ΧΡ. οἴσουσιν, ὦ τᾶν. ΑΝ. ἢν δὲ μὴ κομίσωσι, τί;
800 ΧΡ. ἀμέλει, κομιοῦσιν. ΑΝ. ἢν δὲ κωλύωσι, τί;
ΧΡ. μαχούμεθ᾽ αὐτοῖς. ΑΝ. ἢν δὲ κρείττους ὦσι, τί;
ΧΡ. ἄπειμ᾽ ἐάσας. ΑΝ. ἢν δὲ πωλῶσ᾽ αὐτά, τί;
ΧΡ. διαρραγείης. ΑΝ. ἢν διαρραγῶ δέ, τί;
ΧΡ. καλῶς ποιήσεις. ΑΝ. σὺ δ᾽ ἐπιθυμήσεις φέρειν;
805 ΧΡ. ἔγωγε· καὶ γὰρ τοὺς ἐμαυτοῦ γείτονας
ὁρῶ φέροντας. ΑΝ. πάνυ γ᾽ ἂν οὖν Ἀντισθένης
αὔτ᾽ εἰσενέγκοι· πολὺ γὰρ ἐμμελέστερον
πρότερον χέσαι πλεῖν ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας.
ΧΡ. οἴμωζε. ΑΝ. Καλλίμαχος δ᾽ ὁ χοροδιδάσκαλος
810 αὐτοῖσιν εἰσοίσει τι; ΧΡ. πλείω Καλλίου.
ΑΝ. ἅνθρωπος οὗτος ἀποβαλεῖ τὴν οὐσίαν.
ΧΡ. δεινά γε λέγεις. ΑΝ. τί δεινόν; ὥσπερ οὐχ ὁρῶν
ἀεὶ τοιαῦτα γιγνόμενα ψηφίσματα.
οὐκ οἶσθ᾽ ἐκεῖν᾽ οὕδοξε, τὸ περὶ τῶν ἁλῶν;
815 ΧΡ. ἔγωγε. ΑΝ. τοὺς χαλκοῦς δ᾽ ἐκείνους ἡνίκα
ἐψηφισάμεθ᾽ οὐκ οἶσθα; ΧΡ. καὶ κακόν γέ μοι
τὸ κόμμ᾽ ἐγένετ᾽ ἐκεῖνο. πωλῶν γὰρ βότρυς
μεστὴν ἀπῆρα τὴν γνάθον χαλκῶν ἔχων,
κἄπειτ᾽ ἐχώρουν εἰς ἀγορὰν ἐπ᾽ ἄλφιτα·
820 ἔπειθ᾽ ὑπέχοντος ἄρτι μου τὸν θύλακον,
ἀνέκραγ᾽ ὁ κῆρυξ· «μὴ δέχεσθαι μηδένα
χαλκοῦν τὸ λοιπόν· ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα.»
ΑΝ. τὸ δ᾽ ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῖς ὤμνυμεν
τάλαντ᾽ ἔσεσθαι πεντακόσια τῇ πόλει
825 τῆς τετταρακοστῆς, ἣν ἐπόρισ᾽ Εὐριπίδης;
κεὐθὺς κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην.
ὅτε δὴ δ᾽ ἀνασκοπουμένοις ἐφαίνετο
ὁ Διὸς Κόρινθος καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ οὐκ ἤρκεσεν,
πάλιν κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην.
830 ΧΡ. οὐ ταὐτόν, ὦ τᾶν. τότε μὲν ἡμεῖς ἤρχομεν,
νῦν δ᾽ αἱ γυναῖκες. ΑΝ. ἃς ἐγὼ φυλάξομαι,
νὴ τὸν Ποσειδῶ, μὴ κατουρήσωσί μου.
ΧΡ. οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι ληρεῖς. φέρε σὺ τἀνάφορον, ὁ παῖς.
***
ΧΡΕ. (πεισματικά)
Θα παραδώσουν. ΑΝΤ. (όμοια) Κι αν δεν παραδώσουν;
800 ΧΡΕ. Με το ζόρι! ΑΝΤ. Κι αν εμποδίζουν οι άλλοι;
ΧΡΕ. Ξύλο! ΑΝΤ. Κι αν είναι δυνατότεροί σας;
ΧΡΕ. Θα τα πετάξω αυτά και θα λακίξω.
ΑΝΤ. Θα σου τα πάρουν και θα τα πουλήσουν.
ΧΡΕ. Σκάσ᾽ επιτέλους! ΑΝΤ. Τί κι αν σκάσω, φίλε;
ΧΡΕ. Άγια δουλειά θα κάνεις! ΑΝΤ. Και πιστεύεις,
βαστάει η ψυχούλα σου να τα παραδώσεις;
ΧΡΕ. Παραβαστάει! Γιά κοίτα τους γειτόνους
που ερχόνται φορτωμένοι. ΑΝΤ. Και πιστεύεις
πως ο σπαγγοραμμένος και ζωχάδας
ο Αντισθένης θα δώσει; Προτιμά
να βγάζει τ᾽ άντερά του τριάντα μέρες
παρά να βγάλει απ ᾽το πουγκί δεκάρα.
ΧΡΕ. Σκασμός! ΑΝΤ. Κι ο χοροδιδάσκαλος Καλλίμαχος,
άψιλος πάντα, τί θα δώσει αυτός;
810 ΧΡΕ. Απ᾽ τον Καλλία τον Πλούσιο περισσότερα.
ΑΝΤ. Μωρ᾽ είσαι στα καλά σου να πετάς
ό,τι έχεις και δεν έχεις; ΧΡΕ. Όχι δα!
ΑΝΤ. Γιατί λες «όχι δα»; Σα να μη βλέπεις
τέτοιοι νόμοι να γίνονται συχνά.
Δε θυμάσαι το νόμο του αλατιού;
ΧΡΕ. Πάρα πολύ, γιατί δεν εφαρμόστηκε.
ΑΝΤ. Και κειόνε που λιγόστευε τ᾽ ασήμι
της μονέδας; ΧΡΕ. Καταστροφή μου εστάθη.
Πούλησα το μαξούλι τ᾽ αμπελιού μου
και γέμισα μπακίρες. Κι άμα πήγα
στην Αγορά, για να ψωνίσω αλεύρι,
820 δεν πρόφτασα ν᾽ ανοίξω το σακούλι μου
και τσίριξε ο τελάλης: «Δεν περνάνε
οι μπακίρες, μονάχα τ᾽ ασημένια».
ΑΝΤ. Και τώρα τελευταία δεν ορκιστήκαμε
να δώσουμε στην πόλη πεντακόσα
τάλαντα, το ᾽να τεσσαρακοστό μας;
Το ψήφισμα το σκάρωσε ο Ευριπίδης
κι όλοι τονε χρυσώνατε μ᾽ επαίνους.
Μα σαν καλοσκεφτήκατε το πράμα
και σας φάνηκε αγγούρι, τότες όλοι
με βρισιές κατραμώνατε τον άνθρωπο!
ΧΡΕ. Δεν είναι το ίδιο πράμα, παλικάρι μου.
830 Ετότες κυβερνούσαν οι άντρες, τώρα
τα θηλυκά. ΑΝΤ. Θα φυλαχτώ από δαύτα
να μη με κατουρήσουν. ΧΡΕ. Σαχλαμάρες!
(σ᾽ έναν από τους δούλους του)
Το δίζυγο φορτώσου να πηγαίνουμε.
800 ΧΡ. ἀμέλει, κομιοῦσιν. ΑΝ. ἢν δὲ κωλύωσι, τί;
ΧΡ. μαχούμεθ᾽ αὐτοῖς. ΑΝ. ἢν δὲ κρείττους ὦσι, τί;
ΧΡ. ἄπειμ᾽ ἐάσας. ΑΝ. ἢν δὲ πωλῶσ᾽ αὐτά, τί;
ΧΡ. διαρραγείης. ΑΝ. ἢν διαρραγῶ δέ, τί;
ΧΡ. καλῶς ποιήσεις. ΑΝ. σὺ δ᾽ ἐπιθυμήσεις φέρειν;
805 ΧΡ. ἔγωγε· καὶ γὰρ τοὺς ἐμαυτοῦ γείτονας
ὁρῶ φέροντας. ΑΝ. πάνυ γ᾽ ἂν οὖν Ἀντισθένης
αὔτ᾽ εἰσενέγκοι· πολὺ γὰρ ἐμμελέστερον
πρότερον χέσαι πλεῖν ἢ τριάκονθ᾽ ἡμέρας.
ΧΡ. οἴμωζε. ΑΝ. Καλλίμαχος δ᾽ ὁ χοροδιδάσκαλος
810 αὐτοῖσιν εἰσοίσει τι; ΧΡ. πλείω Καλλίου.
ΑΝ. ἅνθρωπος οὗτος ἀποβαλεῖ τὴν οὐσίαν.
ΧΡ. δεινά γε λέγεις. ΑΝ. τί δεινόν; ὥσπερ οὐχ ὁρῶν
ἀεὶ τοιαῦτα γιγνόμενα ψηφίσματα.
οὐκ οἶσθ᾽ ἐκεῖν᾽ οὕδοξε, τὸ περὶ τῶν ἁλῶν;
815 ΧΡ. ἔγωγε. ΑΝ. τοὺς χαλκοῦς δ᾽ ἐκείνους ἡνίκα
ἐψηφισάμεθ᾽ οὐκ οἶσθα; ΧΡ. καὶ κακόν γέ μοι
τὸ κόμμ᾽ ἐγένετ᾽ ἐκεῖνο. πωλῶν γὰρ βότρυς
μεστὴν ἀπῆρα τὴν γνάθον χαλκῶν ἔχων,
κἄπειτ᾽ ἐχώρουν εἰς ἀγορὰν ἐπ᾽ ἄλφιτα·
820 ἔπειθ᾽ ὑπέχοντος ἄρτι μου τὸν θύλακον,
ἀνέκραγ᾽ ὁ κῆρυξ· «μὴ δέχεσθαι μηδένα
χαλκοῦν τὸ λοιπόν· ἀργύρῳ γὰρ χρώμεθα.»
ΑΝ. τὸ δ᾽ ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῖς ὤμνυμεν
τάλαντ᾽ ἔσεσθαι πεντακόσια τῇ πόλει
825 τῆς τετταρακοστῆς, ἣν ἐπόρισ᾽ Εὐριπίδης;
κεὐθὺς κατεχρύσου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην.
ὅτε δὴ δ᾽ ἀνασκοπουμένοις ἐφαίνετο
ὁ Διὸς Κόρινθος καὶ τὸ πρᾶγμ᾽ οὐκ ἤρκεσεν,
πάλιν κατεπίττου πᾶς ἀνὴρ Εὐριπίδην.
830 ΧΡ. οὐ ταὐτόν, ὦ τᾶν. τότε μὲν ἡμεῖς ἤρχομεν,
νῦν δ᾽ αἱ γυναῖκες. ΑΝ. ἃς ἐγὼ φυλάξομαι,
νὴ τὸν Ποσειδῶ, μὴ κατουρήσωσί μου.
ΧΡ. οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι ληρεῖς. φέρε σὺ τἀνάφορον, ὁ παῖς.
***
ΧΡΕ. (πεισματικά)
Θα παραδώσουν. ΑΝΤ. (όμοια) Κι αν δεν παραδώσουν;
800 ΧΡΕ. Με το ζόρι! ΑΝΤ. Κι αν εμποδίζουν οι άλλοι;
ΧΡΕ. Ξύλο! ΑΝΤ. Κι αν είναι δυνατότεροί σας;
ΧΡΕ. Θα τα πετάξω αυτά και θα λακίξω.
ΑΝΤ. Θα σου τα πάρουν και θα τα πουλήσουν.
ΧΡΕ. Σκάσ᾽ επιτέλους! ΑΝΤ. Τί κι αν σκάσω, φίλε;
ΧΡΕ. Άγια δουλειά θα κάνεις! ΑΝΤ. Και πιστεύεις,
βαστάει η ψυχούλα σου να τα παραδώσεις;
ΧΡΕ. Παραβαστάει! Γιά κοίτα τους γειτόνους
που ερχόνται φορτωμένοι. ΑΝΤ. Και πιστεύεις
πως ο σπαγγοραμμένος και ζωχάδας
ο Αντισθένης θα δώσει; Προτιμά
να βγάζει τ᾽ άντερά του τριάντα μέρες
παρά να βγάλει απ ᾽το πουγκί δεκάρα.
ΧΡΕ. Σκασμός! ΑΝΤ. Κι ο χοροδιδάσκαλος Καλλίμαχος,
άψιλος πάντα, τί θα δώσει αυτός;
810 ΧΡΕ. Απ᾽ τον Καλλία τον Πλούσιο περισσότερα.
ΑΝΤ. Μωρ᾽ είσαι στα καλά σου να πετάς
ό,τι έχεις και δεν έχεις; ΧΡΕ. Όχι δα!
ΑΝΤ. Γιατί λες «όχι δα»; Σα να μη βλέπεις
τέτοιοι νόμοι να γίνονται συχνά.
Δε θυμάσαι το νόμο του αλατιού;
ΧΡΕ. Πάρα πολύ, γιατί δεν εφαρμόστηκε.
ΑΝΤ. Και κειόνε που λιγόστευε τ᾽ ασήμι
της μονέδας; ΧΡΕ. Καταστροφή μου εστάθη.
Πούλησα το μαξούλι τ᾽ αμπελιού μου
και γέμισα μπακίρες. Κι άμα πήγα
στην Αγορά, για να ψωνίσω αλεύρι,
820 δεν πρόφτασα ν᾽ ανοίξω το σακούλι μου
και τσίριξε ο τελάλης: «Δεν περνάνε
οι μπακίρες, μονάχα τ᾽ ασημένια».
ΑΝΤ. Και τώρα τελευταία δεν ορκιστήκαμε
να δώσουμε στην πόλη πεντακόσα
τάλαντα, το ᾽να τεσσαρακοστό μας;
Το ψήφισμα το σκάρωσε ο Ευριπίδης
κι όλοι τονε χρυσώνατε μ᾽ επαίνους.
Μα σαν καλοσκεφτήκατε το πράμα
και σας φάνηκε αγγούρι, τότες όλοι
με βρισιές κατραμώνατε τον άνθρωπο!
ΧΡΕ. Δεν είναι το ίδιο πράμα, παλικάρι μου.
830 Ετότες κυβερνούσαν οι άντρες, τώρα
τα θηλυκά. ΑΝΤ. Θα φυλαχτώ από δαύτα
να μη με κατουρήσουν. ΧΡΕ. Σαχλαμάρες!
(σ᾽ έναν από τους δούλους του)
Το δίζυγο φορτώσου να πηγαίνουμε.