Οι κάτοικοι της γης συγκροτούνται όχι μόνο κατά φυλή, έθνος, θρησκεία ή ιδεολογία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και σύμφωνα με τη θέση τους στο χρόνο. Εξετάζοντας τους σημερινούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανακαλύπτουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό που ακόμα ζει κυνηγώντας και λεηλατώντας για τροφή, όπως έκαναν οι άνθρωποι πριν από χιλιετηρίδες. Οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότητα του ανθρώπινου είδους, δεν εξαρτώνται από το κυνήγι της αρκούδας ή από τη συλλογή καρπών, αλλά από τη γεωργία. Ζουν, από πολλές απόψεις, όπως οι πρόγονοί τους, πριν από αιώνες. Αυτές οι δύο ομάδες μαζί αποτελούν ίσως το 70% όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος.
Αντίθετα, ένα ποσοστό κάπως μεγαλύτερο από το 25% του πληθυσμού της γης, βρίσκεται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Η ζωή τους είναι σύγχρονη· Αποτελούν προϊόντα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα, βγαλμένοι από ομοιόμορφα καλούπια της μηχανοποίησης και της μαζικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγωγημένοι με τις επίμονες αναμνήσεις του αγροτικού παρελθόντος της χώρας τους. Αυτοί ουσιαστικά, είναι οι άνθρωποι του παρόντος.
Ωστόσο, το υπόλοιπο 2% ή 3% του πληθυσμού της γης, δεν μπορεί πια να ενταχθεί ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν. Διότι μέσα στις κύριες εστίες της τεχνολογικής και πολιτισμικής αλλαγής, στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια και στο Καίμπριτζ, στη Μασσαχουσέτη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο, υπάρχουν εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη ζουν με τον τρόπο ζωής του μέλλοντος. Οι πρωτοπόροι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν σήμερα όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι θα ζήσουν αύριο. Και ενώ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, σχηματίζουν ήδη μια διεθνή κοινότητα του μέλλοντος ανάμεσά μας. Είναι οι προελαύνοντες αντιπρόσωποι των ανθρώπων, οι πρώτοι πολίτες στις ωδίνες της γέννησης της παγκόσμιας υπερ-βιομηχανικής κοινωνίας.
Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν απ’ το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος; Σίγουρα είναι πλουσιότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο δραστήριοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκτός αυτού, ζουν και περισσότερο. Αλλά αυτό που ιδιαίτερα προσδιορίζει τον άνθρωπο του μέλλοντος είναι ο ήδη σαφής προσανατολισμός του σε έναν νέο, γρήγορο ρυθμό ζωής. «Ζει πιο γρήγορα» από τους άλλους γύρω του.
Μερικούς ανθρώπους τους συναρπάζει αυτός ο έντονος ρυθμός ζωής —στην προσπάθειά τους να τον προκαλέσουν ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία, άγχος και ένταση όταν ο ρυθμός επιβραδύνεται. Διεκδικούν εναγωνίως να είναι παρόντες εκεί όπου «βρίσκεται η δράση». (Είναι αλήθεια ότι κάποιοι αδιαφορούν πλήρως για το αντικείμενο της δράσης, αρκεί να γίνεται με την αρμόζουσα μεγάλη ταχύτητα). Ο Τζέημς Α. Ουίλσον θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η γοητεία του γρήγορου ρυθμού ζωής συνιστά μια απ’ τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις της ευρέως γνωστής μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων επιστημόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αφού μελέτησε τις περιπτώσεις 517 Βρετανών επιστημόνων και τεχνικών, ο Ουίλσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που τους δελέασαν, δεν ήταν μόνο οι υψηλότεροι μισθοί ή οι καλύτερες συνθήκες έρευνας, αλλά και ο ταχύτερος ρυθμός ζωής. Οι μετανάστες, γράφει, «δεν αποθαρρύνονται καθόλου από τον ταχύτερο ρυθμό της Β. Αμερικής. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δείχνουν να προτιμούν αυτόν το ρυθμό ζωής». Ακόμη, ένας λευκός βετεράνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στον Μισσισιπή, αναφέρει: «Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι σε μια έντονη αστική ζωή… δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ στον Αγροτικό Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγούν συνεχώς χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και σκοπό. Τα ταξίδια είναι το βάλσαμο του Κινήματος». Αν και επιφανειακά άσκοπη, αυτή η περιπλάνηση αποτελεί έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Όταν αντιληφθούμε τη δυνατή έλξη που μπορεί να ασκήσει στο άτομο ένας ορισμένος ρυθμός ζωής, τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πολλά που, διαφορετικά, συνιστούν μια ανεξήγητη ή «άσκοπη» συμπεριφορά.
Αλλά αν κάποιοι άνθρωποι ευημερούν με τον νέο ταχύ ρυθμό , κάποιοι άλλοι τον αποστρέφονται έντονα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον σταματήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεσή για να συμβαδίσει κανείς με την ανατέλλουσα υπερ-βιομηχανική κοινωνία, είναι να συμβαδίζει με έναν κόσμο που κινείται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Αυτοί όμως προτιμούν να αποσυρθούν, να πορευτούν σύμφωνα με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μιούζικαλ με τίτλο Σταματήστε τον κόσμο – Θέλω να κατέβω, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.
Ο εφησυχασμός και η αναζήτηση νέων τρόπων «απόσυρσης» ή «απόδρασης» που χαρακτηρίζει κάποιους, αν όχι όλους τους χίπις, μπορεί να οφείλεται λιγότερο στην κραυγαλέα αποστροφή τους για τις αξίες ενός τεχνολογικού πολιτισμού και πιο πολύ σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδράσουν από ένα ρυθμό ζωής που πολλοί βρίσκουν αβάσταχτο. Προφανώς δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περιγράφουν την κοινωνία σαν ένα διαρκή «αθέμιτο ανταγωνισμό» — με έναν όρο δηλαδή που παραπέμπει πολύ συγκεκριμένα στον ταχύ βηματισμό της κοινωνίας.
Μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ακόμα πιο πιθανόν να αντιδράσουν έντονα ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της αλλαγής. Υπάρχει μια στέρεη μαθηματική βάση για το γεγονός ότι συχνά η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με τον συντηρητισμό: για τους ηλικιωμένους ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα.
Όταν ένας πενηντάχρονος πατέρας λέει στον δεκαπεντάχρονο γιο του ότι θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να αποκτήσει δικό του αυτοκίνητο, αυτό το μεσοδιάστημα των 730 ημερών αντιπροσωπεύει χρονικά μόνο ένα 4% της περιόδου ζωής του πατέρα και περισσότερο από 13% της ζωής του παιδιού. Δεν είναι καθόλου παράξενο που στο παιδί η καθυστέρηση φαίνεται τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ ’ ό,τι στον πατέρα. Για τον ίδιο λόγο, δύο ώρες στη ζωή ενός τετράχρονου παιδιού αποτελεί το ακριβές αντίστοιχο των δώδεκα ωρών στη ζωή της εικοσιτετράχρονης μητέρας του. Όταν ζητάμε από το παιδί να περιμένει ένα κομμάτι γλυκό, είναι σαν να ζητάμε από τη μητέρα να περιμένει δεκατέσσερις ώρες για έναν καφέ.
Μπορεί, επίσης να υπάρχει και μία βιολογική βάση για αυτές τις διαφορές στην υποκειμενική αντίδραση στο χρόνο. Ο ψυχολόγος Τζον Κοέν, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, γράφει ότι με το πέρασμα της ηλικίας, τα ημερολογιακά χρόνια προοδευτικά φαίνονται να συρρικνώνονται. Εκ των υστέρων, κάθε χρόνο φαίνεται συντομότερος από αυτόν που μόλις συμπληρώθηκε, πιθανόν σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας επιβράδυνσης των «μεταβολικών Εργασιών». Στους ηλικιωμένος, σε σχέση με επιβράδυνση των δικών τους βιολογικών ρυθμών, ο κόσμος φαίνεται να κινείται ταχύτερα, ακόμα κι αν αυτό στην πραγματικότητα δε συμβαίνει.
‘Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι οποιαδήποτε επιτάχυνση της αλλαγής, που έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση περισσότερων καταστάσεων μέσα στο εμπειρικό κανάλι σ' ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, στη συνείδηση του ηλικιωμένου υπερβάλλεται. Καθώς ο ρυθμός της αλλαγής στην κοινωνία αυξάνεται, ολοένα και πιο πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αισθάνονται τη διαφορά πολύ έντονα. Γίνονται κι αυτοί απόβλητοι της κοινωνίας, αποσυρόμενοι σ’ ένα περιχαρακωμένο περιβάλλον, μειώνοντας στο ελάχιστο την επικοινωνία με τον ταχέως κινούμενο εξωτερικό κόσμο και, τελικά, υπολειτουργούν μέχρι το θάνατό τους. Μπορεί ποτέ να μην μπορέσουμε να λύσουμε τα ψυχολογικά προβλήματα των ηλικιωμένων, αν δεν ανακαλύψουμε τους τρόπους — μέσω της βιοχημείας ή της επιμόρφωσης— που θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε την αντίληψή τους για το χρόνο, ή να τους προσφέρουμε καλά στεγανοποιημένους χώρους, μέσα στους οποίους ο ρυθμός της ζωής θα ελέγχεται, ή ακόμη και θα διευθετείται σύμφωνα με ένα ημερολόγιο «κινητής κλίμακας», το οποίο θα αντανακλά τη δική τους υποκειμενική αίσθηση του χρόνου.
Πολλές συγκρούσεις που, διαφορετικά, θα ήταν ακατανόητες ανάμεσα στις γενιές, στους γονείς και τα παιδιά, στους συζύγους— μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς.
Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του χαρακτηριστικό βηματισμό. Ο F. Μ. Esfantaiary, ο Ιρανός συγγραφέας, αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο συστημάτων διαφορετικών ρυθμών, όταν Γερμανοί μηχανικοί πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβαν την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου στη χώρα του. Οι Ιρανοί και, γενικότερα, οι προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζονται από μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στο χρόνο έναντι των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων. Όταν τα συνεργεία των Ιρανών καθυστερούσαν συστηματικά κατά δέκα λεπτά για να φτάσουν στο χώρο εργασίας, οι Γερμανοί, απόλυτα συνεπείς οι ίδιοι και, πάντα βιαστικοί, προέβαιναν σε μαζικές απολύσεις, οι Ιρανοί μηχανικοί δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν ότι, με τα δεδομένα της Μ. Ανατολής, οι εργάτες ήταν ηρωικά συνεπείς και ότι αν οι απολύσεις συνεχίζονταν πολύ σύντομα δε θα έμενε κάνεις για να εργαστεί, παρά μόνο γυναίκες και παιδιά.
Αυτή η απάθεια απέναντι στο χρόνο εξοργίζει τους ανθρώπους που κινούνται με γρήγορους και προγραμματισμένους ρυθμούς. Έτσι οι Ιταλοί από τις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, το Μιλάνο ή το Τορίνο, περιφρονούν τους σχετικά βραδύρρυθμους Σικελούς, των οποίων η ζωή ακόμα χαρακτηρίζεται από τους βραδύτερους αγροτικούς ρυθμούς. Οι Σουηδοί της Στοκχόλμης ή του Γκαίτεμπουργκ αισθάνονται την ίδια περιφρόνηση για τους κατοίκους του Λαπλάντ. Οι Αμερικανοί λοιδορούν τους Μεξικανούς, για τους οποίους το manana σημαίνει, στην πραγματικότητα, αρκετά σύντομα. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους αργοκίνητους, και οι μεσοαστοί Μαύροι κατακρίνουν τους ομοφύλους τους της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην οργάνωση «Η εποχή των Μαύρων». Αντίθετα, σε σύγκριση με όλους σχεδόν τους άλλους, οι λευκοί Αμερικανοί και Καναδοί θεωρούνται δραστήριοι και πολυμήχανοι.
Οι λαοί μερικές φορές αντιστέκονται σθεναρά σε μια αλλαγή του ρυθμού. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την παθολογική αντίδρασή ενάντια στη λεγάμενη «Αμερικανοποίηση» της Ευρώπης. Η νέα τεχνολογία στην οποία βασίζεται η θεωρία του υπερ-βιομηχανισμού και, σε μεγάλο βαθμό, προγραμματίζεται στα Αμερικάνικα ερευνητικά εργαστήρια, συνεπάγεται μια αναπόφευκτη επίσπευση της κοινωνικής αλλαγής και μια συνακόλουθη επιτάχυνση του ρυθμού της ιδιωτικής ζωής. Οι αντι-Αμερικανοί ρήτορες, αν και επιλέγουν για στόχο τους τους κομπιούτερ και την Κόκα-Κόλα, η πραγματική τους αντίρρηση μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στην εισβολή στην Ευρώπη μιας ξένης αντίληψης για τον χρόνο. Η Αμερική, ως η αιχμή του δόρατος του υπερ-βιομηχανισμού, αντιπροσωπεύει έναν νέο, ταχύτερο και άκρως ανεπιθύμητο ρυθμό.
Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η έντονη αποδοκιμασία ‘μα την πρόσφατη εμφάνιση των αμερικανικού τύπου καταστημάτων αναψυκτικών, καλλυντικών και φαρμάκων στο Παρίσι. Για πολλούς Γάλλους, η ύπαρξή τους συνιστά κραυγαλέα μαρτυρία ενός δυσοίωνου «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια τόσο εμπαθή αντίδραση σε ένα, απόλυτα αθώο, πρατήριο αναψυκτικών, όπου ο δικασμένος Γάλλος πίνει γρήγορα ένα μιλκ-σέικ, αντί να χασομερά για δύο ώρες με κάποιο απεριτίφ σε ένα υπαίθριο μπιστρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η νέα τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί, περίπου 30.000 μπιστρό έκλεισαν, θύματα, σύμφωνα με το Time ενός «βραχυπρόθεσμου πολιτισμού». (Πράγματι, μπορεί οι λόγοι της ευρέως διαδεδομένης Ευρωπαϊκής αντιπάθειας για το Time να μην είναι εξ ολοκλήρου πολιτικοί, αλλά, ασυνείδητα, να απορρέει από τους συνειρμούς που δημιουργεί ο τίτλος του. To TIME με την ακριβολογία του και το, χωρίς ανάσα, στιλ, του, εξάγει κάτι πολύ περισσότερο από τον Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής. Ενσαρκώνει και εξάγει τον Αμερικάνικο Ρυθμό Ζωής).
Η προσδοκία της διάρκειας
Για να κατανοήσουμε γιατί η επιτάχυνση του ρυθμού ζωής μπορεί να αποδείχνει ενοχλητική και αποδιοργανωτική, είναι πολύ σημαντικό να να συλλάβουμε την έννοια της «προσδοκίας της διάρκειας».
Η αντίληψη του ανθρώπου για το χρόνο συνδέεται στενά με τους εσωτερικούς του ρυθμούς. Αλλά η αντίδρασή του στο χρόνο βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτισμική του τοποθέτηση. Ένα μέρος αυτής της αντιστοιχίας συνίσταται στη δημιουργία μιας σειράς προσδοκιών στο παιδί, σε σχέση με τη διάρκεια των γεγονότων, των λειτουργιών ή των σχέσεων. Πράγματι, ένα απ’ τα πιο σημαντικά είδη γνώσεων που μεταδίδουμε στο παιδί, είναι η γνώση της διάρκειας των πραγμάτων. Αυτή η γνώση μεταβιβάζεται με αδιόρατους, άτυπους και συχνά μηχανικούς τρόπους. Παρ’ όλ’ αυτά, χωρίς ένα πλούσιο σύνολο κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών της διάρκειας, κανένα άτομο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά.
Από τη βρεφική ηλικία το παιδί μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν ο μπαμπάς φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, αυτό σημαίνει ότι δε θα επιστρέφει πριν περάσουν πολλές ώρες. (Εάν επιστρέφει, κάτι δεν πάει καλά, το πρόγραμμα χάλασε. Το παιδί το διαισθάνεται. Ακόμη και ο σκύλος της οικογένειας —έχοντας κι αυτός αποκτήσει μια σειρά προσδοκιών της διάρκειας— έχει επίγνωση της αλλαγής της ρουτίνας). Το παιδί, πολύ σύντομα, μαθαίνει ότι η ώρα του φαγητού δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού, ούτε πέντε ωρών, αλλά ότι συνήθως διαρκεί από δεκαπέντε λεπτά έως μία ώρα. Μαθαίνει ότι ένα φιλμ διαρκεί δύο έως τέσσερις ώρες, αλλά μια επίσκεψη στον παιδίατρο σπάνια ξεπερνά τη μία ώρα. Μαθαίνει ότι η σχολική μέρα συνήθως διαρκεί έξι ώρες και η σχέση του με έναν καθηγητή, ένα σχολικό έτος, αλλά ότι η σχέση του με τον παππού και τη γιαγιά του προορίζεται να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Πραγματικά, κάποιες σχέσεις προορίζονται να διαρκέσουν μια ολόκληρη ζωή. Η συμπεριφορά των ενηλίκων, ουσιαστικά όλες οι πράξεις μας, από το να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα μέχρι το να κάνουμε έρωτα, υπόκεινται σε συγκεκριμένες, ειπωμένες ή μη, προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια.
Αυτές ακριβώς οι προσδοκίες της διάρκειας, διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, αλλά από νωρίς διαμορφωμένες και βαθιά ριζωμένες, είναι που κλονίζονται όταν αλλάζει ο ρυθμός της ζωής.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ ’ εκείνους που υποφέρουν από τον εντεινόμενο ρυθμό ζωής και σ’ εκείνους που είναι σε θέση να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά. Αν ένα άτομο δεν προσαρμόσει τις προσδοκίες του για τη διάρκεια, έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη συνεχή επιτάχυνση, είναι πιθανόν να φανταστεί ότι δύο καταστάσεις που, κατά τα άλλα, μοιάζουν μεταξύ τους, ταυτίζονται και ως προς τη διάρκεια. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ορισμένες τουλάχιστον καταστάσεις θα συμπτυχθούν χρονικά, σαν αποτέλεσμα της επιταχυντικής ώθησης.
Το άτομο, το οποίο έχει αφομοιώσει την αρχή της επιτάχυνσης -που αισθάνεται, φυσικά και διανοητικά, ότι τα πράγματα στον κόσμο γύρω του κινούνται ταχύτερα— δημιουργεί ένα αυτόματο, ασυνείδητο αντιστάθμισμα της χρονικής σύμπτυξης. Προβλέποντας ότι οι καταστάσεις θα διαρκέσουν λιγότερο, σπάνια παρουσιάζεται απροετοίμαστο ή συγκλονισμένο, σε αντίθεση με το άτομο, που δεν προβλέπει σταθερά τη συνεχή συρρίκνωση της διάρκειας των καταστάσεων, αλλά οι προσδοκίες του για τη διάρκεια είναι στατικές.
Εν ολίγοις, ο ρυθμός της ζωής πρέπει να θεωρείται σαν κάτι περισσότερο από μία τετριμμένη φράση, μια αιτία αστεϊσμών, παραπόνων ή εθνικών καταστολών. Αποτελεί μία ψυχολογική μεταβλητή κρίσιμης σημασίας. Σε προηγούμενες εποχές, όταν οι ρυθμοί της κοινωνικής αλλαγής ήταν αργοί, οι άνθρωποι παρέμεναν ανυποψίαστοι σε σχέση μ ’ αυτή τη μεταβλητή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ζωής ενός ανθρώπου, ο ρυθμός είναι δυνατόν, σε κάποιο βαθμό, να ποικίλλει, αλλά η επιταχυντική ώθηση τον μεταβάλλει ριζικά. Διότι, ακριβώς μέσα από την επιτάχυνση του ρυθμού ζωής, η αυξημένη ταχύτητα μιας ευρείας επιστημονικής, τεχνολογικής αλλαγής, μετατρέπεται σε δύναμη δύναμη πίεσης στη ζωή του ατόμου. Ένα μεγάλα μέρος της της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλείται από την έλξη ή τον ανταγωνισμό απέναντι στον ρυθμό ζωής, που επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία ή από την κοινωνική στην οποία είναι ενταγμένο. Η αποτυχία του να αφομοιώσει αυτή τη γενική αρχή, οφείλεται στην επικίνδυνη ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της ψυχολογίας να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική συμμετοχή τους σε μια υπερ-βιομηχανική κοινωνία.