πάντα Ἔρωτος ἔργα
Για τον συγγραφέα δεν διαθέτουμε καμία πληροφορία. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι το όνομα είναι ρωμαϊκό και απαντά στη Λέσβο, ενώ η συγγραφή τοποθετείται στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Το έργο του Λόγγου διαφοροποιείται από την τυπική μυθιστορηματική πλοκή, στο βαθμό που δύο βασικά στοιχεία του είδους, οι περιπλανήσεις και οι περιπέτειες, παίζουν δευτερεύοντα ρόλο. Εδώ κέντρο αλλά και κινητήριο μοχλό της αφήγησης αποτελεί η φύση, η ύπαιθρος της Λέσβου, με τις εναλλαγές των εποχών να σηματοδοτούν την πορεία προς την ωρίμανση του έρωτα των δύο νέων. Αυτή ακριβώς η σταδιακή ερωτική αφύπνιση, το μυητικό ταξίδι από την παιδική αθωότητα στον ολοκληρωμένο έρωτα αποτελεί και το πραγματικό θέμα του έργου. Πιο συγκεκριμένα η πλοκή έχει ως εξής: ο Δάφνης και η Χλόη εγκαταλείπονται από τους γονείς τους και ανατρέφονται από ποιμένες· τα δύο παιδιά μεγαλώνουν στην φύση βόσκοντας μαζί τα κοπάδια τους. Η ανέλιξη της ιστορίας στηρίζεται παράλληλα στις επεμβάσεις του θεού Έρωτα και στην επίδραση που ασκούν οι εποχές. Έτσι την άνοιξη αφυπνίζεται το ερωτικό αίσθημα, το καλοκαίρι φουντώνει, το φθινόπωρο σηματοδοτεί κρίσιμη καμπή καθώς εμφανίζονται οι τυπικές για το είδος δοκιμασίες (επιδρομές και διαδοχική απαγωγή των δύο ηρώων), ο χειμώνας τους χωρίζει προσωρινά, για να τον διαδεχθεί όμως πάλι η άνοιξη με την μύηση του Δάφνη στον Έρωτα από την Λυκαίνιον, μια νεαρή αστή· το καλοκαίρι οι δύο νέοι ξαπλώνουν μαζί γυμνοί, αλλά ο φόβος και η επερχόμενη έλευση των κυρίων τους από την πόλη το φθινόπωρο καθυστερούν την ένωση, που δεν θα αργήσει ωστόσο να πραγματοποιηθεί, αφού οι κύριοι δεν είναι άλλοι από τους γονείς του Δάφνη· θα ακολουθήσει η αναγνώριση με γνωρίσματα (αντικείμενα που βοηθούν στην αναγνώριση) και ο γάμος που θα επιτρέψει την ολοκλήρωση του έρωτα. Οι δύο ήρωες ωστόσο παρά το γεγονός ότι τώρα έχουν πλούτη και αξιοσέβαστη κοινωνική θέση θα προτιμήσουν να ζήσουν στο απλό ποιμενικό περιβάλλον, όπου μεγάλωσαν, και θα συνεχίσουν να λατρεύουν τις Νύμφες, τον Πάνα και τον Έρωτα, τις θεότητες στις οποίες είναι αφιερωμένο το μυθιστόρημα.
Στο κείμενο που ακολουθεί, η διήγηση του βοσκού Φιλητά σχετικά με την εμφάνιση του Έρωτα στον κήπο και όσα ο ίδιος ο θεός διδάσκει για την φύση και την δύναμή του είναι βαρύνουσας σημασίας. Οι δύο ερωτευμένοι πρώτη φορά αντιλαμβάνονται τι ακριβώς τους συμβαίνει, αφού ώς τώρα τα συμπτώματα του έρωτα ήταν ανεξήγητα. Η αυξημένη επίγνωση οδηγεί σε τολμηρότερες ερωτικές πρωτοβουλίες και αποτελεί όπλο απέναντι στον επερχόμενο ζοφερό χειμώνα.
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην 2, 4-7
[2.4.1] «εἰσελθόντι δέ μοι τήμερον ἀμφὶ μέσην ἡμέραν ὑπὸ ταῖς ῥοιαῖς καὶ ταῖς μυρρίναις βλέπεται παῖς μύρτα καὶ ῥοιὰς ἔχων, λευκὸς ὥσπερ γάλα καὶ ξανθὸς ὡς πῦρ, στιλπνὸς ὡς ἄρτι λελουμένος. γυμνὸς ἦν, μόνος ἦν· ἔπαιζεν ὡς ἴδιον κῆπον τρυγῶν. [2.4.2] ἐγὼ μὲν οὖν ὥρμησα ἐπ᾽ αὐτὸν ὡς συλληψόμενος, δείσας μὴ ὑπ᾽ ἀγερωχίας τὰς μυρρίνας καὶ τὰς ῥοιὰς κατακλάσῃ· ὁ δέ με κούφως καὶ ῥᾳδίως ὑπέφευγε, ποτὲ μὲν ταῖς ῥοδωνιαῖς ὑποτρέχων, ποτὲ δὲ ταῖς μήκωσιν ὑποκρυπτόμενος ὥσπερ πέρδικος νεοττός. [2.4.3] καίτοι πολλάκις μὲν πράγματα ἔσχον ἐρίφους γαλαθηνοὺς διώκων, πολλάκις δὲ ἔκαμον μεταθέων μόσχους ἀρτιγεννήτους· ἀλλὰ τοῦτο ποικίλον τι χρῆμα ἦν καὶ ἀθήρατον. καμὼν οὖν ὡς γέρων καὶ ἐπερεισάμενος τῇ βακτηρίᾳ καὶ ἅμα φυλάττων μὴ φύγῃ, ἐπυνθανόμην τίνος ἐστὶ τῶν γειτόνων, καὶ τί βουλόμενος ἀλλότριον κῆπον τρυγᾷ. [2.4.4] ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδέν, στὰς δὲ πλησίον ἐγέλα πάνυ ἁπαλὸν καὶ ἔβαλλέ με τοῖς μύρτοις καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἔθελγε μηκέτι θυμοῦσθαι. ἐδεόμην οὖν εἰς χεῖρας ἐλθεῖν μηδὲν φοβούμενον ἔτι καὶ ὤμνυον κατὰ τῶν μύρτων ἀφήσειν ἐπιδοὺς μήλων καὶ ῥοιῶν παρέξειν τε ἀεὶ τρυγᾶν τὰ φυτὰ καὶ δρέπειν τὰ ἄνθη τυχὼν παρ᾽ αὐτοῦ φιλήματος ἑνός.
[2.5.1] ἐνταῦθα πάνυ καπυρὸν γελάσας ἀφίησι φωνὴν οἵαν οὔτε χελιδὼν οὔτε ἀηδὼν οὔτε κύκνος ὅμοιος ἐμοὶ γέρων γενόμενος· «ἐμοὶ μέν, ὦ Φιλητᾶ, φιλῆσαί σε πόνος οὐδείς· βούλομαι γὰρ φιλεῖσθαι μᾶλλον ἢ σὺ γενέσθαι νέος. ὅρα δὲ εἴ σοι καθ᾽ ἡλικίαν τὸ δῶρον. [2.5.2] οὐδὲν γάρ σε ὠφελήσει τὸ γῆρας πρὸς τὸ μὴ διώκειν ἐμὲ μετὰ τὸ ἓν φίλημα. δυσθήρατός εἰμι καὶ ἱέρακι καὶ ἀετῷ καὶ εἴ τις ἄλλος τούτων ὠκύτερος ὄρνις. οὔτοι παῖς ἐγὼ καὶ εἰ δοκῶ παῖς, ἀλλὰ καὶ τοῦ Κρόνου πρεσβύτερος καὶ αὐτοῦ τοῦ παντὸς χρόνου· [2.5.3] καί σε οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει τὸ πλατὺ βουκόλιον καὶ παρήμην σοι συρίττοντι πρὸς ταῖς φηγοῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀμαρυλλίδος, ἀλλά με οὐχ ἑώρας καίτοι πλησίον μάλα τῇ κόρῃ παρεστῶτα. σοὶ μὲν οὖν ἐκείνην ἔδωκα, καὶ ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοὶ βουκόλοι καὶ γεωργοί· [2.5.4] νῦν δὲ Δάφνιν ποιμαίνω καὶ Χλόην, καὶ ἡνίκα ἂν αὐτοὺς εἰς ἓν συναγάγω τὸ ἑωθινόν, εἰς τὸν σὸν ἔρχομαι κῆπον καὶ τέρπομαι τοῖς ἄνθεσι καὶ τοῖς φυτοῖς κἀν ταῖς πηγαῖς ταύταις λούομαι. διὰ τοῦτο καλὰ καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτά τοῖς ἐμοῖς λουτροῖς ἀρδόμενα. [2.5.5] ὅρα δὲ μή τί σοι τῶν φυτῶν κατακέκλασται, μή τις ὀπώρα τετρύγηται, μή τις ἄνθους ῥίζα πεπάτηται, μή τις πηγὴ τετάρακται· καὶ χαῖρε, μόνος ἀνθρώπων ἐν γήρᾳ θεασάμενος τοῦτο τὸ παιδίον.» [2.6.1] ταῦτα εἰπὼν ἀνήλατο καθάπερ ἀηδόνος νεοττὸς ἐπὶ τὰς μυρρίνας καὶ κλάδον ἀμείβων ἐκ κλάδου διὰ τῶν φύλλων ἀνεῖρπεν εἰς ἄκρον. εἶδον αὐτοῦ καὶ πτέρυγας ἐκ τῶν ὤμων. καὶ τοξάρια μεταξὺ τῶν πτερύγων καὶ οὐκέτι, οὔτε ταῦτα οὔτε αὐτόν. [2.6.2] εἰ δὲ μὴ μάτην ταύτας τὰς πολιὰς ἔφυσα μηδὲ γηράσας ματαιοτέρας τὰς φρένας ἐκτησάμην, Ἔρωτι, ὦ παῖδες κατέσπεισθε καὶ Ἔρωτι ὑμῶν μέλει.» [2.7.1] πάνυ ἐτέρφθησαν ὥσπερ μῦθον οὐ λόγον ἀκούοντες καὶ ἐπυνθάνοντο τί ἐστί ποτε ὁ Ἔρως, πότερα παῖς ἢ ὄρνις, καὶ τί δύναται. πάλιν οὖν ὁ Φιλητᾶς ἔφη· «θεός ἐστιν, ὦ παῖδες, ὁ Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος. διὰ τοῦτο καὶ νεότητι χαίρει καὶ κάλλος διώκει καὶ τὰς ψυχὰς ἀναπτεροῖ. [2.7.2] δύναται δὲ τοσοῦτον ὅσον οὐδὲ ὁ Ζεύς· κρατεῖ μὲν στοιχείων, κρατεῖ δὲ ἄστρων, κρατεῖ δὲ τῶν ὁμοίων θεῶν. οὐδὲ ὑμεῖς τοσοῦτον τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων. [2.7.3] τὰ ἄνθη πάντα Ἔρωτος ἔργα, τὰ φυτὰ πάντα τούτου ποιήματα, διὰ τοῦτον καὶ ποταμοὶ ῥέουσι καὶ ἄνεμοι πνέουσιν· [2.7.4] ἔγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο, καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ. αὐτὸς μὲν γὰρ ἤμην νέος καὶ ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος, καὶ οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτὸν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ᾑρούμην· [2.7.5] ἤλγουν τὴν ψυχήν, τὴν καρδίαν ἐπαλλόμην, τὸ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμοὺς ἐνέβαινον ὡς καόμενος. [2.7.6] ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθὸν ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ᾽ ἐμὲ καλοῦσαν· κατέκλων τὰς σύριγγας, ὅτι μοι τὰς μὲν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δὲ οὐκ ἦγον. [2.7.7] Ἔρωτος γὰρ οὐδὲν φάρμακον, οὐ πινόμενον, οὐκ ἐσθιόμενον, οὐκ ἐν ᾠδαῖς λαλούμενον, ὅτι μὴ φίλημα καὶ περιβολὴ καὶ συγκατακλιθῆναι γυμνοῖς σώμασι.»
***
[2,4,1] «Σήμερα λοιπόν, καθώς μπαίνω προς το μεσημέρι, βλέπω κάτω απ᾽ τις ροδιές και τις μυρτιές ένα παιδί να βαστάει ρόδια και μυρτόκλαδα. Ήταν άσπρο σαν το γάλα και πυρρόξανθο σαν τη φωτιά, κι άστραφτε σα να ᾽χε μόλις λουστεί. Γυμνό κι ολομόναχο, έπαιζε λες κι ήταν δικός του ο κήπος να τον καρπολογάει. [2] Εγώ χύμηξα πάνω του να τον πιάσω, από φόβο μήπως ο ξετσίπωτος μου σπάσει τις μυρτιές και τις ροδιές. Αυτός ωστόσο, ευκίνητος, μου ξέφευγε δίχως δυσκολία -πότε έτρεχε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, πότε χωνόταν στις παπαρούνες, σαν περδικούλα. [3] Πολλές φορές έχω δυσκολευτεί κυνηγώντας κατσίκια του γάλακτος, κι άλλες φορές μ᾽ έχουν κουράσει νιογέννητα μοσχάρια -αλλά τούτο το πονηρό πλάσμα ήταν άπιαστο. Όταν απόκαμα πια, γέρος καθώς είμαι, στηρίχτηκα στο ραβδί μου και προσέχοντας μην ξεφύγει τον ρώτησα ποιανού γείτονα παιδί είναι και τι δουλειά έχει να καρπολογάει ξένον κήπο. [4] Εκείνος δε μου᾽ δωσε καμιάν απόκριση, παρά στάθηκε κοντά μου και γελώντας πολύ γλυκά μου ᾽ριχνε μυρτόκλαδα -και δεν ξέρω πώς με ξελόγιασε και μου πέρασε ο θυμός. Τον παρακάλεσα λοιπόν νά ᾽ρθει στην αγκαλιά μου δίχως φόβο πια, παίρνοντας όρκο στις μυρτιές μου ότι θα τον άφηνα ξανά και θα του ᾽δινα και μήλα και ρόδα -κι αν μου χάριζε ένα μόνο φιλί θα ᾽χε παντοτινά την άδεια να καρπολογάει τα δέντρα και να κόβει λουλούδια.
[2,5,1] Τότε έσκασε στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια: "Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά,1 γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα χρόνια σου -[2] γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο,2 κι από τον ίδιο τον αιώνιο Χρόνο. [3] Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα3 -όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Να που σου την έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες και γελαδάρηδες. [4] Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Να γιατί είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα -γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. [5] Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα να δει τούτο το παιδί!"
[2,6,1] Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό δοξάρι -κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. [2] Κι εξόν αν του κάκου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει».
[2,7,1] Τα παιδιά καταδιασκέδασαν, λες κι άκουγαν παραμύθι κι όχι σοβαρή κουβέντα, και γύρεψαν να μάθουν τι λογής πλάσμα είν᾽ ο Έρωτας, παιδί ή πουλί, και ποια η δύναμή του. Πάλι λοιπόν μίλησεν ο Φιλητάς: «Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. [2] Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. [3] Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. [4] Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. [5] Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. [6] Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά.4 Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. [7] Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά».
--------------------
Στο κείμενο που ακολουθεί, η διήγηση του βοσκού Φιλητά σχετικά με την εμφάνιση του Έρωτα στον κήπο και όσα ο ίδιος ο θεός διδάσκει για την φύση και την δύναμή του είναι βαρύνουσας σημασίας. Οι δύο ερωτευμένοι πρώτη φορά αντιλαμβάνονται τι ακριβώς τους συμβαίνει, αφού ώς τώρα τα συμπτώματα του έρωτα ήταν ανεξήγητα. Η αυξημένη επίγνωση οδηγεί σε τολμηρότερες ερωτικές πρωτοβουλίες και αποτελεί όπλο απέναντι στον επερχόμενο ζοφερό χειμώνα.
Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην 2, 4-7
[2.4.1] «εἰσελθόντι δέ μοι τήμερον ἀμφὶ μέσην ἡμέραν ὑπὸ ταῖς ῥοιαῖς καὶ ταῖς μυρρίναις βλέπεται παῖς μύρτα καὶ ῥοιὰς ἔχων, λευκὸς ὥσπερ γάλα καὶ ξανθὸς ὡς πῦρ, στιλπνὸς ὡς ἄρτι λελουμένος. γυμνὸς ἦν, μόνος ἦν· ἔπαιζεν ὡς ἴδιον κῆπον τρυγῶν. [2.4.2] ἐγὼ μὲν οὖν ὥρμησα ἐπ᾽ αὐτὸν ὡς συλληψόμενος, δείσας μὴ ὑπ᾽ ἀγερωχίας τὰς μυρρίνας καὶ τὰς ῥοιὰς κατακλάσῃ· ὁ δέ με κούφως καὶ ῥᾳδίως ὑπέφευγε, ποτὲ μὲν ταῖς ῥοδωνιαῖς ὑποτρέχων, ποτὲ δὲ ταῖς μήκωσιν ὑποκρυπτόμενος ὥσπερ πέρδικος νεοττός. [2.4.3] καίτοι πολλάκις μὲν πράγματα ἔσχον ἐρίφους γαλαθηνοὺς διώκων, πολλάκις δὲ ἔκαμον μεταθέων μόσχους ἀρτιγεννήτους· ἀλλὰ τοῦτο ποικίλον τι χρῆμα ἦν καὶ ἀθήρατον. καμὼν οὖν ὡς γέρων καὶ ἐπερεισάμενος τῇ βακτηρίᾳ καὶ ἅμα φυλάττων μὴ φύγῃ, ἐπυνθανόμην τίνος ἐστὶ τῶν γειτόνων, καὶ τί βουλόμενος ἀλλότριον κῆπον τρυγᾷ. [2.4.4] ὁ δὲ ἀπεκρίνατο μὲν οὐδέν, στὰς δὲ πλησίον ἐγέλα πάνυ ἁπαλὸν καὶ ἔβαλλέ με τοῖς μύρτοις καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως ἔθελγε μηκέτι θυμοῦσθαι. ἐδεόμην οὖν εἰς χεῖρας ἐλθεῖν μηδὲν φοβούμενον ἔτι καὶ ὤμνυον κατὰ τῶν μύρτων ἀφήσειν ἐπιδοὺς μήλων καὶ ῥοιῶν παρέξειν τε ἀεὶ τρυγᾶν τὰ φυτὰ καὶ δρέπειν τὰ ἄνθη τυχὼν παρ᾽ αὐτοῦ φιλήματος ἑνός.
[2.5.1] ἐνταῦθα πάνυ καπυρὸν γελάσας ἀφίησι φωνὴν οἵαν οὔτε χελιδὼν οὔτε ἀηδὼν οὔτε κύκνος ὅμοιος ἐμοὶ γέρων γενόμενος· «ἐμοὶ μέν, ὦ Φιλητᾶ, φιλῆσαί σε πόνος οὐδείς· βούλομαι γὰρ φιλεῖσθαι μᾶλλον ἢ σὺ γενέσθαι νέος. ὅρα δὲ εἴ σοι καθ᾽ ἡλικίαν τὸ δῶρον. [2.5.2] οὐδὲν γάρ σε ὠφελήσει τὸ γῆρας πρὸς τὸ μὴ διώκειν ἐμὲ μετὰ τὸ ἓν φίλημα. δυσθήρατός εἰμι καὶ ἱέρακι καὶ ἀετῷ καὶ εἴ τις ἄλλος τούτων ὠκύτερος ὄρνις. οὔτοι παῖς ἐγὼ καὶ εἰ δοκῶ παῖς, ἀλλὰ καὶ τοῦ Κρόνου πρεσβύτερος καὶ αὐτοῦ τοῦ παντὸς χρόνου· [2.5.3] καί σε οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνῳ τῷ ὄρει τὸ πλατὺ βουκόλιον καὶ παρήμην σοι συρίττοντι πρὸς ταῖς φηγοῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀμαρυλλίδος, ἀλλά με οὐχ ἑώρας καίτοι πλησίον μάλα τῇ κόρῃ παρεστῶτα. σοὶ μὲν οὖν ἐκείνην ἔδωκα, καὶ ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοὶ βουκόλοι καὶ γεωργοί· [2.5.4] νῦν δὲ Δάφνιν ποιμαίνω καὶ Χλόην, καὶ ἡνίκα ἂν αὐτοὺς εἰς ἓν συναγάγω τὸ ἑωθινόν, εἰς τὸν σὸν ἔρχομαι κῆπον καὶ τέρπομαι τοῖς ἄνθεσι καὶ τοῖς φυτοῖς κἀν ταῖς πηγαῖς ταύταις λούομαι. διὰ τοῦτο καλὰ καὶ τὰ ἄνθη καὶ τὰ φυτά τοῖς ἐμοῖς λουτροῖς ἀρδόμενα. [2.5.5] ὅρα δὲ μή τί σοι τῶν φυτῶν κατακέκλασται, μή τις ὀπώρα τετρύγηται, μή τις ἄνθους ῥίζα πεπάτηται, μή τις πηγὴ τετάρακται· καὶ χαῖρε, μόνος ἀνθρώπων ἐν γήρᾳ θεασάμενος τοῦτο τὸ παιδίον.» [2.6.1] ταῦτα εἰπὼν ἀνήλατο καθάπερ ἀηδόνος νεοττὸς ἐπὶ τὰς μυρρίνας καὶ κλάδον ἀμείβων ἐκ κλάδου διὰ τῶν φύλλων ἀνεῖρπεν εἰς ἄκρον. εἶδον αὐτοῦ καὶ πτέρυγας ἐκ τῶν ὤμων. καὶ τοξάρια μεταξὺ τῶν πτερύγων καὶ οὐκέτι, οὔτε ταῦτα οὔτε αὐτόν. [2.6.2] εἰ δὲ μὴ μάτην ταύτας τὰς πολιὰς ἔφυσα μηδὲ γηράσας ματαιοτέρας τὰς φρένας ἐκτησάμην, Ἔρωτι, ὦ παῖδες κατέσπεισθε καὶ Ἔρωτι ὑμῶν μέλει.» [2.7.1] πάνυ ἐτέρφθησαν ὥσπερ μῦθον οὐ λόγον ἀκούοντες καὶ ἐπυνθάνοντο τί ἐστί ποτε ὁ Ἔρως, πότερα παῖς ἢ ὄρνις, καὶ τί δύναται. πάλιν οὖν ὁ Φιλητᾶς ἔφη· «θεός ἐστιν, ὦ παῖδες, ὁ Ἔρως, νέος καὶ καλὸς καὶ πετόμενος. διὰ τοῦτο καὶ νεότητι χαίρει καὶ κάλλος διώκει καὶ τὰς ψυχὰς ἀναπτεροῖ. [2.7.2] δύναται δὲ τοσοῦτον ὅσον οὐδὲ ὁ Ζεύς· κρατεῖ μὲν στοιχείων, κρατεῖ δὲ ἄστρων, κρατεῖ δὲ τῶν ὁμοίων θεῶν. οὐδὲ ὑμεῖς τοσοῦτον τῶν αἰγῶν καὶ τῶν προβάτων. [2.7.3] τὰ ἄνθη πάντα Ἔρωτος ἔργα, τὰ φυτὰ πάντα τούτου ποιήματα, διὰ τοῦτον καὶ ποταμοὶ ῥέουσι καὶ ἄνεμοι πνέουσιν· [2.7.4] ἔγνων δὲ ἐγὼ καὶ ταῦρον ἐρασθέντα καὶ ὡς οἴστρῳ πληγεὶς ἐμυκᾶτο, καὶ τράγον φιλήσαντα αἶγα καὶ ἠκολούθει πανταχοῦ. αὐτὸς μὲν γὰρ ἤμην νέος καὶ ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος, καὶ οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτὸν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ᾑρούμην· [2.7.5] ἤλγουν τὴν ψυχήν, τὴν καρδίαν ἐπαλλόμην, τὸ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμοὺς ἐνέβαινον ὡς καόμενος. [2.7.6] ἐκάλουν τὸν Πᾶνα βοηθὸν ὡς καὶ αὐτὸν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπῄνουν τὴν Ἠχὼ τὸ Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ᾽ ἐμὲ καλοῦσαν· κατέκλων τὰς σύριγγας, ὅτι μοι τὰς μὲν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δὲ οὐκ ἦγον. [2.7.7] Ἔρωτος γὰρ οὐδὲν φάρμακον, οὐ πινόμενον, οὐκ ἐσθιόμενον, οὐκ ἐν ᾠδαῖς λαλούμενον, ὅτι μὴ φίλημα καὶ περιβολὴ καὶ συγκατακλιθῆναι γυμνοῖς σώμασι.»
***
[2,4,1] «Σήμερα λοιπόν, καθώς μπαίνω προς το μεσημέρι, βλέπω κάτω απ᾽ τις ροδιές και τις μυρτιές ένα παιδί να βαστάει ρόδια και μυρτόκλαδα. Ήταν άσπρο σαν το γάλα και πυρρόξανθο σαν τη φωτιά, κι άστραφτε σα να ᾽χε μόλις λουστεί. Γυμνό κι ολομόναχο, έπαιζε λες κι ήταν δικός του ο κήπος να τον καρπολογάει. [2] Εγώ χύμηξα πάνω του να τον πιάσω, από φόβο μήπως ο ξετσίπωτος μου σπάσει τις μυρτιές και τις ροδιές. Αυτός ωστόσο, ευκίνητος, μου ξέφευγε δίχως δυσκολία -πότε έτρεχε ανάμεσα στις τριανταφυλλιές, πότε χωνόταν στις παπαρούνες, σαν περδικούλα. [3] Πολλές φορές έχω δυσκολευτεί κυνηγώντας κατσίκια του γάλακτος, κι άλλες φορές μ᾽ έχουν κουράσει νιογέννητα μοσχάρια -αλλά τούτο το πονηρό πλάσμα ήταν άπιαστο. Όταν απόκαμα πια, γέρος καθώς είμαι, στηρίχτηκα στο ραβδί μου και προσέχοντας μην ξεφύγει τον ρώτησα ποιανού γείτονα παιδί είναι και τι δουλειά έχει να καρπολογάει ξένον κήπο. [4] Εκείνος δε μου᾽ δωσε καμιάν απόκριση, παρά στάθηκε κοντά μου και γελώντας πολύ γλυκά μου ᾽ριχνε μυρτόκλαδα -και δεν ξέρω πώς με ξελόγιασε και μου πέρασε ο θυμός. Τον παρακάλεσα λοιπόν νά ᾽ρθει στην αγκαλιά μου δίχως φόβο πια, παίρνοντας όρκο στις μυρτιές μου ότι θα τον άφηνα ξανά και θα του ᾽δινα και μήλα και ρόδα -κι αν μου χάριζε ένα μόνο φιλί θα ᾽χε παντοτινά την άδεια να καρπολογάει τα δέντρα και να κόβει λουλούδια.
[2,5,1] Τότε έσκασε στα γέλια κι είπε με μια φωνή, που μήτε χελιδόνι βγάζει μήτ᾽ αηδόνι, μήτε και κύκνος φτασμένος στα δικά μου χρόνια: "Καθόλου δε με πειράζει να με φιλήσεις, Φιλητά,1 γιατί μ᾽ αρέσει να με φιλάνε πιο πολύ κι απ᾽ ό,τι θα σου άρεσε εσένα να ξανανιώσεις. Σκέψου ωστόσο, αν ταιριάζει τέτοιο δώρο στα χρόνια σου -[2] γιατί όσο γέρος κι αν είσαι, άμα με φιλήσεις μια φορά δε θα πάψεις να με κυνηγάς. Κι εμένα δε με πιάνει ούτε γεράκι, ούτε αετός, ούτε και πουλί πιο γοργόφτερο κι από κείνα, αν υπάρχει. Γιατί εγώ παιδί δεν είμαι, κι ας μοιάζω για παιδί. Είμαι πιο γέρος κι από τον Κρόνο,2 κι από τον ίδιο τον αιώνιο Χρόνο. [3] Σε ξέρω από τότε που ήσουν νέο παλικάρι κι έβοσκες το κοπάδι σου σκορπισμένο σ᾽ εκείνα τα βαλτολίβαδα. Στο πλάι σου ήμουν όταν καθόσουν σ᾽ εκείνες τις βελανιδιές κι έπαιζες φλογέρα, τον καιρό που ήσουν ερωτευμένος με την Αμαρυλλίδα3 -όμως εσύ δε μ᾽ έβλεπες, κι ας στεκόμουνα πολύ κοντά στο κορίτσι. Να που σου την έδωσα γυναίκα, και σου ᾽κανε παιδιά που γίνανε καλοί ζευγάδες και γελαδάρηδες. [4] Τώρα φροντίζω σα βοσκός τον Δάφνη και τη Χλόη, κι ευθύς ως τους φέρω τον ένα κοντά στον άλλον, τα ξημερώματα, έρχομαι στον κήπο σου όπου χαίρομαι τα λουλούδια και τα δέντρα και λούζομαι σε τούτες τις πηγές. Να γιατί είν᾽ όμορφα τα λουλούδια και τα δέντρα -γιατί ποτίζονται με το νερό που με λούζει. [5] Κοίτα να δεις αν έσπασε κανένα από τα δέντρα σου, αν λείπει καρπός, αν πατήθηκε ρίζα από λουλούδι, αν θόλωσε καμιά πηγή! Και να χαίρεσαι, γιατί είσαι ο μόνος άνθρωπος που του δόθηκε στα γεράματα να δει τούτο το παιδί!"
[2,6,1] Μ᾽ αυτά τα λόγια πήδηξε σαν αηδονάκι πάνω στις μυρτιές, και σκαρφαλώνοντας από κλαρί σε κλαρί μέσα από τα φύλλα ανέβηκε στην κορφή. Είδα πως είχε και φτερά στους ώμους, κι ανάμεσα στους ώμους και στα φτερά μικρό δοξάρι -κι ύστερα χάθηκαν κι αυτά κι ο ίδιος. [2] Κι εξόν αν του κάκου έχουν ασπρίσει τα μαλλιά μου, ή αν λιγόστεψαν τα λογικά μου με τα χρόνια, στον Έρωτα είστε αφιερωμένοι, παιδιά μου, κι ο Έρωτας σας φροντίζει».
[2,7,1] Τα παιδιά καταδιασκέδασαν, λες κι άκουγαν παραμύθι κι όχι σοβαρή κουβέντα, και γύρεψαν να μάθουν τι λογής πλάσμα είν᾽ ο Έρωτας, παιδί ή πουλί, και ποια η δύναμή του. Πάλι λοιπόν μίλησεν ο Φιλητάς: «Θεός είν᾽ ο Έρωτας, παιδιά μου, νέος κι όμορφος και φτερωτός. Γι᾽ αυτό και χαίρεται τα νιάτα, κυνηγάει την ομορφιά και φτερώνει τις ψυχές. [2] Η δύναμή του είναι πιο τρανή κι από του Δία: κυβερνάει τα στοιχεία, κυβερνάει τ᾽ άστρα, κυβερνάει και τους άλλους θεούς. Ούτε και σεις δεν έχετε τόσην εξουσία πάνω στα γιδοπρόβατά σας. [3] Όλα τα λουλούδια είναι φτιαγμένα από τον Έρωτα, δικό του έργο είναι τούτα τα δέντρα. Αυτός κάνει τα ποτάμια να κυλάνε, τους ανέμους να φυσάνε. [4] Έχω δει ταύρο να ερωτεύεται και να μουγκρίζει σαν να τον τσίμπησε αλογόμυγα -και τράγο ν᾽ αγαπάει γίδα και να την ακολουθάει παντού. Αλλά κι εγώ ο ίδιος ήμουν κάποτε νέος κι ερωτεύθηκα την Αμαρυλλίδα, και μήτε φαγί σκεφτόμουν μήτε ποτό άγγιζα μήτε ύπνο έβρισκα. [5] Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, μ᾽ έπιανε σύγκρυο στο κορμί. Φώναζα σα να με χτυπούσαν, σώπαινα σα νεκρός, βουτούσα στα ποτάμια σα να καιγόμουν. [6] Γύρευα βοήθεια από τον Πάνα, μιας κι ο ίδιος είχε αγαπήσει την Κουκουναριά.4 Μου άρεσε η Ηχώ, γιατί επαναλάβαινε τ᾽ όνομα της Αμαρυλλίδας ύστερα από μένα. Έκανα κομμάτια τις φλογέρες, που γήτευαν τις αγελάδες αλλά δεν μου φέρναν την Αμαρυλλίδα. [7] Για τον έρωτα δεν υπάρχει φάρμακο που να πίνεται, μήτε που να τρώγεται, μήτε που ν᾽ απαγγέλνεται με ξόρκια - παρά μόνο το φιλί και τ᾽ αγκάλιασμα και το πλάγιασμα κοντά κοντά με τα κορμιά γυμνά».
--------------------
1 Ο Λόγγος δανείζεται το όνομα και τη μορφή του γέροντα βοσκού Φιλητά (Φιλίτα σύμφωνα με τις επιγραφές) από τον ομώνυμο ποιητή από την Κω (β᾽ μισό 4ου/αρχές 3ου αι. π.Χ.). ο οποίος, ακόμα κι αν δεν υπήρξε με βεβαιότητα δάσκαλος του Θεοκρίτου κατά την παραμονή του στην Αλεξάνδρεια, θεωρείται ωστόσο ότι άσκησε σημαντική επίδραση στο έργο του, καθώς επίσης στο έργο των μεταγενεστέρων ποιητών. Στη στενή σχέση του Λόγγου κυρίως με τον Θεόκριτο, αλλά και την βουκολική ποίηση γενικότερα, θα πρέπει επίσης ν᾽ αποδώσουμε το βουκολικό σκηνικό του μυθιστορήματος, πλήθος μοτίβων και λογοτεχνικών αναφορών καθώς επίσης και τη χρήση των ονομάτων του Δάφνη, της Αμαρυλλίδος κ.ά.
2 Η περιγραφή του Έρωτα στην ανθολογούμενη ενότητα εμφανίζει κοινά σημεία με την εικονογραφία του ελληνιστικού ερωτιδέα: παρουσιάζεται ως μικρό, όμορφο παιδί, γυμνό, με φτερά και δοξάρι (§ 4, 6) και απεριόριστη εξουσία στον κόσμο των θνητών και των θεών (τόπος της δύναμης του Έρωτα, § 7.) Παράλληλα όμως θεωρείται πρωταρχική κοσμογονική αρχή, ο αρχαιότερος των θεών, που προϋπήρξε και του ίδιου του Κρόνου -αντίληψη που ανάγεται στο πλατωνικό Συμπόσιο (178b. 195b). Ο Κρόνος είναι Τιτάνας, ο νεότερος γιος του Ουρανού και της Γαίας, πατέρας του Δία. Για τους αρχαίους ο Κρόνος ήταν υπέργηρος και το όνομά του ανακαλούσε την έννοια "στα πολύ παλιά χρόνια". Το επίθετο κρονικός (αυτός που ανήκει στον Κρόνο) ήδη την κλασική εποχή σημαίνει "πανάρχαιος", "παμπάλαιος".
3 Όνομα νεαρής ποιμενίδας που απαντά στο 3ο ειδύλλιο του Θεοκρίτου.
4 Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του μύθου η Πίτυς (Κουκουναριά) ήταν νύμφη την οποία, είχε ερωτευθεί ο Παν. Μία μέρα της επιτέθηκε και στην προσπάθειά της να ξεφύγει, μεταμορφώθηκε σε πεύκο. Ο μύθος είναι ενδεχομένως αιτιολογικός και εξηγεί γιατί ο Παν φέρει συνήθως στο μέτωπό του στεφάνι από πεύκο. Ο Παν (Τραγόμορφος θεός, προστάτης των ποιμένων, των δασών και των λιβαδιών, ασυναγώνιστος στο παίξιμο της σύριγγας, της οποίας εθεωρείτο ευρετής. Όσοι τον συναντούσαν, ιδίως την κρίσιμη ώρα του μεσημεριού, καταλαμβάνονταν από τρόμο (πανικό)) παίζει σημαντικό ρόλο στο μυθιστόρημα ως προστάτης των δύο ηρώων.