Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ



Η ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ έχει γίνει σπάνιο αγαθό στη σύγχρονη εποχή. Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η επιτυχία εξαρτάται περισσότερο από το αν βρίσκεσαι στο σωστό τόπο το σωστό χρόνο παρά από το αν έχεις εγκαρτέρηση. Ποιος μπορεί να τους επικρίνει; Τα μέσα ενημέρωσης προβάλλουν διαρκώς διαφημιστικά μηνύματα τα οποία υποβάλλουν την ιδέα πως μπορείς να έχεις σχεδόν ό,τι επιθυμείς με ελάχιστη προσπάθεια και λίγα μόνο επιπλέον χρήματα. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν συνεχώς ιστορίες για αστραπιαίες επιτυχίες και για παιδιά‐θαύματα στο χώρο των επιχειρήσεων τα οποία έκαναν εκατομμύρια αμέσως μόλις τελείωσαν το σχολείο.
Ο αρθρογράφος Λέναρντ Πιτς λέει με λύπη: «Σε μια κοινωνία που διακατέχεται από τη μανία της έμπνευσης,
[το να γίνεις σπουδαίος] φαίνεται τόσο εύκολο. . . .
Φαίνεται σαν κάτι που θα μπορούσε ο καθένας να κάνει αν απλώς έβρισκε το “κόλπο”, αν είχε την ικανότητα ή αν του ερχόταν θεία φώτιση».
Εγκαρτερώ σημαίνει “εμμένω σταθερά και επίμονα σε ένα σκοπό,
μια κατάσταση ή ένα εγχείρημα παρά τα εμπόδια ή τις αποτυχίες”.
Υποδηλώνει ότι κάποιος συνεχίζει αποφασιστικά παρά τις αντιξοότητες, ότι είναι επίμονος και δεν παραιτείται.
Πολλοί, ωστόσο, δεν είναι προετοιμασμένοι για τις δυσκολίες και τις αποτυχίες που μπορεί να συναντήσουν.
Εφόσον ποτέ δεν καλλιέργησαν τη θέληση για εγκαρτέρηση, παραιτούνται εύκολα.
Πάρα πολλοί άνθρωποι αντιδρούν στην αποτυχία με έναν τρόπο που βλάπτει τους ίδιους.
Παραδίνονται στην αυτολύπηση, κατηγορούν τους πάντες, γίνονται μνησίκακοι και . . . υποχωρούν.
Ασφαλώς, το να ανασυνταχθεί κάποιος έπειτα από μια αποτυχία δεν είναι πάντοτε εύκολο.
Μερικές φορές αντιμετωπίζουμε δυσκολίες που μπορεί να φαίνονται ανυπέρβλητες παρ’ όλες τις προσπάθειές μας.
Αντί να πλησιάζουμε τους στόχους μας, μπορεί να φαίνεται ότι απομακρυνόμαστε ολοένα και περισσότερο.
Ίσως νιώθουμε εξαντλημένοι και ανίκανοι, και ίσως αντιμετωπίζουμε αποθάρρυνση, ακόμη και κατάθλιψη...
Για να έχει αξία η εγκαρτέρηση, χρειάζεται να θέτουμε αξιόλογους στόχους.
Πολλοί άνθρωποι αγωνίζονται για πράγματα που δεν φέρνουν ευτυχία....
Ας την ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΗΣΩ λοιπόν, την εγκαρτέρηση,
για να τη γνωρίσω καλά και να τη θυμάμαι εύκολα κάθε φορά που θα την αποζητώ.

Η εγκαρτέρηση ξεκινά με το κλείσιμο των ματιών και τη βαθιά ανάσα.
Ο νους προσηλώνεται στους κτύπους της καρδιάς και αβίαστα αφήνεται να απορροφηθεί από αυτούς.
Απορροφημένη καθώς είναι από τους κτύπους της καρδιάς, της παραδίδει μία-μία τις αγωνίες του. Αυτές την ώρα εκείνη νιώθουν τους παλμούς της καρδιάς να σφυρηλατούν το σκληρό κέλυφός τους και σταδιακά να το μαλακώνουν.
Το κέλυφος κάποια στιγμή διαρρηγνύεται με τα πολλά μικρά κτυπήματα,
όπως το τσόφλι του αυγού, και γίνεται πολλά μικρά κομμάτια,
που με την αδιάλειπτη συνέχιση των κτύπων αρχίζουν να απολεπίζονται και να απογυμνώνουν έτσι τις αγωνίες,
που έχουν γίνει τώρα ρευστές κι ευάλωτες.
Με την εκπνοή της επόμενης βαθιάς ανάσας οι αγωνίες συμπαρασύρονται κι εγκαταλείπουν το σώμα μου, και χάνονται στον αέρα.
Ο νους βυθίζεται και ακούει τους κτύπους της καρδιάς.
Αφοσιώνεται σε αυτούς, ήσυχος πια από τις αγωνίες με τις οποίες είχε ταυτιστεί. Αυτές έχουνε τώρα πια χαθεί, έχουν εξαλειφθεί και σβήσει, και μπορεί εύκολα ο νους, χωρίς καμιά προσπάθεια, να απορροφάται από τους κτύπους της καρδιάς...
Ο νους έχει γίνει τώρα ένας κτύπος της καρδιάς, έχει ταυτιστεί με το αίμα που ταξιδεύει σε όλο μου το σώμα.
Ο νους έχει εγκαταλείψει το κεφάλι και έχει γίνει το αίμα που διανέμει την τροφή και το οξυγόνο σε όλο το κορμί μου.
Ταξιδεύει τώρα ο νους στον κόσμο των κυττάρων του σώματός μου, γνωρίζει νέες περιοχές, γνωρίζει τα κύτταρά μου που είναι πια στα μάτια του νέες μικρές οντότητες, αξιοπρόσεκτες και σεβαστές. Τα επισκέπτεται, τα εξετάζει, τα γνωρίζει από κοντά, επικοινωνεί μαζί τους, χαίρεται για την αφθονία της Ύπαρξής τους, όχι μόνο ως προς τον τεράστιο αριθμό τους αλλά και ως προς τη συναρπαστικά πλούσια δομή του
καθενός από τα κύτταρα του σώματός μου.
Ο νους πιάνει κουβέντα με τους πυρήνες και τους πυρηνίσκους των κυττάρων, με τα μιτοχόνδρια και το ριβόσωμά τους, με τα λυσοσώματα και τα κενοτόπιά τους, με την πυρηνική και την πλασματική μεμβράνη τους, το κυτταρόπλασμα και τη χρωματίνη, τα κεντριόλια, τα κεντροσωμάτια, τα βασικά σωμάτια και τα πολυσώματα. Όλα τα μέρη των κυττάρων του τον υποδέχονται φιλόξενα και με πολύ Αγάπη συζητούν μαζί του και του εξηγούν τι κάνει το καθένα, ποιο είναι το έργο του μέσα στο κύτταρο, πόσο όμορφα νιώθει που συμμετέχει μέσα σε αυτό.
Ο νους παίρνει έτσι από τα μέρη των κυττάρων μου σημαντικά μαθήματα εγκαρτέρησης. Μια πρόσκαιρη θλίψη που τον πιάνει για τα περασμένα χρόνια άστοχων αγωνιών εκεί πάνω στο κεφάλι, την παραδίδει και αυτή στους κτύπους της καρδιάς και επανέρχεται ξανά στο κλίμα της εγκαρτέρησης, γίνεται ξανά ένα με τους κτύπους και απορροφάται από τα μέρη των κυττάρων μου.
Ο  νους ταξιδεύει ήδη εδώ και μερικές ώρες και τώρα είναι χαμένος κάπου μες στο σώμα κάνοντας γνωριμίες και συνομιλώντας με τα κύτταρα, το στήθος μου ανακουφίζεται, καθώς παίρνει βαθιά ανάσα, και η καρδιά αγαλλιάζει βαθιά. Όλος μου ο θώρακας ησυχάζει,
εγκαταλείπεται με εμπιστοσύνη, αφήνεται στους κτύπους της καρδιάς.
Είμαι, λοιπόν, βέβαιη ότι η εγκαρτέρηση θα γίνει η μία και μοναδική πραγματικότητά μου
και αυτή θα καθορίζει το πώς θα αισθάνομαι και το πώς θα βιώνω τα γεγονότα αυτού εδώ του κόσμου.

Μαρία Ιωσηφίδου

Η ΕΠΙΘΑΝΑΤΙΑ ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΚΛΕΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΑΘΗΝΑΙΟΥ

Ας δούμε μια περίπτωση επιθανάτιας εξωσωματικής εμπειρίας, της οποίας η σημασία έγκειται στο ότι αφορά έναν μορφωμένο Έλληνα και στο ότι προέρχεται από την καρδιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα. Καταγράφηκε από τον ιστορικό Κλέαρχο, μαθητή του ίδιου του Αριστοτέλη και «έναν από τους πρώτους σε αξία μεταξύ των φιλοσόφων της Περιπατητικής Σχολής», όπως σημειώνει ο Ιώσηπος.
Επειδή το έργο του Κλεάρχου χάθηκε, η ιστορία σώζεται σε χωρίο του Πρόκλου (υπόμνημα στην Πολιτεία του Πλάτωνος ΙΙ, 113, 19 Kroll): «…πολλοί φάνηκε ότι πέθαναν και θάφτηκαν μέσα σε μνήματα, αλλά αναβίωσαν και παρουσιάστηκαν άλλοι να κάθονται μέσα στους τάφους και άλλοι να στέκονται όρθιοι στο πλάι.

 Αυτό ακριβώς ιστορείται και για κάποιους αρχαίους, όπως ο Αριστέας ο Προκοννήσιος, ο Ερμότιμος ο Κλαζομένιος, ο Επιμενίδης ο Κρης, δηλαδή ότι μετά θάνατον εμφανίστηκαν στους ζωντανούς. Και γιατί να λέει κανείς πολλά; Όταν ακόμη και ό ίδιος ο Κλέαρχος, ο μαθητής του Αριστοτέλη, μας έχει παραδώσει, πρώτος αυτός, μια παρόμοια θαυμαστή ιστορία.

 Ο Κλεώνυμος ο Αθηναίος, άνθρωπος που είχε μεγάλη κλίση προς τους λόγους της φιλοσοφίας, όταν πέθανε κάποιος φίλος του, πόνεσε πολύ και έχασε τη διάθεσή του. Λιποθύμησε και, επειδή φάνηκε ότι πέθανε, την τρίτη μέρα η σωρός του εκτέθηκε σε προσκύνημα σύμφωνα με το έθιμο. Η μητέρα του, όμως, καθώς αγκάλιασε το νεκρό, για να τον φιλήσει για τελευταία φορά, και τραβώντας του το ιμάτιο από το πρόσωπο τον καταφιλούσε, αισθάνθηκε ότι μέσα του υπήρχε μια ελαφριά ανάσα.

 Η μητέρα χάρηκε πολύ και σταμάτησε την ταφή, ενώ ο Κλεώνυμος ανασηκώθηκε λίγο και αφηγήθηκε όσα είδε και άκουσε, όταν ήταν χωριστά από το σώμα του.

Είπε ότι του φάνηκε πως η ψυχή του, ελευθερωμένη σαν από δεσμά από το θάνατο, άφησε το σώμα του και σηκώθηκε ψηλά. Πετώντας πάνω από τη γη είδε ένα σωρό τόπους κάθε σχήματος και χρώματος και ρεύματα ποταμών που δεν τα βλέπουν οι άνθρωποι. Στο τέλος έφτασε σε κάποιον ιερό χώρο της Εστίας, όπου κυκλοφορούσαν δαιμονικές δυνάμεις με μορφές γυναικών απερίγραπτες. Σ’ εκείνον τον ίδιο τόπο έφτασε και ένας άλλος άνθρωπος και άκουσαν και οι δύο την ίδια φωνή, που τους έλεγε να παραμείνουν ήσυχοι και να βλέπουν όλα όσα γίνονταν εκεί.

Και είδαν και οι δυο τους τιμωρίες και κρίσεις και διαρκείς καθαρισμούς ψυχών καθώς και τις (θεές) Ευμενίδες που τις εποπτεύουν. Κατόπιν διατάχτηκαν να αναχωρήσουν και, καθώς αναχωρούσαν, ρώτησαν ο ένας τον άλλο ποιοι ήταν και είπαν μεταξύ τους τα ονόματα και τις πατρίδες τους. Ο ένας λεγόταν Κλεώνυμος και ήταν από την Αθήνα και ο άλλος Λυσίας και ήταν από τις Συρακούσες. Και συμφώνησαν να αναζητήσει ο καθένας τους τον άλλο με κάθε τρόπο, εάν έρθει στην πόλη του άλλου… Μετά από λίγο καιρό ο Λυσίας ήρθε στην Αθήνα και, καθώς τον είδε από μακριά ο Κλεώνυμος, φώναξε δυνατά: «αυτός είναι ο Λυσίας!».

Ομοίως και ο Λυσίας τον κατάλαβε, πριν τον πλησιάσει, και είπε στους παρόντες: «αυτός είναι ο Κλεώνυμος!». Το ενδιαφέρον της παραπάνω ιστορίας έγκειται καταρχήν στο ότι προέρχεται από την κλασική εποχή του Ελληνισμού. Επιπλέον είναι καταγραμμένη από αξιόπιστη πηγή και φανερώνει συνάμα το εξαιρετικό ενδιαφέρον της σχολής του Αριστοτέλη για την καταγραφή παρόμοιων φαινομένων.

Ο Κλεώνυμος είναι μορφωμένος άνθρωπος, γεγονός που δείχνει ότι οι εμπειρίες αυτού του είδους δεν απασχολούσαν μόνο τα κατώτερα στρώματα και δε θεωρούνταν αποτέλεσμα δεισιδαιμονίας. Ο έτερος πρωταγωνιστής της, ο Λυσίας, προέρχεται από την ελληνική Δύση, γεγονός που μας κάνει να υποψιαζόμαστε ότι μπορεί να είναι και Πυθαγόρειος. Είναι γνωστές οι πυθαγόρειες αντιλήψεις για τη μεταθανάτια τιμωρία των αμαρτωλών.

 Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι η αφήγηση θυμίζει ανάλογες χριστιανικές αφηγήσεις και οράματα του παραδείσου και της κόλασης και φανερώνει μια υπόγεια σύνδεση ανάμεσα στη χριστιανική εικονογράφηση του Άλλου Κόσμου και την ελληνική μυστικιστική παράδοση.

Η χειρότερη Απόφαση είναι η Μη Απόφαση

Κάθε στιγμή, συνειδητά ή ασυνείδητα, για θέματα μικρά (τι θα βάλω σήμερα) ή θέματα μεγάλα (πώς θα ζήσω), καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις.
Καλούμαστε να επιλέξουμε ανάμεσα στη μία ή στην άλλη εναλλακτική, να ικανοποιήσουμε μία ανάγκη σε βάρος κάποιας άλλης ή να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα συναίσθημά καταπνίγοντας ένα άλλο.
Η διαδικασία λήψης αποφάσεων για ορισμένους ανθρώπους αποδεικνύεται εξαιρετικά πολύπλοκη, χρονοβόρα και αναποτελεσματική. Αντί για το απλό «θέλω αυτό και άρα αποφασίζω αυτό», υιοθετούν μια πιο περίπλοκη λογική του τύπου «θέλω το ένα, θέλω και το άλλο, δυσκολεύομαι να διαλέξω, αδυνατώ να καταλήξω, δεν αποφασίζω».
Τι συμβαίνει με αυτούς τους ανθρώπους; Γιατί δυσκολεύονται να καταλήξουν σε αυτό που θέλουν; Για ποιο λόγο, ακόμα και όταν είναι σίγουροι γι’ αυτό που θέλουν, διστάζουν να υλοποιήσουν τις αποφάσεις τους;
Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι άνθρωποι αυτοί, αντί να ζουν στο εδώ και τώρα, ζουν απομονωμένοι σε ένα δικό τους άχρονο σύμπαν, αποκομμένοι από την ιστορία, την πραγματικότητα και την ίδια τη ζωή.
Και παρόλο που όλοι είμαστε καταδικασμένοι να είμαστε ελεύθεροι (1) – να παίρνουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές δηλαδή – οι αναποφάσιστοι βιώνουν ως αβάσταχτο βάρος αυτή την ελευθερία ή, απλώς, δεν ξέρουν τι να την κάνουν.
(1) Σαρτρ

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΟΥ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ
Επειδή δεν ζούμε σε απόλυτα ελεγχόμενες εργαστηριακές συνθήκες, αλλά σε ένα ευμετάβλητο, ασταθές περιβάλλον, η διαδικασία λήψης των αποφάσεών μας είναι, εν πολλοίς, αυθαίρετη. Αναλύουμε τα δεδομένα, ζυγίζουμε τις ποικίλες (συχνά αντικρουόμενες) εναλλακτικές, υπολογίζουμε όσο μπορούμε τα υπέρ και τα κατά, αλλά στο τέλος αποφασίζουμε χωρίς καμία ή με ελάχιστη βεβαιότητα.
Ένας τρόπος να απαλλαγούμε από όλη αυτή την άβολη αβεβαιότητα είναι να αποφασίσουμε ότι δεν θα αποφασίσουμε και να ησυχάσουμε.
Δεν παίρνουμε λοιπόν αποφάσεις ή τις αναβάλλουμε επ’ άπειρον και στο ενδιάμεσο στάδιο αναλωνόμαστε σε ατελείωτες σκέψεις σχετικά με τις αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν. Κάνουμε ατέρμονες αναλύσεις επί αναλύσεων και στην κυριολεξία διακόπτουμε τη ροή της ζωής για να επιδοθούμε σε σκέψεις για τη ζωή. Σχεδιάζουμε το πώς θα ζήσουμε δηλαδή, αλλά ποτέ δεν αποφασίζουμε να ζήσουμε. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας, ευκαιρίες θα χαθούν, άνθρωποι θα βαρεθούν, χρόνια θα περνούν, αλλά αυτό είναι ένα τίμημα που είμαστε διατεθειμένοι να πληρώσουμε….
Η αναβολή και η εκλογίκευση παίζουν τεράστιο ρόλο σε αυτό το παιχνίδι αποφυγής, είναι οι πολυτιμότεροι σύμμαχοι στις μανούβρες που κάνουμε: «θα το έκανα φυσικά αλλά υπάρχει αυτό και το άλλο κόλλημα και εξάλλου πρέπει να γίνει αυτό και αυτό πρώτα», «δεν είναι ότι δεν μπορώ να αποφασίσω, απλώς συμβαίνει αυτό και αυτό, χώρια που αν συμβεί αυτό μετά θα συμβεί το άλλο» και ούτω καθ’ εξής.
Κάνουμε και την άλλη πονηριά: μεταθέτουμε την ευθύνη της λήψης αποφάσεων για τον εαυτό μας σε κάποιον άλλον. Ας πούμε, όταν δεν είμαστε σίγουροι αν θέλουμε να χωρίσουμε ή όχι, αφήνουμε τον σύντροφό μας να αποφασίσει και για τους δύο. Εμείς απλώς συναινούμε σε ό,τι αποφασίσει εκείνος, νιώθοντας άνετοι και ανάλαφροι σαν πουλάκια καθώς δεν μας βαραίνει η ευθύνη καμίας επιλογής.
Το παράξενο είναι ότι, συχνά, ενώ ξέρουμε τι θέλουμε και το αποφασίζουμε μέσα μας, αντιμετωπίζουμε τεράστια δυσκολία να εξωτερικεύσουμε και να κάνουμε πράξη την απόφασή μας. Τη γυροφέρνουμε στο κεφάλι μας αδυνατώντας να την ολοκληρώσουμε επειδή το πέρασμα στη πράξη είναι αυτό που τρέμουμε περισσότερο. Επειδή η ανυπέρβλητη δυσκολία, σε αυτή την περίπτωση, δεν είναι το αποφασίζειν αλλά το πράττειν…
Πίσω από τη δυσκολία λήψης αποφάσεων, ενδεχομένως να κρύβεται μια τελειομανία, μία ανάγκη να παρθεί η «τέλεια απόφαση». Εκείνη που όλοι θα επιβραβεύσουν, που θα μας οδηγήσει σε σίγουρη επιτυχία, που θα επιφέρει τα καλύτερα αποτελέσματα χωρίς αρνητικές επιπτώσεις, εκείνη που θα αποδείξει σε εμάς και σε όλους πόσο έξυπνοι και ικανοί είμαστε.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι αρνούμαστε την έννοια της αλλαγής. Αφελώς πιστεύουμε ότι κάθε απόφασή μας θα διαρκέσει για πάντα, ότι θα χαραχτεί στην πέτρα αιωνίως και δεν θα υπάρχει γυρισμός. Από την άλλη αρνούμαστε να αναλάβουμε το αναπόφευκτο ρίσκο που ενέχει η λήψη αποφάσεων. Διστάζουμε να σηκώσουμε το βάρος της απόφασής μας ομολογώντας «ναι, καλό ή κακό, αυτό ακριβώς είναι που διάλεξα».
Χώρια που είμαστε και λίγο συμφεροντολόγοι. Από το να διακινδυνεύσουμε στο άγνωστο, επιλέγουμε να κάτσουμε στ’ αυγά μας. Είναι η γνωστή στάση του «κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι» και του «που να τρέχω τώρα, ας μείνω σ’ αυτά που ξέρω». Ενεργώντας έτσι δεν κερδίζουμε τίποτα βεβαίως, αλλά τουλάχιστον δεν χάνουμε και αυτά που έχουμε.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους επιμέρους φόβους. Πολύ απλά και πολύ συγκεκριμένα ο φόβος για το θάνατο. Αντί να αποδεχτούμε το ανυπέρβλητο δεδομένο του θανάτου, υιοθετούμε την παράλογη, μεταφυσική λογική του «αν δεν επιλέξω τίποτα, αν δηλαδή αποφύγω να ζήσω, μάλλον δεν κινδυνεύω να πεθάνω, αφού εξ ορισμού ζω σημαίνει οπωσδήποτε θα πεθάνω». Εάν μείνουμε στην απέξω ακινητοποιημένοι στο χρόνο, ο θάνατος μπορεί να ξεγελαστεί και να μας ξεχάσει. Άχρονοι και μη πραγματικοί μεν, αθάνατοι δε.

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΖΩΗ
Το δεδομένο είναι ένα: η αναποφασιστικότητα οδηγεί στην απραξία, στον εν ζωή θάνατο, αφού χωρίς πράξη και χωρίς ενέργεια στερώ από τον εαυτό μου τις εμπειρίες, τις πληροφορίες, τα δεδομένα που χρησιμεύουν ως πηγές εξέλιξης, σύνδεσης και ωρίμανσης.
Αντί να μηρυκάζουμε τα ίδια και τα ίδια όντας αναβλητικοί, ανίκανοι για πρωτοβουλίες και καθόλου αυθόρμητοι, ας αποδεχτούμε, επιτέλους, ότι δεν υπάρχει τρόπος να είμαστε 100% σίγουροι γι’ αυτό που θέλουμε, ούτε θα θέλουμε ποτέ μόνο ένα πράγμα, ούτε θα το θέλουμε για πάντα. Ας αποδεχτούμε ακόμα αυτό που ήδη ξέρουμε: ότι δεν υπάρχουν «σωστές» και «λάθος» αποφάσεις. Ότι, σε τελική ανάλυση, ακόμα και αν κάνουμε «λάθος» επιλογή, μπορούμε να την τροποποιήσουμε αργότερα βγαίνοντας επιπλέον ωριμότεροι και πλουσιότεροι από την εμπειρία.
Αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι είμαστε (σχετικά…) ελεύθεροι και ότι πρέπει να αρχίσουμε να κάνουμε χρήση αυτής της ελευθερίας. Άσχετα από τις αποφάσεις που θα πάρουμε και τις επιλογές που θα κάνουμε, έχει αξία η ίδια η χρήση της ελευθερίας μας. Έχει αξία, εμείς να διαλέξουμε και κανένας άλλος – να πούμε «ναι» σε κάτι, λέγοντας συγχρόνως και αναπόφευκτα «όχι» σε κάτι άλλο.
Εξάλλου πόσο έλεγχο νομίζουμε ότι έχουμε πάνω στα πράγματα; Γιατί πιστεύουμε, αφελώς, ότι η δική μας απόφαση θα κάνει τεράστια διαφορά; Αυτά που αποφασίζουμε είναι ένα μικρό μόνο τμήμα ενός πολυποίκιλου μεταβαλλόμενου περιβάλλοντος που ασφαλώς επηρεάζεται από τις αποφάσεις μας, αλλά δεν καθορίζεται από αυτές.
Φυσικά απαιτείται κάποιου επιπέδου ωριμότητα. Η συνειδητοποίηση και αποδοχή ότι δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα. Η σοφία να καταλάβουμε ότι αν έχω να διαλέξω ανάμεσα στο πιάτο νούμερο 1 και στο πιάτο νούμερο 2, οποιαδήποτε επιλογή από τις δύο είναι προτιμότερη από το να πεθάνω της πείνας…
Μην ξεγελιόμαστε ότι όντας αναποφάσιστοι δεν παίρνουμε αποφάσεις. Η ίδια η αναποφασιστικότητά μας είναι μια απόφαση – η απόφαση να μην αποφασίσουμε. Και όπως για κάθε απόφαση, έτσι και γι’ αυτή, χρειάζεται να αναλάβουμε την ευθύνη της – δεν γλυτώνουμε ποτέ από αυτό. Επίσης, δεν πρέπει να βαυκαλιζόμαστε ότι αρκεί να αποφασίσουμε μία φορά και δεν θα χρειαστεί να αποφασίσουμε ποτέ ξανά. Δεν λειτουργούν έτσι τα πράγματα. Η κάθε απόφαση μεταβάλλει τις καταστάσεις, οι νέες καταστάσεις ζητούν νέες αποφάσεις και έτσι πάει η ιστορία.
Το κλισέ ότι «στο τέλος μετανιώνουμε κυρίως για όσα δεν κάναμε παρά για όσα κάναμε» είναι σωστό. Έτσι κι αλλιώς οι ενδεχόμενες συνέπειες που φαντασιωνόμαστε τις περισσότερες φορές δεν επαληθεύονται. Τα κακά που φοβόμαστε ότι θα επιφέρει μια κακή απόφαση συνήθως δεν αποδεικνύονται τόσο κακά και τα καλά που αναμένουμε λόγω μιας καλής απόφασης επίσης δεν αποδεικνύονται τόσο καλά. Για να ολοκληρώνουμε: αυτό που επιλέγουμε σήμερα δεν γνωρίζουμε τι συνέπειες θα έχει αύριο και, κυρίως, δεν έχουμε τρόπο να ξέρουμε αν θα ικανοποιεί τον μελλοντικό μας εαυτό.

ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Αφού συμφωνήσαμε ότι δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε από τις αποφάσεις και ότι το δυσκολότερο σημείο της διαδικασίας είναι το πέρασμα στην πράξη, τι απομένει;
Ένα μόνο: Να διακινδυνεύσουμε να πάρουμε τις αποφάσεις που χρειαζόμαστε και να αναλάβουμε με γενναιότητα την ευθύνη των συνεπειών τους. Με άλλα λόγια, να αποφασίσουμε να ζήσουμε και να αποδεχτούμε ότι κάποια στιγμή η ζωή θα τελειώσει.
Ας πάρουμε απόφαση κι αυτό: δεν υπάρχει τρόπος να κερδίσουμε πολλά στη ζωή ποντάροντας λίγα. Ή θα αρνηθούμε την ελευθερία μας μένοντας βολεμένοι και φυτοζωώντας ή θα ξεβολευτούμε, θα ρισκάρουμε και… θα δούμε τι θα γίνει…
Άρα λοιπόν: αναλαμβάνουμε δράση, αν το θεωρούμε απαραίτητο σκεφτόμαστε και αναλύουμε προηγουμένως, στρίβουμε κι ένα νόμισμα αν χρειαστεί, αλλά παίρνουμε, επιτέλους, μια απόφαση. Μια οποιαδήποτε απόφαση, αρκεί το πράγμα να αρχίσει να τσουλάει.
Η άλλη εναλλακτική είναι γνωστή:
«Αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ» Τ. Λειβαδίτης
 

Λατινογράφηση της ελληνικής

Αισθητική αλλοίωση και αδιαφάνεια 


«…Οι λέξεις – από μόνες τους – δεν σημαίνουν τίποτα!

Οι λέξεις είναι:
– είτε ομάδες διαδοχικών ήχων (φθόγγων) που παράγονται από τον λάρυγγα, διαμορφώνονται από την φωνητική συσκευή και εκπέμπονται από το στόμα (και τη μύτη) του ανθρώπου, αλλά και συλλαμβάνονται από το αυτί και αποθηκεύονται στον εγκέφαλο ως ακουστικές εικόνες μαζί με τον τρόπο παραγωγής τους από τα μέρη του σώματος που συμμετέχουν στην δημιουργία τους (κιναισθητικές εικόνες)

– είτε οι ζωγραφιές αυτών των φθόγγων πάνω σε κάποιο υλικό μέσο (π.χ. πάνω σε μια πέτρα, στο μάρμαρο μιας κολόνας, στον πάπυρο ή στην περγαμηνή ενός αρχαίου βιβλίου, στο χαρτί, στην οθόνη ενός υπολογιστή ή ενός κινητού), που συλλαμβάνονται από το μάτι και αποθηκεύονται στον εγκέφαλο ως οπτικές εικόνες

– είτε οι «άυλες» μορφές (που αν εξεταστούν αυστηρά δεν είναι «άυλες») με τις οποίες παριστάνονται αυτοί οι ήχοι ή αυτές οι ζωγραφιές μέσα στα ηλεκτρικά ρεύματα των καλωδίων ή στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των οπτικοακουστικών μέσων πριν φτάσουν στα αυτιά μας ή στα μάτια μας.

Και στις τρεις περιπτώσεις, όμως, τις λέξεις μόνο ο ανθρώπινος νους τις (έχει) κάνει να σημαίνουν αυτό που σημαίνουν.

Είναι αλήθεια ότι «νους ορά και νους ακούει» (*) και ότι χωρίς την νοητική επεξεργασία θα ήταν άχρηστες οι πληροφορίες που συλλαμβάνουν τα αισθητήρια όργανα. Από τον νό-ο (νου) παράγεται το νο-έω (νοώ), που πρωταρχικά σήμαινε «βλέπω» και αργότερα «αντιλαμβάνομαι με τον νου». Και όταν ο άνθρωπος εν-νοεί τότε «φέρνει ή έχει μέσα στην σκέψη του / στον νου του / στο μυαλό του» τα ερεθίσματα που προέρχονται από τις ιδιότητες των αντικειμένων, των οντοτήτων του εξωτερικού κόσμου – του κόσμου «έξω από τον νου του» – και σχηματίζει τις έν-νοιές τους. Κάθε μία από αυτές τις έννοιες – τις «αντανακλάσεις», δηλαδή, των αντικειμένων στον νου του – τις έχει αντιστοιχίσει ή τις αντιστοιχίζει με μία ή περισσότερες λέξεις. Και κάθε τέτοια λέξη ή ομάδα λέξεων (φράση) που είναι αντιστοιχισμένη με μία έννοια είναι ένας όρος, είτε πρόκειται για έννοια της γενικής γλώσσας είτε για έννοια κάποιας από τις ειδικές γλώσσες που υπάγονται στην γενική γλώσσα. Ποιος καθορίζει όμως αυτήν την αντιστοιχία; Η απάντηση είναι: ο νους του ανθρώπου. Κάθε όρος βασίζεται σε μία ή περισσότερες συμφωνίες ή συμβάσεις· συμφωνίες μεταξύ των λίγων ή πολλών ατόμων που χρησιμοποίησαν ή χρησιμοποιούν τον όρο.

» Μπορούμε να πούμε ότι οι λέξεις είναι «συμφωνημένα» σύμβολα· γεννιούνται στον νου του ανθρώπου για να αποδώσουν έννοιες· κωδικεύονται και εξωτερικεύονται με την ομιλία και εμφανίζουν επομένως ακουστική αισθητική (ακουστικές εικόνες)· κωδικεύονται και εξωτερικεύονται με τη γραφή και εμφανίζουν, επομένως, οπτική αισθητική (οπτικές εικόνες)· κωδικεύονται και εξωτερικεύονται και με άλλα συστήματα και εμφανίζουν επομένως και άλλου είδους αισθητική· ταυτόχρονα, όμως, όλα αυτά τα εξωτερικά σύμβολα, όλες αυτές οι εικόνες, εσωτερικεύονται με αποτέλεσμα στον νου του ανθρώπου να συνδέονται μεταξύ τους αδιαχώριστα: νοήματα, ακούσματα κι οράματα...

Σαν σκέφτεσαι μια λέξη, ταυτόχρονα την «ακούς» και την «βλέπεις». Και "νοιώθεις" πίσω της την έννοια ή τη σειρά από έννοιες που αυτή αντιπροσωπεύει. Αν η λέξη είναι ειδικός όρος η έννοια – κατά κανόνα – είναι μία, αν είναι λέξη της γενικής γλώσσας τότε οι έννοιες μπορεί να είναι πολλές και ο νους μπορεί να «πηδάει» από την μία στην άλλη και από ένα συγκείμενο ή θεματικό πεδίο σε άλλο, εφόσον έχει γνώση των εννοιών αυτών και των αντίστοιχων θεματικών πεδίων, εφόσον, δηλαδή, είναι γνώστης των αντίστοιχων συμφωνιών. Μόνο οι λειτουργικές λέξεις δεν έχουν «πίσω» τους έννοιες, εκτός από αυτήν της λειτουργίας τους…»

Ας έρθουμε τώρα στη σημερινή μορφή της ελληνικής γλώσσας, με την μη φωνητική γραφή της, με το ελληνικό αλφάβητο και με την ιστορική ορθογραφία της. Η τελευταία, αναδεικνύοντας όλα τα εννοιολογικώς διαφοροποιητικά μορφολογικά χαρακτηριστικά (ρίζες, προθήματα, επιθήματα, καταλήξεις, ειδικά συνθετικά) της ελληνικής, συμβάλλει τα μέγιστα στην υπαγωγή των λέξεων στις οικογένειες στις οποίες αυτές ανήκουν προσδίδοντας έτσι διαφάνεια στις λέξεις και στους όρους, δηλαδή εναργέστερη γραφική παράσταση των εννοιών από αυτούς.

Όταν πρωτοδιαβάζεις έναν νεοελληνικό σύμπλοκο όρο (το 80% περίπου των όρων είναι σύμπλοκοι), που – εξ ορισμού – είναι είτε μια ελληνική σύνθετη λέξη είτε μια ελληνική φράση αποτελούμενη από δύο ή περισσότερες λέξεις), δεν τον αντιλαμβάνεσαι – τις περισσότερες φορές – ως ένα αυθαίρετα συμφωνημένο σύμβολο της έννοιας που αυτός αντιπροσωπεύει, αλλά προσπαθείς να διακρίνεις πίσω από αυτόν την έννοια αυτή. Για τον σκοπό αυτόν επιστρατεύεις όλους τους γλωσσικούς κανόνες της ελληνικής (κανόνες φωνολογικής, γραμματικής και ορολογικής ανάλυσης και κανόνες σύνθεσης, παραγωγής και σύνταξης, τους οποίους κατέχεις ως γνώστης της ελληνικής). Και μπορεί να μην καταλάβεις (μόνο από τον όρο) τη νέα έννοια, διακρίνεις όμως κάποια ουσιώδη χαρακτηριστικά της. Ώστε, μόλις σου κάνουν γνωστή την έννοια (με μια περιγραφή ή έναν ορισμό), αναγνωρίζοντας τα χαρακτηριστικά αυτά, «δένεις» αμέσως, στο νου σου, την ακουστική και τη γραπτή μορφή του όρου με την έννοια.

Είναι δεδομένο ότι μια ομιλούμενη γλώσσα μπορεί να καταγραφεί με διάφορα συστήματα γραφής· επομένως, σε κάθε ένα από αυτά, μια λέξη ή ένας όρος, χωρίς να αλλάζει φωνητική μορφή (και ακουστική αισθητική), θα έχει διαφορετική γραπτή μορφή· και επομένως διαφορετική οπτική αισθητική. Η αλφαβητική γραφή της ελληνικής χρονολογείται από τον 8ο αιώνα .π.Χ. έχει δηλαδή ζωή 28 αιώνων. Στη διάρκεια αυτών των αιώνων πέρασε από την αρχικά μεγαλογράμματη γραφή στην μικρογράμματη γραφή – με τους τόνους και τα πνεύματα – και, τελευταία, στο μονοτονικό σύστημα.

Με μια μικρή ορθολογική βελτίωση του μονοτονικού, η σημερινή ελληνική γραφή θα βρίσκεται σε ένα στάδιο που αφενός θα αναδεικνύει τα μορφολογικά στοιχεία που διατήρησε μέχρι σήμερα η ιστορική ορθογραφία της και αφετέρου θα αποδίδει καλύτερα τον δυναμικό τονισμό των λέξεων μέσα στα εκφωνήματα στα οποία αυτές εμπεριέχονται. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, δεν είναι δυνατόν να γίνουν περαιτέρω απλοποιήσεις της ελληνικής γραφής χωρίς σημαντικές απώλειες.

Μεγάλες συζητήσεις γίνονται κάθε τόσο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για τα γκρίκλις και την λατινογράφηση της ελληνικής, όπου μια πολύ μικρή μειονότητα ομιλητών της ελληνικής υποστηρίζει τα γκρίκλις ως «σύστημα γραφής» της ελληνικής περίπου ισότιμο με το καθιερωμένο ανά τους αιώνες σύστημα γραφής με το ελληνικό αλφάβητο. Ας προσπαθήσουμε να διαβάσουμε την ακόλουθη πρόταση γραμμένη στο λατινικό αλφάβητο και στην απλούστερη δυνατή γραφή (για να έχει και νόημα η καταφυγή στο λατινικό αλφάβητο, που τόσο συμπαθούν οι φίλοι των γκρίκλις: δηλ. χωρίς κανόνες ορθογραφίας):

I grafi tis elinikis me to eliniko alfavito exi ali esthitiki apo ti grafi tis me to latiniko alfavito.

Τί λέει; Με ελληνική γραφή, λέει:

Η γραφή της ελληνικής με το ελληνικό αλφάβητο έχει άλλη αισθητική από τη γραφή της με το λατινικό αλφάβητο.

Κοιτάζοντας κανείς αυτήν την πρόταση γραμμένη με το ένα και με το άλλο «σύστημα γραφής», έχει καμιά αμφιβολία για το νόημά της; Ότι δηλαδή πρόκειται για δύο διαφορετικές «αισθητικές»;

Και γεννιέται το ερώτημα: Για ποιο λόγο κάποιος που γνωρίζει την ελληνική γλώσσα να προτιμήσει τη γραφή της με λατινικούς χαρακτήρες, αν δεν τον αναγκάζουν οι συνθήκες να το κάνει (π.χ. έλλειψη κατάλληλου εξοπλισμού); Γιατί να προτιμήσει μια αισθητική τόσο διαφορετική από την πατροπαράδοτη αισθητική της ελληνικής γλώσσας γραμμένης με το δικό της αλφάβητο; Συχνά η απάντηση που δηλώνεται ρητά ή υπονοείται είναι: γιατί έτσι δεν εφαρμόζει κανόνες ορθογραφίας και γράφει πιο γρήγορα. Εδώ βρίσκεται το «όφελος» της λατινογράφησης: η απαλλαγή από τους κανόνες ορθογραφίας της ελληνικής!.

Το θέμα, όμως, της διαφορετικής αισθητικής δεν είναι το σοβαρότερο. Σοβαρότερο είναι το ότι η λατινογράφηση της ελληνικής (χωρίς κανόνες ορθογραφίας) εξισώνει (γραπτώς) διαφορετικές ρίζες και προσφύματα, διαφορετικές κλιτικές και παραγωγικές καταλήξεις, διαφορετικούς ενικούς και πληθυντικούς αριθμούς, διαφορετικά γένη και πρόσωπα ή ακόμα και διαφορετικά μέρη του λόγου, καθιστώντας έτσι την αναγνώριση και κατανόηση των ελληνικών λέξεων πάρα πολύ εξαρτημένη από το συγκείμενο, προσθέτοντας δηλαδή μεγάλη αδιαφάνεια στη γραπτή μορφή της νέας ελληνικής.

Στις λέξεις της προηγούμενης πρότασης:

I = «η», «ή» ή «οι»;

grafi = «γραφή», «γραφεί» ή «γράφει»;

tis = «της» ή «τις»;

ali = «άλλη» ,«άλλοι» ή «αλί»;

esthitiki = «αισθητική» ή «αισθητικοί»;

apo = «από» ή «άπω»;

Στην ανάγνωση της ελληνικής, όταν αυτή είναι γραμμένη με το δικό της αλφάβητο (που γι’ αυτό και λέγεται ελληνικό), ο αναγνώστης αναγνωρίζει, καθώς προχωρεί, έναν–έναν τους λεκτικούς τύπους που συναντά και αποκτά γνώση του τι θα ακολουθήσει, ενώ όταν αυτή είναι γραμμένη με το λατινικό αλφάβητο, συχνά ο αναγνώστης θα συναντά διλήμματα και θα αποφασίζει για την ταυτότητα του λεκτικού τύπου που μόλις διάβασε μόνο αφού διαβάσει τον επόμενο ή και περισσότερους από έναν επόμενους λεκτικούς τύπους.

Έτσι, π.χ. για την πρόταση που εξετάσαμε, στην πρώτη περίπτωση, ο αναγνώστης αρχίζοντας την ανάγνωση από το ελληνικό «Η», το αναγνωρίζει ως το άρθρο του θηλυκού στον ενικό και αναμένει ότι θα ακολουθήσει όνομα ή ονοματική φράση θηλυκού γένους στον ενικό και πράγματι ακολουθεί η «γραφή»· η επόμενη λέξη («της») αναγνωρίζεται αμέσως ως γενική ενικού του θηλυκού άρθρου και αναμένεται να ακολουθήσει θηλυκό όνομα σε γενική πτώση· και πράγματι ακολουθεί το ουσιαστικό «ελληνικής».

Στη δεύτερη περίπτωση, αρχίζοντας από το λατινικό «Ι» έχει το τρίλημμα: για ποιο από τα τρία ενδεχόμενα πρόκειται: «η», «ή» ή «οι»;· αλλά και αφού διαβάσει τη δεύτερη λέξη «grafi» εξακολουθεί να έχει το δίλημμα: πρόκειται για την ονοματική φράση «η γραφή» ή μήπως για τήν διαζευκτική ρηματική φράση «ή γράφει»;. Αλλά και με την επόμενη λέξη (tis) δεν αίρεται το δίλημμα: πρόκειται για τη φράση «η γραφή της» (και θα ακολουθηθεί από τη γενική ενός θηλυκού ουσιαστικού) ή μήπως για τη φράση «ή γράφει τις» (και θα ακολουθηθεί από την αιτιατική πληθυντικού ενός θηλυκού ουσιαστικού); Μόνο όταν διαβάσει την επόμενη λέξη «elinikis» και την αναγνωρίσει ως γενική αντικειμενική που αποτελεί προσδιορισμό της λέξης «grafi» ως ονόματος θα αποφασίσει ότι πρόκειται για το ουσιαστικό «γραφή» και όχι για το ρήμα «γράφει» όπως π.χ. σε μια πρόταση σαν αυτή: «Ή γράφει τις απαντήσεις ο εξεταζόμενος ή τις λέει προφορικά».

Σήμερα, λοιπόν, κάποιος γνώστης της ελληνικής, όταν διαβάζει ένα λατινογραφημένο, με αυτόν τον τρόπο, κείμενο, συχνά, για να διακρίνει τη λέξη που μόλις διάβασε, χρειάζεται το συγκείμενο που ακολουθεί, κάτι που δεν συμβαίνει με τη σημερινή ιστορική γραφή της ελληνικής, με την οποία ο αναγνώστης αναγνωρίζει σχεδόν όλες τις λέξεις από τη μορφή τους και όχι μέσω των επόμενων λέξεων του συγκειμένου. Φυσικά, υπάρχει και στην ελληνική γραφή η ομωνυμία με τα διάφορα ομόγραφα, αλλά εκεί είναι πολύ περιορισμένα, ενώ στη λατινογράφηση τα ομόγραφα, όπως προκύπτει από τα παραπάνω, είναι πολλαπλάσια.

Ας υποθέσουμε ότι κάποια στιγμή στο μέλλον οι «οπαδοί» των γκρίκλις θα αποτελούν την πλειονότητα των ομιλητών της ελληνικής και η μοιραία «γλωσσική αλλαγή» θα απαιτήσει να καθιερωθεί η λατινογράφηση της ελληνικής. Τότε τα λεξικά θα προσαρμοστούν ανάλογα. Με την εξομοίωση πολλών κλιτικών καταλήξεων ονομάτων και ρημάτων (όπως των: -η, -οι, -ει, -υ που θα γίνουν όλα -i) αν η σημερινή λημματογράφηση δεν αλλάξει θα είναι δύσκολο να οδηγηθεί ο αναγνώστης από έναν τύπο στο κατάλληλο λήμμα. Έτσι, μάλλον θα πρέπει να λημματογραφηθούν όλοι οι τύποι και τα λήμματά τους πολύ πιθανό να έχουν τη μορφή που έχει το παρακάτω λήμμα:

poli 1. us. megalos ikismos me pano apo 10.000 katikus (< πόλη) 2. epir. se megali posotita (< πολύ) 3. epith. thil. enik. megali se arithmo, plithos i posotita (< πολλή) 4. epith. ars. plith. megali se arithmo, plithos i posotita (< πολλοί) 5. us. ars. plith. ta dio akra tu aksona enos peristrefomenu somatos (< πόλοι) 6. us. ars. plith. ta mikra tu alogu, tu gaidaru, tu mulariu (< πώλοι).

Πώς σας φαίνεται; Πόση πληροφορία έχει χαθεί από αυτήν τη «συρρίκνωση» της γραφής της ελληνικής γλώσσας;

Ίσως μας πει κάποιος οπαδός της λατινογράφησης ότι: «σήμερα, ο αναγνώστης ενός λατινογραφημένου κειμένου όπου συναντά τον λεκτικό τύπο poli δυσκολεύεται γιατί δεν έχει στον νου του αποθηκευμένο τον τύπο αυτό, γι’ αυτό ανατρέχει, αναζητεί και τον συνδέει με τις ήδη αποθηκευμένες εικόνες για τους τύπους: πόλη, πολύ, πολλή, πολλοί, πόλοι, πώλοι και μέσω αυτών αποφασίζει με ποια έννοια να τον συνδέσει. Στο μέλλον, όμως δεν θα χρειάζεται να έχει στον νου του όλες αυτές τις εικόνες, αλλά θα έχει μόνο μία: poli…» Η απάντησή μας είναι ότι: «Ναι, θα έχει μόνο την οπτική εικόνα του τύπου poli. Θα χρειάζεται, όμως, κάθε φορά που θα συναντά αυτόν τον τύπο στη γραφή, να χρησιμοποιεί και διάφορους «αλγορίθμους» για να τον αναγνωρίσει και να αποφασίσει ποια από τις πιο πάνω 6 σημασίες έχει ο τύπος που μόλις διάβασε.».

Συνοψίζοντας: η λατινογράφηση της ελληνικής γλώσσας (με ή χωρίς κανόνες ορθογραφίας) αλλοιώνει σημαντικά την πατροπαράδοτη οπτική αισθητική της, ενώ η ισοπεδωτική εξάλειψη των κανόνων ορθογραφίας συντελεί σε απαράδεκτα μεγάλη αδιαφάνεια των λέξεων και εξάρτηση της αναγνώρισής τους από το συγκείμενο. Ας αφήσουν, λοιπόν, οι ολίγιστοι οπαδοί της λατινογράφησης της ελληνικής, τις θεωρίες περί «συστήματος γραφής» κτλ.. Έχουν την ελευθερία να χρησιμοποιούν μεταξύ τους όποιο σύστημα γραφής θέλουν, όπως είχαμε και παλιά, στα μαθητικά μας χρόνια, επινοήσει διάφορα «κρυπτογραφικά» συστήματα γραφής της γλώσσας μας, ώστε να μην μας καταλαβαίνουν οι εκτός της παρέας. Όχι, όμως, να έχουν και την απαίτηση τα γραπτά τους να αντιμετωπίζονται ισότιμα με ένα ελληνικό κείμενο γραμμένο με το ελληνικό αλφάβητο!
---------------------
(*) «Νοῦς ὁρᾷ καὶ νοῦς ἀκούει· τἂλλα κωφὰ καὶ τυφλά.» (Επίχαρμος, κωμικός ποιητής και φιλόσοφος από την Κω, 540–450 π.Χ.)

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ


Φιλόσοφοι, ιστορικοί του ανθρώπινου πνεύματος και συγγραφείς έψαξαν στην ανατολική θρησκεία της Ινδίας, στη θρησκεία της Αίγυπτου ή του Ζωροάστρη, να βρουν τις βαθιές ρίζες της ηρακλειτικής «μεταφυσικής», ενώ άλλοι επιχείρησαν να τη συλλάβουν κάτω από το φως των ελληνικών μυστηρίων. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ο επονομαζόμενος Σκοτεινός, κατέχει μια κεντρική θέση στο σύνολο της ελληνικής φιλοσοφίας και σ’ ολόκληρη την παγκόσμια ιστορία της σκέψης. Ξεπερνά την κοσμολογία της σχολής της Μιλήτου, ενώ οι Ελεάτες ανοίγουν ένα διάλογο που στρέφεται εναντίον του. Ο Πλάτων κι ο Αριστοτέλης ξεκινούν το μεγάλο αγώνα ενάντια στη σκέψη του· οι στωικοί, οι σκεπτικοί, ίσως ακόμα και οι κυνικοί, κάνουν δικές τους – μετατρέποντάς τες – ορισμένες δικές του σκέψεις. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυς τον βγάζει χριστιανό. Ο Χέγκελ τον ανακαλύπτει ξανά και βεβαιώνει πως δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου που δεν θα την έβαζε και στη δική του Λογική. Ο Λένιν τον αναγορεύει πατέρα του διαλεκτικού υλισμού. Ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί τον εαυτό του μαθητή του Ηράκλειτου, κι ο Νίτσε πιστεύει πως ο κόσμος, εφόσον αιωνίως χρειάζεται την αλήθεια, αιωνίως θα χρειάζεται και τον Ηράκλειτο. Άλλοι υπογραμμίζουν τη σχέση του Ηράκλειτου με τους φιλοσόφους της Αναγέννησης και με τον Πασκάλ, τον Σπινόζα, τον Γκαίτε, τον Χαίλντερλιν, τον Νοβάλις, τον Σοπενχάουερ, τον Προυντόν, τον Μπερξόν, τον Φρόυντ, το σουρεαλισμό. Ο Χάιντεγκερ, τέλος, στρέφεται αποφασιστικά προς τον πρώτο μεγάλο στοχαστή της Δύσης….
 
Υπήρξαν και ερευνητές που. προκειμένου να συναντήσουν τον Εφέσιο, μπήκαν σε δρόμους όχι ιστορικούς αλλά δρόμους διάφορων συστημάτων. Έτσι, τον μελέτησαν απ’ τη σκοπιά της λογικής, της φυσικής, της ψυχολογίας, της πολιτικής….

Η ερωτηματική σκέψη που ελπίζει ότι θα συναντήσει τη σκέψη του Ηράκλειτου, κινδυνεύει να χαθεί μέσα σ’ αυτό το δάσος των συσχετισμών. Κι όταν στην πορεία της φωτίζεται από τέτοιο πλήθος φώτα, υπάρχει, κίνδυνος τελικά να μη δει τίποτα. Κι αυτό γιατί το κρεβάτι του Προκρούστη χρησιμοποιήθηκε σαν μέσο σε πάρα πολλές απ’ αυτές τις προσπάθειες που απολυτοποιούν μια μόνο πλευρά του προβλήματος. Ο Ηράκλειτος δεν εξηγείται ή δεν ερμηνεύεται με τον Σοπενχάουερ, ούτε και το αντίστροφο γίνεται· το κέντρο της σκέψης του δεν είναι ούτε κυρίως θεολογικό ούτε αποκλειστικά φυσιοκρατικό.

Άλλο δρόμο πρέπει να πάρουμε, κι αυτός ο δρόμος μας ζητά να προσπαθήσουμε να βρούμε τον προσανατολισμό μας. Πρέπει να διατρέξουμε μεθοδικά αυτόν το δρόμο του προσανατολισμού και να μην τον αφήσουμε να προσπεράσει τα μεγάλα ιστορικά στάδια – εκείνα δηλαδή που γίνονται θεμέλια Ιστορίας – του πεπρωμένου που γνώρισε ο ηρακλειτικός στοχασμός. Η τοποθέτηση του Ηράκλειτου μέσα στο συνολικό γίγνεσθαι της φιλοσοφίας και της σκέψης σημαίνει για μας να δούμε όλες τις σχέσεις που είναι δυνατό να συνδέουν τη δική του σκέψη μ’ άλλες σκέψεις, διαφορετικών εποχών και διαφορετικού περιεχομένου, χωρίς ποτέ vex μας διαφεύγει πως αυτές οι σχέσεις – μολονότι περιλαμβάνονται ίσως στην πρωταρχική και πρωτότυπη θεωρία του στοχαστή που μας απασχολεί – έχουν δημιουργηθεί εκ των υστέρων από εκείνους που διαδέχθηκαν τον Ηράκλειτο. Συνεπώς, όλοι αυτοί οι φωτισμοί, που είναι μονόπλευροι, θα προσπαθήσουν να συγκλίνουν προς το σχηματισμό μιας άποψης που θέλει να είναι συνολική και συνθετική, αν και θα έχει συνείδηση του γεγονότος ότι δεν μπορεί να είναι τέτοια. Έτσι η μελέτη που γίνεται από μας και για μας, τωρινούς ερμηνευτές, θα σμίξει με τη μελέτη του περιεχομένου της παλιάς «δοξασίας» του Ηράκλειτου, που θα τον πάρουμε αυτούσιο και γι’ αυτό που είναι, και θα είναι αυστηρά θεμελιωμένη στο κείμενο, δηλαδή στα ηρακλειτικά αποσπάσματα που θεωρούνται τα αυθεντικά του κείμενα, και στις δημογραφικές μαρτυρίες των αρχαίων.

Μ” αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε ίσως να φέρουμε στο παρόν την παλιά μα ζωντανή σοφία του Ηράκλειτου, που δεν είναι μια φιλοσοφία για βιβλιοθήκη αλλά μια σκέψη που ασκεί ακόμα, και κυρίως σήμερα, την ποιητική της δύναμη σαν αφηρημένη σκέψη. Μ’ αυτή την απόπειρα τοποθέτησης, στο τώρα – με την αναζήτηση της δυνατότητας ενός διαλόγου με τον ηρακλειτικό λόγο – θα προσπαθήσουμε, όσο πιο καθαρά μπορούμε, να ξεχωρίσουμε άλλοτε ρητά κι άλλοτε άρρητα, τα δύο επίπεδα, δηλαδή αυτό που έχει πει ο Ηράκλειτος και τη δική μας ερμηνεία. Επειδή θ’ αποπειραθούμε να κάνουμε έκδηλο αυτό που είναι άδηλο, αυτονόητο είναι πως παίρνοντας το δρόμο των δικών μας ερμηνειών παίρνουμε και την ευθύνη για μια κάποια περιπέτεια.
Κάθε μεγάλη σκέψη έχει τη δύναμη της υπέρβασης και της αυτοϋπέρβασης. Η σκέψη του Ηράκλειτου υπερβαίνει πράγματι τις ίδιες τις προθέσεις της, τα χωροχρονικά της πλαίσια, και ζωογονεί κι άλλες εστίες σκέψης, ζωογονεί εμάς τους ίδιους. Για να κατανοήσουμε την πολύπλευρη και πολύμορφη υπέρβαση που πραγματοποιεί αυτή η σκέψη, που είναι και η πρώτη σκέψη, πρέπει να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε το ενωτικό θεμέλιο που περιέχει (θεμέλιο απ’ όπου ξεκινούν κι αναπτύσσονται οι άλλες «περιφερειακές» διαστάσεις), δικαιώνοντας έτσι τον Montaigne που, στο κεφάλαιο Περί Δημόκριτου και Ηράκλειτου των Δοκιμίων, γράφει πως όταν ξεκινά κανείς από το τίποτα δεν μπορεί να δει το όλο.

Αυτό που θέλουμε να κάνουμε είναι όχι η ανατομία μιας σκέψης, αλλά ν’ αγγίξουμε το οργανικό της κέντρο και να χαράξουμε τα ακραία όρια της περιφέρειάς της. Αυτός ο κεντρικός πυρήνας είναι η ζωντανή ψυχή κάθε σκέψης άξιας αυτού του ονόματος. Η αστραφτερή εστία μιας φωτεινής σκέψης μπορεί να έχει σχηματιστεί από στοιχεία αντιθετικά χωρίς αυτό να διασπά την ενότητά της αν η ενότητα αυτή είναι ενότητα των αντιθέτων. Κι επειδή κάθε σκέψη που προχωρεί κάνει βήματα προς τα εμπρός, υπάρχει κίνδυνος να μη τη φτάσουμε ποτέ αν δε συντονιστούμε στη δική της κίνηση. Όψιμοι δοξογράφοι διαίρεσαν αυθαίρετα την ηρακλειτική «φιλοσοφία» σε Φυσική, Θεολογία και Πολιτική. Η διαίρεση αυτή αλλοιώνει τη φύση της και τη σχηματοποιεί, και δεν είναι βέβαια καθόλου ηρακλειτική. Θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε τη φιλοσοφία του Ηράκλειτου ακολουθώντας την κίνηση των ομόκεντρων σφαιρών της, που συγχέονται και συγχωνεύονται. Αυτές αποτελούν τις θεμελιακές διαστάσεις της ηρακλειτικής σκέψης που αντικατοπτρίζεται στους (καθόλου αυτόνομους) «τομείς» του Λόγον και του Κόσμον, του Ανθρώπου και της Πόλης. Στην προσπάθεια αυτή θα φροντίσουμε ακόμα να ξεχωρίσουμε την αληθινή ενότητα της ενωτικής σκέψης του Ηράκλειτου απ’ τη δική μας ενοποιητική δουλειά. Είναι επιτακτική η ανάγκη μιας σχέσης ζωντανής με μια σκέψη που μοιάζει πεθαμένη. Είναι επιτακτικό το καθήκον να ξαναζήσουμε ένα όραμα εντάσσοντας το ξανά στη σκέψη μας. Εξίσου επιτακτική είναι κι η αναγκαιότητα μιας δεσμευτικής επικοινωνίας με κείμενα που δείχνουν μακρινά. Τίποτα δεν μπορούμε να πιάσουμε απ’ τη ματιά και τη ζωή ενός ανθρώπου αν δεν επικοινωνήσουμε με τη δραματική τους ένταση. Χωρίς κοινή δόνηση δεν είναι δυνατό να υπάρξει διάλογος· μόνο μ’ αυτή την ενθουσιώδη συμμετοχή μπορούμε να πετύχουμε την καθαρότερη ματιά, εκείνη που είναι ελευθερωμένη απ’ τους πλαστούς μύθους και τις μυθοποιήσεις. Θα γίνει ίσως έτσι φανερό πως δεν μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτόν το σκοπό όταν κάνουμε μια δουλειά που την καθορίζει ο στεγνός τεχνικισμός, η περίκομ- ψη ακαδημαϊκή ανία και ο φτηνός ελληνιστής κι ανθρωπιστής ελληνισμός. Ο δικός μας ήρωας της αφηρημένης σκέψης δεν είναι κανένας καθηγητής της φιλοσοφίας. Αυτός που έχουμε να μελετήσουμε είναι ο Ηράκλειτος στοχαστής και ποιητής αρχαϊκός, και θα τον μελετήσουμε ξέροντας πως η μελέτη της ιστορίας της φιλοσοφίας είναι μελέτη και της φιλοσοφίας, ίσως μάλιστα να είναι και φιλοσοφία στοχαστική.

Πώς χρωμάτιζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα γλυπτά

Στο μουσείο Ny Carlsberg Glyptotek της Κοπεγχάγης ξεκίνησε ήδη η ιδιαίτερη έκθεση, όπου δίπλα στα κλασικά γλυπτά σε λευκό μάρμαρο μπορεί κάποιος να θαυμάσει πιστά τους αντίγραφα, χρωματισμένα.
Το μουσείο έκανε πολλά χρόνια έρευνας ώστε το αποτέλεσμα να είναι το πλησιέστερο δυνατό στην αρχαία πραγματικότητα. «Οι αρχαίοι δεν ήταν φειδωλοί σε χρώματα», αναφέρει σε ανακοίνωσή του το μουσείο. Πράγματι, αντίθετα με ό,τι πιθανόν πιστεύουμε, η αρχαία Ελλάδα και στη συνέχεια η Ρώμη δεν ήταν καθόλου μονοχρωματικές στα γλυπτά τους.
«Τα αρχαία αγάλματα τα βλέπουμε σαν τα πρότυπα μια αρχαίας εποχής και τα θαυμάζουμε ολόλευκα. Ωστόσο, ήταν εντελώς χρωματιστά, με τη διαφορά ότι το χρώμα τους χάθηκε με τον χρόνο», λέει ένας από τους υπεύθυνους του μουσείου.
Ο ίδιος αναφέρει ότι έως τον 19ο αιώνα δεν ήταν γνωστό στους κύκλους των ελίτ ότι τα αρχαία αγάλματα ήταν χρωματιστά και όταν ειπώθηκε για πρώτη φορά, οι καλλιτέχνες της εποχής δεν το πίστεψαν.










Όταν η φύση έχει κέφια

Ζώα λες και βγήκαν από photoshop.
Η άλλη ομορφιά της φύσης:
 


























Η περίφημη Θόλος ή ''Θύμελη'' στο Ασκληπείο της Επιδαύρου - Ψηφιακή αναπαράσταση

Η περίφημη Θόλος ή ''Θύμελη'' στο Ασκληπείο της Επιδαύρου - Το τελειότερο κυκλικό οικοδόμημα της Αρχαίας Ελληνικής Αρχιτεκτονικής - Ψηφιακή αναπαράσταση
Περιηγηθείτε στην εξαιρετική Ιστοσελίδα:
http://www.thymeleofepidaurus.co.uk/index.php/thymele-architecture
Το κυκλικό οικοδόμημα της Θόλου της Επιδαύρου ήταν ένα άρτιο αστρονομικό Μνημείο. Το παράδοξο είναι ότι βρισκόταν στο κατ' εξοχήν θεραπευτικό κέντρο του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Ίσως κάποια μέρα κατανοήσουμε τους λόγους
που αστρονομικό μνημείο λειτουργούσε σε χώρο ιάσεων, σε χώρο ασχολούμενο με την υγεία. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που κανείς μέχρι σήμερα δεν σκέφθηκε να συνδυάσει αρχιτεκτονικά και γλυπτά στοιχεία, εσωτερικά και εξωτερικά, δαπέδου, οροφής και τοιχογραφίας, προκειμένου να συνθέσει την αστρονομική ταυτότητα του Μνημείου.

Εκτός του υπογείου της Λαβυρίνθου, το υπόλοιπο Μνημείο φέρει την σφραγίδα του πατέρα του Ασκληπιού, του Απόλλωνος, θεού του πνευματικού Φωτός. Εκπρόσωπος του Απόλλωνος στο φυσικό σύμπαν είναι ο Ήλιος. (Πλούτ., «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς», 4 και 21).
Σήμερα σώζονται μόνο τα λείψανα του Λαβυρίνθου της. Στο Λαβύρινθο εφυλάσσοντο τα καστανόξανθα ιερά φίδια του Ασκληπιού, οι λεγόμενοι Παρείες. Τα φίδια είχαν θεραπευτική δράση και κατά τον Παυσανία ανήκαν στα ακινδυνώτερα είδη.
Η επιλογή του κυκλικού σχήματος του Μνημείου δεν ήταν τυχαία. Επέτρεπε την αναπαράσταση του ουρανίου στερεώματος και προσδιόριζε τις δύο αστρονομικές θεωρείες περί Ηλίου, την Γεωκεντρική άποψη της φαινομενικής πορείας του και την Ηλιοκεντρική. Η φαινομενική πορεία διεγράφετο στο εξωτερικό του Μνημείου και την έβλεπαν όλοι οι επισκέπτες. Η Ηλιοκεντρική είχε χαραχθεί μέσα στο Μνημείο προφυλαγμένη από τα μάτια των πολλών.

Η Θόλος του Ασκληπιείου της Επιδαύρου ή Θυμέλη σύμφωνα με τη σχετική οικοδομική επιγραφή, οικοδομήθηκε μεταξύ των ετών 365 και του 335 π.Χ., στο πλαίσιο του μεγάλου οικοδομικού προγράμματος του Ιερού, αμέσως μετά την ολοκλήρωση κατασκευής του ναού του Ασκληπιού. Ο Παυσανίας, περιηγητής του 2ου αιώνα μ.Χ., αναφέρει ότι αρχιτέκτονας της Θόλου ήταν ο Πολύκλειτος από το Άργος.

Η Θόλος της Επιδαύρου έχει έως σήμερα τη φήμη του τελειότερου κυκλικού οικοδομήματος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής. Το κτίριο χαρακτηρίζεται από διατάξεις αρχιτεκτονικών στοιχείων σε τριμερή οργάνωση. Η ανωδομή του αποτελείτο από τρεις ομόκεντρους κυκλικούς δακτυλίους. Εξωτερικά υπήρχε πώρινη περίσταση από 26 δωρικούς κίονες, η οποία περιέβαλε έναν πώρινο σηκό. Μια δεύτερη κυκλική κιονοστοιχία από 14 μαρμάρινους κίονες με κορινθιακό κιονόκρανο διακοσμούσε το εσωτερικό του σηκού. Το δάπεδο στο εσωτερικό της κορινθιακής κιονοστοιχίας διαμορφωνόταν από λευκές και μαύρες ρομβοειδείς πλάκες σε ένα μοναδικής σύλληψης γεωμετρικό σχέδιο. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στο εσωτερικό του σηκού υπήρχαν ζωγραφικές παραστάσεις του ζωγράφου Παυσία. Τόσο το δωρικό πτερό όσο και το κορινθιακό περιστύλιο στήριζαν οροφή με μαρμάρινα φατνώματα φυτικής διακόσμησης. Το κτίριο στεγαζόταν από κωνική ξύλινη στέγη καλυμμένη με ένα πολύπλοκο σύστημα μαρμάρινων κεραμίδων ενώ στην κορυφή της στέγης είχε τοποθετηθεί ένα περίτεχνο κεντρικό φυτικό ακρωτήριο.

Κάτω από το περίπλοκο δάπεδο υπήρχε ένας τριμερής υπόγειος χώρος. Οι κυκλικοί διάδρομοι που τον αποτελούσαν επικοινωνούσαν μεταξύ τους με ανοίγματα ενώ φράγματα στις κατάλληλες θέσεις ανάγκαζαν τον εισερχόμενο να ακολουθήσει μαιανδροειδή πορεία. Το κυκλικό σχήμα του κτιρίου, που συνήθως χαρακτηρίζει ταφικά οικοδομήματα, καθώς και η λαβυρινθώδης μορφή του υπογείου με τους σκοτεινούς διαδρόμους παραπέμπει στο χθόνιο χαρακτήρα του Ασκληπιού, επιτρέποντας την ερμηνεία της Θόλου ως κτίριο που στέγαζε την υπόγεια κατοικία του Θεού. Εξάλλου, σύμφωνα με το μύθο, ο Θεός θεράπευε τους πιστούς του μέσα από τη γη.

Αγαπώ αυτόν!

Αγαπώ αυτόν που δεν κρατάει μερίδιο πνεύματος για τον εαυτό του, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του : έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ' τη γέφυρα.
Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου.

Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι πλουσιοπάροχη, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει : αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του.
Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι' αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει : " Είμαι ανέντιμος παίχτης ; " επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει.

Αγαπώ αυτόν που είναι ελεύθερο πνεύμα και ελεύθερη καρδιά : έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια μια απ' το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ' τον άνθρωπο : προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.

Αγαπώ αυτόν του οποίου η ψυχή είναι βαθιά ακόμα και στο πλήγωμα, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό : έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του : έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΠΛΗΓΩΜΑ, και μπορεί να υποχωρήσει σε κάτι μικρό: έτσι περνάει εθελουσίως πάνω από τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που οποίου η ψυχή είναι τόσο υπερπλήρης, που ξεχνάει τον εαυτό του, και όλα τα πράγματα είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η κάθοδός του. ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΚΑΡΔΙΑ: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, η καρδιά του, όμως, προκαλεί την κατάβασή του. Αγαπώ όλους όσοι είναι σαν βαριές σταγόνες που πέφτουν μια-μια απ' το μαύρο σύννεφο που χαμήλωσε πάνω απ' τον άνθρωπο: προμηνύουν τον ερχομό της αστραπής, και υποχωρούν σαν προάγγελοι.

ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ Η ΨΥΧΗ ΕΙΝΑΙ ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΡΟΧΗ, που δε θέλει ευχαριστώ και δεν τα επιστρέφει: αφού πάντα παρέχει και δεν επιθυμεί να κρατήσει για τον εαυτό του. Αγαπώ αυτόν που ντρέπεται όταν τα ζάρια πέφτουν ευνοϊκά γι' αυτόν, και που στη συνέχεια ρωτάει: «Είμαι ανέντιμος παίχτης;» -επειδή είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει
ΑΓΑΠΩ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΡΑΤΑΕΙ ΜΕΡΙΔΙΟ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, αλλά θέλει να είναι πλήρως το πνεύμα της αρετής του: έτσι περπατάει σαν πνεύμα πάνω απ' τη γέφυρα. Αγαπώ αυτόν που κάνει την αρετή του κλίση και πεπρωμένο του: έτσι, για χάρη της αρετής του, είναι διατεθειμένος να συνεχίσει να ζει, διαφορετικά να μη ζήσει άλλο. Αγαπώ αυτόν που δεν επιθυμεί πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερο αρετή από δύο, επειδή είναι περισσότερο κόμβος για να πιαστεί το πεπρωμένο κάποιου

Αγαπώ αυτόν που σκορπάει λόγια χρυσά πριν από τα έργα, και πάντα κάνει περισσότερα απ' ό,τι υποσχέθηκε : γιατί αναζητάει τη δική του κατάβαση. Αγαπώ αυτόν που δικαιολογεί τους μελλοντικούς και συγχωρεί τους παρελθόντες : γιατί είναι διατεθειμένος να υποχωρήσει στους τωρινούς. Αγαπώ αυτόν που δαμάζει τον Θεό του, επειδή αγαπάει τον Θεό του : γιατί πρέπει να υποχωρήσει δια της οργής του Θεού του.

Νίτσε "Τάδε έφη Ζαρατούστρας"

TO MΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΟΣ...Όπως το περιγράφει ο διορατικός ΕΝΤΓΑΡ ΚΕΫΣΗ



Κατά τον Κέϋση η καταστροφή της Ατλαντίδας έγινε σε τρία στάδια, τα οποία χρονικά απέχουν πολύ το ένα από το άλλο.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ

Για την Ατλαντίδα την Ήπειρο που περιγράφει ο Πλάτων και που σύμφωνα με τον θρύλο κομματιάστηκε και καταποντίστηκε εξ αιτίας της τότε υπερτεχνολογικής εφαρμογής των κατοίκων της, καθώς χρησιμοποιήθηκε κατά αλόγιστο τρόπο. Ο Κέϋση κατάφερε να μας δώσει σχετικά στοιχεία- βασισμένος στις πληροφορίες που συνέλεξε από 650 άτομα «αναδρομών ζωής» μέσα σε μία περίοδο 21 χρόνων.
Σε αυτό το αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα όλες οι πληροφορίες που έπαιρνε παρουσίαζαν μία απόλυτη συνέπεια σχετικά με τις ημερομηνίες και τα γεγονότα που αφορούσαν κάποια περίοδο της Ατλαντικής Ιστορίας αν και οι σχετικές «Αναδρομές» έγιναν με μεγάλή χρονική διαφορά ή μία από την άλλη.
Οι μελετητές αυτών των πληροφοριών, από τις αναδρομές που έκανε ο Κέϋση, τοποθετούν χρονικά το πρώτο στάδιο καταστροφής της στο έτος 50.000 πχ. Εκείνη την εποχή η Ατλαντίδα ήταν μία ενιαία Ήπειρος και η σεισμική δραστηριότητα ήταν πολύ ασθενέστερη από αυτές που έγιναν κατά το δεύτερο και τρίτο στάδιο. Το δεύτερο στάδιο τοποθετείται στο έτος 28.000 π.χ., η δε σεισμική δραστηριότητα είχε τέτοια ένταση που χώρισε την Ατλαντίδα σε ( 5) μεγάλα νησιά. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο τοποθετείται γύρω στο 10.000 π.χ., όπου έγινε η ολοκληρωτική καταστροφή και εξαφάνιση της Ατλαντίδας.

Ο Κέϋση, αναφερόμενος στο πρώτο κεφάλαιο της Γένεσης λέει πως η ζωή στον πλανήτη μας ακολούθησε την εξελεγκτική της διαδικασία πριν τη άφιξη του ανθρώπου. Η πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου ήταν μάλλον σε άυλη κατάσταση δηλαδή ως ψυχή. Αυτές οι ψυχές, ελεύθερες από τους περιορισμούς της υλιστικής φόρμας είχαν την ικανότητα να εισέρχονται μέσα σε άλλες μορφές ζωής. Μπορούσαν δηλαδή να εγκαθίσταντο σε ένα φυτό, σε ένα κορμό δένδρου ή σε ένα σώμα ζώου με σκοπό να πάρουν την εμπειρία της δημιουργίας. Το γεγονός όμως ότι ήταν μόνο πνευματικές οντότητες, χωρίς σωματικές αισθήσεις τις εμπόδιζε να πάρουν τις εμπειρίες που ήθελαν.
Στην αναφορά του Κέϋση βρίσκουμε ότι και οι πέντε (5) φυλές των ανθρώπων εμφανίστηκαν ταυτόχρονα στη Γη. Και αυτό δικαιολογείται επειδή ο αριθμός (5) αντιπροσωπεύει τις 5 ιδιότητες δια μέσω των οποίων γεφυρώνεται η ικανότητα της αντίληψης για όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο και στη διάνοια του ανθρώπου και η πνευματική συνειδητότητα. Οι διαδικασίες της δημιουργίας του Homo Saspiens είναι αρκετές για να παρουσιάσει άλλα στοιχεία προκειμένου να το αποδείξει.
Η Ατλαντίδα κατοικείτο από την κόκκινη φυλή. Αυτοί οι άνθρωποι αναπτύχθηκαν με πολύ ταχύτερο ρυθμό, από αυτούς των υπολοίπων φυλών.
Οι ψυχές που κατοίκησαν την Ατλαντική Γη είχαν μεγαλύτερη ικανότητα εκμάθησης των μυστικών δυνάμεων. Ο Κέϋση τις περιγράφει ως εξής: «ήταν μάλλον της φύσης μορφών σκέψης, ικανές να μορφοποιούνται με τη βοήθεια της σκέψης όποτε επιθυμούσαν να αποκτήσουν υλικό σώμα… Η δομή τους άλλαζε, στερεοποιείτο και γινόταν σχεδόν όπως είναι το σημερινό σώμα του ανθρώπου (αναδρομή 364-3)».
Με την αδιάκοπη και απερίσκεπτη όμως υλοποίηση αυτών των ψυχών άρχισαν να χάνουν τις ιδιότητες τους με συνέπεια σταδιακά να παγιδευτούν σε μία σωματική φόρμα. Τότε ακριβώς έγινε και ο διαχωρισμός των φύλων, διότι σύμφωνα πάντα με τον Κέϋση, το πνεύμα είναι αρσενικό και θηλυκό ταυτόχρονα, δηλαδή περιέχει τόσο τις ανδρικές όσο και τις γυναικείες ιδιότητες. Ο διαχωρισμός των δύο φύλων που έγινε τότε, σε συνδυασμό με την δυνατότητα εισόδου των ψυχών μέσα σε ζώα είχε ως αποτέλεσμα να παραχθούν μερικά παράξενα πλάσματα, κάτι μεταξύ ανθρώπων και ζώων χωρίς σαφή χαρακτηριστικά φύλου. Σύντομα όμως, προέκυψαν έντονες διαφωνίες, σχετικά με τη φύση αυτών των «πραγμάτων» όπως ονομάστηκαν.
Έτσι, προκλήθηκε ένα σχίσμα μεταξύ των κατοίκων της Ηπείρου, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο μεγάλες παρατάξεις:
Στους «Γιους του Νόμου του Ενός» και στους «Γιους του Βελιάλ»
Η πάλη που ξέσπασε ανάμεσα στις δύο αυτές παρατάξεις, συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια των περιόδων καταστροφής της Ατλαντίδας. Η τελική καταστροφή ήταν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων των «Γιων του Βελιάλ», οι οποίοι με την ακόρεστη επιθυμία τους για γνώση και δύναμη, ξεπέρασαν τα επιτρεπτά όρια που όχι μόνο στο τέλος αυτοκαταστράφηκαν, αλλά κατέστρεψαν και τους υπόλοιπους.
Έτσι, βλέπουμε με την είσοδο των ψυχών σε φυσικά σώματα και συνεχίζοντας να έχουν γνώση των κρυφών δυνάμεων του πλανήτη, άρχισαν να γίνονται υποκείμενα των νόμων του. Με τη χρησιμοποίηση όμως αυτών των απόκρυφων δυνάμεων κατάφεραν να μπλοκάρουν τη ρυθμισμένη εξελικτική πορεία του πλανήτη.
Τυφλωμένοι πλέον από τη δύναμη, τον εγωισμό και τις γνώσεις τους αποκόπηκαν τελείως από την πνευματική τους φύση και το δημιουργό τους.
Εκείνες οι ψυχές που παρέμειναν αγνές ήταν οι Γ του Νόμου του Ενός, οι οποίοι βλέποντας το παραστράτημα των Γιών του Βελιάλ, προσπαθούσαν να τους κάνουν να αντιληφθούν πάλι τη Θεία φύση τους και να αποκτήσουν ξανά την πνευματική τους κληρονομιά. Όμως οι Γιοι του Βελιάλ συνέχισαν να κηλιδώνουν την ιστορία τους παρόλο ότι ήταν πολύ πιο εύστροφοι και ικανοί από τις άλλες φυλές του πλανήτη.



ΤΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑΣ

Ο Κέϋση εκτός από την ερμηνεία που έδωσε για τη δημιουργία του φυσικού σώματος, έβαλε επίσης και τις βάσεις για τη θεωρία της μετενσάρκωσης. Συγχρόνως, έδωσε και τη γενική εικόνα για την ιστορική εξέλιξη του πολιτισμού της Ατλαντίδα.
Βέβαια οι πληροφορίες του Κέϋση αναστατώνουν όλους εκείνους που υποστηρίζουν ότι είμαστε απόγονοι της διανόησης που ξεκινάει από τη λίθινη εποχή!
Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες πριν 50.000 χρόνια, οι Άτλαντες διέθεταν προηγμένα μέσα επικοινωνίας, ιπτάμενες μηχανές και ραδιενέργεια. Οι ηλεκτρικές δυνάμεις της φύσης – όπως τις αποκαλούσε στις αναδρομές του - είχαν δαμαστεί και τα φυσικά αέρια του εσωτερικού της Γης χρησιμοποιούνταν ευρύτατα. Όλες αυτές οι δυνάμεις αναπτύχθηκαν για να καταστρεπτικούς κυρίως σκοπούς και αυτό ακριβώς ήταν που προκάλεσε την πρώτη καταστροφή της Ατλαντίδας.
Η διατάραξη της ισορροπίας των γήινων αερίων και η κακή χρήση του « φυσικού ηλεκτρισμού» προκάλεσαν ηφαιστειακές εκρήξεις οι οποίες όμως ήταν ηπιότερες από εκείνες που ακολούθησαν μεταγενέστερα.
Από την εποχή της πρώτης καταστροφής, ο πληθυσμός της Ατλαντίδος ήταν ήδη διαιρεμένος σε δύο παρατάξεις. Οι «Γιοί του Βελιάλ» μοχθούσαν μονάχα για την ικανοποίησή τους, για τη χρησιμοποίηση των υλικών αγαθών για τους εαυτούς τους και μόνο, χωρίς να νοιάζονται για τα αποθέματα αυτών των αγαθών αλλά ούτε και για τα δεινά των άλλων. Ήταν άτομα χωρίς ηθικούς φραγμούς, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Από μία υπαγόρευση που δόθηκε στις 23 Μαΐου του 1938 μαθαίνουμε ότι η «άλλη παράταξη» δηλαδή τα «παιδιά του Νόμου του Ενός» πίστευαν ότι: Η ψυχή δόθηκε από τον Δημιουργό ή εισήλθε από εσωτερικές πηγές σε μία προβολή του νοητικού και πνευματικού ΕΓΩ στις συγκεκριμένες περιόδους. Αυτός ήταν ο μέγας κανόνας του Νόμου του Ενός που απορρίφθηκε από τους Γιους του Βελιάλ. Αυτός ο σχεδόν αλληγορικός διαχωρισμός των πεποιθήσεων προκάλεσε διχογνωμία πάνω στο θέμα της εφαρμογής ορισμένων φυσικών νόμων.
Εκείνοι που ασχολούνται σήμερα με τις αποκρυφιστικές επιστήμες θεωρούν ουδέτερους τόσο τους πνευματικούς όσο και φυσικούς νόμους. Η θετική ή αρνητική τους αξία εξαρτάται από τη χρησιμοποίησή τους. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι η διάσπαση του ατόμου, η τεράστια δύναμη του οποίου μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα αλλά και σπουδαία ευεργετήματα αν χρησιμοποιηθεί για ειρηνικούς σκοπούς. Σε μια τέτοια ακριβώς θέση βρέθηκαν και οι Άτλαντες, έχοντας ν αποφασίσουν κατά πόσο θα έδιναν θετική ή αρνητική αξία σε μία πηγή ενέργειας που είχαν την ικανότητα να χρησιμοποιούν.
Η περίοδος που οδήγησε στην πρώτη καταστροφή χαρακτηρίστηκε από μία οξύτατη αντίθεση που υπήρχε ανάμεσα στις δύο αντίρροπες φιλοσοφίες που αφορούσαν τη φύση και την υπόσταση των «πραγμάτων». Και ενώ οι Γιοι του Βελιάλ είχαν υποδουλώσει τα άτυχα εκείνα πλάσματα και τα είχαν μεταβάλλει σχεδόν σε ρομπότ, στις επιθυμίες τους, τα τέκνα του Νόμου του Ενός πίστευαν ότι οι υπάρξεις αυτές δεν ήταν αντικείμενα, αλλά παγιδευμένες ψυχές που περιείχαν τη θεϊκή σπίθα του Δημιουργού τους. Επιθυμία τους λοιπόν ήταν να βοηθήσουν στη λύτρωσή τους.
Η διαφορά αυτή των απόψεων επικράτησε μέχρι την τελική καταστροφή. Μετά τις πρώτες εκρήξεις και τις γεωλογικές μεταβολές που τις ακολούθησαν, ο πόλεμος των δύο αντιθέτων παρατάξεων συνεχίστηκε, παράλληλα όμως σημειώθηκε και μεγάλη τεχνολογική πρόοδος.



Οι Άτλαντες έκαναν μερικές σπουδαίες εφευρέσεις, όπως την ακτίνα του θανάτου, την υπερ-κοσμική ακτίνα κ.α.
Ο Κέϋση, στην αναδρομή που έκανε στις 21/2/1933 αναφέρθηκε σε αυτήν την ακτίνα και πρόσθεσε τότε πως ανακαλυφθεί ξανά από εμάς ύστερα από 25 χρόνια. Πράγματι το 1958 ανακαλύφθηκε η ακτίνα λέιζερ. Όπως είναι γνωστό οι ακτίνες λέιζερ προϋποθέτουν τη συγκέντρωση ενέργειας σε ένα μικρό κρύσταλλο.
Οι μελετητές των αναδρομών που αφορούν την Ατλαντίδα, πιστεύουν ότι αυτό δεν είναι άσχετο με το περίφημο κρύσταλλο που χρησιμοποιούσαν οι Γιοί του Βελιάλ για να εφοδιάζουν με ενέργεια την Ήπειρό τους.
Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του Κέϋση, τα τεχνολογικά επιτεύγματα της Ατλαντίδας ξεπερνούσαν εκείνα που χαρακτηρίζουν τον Δυτικό πολιτισμό της περασμένης πεντηκονταετίας.
Οι Άτλαντες διέθεταν ατομική ενέργεια, τηλεόραση και ένα πλήθος χημικών και μηχανικών μέσων καθημερινής χρήσεως. Το μεγαλύτερο όμως επίτευγμα ίσως να αφορούσε τον τομέα της μεταφοράς και επικοινωνίας.
Ο Κέϋση στις αναδρομές του περιγράφει το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αυτοί μπορούσαν να πετάνε με διάφορους τύπος σκαφών. Επίσης έκανε και ορισμένους υπαινιγμούς:
1. Για κάποια μεταφορά που γινόταν χωρίς τη χρήση σκαφών.
2. Για ικανότητα των Ατλάντων να ταξιδεύουν διαπερνώντας και μορφές ύλης πυκνότερες από τον αέρα.
3. Για ικανότητα μεταβίβασης της σκέψης δια μέσω του αιθέρα.
Δυστυχώς όμως, οι δυνάμεις της φύσεως που δαμάστηκαν από τη θέληση του ανθρώπου, άρχισαν να χρησιμοποιούνται καταστροφικά. Έτσι, δεν άργησε να φτάσει η δεύτερη καταστροφή, στη διάρκεια της οποίας υπάρχουν ενδείξεις ότι συνέβη και μία μετατόπιση του άξονα της περιστροφής της Γης. Ο Κέϋση αυτήν την εποχή χρονικά την τοποθετεί στην εποχή των Δεινοσαύρων όπου συσχετίζει την εξαφάνισή τους με τη χρησιμοποίηση των Ακτίνων του θανάτου. Οι οποίες μόλις εφευρέθηκαν χρησιμοποιήθηκαν για την εκκαθάριση της Γης από αυτά τα τέρατα.
Η δεύτερη καταστροφή είχε σαν συνέπεια να κομματιαστεί η Ατλαντίδα σε πέντε 5 μεγάλα νησιά, το μεγαλύτερο ήταν η Ποσείδια. Τότε ένα μέρος του πληθυσμού άρχισε να μεταναστεύει, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό παρέμεινε υποταγμένο στωικά στη μοίρα του. Παρόλα αυτά η μάχη για τα «πράγματα» συνεχίστηκε αμείωτη. Πολλά από αυτά τα πλάσματα είχαν αποκτήσει σωματικές δυσμορφίες, όπως Εκφύσεις πτερυγίων, πόδια με μεμβράνες στα δάκτυλα και άλλα χαρακτηριστικά ζώων.


ΤΟ ΓΕΝΕΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Ένα επίσης χαρακτηριστικό του ανεπτυγμένου πολιτισμού της Ατλαντίδας ήταν ότι οι Γιοί του Βελιάλ, είχαν ανακαλύψει τον έλεγχο του ανθρώπινου εγκεφάλου, είχαν σπάσει τον γενετικό κώδικα και είχαν κατορθώσει να διαμορφώνουν κατά βούληση τις αρχές της κληρονομικότητας. Μία τέτοια όμως, πέρα από κάθε ηθική χρησιμοποίηση αυτών των γνώσεων δε μπορούσε παρά να έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ακόμα περισσοτέρων «πραγμάτων».
Ορισμένοι μάλιστα ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο χοίρος ήταν δημιούργημα της Ατλαντίδας με βασικό υλικό δομής του τον άνθρωπο. Σημειωτέον δε ότι το κρέας του χοίρου είναι πολύ όμοιο με το ανθρώπινο και υπενθυμίζουμε την εβραϊκή απαγόρευση για το χοιρινό με το μύθο της Κίρκης που μετέτρεψε ανθρώπους σε χοίρους.
Μία τέτοια ιδέα σχετικά με τη γενετική, φαίνεται βέβαια παρατραβηγμένη, αλλά ας μη ξεχνάμε και ότι περιοδικά διεθνούς κύρους όπως το «Λάιφ» και τους «Ταϊμ» έχουν αναφέρει αρκετές φορές ότι οι σύγχρονοι επιστήμονες έχουν σχεδόν πετύχει ένα γενετικό έλεγχο που δεν απέχει και πολύ από όλα αυτά. Υπάρχει μία αναφορά του πανεπιστημίου Τσοϊνσκόνστα ότι τώρα μπορεί να παράγεται στο εργαστήριο συνθετικό D.N.A.
Στην Ατλαντίδα, σχετικά με την κληρονομικότητα αποδείχθηκε πως ήταν μία υπερβολικά μεγάλη καταπάτηση των Δημιουργικών Δυνάμεων, όπως ο Κέϋση συνήθιζε να τις αποκαλεί.
Το αποτρόπαιο γένος των υβριδίων έπρεπε να εξαλειφθεί. Οι γιοι του Βελιάλ είχαν προσβάλλει τόσο πολύ την ίδια την φύση, ώστε στο τέλος οι δυνάμεις τους ήταν αυτές που τους κατέστρεψαν.
Όπως η πρώτη και η δεύτερη, έτσι και η Τρίτη καταστροφή είχε τα προμηνύματα της, που δεν ήταν άλλα από σεισμούς και εκρήξεις ηφαιστείων. Τα παιδιά του «Νόμου του Ενός» τα προξένησαν και αρκετές ομάδες μετανάστευσαν στα Πυρηναία, στην Αίγυπτο, στο Γιουκάταν και στην Ογκ ( σημερινό Περού).



ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΊΑ ΤΗΣ ΑΤΛΑΝΤΙΔΑΣ

Σύμφωνα με τον Κέϋση, τα στοιχεία για την ιστορία της Ατλαντίδας υπάρχουν σε τρία σημεία. Το ένα βρίσκεται σε ένα ναό στο Γιουκάταν που έχει ήδη ανακαλυφθεί, το άλλο στην Αίθουσα των επιγραφών σε μία Πυραμίδα της Αιγύπτου που δεν έχει ανακαλυφθεί αλλά που προφήτευσε πως θα βρεθεί προς το τέλος του αιώνα μας(;) και το τρίτο είναι βυθισμένο μαζί με την Ατλαντίδα στο ναό Ιλτάρ της Ποσείδιας, που θα βρεθεί όταν αναδυθεί η Ατλαντίδα.
Πρόσφατα, αρχαιολογικά ευρήματα έρχονται να υποστηρίξουν την πιθανότητα ενός τέτοιου γεγονότος. Στις ακτές του Μπίλκνι στην Καραϊβική ανακαλύφθηκε ένας βυθισμένος αρχαίος ναός. Η περιοχή είναι εκείνη όπου ο Κέϋση είχε τοποθετήσει το ναό του Ιλτάρ. Την εποχή εκείνη των προ καταστρεπτικών σεισμών, ο Ναός αυτός δεν είχε ακόμα καταποντιστεί και γι’ αυτό τοποθετήθηκαν τα αρχεία στο εσωτερικό του. Ένα μεγάλο μέρος τους καλύπτει την ιστορία της Ατλαντίδας κατά την εποχή που πραγματοποιήθηκε η «μεταμόρφωση» των ψυχών από πνεύμα σε σάρκα.
Στο μεγαλύτερο μέρος των αναδρομών του Κέϋση περιγράφεται η ζωή στη διάρκεια της χρονικής περιόδου της τρίτης και τελικής καταστροφής, καθώς και ύστερα άπαυτή. Πολλές από τις πληροφορίες που αφορούν την περίοδο αυτή προέρχονται από τις «αναδρομές ζωής» που αφορούν την Αρχαία Αίγυπτο.
Η Αίγυπτος υπήρξε η αποικία όπου μετανάστευσε η πλειονότητα των Ατλάντων. Ένα άλλο σημαντικότατο έργο των Ατλάντων, πριν ο Πολιτισμός τους αφομοιωθεί από τον Αιγυπτιακό ήταν η «θεραπεία των πραγμάτων». Γινόταν σε δύο Ναούς, ο ένας ονομαζόταν Ναός της θυσίας και ο άλλος της Ομορφιάς.
Στον πρώτο γινόταν η φυσική (σωματική) επιδιόρθωση και στο δεύτερο ο εξαγνισμός του πνεύματος και η καλλιέργειά του. Στη διαδικασία της σωματικής θεραπείας απομακρύνονταν από το σώμα τα χαρακτηριστικά του ζώου. Οι Άτλαντες είχαν ανακαλύψει τις θεραπευτικές ιδιότητες των χρωμάτων και της μουσικής.
Χρησιμοποιούσαν επίσης και την τέχνη του μασάζ, διότι πίστευαν ότι η σωστή σωματική θεραπεία μπορεί να επαυξήσει τις θεραπευτικές δυνάμεις που διαθέτει το ίδιο το σώμα. Για την απομάκρυνση των δύσμορφων χαρακτηριστικών χρησιμοποιούσαν «ηλεκτρικές» συσκευές.
Οι «Γιοι του Νόμου του Ενός» δεν εκπλήρωναν την υποχρέωσή τους προς τα «πράγματα» απλώς και μόνο με τη σωματική τελειοποίηση. Σαν πνεύματα γνώριζαν ότι ο αληθινός τους σκοπός ήταν να αναζωπυρώσουν τη φωτιά της θεϊκής σπίθας που υπήρχε μέσα σε αυτές τις ψυχές. Γιατί ένα ωραίο σώμα δε σημαίνει και μία ωραία προσωπικότητα Οι Άτλαντες το είχαν αντιληφθεί αυτό και στο Ναό της Ομορφιάς της Ψυχής εργάζονταν για την αφύπνιση της ψυχής, με σκοπό την κατανόηση της πνευματικής της κληρονομιάς και την εκπαίδευση της στις τέχνες.
Ο Κέϋση αναφέρει επίσης, ότι η πλειονότητα του Αμερικανικού πληθυσμού έχει ξαναζήσει σε προηγούμενες ζωές στην Ήπειρο της Ατλαντίδας. Κάνοντας δε μία προέκταση της άποψης αυτής, θα λέγαμε ότι ίσως η ίδια η Αμερική είναι η «μετενσάρκωση» της Ατλαντίδας.
Εκείνο πάντως που έχει σημασία, είναι ότι κα εμείς αναπτύξαμε τον πολιτισμό μέχρι του ίδιου κρίσιμου σημείου με τους Άτλαντες. Διαθέτουμε δύναμη η οποία μπορεί να είναι για το καλό της Γης και των κατοίκων της ή για το κακό και την καταστροφή τους. Ίσως λοιπόν, να πλησιάζουμε στην κρίσιμη ώρα της απόφασης. Όλα τα απαραίτητα χαρτιά έχουν μοιραστεί για το παιχνίδι. Διασπάσαμε το άτομο, αλλοιώσαμε την φυσική εξέλιξη του πλανήτη μας με τις μολύνσεις, κατανοήσαμε τον γενετικό κώδικα, δημιουργήσαμε ισχυρότατα καταστροφικά μέσα τα οποία μπορούν να καταστρέψουν κάθε μορφή ζωής στον πλανήτη μας. Και τώρα…

Ποια θα είναι άραγε η τελική απόφαση για τη δική μας ιστορία;

Συνέχισε να χτυπάς !

Πηχτό, αμείλικτο, εχθρικό σκοτάδι. Φρικτή κατάσταση ερμητικής φυλάκισης στα Τάρταρα του Άδη. Αλύπητα χτυπιέσαι από τον πόθο έστω και μια μικρή χαραμάδα από φως τα μάτια σου να αντικρίσουν. Ποτέ δε αποδέχτηκες ότι το έρεβος θα μπορούσε να είναι η μοναδική πραγματικότητα. Προτιμάς να πεθάνεις παρά να συμβιβαστείς και να συνεχίσεις αδιαμαρτύρητα τη ζωή σου μέσα σ’αυτό το θεοσκότεινο μπουντρούμι. Τα αμέτρητα απεγνωσμένα χτυπήματα σου αρχίζουν ευτυχώς να αποδίδουν καρπούς και να ρηγματώνουν δειλά-δειλά τους τοίχους της φυλακής σου, αφήνοντας να γλιστρήσει ανάμεσα στις ρωγμές το εκτυφλωτικό φως μιας άλλης πραγματικότητας. Μια άσπιλη ομορφιά αποκαλύπτεται θριαμβευτικά, μια ουσία μαγική σε μεταμορφώνει, μια ζωή εκστατική υπόσχεται να σε λυτρώσει από τα δεσμά σου. Συνέχισε να χτυπάς ακόμη πιο δυνατά. Ρίξε τα τείχη. Βοήθησε το φως της ελευθερίας σου να δυναμώσει!

Αλησμόνητο ταξίδι προς ύψη απροσμέτρητα. Ξεκίνησε την ίδια στιγμή που άρχισες να αφουγκράζεσαι την ασίγαστη διαμαρτυρία για το σκοτεινό κελί σου, μια σιωπηλή κραυγή προερχόμενη από τα κατάβαθα της ύπαρξής σου. Η φωτεινή αυτή διαμαρτυρία ήταν ακριβώς το αντίθετο από το σκοτάδι που σε έπνιγε μέχρι τότε, ήταν μια ελεύθερη φωνή που αγωνιζόταν να βρει το όμοιό της έξω από τα τείχη της φυλακής σου. Θα μπορούσε να πει κανείς πως ένα «ψήγμα ελευθερίας» φτεροκοπούσε παγιδευμένο στους αντίποδές της.

Ακόμα και μέσα στο πυκνότερο σκοτάδι, η ελευθερία είναι πάντα παρούσα αν και εκφράζεται με απόγνωση. Μην απορείς που αυτή η φωνή δεν ακούγεται μέσα σε όλους τους ανθρώπους. Είναι γιατί ελάχιστοι νιώθουν το ίδιο φυλακισμένοι όπως εσύ. Ελάχιστοι βιώνουν την απόγνωσή σου. Κυκλοφορούν με άνεση στις δαιδαλώδεις σκοτεινές στοές του εσωτερικού τους λαβύρινθου, θωρώντας με κακόβουλη ματιά ή χλευάζοντας τους λιγοστούς εκείνους που τους βασανίζει αλύπητα αυτή η αίσθηση της ματαιότητας και της ασφυξίας.

Αδιαφόρησε για τους καταδικασμένους, γι’ αυτούς που είναι έρμαια μιας μηχανιστικής δύναμης που τους παρασέρνει στο χαμό τους, γι’ αυτούς που κρύβονται πίσω από μάσκες και ρόλους και ανακουφίζουν την αίσθηση της μοναξιάς τους μέσα σε συμβατικές σχέσεις αναγκαιότητας ή συμφέροντος ή σε στείρες και νεκρές κοινωνικές συναθροίσεις. Παρατήρησέ με οίκτο την αγωνία τους να ενισχύσουν τον εωσφορικό τους εαυτό και να υψώσουν κι άλλο τα τείχη της ίδιας τους της φυλακής λίγο πριν εκτελεστεί η θανατική τους καταδίκη. Θεέ μου, τι φριχτή μοίρα για ένα ανθρώπινο ον…

Μα εσύ που η διάνοιά σου αφυπνίστηκε από τις ακτίνες του Ακτίστου Φωτός της Αγάπης που ενώνει και συντονίζει όλη την πλάση, δεν έχεις καμιά δικαιολογία να χάνεις τον χρόνο σου με τους μελλοθάνατους και τους καταδικασμένους. Αδιαφόρησε για τους ήδη νεκρούς. Δεν μπορείς να δωρίσεις τα φτερωτά πέδιλα του Ερμή σε ανάπηρα πόδια. Συνέχισε λοιπόν με όλη σου τη δύναμη τα τείχη να χτυπάς και να γκρεμίζεις, μέχρι να μείνεις γυμνός και απροστάτευτος, εύκολη λεία στο διάβα του Θείου Επιδρομέα. Τότε μονάχα, η πολυπόθητη λιοπερίχητη μέρα θα φανερωθεί μπροστά σου.

  Συνοδοιπόροι είμαστε με τον ίδιο προορισμό…

Απόρριψη σημαίνει Αξιολογηθήκαμε και Βρεθήκαμε Λίγοι

Η αίσθηση της απόρριψης, δηλαδή η αίσθηση ότι μας υπέβαλαν σε αξιολόγηση, εκτίμησαν την αξία μας και, τελικά, μας καταχώρησαν ως ανεπαρκείς και απόβλητους, είναι μία από τις πιο κοινές, αλλά και πιο επώδυνες ανθρώπινες εμπειρίες.
Όποτε ακούμε κάποιον να ισχυρίζεται ότι πληγώθηκε από μία απόρριψη, πρέπει να ξέρουμε ότι δεν μιλάει μεταφορικά. Ανεξάρτητα από τη μορφή, είτε είναι ανεπιθύμητος χωρισμός, άσχημη συμπεριφορά, διακοπή της επικοινωνίας, καταπάτηση των ορίων ή αδιαφορία για τις ανάγκες μας, η απόρριψη πονάει στην κυριολεξία.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, η εμπειρία της απόρριψης ενεργοποιεί στον εγκέφαλο τις ίδιες νευρικές οδούς που ενεργοποιούνται όταν βιώνουμε σωματικό πόνο (Eisenberger, et. al., 2003, 2006). Με άλλα λόγια, «μιμείται» τον σωματικό πόνο, προκειμένου να μας προειδοποιήσει ότι αντιμετωπίζουμε κίνδυνο αποκλεισμού και, συνακόλουθα, ότι απειλείται μέχρι και η ζωή μας.

Έτσι είμαστε φτιαγμένοι οι άνθρωποι – ο αποκλεισμός και η έλλειψη αποδοχής μας τρομοκρατούν και μας πληγώνουν. Κι αν καταφέρνουμε να νιώσουμε απόρριψη επειδή ένας αδιάφορος άγνωστος στο δρόμο δεν μας πέταξε πίσω ένα μπαλάκι (βλέπε πειράματα Williams, 2007), φανταστείτε τι μπορεί να πάθουμε αν μας απορρίψει εκείνος με τον οποίο συνδεόμαστε στενά και μας είναι σημαντικός.

ΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ;
Η αποσταθεροποίηση που επιφέρει η απόρριψη απειλώντας τις ζωτικές ανάγκες μας να ανήκουμε και να είμαστε αποδεκτοί, είναι δεδομένη. Εκείνο που διαφοροποιείται από άνθρωπο σε άνθρωπο είναι ο χρόνος και ο τρόπος αποκατάστασης της ισορροπίας, ενώ το αν θα βγούμε τσακισμένοι ή απλά γρατζουνισμένοι από ένα τέτοιο πλήγμα, εξαρτάται από το πόσο φωτεινό ή σκοτεινό θα είναι το νόημα που θα δώσουμε στην εμπειρία της απόρριψης.

Σκοτεινό νόημα 1: Για να με απορρίψει θα πει ότι δεν αξίζω τίποτα

Η απόρριψη, σε καμία περίπτωση, δεν τονώνει την αυτοπεποίθηση, όμως αν ήδη δεν πατάμε καλά στα πόδια μας λόγω χαμηλής αυτοεκτίμησης, επιτίθεται στον πυρήνα της ύπαρξης μας, κάνοντάς μας να πιστέψουμε ότι αυτό που είμαστε είναι ανάξιο να αγαπηθεί.

Αν δεν πήραμε αγάπη και αποδοχή όταν έπρεπε και δεν έχουμε αναπτύξει μέσα μας επαρκή αποθέματα πίστης για την αξία μας, είμαστε καταδικασμένοι να αναζητούμε εξωτερική επιβεβαίωση, παραιτούμενοι από τη δύναμή μας και υποκείμενοι στο έλεος της κρίσης των άλλων. Οποτεδήποτε μια σχέση πάει κατά διαόλου ή ένας άνθρωπος εξαφανιστεί, η εσωτερική ετυμηγορία μας είναι αμείλικτη: «Κανένας δεν θέλει την αγάπη σου, αυτό που έχεις να προσφέρεις δεν έχει καμία αξία και θα έπρεπε να ντρέπεσαι για τον θλιβερό και αποκρουστικό εαυτό σου».

Η ετοιμότητά μας να μετατρέπουμε κάθε απόρριψη σε θανατική καταδίκη, είναι εκπληκτική. Το τέλος της σχέσης, της γνωριμίας ή του ονείρου γίνεται το δικό μας τέλος: νιώθουμε ασήμαντοι, ακυρωμένοι, χρησιμοποιημένοι, απόβλητοι και χωρίς καμία χρησιμότητα πλέον. Πέφτουμε στα πατώματα κι από πάνω κλωτσάμε τον πεσμένο στα πατώματα εαυτό μας. Το όχι του άλλου γίνεται και δικό μας όχι και στην απόρριψη του άλλου έρχεται να προστεθεί και η δική μας απόρριψη προς τον ίδιο τον εαυτό μας.  

Σκοτεινό νόημα 2: Αρνούμαι να πιστέψω ότι με απέρριψε

Πολύ συχνά, δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε την τελεία που βάζει η απόρριψη και επιμένουμε να ελπίζουμε ενώ δεν υπάρχει ελπίδα.

Μέχρι ένα βαθμό είναι κατανοητό. Η άρνηση μάς προστατεύει από τον πόνο και μας δίνει χρόνο να συμφιλιωθούμε με ό,τι συνέβη. Το πρόβλημα είναι όταν καταλήγουμε να αρνούμαστε εξολοκλήρου την πραγματικότητα και να διαστρεβλώνουμε πλήρως το γεγονός της απόρριψης. Τότε, ο φόβος ότι θα πονέσουμε αν αντικρίσουμε την αλήθεια, μπορεί να μας μπλέξει σε περιπέτειες που θα μας προκαλέσουν ακόμα περισσότερο πόνο.

Είναι οι περιπτώσεις που προσπαθούμε εναγωνίως να ακυρώσουμε την απόρριψη, αφενός, ψάχνοντας δικαιολογίες (δεν το εννοούσε, χρειάζεται λίγο ακόμα χρόνο) και, αφετέρου, πολιορκώντας ξανά και ξανά τον ίδιο άνθρωπο, ενώ εκείνος μας απορρίπτει ξανά και ξανά. Υποβάλλουμε τον εαυτό μας σε αυτή τη μειωτική διαδικασία προσπαθώντας να πείσουμε τον άλλο να πάρει πίσω την απόρριψη, ώστε εμείς να πάψουμε να νιώθουμε άσχημα. Καταλήγουμε να βυθιζόμαστε ολοένα και περισσότερο στην θλίψη, να νιώθουμε ολοένα και περισσότερο εκτεθειμένοι και υποτιμημένοι, ενώ η άρνηση του άλλου γίνεται ολοένα και πιο απόλυτη και σκληρή. Γινόμαστε άνθρωποι με πληγωμένη υπερηφάνεια που όμως δεν καταλαβαίνουν από όχι. Δίνουμε και ξαναδίνουμε ευκαιρίες (χωρίς να μας ζητηθούν…), ελπίζοντας κάθε φορά ότι το αποτέλεσμα θα είναι διαφορετικό.

Όσο και να παζαρεύουμε και να κωλυσιεργούμε όμως, ο πόνος κάποια στιγμή θα έρθει. Αυτά που πρέπει να αισθανθούμε, θα τα αισθανθούμε. Αυτά που νομίζουμε ότι δεν αντέχουμε, θα τα αντέξουμε. Όσο και να τα αποφεύγουμε και να τα τρέμουμε, αυτά που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε (την αδυναμία, την αβεβαιότητα, την έλλειψη ελπίδας, την εγκατάλειψη, την απώλεια), θα τα αντιμετωπίσουμε.

Σκοτεινό νόημα 3: Μετά την απόρριψη όλα μοιάζουν να είναι εκτός ελέγχου

Εκ των πραγμάτων, αυτός που απορρίπτει είναι εκείνος που αποφασίζει και ενεργεί, ενώ αυτός που απορρίπτεται είναι εκείνος που υφίσταται, που παθητικά δέχεται την απόφαση – απόρριψη του άλλου και αναλόγως αντιδρά ή αποκρίνεται. Με αυτή την έννοια εκείνος που απορρίπτει, θελημένα ή αθέλητα, είναι εκείνος που έχει τον έλεγχο, ενώ εκείνος που απορρίπτεται νιώθει ότι βρίσκεται εκτός ελέγχου – του εαυτού του, του άλλου και της κατάστασης.

Υπό αυτό το πρίσμα, η αναζήτηση απαντήσεων για όλα τα αναπάντητα ερωτήματα γύρω από την απόρριψη και, ακόμα, οι προσπάθειες ακύρωσης της απόρριψης, εκτός του ότι κινητοποιούνται από έντονα συναισθήματα προς τον άλλον, δεν αποκλείεται να είναι, επιπλέον, και απόπειρες ανάκτησης του ελέγχου. Πολλές φορές η εμμονή που αναπτύσσουμε για εκείνον που μας απέρριψε, εκτός από ένδειξη μεγάλης αγάπης, είναι και ένδειξη ότι δεν αντέχουμε την αίσθηση της απώλειας του ελέγχου.

Σκοτεινό νόημα 4: Εγώ πρέπει να φταίω που με απέρριψε

Ένας άλλος τρόπος να θολώσουμε την αλήθεια της απόρριψης και να αποπειραθούμε να ανακτήσουμε τον έλεγχο, είναι να αναλάβουμε όλο το μερίδιο της ευθύνης για τον εαυτό μας, τον άλλο, τη σχέση και την απόρριψη. Μοιάζει βαρύ φορτίο, αλλά μπορεί να είναι μια «λύση» στο μαρτύριο που περνάμε.

Κάνουμε ένα σωρό, ανυπόστατες τις περισσότερες φορές, υποθέσεις: «Αν έδειχνα περισσότερο ή λιγότερο ενδιαφέρον, αν ήμουν περισσότερο ή λιγότερο πιεστικός/ή, αν είχα πιο πολλή ή πιο λίγη υπομονή, αν ήμουν πιο αδύνατος/η ή πιο γυμνασμένος/η, πιο έξυπνος/η ή πιο χαζός/ή, αν είχα πιο πολλά ή πιο λίγα λεφτά, αν είχα καλύτερη ή χειρότερη δουλειά», αν είχα το ένα ή το άλλο κι αν ήμουν έτσι ή αλλιώς, ο άλλος δεν θα με απέρριπτε. 

Ψάχνοντας τρόπους να ακυρώσουμε την απόρριψη, καταστρώνουμε σχέδια ή σκεφτόμαστε τι μπορούμε να αλλάξουμε στον εαυτό μας ώστε να ανταποκριθούμε στα στάνταρτ και τις προσδοκίες του άλλου, ελπίζοντας ότι η προσπάθειά μας θα εκτιμηθεί και εκείνος θα μας δεχτεί ξανά πίσω στη ζωή του.

Καταλήγουμε να εστιάζουμε αποκλειστικά στον άλλον (τι θέλει, τι δεν θέλει, τι τον πείραξε, τι του αρέσει, τι χρειάζεται) και σε επουσιώδη στοιχεία της κατάστασης (ο τρόπος που απάντησα στο τελευταίο μήνυμα τα προκάλεσε όλα), αντί να εστιάσουμε στον εαυτό μας και να κάνουμε κάτι για όλο αυτό που βιώνουμε. Παίζουμε και ξαναπαίζουμε τα γεγονότα στο κεφάλι μας και σκεφτόμαστε τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει διαφορετικά για να έχουμε διαφορετικό αποτέλεσμα, μένοντας, στην ουσία, κολλημένοι στο παρελθόν και αποφεύγοντας να αντικρίσουμε το παρόν και το μέλλον μας.

Παίρνοντας όλο το φταίξιμο επάνω μας, πείθουμε τον εαυτό μας ότι εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε την απόρριψή μας και με τον τρόπο αυτό, εκτός του ότι παραβλέπουμε εντελώς τον ρόλο του άλλου και τις ιδιαίτερες συνθήκες της κατάστασης, ξεχνάμε τις δικές μας προσδοκίες και τα δικά μας στάνταρτ και, για ακόμα μία φορά, αρνούμαστε και απορρίπτουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Σκοτεινό νόημα 5: Έχασα την τελευταία μου ευκαιρία στην ευτυχία

Έπειτα από μία απόρριψη, η αίσθηση ότι αποτύχαμε στην αγάπη και την ευτυχία για πάντα, είναι πολύ συνηθισμένη.

Μερικές φορές, φτάνουμε στο σημείο να πιστέψουμε ότι δεν θα βρούμε ποτέ κάποιον καλύτερο ή εξίσου καλό με εκείνον που μας απέρριψε, παρόλο που δεν τον ξέρουμε καλά ή, αν τον ξέρουμε καλά, παραβλέποντας τις (αναπόφευκτες) αρνητικές πλευρές του. Εξιδανικεύουμε εκείνον που μας απέρριψε ή την κατάσταση από την οποία απορριφθήκαμε και νιώθουμε ότι, αναίτια και άδικα, μας αρνήθηκαν την είσοδο στον παράδεισο.

Έχει κάποια λογική αυτό το σκεπτικό. Μας φαίνεται αβάσταχτο να πάει χαμένη όλη η επένδυση χρόνου, ενέργειας και συναισθημάτων που κάναμε. Νιώθουμε ότι δεν έχουμε άλλα αποθέματα, μας φαίνεται βουνό να ξεκινήσουμε από το μηδέν με έναν άλλο άνθρωπο, να τον αφήσουμε να μας μάθει και να τον μάθουμε από την αρχή.

Η απόρριψη σε αυτές τις περιπτώσεις δεν σημαίνει απλά ότι χάσαμε την ευκαιρία να ευτυχίσουμε με τον συγκεκριμένο άνθρωπο, σημαίνει ότι χάσαμε την ευκαιρία να ευτυχίσουμε γενικώς. Δεν μπαίνουμε στον κόπο να αναρωτηθούμε τι πραγματικά σημαίνει η ευτυχία για μας, ούτε μας περνάει από το μυαλό η ιδέα ότι ο «παράδεισος» μπορεί να είναι κάτι που έρχεται από μέσα και όχι από ανθρώπους ή πράγματα έξω από μας.

Σκοτεινό νόημα 6: Ποιος είσαι εσύ που τολμάς να απορρίπτεις εμένα;

Η αντίδραση στην απόρριψη συνήθως είναι η τυπική αμυντική αντίδραση που έχει κάποιος όταν νιώθει οποιουδήποτε είδους επίθεση: φυγή, δηλαδή απομάκρυνση από τον κίνδυνο ή πάλη, δηλαδή προσπάθεια απόκρουσης της επίθεσης/αντεπίθεση.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, ο θυμός προς εκείνον που μας απέρριψε είναι μια αναμενόμενη ή ενδεχόμενη αντίδραση ή προστασία, που, αργά ή γρήγορα, υποχωρεί. Ασχολούμενοι με το θυμό μας, στα πρώτα στάδια της απόρριψης, δεν μας μένει χρόνος να πονέσουμε, να λυπηθούμε, να κλάψουμε ή άλλα τέτοια στενόχωρα.

Ο θυμός διαρκείας όμως, όπως όλες οι άκαμπτες άμυνες, έχει τα σκοτεινά του σημεία.

Το πλήγμα στην αυτοεικόνα λόγω της πλάτης που μας γύρισε ο άλλος, μπορεί να μας τυφλώσει από θυμό, αν η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας είναι ένα αριστοτεχνικά φτιαγμένο προσωπείο που πίσω του κρύβει αισθήματα αναξιότητας και ανεπάρκειας. Αν βαθιά μέσα μας νιώθουμε λίγοι, η απόρριψη μπορεί να ξυπνήσει και να επιβεβαιώσει αυτή την αίσθηση θυμίζοντάς μας, ίσως, άλλες εμπειρίες από το παρελθόν που μας έκαναν να αισθανθούμε ανεπαρκείς.

Προκειμένου να προστατέψουμε τον πληγωμένο ναρκισσισμό μας και να διατηρήσουμε την (ψευδ)αίσθηση ότι είμαστε άξιοι και ικανοί, περνάμε στην αντεπίθεση: «Ποιος/ποια είσαι εσύ που τόλμησες να απορρίψεις εμένα; Ξέρεις ποιος/ποια είμαι εγώ;».

Οι έρευνες δείχνουν ότι η απόρριψη από κάποιον που θεωρούμε «κατώτερο» από εμάς είναι περισσότερο επώδυνη από την απόρριψη κάποιου τον οποίο θεωρούμε «ανώτερό» μας (Stanik, et. al., 2010). Θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί τι τον θέλουμε τον άλλον αν τον αντιλαμβανόμαστε ως «κατώτερο» ή για ποιο λόγο τον διαλέξαμε αν θεωρούμε ότι δεν είναι στα κυβικά μας, αλλά η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά δεν έχουν πάντα λογικά κίνητρα.

Λογικό ή όχι, αν η ασεβής στάση του «κανένας δεν δικαιούται να με απορρίψει εμένα, πόσο μάλλον ένας κατώτερός μου» τραβηχτεί στα άκρα, μπορεί να μας κάνει να πολιορκούμε πιεστικά ή να παρενοχλούμε τον άνθρωπο που μας απέρριψε και να μας οδηγήσει μέχρι το σημείο να θέλουμε να τον εκδικηθούμε και να τον κάνουμε να πληρώσει για το «κακό» που μας έκανε.

Εκτός αυτού πάντως, δεν αποκλείεται ο θυμός να είναι και ένας διαστρεβλωμένος τρόπος να μην παραιτηθούμε από την ιστορία, να μείνουμε στο παιχνίδι και να μην εγκαταλείψουμε. Θυμώνοντας με τον άλλο και ζητώντας εκδίκηση, νιώθουμε ότι έχουμε έναν τρόπο να σχετιζόμαστε μαζί του, έστω από το παράθυρο. Και, φυσικά, ο θυμός είναι ακόμα μία προσπάθεια να ανακτήσουμε τον πολυπόθητο χαμένο έλεγχο.

ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Το είπαμε και στην αρχή: Η απόρριψη είναι πάντοτε επώδυνη, αλλά δεν μας αγγίζει όλους στον ίδιο βαθμό ούτε τη διαχειριζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που είμαστε, οι εμπειρίες και η ιστορία μας καθορίζουν το πώς θα αντιδράσουμε στην απόρριψη.

Προφανώς, δεν είναι όλες οι απορρίψεις του ίδιου μεγέθους. Κάποιες τις ξεπερνάμε σχετικά ανώδυνα και κάποιες άλλες μας ταλαιπωρούν περισσότερο, πιθανόν επειδή έχουν κάποια ιδιαίτερα για εμάς χαρακτηριστικά κι επειδή καταφέρνουν να πατήσουν τα κουμπιά μας.

Σε κάθε περίπτωση, το νόημα που δίνουμε και τα αίτια που αποδίδουμε στην απόρριψη, ιδίως αν γίνονται υπό το φίλτρο της χαμηλής μας αυτοεκτίμησης, μπορούν να δυσκολέψουν πολύ τα πράγματα για εμάς. Αν το γεγονός της απόρριψης έχει τη δύναμη να μας πονέσει μία φορά, εμείς είμαστε ικανοί να βρούμε λόγους να το κάνουμε να μας πονέσει δέκα φορές παραπάνω.

Αναρωτιέστε πώς προλαμβάνεται, πώς ξεπερνιέται ή πώς αλλάζει όλο αυτό; Πολύ απλά, απαιτείται μια ελαφριά τροποποίηση στο νόημα που δίνουμε στα πράγματα και, επιπλέον, όπως κλασικά λέμε πάντα, λίγη δουλίτσα με τον εαυτό μας…

Υπάρχουν κι οι εχθροί στη ζωή μας

Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας.
Τσαρλς Ντίκενς

Τέσσερα πράγματα είναι πάντα μεγαλύτερα από όσο τα νομίζουμε: τα χρόνια μας, τα χρέη μας, τα σφάλματά μας και οι εχθροί μας.
Φίχτε

Είναι άτυχος στη ζωή όποιος δεν έχει εχθρούς.
Πόπλιος Σύρος

Τι πιο ωραίο υπάρχει από το να χαμογελάς στους εχθρούς σου;
Σοφοκλής

Κάνοντας τ' οχτρού σου καλό, του βάνεις αναμμένα κάρβουν' απάνου στο κεφάλι του.
Κεφαλονίτικη παροιμία

Μπορείς να κρίνεις έναν άνθρωπο καλύτερα από τους εχθρούς που έχει, παρά από τους φίλους του.
Γιόζεφ Κόνραντ

Αυτός που στη ζωή του δεν έκανε φίλους, δεν έκανε ποτέ του και εχθρούς.
Άλφρεντ Τέννυσον

Άνθρωποι με φρόνηση πολλές φορές μαθαίνουν πολλά από τους εχθρούς τους. Η φρόνηση είναι ο πιο καλός φρουρός. Αυτό δεν διδάσκεται από τους φίλους, όμως ο εχθρός μάς αναγκάζει να το παραδεχτούμε. Από τους εχθρούς και όχι από τους φίλους μάθαμε να χτίζουμε ψηλά τείχη και να φτιάχνουμε μεγάλα πλοία, και αυτό το μάθημα σώζει τα παιδιά μας, τα σπίτια μας και τα αγαθά μας.
Αριστοφάνης

Να φοβάσαι τον εχθρό που ζητάει να σε καθησυχάσει με γλυκά λόγια. Αν αφεθείς στα χέρια του, δεν θα σκεφτεί παρά την εκδίκηση και τίποτα δεν θα μπορέσει να τον αφοπλίσει.
Θέογνις

Να φοβάσαι τους Δαναούς, ακόμα κι αν έρχονται φορτωμένοι δώρα.
Βιργίλιος