Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ, ΨΥΧΑΓΩΓΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ, ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ - Νεκρικοὶ διάλογοι

Νεκρικοί διάλογοι

Στους Νεκρικοὺς διαλόγους ο Λουκιανός παρουσιάζει τριάντα διαλογικά στιγμιότυπα, στα οποία συμμετέχουν γνωστές προσωπικότητες που έχουν πεθάνει και βρίσκονται πια στον Άδη. Οι προσωπικότητες αυτές είναι ομηρικοί ήρωες, ο Μ. Αλέξανδρος, γνωστοί κόλακες και κυνηγοί κληρονομιών, και ο κυνικός φιλόσοφος Μένιππος (3ος αι. π.Χ.). Σε όλα τα θέματα που συζητούν υπόκειται η ιδέα ότι η ευτυχία σ᾽ αυτόν τον κόσμο είναι πρόσκαιρη, ενώ στον Κάτω κόσμο οι νεκροί είναι όλοι ίσοι. Ο διάλογος που ακολουθεί διεξάγεται ανάμεσα στον πορθμέα του κάτω κόσμου, τον Χάρωνα, και τον Μένιππο, ο οποίος έζησε μέχρι τον θάνατό του με βάση τα ιδεώδη των κυνικών. (Οι κυνικοί πρέσβευαν την απλή ζωή σύμφωνα με τη φύση, την εγκράτεια χωρίς παρεκκλίσεις και την άρνηση των καθιερωμένων κοινωνικών αξιών, όπως είναι ο πλούτος, η δόξα, η ομορφιά κ.ά.). Ως συνέπεια του τρόπου με τον οποίο έζησε, ο Μένιππος δεν έχει ούτε τον οβολό που έβαζαν, σύμφωνα με το έθιμο, στο στόμα του νεκρού ως αμοιβή του Χάρωνα. Ο τελευταίος ζητεί μετά το πέρασμα στην αντίπερα όχθη τα ναύλα.

Νεκρικοὶ διάλογοι 

ΧΑΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΥ

[2.1] ΧΑΡΩΝ
ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον.

ΧΑΡΩΝ
ἀπόδος, φημί, ἀνθ᾽ ὧν σε διεπορθμευσάμην.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.

ΧΑΡΩΝ
ἔστι δέ τις ὀβολὸν μὴ ἔχων;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
εἰ μὲν καὶ ἄλλος τις οὐκ οἶδα, ἐγὼ δ᾽ οὐκ ἔχω.

ΧΑΡΩΝ
καὶ μὴν ἄγξω σε νὴ τὸν Πλούτωνα, ὦ μιαρέ, ἢν μὴ ἀποδῷς.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
καὶ μὴν τῷ ξύλῳ σου πατάξας διαλύσω τὸ κρανίον.

ΧΑΡΩΝ
μάτην οὖν ἔσῃ πεπλευκὼς τοσοῦτον πλοῦν;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ὁ Ἑρμῆς ὑπὲρ ἐμοῦ σοι ἀποδότω, ὅς με παρέδωκέ σοι. [2.2] ΕΡΜΗΣ
νὴ Δί᾽ ὀναίμην, εἰ μέλλω γε καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν.

ΧΑΡΩΝ
οὐκ ἀποστήσομαί σου.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ᾽ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;

ΧΑΡΩΝ
σὺ δ᾽ οὐκ ᾔδεις κομίζειν δέον;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ᾔδειν μέν, οὐκ εἶχον δέ. τί οὖν; ἐχρῆν διὰ τοῦτο μὴ ἀποθανεῖν;

ΧΑΡΩΝ
μόνος οὖν αὐχήσεις προῖκα πεπλευκέναι;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐ προῖκα, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν.

ΧΑΡΩΝ
οὐδὲν ταῦτα πρὸς τὰ πορθμεῖα· τὸν ὀβολὸν ἀποδοῦναί σε δεῖ· οὐ γὰρ θέμις ἄλλως γενέσθαι. [2.3] ΜΕΝΙΠΠΟΣ
οὐκοῦν ἄπαγέ με αὖθις εἰς τὸν βίον.

ΧΑΡΩΝ
χάριέν γε λέγεις, ἵνα καὶ πληγὰς ἐπὶ τούτῳ παρὰ τοῦ Αἰακοῦ προσλάβω.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
μὴ ἐνόχλει οὖν.

ΧΑΡΩΝ
δεῖξον τί ἐν τῇ πήρᾳ ἔχεις.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
θέρμους, εἰ θέλεις, καὶ τῆς Ἑκάτης τὸ δεῖπνον.

ΧΑΡΩΝ
πόθεν τοῦτον ἡμῖν, ὦ Ἑρμῆ, τὸν κύνα ἤγαγες; οἷα δὲ καὶ ἐλάλει παρὰ τὸν πλοῦν τῶν ἐπιβατῶν ἁπάντων καταγελῶν καὶ ἐπισκώπτων καὶ μόνος ᾄδων οἰμωζόντων ἐκείνων.

ΕΡΜΗΣ
ἀγνοεῖς, ὦ Χάρων, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας; ἐλεύθερον ἀκριβῶς. οὐδενὸς αὐτῷ μέλει. οὗτός ἐστιν ὁ Μένιππος.

ΧΑΡΩΝ
καὶ μὴν ἄν σε λάβω ποτέ—

ΜΕΝΙΠΠΟΣ
ἂν λάβῃς, ὦ βέλτιστε· δὶς δὲ οὐκ ἂν λάβοις.

***

ΧΑΡΩΝ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΣ

ΧΑΡΩΝ
[1] Παλιοτόμαρο, πλήρωσέ μου τα ναύλα σου!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Φώναζε όσο θέλεις, αν σ᾽ αρέσει!
ΧΑΡΩΝ
Πλήρωσε, σου λέω, που σε πέρασα από τη λίμνη!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Δεν μπορείς να πάρεις από όποιον δεν έχει.
ΧΑΡΩΝ
Υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει έστω και οβολό;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αν υπάρχει κι άλλος, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.
ΧΑΡΩΝ
Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω, κάθαρμα, αν δεν πληρώσεις!
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι εγώ με τη μαγκούρα θα σου σπάσω το κεφάλι!
ΧΑΡΩΝ
Άδικα λοιπόν σου έχω κάνει τέτοιο ταξίδι;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Να σε πληρώσει για λογαριασμό μου ο Ερμής! Αυτός με παράδωσε σε σένα.
ΕΡΜΗΣ
[2] Τώρα μάλιστα, σώθηκα! Να πληρώνω και για τους νεκρούς!
ΧΑΡΩΝ
Εγώ πάντως δεν σ᾽ αφήνω.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ωραία. Τράβα και τη βάρκα σου στη στεριά, και περίμενε όσο θέλεις!
Τι να σου δώσω, αφού δεν έχω πεντάρα;
ΧΑΡΩΝ
Δεν ήξερες ότι έπρεπε να φέρεις τα ναύλα σου μαζί σου;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Το ήξερα, αλλά δεν είχα. Κι ύστερα; Έπρεπε γι᾽ αυτό να μην πεθάνω;
ΧΑΡΩΝ
Εσύ μόνο λοιπόν θα καυχιέσαι πως πέρασες τζάμπα;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Καθόλου τζάμπα, φίλε μου. Και νερό από τη βάρκα έβγαλα, και κουπί τράβηξα και, στο κάτω κάτω, ήμουν ο μόνος από τους επιβάτες που δεν έκλαιγα!
ΧΑΡΩΝ
Αυτά δεν είναι πληρωμή. Πρέπει να δώσεις τον οβολό, είναι νόμος.
Δεν γίνεται αλλιώς.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
[3] Τότε ξαναγύρισέ με στη ζωή.
ΧΑΡΩΝ
Αστείος που είσαι! Για να με ταράξει στο ξύλο ο Αιακός;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Άσε με ήσυχο λοιπόν!
ΧΑΡΩΝ
Δείξε μου τι έχεις στο σακούλι.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Λούπινα, αν θέλεις, και δείπνο της Εκάτης.
ΧΑΡΩΝ
Βρε Ερμή, από πού μας τον έφερες αυτόν τον σκύλο; Τι λόγια έλεγε στο ταξίδι! Κορόιδευε και περιγελούσε όλους τους επιβάτες, κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε όταν εκείνοι έκλαιγαν!
ΕΡΜΗΣ
Μα δεν ξέρεις,Χάρων, ποιον κουβάλησες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο αληθινά ελεύθερο. Αυτός δεν νοιάζεται για τίποτε. Είναι ο Μένιππος!
ΧΑΡΩΝ
Αχ, αν σε ξανάβρω κάποτε...
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αν με ξανάβρεις!... Μα δεν πρόκειται να με πετύχεις για δεύτερη φορά!

Γιατί πρέπει να βάλεις έναν στόχο

Το ξέρω πως το συγκεκριμένο άρθρο αυτή την στιγμή σου φαίνεται περίεργο, από τον τίτλο κιόλας. Είναι λογικό να σκέφτεσαι ότι όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι (ή σχεδόν όλοι) οι φίλοι και γνωστοί σου, βάζετε στόχους. Δεν ζητάω πολλά, μόνο τα επόμενα δύο τρία λεπτά σου, προκειμένου να με αφήσεις να δικαιολογήσω τον τίτλο που επέλεξα, ελπίζοντας προφανώς να σε πείσω να διαβάσεις ολόκληρο το άρθρο. Τι, το ρολόι μετράει ήδη αντίστροφα;

Ας μπω στο θέμα τότε. Είναι αλήθεια ότι όλοι νομίζουν ότι βάζουν στόχους. Δεν νομίζεις όμως ότι αν κάποιος ήξερε να βάζει στόχους, θα είχε δημιουργήσει ήδη ουσιαστική και βαθιά βελτίωση στην ζωή του; Κοίτα γύρω σου, και το μόνο που θα δεις είναι άτομα με “στόχους”, με τα εισαγωγικά που αγκαλιάζουν την λέξη να σου κλείνουν το μάτι φυσικά. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους που θέλουν να πετύχουν το ένα ή να κάνουν το άλλο, οι οποίοι εν τέλει σε κβαντικά χρονικά διαστήματα βρίσκονται πίσω στο στρογγυλό τους τραπέζι, αναθεωρώντας τους ήδη υπάρχοντες στόχους τους, ή αφήνοντας τους ολοκληρωτικά και καταστρώνουν τα επόμενα σχέδια τους που η ιστορία έχει ήδη καταδικάσει να μείνουν ημιτελή ή χειρότερα ακόμα, κολλημένα πριν την γραμμή εκκίνησης.

Ο ένας θέλει να φτιάξει το τέλειο σώμα, ο άλλος σκέφτεται να κόψει το κάπνισμα. Ο τρίτος θέλει να βελτιώσει την ερωτική του ζωή, και ο πιο αισιόδοξος από τους τέσσερις, θέλει να γυρίσει τον κόσμο πριν κλείσει τα τριάντα του. Εσύ μπορεί να θέλεις κάτι από όλα αυτά, ή κάτι δικό σου το οποίο μου διέφυγε. Μην με κατηγορείς που δεν το ξέρω, είναι καθαρά δική σου υπόθεση. Τι όμορφα όνειρα που είναι αυτά… Κάνουν την καρδιά του καθενός από εμάς να σκιρτήσει, όταν μας οδηγούν στην σκέψη αυτή που ξεκινάει από το κλασσικό “Τι ωραία που θα ήταν αν…”. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη, αλλά FUCK THIS SHIT.

Ο ένας που ήθελε να φτιάξει το τέλειο σώμα, το ξανασκέφτηκε, και θα του είναι αρκετό να χάσει ένα δύο κιλά.
Ο άλλος που σκεφτόταν να κόψει το κάπνισμα, κατέληξε ότι απλά χρειάζεται να το ελαττώσει ελαφρώς.
Ο τρίτος, που ήθελε να βελτιώσει την ερωτική του ζωή, ορκίζεται ότι θα βγει έξω να φλερτάρει μόλις τελειώσει αυτή την πίστα στο γαμάτο video game που αγόρασε προχτές.
Ο τέταρτος, το σκέφτηκε καλύτερα από όλους…Πράγματι, τα έβαλε κάτω και μετά από πολλή σκέψη και προβληματισμό, αποφάσισε πως προς το παρόν θα κάτσει στην 9-5 δουλειά του όλο τον χρόνο, αλλά την μία βδομάδα που έχει διακοπές το καλοκαίρι θα πάει στο Μάτσου Πίτσου. Αύριο μεθαύριο θα μπει να κλείσει τα εισιτήρια.

Για εσένα δεν ξέρω.
Εσένα πώς σου φαίνεται αυτή η κατάσταση; Θα σε διακόψω, για να σου πω ότι εμένα μου φαίνεται απαράδεκτη. Θέλω όποιος διαβάζει τα άρθρα μου να ζει την ζωή που θέλει, με τους δικούς του όρους και πετυχαίνοντας τους προσωπικούς του στόχους. Στεναχωριέμαι όταν βλέπω συμβιβασμούς στην ποιότητα ζωής του οποιουδήποτε, και θυσίες σε κάποιον άγνωστο θεό, χωρίς να υπάρχει συνειδητότητα και ιδία βούληση. Οπότε, ας αφήσουμε όλα αυτά πίσω μας, και να μιλήσουμε για εσένα.

Πρέπει να μάθεις να βάζεις στόχους. Δεν είναι κάτι προαιρετικό, είναι αναγκαίο στον απόλυτο βαθμό. Αν θέλεις να πετύχεις το οτιδήποτε, πρέπει πρώτα να το βάλεις στόχο. Σκέψου έναν τοξότη, ο οποίος ρίχνει με το τόξο του ένα βέλος. Αν δεν στοχεύσει κάποιο νοητό κέντρο που θέλει να πετύχει, το βέλος του θα πάει σε τυχαία κατεύθυνση, και κατά πάσα πιθανότητα θα έχουμε θύματα. Εσύ, θέλεις να πετύχεις διάνα, ή να πορευτείς στην τύχη και όπου πάει; Από εμένα ξέρεις τι να περιμένεις, θα σε παροτρύνω τώρα και πάντα να πας εκεί που ΕΣΥ θες να πας.

Οι λόγοι να αρχίσεις να βάζεις στόχους, φυσικά είναι πάρα πολλοί, και θεωρώ πως κάποιοι είναι πολύ σημαντικοί.

– Κάνει ξεκάθαρο το όνειρο σου.
Ας το παραδεχτούμε, τα όνειρα είναι συνήθως υπερβολικά αόριστα και χαοτικά. Δεν ξεκινάνε από κάπου, και δεν τελειώνουν πουθενά. Το όνειρο δεν είναι κάποιο εκτελέσιμο σχέδιο, δεν είναι κάποιος χάρτης που θα σε οδηγήσει από το τώρα στο οποίο βρίσκεσαι στο αύριο που θέλεις. Ο στόχος, λόγω ακριβώς του ότι είναι συγκεκριμένος, σου δίνει την δυνατότητα να δημιουργήσεις εσύ το σχεδιάγραμμα που αποκαλύπτει την αλληλουχία των πράξεων που θα σε οδηγήσουν από το point A στο point B. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, μόνο αν μετατρέψεις το όνειρο σου σε στόχο, θα μετατραπεί από μία συναισθηματική εικόνα σε επιτεύξιμη κατάσταση.

Σε βοηθάει να αποκρυσταλλώσεις αυτά που θέλεις να πετύχεις και να προχωρήσεις στην εκτέλεση και την πραγματοποίηση του ονείρου σου.

– Σε οδηγάει μπροστά
Όταν βάζεις έναν στόχο, και θέτεις ένα χρονικό περιθώριο στο οποίο πρέπει να τον ολοκληρώσεις, αναγκάζεις τον εαυτό σου να συνεχίσει να κάνει βήματα προς την ολοκλήρωση του.

Ένας σαφής και ξεκάθαρος στόχος θα σου δώσει την παρακίνηση που χρειάζεσαι προκειμένου να πετύχεις το όνειρο σου.

– Σε κάνει υπεύθυνο
Αν παρόλα αυτά εσύ δεν προχωρήσεις στην εκτέλεση του σχεδίου που εσύ ο ίδιος κατάστρωσες, είσαι ο μόνος υπεύθυνος. Αυτό ίσως είναι τρομακτικό για κάποιους, αλλά σε διαβεβαιώ, όταν αρχίσεις να νιώθεις άσχημα που δεν τηρείς τον λόγο σου, θα μπεις σε fast-track για την πραγματοποίηση των ονείρων σου.

Προκειμένου να αποφύγεις το συναισθηματικό άγχος που θα σου προκαλέσει η ασυνέπεια σου, θα αρχίσεις να ακολουθείς τα βήματα που εσύ όρισες για τον εαυτό σου, κάτι το οποίο φυσικά θα σου δίνει μία αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης.

Με άλλα λόγια, θα σου δίνεται κάθε φορά η επιλογή: Να το κάνω και να νιώσω καλά, ή να μην το κάνω και να νιώσω άσχημα? Διπλή παρακίνηση από εσένα για εσένα.

– Σου δίνει αυτοπεποίθηση
Όταν αρχίσεις να πετυχαίνεις τους στόχους, και να κάνεις πράξη όλα αυτά που έχουν σημασία για εσένα, θα δεις ότι ξαφνικά αρχίζεις να αισθάνεσαι ότι μπορείς να καταφέρεις τα πάντα. Αρχίζεις να βλέπεις την πραγματικότητα σαν μία ατελείωτη γη που μπορείς να κατακτήσεις και τον χρόνο σαν πολύτιμο αγαθό που απαιτεί σωστή διαχείριση.

Αυτό σε κάνει πιο άμεσο με τους ανθρώπους γύρω σου, και φυσικά πιο ειλικρινή με τον εαυτό σου. Αρχίζεις να αποπνέεις την αύρα ενός ανθρώπου που είναι εκτελεστής και επιτυχημένος, και χτίζεις μία όρεξη για ζωή, η οποία πραγματικά σπανίζει σήμερα. Πίστεψε με, βάζοντας στόχους, κάνεις καλό όχι μόνο σε εσένα, αλλά και στους γύρω σου, δίνοντας το καλό παράδειγμα και εμπνέοντας τους γύρω σου να γίνουν οι καλύτερες εκδόσεις του εαυτού τους. Και φυσικά, όταν περιστοιχίζεσαι από πετυχημένους ανθρώπους, νομοτελειακά θα πετύχεις και εσύ!

Ο ΑΛΑΡΙΧΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Η πολιτικοστρατιωτική κατάσταση στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 394 είχε ως εξής: Ο Μ. Θεοδόσιος έχων υπό τις διαταγές του τον έμπιστο στρατηγό Στιλίχων, καθώς τον Γαϊνά και τον –άρτι εκχριστιανιθέντα — Γότθον στρατηγό Αλάριχο, νικά τον αντίπαλο του Ευγένιο. 395 θάνατος του Μ. Θεοδοσίου και διανομή της Αυτοκρατορίας στους δύο ανήλικους γιούς του Αρκάδιο την Ανατολική και Ονώριο την Δυτική. Ο στρατηγός Στιλίχων Αρχηγός όλου του στρατού Ανατολικής και Δυτικής Αυτοκρατορίας. Ύπαρχος της Ανατολικής ο Ρουφίνος, Ανθύπατος του Ελληνικού χώρου ο Αντίοχος.

Ο Αλάριχος δυσαρεστημένος διότι δεν αμείφθηκε επαρκώς δια την συμμετοχή του στην μάχη κατά του Ευγένιου, περιφέρονταν, λεηλατώντας την Θράκη. Ο Ρουφίνος αφού ήλθε σε συνεννόηση με τον Αλάριχο, τον έστρεψε εναντίον της υπολοίπου Ελλάδος. Του υπέδειξε ότι θα αντλούσε αμύθητα πλούτη από την υπόλοιπη Ελλάδα, και με μεγάλη ευκολία γιατί δεν πρόκειται να συναντήσει αντίσταση. Σε αυτό συνέβαλε και ο πατριάρχης Χρυσόστομος, που είχε πείσει τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο να προβεί σε αυτήν την ενέργεια, επιβεβαιώνοντας το μίσος του κατά των Ελλήνων.

Ο Αλάριχος αφού λεηλάτησε την Μακεδονία, έφθασε στη Θεσσαλία, εκεί τον περικύκλωσε ο στρατηγός Στιλίχων και ενώ η συντριβή του ήταν βεβαία, έλαβε εντολή ο Στιλίχων από τον ανήλικο Αρκάδιο, που προφανώς υπαγορεύθηκε από τον Ρουφίνο να στήλη τα στρατεύματα του Ανατολικού κράτους υπό τον Γαϊνά στην Κων/πολη, και αυτός με τα υπόλοιπα να φύγει για το Δυτικό κράτος, και αυτό έπραξε. Όταν έφθασε στην πόλη ο Γαϊνάς οι στρατιώτες του δολοφόνησαν τον Ρουφίνο και τη θέση του πήρε ο Ευτρόπιος.

Το 396 ο Αλάριχος ανενόχλητος κατευθύνθηκε προς τα κέντρα πολιτισμού της νοτίου Ελλάδος, συνοδεία πολυαρίθμων μοναχών. Ο Γερόντιος που φύλαγε τις Θερμοπύλες τις εγκατέλειψε και έφυγε για τον ισθμό της Κορίνθου χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση. Οι σφαγές, οι λεηλασίες η ισοπέδωση των ναών της παλιάς θρησκείας που ακολούθησαν, και για την τραγικότητα της κατάστασης, Ο Ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος γράφει «Οι δε (Γότθοι) καθοδηγούμενοι υπό πολυαρίθμων μοναχών κατεπλημμύρισαν πάντα τα μεταξύ Θερμοπυλών και Αττικής, Λοκρίδα, Φωκίδα, Βοιωτία, λεηλατούντες και καταστρέφοντας Χώρας και πόλεις, και τους μεν άνδρας ηβηδόν αποσφάττοντες (ομαδικά αποκεφαλίζοντας). Παίδας δε και γυναίκας αγεληδόν συνεπαγώμενοι».

Μόνο η Θήβα η οποία έχοντας καλά τείχη και άμυνα διέφυγε τη σφαγή, καθ’ ότι ο Αλάριχος δεν διέθετε πολιορκητικές μηχανές.

Μετά εισέβαλε στην Αττική. Πρώτη η Ελευσίνα δέχθηκε την επιδρομή, όπου αφού ισοπέδωσε τον Ναό τις παλιάς θρησκείας, θανάτωσε τον Ιλάριον, και πάντα εμένων εις την θρησκεία των προγόνων, καθ’ υπόδειξη των ακολουθούντων μοναχών.

Μετά κατευθύνθηκε προς την Αθήνα όπου καθώς γράφει ο εθνικός Ζώσιμος είδε την πολιούχο Θεά Αθηνά πάνοπλη και τον Ήρωα Αχιλλέα να περιφέρονται επί των τειχών. Αφού είδε αυτά ο Αλάριχος απείχε πάσης ενέργειας. Ζήτησε μόνο να εισέλθει για να θαυμάσει την πόλη, οι δε Αθηναίοι του το επέτρεψαν και του προσέφεραν και δώρα. Στην συνέχεια επέδραμε κατά του Πειραιά, των Μεγάρων και εν συνεχεία προς Κόρινθο ανενόχλητος, διότι ο Γερόντιος που είχε οχυρωθεί στον ισθμό τον εγκατέλειψε αμαχητί. Σφάζοντας και λεηλατώντας την Κορινθία, την Αργολίδα, την Αρκαδία, την Σπάρτη, τα Ολύμπια, Έγινε κύριος της Πελοποννήσου, πλην της μικρής Τεγέας.

Το 397 ο στρατηγός Στιλίχων παρ’ ότι Βάνδαλος στη καταγωγή, αφού έμαθε για την ανελέητο σφαγή των Ελλήνων, από Έλληνες που διέφυγαν τη σφαγή, και ζήτησαν κλαίοντες τη βοήθεια του, αποβιβάσθηκε στο λιμάνι της Κορίνθου Λέχαιο και άρχισε να καταδιώκει τους διάσπαρτους Γότθους, και έφθασε στο οροπέδιο της Φολόης, όπου περικύκλωσε τον Αλάριχο, αλλά και για δεύτερη φορά, ενώ η συντριβή του ήταν θέμα χρόνου, έλυσε τον αποκλεισμό και έφυγε για Ιταλία. Προφανώς πήρε εντολή από τον Αρκάδιο να αφήσει ελεύθερο τον Αλάριχο να ολοκληρώσει τη σφαγή.

Ο Αλάριχος αφού ολοκλήρωσε την αποστολή του….. ανενόχλητος πλέον έφυγε για την Ήπειρο. Στην συνέχεια ο Αρκάδιος προκειμένου να εξασφαλίσει την Ιλλυρία ανακήρυξε τον Αλάριχο στρατηλάτη του Ιλλυρικού. (Γενναιόδωρη αμοιβή μετά από μια τόσο τεραστίων διαστάσεων διαπραχθείσα γενοκτονία κατά των Ελλήνων…) Τα ανωτέρω δραματικά γεγονότα τα κατέγραψαν οι τότε ιστορικοί Ζώσιμος, Συνέσιος, Ευνάπιος, Σωζόμενος. Ο νεότερος ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, παρ’ ότι ήταν ο θεμελιωτής και ένθερμος υποστηρικτής του «Ελληνοχριστιανισμού», στο κεφάλαιο ΑΛΑΡΙΧΟΥ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΡΟΜΗ, περιγράφει με σαφήνεια την μεγάλη προδοσία.

Εξετάζοντας τα γεγονότα βλέπουμε την προδοτική αλλά και εγκληματική στάση των Αρκαδίου, Ρουφίνου, Ευτροπίου, Αντιόχου, Γεροντίου, και των Χριστιανών, όταν μάλιστα ο Αντίοχος και ο Γερόντιος ήσαν Έλληνες, αλλά νεοφώτιστοι Χριστιανοί.

Αν τα θύματα της Ιεράς Εξέτασης των καθολικών σε όλη τη δυτική Ευρώπη έφθασαν τις 35.000 τα εγκλήματα των χριστιανών, διά χειρός Αλαρίχου, μόνο κατά των Ελλήνων, μετρούνται σε εκατομμύρια.

Ήταν η μεγαλύτερη σφαγή που γνώρισε ο Ελληνισμός στην μακρόχρονη ιστορία του. Μια σφαγή που προκλητικά δυστυχώς αποσιωπάτε από την θρησκευτική αλλά και την πολιτική ηγεσία αυτού του τόπου.

Ο λόγος της μεγάλης σφαγής ήταν ένας, να τιμωρηθούν οι Έλληνες διότι αγνόησαν τη διαταγή του Μ. Θεοδοσίου ότι μοναδική θρησκεία της Αυτοκρατορίας θα είναι ο Χριστιανισμός. Αποφάσισαν λοιπόν οι δολοφόνοι Αρκάδιος και η παρέα του ότι είναι ευκαιρία να ξεμπερδεύουμε με τους Έλληνες μια για πάντα, ο δε Αλάριχος θα εισέπραττε τα οφειλόμενα από της λεηλασίες.

Είναι βέβαιο ότι ο Αλάριχος εκτελούσε διαταγή του Αρκαδίου υπαγορευμένη από τον Ευτρόπιο να ισοπεδώσει τους Ναούς της παλιάς θρησκείας, και να προβεί στην σφαγή των πιστών της, καθ’ υπόδειξη των πολυαρίθμων μοναχών που τον ακολουθούσαν.

Αν ο Αλάριχος δεν είχε τη συγκεκριμένη διαταγή δεν θα σπαταλούσε το χρόνο του να ισοπεδώνει Ναούς, αλλά θα επιδιδόταν αποκλειστικά και μόνο στις λεηλασίες σε ότι πολύτιμο εύρισκε. Επίσης δεν τον ενδιέφερε η κυριαρχία του χώρου που κατέλαβε, και γι’ αυτό μόλις εκτέλεσε την αποστολή που ανέλαβε αναχώρησε, για να παραλάβει την αμοιβή του από τον Αρκάδιο που ήταν η Ιλλυρία την οποία και διεκδικούσε. Θα ήταν αφέλεια βέβαια να πιστέψει κανείς ότι οι μοναχοί με δική τους πρωτοβουλία ακολουθούσαν τον Αλάριχο, σίγουρα το έκαναν καθ’ υπόδειξη των θρησκευτικών ηγετών τους. Με πρώτον και καλύτερο τον πατριάρχη Ι. Χρυσόστομο.

Όσον αφορά την Αθήνα ο Αλάριχος δεν την πείραξε διότι είχε εντολή από τον Αρκάδιο να μη τη πειράξει. Φοβούμενος ο Αρκάδιος ότι οι Έλληνες δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ βλέποντας την Αθήνα το καύχημα της Δημοκρατίας, της Φιλοσοφίας και του Πολιτισμού να σφαγιάζετε και να ισοπεδώνετε γιατί έτσι συνέφερε την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Αν ο Αλάριχος είδε τη Θεά Αθηνά και τον Αχιλλέα στα τείχη της Αθήνας να περιφέρονται, θυμίζει την Κων/πολη όταν πολιορκείτο από τους Αβάρους τότε η Παναγία περιφέρονταν στα τείχη της Πόλης. Όλα αυτά βέβαια είναι φαντασιώσεις των θρησκόληπτων ανθρώπων, κάθε εποχής. Αλλά και τρόπος επιβολής των θρησκευτικών προτύπων τους, από τους εκάστοτε θρησκευτικούς ηγέτες.

Η σιωπή είναι η αρχή της σοφίας...

Μια παύση, σε φέρνει στο κέντρο σου...

Η σιωπή είναι το ευγενικό όριο που πρέπει να σεβαστείς, για να βιώσεις το θαύμα της.

Η σιωπή, σου επιτρέπει να αφουγκραστείς, να κατανοήσεις, να ζυμώσεις μέσα σου, όλα όσα συμβαίνουν γύρω σου, σε εσένα.

Στη σιωπή, θα βρεις απάγγειο, εκεί, τα κύματα των σκέψεων, αρχικά θα δέρνουν το μυαλό σου, μα αν επιτρέψεις στον εαυτό σου την πολυτέλεια της δυσεύρετης ηρεμίας, τότε οι σκέψεις σου, θα υπακούσουν εσένα, κι όχι τα ανάποδο.

Η σιωπή, δεν είναι μόνο η παύση του ήχου, είναι η παύση κάθε διανοητικής διεργασίας που μας πετάει από τη μια σκέψη στην άλλη, χωρίς τελειωμό, χωρίς αποτέλεσμα.

Πόσες φορές δεν έκλεισες τα μάτια και προσπάθησες να ακινητοποιήσεις τα πάντα μέσα στο κεφάλι σου, για να βρεις επιτέλους την πολυπόθητη άκρη στην πλεκτάνη των σκέψεών σου?

Το Βάθος του Δέρματος

Αν πλησιάζαμε έναν κοντινό μας άνθρωπο, και με το δάκτυλο μας σχηματίζαμε στον ώμο ή το λαιμό του:“Σ' αγαπώ”, μικρή σημασία θα είχε η λέξη καθεαυτή. Διότι, αν το δάκτυλο μας κινούταν στο δέρμα του με τρυφερότητα, εκείνος θα έπαιρνε το μήνυμα, ανεξάρτητα από το αν θα κατάφερνε να αποκωδικοποιήσει τις κινήσεις μας ως γράμματα. Αν, από την άλλη χρησιμοποιούσαμε τα νύχια μας με κάποια σχετική βαρβαρότητα, μπήγοντας τα άκομψα, το πιθανότερο είναι να αντιδρούσε με ενόχληση, σα να του γράφαμε “σε μισώ”. Αν τέλος, ο τρόπος μας ήταν τόσο αμφιθυμικός, που του προκαλούσε γαργάλημα, μάλλον δε θα μας άφηνε να συνεχίσουμε πέρα από το δεύτερο άλφα. Φαίνεται, πως το δέρμα διαθέτει μια δική του γλώσσα.

Το δέρμα είναι η επιφάνεια της ύπαρξης μας, που υπαινίσσεται το εσωτερικό της και άρα το βάθος της. Αποτελεί κρυψώνα και ταυτόχρονα εκδήλωση της ψυχής. Μεταφέρει μηνύματα, τα παραλλάσσει, τα αποκρύπτει. Είναι πηγή περηφάνιας αλλά και τοπίο ντροπής. Με τις μυρωδιές, τις ατέλειες, τις τρίχες, τις ουλές του μας υπενθυμίζει τη ζωική μας καταγωγή. Μέσα από το καλλωπισμό, το στόλισμα και τη φροντίδα του, μπορεί να γίνει καμβάς τέχνης και καθρέπτης της διαφοροποίησης μας. Ένας χωμάτινος άγγελος του πνεύματος μας.

Παρατηρώ το δέρμα μου, σημαίνει διαλογίζομαι πάνω στον εαυτό μου. Διότι το δέρμα κραυγάζει μέσα από τα εκζέματα του. Ανακουφίζει μέσα από την απαλότητα του. Μας ταξιδεύει με τις αποχρώσεις του και μας αιφνιδιάζει με τις δυσοίωνες ελιές του. Το δέρμα επίσης αφηγείται:
“Τα σημάδια στα γόνατα! Σκιερά φαντάσματα πόνου και ανεμελιάς. Κοιτάζοντας τα καλύτερα θυμάμαι. Το τρέξιμο στη γειτονιά, το αναπόφευκτο χτύπημα, το ζωηρό αίμα... ύστερα τα γέρικα χέρια που το καθαρίζουν, το ιώδιο που σαν μια δεύτερη στρώση θεραπευτικού αίματος με κάνει να τσούζω, ακόμη πιο ύστερα τα μυστήρια λόγια: μέχρι να παντρευτείς θα έχει περάσει.”

Από την ώρα που γεννιόμαστε, φαίνεται πως το δέρμα με τις συγκεχυμένες αισθήσεις του μας πληροφορεί για τον κόσμο: Μας κρατάνε, μας χαϊδεύουν, μας πλένουν, μας σπρώχνουν, μας πιέζουν, μας πονάνε. Το δέρμα επίσης ευαίσθητο σε ποιότητες όπως ζεστό- κρύο, υγρό- στεγνό κτλ, παρακολουθεί βουβά την περιοδικότητα των περιβαλλοντικών αλλαγών, δίνοντας το έναυσμα για την κατανόηση της ψυχικής κίνησης έστω και αν αυτή συμβαίνει ανεξάρτητα από τη θέληση μας.

Ο Didier Anzieu, περιγράφει τρεις λειτουργίες του δέρματος, στο βιβλίο του Skin Ego, που χρησιμοποίησε το βιολογικό μας δέρμα για να περιγράψει την αλληγορία του δέρματος ως ψυχικό όργανο. Καταρχήν είδε το δέρμα ως θύλακα που εμπεριέχει και συγκρατεί εσωτερικά τη καλοσύνη και το αίσθημα του γεμίσματος που προέρχονται από το τάισμα, τη φροντίδα και το μπάνιο. Μετά αναγνώρισε τη λειτουργία του ως σύνορο, που αποτρέπει τη διείσδυση της επιθετικότητας και του απληστίας των άλλων ανθρώπων. Τέλος, αποτελεί έναν τόπο επικοινωνίας, όπου τα αγγίγματα μεταφέρουν σημαντικά μηνύματα. Μερικά μάλιστα από αυτά χαράσσονται για πάντα, όπως ένα τραυματικό άγγιγμα, ή ακόμη και η απουσία του αγγίγματος.

Αν πιστέψουμε τον Anzieu, πως στην αρχή διαθέτουμε ένα φαντασιωσικό “κοινό δέρμα” με τη μητέρα μας, τότε ίσως κατανοήσουμε γιατί στις πρωτόγονες κοινωνίες το δέρμα πιστευόταν πως κουβαλούσε το “μάννα” και συνεπώς ήταν ανάλογο της αιώνιας άφθαρτης ψυχής(δείτε και το Skin Disease, A message from the Soul της Anne Maguire). Από τον Δία και την ασπίδα από το δέρμα της Αμάλθειας, τον Ηρακλή και το λιοντάρι της Νεμέας, έως το Leonardo di Capriο και το δέρμα της αρκούδας, είτε κατορθώνουμε θαύματα, είτε κερδίζουμε τα όσκαρ, το δέρμα μας θεραπεύει, μας προστατεύει από τους εχθρούς, μας προσδίδει θαυμάσιες ψυχικές ιδιότητες. Φορώντας το δέρμα του λιονταριού, ο Ηρακλής γίνεται ο ίδιος λιοντάρι. Αν με τσιμπήσει ένα κουνούπι κάποιο βράδυ που είμαι μόνος μου, ίσως κάπου στη πλάτη, γίνομαι και εγώ ένα αβοήθητο κουνούπι που “πετάει” από γωνία σε γωνία, μουρμουρίζοντας.

Τούτη η παράδοξη αντίληψη, φτάνει έως και σήμερα κάνοντας τον ερωτευμένο να ανατριχιάζει από το άγγιγμα της αγαπημένης του. Κάνει τον έφηβο να αποφεύγει να πλυθεί στο σημείο που τον ακούμπησε έστω και τυχαία ο λατρεμένος του ροκ σταρ. Μέσω του δέρματος λοιπόν, γίνεται μια “μετάδοση” στο εσωτερικό μας της ψυχής, του άλλου, όπως κυλά το ζεστό και ικανοποιητικό γάλα κατά το θηλασμό, που μας γεμίζει μαγικά, προσφέροντας άφθονα το δώρο της ζωής.

Όμως το δέρμα, μπορεί επίσης να προειδοποιήσει για την κακία του άλλου που θεωρείται κολλητική. Τα σημάδια της λέπρας γέμιζαν με τρόμο τις ψυχές των ανθρώπων σαν φριχτές σφραγίδες των αμαρτιών των κολασμένων πασχόντων. Τους απομάκρυναν σε απομονωμένα νησιά, σε φριχτά λεπροκομεία. Το δέρμα σαν το πανί του κινηματογράφου, μετατρέπεται σε οθόνη των ψυχικών αναταραχών. Όπως το δέρμα του ασθενή που αυτοτραυματίζεται. Κραυγές πόνου, θυμού, απελπισίας, που μετατρέπονται σε “ουλές- στόματα” που καταμαρτυρούν τις προσπάθειες τιμωρίας και ανακούφισης. Στόματα χαραγμένα στη σωματική μεμβράνη που πνίγει. Μερικές φορές γίνονται τόσα πολλά που καθιστούν το δέρμα έναν ακατανόητο πύργο της Βαβέλ. Το δέρμα τότε, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις χρειάζεται ένας ψύχραιμο μεταφραστή.

Το δέρμα ώρες ώρες, γίνεται ένας απαίσιος προδότης. Αν η ντροπή είναι το συναίσθημα που απαιτεί επειγόντως να ανοίξει η γη να μας καταπιεί για να κρυφτούμε, το δέρμα φροντίζει να μας ρουφιανέψει, μεταμορφώνοντας μας σε αμήχανες παπαρούνες. Οι ιδρωμένες μας παλάμες, σε μια ερωτική πρώτη χειραψία, αποκαλύπτουν ίσως το βάθος της ανάγκης μας. Ακόμη πολλές φορές, προσπαθώντας να αφηγηθούμε ψύχραιμα, μια ενοχλητική ιστορία που μας εκνεύρισε φοβερά, ο λαιμός μας γεμίζει με κατακόκκινες εκρήξεις που ακυρώνουν το διανοητικό μας προσωπείο. Στα εκζέματα[εκ + ζέω(=βράζω)] το δέρμα βράζει από την επιθυμία του, πιθανόν για ένα διαφορετικό άγγιγμα στη ψυχή. Άλλες φορές το δέρμα γίνεται οιωνός, μιας δυσλειτουργίας ενός εσωτερικού οργάνου.

Προδότης τελικά ή αγγελιοφόρος; Ένα είναι σίγουρο. Το δέρμα είναι σύμβολο της αναγέννησης και της μεταμόρφωσης, ως ένα όργανο αέναα ανανεούμενο. Κορυφαία αναπαράσταση ετούτου του συμβολισμού είναι το δέρμα του φιδιού, που κάθε χρόνο ανανεώνεται ολοκληρωτικά, καθιστώντας το άδικα στιγματισμένο ερπετό, σε έμβλημα γονιμότητας. Πόσο παράδοξο είναι αλήθεια, η επιφάνεια της ύπαρξης μας, αυτό που με μια πρώτη ματιά είναι αρκετά σταθερό και επίμονα όμοιο, να αποτελεί και το σύμβολο της αλλαγής. Η καλή λειτουργία του οφείλεται στη διαρκή μα βουβή ανανέωση του. Άλλες φορές πάλι φλέγεται, από φαγούρες, καψίματα, στίγματα. Εκεί μας αναγκάζει να το κοιτάξουμε, ίσως μερικές φορές και να το αγγίξουμε περισσότερο από το συνηθισμένο. Το δέρμα επίσης γερνάει, χάνει την ελαστικότητα του, μας πείθει να πιστεύουμε σε θαυματουργές κρέμες. Μας υπενθυμίζει αυτό που ίσως δε θέλουμε να αναλογιζόμαστε. Το δέρμα επίσης είναι το πρώτο που “εξαφανίζεται” όταν παύουμε να ζούμε.

Το δέρμα λοιπόν είτε ως επιφάνεια, είτε ως βάθος, είναι απεικόνιση της ψυχής, ίσως μερικές φορές η ίδια η ψυχή. Προδότης ή αγγελιοφόρος είναι το μόνιμο ερώτημα που έχουμε σχετικά με τη ψυχή μας σχεδόν πάντα. Η έκφραση “το ένιωσα στο πετσί μου”, από που βρίσκει τάχα την απαράμιλλη δύναμη της; Το δέρμα αναπνέει αθόρυβα πολύ μακριά από την επίγνωση μου, αυτοθεραπευέται από τις πληγές του μακριά από τη συνειδητή μου προσπάθεια. Έχει λοιπόν μια ιδιότυπη μυστικοπάθεια όπως ο ύπνος και τα όνειρα. Άλλες φορές, με κάνει να υποφέρω από τη φαγούρα του, με αναγκάζει να το ξύνω όπως ο σκύλος που ψάχνει μανιωδώς το κόκκαλο του. Με κάνει να θέλω να αλλάξω δέρμα! Να αλλάξω ζωή.

Για το τέλος, θα ήθελα να επιστρέψω στο πρώτο άθλο του Ηρακλή. Προσπαθώντας να σκοτώσει το αιμοβόρικο λιοντάρι της Νεμέας, διαπίστωσε πως τα σιδερένια βέλη του, δε μπορούσαν να τρυπήσουν τη σάρκα του αχόρταγου θηρίου. Έπρεπε λοιπόν να εγκαταλείψει την ελπίδα να το αποτελειώσει από απόσταση και πράγματι πάλεψε με γυμνά χέρια, στραγγαλίζοντας το. Όπως κάθε θριαμβευτής, χρειαζόταν μια απόδειξη της επιτυχίας του και σκέφτηκε να του βγάλει το δέρμα και να το φορέσει. Παρατήρησε όμως πως τα εργαλεία του δε μπορούσαν να το επιτύχουν αυτό και έτσι, ύστερα από κάποια ολιγόωρη απελπισία, είχε την ιδέα να χρησιμοποιήσει τα σκληρά νύχια του ίδιου του ζώου. Τούτο πέτυχε.

Νομίζω πως στην αλληγορική του πλευρά ο μύθος μας ενημερώνει ποιητικά για ορισμένα πράγματα. Πρώτον στη μάχη μας με τα ένστικτα, δε μπορούμε να έχουμε ιδιαίτερη επιτυχία με διανοητικά τρικ και λύσεις από απόσταση, όπως τα βέλη. Το δέρμα, δηλαδή η ψυχή του ζώου, μέσα μας έχει τεράστια δύναμη ώστε να πληγεί από την εκλογίκευση. Δεύτερον η μάχη πρέπει να γίνει μέσω του αγγίγματος, και για τούτο θα πρέπει να έχουμε επαρκώς δυνατό δέρμα και εμείς. Τρίτον, για να κατανοήσουμε το θηρίο και να απολαύσουμε τα δώρα του, χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια του τα νύχια. Με άλλα λόγια να γνωρίσουμε τη Σκιά μας, το κρυμμένο θηρίο μέσα μας. Τέταρτον, να φορέσουμε το δέρμα του, να γίνουμε λιοντάρια, δέρμα πάνω στο δέρμα, ψυχή δίπλα στη ψυχή...

Το μυθικό ταξίδι του Ζίγκφριντ

Η σπουδαία μορφή του του Ζίγκφριντ είναι γνωστή σε μύθους από την Γερμανία ως την Ισλανδία και αποτελεί την πεμπτουσία του βορειοευρωπαίου με το όνομα Ζιγκουρτν στις ιστορίες απ' την Σκανδηναβία, οι άθλοι του αποτελούν πρώτη ύλη για μερικά από τα καλύτερα επικά ποιήματα του κόσμου. Το κομμάτι της ιστορία που έχει σχέση με το παρακάτω κεφάλαιο είναι η μάχη ανάμεσα στον νεαρό Ζίγκφριντ με τον δράκο Φαφνίρ, που φιλάει το χρυσό των Νιμπελούγκεν.

Ο Ζίγκφριντ ήταν καρπός της απαγορευμένης σχέσης ανάμεσα στον Σίγκμουντ και στην αδελφή του Σιγκελίντε. Παρ' όλο που και τα δυο αδέλφια είχαν φρικτό τέλος, ο Σίγκμουντ άφησε ένα περίφημο και πανέμορφο ξίφος στο γιο που δε θα συναντούσε ποτέ. Το σπαθί ήταν σπασμένο αλλά, αν επιδιορθωνόταν, ήταν ανίκητο στη μάχη.

Ο ορφανός Ζίγκφριντ ανατράφηκε από τον Νίμπελουγκ (νάνο) Μάιμ, που τον περιποιόταν μάλλον απρόθυμα, ελπίζοντας πως κάποια μέρα ο παντοδύναμος και θαρραλέος νέος θα έβρισκε τη δύναμη να σκοτώσει το δράκο Φαφνίρ και να πάρει ως λάφυρο τη μεγάλη ποσότητα χρυσού που πριν από χρόνια είχε κλέψει ο θεός Βόταν (ο υπέρτατος θεός του πανθέου των γεμανικών μυθολογιών' ταυτίζεται με τον Όντιν των Βορείων Γερμανών και τον Θωρ των Σκανδιναυών) από τους Νιμπελούγκεν. Στη συνέχεια ο Μάιμ είχε σχεδιάσει να σκοτώσει το Ζίγκφριντ και να κρατήσει μόνος του όλο το χρυσάφι.

 Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε την εύνοια των θεών, αφού μια μέρα που ο νεαρός περπατούσε στο δάσος άκουσε ένα πουλί να κελαηδά και διαπίστωσε ότι μπορούσε να καταλάβει το τραγούδι του. Το πουλί τον προειδοποίησε όχι μόνο ότι o Μάιμ σχεδίαζε να τον δολοφονήσει, αλλά και γιατί. Όταν ο Ζίγκφριντ επέστρεψε στο σιδηρουργείο του Μάιμ δεν είπε κουβέντα για όσα είχε μόλις ανακαλύψει, αλλά έκανε υπομονή, περίμενε και παρακολουθούσε.

Σύντομα ο Μάιμ του ζήτησε να επιδιορθώσει το σπαθί του πατέρα του κι ο Ζίγκφριντ έκανε όπως τον πρόσταξε, χρησιμοποιώντας όλη τη δύναμη και την αντοχή του για το σκοπό αυτό. Ο Μάιμ του είπε για το σωρό το χρυσάφι που ήταν κρυμμένο βαθιά σε μια σπηλιά που τη φυλούσε κοιμισμένος ο δράκος Φαφνίρ. Ανάμεσα στο χρυσό υπήρχε και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ που έκρυβε πολλές δυνάμεις και το οποίο ο Μάιμ επιθυμούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια ο νάνος έδωσε οδηγίες στον Ζίγκφριντ να επιστρέψει σ' αυτόν με το χρυσό. Όμως, ο Ζίγκφριντ είχε πλέον ακούσει αρκετά για την προδοσία του νάνου και τον σκότωσε με το σπαθί του.

Έπειτα ο νεαρός ήρωας ξεκίνησε αναζητώντας το δράκο Φαφνίρ. Παλιότερα ο δράκος αυτός ήταν γίγαντας, όχι ιδιαίτερα έξυπνος αλλά τρομερά μεγάλος και απειλητικός. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη του Δακτυλιδιού ο Φαφνίρ είχε μετατραπεί σ' ένα τεράστιο, απαίσιο φολιδωτό πλάσμα. Ο δράκος αυτός κοιμόταν όλη την ώρα, μόνιμα μαγεμένος από τα όνειρα, στα οποία έβλεπε το χρυσό που βρισκόταν θαμμένος κάτω από το σαν φίδι κουλουριασμένο σώμα του.

Το πουλί που την πρώτη φορά είχε πει στο Ζίγκφριντ για την προδοσία του Μάιμ τώρα οδήγησε το νεαρό άντρα στη σπηλιά κι ο Ζίγκφριντ κραδαίνοντας το ξίφος του, σκότωσε το δράκο και βρήκε το σωρό το χρυσάφι. Όμως, ο Ζίγκφριντ αδιαφορούσε τόσο πολύ για τους πειρασμούς του πλούτου, που διάλεξε μόνον δύο πράγματα από το σωρό: ένα κράνος που μπορούσε να τον κάνει αόρατο και το Δακτυλίδι του Νίμπελουγκ του οποίου τις δυνάμεις δεν μπορούσε ακόμα να καταλάβει. Κι έτσι, ξεκίνησε γι ακόμα μεγαλύτερες περιπέτειες.

Η ζωή ενός Ήρωα: Γιλγαμές

Οι θεοί έπλασαν τον Γιλγαμές, τον άρχοντα της Ουρούκ, για να βασιλέψει στους ανθρώπους. Μια που κατά τα δύο τρίτα ήταν θεϊκός, είχε απαράμιλλη ομορφιά, γενναιότητα και σοφία. Ήταν περήφανος σαν νεαρός ταύρος.

Ο Γιλγαμές διέσχισε τον ωκεανό κι έφτασε στα πέρατα της ανατολής. Ταξίδεψε μακριά για να βρει τα μυστικά του κόσμου και να φέρει πίσω την ιστορία της εποχής πριν από τον Κατακλυσμό. Έχτισε την πόλη Ουρούκ όπου η ιστορία του Γιλγαμές είναι χαραγμένη σε πέτρινες πινακίδες.

Τόσο λαμπρή ήταν η δόξα του Γιλγαμές που κανένας άντρας δεν μπορούσε να παραβγεί μαζί του και καμιά γυναίκα δεν μπορούσε να του αντισταθεί.

Η Αρούρου, η θεά της δημιουργίας, αποφάσισε να φτιάξει ένα σύντροφο για τον Γιλγαμές. Έφτυσε στις παλάμες της, πήρε λίγο πηλό και τον έριξε στην ερημιά.

Έτσι δημιούργησε τον Ενκιντού, τον πολεμιστή, το γιο της σιωπής, το ρωμαλέο.

Το σώμα του ήταν τριχωτό σαν ζώου και ο Ενκιντού δεν ήξερε τίποτε για το ανθρώπινο γένος.

Μια γυναίκα από το ναό της Ιστάρ, της θεάς του έρωτα, τον δάμασε, ξετρελαμένη με αυτό τον άντρα που γεννήθηκε στα βουνά σαν πεφταστέρι. Αυτή αφύπνισε τον ανδρισμό του. Τον πήρε μαζί της στην Ουρούκ, για να προκαλέσει το μεγάλο Γιλγαμές. «Εγώ είμαι ο πιο δυνατός», κραύγασε ο Ενκιντού. Πάλεψαν σαν ταύροι, αλλά τελικά ο Γιλγαμές τον νίκησε. Μέσα από την πάλη τους γεννήθηκε μια φιλία, πιο δυνατή από τον έρωτα.

Ο Γιλγαμές και ο Ενκιντού περιπλανήθηκαν μαζί στον κόσμο, επειδή ο Γιλγαμές ήταν ανήσυχο πνεύμα. Η Ιστάρ ποθούσε τον Γιλγαμές. «Γίνε άντρας μου», του είπε, «και θα έχεις όλο τον κόσμο στα πόδια σου». Όμως ο ήρωας αρνήθηκε λέγοντας της: «Πότε ήσουν πιστή σε κάποιον εραστή;»

Ο πόθος της Ιστάρ μετατράπηκε σε μίσος. Πήγε στον Άνου, τον πατέρα της, και στην Άντουμ, τη μητέρα της. «Ο Γιλγαμές με περιφρόνησε», τους είπε. «Πατέρα, φτιάξε μου έναν Ταύρο του Ουρανού να αφανίσω τον Γιλγαμές. Αν δεν το κάνεις, θα ανοίξω τις πύλες της κόλασης και θα αφήσω τους νεκρούς να φάνε μαζί με τους ζωντανούς».

«Αν κάνω έναν Ταύρο, θα έχουμε εφτά χρόνια ξηρασία».

«Κάνε τον!» αποκρίθηκε η Ιστάρ.

Η Ιστάρ πήρε στα χέρια της τα χαλινάρια του Ταύρου του Ουρανού και τον οδήγησε στην Ουρούκ. Ο Ταύρος προσγειώθηκε πλάι στο ποτάμι. Μούγκρισε κι άνοιξε ένα χάσμα στο οποίο έπεσαν εκατό νέοι. Μούγκρισε ξανά κι άλλοι εκατό νέοι χάθηκαν στο νέο χάσμα. Μούγκρισε τρίτη φορά και άνοιξε κι άλλο χάσμα. Εκατό, διακόσιοι, τριακόσιοι νέοι της Ουρούκ γκρεμίστηκαν στο βάραθρο. Ο Ενκιντού άρπαξε τον Ταύρο από τα κέρατα. Καθώς το ζώο τού έφτυνε αφρούς κατάμουτρα, φώναξε: «Γιλγαμές, αδελφέ μου, χτύπα με το ξίφος σου!» Ο Γιλγαμές βύθισε το ξίφος του στο λαιμό του Ταύρου, τον έσφαξε και πρόσφερε την καρδιά του στον Σάμας, το θεό ήλιο.

Καθώς πέθαινε ο Ταύρος, η Ιστάρ έμπηξε μια κραυγή πόνου και καταράστηκε τον Ενκιντού και τον Γιλγαμές. Κάλεσε όλες τις ιέρειες του ναού της να πενθήσουν τον Ταύρο του Ουρανού. Την άλλη μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές- «Αδελφέ μου, είδα ένα όνειρο. Είδα τους θεούς να συσκέπτονται. Εκεί ήταν ο Άνου και ο Σάμας, μαζί με τον Ενλίλ, το θεό της γης και του αέρα, και τον Εα, το θεό του νερού. Ο Άνου είπε πως, επειδή σκοτώσαμε τον Ταύρο του Ουρανού, ένας από μας πρέπει να πεθάνει. Ο Άνου, ο Ενλίλ και ο Έα υποστήριξαν ότι πρέπει να πληρώσω με τη ζωή μου. Ο Σάμας προσπάθησε να με σώσει, αλλά ήταν ένας εναντίον τριών. Επομένως πρέπει να πεθάνω». Την ίδια , μέρα ο Ενκιντού έπεσε άρρωστος βαριά.

Ο Ενκιντού χαροπάλευε πολύ καιρό και ο Γιλγαμές ήταν συνέχεια στο πλευρό του. Μια μέρα ο Ενκιντού είπε στον Γιλγαμές: «Ονειρεύτηκα το θάνατο μου. Το Μαύρο Πουλί του θανάτου με άρπαξε με τα νύχια του και με μετέφερε στο Σπίτι της Σκόνης, στο παλάτι της Ερκάλας, της Βασίλισσας του Σκότους». Με αυτά τα λόγια, ο Ενκιντού ξεψύχησε.

Πάντα θρηνώντας για τον Ενκιντού, ο Γιλγαμές περιπλανήθηκε μακριά. «Γιατί να πεθαίνουμε;» αναρωτιόταν. «Οι θεοί ζουν για πάντα, αλλά η ζωή των θνητών κρατά όσο μια ανάσα. Θα ρωτήσω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ, που οι θεοί έσωσαν από τον Κατακλυσμό και του χάρισαν ζωή αιώνια».

Ο Γιλγαμές πέρασε από πεδιάδες και Βουνά ώσπου έφτασε στις δίδυμες κορφές του Μάσου, που φυλάνε τον ήλιο στην ανατολή και τη δύση του. Στην πύλη του Μάσου στέκονταν οι τρομεροί Σκορπιοί, μισοί άνθρωποι και μισοί δράκοι, που η ματιά τους σκοτώνει. Όμως ο Γιλγαμές ήταν κατά τα δύο τρίτα θεός.

«Γιατί ήρθες σε αυτό το απαγορευμένο μέρος;» τον ρώτησαν. «Γυρεύω τον προγονό μου, τον Ουτναπίστιμ», τους αποκρίθηκε. «Θέλω να τον ρωτήσω μερικά πράγματα για τη ζωή και το θάνατο».

«Κανένας άνθρωπος, κανένα θνητό πλάσμα δεν έχει διαβεί αυτό το δρόμο», του είπαν. «Είναι ο δρόμος του απόλυτου σκοταδιού. Δε φοβάσαι;» «Πρέπει να μπω μέσα κι ας φοβάμαι», απάντησε ο Γιλγαμές. Και οι Σκορπιοί άνοιξαν την πύλη. Ο Γιλγαμές βρέθηκε μέσα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι πλημμύρισε το στόμα και τα μάτια του. Άπλωσε το χέρι του να γραπώσει το σκοτάδι, αλλά αυτό γλιστρούσε ανάμεσα στα δάχτυλα του. Συνέχισε να βαδίζει, ενώ έξω ο ήλιος ανέτειλλε και έδυε. Ώσπου επιτέλους ο Γιλγαμές βγήκε στο φως, στον κήπο του ήλιου. Εκεί, στην άκρη μιας πικρής θάλασσας, βρήκε τη θεά της σοφίας, τη Σιντούρι, και η Σιντούρι του είπε: «Είσαι κουρασμένος και στην καρδιά σου έχεις την απόγνωση. Ποτέ δε θα βρεις την αιώνια ζωή». Όμως ο Γιλγαμές της απάντησε: «Θα μιλήσω με τον Ουτναπίστιμ κι ας είμαι κουρασμένος». «Κανείς θνητός δεν έχει διαβεί αυτή τη θάλασσα του θανάτου», είπε η Σιντούρι. «Μονάχα ο Σάμας, ο ήλιος, μπορεί να διαβεί τον ωκεανό. Μην προσπαθείς. Γύρισε σπίτι. Φάε, πιες, γλέντα. Ο άνθρωπος πεθαίνει, μα η ζωή είναι γλυκιά». «Πού είναι η γλύκα της ζωής, αφού ο Ενκιντού είναι νεκρός;» ρώτησε ο Γιλγαμές.

«Τράβα τότε στο δάσος», είπε η Σιντούρι, «και βρες τον Ουρσαναμπί, το βαρκάρη, που θα σε περάσει από την άλλη μεριά της θάλασσας, στον Ουτναπίστιμ. Αλλά μην αγγίξεις τα νερά του θανάτου».

Επιτέλους ο Γιλγαμές έφτασε στο σπίτι του Ουτναπίστιμ, του προγόνου του. «Είμαι ο Γιλγαμές, ο άρχοντας της Ουρούκ», του είπε. «Έρχομαι από μακριά, πέρασα από το άδειο σκοτάδι και διάβηκα το πικρό νερό για να σε ρωτήσω γιατί πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο Ενκιντού, ο φίλος μου, είναι νεκρός και μ’ έχει καταλάβει ο φόβος του θανάτου. Μήπως πρέπει να τον ανταμώσω στο Σπίτι της Σκόνης; Κάποτε ήσουν κι εσύ άνθρωπος σαν κι εμένα. Πες μου την ιστορία σου, Προγονέ μου».

«Ό,τι αναπτύσσεται, σαπίζει», απάντησε ο Ουτναπίστιμ. «Όλοι πεθαίνουν, και ο σοφός και ο μωρός. Η λιβελούλα χαίρεται τη λιακάδα και μετά χάνεται Ο άνθρωπος μεγαλώνει σαν το καλάμι στην ακροποταμιά που κάποιος το κόβει. Ο θάνατος είναι σαν τον ύπνο, έρχεται σε όλους. Οι θεοί δίνουν τις μέρες της ζωής και τις μέρες του θανάτου. Όμως θα σου πω την ιστορία μου.

«Κάποτε ζούσα στην πόλη Σουρουπάκ, στις όχθες του Ευφράτη, και ήμουν πιστός υπηρέτης του σοφού θεού Έα.»

Η πόλη γέρασε και οι θεοί γέρασαν – ο Άνου ο πατέρας και τα παιδά του ο Ενλίλ, ο Εα, ο Νινούρτα, ο Ενουγγί, η Ιστάρ και τα υπόλοιπα.»

Η Ιστάρ προκαλούσε προβλήματα στους ανθρώπους, πολέμους και συμφορές. Τόσο μεγάλη ήταν η αναστάτωση που οι θεοί δεν μπορούσαν να κοιμηθούν. Ώσπου τελικά ο Ενλίλ, ο πολεμιστής, είπε στους θεούς: «Άς τρέξουν τα νερά του κόσμου κι ας πνίξουν αυτό το συρφετό που δε μας αφήνει να ησυχάσουμε». Και οι θεοί συμφώνησαν.

«Ακόμη και ο Έα δεσμεύτηκε από την απόφαση των θεών. Δεν μπορούσε να προειδοποιήσει τους ανθρώπους για τον κατακλυσμό, αλλά ψιθύρισε το μυστικό στο καλαμένιο σπίτι μου και ο άνεμος που φυσούσε στις καλαμιές μου το ψιθύρισε στον ύπνο μου: «Άνθρωπε της Σουρουπάκ, χάλασε το σπίτι σου και φτιάξε ένα καράβι».

«Υπακούοντας στο θεό, έφτιαξα ένα καράβι, μακρύ φαρδύ και σκεπαστό, κι έβαλα μέσα τα σπέρματα όλων των ζωντανών πραγμάτων. Πήρα την οικογένεια και τα υπάρχοντα μου, κι ένα αρσενικό κι ένα θηλυκό από όλα τα πλάσματα στον κόσμο, ήμερα και άγρια.

«Έξι μέρες και έξι νύχτες λυσσομανούσε η καταιγίδα. Άγριος άνεμος και βροχή έπνιξαν τον κόσμο. Την έβδομη μέρα η καταιγίδα κόπασε. Από το καράβι κοίταξα έξω και είδα μόνο νερό. Τότε έκλαψα, μα τα δάκρυα μου δεν ήταν παρά νερό.

«Τελικά το καράβι σκάλωσε στην κορυφή του Βουνού Νισίρ. Για να δω αν χαμήλωσαν τα νερά, λευτέρωσα πρώτα ένα περιστέρι, μετά ένα χελιδόνι και μετά ένα κοράκι. Το περιστέρι και το χελιδόνι ξαναγύρισαν, όχι όμως και το κοράκι – σημάδι ότι κάπου είχε βρει στεριά. Γεμάτος χαρά, έκανα θυσία στους θεούς. Μόλις ο Ενλίλ μύρισε τον ευωδιαστό καπνό της θυσίας μου, θύμωσε πολύ. «Μήπως γλίτωσαν μερικοί από αυτούς τους ενοχλητικούς θνητούς; Έπρεπε να ‘χαν πεθάνει όλοι. Κάποιος θα τους προειδοποίησε!»

«Όμως ο σοφός Έα απάντησε: Ή πλημμύρα ήταν μια πολύ σκληρή τιμωρία για όλο το ανθρώπινο γένος. Αυτός ο άνθρωπος, τουλάχιστον, δεν έπρεπε να πεθάνει. Όμως δεν τον προειδοποίησα εγώ. Το είδε στο όνειρο του».

Με αυτά τα λόγια, η οργή του Ενλίλ καταλάγιασε. Μ’ έπιασε από το χέρι κι έβαλε στο πλάι μου τη γυναίκα μου. Γονατίσαμε, κι αυτός μας άγγιξε στο μέτωπο. «Μέχρι τώρα ο Ουτναπίστιμ ήταν θνητός. Τώρα αυτός και η γυναίκα του θα είναι σαν τους θεούς»».

Ο Ουτναπίστιμ έριξε μια διαπεραστική ματιά στον Γιλγαμές. «Και τώρα, Γιλγαμές, πώς θα πείσεις τους θεούς να σου χαρίσουν την αιώνια ζωή;» «Δεν κάνω πίσω», είπε ο Γιλγαμές.

«Τότε, πρέπει να μείνεις ξάγρυπνος έξι μέρες κι εφτά νύχτες». Πριν ο Ουτναπίστιμ αποσώσει τα λόγια του, ο ύπνος τύλιξε τον Γιλγαμές σαν την ομίχλη. Κοιμήθηκε έξι μέρες κι εφτά νύχτες. Κάθε μέρα η γυναίκα του Ουτναπίστιμ ακουμπούσε ένα φρέσκο ψωμί στο πλευρό του. Τελικά ο Ουτναπίστιμ τον ξύπνησε. «Μόνο ένα λεπτό με πήρε ο ύπνος», διαμαρτυρήθηκε ο Γιλγαμές. «Ψεύτη», είπε ο Ουτναπίστιμ. «Κοίταξε αυτά τα ψωμιά πλάι σου. Το σημερινό είναι φρέσκο, αλλά τα άλλα είναι ξερά και μπαγιάτικα».

«Μα δεν μπορώ να κάνω κάτι για να γίνω αθάνατος;» φώναξε ο Γιλγαμές. «Ο θάνατος με παίρνει σαν τον ύπνο». «Δεν κέρδισες τίποτα με το ταξίδι σου ως εδώ», απάντησε ο Ουτναπίστιμ, «γι’ αυτό και θα σου δώσω ένα δώρο να το πάρεις στην πατρίδα. Στην πέρα ακτή της θάλασσας του θανάτου φυτρώνει ένα φυτό με αγκάθια μυτερά σαν ρόδο. Όποιος το φάει, ξαναβρίσκει τη νιότη του».
Ο Γιλγαμές δεν άργησε να βρει το φυτό που το ονόμασε «Το Ξανάνιωμα του Γέροντα». Το πήρε μαζί του στην Ουρούκ, αποφασισμένος να το δοκιμάσει πρώτα στους γέροντες της πόλης και μετά στον εαυτό του. Όταν όμως κοντοστάθηκε σε μια λιμνούλα για να πλυθεί, ένα φίδι έφαγε το φυτό. , ,, Από τότε τα φίδια χάνουν το πουκάμισο τους και ξανανιώνουν. Αλλά η ανθρωπότητα δεν ξαναβρήκε ποτέ το φυτό της αιώνιας νιότης.

Ποια περίεργη επίδραση έχει στους ανθρώπους το έντονο ροζ χρώμα;

Τι μπορεί να συνδέει τα κελιά για βίαιους κρατούμενους, τα ειδικά μέτρα για βάνδαλους, τη φιλανθρωπική δράση, τη δίαιτα και τη σωματική δύναμη; Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, όλα τα παραπάνω έχουν ως κοινό τη χρήση του έντονου, επιδεικτικά θηλυκού ροζ χρώματος, που θέλγει τα κορίτσια και εκνευρίζει τα αγόρια. Το γιατί θα το διαβάσεις στη συνέχεια.

Ροζ κελιά και φιλανθρωπικές δράσεις
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 Αμερικανοί ψυχολόγοι έψαχναν να βρουν έναν καλό τρόπο για να κατευνάσουν την επιθετική συμπεριφορά των κρατουμένων στις φυλακές, αλλά και όσων είχαν συλληφθεί υπό την επήρεια μέθης και βρίσκονταν στο κρατητήριο. Βασισμένοι σε κάποια επιστημονικά πειράματα, δοκίμασαν να βάψουν τα κελιά σε έντονο ροζ χρώμα. Αμέσως παρατήρησαν ότι αυτή η απόχρωση ηρεμούσε τους βίαιους φυλακισμένους. Την ιδέα έσπευσαν να ακολουθήσουν κάποιοι προπονητές ποδοσφαίρου, που έβαψαν στο ίδιο χρώμα τα αποδυτήρια της αντίπαλης ομάδας με σκοπό να μειώσουν την απόδοσή της και να κάνουν τους παίκτες παθητικούς. Στη συνέχεια κυκλοφόρησαν λεωφορεία με καθίσματα στο χρώμα της ροζ τσιχλόφουσκας και πράγματι τα ποσοστά βανδαλισμού στις αστικές συγκοινωνίες μειώθηκαν. Όμως το ροζ ωφέλησε και τις φιλανθρωπικές δράσεις, αφού, όπως αποδείχτηκε, στο κάλεσμα ανθρώπων ντυμένων με ροζ πουκάμισο ο κόσμος έδινε τρεις φορές περισσότερα χρήματα σε δωρεές. Επίσης σήμερα υπάρχουν στην αγορά ειδικά θεραπευτικά γυαλιά κατά του άγχους με ροζ φακούς.

Η επιλογή του ροζ σε όλα τα προηγούμενα πειράματα οφείλεται σε έρευνες που έκανε στα τέλη της δεκαετίας του ’60 ο ψυχολόγος Alexander Schauss από το Ινστιτούτο Βιοκοινωνικών Ερευνών (American Institute for Biosocial Research) στο Tacoma.

Χρώμα – ηρεμιστικό
Ο Αμερικανός επιστήμονας μελέτησε την επίδραση των χρωμάτων στον εγκέφαλο. Πίστευε ότι η εκάστοτε προτίμησή μας στα χρώματα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική και την ορμονική μας κατάσταση (αυτές οι δύο είναι αλληλένδετες). Όμως ήθελε να μάθει αν ισχύει και το αντίστροφο, δηλαδή αν τα χρώματα μπορεί να προκαλέσουν συναισθηματικές και ορμονικές αλλαγές. Έτσι το 1978 ανακάλυψε ότι μια συγκεκριμένη, έντονη απόχρωση του ροζ (την οποία ξεχώρισε ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλες αποχρώσεις) παραδόξως επηρεάζει το μυϊκό και το καρδιαγγειακό σύστημα. Αυτό που κάνει είναι να μειώνει τον καρδιακό παλμό και τον ρυθμό της αναπνοής, δηλαδή να καταστέλλει την υπερδιέγερση και την υπερευερεθιστότητα, αλλά και να μειώνει (βραχυπρόθεσμα) τη μυϊκή δύναμη.

Για να βάλει σε εφαρμογή αυτή τη γνώση, ο Schauss έπεισε τους διευθυντές ενός σωφρονιστικού ιδρύματος του Ναυτικού να βάψουν κάποια κελιά σε δυνατό ροζ. Το συγκεκριμένο χρώμα πράγματι λειτούργησε ως φάρμακο ηρεμώντας τους κρατούμενους μετά από 15 λεπτά παραμονής τους μέσα σε ένα μικρό ροζ κελί, ενώ η ηρεμία συνεχίστηκε και για άλλα 30 λεπτά μετά την έξοδό τους από αυτό. Στη συνέχεια άρχισαν να βάφονται ροζ και τα κελιά απομόνωσης των ψυχιατρείων, ενώ έγιναν και πειράματα σε νευρικούς, επιθετικούς εφήβους. Μέσα στη… ροζ απομόνωση φάνηκε ότι η επιθετικότητα έδινε τη θέση της στο (ενδεχομένως) πραγματικό πρόβλημα, την απογοήτευση και την κατάθλιψη.

Σύμμαχος της δίαιτας
Ερευνητές του Johns Hopkins University στην Βαλτιμόρη διαπίστωσαν επίσης ότι το συγκεκριμένο ροζ μειώνει την όρεξη για φαγητό.

Ο "αριθμός Ντάνμπαρ" και τις μας λέει για τον αριθμό των φίλων που μπορεί πραγματικά να έχει ένας άνθρωπος

Evolutionary psychology professor Robin Dunbar says people cannot maintain more than 150 friendships at a time.Πόσους ανθρώπους θα μπορούσαμε να συμπεριλάβουμε στον ευρύτερο κοινωνικό μας κύκλο; Κι απ' αυτούς πάλι πόσους θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πολύ καλούς φίλους - αλλιώς "κολλητούς"; Δεν έχουμε κάτσει ποτέ στα σοβαρά να κάνουμε τις μαθηματικές πράξεις, όμως λίγο πολύ όλοι έχουμε την αίσθηση ότι ο κύκλος των φίλων υπό ευρεία έννοια (ας πούμε ο κύκλος των "γνωστών") μπορεί να ανέρθει σε αρκετές δεκάδες (μη λαμβανομένων υπόψη των - ενδεχομένως - εκατοντάδων ή και χιλιάδων διαδικτυακών φίλων του facebook ή του instagram), τη στιγμή που οι κολλητοί άνετα μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αυτήν την αίσθηση έρχεται να την επιβεβαιώσει μια έρευνα του βρετανού καθηγητή εξελικτικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Ρόμπιν Ντάνμπαρ.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, ο καθηγητής πρότεινε τον επονομαζόμενο "αριθμό Ντάνμπαρ", σύμφωνα με τον οποίο ένας άνθρωπος δεν μπορεί να έχει περισσότερους από 148 (ή 150 λόγω στρογγυλοποίησης) φίλους και μέχρι 4 ή 5 κολλητούς. Ο λόγος; Ο συνδυασμός μιας σειράς περιορισμών στο μέγεθος του ανθρώπινου εγκεφάλου, στη διάρκεια προσοχής που μπορεί να επιδείξει ένας άνθρωπος, αλλά και στο χρόνο που απαιτείται για ν' αναπτυχθούν στενοί φιλικοί δεσμοί.

Ωστόσο, μέχρι πρόσφατα ο αριθμός Ντάνμπαρ ήταν απλά μια θεωρία, που δεν βασιζόταν στα αποτελέσματα κάποιας πραγματικής έρευνας. Αυτό το κενό έχει καλυφτεί μετά τη δημοσίευση σχετικής μελέτης του βρετανού καθηγητή, ο οποίος για την έρευνά του χρησιμοποίησε τα δεδομένα 35 εκατομμυρίων συνδρομητών τηλεφώνου και 6 δισεκατομμυρίων τηλεφωνικών κλήσεων.

Λαμβάνοντας ως δεδομένη την ακρίβεια του αριθμού Ντάμπαρ, μέσω της έρευνας διαπιστώθηκε ότι υπάρχει "ισχυρή απόδειξη για την ύπαρξη μιας διαστρωματικής δομής" μεταξύ της συχνότητας των τηλεφωνικών κλήσεων και του βαθμού ισχύος μιας διαπροσωπικής σχέσης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα επικοινωνίας τόσο μικρότερος είναι ο αριθμός των φίλων που έχει ένας άνθρωπος - μιλώντας πάντα για φίλους υπό την ευρεία έννοια της λέξης, δηλαδή για άτομα με τα οποία υπάρχει τακτική αμφίδρομη επικοινωνία. Άλλωστε, από τους εκατοντάδες υπό ευρεία έννοια φίλους, που μπορεί να περηφανεύεται ένας άνθρωπος ότι έχει, θα βασιστεί σ' έναν πολύ μικρό αριθμό σε περίπτωση μιας σοβαρής κρίσης. Αυτοί οι τελευταίοι είναι και οι κολλητοί.

Ουσιαστικά, επιβεβαιώνοντας την ύπαρξη σύνδεσης μεταξύ του επιπέδου επικοινωνίας και του βαθμού οικειότητας μεταξύ των ανθρώπων, η έρευνα του καθηγητή Ντάνμπαρ έρχεται να καταρρίψει την ψευδαίσθηση των πολλών (πάντα εικονικών) "φίλων", που υποτίθεται ότι ένας άνθρωπος αποκτά μέσω των κοινωνικών δικτύων, ακριβώς επειδή λείπει η συχνή και στενή επικοινωνία με όλα αυτά τ άτομα.

Πώς να αποπλανήσετε τον άντρα σας!

Ο χρόνος συχνά φέρνει πλήγματα στο πάθος. Η καθημερινή τριβή και η -συχνά ενοχλητικά μεγάλη- οικειότητα κάνουν τις μακροχρόνιες σχέσεις κάπως... προβλέψιμες. Αν είστε χρόνια μαζί με τον σύντροφό σας σίγουρα δεν βρίσκεστε στην πρώτη άνοιξη του έρωτά σας, μπορείτε όμως κάλλιστα να δημιουργήσετε συνθήκες ερωτικές και παιχνιδιάρικες που θα δώσουν νέα πνοή τόσο στον γάμο σας, όσο και στη συμβίωση.

Σκάστε του κανένα χαμόγελο…

Όταν γυρίζει σπίτι μετά τη δουλειά (ή όταν επιστρέφετε εσείς) ένα μεγάλο, ζεστό χαμόγελο αξίζει όσο τίποτα. Φτιάχνει το κέφι, διώχνει τα προβλήματα και αυξάνει την ερωτική επιθυμία. Ποιος δεν θέλει στο πλάι του έναν άνθρωπο ζεστό, ευδιάθετο και χαμογελαστό; Κι αν έχεις έναν τέτοιο άνθρωπο στο πλάι σου, είναι δυνατόν να μην θέλεις να τον γεμίσεις φιλιά –τόσο τρυφερά όσο και παθιάρικα;

Φλερτάρετε!

Το φλερτ, είναι συνήθως ίδιον των «φρεσκοπαντρεμένων», αν όχι τον «φρεσκογνωρισμένων». Είναι, όμως, απορίας άξιο: Γιατί σταματάμε να φλερτάρουμε; Προφανώς, δεν γίνεται να νιώθει κανείς πεταλούδες να φτερουγίζουν στο στομάχι του στα 5, 7, 13 χρόνια μετά τη γνωριμία. Μερικά γλυκόλογα, αρκετά «πονηρά» χάδια και μπόλικα έντονα βλέμματα όλο νόημα, θα κάνουν τον καλό να νιώσει και πάλι επιθυμητός και ερωτεύσιμος.

Αναδείξτε το υπερόπλο σας

Ναι, εννοούμε το στήθος. Τον άσσο στο μανίκι ή, καλύτερα, στην μπλούζα, κάθε γυναίκας. Πρόκειται για παγιωμένη αλήθεια: οι άνδρες, ανεξαρτήτως πνευματικού επιπέδου, μόρφωσης, καταγωγής ή ηλικίας, επί τη εμφανίσει του γυναικείου στήθους χαζεύουν. Δεν χρειάζεται να φορέσετε μαγιό τύπου Πάμελα Άντερσον στο Baywatch. Αρκεί κάτι απλά αποκαλυπτικό –ή έστω αποκαλυπτικότερο απ’ τη συνηθισμένη σας περιβολή.

Ανάψτε τα αίματα… γραπτώς

Ο γραπτός λόγος αφήνει τεράστια περιθώρια ελευθερίας στην έκφραση. Αν η φυσική σας συστολή και αισθητική δεν το «σηκώνουν», μη στείλετε καυτά μηνύματα με λεπτομερείς σεξουαλικές περιγραφές του τι θέλετε να του κάνετε/τι θέλει να σας κάνει στο κρεβάτι. Ένα σημείωμα ή ένα μήνυμα στο κινητό με δυο τρυφερά λόγια αρκεί για να τον κάνει να σας σκέφτεται όλη την ημέρα και να ανυπομονεί να επιστρέψει σπίτι.

Ένα πεταχτό φιλάκι είναι λίγο, πολύ λίγο

Αν όλα βαίνουν καλώς στη σχέση σας, τότε σίγουρα δίνετε μερικά φιλιά μέσα στη μέρα με τον σύζυγό σας. Όταν συναντιέστε, όταν αποχωρίζεστε ή απλώς μερικά μικρά φιλιά στα πεταχτά όταν πλησιάζεστε για τον οποιοδήποτε λόγο. Δοκιμάστε να κάνετε τα φιλάκια, φιλιά. Δεν είναι αναγκαίο να επιδίδεστε σε ανταλλαγή σάλιου για ώρες –ή ενώπιον των παιδιών. Απλά παρατείνετε λίγο το κάθε σας φιλί. Δώστε λίγο χρόνο στο μυαλό και το σώμα σας να επεξεργαστεί (και να ενθουσιαστεί) τη διαδικασία.

Φροντίστε τον εαυτό σας

Προφανώς μια μητέρα –και μια νοικοκυρά βεβαίως βεβαίως- δεν δύναται να κυκλοφορεί ως Μιμή Ντενίση ή Ζωζώ Σαπουντζάκη. Μην βάλετε φτερά και πούπουλα και μην βάψετε τα μάτια σας σαν την Κλεοπάτρα. Προσπαθήστε απλά να είστε καθαρή –και απαλή! Αυτό θα ανεβάσει κατ’ αρχάς την δική σας διάθεση για γλύκες και ερωτοτροπίες και, κατά συνέπεια, την δική του.

Ο Ιστορικά Ασήμαντος Ιησούς

«Ιστορικά είναι αμφίβολο ότι ο Ιησούς υπήρξε. Αλλά και να υπήρξε, το σίγουρο είναι ότι δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν» Μπέρτραντ Ράσελ (Βρετανός φιλόσοφος)

«Το να δεχόμαστε άκριτα την ιστορικότητα του Ιησού είναι σα να διυλίζουμε κώνωπες και να καταπίνουμε καμήλους»

Όσο κι αν φαίνεται απίθανο στον αδαή, το σύμβολο Χριστός, κατά τον πρώτο αιώνα, δε συνδέθηκε ποτέ με το όνομα Ιησούς. Δεκάδες προσωπικότητες που έγραφαν την περίοδο εκείνη και διαβάζονταν μανιωδώς, σε ολόκληρη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, δεν αναφέρουν κουβέντα για τον Ιησού! Φιλόσοφοι σαν τον Πλούταρχο, το Σενέκα και τον Επίκτητο που παραπέμπουν σε ιδεαλιστικές φιλοσοφίες και ποιητές σαν το Γιουβενάλη και τον Πετρώνιο που με τα ποιήματά τους τόσο πιστά προσεγγίζουν την ηθική παρακμή, τον εκφυλισμό και την καθημερινότητα της ρωμαϊκής κοινωνίας, αγνοούν το όνομα αυτό, γιατί σε καμιά κίνηση δεν πρωτοστατεί κανένας Ιησούς και πουθενά δεν αναφέρεται. Ο τελευταίος, μάλιστα, υπηρετώντας επί Νέρωνα κυβερνήτης της Βιθυνίας, είχε την ευκαιρία από πρώτο χέρι, όχι μόνον να αναφέρει, αλλά και να καυτηριάσει σατιρίζοντας πρόσωπα και καταστάσεις προκειμένου να παρουσιάσει ρεαλιστικότερα την καθημερινή ζωή της εποχής του.

Θεωρώντας ότι στο θέμα αυτό, τίποτα ουσιωδέστερο δε θα μπορούσε να ειπωθεί, ακόμα κι αν αναφέραμε δεκάδες τέτοια παραδείγματα, θα αναφερθώ απλά σε τρία ονόματα Λατίνων. Ενός πολιτικού συγγραφέα και δυο ιστορικών (α) που περισώζουν ψήγματα σχετικών μαρτυριών, για δεοντολογικούς και μόνο λόγους.

Ο Πλίνιος ο νεότερος (61-113) θετός γιος του Πλίνιου του πρεσβύτερου, ήταν Ρωμαίος συγγραφέας και συγκλητικός που έκανε χρέη αποικιακού κυβερνήτη, διοικώντας τη Βιθυνία του Πόντου, από το 111 μέχρι το 113. Σε μία επιστολή του, το 112, προς τον αυτοκράτορα Τραϊανό ζητά οδηγίες μεταχείρισης για μία νεοεμφανιζόμενη ομάδα δεισιδαιμόνων. Η λέξη «Χριστιανοί» για πρώτη φορά στην ιστορία λανσάρεται! Μετά από τις ανακρίσεις που διενεργεί ο Πλίνιος, να τι γράφει ξανά στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα.

«Με διαβεβαίωσαν ότι το μόνο παράπτωμά τους ήταν αυτό. Οι Χριστιανοί συνήθιζαν να μαζεύονται μία ορισμένη μέρα πριν βγει ο ήλιος ψάλλοντας ο ένας μετά τον άλλον ύμνο στο Χριστό, σαν να είναι θεός. Μετά ορκίζονταν, όχι να κάνουν έγκλημα, αλλά ότι δε θα κλέψουν, δε θα ληστέψουν και δε θα μοιχεύσουν. Δεν απέμεινε πόλη ή κόμη ή ακόμα και αγρός, που να μην εισέδυσε το μόλυσμά της. Οι ναοί των θεών μας ερημώθηκαν και εδώ και καιρό δεν προσφέρονται θυσίες σε αυτούς». (β) Αν κι ο λόγος φαίνεται πολύ εγκωμιαστικός ενώ θα έπρεπε να δείχνει την ταραχή του ρωμαίου διοικητή, ζητώντας οδηγίες αντιμετώπισης από τον αυτοκράτορα, δε θα σταθούμε στις όποιες επεμβάσεις που μάλλον και εδώ έκανε κάποιος χριστιανός αργότερα. Προφανώς όπως αναφέρει και ο Τερτυλλιανός η σύγχυση του Ρωμαίου διοικητή οφειλόταν στην ταραχή του από το μεγάλο αριθμό των οπαδών, που θεωρήθηκε ανησυχητικός. (β)

Η απάντηση του Τραϊανού ήταν, αν και χωρίς να αναζητούνται (οι ένοχοι χριστιανοί) όταν συναντιούνται να τιμωρούνται αναλόγως! (γ) Η απάντηση αυτή, όπως μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ο αναγνώστης, δε συνάδει με την ερώτηση του Πλίνιου. Αν έτσι απάντησε ο Τραϊανός κάτι περισσότερο επιλήψιμο πρέπει αρχικά να έγραφε, ο διοικητής του Πόντου, που το χέρι του παραχαράκτη, φαίνεται, δεν ήθελε να μάθουμε. Επειδή όμως, ελλείψει άλλων στοιχείων, τίποτε άλλο δεν μπορούμε να εικάσουμε, σε γενικές γραμμές, ίσως θα μπορούσαμε να δεχτούμε τη μαρτυρία αυτή σχεδόν γνήσια. Όμως ακόμα κι αν θεωρηθεί γνήσια εξ ολοκλήρου η επιστολή αυτή, δεν αναιρεί τίποτα απ’ ό,τι μέχρι στιγμής κάναμε δεκτό. Το όνομα Ιησούς, η ιστορία, ακόμα και το 112, φαίνεται να το αγνοεί. Την εποχή αυτή, μάλλον, εμφανίζεται για πρώτη φορά το όνομα Χριστός, ονομάζοντας τους οπαδούς της κίνησης αυτής, Χριστιανούς. Η ιδιότητα του Μεσσία φαίνεται να βγήκε από την Παλαιστίνη μέσω της διασποράς των Εβραίων και ταυτίστηκε με τη λέξη Χριστός σαν προσιτή «εθνική» έκφραση.

Την εποχή εκείνη περίπου γράφουν δύο ακόμα Λατίνοι ιστορικοί, ο Τάκιτος και ο Σουητώνιος. Και οι δυο τους αναφέρονται στην πιο πάνω δεισιδαιμονία. Ο Τάκιτος (56-120) σπουδαίος ρήτορας και ιστορικός, φίλος και συμμαθητής του Πλίνιου του νεότερου, φέρεται να γράφει στα «Χρονικά» του μεταξύ άλλων και για το Νέρωνα τα εξής. «Η κοινή γνώμη κατηγορεί το Νέρωνα σαν αυτουργό της πυρκαγιάς. Για να κατασιγαστούν οι θρύλοι αυτοί ο Νέρων υπέδειξε άλλους σαν ενόχους επιβάλλοντας πρωτοφανείς ποινές σε εκείνους για τους οποίους η κοινή γνώμη μισούσε για τα βδελυρά τους έργα και τους ονόμαζε Χριστιανούς. Ο Χριστός από τον οποίο πήραν το όνομα τους, είχε εκτελεστεί από τον procuratorem (επίτροπο) Πόντιο Πιλάτο επί αυτοκρατορίας Τιβέριου. Η βδελυρή αυτή δεισιδαιμονία αρχικά ελεγχόταν στην Ιουδαία, αλλά ξέσπασε τώρα και στη Ρώμη, στην πόλη που όλα τα τρομερά και αισχρά πράγματα βρίσκουν πατρίδα. Άρχισε λοιπόν να συλλαμβάνει εκείνους που ομολογούσαν ένοχοι (χριστιανοί) και μετά με την υπόδειξη του πλήθους καταδικάζονταν όχι τόσο με την κατηγορία του εμπρησμού της πόλης, όσο με την κατηγορία του μίσους κατά της ανθρωπότητας.

Ο εμπαιγμός προστέθηκε στους θανάτους τους. Καλυμμένοι με τομάρια ζώων ξεσκίζονταν από τα σκυλιά ή καρφωμένοι σε σταυρούς ή καταδικασμένοι στην πυρά, καίγονταν σαν νυχτερινός φωτισμός όταν έφευγε το φως της ημέρας. Ο Νέρων πρόσφερε τους κήπους του για θέαμα παρουσιάζοντας αγώνα στον Ιππόδρομο ενώ ο ίδιος χάνονταν μέσα στο πλήθος ντυμένος Ηνίοχος ή κορδώνονταν πάνω σε άρμα. Γι αυτό ακόμα και για εγκληματίες που άξιζαν μία υποδειγματική τιμωρία τους έπρεπε κάποια συμπόνια, γιατί όπως φαίνεται δεν καταδικάζονταν εκείνοι για το κοινό καλό αλλά για να πληρωθεί η κακία ενός ανθρώπου». (δ)

Δεν είναι περίεργο, ο Τάκιτος, να πληροφορήθηκε από το φίλο του τον Πλίνιο γύρω από την κίνηση των νεοεμφανιζόμενων χριστιανών. Άλλωστε κι ο ίδιος το 112 ήταν ανθύπατος στη Μικρά Ασία. Όμως να συνδέει τους χριστιανούς με την εποχή του Νέρωνα, πρώτα-πρώτα δε θα τον τιμούσε σαν ιστορικό, τη στιγμή που κανένας ιστορικός δεν αναφέρει αυτό το γεγονός. Έπειτα, μία τέτοια πληροφορία, θα αντέφασκε φανερά με την πληροφορία του Πλίνιου, που γράφει για νεοεμφανιζόμενους χριστιανούς του δεύτερου αιώνα στην Μικρά Ασία. Πόσο μάλλον στη Ρώμη, μισό αιώνα νωρίτερα!

Ο Σουητώνιος ο έτερος ιστορικός, που φέρεται να έγραψε κι αυτός για τους Χριστιανούς, όπως επίσης και λίβελο ενάντια στο Νέρωνα, κάνοντας λόγο για την πυρκαγιά της Ρώμης, δεν την συνδέει με αυτούς. Επιχειρώντας μία αντιπαράθεση στοιχείων μεταξύ των Λατίνων ιστορικών, όπως κάναμε και μεταξύ του Ιώσηπου, του Ωριγένη και του Ευσέβιου, θα επιχειρήσουμε να βρούμε τη χρυσή τομή της αλήθειας. Ο Σουητώνιος που έγραψε το 122 τη «Ζωή των Καισάρων» (De Vita Caesarum) γράφει συγκεκριμένα. «Επειδή οι Ιουδαίοι δημιουργούσαν συνεχώς ταραχές, με την υποκίνηση του Χρήστου, τους έδιωξε από τη Ρώμη». (ε) Επίσης. «…ένας άλλος νόμος προέβλεπε ποινές για τους χριστιανούς, μια παράνομη, θρησκευτικά και νομικά, θρησκευτική λατρεία». (στ) Συνηθίζοντας ο Σουητώνιος να αναμειγνύει παράλληλα με την ιστορική του διήγηση φήμες και διαδόσεις, δε φαίνεται να συνδέει την πυρκαγιά της Ρώμης με τους χριστιανούς.

Αν ο Τάκιτος πραγματικά είχε γράψει όλο εκείνο τον οχετό για το Νέρωνα, σίγουρα ο Σουητώνιος θα το είχε υπ’ όψιν του και σαν υλικό θα το αξιοποιούσε κατάλληλα. Άρα λοιπόν η νοθεία στον Τάκιτο έγινε μετά το 120, όταν ο ίδιος είχε πεθάνει και οι βιογραφίες των Καισάρων από το Σουητώνιο είχαν γραφτεί. Όμως το κείμενο εκείνο μας βάζει σε σοβαρές υποψίες. Ποιος θα μπορούσε να είχε κάνει μία τέτοια νοθεία γράφοντας για παράνομες και βδελυρές πράξεις χριστιανών; Σίγουρα ο παρεμβολέας δεν πρέπε να ήταν χριστιανός. Αυτός που ήταν ικανός για κάτι τέτοιο έπρεπε να είχε μεγάλο μίσος, όχι μόνο για τους χριστιανούς αλλά και για το Νέρωνα και τέτοιος δεν μπορεί να ανήκε πουθενά αλλού παρά μονάχα στους Ιουδαίους! Γράφοντας, ο Τάκιτος, για την ενοχή τους, μετά την έρευνα που διενήργησε ο αυτοκράτορας, κάποιος ιουδαίος νόθευσε την πληροφορία, βάζοντας στη θέση των Ιουδαίων το όνομα των Χριστιανών, τη μισητή τους αίρεση, έτσι απλά και γρήγορα, όπως σπρώχνουμε τα σκουπίδια κάτω από το χαλί. Έτσι απλά, σαν προβοκάτσια!

Συνηθισμένη συμπεριφορά και προσφιλής ιουδαϊκή τακτική η παραχάραξη της ιστορίας από τη φυλή αυτή. Όμως σαν βιβλιοθηκονόμος του Αδριανού, ο Σουητώνιος, έχοντας υπ’ όψιν τους διωγμούς των Εβραίων από τη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα, προφανώς έτσι ξερά αναφέρει το γεγονός, πράγμα που έκανε πολλούς χριστιανούς αργότερα να μπερδεύουν το όνομα των Ιουδαίων με τη δική τους θρησκεία. Χριστιανοί (ιουδαιοχριστιανοί τότε) και Ιουδαίοι πολλές φορές συγχέονταν, αφού αμφότεροι Εβραίοι ήταν, πιστεύοντας μάλιστα στον ίδιο Θεό. Η αναφορά του Σουητώνιου στο βιβλίο του Νέρωνα, κάνοντας λόγο για βδελυρές πράξεις, φαίνεται προκλητικά να αντλείται από την επιστολή του Πλίνιου, αφού για τους Έλληνες και Ρωμαίους η πίστη στο χριστιανισμό ήταν μια παράνομη ενέργεια (βδελυρή πράξη) και γι αυτό μάλιστα αποκαλούσαν τους χριστιανούς άθεους. (ζ)

Όσο για την αναφορά στον «Κλαύδιο» αν δεν αναφέρεται σε κάποιο ντόπιο, ονόματι Χρήστο, (η) που υποκινούσε ταραχές, τότε όπως είπαμε αναφέρεται απλά και μόνο στους Ιουδαίους ταραξίες. Όπως και να έχει όμως, το όνομα Ιησούς ήταν ανύπαρκτο ακόμα το 122 ή έστω η διάδοση του τόσο περιορισμένη που παραμένει ακόμα φωλιασμένη μέσα στα όρια της Ιουδαίας ή πέριξ αυτής. Αν όμως, ούτε σε γενικές γραμμές, δεν μπορούμε να θεωρήσουμε γνήσια την επιστολή του Πλίνιου, τότε ίσως ακόμα αργότερα, ο Χριστός σαν σύμβολο ταυτίζεται με τον ιουδαϊκό Μεσσία και μέσω αυτού ο Ιησούς με το Χριστό. Η μεγάλη διασπορά άλλωστε θα πραγματοποιηθεί μετά την ήττα του Μπαρ Κεχομπά το 135/136, σταθμό στην ιστορία του εβραϊκού έθνους, όταν ανάμεσα στους διεσπαρμένους ιουδαίους αναζητείται ο αποδιοπομπαίος τράγος για τον εξοβελισμό του από την Ιουδαία. Αναζητείται δηλαδή ο αμαρτωλός που σαν υπεύθυνος των γεγονότων, Ιουδαίοι και αιρετικοί (ιουδαιοχριστιανοί), εξορίστηκαν από την πατρίδα.

Πριν ακόμα χρισθεί Μεσσίας και «Γιος του άστρου» ο Μπαρ Κεχομπά από τους Ιουδαίους δεν υπήρχαν αντιζηλίες ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους Ιουδαιοχριστιανούς, πέρα από τις διαφορές που έχουν δυο αντίθετα πολιτικά κόμματα. Όταν όμως η διασπορά πήρε διαστάσεις και οι Ιουδαίοι διώχτηκαν μακριά από την Ιουδαία αμφότεροι μπήκαν στη διαδικασία να αποδείξουν του λόγου το αληθές. Αληθές για τους Ιουδαιοχριστιανούς ήταν ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός Μεσσίας (Χριστός) που σταυρώθηκε από τους Ιουδαίους. Για τους Ιουδαίους όμως, που ο δικός τους Μεσσίας μπροστά στην ανωτερότητα των Ρωμαίων, φαινόταν τόσο μικρός και ψεύτικος, που πολεμώντας τους τα έχασε όλα και ο ίδιος σαν ποντικός πιάστηκε, το μόνο που μπορούσαν να κάνουν ήταν να συκοφαντήσουν τους ιουδαιοχριστιανούς που τους χρέωναν την τιμωρία της διασποράς.

Οι χριστιανοί οπαδοί, πρόβατα του Ιησού της αγάπης και τα έργα τους

Ο εσωτερικός εχθρός συνήθως είναι αισχρότερος από το βάρβαρο (εθνικό) γιατί συν τοις άλλοις, αποδεικνύεται και προδότης. Έτσι φάνηκαν οι Χριστιανοί στα μάτια των Ιουδαίων που ο πόλεμος εναντίον τους στην ουσία μόλις τότε άρχιζε. Για τους χριστιανούς, ο Μπαρ Κεχομπά πήρε τον τίτλο Μπαρ Κοζίμπα (Γιος του Ψεύδους) και για τους Ιουδαίους, ο Ιησούς ήταν ο νόθος γιος μιας πόρνης, που την έδιωξε ο άνδρα της, ένας μαραγκός, σαν αντελήφθη ότι τον απατούσε με ένα στρατιώτη ονόματι Πάνθηρα! (θ) Οι Μεσσιανιστές, αυτοί δηλαδή που αργότερα ονομάστηκαν Χριστιανοί, έπρεπε τάχιστα να βρουν ένα ιστορικό άλλοθι για το δικό τους Μεσσία. Τότε ξεθάφτηκε ο ξεχασμένος Ιησούς, εκείνος ο επαναστάτης ζηλωτής που ξεσήκωνε τον κόσμο και διέδιδε πως ήταν απεσταλμένος του θεού. Μα ποιος απ’ όλους; Τι σημασία έχει!!! Ο μύθος που κτίστηκε γύρω του, τον έκανε αγνώριστο! Είχε ζήσει πριν από έναν αιώνα σχεδόν, (ι) χρόνος προσιτός και ομιχλώδης, όπως πρέπει να είναι για κάθε μυθικό ήρωα, που αργότερα θα λαμπρύνουν οι επιτήδειοι και πλαστογράφοι της ιστορίας.

Αν οι χριστιανοί δε χρειάζονται κανένα στοιχείο για να αποδείξουν την ιστορικότητα του Ιησού, επειδή τους αρκεί η πίστη, σε μας δεν αρκεί τέτοια παραλογική. Όπως έχουμε τονίσει πολλές φορές, πιστεύουμε ότι η ιστορία είναι αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητας πραγματικών γεγονότων και όχι εγκεφαλική δραστηριότητα που παράγει μυθικά και σκόπιμα επινοήματα. Την ιστορία με τον Ιησού δεν μπορούμε να την κατατάξουμε παρά μονάχα στην ιστορική μυθιστοριογραφία του παραδόξου και ίσως, ελλείψει ιστορικών στοιχείων, ούτε εκεί. Ο Ιησούς των ευαγγελίων βρίσκεται στην κυριολεξία μέσα στο θρύλο. Εμπνέεται από κάποιο ιστορικό γεγονός αλλά καταλήγει ένα μυθικό πρόσωπο ή επειδή οι υπέρζηλοι πιστοί του ήταν τόσο αφελείς ή επειδή η προφορική διάδοση και οι γραφτές διηγήσεις που ανεξέλεγκτα και με μυστικότητα διακινούνταν μεταξύ των οπαδών τους, δημιούργησαν αυτόν τον πραγματικό κυκεώνα! Ο Ιησούς των ευαγγελίων έκτοτε πλάθεται κατά τις επιταγές της επικρατούσας ανάμεσα στους οπαδούς του φιλοσοφίας, όπου τα αιώνια σύμβολα παίρνουν σάρκα και οστά.

Η τόσο αναμφισβήτητα διαδομένη προσωπικότητα του Ιησού των ευαγγελίων μπορεί να εκτυφλώνει με τη λάμψη της τους χριστιανούς μέσα από τα χιλιάδες συγγράμματα που γράφτηκαν γι αυτόν, στη διάρκεια 19 σχεδόν αιώνων, όμως στην ιστορία των πραγματικών γεγονότων τα πράγματα δεν έχουν έτσι. Ο χριστιανισμός δε λάμπει από κάποια εξαίσια πνευματική προσωπικότητα, ας πούμε του Ιησού, αλλά από την εξαίσια Ελληνική Φιλοσοφία που εκλεκτικά υιοθέτησαν οι επινοητές του. Αυτοί, με περίσσιο εγωισμό, σύμφωνα με την ιουδαϊκή συνήθεια, απέδωσαν τη σύλληψη της ιδέας σε κάποιο Ιησού, ιδέα που καμιά σχέση δεν μπορεί να έχει με αυτό που θα δημιουργούσε αργότερα το χριστιανισμό. Όπως λέει και ο Κάουτσκυ «τον χριστιανισμό μπορούμε να τον εξηγήσουμε χωρίς να αναφερθούμε στο πρόσωπο αυτό».[1] Πριν φτάσουμε όμως να συζητήσουμε ακριβώς αυτήν τη διάσταση προσώπων και πραγμάτων ας ανιχνεύσουμε την εποχή του Ιησού μέσα από τα ιστορικά δρώμενά της.

Μαρτυρεί άραγε κάποιο ιστορικό άτομο την ύπαρξή του;
Ένα πρόσωπο που ενσαρκώνεται τον Υιό του Θεού δε θα πέρναγε απαρατήρητο από κανέναν κάτοικο της γης, όσο και απομακρυσμένος κι αν ήταν από τον τόπο της ιεροφάνειας. Τα παράδοξα φυσικά γεγονότα και τα απίστευτα θαυματουργικά συμβάντα που λέγεται πως συνόδεψαν ολόκληρη τη διαδρομή της ζωής του, χωρίς να καταγραφούν από κανένα ιστορικό, ακόμα και από τους σύγχρονους Ιουδαίους, μας βάζουν σε σοβαρές υποψίες.

Ο «συμπαντικός συναγερμός» κατά το Ματθαίο, με την εμφάνιση του άστρου πάνω από τη Βηθλεέμ κατά τη διάρκεια της γέννησής του, η συσκότιση του ήλιου, κατά το Μάρκο, σε ολόκληρη τη γη, στη διάρκεια του θανάτου του. Η Ανάσταση, κατά το Λουκά και η εμφάνισή του στους αγαπημένους του μαθητές, παρά την υπερβολή τους, συνοψίζουν με θαυμαστά γεγονότα τη ζωή του «θεανθρώπου», έτσι όπως αξίζει στον Υιό του Υψίστου να μνημονευτεί από τους ανθρώπους που τον πίστεψαν. Όμως όλα αυτά βρίσκονται στη σφαίρα της φαντασίας και του παραλόγου, για λόγους που δεν άπτονται, για την ώρα, με το θέμα μας.

Από την εποχή εκείνη περισσότερο αρμόδιος να καταγράψει τέτοια γεγονότα ήταν ο Αλέξανδρος ο Μύνδιος (2) που σαν σύγχρονος Charles Fort, σε ολόκληρη τη ζωή του τα κυνηγούσε. Τα βιβλία του είναι γεμάτα παράξενα φυσικά φαινόμενα και μυστήρια συμβάντα. Οι αναγνώστες των συνοπτικών ευαγγελίων θα απογοητευτούν, διαβάζοντας τον Αλέξανδρο Μύνδιο, γιατί στα γραφτά του δε θα βρουν τίποτα απ’ όσα «μνημονεύονται» στην Καινή Διαθήκη. Όπως θα απογοητευθούν και όσοι αναζητήσουν οτιδήποτε σχετικό στην πλούσια «Φυσική Iστορία» (Naturalis Historia) του Πλίνιου του πρεσβύτερου, που έζησε από το 23 μέχρι το 79 όπου πέθανε από τις αναθυμιάσεις της έκρηξης του Βεζούβιου που παρακολουθούσε καταγράφοντας το συγκλονιστικό γεγονός.
Αλλά αν τέτοια συμπαντικά και παγκόσμια φαινόμενα του παραλόγου πέρασαν απαρατήρητα από τους ειδικούς συγγραφείς, τους κυνηγούς του παράδοξου που μια ζωή τα αναζητούσαν, διανοούμενοι Ιουδαίοι, φιλόσοφοι, κυνηγοί της ιεροφάνειας, όπως ήταν ο Φίλων της Αλεξάνδρειας που έζησε ακριβώς εκείνη την εποχή στη μεγαλύτερη Ιουδαϊκή κοινότητα της διασποράς, θα έπρεπε κάτι να έχει ακούσει για τον Ιησού.

Ζώντας μία δωδεκάδα χρόνια πριν τη υποτιθέμενη γέννηση του Ιησού και πεθαίνοντας άλλα τόσα μετά από αυτόν, ο Φίλων ήταν ο πιο κατάλληλος για να επιβεβαίωνε την ύπαρξη του περιβόητου Ιησού. Όμως κι αυτός την αγνοεί. Το ότι ζει στην Αλεξάνδρεια δε δικαιολογείται με κανένα τρόπο η άγνοιά του. Ο ίδιος άλλωστε θεωρεί την πόλη αυτή, με τον πολυάριθμο Εβραϊκό πληθυσμό πόλη εβραϊκή. Ο ίδιος ταξίδεψε στην Ιουδαία και αντιστρόφως ο Ιησούς, υποτίθεται, επισκέφτηκε την Αίγυπτο.(3) Στα τρία χρόνια που λέγεται ότι έμεινε εκεί, το νήπιο Ιησούς, έκανε σπουδαία θαύματα, αποκτώντας σύμφωνα με το απόκρυφο «Ευαγγέλιο της παιδικής ηλικίας»(4) τους πρώτους πιστούς στην αλλοδαπή!

Αν ακόμα και ο ανεψιός του Φίλωνα, ο Αλέξανδρος Τιβέριος(5) ανθύπατος του Ρωμαϊκού στρατού, που τον καιρό εκείνο πολεμούσε τα αντάρτικα κινήματα της Ιουδαίας(!) δεν είπε τίποτα στο θείο του για τον περιβόητο Ιησού, που υποτίθεται έπρεπε να συγκλονίζει την κοινή γνώμη στους κύκλους της Ιουδαίας μετά την «ανάστασή» του, τότε ίσως πουθενά αλλού δε θα έπρεπε να αναζητήσουμε ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξή του, παρά μονάχα στον κατ εξοχήν ιστορικό των Εβραίων Ιώσηπο και πουθενά αλλού.

Οι σημερινοί προστάτες του χθεσινού εγκλήματος της ιστορίας ας μην ξεσχίζουν τα ενδύματά τους, σαν τους παραδοσιακούς Ιουδαίους, ρίχνοντας στάχτη στα κεφάλια τους από τη οργή, αναζητώντας αποδείξεις στις πλάνες και νοθείες που η ιστορία ύπουλα διέσωσε μέχρι σήμερα. Οι «αποδείξεις» που πασχίζουν να μας μεταδώσουν από τις τάχα ιστορικές μαρτυρίες, ακόμα πιο πολύ ενοχοποιούν, σαν κάλπικες λίρες στο πουγκί του απατεώνα, τονίζοντας το δόλο και την απάτη.

Έτσι ακριβώς «λάμπει» η περίφημη «Μαρτυρία του Φλάβιου»(6) που μέσα από τα είκοσι βιβλία των Αρχαιοτήτων του αφιερώνει μόλις δέκα γραμμές για να περιγράψει ολόκληρη τη ζωή του Ιησού, όταν για άλλα και μάλιστα ασήμαντα θέματα, αφιερώνει σελίδες ολόκληρες. Πριν περάσουμε όμως στον Ιώσηπο, που στην κυριολεξία θα μονοπωλήσει την έρευνα μας, πρέπει να κάνουμε μία παρένθεση. Σαν τους μυθιστοριογράφους που ανακοινώνουν το θάνατο του ήρωα τους από την αρχή του βιβλίου και κατόπιν εξιστορούν τη ζωή και την κατάληξή του, έτσι κι εγώ από την αρχή θα ανακοινώσω το τελικό συμπέρασμα της έρευνας. Μετά, αναπτύσσοντας το θέμα και ερευνώντας τις βασικές μαρτυρίες, πρέπει να αποδείξω του λόγου το αληθές.

Θεωρώ ότι ο Ιησούς αν δεν ήταν πραγματικά, όπως φαίνεται, ένα ανύπαρκτο πρόσωπο, ήταν τόσο ασήμαντο που κάλλιστα μπορεί να θεωρηθεί σαν να μην υπήρξε ποτέ! Πρέπει όμως πάντα να έχουμε κατά νου ότι Χριστός και Ιησούς δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Το πρώτο (Χριστός) είναι σύμβολο κι όχι πρόσωπο. Πρόσωπο γίνεται μόνον όταν ταυτίζεται με τον Ιησού, έναν Εβραίο επαναστάτη, αλλά αυτό γίνεται πολύ αργότερα, όπως θα δούμε πιο κάτω, τουλάχιστον ενάμιση αιώνα αργότερα από την υποτιθέμενη γέννησή του. Μετά από αυτές τις διευκρινήσεις, ας επιστρέψουμε στη μαρτυρία του Ιουδαίου ιστορικού, ζώντας ηδονικά την πλοκή της έρευνας και την πλοκή της ιστορικής πλαστογραφίας.

Η μαρτυρία αυτή που κατέστη τόσο δημοφιλής, εδώ και αιώνες που συζητείται, καθιστώντας τον Ιουδαϊκό ιστορικό έναν από τους βασικότερους μάρτυρες στην «υπόθεση αντιδικίας για την ύπαρξη του Ιησού», δεν ήταν δυνατόν να απουσιάζει από την έρευνα αυτή. Ας ξετυλίξουμε μαζί το νήμα του μυστηρίου, κάνοντας αρχή από την περιβόητη T.F. Να τι γράφει, κατά λέξη, ο Ιουδαίος ιστορικός. «Εκείνη την περίοδο περίπου, έζησε ο Ιησούς, ο σοφός άνθρωπος, αν βέβαια μπορεί κανείς να τον αποκαλέσει άνθρωπο. Ήταν εκείνος που έκανε απίστευτα πράγματα και ήταν ο δάσκαλος ανθρώπων που δέχονται την αλήθεια ευχαρίστως. Προσέλκυσε πολλούς Ιουδαίους αλλά και πολλούς Έλληνες. Ήταν ο Χριστός. Όταν ο Πιλάτος, αφού άκουσε να τον κατηγορούν άνθρωποι που είναι επιφανέστεροι ανάμεσα μας, τον καταδίκασε να σταυρωθεί, εκείνοι που από την αρχή τον αγάπησαν δεν έπαψαν να τον αγαπούν. Διότι εμφανίστηκε σε αυτούς την τρίτη ημέρα αναστημένος, όπως οι προφητείες του Θεού το είχαν προφητέψει μαζί με πολλά άλλα θαυμαστά πράγματα γι αυτόν. Ενώ οι Χριστιανοί, όπως ονομάστηκαν από αυτόν, δεν έχουν εξαφανισθεί μέχρι σήμερα».(7)

Η παρεμβολή(8) αυτή είναι τουλάχιστον αφελής. Ανόητη, ακόμα κι αν δεν είχαμε εκείνη την ατυχή για τους χριστιανούς αναφορά του Ωριγένη. Πρώτα-πρώτα γιατί ο Ιουδαίος ιστορικός, που ήταν κι ιερέας, δε θα ανέφερε ποτέ τον Ιησού σαν Χριστό, πράγμα που προδίδει και την ταυτότητα του επίδοξου παρεμβολέα! Κάθε φορά που μιλά γι αυτούς τους επαναστάτες, ακόμα και αν οι ίδιοι αυτοαποκαλούνται Μεσσίες, ο Ιουδαίος ιστορικός τους αποκαλεί, αν όχι με το όνομά τους, τουλάχιστον με την ιδιότητά τους, όπως για παράδειγμα ληστές κι απατεώνες. Άλλους αποκαλεί επίδοξους προφήτες κι αναφερόμενος στο λαό που ακολουθεί έναν τέτοιο «προφήτη» γράφει «εκείνων που είχαν εξαπατηθεί από κάποιον που υποσχόταν σωτηρία». Ποτέ λοιπόν δε χαρακτηρίζει κάποιο Μεσσία ή Χριστό, έστω κι ειρωνικά! Αλλά ακόμα κι αν μπορούσε στο πρόσωπο του Ιησού να δει ένα Μεσσία, δε θα του αφιέρωνε μόνο δέκα γραμμές, πράγμα που θα τον έκθετε όχι μόνο σαν ιερέα κι ιστορικό αλλά και σαν μάρτυρα.

Επίσης, η τελευταία πρόταση της T.F. προδίδει τη μεγάλη χρονική διαφορά που καλύπτει το χρόνο της παρεμβολής από το χρόνο που ο Ιώσηπος έγραψε την ιστορία του (93-94). Αν η μαρτυρία ήταν αληθής, ακόμα κι ο πιο αφελής χριστιανός, πριν τη Δύση του πρώτου αιώνα, δε θα έγραφε ότι «οι Χριστιανοί δεν έχουν εξαφανιστεί μέχρι σήμερα». Προφανώς η προσβολή του κειμένου έγινε πολύ αργότερα!

Πολλές παρατηρήσεις ακόμα θα μπορούσε να κάνει ο σχολαστικός ερευνητής, όπως λόγου χάριν ότι, ζώντας στη Ρώμη, σαν Ρωμαίος πολίτης ο Ιώσηπος, δεν ήταν δυνατόν να απευθύνει κατηγορία σε Ρωμαίο επίτροπο (procurator), τον Πιλάτο δηλαδή, για άδικη καταδίκη ενός τόσο σημαντικού ανθρώπου χωρίς αιτιολογία, έστω για τους τύπους. Ο Ιώσηπος όμως και σε ένα σημείο ακόμα της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας» αναφέρει τον Ιησού, αν και το θέμα του ήταν άλλο. Η πλάγια αναφορά, φαινομενικά δείχνει πιο ισχυρή, γιατί είναι φυσική. Γράφοντας λοιπόν για το γιο του Άνανου που λεγόταν κι αυτός Άνανος, σαν αρχιερέας συγκάλεσε δικαστήριο των Σανχεντρίν «και έφερε ενώπιόν του τον αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού, Ιάκωβο και μερικούς άλλους. Τους κατηγόρησε ότι είχαν παραβιάσει το νόμο και τους παρέδωσε για λιθοβολισμό» (ο.π. Κ΄ IX 1).

Δεν χωρά καμία αμφιβολία ότι κι εδώ, αν δεν έχουμε μία παρεμβολή, έχουμε σίγουρα μια νοθεία με τη φράση «αδελφό του Ιησού του λεγόμενου Χριστού». Πολλοί ερευνητές θεωρούν τη φράση αυτή γνήσια, αναφέροντας ότι ο Ωριγένης(9) τη γνώριζε, δηλαδή στην εποχή του στα γραπτά του Ιώσηπου ήταν γραμμένη έτσι, αλλά αποκαλώντας τον αδερφό του Ιάκωβου Ιησού «του λεγόμενου Χριστού» (δηλαδή αυτόν που κάποιοι τον έλεγαν Χριστό) θεωρούσε το χαρακτηρισμό ειρωνικό και γι αυτό λένε ότι ο Ιώσηπος δεν πίστευε. Αυτό είναι λάθος!

Ο Ωριγένης αγνοεί αυτή την περικοπή γιατί απλούστατα δεν υπήρχε στα γραπτά του Ιώσηπου έτσι όπως την αποδίδει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία (Β΄ 23,20) όταν καταπιάνεται να μας πει για την άλωση της Ιερουσαλήμ. Στον αντιρρητικό του «Κατά Κέλσου» γράφει «αυτά συνέβησαν στους Ιουδαίους κατ’ εκδίκηση του Ιάκωβου του δικαίου, ο οποίος ήταν ο αδελφός του Ιησού του λεγόμενου Χριστού επειδή αν και ήταν δικαιότατος τον σκότωσαν» (Ι 47). Όταν όμως ο Ευσέβιος μας λέει ότι γράφει ο Ιώσηπος, φράσεις που εμείς δεν γνωρίζουμε, σημαίνει ότι το γραφτό του ήταν έρμαιο των πλαστογράφων της εποχής. Πρόσθεταν, παρέμβαλλαν, έκοβαν κι έραβαν, νοθεύοντας τα κείμενα κατά το πως βόλευε τον καθένα.

Όμως, αυτό που έχει σημασία εδώ είναι ότι όταν ο Ωριγένης γράφει «Ηπίστει ο Ιώσηπος τω Ιησού Χριστώ»(10) ενώ είχε υπόψη του την πιο πάνω περικοπή του Ιώσηπου δεν σημαίνει πως κατάλαβε ότι o τελευταίος ειρωνεύεται αλλά ότι η εντύπωση της δυσπιστίας του για τον Ιουδαίο ιστορικό πρέπει να πήγασε από κάποια άλλη περικοπή, που έκδηλα φανερώνει και την απιστία του ιουδαίου ιστορικού. Ποια όμως; Η «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» όπως μας διασώθηκε μετά την Ευσεβίου εποχή μόνο την T.F. περιέχει. Αν η περικοπή αυτή υπήρχε στην «Αρχαιολογία» που διάβαζε ο Ωριγένης δε θα είχε αυτήν την εντύπωση για το συγγραφέα της! Αυτός που έγραψε την T.F. φαίνεται να πιστεύει πολύ. Αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι, όχι μόνο το σύγγραμμα νοθεύτηκε, άλλα η νοθεία έγινε μετά το θάνατο του Ωριγένη.

Κανένας σοβαρός ερευνητής δεν παραδέχεται την T.F. σαν γνήσια μαρτυρία. Ηλίου φαεινότερον είναι ότι η περικοπή εκείνη νοθεύτηκε από χέρι χριστιανού, που δεν άντεχε στην ιδέα, ο Ιώσηπος να μαρτυρά για τον Ιησού αρνητικά. Γκρεμίζονταν ο κόσμος του συθέμελα. Έτσι αποφάσισε να επέμβει για να … αποκαταστήσει την «αλήθεια».(11) Τι μπορούσε όμως να έγραφε εκείνη η περικοπή που δημιούργησε τόσο κακή εντύπωση στον Ωριγένη; Μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα μόνον από υπαινιγμούς της Καινής Διαθήκης και απολογητικών κειμένων του πρώιμου χριστιανισμού, βγάζαμε το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς ήταν ένας από εκείνους τους επαναστάτες που ο Ιώσηπος αναφέρει σαν απατεώνες ή επίδοξους προφήτες. Δεν είχαν και άδικο όσοι το πίστευαν. Όμως στις αρχές του 20ου αιώνα μια αναπάντεχη ανακάλυψη έγινε.
Το 1906 ο καθηγητής θεολογίας A. Berednts στο Ντόρπατ της Ρωσίας καταπιάστηκε με τη μετάφραση ενός νεοανακαλυφθέντος χειρογράφου, γραμμένο σε παλαιοσλαβική γλώσσα, που έφερε τον τίτλο «Περί Αλώσεως Ιερουσαλήμ». Ο καθηγητής αναγνώρισε ότι το χειρόγραφο εκείνο πρέπει να ήταν αντίγραφο κάποιου συγγράμματος γραμμένου αρχικά σε αραμαϊκή γλώσσα. Μάλιστα διαπίστωσε ότι αναμφισβήτητα είχε το ύφος του Ιώσηπου. Ένα τέτοιο κείμενο πρώτη φορά είδε το φως της δημοσιότητας, μετά από δέκα εννέα αιώνες, δεδομένου ότι τα αντίγραφα που μέχρι τότε είχαμε στη διάθεσή μας, ήταν γραμμένα στα Ελληνικά. Ο Ιώσηπος, αρχικά είχε γράψει το έργο του στα αραμαϊκά, για να τον διαβάσουν οι Εβραίοι και γι αυτό οι ερευνητές είναι πεπεισμένοι ότι βρίσκονται μπροστά σε ένα παλαιότατο κείμενο σχεδόν δέκα εννέα αιώνων! Φυσικά και αυτό υπέστη τη μαρτυρική χριστιανική επέμβαση, όμως η εποχή εκείνη δεν απαιτούσε ριζοσπαστική νόθευση. Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε το αρχαϊκό του νόημα, αντιλαμβανόμενοι ακόμα και την επεμβατική γραφίδα του πλαστογράφου που το νόθευσε. Να τι έγραφε το περιβόητο εκείνο κείμενο.
«Ζούσε εκείνο τον καιρό ένας άνδρας, αν μπορούμε να τον πούμε άνδρα, που το σώμα και η μορφή του ήταν ανθρώπινα, αλλά το παρουσιαστικό του είχε κάτι παραπάνω από ανθρώπου. Βλέποντας τη μορφή του βέβαια δεν μπορώ να πω πως ήταν άγγελος. Όλα όσα έκανε τα έκανε με το λόγο και την προσταγή αόρατων δυνάμεων. Πολλοί δε έλεγαν ότι ήταν ο πρώτος νομοθέτης (ο Μωυσής δηλαδή) που αναστήθηκε και έτσι γιατρεύει αρρώστιες και κάνει θαύματα. Άλλοι πάλι πίστευαν πως είναι απεσταλμένος από το Θεό. Αν και πολλές φορές δεν τηρούσε τις πατροπαράδοτες διατάξεις του Σαββάτου και του Μωσαϊκού Νόμου. Τίποτα όμως αξιοκατάκριτο και παράνομο δεν έκανε, κι όλα όσα έκανε τα έκανε με τον προφορικό λόγο και μόνο. Πολλοί από το λαό που τον ακολούθησαν δέχτηκαν τη διδασκαλία του. Και ακόμα πιο πολλοί εκείνοι που ενθουσιάστηκαν πιστεύοντας ότι αυτός θα τους ελευθέρωνε από τα Ρωμαϊκά χέρια. Είχε δε τη συνήθεια να συχνάζει μπροστά από την πολιτεία, στο όρος των Ελαιών. Εκεί έκανε το θεραπευτή και από το λαό μαζεύτηκε γύρω του πολύς κόσμος.

Ακόμα κοντά του μαζεύτηκαν και εκατόν πενήντα δούλοι. Επειδή είδαν ότι είχε δύναμη και πως ό,τι ήθελε με το λόγο του το έκανε, τον προσκάλεσαν να μπει στην πόλη να σφάξει τους Ρωμαίους στρατιώτες και τον Πιλάτο και να γίνει βασιλιάς τους. Ύστερα, όταν το έμαθαν οι άρχοντες, έκαναν Συμβούλιο οι αρχιερείς και αποφάνθηκαν. Εμείς δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τους Ρωμαίους. Επειδή ωστόσο και εμείς κινδυνεύουμε, ας το αναφέρουμε στον Πιλάτο. Έτσι κανένας δε θα μπορεί να μας κατηγορήσει. Γιατί αν ο Πιλάτος μάθει από άλλους τη συνωμοσία και το Θεό μας θα χάσουμε και το κεφάλι μας και ο λαός του Ισραήλ θα εκπατριστεί. Έτσι πήγαν και τα είπαν όλα στον Πιλάτο. Αυτός έστειλε στρατό και σκότωσε πολλούς από τους επαναστάτες και το θαυματοποιό τον έπιασαν και τον έφεραν μπροστά του. Αφού δε τον ανέκρινε τον πήραν οι Ρωμαίοι και σύμφωνα με το νόμο τους, τον σταύρωσαν».(12)

Τώρα ξέρουμε περίπου τι θα μπορούσε να έγραφε εκείνη η αρχική μαρτυρία του Φλάβιου, ώστε να δημιουργηθεί η εντύπωση στον Ωριγένη ότι «ο Ιώσηπος δεν πίστευε στον Ιησού». Η μαρτυρία αυτή μπορεί αρχικά να περιείχε το όνομα του Ιησού και απλά ο αντιγραφέας της, επιχειρώντας τη νοθεία, να το έκρυψε πίσω από την ανωνυμία κι αυτό γιατί είναι λίγο περίεργο ένας ιστορικός να κρύβει ένα όνομα από την ιστορία που γράφει, για οποιοδήποτε λόγο, προσωπικό ή μη. Ανωνυμίες αυτού του είδους μυρίζουν έντονα νοθεία, ιδιαίτερα αν το χέρι που με δόλο επεμβαίνει στο κείμενο, επιδιώκει να κρύψει ένα όνομα, όπως στο ΙΗ΄ IV 1 των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων».(13)

Το σλαβενικό χειρόγραφο φαίνεται να απαντά σε μία σειρά ερωτημάτων που αρχικά θόλωναν την εικόνα, και να γιατί. Ο ιουδαίος ιστορικός, πραγματικά, δεν αναφέρεται στον Ιησού με την ιδιότητα του Χριστού (Μεσσία). Του αφιερώνει, εξαιρουμένης της σλαβενικής νοθείας, τόσο χώρο όσο αναλογεί σε έναν επαναστάτη ζηλωτή, χωρίς να εκθέτει ούτε την ιεροσύνη του, ούτε τη συνέπεια που τον διακρίνει σαν ιστορικό. Σαν χειρόγραφο φαίνεται αξιόπιστο για το χρόνο που φέρεται πως γράφτηκε. Αιτιολογεί κάλλιστα το λόγο για τον οποίο ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού και τέλος όχι μόνο δείχνει αλλά και πείθει για το λόγο που ο Ωριγένης δυσανασχετεί για την απιστία του Ιώσηπου. Δε χρειάζεται να απορεί κανείς, γιατί ο απολογητής δε σχολίασε τη μαρτυρία αυτή, έτσι όπως την διάβασε τότε. Το να σχολιάσει ένα σαθρό για εκείνον επιχείρημα, όπως ήταν η επαναστατική ιδιότητα του Ιησού, που σαφώς απέδιδε στο φαρισαϊσμό του Ιώσηπου, δε θα ωφελούσε σε τίποτα. Αρκούσε το σχόλιο στον Ιάκωβο που τον ανέφερε ειρωνικά για τη δήθεν χριστότητα του Ιησού. Αλλά κι αν τελικά κάτι έγραψε, ποιος πιστεύει, μετά απ όλες αυτές τις νοθείες ότι και ο Ωριγένης θα έμενε αλώβητος από τη γραφίδα κάποιου ελεεινού παραχαράκτη;

Γιατί όμως, εύγλωττα θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, η αναφορά στον αδερφό του Ιάκωβου, τον Ιησού το λεγόμενο Χριστό, έτσι όπως την διάβασε ο Ωριγένης ή ο Ευσέβιος ή ακόμα κι εμείς θα μπορούσε να την εκλάβει κανείς σαν ανόθευτη και όχι σαν παρεμβολή όπου θα αποδείκνυε ότι, ιστορικά, ο Ιησούς ήταν ένα ανύπαρκτο πρόσωπο; Η εκδοχή αυτή είναι πολύ πιθανή και τη δέχονται αρκετοί ερευνητές όπως ο Bruno Bauer, Albert Kalthoff, John Robertson, Arthur Drews και πολλοί άλλοι.

Όμως η εκδοχή του ιστορικά υπαρκτού προσώπου, παρά την ασημαντότητά του, γίνεται αποδεκτή γιατί απαντά και σε μία σειρά άλλων ερωτημάτων που λογικά εμφανίζονται στο δρόμο της έρευνας. Θεωρώντας ότι μικρή μόνο διαφορά μπορεί να έχει η μία εκδοχή από την άλλη, αφού ακόμα κι αν δεν υπήρξε ποτέ ένα τέτοιο πρόσωπο, εκείνοι οι Εβραίοι που σκέφτηκαν να χαλκεύσουν την ιστορία, κατά τη συνήθεια που τους διακρίνει, επιδεικνύοντας ένα δικό τους άνθρωπο, από τη δική τους φυλή, σαν Χριστό (Μεσσία) που ανέμεναν όλοι οι λαοί, πάλι έναν «Ιησού» θα διάλεγαν, Ζηλωτή, με επαναστατική ιδεολογία και ήρωα σαν το γιο του Ναυή, κτυπώντας το ιουδαϊκό κατεστημένο και καινοτομώντας στα έθνη, ανοίγοντας νέους δρόμους για την ανάδειξη της «εκλεκτής φυλής».

«Η ιστορική πορεία του ανθρώπου, προς τη γνώση και την επιστήμη, μετά τη βίαιη αποκαθήλωση της Ελληνικής Φιλοσοφίας κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους υπήρξε μαρτυρική και επώδυνη. Η βία της εξουσίας (πολιτική και θρησκευτική) τα βασανιστήρια και οι θανατικές καταδίκες, για τη δόξα του Θεού, εκμηδένισαν και εξευτέλισαν τον άνθρωπο. Ο Ανθρωπισμός, η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός είναι το τρίπτυχο της νέας εποχής, που ανασύροντας από το μεσαιωνικό χρονοντούλαπο τις χαμένες ανθρώπινες αξίες, οδήγησε την ανθρωπότητα και πάλι στην κατάκτηση της φύσης και στην κοινωνική πρόοδο» από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
---------------
Παραπομπές
[α] Ο Ιούστος του πρώτου αιώνα αν και ιουδαίος ιστορικός που έγραψε «Το Χρονικό των Ιουδαίων Βασιλέων» αρχίζοντας από το Μωυσή και φθάνοντας μέχρι τον Αγρίππα το Β’ τίποτα απολύτως δεν έγραψε κι αυτός, για τον περιβόητο Ιησού της εποχής του!
β. Πλίνιος «Epistulae» (Επιστολές) Χ 96. 7.
γ. «Tertullian Apologeticum» (Απολογητικός Τερτυλλιανού) ΙΙ 6-7.
δ. Πλίνιος «Epistulae» (Χ 97. 2).
ε. Τάκιτος «Annales» (Χρονικά) XV 44.
στ. «Κλαύδιος» 25.
ζ.  «Νέρων» 16.
η. Ιουστίνος «Α΄ Απολογία 6.1.
θ. Το κείμενο γράφει «impulsore Chresto» που κακώς πολλοί το ερμηνεύουν «με αφορμή στο Χριστό». Το σωστό είναι με την «υποκίνηση του Χρήστου» υπονοώντας ότι κάποιος Χρήστος, που βρίσκεται εκεί, ξεσηκώνει τους Ιουδαίους. «Χρηστός» είναι ο έντιμος, ο ηθικός ή και ο χρήσιμος, όπως ένας δούλος και όχι ο Χριστός, αυτός δηλαδή που έχει χρισθεί. Το όνομα άλλωστε αυτό (Χρήστος) συνηθιζόταν την εποχή εκείνη ανάμεσα στους δούλους της Ρώμης που ήταν χρήσιμοι!
ι. Την πληροφορία αυτή χρησιμοποιεί και ο Κέλσος στο βιβλίο του «Αληθής Λόγος» που γράφτηκε το 178. Να τι γράφει «Η γέννηση του Ιησού από μία παρθένο είναι δική του επινόηση, για να συγκαλύψει την πραγματική του καταγωγή: γεννήθηκε σε ένα χωριό της Ιουδαίας από μία ντόπια, άπορη χειρώνακτα που ο άντρας της, ένας μαραγκός, την έδιωξε από το σπίτι σαν έμαθε ότι τον απατούσε μ’ ένα στρατιώτη που τον έλεγαν Πάνθηρα, αυτή διωγμένη και ταπεινωμένη περιπλανήθηκε και γέννησε κρυφά. Ο ίδιος επειδή ήταν φτωχός, πήγε να δουλέψει στην Αίγυπτο όπου έμαθε μερικά από τα τεχνάσματα για τα οποία περηφανεύονται οι Αιγύπτιοι και με τη βοήθεια αυτών των τεχνασμάτων, όταν ξαναγύρισε ανακήρυξε τον εαυτό του θεό»! (Α΄ 37) Απόδοση Π. Οικονόμου και Γ. Χριστοδούλου. Εκδόσεις Θύραθεν Επιλογή σελ. 33.
κ. Δεν είναι αναγκαίο ο επαναστάτης εκείνος να λεγόταν Ιησούς. Το όνομα αυτό τότε το πήρε για να εκφράσει συμβολικά το «Θεραπευτή» της Εσαιικής κοινότητας και όχι μόνον.
[1] Καρλ Κάουτσκυ «Η καταγωγή του χριστιανισμού» εκδόσεις Γερ. Αναγνωστίδη σελ. 7.
2 Η ακμή του γεωγράφου, ιστορικού και συγγραφέα τοποθετείται το 25 μετά τη νέα μας χρονολόγηση. Μνημονεύεται από τον Φώτιο με καλά σχόλια για το έργο του. Έγραψε «Μυθικά» σε εννέα βιβλία, «Θαυμάσιων συναγωγή» με απίστευτα πράγματα από την ιστόρηση επιφανών προσώπων και την προσωπική του εμπειρία. Ίσως είναι το ίδιο πρόσωπο με τον Αλέξανδρο τον Πολυίστορα που οι πραγματείες του, μάλιστα, αναφέρονται κατά το πλείστον γύρω από τους Εβραίους!
3 Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος προκειμένου να εκπληρώσει «προφητείες» της Παλιάς Διαθήκης για την κλήση του Υιού από την Αίγυπτο (Ωσ. 11.1) δημιούργησε το μύθο του Ηρώδη που αναζητά να σκοτώσει τον Ιησού, φυγαδεύοντάς τον στην Αίγυπτο (2.15).
4 Το απόκρυφο αυτό ευαγγέλιο αναφέρεται από πολλούς πατέρες της Εκκλησίας, όπως από τον Ευσέβιο, τον Αθανάσιο, τον Επιφάνειο, το Χρυσόστομο και άλλους. Για την υπερβολή των θαυμάτων που εξιστορεί θα επανέλθουμε σε άλλο σχετικό κεφάλαιο.
5 Ανιψιός του Φίλωνα, γιος του αδερφού του Αλεξάνδρου. Ήταν ανώτερος άρχοντας των Ιουδαίων στην Αίγυπτο. Ο Τιβέριος Αλέξανδρος, επίσης, διαδέχθηκε τον Φάδο, διοικώντας την Ιουδαία από το 46 μέχρι το 48 («Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» Κ΄ V 2).
6 Βρίσκεται σε όλα τα διασωσμένα χειρόγραφα των «Ιουδαϊκών Αρχαιοτήτων» (Αμβροσιανό, Βατικανό και Μαρκιανό κώδικα, του 11ου , 14ου και 15ου αιώνα αντίστοιχα). Χάρη συντομίας η «Μαρτυρία του Φλάβιου» είναι γνωστή και σαν T.F. (Testimonium Flavianum).
7 «Ιουδαϊκές Αρχαιότητες» ΙΗ΄ III 3 Η απόδοση του κειμένου έγινε από τις εκδόσεις του Κάκτου.
8 Προς στιγμής δεχόμαστε την T.F. σαν παρεμβολή, χωρίς να αποκλείουμε και την περίπτωση της νοθείας του κειμένου, που θα συζητήσουμε πιο κάτω. Η υπόθεση είναι το εναρκτήριο βήμα της έρευνας.
9 Ο Ωριγένης, γνήσιος χριστιανός απολογητής της Αλεξανδρινής σχολής, γεννήθηκε το 185 και πέθανε το 254.
10 Ο Ιώσηπος δηλαδή δεν πίστευε (απιστούσε). Βλέπε «Υπόμνημα στο Ματθαίο» X 17 και «Κατά Κέλσου» Ι 47 και ΙΙ 13.
11 Η επέμβαση έγινε μετά το θάνατο του Ωριγένη και μέχρι την καταγραφή της ιστορίας του Ευσέβιου. Πιθανότατα όμως να έγινε και από τον ίδιο τον Ευσέβιο.
12 Στο συνέδριο Ιστορικών και Φιλολόγων που έγινε το 1925 στο Ερλάγκεν της Γερμανίας, οι ειδικοί αποφάνθηκαν ότι το σλαβενικό χειρόγραφο είναι παραποιημένη αντιγραφή από τον «Ιουδαϊκό Πόλεμο» του Ιώσηπου. Ο Γιάννης Κορδάτος (1891-1962) εκτός των άλλων ένας από τους καλύτερους ιστορικούς της Ελλάδας, όχι μόνο σχολίασε τα αποτελέσματα του συνεδρίου εκείνου, αλλά έχοντας ζήσει προσωπικά τη διάδοση και τον αντίκτυπο από τη δημοσίευση του σλαβενικού χειρόγραφου στον έντυπο τύπο, μπορεί καλύτερα από τον οιονδήποτε να μεταδώσει τα σχόλια της εποχής. Βλέπε «Αρχαίες Θρησκείες και Χριστιανισμός» σελ. 227-229 και «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» σελ. 47-51 εκδόσεις Μπουκουμάνη αμφότερα.
13 «Ούτε το έθνος των Σαμαρειτών εξαιρέθηκε από τις ταραχές, γιατί τους συσπείρωσε ένας άνθρωπος, που ευχαριστεί τον όχλο, και … ;» Η ανωνυμία εδώ είναι αρκετά ύποπτη, ακριβώς ένα κεφάλαιο μετά την επίμαχη T.F. που μυρίζει έντονα νοθεία!