Μία νέα προσέγγιση τοῦ διαχωρισμοῦ τῶν μορφῶν τῆς φιλίας στά Ἠθικά Νικομάχεια (ΗΝ), ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν τέλεια φιλίαν καί στίς φιλίες κατά τό ἡδύ καί τό χρήσιμον[2] θεμελιώνεται στήν παρατήρηση ὅτι οἱ δεύτερες μετατρέπουν τή φιλίαν σέ ἕνα εἶδος ποιήσεως/τέχνης, καταργώντας ἔτσι τό ἠθικό της περιεχόμενο.
I
Ἡδη ἀπό τίς πρῶτες γραμμές τῶν ΗΝ εἰσάγεται μιά καθοριστική διάκριση ἀνάμεσα στήν ἐνέργειαν καί σέ ἐκεῖνες τίς ἀνθρώπινες δραστηριότητες πού ἔχουν τό τέλος τους, δηλαδή τόν σκοπό τους, ἔξω ἀπό τήν ἴδια τήν πρᾶξιν, παρά τάς πράξεις (1094a 4-5). Αὐτή ἡ ἀντίθεση κορυφώνεται στόν ἀντιθετικό ὁρισμό τῆς τέχνης καί τῆς φρονήσεως. Ἡ πρώτη συνίσταται σέ δραστηριότητες τό ἀποτέλεσμα τῶν ὁποίων φανερώνεται ὅταν ἡ ἴδια ἡ δραστηριότητα ἔχει ὁλοκληρωθεῖ. Τό χαρακτηριστικότερο ἀριστοτελικό παράδειγμα εἶναι αὐτό τῆς οἰκοδομικῆς τέχνης: τό οἰκοδομεῖν ἔχει ὡς στόχο του τό ἴδιο τό σπίτι τό ὁποῖο, ἅπαξ ἐμφανιστεῖ, σηματοδοτεῖ τήν ὁλοκλήρωση τῆς ὁλης δραστηριότητας (Φυσικά, 201b 10-11). Τό παρά δέν ἔχει ὡστόσο μόνον χρονική διάσταση. Ἡ ἑτερότητα (ἕτερον, 1140b 5) ἀνάμεσα στό ποιεῖν καί τό ποιητόν εἶναι καί ὀντολογική: τό πρῶτο ἀντιστοιχεῖ στό ὑποκείμενο ἐνῶ τό δεύτερο, ἐφ’ ὅσον παραχθεῖ, οὔτε βρίσκεται πλέον μέσα στόν πράττοντα (ὅπως ἦταν ἡ ἀρχή τῆς ποιήσεως ὡς ἰδέα, 1140a 13-15) οὔτε καί ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτόν. Ἀντίθετα, στήν περιοχή τῆς ἠθικῆς πράξεως, τό τέλος βρίσκεται ἐντός της ἴδιας τῆς πράξεως καί χρονικά καί ὀντολογικά, ἀφοῦ τό τέλος δέν εἶναι παρά ἡ πρᾶξις ὡς εὐπραξία (1140b 6). To συμπέρασμα αὐτῆς τῆς σύντομης ἀνάλυσης τῶν ΗΝ διατυπώνεται μέ τρόπο ἀπόλυτο: πρᾶξις καί ποίησις ἀνήκουν σέ διαφορετικά γένη: οὔτε γάρ ἡ πρᾶξις ποίησις οὔτε ἡ ποίησις πρᾶξις ἔστιν (1140a 7-8). Αὐτή ἡ ἀμοιβαία ἐξαίρεση δείχνει ὅτι ἐδῶ ἀπεικονίζεται μία ὀντολογική διαφορά ἡ ὁποία δέν ἐπιδέχεται διαβαθμίσεις καί ἐπικαλύψεις. Ἄλλωστε διαπλέκεται μέ μιά σειρά ἀντιθετικῶν ζευγῶν πού παίζουν πρωταρχικό ρόλο στήν ἀριστοτελική ὀντολογία. Πρόκειται γιά τά ζεύγη κίνησις - ἐνέργεια, δύναμις - ἐνέργεια, αἱρετό καθ’ ἑαυτό - αἱρετό ἄλλου ἕνεκα. Τό πῶς τά τελευταῖα πλουτίζουν κάθε φορά τό νόημα τῆς διάκρισης ἀνάμεσα στήν τέχνην καί τή φρόνησιν θά τό δοῦμε στή συνέχεια.
Τό πρόβλημα συνίσταται στό ὅτι ἀπό τήν ἀσυμβατότητα τῆς τέχνης μέ τή φρόνησιν ἐκκινεῖ μιά σειρά ἑρμηνευτικῶν ἀποριῶν πού θέτουν σέ κίνδυνο τήν ἐσωτερική συνέπεια τῆς ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς. Καί τοῦτο στό μέτρο πού ἡ φρόνησις ἐμφανίζεται νά εἶναι ἐνίοτε οὐσιαστικά ὑπόλογη στό πρότυπο τῆς τέχνης. Σέ αὐτό τό πλαίσιο ἀναπτύσσονται μιά σειρά ἀπό ἑρμηνεῖες πού προσπαθοῦν νά διασφαλίσουν τήν αὐτοτέλεια τῆς φρονήσεως, διευκρινίζοντας ὅτι ἡ τελευταία α) οὔτε παραμένει στό ἐπίπεδο τῶν μέσων, β) οὔτε νοεῖ τό μέσον μέ τόν τρόπο πού τό κάνει ἡ τέχνη, οὔτε μπορεῖ νά μείνει ἀμέτοχη στόν καθορισμό τῶν στόχων τοῦ εὖ ζῆν ὁλως.[3]
Ἐγγράφουμε τή δική μας προσέγγιση στήν παραπάνω ἑρμηνευτική παράδοση.[4] Ὡστόσο, ἡ ἀσυνέπεια πού χαρακτηρίζει τήν ἀριστοτελική χρήση τῆς ἐν λόγω διάκρισης[5] μᾶς κάνει νά ἐπιζητοῦμε μιά νέα προσέγγιση τοῦ ζητήματος πού θά ἄρει τήν κατηγορία τῆς ἀσυνέπειας, τουλάχιστον σέ ὁρισμένα σημεῖα. Ἐκκινοῦμε ἀπό τήν ἁπλή διαπίστωση ὅτι κάθε φορά πού ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν τέχνην καί τή φρόνησιν νοεῖται ὡς διάκριση ὀντολογική, ὁποιαδήποτε ἐπικάλυψή τους γίνεται ἀδύνατη καί, ὅταν ὑποδήλωνεταί, ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά σέ ἀντίφαση. Δέν μπορεῖ ἡ πρᾶξις νά ἀλλάζει, ὀντολογικό τρόπο. Δέν μπορεῖ νά γίνει τέχνη ὅπως δέν μπορεῖ νά γίνει ἐπιστήμη. Τό νά νοῶ τό πρακτόν ὡς ποιητόν θά ἦταν ἐξ ἴσου παράλογο μέ τήν ὑπόθεση ὅτι τό πρακτόν μπορεῖ νά ἀποκτᾶ ἐνίοτε τόν τρόπο τῶν αἰώνιων ὄντων.
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ θέση μιᾶς ὀντολογικῆς διάκρισης στό ἐσωτερικό της ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς; Εἶναι βέβαια ἐμφανές ὅτι αὐτή ἡ ἠθική εἶναι ἀνθρωπολογική, δηλαδή ἐπιζητεῖ τήν κατανόηση τοῦ ὑποκειμένου ὡς ἠθικοῦ πράττοντος. Εἶναι ὅμως ἐξ ἴσου γνωστό ὅτι, σύμφωνα μέ τήν ἠθική μεθοδολογία, σκοπός τῆς ἠθικῆς καί σκοπός τῆς φρονήσεως δέν μπορεῖ νά εἶναι ἡ γνώση καθεαυτή ἀλλά μόνον ἡ ὀρθή πρᾶξις, μέ ἀποτέλεσμα ἡ πρακτική στοχοθεσία νά ἀναστέλλει τήν ἴδια τή θεωρητική ἀναζήτηση καί νά ἀρκεῖται σέ ὁ,τι ἔχει πρακτικό (ἠθικό) περιεχόμενο: ἐπεί οὖν ἡ παροῦσα πραγματεία οὐ θεωρίας ἕνεκά ἐστιν ὥσπερ αἱ ἀλλαι... ἀναγκαῖον ἐπισκέψασθαι τά περί τάς πράξεις, πῶς πρακτέον αὐτάς (1103b 26-32). Κάθε φορά λοιπόν πού ὁ Ἀριστοτέλης προβαίνει σέ ἕνα θεωρητικό ἀποκλεισμό ὅσων δέν συγκαταλέγονται στά πρακτά, ὑπονοεῖ ταυτόχρονα, ἔχοντας μάλιστα αὐτό ὡς πρωταρχικό του στόχο, ὅτι θά πρέπει ἡ πρᾶξις αὐτή καθεαυτή νά λαμβάνει ὑπόψη της τούς παραπάνω προσδιορισμούς. Γιά παράδειγμα, ἡ ἐξέταση τῆς σοφίας δέν δείχνει ἁπλῶς ὅτι ἡ φρόνησις δέν ἕνασχολεῖται μέ τό ἀεί ὄν ἀλλά ὅτι δέν πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τά ἠθικά ζητήματα σάν νά ἐπιδέχονταν καθολικούς κανόνες ἤ σάν νά διακρίνονταν ἀπό τόν αἰώνιο χαρακτήρα τῶν ἀεί ὄντων. Ἡ ἐπιμονή στό ἐπί μέρους δέν κινεῖται μόνον ἀπό τήν ἀνάγκη μιᾶς ὀντολογικῆς διάκρισης ἀπέναντι στή σοφίαν ἀλλά ἀπό τήν ἀνάγκη νά προσδιορισθεῖ ἡ ἴδια ἡ ἀρετή, ὁ τύπος τοῦ φρονίμου.
Μπορεῖ ἡ τέχνη νά ἔχει, ἀνάλογα, ἠθικό περιεχόμενο; Ὡς πρός τήν ὀντολογική της σύσταση αὐτό εἶναι ἀδύνατο. Ἡ τέχνη δέν μπορεῖ νά κριθεῖ μέ κριτήρια ἠθικά. Ὑπάρχει ὡστόσο μιά ἄλλη ἑρμηνευτική ὁδός πού φωτίζει μέ νέο φῶς τήν ἐπικάλυψη τέχνης καί ποιήσεως. Τό νά κρίνω τήν πρᾶξιν σύμφωνα μέ τό μοντέλο τῆς τέχνης θά μποροῦσε νά σημαίνει ὄχι ἕνα γνωστικό ὀλίσθημα, ἕνα κατηγορικό λάθος, ἀλλά μιά κρίση μέ ἠθικό βάρος. Μπορῶ νά πράττω συνειδητοποιώντας τήν ἴδια μου τήν πρᾶξιν ὄχι ὡς τέτοια, ὄχι σάν μιά ἐνέργειαν πού φέρει μέσα τῆς τόν ἴδιο της τόν στόχο, ἀλλά σάν μιά μορφή τέχνης, ποιήσεως, καί τό ἀποτέλεσμά της σάν κάτι ἀνεξάρτητο, σάν ἕνα ποιητικό ἔργο. Τό νά συλλαμβάνω, ὅμως, τήν πρᾶξιν μου ὡς ποίησιν, προσδιορίζει τήν ἴδια τήν ποιότητά μου ὡς ἠθικοῦ πράττοντος, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἡ ἀριστοτελική ἀρετή προϋποθέτει τή φρόνησιν, δηλαδή τήν κατανόηση τῶν ἀρχῶν πού διέπουν τά πρακτά, τήν κατανόηση τῆς ἰδιαίτερης φύσης τῶν ἠθικῶν προβλημάτων. Μέ τό νά ἀντιμετωπίζω τό πρακτόν ὡς ποιητόν προδίδω τελεία ἀπουσία φρονήσεως, δηλαδή ἠθικῆς αἴσθησης τῶν πραγμάτων καί τελικά ἀφαιρῶ τρόπον τινά, ἐξ ἀρχῆς, ὁποιοδήποτε χαρακτήρα ἠθικότητας ἀπό τήν πρᾶξιν ἤ ἀλλοιώνω ἀνεπανόρθωτα τόν προσανατολισμό της.[6] Ἀπό ἄλλη ὀπτική γωνία, ἡ ἀδυνατότητα διάκρισης ἀνάμεσα στήν πρᾶξιν καί τήν ποίησιν θά μποροῦσε νά σημαίνει ἀδυνατότητα κατανόησης τῶν πράξεών μου στήν προοπτική τοῦ εὖ ζῆν ὅλως, τή μόνη πού μπορεῖ νά τούς προσδώσει ἠθικό περιεχόμενο.[7] Ὁταν λοιπόν ἡ πρᾶξις γίνεται τέχνη δέν προκύπτει (ὀντολογική) ἀντίφαση ἀλλά κακή πρᾶξις. Αὐτό θά σήμαινε τελικά ὅτι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν πρᾶξιν καί τήν ποίησιν παύει νά εἶναι μόνον ὀντολογική καί ἀποκτᾶ, στό πλαίσιο τῆς ἠθικῆς, καί ἀξιολογική (ἠθική) διάσταση.
Τό νόημα αὐτῆς τῆς ὑπόθεσης ἐργασίας παραμένει ἀκόμη ἀσαφές. Θά ἐκπυχθεῖ ἐπαρκῶς στή συνέχεια μέσα ἀπό τό ἴδιο τό παράδειγμα τῆς φιλίας καί τήν κατάδειξη τῆς ὑφέρπουσας ἀρχῆς πού θέλει κάθε 'κακή’ μορφή φιλίας νά ἀνάγεται σέ μιά φιλίαν πού κατανοεῖ τόν ἑαυτό της ὡς ἕνα εἶδος ποιήσεως/τέχνης καί ὄχι ὡς πρᾶξιν, πόσο μᾶλλον ὡς εὐπραξία.
II
Ἄς θυμήσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἀρετή της φιλίας ἔχει τήν πρωτοκαθεδρία σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στή σχέση μας μέ τόν ἄλλον, ἀκόμα καί ἔναντι τῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἀρετῆς τῆς δικαιοσύνης. Ἀπαντώντας δέ στήν ἀρχική ἀμηχανία[8] πού προκαλεῖται ἀπό τήν αἰφνίδια ἀναφορά μας στή φιλίαν, ἄς ὑπογραμμίσουμε τρία στοιχεῖα πού ἀποδεικνύουν γιατί ἡ φιλία εἶναι ὁ κατ’ ἐξοχήν πρόσφορος τόπος γιά τή διερεύνηση τῆς θέσης τοῦ παρά στόν χῶρο τῆς ἠθικῆς πράξεως.[9]
α) Ἡ φιλία συγκαταλέγεται σέ αὐτό πού ὁ Ἀριστοτέλης ὀνομάζει ἐξωτερικά ἀγαθά καί ὡς τέτοια ὑπόκειται σέ ἕναν ὁριακό κίνδυνο. Μπορεῖ ἐξ ὁρισμοῦ νά ἰδωθεῖ ὡς ἕνα ἁπλό μέσο γιά τήν ἐξυπηρέτηση κάποιου σκοποῦ. Θυμίζουμε λοιπδν πώς τά ἐξωτερικά ἀγαθά χωρίζονται σέ ἀναγκαῖα γιά τήν ἀνθρώπινη εὐδαιμονία καί σέ ἄλλα πού δέν ἀποτελοῦν παρά χρήσιμα σύνεργα, ὄργανα (1099b 27-28). Οἱ φίλοι συγκαταλέγονται καί στίς δύο παραπάνω κατηγορίες, ἄν καί θά πρέπει μᾶλλον νά ἐννοήσουμε ὅτι μόνο καταχρηστικά μποροῦμε νά μιλήσουμε γιά φιλίαν στή δεύτερη περίπτωση. Τό βιβλίο I τῶν ΗΝ ἐξισώνει μέν ρητά τούς φίλους μέ ἕνα εἶδος ὀργάνου (1099b 1), τό βιβλίο IX, ὡστόσο, διευκρινίζει ὅτι ἡ φιλία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τήν εὐδαιμονία, ἀκόμα καί στήν περίπτωση τοῦ αὐταρκέστερου στά ἀνθρώπινα μέτρα ἀγαθοῦ. Εἶναι δέ γνωστό ὅτι τά δύο βιβλία πού ἐξετάζουν τή φιλίαν, ἐντοπίζοντας τήν κυριολεκτική της ἔννοια, δέν ἐπιτρέπουν σέ καμμιά περίπτωση τήν ταύτισή της μέ μέσον. Εἶναι ἀκόμα σημαντικότερο ὅτι καί ἡ ἐξέταση τῶν κατώτερων μορφῶν φιλίας (φιλία κατά τό ἡδύ καί κατά τό χρήσιμον) δέν ἐξαντλεῖται στήν ταύτισή τους μέ ἕνα ἁπλό σύνεργο. Σέ μιά τέτοια περίπτωση δέν θά μποροῦσε νά γίνει κἄν λόγος γιά φιλίαν, ὅπως διαφαίνεται ἀπό τή σχέση τῆς φιλίας μέ τήν τυραννία: ἐν οἶς γάρ μηδέν κοινόν ἐστι τῷ ἀρχόντι καί ἀρχομένῳ, οὐδέ φιλία (1161a 33-34). Καί καταλήγει τό κείμενο: τό δέ ὄργανον ἄψυχος δοῦλος. ᾞ μέν οὖν δοῦλος, οὐκ ἔστι φιλία πρός αὐτόν (1161b 5-6).
β) Ἡ φιλία προσφέρεται γιά τήν ἀνάλυση τοῦ παρά στό μέτρο ἀκριβῶς πού εἶναι πρός ἕτερον. Ἡ διπολικότητα τοῦ φιλεῖν καί τοῦ φιλεῖσθαι καί ἡ ἐμφάνιση μιᾶς πράξεως πού ὑπερβαίνει τόν κύκλο τοῦ ἐγώ καθιστοῦν ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσα τήν ἐφαρμογή τοῦ κριτηρίου τοῦ παρά, δηλαδή τῆς διάκρισης ποιήσεως/πράξεως. Ἄρκεῖ νά συλλογισθοῦμε ὅτι ἡ πρᾶξις μπορεῖ νά ὁρισθεῖ ὡς «ἐμμένουσα ἐνέργεια» (βλ. τή γαλλική ἀπόδοση 'activite immanente’), γιά νά κατανοήσουμε τήν ἀπορία πού δημιουργεῖται ἐνώπιον μιᾶς πράξεως πού εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ μή ἐμμενής, καθώς γίνεται ἕνεκα τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου, προσανατολίζεται πρός τόν ἄλλον. Δέν πρόκειται ἐδῶ γιά τή θύραθεν εἰσαγωγή μιᾶς σύγχρονης προβληματικῆς. Ὁ ἴδιος ὁ ὁρισμός τῆς φιλίας προβλέπει αὐτή τήν ἀναφορά: τῷ δέ φίλῳ φασί δεῖν βούλεσθαι τἀγαθά ἐκείνου ἕνεκα [(1155b 31-32), βλ. ἐπίσης 1157b 33,1159a 10, 1380b 36- 1381a 3].[10] Ἰδού τό δικό μας ἐρώτημα: δέν θά πρέπει νά ἐξετάσουμε τό ἐνδεχόμενο ἡ ἀρετή τῆς φιλίας ὡς πράξεως ἕνεκα τοῦ φίλου νά διασπᾶ τήν ἐμμένεια τῆς ἴδιας τῆς πράξεως ὡς ἐνεργείας; Ἤ, τουλάχιστον, δέν παρέχει ἡ φιλία τό ἰδανικότερο πλαίσιο ἐξέτασης τῆς ὑπαγωγῆς τῆς ἠθικῆς πράξεως στό κριτήριο τοῦ παρά;
γ) Ὑποστηρίζοντας ὅτι ἡ τέλεια φιλία εἶναι τέτοια στό μέτρο πού ὁρίζεται ὡς πρᾶξις, δηλαδή ὡς ἐνέργεια, δέν θέλουμε νά ἀγνοήσουμε τό ὅτι ὁρίζεται ταυτόχρονα ὡς ἀρετή ἤ τέλος πάντων ὡς κάτι πού ἔχει νά κάνει μέ τήν ἀρετή (ἀρετή τις ἤ μέτ’ ἀρετῆς, 1155a 4) καί συνεπῶς ὅτι σχετίζεται οὐσιωδῶς μέ τήν ἕξιν. Καί μάλιστα, ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης διακρίνει ρητά τή φιλία ὡς ἕξιν καί ὡς ἐνέργειαν: ὥσπερ δ’ ἐπί τῶν ἀρετῶν οἱ μέν καθ’ ἕξιν οἱ δέ κατ’ ἐνέργειαν ἀγαθοί λέγονται, οὕτω καί ἐπί τῆς φιλίας (1157b 6-8). Ὡστόσο, εἶναι προφανές ὅτι τά βιβλία τῶν ΗΝ πού ἀναλύουν τό πρόβλημα τῆς φιλίας τονίζουν τήν ἐκδήλωσή της ὡς ἐνέργειας. Πρός ἀποφυγή κάθε παρερμηνείας, ἄς σταθοῦμε στίς παρακάτω κοινῶς ἀποδεκτές θέσεις: α) ὁ Ἀριστοτέλης ἀναλύει τή φιλίαν κυρίως ὡς μιά μορφή τοῦ φιλεῖν, δηλαδή ἐνεργείας. Γιά αὐτό καί ἡ ἀναίρεση τοῦ στοιχείου τῆς ἐνεργείας, χωρίς νά καταλύει αὐτόματα καί τή φιλίαν, τήν ναρκοθετεῖ καί τήν καταδικάζει σιγά-σιγά στή λήθη (1157b 10-12). Στήν πραγματικότητα, ἐάν ἡ φιλία ὡς ἐνέργεια, δηλαδή γιά παράδειγμα ὡς συζῆν τῶν δύο φίλων, παύσει νά ὑφίσταται, δέν ὑπάρχει πλέον ἀληθινή φιλία, β) ἡ τέλεια φιλία μεγιστοποιεῖ αὐτό τό συστατικό του φιλεῖν (βλ. παρακάτω). Συνεπῶς ἡ περιπέτεια τῆς φιλίας ὡς ἐνεργείας εἶναι ταυτόχρονα καί ἡ μοίρα τῆς φιλίας καθεαυτῆς.
ΙΙΙ
Ὑπενθυμίζουμε τό ζητούμενο: τό στοιχεῖο τοῦ παρά ἔχει ἠθικό περιεχόμενο, μπορεῖ δηλαδή νά περιγράφει τήν ἠθική ποιότητα μιᾶς πράξεως. Στό ἐπίπεδο τῆς φιλίας, ἡ δομή τοῦ παρά ἀποτελεῖ τό τελικό κριτήριο διάκρισης τῆς φιλίας κάτ’ ἀρετήν ἀπό αὐτές κατά συμβεβηκός (τίς κατά τό ἡδύ καί τό χρήσιμον). Θά δειχθεῖ ὅτι οἱ δύο τελευταῖες φιλίες ὡς ἠθικές συμπεριφορές ἀπομακρύνονται ἀπό τήν ἀρετή καί τήν εὐπραξίαν, στό μέτρο πού αὐτοσυνειδητοποιοῦνται ὡς ἕνα εἶδος ποιήσεως.
1. α) [αἱ φιλίαι κατά τό ἡδύ καί τό χρήσιμον] κατά συμβεβηκός εἰσιν. Οὐ γάρ ᾖ ἐστίν οἷόσπερ ἐστιν ὁ φιλούμενος, ταύτῃ φιλεῖται, ἀλλ’ ᾖ πορίζουσιν οἱ μέν ἀγαθόν τι οἱ δ’ ἡδονήν (1156a 20)·
β) ἐπί τοσοῦτον γάρ εἰσιν ἡδεῖς ἐφ’ ὅσον ἐλπίδας ἔχουσιν ἀγαθοῦ (1156a 30-31)·
γ) ἐκείνων γάρ ἦσαν φίλοι. Ὧν ἀπολιπόντων εὔλογον τό μή φιλεῖν (1156b 4-5)·
δ) διά ταῦτα γάρ τῆς φιλίας οὔσης διάλυσις γίνεται, ἐπειδάν μή γίνηται ὧν ἕνεκα ἐφίλουν (1164a 9-11)·
ε) οἱ χρήσιμοι δέ καί οἱ ἡδεῖς ἐπί πλειον διαμένουσιν. Ἕως γάρ ἄν πορίζονσιν ἡδονάς ἤ ὠφέλειας ἀλλήλοις (1159b 12).
Ἡ βασική ἀριστοτελική ἰδέα εἶναι ὅτι αὐτές οἱ φιλίες δέν ἔχουν « χαρακτήρα, δέν ἔχουν τή μονιμότητα ἐκείνη πού ἀποτελεῖ σταθερό στοιχεῖο τῆς εὐδαιμονίας. Ὁλες οἱ παραπάνω παραπομπές φέρνουν, ὅμως, εἰδικότερα στήν ἐπιφάνεια τόν τρόπο παύσης μιᾶς φιλίας κατά τό ἡδύ ἤ τό χρήσιμον. Πρόκειται γιά τήν ἁπλή παρατήρηση ὅτι αὐτες οἱ φιλίες ἔχουν ἕνα χρονικό τέλος πού καθορίζεται ἀπό τή λήξη τοῦ κοινοῦ συμφέροντος, στή βάση τοῦ ὁποίου καί εἶχαν δημιουργηθεῖ. Συνήθως αὐτές οἱ προτάσεις νοοῦνται ἀρνητικά, μέ τήν ἔννοια ὅτι τό στοιχεῖο τοῦ συμφέροντος ἔχει ἀπολεσθεῖ καί ὅτι συνεπῶς ἡ φιλία καταστρέφεται ἐξ αἰτίας τῆς ἔλλειψης ὁποιουδήποτε ὀφέλους.
Ἡ θετική τους, ὡστόσο, ἀνάγνωση (ὅπως τήν ὑπονοοῦν ὅλα καί τήν ἐπεξηγοῦν τά δύο τελευταία ἀποσπάσματα) θά ἦταν πιό γόνιμη. Οἱ φιλίες αὐτές παύουν ἅπαξ τό ἔργο τους ὁλοκληρωθεῖ, δηλαδή ὅταν τό συγκεκριμένο ὄφελος πού ἀναμενόταν, ὁ λόγος πού τίς συντηροῦσε, γίνει πραγματικότητα. Μόλις ἐπιτευχθεῖ ὁ στόχος, δηλαδή τό συμφέρον, ἡ ἴδια ἡ πρᾶξις (φιλία) περατώνεται. Ὑπό αὐτήν τήν ἔννοια τό εὐμετάβολο δέν προκύπτει κατ’ ἀνάγκη ἀπό τή διάλυση ἀποτυχημένων φιλικῶν σχέσεων ἀλλά δηλώνει ὅτι αὐτή ἡ φιλία δέν ἔχει μέσα της τό τέλος τῆς κινήσεώς της, στοχεύοντας κάθε φορά σέ ἕνα ἐξωτερικό τέλος, στούς κανόνες τοῦ ὁποίου καί ὑπόκειται. Καθώς αὐτό τό τέλος, τό χρήσιμον, εἶναι ἀπό τή φύση του ἀσταθές καί σχετικό (1156a 22), ἀσταθής εἶναι καί ἡ φιλία.
Μποροῦμε νά περιγράφουμε τό ἴδιο πράγμα μέ ἕναν ἄλλον τρόπο. Τό τέλος τῆς φιλίας κατά τό χρήσιμον δέν εἶναι μόνον ἕνα χρονικό τέλος ἀλλά συνιστᾶ στήν οὐσία καί τή στιγμή τῆς ὁλοκλήρωσής της. Δηλαδή, πρίν τήν ἐπίτευξη τοῦ κοινοῦ συμφέροντος δέν ἔχει ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἐν λόγω φιλία, δέν ἔχει ἀποδειχθεῖ. Ἐάν κάποιος ἀπό τους φίλους δέν ἀποκτήσει αὐτό πού περίμενε ἀπό τή φιλική σχέση, τότε μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἡ τελευταία δέν ὑπῆρξε ποτέ. Μέ ἀλλά λόγια, ἡ φιλία προσμετρᾶται μέ βάση τήν ἴδια τήν παραγωγή τοῦ στόχου καί δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἐάν αὐτός ὑλοποιηθεῖ. Αὐτό δηλώνεται ἤδη στίς διατυπώσεις πού περιγράφουν τίς κατώτερες μορφές φιλίας: αὐτές οἱ φιλίες ὑφίστανται ᾖ πορίζουσιν οἱ μέν ἀγαθόν τι οἱ δ’ ἡδονήν (1156a 11-20). Τό τέλος πού περατώνει τή φιλία αὐτή εἶναι καί ἐκεῖνο πού γιά πρώτη φορά τήν ὁλοκληρώνει, πού ἀποτελεῖ τό μέτρο τῆς ἐμφἀνισής της.[11]
Ἕνα παράδειγμα θά κάνει σαφέστερη αὐτή τήν κατώτερη μορφή φιλίας. Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ἀναπτύσσεται μία φιλία ἀνάμεσα σέ ἕναν δάσκαλο καί τόν μαθητή του βασισμένη στό χρήσιμον, δηλαδή στήν ἀρχή ὅτι ἡ χρησιμότητα καί τό ἀγαθόν εἶναι ταυτόσημα. Ἄς ὑποθέσουμε ἐπίσης ὅτι αὐτή ἡ φιλία εἶναι εἰλικρινής, ὑπό τήν ἔννοια ὅτι καί οἱ δύο φίλοι δέν εἶναι φειδωλοί ὡς πρός τό φιλεῖν καί ὅτι δέν ὑπόσχονται νά προσφέρουν κάτι πού εἶναι ἀνίκανοι νά παράσχουν. Στό ἀρχαιο-ἑλληνικό πλαίσιο, ὁ δάσκαλος προσφέρει στόν μαθητή γνώση καί ὁ μαθητής, ὁ ὁποῖος κατανοεῖ τή γνώση ὡς κάτι χρήσιμο, ἀντιπροσφέρει στόν δάσκαλο ἡδονή. Αὐτό τό κλασσικό παράδειγμα ὡστόσο περιγράφει, μέ ἀριστοτελικούς ὅρους, μία κατώτερη μορφή φιλίας. Ἀπό τήν ὀπτική του τέλους της, τοῦτο σημαίνει: α) ὅταν ὁ μαθητής ἐκτιμήσει ὅτι ὁ δάσκαλός του δέν ἔχει τίποτε περισσότερο νά τοῦ διδάξει, θά εἶναι ‘ἠθικά’ ἐλεύθερος νά διακόψει τή φιλία τους, β) αὐτή ἡ ἀπόφαση (τό τέλος) δικαιολογεῖται παρά τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος ὁ δάσκαλος δέν ἄλλαξε καί παρά τό ὅτι συνεχίζει νά προσφέρει ὅ,τι ὑποσχέθηκε, γ) τό χρονικό σημεῖο τῆς παύσης τῆς φιλίας ἀποτελεῖ καί τήν πρώτη στιγμή πού ὁ μαθητής εἶναι σέ θέση νά συνειδητοποιήσει ἀναδρομικά τήν ποιότητα καί τό βάθος τῆς φιλίας, δηλαδή τήν ἔκταση τῆς χρησιμότητας καί τῆς ὑλοποίησής της.
Μά αὐτός ἀκριβῶς εἶναι ὁ ὁρισμός τῆς κινήσεως στό βιβλίο X τῶν ΗΝ: ἐν χρόνῳ γάρ πᾶσα κίνησις καί τέλους τινός, οἷον ἡ οἰκοδομική, καί τελεία ὅταν ποιήσῃ οὗ ἐφίεται (1174a 19-21). Ὁ ὁρισμός αὐτός ἔχει ὡς στόχο του τόν καθορισμό τῆς εὐδαιμονίας ὡς ἐνεργείας. Ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν κίνησιν/τέχνην καί τήν ἐνέργειαν/πρᾶξιν ἐπαναλαμβάνει τήν ἀνάλυση τῶν Μετά τά Φυσικά (1048b). Κάθε πρᾶξις εἶναι ἐνέργεια καί ἡ εὐδαιμονία, ὡς τέλος τῆς πράξεως, ὑφίσταται καί αὐτή ὡς ἐνέργεια. Οἱ κατώτερες λοιπόν φιλίες ἔχουν τή δομή πού ἔχει ἡ κίνησις καί ὄχι αὐτή τῆς ἐνεργείας, δέν μποροῦν ὡς ἐκ τούτου νά ἀξιώσουν ὅτι ἀποτελοῦν ἠθική πρᾶξιν, δηλαδή ἐνέργειαν, στή γνήσια μορφή της.
Ὑπό αὐτήν τήν ὀπτική, τό γεγονός ὅτι ἡ πρᾶξις τελειώνει μόλις ἐπιτευχθεῖ ὁ στόχος της (τέλος) δείχνει ὅτι βρισκόμαστε στό ἐπίπεδό της ποιήσεως, ὅπου ἡ πρᾶξις παύει νά ὑφίσταται ἀπό τή στιγμή (ἅμα) πού τό ἔργο πραγματοποιηθεῖ (Φυσικά, 201b 11). Ἡ φιλία νοεῖται δηλαδή ἐδῶ ὡς μία τέχνη πού «οἰκοδομεῖ» τό κοινό συμφέρον καί ἔχει ὡς τέλος της τό ἴδιο τό οἰκοδόμημα ἐνεργείᾳ. Νοεῖται καί ὡς κίνησις ἄν ἰδωθεῖ ὡς πρός τόν χρόνο τῆς τελειοποίησής της.
Ἡ ἀπόδειξη, συνεπῶς, τῆς κατωτερότητας αὐτῶν τῶν φιλιῶν μπορεῖ νά θεμελιωθεῖ στή βάση δύο ξεχωριστῶν προκειμένων, ἀπό τή μία πλευρά στήν παρατήρηση τῶν φαινομένων καί ἐνδόξων σχετικά μέ τή συμπεριφορά ὅσων προσμένουν ἀπό τή φιλία ἕνα συγκεκριμένο κέρδος, καί ἀπό τήν ἄλλη, στή θεμελιώδη διάκριση ἀνάμεσα στά ζεύγη: ποίησις/κίνησις καί πρᾶξις/ἐνέργεια. Στό μέτρο πού οἱ παραπάνω φιλίες δείχθηκαν νά ἀνήκουν μορφικά στήν κατηγορία τῆς ποιήσεως, ἡ ἴδια ἡ ἠθική τους ποιότητα ἔχει ἤδη ἀποφασισθεῖ.
Τελείως διαφορετική εἶναι ἡ περίπτωση παύσης τῆς φιλίας κατ’ ἀρετή. Ὁ Ἀριστοτέλης δέν ὑποπίπτει στό ὀλίσθημα νά θεωρήσει ἀδύνατη μιά τέτοια παύση, ὅπως ἴσως προδιαθέτει ἡ ἐπιμονή στή μονιμότητα τῆς φιλίας αὐτῆς. Τό βιβλίο IX, iii, πού ἀναπτύσσει τήν ἀπορία περί τῆς δυνατότητας διάλυσης μιᾶς τέλειας φιλίας, δείχνει καθαρά ὅτι ἡ διάλυση σέ αὐτήν τήν περίπτωση δέν σημαίνει ταυτόχρονα καί τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἐν λόγω φιλίας. Στήν πραγματική φιλίαν ἰσχύει λοιπόν ὅ,τι καί γιά κάθε ἐνέργειαν: ζεῖ κανείς τή φιλίαν ἐνεργείᾳ καί τήν ἔχει ἤδη ζήσει (βλ. 1048b). Ἡ διάλυση δέν ὀφείλεται στήν ἐπίτευξη ἐνος στόχου ἔξω ἀπό τήν ἴδια τήν πρᾶξιν ἀλλά στήν ἀλλοίωση τῆς ποιότητας τῆς ἴδιας της πράξεως, τῆς φιλικῆς σχέσης. Ὅταν, γιά παράδειγμα, ὁ φίλος καταντᾶ, μοχθηρός σέ τέτοιο βαθμό πού εἶναι ἀδύνατη ἡ ἴασή του, τότε δικαιούμαστε νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό αὐτόν: οὐ γάρ τᾦ τοιούτῳ φίλος ἦν. Ἀλλοιωθέντα οὖν ἀδυνατῶν ἀνασῶσαι ἀφίσταται (1165b 22-23). Τό ρῆμα ἀφίσταται δείχνει ὅτι ἡ διακοπή εἶναι τρόπον τινά βίαιη, ὅπως συμβαίνει καί μέ τήν ἴδια τήν εὐδαιμονία ὅταν διακόπτεται συγκρουόμενη μέ τήν τύχη, ἐναργές παράδειγμα τῆς ὁποίας εἶναι ἡ ἀπώλεια τῶν φίλων (1099b). Τό ἄδοξο αὐτό τέλος δέν καταστρέφει, ἄλλωστε, τήν ἀξία τῆς φιλίας πού ὑπῆρξε, ὡς ἐάν ἡ τελευταία νά ἔμεινε ἀνολοκλήρωτη, ἐνδεήης. Γιά αὐτό καί δέν πρέπει, συνεχίζει ὁ Ἀριστοτέλης, νά συμπεριφερόμαστε στούς πρώην φίλους σάν νά μήν ὑπῆρξαν ποτέ φίλοι μας (1665b 30-35).
2. α) [ἡ φιλία καθ’ ἑαυτήν] δοκεῖ δ’ ἐν τᾦ φιλεῖν μᾶλλον ἤ ἐν τᾦ φιλεῖσθαι εἶναι (1159a 27)·
β) φιλητικός δέ ὁ ἐν τῷ φιλεῖν χαίρων μᾶλλον ἤ τῷ φιλεῖσθαι, ἐκεῖνος δέ φιλούμενος μᾶλλον, [γιά τόν φιλητικό ἰσχύει ὅτι] ἔνεστι γάρ ἀνάγκη ἐνεργοῦντι. Τό μέν γάρ φιλεῖσθαι συμβεβηκός (1239a 28-32)·
γ) οἱ πολλοί δέ δοκοῦσι διά φιλοτιμίαν βούλεσθαι φιλεῖσθαι μᾶλλον ἤ φιλεῖν, διό φιλοκόλακες οἱ πολλοί (1159a 12-15).
Ἀρχικά ὁ Ἀριστοτέλης φαίνεται νά ἀναφέρεται σέ κάθε εἶδος φιλίας καί νά ἐπισημαίνει ὅτι ἡ φιλία ὡς τέτοια συνίσταται στήν ἐνέργειαν τοῦ φιλεῖν. Καί πράγματι μία τέτοια τοποθέτηση θά συνταίριαζε μέ τή βασική ἀρχή πού θέλει τή φιλίαν νά ὑπάρχει τοῦ φίλου ἕνεκα. Στήν ἴδια συνάφεια ἀνήκει καί ἡ προϋπόθεση τοῦ συζῆν, τῆς ἄμεσης ἐπαφῆς τῶν φίλων, ἀφοῦ καί αὐτή ἐξασφαλίζει στήν πραγματικότητα τό φιλεῖν ὡς ἐνέργειαν καί ὄχι ὡς ἁπλή διάθεση. Γιά αὐτό καί ἡ ἀπροσηγορία καταστρέφει τή φιλίαν, ἀφοῦ τήν ἀδρανοποιεῖ ὡς ἐνέργειαν (1157b 10-15). Παράλληλα, οἱ κατώτερες φιλίες προσκολλῶνται στό φιλεῖσθαι καί κατηγοριοποιοῦνται ὡς συμβεβηκός. Ἐξ ἄλλου παραπέμπουν στήν κολακεία, ἡ ὁποία εἶχε, ἤδη στό δεύτερο βιβλίο τῶν ΗΝ, ὁρισθεῖ ὡς τό κατώτερο ἄκρο, ὡς ἔλλειψη τῆς φιλίας. Τοῦτο σημαίνει ὅτι κάθε φορά πού ἡ φιλία βασίζεται στό φιλεῖν ὑποβιβάζεται ὡς φιλία καί τελικά ὡς ἠθική πρᾶξις. Καταδικάζεται ἐκ τῶν προτέρων ὡς κακία.
Εἶναι, βέβαια, προφανές ὅτι ἡ ταύτιση τῆς φιλίας μέ τήν ἐνέργειαν τοῦ φιλεῖν κυριολεκτεῖ μόνον στήν τέλεια φιλίαν. Ἐδῶ, μάλιστα, δέν πρέπει νά γίνεται λόγος γιά φιλεῖν καί φιλεῖσθαι. Αὐτή ἡ διχοτόμηση ἀνάμεσα σέ μιά ἐνέργειαν καί σέ ἕνα πάσχειν θά ἦταν ἤδη ὕποπτη. Στή φιλίαν κατ’ ἀρετή ἰδιάζει μόνον τό ζεῦγος φίλησις-ἀντιφίλησις, πού ἐξασφαλίζει τό ὅτι ἡ φιλική σχέση ἀναπτύσσεται σέ ὅλο της τό φάσμα στό ἐπίπεδό της ἐνεργείας.
Εἶναι ἄλλοοστε πρόδηλο, παρά τήν ἔλλειψη μιᾶς σαφοῦς διατύπωσης τοῦ Ἀριστοτέλη, ὅτι οἱ κατώτερες φιλίες δίδουν προτεραιότητα στό φιλεῖσθαι, καθώς ἐπικεντρώνουν τήν προσοχή τους στό ὄφελος πού θά προκύψει. Εἴδαμε μάλιστα ὅτι, ὅταν τό ἀναμενόμενο ὄφελος δέν ἀποκτηθεῖ ἤ ἀντιθέτως ὁλοκληρωθεῖ, αὐτές οἱ φιλίες διαλύονται. Καί ἡ γνωστή διατύπωση πού συνοδεύει σέ ὅλα τά ΗΝ αὐτές τίς φιλίες ([ὁ φίλος] ᾖ ἡδύς ἤ χρήσιμος) τό ἴδιο πράγμα ἐννοοῦσε. Αὐτές οἱ ποιότητες ἀφοροῦν τό φιλεῖσθαι ὡς ὄφελος πού λαμβάνεται (1156a 10). Στήν οὐσία, αὐτή ἡ προσέγγιση ἐπαναλαμβάνει τήν προηγούμενη παρατήρηση σχετικά μέ τή φιλία ὡς ποίησιν. Τό ὅτι ἡ φιλία αὐτή πραγματοποιεῖται μόνον ἐάν ὑλοποιηθεῖ τό κοινό συμφέρον σημαίνει ὅτι πραγματοποιεῖται μόνον ὅταν ἱκανοποιηθεῖ τό φιλεῖσθαι, τό πορίζεσθαι κάτι ὠφέλιμο. Τό πρόσθετο στοιχεῖο εἶναι ὅτι αὐτό τό ἔργο, ἡ ὑλοποίηση κάτι χρήσιμου, μεταθέτει τό νόημα τῆς φιλίας στό φιλεῖσθαι, στό εὖ πάσχειν.
2.2. ἡ φιλία ἡ πρώτη... τό ἔργον αὐτῆς ἐνέργεια, αὕτη δ’ οὐκ ἔξω ἀλλ’ ἐν αὐτῷ τῷ φιλοῦντι. Δυνάμεως δέ πάσης ἔξω, ἤ γάρ ἐν ἑτέρῳ ἤ ᾗ ἕτερον... τό μέν γάρ φιλεῖσθαι οὐ τόν φιλητόν ἐνέργεια (Ἠθικά Ἐνδήμεια [HE], 1237a 35-38).
Ἡ τέλεια φιλία ταυτίζεται μέ ἐνέργειαν καί ἀντιτίθεται στήν ἔννοια τῆς δυνάμεως. Ταυτόχρονα, ἡ ἐνέργεια ταυτίζεται μέ τό φιλεῖν, καί τό φιλεῖσθαι ὁρίζεται ὡς τό ἐνάντιο τῆς ἐνεργείας καί συνεπῶς φαίνεται νά ταυτίζεται μέ τήν ἔννοια τῆς δυνάμεως. Ἡ σαφῶς ἀποκλειστική ἀναφορά στήν πρώτη φιλίαν καθώς καί ὁ συλλογισμός πού ἀναπτύξαμε προηγουμένως μᾶς ὁδηγοῦν στίς ἑνότητες: πρώτη φιλία/φιλεῖν/ἐνέργεια, κατώτεραι φιλίαι / φιλεῖσθαι/δύναμις. Ὅμως, μιά τέτοια θέση μᾶς ἐπαναφέρει στήν ὁδό τῆς ἀρχικῆς μας ὑπόθεσης. Τό ἐμπειρικό δεδομένο (φαινόμενο) (σύμφωνα μέ τό ὁποῖο ὁ φίλος κατ’ ἀρετή ἑστιάζει τή συμπεριφορά του στό φιλεῖν ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες φιλίες στό τί θά καρπωθοῦν) λαμβάνει ἕνα ξεχωριστό ἠθικό περιεχόμενο, καθώς δείχνει ὅτι ἡ προτεραιότητα τοῦ φιλεῖσθαι, ὅταν παρ’ ἐλπίδα παρατηρεῖται, ὑπονομεύει τήν ἴδια τήν ἠθική ποιότητα τῆς φιλίας ὡς ἐνεργείας. Ὑπό μία ἔννοια, αὐτή ἡ προτεραιότητα τοῦ φιλεῖν καταδικάζει ἐκ προοιμίου καί κάθε φιλία πού περιλαμβάνει τό στοιχεῖο τῆς ὑπεροχῆς κάποιου ἐκ τῶν δύο φίλων (καθ’ ὑπεροχήν). Τό ὅτι ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μιά πραγματική φιλίαν, δηλαδή τό ὅτι τό κριτήριο δέν εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἠθική ἀξία τῶν φίλων, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ βαρύτητα δέν δίνεται πλέον στό φιλεῖν, ὅπως ταιριάζει σέ κάθε τέλεια φιλίαν, ἀλλά στό φιλεῖσθαι,, καθώς ὁ ὑπερέχων δικαιοῦται νά ἀξιώνει περισσότερη φιλίαν ἀπό ὅ,τι προσφέρει (11581) 25-26).
Τί θά σήμαινε, ὅμως, τό νά ὁρίσει κάποιος τή φιλίαν ὡς δύναμιν;
Πρίν ἀπαντήσουμε στό ἐρώτημα, ἄς ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ὅλη κλιμάκωση τῆς φιλίας πρός τήν τέλεια ἀρετή παρακολουθεῖ τήν ταύτισή της μέ τήν ἐνέργειαν. Εἰδικότερα, στήν ἀπορία γιά τό ἐάν ὁ αὐτάρκης ἄνθρωπος χρειάζεται φίλους, ἡ τελική ἀριστοτελική ἀπάντηση στηριζόταν στό ἐπιχείρημα ὅτι ἡ φιλία ὡς τέτοια ἐξασφαλίζει τό ἐνεργείᾳ τῆς εὐδαιμονίας. Ὅταν κάποιος διάγει τόν βίο του δίπλα σέ φίλους, ἡ ὅποια του πρᾶξις γίνεται εὐκολότερη καθώς οὐ γάρ ῥᾴδιον καθ’ αὐτόν ἐνεργεῖν συνεχῶς (1170a 7). Ἡ ἐμμένειαά τῆς πράξεως, πού θά κορυφωθεῖ στήν αὐτοσυνειδησία της (: αἰσθανόμενον ὅτι ἐστι, 1170a 31), δέν θίγεται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ φιλία ὡς τέτοια ἀναφέρεται σέ κάποιον ἄλλον καί δέν νοεῖται δίχως τήν ἀντιφίλησιν. Ἀκόμα καί ὡς πρός τόν ἄλλον, ἡ φιλική σχέση εἶναι μιά ἐνέργεια. Ὁ ἄλλος δέν προσφέρει τήν ἀντιφίλησιν ὡς ἕνα εἶδος ἀνταλλάγματος, οὔτε ἔχει νόημα νά μιλᾶμε ἐδῶ γιά τό φιλεῖσθαι ὡς κάρπωση κάποιας ὠφέλειας, ἀφοῦ εἴμαστε στό ἐπίπεδό της αὐτάρκειας. Ἐάν ὁ φίλος συνιστᾶ μιά 'πηγή εὐδαιμονίας’,[12] εἶναι στό μέτρο πού μᾶς προσφέρει τό θέαμα τῆς ἴδιας τῆς ἐνεργείας (θεωρεῖν δέ μᾶλλον τούς πέλας δυνάμεθα ἤ ἑαυτούς, 1169b 34-35), στό μέτρο πού προσαυξάνει τή δική μας αἴσθηση τῆς ἐνεργείας (συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καί τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν, 1170b 11). Ἡ φιλία εἶναι ἡ ὑπέρβαση τῆς ἐμμενείας τοῦ ὑποκειμένου καί ὁ Ἀριστοτέλης γνωρίζει ὅτι αὐτή ἡ προϋπόθεση εἶναι ὑποχρεωτική καί δέν ἀναιρεῖ τήν ἐμμένεια τῆς ἐνεργείας καθεαυτήν.
Τώρα γίνεται σαφές τό προηγούμενο ἐρώτημα. Ἡ φιλία ὡς δύναμις καταργεῖ τήν ἴδια τή φιλίαν ὡς ἠθική πρᾶξιν, δηλαδή ὡς ἐνέργειαν, στό μέτρο πού τήν ἐνδιαφέρει τό ἀποτέλεσμα τῆς φιλίας, ἔτσι ὅπως αὐτό συγκεκριμενοποιεῖται στό φιλεῖσθαι. Τήν ἐνδιαφέρει ποιά μεταβολή θά πραγματοποιηθεῖ στόν ἄλλον, ὡς πρός τή χρησιμότητα καί τό κέρδος, ἤ στόν ἴδιον χάρη στόν ἄλλον. Αὐτό πού ἐξορίζεται δέν εἶναι βέβαια ἡ ἴδια ἡ χρησιμότητα, ἀφοῦ καί ἡ τέλεια φιλία εἶναι καί ἡδεία καί χρήσιμη. Ἐξορίζεται ἡ χρησιμότητα ὡς δύναμις, ὡς κάτι πού θά ὑλοποιηθεῖ μέσα σέ κάτι ἄλλο, ὡς κάτι πού διαχωρίζει τή φιλική σχέση σέ ποίησιν καί ἐξωτερικό ἀποτέλεσμα (1046b 3-5). Γιά αὐτό καί ὁ Ἀριστοτέλης τονίζει ὅτι στίς κατώτερες φιλίες οἱ φίλοι δίδουν καί λαμβάνουν ἡδονές διαφορετικῆς ποιότητας (1157a). Γιά αὐτό καί ἐπιμένει ὅτι ἡ χρησιμότητα καί ἡ ἡδονή δέν προϋποθέτουν τό συζῆν, δηλαδή καί πάλι τό συναισθάνεσθαι. Γιά αὐτό καί ὁ,τι πορίζει ὁ φίλος δέν ἀποτελεῖ ἀναγκαστικά καί πηγή εὐχαρίστησης, δηλαδή ἐνεργείας, γιά τόν ἴδιον (1157b). Παντοῦ ἀναδύεται τό στοιχεῖο τῆς ἀσυνέχειας, στοιχεῖο διαμετρικά ἀντίθετο πρός τήν ὀντολογική σύσταση τῆς ἐνεργείας.
Ἀνάγοντας λοιπόν τή φιλία κατά τό χρήσιμον στό φιλεῖσθαι, ὁ Ἀριστοτέλης ἔχει δείξει πῶς αὐτό τό 'φαινόμενο’ τῆς ἀφαιρεῖ κάθε ἠθική σημασία στό μέτρο πού τήν ταυτίζει μέ δύναμιν, δηλαδή μέ μιά ποιητική ἄρχη μεταβολῆς.
2.3. ἀμφισβήτησιν δ’ ἔχει πότερα δεῖ τῇ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μετρεῖν καί πρός ταύτην ποιεῖσθαι τήν ἀνταπόδοσιν, ἤ τῇ τοῦ δράσαντος εὐεργεσίᾳα ἆρ’ οὖν διά μέν τό χρήσιμόν τῆς φιλίας οὔσης ἡ τοῦ παθόντος ὠφέλεια μέτρον ἐστίν... ἐν δέ ταῖς κατ’ ἀρετήν ἐγκλήματα μέν οὐκ ἔστιν, μέτρῳ δ’ ἔοικεν ἡ τοῦ δράσαντος προαίρεσις (1163a 10-23).
Τό χωρίο ἀναλύει τήν περίπτωση τῶν ἄνισων φιλιῶν καί τή δυνατότητα νά ἐπέλθει ἡ ἐπιδιωκόμενη ἰσότητα (ἰσάζειν). Τό κριτήριο αὐτό εἶναι διαφορετικό γιά τήν τέλεια φιλίαν καί τή φιλίαν μέ βάση τή χρησιμότητα. Στήν πρώτη, κριτήριο εἶναι ἡ προαίρεση καί κατ’ ἀκολουθία ἡ ἴδια ἡ πρᾶξις, δηλαδή ἡ ἐνέργεια. Στή δεύτερη, κριτήριο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ παθών. Τοῦτο σημαίνει, ὡστόσο, ὅτι ἡ δεύτερη νοεῖται ἀναγκαστικά ὡς κίνησις: ἡ φιλία, δηλαδή ἡ σχέση φιλεῖν-φιλεῖσθαι, ἑρμηνεύεται ὡς πάσχειν, καί δέν ἀντιμετωπίζεται πλέον ὡς ἐνέργεια. Στήν οὐσία ἡ σχέση φιλεῖν-φιλεῖσθαι γίνεται ἀνάλογη μέ τίς κινήσεις τοῦ τύπου διδάσκειν-μανθάνειν. Ὅπως ἐξηγοῦν τά Φυσικά, πρόκειται γιά κινήσεις ὅπου τό πάσχειν διατηρεῖ ἀκέραια τήν πρωτοκαθεδρία. Σέ κάθε κίνησιν ἰσχύουν τά ἑξῆς (202a 10 κ.ε.): α) ἐστίν ἡ κίνησις ἐν τῷ κινητῷ, δηλαδή ἡ κίνησις δέν εἶναι ἡ ἐνέργεια αὐτοῦ πού κινεῖ ἀλλά ἡ ἐντελέχεια τοῦ ἴδιου τοῦ κινητοῦ ὡς τέτοιου, β) ἡ κίνησις δέν εἶναι μιά σχέση διπλῆς κατεύθυνσης ἀνάμεσα στό κινοῦν καί τό κινητό, ἀλλά μιά σχέση ὅπου ἡ ποίησις ὑπάγεται οὐσιαστικά στό πάσχειν, δέν εἶναι παρά πρός ἐξυπηρέτησή του.[13] Κατανοοῦμε λοιπόν γιατί τό πάσχειν ὡς κριτήριο τῆς φιλίας τήν ταυτίζει αὐτόχρημα μέ μιά μορφή κινήσεως, ὅτι αὐτή ἡ ταύτιση καταργεῖ τήν ἴδια τή φιλίαν ὡς ἰσότιμη σχέση τῶν φίλων, μετατρέπει τό φιλεῖν σέ πρᾶξιν ὑπόλογη πρός τό φιλεῖσθαι (πού εἶναι ἐκ φύσεως, δηλαδή ὡς πάσχειν, συμβεβηκός). Γίνεται τώρα σαφές τί σημαίνει ἡ πρωταρχικότατα τοῦ φιλεῖσθαι καί πῶς ὑποτάσσεται σέ αὐτήν τό φιλεῖν ὡς ἐνέργεια. Καί διασαφηνίζεται παράλληλα ἡ ἀρχική θέση ὅτι οἱ κατώτερες φιλίες δέν ὁλοκληρώνονται παρά μόνον ἐάν πραγματοποιηθεῖ τό χρήσιμον ὡς τέτοιο, δηλαδή καί πάλι τό φιλεῖσθαι ὡς εὖ πάσχειν. Συνάγεται, λοιπόν, γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι ἡ ἐπιμονή στήν ἀνάλυση τῶν φαινομένων ὑποκρύπτει μιά θεωρητική στρατηγική: κάθε φορά πού καταδικάζεται μιά μορφή φιλίας, ἐξομοιώνεται μέ μιά μορφή κινήσεως/δυνάμεως.
3.3. οἱ δ’ εὖ πεποιηκότες φιλοῦσι καί ἀγαπῶσι τούς εὖ πεπονθότας... ὅπερ καί ἐπί τῶν τεχνιτῶν συμβέβηκεν. Πᾶς γάρ τό οἰκεῖον ἔργον ἀγαπᾶ μᾶλλον ἤ ἀγαπηθείη ἄν ὑπό τοῦ ἔργου ἐμψύχου γενομένου... τοιούτῳ δή ἔοικε καί τό τῶν εὐεργετῶν. Τό γάρ εὖ πεπονθός ἔργον ἐστίν αὐτῶν. Τοῦτο δή ἀγαπῶσι μᾶλλον ἤ τό ἔργον τόν ποιήσαντα... ἐνεργείᾳ δέ ὁ ποιήσας τό ἔργον ἔστι πώς. στέργει δή τό ἔργον, διότι καί τό εἶναι... καί ἡ μέν φίλησις ποιήσει ἔοικεν, τό φιλεῖσθαι δέ τῶ πάσχειν (1167b 30-1168a 20).
Αὐτό τό χωρίο λαμβάνεται συνήθως ὡς αὐτονόητο καί χρησιμοποιεῖται ἐν γένει ὡς ἀντιπροσωπευτικό της ἀριστοτελικῆς θεωρίας γιά τή φιλίαν, χωρίς κανέναν μάλιστα δισταγμό. Οἱ σχολιαστές ἐπικεντρώνουν τό ἐνδιαφέρον τους στήν ταύτιση τῆς φιλίας μέ τό φιλεῖν καί τήν ἐνέργειαν καί παραγνωρίζουν τή σκοτεινή πλευρά του πού εἶναι ἡ ἐξομοίωση τῆς φιλίας μέ τήν ποίησιν. Κι ὅμως θά ἔπρεπε νά μᾶς βάλει σέ ἀπορία τό γεγονός ὅτι ἡ φιλία ὡς ἠθική ἀρετή ταυτίζεται ἐδῶ μέ τό ἀκριβές ἀντίθετο κάθε πράξεως πού εἶναι ἡ ποίησις![14]
Καί πράγματι, τό παραπάνω χωρίο συνιστᾶ γιά τή δική μας ἑρμηνεία ἕνα ξαφνικό ἐμπόδιο πού δέν μποροῦμε νά παρακάμψουμε, θεωρώντας το ἁπλῶς σάν μιά μεταφορική διατύπωση. Ἀντίθετα, σπεύδουμε νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ταύτιση τοῦ φίλου μέ τό ἔργο τῆς ποιήσεως δέν μπορεῖ νά εὐσταθεῖ στό μέτρο πού ἐξανεμίζεται ἡ ἴδια ἡ ἀντιφίλησις (μιά δηλαδή ἀπό τίς οὐσιώδεις προϋποθέσεις τῆς φιλίας), ὅπως ὑπονοεῖ καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀριστοτέλης, καί τό κυριότερο, στό μέτρο πού προδιαγράφεται γιά τή φιλίαν ἕνα ἐξωτερικό τέλος, ἡ ὑλοποίηση τοῦ «ἔργου» της.
Ἄς παρακάμψουμε τίς παραπάνω παρατηρήσεις καί τή θεμελιώδη διάκριση πράξεως/ποιήσεως, καθώς μπορεῖ νά κατηγορηθοῦμε γιά λήψη τοῦ ζητουμένου. Στήν πραγματικότητα, αὐτό τό χωρίο μετατρέπει τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς ποιήσεως καί τοῦτο μέ δύο τρόπους. Ἀπό τή μιά πλευρά, ἡ ποίησις δέν ἐπικεντρώνεται πλέον στήν ὑλοποίηση τοῦ ἔργου ἀλλά στή διαδικασία αὐτή καθεαυτήν, τήν πρᾶξιν τοῦ ποιοῦντος. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ποίησις φαίνεται, τρόπον τινά, νά συνεχίζεται καί μετά τήν πραγμάτωση τοῦ ἔργου ὡς ἀγάπη καί στοργή γιά τό ἔργο (ἀγαπῶσιν, στέργει), ὡς ἱκανοποίηση πού προσφέρει ἡ θέα τοῦ ἔργου ὡς ἐνεργείᾳ ὄντός.[15] Καί οἱ δύο αὐτές διαφοροποιήσεις τείνουν νά κατανοήσουν τήν ποίησιν ὄχί ἁπλά ὡς παραγωγή ἔργου ἀλλά καί ὡς ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῇ αἱρετή καί συνεπῶς ὡς πρᾶξιν (ἡ παραγνώριση αὐτῆς της διάστασης ἀποτελεῖ μειονέκτημα τῆς ὀρθόδοξης ἀριστοτελικῆς σύλληψης τῆς ποιήσεως).
Καί αὐτή ἡ ἐπεξήγηση τοῦ χωρίου δέν ἱκανοποιεῖ, ὡστόσο, τή βαθύτερη πρόθεσή μας: πρέπει, νομίζουμε, νά συνειδητοποιηθεῖ ὅτι ἡ παροῦσα συζήτηση δέν ἀφορᾶ στήν ἴδια τή φιλίαν ἤ τουλάχιστον τήν τέλεια φιλίαν ἀλλά ἁπλῶς καί μόνο μιάν ἀρετή πού τῆς μοιάζει. Πράγματι, τό χωρίο ἀφορᾶ τήν εὐεργεσίαν, ἡ ὁποία οὐδόλως ὑπάγεται στήν ἀρετή της φιλίας.[16] Τοῦτο ἀποδεικνύεται, κατ’ ἀρχάς, ἀπό τή θέση τοῦ χωρίου: ἕπεται τῶν παραγράφων πού ἀπασχολοῦν τήν εὔνοια καί τήν ὁμόνοια ὡς κάτι πού φιλικῷ ἔοικεν (1166b 30), χωρίς νά συνιστᾶ ὅμως καί μορφή φιλίας. Κατά δεύτερο λόγο, εἶναι προφανές ὅτι ἡ εὐεργεσία ἐμπίπτει στόν χῶρο τῆς ἐλευθεριότητος (IV, I), ὅπου καί ἀναφέρεται ρητά (1120a 35), στή συνάφεια τῆς ἠθικῆς ἀξίας τοῦ εὖ ποιεῖν σέ σχέση μέ τό εὖ πάσχειν (1120a 12). Ἀπομακρύνεται δέ ἀπό τή φιλία ὅσο καί ἡ εὔνοια, στό μέτρο δηλαδή πού δέν περιλαμβάνει στό ἐσωτερικό της τήν ἀνάγκη της ἀντιφιλήσεως ἤ ἀκόμα καί τῆς προσωπικῆς σχέσης μέ τόν ἄλλον (1155b 33).
Εἴμαστε πλέον σέ θέση νά κατανοήσουμε, πίσω ἀπό τό γράμμα τοῦ κειμένου, τίς οὐσιώδεις σχέσεις πού ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια. Τά δύο δεδομένα πού φωτίσαμε (πρῶτον, τό ὅτι ἐδῶ ἡ φιλία τείνει νά ταυτισθεῖ μέ τήν ποίησιν καί, δεύτερον, ὅτι ἐδῶ δέν πρόκειται παρά γιά μία φιλίαν στήν ὁποία ἔχει ἀφαιρεθεῖ ἡ ἀντιφίλησις) πρέπει νά ἰδωθοῦν στήν ἑνότητά τους. Καί τότε προκύπτει τό ἑξῆς συμπέρασμα: κάθε φορά πού ἡ φιλία χάνει τήν ἀναφορά της στόν ἄλλον, τείνει νά χάσει καί τό ἠθικό της περιεχόμενο, δηλαδή τήν οὐσία της ὡς πρᾶξις, ἀφοῦ μετατρέπεται σέ ποίησιν. Καί ἡ ἀναφορά στόν ἄλλον αἴρεται ὅταν ὁ τελευταῖος νοεῖται ὡς παραχθέν ἔργον, ὡς ποιητόν. Διότι τότε ὁ ἄλλος παύει νά ἀποτελεῖ πηγή εὐδαιμονίας καί μετατρέπεται σέ ἀναπαραγωγή τοῦ ἑαυτοῦ μας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ ἀνάλυση τῆς αὐτάρκειας ὡς πρός τή φιλία ἀπέφυγε οἱοδήποτε ἐπιχείρημα πού νά ὑποστηρίζει ὅτι ὁ αὐτάρκης ἀναγνωρίζει στόν φίλο ἕνα ἔργο του. Καί τοῦτο διότι ἔπρεπε νά διαφυλαχθεῖ, πάσῃ θυσίᾳ, ἡ ἑτερότητα τοῦ φίλου.[17] Ἡ πιό εὔστοχη διατύπωση γιά τήν ἐξασφάλιση μιᾶς τέτοιας προϋπόθεσης εἶναι ἐκείνη τῶν HE: ὥσπερ αὐτός διαιρετός εἶναι ὁ φίλος (1245a 34-35). Τό ἀντίθετο αὐτῆς τῆς ἑτερότητας φανερώνεται μέσα ἀπό τή μεταφορά τοῦ χωρίου τῶν ΝΕ, στό σημεῖο πού τό ἔργο παρομοιάζεται μέ τέκνο (ὥσπερ τέκνα, 1168a 2-3), ὑπό τό νόημα ὅτι τό ἔργο ἤ ὁ εὐεργετηθείς εἶναι μέρος τοῦ ἴδιου τοῦ ποιοῦντος.
IV
Συμπέρασμα: Ἡ διάκριση ἀνάμεσα σέ πρᾶξιν καί ποίησιν δέν ἐνέχει μόνο ὀντολογική ἀλλά καί ἠθική-ἀξιολογική βαρύτητα, πράγμα πού διαφαίνεται στήν ἀριστοτελική ἀνάλυση τῆς φιλίας, καθώς οἱ μορφές της ἀντανακλοῦν ὅλες τίς πτυχές τῆς διάκρισης ἀνάμεσα στά ἐπίπεδα τῆς πράξεως/ἐνεργείας καί τῆς ποιήσεως/κινήσεως. Οἱ κατώτερες μορφές φιλίας ἀποδεικνύονται ὡς τέτοιες στό μέτρο πού παρουσιάζονται ὡς 'ποιητικές’.
Ἡ γονιμότητα τῆς παραπάνω θέσης, ἐφ’ ὅσον εὐσταθεῖ, θά κριθεῖ σέ δύο ἐπίπεδα. Πρῶτον, τό κατά πόσο ἡ ἀριστοτελική ἠθική, φαινομενικά περιγραφική καί ὑπόλογη στά ἔνδοξα, βασίζεται σέ μία κρυφή θεωρητική διάκριση, σέ ἕνα προ-ἀποφασισμένο κριτήριο, αὐτό τῆς διάκρισης ἀνάμεσα στήν πρᾶξιν καί τήν ποίησιν. Δεύτερον, τό κατά πόσον ἡ σύνδεση τῆς φιλίας μέ τήν πρᾶξιν καί ἡ 'ἠθική καταδίκη της’ ὅταν ταυτίζεται μέ τήν ποίησιν ἀνταποκρίνεται στό σύγχρονο αἴτημα τῆς ἐξωτερικότητας του ἄλλου, δηλαδή τῆς ἀπεξάρτησής του ἀπό τήν 'παραγωγή’ καί τήν ἐπιβολή τοῦ ἐγώ, καί τελικά στό αἴτημα τῆς ἐλευθερίας του. Ἀρκούμαστε γιά τήν ὥρα στήν ἐντύπωση ὅτι ἡ παραπάνω ἀνάλυση συνιστᾶ ἕναν πιθανό ὁδηγητικό μίτο πρός τή διπλή αὐτή προοπτική.
----------------------------------
[2] Ὅλοι οἱ ἀριστοτελικοί ὅροι παρατίθενται μέ πλάγια γράμματα.
[3] Βλ. ἀντιστοίχως: Pierre Aubenque, La prudence chez Aristole, PUF, Paris 1963, Hans-Georg Gadamer, Wahrheit und Methode, Mohr, Tubingen 1960.
[4] Ὅ τρόπος πού ἀντιμετωπίζουμε ἐδῶ τή διάκριση ἀνάμεσα στήν ποίησιν καί τήν πρᾶξιν παραπέμπει ἐμφανῶς σέ μιά συγκεκριμένη παράδοση ἑρμηνείας τῆς ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς, αὐτήν τῆς ἑρμηνευτικῆς-φαινομενολογικῆς φιλοσοφίας. Γιά αὐτό τόν λόγο θεωρήσαμε ἐπικίνδυνους τους συσχετισμούς μέ ἄλλες ἑρμηνεῖες τῆς διάκρισης αὐτῆς καί εἰδικότερα μέ αὐτήν τοῦ David Charles: Aristotle’s Philosophy of Action, Duckworth, London 1984.
[5] «Εἶναι κρίμα πού ὁ Ἀριστοτέλης συνέχεε συχνά τήν τεχνική πρᾶξιν μέ τήν ἠθική πρᾶξιν καί σκεπτόταν τήν πρᾶξιν σύμφωνα μέ τδ μοντέλο τῆς ποιήσεως» (Aubenque, ὅ.π., σ. 175).
[6] Ἡ συνεισφορά τῆς Μ. Nussbaum [The Fragility of Goodness, Cambridge University Press, Cambridge 1986) συνίσταται ἀκριβῶς σέ μιά τέτοια ἑρμηνεία τῆς ἀριστοτελικῆς ἠθικῆς. Ἔδειξε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἀναίρεσε τήν ἔννοια τῆς ἠθικῆς πράξεως πού βασιζόταν στόν πλατωνικό παραλληλισμό μέ τήν τέχνην. Ἀπό τή δική μας ὀπτική γωνία, ἡ ἑρμηνεία της μπορεῖ νά νοηθεῖ ὡς ἑξῆς: ἡ ὀντολογική διάκριση ἀνάμεσα στήν ποίησιν καί τήν πρᾶξιν δέν ἐνδιαφέρει τήν ἠθική. Αὐτό πού τήν ἐνδιαφέρει εἶναι τό νά μήν πράττω καί νά μήν ἀξιολογῶ τήν πρᾶξιν μέ κριτήρια πού τήν μετατρέπουν σέ ἕνα εἶδος τέχνης.
[7] Ἔτσι κατανοοῦμε τήν ἑρμηνεία τῆς Τ. Engberg-Pedersen, Aristotle’s Theory of Moral Insight, Clarendon Press, Oxford 1984, σ. 198-99.
[8] Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ περίπτωση τῆς φιλίας ἐχει χρησιμοποιηθεῖ καί πρός ἀπόδειξη τοῦ ἀκριβῶς ἀντίθετου ἐπιχειρήματος ἀπό τό δικό μας, αὐτοῦ πού ἐννοεΐ τήν ἀρετή ὡς ἕνα εἶδος τέχνης. Βλ. C. D. C. Reeve, Practices of Reason, Clarendon Press, Oxford 1995, σ. 173-183.
[9] Μέ μεγάλη ἔκπληξη ἀνακάλυψα τελευταῖα ὅτι αὐτό τό ὅλο ἐγχείρημα ἔχει προταθεῖ (ἐν παρόδφ) ὡς ὑπόθεση, χωρίς ὡστόσο καί νά ἀναλυθεῖ ἡ νά ἐπαληθευθεῖ, στό βιβλίο τῆς S. Stern-Gillet, Aristotle’s Philosophy of Friendship, State University of New York Press, Albany 1995, σ. 43.
[10] Βλ. John Μ. Cooper, «Aristotle on the Forms of Friendship», Review of Metaphysics 30/4 (1977), 619-648.
[11] Αὐτη ἡ μορφή φιλίας φαίνεται νά ἀντιφάσκει πρός τήν ἀριστοτελική ἔννοια τῆς ἡδονῆς ὡς ἄπειρης, κληρονομιά τοῦ πλατωνικοῦ Φιλήβου (53c-55c). Πράγματι, ἡ φιλία κατά τό ἡδύ ἐπιβεβαιώνει τό ἀντίθετο: αὐτές οἱ φιλίες ὑφίστανται καθ’ ὅσον χρόνο παρέχουν ἡδονή. Κι ὅμως δέν ὑπάρχει ἀντίθεση ἀνάμεσα στίς δύο θέσεις, δηλαδή τό ἄπειρό τῆς ἡδονῆς καί τόν πεπερασμένο χαρακτήρα τῆς φιλίας κατά τό ἡδύ. Ἡ φιλία αὐτή, μέ τό νά περατώνεται κάθε φορά ἀνάλογα μέ τήν ἐπίτευξη συγκεκριμένων στόχων, παρουσιάζεται σάν μιά ἄπειρη διαδοχή φιλικῶν σχέσεων, οἱ ὁποῖες ὡστόσο κατακερματίζουν τήν ταυτότητα τοῦ ὑποκείμενου: τό ὅτι ὁ φίλος παρουσιάζεται ᾖ ἡδύς ἤ χρήσιμος δέν σημαίνει ἁπλῶς ὅτι κατανοεῖ τήν ταυτότητά του σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς χρησιμότητας ἀλλά, ἐπί πλέον, ὅτι γίνεται κάθε φορά καί ἕνας ἄλλος ἀνάλογα μέ τήν ἡδονή ἤ τή χρησιμότητα στήν ὁποία κάθε φορά στοχεύει. Ἡ ἀπειρότητα τῆς φιλίας κατά τό ἡδύ ἀντανακλᾶται στό ὅτι μπορῶ νά ἔχω ταυτόχρονα πολλούς φίλους, δείχνοντας στόν καθένα καί ἕνα διαφορετικό πρόσωπο, δίχως νά ἔχω μιάν ὁρισμένη 'ἠθική ποιότητα’. Ὁ πεπερασμένος χρονικός χαρακτήρας τῶν ἐπί μέρους φιλικῶν σχέσεων στήν οὐσία ἐπιτείνει τά παραπάνω στοιχεῖα.
[12] Terence Η. Irwin, Aristotle’s First Principles, Clarendon Press, Oxford 1978, σ. 394,614.
[13] Walter Broker, Aristoteles, V. Klostermann, Frankfurt a.M. 1964, σ. 51-87.
[14] Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ Hanna Arendt πρόσεξε τή δυσκολία αὐτοῦ τοῦ χωρίου καί τή ριζική ὅσο καί ἀθέμιτη ταύτιση τῆς πράξεως μέ τήν ποίησιν πού ἐπιβάλλει ἡ περίπτωση τῆς εὐεργεσίας. Βλ. Ἡ ἀνθρώπινη κατάσταση, μτφρ. Στ. Ροζάνης - Γέρ. Λυκιαρδόπουλος, Γνώση 1986, σ. 268-269.
[15] Ὁ Ἀριστοτέλης ταυτίζει αὐτήν τήν ἀντίληψη (perceptio) μέ τήν ἡδονή. Βλ. David Bostock, «Pleasure and Activity in Aristotle’s Ethics», Phronesis 32/3 (1988), 251-272.
[16] Βλ. Max Solomon Schellens, Das sittliche Verhalten zum Mitmenschen im Anschluss an Aristoteles, Felix Meiner Verlag, Hambourg 1958, σ. 30-48.
[17] Ἡ ἑρμηνεία μας ἔρχεται σέ κάθετη ἀντίθεση μέ αὐτή τῶν: C. D. G. Reeve (δ.π., σ. 181) καί Ε. Millgram, «Aristotle on Making Other Selves», Canadian Journal of Philosophy 17 (1987), 361-376. Οἱ παραπάνω ἑρμηνεῖες καταλήγουν στήν οὐσία νά ταυτίζουν τήν πρᾶξιν καί τήν ποίησιν.