πυρήνας του ιερού, με τους ναούς, τους θησαυρούς και τα πιο σημαντικά κτίρια του χώρου. Χωρίζεται από τη γύρω περιοχή με περίβολο, που στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. είχε δύο πύλες στη δυτική πλευρά του και μία στη νότια, ενώ το όριό της στα ανατολικά αποτελεί η Στοά της Ηχούς, που χωρίζει το ιερό από το στάδιο. Στη ρωμαϊκή περίοδο ο περίβολος διευρύνθηκε και στη δυτική του πλευρά διαμορφώθηκαν δύο μνημειακά πρόπυλα.
Σε περίοπτη θέση μέσα στον χώρο δεσπόζει ο τεράστιος
ναός του Δία και πιο βόρεια ο παλαιότερος
ναός της Ήρας. Στη βόρεια πλευρά υπήρχε το
Μητρώο, ναός αφιερωμένος στη μητέρα των θεών Ρέα-Κυβέλη, και πίσω του, στους πρόποδες του Κρονίου,
οι θησαυροί που είχαν αφιερώσει οι ελληνικές πόλεις, κυρίως οι αποικίες. Στα δυτικά τους σώζεται το
Νυμφαίο, το λαμπρό υδραγωγείο που αφιέρωσε στο ιερό ο Ηρώδης Αττικός. Μέσα στην Άλτι υπήρχαν ακόμη το
Πελόπιο, ταφικό μνημείο, αφιερωμένο στον ήρωα Πέλοπα, το
Πρυτανείο, που ήταν η έδρα των αξιωματούχων του ιερού, και το
Φιλιππείο, το κομψό κυκλικό οικοδόμημα που αφιέρωσε ο Φίλιππος Β', βασιλιάς της Μακεδονίας. Στην αρχαιότητα, στα ΝΑ του Ηραίου υπήρχε και ο μεγάλος
βωμός του Δία, πολύ σημαντικό μνημείο, που όμως δεν διατηρήθηκαν ίχνη του, γιατί είχε σχηματιστεί από τη συσσώρευση τέφρας, και διαλύθηκε όταν το ιερό σταμάτησε να λειτουργεί. Ο υπόλοιπος χώρος μέσα στον περίβολο ήταν γεμάτος από βωμούς, αγάλματα θεών και ηρώων, ανδριάντες των Ολυμπιονικών, αφιερώματα επιφανών ιδιωτών και ελληνικών πόλεων, ανάμεσά τους και η περίφημη
Νίκη του Παιωνίου.
Έξω από το νότιο περίβολο της Άλτεως υπάρχει το
Βουλευτήριο, και ακόμη πιο κάτω η
Νότια στοά, που αποτελούσε το νοτιότερο κτίριο του ευρύτερου ιερού χώρου και την κύρια είσοδο του ιερού από τη πλευρά αυτή. Στο δυτικό τμήμα του χώρου υπάρχουν κτίρια που εξυπηρετούσαν το προσωπικό του ιερού, τους αθλητές και τους επίσημους επισκέπτες και χωρίζονται από την Άλτι με την ιερά οδό: το
γυμνάσιο και η
παλαίστρα, χώροι προπόνησης, το
εργαστήριο του Φειδία, που στα παλαιοχριστιανικά χρόνια μετατράπηκε σε βασιλική, τα
ελληνικά λουτρά με το κολυμβητήριο, οι
ρωμαϊκές θέρμες, ο
Θεηκολεών, (κατοικία των ιερέων), το
Λεωνιδαίο, που ήταν ξενώνας για τους επισήμους, και οι μεταγενέστεροι ρωμαϊκοί ξενώνες.
Ανατολικά της Άλτεως εκτείνεται το στάδιο, όπου τελούνταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Κατά την αρχαιότητα, νότια του σταδίου υπήρχε και ο
ιππόδρομος, από τον οποίο σήμερα δεν σώζεται κανένα ίχνος, γιατί έχει παρασυρθεί από τον Αλφειό ποταμό. Στην ίδια περιοχή υπάρχουν κτηριακά συγκροτήματα
λουτρών και επαύλεων, όπως η περίφημη
έπαυλη που έκτισε
ο Νέρων, όταν διέμενε στην Ολυμπία, για να συμμετάσχει στους αγώνες.
ΤΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑ
Ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία ήταν το πιο σημαντικό οικοδόμημα της Άλτεως στην Ολυμπία και δέσποζε σε περίοπτη θέση στο κέντρο της. Πρόκειται για τον πιο μεγάλο ναό της Πελοποννήσου, που αποτελεί πρότυπο δείγμα δωρικού ρυθμού και θεωρείται η τέλεια έκφραση, ο «κανών» της δωρικής ναοδομίας. Κτίσθηκε από τους Ηλείους, προς τιμή του Δία, με τα λάφυρα από τους νικηφόρους πολέμους, που διεξήγαν κατά των πόλεων της Τριφυλίας. Η ανέγερσή του άρχισε το 470 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 456 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την αναθηματική επιγραφή των Λακεδαιμονίων, που μετά τη νίκη τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους, στη μάχη της Τανάγρας (457 π.Χ.), αφιέρωσαν χρυσή ασπίδα, που είχε αναρτηθεί κάτω από το κεντρικό ακρωτήριο του αετώματος. Αρχιτέκτων του ναού ήταν ο Λίβωνας ο Ηλείος, ενώ άγνωστος παραμένει ο καλλιτέχνης των αετωμάτων.
Ο ναός έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι περίπτερος με 6 κίονες στις στενές και 13 στις μακρές πλευρές. Το ύψος των κιόνων ήταν 10,43 μ. και η κατώτερη διάμετρός τους 2,25 μ. Οι κίονες και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο και καλυμμένοι με λευκό μαρμαροκονίαμα, ενώ μόνο τα γλυπτά των αετωμάτων, η κεράμωση και οι λεοντοκεφαλές-υδρορροές ήταν από μάρμαρο. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι δίστηλοι εν παραστάσι και στον πρόναο σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο ελληνιστικών χρόνων με παράσταση Tριτώνων. Μπροστά στην είσοδο του πρόναου, σε μικρό τετράγωνο χώρο που είναι στρωμένος με εξαγωνικές μαρμάρινες πλάκες, γινόταν η στέψη των Ολυμπιονικών. Ο σηκός χωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο σειρές δίτονης κιονοστοιχίας, με 7 δωρικούς κίονες η καθεμία.
Στο βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάσθηκε από τον γλύπτη Φειδία, τη δεκαετία του 430 π.Χ. και είχε ύψος 13 μ. Ο Δίας παριστανόταν καθισμένος στο θρόνο του, κρατώντας στο αριστερό χέρι σκήπτρο και στο δεξί μία φτερωτή Νίκη. Τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ από χρυσό ήταν το ιμάτιό του και ο θρόνος, που έφερε ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 475 μ.Χ. Η μορφή του μας είναι γνωστή από απεικονίσεις του σε αρχαία νομίσματα και από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία (5.11). Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, εξαίρετο δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η αρματοδρομία μεταξύ του Πέλοπα και του Οινόμαου, με κεντρική μορφή τον Δία, κύριο του ιερού και κριτή του αγώνα, ενώ στο δυτικό απεικονίζεται η Κενταυρομαχία, δηλαδή η θρυλική μάχη μεταξύ των Λαπήθων και των Κενταύρων, με κεντρική μορφή τον Απόλλωνα. Στις 12 μετόπες, που βρίσκονταν ανά 6 επάνω από την είσοδο του πρόναου και του οπισθόδομου, απεικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή, μυθικού γιου του Δία. Οι εξωτερικές μετόπες της περίστασης του ναού ήταν ακόσμητες. Αργότερα, επάνω σ’ αυτές αναρτήθηκαν 21 χάλκινες, επίχρυσες ασπίδες, που αφιέρωσε στο ναό ο Ρωμαίος ύπατος Μόμμιος προς τιμήν του Δία, σε ανάμνηση της νίκης του επί των Ελλήνων στον Ισθμό (146 π.Χ.). Το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος ήταν μία επίχρυση Νίκη, έργο του γλύπτη Παιωνίου, ενώ στα πλαϊνά ακρωτήρια είχε τοποθετηθεί από ένας επίχρυσος λέβητας. Ο ναός υπέστη σοβαρή καταστροφή, όταν πυρπολήθηκε ύστερα από διαταγή του Θεοδοσίου Β' το 426 μ.Χ., ενώ αργότερα, το 522 και 551 μ.Χ. γκρεμίσθηκε από τους δύο μεγάλους σεισμούς.
Η πρώτη ανασκαφή του μνημείου έγινε το 1829 από τη γαλλική αποστολή και η αποκάλυψή του ολοκληρώθηκε στη διάρκεια των γερμανικών ανασκαφών. Ο γλυπτός διάκοσμος έχει αποκατασταθεί σχεδόν στο σύνολό του και εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Τμήματα από τις ανάγλυφες μετόπες βρίσκονται στο Μουσείο του Λούβρου από το 19ο αιώνα, οπότε και μεταφέρθηκαν από τη γαλλική αποστολή του Maison. Πρόσφατα αναστηλώθηκε ο ΒΔ κίονας της περίστασης.
ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΗΡΑΣ
Ο ναός της Ήρας αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα δείγματα μνημειακής ναοδομίας στην Ελλάδα. Ήταν κτισμένος στη ΒΔ γωνία του χώρου της Άλτεως, στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου, όπου για την προστασία του κατασκευάσθηκε ισχυρός αναλημματικός τοίχος. Αφιερώθηκε στην Ολυμπία από τους κατοίκους του Σκιλλούντα, αρχαίας πόλης της Ηλείας. Ο Παυσανίας αναφέρει, ότι κτίσθηκε περίπου 8 χρόνια αφότου ο Όξυλος πήρε τη βασιλεία στην Ήλιδα, δηλαδή γύρω στο 1096 π.Χ., όμως, η χρονολόγηση αυτή δεν συμφωνεί με τη χρονολόγηση του ναού, που είναι υστερότερη. Κατά μία άποψη, ο πρώτος ναός της Ήρας κτίσθηκε γύρω στο 650 π.Χ., ήταν μικρός, δωρικός και είχε μόνο σηκό και πρόναο, ενώ γύρω στο 600 π.Χ. προστέθηκε σ’ αυτόν ο οπισθόδομος και το πτερό. Σήμερα, όμως, επικρατέστερη είναι η άποψη ότι ο ναός οικοδομήθηκε περίπου το 600 π.Χ. με ενιαίο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα. Κατά καιρούς υπέστη διάφορες επεμβάσεις, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια μετατράπηκε σε είδος μουσείου, όπου φυλάσσονταν μερικά από τα πιο πολύτιμα έργα του ιερού, ανάμεσα τους και ο περίφημος Ερμής του Πραξιτέλη.
Ο ναός χαρακτηρίζεται από τις βαριές του αναλογίες, καθώς έχει ιδιαίτερα επιμήκη κάτοψη και είναι αρκετά χαμηλός σε ύψος. Έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι δωρικός, περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές και 16 στις μακρές πλευρές. Οι κίονες αρχικά ήταν ξύλινοι και σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους. Γι’ αυτό, τόσο οι κίονες όσο και τα κιονόκρανα, δεν είναι όμοια μεταξύ τους, αφού κάθε φορά ο νέος κίονας ακολουθούσε το ρυθμό της εποχής του, με αποτέλεσμα επάνω στο ναό να αποτυπώνεται η πλήρης εξέλιξη του δωρικού ρυθμού, από τα αρχαϊκά έως και τα ρωμαϊκά χρόνια. Είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Παυσανίας επισκέφθηκε το ιερό, ο ένας κίονας του οπισθόδομου είχε παραμείνει ξύλινος (από ξύλο δρυός). Στις αβαθείς ορθογώνιες κοιλότητες, που παρατηρούνται σε διάφορα σημεία των κιόνων, ήταν τοποθετημένες οι ζωγραφικές εικόνες των νικητριών στα Ηραία, αθλητικοί αγώνες που γίνονταν προς τιμήν της Ήρας. Το κατώτερο τμήμα του ναού ήταν κατασκευασμένο από κογχυλιάτη λίθο, ενώ το ανώτερο μέρος των τοίχων ήταν από ωμές πλίνθους. Ο θριγκός ήταν ξύλινος με πήλινη επένδυση και τα κεραμίδια της στέγης επίσης πήλινα. Το κεντρικό δισκοειδές ακρωτήριο του αετώματος (διαμέτρου 2,3 μ.) ήταν πήλινο, με εντυπωσιακή γραπτή διακόσμηση.
Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι δίστηλοι εν παραστάσι και η πρόσβαση στο σηκό γινόταν από τον πρόναο, μέσω μιας δίφυλλης θύρας, πλάτους 2,90 μ. Ο σηκός χωρίζεται κατά μήκος σε δύο κλίτη με δύο σειρές 8 δωρικών κιόνων. Ανά δύο κίονες υπήρχαν μικρά τοιχάρια εγκάρσια προς τους τοίχους του σηκού, που σχημάτιζαν 5 μικρές κόγχες. Στο βάθος του σηκού, επάνω σε βάθρο ήταν στημένα τα λατρευτικά αγάλματα του Δία και της Ήρας, που αναφέρει ο Παυσανίας (5.17.1). Η Ήρα απεικονιζόταν καθισμένη σε θρόνο και δίπλα της στεκόταν ο Δίας. Το λίθινο αρχαϊκό κεφάλι, που βρέθηκε κοντά στο Ηραίο και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, αποδίδεται με κάποιες επιφυλάξεις στο άγαλμα της θεάς. Στο λατρευτικό άγαλμα απέθεταν κάθε 4 χρόνια οι 16 ευγενείς από την Ήλιδα, που οργάνωναν τα Ηραία, έναν καινούργιο πέπλο, που ύφαιναν για την Ήρα. Για το εσωτερικό του ναού δεν έχουμε άλλες πληροφορίες. Γνωρίζουμε μόνο ότι εδώ φυλασσόταν ο δίσκος του Ιφίτου, επάνω στον οποίο ήταν γραμμένη η ιερή εκεχειρία, ενώ στον οπισθόδομο βρισκόταν η λάρνακα του Κυψέλου, από ξύλο, χρυσό και ελεφαντόδοντο, διακοσμημένη με μυθολογικές παραστάσεις, καθώς και η τράπεζα του Κολώτη, πάνω στην οποία τοποθετούσαν τα στεφάνια αγριελιάς, με τα οποία στεφάνωναν τους Ολυμπιονίκες. Σήμερα από το ναό σώζονται τα θεμέλια, οι τεράστιοι του ορθοστάτες του σηκού και το κατώτερο μέρος των κιόνων. Έχουν αναστηλωθεί 4 κίονες. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας εκτίθενται θραύσματα από την πήλινη διακόσμηση του θριγκού και το πήλινο κεντρικό ακρωτήριο του ναού.
ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟ
Το βουλευτήριο βρίσκεται νότια του ναού του Δία, έξω από τον περίβολο της Άλτεως. Είναι από τα αρχαιότερα και πιο σημαντικά κτίσματα της Ολυμπίας και είχε άμεση σχέση με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν η έδρα της βουλής των Ηλείων, τα μέλη της οποίας είχαν την ευθύνη για τη διοργάνωση των αγώνων, πιθανότατα και των Ελλανοδικών, των κριτών των αγώνων. Εδώ γίνονταν οι καταγραφές των αθλητών, οι κληρώσεις για τη συμμετοχή τους στους αγώνες και οι επίσημες ανακοινώσεις με τα ονόματα των συμμετεχόντων και το πρόγραμμα των αγώνων. Επίσης, εδώ εκδικάζονταν τα παραπτώματα και οι ενστάσεις των αθλητών και αποφασίζονταν οι ποινές τους. Η κατασκευή του βουλευτηρίου άρχισε τον 6ο αιώνα π.Χ. και ολοκληρώθηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., ενώ μικρές προσθήκες και επεμβάσεις έγιναν και στα ρωμαϊκά χρόνια.
Το οικοδόμημα αποτελείται από δύο επιμήκη αψιδωτά μέρη, που συνδέονται μεταξύ τους με ένα τετράγωνο κτίσμα και μία ιωνική στοά στο ανατολικό τμήμα τους. Περίπου στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. κτίσθηκε η βόρεια αψιδωτή πτέρυγα του κτιρίου (μήκους 30,65 μ. και πλάτους 13,78 μ.), ακολουθώντας το σχέδιο των προϊστορικών αψιδωτών κτισμάτων. Το εσωτερικό της χωριζόταν σε δύο κλίτη από μία σειρά 7 κιόνων. Ένα όμοιο αψιδωτό κτήριο με τις ίδιες διαστάσεις και την ίδια διαρρύθμιση κατασκευάσθηκε νότια του πρώτου, έναν αιώνα αργότερα, τον 5ο αιώνα π.Χ. Η αψιδωτή απόληξη και των δύο κτιρίων απομονώνεται με τοίχο από το υπόλοιπο συγκρότημα και χωρίζεται σε δύο μικρά δωμάτια, όπου ίσως φυλάσσονταν τα επίσημα αρχεία των Ηλείων με τα ονόματα όλων των ολυμπιονικών. Ανάμεσα στις δύο αψιδωτές κατασκευές κτίσθηκε τετράγωνο οικοδόμημα (μήκους 14 μ.), που κατά πάσα πιθανότητα ήταν υπαίθριο. Μέσα σε αυτό υπήρχε ο βωμός και το άγαλμα του Ορκίου Διός, που ήταν τρομακτικός στην όψη και απεικονιζόταν να κρατάει κεραυνούς στα χέρια του. Εδώ οι αθλητές και οι κριτές, πατώντας επάνω σε «τόμια», δηλαδή γεννητικά όργανα κάπρου, έδιναν πριν τους αγώνες τον καθιερωμένο ιερό όρκο. Ο περιηγητής Παυσανίας (5.24.9), μας περιγράφει όλη τη διαδικασία: οι αθλητές, οι συγγενείς που τους συνόδευαν και οι γυμναστές τους ορκίζονταν ότι θα τηρήσουν τους κανόνες των αγώνων και θα αγωνισθούν τίμια, χωρίς να διαπράξουν κανένα παράπτωμα. Οι κριτές ορκίζονταν ότι θα κρίνουν δίκαια και δεν θα δωροδοκηθούν. Μάλιστα, σε μία επιγραφή στα πόδια του θεού αναγράφονταν οι κατάρες και οι ποινές για τους επίορκους. Λίγο αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του συγκροτήματος κτίσθηκε μία ιωνική στοά, αποτελούμενη από 27 κίονες, που συνέδεσε τα τρία κτίσματα του βουλευτηρίου. Μπροστά στη στοά αυτή, πολύ αργότερα, στα ρωμαϊκά χρόνια, προστέθηκαν τρεις δωρικές στοές (βόρεια, ανατολικά και νότια) σχηματίζοντας μία τραπεζιόσχημη αυλή. Σήμερα από το μνημείο σώζονται μόνο τα θεμέλια. Έχουν πραγματοποιηθεί μικρής εκτάσεως αναστηλωτικές εργασίες, ενώ έχουν γίνει δενδροφυτεύσεις γύρω από το μνημείο και στο χώρο ανάμεσα στις δύο αψιδωτές κατασκευές.
ΠΡΥΤΑΝΕΙΟ
Το Πρυτανείο ήταν από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα κτίσματα της Ολυμπίας, αφού αποτελούσε το κέντρο της διοικητικής και πολιτικής ζωής του ιερού και το κέντρο διοίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων. Βρίσκεται μέσα στον περίβολο, ακριβώς στη ΒΔ γωνία του, δίπλα στην είσοδο της Άλτεως και απέναντι από το γυμνάσιο. Ήταν η έδρα των πρυτάνεων, αξιωματούχων του ιερού και υπευθύνων για τις θυσίες στους βωμούς των θεών, που γίνονταν μία φορά κάθε μήνα. Ο Παυσανίας (5.15.8) το αναφέρει ως «Πρυτανείο των Ηλείων». Η κατασκευή του χρονολογείται στο τέλος του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. και αρχικά ήταν ένα μικρό οικοδόμημα, που σταδιακά διευρύνθηκε με τις διάφορες προσθήκες και μετασκευές που δέχθηκε στα μεταγενέστερα χρόνια.
Το κτίριο είναι τετράγωνο, με μήκος 32,80 μ. Στο μέσο της νότιας πλευράς του υπάρχει είσοδος, που οδηγεί σ’ ένα τετράγωνο δωμάτιο στο κέντρο του κτιρίου, με διαστάσεις 6,80Χ6,80 μ. Εδώ υπήρχε η ιερή εστία του Κοινού των Ηλείων, όπου έκαιγε το «άσβεστο πυρ». Σύμφωνα με τον Παυσανία, η εστία ήταν σχηματισμένη από στάχτη και πάνω της έκαιγε φωτιά μέρα και νύχτα. Τη στάχτη από την εστία τη μετέφεραν στο μεγάλο βωμό του Δία κι αυτό συντελούσε στην αύξηση του όγκου του βωμού. Στο πρυτανείο βρισκόταν και το εστιατόριο, όπου οι Ηλείοι παρέθεταν τα επίσημα δείπνα προς τιμήν των Ολυμπιονικών. Η ακριβής θέση του δεν είναι γνωστή, αλλά πιθανόν ήταν στη στοά της δυτικής πλευράς ή στο βόρειο τμήμα του κτιρίου. Επίσης, στο εσωτερικό του πρυτανείου, δεξιά της εισόδου, υπήρχε και βωμός αφιερωμένος στο θεό Πάνα. Σήμερα το εσωτερικό του μνημείου δεν είναι επισκέψιμο.
ΑΡΧΑΙΟ ΣΤΑΔΙΟ
Το στάδιο της Ολυμπίας είναι ο χώρος όπου τελούνταν οι αρχαίοι Ολυμπιακοί Αγώνες αλλά και τα Ηραία, αγώνες γυναικών προς τιμήν της Ήρας. Βρίσκεται ανατολικά της Άλτεως, ακριβώς έξω από τη ΒΑ γωνία του περιβόλου, αλλά η θέση του δεν ήταν η ίδια στους πρώτους αιώνες τέλεσης των αγώνων. Πριν από τον 6ο αιώνα π.Χ. το αγώνισμα του σταδίου δρόμου γινόταν σ’ έναν επίπεδο χώρο, χωρίς κανονικά πρανή, κατά μήκος του ανδήρου των θησαυρών, στα ανατολικά του μεγάλου βωμού του Δία. Κατά την αρχαϊκή εποχή, γύρω στα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ., έγινε η πρώτη διαμόρφωση του σταδίου (στάδιο Ι), που ήταν μία απλή εξομάλυνση του εδάφους στα νότια του Κρονίου λόφου, μέσα στο χώρο της Άλτεως. Η δυτική στενή πλευρά του σταδίου, η άφεση, ήταν ανοικτή προς το βωμό του Δία, προς τιμήν του οποίου γίνονταν οι αγώνες. Λίγο αργότερα, στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., δημιουργήθηκε το στάδιο ΙΙ. Ο στίβος μεταφέρθηκε πιο ανατολικά και επεκτάθηκε και μετά το πέρας του ανδήρου των θησαυρών. Κατά μήκος της νότιας πλευράς διαμορφώθηκε τεχνητό πρανές για τους θεατές, ύψους περίπου 3 μ., ενώ στη βόρεια πλευρά χρησιμοποιήθηκε το φυσικό πρανές στις υπώρειες του Κρονίου λόφου. Στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ., όταν οικοδομήθηκε ο μεγάλος ναός του Δία, το στάδιο έλαβε την τελική του μορφή, αυτή που βλέπει σήμερα ο επισκέπτης (στάδιο ΙΙΙ). Οι αγώνες είχαν πια αποκτήσει μεγάλη αίγλη, οι θεατές ήταν χιλιάδες και οι αθλητές που συμμετείχαν στα αγωνίσματα πιο πολλοί από πριν. Οι λόγοι αυτοί ήταν αρκετοί για να αποκτήσει η Ολυμπία ένα μεγαλύτερο στάδιο, που μετατοπίσθηκε 82 μ. πιο ανατολικά και 7 μ. προς τα βόρεια. Ο προσανατολισμός του παρέμεινε ο ίδιος και δημιουργήθηκαν τεχνητά πρανή για τους θεατές σε όλες τις πλευρές του. Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ., με την κατασκευή της στοάς της Ηχούς, το στάδιο απομονώθηκε οριστικά από την Άλτι, γεγονός που απηχεί το πνεύμα της εποχής, καθώς οι αγώνες είχαν χάσει πλέον τον καθαρά θρησκευτικό τους χαρακτήρα και αποτελούσαν γεγονός πιο πολύ αθλητικό και κοσμικό.
Ο στίβος του σταδίου έχει μήκος 212,54 μ. και πλάτος 30 περίπου μ. Η απόσταση ανάμεσα στις δύο λίθινες βαλβίδες, που σηματοδοτούν τις αφέσεις, είναι 192,27 μ., δηλαδή ένα ολυμπιακό στάδιο ή 600 ολυμπιακά πόδια (1 πους=32,04 εκ.). Στο νότιο πρανές του σταδίου υπάρχει η εξέδρα των Ελλανοδικών και απέναντι, στο βόρειο πρανές, ο βωμός της Δήμητρας Χαμύνης, όπου καθόταν η ιέρεια της θεάς, η μόνη γυναίκα που επιτρεπόταν να παρακολουθήσει τους αγώνες. Υπολογίζεται ότι το στάδιο χωρούσε περίπου 45.000 θεατές, ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ λίθινα καθίσματα και οι θεατές κάθονταν κατά γης. Ελάχιστα λίθινα καθίσματα υπήρχαν μόνο για τους επισήμους, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια πιθανόν κατασκευάσθηκαν ξύλινα έδρανα στα πρανή (στάδιο IV-V) και έγιναν εργασίες συντήρησης. Γύρω από το στίβο υπήρχε λίθινος αγωγός, με μικρές λεκάνες ανά διαστήματα, όπου συγκεντρώνονταν τα νερά από τα πρανή. Στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. κατασκευάσθηκε η μνημειακή είσοδος του σταδίου, η λεγόμενη Κρυπτή, μία λίθινη καμαροσκεπής στοά μήκους 32 μ., από την οποία έμπαιναν στο στάδιο μόνον οι επίτροποι, οι αθλητές και οι ήρωες. Στα ρωμαϊκά χρόνια, στο δυτικό της άκρο προστέθηκε ένα μνημειακό πρόπυλο. Από την ανασκαφή του χώρου προέρχεται πλήθος ευρημάτων, κυρίως χάλκινων, τα οποία βρέθηκαν μέσα στα φρέατα, που είχαν ανοιχθεί στα πρανή ήδη από την αρχαϊκή εποχή, για να εξασφαλίσουν νερό στους θεατές. Όταν αχρηστεύθηκαν τα φρέατα αυτά, χρησιμοποιήθηκαν ως αποθέτες. Το στάδιο ερευνήθηκε για πρώτη φορά στις παλαιές γερμανικές ανασκαφές, οπότε αποκαλύφθηκαν τα ακριβή όρια του στίβου, ενώ η πλήρης αποκάλυψη του μνημείου έγινε από τις νεότερες γερμανικές ανασκαφές, την περίοδο 1952-1966. Στις 18/08/2004, το αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας ξαναγνώρισε την παλαιά του αίγλη, μετά από 1611 χρόνια, αφού φιλοξένησε το αγώνισμα της σφαιροβολίας ανδρών και γυναικών στο πλαίσιο των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
ΑΡΧΑΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Το αρχαίο γυμνάσιο της Ολυμπίας οικοδομήθηκε στον επίπεδο χώρο ΒΔ της Άλτεως, δίπλα στην κοίτη του ποταμού Κλαδέου και ανήκει στο ίδιο συγκρότημα με την παλαίστρα, που βρίσκεται ακριβώς στη συνέχειά του προς νότο. Ήταν ο τόπος προπόνησης των αθλητών στα αγωνίσματα δρόμου και στο πένταθλο, που παλαιότερα γίνονταν στον ίδιο χώρο, αλλά στην ύπαιθρο. Στο στάδιο είχε περάσει ο Κρέων 6 μήνες προπονούμενος. Το γυμνάσιο διαμορφώθηκε στα ελληνιστικά χρόνια, και το κτίριο που σώζεται σήμερα χρονολογείται στο 2ο αιώνα π.Χ. Ήταν επιστεγασμένο σε όλο του το μήκος, για να μπορούν οι αθλητές να προπονούνται στον αγώνα δρόμου άσχετα από τις καιρικές συνθήκες.
Πρόκειται για μεγάλο περίκλειστο μακρόστενο κτίσμα, με ευρύχωρη αυλή στο κέντρο και δωρικές στοές στις τέσσερις πλευρές του. Στη δυτική πλευρά του πιθανόν υπήρχε μακρά σειρά από δωμάτια, που χρησίμευαν ως καταλύματα των αθλητών. Η ανατολική στοά έχει ερευνηθεί περισσότερο. Αποτελείται από έναν εξωτερικό τοίχο, διπλή εσωτερική δωρική κιονοστοιχία με 66 κίονες και δεύτερη κιονοστοιχία, με 60 κίονες, στην πρόσοψη προς την αυλή. Ο τοίχος είναι κτισμένος με ορθογώνιους πωρόλιθους στο κατώτερο μέρος και εξωτερικά είχε κτιστές αντηρίδες, ενώ η ανωδομή του ήταν από πλίνθους. Το μήκος της στοάς είναι όσο και το μήκος του ολυμπιακού σταδίου και στο δάπεδό της, στα δύο άκρα, σώζονται δύο αυλακώσεις, όπως και στο στάδιο, που ορίζουν την αφετηρία και το τέρμα. Έτσι, οι αθλητές του δρόμου είχαν ακριβώς την ίδια απόσταση να διανύσουν και στις προπονήσεις τους. Η εσωτερική διπλή κιονοστοιχία χωρίζει κατά μήκος τη στοά σε δύο διαδρόμους. Ο εξωτερικός λεγόταν «ξυστός», επειδή για τη συντήρησή του έπρεπε να ξύνεται, ενώ ο εσωτερικός διάδρομος, που έβλεπε στην αυλή, ονομαζόταν «παραδρομίς» και ήταν βοηθητικός του πρώτου.
Στο μεγάλο υπαίθριο χώρο του γυμνασίου, που είχε μήκος περίπου 220 μ. και πλάτος 100 μ., γινόταν η προπόνηση των αθλητών στα αγωνίσματα του ακοντίου και του δίσκου, δηλαδή σε αυτά που απαιτούσαν μεγάλο χώρο. Στη ΝΑ γωνία του κτιρίου, ακριβώς απέναντι από τη ΒΔ είσοδο της Άλτεως, στο τέλος του 2ου αιώνα π.Χ. προστέθηκε μεγάλο μνημειακό πρόπυλο, που οικοδομήθηκε επάνω σε βαθμιδωτό βάθρο. Έχει μήκος 15,50 μ., πλάτος 9,80 μ. και αμφιπρόστυλη κορινθιακή πρόσοψη. Το εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία κλίτη από δύο σειρές κορινθιακών κιόνων, που συγκρατούσαν θριγκό διακοσμημένο με βουκράνια, ενώ την οροφή του κοσμούσαν λίθινα φατνώματα. Λίγο αργότερα, γύρω στον 1ο αιώνα π.Χ. πρέπει να προστέθηκε και η μικρότερη, νότια στοά, που ακουμπούσε στην παλαίστρα και παρείχε πρόσβαση σε αυτή. Δυστυχώς, το γυμνάσιο δεν σώζεται ολόκληρο. Η δυτική του πλευρά έχει παρασυρθεί από τον ποταμό Κλαδέο, ενώ το βόρειο τμήμα του δεν έχει ακόμη ερευνηθεί. Το σωζόμενο μέρος του αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε κατά τις νεότερες γερμανικές ανασκαφές.
ΠΑΛΑΙΣΤΡΑ
Η παλαίστρα βρίσκεται δυτικά της Άλτεως, έξω από τον περίβολο και πολύ κοντά στον ποταμό Κλαδέο. Οικοδομήθηκε τον 3ο αιώνα π.Χ., νότια του γυμνασίου και ανήκει στο ίδιο συγκρότημα με αυτό. Χρησίμευε για την προπόνηση των αθλητών στην πυγμή, στην πάλη και στο άλμα.
Πρόκειται για σχεδόν τετράγωνο κτήριο, διαστάσεων 66,35Χ66,75 μ., κτισμένο σε χαμηλότερο επίπεδο, περίπου 0,70 μ. από το γυμνάσιο. Στο κέντρο του βρίσκεται μία υπαίθρια περίστυλη αυλή, στρωμένη με λεπτή άμμο, που ήταν ο χώρος προπόνησης των αθλητών. Η κιονοστοιχία της αποτελείται συνολικά από 72 δωρικούς κίονες και κάθε πλευρά της είχε μήκος 41 μ. Οι κίονες και το κατώτερο τμήμα των τοίχων ήταν λίθινα, ενώ η ανωδομή των τοίχων ήταν πλινθόκτιστη και ο θριγκός ξύλινος. Γύρω από την αυλή αναπτύσσονταν στεγασμένα δωμάτια διαφόρων διαστάσεων, που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές πριν και μετά την προπόνησή τους. Η θύρα τους άνοιγε προς την αυλή και τα περισσότερα είχαν στην πρόσοψη ιωνικούς κίονες. Ιωνική κιονοστοιχία υπήρχε και στην πρόσοψη του μεγάλου στενόμακρου χώρου, που καταλάμβανε σχεδόν ολόκληρη τη νότια πλευρά του κτηρίου. Στο εσωτερικό των δωματίων, κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν πάγκοι, που εξυπηρετούσαν τη διδασκαλία ρητόρων και φιλοσόφων. Τα δωμάτια χρησίμευαν ως ελαιοθέσιο (χώρος όπου οι αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι), ως κονιστήριο (δωμάτιο όπου οι αθλητές έριχναν σκόνη στο σώμα τους), ως αποδυτήρια και λουτρά. Αρχικά η παλαίστρα είχε δύο εισόδους στη νότια πλευρά της. Αργότερα στη ΒΔ γωνία της κτίσθηκε ένα πρόπυλο με 4 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη. Αυτή έγινε και η κύρια είσοδος στο κτίριο, ενώ η επικοινωνία με το παρακείμενο γυμνάσιο γινόταν μέσω μιας μικρής θύρας που υπήρχε στη μέση περίπου του βόρειου τοίχου της παλαίστρας και οδηγούσε στη νότια στοά του γυμνασίου. Η παλαίστρα αποκαλύφθηκε και ερευνήθηκε κατά τις νεότερες γερμανικές ανασκαφές. Από το μνημείο σώζονται μόνο τα κατώτερα, λίθινα τμήματα, ενώ έχουν αναστηλωθεί οι 32 από τους 72 κίονες του εσωτερικού περιστυλίου της αυλής.
ΛΕΩΝΙΔΑΙΟ
Το Λεωνιδαίο ήταν μεγάλος πολυτελής ξενώνας, που βρισκόταν στη ΝΔ γωνία του ιερού, έξω από τον περίβολο της Άλτεως. Προοριζόταν για τη φιλοξενία των επισήμων, που έρχονταν στην Ολυμπία στη διάρκεια τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Κτίσθηκε περίπου το 330 π.Χ. και ανοικοδομήθηκε τουλάχιστον δύο φορές στους ρωμαϊκούς χρόνους. Οφείλει το όνομά του στο δωρητή και αρχιτέκτονά του Λεωνίδη από τη Νάξο, όπως μας πληροφορεί η αναθηματική επιγραφή, που διατηρήθηκε σε τμήματα του επιστυλίου της εξωτερικής ιωνικής στοάς, σε περισσότερες από μία πλευρές του κτηρίου, και αναφέρει «ΛΕΩΝΙΔΗΣ ΛΕΩΤΟΥ ΝΑΞΙΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕ». Το άγαλμα του Λεωνίδη, που ήταν ο χορηγός του κτιρίου, ήταν στημένο κοντά στη ΒΑ γωνία του κτιρίου, εκεί όπου βρέθηκε και το ενεπίγραφο βάθρο του.
Το Λεωνιδαίο είναι μεγάλο, σχεδόν τετράγωνο κτίσμα, που έχει εξωτερικά στις 4 πλευρές του ιωνική κιονοστοιχία, αποτελούμενη συνολικά από 138 κίονες με ύψος 5,55 μ. Στο κέντρο του βρίσκεται μία αυλή, με περιστύλιο που αποτελείται από 44 δωρικούς κίονες. Ανάμεσα στις δύο κιονοστοιχίες αναπτύσσονται στις 4 πλευρές του κτιρίου τα δωμάτια, που βλέπουν προς την αυλή. Τα πιο ευρύχωρα δωμάτια βρίσκονται στη δυτική πλευρά του, που είχε βάθος 15 μ., ενώ οι υπόλοιπες είχαν βάθος 10 μ. Ανά μία είσοδος υπήρχε στη νότια και βόρεια πλευρά. Επεμβάσεις στο κτίριο έγιναν στα ρωμαϊκά χρόνια, οπότε και διαμορφώθηκε τεχνητή διακοσμητική λίμνη στην κεντρική αυλή. Τότε το κτίριο χρησιμοποιείτο ως κατοικία των Ρωμαίων αξιωματούχων. Το μνημείο αποκαλύφθηκε πλήρως κατά τις νεότερες γερμανικές ανασκαφές και κατά το 2003 πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης και στερέωσης των κονιαμάτων των τοίχων. Τμήμα της περίτεχνης διακοσμητικής πήλινης σίμης του κτηρίου μπορεί να θαυμάσει ο επισκέπτης στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΦΕΙΔΙΑ
Δυτικά της Άλτεως, έξω από τον περίβολο κι ακριβώς απέναντι από το ναό του Δία, βρίσκεται το εργαστήριο του Φειδία. Εδώ, ο μεγάλος γλύπτης φιλοτέχνησε το τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, που ήταν ένα από τα 7 θαύματα του αρχαίου κόσμου. Το εργαστήριο οικοδομήθηκε στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ., όταν ο Φειδίας, μετά τα έργα του στην Ακρόπολη της Αθήνας, ήλθε στην Ολυμπία για την κατασκευή του αγάλματος. Τα ευρήματα και η κεραμική που προέρχονται από το μνημείο το χρονολογούν με ακρίβεια στην περίοδο 430-420 π.Χ. Αργότερα, το εργαστήριο μετατράπηκε σε χώρο λατρείας. Ο Παυσανίας αναφέρει (5.15.1), ότι όταν επισκέφθηκε το ιερό, το 2ο αιώνα μ.Χ., στο εσωτερικό του υπήρχε βωμός όπου γίνονταν θυσίες σ’ όλους τους θεούς. Τον 5ο αιώνα μ.Χ., στα ερείπια του κτιρίου κτίσθηκε μία παλαιοχριστιανική βασιλική.
Το εργαστήριο είχε περίπου τις ίδιες διαστάσεις με το σηκό του ναού του Δία (μήκος 32,18 μ. και πλάτος 14,50 μ.), ακριβώς για να εξυπηρετεί την κατασκευή του αγάλματος. Έχει προσανατολισμό Α-Δ, με ορθογώνια στενόμακρη κάτοψη και είσοδο στην ανατολική στενή πλευρά. Ήταν κτισμένο από κογχυλιάτη λίθο και το εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία κλίτη από δύο σειρές κιόνων. Στο κεντρικό, πιο πλατύ κλίτος είχε στηθεί το χρυσελεφάντινο άγαλμα, που είχε ξύλινο πυρήνα και πάνω του ο καλλιτέχνης τοποθετούσε τα χρυσά ελάσματα, τα ελεφάντινα και τα γυάλινα τμήματα. Φαίνεται ότι η επεξεργασία αυτών των τμημάτων γινόταν στα δωμάτια που βρίσκονται νότια και κατά μήκος του κτηρίου, όπου ήταν το κυρίως εργαστήριο. Από τα δωμάτια αυτά προέρχεται μεγάλος αριθμός ευρημάτων, όπως πήλινες μήτρες, που χρησίμευαν στην κατασκευή των πτυχώσεων του ιματίου του αγάλματος, τεμάχια ελεφαντοστού και ημιπολύτιμων λίθων, οστέινα εργαλεία χρυσοχοϊκής, καθώς και γυάλινα φύλλα ανθεμίων. Ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα του εργαστηρίου είναι μία μικρή μελανοβαφής οινοχόη, στη βάση της οποίας είναι χαραγμένη η επιγραφή ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ, δηλαδή «ανήκω στον Φειδία». Το τελικό στήσιμο του αγάλματος προφανώς θα έγινε μέσα στο ναό του Δία, όπου μεταφέρθηκε και παρέμεινε για 8 περίπου αιώνες. Ο Δίας απεικονιζόταν καθισμένος στο θρόνο του. Το πρόσωπο και τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ το ιμάτιο που φορούσε ήταν από χρυσό, διακοσμημένο με γυάλινα άνθη και ημιπολύτιμους λίθους. Ο θρόνος όπου καθόταν ο Δίας ήταν επίσης από χρυσό κι έφερε διακόσμηση από μυθολογικές παραστάσεις.
Αργότερα, μεταξύ 435 και 451 μ.Χ., πάνω στους ορθοστάτες του αρχαίου κτιρίου οικοδομήθηκε η παλαιοχριστιανική βασιλική. Ήταν ξυλόστεγη, τρίκλιτη και το ιερό της σχηματίσθηκε με την προσθήκη αψίδας στα ανατολικά, εκεί που βρισκόταν η είσοδος του εργαστηρίου. Το ιερό χωριζόταν από το σηκό με μαρμάρινα χαμηλά θωράκια, που διατηρούνται στη θέση τους έως σήμερα. Οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με οπτοπλίνθους και το δάπεδο ήταν στρωμένο με μαρμάρινες πλάκες, που αφαιρέθηκαν κατά την ανασκαφή, για να μελετηθεί το παλαιότερο δάπεδο του εργαστηρίου. Η είσοδος της εκκλησίας είναι στη νότια πλευρά του νάρθηκα. Στο νάρθηκα βρέθηκαν χριστιανικές επιγραφές που μας δίνουν πληροφορίες σχετικά με τη μαρμαρόστρωση του δαπέδου, καθώς και στοιχεία για τα επαγγέλματα της εποχής. Η βασιλική της Ολυμπίας είναι η αρχαιότερη γνωστή παλαιοχριστιανική εκκλησία της Ηλείας και καταστράφηκε από το σεισμό του 551 μ.Χ. Το μνημείο καθαρίσθηκε αρχικά το 1829 από μέλη της γαλλικής αποστολής και από τότε υπήρχε η πεποίθηση ότι εκεί βρισκόταν και το εργαστήριο του Φειδία, η αποκάλυψη και μελέτη του οποίου ολοκληρώθηκε μεταπολεμικά, με τις γερμανικές ανασκαφές.
ΘΕΗΚΟΛΕΩΝ
Δυτικά της Άλτεως, έξω από τον περίβολο και βόρεια του εργαστηρίου του Φειδία, κτίσθηκε ο Θεηκολεών. Ήταν η έδρα των θεηκόλων, των ιερέων της Ολυμπίας, αλλά αποτελούσε και κατάλυμα όλου του προσωπικού που υπηρετούσε μόνιμα στο ιερό, όπως ήταν οι σπονδοφόροι, οι μάντεις, οι εξηγητές, οι αυλητές και ο ξυλέας, ο προμηθευτής των ξύλων που χρησιμοποιούσαν στις θυσίες. Το αρχικό κτίσμα χρονολογείται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., αλλά υπέστη διάφορες προσθήκες και μετασκευές μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια.
Αρχικά το κτίσμα ήταν σχεδόν τετράγωνο, με μήκος 19 μ. Είχε μία κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν 8 δωμάτια. Από αυτά μόνο τα 4 είχαν είσοδο προς την αυλή, το καθένα με στοά δύο κιόνων ανάμεσα σε παραστάδες. Τα άλλα 4 καταλάμβαναν τις γωνίες και δεν επικοινωνούσαν με την αυλή, αλλά είχαν πόρτες προς τα υπόλοιπα δωμάτια. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, προστέθηκαν τρία ακόμη δωμάτια συνεχόμενα στα ανατολικά, ενώ στα ρωμαϊκά χρόνια έγινε και νέα, πιο μεγάλη επέκταση του κτηρίου. Ανατολικά του ήδη υπάρχοντος συγκροτήματος οικοδομήθηκε ένα νέο, που περιλάμβανε μία μεγάλη κεντρική αυλή με περιστύλιο και γύρω από αυτή πολλά δωμάτια. Η νέα αυτή επέκταση του κτηρίου είχε συνολικές διαστάσεις 38,58Χ40,36 μ. Σήμερα το εσωτερικό του Θεηκολεώνα δεν είναι επισκέψιμο.
ΖΑΝΕΣ
Μπροστά από την «Κρυπτή», τη μνημειακή είσοδο του σταδίου της Ολυμπίας και κατά μήκος του κρηπιδώματος των θησαυρών, σώζονται 16 βάθρα, που ήταν τοποθετημένα στη σειρά το ένα δίπλα στο άλλο. Στα βάθρα αυτά στην αρχαιότητα υπήρχαν ισάριθμα χάλκινα αγάλματα του Δία, που όμως δεν διασώθηκαν. Πρόκειται για τους λεγόμενους Ζάνες (πληθυντικός αριθμός του ονόματος Ζευς), που έγιναν με χρήματα προστίμων που επιβλήθηκαν στους αθλητές, οι οποίοι δεν σεβάσθηκαν τους κανονισμούς των Ολυμπιακών Αγώνων. Τοποθετήθηκαν, μάλιστα, σε περίοπτη θέση προκειμένου να παραδειγματίζονται οι αθλητές που θα λάμβαναν μέρος στους αγώνες. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία (5.21.2-18), οι αρχαιότεροι από τους Ζάνες έγιναν στην 98η Ολυμπιάδα (388 π.Χ.), από το χρηματικό πρόστιμο του επιβλήθηκε στο Θεσσαλό Εύπωλο, επειδή δωροδόκησε τρεις πυγμάχους, προκειμένου να ανακηρυχθεί αυτός νικητής. Αργότερα, στην 112η Ολυμπιάδα (332 π.Χ.), στήθηκαν άλλα 6 αγάλματα, από τον Αθηναίο αθλητή του πεντάθλου Κάλλιππο, που δωροδόκησε τους συναθλητές του. Ο Παυσανίας αναφέρει αναλυτικά και τις υπόλοιπες τιμωρίες των αθλητών. Στην 201η Ολυμπιάδα (25 μ.Χ.), ο Αλεξανδρινός παγκρατιαστής Σαραπίων, τιμωρήθηκε από τους Ηλείους κριτές επειδή μία μέρα πριν τον αγώνα φοβήθηκε τόσο πολύ, ώστε έφυγε κρυφά. Αυτός ήταν και ο μόνος αθλητής στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων που τιμωρήθηκε για δειλία.
Τα χάλκινα αγάλματα που τοποθετούνταν στα βάθρα ήταν έργα μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής. Στην πρώτη από τα ανατολικά βάση, που βρίσκεται μπροστά από την Κρυπτή, σώζεται ακόμα η επιγραφή που μας πληροφορεί ότι το άγαλμα είχε κατασκευάσει ο περίφημος Σικυώνιος γλύπτης Κλέων, ενώ δικό του έργο πρέπει να ήταν και το δεύτερο κατά σειρά άγαλμα. Στην άνω επιφάνεια του ίδιου βάθρου διατηρούνται τα ίχνη στερέωσης του αγάλματος. Από αυτά συμπεραίνουμε ότι ο Δίας απεικονιζόταν σε φυσικό μέγεθος, με το δεξιό πόδι να πατά ολόκληρο, ενώ το αριστερό πατούσε πιο ελαφρά, με τις μύτες. Όλοι οι Ζάνες πρέπει να είχαν την ίδια μορφή, παρά το γεγονός ότι φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές εποχές. Όπως αναφέρει ο Παυσανίας, στις βάσεις τους χαρασσόταν ελεγείο (επιγραφή), που ανέφερε το όνομα του παραβάτη καθώς και συμβουλές προς τους αθλητές, ότι δηλαδή θα έπρεπε να βασίζονται στις σωματικές τους ικανότητες για την ολυμπιακή νίκη και να μη χρησιμοποιούν δόλο. Οι τιμωρίες που επιβλήθηκαν για παράβαση των κανονισμών των αγώνων είναι γενικά πολύ λίγες, γεγονός που αποδεικνύει την τήρηση των κανονισμών και τον απόλυτο σεβασμό των Ελλήνων σε αυτούς. Επίσης αξιοσημείωτο είναι ότι οι ποινές επιβλήθηκαν από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά, όταν πλέον είχε σημειωθεί μεταστροφή του αθλητικού πνεύματος και αλλαγή των ηθικών αξιών. Ωστόσο, η αναγραφή ονόματος αθλητή πάνω σε μία τέτοια βάση αποτελούσε όνειδος, τόσο για τον ίδιο όσο και για την πόλη του. Οι Ζάνες αποκαλύφθηκαν κατά τις πρώτες ανασκαφές του ιερού από τους γερμανούς αρχαιολόγους.
ΦΙΛΙΠΠΕΙΟ
Το Φιλιππείο είναι το μοναδικό κυκλικό οικοδόμημα της Άλτεως και ένα από τα πιο ωραία δείγματα της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Είναι κτισμένο σε περίοπτη θέση μέσα στον περίβολο, στα δυτικά του ναού της Ήρας. Αφιερώθηκε στο ιερό του Δία από το Φίλιππο Β', βασιλιά της Μακεδονίας, μετά τη νίκη του στη μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. και αποδεικνύει τη μεγάλη πολιτική σημασία που είχε το ιερό εκείνη την εποχή. Μετά το θάνατο του Φιλίππου, το 336 π.Χ., η κατασκευή του μνημείου αποπερατώθηκε από το γιο του, τον Μ. Αλέξανδρο, που πρόσθεσε στο εσωτερικό και τα αγάλματα των μελών της οικογένειάς του, έργα του περίφημου γλύπτη Λεωχάρη. Το μνημείο, εκτός από αναθηματικό χαρακτήρα είχε και λατρευτικό, αφού χρησιμοποιήθηκε για τη λατρεία της ηρωοποιημένης βασιλικής οικογένειας των Μακεδόνων.
Το Φιλιππείο ήταν όμορφο και ιδιαίτερα κομψό οικοδόμημα. Πάνω σε κυκλική μαρμάρινη κρηπίδα με τρία σκαλοπάτια, υψώνονταν δεκαοκτώ ιωνικοί κίονες, οι οποίοι στήριζαν πώρινο ιωνικό θριγκό. Η στέγη ήταν καλυμμένη με μαρμάρινα κεραμίδια και η κορυφή της κατέληγε σε χάλκινο κάλυκα παπαρούνας. Ο σηκός ήταν κτισμένος από ορθογώνιους πωρόλιθους, που στο εσωτερικό του μνημείου έφεραν ερυθρωπό επίχρισμα, με χρωματισμένους λευκούς αρμούς. Αυτό έδινε την εντύπωση ότι εσωτερικά οι τοίχοι ήταν κτισμένοι με πήλινα ψημένα τούβλα και αυτή την εικόνα κατέγραψε και ο περιηγητής Παυσανίας (5.20.9), που είδε το μνημείο το 2ο αιώνα μ.Χ. Στο εσωτερικό του σηκού, περιμετρικά, υπήρχαν 9 κορινθιακοί ημικίονες. Απέναντι από την είσοδο, στο μέσο του σηκού, επάνω σε ημικυκλικό βάθρο ήταν στημένες 5 χρυσελεφάντινες πλαστικές εικόνες, που απεικόνιζαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας: του Μ. Αλεξάνδρου, των γονέων του, Φιλίππου και Ολυμπιάδας, και των γονέων του Φιλίππου, Αμύντα και Ευρυδίκης. Τα αγάλματα των δύο γυναικών αργότερα μεταφέρθηκαν μέσα στο ναό της Ήρας, που είχε μετατραπεί σ’ ένα είδος θησαυροφυλακίου και εκεί τα είδε ο Παυσανίας. Σήμερα δεν σώζεται κανένα από αυτά. Από το μνημείο διατηρούνται μόνο τα θεμέλια και τα κατώτερα τμήματα των τοίχων. Όμως, με την ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων 2004, το Μουσείο του Βερολίνου επέστρεψε 10 αρχιτεκτονικά μέλη του Φιλιππείου (τμήματα από την κρηπίδα, θραύσματα από κίονες, ένα κορινθιακό κιονόκρανο, τμήματα μαρμάρινης σίμης με την υδρορροή σε σχήμα λεοντοκεφαλής και μία μαρμάρινη κεραμίδα), για την αναστήλωσή του. Η μερική αναστήλωση του μνημείου ολοκληρώθηκε το έτος 2005.
ΣΤΟΑ ΤΗΣ ΗΧΟΥΣ
Η Στοά της Ηχούς κτίστηκε γύρω στα 350 π.Χ. και αποτελούσε το ανατολικό όριο της Άλτης. Με την κατασκευή της απομονώθηκε το Στάδιο από την Άλτη. Οφείλει το όνομά της στη ακουστική της, εφόσον ο ήχος επαναλαμβανόταν 7 φορές. Γι’ αυτό ονομαζόταν και Επτάηχος. Στο εσωτερικό της υπήρχε ζωγραφικός διάκοσμος από μεγάλους ζωγράφους της εποχής και ονομάστηκε και Ποικίλη Στοά. Είναι μήκους 98 μ. και αποτελείται από μία εξωτερική δωρική κιονοστοιχία με 44 κίονες και μία εσωτερική που δεν έχει διευκρινιστεί αν ήταν ιωνική ή κορινθιακή. Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. μπροστά στη Στοά της Ηχούς κατασκευάστηκε το μνημείο του Πτολεμαίου Β' (του Φιλάδελφου) και της Αρσινόης. Το μνημείο αυτό αποτελείται από μεγάλη λίθινη κρηπίδα, μήκους 20 μ. και πλάτους 4 μ., που στα δύο άκρα της υπήρχαν δύο ιωνικοί κίονες, ύψους 8,89 μ., πάνω στους οποίους ήταν τοποθετημένα τα επίχρυσα αγάλματα του Πτολεμαίου και της Αρσινόης. Από το εντυπωσιακό μνημείο σώζεται η λίθινη κρηπίδα και τμήματα των ιωνικών κιόνων.
ΜΗΤΡΩΟΝ
Το Μητρώο ήταν ναός αφιερωμένος στη Ρέα, που αργότερα μετονομάστηκε Κυβέλη. Βρίσκεται ανατολικά του Ηραίου, μπροστά από το άνδηρο των θησαυρών, σε χώρο όπου προϋπήρχε λατρεία για πολλούς αιώνες, ίσως ήδη από την προϊστορική εποχή. Οι θεότητες που λατρεύονταν εδώ πριν τη Ρέα ήταν κυρίως η Μητέρα Γη, στην οποία ήταν αφιερωμένο το ιερό Γαίον και η Ειλείθυια, που ήταν συγγενική θεά και επίσης σχετιζόταν με τη μητρότητα.
Ο ναός κτίστηκε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. και είναι μικρός σε διαστάσεις, δωρικού ρυθμού, περίπτερος, με 6 κίονες στις στενές και 11 στις μακρές πλευρές. Οι κίονες είχαν διάμετρο 0,85 μ. στο κατώτερο μέρος τους, ύψος 4,63 μ., ήταν όλοι κατασκευασμένοι από κογχυλιάτη λίθο και έφεραν λευκό επίχρισμα. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Ο πρόναος και ο οπισθόδομος ήταν δίστηλοι εν παραστάσι, ενώ άγνωστο παραμένει αν υπήρχαν εσωτερικές κιονοστοιχίες στο σηκό. Λίθινο ήταν επίσης το επιστύλιο και το διάζωμα, με τις λίθινες τριγλύφους και μετόπες, ενώ η στέγη ήταν ξύλινη, καλυμμένη με πήλινα κεραμίδια. Πιθανότατα ο βωμός του ναού, επίσης αφιερωμένος στη Ρέα, βρισκόταν είτε στα δυτικά του ή πιο ψηλά, ανάμεσα στους θησαυρούς. Στους πρώιμους αυτοκρατορικούς χρόνους ο ναός μετατράπηκε σε χώρο λατρείας του αυτοκράτορα Αυγούστου και αργότερα χρησιμοποιήθηκε για τη λατρεία γενικά των Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Στο σηκό, στα χρόνια του Αυγούστου τοποθετήθηκε ένας υπερφυσικού μεγέθους ανδριάντας του αυτοκράτορα, που τον παρίστανε ως Δία, να κρατάει κεραυνό και σκήπτρο και ίσως είχε λατρευτικό χαρακτήρα. Το άγαλμα βρέθηκε στις ανασκαφές κι εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Επίσης, βρέθηκαν 6 ακόμη αγάλματα, 3 ανδρικά και 3 γυναικεία, που πιστεύεται ότι ανήκουν στους αυτοκράτορες Κλαύδιο, Τίτο, Βεσπασιανό, και στις Αγριππίνα και Δομιτία. Σήμερα από το μνημείο σώζεται μόνο ο στυλοβάτης και τμήματα από το θριγκό. Στο χώρο του γίνονται εργασίες καθαρισμού, ενώ παράλληλα μελετώνται τα αρχιτεκτονικά του μέλη.
ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ
Το ιερό, που είναι γνωστό ως νοτιοανατολικό κτήριο, βρίσκεται στη ΝΑ γωνία της Άλτεως και ήταν αφιερωμένο πιθανότατα στην Εστία. Αποτελούσε το ανατολικό όριο του ιερού, μαζί με τη στοά της Ηχούς, που κτίσθηκε αργότερα λίγο πιο βόρεια. Το κτίριο οικοδομήθηκε στο α' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται ότι λειτουργούσε μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., οπότε άρχισαν να κτίζονται πάνω του τα μεταγενέστερα οικοδομήματα. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν ο Παυσανίας επισκέφθηκε το ναό του Δία, δεν ήταν πλέον ορατό, γιατί στην ίδια θέση είχαν ήδη κτιστεί άλλα κτιριακά συγκροτήματα, όπως η λεγόμενη «Οικία του Νέρωνα».
Το οικοδόμημα δεν κτίσθηκε με ενιαίο αρχιτεκτονικό πρόγραμμα, αλλά σταδιακά. Αρχικά κατασκευάσθηκαν τα δύο γωνιακά δωμάτια κι ο πίσω τοίχος με ένα αίθριο, διαστάσεων 23Χ29 μ. Από το κτίσμα αυτό διατηρούνται σήμερα μόνον ελάχιστα τμήματα των τοίχων. Λίγο αργότερα, στην αρχική κατασκευή προστέθηκαν τα δύο κεντρικά δωμάτια και στα δυτικά μία δωρική στοά, που περιέβαλλε στις 3 πλευρές το παλαιότερο συγκρότημα. Είχε 19 κίονες προς την πλευρά της Άλτεως, από 8 κίονες σε κάθε στενή πλευρά και οικοδομήθηκε για να αποτελέσει την πρόσοψη του κτιρίου προς την Άλτι. Η προσθήκη αυτή έγινε πιθανότατα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., μετά τον ισχυρό σεισμό του 373 π.Χ. Το τελικό κτίριο είχε διαστάσεις 36,42Χ14,66 μ. Από το μνημείο προέρχονται αρχιτεκτονικά μέλη και τμήματα από την πήλινη σίμη, που έφερε ανθεμωτή διακόσμηση. Το οικοδόμημα σήμερα δεν είναι ορατό λόγω των επεμβάσεων που έγιναν στο χώρο κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
ΒΩΜΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑ
Στο χώρο που εκτείνεται ανατολικά του ναού της Ήρας και του Πελοπίου υπήρχε στην αρχαιότητα ο μεγάλος βωμός του Δία, από τον οποίο, όμως, σήμερα δεν διατηρείται κανένα ίχνος. Ωστόσο, τα πολυάριθμα χάλκινα ειδώλια που βρέθηκαν στο χώρο μέσα σε παχύ στρώμα στάχτης, προέρχονται από το βωμό αυτό. Σύμφωνα με το μύθο, τη θέση του βωμού όρισε ο ίδιος ο Δίας, με κεραυνό που έριξε από τον Όλυμπο. Η ολοκληρωτική καταστροφή του πιθανότατα έγινε στα χρόνια του Θεοδοσίου Α', που κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και στα χρόνια του εγγονού του, Θεοδοσίου Β'.
Η μορφή του βωμού είναι γνωστή από την αναλυτική περιγραφή του περιηγητή Παυσανία (5.13.8-11), που τον είδε το 2ο αιώνα μ.Χ. Ο βωμός ήταν κυκλικός ή ελλειψοειδής και διαμορφωνόταν σε δύο επίπεδα: την πρόθυση και τον κυρίως βωμό. Η πρόθυση ήταν ένα κρηπίδωμα ύψους περίπου 3 μ. και στις δύο στενές πλευρές της υπήρχαν σκαλοπάτια για να μπορεί κανείς να ανέβει πάνω σε αυτή. Ο κυρίως βωμός είχε κωνικό σχήμα, με περίμετρο 9,5 μ., και είχε σχηματισθεί πάνω στην πρόθυση από τη στάχτη των ζώων που θυσίαζαν, και από τα οποία έκαιγαν τους μηρούς. Μία στενή κλίμακα, τα σκαλοπάτια της οποίας ήταν σκαλισμένα στη στάχτη, οδηγούσε στην κορυφή. Το συνολικό ύψος του βωμού, πάντα σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία, υπολογίζεται στα 6,5 μ. Η θυσία του ζώου γινόταν στην πρόθυση και στη συνέχεια οι ιερείς μετέφεραν τους μηρούς στο ψηλότερο σημείο του βωμού, όπου και τους έκαιγαν. Στην πρόθυση μπορούσαν να ανέβουν και γυναίκες, στον κυρίως βωμό, όμως, μόνον ιερείς και άνδρες. Θυσίες στο βωμό αυτό προς τιμήν του Δία γίνονταν συνεχώς και όχι μόνο στη διάρκεια των γιορτών. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι την 19η ημέρα του μήνα Ελαφιώνος (τέλος Μαρτίου) οι μάντεις του ιερού έφερναν τη στάχτη από το βωμό της Εστίας, που βρισκόταν στο Πρυτανείο, κι αφού την ανακάτευαν με νερό του ποταμού Αλφειού, έκαναν πηλό και επάλειφαν με αυτόν το βωμό. Μάλιστα, ο Παυσανίας διευκρινίζει ότι το ανακάτεμα της στάχτης γινόταν μόνο με νερό του Αλφειού, που θεωρείτο ως το πιο αγαπημένο ποτάμι του Δία. Επίσης αναφέρεται ότι για τις θυσίες χρησιμοποιούσαν ξύλα λεύκης, όπως είχε κάνει σύμφωνα με το μύθο και ο Ηρακλής, όταν θυσίασε στο Δία.
ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΗΡΑΣ
Ανατολικά του ναού της Ήρας, κατά τον κεντρικό άξονα του ναού, σώζονται τα θεμέλια ενός βωμού, που ήταν αφιερωμένος στην Ήρα. Πρόκειται για μικρή, στενόμακρη κατασκευή, φτιαγμένη από πωρόλιθο, με μήκος 5,80 μ. και πλάτος 3,50 μ. Κτίστηκε τον 6ο αιώνα π.Χ., δηλαδή την ίδια περίοδο με το Ηραίο. Στη θέση όμως αυτή υπήρχε και παλαιότερα ένας απλούστερος βωμός της Ήρας, που σχηματιζόταν από τη στάχτη των ζώων που θυσιάζονταν στην Ήρα, όπως και ο μεγάλος βωμός του Δία.
Στο βωμό της Ήρας γίνεται σήμερα η αφή της Ολυμπιακής Φλόγας. Η τελετή καθιερώθηκε το 1936 στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου και από τότε γίνεται κάθε 4χρόνια, πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Η ιερή φλόγα ανάβει από κάτοπτρο με τις ακτίνες του ήλιου, και στη συνέχεια πομπή ιερειών την μεταφέρει στο Στάδιο. Από εκεί αρχίζει το μεγάλο ταξίδι της προς την πόλη που οργανώνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
ΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΠΑΙΩΝΙΟΥ
Στο χώρο της Άλτεως υπάρχουν εκατοντάδες βάθρα, πολλά από τα οποία είναι ενεπίγραφα, κι αρκετά αποτελούσαν βάσεις αγαλμάτων. Ένα από τα πιο σημαντικά βρίσκεται περίπου 30 μ. ανατολικά του ναού του Δία, αριστερά της εισόδου του. Πρόκειται για το τεράστιο βάθρο επάνω στο οποίο ήταν στημένη η Νίκη του Παιωνίου, το θαυμάσιο γλυπτό της κλασικής εποχής. Στην πρόσοψη του βάθρου είχε χαραχθεί αναθηματική επιγραφή, που μας πληροφορεί ότι η Νίκη ήταν αφιέρωμα των Μεσσηνίων και των Ναυπακτίων στο Δία, για τη νίκη τους κατά των Λακεδαιμονίων στον Αρχιδάμειο πόλεμο, πιθανότατα το 421 π.Χ.: «ΜΕΣΣΑΝΙΟΙ ΚΑΙ ΝΑΥΠΑΚΤΙΟΙ ΑΝΕΘΕΝ ΔΙΙ ΟΛΥΜΠΙΩΙ ΔΕΚΑΤΑΝ ΑΠΟ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ». Η γλώσσα που χρησιμοποιείται εδώ είναι δωρική, επειδή οι αναθέτες του μνημείου ήταν Δωριείς. Λίγο πιο κάτω, με μικρότερα γράμματα αναφέρεται το όνομα του γλύπτη Παιωνίου από τη Μένδη: «ΠΑΙΩΝΙΟΣ ΕΠΟΙΗΣΕ ΜΕΝΔΑΙΟΣ ΚΑΙ Τ’ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑ ΠΟΙΩΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΝΑΟΝ ΕΝΙΚΑ». Η επιγραφή ήταν χαραγμένη στον τρίτο από κάτω λίθο του βάθρου, σε ύψος περίπου 2 μ. από το έδαφος, για να είναι εύκολα ορατή από τους επισκέπτες του ιερού.
Η βάση αποτελείται από 12 επάλληλους τριγωνικούς δόμους και έφθανε σε ύψος περίπου 9 μ. Είχε σχήμα πρισματικό, που στένευε προς τα πάνω και στην κορυφή της ήταν στημένο το άγαλμα της φτερωτής Νίκης. Το συνολικό ύψος του αναθήματος μαζί με το άγαλμα έφθανε τα 12 μ. περίπου. Αργότερα, γύρω στο 135 π.Χ., οι Μεσσήνιοι χάραξαν στο βάθρο της Νίκης τη διαιτητική απόφαση των 600 Μιλησίων σχετικά με τη Δενθελιάτιδα, περιοχή στον Ταΰγετο, που διεκδικούσαν τόσο οι Λακεδαιμόνιοι όσο και οι Μεσσήνιοι. Το κείμενο της επιγραφής σώζεται στη δεξιά πλευρά των δύο κατώτερων λίθων του μνημείου. Η Νίκη αποκαλύφθηκε κατά τις παλαιές γερμανικές ανασκαφές, στα τέλη του 19ου αιώνα. Τότε βρέθηκαν η θεμελίωση και αρκετά κομμάτια του βάθρου και τα θραύσματα του ίδιου του αγάλματος. Σήμερα παραμένει στη θέση του μόνο το βάθρο, ενώ το άγαλμα και ο ενεπίγραφος δόμος εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΟ ΚΤΙΡΙΟ
Στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου αναπτύχθηκαν οι προϊστορικές λατρείες του ιερού, όπως του Κρόνου, της Ρέας, της Γαίας, της Θέμιδας, της Ειλειθυίας, του Ιδαίου Ηρακλή και άλλων θεοτήτων. Κατά την Πρωτοελλαδική ΙΙΙ περίοδο (2300-2000 π.Χ.), σύμφωνα με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα, φαίνεται ότι είχε διαμορφωθεί στο χώρο της Άλτεως ένα πρωτόγονο οργανωμένο ιερό, ενδεχομένως και κάποιος οικισμός γύρω του, με συνεχή κατοίκηση ως την Υστεροελλαδική ΙΙΙ εποχή (1600-1100 π.Χ.).
ΝΑ του Ηραίου έχει ερευνηθεί ένα από τα προϊστορικά κτίρια της Ολυμπίας, το κτήριο ΙΙΙ, που βρίσκεται σε κατώτερο επίπεδο από τα κτίσματα της αρχαϊκής και κλασικής εποχής. Στην ίδια περιοχή έχουν ερευνηθεί συνολικά 6 προϊστορικά κτίσματα, που δεν είναι ορατά επειδή έχουν καταχωθεί. Το προϊστορικό κτίριο ΙΙΙ της Ολυμπίας έχει προσανατολισμό Β-Ν και αψιδωτή κάτοψη. Από την όλη κατασκευή διατηρείται μόνο μία σειρά από τους ακατέργαστους λίθους των θεμελίων, ενώ η ανωδομή του πρέπει να ήταν από φθαρτά υλικά. Η μελέτη της κεραμικής, που προέρχεται από το κτίριο, έδειξε ότι αυτό χρονολογείται στο τέλος της Πρωτοελλαδικής ΙΙΙ εποχής, μεταξύ του 2150 και 2000 π.Χ., κι ότι την περίοδο αυτή ίσως υπήρχαν επαφές με τον πολιτισμό Cetina, που αναπτύχθηκε στις Δαλματικές ακτές. Μαζί με τον προϊστορικό τύμβο που βρίσκεται κάτω από το παρακείμενο Πελόπιο (2500 π.Χ.), τα αψιδωτά κτίρια αποτελούν τις παλαιότερες κατασκευές του ιερού.
ΠΕΛΟΠΙΟ
Το Πελόπιο ήταν ταφικό μνημείο (κενοτάφιο) αφιερωμένο στον Πέλοπα, τοπικό ήρωα που τιμούσαν ιδιαίτερα οι Ηλείοι. Βρίσκεται μεταξύ των ναών της Ήρας και του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση που αναφέρει ο Παυσανίας (5.13.1), το αφιέρωσε στον Πέλοπα ο Ηρακλής, που ήταν 4ος απόγονός του. Κάτω από το Πελόπιο, σε βάθος 2,50 μ. από τη σημερινή επιφάνεια του εδάφους, βρίσκεται η αρχαιότερη κατασκευή μέσα στο χώρο της Άλτεως. Πρόκειται για ένα μεγάλο προϊστορικό τύμβο με λίθινο περίβολο, που χρονολογείται στην Πρωτοελλαδική εποχή (περίπου 2500 π.Χ.). Το ανώτερο τμήμα του τύμβου αυτού ήταν ορατό μέχρι και την κλασική εποχή.
Το Πελόπιο των ιστορικών χρόνων ήταν ένας τύμβος, που είχε μέγιστο ύψος 2 μ. από την επιφάνεια του εδάφους και διαμορφώθηκε αρχικά γύρω στον 6 αιώνα π.Χ. Γύρω από αυτόν, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. κτίσθηκε ένας περίβολος σε σχήμα ακανόνιστου πεντάπλευρου με απλή είσοδο στη ΝΔ γωνία. Στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. η είσοδος αναδείχθηκε, όταν προστέθηκε μνημειακό λίθινο δωρικό πρόπυλο. Κατά την αρχαιότητα μέσα στον περίβολο υπήρχαν δένδρα, κυρίως λεύκες, και ανδριάντες. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία (5.13.2), κάθε χρόνο οι άρχοντες θυσίαζαν στο χώρο του Πελοπίου ένα μαύρο κριάρι και όποιος έτρωγε από το θυσιασμένο στον Πέλοπα ζώο δεν επιτρεπόταν να μπει στο ναό του Δία.
Από το χώρο του Πελοπίου, τόσο από τις παλιές όσο και από τις πρόσφατες γερμανικές ανασκαφές, προέρχεται πλήθος ευρημάτων, κυρίως κεραμική, πήλινα και χάλκινα ειδώλια ανθρώπων και ζώων, πολλά από τα οποία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
ΝΥΜΦΑΙΟ
Το υδραγωγείο του Ηρώδη του Αττικού ήταν από τις πιο πλούσιες και εντυπωσιακές κατασκευές που κοσμούσαν την Άλτι. Βρίσκεται ανάμεσα στο ναό της Ήρας και στο άνδηρο των θησαυρών και είναι γνωστό ως Νυμφαίο ή εξέδρα του Ηρώδη του Αττικού. Ήταν μεγάλη μνημειακή κρήνη, αλλά και δεξαμενή για το νερό, που ερχόταν από πηγές στα ανατολικά του ιερού και διοχετευόταν με πυκνό σύστημα αγωγών σε διάφορα σημεία του, μέσα και έξω από την Άλτι. Το Νυμφαίο κατασκευάσθηκε το 160 μ.Χ. και ήταν προσφορά εξαιρετικής σημασίας για το ιερό, αν σκεφθεί κανείς ότι μέχρι τότε υπήρχε μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας και η ύδρευση γινόταν αποκλειστικά από τα πολυάριθμα πηγάδια, που υπήρχαν σε διάφορα σημεία του χώρου. Το πρόβλημα γινόταν πολύ πιο έντονο στη διάρκεια τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων, οπότε χιλιάδες επισκέπτες κατέκλυζαν τον χώρο.
Το Νυμφαίο είναι μεγαλοπρεπής ημικυκλική κατασκευή, που αποτελείται από δύο ανισοϋψείς δεξαμενές και μία αψίδα. Στον ημικυκλικό τοίχο της αψίδας (διαμέτρου 16,62 μ.), που ήταν διώροφος και κτισμένος από οπτόπλινθους με πολύχρωμη μαρμάρινη επένδυση, διαμορφώνονταν 11 κόγχες ανά όροφο, όπου ήταν τοποθετημένα μαρμάρινα αγάλματα. Στον κάτω όροφο ήταν τα αγάλματα του Αντωνίνου Πίου (του Ευσεβούς) και των μελών της οικογενείας του και στον πάνω όροφο τα αγάλματα του Ηρώδη του Αττικού και του οίκου του. Την κεντρική κόγχη κάθε ορόφου καταλάμβανε το άγαλμα του Δία. Μπροστά στον ημικυκλικό τοίχο της αψίδας διαμορφωνόταν ημικυκλική δεξαμενή, όπου συγκεντρωνόταν το νερό που ερχόταν με αγωγούς από λόφους της ευρύτερης περιοχής. Στη μέση της δεξαμενής ήταν στημένος ένας μαρμάρινος ταύρος, ζώο συμβολικό του υδάτινου στοιχείου, που τώρα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Στη μία πλευρά του είναι χαραγμένη αναθηματική επιγραφή, που αναφέρει ότι η Ρήγιλλα, ιέρεια της Δήμητρας Χαμύνης και σύζυγος του Ηρώδη του Αττικού, αφιερώνει στο Δία το νερό και το Νυμφαίο με τα αγάλματα που το διακοσμούν. Πιο χαμηλά βρισκόταν μία ακόμη δεξαμενή στενόμακρη, μήκους 21,90 μ. και πλάτους 3,43 μ. Στα δύο άκρα της υπήρχε από ένας κυκλικός, περίπτερος οικίσκος, κορινθιακού ρυθμού, με διάμετρο 3,80 μ. Στο εσωτερικό κάθε οικίσκου ήταν τοποθετημένο από ένα άγαλμα. Το ένα ήταν ο ανδριάντας του Ηρώδη του Αττικού και το άλλο του Αντωνίνου του Ευσεβούς ή του Μάρκου Αυρηλίου. Πολλά από τα αγάλματα του Νυμφαίου εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας.
Η κατάσταση διατήρησης του μνημείου δεν επιτρέπει στο σημερινό επισκέπτη να φαντασθεί την αρχική του μορφή. Από την πολύχρωμη μαρμάρινη επένδυση, που δημιουργούσε εξαιρετικό αισθητικό αποτέλεσμα, δεν διατηρήθηκε σχεδόν τίποτα. Μερικά από τα βάθρα των αγαλμάτων, που διακοσμούσαν τις κόγχες, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, τον 5ο αιώνα μ.Χ., ως οικοδομικό υλικό σε δεύτερη χρήση στην παλαιοχριστιανική βασιλική.
ΝΟΤΙΑ ΣΤΟΑ
Η νότια στοά αποτελούσε το νότιο όριο του ιερού της Ολυμπίας, και ήταν η κύρια είσοδός του από την πλευρά αυτή. Βρίσκεται νότια του βουλευτηρίου, έξω από τον περίβολο της Άλτεως. Κατασκευάσθηκε περίπου την ίδια εποχή με τη στοά της Ηχούς, γύρω στο 360-350 π.Χ. και διατηρήθηκε σε χρήση για αρκετούς αιώνες.
Η στοά είναι κτισμένη από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο, ενώ για την κρηπίδα της έχει χρησιμοποιηθεί μάρμαρο. Το μήκος της ήταν περίπου 80 μ. και το βάθος της έφθανε τα 13,50 μ. Η κύρια όψη της ήταν η νότια, προς την πλευρά του ποταμού Αλφειού. Η εξωτερική κιονοστοιχία της στοάς περιβάλλει τις τρεις πλευρές της, με 6 δωρικούς κίονες σε κάθε στενή πλευρά και 34 δωρικούς κίονες στη νότια. Στο μέσον της πρόσοψης δημιουργείται ένα είδος πρόπυλου, με βάθος περίπου 7 μ., που δίνει στην κάτοψη της στοάς σχήμα Τ. Το πρόπυλο έχει 6 δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και από 3 σε κάθε πλευρά. Στο εσωτερικό του κτιρίου υπήρχε μία δεύτερη, κορινθιακή κιονοστοιχία, αποτελούμενη από 17 κίονες. Τα τελευταία χρόνια, επειδή το μνημείο δεν ήταν ορατό από την πυκνή βλάστηση, έγιναν καθαρισμοί σε μεγάλη έκταση, στη διάρκεια των οποίων αποκαλύφθηκε η κάτοψη της στοάς σε όλο το μήκος της. Μικρό τμήμα της στα δυτικά δεν έχει ερευνηθεί. Μπροστά στο μνημείο, δημιουργήθηκε νέα διαδρομή, για καλύτερη πρόσβαση των επισκεπτών και τοποθετήθηκε πινακίδα με πληροφοριακό υλικό.
ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΝΕΡΩΝΑ - ΑΝΑΤΟΛΙΚΕΣ ΘΕΡΜΕΣ
Το μεγάλο κτιριακό συγκρότημα, που έχει αποδοθεί στο Ρωμαίο αυτοκράτορα Νέρωνα, βρίσκεται ΝΑ της Άλτεως, στη θέση όπου στην κλασική εποχή υπήρχε το ιερό της Εστίας και άλλα κτίσματα, που κατεδαφίστηκαν. Ένας μολύβδινος υδαταγωγός με την επιγραφή NERONIS: AUG., καθώς και άλλες ενδείξεις, οδήγησαν τους μελετητές να ταυτίσουν το κτίριο με την οικία του αυτοκράτορα, που οικοδομήθηκε κατά τα έτη 65-67 μ.Χ., όταν ο Νέρων κατέλυσε στο ιερό προκειμένου να λάβει μέρος ο ίδιος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του έτους 67 μ.Χ. Στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ., στο συγκρότημα έγιναν διάφορες επεκτάσεις και μετατροπές.
Η
οικία του Νέρωνα ήταν πολυτελής έπαυλη, που διέθετε μεγάλη περίστυλη αυλή, γύρω από την οποία αναπτύσσονταν αρκετοί χώροι, δωμάτια και μεγάλοι κήποι. Η κύρια είσοδος του συγκροτήματος βρισκόταν στα δυτικά και μπροστά της υπήρχε στοά με κιονοστοιχία, που ανυψωνόταν σε θριαμβικό τόξο. Η είσοδος οδηγούσε σε αίθριο και στη συνέχεια δύο διάδρομοι οδηγούσαν στη μεγάλη περίστυλη αυλή και στους κήπους. Στο νότιο τμήμα στεγάζονταν τα λουτρά. Η κάτοψη του κτιρίου δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί πλήρως, λόγω των επεμβάσεων που έγιναν στους επόμενους αιώνες. Οι μεγαλύτερες αλλαγές στο χώρο πραγματοποιήθηκαν στα χρόνια του Σεπτίμιου Σεβήρου, στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., όταν κτίσθηκαν οι λεγόμενες ανατολικές θέρμες. Από την οικία του Νέρωνα διατηρήθηκαν μόνο οι όψεις προς την πλευρά της Άλτεως, το μεγάλο αίθριο και τμήματα των δωματίων.
Το νέο λουτρικό συγκρότημα των ανατολικών Θερμών, επεκτάθηκε προς βόρεια και ανατολικά και διέθετε χώρους θερμού και ψυχρού λουτρού, δεξαμενές και αυλή με κήπο. Στη ΝΑ γωνία του διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση το «Οκτάγωνο», που αποτελεί τμήμα των λουτρικών εγκαταστάσεων (tepidarium). Οφείλει το όνομά του στο οκταγωνικό σχήμα της κεντρικής του αίθουσας, η οποία είχε καμαροειδείς οροφές και τοίχους κτισμένους με οπτόπλινθους. Στο δάπεδό του διατηρούνται μέχρι σήμερα εντυπωσιακότατα ψηφιδωτά, που διακοσμούνται με θέματα από το θαλάσσιο βασίλειο. Δυτικά του συγκροτήματος αυτού υπάρχει η θεμελίωση της θριαμβευτικής αψίδας του Νέρωνα καθώς και τα λείψανα ενός μικρού ωδείου, που κτίσθηκε επίσης τον 3ο αιώνα μ.Χ. Τα τελευταία χρόνια στο μνημείο έχουν γίνει εργασίες συντήρησης και στερέωσης των κονιαμάτων των τοίχων, ενώ από το 2002 το συγκρότημα έγινε επισκέψιμο.
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ
Τα παλαιότερα λουτρά της Ολυμπίας, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των αθλητών, βρίσκονται στο δυτικότερο τμήμα της, κοντά στον ποταμό Κλαδέο. Λέγονται ελληνικά λουτρά, για να διακρίνονται από τα υπόλοιπα, που κατασκευάστηκαν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Το συγκρότημα κατασκευάστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. και δεν κτίσθηκε με ενιαίο αρχιτεκτονικό σχέδιο, αλλά σε όλη σχεδόν τη διάρκεια χρήσης του γίνονταν διάφορες επεμβάσεις και επεκτάσεις. Πολύ πιθανόν εγκαταλείφθηκε στα ρωμαϊκά χρόνια, όταν οικοδομήθηκαν πολλά θερμά λουτρά στο ιερό.
Αρχικά, πριν το 450 π.Χ., κατασκευάστηκε ένα πολύ απλό μακρόστενο κτίσμα (χώρος Ι), διαστάσεων 20Χ4 μ. Από ένα πηγάδι που υπήρχε στο δυτικό του τμήμα έπαιρναν νερό οι αθλητές για να πλυθούν. Λίγο αργότερα, πιθανόν μέσα στον 5ο αιώνα π.Χ., προστέθηκε ένα δεύτερο μικρότερο δωμάτιο (χώρος ΙΙ), εφοδιασμένο με μικρές κτιστές μπανιέρες στη βόρεια και στην ανατολική πλευρά. Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. τα λουτρά διευρύνθηκαν προς δυτικά με την κατασκευή ενός ακόμη δωματίου (χώρος ΙΙΙ), που στις τρεις πλευρές του είχε μπανιέρες, αλλά και δυνατότητα παροχής ζεστού νερού. Στον 1ο αιώνα π.Χ. έγινε η τελευταία μεγάλη επέκταση στο λουτρικό συγκρότημα (χώρος IV), με την κατασκευή μεγάλης αίθουσας στα νότια. Η αίθουσα IV έχει μικρή αψίδα στη νότια πλευρά της. Σε αυτή τη φάση κατασκευάσθηκαν τα υπόκαυστα, ένα σύστημα θέρμανσης δαπέδου. Σύγχρονη της πρώτης φάσης του λουτρού (5ος αιώνα π.Χ.) ήταν και η παρακείμενη πισίνα, που βρισκόταν στα δυτικά του συγκροτήματος. Η πισίνα είχε διαστάσεις 24Χ16 μ. και βάθος 1,60 μ. και στις 4 πλευρές της υπήρχαν από 5 σκαλοπάτια. Ο πυθμένας της ήταν στρωμένος με ορθογώνιους πωρόλιθους, ενώ διέθετε τελειοποιημένο σύστημα υδροδότησης και αποχέτευσης του νερού. Κατά πάσα πιθανότητα έπαψε να λειτουργεί πριν το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. Πάνω στο νότιο τμήμα της κατασκευάστηκαν αργότερα οι θέρμες του Κλαδέου, ενώ μεγάλο τμήμα της παρέσυρε ο ποταμός, με αποτέλεσμα να μη σώζεται σχεδόν τίποτα από αυτή σήμερα. Σήμερα δεν είναι επισκέψιμο το εσωτερικό των κτιρίων.
ΗΡΩΟ
Το ηρώο βρίσκεται ανάμεσα στο Θεηκολεώνα και στα ελληνικά λουτρά, στο δυτικό τμήμα της Ολυμπίας, εκεί όπου υπάρχουν οι βοηθητικές εγκαταστάσεις. Το κτίριο οικοδομήθηκε στο β' μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και αρχικά συνδεόταν με τη λειτουργία των λουτρών, εφόσον ήταν το εφιδρωτήριο, (βοηθητικός χώρος για την εφίδρωση των λουόμενων). Λίγο αργότερα, όμως, στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο, έπαψε να λειτουργεί ως χώρος θερμού λουτρού και χρησιμοποιήθηκε ως ηρώο.
Πρόκειται για μικρό τετράγωνο οικοδόμημα, στο οποίο διακρίνονται τρεις χώροι. Στο βόρειο, τετράγωνο τμήμα του υπάρχει εγγεγραμμένη κυκλική κατασκευή, διαμέτρου 8,04 μ., και ένα δεύτερο δωμάτιο διαμορφώνεται στο νότιο τμήμα του κτηρίου. Η είσοδος στα δύο δωμάτια γινόταν από τα δυτικά, όπου υπήρχε ένα στενόμακρο προστώο, βάθους 5,10 μ., με τέσσερις κίονες στη δυτική του πρόσοψη. Την εποχή που το κτίσμα λειτουργούσε ως λουτρό, στο νότιο δωμάτιο πολύ πιθανόν υπήρχαν οι λέβητες για το ζέσταμα του νερού, που θα χρησιμοποιούσαν οι λουόμενοι, ενώ ο κυκλικός χώρος ήταν το εφιδρωτήριο. Στο εσωτερικό της κυκλικής κατασκευής και προς το νότιο τμήμα της βρέθηκε μικρός βωμός, κατασκευασμένος από στάχτη και πηλό, ύψους μόλις 0,38 μ., μήκους 0,54 μ. και πλάτους 0,37 μ., που έφερε στην επιφάνειά του τη γραπτή επιγραφή «ήρωος», πλαισιωμένη με κλαδιά ελιάς. Κατά καιρούς η επικάλυψη του βωμού ανανεωνόταν και η επιγραφή γραφόταν ξανά, με χρώμα, και μερικές φορές με διαφορετικό τρόπο (ήρωος, ηρώων, ήρωορ). Δεν γνωρίζουμε σε ποιο ήρωα ή σε ποιους ήρωες ήταν αφιερωμένος ο βωμός. Ο Παυσανίας αναφέρει (5.15.8) ότι στο χώρο αυτόν, εκτός από το βωμό του ανώνυμου ήρωα υπήρχε και βωμός του θεού Πάνα.
ΞΕΝΩΝΕΣ
Οι ξενώνες των ρωμαϊκών χρόνων βρίσκονται έξω από την Άλτι, δυτικά του εργαστηρίου του Φειδία και πολύ κοντά στις θέρμες του Κλαδέου. Η εγκατάσταση των θερμών στο χώρο αυτό, σχετίζεται άμεσα με την κατασκευή των ξενώνων. Οι ξενώνες κτίσθηκαν γύρω στο 170 π.Χ., για να αντιμετωπισθούν οι συνεχώς αυξανόμενες ανάγκες των επισκεπτών του ιερού, ιδιαίτερα στην περίοδο τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η κατασκευή τους έγινε στο πλαίσιο ενός μεγάλου οικοδομικού προγράμματος, που περιλάμβανε επισκευές σε αρκετά από τα κτίσματα της Άλτεως και οικοδόμηση νέων, σύμφωνα με το πνεύμα της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, που επέβαλλε μεγάλο όγκο, πολλά δωμάτια και πλούσια διακόσμηση. Οι ρωμαϊκοί ξενώνες κατέλαβαν το χώρο όπου υπήρχαν βοηθητικές εγκαταστάσεις της υστεροκλασικής περιόδου, όπως ένας κλίβανος για την κατασκευή πήλινων αγγείων και ένας μύλος.
Το οικοδομικό συγκρότημα αποτελείται από δύο μεγάλες οικίες, που δεν κτίσθηκαν ταυτόχρονα. Η παλαιότερη (οικία Ι) καταλαμβάνει το δυτικότερο τμήμα και η κύρια είσοδός της ήταν στη νότια πρόσοψη, όπου ένα πλατύ άνοιγμα οδηγούσε σε κεντρικό περιστύλιο. Λίγο αργότερα κτίστηκε και η δεύτερη (οικία ΙΙ), ακριβώς στα ανατολικά. Γύρω από ένα κεντρικό περιστύλιο αναπτύσσονταν αρκετά δωμάτια, τα περισσότερα από τα οποία είχαν είσοδο στο περιστύλιο. Διάφοροι χώροι των ξενώνων διακοσμούνταν με ωραιότατα ψηφιδωτά δάπεδα, που όμως δεν διατηρούνται μέχρι σήμερα. Στο μνημείο έγιναν το 2003 εργασίες συντήρησης των ελάχιστα διατηρημένων ψηφιδωτών.
ΘΕΡΜΕΣ ΛΕΩΝΙΔΑΙΟΥ
Το μικρό λουτρό, που κτίστηκε έξω από το ΝΔ άκρο της Άλτεως, είναι γνωστό σήμερα ως «θέρμες Λεωνιδαίου», επειδή βρίσκεται δίπλα στον ομώνυμο ξενώνα, χωρίς όμως να σχετίζεται με αυτόν. Διατηρείται σε εξαιρετικά καλή κατάσταση και είναι ένα από τα λίγα κτίσματα της Ολυμπίας που διατηρεί το αρχικό του ύψος και την οροφή του. Η ανέγερσή του τοποθετείται στον 3ο αιώνα μ.Χ., αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται με μετατροπές κι αργότερα, έως τον 6ο αιώνα μ.Χ. Αποτελούσε τμήμα εκτεταμένου και κατεστραμμένου σήμερα κτιριακού συγκροτήματος, που λειτουργούσε ως ξενώνας και επεκτεινόταν βόρεια του λουτρού και δυτικά του Λεωνιδαίου.
Το συγκρότημα περιλάμβανε μία κεντρική αυλή, γύρω από την οποία αναπτύσσονταν δωμάτια, αποθηκευτικοί και βοηθητικοί χώροι. Το μικρό λουτρό βρισκόταν στο νότιο τμήμα του και περιλάμβανε 4 μικρές αίθουσες, που στεγάζονταν με καμαροειδείς οροφές. Εντυπωσιακά ψηφιδωτά, που διασώζονται μέχρι σήμερα, διακοσμούσαν τα δάπεδά τους. Το λουτρό διέθετε εξαιρετικό σύστημα ύδρευσης, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχε τελειοποιημένο σύστημα θέρμανσης των τοίχων, όπου ο θερμός αέρας διοχετευόταν με σύστημα σωληνώσεων στο εσωτερικό των τοίχων. Τον 5ο αιώνα μ.Χ. το κτίριο λειτούργησε ως χώρος παρασκευής οίνου, όταν εγκαταστάθηκε στην πρώτη από τις μικρές αίθουσες ένας αμπελουργός με το ληνό του. Την ίδια περίπου περίοδο η μία από τις αίθουσες χρησιμοποιήθηκε και σαν χώρος επεξεργασίας γυαλιού, όπως υποδεικνύει ένας κλίβανος που βρέθηκε στη ΝΔ γωνία του κτιρίου. Στο μνημείο έχουν πραγματοποιηθεί εργασίες συντήρησης των ψηφιδωτών δαπέδων και για λόγους προστασίας τοποθετήθηκε στέγαστρο στη νότια πλευρά του, στο σημείο που είχε υποχωρήσει η οροφή.
ΘΕΡΜΕΣ ΚΛΑΔΕΟΥ
Ένα από τα λουτρικά συγκροτήματα που υπήρχαν στην Ολυμπία, είναι αυτό που βρίσκεται στο δυτικό άκρο της, κοντά στην κοίτη του Κλαδέου ποταμού, στο χώρο όπου υπήρχε η πισίνα των ελληνικών λουτρών του 5ου αιώνα π.Χ. Χρονολογείται στα ρωμαϊκά χρόνια, γύρω στο 100 μ.Χ., και η κατασκευή του συνδέεται με τους ρωμαϊκούς ξενώνες που βρίσκονται σε μικρή απόσταση προς τα νότια. Οι λουτρικές εγκαταστάσεις γνωστές ως «θέρμες του Κλαδέου» καταλαμβάνουν επιφάνεια περίπου 400 τ.μ. και αποτελούνται από πολλά δωμάτια, που είχαν καμαροειδείς οροφές από πηλό. Οι οροφές των δωματίων δεν διατηρήθηκαν και η δυτική πλευρά του συγκροτήματος έχει παρασυρθεί από τον ποταμό Κλαδέο. Τα δάπεδα των αιθουσών κοσμούσαν εξαιρετικά ψηφιδωτά, πολλά από τα οποία έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Οι θέρμες του Κλαδέου, με τα χρωματιστά μάρμαρα στους τοίχους, τα ψηφιδωτά δάπεδα και τους πολλούς χώρους, ανταποκρίνονται στο πνεύμα της εποχής τους, όταν πλέον τα λουτρά δεν ήταν μόνο λειτουργικά, όπως συνέβαινε στην κλασική ή στην ελληνιστική εποχή, αλλά ήταν περισσότερο χώρος ανάπαυσης και πολυτέλειας. Διέθεταν αίθουσες θερμού και ψυχρού λουτρού, εφιδρωτήριο, αποδυτήριο, μικρό ιδιωτικό λουτρό στο βόρειο τμήμα τους, αίθριο, μπανιέρες και τουαλέτες. Στα ψηφιδωτά δάπεδα των λουτρών πραγματοποιήθηκαν εργασίες συντήρησης το 2003 και τα Λουτρά έγιναν επισκέψιμα.
ΘΕΡΜΕΣ ΚΡΟΝΙΟΥ
Στην περιοχή βόρεια του Πρυτανείου, στις παρυφές του χώρου της Ολυμπίας, βρίσκεται μεγάλο κτίριο γνωστό ως «θέρμες Κρονίου» ή «Βόρειες θέρμες». Το συγκρότημα οικοδομήθηκε την αυτοκρατορική εποχή επάνω σε κτίριο και λουτρά ελληνιστικών χρόνων. Παρέμεινε σε χρήση μέχρι τον 5ο-6ο αιώνα μ.Χ. και σε όλο αυτό το διάστημα δέχθηκε διάφορες επισκευές και προσθήκες, όπως αυτή ενός μικρού συγκροτήματος θερμών στη ΒΑ πλευρά του.
Το συγκρότημα περιλάμβανε πολλά δωμάτια και αίθουσες με πολλαπλές λειτουργίες, που αναπτύσσονταν γύρω από ένα κεντρικό περιστύλιο. Το δάπεδο του περιστυλίου διακοσμούσαν πολύ εντυπωσιακά ψηφιδωτά με εικονιστικές θαλάσσιες παραστάσεις. Στη νότια πλευρά η κεντρική παράσταση απεικονίζει Νηρηίδα πάνω σε θαλάσσιο ταύρο και στη βόρεια δελφίνια. Στη δυτική πλευρά, από όπου ήταν και η κεντρική είσοδος, υπάρχει μεγάλη παράσταση Τρίτωνα ανάμεσα σε θαλάσσιους ίππους. Τον 3ο αιώνα μ.Χ. το κτίριο καταστράφηκε από σεισμό. Λίγο αργότερα, κατά τον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ. χρησιμοποιήθηκε για την επεξεργασία γεωργικών αγαθών. Στο ανατολικό τμήμα του ρωμαϊκού περιστυλίου εγκαταστάθηκε ληνός για την παρασκευή οίνου, ενώ στις αίθουσες στα βόρεια και ανατολικά του περιστυλίου βρέθηκαν εγκαταστάσεις κεραμικού εργαστηρίου. Επίσης, σε μία αψιδωτή αίθουσα, που αρχικά λειτουργούσε ως χώρος θερμού λουτρού (tepidarium), κατασκευάστηκε αργότερα ένας κεραμικός κλίβανος. Οι τρεις δεξαμενές, που εντοπίστηκαν στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος, προφανώς είχαν σχέση με το κεραμικό εργαστήριο που λειτουργούσε εδώ και πιθανώς προορίζονταν για τον καθαρισμό και την παρασκευή πηλού. Από το χώρο του κεραμικού εργαστηρίου προέρχονται πολλά αγγεία και όστρακα, που χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αιώνα μ.Χ.
Το κτίριο αποκαλύφθηκε στο τέλος της πρώτης γερμανικής ανασκαφής το 1880. Η έρευνα στο χώρο ολοκληρώθηκε τα έτη 1987-1991, οπότε και ήλθε στο φως το κτιριακό συγκρότημα σχεδόν στο σύνολό του. Μικρή συμπληρωματική έρευνα στις πρωιμότερες φάσεις του μνημείου έγινε το 2003, οπότε έγιναν και εργασίες συντήρησης όλων των ψηφιδωτών, τα οποία επανατοποθετήθηκαν στην αρχική τους θέση, στο δάπεδο του περιστυλίου.
ΘΗΣΑΥΡΟΙ
Οι θησαυροί της Ολυμπίας βρίσκονται συγκεντρωμένοι στους νότιους πρόποδες του Κρονίου λόφου, στο χώρο όπου υπήρχαν οι προϊστορικές λατρείες του ιερού. Κτίστηκαν πάνω σε τεχνητό επίπεδο άνδηρο, που καταλαμβάνει την έκταση από το Νυμφαίο έως το στάδιο και διαμορφώθηκε ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Δεν είναι όλοι θεμελιωμένοι στο ίδιο ύψος, γιατί δεν οικοδομήθηκαν ταυτόχρονα. Οι πρώτοι χρονολογούνται στα αρχαϊκά χρόνια, στον 6ο αιώνα π.Χ., και οι τελευταίοι στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ λίγο αργότερα, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., κτίσθηκε η πώρινη λίθινη κρηπίδα που από το άνδηρο οδηγεί στο χαμηλότερο επίπεδο της Άλτεως. Πίσω από τους θησαυρούς, προς το Κρόνιο, σε μεταγενέστερους χρόνους κατασκευάσθηκε μεγάλος αναλημματικός τοίχος με αντηρίδες, που αποτελεί και το βόρειο όριο της Άλτεως. Οι θησαυροί είναι μικρά ναόσχημα οικοδομήματα, που αφιέρωναν στο ιερό διάφορες ελληνικές πόλεις, για να στεγάσουν τα πολύτιμα και πλούσια αναθήματά τους στο Δία. Ο Παυσανίας (6.19.1-15) μάς δίνει πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τα πλούσια αφιερώματα που φυλάσσονταν εκεί. Στην περιγραφή του αναφέρει τα ονόματα 10 θησαυρών: των Σικυωνίων, Συρακούσιων, Επιδαμνίων, Βυζαντίων, Συβαριτών, Κυρηναίων, Σελινουντίων, Μεταποντίων, Μεγαρέων και Γελώων. Όμως, κατά την ανασκαφική έρευνα ήλθαν στο φως τα θεμέλια 12 τέτοιων κτιρίων, από τα οποία μόνο 5 ταυτίσθηκαν με βεβαιότητα: των Σικυωνίων, των Σελινουντίων, των Μεταποντίων, των Μεγαρέων και των Γελώων. Όπως φαίνεται, οι περισσότεροι θησαυροί ήταν αφιερώματα από πόλεις της Μεγάλης Ελλάδας, γεγονός που αποδεικνύει τους ισχυρούς δεσμούς του ιερού της Ολυμπίας με τη Δύση.
Οι θησαυροί είναι απλές κατασκευές, αποτελούμενες από ορθογώνιο σηκό με δύο δωρικούς κίονες μεταξύ παραστάδων, εκτός από τον τελευταίο προς τα ανατολικά, αυτόν των Γελώων, που είναι πρόστυλος, εξάστυλος. Έχουν όλοι προσανατολισμό Β-Ν, με την είσοδο προς το νότο, δηλαδή προς την πλευρά του ιερού, και είναι κτισμένοι στη σειρά ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο πρώτος της σειράς είναι ο
θησαυρός των Σικυωνίων, αφιέρωμα του Μύρωνα, διαστάσεων 12,46Χ7,30 μ., και οι 4 τελευταίοι είναι των Σελινουντίων, των Μεταποντίων, των Μεγαρέων και των Γελώων.
Δυτικά του θησαυρού των Σικυωνίων εντοπίσθηκαν τα λείψανα δύο μικρών κτισμάτων, που αποδίδονται στο ιερό της Ειλειθυίας και του Σωσιπόλεως και στο ιερό της Αφροδίτης Ουρανίας. Το όγδοο από δυτικά κτίσμα από μερικούς μελετητές αποδίδεται στο βωμό της Γαίας. Από τους θησαυρούς προέρχεται μεγάλος αριθμός πήλινων αρχιτεκτονικών μελών, που φέρουν εντυπωσιακή γραπτή διακόσμηση, καθώς και τμήματα από πήλινα συμπλέγματα (Σάτυρος και Μαινάδα, πήλινο κεφάλι σφίγγας κ.ά.), που προφανώς ανήκαν σε ακρωτήρια. Πολλά από αυτά εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας. Από το θησαυρό των Μεγαρέων σώζεται το αέτωμα που απεικονίζει σκηνή Γιγαντομαχίας και επίσης εκτίθεται στο μουσείο. Στα μνημεία έχουν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
ΙΠΠΟΔΡΟΜΟΣ
Ο ιππόδρομος βρισκόταν στο ΝΑ άκρο της Ολυμπίας, στη μεγάλη επίπεδη έκταση νότια του σταδίου και σχεδόν παράλληλα με αυτό. Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπισθεί η ακριβής θέση του, επειδή πολύ πιθανόν οι εγκαταστάσεις του έχουν παρασυρθεί από τον ποταμό Αλφειό, που κατέκλυσε την περιοχή στα μεσαιωνικά χρόνια, όταν σταμάτησε να συντηρείται το ανάχωμα που υπήρχε στη δεξιά του όχθη. Ωστόσο, ήταν ένα από τα πιο σημαντικά μνημεία της Ολυμπίας, αφού εδώ γίνονταν τα ιππικά αγωνίσματα και οι αρματοδρομίες των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τις πληροφορίες μας για τον ιππόδρομο της Ολυμπίας αντλούμε από τον περιηγητή Παυσανία, που μας δίνει αναλυτική περιγραφή του μνημείου (6.20.10-21). Ήταν ένας μεγάλος επιμήκης, πλατύς και επίπεδος χώρος, που το συνολικό μήκος του υπολογίζεται στα 780 μ. και το πλάτος του περίπου στα 320 μ. (ο Παυσανίας αναφέρει, ότι το μήκος του ήταν 4 στάδια και το πλάτος ένα στάδιο και 4 πλέθρα). Ο αγωνιστικός χώρος ήταν στενόμακρος και κατά μήκος του υπήρχε το λεγόμενο «έμβολο», ένα λίθινο ή ξύλινο χώρισμα μήκους δύο σταδίων, που τον χώριζε σε δύο διαδρόμους. Τα άλογα ή τα άρματα έτρεχαν όλα στον ένα διάδρομο, με κατεύθυνση προς τα ανατολικά και όταν έφθαναν στο τέλος, παρέκαμπταν το άκρο του εμβόλου και έστριβαν στον άλλο διάδρομο, με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Η συνολική απόσταση που διένυαν ποίκιλλε ανάλογα με το αγώνισμα. Γύρω από το στίβο υπήρχε χώρος για τους θεατές. Στο βόρειο τμήμα χρησιμοποιήθηκε το φυσικό πρανές, ενώ στις άλλες πλευρές είχαν δημιουργηθεί τεχνητά επικλινή επίπεδα με επισώρευση χωμάτων. Στο δυτικό τμήμα του βορείου πρανούς υπήρχε ιδιαίτερη θέση για τους κριτές των αγώνων. Η δυτική πλευρά του ιπποδρόμου έκλεινε με τη στοά του αρχιτέκτονα Αγνάπτου, που δεν έχει βρεθεί στις ανασκαφές και, συνεπώς, η μορφή της είναι άγνωστη. Εκεί βρισκόταν το πιο εντυπωσιακό μέρος του ιπποδρόμου, η ιππάφεση, δηλαδή η αφετηρία των αλόγων, που το πολύπλοκο σύστημά της, που είχε επινοήσει ο ανδριαντοποιός Κλέοιτας, μας περιγράφει αναλυτικά ο Παυσανίας. Δεν ήταν σε ευθεία γραμμή, αλλά είχε σχήμα πλώρης πλοίου, δηλαδή ενός ισοσκελούς τριγώνου με κτιστά χωρίσματα στις δύο πλευρές, που όριζαν τις θέσεις των αλόγων ή των αρμάτων. Στην κορυφή του τριγώνου βρισκόταν ένα χάλκινο δελφίνι επάνω σε πάσσαλο, ενώ στη βάση του, μπροστά από τη στοά του Αγνάπτου, υπήρχε βωμός, επάνω στον οποίο στηριζόταν ένας χάλκινος αετός με ανοιγμένα φτερά. Μέσα στο βωμό ήταν ο μηχανισμός, που τον χειριζόταν ένα μόνο άτομο. Μπροστά από τα άλογα ή τα άρματα υπήρχαν τεντωμένα σχοινιά, που εμπόδιζαν την εκκίνηση. Κατά την ιππάφεση, τα σχοινιά έπεφταν σταδιακά, ξεκινώντας από τα άλογα που βρίσκονταν πιο πίσω, ενώ παράλληλα, άρχιζε να βυθίζεται το χάλκινο δελφίνι και να υψώνεται ο αετός. Όταν όλα τα άλογα ή άρματα έρχονταν στην ίδια ευθεία, στη βάση του διαδρόμου, και ο αετός ήταν ορατός από όλους τους θεατές, ηχούσαν οι σάλπιγγες και άρχιζε ο αγώνας. Κοντά στην αφετηρία ήταν στημένο το άγαλμα της Ιπποδάμειας, που κρατούσε την ταινία του νικητή, ενώ στο ΝΑ άκρο του ιπποδρόμου υπήρχε στρογγυλός βωμός, αφιερωμένος στον Ταράξιππο, θεότητα που ονομαζόταν έτσι επειδή προξενούσε ταραχή στα άλογα. Προς το τέλος της βόρειας πλευράς του ιπποδρόμου υπήρχε το Ιερό της Δήμητρας Χαμύνης, που πρόσφατα έφερε στο φως η Ζ' Εφορεία Αρχαιοτήτων.
ΔΕΣ:
Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας
ΔΕΣ:
Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της Αρχαιότητας