Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους Τύραννος (87-131)

ΚΡΕΩΝ
ἐσθλήν· λέγω γὰρ καὶ τὰ δύσφορ᾽, εἰ τύχοι
κατ᾽ ὀρθὸν ἐξιόντα, πάντ᾽ ἂν εὐτυχεῖν.
ΟΙ. ἔστιν δὲ ποῖον τοὔπος; οὔτε γὰρ θρασὺς
90 οὔτ᾽ οὖν προδείσας εἰμὶ τῷ γε νῦν λόγῳ.
ΚΡ. εἰ τῶνδε χρῄζεις πλησιαζόντων κλύειν,
ἑτοῖμος εἰπεῖν, εἴτε καὶ στείχειν ἔσω.
ΟΙ. ἐς πάντας αὔδα. τῶνδε γὰρ πλέον φέρω
τὸ πένθος ἢ καὶ τῆς ἐμῆς ψυχῆς πέρι.
95 ΚΡ. λέγοιμ᾽ ἂν οἷ᾽ ἤκουσα τοῦ θεοῦ πάρα.
ἄνωγεν ἡμᾶς Φοῖβος ἐμφανῶς ἄναξ
μίασμα χῶρας, ὡς τεθραμμένον χθονὶ
ἐν τῇδ᾽, ἐλαύνειν μηδ᾽ ἀνήκεστον τρέφειν.
ΟΙ. ποίῳ καθαρμῷ; τίς ὁ τρόπος τῆς ξυμφορᾶς;
100 ΚΡ. ἀνδρηλατοῦντας, ἢ φόνῳ φόνον πάλιν
λύοντας, ὡς τόδ᾽ αἷμα χειμάζον πόλιν.
ΟΙ. ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην;
ΚΡ. ἦν ἡμίν, ὦναξ, Λάιός ποθ᾽ ἡγεμὼν
γῆς τῆσδε, πρὶν σὲ τήνδ᾽ ἀπευθύνειν πόλιν.
105 ΟΙ. ἔξοιδ᾽ ἀκούων· οὐ γὰρ εἰσεῖδόν γέ πω.
ΚΡ. τούτου θανόντος νῦν ἐπιστέλλει σαφῶς
τοὺς αὐτοέντας χειρὶ τιμωρεῖν τινας.
ΟΙ. οἳ δ᾽ εἰσὶ ποῦ γῆς; ποῦ τόδ᾽ εὑρεθήσεται
ἴχνος παλαιᾶς δυστέκμαρτον αἰτίας;
110 ΚΡ. ἐν τῇδ᾽ ἔφασκε γῇ. τὸ δὲ ζητούμενον
ἁλωτόν, ἐκφεύγει δὲ τἀμελούμενον.
ΟΙ. πότερα δ᾽ ἐν οἴκοις, ἢ ᾽ν ἀγροῖς ὁ Λάιος,
ἢ γῆς ἐπ᾽ ἄλλης τῷδε συμπίπτει φόνῳ;
ΚΡ. θεωρός, ὡς ἔφασκεν, ἐκδημῶν πάλιν
115 πρὸς οἶκον οὐκέθ᾽ ἵκεθ᾽, ὡς ἀπεστάλη.
ΟΙ. οὐδ᾽ ἄγγελός τις οὐδὲ συμπράκτωρ ὁδοῦ
κατεῖδ᾽, ὅτου τις ἐκμαθὼν ἐχρήσατ᾽ ἄν;
ΚΡ. θνῄσκουσι γάρ, πλὴν εἷς τις, ὃς φόβῳ φυγὼν
ὧν εἶδε πλὴν ἓν οὐδὲν εἶχ᾽ εἰδὼς φράσαι.
120 ΟΙ. τὸ ποῖον; ἓν γὰρ πόλλ᾽ ἂν ἐξεύροι μαθεῖν,
ἀρχὴν βραχεῖαν εἰ λάβοιμεν ἐλπίδος.
ΚΡ. λῃστὰς ἔφασκε συντυχόντας οὐ μιᾷ
ῥώμῃ κτανεῖν νιν, ἀλλὰ σὺν πλήθει χερῶν.
ΟΙ. πῶς οὖν ὁ λῃστής, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ
125 ἐπράσσετ᾽ ἐνθένδ᾽, ἐς τόδ᾽ ἂν τόλμης ἔβη;
ΚΡ. δοκοῦντα ταῦτ᾽ ἦν· Λαΐου δ᾽ ὀλωλότος
οὐδεὶς ἀρωγὸς ἐν κακοῖς ἐγίγνετο.
ΟΙ. κακὸν δὲ ποῖον ἐμποδὼν τυραννίδος
οὕτω πεσούσης εἶργε τοῦτ᾽ ἐξειδέναι;
130 ΚΡ. ἡ ποικιλῳδὸς Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν
μεθέντας ἡμᾶς τἀφανῆ προσήγετο.

***
ΚΡΕΩΝ
Εξαίσιο.
Γιατί θαρρώ πως όταν κατ᾽ ευχή
σκορπίσει το κακό,
μπαίνουν στον δρόμο τον καλό τα πάντα.
ΟΙΔ. Τί λέει ο λόγος του θεού;
Γιατί τα λόγια σου
90 ούτε με θάρρεψαν ούτε και με τρόμαξαν.
ΚΡΕ. Αν νιώθεις την ανάγκη
μπροστά σ᾽ αυτούς ν᾽ ακούσεις,
έτοιμος είμαι και μιλώ·
αλλιώς να πάμε μέσα.
ΟΙΔ. Μίλησε σε όλους μπροστά·
τα δικά τους τα πάθη
πενθώ πιο πολύ,
παρά της ψυχής μου τα πάθη.
ΚΡΕ. Θα πω λοιπόν το λόγο του θεού.
Ο Άναξ Φοίβος προστάζει
με πεντακάθαρο χρησμό
να διώξουμε το μίασμα της χώρας
που θρέφεται σ᾽ αυτή τη γη,
προτού θεριέψει
και δεν σηκώνει γιατρειά.
ΟΙΔ. Με ποιόν καθαρμό;
Και πώς τα δεινά θα περάσουν;
100 ΚΡΕ. Στέλνοντας εξορία το φονιά
ή ξεδιψώντας ο φόνος με φόνο
αλλιώς η πόλη θα πνιγεί σ᾽ αυτό το αίμα.
ΟΙΔ. Τίνος ανδρός τη μοίρα προμαντεύουν οι χρησμοί;
ΚΡΕ. Κυβερνούσε κάποτε αυτή τη γη,
βασιλιά μου, ο Λάιος,
προτού βρεθείς εσύ στης πόλης το τιμόνι.
ΟΙΔ. Τον έχω ακουστά· ποτέ μου δεν τον είδα.
ΚΡΕ. Δολοφονήθηκε και τώρα
ο θεός προστάζει με σαφήνεια
τους αυτουργούς του φόνου, όποιοι και να᾽ ναι,
να τιμωρήσουμε σκληρά.
ΟΙΔ. Πού βρίσκονται; Και πώς να ξεδιαλύνεις πια
μισοσβησμένα χνάρια
παλιού φονικού;
110 ΚΡΕ. Ο μάντης είπε πως βρίσκονται σ᾽ αυτή τη γη.
Ψάχνεις, θα βρεις· χασομεράς, θα χάσεις.
ΟΙΔ. Και πού σκοτώθηκε ο Λάιος;
Στ᾽ ανάκτορα, στην ύπαιθρο,
σε ξένη χώρα;
ΚΡΕ. Είπε πως έφευγε να πάει στους Δελφούς
προσκυνητής· μα δεν επέστρεψε ποτέ.
ΟΙΔ. Δε φάνηκε κανείς μαντατοφόρος;
Δε μίλησε κανείς συνοδοιπόρος;
Κάποιός που να μπορούσε κάπως να φωτίσει;
ΚΡΕ. Όλοι πεθάνανε· ένας μονάχα ξέφυγε
και τρομαγμένος ένα μονάχα έλεγε πως είδε.
120 ΟΙΔ. Σαν τί; Το ένα σε πάει να βρεις τα πολλά,
αν πιάσεις μιαν ακρούλα της ελπίδας.
ΚΡΕ. Έλεγε πως αντάμωσαν στη στράτα τους
ληστές· πολλούς μαζί·
και δεν τον σκότωσε ένας ληστής μονάχος.
ΟΙΔ. Και ποιός ληστής
θα τόλμαγε μια τέτοια πράξη,
αν κάποιος δεν τον πλήρωνε από ᾽δω;
ΚΡΕ. Πολύ πιθανό θεωρήθηκε.
Αλλά με το χαμό του Λάιου
και τις απανωτές τις συμφορές
κανείς δεν σκέφτηκε να βρει την άκρη.
ΟΙΔ. Ποιές συμφορές εμπόδιζαν
του βασιλιά σας ν᾽ ανιχνεύσετε το φόνο;
130 ΚΡΕ. Τα στρυφνά της Σφιγγός τα αινίγματα
μας πίεζαν να ζούμε το παρόν
αφήνοντας το σκοτεινό
το παρελθόν στη λήθη.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 11. Έννοιες και αρχές

11.3. Οι καλοί και οι κακοί


Την εξουσία στους οίκους και στις πόλεις κατέχουν οι ευγενείς, που ονομάζονται βασιλεῖς. Δεν πρόκειται ακριβώς για τους νεότερους, απομονωμένους στα παλάτια τους, «μονάρχες» αλλά για επίλεκτη κατηγορία ηρώων, οι οποίοι εμφανίζονται ως καθοδηγητές ή ποιμενάρχες των πολλών. Κυβερνούν επιτρέποντας στις συνελεύσεις την έκφραση της γνώμης του πλήθους, όμως κρατούν συχνά για τον εαυτό τους το προνόμιο να παίρνουν τις τελικές αποφάσεις, ενώ η εξουσία τους δύσκολα θα μπορούσε με αποτελεσματικό τρόπο να αμφισβητηθεί. Σε κρίσιμες πάντως στιγμές, αν η απόφαση του βασιλιά αγνοούσε την άποψη των πολλών ή των ακολούθων του, προκαλούνταν ολέθρια αποτελέσματα στο σύνολο της κοινότητας.

Στις τάξεις μιας κοινότητας υπάρχουν πολλοί ηγεμόνες, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζει ένας, που θεωρείται κατά κάποιον τρόπο πρώτος μεταξύ ίσων. Παράδειγμα ο Αγαμέμνονας, η εξουσία του οποίου είναι κληρονομική και έχει ως σύμβολό της το βασιλικό σκήπτρο, το οποίο θεωρείται δοσμένο από τον Δία. Οι επώνυμοι ήρωες, όπως ο Αχιλλέας ή ο Οδυσσέας, στηρίζουν το κύρος τους στους οικογενειακούς δεσμούς και διακρίνονται από τους πολλούς ανώνυμους (ελεύθερους και δούλους) για την ευγενική τους καταγωγή, τον πλούτο (κυρίως την κατοχή μεγάλων εκτάσεων γης), την πολιτική τους επιρροή στις συνελεύσεις και την ατομική τους υπεροχή στον πόλεμο. Με σημερινούς όρους, συγκροτούν μια ανώτερη κοινωνική «τάξη», την αριστοκρατική. Οι αρχές και τα πρότυπα συμπεριφοράς αυτής της προνομιακής κατηγορίας ηρώων βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο της ομηρικής αφήγησης.

Τα μέλη της επίλεκτης κατηγορίας των ηρωικών μορφών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια συστήνονται καταρχήν ως ἀγαθοί. Σήμερα ο χαρακτηρισμός ενός ανθρώπου ως αγαθού σημαίνει ότι είναι καλός και ενάρετος. Όμως, στον Όμηρο, όταν κάποιος, άντρας ή γυναίκα, χαρακτηρίζεται καλός/καλή, αξιολογείται κυρίως ως προς εξωτερικά του χαρακτηριστικά, λόγου χάρη την ομορφιά του. Ο χαρακτηρισμός ἀγαθός, όπως και ο σχεδόν συνώνυμός του ἐσθλός, αναφέρονται σε όποιον είναι ευγενικής καταγωγής, διαθέτει γόητρο, πλούτο και στρατιωτική δύναμη· είναι, κατ᾽ επέκταση, σε θέση είτε να κινητοποιήσει ως αρχηγός μια πολεμική επιχείρηση είτε να υπερασπιστεί την ακεραιότητα της κοινότητάς του. Γι᾽ αυτό ο ἀγαθός στα ομηρικά έπη τείνει να ταυτιστεί με τον δυνατό και τον γενναίο· γενικότερα με όποιον είναι αριστοκρατικής καταγωγής και διαθέτει ισχύ.

Στην Ιλιάδα ἀγαθοί χαρακτηρίζονται, μεταξύ άλλων, ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας. Ο θετικός ωστόσο αυτός χαρακτηρισμός των δύο ηρώων γίνεται η αιτία συμφορών για την κοινότητα των Αχαιών, προκαλώντας ακόμη και τα αισθήματα των ολυμπίων θεών. Σάμπως ο τίτλος ἀγαθός να δίνει το δικαίωμα στους δύο ήρωες να αυθαιρετούν σε βάρος των άλλων. Μερικά παραδείγματα: στην πρώτη ιλιαδική ραψωδία ο βασιλιάς Αγαμέμνονας υποχρεώνεται τελικά να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της, αφαιρώντας τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα. Έτσι ο γιος της Θέτιδας οργίζεται και αποχωρεί από τη μάχη. Μάταια ο Νέστορας στη συνέχεια προσπαθεί να αποτρέψει τις ολέθριες συνέπειες της έριδας ανάμεσα στους δύο ήρωες, καλώντας πρώτα τον Αγαμέμνονα να επιστρέψει το τιμητικό δώρο στον Αχιλλέα. Το ότι ο αρχιστράτηγος των Αχαιών, λέει ο γέροντας, είναι ἀγαθός (διαθέτει δηλαδή ως βασιλιάς δύναμη και στρατιωτική ισχύ) δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να στερήσει τη Βρισηίδα από τον Αχιλλέα (Α 275):

Μήτε συ, μ᾽ όλο που έχεις δύναμη [ἀγαθός περ ἐών], να πάρεις από αυτόν την κοπέλα.

Όπως ο Αγαμέμνονας προσβάλλει τον Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, έτσι και ο γιος της Θέτιδας, αν και είναι ἀγαθός, ατιμάζει τον Έκτορα στο τέλος του έπους. Ο αχαιός ήρωας, μη μπορώντας να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο Πάτροκλος είναι νεκρός, εκτονώνει την εκδικητική του οργή στο σώμα του νεκρού αντιπάλου του: το δένει πίσω από το άρμα του και το σέρνει γύρω από τον τάφο του φίλου του για έντεκα μέρες. Η ενέργεια αυτή του Αχιλλέα προκαλεί τη διαμαρτυρική παρέμβαση του Απόλλωνα στους ολυμπίους. Ο θεός λέει, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα πρέπει ο Αχιλλέας, αν και είναι ἀγαθός (γενναίος), να ατιμάζει το άψυχο σώμα του αντιπάλου του· ενδέχεται να ξεσπάσει εναντίον του η οργή των θεών (Ω 50-54):

Αυτός όμως το θείο Έκτορα, αφού του πήρε τη ζωή, τον δένει από τα άλογα και τον σέρνει γύρω από τον τάφο του συντρόφου του· αυτό βέβαια δεν είναι το πιο όμορφο ούτε το πιο καλό που είχε να κάνει· μήπως θυμώσουμε εμείς μαζί του, μ' όλο που είναι γενναίος [ἀγαθῷ περ ἐόντι], γιατί αυτό που κακομεταχειρίζεται στη μανία του είναι χώμα άψυχο.

Από τα προηγούμενα παραδείγματα φαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός ενός ήρωα ως ἀγαθοῦ δεν μπορεί να δικαιολογεί και τις υπερβολικές του πράξεις. Υπάρχει πάντοτε κάποιο όριο στη συμπεριφορά του, η παραβίαση του οποίου βάζει σε κίνδυνο την τύχη της κοινότητάς του, ενώ ο ήρωας μπορεί να χάσει και την εύνοια που του παρέχουν οι θεοί.

Καθώς ο όρος ἀγαθός χρησιμοποιείται συχνά σε λόγους με τους οποίους επικρίνεται η συμπεριφορά κάποιου που είναι ισχυρός, αυτό δείχνει ότι ο σχετικός παραδοσιακός χαρακτηρισμός έχει αρχίσει κάπως να χάνει στα ομηρικά έπη την επαινετική του σημασία και έχει εκπέσει σε τίτλο ευγενείας, που απονέμεται σε όποιον ανήκει γενικά στην ανώτερη τάξη των δυνατών. Η εξουσία του δεν είναι απόλυτη αλλά μπορεί να αμφισβητείται από τους άλλους, όταν υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, ακόμη και αν πρόκειται για τον Δία.

Ο ύπατος των θεών, με το επιχείρημα ότι είναι πιο δυνατός και μεγαλύτερος στα χρόνια, διατάζει τον Ποσειδώνα να αποτραβηχτεί από τον πόλεμο και να αποσύρει τη συμπαράσταση που παρέχει στους Αχαιούς. Όμως, ο Ποσειδώνας δηλώνει ότι δεν θα υποκύψει στην εντολή του ἀγαθοῦ Δία (του πιο τρανού από τους ολυμπίους)· αντίθετα, θα συνεχίσει να συμπαραστέκεται στους Αχαιούς, θεωρώντας τον εαυτό του ισότιμο με τον πατέρα των θνητών και των αθανάτων (Ο 185-186):

Ποπό, μ' όλο που είναι δυνατός [ἀγαθός περ ἐών], μεγάλο λόγο λέει, αν θέλει να με εμποδίσει με τη βία χωρίς κι εγώ να θέλω, μ' όλο που έχω την ίδια κι εγώ τιμή.

Τα ανώτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ἀγαθοῦ εντοπίζονται και στην Οδύσσεια, όπου ακόμη και μια γυναίκα, όπως η Πηνελόπη, μπορεί να θεωρείται ἀγαθή, επειδή έχει πλούσιο πατέρα (σ 276). Όσο για τον μεταμορφωμένο σε ζητιάνο Οδυσσέα, υπερηφανεύεται για τις δουλικές υπηρεσίες που μπορεί να προσφέρει στους ἀγαθούς (κοινωνικά ανώτερους από αυτόν). Προκειμένου, συγκεκριμένα, να δικαιολογήσει την απόφασή του να μπει στο παλάτι της Ιθάκης για να δοκιμάσει τους μνηστήρες, λέει ο μεταμορφωμένος επαίτης στον χοιροβοσκό Εύμαιο (ο 322-324):

ξέρω φωτιά να στήσω, ξύλα ξερά να σχίσω,
να κόψω και να ψήσω κρέας, να τους κεράσω το κρασί -
όλα όσα κάνουν οι κατώτεροι υπηρετώντας ανωτέρους [ἀγαθοῖσι].


Στους «ανώτερους» αριστοκράτες περιλαμβάνονται οι μνηστήρες, οι οποίοι θα υποδεχθούν στο παλάτι της Ιθάκης με πλήρη περιφρόνηση τον ζητιάνο Οδυσσέα, δείχνοντας έτσι και προς τους ταπεινούς και ασήμαντους την αλαζονική τους συμπεριφορά.

Όποιος ανήκει στην κατηγορία των ἀγαθῶν, είναι δηλαδή από ανώτερη γενιά, διαθέτει ισχύ, διακρίνεται για την ανωτερότητά του στον πόλεμο και αναγνωρίζεται γενικότερα αποτελεσματικός και άξιος ηγέτης, χαρακτηρίζεται συχνά και με τον υπερθετικό τύπο της λέξης ἀγαθός ως ἄριστος (ο καλύτερος, ή ένας από τους καλύτερους). Ἄριστοι εξονομάζονται, για παράδειγμα, αρκετοί αχαιοί πολεμιστές στην Ιλιάδα (ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνονας, ο Πάτροκλος) αλλά και οι Τρώες (λόγου χάρη ο Έκτορας ή ο Σαρπηδόνας ανάμεσα στους Λυκίους).

Στην Οδύσσεια τον ίδιο χαρακτηρισμό φέρουν ο βασικός πρωταγωνιστής της, εξαιτίας κυρίως της πανουργίας του, οι μνηστήρες εξαιτίας της αριστοκρατικής τους καταγωγής, αλλά και οι ειρηνικοί Φαίακες - επιδέξιοι, χάρη στην ταχύτητά τους, στην τέχνη της ναυσιπλοΐας. Μια γυναίκα μπορεί επίσης να θεωρείται ἀρίστη, επειδή ανταποκρίνεται με επιδεξιότητα στα περιορισμένα καθήκοντα που έχει στο πλαίσιο του οίκου. Τέλος, στον κόσμο των θεών ο Δίας χαρακτηρίζεται θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος (ο πιο δυνατός και πρώτος στην τάξη των ολυμπίων) αλλά και ο Απόλλων θεῶν ἄριστος (ένας από τους ανώτερους θεούς). Οι ἄριστοι γενικότερα δεν διαφέρουν από τους ἀγαθούς. Χαρακτηρίζονται και αυτοί για τη δύναμη και την ανώτερη κοινωνική τους θέση. Συχνά όμως ἄριστοι συστήνονται, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, όσοι διαθέτουν κάποιο συγκεκριμένο χαρακτηριστικό υπεροχής.

Στόχος του ἀγαθοῦ και του ἀρίστου είναι να αποδειχθούν ανώτεροι από όλους τους άλλους. Η επιδίωξη τους για διάκριση και υπεροχή εκφράζεται με το ρήμα ἀριστεύω (συμπεριφέρομαι ως άριστος, με γενναιότητα στη μάχη, ή είμαι ο καλύτερος). Διάσημες είναι οι συμβουλές που έδιναν οι πατέρες στους νεαρούς πολεμιστές που ξεκινούσαν για τον πόλεμο της Τροίας (ο Πηλέας στον Αχιλλέα και ο Ιππόλοχος στον Γλαύκο, Λ 784 ≈ Ζ 208): 

να είναι πάντα πρώτος στην παλληκαριά [αἰὲν ἀριστεύειν] και να τους ξεπερνάει όλους.

Στην πλειοψηφία τους, εξάλλου, οι περισσότερες σκηνές μάχης δεν είναι συλλογικές αλλά αριστείες: διαδοχικά, δηλαδή, ανδραγαθήματα, με τα οποία ένας μαχητής, κυριευμένος από πολεμικό μένος, αποκτά σχεδόν υπεράνθρωπη δύναμη και σαρώνει ό,τι συναντά στο πέρασμά του.

Στο αντίθετο, αρνητικό άκρο του ἀγαθοῦ και του ἀρίστου βρίσκεται ο κακός. Ο χαρακτηρισμός κάποιου σήμερα ως κακού σημαίνει κυρίως αυτόν που επιθυμεί την υλική και ηθική βλάβη των άλλων, τον μοχθηρό. Όμως, στα ομηρικά έπη ο κακός δεν σημαίνει ακριβώς αυτό, αλλά αναφέρεται κυρίως σε όποιον δεν είναι ἀγαθός: δηλαδή τον ταπεινής καταγωγής, τον άσημο, τον φτωχό, τον ανίσχυρο. Στα πολεμικά κυρίως συμφραζόμενα το επίθετο κακός, όπως και ο σχεδόν συνώνυμος τύπος του ἄναλκις, είναι το αντώνυμο του ἀγαθός και χαρακτηρίζει εκείνον που αποδείχνεται σε κάποια στιγμή της ζωής του αδύναμος ή και δειλός, μη μπορώντας να υπερασπιστεί τον εαυτό του ή τους συμμάχους του σε μια κρίσιμη στιγμή.

Οι ἀγαθοί πολεμιστές απεχθάνονται στον ιλιαδικό πόλεμο να τους ονομάζουν κακούς, επειδή σ' αυτούς ταιριάζει να οπισθοχωρούν από δειλία στη μάχη. Στην Ιλιάδα, απομονωμένος από τους συμπολεμιστές του Δαναούς, ο Οδυσσέας διχάζεται προς στιγμήν ανάμεσα σε δύο επιλογές: να μείνει μονάχος στο πεδίο της μάχης, με κίνδυνο να σκοτωθεί, ή να υποχωρήσει από φόβο; Ο ήρωας τελικά δίνει τη λύση στο δίλημμά του αποφασίζοντας να μείνει και να πολεμήσει, επειδή συλλογίζεται πως η υποχώρηση ταιριάζει στους κακούς και όχι στους ἀρίστους (Λ 404-410):

Αλίμονο, τι θα πάθω; Μεγάλο κακό είναι να φύγω, γιατί φοβήθηκα τον πολύ στρατό· χειρότερο όμως το να σκοτωθώ μονάχος. Τους άλλους Δαναούς τους έτρεψε σε φυγή ο γιος του Κρόνου. Όμως γιατί η ψυχή μου τα διαλογίστηκε αυτά; Ξέρω πως οι δειλοί [κακοί] φεύγουν από τον πόλεμο, όποιος όμως είναι από τους πρώτους στη μάχη, αυτός πρέπει να στέκεται γενναία, είτε χτυπηθεί είτε χτυπήσει άλλον.

Συγκριτικά με άλλες, όπως αναφέρονται στη συνέχεια, περιπτώσεις, χαρακτηριστικός είναι εδώ ο σχεδόν αυτοματικός τρόπος με τον οποίο ο Οδυσσέας, δίχως να ομολογεί την πίεση κάποιας εξωτερικής αρχής (της ανάγκης, για παράδειγμα, να υπερασπιστεί τους οικείους του, την πατρίδα ή τους συμπολεμιστές του), επιλέγει την παραμονή στο πεδίο της μάχης από την υποχώρηση. Μόνος λόγος της επιλογής του αυτής είναι η επίγνωσή του ότι στον πόλεμο υποχωρούν οι κακοί, ενώ όσοι αριστεύουν, μάχονται δηλαδή από τους πρώτους στη μάχη, μένουν και πολεμούν χωρίς να υπολογίζουν αν θα ζήσουν ή θα πεθάνουν.

Στην Οδύσσεια επίσης όσοι δεν ανταποκρίνονται με τις πράξεις τους στα ιδεώδη της κατηγορίας των ἀγαθῶν και των ἀρίστων επικρίνονται ως κακοί. Έτσι, για τον Οδυσσέα, που υπομένει καρτερικά ταλαιπωρίες και κακουχίες στο πέλαγος, οι εταίροι του αποδεικνύονται σε μια κρίσιμη στιγμή κακοί (κ 68), επειδή περίεργοι, ανυπόμονοι και καχύποπτοι, άνοιξαν τον ασκό του θεού των ανέμων προκαλώντας την αναβολή του νόστου. Επίσης, ο Αγαμέμνονας, συναντώντας τον Οδυσσέα στον κάτω κόσμο, αποκαλεί τη γυναίκα του Κλυταιμνήστρα κακή γυνή (λ 384)· προφανώς επειδή, σε αντίθεση προς την πιστή Πηνελόπη, η γυναίκα του βασιλιά των Αχαιών, συμβάλλοντας στη δολοφονία του συζύγου της από τον εραστή της Αίγισθο, δεν συμπεριφέρθηκε όπως θα ταίριαζε σε μια «αγαθή» βασίλισσα.

Στην Ιθάκη ωστόσο ο ποιητής βλέπει με ιδιαίτερη συμπάθεια τους κακούς, τους φτωχούς και περιπλανώμενους, όπως ο χοιροβοσκός Εύμαιος και ο ζητιάνος Οδυσσέας, οι οποίοι αντιμετωπίζονται περιφρονητικά τόσο από τους μνηστήρες όσο και από τις άπιστες δούλες του παλατιού. Εξάλλου, οι καταχραστές της περιουσίας του βασιλιά της Ιθάκης δεν σέβονται κανέναν: ούτε τον κακόν (τον ταπεινό και ασήμαντο) ούτε τον ἐσθλόν (τον σπουδαίο). Γι' αυτό, κατά τον Οδυσσέα, ανταμείβονται στο τέλος με το ίδιο νόμισμα για τις φριχτές τους πράξεις (χ 413-416, 415 ≈ ψ 66):

Αυτούς τους δάμασε μοίρα θεού, τιμώρησε τα ανόσια έργα τους,
αφού δεν έδειχναν καμιά τιμή για τον συνάνθρωπό τους,
τον ταπεινό [κακόν] ή και τον πιο σπουδαίο [ἐσθλόν], όποιος τους έπεφτε μπροστά.
Γι᾽ αυτό τους βρήκε θάνατος φριχτός για τις φριχτές τους πράξεις.

Στην κλίνη του Προκρούστη: «Να είσαι ο εαυτός σου…», αλλά σου επιτρέπω να είσαι μόνο όπως θέλω εγώ

Humanity 2021. Παίζει πολύ το μότο «να είσαι ο εαυτός σου και όχι αυτός που θέλουν οι άλλοι να είσαι, δεν χρειάζεται να προσαρμόζεσαι στις νόρμες τους».

Δεν αναφέρομαι στο επικό «να κάνεις ό,τι γουστάρεις» (αυτό είναι άλλο μότο που όπως φαίνεται έχει αρχίσει να το πληρώνει ακριβά η ανθρωπότητα κατά τη γνώμη μου).

Επίσης, υποστηρίζεται πολύ ο σεβασμός στην διαφορετικότητα. Και η λέξη κυρίως παραπέμπει πλέον στις προτιμήσεις φύλου και σεξουαλικότητας, και όχι στη μοναδικότητα της προσωπικής ταυτότητας ως ύπαρξη ποικιλομορφίας, ευτυχώς.

Ο Έριχ Φρομμ θέτει το εξής δίλημμα με τον ερωτηματικό τίτλο του βιβλίου του: «να έχεις ή να είσαι;». Άνθρωπος, Εαυτός, Ατομικότητα, Ταυτότητα, Κοινότητα, Σχέση. Θεμελιώδης πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης, λέξεις και έννοιες δυναμικές, δηλαδή που μπορούν να μεταβληθούν, να αλλάξουν με τον καιρό. Για τις μετατροπές συνήθως προηγούνται γόνιμες συγκρούσεις ή δημιουργικές απογοητεύσεις που οδηγούν σε μια νέα σύνθεση.

Ωστόσο, ο εαυτός, ιστορικά είναι μια σχετικά καινούργια ιδέα. Ο Καθηγητής Ψυχολογίας Baumeister (1987) αποτυπώνει μια εικόνα της μεσαιωνικής κοινωνίας στην οποία οι κοινωνικές σχέσεις ήταν δεδομένες και σταθερές. Οι ζωές και οι ταυτότητες των ανθρώπων ήταν αυστηρά προδιαγεγραμμένες σύμφωνα με τη θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία – στη βάση ορατών αποδιδόμενων χαρακτηριστικών όπως η οικογένεια, η κοινωνική τάξη, η σειρά γέννησης, ο τόπος γέννησης. Αυτά ήταν όλα όσα χρειαζόταν να γνωρίζει κανείς εκείνη την εποχή, επομένως, η ιδέα ενός σύνθετου ατομικού εαυτού που υπέβοσκε ήταν δύσκολο να καλλιεργηθεί και πιθανότατα περιττό. Συν τοις άλλοις, σε συχνές περιόδους πολεμικών συρράξεων δεν είχε κάποιος την πολυτέλεια να σκέφτεται ποιος είναι όταν σαφώς προείχε η αγωνία της επιβίωσης, ή της λύτρωσης από θανατηφόρο χτύπημα.

Η ψυχανάλυση που ακολούθησε χρονικά, λειτούργησε ως μια καινοφανής ιδέα που μπορεί να συμβάλλει ολοκληρωτικά στον τρόπο που οι άνθρωποι σκέπτονται για τον κόσμο τους. Έτσι προκύπτουν σταδιακά πολλές διαφορετικές μορφές του εαυτού με τρεις να φαίνεται πως ξεχωρίζουν: ο συλλογικός, ο ατομικός, και ο σχεσιακός.

Σύμφωνα και με τις νευροεπιστημονικές μελέτες, παράγοντες που συγκροτούν την προσωπική ταυτότητα και τον εαυτό είναι η καλλιέργεια της αποδοχής, η ανάδειξη της επιδοκιμασίας και της αυτοεκτίμησης που μέσα από την αλληλεπίδραση ενεργοποιούν ή όχι (με την απουσία τους), τις εκκρίσεις των κατάλληλων ορμονών στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Και αντίστοιχα με τη σειρά τους συνεργούν στη γέννηση ευχάριστων ή δυσάρεστων συναισθημάτων.

Το μόνο ιδιαίτερο που έχουν τα στοιχεία που μας αποτελούν (τα οποία μπορεί να τα βρει κανείς και στο χώμα για παράδειγμα) είναι πως συναποτελούν εμάς τους ίδιους ως ανεπανάληπτες υπάρξεις.

Όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινό το 99,9% του DNA τους, και όμως δεν υπάρχουν δύο ίδιοι άνθρωποι. Το δικό μου DNA διαφέρει από κάποιου άλλου σε τρία ή τέσσερα εκατομμύρια μέρη, που είναι μικρό ποσοστό σου συνόλου, αλλά αρκετό για να κάνει μεγάλη τη διαφορά ανάμεσά μας. Αυτά είναι η βιολογική βάση για να έχουμε κοινή την ανθρώπινη φύση μεν, αλλά να διαφέρουμε τόσο πολύ δε. Γι’ αυτό η κοινωνική νοημοσύνη είναι η επιστήμη των ανθρωπίνων σχέσεων. Η τέχνη να συνυπάρχεις και να συμπορεύεσαι με άλλους ανθρώπους στη διάρκεια της ζωής σου.

Όλο αυτό το δρομολόγιο, το ταξίδι της ζωής του ανθρώπου για την αυτό-αντίληψη, την συνύπαρξη και την κατανόηση αποτυπώνεται και στις τέχνες ως αφορμή έμπνευσης και ροβληματισμού.

Για παράδειγμα η κλασική τριλογία του Samuel Beckett, Μολλόυ (1951), Ο Μαλόν πεθαίνει (1951), Ο ακατανόμαστος (1953) πραγματεύεται σε τελευταία ανάλυση την ξέφρενη και εξαγνιστική αναζήτηση σε όλη τη διάρκεια της ζωής για μια αίσθηση ταυτότητας και κατανόησης του εαυτού – μια αναζήτηση για τον αληθινό εαυτό μεταξύ των πολλών εαυτών της ζωής μας.

Μια επιπλέον εύστοχη, απλή και διαχρονική αναφορά επιμέρους ζητημάτων που θίγονται παραπάνω βρίσκει κανείς στην Μυθολογία.

Ο Θησέας ήταν γιος του βασιλιά των Αθηνών Αιγέα και της Αίθρας. Ο Θησέας συναντά έξω από την Αθήνα, στο σημερινό Δαφνί, τον Προκρούστη. Ο Προκρούστης ζούσε σε ένα σπίτι με δύο κρεβάτια, ένα κοντό και ένα μακρύ. Εξανάγκαζε τους μικρόσωμους περαστικούς να ξαπλώνουν στο μακρύ κρεβάτι και τους τραβούσε βίαια μέχρι θανάτου ώστε να καλύψουν όλο το μήκος του. Τους ψηλόσωμους τους έβαζε στο κοντό κρεβάτι και τους έκοβε τα πόδια που εξείχαν. Ο Θησέας αντιμετώπισε και εξόντωσε και τον Προκρούστη, μπήκε θριαμβευτής στην Αθήνα, και αργότερα έγινε βασιλιάς της πόλης.

Το κρεβάτι του Προκρούστη της Μυθολογίας συμβολίζει διαχρονικά τη βίαιη προσαρμογή ενός ατόμου, μιας ομάδας ατόμων ή ενός λαού σε προκαθορισμένα πλαίσια.

Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται καθημερινά την Προκρούστεια κλίνη των ανθρωπίνων σχέσεων με τους γνωστούς και τους φίλους του να απαιτούν απ’ αυτόν κάτι που ενδεχομένως δεν είναι σε θέση να είναι όταν αυτοί θέλουν, και αντίθετα, να θέλει ο ίδιος να συμπεριφέρονται και να δρουν οι άλλοι διαρκώς, όπως ο ίδιος. Αυτό όμως θυμίζει έναν ρομποτικό ρυθμισμένο άνθρωπο χωρίς λάθη και ολισθήσεις.

Εξαιτίας αυτής της βαθιάς ασυνείδητης πεποίθησης περί σωστού και λάθους που κάνει ο φίλος/ο γνωστός/ ο περαστικός, έχει την τάση να γίνεται επίμονος ανιχνευτής σφαλμάτων αντί να συνδράμει στην ανάδειξη και ανάπτυξη των ικανοτήτων που αλληλοσυμπληρώνουν ένα ξεχωριστό ψηφιδωτό. Το πρώτο είναι πιο εύκολο και unbored σε σχέση με το δεύτερο.

Ενώ λοιπόν έχει κανείς να διαχειριστεί ζητήματα εαυτού, ταυτότητας, σχέσεων σύμφωνα με τις δικές του κληρονομικές και βιολογικές καταβολές που χρειάζονται μια ολόκληρη ζωή δίχως να ζυγώσει στο άψογο αποτέλεσμα, με όσα προκύπτουν ή του συμβαίνουν ως ανατροπές και μπορεί να μη μάθουμε ποτέ, πολύ συχνά γίνεται δέκτης παραπόνων και προσδοκιών για να συμμορφωθεί και να σωφρονιστεί σύμφωνα με τα θέλω μας. Δεν μιλώ για την περίπτωση επίτευξης κάποιου κοινού ομαδικού σκοπού, που κι αυτό διακατέχεται από στάδια με χώρο και χρόνο και συνέπειες προκειμένου να φτάσει σε αίσιο πέρας.

Με λίγα λόγια, «να είσαι ο εαυτός σου», αλλά επειδή σ’ αγαπώ και νοιάζομαι θα είσαι όπως θέλω εγώ. Αν δεν έχεις τις προδιαγραφές που θέλω δεν σε χρειάζομαι γιατί με κουράζεις. Τέλειο προϊόν…Τώρα μένει να περάσει κι από ISO. Κατανάλωση σε όλο το μεγαλείο. Σε κάθε περίπτωση πάντως το ζόρισμα έχει να μας μάθει περισσότερα από το βόλεμα. Αλλά σε σπουδαίες βάσεις, όπως η αποδοχή, η κατανόηση, η ενθάρρυνση και η συνεξήγηση. Είναι μικρή η ζωή για να ξοδεύεται σε γκρίνια και ξινά μούτρα.

Αληθινό χαμόγελο

Ένα χαμόγελο με χείλη κλειστά. Η καμπύλη του σχηματίζεται αμυδρά και φευγαλέα. Τα μάτια απαθή, το πρόσωπο σφιγμένο. Διάρκεια ένα με δύο δευτερόλεπτα. Λες το μυαλό να προλαβαίνει να το επεξεργαστεί;

Το ψεύτικο χαμόγελο. Ναι, ξέρω καλά ποιο είναι αυτό. Το έχω μάθει, το έχω συνηθίσει. Γίνεται σχεδόν αυτόματα, σαν το ανοιγόκλεισμα των ματιών. Είναι η απάντηση στο αν είσαι καλά. Είναι το ευχαριστώ για τον καφέ που αγοράζεις. Είναι η σιωπή σου όταν ακούς κάτι χυδαίο. Είναι η προσωποποίηση των καλών σου τρόπων. Είναι ένα πνιγμένο συναίσθημα, όπως ο φόβος.

Δεν το σκεφτόμαστε, απλά γίνεται. Μάθαμε να το φοράμε στο πρόσωπο από μικρά παιδιά. Όταν μας έλεγαν για τα πρέπει και τα μη. Όταν μας έλεγαν στη λύπη να χαμογελάμε. Όταν θέλαμε να γίνουμε αρεστοί, για να ανήκουμε κάπου. Όταν αρχίσαμε να κυνηγάμε για δουλειά, για αγάπη, για συμπάθεια.

Μέσα σε όλα αυτά που ζούμε, αναρωτιέμαι αν αξίζει. Κι η απάντηση διστάζει να έρθει. Όμως μπορείς να το ξεχωρίσεις. Από το αληθινό. Από αυτό το χαμόγελο που σχηματίζεται πρώτα μέσα σου και μετά στο πρόσωπο. Το ξέρεις καλά αυτό το χαμόγελο. Είναι αυτό που ζωγραφίζει μικρές ρυτίδες στις άκρες των ματιών σου. Είναι αυτό που σου φωτίζει το πρόσωπο. Είναι αυτό που σε κάνει να αγαλλιάζεις από ευχαρίστηση. Είναι αυτό που διαρκεί κι είναι αρκετό για να σου φτιάξει τη μέρα. Ναι, είναι αυτό το χαμόγελο που κάνει τους άλλους να χαμογελούν μαζί σου.

Αυτό χάρισε το απλόχερα. Σβήσε σιγά-σιγά το άλλο απ' τη ζωή σου. Δεν σου αξίζει. Νιώσε τη χαρά κι ας είναι στιγμιαία.

Και θα δεις πως με τον καιρό θα μάθεις να το αναγνωρίζεις, ακόμη κι όταν το βλέπεις στους άλλους. Θα μάθεις να βλέπεις πίσω από τη μάσκα που φορούν, κι αν θέλεις θα 'ρθεις πιο κοντά τους. Όταν αυτοί που αγαπάς πονούν και δεν το λένε, θα στο πει το χαμόγελο τους. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το νιώσεις. Χαμόγελο αληθινό, καρδιά ανοιχτή, ζωή αυθεντική.

Ψυχολογικά δεδομένα για την ανθρώπινη συμπεριφορά

Η ανθρώπινη συμπεριφορά ήταν πάντα για τους ερευνητές ένα αίνιγμα, ένας γρίφος στον οποίο προσπαθούσαν να δώσουν απαντήσεις και πιθανές εξηγήσεις. Τα ψυχολογικά πειράματα αποτέλεσαν ιδιαίτερα δημοφιλή πρακτική κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Ερευνητές και επιστήμονες στον κλάδο της ψυχολογίας σχεδίασαν και πραγματοποίησαν μερικά από τα μεγαλύτερα πειράματα, με σκοπό να δώσουν απαντήσεις σε ερωτήματα για την ανθρώπινη συμπεριφορά υπό ορισμένες συνθήκες.

Αυτά τα καταπληκτικά ψυχολογικά δεδομένα δεν είναι απαραίτητα αληθινά, διαφορετικά άτομα μπορεί να συμπεριφέρονται διαφορετικά σε διαφορετικές καταστάσεις. Η ψυχολογία είναι ένα πολύπλοκο πράγμα και αλλάζει με κάθε ανθρώπινο μυαλό:

 -Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε την αλήθεια όταν μιλάνε αργά το βράδυ επειδή είναι κουρασμένος ο εγκέφαλος και δεν σκέφτεται πολύ και ανταποκρίνεται με ειλικρίνεια.

 -Τα άτομα με υψηλή νοημοσύνη και υψηλά επίπεδα νοημοσύνης είναι πιο πιθανό να κοιμούνται αργά το βράδυ.

 -Οι άνθρωποι που μιλούν στον εαυτό τους όταν είναι μόνοι είναι έξυπνοι από τη φύση τους.

 -Το να μιλάτε με κάποιον για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνει τις πιθανότητές σας να τον ερωτευτείτε

 -Τα χρήματα μπορούν να δώσουν ευτυχία σε έναν άνθρωπο, αλλά μόνο ως κάποιο βαθμό.

 -Οι άνθρωποι που αντιδρούν γρήγορα σε ηλίθιες ερωτήσεις ή καταστάσεις είναι πιο έξυπνοι από τη φύση τους.

 -Όταν αρχίσουμε να κοιμόμαστε πολύ, συνηθίζουμε να κοιμόμαστε περισσότερο.

 -Ο εγκέφαλός μας προτιμά τις πληροφορίες που γράφονται με σύντομους και ενδιαφέροντες τρόπους αντί για μεγάλα βαρετά άρθρα.

 -Το είδος της μουσικής που ακούμε μας επηρεάζει για το πως μας φαίνεται ο κόσμος γύρω μας.

 -Αν τα κορίτσια σας αρέσουν, σας αρέσουν ακόμα και όταν τα βλέπετε να κοιτάζουν επίμονα.

 -Οι φτωχοί άνθρωποι τείνουν να είναι πιο πιστοί.

 -Οι άνθρωποι που νοιάζονται για τους άλλους είναι πολύ λυπημένοι ψυχολογικά.

 -Οι άνθρωποι που βλέπουν επικίνδυνα όνειρα περνούν συχνά μια πολύ δύσκολη περίοδο.

 -Μπορούμε να αγαπάμε δύο άτομα ταυτόχρονα, αλλά ποτέ με την ίδια ένταση

 -Τα επικριτικά και αντιπαθητικά άτομα δεν σε μισούν. Στην πραγματικότητα, συμπεριφέρονται έτσι επειδή είστε η αντανάκλαση αυτού που θέλουν εσείς να γίνετε.

Ευχαριστώ για την ανάγνωση!

Φύγε από ό,τι σε δεσμεύει και ζήσε ελεύθερος

Συναντώ συχνά ανθρώπους δυστυχισμένους, βυθισμένους στην απελπισία, στα όρια της κατάθλιψης, σε απόγνωση, εγκλωβισμένους σε αδιέξοδα, στρυμωγμένους σε μια γωνιά…

Στην γωνιά του μυαλού τους, όπου δεν υπάρχει ούτε φως ούτε διέξοδος. Ακινητοποιημένοι, στέκονται ανήμπορο, σχεδόν άφωνοι, κοιτούν τον χρόνο να περνά, βλέπουν τη ζωή τους να περνά μπροστά από τα μάτια τους, τα χρόνια, τα πολύτιμα, να φεύγουν… Κι αυτοί μένουν! Μένουν σε μια σχέση χωρίς νόημα, χωρίς αγάπη, χωρίς ίχνος επικοινωνίας, χωρίς σεβασμό, χωρίς τίποτα απ΄ ότι ήθελαν, ονειρεύτηκαν ή φαντάστηκαν. Σε μια σχέση που μόνο ζητάει, έχει υποχρεώσεις, ευθύνες και πολλά λόγια, σκληρές κουβέντες, απαξίωση και όχι σπάνια… σωματική κακοποίηση.

Κι αν όλα αυτά ακούγονται υπερβολές μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι γίνονται γύρω μας, δυστυχώς δίπλα μας, είναι σε κάποιο από τα σπίτια της διπλανής πόρτας…

Μπορώ να καταλάβω ότι όσο σκληρό κι αν ακούγεται αυτό το σενάριο, για πολλούς ανθρώπους που το ζουν δεν είναι εύκολο να φύγουν, να ξεφύγουν.

Είναι ο φόβος που τους κρατά αλυσοδεμένους και ανήμπορους, η απουσία κάθε πίστης και ελπίδας ότι κάτι μπορεί να αλλάξει. Ο φόβος για τον άλλον (σύζυγος, εργοδότης, κάθε λογής Αφεντικό…), ο φόβος για το άγνωστο, ο φόβος ότι «δεν θα τα καταφέρω…». Και είναι αλήθεια, ότι δεν είναι εύκολο, καθόλου εύκολο, να βγει κανείς από αυτό το βαθύ πηγάδι. Να πάει πού; Σε ποιον να απευθυνθεί; Ποιον να πιστέψει; Πού να ακουμπήσει; Οι άνθρωποι αυτοί έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους, έχουν χάσει κάθε ελπίδα… Όμως και πάλι, παρ’ όλη την δυσκολία, τον φόβο και την απελπισία, η επωδός δεν μπορεί να είναι ούτε το «δε βαριέσαι», ούτε το «τι τα ψάχνεις», ούτε το «δεν γίνεται τίποτα»…

Πρέπει να μπορούμε να αρθρώνουμε έναν λόγο ελπίδας και αισιοδοξίας, ότι έστω και έτσι, έστω και δύσκολα, έστω και λίγο, κάτι καλό μπορεί να γίνει, κάτι μπορεί ν΄ αλλάξει και ότι εν τέλει όσο δύσκολο κι αν είναι ο καθένας μας πρέπει να δώσει τον αγώνα του να φύγει, να ξεφύγει από τα δεσμά και να ζήσει ελεύθερος μια ζωή σε ανθρώπινο μέτρο.

Σοπενχάουερ: Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν

Από τα μικροπράγματα καταλαβαίνουμε καλύτερα τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Γιατί στα μεγάλα είναι πιο προσεκτικός και κρύβεται.

Κάθε κοινωνική συναναστροφή απαιτεί αμοιβαία προσαρμογή και διάθεση, γι’ αυτό όσο πιο μεγάλη τόσο και πιο ανούσια. Εντελώς ο εαυτός του μπορεί να είναι κανείς μόνο εφόσον μένει μόνος του. Μόνο τότε είναι ελεύθερος.

Εκείνο που οι άνθρωποι ονομάζουν μοίρα, στην ουσία είναι ένα σύνολο ανοησιών που έκαναν.

Οι παλιάνθρωποι είναι πάντοτε κοινωνικοί και μάλιστα όταν ένας άνθρωπος έχει μέσα του μια στάλα ευγένεια, δεν βρίσκει μεγάλη ευχαρίστηση στη συντροφιά των άλλων.

Ο γιατρός βλέπει τον άνθρωπο σε όλη του την αδυναμία. Ο δικηγόρος σε όλη του την κακία. Και ο θεολόγος σε όλη του τη βλακεία.

Το ταλέντο πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να πετύχει. Η ιδιοφυΐα πετυχαίνει έναν στόχο που κανένας άλλος δεν μπορεί να δει.

Κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρή αντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη.

Οι θρησκείες είναι σαν τις πυγολαμπίδες. Για να λάμψουν πρέπει να υπάρχει σκοτάδι.

Tιμή είναι η εξωτερική συνείδηση. Συνείδηση είναι η εσωτερική τιμή.

Η έγνοια της μετριότητας είναι πώς θα σκοτώσει τον χρόνο. Ο σοφός προσπαθεί να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο.

Κάθε άνθρωπος θεωρεί τα όρια του δικού του οπτικού πεδίου σαν τα όρια του κόσμου.

Το γενικότερο δίδαγμα της ιστορίας είναι: τα ίδια, με διαφορετικό τρόπο. Όποιος έχει διαβάσει Ηρόδοτο έχει διαβάσει σχεδόν όλη την ιστορία.

Οι άνθρωποι χρειάζονται κάποια εξωτερική απασχόληση, επειδή είναι αδρανείς εσωτερικά.

Η ζωή είναι ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ πόνου και απελπισίας.

Δύο είναι οι εχθροί της ανθρώπινης ευτυχίας: πόνος και ανία.

Η μεγαλοφυΐα στην καθημερινή ζωή είναι τόσο χρήσιμη όσο ένα αστρονομικό τηλεσκόπιο στο θέατρο.

Όσο πιο περιορισμένος είναι ο ορίζοντας και ο κύκλος της δραστηριότητας και των επαφών μας, τόσο πιο ευτυχισμένοι είμαστε. Γιατί με το άνοιγμα του ορίζοντα πολλαπλασιάζονται και μεγεθύνονται οι έγνοιες, οι επιθυμίες, ο τρόμος.

Οι δημοσιογράφοι είναι σαν τα σκυλιά. Οποτεδήποτε κάτι κινείται, αρχίζουν να γαβγίζουν.
Το μίσος πηγάζει από την καρδιά, η περιφρόνηση, από το κεφάλι.

Το πρωινό είναι η νεότητα της ημέρας. Είναι χαρούμενο, φρέσκο και εύκολο. Μην το χαραμίζετε ξυπνώντας αργά.

Η μη-ύπαρξη μετά τον θάνατο δεν μπορεί να είναι διαφορετική από αυτήν πριν τη γέννηση.

Η ζωή είναι ένα τεράστιο θέατρο, όπου παίζεται η ίδια τραγωδία με διαφορετικούς τίτλους.

Η υψηλή νοημοσύνη τείνει να κάνει έναν άνθρωπο αντικοινωνικό.

Η ζωή είναι άθλιο πράγμα. Αποφάσισα να περάσω τη ζωή μου σκεπτόμενος αυτό ακριβώς.

Για να μπορέσει κανείς να πορευτεί στη ζωή, καλό είναι να εφοδιαστεί με μεγάλα αποθέματα προνοητικότητας και επιείκειας. Με τα πρώτα θα φυλαχτεί από ζημιές και απώλειες και με τα δεύτερα από τσακωμούς και προστριβές.

Είτε πρόκειται για μουσική είτε για φιλοσοφία είτε για ζωγραφική ή ποίηση, το έργο μιας μεγαλοφυΐας δεν είναι κάτι προς χρήση. Ο χαρακτηρισμός του ανώφελου σημαδεύει τα έργα της μεγαλοφυΐας.

Το βασικό ελάττωμα του γυναικείου χαρακτήρα είναι ότι δεν έχει αίσθημα δικαιοσύνης.

Δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, υπάρχουν όμως αγκάθια χωρίς τριαντάφυλλα.

Στη σημερινή μονογαμική μας κοινωνία, γάμος σημαίνει να μειώνεις στο μισό τα δικαιώματά σου και να διπλασιάζεις τις υποχρεώσεις σου.

Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, μόνο κάποιες εικόνες της ζωής είναι όμορφες.

Η φήμη είναι κάτι που πρέπει να κερδηθεί. Η τιμή είναι κάτι που απλά δεν πρέπει να χαθεί.

Με τα γνωμικά επιδεικνύει κανείς την παιδεία του θυσιάζοντας την πρωτοτυπία του.

Ο άνθρωπος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, αλλά δεν μπορεί να θέλει ό,τι θέλει.

Η ισχυρογνωμοσύνη είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας της θέλησης να υποκαταστήσει δια της βίας τη νοημοσύνη.

Οι γιατροί έχουν δύο διαφορετικούς γραφικούς χαρακτήρες: έναν τρομερά δυσανάγνωστο για τις συνταγές και έναν καθαρό και ευανάγνωστο για τους λογαριασμούς τους.

Η ζωή είναι μια επιχείρηση που δεν καλύπτει τα έξοδά της.

Οι ανώτεροι άνθρωποι είναι όπως οι αετοί που χτίζουν τις φωλιές τους ψηλά, σε απρόσιτα σημεία.

Arthur Schopenhauer, 1788-1860

Γερμανός φιλόσοφος

Χαρακτηριστικά στοιχεία της σκέψης του υπήρξαν ο κυνισμός, η αθεΐα και ο πεσιμισμός.

Στο σημαντικότερο έργο του, Ο Κόσμος ως Βούληση και ως Παράσταση, αποδίδει στη Βούληση το ρόλο του βασικού κινήτρου των ανθρώπων. Πίστευε ότι οι συναισθηματικές, σωματικές και σεξουαλικές επιθυμίες δεν μπορούν ποτέ να εκπληρωθούν και γι’ αυτό υποστήριζε ένα τρόπο ζωής που απέρριπτε τις ανθρώπινες επιθυμίες.

Οι απόψεις του για το κίνητρο και την επιθυμία, και ο αφοριστικός τρόπος γραφής του επηρέασαν πολλούς σημαντικούς ανθρώπους του πνεύματος όπως ο Νίτσε, ο Βάγκνερ, ο Βιτγκενστάιν, ο Αϊνστάιν, ο Φρόυντ, ο Χορέ Λούις Μπόρχες και άλλοι.

ΣΕΝΕΚΑΣ: Τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή;

Όταν οι άνθρωποι περιφρουρούν την περιουσία τους, είναι συνήθως σφιχτοχέρηδες` όταν όμως πρόκειται να χάσουν την ώρα τους, όταν δηλαδή βρίσκονται μπροστά στη μόνη περίπτωση που η φιλαργυρία θα ήταν έντιμο πράγμα, τότε γίνονται εξαιρετικά σπάταλοι. Θα ήθελα λοιπόν να σταματήσω κάποιον από τους γεροντότερους και να τον ρωτήσω: «Βλέπω ότι έχεις φτάσει σε βαθιά γεράματα: πλησιάζεις το εκατοστό έτος της ηλικίας σου, ίσως και περισσότερο` έλα τώρα να ξαναθυμηθείς τη ζωή σου και κάνε μου έναν απολογισμό. Σκέψου πόσο από το χρόνο σου έχεις αφιερώσει στο δανειστή σου, πόσο στη φιλενάδα σου, πόσο στον πατρόνα σου, πόσο σπατάλησες για να λογομαχείς με τη γυναίκα σου, πόσο για να επιβάλεις τιμωρίες στους δούλους σου και πόσο για να τρέχεις πάνω κάτω στην πόλη εκτελώντας τις κοινωνικές σου υποχρεώσεις.

Πρόσθεσε σ’ αυτά και τις αρρώστιες που εμείς οι ίδιοι προκαλούμε με τις πράξεις μας, και υπολόγισε επίσης και το χρόνο που έχει περάσει ανεκμετάλλευτος` τότε θα δεις ότι έχεις λιγότερα χρόνια από αυτά που υπολόγιζες ‘ότι είχες. Κάτσε και ξανασκέψου, όποτε είχες βάλει ένα συγκεκριμένο σχέδιο στη ζωή σου, πόσο λίγες ήταν οι μέρες που πέρασες όπως τις είχες σχεδιάσει, πόσες φορές ήσουν πράγματι διαθέσιμος για τον εαυτό σου, πότε το πρόσωπό σου είχε τη φυσική του έκφραση, πότε το μυαλό σου ήταν ατάραχο, τι έργο έχεις τέλος πάντων ολοκληρώσει σε μια τόσο μακρά ζωή, πόσοι ήταν εκείνοι που σου απέσπασαν ένα τμήμα από τη ζωή σου όταν εσύ δεν ήξερες ακόμα τι έχανες, πόσο μέρος της ζωής σου ξόδεψες σε άσκοπη λύπη, σε ανόητη χαρά, σε άπληστη επιθυμία, σε συμβατικές συζητήσεις και, τελικά, πόσο μέρος από εσένα τον ίδιο σου έχει απομείνει` και τότε θα καταλάβεις ότι πεθαίνεις πολύ πριν από το χρόνο που η φύση έχει προορίσει για σένα».

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

Ο ρυθμός της ζωής μας αποτελεί σοβαρή παράμετρο της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς μας

Οι κάτοικοι της γης συγκροτούνται όχι μόνο κατά φυλή, έθνος, θρησκεία ή ιδεολογία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και σύμφωνα με τη θέση τους στο χρόνο. Εξετάζοντας τους σημερινούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανακαλύπτουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό που ακόμα ζει κυνηγώντας και λεηλατώντας για τροφή, όπως έκαναν οι άνθρωποι πριν από χιλιετηρίδες. Οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότητα του ανθρώπινου είδους, δεν εξαρτώνται από το κυνήγι της αρκούδας ή από τη συλλογή καρπών, αλλά από τη γεωργία. Ζουν, από πολλές απόψεις, όπως οι πρόγονοί τους, πριν από αιώνες. Αυτές οι δύο ομάδες μαζί αποτελούν ίσως το 70% όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος.

Αντίθετα, ένα ποσοστό κάπως μεγαλύτερο από το 25% του πληθυσμού της γης, βρίσκεται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Η ζωή τους είναι σύγχρονη· Αποτελούν προϊόντα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα, βγαλμένοι από ομοιόμορφα καλούπια της μηχανοποίησης και της μαζικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγωγημένοι με τις επίμονες αναμνήσεις του αγροτικού παρελθόντος της χώρας τους. Αυτοί ουσιαστικά, είναι οι άνθρωποι του παρόντος.

Ωστόσο, το υπόλοιπο 2% ή 3% του πληθυσμού της γης, δεν μπορεί πια να ενταχθεί ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν. Διότι μέσα στις κύριες εστίες της τεχνολογικής και πολιτισμικής αλλαγής, στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια και στο Καίμπριτζ, στη Μασσαχουσέτη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο, υπάρχουν εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη ζουν με τον τρόπο ζωής του μέλλοντος. Οι πρωτοπόροι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν σήμερα όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι θα ζήσουν αύριο. Και ενώ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, σχηματίζουν ήδη μια διεθνή κοινότητα του μέλλοντος ανάμεσά μας. Είναι οι προελαύνοντες αντιπρόσωποι των ανθρώπων, οι πρώτοι πολίτες στις ωδίνες της γέννησης της παγκόσμιας υπερ-βιομηχανικής κοινωνίας.

Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν απ’ το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος; Σίγουρα είναι πλουσιότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο δραστήριοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκτός αυτού, ζουν και περισσότερο. Αλλά αυτό που ιδιαίτερα προσδιορίζει τον άνθρωπο του μέλλοντος είναι ο ήδη σαφής προσανατολισμός του σε έναν νέο, γρήγορο ρυθμό ζωής. «Ζει πιο γρήγορα» από τους άλλους γύρω του.

Μερικούς ανθρώπους τους συναρπάζει αυτός ο έντονος ρυθμός ζωής —στην προσπάθειά τους να τον προκαλέσουν ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία, άγχος και ένταση όταν ο ρυθμός επιβραδύνεται. Διεκδικούν εναγωνίως να είναι παρόντες εκεί όπου «βρίσκεται η δράση». (Είναι αλήθεια ότι κάποιοι αδιαφορούν πλήρως για το αντικείμενο της δράσης, αρκεί να γίνεται με την αρμόζουσα μεγάλη ταχύτητα). Ο Τζέημς Α. Ουίλσον θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η γοητεία του γρήγορου ρυθμού ζωής συνιστά μια απ’ τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις της ευρέως γνωστής μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων επιστημόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αφού μελέτησε τις περιπτώσεις 517 Βρετανών επιστημόνων και τεχνικών, ο Ουίλσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που τους δελέασαν, δεν ήταν μόνο οι υψηλότεροι μισθοί ή οι καλύτερες συνθήκες έρευνας, αλλά και ο ταχύτερος ρυθμός ζωής. Οι μετανάστες, γράφει, «δεν αποθαρρύνονται καθόλου από τον ταχύτερο ρυθμό της Β. Αμερικής. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δείχνουν να προτιμούν αυτόν το ρυθμό ζωής». Ακόμη, ένας λευκός βετεράνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στον Μισσισιπή, αναφέρει: «Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι σε μια έντονη αστική ζωή… δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ στον Αγροτικό Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγούν συνεχώς χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και σκοπό. Τα ταξίδια είναι το βάλσαμο του Κινήματος». Αν και επιφανειακά άσκοπη, αυτή η περιπλάνηση αποτελεί έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Όταν αντιληφθούμε τη δυνατή έλξη που μπορεί να ασκήσει στο άτομο ένας ορισμένος ρυθμός ζωής, τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πολλά που, διαφορετικά, συνιστούν μια ανεξήγητη ή «άσκοπη» συμπεριφορά.

Αλλά αν κάποιοι άνθρωποι ευημερούν με τον νέο ταχύ ρυθμό , κάποιοι άλλοι τον αποστρέφονται έντονα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον σταματήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεσή για να συμβαδίσει κανείς με την ανατέλλουσα υπερ-βιομηχανική κοινωνία, είναι να συμβαδίζει με έναν κόσμο που κινείται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Αυτοί όμως προτιμούν να αποσυρθούν, να πορευτούν σύμφωνα με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μιούζικαλ με τίτλο Σταματήστε τον κόσμο – Θέλω να κατέβω, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

Ο εφησυχασμός και η αναζήτηση νέων τρόπων «απόσυρσης» ή «απόδρασης» που χαρακτηρίζει κάποιους, αν όχι όλους τους χίπις, μπορεί να οφείλεται λιγότερο στην κραυγαλέα αποστροφή τους για τις αξίες ενός τεχνολογικού πολιτισμού και πιο πολύ σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδράσουν από ένα ρυθμό ζωής που πολλοί βρίσκουν αβάσταχτο. Προφανώς δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περιγράφουν την κοινωνία σαν ένα διαρκή «αθέμιτο ανταγωνισμό» — με έναν όρο δηλαδή που παραπέμπει πολύ συγκεκριμένα στον ταχύ βηματισμό της κοινωνίας.

Μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ακόμα πιο πιθανόν να αντιδράσουν έντονα ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της αλλαγής. Υπάρχει μια στέρεη μαθηματική βάση για το γεγονός ότι συχνά η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με τον συντηρητισμό: για τους ηλικιωμένους ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα.

Όταν ένας πενηντάχρονος πατέρας λέει στον δεκαπεντάχρονο γιο του ότι θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να αποκτήσει δικό του αυτοκίνητο, αυτό το μεσοδιάστημα των 730 ημερών αντιπροσωπεύει χρονικά μόνο ένα 4% της περιόδου ζωής του πατέρα και περισσότερο από 13% της ζωής του παιδιού. Δεν είναι καθόλου παράξενο που στο παιδί η καθυστέρηση φαίνεται τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ ’ ό,τι στον πατέρα. Για τον ίδιο λόγο, δύο ώρες στη ζωή ενός τετράχρονου παιδιού αποτελεί το ακριβές αντίστοιχο των δώδεκα ωρών στη ζωή της εικοσιτετράχρονης μητέρας του. Όταν ζητάμε από το παιδί να περιμένει ένα κομμάτι γλυκό, είναι σαν να ζητάμε από τη μητέρα να περιμένει δεκατέσσερις ώρες για έναν καφέ.

Μπορεί, επίσης να υπάρχει και μία βιολογική βάση για αυτές τις διαφορές στην υποκειμενική αντίδραση στο χρόνο. Ο ψυχολόγος Τζον Κοέν, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, γράφει ότι με το πέρασμα της ηλικίας, τα ημερολογιακά χρόνια προοδευτικά φαίνονται να συρρικνώνονται. Εκ των υστέρων, κάθε χρόνο φαίνεται συντομότερος από αυτόν που μόλις συμπληρώθηκε, πιθανόν σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας επιβράδυνσης των «μεταβολικών Εργασιών». Στους ηλικιωμένος, σε σχέση με επιβράδυνση των δικών τους βιολογικών ρυθμών, ο κόσμος φαίνεται να κινείται ταχύτερα, ακόμα κι αν αυτό στην πραγματικότητα δε συμβαίνει.

‘Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι οποιαδήποτε επιτάχυνση της αλλαγής, που έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση περισσότερων καταστάσεων μέσα στο εμπειρικό κανάλι σ' ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, στη συνείδηση του ηλικιωμένου υπερβάλλεται. Καθώς ο ρυθμός της αλλαγής στην κοινωνία αυξάνεται, ολοένα και πιο πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αισθάνονται τη διαφορά πολύ έντονα. Γίνονται κι αυτοί απόβλητοι της κοινωνίας, αποσυρόμενοι σ’ ένα περιχαρακωμένο περιβάλλον, μειώνοντας στο ελάχιστο την επικοινωνία με τον ταχέως κινούμενο εξωτερικό κόσμο και, τελικά, υπολειτουργούν μέχρι το θάνατό τους. Μπορεί ποτέ να μην μπορέσουμε να λύσουμε τα ψυχολογικά προβλήματα των ηλικιωμένων, αν δεν ανακαλύψουμε τους τρόπους — μέσω της βιοχημείας ή της επιμόρφωσης— που θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε την αντίληψή τους για το χρόνο, ή να τους προσφέρουμε καλά στεγανοποιημένους χώρους, μέσα στους οποίους ο ρυθμός της ζωής θα ελέγχεται, ή ακόμη και θα διευθετείται σύμφωνα με ένα ημερολόγιο «κινητής κλίμακας», το οποίο θα αντανακλά τη δική τους υποκειμενική αίσθηση του χρόνου.

Πολλές συγκρούσεις που, διαφορετικά, θα ήταν ακατανόητες ανάμεσα στις γενιές, στους γονείς και τα παιδιά, στους συζύγους— μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς.

Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του χαρακτηριστικό βηματισμό. Ο F. Μ. Esfantaiary, ο Ιρανός συγγραφέας, αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο συστημάτων διαφορετικών ρυθμών, όταν Γερμανοί μηχανικοί πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβαν την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου στη χώρα του. Οι Ιρανοί και, γενικότερα, οι προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζονται από μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στο χρόνο έναντι των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων. Όταν τα συνεργεία των Ιρανών καθυστερούσαν συστηματικά κατά δέκα λεπτά για να φτάσουν στο χώρο εργασίας, οι Γερμανοί, απόλυτα συνεπείς οι ίδιοι και, πάντα βιαστικοί, προέβαιναν σε μαζικές απολύσεις, οι Ιρανοί μηχανικοί δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν ότι, με τα δεδομένα της Μ. Ανατολής, οι εργάτες ήταν ηρωικά συνεπείς και ότι αν οι απολύσεις συνεχίζονταν πολύ σύντομα δε θα έμενε κάνεις για να εργαστεί, παρά μόνο γυναίκες και παιδιά.

Αυτή η απάθεια απέναντι στο χρόνο εξοργίζει τους ανθρώπους που κινούνται με γρήγορους και προγραμματισμένους ρυθμούς. Έτσι οι Ιταλοί από τις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, το Μιλάνο ή το Τορίνο, περιφρονούν τους σχετικά βραδύρρυθμους Σικελούς, των οποίων η ζωή ακόμα χαρακτηρίζεται από τους βραδύτερους αγροτικούς ρυθμούς. Οι Σουηδοί της Στοκχόλμης ή του Γκαίτεμπουργκ αισθάνονται την ίδια περιφρόνηση για τους κατοίκους του Λαπλάντ. Οι Αμερικανοί λοιδορούν τους Μεξικανούς, για τους οποίους το manana σημαίνει, στην πραγματικότητα, αρκετά σύντομα. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους αργοκίνητους, και οι μεσοαστοί Μαύροι κατακρίνουν τους ομοφύλους τους της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην οργάνωση «Η εποχή των Μαύρων». Αντίθετα, σε σύγκριση με όλους σχεδόν τους άλλους, οι λευκοί Αμερικανοί και Καναδοί θεωρούνται δραστήριοι και πολυμήχανοι.

Οι λαοί μερικές φορές αντιστέκονται σθεναρά σε μια αλλαγή του ρυθμού. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την παθολογική αντίδρασή ενάντια στη λεγάμενη «Αμερικανοποίηση» της Ευρώπης. Η νέα τεχνολογία στην οποία βασίζεται η θεωρία του υπερ-βιομηχανισμού και, σε μεγάλο βαθμό, προγραμματίζεται στα Αμερικάνικα ερευνητικά εργαστήρια, συνεπάγεται μια αναπόφευκτη επίσπευση της κοινωνικής αλλαγής και μια συνακόλουθη επιτάχυνση του ρυθμού της ιδιωτικής ζωής. Οι αντι-Αμερικανοί ρήτορες, αν και επιλέγουν για στόχο τους τους κομπιούτερ και την Κόκα-Κόλα, η πραγματική τους αντίρρηση μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στην εισβολή στην Ευρώπη μιας ξένης αντίληψης για τον χρόνο. Η Αμερική, ως η αιχμή του δόρατος του υπερ-βιομηχανισμού, αντιπροσωπεύει έναν νέο, ταχύτερο και άκρως ανεπιθύμητο ρυθμό.

Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η έντονη αποδοκιμασία ‘μα την πρόσφατη εμφάνιση των αμερικανικού τύπου καταστημάτων αναψυκτικών, καλλυντικών και φαρμάκων στο Παρίσι. Για πολλούς Γάλλους, η ύπαρξή τους συνιστά κραυγαλέα μαρτυρία ενός δυσοίωνου «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια τόσο εμπαθή αντίδραση σε ένα, απόλυτα αθώο, πρατήριο αναψυκτικών, όπου ο δικασμένος Γάλλος πίνει γρήγορα ένα μιλκ-σέικ, αντί να χασομερά για δύο ώρες με κάποιο απεριτίφ σε ένα υπαίθριο μπιστρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η νέα τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί, περίπου 30.000 μπιστρό έκλεισαν, θύματα, σύμφωνα με το Time ενός «βραχυπρόθεσμου πολιτισμού». (Πράγματι, μπορεί οι λόγοι της ευρέως διαδεδομένης Ευρωπαϊκής αντιπάθειας για το Time να μην είναι εξ ολοκλήρου πολιτικοί, αλλά, ασυνείδητα, να απορρέει από τους συνειρμούς που δημιουργεί ο τίτλος του. To TIME με την ακριβολογία του και το, χωρίς ανάσα, στιλ, του, εξάγει κάτι πολύ περισσότερο από τον Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής. Ενσαρκώνει και εξάγει τον Αμερικάνικο Ρυθμό Ζωής).

Η προσδοκία της διάρκειας

Για να κατανοήσουμε γιατί η επιτάχυνση του ρυθμού ζωής μπορεί να αποδείχνει ενοχλητική και αποδιοργανωτική, είναι πολύ σημαντικό να να συλλάβουμε την έννοια της «προσδοκίας της διάρκειας».

Η αντίληψη του ανθρώπου για το χρόνο συνδέεται στενά με τους εσωτερικούς του ρυθμούς. Αλλά η αντίδρασή του στο χρόνο βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτισμική του τοποθέτηση. Ένα μέρος αυτής της αντιστοιχίας συνίσταται στη δημιουργία μιας σειράς προσδοκιών στο παιδί, σε σχέση με τη διάρκεια των γεγονότων, των λειτουργιών ή των σχέσεων. Πράγματι, ένα απ’ τα πιο σημαντικά είδη γνώσεων που μεταδίδουμε στο παιδί, είναι η γνώση της διάρκειας των πραγμάτων. Αυτή η γνώση μεταβιβάζεται με αδιόρατους, άτυπους και συχνά μηχανικούς τρόπους. Παρ’ όλ’ αυτά, χωρίς ένα πλούσιο σύνολο κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών της διάρκειας, κανένα άτομο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά.

Από τη βρεφική ηλικία το παιδί μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν ο μπαμπάς φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, αυτό σημαίνει ότι δε θα επιστρέφει πριν περάσουν πολλές ώρες. (Εάν επιστρέφει, κάτι δεν πάει καλά, το πρόγραμμα χάλασε. Το παιδί το διαισθάνεται. Ακόμη και ο σκύλος της οικογένειας —έχοντας κι αυτός αποκτήσει μια σειρά προσδοκιών της διάρκειας— έχει επίγνωση της αλλαγής της ρουτίνας). Το παιδί, πολύ σύντομα, μαθαίνει ότι η ώρα του φαγητού δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού, ούτε πέντε ωρών, αλλά ότι συνήθως διαρκεί από δεκαπέντε λεπτά έως μία ώρα. Μαθαίνει ότι ένα φιλμ διαρκεί δύο έως τέσσερις ώρες, αλλά μια επίσκεψη στον παιδίατρο σπάνια ξεπερνά τη μία ώρα. Μαθαίνει ότι η σχολική μέρα συνήθως διαρκεί έξι ώρες και η σχέση του με έναν καθηγητή, ένα σχολικό έτος, αλλά ότι η σχέση του με τον παππού και τη γιαγιά του προορίζεται να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Πραγματικά, κάποιες σχέσεις προορίζονται να διαρκέσουν μια ολόκληρη ζωή. Η συμπεριφορά των ενηλίκων, ουσιαστικά όλες οι πράξεις μας, από το να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα μέχρι το να κάνουμε έρωτα, υπόκεινται σε συγκεκριμένες, ειπωμένες ή μη, προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια.

Αυτές ακριβώς οι προσδοκίες της διάρκειας, διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, αλλά από νωρίς διαμορφωμένες και βαθιά ριζωμένες, είναι που κλονίζονται όταν αλλάζει ο ρυθμός της ζωής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ ’ εκείνους που υποφέρουν από τον εντεινόμενο ρυθμό ζωής και σ’ εκείνους που είναι σε θέση να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά. Αν ένα άτομο δεν προσαρμόσει τις προσδοκίες του για τη διάρκεια, έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη συνεχή επιτάχυνση, είναι πιθανόν να φανταστεί ότι δύο καταστάσεις που, κατά τα άλλα, μοιάζουν μεταξύ τους, ταυτίζονται και ως προς τη διάρκεια. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ορισμένες τουλάχιστον καταστάσεις θα συμπτυχθούν χρονικά, σαν αποτέλεσμα της επιταχυντικής ώθησης.

Το άτομο, το οποίο έχει αφομοιώσει την αρχή της επιτάχυνσης -που αισθάνεται, φυσικά και διανοητικά, ότι τα πράγματα στον κόσμο γύρω του κινούνται ταχύτερα— δημιουργεί ένα αυτόματο, ασυνείδητο αντιστάθμισμα της χρονικής σύμπτυξης. Προβλέποντας ότι οι καταστάσεις θα διαρκέσουν λιγότερο, σπάνια παρουσιάζεται απροετοίμαστο ή συγκλονισμένο, σε αντίθεση με το άτομο, που δεν προβλέπει σταθερά τη συνεχή συρρίκνωση της διάρκειας των καταστάσεων, αλλά οι προσδοκίες του για τη διάρκεια είναι στατικές.

Εν ολίγοις, ο ρυθμός της ζωής πρέπει να θεωρείται σαν κάτι περισσότερο από μία τετριμμένη φράση, μια αιτία αστεϊσμών, παραπόνων ή εθνικών καταστολών. Αποτελεί μία ψυχολογική μεταβλητή κρίσιμης σημασίας. Σε προηγούμενες εποχές, όταν οι ρυθμοί της κοινωνικής αλλαγής ήταν αργοί, οι άνθρωποι παρέμεναν ανυποψίαστοι σε σχέση μ ’ αυτή τη μεταβλητή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ζωής ενός ανθρώπου, ο ρυθμός είναι δυνατόν, σε κάποιο βαθμό, να ποικίλλει, αλλά η επιταχυντική ώθηση τον μεταβάλλει ριζικά. Διότι, ακριβώς μέσα από την επιτάχυνση του ρυθμού ζωής, η αυξημένη ταχύτητα μιας ευρείας επιστημονικής, τεχνολογικής αλλαγής, μετατρέπεται σε δύναμη δύναμη πίεσης στη ζωή του ατόμου. Ένα μεγάλα μέρος της της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλείται από την έλξη ή τον ανταγωνισμό απέναντι στον ρυθμό ζωής, που επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία ή από την κοινωνική στην οποία είναι ενταγμένο. Η αποτυχία του να αφομοιώσει αυτή τη γενική αρχή, οφείλεται στην επικίνδυνη ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της ψυχολογίας να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική συμμετοχή τους σε μια υπερ-βιομηχανική κοινωνία.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας;

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: η νοσηρή ανάγκη να συγκρινόμαστε με τους άλλους. Μπορεί κανείς να κλαίει ειλικρινά μπροστά στη δυστυχία του άλλου, και ταυτόχρονα να ζηλεύει κάποιον που τα καταφέρνει καλύτερα από τον ίδιο. Σε ένα εργαστηριακό πείραμα όπου ρωτήθηκαν για τις προτιμήσεις τους, οι φοιτητές ενός αμερικανικού πανεπιστημίου απάντησαν ότι θα προτιμούσαν να κερδίσουν 50.000 δολάρια, αν οι συνάδελφοί τους κέρδιζαν 25.000 δολάρια, από το να κερδίσουν 100.000 δολάρια αν οι άλλοι κέρδιζαν 200.000. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος παρατηρούνται και στην πραγματική ζωή. Η ευτυχία εξαρτάται από τις συγκρίσεις που κάνει καθένας μας με μια ομάδα αναφοράς, φίλους ή συναδέλφους. Στις αμερικανικές οικογένειες έγινε μια εκπληκτική διαπίστωση: μια γυναίκα έχει περισσότερες πιθανότητες να εργαστεί αν ο σύζυγος της αδελφής της κερδίζει περισσότερα από τον δικό της σύζυγο. Έχει ανάγκη να αντισταθμίσει την υστέρηση που αισθάνεται απέναντι στην ίδια της την αδελφή…

Το ευτύχημα είναι ότι ο ανθρώπινος ανταγωνισμός δεν εκδηλώνεται σε όλα τα επίπεδα. Εξαφανίζεται, για παράδειγμα, στο ζήτημα του ελεύθερου χρόνου. Στους ίδιους αμερικανούς φοιτητές τέθηκαν δύο επιλογές: 1) έχετε δύο εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας μόνο μία, ή 2) έχετε τέσσερις εβδομάδες διακοπών, και οι συνάδελφοί σας οκτώ. Όλοι επέλεξαν το δεύτερο, τις τέσσερις εβδομάδες. Δεν παρατηρείται εδώ μιμητική συμπεριφορά. Ο ανταγωνισμός αφορά μόνο τις ορατές πλευρές της κοινωνικής επιτυχίας. Δεν τροφοδοτείται από τη σιωπηρή ευτυχία των άλλων, όπως το να έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο.

Ο οικονομολόγος Bruno Frey έχει προτείνει μια πολύ χρήσιμη διαφοροποίηση για την κατανόηση των μηχανισμών που λειτουργούν όταν συγκρινόμαστε με τους άλλους. Υπάρχουν τα «εξωγενή αγαθά» και τα «εγγενή αγαθά». Τα πρώτα περιλαμβάνουν το κύρος, τον πλούτο: είναι τα εξωτερικά γνωρίσματα της κοινωνικής επιτυχίας, η κοινωνική κληρονομιά που συσσωρεύει κανείς σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία σηματοδοτεί τη θέση του στην κοινωνία. Τα εγγενή αγαθά παραπέμπουν στη σχέση με τους άλλους (relatedness), την αγάπη, το αίσθημα ότι έχει κανείς έναν σκοπό στη ζωή… Πρόκειται για τις «ρευστές» εμπειρίες, που γλιστρούν μαζί με τον χρόνο που περνά. Τα εξωγενή αγαθά οξύνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ενώ τα εγγενή αγαθά αυξάνουν, σιωπηρά, την ευημερία.

Αν δεν είναι κανείς άγιος ή μέλος της υψηλής κοινωνίας, χρειάζεται σίγουρα και τα δύο για να είναι ευτυχισμένος… (Ο Σοπενάουερ έλεγε: αν δεν είναι κανείς «στωικός ή μακιαβελικός»…).
Το πρόβλημα είναι ότι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε τα ίδια μας τα συναισθήματα, υποτιμώντας συστηματικά τα πλεονεκτήματα των εγγενών αγαθών. Πολλοί είναι εκείνοι που ονειρεύονται ένα όμορφο σπίτι και επιλέγουν να απομακρυνθούν από το κέντρο της πόλης για να βρουν μια καλύτερη σχέση ποιότητας-τιμής. Αγνοούν όμως το ψυχολογικό κόστος της καθημερινής μετακίνησης, καταλήγοντας συχνά, χωρίς να θέλουν να το παραδεχτούν, να μετανιώσουν για την επιλογή τους.

Γιατί είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούμε τι είναι καλό για μας; Με το ζήτημα έχει ασχοληθεί ο Daniel Kahneman, που έχει σπουδάσει ψυχολογία και έχει βραβευθεί με το Νόμπελ Οικονομίας. Αποδεικνύει, λοιπόν, ότι τείνουμε να συγκρατούμε μόνο δύο στιγμές: την πιο έντονη και την τελευταία. Από τις διακοπές , συγκρατούμε μόνο τον αποχαιρετισμό στην αποβάθρα και την πιο συναρπαστική ημέρα. Όλα τα άλλα εξατμίζονται μέσα στην άλω της ζωής που περνά. Αυτό το μοντέλο peak-end («αποκορύφωμα-τέλος») καταδικάζει στη λήθη τις ενδιάμεσες στιγμές. Με αυτό τον τρόπο, προβάλλοντας τον εαυτό μας στο μέλλον, τείνουμε επίσης να αγνοούμε τη «διάρκεια» της ζωής. Προβάλλουμε τον εαυτό μας στις εμπειρίες με «ισχυρή κορύφωση», υποβαθμίζοντας τις άλλες, τις εμπειρίες με «ισχυρή ροή». Η μνήμη δυσκολεύεται να συγκρατήσει τις σιωπηρές συγκινήσεις της καθημερινότητας. Η ιδιοφυΐα του Προυστ στο έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο έγκειται στο ότι δείχνει τη μάχη που πρέπει να δίνει κανείς με τον εαυτό του για να ξεπερνά τη φυσική προδιάθεση να συγκρατεί μόνο τις σημαντικές στιγμές… Ο «χαμένος χρόνος» έχει τη διπλή έννοια του χρόνου που έχει περάσει και νομίζουμε ότι τον έχουμε ξεχάσει, και του χρόνου που νομίζουμε ότι τον έχουμε χάσει με ασήμαντα πράγματα, τα οποία εντούτοις αποτελούν την ουσία…

NIETZSCE: Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα με δυσπιστία

Οι χυδαίοι άνθρωποι βλέπουν τα ευγενικά και γενναιόφρονα αισθήματα σαν κάτι να τους λείπει, να τους λείπει η ορθότητα, άρα -να τους λείπει-, η αληθοφάνεια.

Όταν μιλούν γι’ αυτό, κλείνουν πονηρά το μάτι, σαν να λένε: «Κάποιο συμφέρον υπάρχει κρυμμένο πίσω απ’ αυτό· δεν μπορεί να δει κανείς τι υπάρχει μέσα σε όλα τα πράγματα», και υποψιάζονται πως το ευγενικό πλάσμα γυρεύει να κερδίσει κάτι μ’ έναν ελιγμό.

Όταν όμως πεισθούν, με αναμφισβήτητο τρόπο, πως ο άνθρωπος αυτός δεν έχει καμιά εγωιστική πρόθεση, και πως περιφρονεί το μικρό κέρδος, τότε βλέπουν τον άνθρωπο αυτόν σαν έναν τρελό· του δείχνουν περιφρόνηση όταν τον βλέπουν να χαίρεται και γελούν με τη λάμψη των ματιών του.

Και αναρωτιούνται: «Πώς μπορεί να είναι χαρούμενος όταν πάθει κάποια ζημιά; Πώς μπορεί να ζητά να ζημιωθεί; Σίγουρα, το πάθος της ευγένειας θα είναι μπερδεμένο με κάποια αρρώστια του λογικού!».

Τέτοιες ερωτήσεις κάνουν μέσα τους, έτσι σκέπτονται, όπως σκέπτεται κάποιος εμπρός στη χαρά που αισθάνεται ένας τρελός για την έμμονη ιδέα του.

Μια χυδαία φύση αναγνωρίζεται εύκολα αν προσέξει κανείς δύο βασικά πράγματα.

Πρώτον -μια χυδαία φύση- δεν λησμονά ποτέ ποιο είναι το συμφέρον της· δεύτερον, η μανία αυτή του σκοπού του κέρδους, είναι σ’ αυτή πιο ισχυρή, παρά το βίαιο ένστικτο. Μέλημά της και αξιοπρέπειά της είναι το να μην παρασύρεται από την άλογη παρόρμηση σε άκαιρες πράξεις. Η ανώτερη φύση είναι πιο παράλογη και αυτό γιατί ο ευγενής, ο γενναιόφρων άνθρωπος υπακούει στα ένστικτά του· στις πιο καλές στιγμές του, σταματάει το μυαλό του.

Ένα αρσενικό ζώο που προστατεύει τα μικρά του βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, ή που ακολουθεί το θηλυκό στον θάνατο, την εποχή του οργασμού, δεν λογαριάζει ούτε τον κίνδυνο, ούτε καν αυτόν τον ίδιο τον θάνατο, κι αυτό γιατί ακόμα κι η λογική του σταματά, η ευχαρίστηση που του προσφέρουν τα μικρά του ή το θηλυκό του και ο φόβος μην τύχει και τα αποχωρισθεί, το κυριεύουν ολοκληρωτικά, γίνεται πιο ζώο από ό,τι συνήθως είναι, όπως ακριβώς συμβαίνει στον ευγενικό, στον γενναιόφρονα άνθρωπο.

Μέσα του, ο ευγενικός άνθρωπος έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό αισθημάτων, είτε έλξεις είτε απωθήσεις είναι αυτές, που μιλάνε με τόση δύναμη, που μπροστά τους η διάνοια δεν μπορεί να κάνει τίποτ’ άλλο παρά να σωπάσει ή και να παραδοθεί και να γίνει υπηρέτης τους. Η καρδιά αλλάζει θέση, ανεβαίνει στον εγκέφαλο και τότε μιλάμε για «πάθος».

Βέβαια, συμβαίνει πολλές φορές να δημιουργείται ένα αντίστροφο φαινόμενο, μια αναστροφή του πάθους κατά κάποιον τρόπο, όπως π.χ. στον Φοντενέλ, που κάποιος του έλεγε μια φορά τοποθετώντας του το χέρι στην καρδιά: «Αυτό που υπάρχει εκεί μέσα, φίλτατέ μου, είναι και αυτό εγκέφαλος».

Στο ευγενικό ον, εκείνο που περιφρονεί ο όχλος, είναι ο παραλογισμός του πάθους του, η λανθασμένη λογική του, και προπαντός όταν αυτό το πάθος αφορά αντικείμενα που η αξία τους του είναι παντελώς χιμαιρική ή αυθαίρετη. Ο όχλος θυμώνει πολύ με όποιον υποκύπτει στο πάθος του στομαχιού του, αλλά καταλαβαίνει την έλξη αυτής της τυραννίας· εκείνο που δεν μπορεί να καταλάβει είναι, π.χ., το πως μπορεί κάποιος να παίζει την υγεία του και την ευτυχία του από πάθος για τη γνώση.

Το γούστο των ανωτέρων φύσεων στρέφεται σε πράγματα εξαιρετικά, σε πράγματα που αφήνουν αδιάφορους τους πιο πολλούς από τους άλλους ανθρώπους και που δεν φαίνονται καθόλου γοητευτικά. Η ανώτερη φύση μετρά τις αξίες σε προσωπική κλίμακα. Γενικά όμως, δεν πιστεύει πως αυτή η κλίμακα προσιδιάζει ιδιαίτερα στην καλαισθητική της ιδιοσυγκρασία. Συμβαίνει το αντίθετο μάλιστα· εκτιμά τις προσωπικές αξίες και μη, και πέφτει έτσι στην ακατανοησία και στο απραγματοποιήσιμο.

Μια ανώτερη φύση είναι πολύ σπάνιο να διατηρήσει αρκετή λογική ώστε να θεωρεί και να μεταχειρίζεται τον μέτριο άνθρωπο σαν τέτοιο· γενικά πιστεύει μυστικά πως το πάθος της είναι σαν το πάθος όλου του κόσμου και η πίστη αυτή αποτελεί τη φλόγα της και την ευφράδειά της.

Αν οι εξαιρετικοί άνθρωποι δεν νιώθουν τον εαυτόν τους, πώς θα μπορέσουν να καταλάβουν τον όχλο και να αναμετρήσουν δίκαια τον κανόνα;

Μιλάνε λοιπόν και αυτοί για τρέλα, για έλλειψη πνεύματος, ωφελιμιστικού φυσικά, και για τον «χιμαιρισμό» της ανθρωπότητας, και παραξενεύονται για το τρένο της ζωής αυτού του ανόητου κόσμου που δεν επιθυμεί να αναγνωρίσει το «μόνο αναγκαίο του πράγμα». Αυτή είναι η αδικία των ευγενικών φύσεων, η αιώνια αδικία.

Φρίντριχ Νίτσε, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Η δύναμη της αλληλεγγύης

Το όνομά του ήταν Φλέμινγκ, και ήταν ένας φτωχός Σκωτσέζος αγρότης. Μια μέρα, καθώς προσπαθούσε να βγάλει τον άρτο τον επιούσιο για την οικογένειά του, άκουσε μια κραυγή που καλούσε σε βοήθεια από ένα κοντινό τέλμα. Παράτησε τα εργαλεία του και έτρεξε στο τέλμα.

Εκεί, βυθισμένο μέχρι τη μέση του σε μαύρο βόρβορο, βρισκόταν ένα τρομοκρατημένο αγόρι, φωνάζοντας και παλεύοντας να απελευθερώσει τον εαυτό του. Ο Αγρότης Φλέμινγκ έσωσε το παλικάρι από αυτό που θα μπορούσε να είναι ένας αργός και τρομερός θάνατος.

Την επόμενη μέρα, μια κομψή άμαξα σταμάτησε στου Σκωτσέζου τη φτωχή αγροικία. Ένας κομψά ντυμένος ευγενής κατέβηκε κάτω και συστήθηκε ως ο πατέρας του παιδιού που ο Αγρότης Φλέμινγκ είχε σώσει.

«Θέλω να σε ανταμείψω», είπε ο ευγενής. Έσωσες της ζωή του υιού μου».

Όχι, δε μπορώ να δεχτώ αμοιβή για ότι έκανα, απήντησε ο Σκωτσέζος αγρότης αποκρούοντας τη προσφορά. Την ίδια ακριβώς στιγμή, ο ίδιος ο υιός του αγρότη βγήκε στη πόρτα της οικογενειακής καλύβας.

«Αυτός είναι ο υιός σου;», ρώτησε ο ευγενής.

«Ναι», απάντησε με υπερηφάνεια ο αγρότης.

«Θα σου κάνω μια συμφωνία. Άφησέ με να του παράσχω το επίπεδο μόρφωσης που ο ίδιος ο υιός μου θα απολαύσει. Αν το παλικάρι είναι έστω και λίγο σαν τον πατέρα του, τότε δίχως αμφιβολία θα μεγαλώσει ώστε να γίνει ένας άντρας για τον οποίο και οι δυο θα καμαρώνουμε». Και αυτό έκανε.

Ο υιός του Αγρότη Φλέμινγκ παρακολούθησε τα πλέον καλύτερα σχολεία και εν καιρώ, αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του Νοσοκομείου Αγίας Μαρίας στο Λονδίνο, και προχώρησε στο να γίνει γνωστός σε ολόκληρο τον κόσμο ως ο πασίγνωστος Σερ Αλεξάντερ Φλέμινγκ, αυτός που ανακάλυψε τη Πενικιλίνη.

Χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο υιός του ευγενούς που σώθηκε από τον βάλτο χτυπήθηκε από πνευμονία.

Τι του έσωσε τη ζωή αυτή τη φορά; Η Πενικιλίνη. Το όνομα του ευγενούς; Λόρδος Ράντολφ Τσώρτσιλ. Το όνομα του υιού του;

Σερ Γουίνστον Τσώρτσιλ.

Νίτσε: Το κράτος, το άτομο και η δημοκρατία

Στους Παράκαιρους στοχασμούς ο Νίτσε τοποθετήθηκε σαφώς σε μια μεγάλη γερμανική παράδοση, που συνδυάζει την ιδέα της πνευματικής ελευθερίας με την παραδοχή, εκ μέρους του σοφού ή του στοχαστή, της εν ισχύει πολιτικής τάξης. Η μείζων ιδέα ήταν τότε εκείνη της διάκρισης των τάξεων [dinstinction des ordres], για την οποία ο Λούθηρος είχε δώσει μια θρησκευτική έκφραση, πριν την ξαναπιάσει η νεοτερική γερμανική σκέψη μέσα στο λαϊκό πλαίσιο που προέκυψε από την εμπειρία της "πεφωτισμένης δεσποτείας"· από τη μια μεριά, το "πνεύμα" και η "κουλτούρα" οφείλουν να διατηρήσουν την αυτονομία τους έναντι του κράτους (εξ ου και η απόρριψη του εθνικισμού), αλλά, από την άλλη, τα ελεύθερα πνεύματα οφείλουν να δεχτούν πρόθυμα ότι το κράτος είναι κυρίαρχο, έστω και για να εγγυάται την ηρεμία τους προστατεύοντάς τους από τις αναταραχές της πολιτικής.

Από το Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο και μετά, ο Νίτσε δέχεται, αντίθετα, ότι το "ελεύθερο πνεύμα" οφείλει να έχει ένα μίνιμουμ "ενεργού" ενδιαφέροντος για την πολιτική, επειδή η ακαταμάχητη κίνηση της νεοτερικής δημοκρατίας έχει αλλάξει εκ βάθρων την κατάσταση του στοχαστή· έτσι κάνει την εμφάνισή του στη σκέψη του Νίτσε το πρόβλημα της "μεγάλης πολιτικής", χαράζοντας από την αρχή τα όριά της: ο τελικός σκοπός παραμένει πάντα η διαφύλαξη της ελεύθερης σκέψης, χωρίς να αποκλείεται η παραδοχή αυστηρών καταναγκασμών, όταν αυτοί είναι απαραίτητοι για τη διαμόρφωση μεγάλων ατόμων.

Η διάκριση δύο ανταγωνιστικών ρευμάτων εντός του Διαφωτισμού έχει λοιπόν άμεσα πολιτικό νόημα: επιτρέπει την ανάκτηση του "νεοτερικού" ιδεώδους της αυτονομίας διαχωρίζοντάς το ριζικά από την ιδέα μιας θεμελιώδους ισότητας μεταξύ των ανθρώπων. Ο "ατομικισμός" του Νίτσε θα είναι λοιπόν ανοιχτά αριστοκρατικός ή "ελιτίστικος" (θεμελιωμένος στην αντίθεση ανάμεσα στο μεγάλο άτομο και τη μάζα), πράγμα που προϋποθέτει ότι πρέπει να σκεφτούμε την αυτονομία του υποκειμένου με βάση το πολιτικό μοντέλο της διακυβέρνησης των ανθρώπων: εκείνος που κυβερνά τον εαυτό του πρέπει να είναι ικανός να κυβερνήσει τους άλλους και, αντιστρόφως, μόνον εκείνος που είναι ικανός για κυριαρχία είναι αληθινά άξιος να είναι ελεύθερος.

Στον Πρόλογο του του 1886 στον πρώτο τόμο του έργου Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο ο Νίτσε περιγράφει καταπληκτικά τη διανοητική διαδρομή που τον οδήγησε να καταλάβει ότι το "πρόβλημα της ιεραρχίας" είναι εκείνο των "ελεύθερων πνευμάτων" (ό. π. § 7)· καθώς το πνεύμα γίνεται κύριος του εαυτού του, κύριος των ίδιων των αρετών του, καταλαβαίνει ότι η απελευθέρωσή του είναι αδιαχώριστη από την εδραίωση μιας ιεραρχίας: "Η δύναμη και η ορθότητα και η έκταση της προοπτικής αυξάνονται μαζί όσο ανεβαίνει κανείς" (αυτόθι, § 6). Αν όμως η ιεραρχία είναι πρόβλημα, δεν είναι από μόνη της λύση \ ο πολιτισμός απαιτεί ασφαλώς μια ελίτ προικισμένη συγχρόνως με την "τέχνη να ξέρει να διοικεί" και με την "τέχνη να υπακούει περήφανα" (Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο I, § 440), αλλά η ίδια η υπόταξη υπονομεύεται από τη νεοτερικότητα (αυτόθι, § 441), η οποία ορίζεται από την καθολικοποίηση του κριτικού λογικού (αυτόθι, § 438).

Αυτό που χαρακτηρίζει την πολιτική κατάσταση του νεωτερικού κόσμου είναι λοιπόν μια συστατική αβεβαιότητα ή απροσδιοριστία. Αυτή μεταφράζεται πρώτα από την αντίστιξη ανάμεσα σε "δύο συλλήψεις της διακυβέρνησης", την οποία ο Νίτσε περιγράφει με όρους πολύ κοντινούς με την αντίθεση μεταξύ ρομαντισμού και Διαφωτισμού: η παλιά σύλληψη, που θεωρεί ότι οι πολιτικές μορφές παράγονται από τη σχέση μεταξύ των δυνάμεων (ο Μπίσμαρκ θέλει να πετύχει ένα συμβιβασμό ανάμεσα στην "κυβέρνηση" και τον "λαό") έχει υπέρ της την ιστορία· η καινούργια, που ανάγει τη διακυβέρνηση στη βαθμίδα του "οργάνου του λαού", είναι ένα "καθαρό δημιούργημα του μυαλού". Η παρακμή όμως της παράδοσης κατέστρεψε το "λαϊκό" θεμέλιο του "ιστορικού δικαίου" και αυτό θα πρέπει να μεταφραστεί στην εγκαθίδρυση ενός αυθαίρετου δικαίου, το οποίο η αναγκαιότητά του το καθιστά πιο ορθολογικό από όσο θα ήταν ένα δίκαιο που θα προέκυπτε από τον αναστοχασμό (αυτόθι, § 459, βλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 242). Η πρόοδος της δημοκρατίας, που εκφράζει τον εξορθολογισμό των κοινωνικών σχέσεων, ζητά λοιπόν ως φυσικό αντιστάθμισμα την εγκαθίδρυση μιας "μεγάλης πολιτικής", η οποία δεν μπορεί να μην ανακαλύψει ξανά την αναγκαιότητα του πολέμου, της βίας και της ανισότητας· η ίδια η "μεγάλη πολιτική" έχει όμως τα "μειονεκτήματά" της που οδηγούν σε μια αληθινή απορία: η πολιτική ισχύος τείνει να υποτάξει όλες τις παρούσες δυνάμεις μέσα στην κοινωνία, και συνεπώς μπορεί να γίνει μείζον εμπόδιο στην επιτέλεση των πιο ευγενών έργων του πνεύματος (αυτόθι, § 481).

Στα έργα της ωριμότητας του Νίτσε, η σπουδαιότητα των θέσεων αυτών, που ανακαλύφθηκαν κατά τη "θετικιστική" περίοδο των έργων Ανθρώπινο, υπερβολικά ανθρώπινο και Χαραυγή, είναι ακόμη πιο ορατή, διότι εκφράζονται με μια μορφή ολοένα πιο προκλητική και συνοδεύονται από σαρκασμούς εναντίον όλων των ρευμάτων της νεοτερικής δημοκρατίας· ο Νίτσε προτείνει ως ήρωες κατακτητές ή και τύραννους (τον Καίσαρα Βοργία, τον Ναπολέοντα) (Πέρα από το καλό και το κακό, § 197 και 199), πλέκει το εγκώμιο του "εξαίσιου ξανθού κτήνους" (Γενεαλογία της ηθικής, I, 11), εξυμνεί τη σκληρότητα ενάντια στον ανθρωπισμό του ποινικού δικαίου (αυτόθι, II- πρβλ. Πέρα από το καλό και το κακό, § 229), βλέπει στη χειραφέτηση των γυναικών ένα από τα πιο σίγουρα σημάδια του "ασχημίσματος της Ευρώπης" (αυτόθι, § 232-239).

Ωστόσο, μένει να μάθουμε ποια είναι η ακριβής εμβέλεια των θέσεων αυτών, σε ένα συγγραφέα στον οποίο ξέρουμε ότι δεν βρίσκουμε διαβεβαίωση που να μη συνοδεύεται και από το αντίθετό της (Κ. Jaspers, 1986, σ. 18). Σε μια επιστολή στον Πέτερ Γκαστ, ο Νίτσε λέει ο ίδιος ότι το Πέρα από το καλό και το κακό (1886), όπου οι πολεμικές του είναι πανταχού παρούσες, είναι "ένα τρομακτικό βιβλίο"· στο τέλος του έργου, θυμίζει τη συνετή κρίση του "ερημίτη", που αμφιβάλλει αν ένας φιλόσοφος έχει εκφράσει "τις αληθινές και οριστικές γνώμες του" –ή ακόμη αν μπορεί να έχει τέτοιες γνώμες: "Μήπως δεν γράφουμε βιβλία για να κρύψουμε αυτό που έχουμε μέσα μας;" (αυτόθι, § 289). Σ' αυτό όμως ακριβώς είναι ο Νίτσε πολιτικός φιλόσοφος και όχι συγγραφέας: για να καταλάβουμε αυτό που έχει να μας πει, πρέπει να μάθουμε να ερμηνεύουμε τη σκέψη του, κι αυτό συνεπάγεται ότι λαμβάνουμε υπόψη μας την "τέχνη του να γράφει", που είναι αδιαχώριστη από τον τρόπο που έχει να σκέφτεται τη θέση του φιλοσόφου μέσα στην πολιτική τάξη.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (5.23.1-5.23.7)

[5.23.1] Ὡς δὲ ἐπὶ τὴν ἵππον προσαγαγοῦσαν οὐκ ἐξέδραμον οἱ Ἰνδοὶ ἔξω τῶν ἁμαξῶν, ἀλλ᾽ ἐπιβεβηκότες αὐτῶν ἀφ᾽ ὑψηλοῦ ἠκροβολίζοντο, γνοὺς Ἀλέξανδρος ὅτι οὐκ εἴη τῶν ἱππέων τὸ ἔργον καταπηδήσας ἀπὸ τοῦ ἵππου πεζὸς ἐπῆγε τῶν πεζῶν τὴν φάλαγγα. [5.23.2] καὶ ἀπὸ μὲν τῶν πρώτων ἁμαξῶν οὐ χαλεπῶς ἐβιάσαντο οἱ Μακεδόνες τοὺς Ἰνδούς· πρὸ δὲ τῶν δευτέρων οἱ Ἰνδοὶ παραταξάμενοι ῥᾷον ἀπεμάχοντο, οἷα δὴ πυκνότεροί τε ἐφεστηκότες ἐλάττονι τῷ κύκλῳ καὶ τῶν Μακεδόνων οὐ κατ᾽ εὐρυχωρίαν ὡσαύτως προσαγόντων σφίσιν, ἐν ᾧ τάς τε πρώτας ἁμάξας ὑπεξῆγον καὶ κατὰ τὰ διαλείμματα αὐτῶν ὡς ἑκάστοις προὐχώρει ἀτάκτως προσέβαλλον· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τούτων ὅμως ἐξώσθησαν οἱ Ἰνδοὶ βιασθέντες πρὸς τῆς φάλαγγος. [5.23.3] οἱ δὲ οὐκέτι ἐπὶ τῶν τρίτων ἔμενον, ἀλλὰ ὡς τάχους εἶχον φυγῇ εἰς τὴν πόλιν κατεκλείσθησαν. καὶ Ἀλέξανδρος ταύτην μὲν τὴν ἡμέραν περιεστρατοπέδευσε τοῖς πεζοῖς τὴν πόλιν ὅσα γε ἠδυνήθη αὐτῷ περιβαλεῖν ἡ φάλαγξ· ἐπὶ πολὺ γὰρ ἐπέχον τὸ τεῖχος τῷ στρατοπέδῳ κυκλώσασθαι οὐ δυνατὸς ἐγένετο· [5.23.4] κατὰ δὲ τὰ διαλείποντα αὐτοῦ, ἵνα καὶ λίμνη οὐ μακρὰν τοῦ τείχους ἦν, τοὺς ἱππέας ἐπέταξεν ἐν κύκλῳ τῆς λίμνης, γνοὺς οὐ βαθεῖαν οὖσαν τὴν λίμνην καὶ ἅμα εἰκάσας ὅτι φοβεροὶ γενόμενοι οἱ Ἰνδοὶ ἀπὸ τῆς προτέρας ἥττης ἀπολείψουσι τῆς νυκτὸς τὴν πόλιν. [5.23.5] καὶ συνέβη οὕτως ὅπως εἴκασεν· ἀμφὶ γὰρ δευτέραν φυλακὴν ἐκπίπτοντες ἐκ τοῦ τείχους οἱ πολλοὶ αὐτῶν ἐνέκυρσαν ταῖς προφυλακαῖς τῶν ἱππέων· καὶ οἱ μὲν πρῶτοι αὐτῶν κατεκόπησαν πρὸς τῶν ἱππέων, οἱ δὲ ἐπὶ τούτοις αἰσθόμενοι ὅτι φυλάσσεται ἐν κύκλῳ ἡ λίμνη ἐς τὴν πόλιν αὖθις ἀνεχώρησαν.
[5.23.6] Ἀλέξανδρος δὲ χάρακί τε διπλῷ περιβάλλει ἵναπερ μὴ εἶργεν ἡ λίμνη τὴν πόλιν καὶ φυλακὰς ἐν κύκλῳ τῆς λίμνης ἀκριβεστέρας κατέστησεν. αὐτὸς δὲ μηχανὰς προσάγειν τῷ τείχει ἐπενόει, ὡς κατασείειν τὸ τεῖχος. αὐτομολήσαντες δὲ αὐτῷ τῶν ἐκ τῆς πόλεώς τινες φράζουσιν, ὅτι ἐν νῷ ἔχοιεν αὐτῆς ἐκείνης τῆς νυκτὸς ἐκπίπτειν ἐκ τῆς πόλεως οἱ Ἰνδοὶ κατὰ τὴν λίμνην, ἵναπερ τὸ ἐκλιπὲς ἦν τοῦ χάρακος. [5.23.7] ὁ δὲ Πτολεμαῖον τὸν Λάγου ἐπιτάττει ἐνταῦθα, τῶν τε ὑπασπιστῶν αὐτῷ δοὺς χιλιαρχίας τρεῖς καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας ξύμπαντας καὶ μίαν τάξιν τῶν τοξοτῶν, ἀποδείξας τὸ χωρίον, ᾗπερ μάλιστα εἴκαζε βιάσεσθαι τοὺς βαρβάρους· σὺ δὲ ἐπειδὰν αἴσθῃ, ἔφη, βιαζομένους ταύτῃ, αὐτὸς μὲν ξὺν τῇ στρατιᾷ εἴργειν τοὺς βαρβάρους τοῦ πρόσω, τὸν δὲ σαλπιγκτὴν κέλευε σημαίνειν· ὑμεῖς δέ, ἄνδρες ἡγεμόνες, ἐπειδὰν σημανθῇ, ξὺν τοῖς καθ᾽ αὑτοὺς ἕκαστοι ξυντεταγμένοι ἰέναι ἐπὶ τὸν θόρυβον, ἵνα ἂ ἡ σάλπιγξ παρακαλῇ. ἀποστατήσω δὲ οὐδὲ ἐγὼ τοῦ ἔργου.

***
[5.23.1] Επειδή οι Ινδοί δεν επιχειρούσαν εξόδους από τα αμάξια τους εναντίον του μακεδονικού ιππικού που πλησίαζε, αλλά ανεβασμένοι επάνω σε αυτά έβαλλαν από ψηλά, ο Αλέξανδρος πήδησε από το άλογό του και πεζός οδήγησε τη φάλαγγα του πεζικού αντιλαμβανόμενος ότι η επιχείρηση αυτή δεν ήταν για το ιππικό. [5.23.2] Οι Μακεδόνες έδιωξαν χωρίς δυσκολία τους Ινδούς από τα αμάξια της πρώτης σειράς. Οι Ινδοί όμως παρατάχθηκαν μπροστά από τα αμάξια της δεύτερης σειράς και αμύνονταν ευκολότερα, επειδή είχαν πράγματι παραταχθεί σε πυκνό σχηματισμό και σε μικρότερο κύκλο, ενώ οι Μακεδόνες εφορμούσαν εναντίον τους χωρίς να έχουν την ίδια άνεση χώρου, αλλά απομάκρυναν τα αμάξια της πρώτης σειράς και ενεργούσαν επιθέσεις χωρίς τάξη από τα κενά διαστήματά τους, όπως μπορούσε ο καθένας. Παρ᾽ όλα αυτά η φάλαγγα έδιωξε τους Ινδούς και από τη δεύτερη σειρά. [5.23.3] Και οι Ινδοί της τρίτης σειράς δεν παρέμειναν πλέον στα αμάξια τους, αλλά τράπηκαν σε φυγή όσο πιο γρήγορα μπορούσαν και κλείσθηκαν στην πόλη τους. Εκείνη τη μέρα ο Αλέξανδρος στρατοπέδευσε με το πεζικό του γύρω από την πόλη, σε όσο τουλάχιστον μέρος της μπόρεσε να κυκλώσει η φάλαγγα, επειδή το τείχος εκτεινόταν επί πολύ και δεν ήταν δυνατό να το κυκλώσει με τον στρατό του. [5.23.4] Στα κενά διαστήματα της στρατοπέδευσης, εκεί όπου υπήρχε και μία λίμνη όχι μακριά από το τείχος, παρέταξε τους ιππείς ολόγυρα από τη λίμνη, επειδή έμαθε ότι η λίμνη δεν ήταν βαθιά και επειδή συμπέρανε ότι οι Ινδοί θα εγκαταλείψουν τη νύχτα την πόλη πανικόβλητοι από την προηγούμενη ήττα τους. [5.23.5] Τα πράγματα συνέβησαν έτσι όπως υπολόγισε ο Αλέξανδρος, δηλαδή κατά την ώρα περίπου της δεύτερης νυκτερινής φρουράς, οι περισσότεροι από αυτούς όρμησαν έξω από τα τείχη τους και έπεσαν επάνω στις προφυλακές των ιππέων. Οι ιππείς αποδεκάτισαν τους πρώτους από αυτούς, ενώ όσοι έρχονταν κατόπιν, μόλις κατάλαβαν ότι η λίμνη φρουρείται ολόγυρα, υποχώρησαν πάλι προς την πόλη τους.
[5.23.6] Ο Αλέξανδρος περιέβαλε την πόλη με διπλό χαράκωμα, όπου δεν εμπόδιζε η λίμνη, και γύρω από αυτήν τοποθέτησε πιο προσεκτικές φρουρές. Ο ίδιος σχεδίαζε να οδηγήσει προς τα τείχη πολιορκητικές μηχανές για να δημιουργήσει ρήγματα, μερικοί όμως από τους πολιορκούμενους, που λιποτάχτησαν προς αυτόν από την πόλη, του είπαν ότι οι Ινδοί είχαν στον νου τους να διαφύγουν τη νύχτα εκείνη από την πόλη προς τη λίμνη, όπου ακριβώς δεν υπήρχε χαράκωμα. [5.23.7] Εκεί ο Αλέξανδρος τοποθέτησε τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου, αφού του έδωσε τρεις χιλιαρχίες υπασπιστών και όλους τους Αγριάνες και ένα τάγμα τοξοτών και αφού του υπέδειξε τη θέση, την οποία ακριβώς υπέθετε ότι πιθανότατα θα επιχειρούσαν να παραβιάσουν οι βάρβαροι. «Μόλις αντιληφθείς», του είπε, «ότι οι βάρβαροι επιχειρούν να την παραβιάσουν, εσύ με τον στρατό σου να τους εμποδίσεις να προχωρήσουν και να διατάξεις τον σαλπιγκτή να δώσει το σύνθημα. Και σεις διοικητές, μόλις δοθεί το σύνθημα, να τρέξετε ο καθένας με συνταγμένους τους άνδρες του προς τον θόρυβο, οπουδήποτε σας καλεί η σάλπιγγα. Ούτε και εγώ θα απουσιάσω από την επιχείρηση».