τὸν δ᾽ ἐπεὶ ἐξενάριξε ποδάρκης δῖος Ἀχιλλεύς,
στὰς ἐν Ἀχαιοῖσιν ἔπεα πτερόεντ᾽ ἀγόρευεν·
«ὦ φίλοι, Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ἐπεὶ δὴ τόνδ᾽ ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν,
380 ὃς κακὰ πόλλ᾽ ἔρρεξεν, ὅσ᾽ οὐ σύμπαντες οἱ ἄλλοι,
εἰ δ᾽ ἄγετ᾽ ἀμφὶ πόλιν σὺν τεύχεσι πειρηθέωμεν,
ὄφρα κ᾽ ἔτι γνῶμεν Τρώων νόον, ὅν τιν᾽ ἔχουσιν,
ἢ καταλείψουσιν πόλιν ἄκρην τοῦδε πεσόντος,
ἦε μένειν μεμάασι καὶ Ἕκτορος οὐκέτ᾽ ἐόντος.
385 ἀλλὰ τίη μοι ταῦτα φίλος διελέξατο θυμός;
κεῖται πὰρ νήεσσι νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος
Πάτροκλος· τοῦ δ᾽ οὐκ ἐπιλήσομαι, ὄφρ᾽ ἂν ἔγωγε
ζωοῖσιν μετέω καί μοι φίλα γούνατ᾽ ὀρώρῃ·
εἰ δὲ θανόντων περ καταλήθοντ᾽ εἰν Ἀΐδαο,
390 αὐτὰρ ἐγὼ καὶ κεῖθι φίλου μεμνήσομ᾽ ἑταίρου.
νῦν δ᾽ ἄγ᾽ ἀείδοντες παιήονα κοῦροι Ἀχαιῶν
νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἄγωμεν.
ἠράμεθα μέγα κῦδος· ἐπέφνομεν Ἕκτορα δῖον,
ᾧ Τρῶες κατὰ ἄστυ θεῷ ὣς εὐχετόωντο.»
395 Ἦ ῥα, καὶ Ἕκτορα δῖον ἀεικέα μήδετο ἔργα.
ἀμφοτέρων μετόπισθε ποδῶν τέτρηνε τένοντε
ἐς σφυρὸν ἐκ πτέρνης, βοέους δ᾽ ἐξῆπτεν ἱμάντας,
ἐκ δίφροιο δ᾽ ἔδησε, κάρη δ᾽ ἕλκεσθαι ἔασεν·
ἐς δίφρον δ᾽ ἀναβὰς ἀνά τε κλυτὰ τεύχε᾽ ἀείρας
400 μάστιξέν ῥ᾽ ἐλάαν, τὼ δ᾽ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
τοῦ δ᾽ ἦν ἑλκομένοιο κονίσαλος, ἀμφὶ δὲ χαῖται
κυάνεαι πίτναντο, κάρη δ᾽ ἅπαν ἐν κονίῃσι
κεῖτο πάρος χαρίεν· τότε δὲ Ζεὺς δυσμενέεσσι
δῶκεν ἀεικίσσασθαι ἑῇ ἐν πατρίδι γαίῃ.
405 Ὣς τοῦ μὲν κεκόνιτο κάρη ἅπαν· ἡ δέ νυ μήτηρ
τίλλε κόμην, ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην
τηλόσε, κώκυσεν δὲ μάλα μέγα παῖδ᾽ ἐσιδοῦσα·
ᾤμωξεν δ᾽ ἐλεεινὰ πατὴρ φίλος, ἀμφὶ δὲ λαοὶ
κωκυτῷ τ᾽ εἴχοντο καὶ οἰμωγῇ κατὰ ἄστυ.
410 τῷ δὲ μάλιστ᾽ ἄρ᾽ ἔην ἐναλίγκιον, ὡς εἰ ἅπασα
Ἴλιος ὀφρυόεσσα πυρὶ σμύχοιτο κατ᾽ ἄκρης.
λαοὶ μέν ῥα γέροντα μόγις ἔχον ἀσχαλόωντα,
ἐξελθεῖν μεμαῶτα πυλάων Δαρδανιάων.
πάντας δὲ λιτάνευε κυλινδόμενος κατὰ κόπρον,
415 ἐξ ὀνομακλήδην ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον·
«σχέσθε, φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε κηδόμενοί περ
ἐξελθόντα πόληος ἱκέσθ᾽ ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν·
λίσσωμ᾽ ἀνέρα τοῦτον ἀτάσθαλον ὀβριμοεργόν,
ἤν πως ἡλικίην αἰδέσσεται ἠδ᾽ ἐλεήσῃ
420 γῆρας· καὶ δέ νυ τῷ γε πατὴρ τοιόσδε τέτυκται,
Πηλεύς, ὅς μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε πῆμα γενέσθαι
Τρωσί· μάλιστα δ᾽ ἐμοὶ περὶ πάντων ἄλγε᾽ ἔθηκε.
τόσσους γάρ μοι παῖδας ἀπέκτανε τηλεθάοντας·
τῶν πάντων οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ
425 ὡς ἑνός, οὗ μ᾽ ἄχος ὀξὺ κατοίσεται Ἄϊδος εἴσω,
Ἕκτορος· ὡς ὄφελεν θανέειν ἐν χερσὶν ἐμῇσι·
τῶ κε κορεσσάμεθα κλαίοντέ τε μυρομένω τε,
μήτηρ θ᾽, ἥ μιν ἔτικτε δυσάμμορος, ἠδ᾽ ἐγὼ αὐτός.»
Ὣς ἔφατο κλαίων, ἐπὶ δὲ στενάχοντο πολῖται·
430 Τρῳῇσιν δ᾽ Ἑκάβη ἁδινοῦ ἐξῆρχε γόοιο·
«τέκνον, ἐγὼ δειλή· τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα,
σεῦ ἀποτεθνηῶτος; ὅ μοι νύκτας τε καὶ ἦμαρ
εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκεο, πᾶσί τ᾽ ὄνειαρ
Τρωσί τε καὶ Τρῳῇσι κατὰ πτόλιν, οἵ σε θεὸν ὣς
435 δειδέχατ᾽· ἦ γὰρ καί σφι μάλα μέγα κῦδος ἔησθα
ζωὸς ἐών· νῦν αὖ θάνατος καὶ μοῖρα κιχάνει.»
***
375 Αυτά ελέγαν κι έπειτα σιμά τον εκεντούσαν.
Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας
εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων,
αφού μας δώκαν οι Αχαιοί να πέσει αυτός ο άνδρας
380 που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος,
την πόλιν των ας ζώσομεν εμείς με τ᾽ άρματά μας
να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες.
Θ᾽ αφήσουν την ακρόπολιν τώρα που αυτός εχάθη
ή και χωρίς τον Έκτορα θ᾽ αγωνισθούν ακόμη.
385 Αλλά τι διελογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα;
Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ᾽ εκεί στες πρύμνες
ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω
ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου.
Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται
390 κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον.
375 Αυτά ελέγαν κι έπειτα σιμά τον εκεντούσαν.
Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας
εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην:
«Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων,
αφού μας δώκαν οι Αχαιοί να πέσει αυτός ο άνδρας
380 που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος,
την πόλιν των ας ζώσομεν εμείς με τ᾽ άρματά μας
να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες.
Θ᾽ αφήσουν την ακρόπολιν τώρα που αυτός εχάθη
ή και χωρίς τον Έκτορα θ᾽ αγωνισθούν ακόμη.
385 Αλλά τι διελογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα;
Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ᾽ εκεί στες πρύμνες
ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω
ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου.
Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται
390 κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον.
Τώρα, παιδιά των Αχαιών, ας γύρομε στα πλοία
με τούτον και ας σηκώσομε παιάνα νικηφόρον·
νίκην λαμπρήν επήραμεν· φονεύσαμεν τον θείον
Έκτορα, οπού τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες».
395 Αυτά ᾽πε κι έργ᾽ απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη·
των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρ᾽ από τες φτέρνες
ως τ᾽ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,
τον κρέμασε απ᾽ την άμαξαν να σέρνει το κεφάλι,
σήκωσε τα λαμπρ᾽ άρματα και ανέβη αυτός στ᾽ αμάξι,
400 και τα πουλάρια εράβδισε που πρόθυμα επετάξαν.
Σκόνην εσήκωνε ο νεκρός, και τα μαλλιά απλωμένα
στο χώμα και όλ᾽ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα,
που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια
να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.
405 Και άμ᾽ είδ᾽ εκεί να σύρεται στο χώμα το παιδί της
έβαλε τα ξεφωνητά και ανέσπα τα μαλλιά της
και την λαμπρήν μαντίλαν της επέταξε η μητέρα·
μ᾽ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλιν
όλος οδύρετ᾽, ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.
410 Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να ᾽τρωγαν οι φλόγες
με τούτον και ας σηκώσομε παιάνα νικηφόρον·
νίκην λαμπρήν επήραμεν· φονεύσαμεν τον θείον
Έκτορα, οπού τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες».
395 Αυτά ᾽πε κι έργ᾽ απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη·
των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρ᾽ από τες φτέρνες
ως τ᾽ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,
τον κρέμασε απ᾽ την άμαξαν να σέρνει το κεφάλι,
σήκωσε τα λαμπρ᾽ άρματα και ανέβη αυτός στ᾽ αμάξι,
400 και τα πουλάρια εράβδισε που πρόθυμα επετάξαν.
Σκόνην εσήκωνε ο νεκρός, και τα μαλλιά απλωμένα
στο χώμα και όλ᾽ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα,
που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια
να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.
405 Και άμ᾽ είδ᾽ εκεί να σύρεται στο χώμα το παιδί της
έβαλε τα ξεφωνητά και ανέσπα τα μαλλιά της
και την λαμπρήν μαντίλαν της επέταξε η μητέρα·
μ᾽ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλιν
όλος οδύρετ᾽, ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.
410 Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να ᾽τρωγαν οι φλόγες
πατόκορφα τα υψηλά πυργώματα της Τροίας·
και ο γέρος, εις τον πόνον του, να πεταχθεί και νά ᾽βγει
από τες πύλες ήθελε και μόλις τον κρατούσαν·
στην λάσπην εκυλίονταν, κατ᾽ όνομα καθέναν
415 παρακαλούσε κι έλεγε: «Όσο και αν μ᾽ αγαπάτε,
μη με κρατείτε, φίλοι μου, αφήσετέ με μόνον
να έβγω και να φθάσω εγώ στων Αχαιών τα πλοία·
στον άνδρα τον ανόσιον, τον άγριον, να προσπέσω,
ίσως τα χρόνια σεβασθεί και λυπηθεί το γήρας.
420 Ομήλικόν μου έχει αυτός πατέρα, τον Πηλέα
που τούτον γεννοανάστησε να γίνει συμφορά μας,
κι εμένα μάλιστα σκληρά τα σπλάχνα να πληγώσει,
που τόσα μου ᾽σφαξε παιδιά, περήφανα βλαστάρια.
Όλα τα κλαίγω αλλά του ενός δριμύς με σφάζει ο πόνος
425 του Έκτορος, και γρήγορα στον Άδη θα με φέρει·
να ᾽χε πεθάνει καν αυτός εις τες δικές μου αγκάλες,
και θα εξεθυμαίναμε στα δάκρυα, στους θρήνους,
εγώ και, οπού τον γέννησεν, η άμοιρη μητέρα».
Έλεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες
430 και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη:
«Τέκνον, τι έπαθα η πικρή! και ακόμη εγώ θα ζήσω
αφού μου απέθανες εσύ· που ημέρα νύκτα ήσουν
το ζηλευτό καμάρι μου, και οι Τρώισσες και οι Τρώες
σωτήρα σ᾽ είχαν και ως θεόν σε καλοδέχοντ᾽ όλοι·
435 ότ᾽ είχαν δόξαν από σε μεγάλην, όσο ακόμη
εζούσες, τώρα σ᾽ εύρηκεν ο θάνατος και η μοίρα».
και ο γέρος, εις τον πόνον του, να πεταχθεί και νά ᾽βγει
από τες πύλες ήθελε και μόλις τον κρατούσαν·
στην λάσπην εκυλίονταν, κατ᾽ όνομα καθέναν
415 παρακαλούσε κι έλεγε: «Όσο και αν μ᾽ αγαπάτε,
μη με κρατείτε, φίλοι μου, αφήσετέ με μόνον
να έβγω και να φθάσω εγώ στων Αχαιών τα πλοία·
στον άνδρα τον ανόσιον, τον άγριον, να προσπέσω,
ίσως τα χρόνια σεβασθεί και λυπηθεί το γήρας.
420 Ομήλικόν μου έχει αυτός πατέρα, τον Πηλέα
που τούτον γεννοανάστησε να γίνει συμφορά μας,
κι εμένα μάλιστα σκληρά τα σπλάχνα να πληγώσει,
που τόσα μου ᾽σφαξε παιδιά, περήφανα βλαστάρια.
Όλα τα κλαίγω αλλά του ενός δριμύς με σφάζει ο πόνος
425 του Έκτορος, και γρήγορα στον Άδη θα με φέρει·
να ᾽χε πεθάνει καν αυτός εις τες δικές μου αγκάλες,
και θα εξεθυμαίναμε στα δάκρυα, στους θρήνους,
εγώ και, οπού τον γέννησεν, η άμοιρη μητέρα».
Έλεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες
430 και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη:
«Τέκνον, τι έπαθα η πικρή! και ακόμη εγώ θα ζήσω
αφού μου απέθανες εσύ· που ημέρα νύκτα ήσουν
το ζηλευτό καμάρι μου, και οι Τρώισσες και οι Τρώες
σωτήρα σ᾽ είχαν και ως θεόν σε καλοδέχοντ᾽ όλοι·
435 ότ᾽ είχαν δόξαν από σε μεγάλην, όσο ακόμη
εζούσες, τώρα σ᾽ εύρηκεν ο θάνατος και η μοίρα».