207 Ο ενθουσιώδης αλλ’ άπειρος Μαχανίδας, που ήδη είχε εισβάλει στην Αργολίδα και απειλήσει το Άργος, έσυρε το καλοκαίρι του έτους αυτού τον ευάριθμο πλέον στρατό του, ως σύμμαχο των Αιτωλών, στην φονική μάχη της Μαντινείας κατά των Αχαιών. Εκεί, ο ίδιος ο Μαχανίδας, ενώ είχε ήδη νικήσει εκ παρατάξεως, παρεσύρθη σε άφρονα καταδίωξη, με αποτέλεσμα να φονευθεί από τα χέρια του στρατηγού των Αχαιών Φιλοποίμενος, ο οποίος τους είχε στήσει ενέδρα, ο δε στρατός του υπέστη πανωλεθρία, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 4.000 νεκρούς Σπαρτιάτες, Περιοίκους, Είλωτες και μισθοφόρους και στα χέρια του εχθρού εκατοντάδες αιχμαλώτους. Το μίσος του Φιλοποίμενος υπήρξε τέτοιο, ώστε απέκοψε το κεφάλι του Μαχανίδου και το περιέφερε ως τρόπαιο, μία πράξη φρικτή και βάρβαρη που για πρώτη φορά απαντάται στην Ελληνική Ιστορία. Η Τεγέα εκυριεύθη υπό του στρατού του Φιλοποίμενος, ενώ όλη η Λακωνική παρεδόθη ανυπεράσπιστη σε καθολική λεηλασία και καταστροφή, η οποία δεν εσταμάτησε παρά μόνον εμπρός απ’ τα τείχη της Σπάρτης.
Τότε ήταν που έλαβε την κατάσταση στα χέρια του και απέκρουσε τους εισβολείς, ένας εκ των προ δύο περίπου δεκαετιών εφήβων τους οποίους είχε αναθρέψει το καθεστώς του Κλεομένους, ο καταγόμενος εκ του βασιλικού γένους των Αγιαδών, Νάβις (γενική Νάβιδος ή Νάβιος) του Δημαράτου, μία προσωπικότης που έχει σαφώς αδικηθεί από την επίσημη Ιστορία, η οποία αναμασά αβίαστα την εχθρότητα κάποιων αρχαίων ιστορικών. Θα τονίσουμε μάλιστα εδώ ότι αποτελεί τιμή για τον Γάλλο συγγραφέα Jean - George Texier, η τοποθέτησή του υπέρ του Νάβιδος, στο πρόσωπο του οποίου αναγνωρίζει έναν κοινωνικό αγωνιστή, παρά την αρνητική εικόνα που για ευνοήτους λόγους προβάλλουν γι’ αυτόν οι σφόδρα απεχθανόμενοι εκείνο που εκπροσωπούσε, Πολύβιος και Λίβιος, αλλά και οι σύγχρονοι αναμασητές τους (ο Π. Δούκας λ.χ., τον κοσμεί αβιάστως με χαρακτηρισμούς όπως «εις εκ των φαυλοτάτων κακοποιών», «χυδαία και μυσαρά γελοιογραφία του Κλεομένους», «αρχηγός ληστρικής συμμορίας» και «ανάξιος διάδοχος των αρχαίων ηρώων», κατηγορώντας τον, δίχως τον ελάχιστο έστω ενδοιασμό, πως τάχα «μετά κυνικής αναιδείας εκαυχάτο ότι ανεζωογόνησε τας ιδέας των αρχαίων Σπαρτιατών, ενώ αληθώς κατεσκεύασεν αλλόκοτόν τινα και τερατωδώς παραμεμορφωμένην εικόνα των σχεδίων του ευγενούς Κλεομένους», σελ. 274 - 275).
Παρεγκώνισε λοιπόν και αυτός, τον ούτως ή άλλως παράνομο νεαρό βασιλέα Πέλοπα και αμέσως μετά την εκδίωξη του στρατού του Φιλοποίμενος, κατέλαβε μ’ επαναστατικό τρόπο την αρχή, στηριζόμενος υπό της νεολαίας και υπό μισθοφορικών στρατιωτικών μονάδων και υποστηριζόμενος ψυχικώς υπό της ομοϊδεατίσσης συζύγου του, της Αγαπήνας (Απήγας ή Απίας κατ’ άλλους), ανεψιάς του παλαιού τυράννου του Άργους Αριστομάχου, συμμάχου και φίλου του Κλεομένους. Αμέσως μετά την πλήρη εδραίωση της αρχής του, ο Νάβις, ο «τύραννος» για τους αναμασητές, επραγματοποίησε, με πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα και δυναμισμό, την κοινωνική επανάσταση που είχαν οραματισθεί οι Άγις και Κλεομένης αλλά είχαν και οι δύο ατυχήσει στην πραγμάτωσή της. Επροχώρησε αμέσως σε διάλυση της Ολιγαρχίας δημεύοντας τις περιουσίες των πλουσίων ολιγαρχικών, τις οποίες παρεχώρησε σε «νέους πολίτες», δηλαδή σ’ εκατοντάδες Υπομείονες, Περιοίκους και Είλωτες που προηγουμένως είχε απελευθερώσει και στρατολογήσει δια νόμου. Επροχώρησε επίσης σ’ επιμελή οχύρωση της πόλεως της Σπάρτης και δημιουργία ισχυρού στρατού 10.000 ανδρών, καθώς και εξίσου ισχυρού στόλου, με τον οποίο άρχισε να πραγματοποιεί επιδρομές κατά των εχθρικών πλοίων, συνεργαζόμενος ακόμη και με Κρήτες πειρατές. Παραλλήλως, έσπασε την συμμαχία Σπάρτης - Ρώμης με αφορμή το ότι οι εχθροί της πατρίδας του Αχαιοί είχαν γίνει δεκτοί ως σύμμαχοι της Ρώμης, καθώς επίσης και το ότι, οι Ρωμαίοι και οι Αχαιοί εκ συστήματος εστήριζαν τα ολιγαρχικά καθεστώτα της εποχής.
206 Οι εξόριστοι ολιγαρχικοί της Σπάρτης ίδρυσαν στην Μάνη μικρές πόλεις, οι οποίες θ’ αποτελέσουν έκτοτε μόνιμο κέντρο αντιδράσεως κατά της κοινωνικής επαναστάσεως του Νάβιδος και αργότερα την βάση για την ίδρυση του λεγομένου «Κοινού των Ελευθερολακώνων».
200 Ο Νάβις, έχοντας ήδη ισχυροποιήσει το επαναστατικό του καθεστώς, εκμεταλλευόμενος μία σύντομη απουσία του Φιλοποίμενος στην Κρήτη, ανακατέλαβε από τους Αργείους τα εδάφη της Κυνουρίας, που τους είχε αυθαιρέτως επιδικάσει πριν ενάμιση περίπου αιώνα, ο κατακτητής Φίλιππος. Επίσης, εισέβαλε στην Μεγαλοπολίτιδα, την οποία ελεηλάτησε και εμοίρασε, επευφημούμενος, τα λάφυρα στους πτωχούς κατοίκους της Λακωνικής Τριπολίτιδος, στην άνω κοιλάδα του Ευρώτα. Με όλη την ύπαιθρό της στα χέρια του Νάβιδος, αυτή η ίδια η Μεγαλόπολη πολιορκήθη εν συνεχεία επιμόνως, αν και ανεπιτυχώς.
198 Υπό τις επευφημίες του σπαρτιατικού λαού, ο Νάβις εστέφθη επισήμως το έτος αυτό βασιλεύς των Σπαρτιατών (198 – 192), ορθώνοντας προκλητικά το ανάστημα της Σπάρτης απέναντι στους Αχαιούς και τους Ρωμαίους. Ο βασιλεύς πλέον Νάβις, όχι από προσωπική φιλοδοξία, αλλ’, όπως θα δούμε εν συνεχεία, από πολιτική ανάγκη, εγκαινίασε έτσι μία επταετία απρόσμενης δυναμικής παρουσίας της Σπάρτης στα Ελληνικά πράγματα, με απολύτως νομιμοποιημένο το καθεστώς του απέναντι σε συμμάχους που τώρα τους είχε ανάγκη περισσότερο από ποτέ. Σ’ εκείνη ακριβώς την εποχή ανήκει ένα νόμισμα, που έχει διασωθεί και φιλοξενείται στο Μουσείο Σπάρτης, με την επιγραφή «ΒΑΙΛΕΟΣ ΝΑΒΟΙΟΣ».
197 Πραγματοποιώντας μία πλήρη ανατροπή όλων των έως τότε δεδομένων, ο βασιλεύς Νάβις προέβη σε σύναψη συμμαχίας με τον βασιλέα της Μακεδονίας Φίλιππο τον Ε, ο οποίος εκ συστήματος εστήριζε εκείνη την εποχή τα δημοκρατικά καθεστώτα, σε αντίπραξη προς τους ασπόνδους εχθρούς του, τους Ρωμαίους. Ως δώρα επισφραγίσεως της εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο συμμάχων, ο Φίλιππος, δια του εκπροσώπου του Φιλοκλέους, διοικητού της Κορίνθου και του Άργους, υπεσχέθη να δώσει μελλοντικά τις ανήλικες θυγατέρες του ως συζύγους των επίσης ανηλίκων υιών του Νάβιδος. Ακόμη, εχάρισε στην Σπάρτη το Άργος και την πέριξ αυτού πεδιάδα. Ο ευφυής Νάβις εδέχθη την συμμαχία, αλλ’ εδήλωσε ωστόσο, ότι αρνείτο να παραλάβει το Άργος εάν οι ίδιοι οι Αργείοι δεν τον προσεκάλουν επισήμως στην πόλη τους, με ψήφισμα του Δήμου τους (Λίβιος, 32. 38). Στην συνέλευση που συνεκλήθη επί τούτου, οι ολιγαρχικοί Αργείοι κατόρθωσαν να πυροδοτήσουν τον λαό με αντισπαρτιατικά συνθήματα και αναθέματα κατά του «Λακεδαιμονίου τυράννου» και απειλήθησαν με λυντσάρισμα όλοι σχεδόν οι Αργείοι που είχαν εκφρασθεί υπέρ της κοινωνικής επαναστάσεως. Μετά από αυτή την, προφανώς αναμενομένη υπό του Νάβιδος, τροπή των πραγμάτων, ο Σπαρτιάτης βασιλεύς απάντησε στον Φιλοκλέα ότι αφού οι Αργείοι ολιγαρχικοί είχαν κλωτσήσει την ευκαιρία που τους είχε δώσει, ήταν έτοιμος να παραλάβει την πόλη όποτε ο τελευταίος επιθυμούσε να την παραδώσει. Πράγματι, όταν ορίσθη η χρονική στιγμή, ο Νάβις εισήλθε νύκτα στο Άργος, έστησε κανονικά τις φρουρές του και μετά έκλεισε τις θύρες των τειχών για να μη δραπετεύσει κανείς εκ των ολιγαρχικών. Την επομένη ημέρα, αμέσως μετά την ανατολή του ηλίου, επέβαλε τα επαναστατικά του μέτρα κατά της εντοπίας Ολιγαρχίας, η οποία εκατηγορείτο πλέον ότι είχε προσβάλει τόσο αυτόν όσο και την Λακεδαίμονα. Συνεκάλεσε υπό τα όπλα των στρατιωτών του την συνέλευση του Δήμου των Αργείων και, παρουσία όλων των πολιτών, εκήρυξε κοινωνική επανάσταση η οποία προέβλεπε να διαγραφούν όλα τα χρέη των πτωχών, να παραγραφούν όλα τα οικονομικά ή κατά της περιουσίας αδικήματα, να ξαναμοιρασθεί η καλλιεργήσιμη γή δι’ αναδασμού και να δημευθεί η κινητή και ακίνητη περιουσία των επωνύμων ολιγαρχικών. Η ίδια μάλιστα η σύζυγός του Αγαπήνα, ανέλαβε την εποπτεία της παραδόσεως όλων των χρυσών και αργυρών κοσμημάτων των πλουσίων Αργείων γυναικών (Πολύβιος, 22. 17) και την είσπραξη των «προστίμων» εκ των μη πολιτικώς ενεργών ολιγαρχικών, στους οποίους επετράπη τουλάχιστον να κρατήσουν την ακίνητη περιουσία τους.
Ανησυχήσαντες βαθιά οι Ρωμαίοι, οι σύμμαχοί τους Αχαιοί και ο βασιλεύς Άτταλος της Περγάμου, εκ της επεκτάσεως του επαναστατικού καθεστώτος και στο Άργος, εκάλεσαν τον Νάβιδα σε διαπραγματεύσεις, στις οποίες αυτός προσήλθε ένοπλος και τους εδήλωσε ότι ο Δήμος των Αργείων ήταν πλέον με το μέρος του και δεν είχε την ελαχίστη έστω πρόθεση ν’ αποσυρθεί εκ της πόλεώς τους. Σ’ επισφράγιση ωστόσο μίας τετραμήνου ανακωχής που συνεφωνήθη μετά από επίμονες εκκλήσεις των Ρωμαίων, ο Νάβις έκαμε ένα μεγάλο λάθος. Για να επιδείξει την ισχύ του, εχάρισε στον επικεφαλής του ρωμαϊκού στρατού Κοϊνκτιο ένα επίλεκτο συμμαχικό του σώμα, αποτελούμενο από 600 Κρήτες, το οποίο όμως εχρησιμοποίησε ο Ρωμαίος αμέσως μετά, για να επιτεθεί κατά της Κορίνθου. Εδόθη έτσι η εντύπωση στον Μακεδόνα φρούραρχο της πόλεως Φιλοκλέα ότι ο Νάβις είχε σπάσει την συμμαχία με τον Φίλιππο και είχε προσχωρήσει στους εχθρούς του.
Η αλήθεια εξεκαθαρίσθη βεβαίως, αλλά όταν το ίδιο έτος, ο Φίλιππος ηττήθη υπό των Ρωμαίων στις Κυνός Κεφαλές της Θεσσαλίας, ο Νάβις έμεινε δίχως ισχυρούς συμμάχους. Γνωρίζοντας την μοναξιά της επαναστατικής Σπάρτης, η ρωμαϊκή Σύγκλητος εκήρυξε αμέσως τον πόλεμο εναντίον της, προχωρώντας παραλλήλως και σε επικήρυξη του Νάβιδος. Το αυτό έπραξαν και οι λοιποί Έλληνες (πλην των Αιτωλών) σε ειδικό Συνέδριό τους στον Ισθμό, υπό την εποπτεία των Ρωμαίων. Σε λίγο, ένας μεγάλος στρατός Ρωμαίων, Ελλήνων και εκδιωχθέντων ολιγαρχικών της Σπάρτης και του Άργους, μ’ επικεφαλής τον έκπτωτο βασιλέα Αγησιπόλιδα, εβάδισε κατά του Άργους το οποίο υπερασπίσθη ωστόσο με εξαιρετική γενναιότητα ο αδελφός της Αγαπήνας, Πυθαγόρας. Η μεγάλη αντισπαρτιατική στρατιά εστράφη τότε γι’ αντιπερισπασμό, μέσω του Παρθενίου όρους, της Τεγέας, των Καρυών και του Οινούντος, κατ’ αυτής της ιδίας της Σπάρτης, την οποία όμως είχε προλάβει να τειχίσει μερικώς αλλά μ’ εξαιρετική επιτυχία ο Νάβις, ο οποίος προέβαλε επί μακρόν διάστημα γενναιότατη αντίσταση, παρά το ότι εδέχετο ακαταπαύστως και εκ 3 διαφορετικών πλευρών τις επιθέσεις των Ρωμαίων και των Αχαιών.
196 Με υποδαύλιση υπό των Αχαιών, ο Τίτος Κόϊντος Φλαμινίνος, ο οποίος το ίδιο έτος είχε κηρύξει στον Ισθμό, την αυτονομία όλων των Ελληνικών πόλεων που απελευθερώνοντο από τους Μακεδόνες, συνεκάλεσε νέο Συνέδριο όλων των αντισπαρτιατικών πόλεων στην Κόρινθο και εξασφάλισε την περαιτέρω ενίσχυση του στρατού του, ο οποίος ήδη προσέβαλλε τον Νάβιδα. Ο Φλαμινίνος είχε πλέον στην διάθεσή του 50.000 Ρωμαίους λεγεωνάριους, 10.000 οπλίτες και 1.000 ιππείς Αχαιούς, 1.500 ολιγαρχικούς Μακεδόνες οπλίτες, 400 Θεσσαλούς ιππείς, 100 εξορίστους Λακεδαιμονίους υπό τον έκπτωτο Αγησιπόλιδα, και περίπου 40 Ροδιακά και Περγαμινά πλοία. Ο τεράστιος αυτός στρατός, επολιόρκησε την Σπάρτη, όπου όμως ο Νάβις προέβαλε πείσμονα αντίσταση στον Φλαμινίνο, κρατώντας τον επί μακρόν εκτός της πόλεως. Προς βοήθεια του Τίτου Φλαμινίνου, ήλθε ο ρωμαϊκός στόλος υπό τον αδελφό του Λεύκιο Φλαμινίνο, ο οποίος κατέλαβε ευκόλως τις πόλεις Λά, Ασίνη καί Έλος και επολιόρκησε ασφυκτικώς το Γύθειο. Το Γύθειο εκείνη την εποχή απετέλη την μοναδική ναυτική βάση των Σπαρτιατών, και εφιλοξενούσε εντός των ισχυρών τειχών του, που το επροστάτευαν από ξηράς και θαλάσσης, μεγάλα πλήθη Λακεδαιμονίων που είχαν παλαιότερα δει τους οικισμούς τους να καταστρέφονται υπό των αλλεπαλλήλων επιδρομών των Θηβαίων, Αρκάδων, Ηπειρωτών και Μακεδόνων.
Οι Ρωμαίοι, παρά το ότι επεχείρησαν απανωτές επιθέσεις κατά των τειχών, δεν κατόρθωσαν να κυριεύσουν την πόλη. Η κατάσταση άλλαξε ωστόσο όταν έφθασαν σ’ επικουρία τα πλοία των Ροδίων και του βασιλέως της Περγάμου Ευμένους, με αρκετές πολιορκητικές μηχανές και τρομερούς καταπέλτες, δια των οποίων εκσφενδόνιζαν κατά της πόλεως ογκώδη λίθινα βλήματα. Πολλά εξ αυτών των βλημάτων, προχείρως πελεκηθέντων για να γίνουν στρογγυλά, έχουν βρεθεί και φιλοξενούνται στο Μουσείο Γυθείου, ζυγίζουν δε από 3 έως 6 κιλά το καθένα και επειδή έχουν βρεθεί διάσπαρτα παντού, συμπεραίνεται ότι οι πολιορκητές τα εκσφενδόνιζαν όχι μόνον κατά των τειχών αλλ’ αδιακρίτως ενάντια σε όλα τα κτίρια της πόλεως.
Όταν μετά από ανηλεή βομβαρδισμό κατέπεσαν αρκετοί εκ των πύργων των τειχών και όλα έδειχναν πλέον ότι η πόλη δεν θ’ άντεχε για πολύ ακόμη, ο ένας εκ των δύο αρχηγών της φρουράς, ο Δεξαγορίδας, εκινήθη προς συνθηκολόγηση, μ’ αποτέλεσμα να κατηγορηθεί ως προδότης υπό του συναρχηγού Γοργώπα, να δικασθεί, να καταδικασθεί σε θάνατο και να θανατωθεί. Μόνος πλέον επικεφαλής της καταπονημένης φρουράς, ο Γοργώπας, εσυνέχισε μ’ επιτυχία την άμυνα ενάντια στους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους, όχι για πολύ όμως, αφού σε λίγο κατέφθασε επικεφαλής 40.000 λεγεωναρίων προς ενίσχυση του αδελφού του ο Τίτος Φλαμινίνος, που προσκαίρως είχε ελαττώσει την ένταση της πολιορκίας της Σπάρτης. Πιεζόμενος τώρα πια υπό του λαού των Γυθεατών, η πλειοψηφία του οποίου εφοβείτο μην καταληφθεί εξ εφόδου η πόλη και οι κάτοικοί της υποστούν τις συνέπειες τέτοιων αλώσεων, ο Γοργώπας εσύρθη στην υποχρεωτική συνθηκολόγηση με τους πολιορκητές, υπό τους όρους ν’ αναχωρήσουν για την Σπάρτη, δίχως επιθέσεις εναντίον τους οι οπλίτες της φρουράς και όσοι ένοπλοι Γυθεάτες το επιθυμούσαν. Επίσης, να μην τιμωρηθούν εκείνοι που θα έμεναν στην πόλη, εφόσον οι ίδιοι επιθυμούσαν αυτή την παράδοση. Οι όροι έγιναν δεκτοί και οι ένοπλοι έφυγαν για να ενισχύσουν την άμυνα της Σπάρτης, ενώ οι λιγόψυχοι εκ των Γυθεατών άνοιξαν τις πύλες των τειχών και εδέχθησαν ως… «απελευθερωτές» (όπως διαφαίνεται υπό μεταγενεστέρων επιγραφών) τους Ρωμαίους και τους συμμάχους τους, αποδίδοντας μάλιστα με μεγάλη δουλικότητα θεϊκές τιμές στους αδελφούς Φλαμινίνους.
Θα πρέπει ίσως ν’ αναφερθεί κάπου εδώ τουλάχιστον προς μελέτη, η περίεργη, και για μίαν ακόμη φορά, μεροληπτική αντιμετώπιση γεγονότων και προσώπων υπό διαφόρων συγχρόνων συγγραφέων και ιστορικών, την οποία επ’ ουδενί μπορεί να κατανοήσει ο γράφων, αφού η ιστορική κρίση οφείλει υποχρεωτικώς να λαμβάνει υπ’ όψιν της τον τόπο και την στιγμή, δηλαδή τις περιστάσεις υπό από τις οποίες λαμβάνουν χώρα κάποια γεγονότα, διαφορετικά αποτελεί στείρα προβολή ιδεοληπτικών ή άλλων δεδομένων, και αυτόματη επανείσπραξή τους με τρόπο καθαρά αυτιστικό, συνεπώς πέρα για πέρα άκυρο. Λόγου χάριν, ο αξιολογότατος κατά τα άλλα στην έρευνά του «Το Γύθειον» Π. Ε. Γιαννακόπουλος, όπως καθυβρίζει μ’ εξαιρετική ευκολία τον επαναστάτη Νάβιδα ως «ένα εκ των αθλιωτέρων προσώπων της σπαρτιατικής Ιστορίας» (…), έτσι, με την ίδια ευκολία αθλιοποιήσεως παρουσιάζει αρνητικώς και τον Γοργώπα, που ως άλλος Λεωνίδας και Ισχόλαος, ηθέλησε να συνεχίσει μέχρις εσχάτων την μάχη και απλώς επροδόθη υπό της λιποψυχίας των ιδίων των ανθρώπων που υπερασπίζετο με τους άνδρες του: «…κατέληξε εις την αυτήν απόφασιν, δια την οποίαν είχε καταδικάσει εις θάνατον τον Δεξαγορίδαν προηγουμένως. Γεννάται όμως το ερώτημα: ο Γοργώπας δεν διέβλεπεν εκ των προτέρων το αδύνατον της κατισχύσεως έναντι των Ρωμαίων; Εξ όσων έχομεν υπ’ όψιν μας, ο Γοργώπας δεν ήτο τυχαίος ανήρ. Εάν εξαιρέσει κανείς το εμπαθές και βίαιον του χαρακτήρος του, ούτος από στρατιωτικής και πολιτικής πλευράς ήτο ανήρ ουχί ευκαταφρόνητος. Οπωσδήποτε είχε προβλέψει το αδύνατον της αμύνης εναντίον των Ρωμαίων. Διατί όμως δεν συνηγόρησεν εις την απόφασιν του Δεξαγορίδου να συνθηκολογήσει με τους Ρωμαίους; Η απάντησις δεν είναι δύσκολος: ο Γοργώπας εις το γεγονός αυτό εύρε μίαν εύλογον αιτίαν να εξοντώσει πολιτικόν του αντίπαλον» (Π. Ε. Γιαννακόπουλος, σελ. 76).
Η παράδοση του Γυθείου είχε άμεσο αντίκτυπο στην άμυνα της ιδίας της Σπάρτης, αφού ο Τίτος Φλαμινίνος εστράφη ξανά εναντίον της, αυτή την φορά ενισχυμένος όμως όχι μόνο με τους χιλιάδες υπό τον αδελφό του Ρωμαίους, Ροδίους και Περγαμηνούς οπλίτες, αλλά και με τους φοβερούς καταπέλτες και τις πολιορκητικές μηχανές που είχαν καταστρέψει τα γυθεάτικα τείχη. Η όλη κατάσταση ήταν μάλλον απελπιστική, και υπεχρεώθη εν τέλει ο Νάβις να έλθει σε διαπραγματεύσεις. Οι όροι ωστόσο που έθεσαν οι Ρωμαίοι, απερρίφθησαν υπό της Εκκλησίας του Σπαρτιατικού Δήμου και η πολιορκία της Σπάρτης συνεχίσθη κανονικώς, ενώ οι πολιορκημένοι ενισχύθησαν με την σπαρτιατική φρουρά του Άργους, υπό τον Πυθαγόρα, η οποία είχε εγκαταλείψει την πόλη για να βοηθήσει την άμυνα της Σπάρτης. Η πολιορκία υπήρξε αγριοτάτη, σε μία περίπτωση μάλιστα, που οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στις επάλξεις των τειχών, ο Πυθαγόρας, για να τους εκδιώξει, επυρπόλησε όλα τα κτίρια που εγειτόνευαν με τα τείχη.
195 Μετά από πολλές ημέρες στενής πολιορκίας, τα τείχη της Σπάρτης έγιναν κομμάτια, και μέσα από τα κενά τους οι εισβολείς κατόρθωσαν να ξεχυθούν στους δρόμους της πόλεως, η οποία πλέον εφλέγετο και συνεκλονίζετο υπό σφοδρών οδομαχιών, στις οποίες, όπως και κατά το παρελθόν, συμμετείχε όλος ο σπαρτιατικός λαός, ασχέτως ηλικίας και φύλου. Εμπρός στον κίνδυνο να σβήσει από τον χάρτη και την Ιστορία η Σπάρτη και ο λαός της, ο Νάβις εζήτησε απελπισμένος συνθηκολόγηση, την οποία εδέχθη ο Φλαμινίνος, αφού μάλιστα ούτε και ο ίδιος επιθυμούσε τον όλεθρο μίας τέτοιας ιστορικής πόλεως. Οι όροι της συνθήκης, τους οποίους είχαν απορρίψει την πρώτη φορά οι Σπαρτιάτες, υπήρξαν φυσικά βαρύτατοι για την πόλη τους.
Ο στόλος της Σπάρτης περιορίσθη σε μόνον 2 άοπλα πλοία, επεστράφησαν οι περιουσίες των ολιγαρχικών, εστερήθη η πόλη του δικαιώματος να κηρύσσει πολέμους ή να συνάπτει συμμαχίες, πράξεις οι οποίες στο εξής θα εθεωρούντο ανταρσίες, παρεδόθησαν στους Ρωμαίους πολλοί όμηροι (συμπεριλαμβανομένου και αυτού του υιού του Νάβιδος), κατεβλήθη πολεμική αποζημίωση, επεστράφησαν τα εδάφη των Μεσσηνίων και περιορίσθησαν τα σύνορα της Σπάρτης εντεύθεν του Παμίσου, επάνω στον Ταϋγετο. Έγινε απόσπαση όλων των πόλεων της Λακεδαίμονος, εν συνόλω 24, που είχαν συμπράξει με τους Ρωμαίους κατά του Νάβιδος, καθώς και του Άργους. Ο περιηγητής Παυσανίας διέσωσε μερικά εκ των ονομάτων αυτών των 24 πόλεων της Λακωνικής που έκτοτε θ’ αποτελούν το λεγόμενο «Κοινόν των Ελευθέρων Λακώνων» (μετέπειτα των «Ελευθερολακώνων»): Ασωπός, Ακριαί, Βοιαί, Χάραξ, Επίδαυρος η Λιμηρά, Βρασιαί, Γερόνθραι, Μαριός, Καινήπολις, Οίτυλος, Λεύκτρον, Θαλάμαι, Γερηνία. Ωστόσο, ο διορατικός Φλαμινίνος, φοβούμενος την ασυδοσία των Αχαιών αν παρέμεναν δίχως αντίπαλο στον πελοποννησιακό χώρο, αρνήθη να ικανοποιήσει την αισχρή απαίτηση των Ελλήνων συμμάχων του να καταστραφεί εκ θεμελίων η ένδοξη Σπάρτη. Αιτωλοί, Αχαιοί και οπαδοί του Αγησιπόλιδος θ’ αποκαλούν έκτοτε τον συνετό Φλαμινίνο «δορυφόρο του τυράννου».
192 Δίχως λιμένα και αποκλεισμένη απ’ όλες τις οδικές της επικοινωνίες, η Σπάρτη, αργοπέθαινε, και ενώ οι Ρωμαίοι είχαν αποτραβηχθεί εκ της Πελοποννήσου, ο Νάβις, σε μία ύστατη προσπάθεια ν’ αλλάξει την μοίρα προσεπάθησε ν’ ανακαταλάβει κάποιες εκ των παραλίων πόλεων της Λακωνικής για να εξασφαλίσει λιμένα. Ταυτοχρόνως, μετά από συνεννόηση και επίτευξη μυστικής συμμαχίας με τους Αιτωλούς έφθασαν στην Σπάρτη στρατιωτικές ενισχύσεις 1.000 οπλιτών και 300 ιππέων υπό τον Καλυδώνιο Αλεξαμενό. Ο Νάβις επολιόρκησε μ’ όλες του τις δυνάμεις, το Γύθειο και παρά το ότι οι πολιορκούμενοι ενισχύθησαν δια της θαλάσσης με τις δυνάμεις του Φιλοποίμενος, κατόρθωσε, μετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες των μαχητών του, να κυριεύσει την πόλη, εξασφαλίζοντας πλέον λιμένα για την Σπάρτη. Η μοίρα έδειχνε ν’ αλλάζει, και το φρόνημα του σπαρτιατικού στρατού και λαού είχε ανορθωθεί για μία ακόμη φορά.
Λίγο μετά την ανακατάληψη του Γυθείου όμως, η Λακωνική εδέχθη την άγρια επίθεση των Αχαιών υπό τον Φιλοποίμενα. Ο Νάβις έσπευσε προς συνάντησή τους, και οι δύο στρατοί συνεπλάκησαν εν τέλει κοντά στο όρος Βαρβοθένη, μία παραφυάδα του Πάρνωνος, όπου οι Σπαρτιάτες και οι υπόλοιποι μισθοφόροι του Νάβιδος, ηττήθησαν κατά κράτος και κατεσφάγησαν. Τα λείψανα του στρατού του, κατέφυγαν στην Σπάρτη και ο Φιλοποίμην εγκατέλειψε για την ώρα την Λακωνική, έχοντας όμως θέσει σ’ εφαρμογή ένα άλλο σχέδιο για την εξόντωση του Νάβιδος, που δεν ήταν άλλο από την ανάθεση στον αρχηγό των Αιτωλών, της δολοφονίας του βασιλέως των Σπαρτιατών με ανταμοιβή να αφεθεί ανενόχλητος να λεηλατήσει την Σπάρτη και το πλούσιο θησαυροφυλάκιό της. Περιεκύκλωσαν λοιπόν οι Αιτωλοί τον βασιλέα των Σπαρτιατών σε κάποια στιγμή που εξεγύμναζε προσωπικώς τον στρατό του και, εκμεταλλευόμενος ο Αλεξαμενός την εμπιστοσύνη του, τον επλησίασε, τον αιφνιδίασε και τον εγκρέμισε εκ του ίππου του φονεύοντάς τον με την βοήθεια των υπολοίπων Αιτωλών, δια πολλών σπαθισμών και λογχισμών.
Στην συνέχεια, οι Αιτωλοί άρχισαν να λεηλατούν την Σπάρτη και εκινήθησαν κατά του θησαυροφυλακίου της. Μετά από τον πρώτο αιφνιδιασμό ωστόσο, οι Σπαρτιάτες, μάχιμοι και μη, έλαβαν τα όπλα και, δίδοντας ένα συγκινητικό παράδειγμα ενότητος, επετέθησαν κατά των δολοφόνων και ληστών, σκοτώνοντας τον επικεφαλής τους αλλά και τους περισσοτέρους εξ αυτών (Λιβιος, 35. 35-36), ενώ, επειδή ο υιός του Νάβιδος ήταν ακόμη όμηρος των Ρωμαίων, έστεψαν ως νέο βασιλέα τους έναν νεαρό που είχε ανατραφεί στην οικία του Νάβιδος. Ωστόσο, κατέπλευσε εντός ολίγου στο Γύθειο μία μοίρα του ρωμαϊκού στόλου υπό τον ναύαρχο Αττίλιο, και, υποχρεώσας την πόλη να ενταχθεί στο Κοινό των Ελευθερολακώνων, άφησε την Σπάρτη για μία ακόμη φορά δίχως λιμάνι για τα πλοία της.
191 Ο Αχαιός στρατηγός Φιλοποίμην, την άνοιξη του έτους αυτού, ευρήκε την ευκαιρία να εισβάλει για μία ακόμη φορά στην Λακωνική, τάχα για να τιμωρήσει τους συνεργάτες του Νάβιδος. Στην πραγματικότητα, τόσο ο ίδιος όσο και ο συνεργάτης του Διοφάνης, εσχεδίαζαν να κατασφάξουν όλους τους ικανούς για πόλεμο Σπαρτιάτες που είχαν απομείνει, για να το πετύχουν δε, ο στρατηγός Διοφάνης είχε με πονηρία λάβει σχετική έγκριση υπό του Ρωμαίου Υπάτου, παρουσιάζοντάς του ότι δήθεν οι Σπαρτιάτες προετοίμαζαν... επανάσταση κατά της Ρώμης. Η σφαγή των Σπαρτιατών, που όχι μόνο δεν είχαν την παραμικρή δύναμη να πράξουν κάτι τέτοιο, αλλά εσπαράσσοντο τώρα από εσωτερικές βίαιες πολιτικές συγκρούσεις, απετράπη ευτυχώς με προσωπική επέμβαση του ιδίου του Φλαμινίνου και οι Αχαιοί περιορίσθησαν στο να υποχρεώσουν την ακέφαλη και αναρχούμενη Σπάρτη να γίνει μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, καταλύοντας στην ουσία πλήρως την ανεξαρτησία της. Μερικές δεκάδες Σπαρτιάτες, ολιγαρχικοί και ενδοτικοί προς τους Αχαιούς, εδέχθησαν ως «σωτήρα» τον Φιλοποίμενα και «ευγνωμοσύνης ένεκεν» τού προσέφεραν μάλιστα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό εκ της πωλήσεως της οικοσκευής του Νάβιδος, καθώς και αυτή την ίδια την οικία του, μία δωρεά που ωστόσο ο αρχηγός των Αχαιών δεν έκαμε αποδεκτή.