ΟΙΚΕΤΗΣ
νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα, γεννάδας ἀνὴρ
ὁ δεσπότης σου. ΞΑ. πῶς γὰρ οὐχὶ γεννάδας,
740 ὅστις γε πίνειν οἶδε καὶ βινεῖν μόνον;
ΟΙ. τὸ δὲ μὴ πατάξαι σ᾽ ἐξελεγχθέντ᾽ ἄντικρυς,
ὅτι δοῦλος ὢν ἔφασκες εἶναι δεσπότης.
ΞΑ. ᾤμωξε μέντἄν. ΟΙ. τοῦτο μέντοι δουλικὸν
εὐθὺς πεπόηκας, ὅπερ ἐγὼ χαίρω ποιῶν.
745 ΞΑ. χαίρεις, ἱκετεύω; ΟΙ. μἀλλ᾽ ἐποπτεύειν δοκῶ,
ὅταν καταράσωμαι λάθρᾳ τῷ δεσπότῃ.
ΞΑ. τί δὲ τονθορύζων, ἡνίκ᾽ ἂν πληγὰς λαβὼν
πολλὰς ἀπίῃς θύραζε; ΟΙ. καὶ τοῦθ᾽ ἥδομαι.
ΞΑ. τί δὲ πολλὰ πράττων; ΟΙ. ὡς μὰ Δί᾽ οὐδὲν οἶδ᾽ ἐγώ.
750 ΞΑ. ὁμόγνιε Ζεῦ· καὶ παρακούων δεσποτῶν
ἅττ᾽ ἂν λαλῶσι; ΟΙ. μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι.
ΞΑ. τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα καταλαλῶν; ΟΙ. ἐγώ;
μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ὅταν δρῶ τοῦτο, κἀκμιαίνομαι.
ΞΑ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, ἔμβαλέ μοι τὴν δεξιάν,
755 καὶ δὸς κύσαι καὐτὸς κύσον,— καί μοι φράσον
πρὸς Διός, ὃς ἡμῖν ἐστιν ὁμομαστιγίας,
τίς οὗτος οὕνδον ἐστὶ θόρυβος καὶ βοὴ
χὠ λοιδορησμός; ΟΙ. Αἰσχύλου κεὐριπίδου.
ΞΑ. ἆ. ΟΙ. πρᾶγμα, πρᾶγμα μέγα κεκίνηται, μέγα
760 ἐν τοῖς νεκροῖσι καὶ στάσις πολλὴ πάνυ.
ΞΑ. ἐκ τοῦ; ΟΙ. νόμος τις ἐνθάδ᾽ ἐστὶ κείμενος
ἀπὸ τῶν τεχνῶν, ὅσαι μεγάλαι καὶ δεξιαί,
τὸν ἄριστον ὄντα τῶν ἑαυτοῦ συντέχνων
σίτησιν αὐτὸν ἐν πρυτανείῳ λαμβάνειν
765 θρόνον τε τοῦ Πλούτωνος ἑξῆς— ΞΑ. μανθάνω.
ΟΙ. ἕως ἀφίκοιτο τὴν τέχνην σοφώτερος
ἕτερός τις αὐτοῦ· τότε δὲ παραχωρεῖν ἔδει.
ΞΑ. τί δῆτα τουτὶ τεθορύβηκεν Αἰσχύλον;
ΟΙ. ἐκεῖνος εἶχε τὸν τραγῳδικὸν θρόνον,
770 ὡς ὢν κράτιστος τὴν τέχνην. ΞΑ. νυνὶ δὲ τίς;
***
Από το σπίτι του Πλούτωνα βγαίνουν ένας υπηρέτης του θεού και ο Ξανθίας.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΑ
Μα το σωτήρα Δία, ο αφέντης σου είναι
λεβέντης. ΞΑΝ. Φυσικά κι είναι λεβέντης·
740 έρωτας και κρασί και τίποτ᾽ άλλο.
ΥΠΗ. Κι ούτε που σ᾽ έδειρε, όταν βγήκε φόρα
πως είσαι δούλος κι όχι αφέντης τάχα.
ΞΑΝ. Ας το ᾽κανε και βλέπαμε. ΥΠΗ. Κι αμέσως
έκαμες κάτι που σ᾽ εμάς τους δούλους
ταιριάζει και η χαρά μου να το κάνω.
ΞΑΝ. Χαρά σου; ΥΠΗ. Τί χαρά; Πετώ στα ουράνια,
σαν κρυφοκαταριέμαι τον αφέντη.
ΞΑΝ. Κι όταν γερά τις φας και μουρμουρίζεις
βγαίνοντας έξω; ΥΠΗ. Ναι, κι αυτό μ᾽ αρέσει.
ΞΑΝ. Κι όταν παντού τη μύτη χώνεις; ΥΠΗ. Θάμα.
750 ΞΑΝ. Ω Δία των δούλων! Κι όταν κρυφακούς
αφεντικών κουβέντες; ΥΠΗ. Είναι μούρλια.
ΞΑΝ. Κι όταν τις διαλαλείς; ΥΠΗ. Σα να ᾽μαι τότε
στην πιο γλυκιά στιγμή της ηδονής.
ΞΑΝ. Ω Φοίβε Απόλλωνα μου! Τόκα! Κι έλα
να φιληθούμε. Στ᾽ όνομα του Δία,
των αργασμένων τομαριών προστάτη,
γιά πες μου· τί βουητό είν᾽ αυτό εκεί μέσα;
Ποιοί βρίζονται; ΥΠΗ. Ο Αισχύλος κι ο Ευριπίδης.
ΞΑΝ. Μπα! ΥΠΗ. Στων νεκρών τη χώρα ένα μεγάλο
760 ζήτημα, φοβερή διχόνοια βράζει.
ΞΑΝ. Κι η αιτία; ΥΠΗ. Είν᾽ ένας νόμος εδώ χάμω,
ο ανώτερος σε κάθε τέχνη, απ᾽ όσες
ευγενικές τις λένε και σπουδαίες,
στο πρυτανείο να τρώει, και να ᾽χει θρόνο
πολύ κοντά στου Πλούτωνα… ΞΑΝ. Σε νιώθω.
ΥΠΗ. ώσπου άλλος νά ᾽ρθει πιο ικανός στην τέχνη·
τότε παραχωρεί σ᾽ αυτόν τη θέση.
ΞΑΝ. Κι ο Αισχύλος από τί ταράχτηκε; ΥΠΗ. Είχε
της τραγωδίας το θρόνο εκείνος πρώτα,
770 ως κορυφαίος στην τέχνη αυτή. ΞΑΝ. Και τώρα
νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα, γεννάδας ἀνὴρ
ὁ δεσπότης σου. ΞΑ. πῶς γὰρ οὐχὶ γεννάδας,
740 ὅστις γε πίνειν οἶδε καὶ βινεῖν μόνον;
ΟΙ. τὸ δὲ μὴ πατάξαι σ᾽ ἐξελεγχθέντ᾽ ἄντικρυς,
ὅτι δοῦλος ὢν ἔφασκες εἶναι δεσπότης.
ΞΑ. ᾤμωξε μέντἄν. ΟΙ. τοῦτο μέντοι δουλικὸν
εὐθὺς πεπόηκας, ὅπερ ἐγὼ χαίρω ποιῶν.
745 ΞΑ. χαίρεις, ἱκετεύω; ΟΙ. μἀλλ᾽ ἐποπτεύειν δοκῶ,
ὅταν καταράσωμαι λάθρᾳ τῷ δεσπότῃ.
ΞΑ. τί δὲ τονθορύζων, ἡνίκ᾽ ἂν πληγὰς λαβὼν
πολλὰς ἀπίῃς θύραζε; ΟΙ. καὶ τοῦθ᾽ ἥδομαι.
ΞΑ. τί δὲ πολλὰ πράττων; ΟΙ. ὡς μὰ Δί᾽ οὐδὲν οἶδ᾽ ἐγώ.
750 ΞΑ. ὁμόγνιε Ζεῦ· καὶ παρακούων δεσποτῶν
ἅττ᾽ ἂν λαλῶσι; ΟΙ. μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι.
ΞΑ. τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα καταλαλῶν; ΟΙ. ἐγώ;
μὰ Δί᾽ ἀλλ᾽ ὅταν δρῶ τοῦτο, κἀκμιαίνομαι.
ΞΑ. ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον, ἔμβαλέ μοι τὴν δεξιάν,
755 καὶ δὸς κύσαι καὐτὸς κύσον,— καί μοι φράσον
πρὸς Διός, ὃς ἡμῖν ἐστιν ὁμομαστιγίας,
τίς οὗτος οὕνδον ἐστὶ θόρυβος καὶ βοὴ
χὠ λοιδορησμός; ΟΙ. Αἰσχύλου κεὐριπίδου.
ΞΑ. ἆ. ΟΙ. πρᾶγμα, πρᾶγμα μέγα κεκίνηται, μέγα
760 ἐν τοῖς νεκροῖσι καὶ στάσις πολλὴ πάνυ.
ΞΑ. ἐκ τοῦ; ΟΙ. νόμος τις ἐνθάδ᾽ ἐστὶ κείμενος
ἀπὸ τῶν τεχνῶν, ὅσαι μεγάλαι καὶ δεξιαί,
τὸν ἄριστον ὄντα τῶν ἑαυτοῦ συντέχνων
σίτησιν αὐτὸν ἐν πρυτανείῳ λαμβάνειν
765 θρόνον τε τοῦ Πλούτωνος ἑξῆς— ΞΑ. μανθάνω.
ΟΙ. ἕως ἀφίκοιτο τὴν τέχνην σοφώτερος
ἕτερός τις αὐτοῦ· τότε δὲ παραχωρεῖν ἔδει.
ΞΑ. τί δῆτα τουτὶ τεθορύβηκεν Αἰσχύλον;
ΟΙ. ἐκεῖνος εἶχε τὸν τραγῳδικὸν θρόνον,
770 ὡς ὢν κράτιστος τὴν τέχνην. ΞΑ. νυνὶ δὲ τίς;
***
Από το σπίτι του Πλούτωνα βγαίνουν ένας υπηρέτης του θεού και ο Ξανθίας.
Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΑ
Μα το σωτήρα Δία, ο αφέντης σου είναι
λεβέντης. ΞΑΝ. Φυσικά κι είναι λεβέντης·
740 έρωτας και κρασί και τίποτ᾽ άλλο.
ΥΠΗ. Κι ούτε που σ᾽ έδειρε, όταν βγήκε φόρα
πως είσαι δούλος κι όχι αφέντης τάχα.
ΞΑΝ. Ας το ᾽κανε και βλέπαμε. ΥΠΗ. Κι αμέσως
έκαμες κάτι που σ᾽ εμάς τους δούλους
ταιριάζει και η χαρά μου να το κάνω.
ΞΑΝ. Χαρά σου; ΥΠΗ. Τί χαρά; Πετώ στα ουράνια,
σαν κρυφοκαταριέμαι τον αφέντη.
ΞΑΝ. Κι όταν γερά τις φας και μουρμουρίζεις
βγαίνοντας έξω; ΥΠΗ. Ναι, κι αυτό μ᾽ αρέσει.
ΞΑΝ. Κι όταν παντού τη μύτη χώνεις; ΥΠΗ. Θάμα.
750 ΞΑΝ. Ω Δία των δούλων! Κι όταν κρυφακούς
αφεντικών κουβέντες; ΥΠΗ. Είναι μούρλια.
ΞΑΝ. Κι όταν τις διαλαλείς; ΥΠΗ. Σα να ᾽μαι τότε
στην πιο γλυκιά στιγμή της ηδονής.
ΞΑΝ. Ω Φοίβε Απόλλωνα μου! Τόκα! Κι έλα
να φιληθούμε. Στ᾽ όνομα του Δία,
των αργασμένων τομαριών προστάτη,
γιά πες μου· τί βουητό είν᾽ αυτό εκεί μέσα;
Ποιοί βρίζονται; ΥΠΗ. Ο Αισχύλος κι ο Ευριπίδης.
ΞΑΝ. Μπα! ΥΠΗ. Στων νεκρών τη χώρα ένα μεγάλο
760 ζήτημα, φοβερή διχόνοια βράζει.
ΞΑΝ. Κι η αιτία; ΥΠΗ. Είν᾽ ένας νόμος εδώ χάμω,
ο ανώτερος σε κάθε τέχνη, απ᾽ όσες
ευγενικές τις λένε και σπουδαίες,
στο πρυτανείο να τρώει, και να ᾽χει θρόνο
πολύ κοντά στου Πλούτωνα… ΞΑΝ. Σε νιώθω.
ΥΠΗ. ώσπου άλλος νά ᾽ρθει πιο ικανός στην τέχνη·
τότε παραχωρεί σ᾽ αυτόν τη θέση.
ΞΑΝ. Κι ο Αισχύλος από τί ταράχτηκε; ΥΠΗ. Είχε
της τραγωδίας το θρόνο εκείνος πρώτα,
770 ως κορυφαίος στην τέχνη αυτή. ΞΑΝ. Και τώρα