ΣΤ. ἰοὺ ἰού.
ὦ γείτονες καὶ ξυγγενεῖς καὶ δημόται,
ἀμυνάθετέ μοι τυπτομένῳ πάσῃ τέχνῃ.
οἴμοι κακοδαίμων τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς γνάθου.
1325 ὦ μιαρέ, τύπτεις τὸν πατέρα; ΦΕ. φήμ᾽, ὦ πάτερ.
ΣΤ. ὁρᾶθ᾽ ὁμολογοῦνθ᾽ ὅτι με τύπτει. ΦΕ. καὶ μάλα.
ΣΤ. ὦ μιαρὲ καὶ πατραλοῖα καὶ τοιχωρύχε.
ΦΕ. αὖθίς με ταὐτὰ ταῦτα καὶ πλείω λέγε.
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι χαίρω πόλλ᾽ ἀκούων καὶ κακά;
1330 ΣΤ. ὦ λακκόπρωκτε. ΦΕ. πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις.
ΣΤ. τὸν πατέρα τύπτεις; ΦΕ. κἀποφανῶ γε, νὴ Δία,
ὡς ἐν δίκῃ σ᾽ ἔτυπτον. ΣΤ. ὦ μιαρώτατε.
καὶ πῶς γένοιτ᾽ ἂν πατέρα τύπτειν ἐν δίκῃ;
ΦΕ. ἔγωγ᾽ ἀποδείξω καί σε νικήσω λέγων.
1335 ΣΤ. τουτὶ σὺ νικήσεις; ΦΕ. πολύ γε καὶ ῥᾳδίως.
ἑλοῦ δ᾽ ὁπότερον τοῖν λόγοιν βούλει λέγειν.
ΣΤ. ποίοιν λόγοιν; ΦΕ. τὸν κρείττον᾽ ἢ τὸν ἥττονα.
ΣΤ. ἐδιδαξάμην μέντοι σε, νὴ Δί᾽, ὦ μέλε,
τοῖσιν δικαίοις ἀντιλέγειν, εἰ ταῦτά γε
1340 μέλλεις ἀναπείσειν, ὡς δίκαιον καὶ καλὸν
τὸν πατέρα τύπτεσθ᾽ ἐστὶν ὑπὸ τῶν υἱέων.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οἴομαι μέντοι σ᾽ ἀναπείσειν, ὥστε γε
οὐδ᾽ αὐτὸς ἀκροασάμενος οὐδὲν ἀντερεῖς.
ΣΤ. καὶ μὴν ὅ τι καὶ λέξεις ἀκοῦσαι βούλομαι.
***
Ο Στρεψιάδης βγαίνει από το σπίτι του βιαστικός και κλαμένος· τον κυνηγά ο γιος του. ΣΤΡ. Βάι βάι!
Γειτόνοι, συγγενείς μου, χωριανοί μου,
με δέρνουνε· βοηθάτε όπως μπορείτε.
Ωχ το κεφάλι μου, το σαγόνι μου, ωχ!
Στο Φειδιππίδη.
Τον πατέρα σου δέρνεις, σιχαμένε;
ΦΕΙ., ατάραχος.
Πατέρα, ναι.
ΣΤΡ., στο Χορό και στους θεατές.
Με δέρνει, δεν τ᾽ αρνιέται·
το βλέπετε. ΦΕΙ. Και βέβαια. ΣΤΡ. Σιχαμένε,
διαρρήχτη, πατροκτόνε. ΦΕΙ. Ξαναπές τα·
πες κι άλλα. Σα με βρίζουν, πίνω μέλι.
1330 ΣΤΡ. Ξεπατωμένε. ΦΕΙ. Ραίνε με με ρόδα.
ΣΤΡ. Τον κύρη σου χτυπάς; ΦΕΙ. Και θ᾽ αποδείξω
πως, μά το θεό, είχα δίκιο να σε δείρω.
ΣΤΡ. Α, σιχαμένε· πώς μπορεί με δίκιο
κανένας τον πατέρα του να δέρνει;
ΦΕΙ. Θα σε κατατροπώσω με αποδείξεις.
ΣΤΡ. Εσύ, σ᾽ αυτό; ΦΕΙ. Και με πολλή ευκολία.
Απ᾽ τους δυο λόγους διάλεξε όποιον θέλεις.
ΣΤΡ. Ποιούς δυο; ΦΕΙ. Το δυνατό ή τον άλλον· όποιον.
ΣΤΡ. Α, μά το Δία, θα πει πως σ᾽ έχουν μάθει
καλά, μωρέ, στα δίκια ν᾽ αντιλέγεις,
1340 πως είν᾽ ωραίο και δίκαιο αν αποδείξεις
ξύλο να τρώει από το γιο ο πατέρας.
ΦΕΙ. Και τόσο θα σε πείσω, εγώ πιστεύω,
που, σα μ᾽ ακούσεις, δε θα βγάλεις άχνα.
ΣΤΡ. Θέλω ν᾽ ακούσω τί θα πεις· ορίστε
ὦ γείτονες καὶ ξυγγενεῖς καὶ δημόται,
ἀμυνάθετέ μοι τυπτομένῳ πάσῃ τέχνῃ.
οἴμοι κακοδαίμων τῆς κεφαλῆς καὶ τῆς γνάθου.
1325 ὦ μιαρέ, τύπτεις τὸν πατέρα; ΦΕ. φήμ᾽, ὦ πάτερ.
ΣΤ. ὁρᾶθ᾽ ὁμολογοῦνθ᾽ ὅτι με τύπτει. ΦΕ. καὶ μάλα.
ΣΤ. ὦ μιαρὲ καὶ πατραλοῖα καὶ τοιχωρύχε.
ΦΕ. αὖθίς με ταὐτὰ ταῦτα καὶ πλείω λέγε.
ἆρ᾽ οἶσθ᾽ ὅτι χαίρω πόλλ᾽ ἀκούων καὶ κακά;
1330 ΣΤ. ὦ λακκόπρωκτε. ΦΕ. πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις.
ΣΤ. τὸν πατέρα τύπτεις; ΦΕ. κἀποφανῶ γε, νὴ Δία,
ὡς ἐν δίκῃ σ᾽ ἔτυπτον. ΣΤ. ὦ μιαρώτατε.
καὶ πῶς γένοιτ᾽ ἂν πατέρα τύπτειν ἐν δίκῃ;
ΦΕ. ἔγωγ᾽ ἀποδείξω καί σε νικήσω λέγων.
1335 ΣΤ. τουτὶ σὺ νικήσεις; ΦΕ. πολύ γε καὶ ῥᾳδίως.
ἑλοῦ δ᾽ ὁπότερον τοῖν λόγοιν βούλει λέγειν.
ΣΤ. ποίοιν λόγοιν; ΦΕ. τὸν κρείττον᾽ ἢ τὸν ἥττονα.
ΣΤ. ἐδιδαξάμην μέντοι σε, νὴ Δί᾽, ὦ μέλε,
τοῖσιν δικαίοις ἀντιλέγειν, εἰ ταῦτά γε
1340 μέλλεις ἀναπείσειν, ὡς δίκαιον καὶ καλὸν
τὸν πατέρα τύπτεσθ᾽ ἐστὶν ὑπὸ τῶν υἱέων.
ΦΕ. ἀλλ᾽ οἴομαι μέντοι σ᾽ ἀναπείσειν, ὥστε γε
οὐδ᾽ αὐτὸς ἀκροασάμενος οὐδὲν ἀντερεῖς.
ΣΤ. καὶ μὴν ὅ τι καὶ λέξεις ἀκοῦσαι βούλομαι.
***
Ο Στρεψιάδης βγαίνει από το σπίτι του βιαστικός και κλαμένος· τον κυνηγά ο γιος του. ΣΤΡ. Βάι βάι!
Γειτόνοι, συγγενείς μου, χωριανοί μου,
με δέρνουνε· βοηθάτε όπως μπορείτε.
Ωχ το κεφάλι μου, το σαγόνι μου, ωχ!
Στο Φειδιππίδη.
Τον πατέρα σου δέρνεις, σιχαμένε;
ΦΕΙ., ατάραχος.
Πατέρα, ναι.
ΣΤΡ., στο Χορό και στους θεατές.
Με δέρνει, δεν τ᾽ αρνιέται·
το βλέπετε. ΦΕΙ. Και βέβαια. ΣΤΡ. Σιχαμένε,
διαρρήχτη, πατροκτόνε. ΦΕΙ. Ξαναπές τα·
πες κι άλλα. Σα με βρίζουν, πίνω μέλι.
1330 ΣΤΡ. Ξεπατωμένε. ΦΕΙ. Ραίνε με με ρόδα.
ΣΤΡ. Τον κύρη σου χτυπάς; ΦΕΙ. Και θ᾽ αποδείξω
πως, μά το θεό, είχα δίκιο να σε δείρω.
ΣΤΡ. Α, σιχαμένε· πώς μπορεί με δίκιο
κανένας τον πατέρα του να δέρνει;
ΦΕΙ. Θα σε κατατροπώσω με αποδείξεις.
ΣΤΡ. Εσύ, σ᾽ αυτό; ΦΕΙ. Και με πολλή ευκολία.
Απ᾽ τους δυο λόγους διάλεξε όποιον θέλεις.
ΣΤΡ. Ποιούς δυο; ΦΕΙ. Το δυνατό ή τον άλλον· όποιον.
ΣΤΡ. Α, μά το Δία, θα πει πως σ᾽ έχουν μάθει
καλά, μωρέ, στα δίκια ν᾽ αντιλέγεις,
1340 πως είν᾽ ωραίο και δίκαιο αν αποδείξεις
ξύλο να τρώει από το γιο ο πατέρας.
ΦΕΙ. Και τόσο θα σε πείσω, εγώ πιστεύω,
που, σα μ᾽ ακούσεις, δε θα βγάλεις άχνα.
ΣΤΡ. Θέλω ν᾽ ακούσω τί θα πεις· ορίστε