«Ιστορικά είναι αμφίβολο ότι ο Ιησούς υπήρξε. Αλλά και να υπήρξε, το σίγουρο είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν» Μπέρτραντ Ράσελ (Βρετανός φιλόσοφος)
«Το να δεχόμαστε άκριτα την ιστορικότητα του Ιησού είναι σα να διυλίζουμε κώνωπες και να καταπίνουμε καμήλους»
Όσο κι αν φαίνεται απίθανο στον αδαή, το σύμβολο Χριστός, κατά τον πρώτο αιώνα, δε συνδέθηκε ποτέ με το όνομα Ιησούς. Δεκάδες προσωπικότητες που έγραφαν την περίοδο εκείνη και διαβάζονταν μανιωδώς, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεν αναφέρουν κουβέντα για τον Ιησού! Φιλόσοφοι σαν τον
Πλούταρχο, το Σενέκα και τον Επίκτητο που παραπέμπουν σε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες και ποιητές σαν το
Γιουβενάλη και τον Πετρώνιο που με τα ποιήματά τους τόσο πιστά προσεγγίζουν την ηθική παρακμή, τον εκφυλισμό και την καθημερινότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αγνοούν το όνομα αυτό, γιατί σε καμιά κίνηση δεν πρωτοστατεί κανένας Ιησούς και πουθενά δεν αναφέρεται. Ο τελευταίος, μάλιστα, υπηρετώντας επί Νέρωνα κυβερνήτης της Βιθυνίας, είχε την ευκαιρία από πρώτο χέρι, όχι μόνον να αναφέρει, αλλά και να καυτηριάσει σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις προκειμένου να παρουσιάσει ρεαλιστικότερα την καθημερινή ζωή της εποχής του.
Θεωρώντας ότι στο θέμα αυτό, τίποτα ουσιωδέστερο δε θα μπορούσε να ειπωθεί, ακόμα κι αν αναφέραμε δεκάδες τέτοια παραδείγματα, θα αναφερθώ απλά σε τρία ονόματα Λατίνων. Ενός πολιτικού συγγραφέα και δυο ιστορικών (α) που περισώζουν ψήγματα σχετικών μαρτυριών, για δεοντολογικούς και μόνο λόγους.
Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113) θετός γιος του Πλίνιου του πρεσβύτερου, ήταν Ρωμαίος συγγραφέας και συγκλητικός που έκανε χρέη αποικιακού κυβερνήτη, διοικώντας τη Βιθυνία του Πόντου, από το 111 μέχρι το 113. Σε μία επιστολή του, το 112, προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό ζητά οδηγίες μεταχείρισης για μία νεοεμφανιζόμενη ομάδα δεισιδαιμόνων. Η λέξη «Χριστιανοί» για πρώτη φορά στην ιστορία λανσάρεται! Μετά από τις ανακρίσεις που διενεργεί ο Πλίνιος, να τι γράφει ξανά στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
«Με διαβεβαίωσαν ότι το μόνο παράπτωμά τους ήταν αυτό. Οι Χριστιανοί συνήθιζαν να μαζεύονται μία ορισμένη μέρα πριν βγει ο ήλιος ψάλλοντας ο ένας μετά τον άλλον ύμνο στο Χριστό, σαν να είναι θεός. Μετά ορκίζονταν, όχι να κάνουν έγκλημα, αλλά ότι δε θα κλέψουν, δε θα ληστέψουν και δε θα μοιχεύσουν. Δεν απέμεινε πόλη ή κόμη ή ακόμα και αγρός, που να μην εισέδυσε το μόλυσμά της. Οι ναοί των θεών μας ερημώθηκαν και εδώ και καιρό δεν προσφέρονται θυσίες σε αυτούς». (β) Αν κι ο λόγος φαίνεται πολύ εγκωμιαστικός ενώ θα έπρεπε να δείχνει την ταραχή του ρωμαίου διοικητή, ζητώντας οδηγίες αντιμετώπισης από τον αυτοκράτορα, δε θα σταθούμε στις όποιες επεμβάσεις που μάλλον και εδώ έκανε κάποιος χριστιανός αργότερα. Προφανώς όπως αναφέρει και ο Τερτυλλιανός η σύγχυση του Ρωμαίου διοικητή οφειλόταν στην ταραχή του από το μεγάλο αριθμό των οπαδών, που θεωρήθηκε ανησυχητικός. (β)
Η απάντηση του Τραϊανού ήταν, αν και χωρίς να αναζητούνται (οι ένοχοι χριστιανοί) όταν συναντιούνται να τιμωρούνται αναλόγως! (γ) Η απάντηση αυτή, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο αναγνώστης, δε συνάδει με την ερώτηση του Πλίνιου. Αν έτσι απάντησε ο Τραϊανός κάτι περισσότερο επιλήψιμο πρέπει αρχικά να έγραφε, ο διοικητής του Πόντου, που
το χέρι του παραχαράκτη, φαίνεται, δεν ήθελε να μάθουμε. Επειδή όμως, ελλείψει άλλων στοιχείων, τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εικάσουμε, σε γενικές γραμμές, ίσως θα μπορούσαμε να δεχτούμε τη μαρτυρία αυτή σχεδόν γνήσια. Όμως ακόμα κι αν θεωρηθεί γνήσια εξ ολοκλήρου η επιστολή αυτή, δεν αναιρεί τίποτα απ’ ό,τι μέχρι στιγμής κάναμε δεκτό.
Το όνομα Ιησούς, η ιστορία, ακόμα και το 112, φαίνεται να το αγνοεί. Την εποχή αυτή, μάλλον, εμφανίζεται για πρώτη φορά το όνομα Χριστός, ονομάζοντας τους οπαδούς της κίνησης αυτής, Χριστιανούς. Η ιδιότητα του Μεσσία φαίνεται να βγήκε από την Παλαιστίνη μέσω της διασποράς των Εβραίων και ταυτίστηκε με τη λέξη Χριστός σαν προσιτή «εθνική» έκφραση.
Την εποχή εκείνη περίπου γράφουν δύο ακόμα Λατίνοι ιστορικοί,
ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος. Και οι δυο τους αναφέρονται στην πιο πάνω δεισιδαιμονία. Ο Τάκιτος (56-120) σπουδαίος ρήτορας και ιστορικός, φίλος και συμμαθητής του Πλίνιου του νεότερου, φέρεται να γράφει στα «Χρονικά» του μεταξύ άλλων και για το Νέρωνα τα εξής. «Η κοινή γνώμη κατηγορεί το Νέρωνα σαν αυτουργό της πυρκαγιάς. Για να κατασιγαστούν οι θρύλοι αυτοί ο Νέρων υπέδειξε άλλους σαν ενόχους επιβάλλοντας πρωτοφανείς ποινές σε εκείνους για τους οποίους η κοινή γνώμη μισούσε για τα βδελυρά τους έργα και τους ονόμαζε Χριστιανούς. Ο Χριστός από τον οποίο πήραν το όνομα τους, είχε εκτελεστεί από τον procuratorem (επίτροπο) Πόντιο Πιλάτο επί αυτοκρατορίας Τιβέριου. Η βδελυρή αυτή δεισιδαιμονία αρχικά ελεγχόταν στην Ιουδαία, αλλά ξέσπασε τώρα και στη Ρώμη, στην πόλη που όλα τα τρομερά και αισχρά πράγματα βρίσκουν πατρίδα. Άρχισε λοιπόν να συλλαμβάνει εκείνους που ομολογούσαν ένοχοι (χριστιανοί) και μετά με την υπόδειξη του πλήθους καταδικάζονταν όχι τόσο με την κατηγορία του εμπρησμού της πόλης, όσο με την κατηγορία του μίσους κατά της ανθρωπότητας.
Ο εμπαιγμός προστέθηκε στους θανάτους τους. Καλυμμένοι με τομάρια ζώων ξεσκίζονταν από τα σκυλιά ή καρφωμένοι σε σταυρούς ή καταδικασμένοι στην πυρά, καίγονταν σαν νυχτερινός φωτισμός όταν έφευγε το φως της ημέρας. Ο Νέρων πρόσφερε τους κήπους του για θέαμα παρουσιάζοντας αγώνα στον Ιππόδρομο ενώ ο ίδιος χάνονταν μέσα στο πλήθος ντυμένος Ηνίοχος ή κορδώνονταν πάνω σε άρμα. Γι αυτό ακόμα και για εγκληματίες που άξιζαν μία υποδειγματική τιμωρία τους έπρεπε κάποια συμπόνια, γιατί όπως φαίνεται δεν καταδικάζονταν εκείνοι για το κοινό καλό αλλά για να πληρωθεί η κακία ενός ανθρώπου». (δ)
Δεν είναι περίεργο, ο Τάκιτος, να πληροφορήθηκε από το φίλο του τον Πλίνιο γύρω από την κίνηση των νεοεμφανιζόμενων χριστιανών. Άλλωστε κι ο ίδιος το 112 ήταν ανθύπατος στη Μικρά Ασία. Όμως να συνδέει τους χριστιανούς με την εποχή του Νέρωνα, πρώτα-πρώτα δε θα τον τιμούσε σαν ιστορικό, τη στιγμή που κανένας ιστορικός δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Έπειτα, μία τέτοια πληροφορία, θα αντέφασκε φανερά με την πληροφορία του Πλίνιου, που γράφει για νεοεμφανιζόμενους χριστιανούς του δεύτερου αιώνα στην Μικρά Ασία. Πόσο μάλλον στη Ρώμη, μισό αιώνα νωρίτερα!
Ο Σουητώνιος ο έτερος ιστορικός, που φέρεται να έγραψε κι αυτός για τους Χριστιανούς, όπως επίσης και λίβελο ενάντια στο Νέρωνα, κάνοντας λόγο για την πυρκαγιά της Ρώμης, δεν την συνδέει με αυτούς. Επιχειρώντας μία αντιπαράθεση στοιχείων μεταξύ των Λατίνων ιστορικών, όπως κάναμε και μεταξύ του Ιώσηπου, του Ωριγένη και του Ευσέβιου, θα επιχειρήσουμε να βρούμε τη χρυσή τομή της αλήθειας.
Ο Σουητώνιος που έγραψε το 122 τη «Ζωή των Καισάρων» (De Vita Caesarum) γράφει συγκεκριμένα. «Επειδή οι Ιουδαίοι δημιουργούσαν συνεχώς ταραχές, με την υποκίνηση του Χρήστου, τους έδιωξε από τη Ρώμη». (ε) Επίσης. «…ένας άλλος νόμος προέβλεπε ποινές για τους χριστιανούς, μια παράνομη, θρησκευτικά και νομικά, θρησκευτική λατρεία». (στ) Συνηθίζοντας ο Σουητώνιος να αναμειγνύει παράλληλα με την ιστορική του διήγηση φήμες και διαδόσεις, δε φαίνεται να συνδέει την πυρκαγιά της Ρώμης με τους χριστιανούς.
Αν ο Τάκιτος πραγματικά είχε γράψει όλο εκείνο τον οχετό για το Νέρωνα, σίγουρα ο Σουητώνιος θα το είχε υπ’ όψιν του και σαν υλικό θα το αξιοποιούσε κατάλληλα. Άρα λοιπόν η νοθεία στον Τάκιτο έγινε μετά το 120, όταν ο ίδιος είχε πεθάνει και οι βιογραφίες των Καισάρων από το Σουητώνιο είχαν γραφτεί. Όμως το κείμενο εκείνο μας βάζει σε σοβαρές υποψίες.
Ποιος θα μπορούσε να είχε κάνει μία τέτοια νοθεία γράφοντας για παράνομες και βδελυρές πράξεις χριστιανών; Σίγουρα ο παρεμβολέας δεν πρέπε να ήταν χριστιανός. Αυτός που ήταν ικανός για κάτι τέτοιο έπρεπε να είχε μεγάλο μίσος, όχι μόνο για τους χριστιανούς αλλά και για το Νέρωνα και τέτοιος δεν μπορεί να ανήκε πουθενά αλλού παρά μονάχα στους Ιουδαίους! Γράφοντας, ο Τάκιτος, για την ενοχή τους, μετά την έρευνα που διενήργησε ο αυτοκράτορας, κάποιος ιουδαίος νόθευσε την πληροφορία, βάζοντας στη θέση των Ιουδαίων το όνομα των Χριστιανών, τη μισητή τους αίρεση, έτσι απλά και γρήγορα, όπως σπρώχνουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Έτσι απλά, σαν προβοκάτσια!
Συνηθισμένη συμπεριφορά και προσφιλής ιουδαϊκή τακτική η παραχάραξη της ιστορίας από τη φυλή αυτή. Όμως σαν βιβλιοθηκονόμος του Αδριανού, ο Σουητώνιος, έχοντας υπ’ όψιν τους διωγμούς των Εβραίων από τη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα, προφανώς έτσι ξερά αναφέρει το γεγονός, πράγμα που έκανε πολλούς χριστιανούς αργότερα να μπερδεύουν το όνομα των Ιουδαίων με τη δική τους θρησκεία. Χριστιανοί (ιουδαιοχριστιανοί τότε) και Ιουδαίοι πολλές φορές συγχέονταν, αφού αμφότεροι Εβραίοι ήταν, πιστεύοντας μάλιστα στον ίδιο Θεό. Η αναφορά του Σουητώνιου στο βιβλίο του Νέρωνα, κάνοντας λόγο για βδελυρές πράξεις, φαίνεται προκλητικά να αντλείται από την επιστολή του Πλίνιου, αφού
για τους Έλληνες και Ρωμαίους η πίστη στο χριστιανισμό ήταν μια παράνομη ενέργεια (βδελυρή πράξη) και γι αυτό μάλιστα αποκαλούσαν τους χριστιανούς άθεους. (ζ)
Όσο για την αναφορά στον «Κλαύδιο» αν δεν αναφέρεται σε κάποιο ντόπιο, ονόματι Χρήστο, (η) που υποκινούσε ταραχές, τότε όπως είπαμε αναφέρεται απλά και μόνο στους Ιουδαίους ταραξίες. Όπως και να έχει όμως,
το όνομα Ιησούς ήταν ανύπαρκτο ακόμα το 122 ή έστω η διάδοση του τόσο περιορισμένη που παραμένει ακόμα φωλιασμένη μέσα στα όρια της Ιουδαίας ή πέριξ αυτής. Αν όμως, ούτε σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε γνήσια την επιστολή του Πλίνιου, τότε ίσως ακόμα αργότερα, ο Χριστός σαν σύμβολο ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό Μεσσία και μέσω αυτού ο Ιησούς με το Χριστό.
Η μεγάλη διασπορά άλλωστε θα πραγματοποιηθεί μετά την ήττα του Μπαρ Κεχομπά το 135/136, σταθμό στην ιστορία του εβραϊκού έθνους, όταν ανάμεσα στους διεσπαρμένους ιουδαίους αναζητείται ο αποδιοπομπαίος τράγος για τον εξοβελισμό του από την Ιουδαία. Αναζητείται δηλαδή ο αμαρτωλός που σαν υπεύθυνος των γεγονότων, Ιουδαίοι και αιρετικοί (ιουδαιοχριστιανοί), εξορίστηκαν από την πατρίδα.
Πριν ακόμα χρισθεί Μεσσίας και «Γιος του άστρου» ο Μπαρ Κεχομπά από τους Ιουδαίους δεν υπήρχαν αντιζηλίες ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Ιουδαιοχριστιανούς, πέρα από τις διαφορές που έχουν δυο αντίθετα πολιτικά κόμματα. Όταν όμως η διασπορά πήρε διαστάσεις και οι Ιουδαίοι διώχτηκαν μακριά από την Ιουδαία αμφότεροι μπήκαν στη διαδικασία να αποδείξουν του λόγου το αληθές. Αληθές για τους Ιουδαιοχριστιανούς ήταν ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός Μεσσίας (Χριστός) που σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους.
Για τους Ιουδαίους όμως, που ο δικός τους Μεσσίας μπροστά στην ανωτερότητα των Ρωμαίων, φαινόταν τόσο μικρός και ψεύτικος, που πολεμώντας τους τα έχασε όλα και ο ίδιος σαν ποντικός πιάστηκε, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να συκοφαντήσουν τους ιουδαιοχριστιανούς που τους χρέωναν την τιμωρία της διασποράς.
Οι χριστιανοί οπαδοί, πρόβατα του Ιησού της αγάπης και τα έργα τους
Ο εσωτερικός εχθρός συνήθως είναι αισχρότερος από το βάρβαρο (εθνικό) γιατί συν τοις άλλοις, αποδεικνύεται και προδότης. Έτσι φάνηκαν οι Χριστιανοί στα μάτια των Ιουδαίων που ο πόλεμος εναντίον τους στην ουσία μόλις τότε άρχιζε. Για τους χριστιανούς, ο Μπαρ Κεχομπά πήρε τον τίτλο Μπαρ Κοζίμπα (Γιος του Ψεύδους) και
για τους Ιουδαίους, ο Ιησούς ήταν ο νόθος γιος μιας πόρνης, που την έδιωξε ο άνδρα της, ένας μαραγκός, σαν αντελήφθη ότι τον απατούσε με ένα στρατιώτη ονόματι Πάνθηρα! (θ) Οι Μεσσιανιστές, αυτοί δηλαδή που αργότερα ονομάστηκαν Χριστιανοί, έπρεπε τάχιστα να βρουν ένα ιστορικό άλλοθι για το δικό τους Μεσσία. Τότε ξεθάφτηκε ο ξεχασμένος Ιησούς, εκείνος ο επαναστάτης ζηλωτής που ξεσήκωνε τον κόσμο και διέδιδε πως ήταν απεσταλμένος του θεού. Μα ποιος απ’ όλους; Τι σημασία έχει!!!
Ο μύθος που κτίστηκε γύρω του, τον έκανε αγνώριστο! Είχε ζήσει πριν από έναν αιώνα σχεδόν, (ι) χρόνος προσιτός και ομιχλώδης, όπως πρέπει να είναι για κάθε μυθικό ήρωα, που αργότερα θα λαμπρύνουν οι επιτήδειοι και πλαστογράφοι της ιστορίας.
Αν οι χριστιανοί δε χρειάζονται κανένα στοιχείο για να αποδείξουν την ιστορικότητα του Ιησού, επειδή τους αρκεί η πίστη,
σε μας δεν αρκεί τέτοια παραλογική. Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, πιστεύουμε ότι η ιστορία είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας πραγματικών γεγονότων και όχι εγκεφαλική δραστηριότητα που παράγει μυθικά και σκόπιμα επινοήματα. Την ιστορία με τον Ιησού δεν μπορούμε να την κατατάξουμε παρά μονάχα στην
ιστορική μυθιστοριογραφία του παραδόξου και ίσως, ελλείψει ιστορικών στοιχείων, ούτε εκεί. Ο Ιησούς των ευαγγελίων βρίσκεται στην κυριολεξία μέσα στο θρύλο. Εμπνέεται από κάποιο ιστορικό γεγονός αλλά καταλήγει ένα μυθικό πρόσωπο ή επειδή οι υπέρζηλοι πιστοί του ήταν τόσο αφελείς ή επειδή η προφορική διάδοση και οι γραφτές διηγήσεις που ανεξέλεγκτα και με μυστικότητα διακινούνταν μεταξύ των οπαδών τους, δημιούργησαν αυτόν τον πραγματικό κυκεώνα! Ο Ιησούς των ευαγγελίων έκτοτε πλάθεται κατά τις επιταγές της επικρατούσας ανάμεσα στους οπαδούς του φιλοσοφίας, όπου τα αιώνια σύμβολα παίρνουν σάρκα και οστά.
Η τόσο αναμφισβήτητα διαδομένη προσωπικότητα του Ιησού των ευαγγελίων μπορεί να εκτυφλώνει με τη λάμψη της τους χριστιανούς μέσα από τα χιλιάδες συγγράμματα που γράφτηκαν γι αυτόν, στη διάρκεια 19 σχεδόν αιώνων, όμως στην ιστορία των πραγματικών γεγονότων τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Ο χριστιανισμός δε λάμπει από κάποια εξαίσια πνευματική προσωπικότητα, ας πούμε του Ιησού, αλλά
από την εξαίσια Ελληνική Φιλοσοφία που εκλεκτικά υιοθέτησαν οι επινοητές του. Αυτοί, με περίσσιο εγωισμό, σύμφωνα με την ιουδαϊκή συνήθεια, απέδωσαν τη σύλληψη της ιδέας σε κάποιο Ιησού, ιδέα που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με αυτό που θα δημιουργούσε αργότερα το χριστιανισμό. Όπως λέει και ο Κάουτσκυ
«τον χριστιανισμό μπορούμε να τον εξηγήσουμε χωρίς να αναφερθούμε στο πρόσωπο αυτό».[1] Πριν φτάσουμε όμως να συζητήσουμε ακριβώς αυτήν τη διάσταση προσώπων και πραγμάτων ας ανιχνεύσουμε την εποχή του Ιησού μέσα από τα ιστορικά δρώμενά της.
Μαρτυρεί άραγε κάποιο ιστορικό άτομο την ύπαρξή του;
Ένα πρόσωπο που ενσαρκώνεται τον Υιό του Θεού δε θα πέρναγε απαρατήρητο από κανέναν κάτοικο της γης, όσο και απομακρυσμένος κι αν ήταν από τον τόπο της ιεροφάνειας. Τα παράδοξα φυσικά γεγονότα και τα απίστευτα θαυματουργικά συμβάντα που λέγεται πως συνόδεψαν ολόκληρη τη διαδρομή της ζωής του,
χωρίς να καταγραφούν από κανένα ιστορικό, ακόμα και από τους σύγχρονους Ιουδαίους, μας βάζουν σε σοβαρές υποψίες.
Ο «συμπαντικός συναγερμός» κατά το Ματθαίο, με την εμφάνιση του άστρου πάνω από τη Βηθλεέμ κατά τη διάρκεια της γέννησής του, η συσκότιση του ήλιου, κατά το Μάρκο, σε ολόκληρη τη γη, στη διάρκεια του θανάτου του. Η Ανάσταση, κατά το Λουκά και η εμφάνισή του στους αγαπημένους του μαθητές, παρά την υπερβολή τους, συνοψίζουν με θαυμαστά γεγονότα τη ζωή του «θεανθρώπου», έτσι όπως αξίζει στον Υιό του Υψίστου να μνημονευτεί από τους ανθρώπους που τον πίστεψαν. Όμως όλα αυτά
βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας και του παραλόγου, για λόγους που δεν άπτονται, για την ώρα, με το θέμα μας.
Από την εποχή εκείνη περισσότερο αρμόδιος να καταγράψει τέτοια γεγονότα ήταν ο
Αλέξανδρος ο Μύνδιος (2) που σαν σύγχρονος
Charles Fort, σε ολόκληρη τη ζωή του τα κυνηγούσε. Τα βιβλία του είναι γεμάτα παράξενα φυσικά φαινόμενα και μυστήρια συμβάντα. Οι αναγνώστες των συνοπτικών ευαγγελίων θα απογοητευτούν, διαβάζοντας τον Αλέξανδρο Μύνδιο, γιατί στα γραφτά του δε θα βρουν τίποτα απ’ όσα «μνημονεύονται» στην Καινή Διαθήκη. Όπως θα απογοητευθούν και όσοι αναζητήσουν οτιδήποτε σχετικό στην πλούσια «Φυσική Iστορία» (Naturalis Historia)
του Πλίνιου του πρεσβύτερου, που έζησε από το 23 μέχρι το 79 όπου πέθανε από τις αναθυμιάσεις της έκρηξης του Βεζούβιου που παρακολουθούσε καταγράφοντας το συγκλονιστικό γεγονός.
Αλλά αν τέτοια συμπαντικά και παγκόσμια φαινόμενα του παραλόγου πέρασαν απαρατήρητα από τους ειδικούς συγγραφείς, τους κυνηγούς του παράδοξου που μια ζωή τα αναζητούσαν, διανοούμενοι Ιουδαίοι, φιλόσοφοι, κυνηγοί της ιεροφάνειας, όπως ήταν
ο Φίλων της Αλεξάνδρειας που έζησε ακριβώς εκείνη την εποχή στη μεγαλύτερη Ιουδαϊκή κοινότητα της διασποράς, θα έπρεπε κάτι να έχει ακούσει για τον Ιησού.
Ζώντας μία δωδεκάδα χρόνια πριν τη υποτιθέμενη γέννηση του Ιησού και πεθαίνοντας άλλα τόσα μετά από αυτόν, ο Φίλων ήταν ο πιο κατάλληλος για να επιβεβαίωνε την ύπαρξη του περιβόητου Ιησού. Όμως
κι αυτός την αγνοεί. Το ότι ζει στην Αλεξάνδρεια δε δικαιολογείται με κανένα τρόπο η άγνοιά του. Ο ίδιος άλλωστε θεωρεί την πόλη αυτή, με τον πολυάριθμο Εβραϊκό πληθυσμό πόλη εβραϊκή. Ο ίδιος ταξίδεψε στην Ιουδαία και αντιστρόφως ο Ιησούς, υποτίθεται, επισκέφτηκε την Αίγυπτο.(3) Στα τρία χρόνια που λέγεται ότι έμεινε εκεί, το νήπιο Ιησούς, έκανε σπουδαία θαύματα, αποκτώντας σύμφωνα με το απόκρυφο «Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας»(4) τους πρώτους πιστούς στην αλλοδαπή!
Αν ακόμα και
ο ανεψιός του Φίλωνα, ο Αλέξανδρος Τιβέριος(5) ανθύπατος του Ρωμαϊκού στρατού, που τον καιρό εκείνο πολεμούσε τα αντάρτικα κινήματα της Ιουδαίας(!) δεν είπε τίποτα στο θείο του για τον περιβόητο Ιησού, που υποτίθεται έπρεπε να συγκλονίζει την κοινή γνώμη στους κύκλους της Ιουδαίας μετά την «ανάστασή» του, τότε ίσως πουθενά αλλού δε θα έπρεπε να αναζητήσουμε ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξή του, παρά μονάχα στον κατ εξοχήν ιστορικό των Εβραίων Ιώσηπο και πουθενά αλλού.
Οι σημερινοί προστάτες του χθεσινού εγκλήματος της ιστορίας ας μην ξεσχίζουν τα ενδύματά τους, σαν τους παραδοσιακούς Ιουδαίους, ρίχνοντας στάχτη στα κεφάλια τους από τη οργή, αναζητώντας αποδείξεις στις πλάνες και νοθείες που η ιστορία ύπουλα διέσωσε μέχρι σήμερα. Οι «αποδείξεις» που πασχίζουν να μας μεταδώσουν από τις τάχα ιστορικές μαρτυρίες, ακόμα πιο πολύ ενοχοποιούν, σαν κάλπικες λίρες στο πουγκί του απατεώνα, τονίζοντας το δόλο και την απάτη.
Έτσι ακριβώς «λάμπει» η περίφημη
«Μαρτυρία του Φλάβιου»(6) που μέσα από τα είκοσι βιβλία των Αρχαιοτήτων του αφιερώνει μόλις
δέκα γραμμές για να περιγράψει ολόκληρη τη ζωή του Ιησού, όταν για άλλα και μάλιστα ασήμαντα θέματα, αφιερώνει σελίδες ολόκληρες. Πριν περάσουμε όμως στον Ιώσηπο, που στην κυριολεξία θα μονοπωλήσει την έρευνα μας, πρέπει να κάνουμε μία παρένθεση. Σαν τους μυθιστοριογράφους που ανακοινώνουν το θάνατο του ήρωα τους από την αρχή του βιβλίου και κατόπιν εξιστορούν τη ζωή και την κατάληξή του, έτσι κι εγώ από την αρχή θα ανακοινώσω το τελικό συμπέρασμα της έρευνας. Μετά, αναπτύσσοντας το θέμα και ερευνώντας τις βασικές μαρτυρίες, πρέπει να αποδείξω του λόγου το αληθές.
Θεωρώ ότι ο Ιησούς αν δεν ήταν πραγματικά, όπως φαίνεται, ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ήταν τόσο
ασήμαντο που κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ! Πρέπει όμως πάντα να έχουμε κατά νου ότι
Χριστός και Ιησούς δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Το πρώτο (Χριστός) είναι σύμβολο κι όχι πρόσωπο. Πρόσωπο γίνεται μόνον όταν ταυτίζεται με τον Ιησού, έναν Εβραίο επαναστάτη, αλλά αυτό γίνεται πολύ αργότερα, όπως θα δούμε πιο κάτω, τουλάχιστον ενάμιση αιώνα αργότερα από την υποτιθέμενη γέννησή του. Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις, ας επιστρέψουμε στη μαρτυρία του Ιουδαίου ιστορικού, ζώντας ηδονικά την πλοκή της έρευνας και την πλοκή της
ιστορικής πλαστογραφίας.
Η μαρτυρία αυτή που κατέστη τόσο δημοφιλής, εδώ και αιώνες που συζητείται, καθιστώντας τον Ιουδαϊκό ιστορικό έναν από τους βασικότερους μάρτυρες στην «υπόθεση αντιδικίας για την ύπαρξη του Ιησού», δεν ήταν δυνατόν να απουσιάζει από την έρευνα αυτή. Ας ξετυλίξουμε μαζί το νήμα του μυστηρίου, κάνοντας αρχή από την περιβόητη T.F. Να τι γράφει, κατά λέξη, ο Ιουδαίος ιστορικός. «Εκείνη την περίοδο περίπου, έζησε ο Ιησούς, ο σοφός άνθρωπος, αν βέβαια μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει άνθρωπο. Ήταν εκείνος που έκανε απίστευτα πράγματα και ήταν ο δάσκαλος ανθρώπων που δέχονται την αλήθεια ευχαρίστως. Προσέλκυσε πολλούς Ιουδαίους αλλά και πολλούς Έλληνες. Ήταν ο Χριστός. Όταν ο Πιλάτος, αφού άκουσε να τον κατηγορούν άνθρωποι που είναι επιφανέστεροι ανάμεσα μας, τον καταδίκασε να σταυρωθεί, εκείνοι που από την αρχή τον αγάπησαν δεν έπαψαν να τον αγαπούν. Διότι εμφανίστηκε σε αυτούς την τρίτη ημέρα αναστημένος, όπως οι προφητείες του Θεού το είχαν προφητέψει μαζί με πολλά άλλα θαυμαστά πράγματα γι αυτόν. Ενώ οι Χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν από αυτόν, δεν έχουν εξαφανισθεί μέχρι σήμερα».(7)
Η παρεμβολή(8) αυτή είναι τουλάχιστον αφελής. Ανόητη, ακόμα κι αν δεν είχαμε εκείνη την ατυχή για τους χριστιανούς αναφορά του
Ωριγένη. Πρώτα-πρώτα γιατί ο Ιουδαίος ιστορικός, που ήταν κι ιερέας, δε θα ανέφερε ποτέ τον Ιησού σαν Χριστό, πράγμα που προδίδει και την ταυτότητα του επίδοξου παρεμβολέα! Κάθε φορά που μιλά γι αυτούς τους επαναστάτες, ακόμα και αν οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Μεσσίες, ο Ιουδαίος ιστορικός τους αποκαλεί, αν όχι με το όνομά τους, τουλάχιστον με την ιδιότητά τους, όπως για παράδειγμα
ληστές κι απατεώνες. Άλλους αποκαλεί επίδοξους προφήτες κι αναφερόμενος στο λαό που ακολουθεί έναν τέτοιο «προφήτη» γράφει
«εκείνων που είχαν εξαπατηθεί από κάποιον που υποσχόταν σωτηρία». Ποτέ λοιπόν δε χαρακτηρίζει κάποιο Μεσσία ή Χριστό, έστω κι ειρωνικά! Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε στο πρόσωπο του Ιησού να δει ένα Μεσσία, δε θα του αφιέρωνε μόνο δέκα γραμμές, πράγμα που θα τον έκθετε όχι μόνο σαν ιερέα κι ιστορικό αλλά και σαν μάρτυρα.
Επίσης, η τελευταία πρόταση της T.F. προδίδει τη μεγάλη χρονική διαφορά που καλύπτει το χρόνο της παρεμβολής από το χρόνο που ο Ιώσηπος έγραψε την ιστορία του (93-94). Αν η μαρτυρία ήταν αληθής, ακόμα κι ο πιο αφελής χριστιανός, πριν τη Δύση του πρώτου αιώνα, δε θα έγραφε ότι «οι Χριστιανοί δεν έχουν εξαφανιστεί μέχρι σήμερα». Προφανώς η προσβολή του κειμένου έγινε πολύ αργότερα!
Πολλές παρατηρήσεις ακόμα θα μπορούσε να κάνει ο σχολαστικός ερευνητής, όπως λόγου χάριν ότι, ζώντας στη Ρώμη, σαν Ρωμαίος πολίτης ο Ιώσηπος, δεν ήταν δυνατόν να απευθύνει κατηγορία σε Ρωμαίο επίτροπο (procurator), τον Πιλάτο δηλαδή, για άδικη καταδίκη ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου χωρίς αιτιολογία, έστω για τους τύπους. Ο Ιώσηπος όμως και σε ένα σημείο ακόμα της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» αναφέρει τον Ιησού, αν και το θέμα του ήταν άλλο. Η πλάγια αναφορά, φαινομενικά δείχνει πιο ισχυρή, γιατί είναι φυσική. Γράφοντας λοιπόν για το γιο του Άνανου που λεγόταν κι αυτός Άνανος, σαν αρχιερέας συγκάλεσε δικαστήριο των Σανχεντρίν «και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, Ιάκωβο και μερικούς άλλους. Τους κατηγόρησε ότι είχαν παραβιάσει το νόμο και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό» (ο.π. Κ΄ IX 1).
Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι κι εδώ, αν δεν έχουμε μία παρεμβολή, έχουμε σίγουρα μια νοθεία με τη φράση «αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού». Πολλοί ερευνητές θεωρούν τη φράση αυτή γνήσια, αναφέροντας ότι ο Ωριγένης(9) τη γνώριζε, δηλαδή στην εποχή του στα γραπτά του Ιώσηπου ήταν γραμμένη έτσι, αλλά αποκαλώντας τον αδερφό του Ιάκωβου Ιησού «του λεγόμενου Χριστού» (δηλαδή αυτόν που κάποιοι τον έλεγαν Χριστό) θεωρούσε το χαρακτηρισμό ειρωνικό και γι αυτό λένε ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε. Αυτό είναι λάθος!
Ο Ωριγένης αγνοεί αυτή την περικοπή γιατί
απλούστατα δεν υπήρχε στα γραπτά του Ιώσηπου έτσι όπως την αποδίδει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία (Β΄ 23,20) όταν καταπιάνεται να μας πει για την άλωση της Ιερουσαλήμ. Στον αντιρρητικό του
«Κατά Κέλσου» γράφει «αυτά συνέβησαν στους Ιουδαίους κατ’ εκδίκηση του Ιάκωβου του δικαίου, ο οποίος ήταν ο αδελφός του Ιησού του λεγόμενου Χριστού επειδή αν και ήταν δικαιότατος τον σκότωσαν» (Ι 47). Όταν όμως ο Ευσέβιος μας λέει ότι γράφει ο Ιώσηπος, φράσεις που εμείς δεν γνωρίζουμε, σημαίνει ότι
το γραφτό του ήταν έρμαιο των πλαστογράφων της εποχής. Πρόσθεταν, παρέμβαλλαν, έκοβαν κι έραβαν, νοθεύοντας τα κείμενα κατά το πως βόλευε τον καθένα.
Όμως, αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι όταν ο Ωριγένης γράφει «Ηπίστει ο Ιώσηπος τω Ιησού Χριστώ»(10) ενώ είχε υπόψη του την πιο πάνω περικοπή του Ιώσηπου δεν σημαίνει πως κατάλαβε ότι o τελευταίος ειρωνεύεται αλλά ότι η εντύπωση της δυσπιστίας του για τον Ιουδαίο ιστορικό πρέπει να πήγασε από κάποια άλλη περικοπή, που έκδηλα φανερώνει και την απιστία του ιουδαίου ιστορικού. Ποια όμως; Η «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» όπως μας διασώθηκε μετά την Ευσεβίου εποχή μόνο την T.F. περιέχει. Αν η περικοπή αυτή υπήρχε στην «Αρχαιολογία» που διάβαζε ο Ωριγένης δε θα είχε αυτήν την εντύπωση για το συγγραφέα της! Αυτός που έγραψε την T.F. φαίνεται να πιστεύει πολύ. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι,
όχι μόνο το σύγγραμμα νοθεύτηκε, άλλα η νοθεία έγινε μετά το θάνατο του Ωριγένη.
Κανένας σοβαρός ερευνητής δεν παραδέχεται την T.F. σαν γνήσια μαρτυρία. Ηλίου φαεινότερον είναι ότι
η περικοπή εκείνη νοθεύτηκε από χέρι χριστιανού, που δεν άντεχε στην ιδέα, ο Ιώσηπος να μαρτυρά για τον Ιησού αρνητικά. Γκρεμίζονταν ο κόσμος του συθέμελα. Έτσι αποφάσισε να επέμβει για να … αποκαταστήσει την «αλήθεια».(11) Τι μπορούσε όμως να έγραφε εκείνη η περικοπή που δημιούργησε τόσο κακή εντύπωση στον Ωριγένη; Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα μόνον από υπαινιγμούς της Καινής Διαθήκης και απολογητικών κειμένων του πρώιμου χριστιανισμού, βγάζαμε το συμπέρασμα ότι
ο Ιησούς ήταν ένας από εκείνους τους επαναστάτες που ο Ιώσηπος αναφέρει σαν απατεώνες ή επίδοξους προφήτες. Δεν είχαν και άδικο όσοι το πίστευαν. Όμως στις αρχές του 20ου αιώνα μια αναπάντεχη ανακάλυψη έγινε.
Το 1906 ο καθηγητής θεολογίας
A. Berednts στο Ντόρπατ της Ρωσίας καταπιάστηκε με τη μετάφραση ενός νεοανακαλυφθέντος χειρογράφου, γραμμένο σε παλαιοσλαβική γλώσσα, που έφερε τον τίτλο
«Περί Αλώσεως Ιερουσαλήμ». Ο καθηγητής αναγνώρισε ότι το χειρόγραφο εκείνο πρέπει να ήταν αντίγραφο κάποιου συγγράμματος γραμμένου αρχικά σε αραμαϊκή γλώσσα. Μάλιστα διαπίστωσε ότι αναμφισβήτητα είχε το ύφος του Ιώσηπου. Ένα τέτοιο κείμενο πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας, μετά από δέκα εννέα αιώνες, δεδομένου ότι τα αντίγραφα που μέχρι τότε είχαμε στη διάθεσή μας,
ήταν γραμμένα στα Ελληνικά. Ο Ιώσηπος, αρχικά είχε γράψει το έργο του στα αραμαϊκά, για να τον διαβάσουν οι Εβραίοι και γι αυτό οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα παλαιότατο κείμενο σχεδόν δέκα εννέα αιώνων! Φυσικά
και αυτό υπέστη τη μαρτυρική χριστιανική επέμβαση, όμως η εποχή εκείνη δεν απαιτούσε ριζοσπαστική νόθευση. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε το αρχαϊκό του νόημα, αντιλαμβανόμενοι ακόμα και την επεμβατική γραφίδα του πλαστογράφου που το νόθευσε. Να τι έγραφε το περιβόητο εκείνο κείμενο.
«Ζούσε εκείνο τον καιρό ένας άνδρας, αν μπορούμε να τον πούμε άνδρα, που το σώμα και η μορφή του ήταν ανθρώπινα, αλλά το παρουσιαστικό του είχε κάτι παραπάνω από ανθρώπου. Βλέποντας τη μορφή του βέβαια δεν μπορώ να πω πως ήταν άγγελος. Όλα όσα έκανε τα έκανε με το λόγο και την προσταγή αόρατων δυνάμεων. Πολλοί δε έλεγαν ότι ήταν ο πρώτος νομοθέτης (ο Μωυσής δηλαδή) που αναστήθηκε και έτσι γιατρεύει αρρώστιες και κάνει θαύματα. Άλλοι πάλι πίστευαν πως είναι απεσταλμένος από το Θεό. Αν και πολλές φορές δεν τηρούσε τις πατροπαράδοτες διατάξεις του Σαββάτου και του Μωσαϊκού Νόμου. Τίποτα όμως αξιοκατάκριτο και παράνομο δεν έκανε, κι όλα όσα έκανε τα έκανε με τον προφορικό λόγο και μόνο. Πολλοί από το λαό που τον ακολούθησαν δέχτηκαν τη διδασκαλία του. Και ακόμα πιο πολλοί εκείνοι που ενθουσιάστηκαν πιστεύοντας ότι αυτός θα τους ελευθέρωνε από τα Ρωμαϊκά χέρια. Είχε δε τη συνήθεια να συχνάζει μπροστά από την πολιτεία, στο όρος των Ελαιών. Εκεί έκανε το θεραπευτή και από το λαό μαζεύτηκε γύρω του πολύς κόσμος.
Ακόμα κοντά του μαζεύτηκαν και εκατόν πενήντα δούλοι. Επειδή είδαν ότι είχε δύναμη και πως ό,τι ήθελε με το λόγο του το έκανε, τον προσκάλεσαν να μπει στην πόλη να σφάξει τους Ρωμαίους στρατιώτες και τον Πιλάτο και να γίνει βασιλιάς τους. Ύστερα, όταν το έμαθαν οι άρχοντες, έκαναν Συμβούλιο οι αρχιερείς και αποφάνθηκαν. Εμείς δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Ρωμαίους. Επειδή ωστόσο και εμείς κινδυνεύουμε, ας το αναφέρουμε στον Πιλάτο. Έτσι κανένας δε θα μπορεί να μας κατηγορήσει. Γιατί αν ο Πιλάτος μάθει από άλλους τη συνωμοσία και το Θεό μας θα χάσουμε και το κεφάλι μας και ο λαός του Ισραήλ θα εκπατριστεί. Έτσι πήγαν και τα είπαν όλα στον Πιλάτο. Αυτός έστειλε στρατό και σκότωσε πολλούς από τους επαναστάτες και το θαυματοποιό τον έπιασαν και τον έφεραν μπροστά του. Αφού δε τον ανέκρινε τον πήραν οι Ρωμαίοι και σύμφωνα με το νόμο τους, τον σταύρωσαν».(12)
Τώρα ξέρουμε περίπου τι θα μπορούσε να έγραφε εκείνη η αρχική μαρτυρία του Φλάβιου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στον Ωριγένη ότι «ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Ιησού». Η μαρτυρία αυτή μπορεί αρχικά να περιείχε το όνομα του Ιησού και απλά ο αντιγραφέας της, επιχειρώντας τη νοθεία, να το έκρυψε πίσω από την ανωνυμία κι αυτό γιατί είναι λίγο περίεργο ένας ιστορικός να κρύβει ένα όνομα από την ιστορία που γράφει, για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή μη.
Ανωνυμίες αυτού του είδους μυρίζουν έντονα νοθεία, ιδιαίτερα αν το χέρι που με δόλο επεμβαίνει στο κείμενο, επιδιώκει να κρύψει ένα όνομα, όπως στο ΙΗ΄ IV 1 των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων».(13)
Το σλαβενικό χειρόγραφο φαίνεται να απαντά σε μία σειρά ερωτημάτων που αρχικά θόλωναν την εικόνα, και να γιατί. Ο ιουδαίος ιστορικός, πραγματικά, δεν αναφέρεται στον Ιησού με την ιδιότητα του Χριστού (Μεσσία). Του αφιερώνει, εξαιρουμένης της σλαβενικής νοθείας,
τόσο χώρο όσο αναλογεί σε έναν επαναστάτη ζηλωτή, χωρίς να εκθέτει ούτε την ιεροσύνη του, ούτε τη συνέπεια που τον διακρίνει σαν ιστορικό. Σαν χειρόγραφο φαίνεται αξιόπιστο για το χρόνο που φέρεται πως γράφτηκε. Αιτιολογεί κάλλιστα το λόγο για τον οποίο ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού και τέλος όχι μόνο δείχνει αλλά και πείθει για το λόγο που ο Ωριγένης δυσανασχετεί για την απιστία του Ιώσηπου. Δε χρειάζεται να απορεί κανείς, γιατί ο απολογητής δε σχολίασε τη μαρτυρία αυτή, έτσι όπως την διάβασε τότε. Το να σχολιάσει ένα σαθρό για εκείνον επιχείρημα, όπως ήταν η επαναστατική ιδιότητα του Ιησού, που σαφώς απέδιδε στο φαρισαϊσμό του Ιώσηπου, δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Αρκούσε το σχόλιο στον Ιάκωβο που τον ανέφερε ειρωνικά για τη δήθεν χριστότητα του Ιησού. Αλλά κι αν τελικά κάτι έγραψε, ποιος πιστεύει, μετά απ όλες αυτές τις νοθείες ότι και ο Ωριγένης θα έμενε αλώβητος από τη γραφίδα κάποιου ελεεινού παραχαράκτη;
Γιατί όμως, εύγλωττα θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς,
η αναφορά στον αδερφό του Ιάκωβου, τον Ιησού το λεγόμενο Χριστό, έτσι όπως την διάβασε ο Ωριγένης ή ο Ευσέβιος ή ακόμα κι εμείς θα μπορούσε να την εκλάβει κανείς σαν ανόθευτη και όχι σαν παρεμβολή όπου θα αποδείκνυε ότι, ιστορικά, ο Ιησούς ήταν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο; Η εκδοχή αυτή είναι πολύ πιθανή και τη δέχονται αρκετοί ερευνητές όπως ο Bruno Bauer, Albert Kalthoff, John Robertson, Arthur Drews και πολλοί άλλοι.
Όμως η εκδοχή του ιστορικά υπαρκτού προσώπου,
παρά την ασημαντότητά του, γίνεται αποδεκτή γιατί απαντά και σε μία σειρά άλλων ερωτημάτων που λογικά εμφανίζονται στο δρόμο της έρευνας. Θεωρώντας ότι μικρή μόνο διαφορά μπορεί να έχει η μία εκδοχή από την άλλη, αφού ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο πρόσωπο, εκείνοι
οι Εβραίοι που σκέφτηκαν να χαλκεύσουν την ιστορία, κατά τη συνήθεια που τους διακρίνει, επιδεικνύοντας ένα δικό τους άνθρωπο, από τη δική τους φυλή, σαν Χριστό (Μεσσία) που ανέμεναν όλοι οι λαοί, πάλι έναν «Ιησού» θα διάλεγαν, Ζηλωτή, με επαναστατική ιδεολογία και ήρωα σαν το γιο του Ναυή, κτυπώντας το ιουδαϊκό κατεστημένο και καινοτομώντας στα έθνη, ανοίγοντας νέους δρόμους για την ανάδειξη της «εκλεκτής φυλής».
«Η ιστορική πορεία του ανθρώπου, προς τη γνώση και την επιστήμη, μετά τη βίαιη αποκαθήλωση της Ελληνικής Φιλοσοφίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρξε μαρτυρική και επώδυνη. Η βία της εξουσίας (πολιτική και θρησκευτική) τα βασανιστήρια και οι θανατικές καταδίκες, για τη δόξα του Θεού, εκμηδένισαν και εξευτέλισαν τον άνθρωπο.
Ο Ανθρωπισμός, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός είναι το τρίπτυχο της νέας εποχής, που ανασύροντας από το μεσαιωνικό χρονοντούλαπο τις χαμένες ανθρώπινες αξίες, οδήγησε την ανθρωπότητα και πάλι στην κατάκτηση της φύσης και στην κοινωνική πρόοδο» από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
---------------
Παραπομπές
[α] Ο Ιούστος του πρώτου αιώνα αν και ιουδαίος ιστορικός που έγραψε «Το Χρονικό των Ιουδαίων Βασιλέων» αρχίζοντας από το Μωυσή και φθάνοντας μέχρι τον Αγρίππα το Β’ τίποτα απολύτως δεν έγραψε κι αυτός, για τον περιβόητο Ιησού της εποχής του!
β. Πλίνιος «Epistulae» (Επιστολές) Χ 96. 7.
γ. «Tertullian Apologeticum» (Απολογητικός Τερτυλλιανού) ΙΙ 6-7.
δ. Πλίνιος «Epistulae» (Χ 97. 2).
ε. Τάκιτος «Annales» (Χρονικά) XV 44.
στ. «Κλαύδιος» 25.
ζ. «Νέρων» 16.
η. Ιουστίνος «Α΄ Απολογία 6.1.
θ. Το κείμενο γράφει «impulsore Chresto» που κακώς πολλοί το ερμηνεύουν «με αφορμή στο Χριστό». Το σωστό είναι με την «υποκίνηση του Χρήστου» υπονοώντας ότι κάποιος Χρήστος, που βρίσκεται εκεί, ξεσηκώνει τους Ιουδαίους. «Χρηστός» είναι ο έντιμος, ο ηθικός ή και ο χρήσιμος, όπως ένας δούλος και όχι ο Χριστός, αυτός δηλαδή που έχει χρισθεί. Το όνομα άλλωστε αυτό (Χρήστος) συνηθιζόταν την εποχή εκείνη ανάμεσα στους δούλους της Ρώμης που ήταν χρήσιμοι!
ι. Την πληροφορία αυτή χρησιμοποιεί και ο
Κέλσος στο βιβλίο του «Αληθής Λόγος» που γράφτηκε το 178. Να τι γράφει «Η γέννηση του Ιησού από μία παρθένο είναι δική του επινόηση, για να συγκαλύψει την πραγματική του καταγωγή: γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ιουδαίας από μία ντόπια, άπορη χειρώνακτα που ο άντρας της, ένας μαραγκός, την έδιωξε από το σπίτι σαν έμαθε ότι τον απατούσε μ’ ένα στρατιώτη που τον έλεγαν Πάνθηρα, αυτή διωγμένη και ταπεινωμένη περιπλανήθηκε και γέννησε κρυφά. Ο ίδιος επειδή ήταν φτωχός, πήγε να δουλέψει στην Αίγυπτο όπου έμαθε μερικά από τα τεχνάσματα για τα οποία περηφανεύονται οι Αιγύπτιοι και με τη βοήθεια αυτών των τεχνασμάτων, όταν ξαναγύρισε ανακήρυξε τον εαυτό του θεό»! (Α΄ 37) Απόδοση Π. Οικονόμου και Γ. Χριστοδούλου. Εκδόσεις Θύραθεν Επιλογή σελ. 33.
κ. Δεν είναι αναγκαίο ο επαναστάτης εκείνος να λεγόταν Ιησούς. Το όνομα αυτό τότε το πήρε για να εκφράσει συμβολικά το «Θεραπευτή» της Εσαιικής κοινότητας και όχι μόνον.
[1] Καρλ Κάουτσκυ «Η καταγωγή του χριστιανισμού» εκδόσεις Γερ. Αναγνωστίδη σελ. 7.
2 Η ακμή του γεωγράφου, ιστορικού και συγγραφέα τοποθετείται το 25 μετά τη νέα μας χρονολόγηση. Μνημονεύεται από τον Φώτιο με καλά σχόλια για το έργο του. Έγραψε «Μυθικά» σε εννέα βιβλία, «Θαυμάσιων συναγωγή» με απίστευτα πράγματα από την ιστόρηση επιφανών προσώπων και την προσωπική του εμπειρία. Ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αλέξανδρο τον Πολυίστορα που οι πραγματείες του, μάλιστα, αναφέρονται κατά το πλείστον γύρω από τους Εβραίους!
3 Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος προκειμένου να εκπληρώσει «προφητείες» της Παλιάς Διαθήκης για την κλήση του Υιού από την Αίγυπτο (Ωσ. 11.1) δημιούργησε
το μύθο του Ηρώδη που αναζητά να σκοτώσει τον Ιησού, φυγαδεύοντάς τον στην Αίγυπτο (2.15).
4 Το απόκρυφο αυτό ευαγγέλιο αναφέρεται από πολλούς πατέρες της Εκκλησίας, όπως από τον Ευσέβιο, τον Αθανάσιο, τον Επιφάνειο, το Χρυσόστομο και άλλους. Για την υπερβολή των θαυμάτων που εξιστορεί θα επανέλθουμε σε άλλο σχετικό κεφάλαιο.
5 Ανιψιός του Φίλωνα, γιος του αδερφού του Αλεξάνδρου. Ήταν ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Ο Τιβέριος Αλέξανδρος, επίσης, διαδέχθηκε τον Φάδο, διοικώντας την Ιουδαία από το 46 μέχρι το 48 («Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» Κ΄ V 2).
6 Βρίσκεται σε όλα τα διασωσμένα χειρόγραφα των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων» (Αμβροσιανό, Βατικανό και Μαρκιανό κώδικα, του 11ου , 14ου και 15ου αιώνα αντίστοιχα). Χάρη συντομίας η «Μαρτυρία του Φλάβιου» είναι γνωστή και σαν T.F. (Testimonium Flavianum).
7 «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» ΙΗ΄ III 3 Η απόδοση του κειμένου έγινε από τις εκδόσεις του Κάκτου.
8 Προς στιγμής δεχόμαστε την T.F. σαν παρεμβολή, χωρίς να αποκλείουμε και την περίπτωση της νοθείας του κειμένου, που θα συζητήσουμε πιο κάτω. Η υπόθεση είναι το εναρκτήριο βήμα της έρευνας.
9 Ο Ωριγένης, γνήσιος χριστιανός απολογητής της Αλεξανδρινής σχολής, γεννήθηκε το 185 και πέθανε το 254.
10 Ο Ιώσηπος δηλαδή δεν πίστευε (απιστούσε). Βλέπε «Υπόμνημα στο Ματθαίο» X 17 και «Κατά Κέλσου» Ι 47 και ΙΙ 13.
11 Η επέμβαση έγινε μετά το θάνατο του Ωριγένη και μέχρι την καταγραφή της ιστορίας του Ευσέβιου. Πιθανότατα όμως να έγινε και από τον ίδιο τον Ευσέβιο.
12 Στο συνέδριο Ιστορικών και Φιλολόγων που έγινε το 1925 στο Ερλάγκεν της Γερμανίας, οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι το σλαβενικό χειρόγραφο είναι παραποιημένη αντιγραφή από τον «Ιουδαϊκό Πόλεμο» του Ιώσηπου. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1962) εκτός των άλλων ένας από τους καλύτερους ιστορικούς της Ελλάδας, όχι μόνο σχολίασε τα αποτελέσματα του συνεδρίου εκείνου, αλλά έχοντας ζήσει προσωπικά τη διάδοση και τον αντίκτυπο από τη δημοσίευση του σλαβενικού χειρόγραφου στον έντυπο τύπο, μπορεί καλύτερα από τον οιονδήποτε να μεταδώσει τα σχόλια της εποχής. Βλέπε «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός» σελ. 227-229 και «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» σελ. 47-51 εκδόσεις Μπουκουμάνη αμφότερα.
13 «Ούτε το έθνος των Σαμαρειτών εξαιρέθηκε από τις ταραχές, γιατί τους συσπείρωσε ένας άνθρωπος, που ευχαριστεί τον όχλο, και … ;» Η ανωνυμία εδώ είναι αρκετά ύποπτη, ακριβώς ένα κεφάλαιο μετά την επίμαχη T.F. που μυρίζει έντονα νοθεία!