Κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης.
Όταν βασίλευε ο αδελφός της Δευκαλίων, διάδοχος του Μίνωα στον θρόνο, μυθολογείται ότι έκλεισε ειρήνη με τους Αθηναίους, έγινε φίλος με τον Θησέα και του έδωσε για γυναίκα την αδελφή του Φαίδρα. Καρπός του γάμου τους ήταν ο Ακάμαντας και ο Δημοφώντας.
Η Φαίδρα ερωτεύτηκε τον προγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα από την Αμαζόνα Ιππολύτη, ξακουστό για την ομορφιά του, αθλητικό, πιστό στην παρθένα Άρτεμη του κυνηγιού. Τον γνώρισε για πρώτη φορά στην Τροιζήνα, σε ταξίδι που έκανε μαζί με τον Θησέα, στο παλάτι του Πιτθέα, παππού του Θησέα από την πλευρά της μητέρας του Αίθρας. Εκεί τον είχε στείλει ο πατέρας του πριν από τον γάμο του με τη Φαίδρα, ώστε ο μεν Ιππόλυτος να διαδεχόταν τον Πιτθέα στην εξουσία της Τροιζήνας, ενώ τα παιδιά του με την καινούρια γυναίκα να τον διαδεχτούν στην Αθήνα. Έτσι, αποφεύγονταν οι διαμάχες για τη διαδοχή και εξασφαλιζόταν η ειρήνη. Μυθολογείται ότι, εκεί, στην Τροιζήνα, στο ιερό της Αφροδίτης υπήρχε μια μυρτιά πίσω από την οποία στεκόταν η Φαίδρα και έβλεπε τον Ιππόλυτο να γυμνάζεται στο παρακείμενο στάδιο -εξού και η επωνυμία της Αφροδίτης ως Κατασκοπίας. Τα φύλλα αυτής της μυρτιάς τρυπούσε αμήχανα με την περόνη των μαλλιών, κι έτσι εξηγούσαν οι αρχαίοι την όψη τους, όχι μόνο της συγκεκριμένης αλλά όλων.
Στην Αθήνα, η Φαίδρα ίδρυσε ιερό της Αφροδίτης στη ΝΔ πλευρά της Ακρόπολης, απ' όπου μπορούσε να βλέπει την Τροιζήνα.
Ξαναείδε τον Ιππόλυτο στην Αθήνα, όταν ο νέος ήρθε για να πάρει μέρος στα Παναθήναια. Μη αντέχοντας η νέα γυναίκα, έστειλε στον προγονό της ένα γράμμα, όπου του εξομολογούνταν τα αισθήματά της. Ο Ιππόλυτος την απέκρουσε, όπως και κάθε άλλη γυναίκα, πόσο μάλλον που αυτή ήταν και η σύζυγος του πατέρα του. Η Φαίδρα, από φόβο μήπως ο Ιππόλυτος φανερώσει το μυστικό της στον πατέρα του Θησέα, τον κατηγόρησε ότι προσπάθησε να τη βιάσει, ο Θησέας την πίστεψε και ζήτησε από τον Ποσειδώνα να σκοτώσει τον Ιππόλυτο. Όταν η Φαίδρα έμαθε για τον θάνατο του Ιππόλυτου, κυριευμένη από ενοχές και απελπισία, κρεμάστηκε. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η Φαίδρα κρεμάστηκε, όμως άφησε στον Θησέα ένα γράμμα με το οποίο ενοχοποιούσε τον Ιππόλυτο για ανήθικες προτάσεις απέναντί της. Ο Θησέας, γυρνώντας από ταξίδι, βρήκε τη γυναίκα του νεκρή και το γράμμα. Καταράστηκε τον γιο του ζητώντας από τον θεϊκό πατέρα του Ποσειδώνα να εκπληρώσει μία από τις τρεις ευχές που του είχε υποσχεθεί και εξόρισε τον γιο του. Στον δρόμο του προς την Πελοπόννησο, ένας ταύρος βγήκε από τη θάλασσα, τα άλογα τρόμαξαν, αφήνιασαν, έκοψαν τα λουριά που τα συνέδεαν με το άρμα, ο Ιππόλυτος τυλίχτηκε με αυτά και σκοτώθηκε πάνω στις πέτρες όπου τον έσυραν τα άλογα.
Σε δύο τραγωδίες πραγματεύεται το θέμα αυτό ο Ευριπίδης -σώζεται μόνο ο
Ιππόλυτος. Άλλοτε η Φαίδρα πεθαίνει προτού καν αποκαλύψει τον έρωτά της, άλλοτε πεθαίνει, αφού κατηγόρησε ψευδώς τον προγονό της. Με τον άνομο έρωτα της Φαίδρας ασχολήθηκαν δραματουργικά και ο Σενέκας, ο Ρακίνας, ο Ρίτσος.
--------------------------
Η Φαίδρα του Σενέκα
ΦΑΙΔΡΑ
Μεγάλη Κρήτη, αφέντισσα στο μέγα
πέλαο, που απ' το κάθε σου ακρογιάλι
τ' αρίφνητα καράβια σου δαμάζουν
τον πόντο· αφού ως τη χώρα φτάνεις
της Ασσυρίας, περνώντας του Νηρέα
τις απλωσιές με τα πλεούμενά σου,
γιατί σαν όμηρο έτσι δίνοντάς με
σε σπίτι μισητό και μ' έναν εχθρό μου
παντρεύοντας να ζήσω μ' αναγκάζεις
στα δάκρυα και στις συμφορές; Φευγάτος
μακριά γυρίζει ο άντρας μου και πίστη
σ' εμένα δείχνει τέτοια, που ο Θησέας
μονάχα συνηθίζει. Αντρειωμένος
σύντροφος μ' έναν αδιάντροπο μνηστήρα
στης λίμνης της αγύριστης πηγαίνει
τα τρίσβαθα σκοτάδια, τη γυναίκα
του βασιλιά του Άδη για ν' αρπάξει
από το θρόνο· βοηθός ξετρέχει
τρέλας αμαρτωλής· δεν τον κρατήσαν
ο φόβος και το σέβας. Ο πατέρας
του Ιππόλυτου γυρεύει ντροπιασμένες
κι ανόσιες αγάπες μες στα βάθη
του Αχέροντα. Μα τώρα πιο μεγάλος
πόνος τη δόλια με βαραίνει. Μήτε
της νύχτας η γαλήνη κι ο βαθύς ύπνος
απ' τις πικρές με ξαλαφρώνουν έγνοιες.
Θρέφεται το κακό κι όλο φουντώνει
και την καρδιά μου καίει σαν τη λάβα
που ξεπηδά απ' την Αίτνα. Της Παλλάδας
άνεργος μένει ο αργαλειός, τ' αδράχτια
γλιστρούν από τα χέρια μου· δε στέργω
με προσφορές και δώρα να φροντίζω
τους ναούς και τους βωμούς τριγύρω,
μαζί με τις γυναίκες της Αθήνας,
σε ιερές, βουβές τελετουργίες
τις δάδες να στριφογυρίζω· μήτε
με προσευχές αγνές ή και με πράξεις
ευλαβικές, καθώς είναι συνήθειο,
τη θεά να προσκυνάω, την αφέντρα
της χώρας που την πήρε για βραβείο.
Νιώθω χαρά να κυνηγάω τ' αγρίμια,
σαν τρέχουν τρομαγμένα, και να ρίχνω
με τ' απαλό μου χέρι το κοντάρι.
Πού φτερουγάς, καρδιά μου; Γιατί τόσο
τα δάση ξέφρενα ποθείς; Της δόλιας
μάνας μου το μοιρόγραφτο θυμάμαι
κακό. Μέσα στα δάση έχουμε μάθει
τον έρωτα τον άνομο κι οι δυο μας.
Σε συμπονώ, μητέρα· ανόσιος πόθος
σε συνεπήρε και τον άγριο ταύρο,
σ' ανήμερα γελάδια πρωτολάτη,
τόλμησες ν' αγαπήσεις· τραχύς ήταν
και στο ζυγό ανυπόταχτος εκείνος
ο εραστής που οδήγαε το κοπάδι
τ' αδάμαστο, μα κάποια ένιωθε αγάπη.
Της δύστυχης εμέ ποιος θα μπορούσε
θεός ή Δαίδαλος να ξαλαφρώσει
τις φλόγες μου; Ούτε κι αν εκείνος πάλι
γυρνούσε πίσω που ήταν μαθημένος
στης Αττικής τις τέχνες, που 'χε κλείσει
στο σκοτεινό λαβύρινθο το τέρας,
καμιά δε θα μας έδινε βοήθεια
στις συμφορές μας. Τη γενιά μισώντας
του εχθρού της Ήλιου η Αφροδίτη, παίρνει
εκδίκηση από μας για το δικό της
και του Άρη αλυσόδεμα και κάθε
γόνο του Φοίβου με ντροπές γεμίζει
ανείπωτες. Καμιά του Μίνωα κόρη
στον έρωτα δεν ξέφυγε απ' το αίσχος·
πάντα την ακολούθαγε το κρίμα.
(Σενέκας, Ιππόλυτος ή Φαίδρα, στ. 85-129)
Το πάθος της Φαίδρας του Ρακίνα
Η Φαίδρα εξομολογείται το πάθος της για τον Ιππόλυτο στην έμπιστη τροφό της, την Οινώνη:
Το πάθος μου αρχίζει από παλιά. Μόλις ο γιος του Αιγέα
Με γάμο νόμιμο γυναίκα του με πήρε,
Η ευτυχία κι η γαλήνη μου μοιάζανε στεριωμένες·
Η Αθηνά τον αγέρωχο μου φανερώνει εχθρό μου.
Τον βλέπω και στη θέα του χλομιάζω, κοκκινίζω·
Μια ταραχή σηκώνεται στην έκθαμβη ψυχή μου·
Ούτε να δω μπορούσα πια ούτε και να μιλήσω·
Και πάγωνα και φλέγομουν παντού σ' όλο το σώμα.
Την Αφροδίτη ένιωσα, τις τρομερές φωτιές της,
Μαρτύρια αναπόφευκτα γενιάς που κατατρέχει.
Με προσευχές ατέρμονες ότι γινόταν πίστεψα να τα αποδιώξω:
Ναό της έχρισα, και φρόντισα να τον στολίσω.
Όλη την ώρα γύρω μου σφαγμένα ζώα,
έψαχνα μες στα μέλη τους τα πλανημένα λογικά μου.
Φάρμακα ανίσχυρα μιας αθεράπευτης αγάπης!
Μάταια στους βωμούς το χέρι μου έκαιε το λιβάνι:
Όταν το στόμα μου ικέτευε τ' όνομα της Θεάς, εγώ
Λάτρευα τον Ιππόλυτο· και βλέποντάς τον αδιάκοπα,
Ακόμα και στα πόδια των βωμών, όπου άναβα θυσίες,
Όλα τα πρόσφερα σε τούτον το Θεό που δεν τολμούσα να ονομάσω.
Παντού τον αποφεύγω. Ω κορυφή της δυστυχίας!
Τα μάτια μου στην όψη του πατέρα του τον ξαναβρίσκουν.
Τέλος τολμώ κι αντίθετα πράττω απ' ό,τι νιώθω:
Ερέθισα το ζήλο μου να τον καταδιώξω,
Για ν' αφανίσω έναν εχθρό που σαν θεό λατρεύω,
Μιας άδικης κάνω πως νιώθω μητριάς τη μοχθηρία·
Την εξορία του ταχύνω, κι οι ατελείωτες κραυγές μου
Απ' την αγκάλη κι απ' το στήθος το πατρικό τον ξεριζώνουν.
Ανάσανα, Οινώνη· κι απ' τον καιρό που έφυγε,
Αθώες και γαλήνιες οι μέρες μου κυλούσαν.
Υπάκουη στον άντρα μου, και κρύβοντας τον πόνο,
Του ολέθριου του γάμου μας φρόντιζα τα βλαστάρια.
Μάταιες προφυλάξεις! Άσπλαχνο πεπρωμένο!
Ο ίδιος μου ο άντρας τον ξαναφέρνει στην Τροιζήνα,
Και ξαναβλέπω τον εχθρό που είχα απομακρύνει:
Αμέσως μάτωσε η ολοζώντανη λαβωματιά μου.
Δεν ήταν πια μια λαύρα στις φλέβες μου κρυμμένη:
Η Αφροδίτη ολόκληρη έσφιγγε τη βορά της.
Ένιωσα για το κρίμα μου δίκαιο τρόμο·
Είδα με μίσος τη ζωή, τη φλόγα μου με φρίκη.
Πεθαίνοντας να σώσω ήθελα την τιμή μου,
Να σβήσω από το φως μια φλόγα τόσο μαύρη:
Τα δάκρυα, το πείσμα σου δεν μπόρεσα ν' αντέξω·
Όλα σου τα ομολόγησα· γι' αυτό δε μετανιώνω,
Φτάνει κι εσύ να σεβαστείς που ο θάνατος μ' αγγίζει,
Και μ' επιθέσεις άδικες να μη με φαρμακώνεις,
Και με φροντίδες μάταιες να μην ανασκαλεύεις
Λίγη ετοιμόσβεστη φωτιά που μένει απ' τη ζωή μου.
(στ. 269-316)
Σχόλιο για τη Φαίδρα του Ρακίνα
Η Φαίδρα είναι το τελευταίο έργο της θεατρικής σταδιοδρομίας του Ρακίνα πριν από τη μεταστροφή του στον ιανσενισμό και στην κλειστή ζωή της οικογένειας. Οι ειδικοί θέλουν να το θεωρούν ένα συμβόλαιο επανασύνδεσης του συγγραφέα με το Πορ-Ρουαγιάλ, υποστηρίζοντας ότι η νοσταλγία του ποιητή για τη θρησκεία και την πνευματική αναχώρηση είχε κιόλας αρχίσει πριν από τη σκευωρία, που δεν υπήρξε ουσιαστικά η αίτια αλλά η αφορμή της μεταστροφής. Πεποίθηση που τη στηρίζουν αφενός σε ορισμένα σημεία του προλόγου και αφ' ετέρου στο πνεύμα που κυριαρχεί σε ολόκληρο το δράμα· ένα πνεύμα χριστιανικού πεσιμισμού, όπου οι μόνες ενδείξεις για τον μη χριστιανικό κόσμο, στον οποίο η ηρωίδα ανήκει, είναι τόσο η τελική αυτοκτονία της, που ανακαλεί τη φιλοσοφία των στωικών, όσο και η απουσία της δυνατότητας να σωθεί από τη θεία χάρη. Γνωρίσματα που καθιστούν τη Φαίδρα μια χριστιανή πριν από τον Χριστό ή μια μαρτυρική μορφή χωρίς θεό.
Άλλωστε ο θρηνητικός τόνος με τους μακρόσυρτους ρυθμούς, που γεμίζουν το έργο απ' άκρη σ' άκρη, θυμίζει τους βιβλικούς κλαυθμούς των προφητών και των Ψαλμών του Δαυίδ για κάποιο προαιώνιο ανόμημα. Το ένοχο πάθος της γυναίκας του Θησέα δεν είναι μια δική της επιλογή αλλά η κληρονομιά ενός προγονικού αμαρτήματος. Κι εκείνη, μην έχοντας άλλη αναφορά έξω από τον εαυτό της και τις φυσικές αρχές, λαμπρές ή ζοφερές, του κόσμου ετούτου, εγκαταλείπεται «εαυτοτιμωρούμενη» στο σατανικό παιχνίδι της μοίρας, που την οδηγεί στον όλεθρο.
Το έργο δεν έχει όμοιό του σε λιτότητα εκφραστική. Στην ποιητική παλέτα του Ρακίνα θα 'λεγες πως δεν υπάρχουν παρά τρία μόνο χρώματα: η ώχρα, το κόκκινο και το μαύρο -που άλλοτε αναμειγνύονται δίνοντας ποικίλα χρωματικά παράγωγα κι άλλοτε απλώνονται πηχτά ή διαφανή επάνω στη σκληρότητα του άσπρου: ήλιος, φως, μέρα-αίμα, φωτιά, μανία-νύχτα, κάπνα, θεριό· σε άπειρες παραλλαγές. Με αποκορύφωμα τον περίφημο στίχο La fille de Minos et de Pusiphae (Της Πασιφάης και του Μίνωα τη θυγατέρα), μια απλούστατη περίφραση που πέρα από τη ρυθμική της κομψότητα γίνεται μια ανάγλυφη μετώπη δίνοντας, μέσα από το πλησίασμα των δυο συμβολικών ονομάτων, υπαινικτικές προεκτάσεις στο πρόσωπο της ηρωίδας, αυτής της κόρης του Φωτός και του Σκότους.
Η Φαίδρα είναι η τραγωδία που θέτει το πρόβλημα μιας φρεναπάτης: της αντίληψης ότι ό άνθρωπος είναι ελεύθερος. Κάτι που μας οδηγεί όχι μόνο στο ερώτημα που απασχόλησε τον κόσμο του 17ου αιώνα σχετικά με τον από τα πριν καθορισμένο προορισμό του άνθρωπου, αλλά και στον ντετερμινισμό του 19ου αιώνα, καθώς και στον σύγχρονο υπαρξιακό μηδενισμό, φτάνοντας έτσι να συνοψίσει το ψυχολογικό θέατρο σε όλο του το φάσμα: από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ μέχρι τους αμερικανούς δραματουργούς και το θέατρο του παραλόγου.
Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου
Τελευταίοι στίχοι και επίλογος:
Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου, έμπα να ξεπλυθείς απ' τ' ανόσια μου λόγια, απ' τ' ανόσια μου μάτια, απ' τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.
Ίσως κει μέσα
ν' αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία,
την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.
Δεν αντέχω
την ύβρη της σιωπής σου. Την εκδίκηση την έχω ετοιμάσει. Θα δεις.
Κρίμα -
δε θα μπορέσεις για πολύ να τη θυμάσαι. Τι πάθαν απόψε τα βατράχια;
φωνές, φωνές, φωνές, -τι πάνε να πουν; και σε ποιον; Τι πάνε να
κρύψουν;
ποια μέθη; ποιον πόνο; ποιαν αλήθεια; Τι όμορφη αδέκαστη νύχτα -
αδέκαστη, αδέκαστη, αδέκαστη - τι όμορφη νύχτα -
(Σηκώνεται πρώτη. Προχωρεί προς τη μεσαία πόρτα, την ανοίγει, εξαφανίζεται. Το σκοτάδι δεν επιτρέπει να διακρίνουμε την έκφραση της κίνησής της, του προσώπου της. Ο νέος φεύγει αριστερά - πιθανόν προς το λουτρώνα. Η αίθουσα ολότελα άδεια, βουβή. Άξαφνα κατακλύζεται από ήχους νερού που διαρκώς δυναμώνουν σαν κάποιος, πλάι, εκεί κοντά, να παίρνει το λουτρό του εξαγνισμού. Ο ήχος αυτός υπογραμμίζει τη σιωπηλότητα της μεσαίας πόρτας που έχει μείνει ανοιχτή. Σε λίγο ακούγονται, σαν μέσα στην ίδια κάμαρα, τα παράφορα κοάσματα των βατράχων - κάτι ελαστικό, γλοιώδες, αισθησιακό, οδυνηρό κι αηδιαστικό ταυτόχρονα. Πάλι σιωπή. Μονάχα ο ήχος απ' την πτώση του νερού, εκτονωμένος κάπως. Λίγο αργότερα, έξω στην αυλή, θόρυβος από τροχούς άμαξας και οπλές αλόγων. Απ' τα δεξιά, μπαίνει ένας άντρας. Ανάστημα επιβλητικό, σκοτεινό. Κανείς εδώ; Ανάβει ένα σπίρτο. Φωτίζεται η πυκνή, χοντρή, σγουρή γενειάδα. Ανάβει τη λάμπα. Πλησιάζει τη μεσαία πόρτα. Φωτίζεται το εσωτερικό. Στο δοκάρι της οροφής, η κρεμασμένη. Ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στη ζώνη της. Το παίρνει. Διαβάζει: «Ο γιος σου, ο γιος της Αντιόπης, δοκίμασε να με βιάσει». Κραυγή. Όχι θρήνος. Κατάρα. Η τρομερή προσταγή. Συνάζονται- δούλοι, αμαξάδες, η γριά τροφός, υπηρέτριες. Ο νέος βγαίνει απ' το λουτρό, γυμνός, στάζοντας όλος, με την πετσέτα δεμένη στη μέση του. Ακούει σιωπηλά την καταδίκη του. Γονατίζει. Έξω, στην αυλή, οι προβολείς των δύο αμαξιών - αυτού που μόλις ήρθε και του άλλου που ετοιμάστηκε αστραπιαία για την εξορία - ρίχνουν σταυρωτά τις σκιές των δύο αγαλμάτων, της Αφροδίτης και της Άρτεμης, πάνω στο σώμα της κρεμασμένης).