Τετάρτη 5 Ιουλίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

5. Επιρρηματικά σύνθετα


§ 107. Εδώ εντάσσουμε επιρρήματα που αποτελούνται από περισσότερες της μίας λέξεις, που όμως ούτε μπορούν να αναλυθούν με απλό χωρισμό των συνθετικών τους σε μια επιρρηματική φράση (όπως π.χ. παραχρῆμα = παρὰ χρῆμα, § 48), ούτε παράγονται από ένα σύνθετο επίθετο (π.χ. ἐνώπιον από το ἐνώπιος, § 52), αλλά φαίνεται να έχουν συντεθεί ακριβώς με στόχο το σχηματισμό του επιρρήματος. Τα αρχαιοελληνικά παραδείγματα είναι σπάνια και ανήκουν σε διάφορα είδη.

Οι σχηματισμοί σε -ξ, όπως ἅ-παξ 'μία φορά' (Όμ.), ἀνα-μίξ (κλασ.) και ἐπι-μίξ 'ανάκατα' (Όμ.), ἐπι-τάξ 'κατά σειρά' (Άρατος), δεν περιορίζονται μόνο σε σύνθετα (ὀκλάξ 'οκλαδόν', ἀμύξ 'κοφτερά' κτλ.), όμως προτιμώνται σ' αυτόν τον τύπο· στα Ελληνικά ήταν ανέκαθεν επιρρήματα, παρότι η βάση τους συνίστατο από απολιθωμένες ονομαστικές (πρβ. λατ. p rorsus 'πρόσω' κτλ.) ριζικών λέξεων.

Και τα επιρρήματα σε -δόν,-δην και -δα  αγαπούν τη σύνθεση: ἀνα-στα-δόν 'σε όρθια στάση' (Όμ.), ἀπο-στα-δά 'σε απόσταση' (Όμ.), ἀν-έ-δην (από το ἱέναι) 'ελευθερωμένος, ανεμπόδιστος' (κλασ.), ὁμο-θυμ-αδόν 'ομόφωνα' (κλασ.), ἐπι-τροχ-άδην (Όμ.).

§ 108. Στα επιρρήματα σε -εί και - ῐ́ [1] κυριαρχούν τα σύνθετα με ἀ-στερητικό, και το αντίστοιχο αρνητικό (ρηματικό) επίθετο συνήθως υπάρχει: ἀθεεί (Όμ.) από το ἄθεος, ἀ-σπουδεί 'χωρίς προσπάθεια' (Όμ.) από το ἄ-σπουδος, ἀ-στακτ(ε)ί 'όχι σε σταγόνες, δηλαδή σαν πλημμύρα' κ.τ.λ.· το επίρρημα, όμως, μπορούσε να σχηματιστεί και χωρίς τη μεσολάβηση του επιθέτου. Περισσότερο ανεξάρτητα είναι τα σύνθετα με το παν-: παν-ομιλεί 'σύσσωμα' (Αισχύλ.), παν-οικεί 'με όλο το σπιτικό' (ελληνιστ.), αλλά παν-δημεί 'με όλο το πλήθος' (κλασ.) προφανώς από το πάν-δημος.

Με το αὐτο-: αὐτο-νυχί 'την ίδια νύχτα' (Όμ.), αὐτ-ῆμαρ [2] (Όμ.) και αὐθ-ημερόν (κλασ.).

§ 109. Εδώ ας προστεθεί η δυνατή μόνο στην πολύ παλιά περίοδο σύνθεση δύο προθέσεων με την αρχική τους επιρρηματική σημασία: ὑπ-έξ 'από κάτω και μακριά',παρ-έξ 'έξω από', δια-πρό 'από εκεί μέχρι εδώ', και τα τρία στον Όμηρο.
-------------------------
[1] Για την ορθογραφία της απόληξης (-εί ή -ί) η παράδοση αμφιταλαντεύεται και ακόμη και τώρα δεν είναι βέβαιη στην περίπτωση μερικών λέξεων· σχετικά το -τί και το -τεί.

[2] Σχηματίστηκε κατά το επίρρημα παν-ῆμαρ (§ 69), κατά το οποίο και τα ομηρικά ἑξ-ῆμαρ, ἐνν-ῆμαρ 'για έξι, εννέα ημέρες'· κατά το αὐτ-ῆμαρ στη συνέχεια το προ-ῆμαρ 'ολημερίς' στο Σημωνίδη απόσπ. 7, στ. 47 (εκδ. Hiller - Crusius) και στη συνέχεια του στίχου το προ-νύξ 'ολονυχτίς'.

Το Βασίλειο του Θεού: Το βασίλειο του Θείου είναι μια κατάσταση συνείδησης

Η έννοια του Θείου υπήρξε αντικείμενο περισυλλογής και συζήτησης για αιώνες. Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί, προσπαθώντας να εξηγήσουν τη φύση αυτού του πεδίου και τη σχέση μας με αυτό. Ωστόσο, η ιδέα ότι το Θείο είναι μια κατάσταση συνείδησης, πέρα από τους περιορισμούς των ψυχικών και σωματικών διαδικασιών μας, έχει κερδίσει σημαντική προσοχή τα τελευταία χρόνια. Σε αυτό το άρθρο, θα διερευνήσουμε αυτή τη μυστικιστική θεωρία και τις επιπτώσεις της στην κατανόησή μας για την πραγματικότητα.

Στον πυρήνα της, η μυστικιστική θεωρία του Θείου βεβαιώνει ότι αυτό το βασίλειο δεν είναι ένα φυσικό μέρος ή οντότητα, αλλά μάλλον μια κατάσταση συνείδησης που υπερβαίνει την καθημερινή μας εμπειρία. Αυτή η κατάσταση συνείδησης χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αίσθηση ενότητας, ενότητας και διασύνδεσης με όλα τα πράγματα. Είναι μια κατάσταση ύπαρξης που είναι πέρα από τους περιορισμούς των νοητικών διαδικασιών, της ψυχοδυναμικής δραστηριότητας και των ψυχοσωματικών μας λειτουργιών.

Για να κατανοήσουμε βαθύτερα αυτή τη θεωρία, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη φύση της συνηθισμένης μας συνείδησης. Η καθημερινή μας εμπειρία χαρακτηρίζεται από μια συνεχή ροή σκέψεων, συναισθημάτων και αισθήσεων που προκύπτουν και περνούν. Ταυτιζόμαστε με αυτές τις ψυχικές και σωματικές διεργασίες, πιστεύοντας ότι είναι ένα ουσιαστικό μέρος αυτού που είμαστε. Ωστόσο, η μυστικιστική θεωρία υποδηλώνει ότι αυτή η ταύτιση είναι μια ψευδαίσθηση. Η αληθινή φύση της ύπαρξής μας δεν συνδέεται με αυτές τις διαδικασίες αλλά μάλλον υπάρχει πέρα από αυτές.

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το Θείο δεν είναι κάτι που μπορεί να βρεθεί έξω από εμάς. Δεν είναι μια ξεχωριστή οντότητα που πρέπει να αναζητήσουμε ή να λατρεύουμε. Αντίθετα, είναι μια κατάσταση συνείδησης στην οποία μπορούμε να έχουμε πρόσβαση μέσω της εσωτερικής εξερεύνησης. Ηρεμώντας το μυαλό μας και στρέφοντας την προσοχή μας προς τα μέσα, μπορούμε να αξιοποιήσουμε αυτό το βασίλειο και να βιώσουμε τη βαθιά αίσθηση της ενότητας και της διασύνδεσής του.

Αυτή η ιδέα μπορεί να φαίνεται αφηρημένη ή εσωτερική, αλλά έχει σημαντικές επιπτώσεις στην κατανόηση της πραγματικότητας. Εάν το Θείο είναι μια κατάσταση συνείδησης που υπερβαίνει τις νοητικές και φυσικές διαδικασίες μας, τότε υποδηλώνει ότι υπάρχουν περισσότερα στην πραγματικότητα από αυτά που μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας. Υπονοεί ότι υπάρχει ένα βαθύτερο επίπεδο ύπαρξης στο οποίο μπορούμε να έχουμε πρόσβαση μέσω της εσωτερικής εξερεύνησης.

Επιπλέον, αυτή η θεωρία υποδηλώνει ότι η συνηθισμένη μας συνείδηση είναι περιορισμένη στην ικανότητά της να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι αισθήσεις μας όλα φιλτράρονται μέσα από την υποκειμενική μας εμπειρία, η οποία μπορεί να διαστρεβλώσει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Με την πρόσβαση στην κατάσταση της συνείδησης που σχετίζεται με το Θείο, μπορούμε να υπερβούμε αυτούς τους περιορισμούς και να αποκτήσουμε μια πιο βαθιά κατανόηση της πραγματικότητας.

Φυσικά, αυτή η θεωρία εγείρει πολλά ερωτήματα και προκλήσεις. Για παράδειγμα, πώς ξέρουμε ότι υπάρχει αυτή η κατάσταση συνείδησης; Πώς έχουμε πρόσβαση σε αυτό; Τι σημαίνει για την κατανόησή μας για τη θρησκεία και την πνευματικότητα; Όλα αυτά είναι έγκυρα ερωτήματα που απαιτούν περαιτέρω εξερεύνηση και έρευνα.

Ωστόσο, αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι ότι η μυστικιστική θεωρία του Θείου προσφέρει μια συναρπαστική προοπτική για την πραγματικότητα. Υποδηλώνει ότι υπάρχουν περισσότερα στην ύπαρξη από αυτά που μπορούμε να αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας και ότι η συνηθισμένη μας συνείδηση είναι περιορισμένη στην ικανότητά της να αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα. Εξερευνώντας την κατάσταση της συνείδησης που σχετίζεται με το Θείο, μπορούμε να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας.

Πόση συναισθηματική ευελιξία αντέχεις;

Στην ερώτηση “τι κάνεις;”, θυμήσου πόσες φορές μπόρεσες, θέλησες ή σου βγήκε αυθόρμητα να απαντήσεις κάτι διαφορετικό από την φράση “είμαι καλά, εσύ;”. Τι περιλαμβάνει, όμως, αυτό το “καλά”, έχεις ποτέ αναλογιστεί; Αντικατοπτρίζει στ’ αλήθεια τον πραγματικό εσωτερικό σου κόσμο, την συναισθηματική σου κατάσταση κάθε στιγμή;

Είναι αλήθεια πως πολλές φορές μας βγαίνει αυτόματα να απαντήσουμε “καλά”, χωρίς να κάνουμε συναισθηματική διερεύνηση, χωρίς να ισχύει αυτό στην πραγματικότητα. Μία θεραπευόμενη μου, μου είχε πει κάποτε πως όταν συνηθίζει να απαντάει με αυτή την λέξη, η ψυχολογία της ακολουθεί και την γλώσσα που χρησιμοποίει και αρχίζει όντως να αισθάνεται καλά. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε ως μία μορφή αυθυποβολής. Λέω πως είμαι καλά, άρα πείθω τον εαυτό μου πως αισθάνομαι έτσι. Στην πραγματικότητα, όμως τον ξεγελάω, τον χειρίζομαι, τον εξαναγκάζω να απαρνηθεί οποιοδήποτε άλλο αρνητικό ή θετικό συναίσθημα τόλμησε να αισθανθεί. Είναι μία μέθοδος συναισθηματικής λογικής που μόνο σε γνωστικές διαστρεβλώσεις για την πραγματικότητά μας καθώς και για το συναισθηματικό μας κόσμο μπορεί να μας οδηγήσει.

Και οι άνθρωποι είμαστε έτσι φτιαγμένοι για να βιώνουμε όλα τα συναισθήματα στο έπακρο, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Γιατί, αν απαρνηθείς ένα συναίσθημα, αν το κοροϊδέψεις, αν δεν τον αφήσεις να εισβάλλει στο συνειδητό σου, αυτό το ίδιο συναίσθημα θα βρει τρόπο να σε πολεμήσει και να μπει στη ζωή σου εκεί που δεν το περιμένεις, ύπουλα, βίαια, ακόμα και αθόρυβα.

Ξέρω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να νιώθεις κάθε μέρα ευχάριστα, καλά, όμορφα, να νιώθεις την πεποίθηση πως έχεις τον έλεγχο της ζωής σου. Γνωρίζεις, όμως πως το ίδιο έλεγχο μπορείς να τον διατηρείς και όταν δεν είσαι καλά, αρκεί να έχεις επίγνωση αυτής της κατάστασης;

Έχεις ακούσει τον όρο “συναισθηματική ευελιξία“; Είναι η ικανότητά σου να μπορείς να βιώνεις, να ελέγχεις και να αποδέχεσαι οποιοδήποτε συναίσθημα σε κατακλύζει. Το να είναι κάποιος συναισθηματικά ευέλικτος προϋποθέτει να μπορεί να εκφράσει το κάθε συναίσθημα, χωρίς να αισθάνεται ντροπή ή ενοχή γι’ αυτό. Έτσι, μπορείς παράλληλα να είσαι πιο παραγωγικός, δημιουργικός και ένα βήμα πιο κοντά στον αληθινό εαυτό σου.

Η μόδα των θετικών συναισθημάτων, όπως συνηθίζω να λέω είναι πλέον ξεπερασμένη. Θεωρώ πως αυτή η μόδα ποτέ δεν ταίριαζε απόλυτα με την ανθρώπινη φύση. Τα θετικά συναισθήματα γίνονται πλέον εμμονή και ξεχνάμε να τα ζήσουμε.

Η ΨΕΥΔΑΙΣΘΗΣΗ ΟΤΙ ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΘΕΤΙΚΑ Η ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΕΙΧΝΟΥΜΕ ΘΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΑΙΣΙΟΔΟΞΟΙ, ΜΑΣ ΑΠΟΤΡΕΠΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ.

Εσύ ανήκεις στην κατηγορία των συναισθηματικά ευέλικτων; Σου επιτρέπεις να νιώσεις πολλά συναισθήματα μαζί ή να μετάπηδησεις από το ένα συναίσθημα στο άλλο χωρίς κανέναν δισταγμό; Ή μήπως ανήκεις σε εκείνη την κατηγορία τον ατόμων που χρησιμοποιούν φίλτρα συναισθημάτων όπως εκείνα τα φίλτρα στις φωτογραφίες, που παραποιούν όλα τα αληθινά χαρακτηριστικά, όλες εκείνες τις ατέλειες που σε κάνουν επίπεδο, άγχρωμο, μη αυθεντικό.

Τα καλά νέα είναι πως ποτέ δεν είναι αργά να αποκτήσεις γνώση, έλεγχο, να αγαπήσεις και να αποδεχτείς το συναισθηματικό σου φορτίο.

Τρόποι για να μπορέσεις να γίνεις “συναισθηματικά ευέλικτος”:

– Αναγνώρισε ποια συναισθήματα σου είναι πιο εύκολο να εκφράζεις. Για παράδειγμα είναι πιο εύκολο να δείχνεις χαρά, ενθουσιασμό, θαυμασμό ή σου είναι πιο εύκολο να εκφράζεις τον φόβο σου, τον θυμό σου, την δυσαρέσκεια σου για κάτι; Σ΄ αυτήν την πρώτη αναγνώριση θα εντοπίσεις και κάτι πολύ σημαντικό για τον εαυτό σου, τον ρόλο που σου αρέσει να παίρνεις στη ζωή σου και στις σχέσεις σου, το προσωπείου που προτιμάς να φοράς.

– Βρες τα άτομα με τα οποία αισθάνεσαι πιο άνετα στο να μοιραστείς τις σκέψεις και τα συναισθήματά σου. Δες τι πηγαίνει καλά με αυτούς και προσπάθησε αυτό να το ελκύεις στη ζωή σου, απορρίπτοντας σχέσεις που σε αποτρέπουν να φτάνεις στο μέγιστο βαθμό της γνώσης του εαυτού σου, σχέσεις που σου δημιουργούν συναισθηματική ανασφάλεια.

– Ανακάλυψε τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι το κάθε συναίσθημα. Για παράδειγμα σε άλλος μέρος του σώματος σου στεγάζεται ο φόβος, σε άλλο ο θυμός και ίσως κάπου αλλού η χαρά. Είναι σημαντικό να ακούς το σώμα σου, καθώς η συναισθηματική ευελιξία προϋποθέτει και σωματική, που σημαίνει πως αντιλαμβάνομαι τις αλλαγές στο σώμα μου, τις δέχομαι και προσπαθώ να τις μεταφράσω.

– Ξεκίνα να ενδιαφέρεσαι για τον συναισθηματικό κόσμο των σημαντικών σου άλλων. Τι θα έλεγες να αλλάξεις την ερώτηση σου προς τους άλλους από “τι κάνεις;” σε “πως νιώθεις;”. Αυτό το βήμα θα σε βοηθήσει, όχι μόνο στην ανάπτυξη της συναισθηματικής ευελιξίας, αλλά και στην ενίσχυση της συναισθηματικής νοημοσύνης.

– Αποδέξου ότι η συνύπαρξη πολλών συναισθημάτων μαζί είναι κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Εμπλούτισε τις λέξεις σου με συναισθηματικό λεξιλόγιο και όχι με περιγραφές γεγονότων. Για παράδειγμα αντί να πεις “η θάλασσα σήμερα ήταν ήρεμη”, μπορείς να πεις “ένιωσα ηρεμία σήμερα στην θάλασσα.”

Εύχομαι διαβάζοντας αυτό το κείμενο να μην ένιωσες απλώς καλά. Εύχομαι η κάθε μέρα σου να είναι γεμάτη συναισθήματα. Μη ξεχνάς πως αντέχεις πολύ περισσότερα συναισθήματα από όσα νομίζεις!

Είσαι πραγματικά ελεύθερος;

Άραγε είσαι πραγματικά ελεύθερος; Πόσο πραγματικά ελεύθερος μπορεί να είναι ένας άνθρωπος σε μια κοινωνία που ζει με ελευθερία και δημοκρατία; Αυτά τα ερωτήματα μπορεί στην αρχή να φαίνονται περίεργα, όμως είναι αφορμή για δημιουργικό στοχασμό σε εσένα που διαβάζεις τούτο το άρθρο.

Η ελευθερία ορίζεται ως η δυνατότητα του ανθρώπου να δρα κατά βούληση. Ως βούληση, από την άλλη, ορίζεται η ικανότητα του ανθρώπου να θέτει στόχους και σκοπούς και να προσπαθεί να τους πραγματοποιήσει.

Ο καθένας, λοιπόν, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ελεύθερος, εφόσον πράττει με αυτό τον τρόπο. Όμως, εδώ τίθεται το εξής ερώτημα: πόσο όλα αυτά αποτελούν προϊόντα ελεύθερης σκέψης και όχι επηρεασμού;

Ποιοι είναι οι παράγοντες που συνθέτουν μια επίπλαστη ελευθερία;

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες στην ζωή του ανθρώπου που, ενώ υποτίθεται του χαρίζουν την ελευθερία του, είτε σωματική, είτε πνευματική, ουσιαστικά τον υποδουλώνουν και του την περιορίζουν.

Στους πρωταρχικούς παράγοντες που συναντά ο άνθρωπος, είναι η οικογένεια και η κουλτούρα της, η θρησκεία και τα τραύματα που προκαλούνται από την οικογένεια. Έπειτα, καθώς μεγαλώνει το άτομο, έρχεται σε επαφή με την κουλτούρα της ομάδας μέσα από το σχολείο, το πανεπιστήμιο και τις κοινωνικές ομάδες που συμμετέχει.

Σε αυτό το κράμα, βεβαίως, έρχονται και προστίθενται οι ιδεολογίες στις οποίες θα πιαστεί το άτομο, είτε λόγω μάθησης, είτε λόγω αντίδρασης στα τραύματα που θα έχει ήδη αποκομίσει.

Προστίθενται, επίσης και τα social media, τα οποία προωθούν την δική τους κουλτούρα, ενισχύοντας τα ήδη υπάρχοντα που αναφέρθηκαν, αλλά και προσθέτοντας επιπλέον βάρη στους ώμους του ατόμου.

Παράγοντας Οικογένεια

Η οικογένεια αποτελεί τον πρώτο φορέα επαφής του ατόμου με τον κόσμο. Ουσιαστικά, το οικογενειακό περιβάλλον έχει μεγάλη επίδραση σε πολλούς τομείς της ζωής του ατόμου και το διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό.

Είναι, άλλωστε, αποδεδειγμένο επιστημονικά ότι, τα παιδιά αποτελούν με τις αντιδράσεις τους τον καθρέφτη του περιβάλλοντος που ζουν και ανατρέφονται. Ένα παιδί είναι ικανό να καταλάβει πολλά πράγματα, ακόμα και αν αυτά δεν λέγονται προφορικά.

Έτσι, λοιπόν, και σε συνδυασμό με τα κληρονομημένα γονίδια, αλλά και την δράση που αυτά θα έχουν στον χαρακτήρα του ατόμου μαζί με το περιβάλλον, διαμορφώνουν την βάση της προσωπικότητας του.

Η προσωπικότητα ενός ατόμου προβάλλεται προς τα έξω, με τον τρόπο που τοποθετείται σε έναν χώρο, με τον τρόπο που αλληλεπιδρά με τα άλλα άτομα, με τον τρόπο που σκέφτεται για τα άλλα άτομα και πως ερμηνεύει τα γεγονότα γύρω του, αλλά και με τον τρόπο που σκέφτεται για τον ίδιο του τον εαυτό.

Η οικογένεια είναι μια ένωση δύο ανθρώπων, φυσιολογικά, όπου ο καθένας φέρνει στο τραπέζι την δική του κουλτούρα και άποψη. Η κουλτούρα που επικρατεί, κατά κύριο λόγο σε ένα παιδί, είναι αυτή που θα του εξασφαλίσει τις καλύτερες δυνατότητες επιβίωσης στο περιβάλλον του, όπως το ίδιο το αντιλαμβάνεται.

Βεβαίως, επειδή ένα παιδί δεν μεγαλώνει μόνο στο οικογενειακό περιβάλλον και εκτίθεται και σε άλλα περιβάλλοντα, αυτό αλλάζει με τον χρόνο, προσθέτοντας μερικά επιπλέον χαρακτηριστικά, αλλά πάντοτε η βάση θα παραμένει η οικογένεια.

Παράγοντας θρησκεία

Ο παράγοντας θρησκεία έρχεται σε επαφή με το άτομο, πρώτα μέσω της οικογένειας, αφού η κάθε θρησκευτική κουλτούρα στην οποία ανήκει μια οικογένεια φέρει τις δικές της παραδόσεις και έθιμα, στα οποία το παιδί μαθαίνει από μικρό. Ο Χριστιανός, ο Μουσουλμάνος, ο Βουδιστής και όσες άλλες θρησκείες μαθαίνουν στο άτομο έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης και δράσης, υπό συγκεκριμένους κανόνες.

Αν το άτομο δράση με βάση αυτά τότε θα κερδίσει την αιώνια σωτηρία. Το θέμα, όμως, είναι κατά πόσο αυτά που ειπώθηκαν από τον Χριστό, τον Μωάμεθ, τον Βούδα και όποια άλλη σπουδαία προσωπικότητα και πρόσωπο λατρείας αντίστοιχα μπορούν πρώτον, να έχουν εφαρμογή στην σημερινή εποχή με τα σημερινά δεδομένα και δεύτερον, κατά πόσο έχουν μεταφερθεί αυτούσια από το παρελθόν έως σήμερα.

Μέσα σε αυτά τα δύο ερωτήματα κρύβεται το κλειδί για την ελευθερία του ατόμου σε αυτό τον τομέα. Τα κηρύγματα του εκάστοτε προσώπου αποσκοπούσαν στην εποχή που ζούσε με τα κοινωνικά δεδομένα εκείνης της εποχής.

Όμως, στην σημερινή εποχή, τα δεδομένα σε κοινωνικό επίπεδο είναι διαφορετικά. Κανείς δεν μπορεί να κρίνει ουσιαστικά αν τότε ήταν καλύτερα από τώρα ή χειρότερα. Απλά τώρα, λόγω social media και τεχνολογικής ανάπτυξης, όλα μεταφέρονται και εκτυλίσσονται περισσότερο γρήγορα από τότε.

Αν αυτά τα πρόσωπα έρχονταν ξανά σε αυτό τον κόσμο σήμερα, πιθανόν να αναπροσάρμοζαν τα κηρύγματά τους στα σημερινά δεδομένα. Εξάλλου, τα κηρύγματά τους αποσκοπούσαν στην ελευθερία του ατόμου και όχι στον περιορισμό του.

Επάνω σε αυτό, αξίζει να αναφερθεί ο ρόλος των ανθρώπων που μεταφέρουν τα κηρύγματά τους. Πρώτο δεδομένο είναι οι άνθρωποι που φέρουν τα δικά τους τραύματα και από ψυχολογικής άποψης. Το άτομο επικοινωνεί με τον τρόπο που έχει διαμορφωθεί από τα τραύματά του, αλλά και τον τρόπο που τα διαχειρίζεται. Με άλλα λόγια, μεταφέρουν τα λόγια άλλων ατόμων με τον δικό τους τρόπο, επιχειρώντας πολλές φορές να επιβάλλουν απόψεις και περιορισμούς, αγνοώντας είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, την εποχή και τις ανάγκες του ανθρώπου. Κατά αυτόν τον τρόπο, αντιμετωπίζουν τα άλλα άτομα σαν γονείς τους και προσπαθούν να ελέγξουν την ζωή τους, τοποθετώντας μπροστά την αυθεντία που δημιούργησε την εκάστοτε θρησκεία.

Όπως, όμως, στις θετικές επιστήμες όλα μπορούν να αλλάξουν και να αναιρεθούν, έτσι και εδώ, όλα μπορούν να αλλάξουν και να αναιρεθούν με γνώμονα την πραγματική ελευθερία του ατόμου. Ο κάθε Θεός, με όποιο όνομα και αν αποκαλείται, εφόσον είναι Θεός καλού, θέλει πρώτα από όλα το καλό του ανθρώπου και το καλό του ανθρώπου μπορεί να επέλθει όταν πρώτα από όλα κάνει καλό στον εαυτό του.

Όχι εγωιστικά, αλλά θέτοντας όρια στα άλλα άτομα και ζώντας με τρόπο που το ευχαριστεί, δίχως να κάνει κακό. Και για να μην παρερμηνευθεί αυτό, το να ζει κάποιος με τον δικό του τρόπο ζωής, εφόσον δεν βλάπτει κάποιον, είναι καλό.

Αυτός που θα ενοχληθεί επειδή το άτομο ζει περισσότερο ελεύθερο, είναι πρώτα από όλα το άτομο που δεν έχει ζήσει ελεύθερο ή το άτομο που θα ήθελε να επιβάλλει ανελευθερία σε αυτό το άτομο.

Παράγοντας σχολείο

Πράγματι το σχολικό περιβάλλον αποτελεί την δευτερογενή, μετά την οικογένεια, κοινωνική ομάδα με την οποία έρχεται σε επαφή ένα άτομο. Μέσα σε ένα σχολείο υπάρχουν παιδιά από διαφορετικές οικογένειες, με διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τον τρόπο ανατροφής και με διαφορετικές συνολικά κουλτούρες.

Τα παιδιά προσπαθούν να βρουν άλλα παιδιά που θα έχουν κοινά βιώματα κατά κύριο λόγο, προκειμένου να κάνουν παρέα. Βεβαίως, δεν αποκλείεται να κάνουν παρέα και με παιδιά με διαφορετική οπτική από την δική τους, είτε λόγο ταιριάσματος των χαρακτήρων, είτε για λόγους θαυμασμού και κομφορμισμού.

Όταν ένα άτομο ακόμα και σε αυτή την ευαίσθητη ηλικία έρχεται σε επαφή με άλλα άτομα, σίγουρα λαμβάνει και αφομοιώνει στοιχεία από αυτά. Έτσι, γίνεται μια πρώτη ανταλλαγή πολιτιστικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών. Η παθογένεια, όμως, που μπορεί να περιορίσει την ατομική ελευθερία του ατόμου έγκειται στο εξής‧ το άτομο επιθυμεί να ταιριάξει και να γίνει μέλος μιας ομάδας. Οπότε, τα παιδιά στο σχολείο μπορεί να περιορίζουν τα θέλω τους, να μην τονίζουν την δική τους άποψη, να ακολουθούν συγκεκριμένες επιταγές ως προς το ντύσιμο και την συμπεριφορά, προκειμένου να ταιριάξουν με μια ομάδα άλλων παιδιών ή να μην εξοστρακιστούν από αυτή.

Όμως, όσο το άτομο μαθαίνει να περιορίζει τον εαυτό του προκειμένου να ταιριάξει κάπου, αρχίζει σιγά σιγά να τον χάνει. Με αποτέλεσμα, ακόμα και χρόνια μετά το σχολείο, να αποτελεί ένα άτομο το οποίο απλά ακολουθεί, δίχως να σκέφτεται και να αμφισβητεί.

Παράγοντας Πανεπιστήμιο

Το πανεπιστήμιο αποτελεί και αυτό μια άλλη μικροκοινωνία, περισσότερη διευρυμένη βέβαια σε σύγκριση με αυτή του σχολείου. Ως προς την ελληνική πραγματικότητα, το πανεπιστήμιο συμβάλλει ως κοινότητα ατόμων και αυτό στον περιορισμό της ελευθερίας και της ελεύθερης σκέψης του ατόμου.

Να σημειωθεί ότι, ο περιορισμός της σκέψης του ατόμου δεν συμπεριλαμβάνει τόσο τον τομέα της παρεχόμενης γνώσης, που μερικές φορές είναι λίγο στείρα, τόσο σε θεωρητικά, όσο και σε θετικά πεδία, αλλά κυρίως στο κοινωνικό κομμάτι.

Το πανεπιστήμιο, λοιπόν, έρχεται και διευρύνει ό,τι σημειώθηκε παραπάνω για το σχολείο. Δημιουργία κοινωνικών ομάδων που ακολουθούν είτε τάσεις των κοινωνικών δικτύων ή κομματικές ιδεολογίες. Θα αναρωτηθεί εύλογα κάποιος‧ μόνο αυτό συμβαίνει στα πανεπιστημιακά ιδρύματα; Όχι, δεν συμβαίνει μόνο αυτό.

Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ως μικροκοινωνίες έχουν πολλών ειδών και τρόπων σκέψης ατόμων. Ωστόσο, αφού το άρθρο έχει εστιάσει στην παθογένεια της ελάττωσης της ελεύθερης σκέψης του ατόμου, εκεί και θα επικεντρωθεί. Έτσι λοιπόν, τραύματα από την οικογένεια, τάσεις στο διαδίκτυο και πολιτικές ιδεολογίες έρχονται και δημιουργούν ένα πολύ ισχυρό κράμα, το οποίο μπορεί να περιορίσει την ελεύθερη σκέψη και δράση των ατόμων σε αυτή την ηλικία. Όποιος ή όποια διαχωρίζεται από ό,τι κυκλοφορεί ως τάση ή και ιδεολογία, μπορεί πολύ εύκολα να αποκοπεί από μεγάλα κοινωνικά σύνολα.

Αυτό φαντάζει ως κάτι τρομερά άσχημο, ειδικά για το κοινωνικό ον που ονομάζεται άνθρωπος, αλλά από την άλλη, του προσφέρει την απαραίτητη ελευθερία να βρει να ταιριάξει με άτομα που πραγματικά θα ενδιαφέρονται και θα σκέφτονται με διαφορετικό από τις κοινωνικές επιταγές της εποχής τρόπο.
Κοινωνικές ομάδες γενικότερα

Οι κοινωνικές ομάδες που συμμετέχει ένα άτομο είναι πολλές και διαφορετικές. Ήδη παραπάνω αναφέρθηκαν διάφορες κοινωνικές ομάδες μέσα στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο. Όμως, όλα αυτά διευρύνονται παραπάνω στο περιβάλλον που ονομάζεται κοινωνία. Μέσα στην κοινωνία μπορεί να βρει κάποιος πολλές κοινωνικές ομάδες, που είτε αφορούν θρησκευτικούς σκοπούς, είτε κομματικούς-ιδεολογικούς, είτε εθελοντικούς, είτε φιλοσοφικούς.

Όποιος, όμως, και αν είναι ο σκοπός ή ο στόχος μιας ομάδας, πάντοτε τα μέλη της, προκειμένου να μείνουν μέλη της, δεν θα πρέπει να αποκλίνουν και πολύ από τις απόψεις της μάζας.

Όποιος ή οποία διαφέρει μπορεί να θεωρηθεί αιρετικός για τον πυρήνα του συνόλου και να απομονωθεί ή να απομακρυνθεί.

Συγκολλητική ουσία σε όλες αυτές τις ομάδες μπορεί να αποτελούν οι λόγοι και οι ομιλίες κάποιον μελών που η κοινότητα έχει ανακηρύξει ως ανώτερης κλάσης ανάμεσα στο σύνολο. Επιπλέον, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτελούν και αυτά το ρόλο τους, είτε μέσω ειδήσεων, είτε μέσω της χρήσης χιούμορ, είτε με στοχευμένες έρευνες και προβολή συγκεκριμένων στοιχείων και όχι μιας γενικότερης ολότητας και αλήθειας, είτε προβάλλοντας πρότυπα και τάσεις οι οποίες ακολουθούνται από πολλά άτομα παγκοσμίως.

Ποια είναι η λύση σε όλο αυτό;

Έτσι όπως παρουσιάστηκαν τα πράγματα φαίνονται ζοφερά και ότι το άτομο δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτά δίχως να γίνει ερημίτης. Το να γίνει ερημίτης ένα άτομο είναι μια λύση. Ναι, πρέπει κάποιος να σκέφτεται όλες τις λύσεις, αλλά δεν είναι η μοναδική, ούτε και η περισσότερο προσβάσιμη.

Η λύση σε όλα τα παραπάνω είναι η κριτική σκέψη. Η κριτική σκέψη αναφέρεται συχνά και έχει γίνει μότο πολλών ανθρώπων που μπορεί να ενυπάρχουν στις παραπάνω κατηγορίες, αλλά δεν είναι λύση με τον τρόπο που την προωθούν αυτοί.

Η αληθινή κριτική σκέψη, περιλαμβάνει διαρκή αμφισβήτηση των πάντων. Περιλαμβάνει αμφισβήτηση και των ίδιων των ιδεών των ατόμων, όχι όμως με επίκριση, αλλά με σεβασμό και ηρεμία. Η ηρεμία, όσο γίνεται περισσότερο, προσφέρει το κατάλληλο οξυγόνο στην κριτική σκέψη, προκειμένου αυτή να κάνει την δουλειά της μαζί με το άτομο. Αν κάποιος αμφισβητεί πράγματα μέσα στην ένταση, αυτό μπορεί να τον οδηγήσει σε λανθασμένες και παράτολμες αποφάσεις.

Όλα πρέπει να γίνονται με όσο το δυνατόν πιο ήρεμο τρόπο, προκειμένου το άτομο να δει καθαρά τα μοτίβα, τα τραύματα και ό,τι άλλο στο οποίο έχει εγκλωβίσει μέσα τον εαυτό του. Το θέμα, όμως, δεν είναι να αυτοκατηγορηθεί για το τι έχει πράξει, αλλά να δει πως μπορεί να το αλλάξει για να αναπνεύσει περισσότερο ελεύθερα.

Δοκιμάστε να περιορίσετε την επαφή σας με τα ερεθίσματα που σας υποδουλώνουν την σκέψη και τον νου. Κλείστε για λίγο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή σταματήστε να ακολουθείτε ανθρώπους πρότυπα που σας υπόσχονται μαγικές συνταγές επιτυχίας.

Συνταγές επιτυχίας δεν υπάρχουν με α, β, γ. Αυτό που πραγματικά υπάρχει είναι να ζεις, να σκέφτεσαι και να αμφισβητείς. Αν ακολουθείτε συνέχεια κάποιον, σημαίνει ότι τον ανάγεται σε Θεό σας. Το θέμα, όμως, είναι ότι αποτελεί έναν κοινό θνητό που κάτι πουλάει και κερδίζει μέσα από αυτό. Μην γίνεις και εσύ ένας ακόμα πελάτης. Είσαι άνθρωπος και οφείλεις πρώτα από όλα να ζήσεις ελεύθερα.

Διαβάστε βιβλία όσο περισσότερο μπορείτε, γιατί το διάβασμα βοηθάει στην διεύρυνση των οριζόντων και στην απελευθέρωση του νου. Διαβάστε ακόμα και βιβλία που περιγράφουν ιδέες κόντρα στις δικές σας, ακόμα και εκεί ίσως κάτι βρείτε που θα σας ταρακουνήσει.

Να ξέρετε ότι, αν κάτι μας ταρακουνάει γερά, σημαίνει ότι για κάποιο λόγο, είτε έχει απορριφθεί βίαια μέσα μας, είτε συνδέεται με κάποιο τραύμα, είτε αποτελούσε ένα μέρος του εαυτού μας που αφήσαμε πίσω, προκειμένου να ταιριάξουμε σε σύνολα και στους κανόνες τους.

Δείτε ξανά και ξανά αυτό το κάτι, αγκαλιάστε το και μην το πολεμήσετε, γιατί κρύβει μια αλήθεια, που όσο και αν πονάει, στο τέλος θα φέρει την λύτρωση.

Προσωπικός επίλογος

Δεν αποτελώ κάποιον γκουρού που θα σου πει τι θα κάνεις αγαπητέ μου αναγνώστη και δεν θέλω να γίνω. Όλα αυτά που γράφω αποτελούν μέρος της προσωπικής μου μάχης απέναντι στα πάντα. Απέναντι στα τραύματά μου, απέναντι σε ό,τι πίστευα, απέναντι σε ό,τι άφησα να περιορίσει εμένα και την σκέψη μου.

Ανήκα και εγώ σε πολλές ομάδες, όπως οι παραπάνω, ανά τα χρόνια της ζωής μου, αλλά αυτό που μου έκανε το "κλικ" να αλλάξω και να αρχίσω να σκέφτομαι ήταν το εξής‧ κανείς δεν βοήθησε όταν εγώ ήμουν πεσμένος κάτω. Κανείς από αυτές τις ομάδες. Στα μεγαλύτερα σκοτάδια μου πάλεψα κυρίως μόνος όταν ανήκα σε αυτές τις ομάδες.

Όταν όμως έφυγα από αυτές, τότε βρήκα άτομα από παντού, τα οποία στάθηκαν δίπλα μου, μου είπαν μια αυθεντικά καλή κουβέντα, όχι μια τυπική ίσα ίσα για να φανεί ότι νοιάζονται κοινωνικά, άτομα τα οποία με άκουγαν για βράδια, άτομα που μου έδωσαν αγάπη, άτομα που παλεύουν και αυτά με δικούς τους δαίμονες και σκοτάδια, αλλά πάλεψαν και λίγο δίπλα μου τους δικούς μου.

Αυτά τα άτομα, καθώς και οι δαίμονες που έχουν αντιμετωπίσει κατά καιρούς, λόγω των περιορισμών που είχαν θέσει ή και ακόμα θέτουν στους εαυτούς τους, ήταν η αφορμή για αυτό το άρθρο.

Βεβαίως, ήταν και μια υπενθύμιση σε εμένα να παλεύω. Να παλεύω για να αναπνέω ελεύθερος, γιατί η πάλη πάντα θα συνεχίζεται, είτε έπειτα από μικρά, είτε έπειτα από μεγάλα διαλλείματα. Σου εύχομαι να αντέξεις. Να αντέξεις να ζήσεις ως ελεύθερο ον.

Η τελευταία ανάβαση

Ο Εμπεδοκλής, γύρω στο 435 π.χ., στις πλαγιές της Αίτνας…

Η νύχτα έχει ήδη υπονομευτεί από μέσα. Δεν είναι πλέον απόλυτο το σκοτάδι. Κάτι έχει αλλάξει, δύσκολο να πεις τι. Κανένα περίγραμμα δεν διακρίνεται ακόμα καθαρά. Καμία μορφή, κανένα σχήμα δεν ξεχωρίζει. Κι όμως, το σκοτάδι δεν είναι πια απόλυτο. Σαν να αραίωνε εκείνη τη στιγμή από μέσα, κάνοντας θέση σ’ ένα φως ακόμα απόν, αλλά από δω και πέρα αναμενόμενο. Αυτή την τόσο λεπτή ρήξη, λίγοι άνθρωποι είναι σε θέση να τη διακρίνουν. Ο Εμπεδοκλής, στη στιγμή, ήξερε ότι η μέρα είχε αρχίσει. Θα έπρεπε να δώσει στο βάδισμά του έναν πιο έντονο ρυθμό, για να φτάσει τη στιγμή που πρέπει.

Ήξερε ότι ο δρόμος θα ήταν μακρύς και δύσκολος. Είχε αποφασίσει να πάει σ’ εκείνο το ακριβές σημείο, από το οποίο αρκεί να πηδήξει για να βρεθεί ολόκληρος μέσα στη Φωτιά, απορροφημένος, ηλιακός, απλωμένος ίσως στην ίδια τη διάσταση του κόσμου. Η δυσκολία, σ’ αυτή την ανάβαση, δεν ήταν ότι επρόκειτο να είναι η τελευταία. Κάθε άλλο. Πίστευε ότι πλησίαζε στο ουσιώδες, στην έσχατη συγχώνευση, στη διάχυση στο άπειρο. Καμία σχέση μ’ ένα αντίο στη ζωή, με το τέλος της ύπαρξης. Δεν ήταν μία διαδρομή που τελείωνε. Τίποτα δεν θα έσβηνε, αντίθετα από ότι πίστευαν οι περισσότεροι άνθρωποι, τυφλωμένοι και χωρίς μυαλό, που έβλεπαν πάντα τη μισή αλήθεια. Ήταν το αντίθετο. Στο τέρμα της ανάβασης, αυτή τη φορά, θα συναντούσε τον ίδιο τον κόσμο, αυτή τη Φωτιά που αυξάνεται και περιορίζεται, αιώνια, όπως το φως.

Η πραγματική προσπάθεια, ήταν η ίδια η ανάβαση. Για ώρες ολόκληρες, πάνω στις ξερές πλαγιές του ηφαιστείου, με τις άγονες επιφάνειες, τις άλλοτε γκρίζες και άλλοτε μαύρες, μέσα από μονοπάτια όλο και πιο απότομα. Αυτόν τον μακρύ δρόμο προς τον κρατήρα, ο Εμπεδοκλής τον εί­χε διανύσει άπειρες φορές. Αλλά όταν ήταν νέος, ή στο άνθος της ηλικίας του. Όλη του τη ζωή, εξάλλου, δεν είχε σταματήσει να διασχίζει με τα πόδια, προς όλες τις κατευ­θύνσεις, αυτό το μεγάλο νησί, όπου όλοι τον γνώριζαν, τουλάχιστον εξ ακοής. Από τον Ακράγαντα έως την Έγεστα, από τις Συρακούσες έως τον Σελινούντα, από το βορρά έως το νότο και από την ανατολή έως τη δύση, είχε περπατήσει από ηλικία σε ηλικία μέσα από τα στάρια, μέ­σα από τις ελιές, τους βράχους, κάτω από τις λεμονιές και τις βουκαμβίλιες, τις μέρες με καταιγίδα ή τις νύχτες του καύσωνα. Ναι, με το να περπατά, γνώριζε απέξω όλα τα τοπία αυτού του μεγάλου σαν ολόκληρη χώρα νησιού.

Γνώριζε την Αίτνα καλύτερα από το καθετί. Γνώριζε τα τραχιά βράχια της, τη λεπτή σκόνη από στάχτες, ψηλά, που κολλάει στις βλεφαρίδες, στα φρύδια, στα μαλλιά. Ήξερε τη στυφή μυρωδιά του θειαφιού, και όλες τις άλ­λες, έντονες ή αψιές, βαριές μυρωδιές, που καίνε το εσω­τερικό των ρουθουνιών προτού να κατακλύσουν ολόκληρο το λαιμό. Όλα αυτά τα είχε συναντήσει χίλιες φορές, πάντα στο τέρμα μιας ολοήμερης πορείας, κάτω από έναν αφόρητο ήλιο και, αργότερα, μέσα στον άνεμο και το ήδη τσουχτερό κρύο.

Αλλά αυτή τη φορά ήταν γέρος. Τα πόδια του δεν είχαν πια την παλιά τους δύναμη. Ιδίως τα γόνατα και οι αστράγα­λοι άρχιζαν γρήγορα να τον πονάνε. Αν και τα φορούσε όλη του σχεδόν τη ζωή, τα μπρούντζινα σανδάλια του βάραιναν πλέον το βάδισμά του. Θαυμάσια σανδάλια, μοναδικά στο είδος τους: αδύνατο να φθαρούν ή να σχιστούν, ανθεκτικά στο νερό, στη σκόνη, στα κοψίματα των βράχων. Σανδάλια επίσης τρομερά: βαριά, θορυβώδη, σκληρά σαν την πέτρα, που ήταν αδύνατο να λυγίσουν. Σανδάλια άκαμπτα και χω­ρίς κυρτότητα, που το πόδι έπρεπε να τα συνοδεύει, αντί να ακολουθούν αυτά την κίνηση του ποδιού. Κουραστικά σαν­δάλια, με κίνδυνο πάντα να του πληγώσουν το πόδι.

Αυτά τα σανδάλια ο Εμπεδοκλής σήμερα τα απεχθάνεται. Πρέπει στο εξής να τα σέρνει, να τα σηκώνει, να τα ξεκολλάει, σε κάθε βήμα, από το έδαφος, όπου καρφώνο­νται, λες και τα συγκρατεί μια δύναμη που του δίνει την εντύπωση ότι αυξάνεται όσο προχωρεί. Αυτά τα παράξε­να υποδήματα ήταν το καμάρι του, τον είχαν μάλιστα κά­νει διάσημο στους άξεστους συντοπίτες του. Τώρα τα μι­σεί. Αυτό τον λυπεί.

Δεν θα το ήθελε. Αυτός που είχε τόσο σκεφτεί πάνω στην αγάπη και το μίσος, που είχε πει τόσες φορές ότι αυ­τά τα αντίθετα ήταν αλληλένδετα και ότι ο κόσμος είχε χτιστεί πάνω στην εναλλαγή τους. Αυτός που είχε τόσο επαναλάβει ότι η αγάπη εντάσσει, συγκεντρώνει, οργανώνει, ενώ το μίσος διασκορπίζει και διαχωρίζει. Ναι, γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε το αναπόφευκτο πηγαινέλα τους, και την ατέρμονη μάχη τους. Γι’ αυτό ακριβώς θα προ­τιμούσε να μην τελείωνε η πορεία του πάνω σε αυτή την κίνηση.

Τα σανδάλια του τον κολλάνε στο βράχο, ζυγίζουν όσο πέτρινοι όγκοι. Σε κάθε βήμα πρέπει να τα ξεριζώνει από το μονοπάτι γδέρνοντας τα πόδια του,και τα μισεί. Του φαίνονται γελοία και φοβερά. Τα απεχθάνεται με όλο του το είναι, βαθύτατα. Αυτός που δίδαξε την ανώτατη αρχή («να απέχετε από τη μοχθηρότητα»), αισθάνεται ότι δεν μπορεί να την εφαρμόσει μέχρι τέλους.

Λίγες μέρες αργότερα, ψηλά στην Αίτνα, βοσκοί βρή­καν τα μπρούντζινα σανδάλια του δασκάλου Εμπεδοκλή. Στο μέταλλο ήταν κολλημένα, κατά τόπους, κομμάτια λά­βας και μαύρες στάχτες. Ποτέ δεν έμαθαν αν ο φιλόσο­φος τα είχε αφήσει, εκουσίως, σ’ εκείνο το σημείο, προτού ριχτεί μέσα στη φωτιά του κρατήρα, ή αν τα είχε πετάξει έξω το κύμα μιας έκρηξης. Κάποιοι είπαν ότι αυτό ήταν αδιάφορο. Άλλοι, αντιθέτως, υποστήριξαν ότι, ανάλογα με την περίπτωση που υιοθετεί κανείς, η ιστορία παίρνει άλλη σημασία.

Ο μόνος τρόπος να αλλάξεις τον κόσμο είναι να μην τον αφήσεις να σε αλλάξει

Κοίταξε εκείνον τον περαστικό.
Σκέφτηκε κάτι και θέλησε να χαμογελάσει μόνος του αλλά ντράπηκε μην τον περάσουν για τρελό και το καταπίεσε.
Θέλει να φαίνεται φυσιολογικός.

Κοίταξε εκείνη την έφηβη.
Θέλει απλά να είναι ο εαυτός της μα φοβάται πως δεν θα την αποδεχτούν σε αυτά τα κιλά, με αυτά τα ρούχα, με αυτή την προσωπικότητα. Προσπαθεί να μην ξεχωρίσει. Θέλει να είναι φυσιολογική.

Κοίταξε εκείνο το αγόρι.
Δε θέλει να πάει στο σχολείο γιατί νιώθει κουρασμένος. Του ρουφά την ενέργεια κάθε σχόλιο που τον ρίχνει άλλο ένα σκαλί στην σκάλα της αυτοεκτίμησής του. Κακοποιήθηκε. Όχι σωματικά αλλά από λόγια που χαράχθηκαν στην μνήμη του. Δε συγκαταλέγεται στους νταήδες του σχολείου. Δε μιλά όπως όλοι, ούτε ντύνεται. Είναι ευαίσθητος. Τα βράδια κλαίει. Ναι κλαίνε και οι άντρες. Δεν το λέει σε κανέναν. Θα ήθελε να είναι φυσιολογικός.

Κοίταξε εκείνους τους απρόσωπους με τα κουστούμια.
Στοιβάζονται μέσα στο ασανσέρ, ακουμπούν ο ένας τον άλλον μα κανείς δεν λέει καλημέρα. Όλοι κοιτούν προς άλλη κατεύθυνση. Σαν αστεία ρομπότ καθωσπρεπισμού νομίζουν πως αυτό είναι το φυσιολογικό. Άνθρωπος σημαίνει αυθορμητισμός, το ξέχασαν.

Κοίτα εκείνους τους βιαστικούς με τις ηχηρές τους κόρνες.
Βουλιάζουν μέσα σε δρόμους που οδηγούν σε έναν καθημερινό θάνατο. Ψάχνουν, βιάζονται να βρουν τον εαυτό τους και όλο του απομακρύνονται. Να περάσουν πιο γρήγορα τον δρόμο, να πάνε πιο γρήγορα στην δουλειά, να ζήσουν πιο γρήγορα, μα πιο γρήγορα πεθαίνουν. Έχουν τόσες υποχρεώσεις. Όλα με κόπο κατακτιούνται, λένε. Που χρόνος για βόλτα στην παραλία; Αυτό είναι το φυσιολογικό.

Κοίταξε εκείνη την κοπέλα.
Κοιτάει εκείνο τον ζητιάνο, σκέφτεται να του δώσει το παλτό της. Αλλά πού να τρέχει τώρα; Δεν θα ‘ταν φυσιολογικό. Πιο φυσιολογικό θα ‘ταν απλά να προσπεράσει.

Κοίταξε και μένα.
Θέλω να τρέξω, να σε βρω, να σου πω τι ρημάζει την ψυχή μου και τι την ανυψώνει, να σε αιφνιδιάσω με τις πράξεις μου.

Έπειτα να κοιτάξω τους αγνώστους, να χαιρετηθούμε αντί να στρέψουμε το κεφάλι προς την άλλη. Κάποιες μέρες, βλέπεις, νομίζω δεν υπάρχω, είμαι αόρατος. Κανείς δε με βλέπει, μόνο κοιτάζει από την άλλη. Κανείς δε με αγγίζει.

Άραγε πως ξέρω πως στ’ αλήθεια υπάρχω; Θέλω να πω σε εκείνη την κοπέλα στο λεωφορείο πόσο όμορφα μαλλιά έχει, να χαμογελάσω σε όποιον θελήσω χωρίς να σκεφτούν πως είμαι περίεργος.

Όταν τους αγνοώ ενώ είναι καθισμένοι δίπλα μου γιατί δεν είμαι περίεργος;

Από πότε το να είσαι άνθρωπος είναι περίεργο;

Από πότε το να είσαι μηχάνημα είναι φυσιολογικό;

Θέλω να πετάξω όλες τις γνώσεις που μου ‘μαθαν. Θέλω να μάθω, να μάθω και να ξαναμάθω από επιλογή και όχι από υποχρέωση.

Θα ‘θελα να ραντίσω με λίγο αυθορμητισμό και ζεστασιά την ψυχρότητα και αδιαφορία μέχρι να πεθάνει. Δεν είναι το μίσος το αντίθετο της αγάπης, η αδιαφορία είναι. Και από τότε που ο αδιάφορος είναι ο φυσιολογικός, στο λέω, αυτόν τον κόσμο θα τον ρημάζει η μοναξιά.

Σκέψου λοιπόν πόσο γελοίοι και ψεύτικοι φαινόμαστε μέσα στην φορεσιά του φυσιολογικού.

Γι’ αυτό δε θέλω να είμαι φυσιολογικός. Θέλω να είμαι λίγο περίεργος. Ή μάλλον πολύ.

Τσιγκουνιές δε χωράνε στην ζωή.

Ίσως ο μόνος τρόπος για να αλλάξεις τον κόσμο είναι να μην αφήσεις τον κόσμο να σε αλλάξει.

Ονόμαρχος Φωκεύς: Ο νικητής της Μακεδονικής Φάλαγγας

Το αμφικτιονικό συμβούλιο της Δελφικής Αμφικτιονίας ήταν ένα από τα σημαντικότερα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο.

Επί αιώνες το κύρος του παρέμενε αναλλοίωτο και οι αποφάσεις του αποτελούσαν σχεδόν νόμο.

Ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. είχε περάσει υπό τον έλεγχο των Θεσσαλών, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν για να περάσουν ευνοϊκές γι’ αυτούς πολιτικές αποφάσεις κατά των αντιπάλων τους Φωκέων. Αποτέλεσμα αυτών ήταν οι λεγόμενοι Ιεροί Πόλεμοι.

Μετά την επικράτηση της θηβαϊκής ηγεμονίας στην Ελλάδα, οι Θηβαίοι, ελέγχοντας και μεγάλο τμήμα της Θεσσαλίας, κατάφεραν να αποκτήσουν τον απόλυτο έλεγχο του συμβουλίου, εξασφαλίζοντας άμεσα ή έμμεσα τις 19 από τις 24 ψήφους σε αυτό.

Η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν μόνο από δύο ψήφους στο συμβούλιο η καθεμία και η Φωκίδα, στο έδαφος της οποίας έδρευε και συνεδρίαζε το συμβούλιο είχε μόνο μία. Οι Θηβαίοι μάλιστα, μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα, κατάφεραν να περάσουν ψήφισμα με το οποίο καταδίκαζαν τους Σπαρτιάτες σε πρόστιμο 500 ταλάντων (το οποίο αργότερα αυθαίρετα επαύξησαν στα 1.000 τάλαντα), ποσό εξωφρενικά υψηλό, για την εποχή.

Ουσιαστικά δηλαδή το αμφικτιονικό συμβούλιο είχε εκπέσει σε όργανο φτηνών πολιτικών ενεργειών, που δεν είχαν καμία σχέση με τον αρχικό θρησκευτικό του ρόλο.

Γ΄ Ιερός Πόλεμος

Το 363 π.Χ. οι κάτοικοι της πόλης των Δελφών αποφάσισαν να ενταχθούν στο Κοινό της Φωκίδας, δηλαδή στο κράτος των φωκικών πόλεων. Ωστόσο, το αμφικτιονικό συμβούλιο, με εισήγηση των Θηβαίων, δεν τους το επέτρεψε. Λίγο αργότερα δύο νέοι από τους Δελφούς απήγαγαν μια κόρη από τη Βοιωτία, την οποία ο ένας από αυτούς επιθυμούσε να νυμφευτεί. Οι Θηβαίοι τότε κατάφεραν να δημιουργήσουν σοβαρό ζήτημα στο συμβούλιο εις βάρος των Φωκέων. Παρά την καταδίκη των υπευθύνων για την πράξη, οι Θηβαίοι, με τη συνδρομή κυρίως των Θεσσαλών, προαιώνιων αντιπάλων των Φωκέων, επέβαλαν, μέσω του συμβουλίου, τεράστιο χρηματικό πρόστιμο σε μερικούς Φωκείς.

Ήταν φανερό ότι οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους εξωθούσαν τους Φωκείς σε πόλεμο με κάθε τρόπο. Όταν οι καταδικασμένοι στο πρόστιμο Φωκείς πολίτες αρνήθηκαν να το καταβάλουν, θεωρώντας το άδικο (όπως και ήταν), το αμφικτιονικό συμβούλιο απείλησε με πόλεμο το Φωκικό Κοινό. Οι Φωκείς, εκναυρισμένοι από τον πόλεμο νεύρων που τους έκαναν οι αντίπαλοί τους, αποφάσισαν, με πρόταση του ηγέτη τους Φιλόμηλου, να επιτεθούν πρώτοι και να καταλάβουν τους Δελφούς, που, ούτως ή άλλως, ήταν παλιά μέλος του Φωκικού Κοινού.

Η εκκλησία των πολιτών δέχτηκε με σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία τις προτάσεις του και τον ανακήρυξε «στρατηγό-αυτοκράτορα», δηλαδή ύπατο ηγέτη του Κοινού. Αμέσως μετά ο Φιλόμηλος ήρθε σε μυστική συνεννόηση με τη Σπάρτη και έλαβε οικονομική ενίσχυση 15 ταλάντων. Έτσι, διαθέτοντας και τη μεγάλη προσωπική του περιουσία, κατάφερε να συγκροτήσει στρατό, στον οποίο έταξε και μεγάλο αριθμό μισθοφόρων. Το καλοκαίρι του 356 π.Χ., ο Φιλόμηλος έστειλε 1.000 πελταστές του στους Δελφούς, οι οποίοι κατέλαβαν την ατείχιστη πόλη αμαχητί.

Η ενέργειά του χαρακτηρίστηκε ιεροσυλία και το αμφικτιονικό συμβούλιο κήρυξε τον πόλεμο στο Φωκικό Κοινό, προσεταιριζόμενο και τους γείτονες των Φωκεών, Λοκρούς. Αυτοί, και συγκεκριμένα οι κάτοικοι της Άμφισσας, κινήθηκαν πρώτοι κατά του Φιλόμηλου, αλλά σε μάχη που δόθηκε στους Δελφούς οι Αμφισσείς κατατροπώθηκαν και πολλοί σκοτώθηκαν στους γύρω γκρεμούς καθώς προσπαθούσαν να ξεφύγουν. Μετά από τη νίκη του, ο Φιλόμηλος εγκατέστησε φρουρά στους Δελφούς και οχύρωσε την πόλη.

Παράλληλα, κήρυξε άκυρη την απόφαση του αμφικτιονικού συμβουλίου περί επιβολής προστίμου και διέταξε να σβηστεί το εν λόγω ψήφισμα από την αναθηματική στήλη στην οποία είχε γραφτεί. Στη συνέχεια στρατολόγησε ακόμα περισσότερους άνδρες, καθώς περίμενε με βεβαιότητα βοιωτική επίθεση.

Πραγματικά, οι Θηβαίοι και οι σύμμαχοί τους επιτέθηκαν, αλλά ηττήθηκαν από τους Φωκείς. Μετά και από αυτή την επιτυχία, ο Φιλόμηλος με 5.000 άνδρες εισέβαλε στη Λοκρίδα όπου όμως ηττήθηκε από τους Λοκρούς. Μετά τη μάχη, ζήτησε από τους νικητές να του παραδώσουν τα σώματα των πεσόντων, για να τα κηδέψει, όπως ήταν η συνήθεια της εποχής.

Οι Λοκροί όμως αρνήθηκαν να τα παραδώσουν, λέγοντάς του ότι τα σώματα των ιερόσυλων έπρεπε να μένουν άταφα. Η απάντηση των Λοκρών προκάλεσε το άγριο μένος των Φωκέων, οι οποίοι επιτέθηκαν ξανά, νίκησαν τους αντιπάλους και πήραν τις σορούς των στρατιωτών τους. Μάλιστα, παρέδωσαν και τα σώματα των νεκρών Λοκρών στους συμπατριώτες τους για να τα θάψουν!

Μετά την παράξενη αυτή επιτυχία, ο Φιλόμηλος λεηλάτησε τη χώρα των Λοκρών, και το φθινόπωρο πια επέστρεψε στη Φωκίδα. Πρώτη του ενέργεια ήταν να ζητήσει ο ίδιος χρησμό από το μαντείο. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι ιερείς των Δελφών είχαν από την αρχή αντιταχθεί στην κατάληψη του ιερού από τους Φωκείς και αρνούνταν να δώσουν χρησμούς.

Ο ρόλος του δελφικού ιερατείου ήταν πάντα σκοτεινός. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση ήταν και μεροληπτικός. Ο Φιλόμηλος, άλλωστε, είχε δημόσια δηλώσει ότι οι ενέργειές του είχαν προκληθεί από τις μηχανορραφίες των αντιπάλων του και είχε δεσμευτεί ότι δεν θα έθιγε ούτε την αυτονομία ούτε τους θησαυρούς του ιερού.

Παράλληλα, έστειλε πρέσβεις στις μεγαλύτερες ελληνικές πόλεις, ακόμα και στην εχθρική Θήβα, επαναλαμβάνοντας τις δεσμεύσεις του και δηλώνοντας έτοιμος για διαπραγματεύσεις. Μαζί του τάχθηκαν οι Σπαρτιάτες, οι Αθηναίοι, οι Κορίνθιοι και οι Αχαιοί.

Οι εχθροί όμως δεν δέχτηκαν τις προτάσεις του και επέμειναν στις σκληρές τους θέσεις. Στόχος τους ήταν η πολιτική αποδυνάμωση της Φωκίδας και η κατάκτησή της. Έτσι, με πρωτοβουλία των Βοιωτών, συγκλήθηκε στις Θερμοπύλες, το φθινόπωρο του 355 π.Χ. το εν εξορία αμφικτιονικό συμβούλιο. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, θεωρώντας το παρωδία, αρνήθηκαν να το νομιμοποιήσουν στέλνοντας αντιπροσώπους. Έτσι, με απόλυτη πλειοψηφία, το δοτό συμβούλιο, αποφάσισε την κήρυξη Ιερού Πολέμου κατά των Φωκέων.

Μετά από την εξέλιξη αυτή, ο Φιλόμηλος υποχρέωσε το δελφικό ιερατείο να του χορηγήσει δάνειο, με τα χρήματα του οποίου στρατολόγησε επιπλέον μισθοφόρους, και την άνοιξη του 354 π.Χ. κινήθηκε προς τις Θερμοπύλες. Εκεί κατάφερε να νικήσει αρχικά τους ενισχυμένους με βοιωτικά τμήματα Λοκρούς. Όταν όμως έμαθε ότι βοιωτικός Στρατός 13.000 ανδρών ερχόταν κατά πάνω του, υποχώρησε προς τη χώρα. Στη Νέωνα, στις παρυφές του Παρνασσού, δόθηκε η αποφασιστική μάχη.

Ο στρατός του Φιλόμηλου, ενισχυμένος με 1.500 Αχαιούς, διαλύθηκε στη μάχη, σε μια από τις αγριότερες μάχες που δόθηκαν μεταξύ Ελλήνων, όπου και οι δύο πλευρές δεν συνέλαβαν αιχμάλωτους. Αποκλεισμένοι σε ένα ορεινό πέρασμα, οι Φωκείς κατακόπηκαν. Ο ίδιος ο Φιλόμηλος, τραυματισμένος όπως ήταν, για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών, πήδηξε στο γκρεμό και σκοτώθηκε.

Ο νέος στρατηγός-αυτοκράτορας

Ο θάνατος του Φιλόμηλου και η συντριβή του Στρατού του προκάλεσε προβληματισμό στη Φωκίδα. Ένα μέρος των πολιτών έβλεπε ότι ο πόλεμος δεν μπορούσε να κερδηθεί και ότι θα έπρεπε να υπάρξει ειρήνη. Ωστόσο, η μερίδα των πολιτών που επιθυμούσε τη συνέχιση του πολέμου ήταν μεγαλύτερη. Οι πολίτες αυτοί εξέλεξαν δύο αδελφούς, στους οποίους ανέθεσαν τη συνέχιση του πολέμου, δίνοντάς τους απόλυτες εξουσίες. Τα δύο αδέρφια ήταν ο Ονόμαρχος και ο Φάυλλος.

Σύμφωνα με το Διόδωρο τον Σικελιώτη, ο Ονόμαρχος ήταν συστρατηγός του Φιλόμηλου. Είχε πολεμήσει στη μάχη της Νέωνας και ήταν αυτός που οδήγησε τα υπολείμματα του στρατού πίσω στη Φωκίδα. Ο ίδιος συγγραφέας αναφέρει ότι ο Ονόμαρχος ήταν ένας από τους Φωκείς πολίτες που είχαν καταδικαστεί σε βαρύ πρόστιμο από το αμφικτιονικό συμβούλιο.

Ο Ονόμαρχος αποφάσισε να κινηθεί δυναμικά και να δώσει τον υπέρ πάντων αγώνα, με κάθε μέσο. Πρώτα, συνέτριψε την εσωτερική αντιπολίτευση, μη διστάζοντας να θανατώσει, να εξορίσει και να δημεύσει περιουσίες.

Κατόπιν, εισέβαλε ανοιχτά στο ιερό των Δελφών και άρπαξε όλα τα πολύτιμα αναθήματα. Υπολογίζεται ότι η αξία των αναθημάτων αυτών ξεπερνούσε το ασύλληπτο ποσό των 10.000 ταλάντων, ποσό που ούτε η Αθήνα στην ακμή της δεν είχε κατορθώσει ποτέ να συγκεντρώσει.

Ο Ονόμαρχος αξιοποίησε τα χρήματα αυτά με τον προσφορότερο τρόπο. Ενίσχυσε τους τυράννους των Φερών της Μαγνησίας, Λυκόφρονα και Πειθόλαο, που ήταν σύμμαχοί του, δωροδόκησε στρατηγούς και πολιτικούς σε φίλιες και ουδέτερες πόλεις, μα πάνω από όλα συγκρότησε έναν μεγάλο και ισχυρό στρατό, στρατολογώντας χιλιάδες εμπειροπόλεμους μισθοφόρους και συγκροτώντας, για πρώτη φορά στην ηπειρωτική Ελλάδα, σώμα «καταπελτικό».

Αυτή ήταν και η μεγάλη του συμβολή στην πολεμική τέχνη. Ήταν ο πρώτος Έλληνας στρατηγός που σκέφτηκε να συγκροτήσει (ας μας επιτραπεί η έκφραση) σώμα πεδινού πυροβολικού.

Με τους καταπέλτες του θα μπορούσε εύκολα και γρήγορα να κυριεύει τις αντίπαλες πόλεις και να πλήττει τις αντίπαλες φάλαγγες. Ο Στρατός που συγκρότησε έφτασε να αριθμεί περισσότερους από 20.000 άνδρες, από κάθε γωνιά του ελληνικού κόσμου. Από αυτούς, το βαρύ πεζικό, οι οπλίτες, ήταν σχετικά λίγοι, όχι περισσότεροι από 4.000 άνδρες.

Οι περισσότεροι πεζοί ήταν πελταστές και οι υπόλοιποι ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί τοξότες, ακοντιστές και σφενδονήτες. Το ιππικό ήταν μάλλον ολιγάριθμο, αριθμώντας στην κρίσιμη τελική μάχη με το Φίλιππο, μόλις 500 άνδρες. Όσον αφορά στους καταπέλτες, υπήρχαν τρεις κυρίως τύποι, ελαφροί, φορητοί οξυβελείς γαστραφέτες και σταθεροί λιθοβόλοι και οξυβελείς.

Ο στρατός του Ονόμαρχου ήταν προσαρμοσμένος στα εδάφη που θα καλούνταν συνήθως να πολεμήσει: στις περιοχές της Φωκίδας και της Λοκρίδας. Στο ορεινό ανάγλυφο των περιοχών αυτών οι βραδυκίνητοι οπλίτες της φάλαγγας και το ιππικό δεν μπορούσαν ουσιαστικά να δράσουν παρά περιορισμένα. Αντίθετα, αυτού του τύπου τα εδάφη ήταν ο παράδεισος των πελταστών και των ψιλών.

Ακολουθώντας την τακτική του «χτύπα και φύγε», οι άνδρες αυτοί κινούνταν ταχύτατα στα δύσβατα εδάφη, αφού δεν έφεραν θώρακα, έπλητταν τον εχθρό από ασφαλή απόσταση και, αν αυτός άντεχε στα πλήγματα, απλά αποσυρόταν. Αν όμως έδειχνε σημάδια κάμψης, δεν δίσταζαν να εμπλακούν μαζί του και εκ του συστάδην, αφού η ευκινησία τους τους το επέτρεπε, ενώ στην περίπτωση που η κατάσταση εξελισσόταν δυσμενώς για εκείνους, μπορούσαν να απαγκιστρωθούν γρήγορα.

Ο Ονόμαρχος με το νέο του Στρατό εκστράτευσε πρώτα κατά των Λοκρών, τους οποίους κατανίκησε και υποχρέωσε να ενταχθούν στο Φωκικό Κοινό. Μετά και την επιτυχία αυτή, συγκρότησε ένα νέο αμφικτιονικό συμβούλιο, στο οποίο αυτή τη φορά συμμετείχαν οι Λοκροί, οι Φωκείς, οι Αθηναίοι, οι Σπαρτιάτες, οι Κορίνθιοι, οι Μεγαρείς και οι Επιδαύριοι.

Η πρώτη σύνοδος του νέου συμβουλίου έγινε την άνοιξη του 353 π.Χ. Επίσης, χάρη στα χρήματα που διέθεσε, ο Ονόμαρχος κατάφερε τελικά να διασπάσει τους Θεσσαλούς, οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα και άρχισαν να μάχονται μεταξύ τους.

Σε χειρότερη κατάσταση είχαν πάντως βρεθεί οι Βοιωτοί. Μετά τη νίκη τους στη Νέωνα και το θάνατο του Φιλόμηλου, είχαν πιστέψει ότι οι Φωκείς θα υποτάσσονταν πια. Μην αντέχοντας μάλιστα τα δυσβάστακτα έξοδα συντήρησης του στρατού τους, μίσθωσαν 5.000 άνδρες στον Πέρση σατράπη Αρτάβαζο, ο οποίος είχε στασιάσει κατά του βασιλιά του.

Έτσι, όταν ο Ονόμαρχος εισέβαλε στη Δωρίδα και τη λεηλάτησε, οι Βοιωτοί δεν ήταν έτοιμοι να τον αντιμετωπίσουν, ενώ, όταν ο Ονόμαρχος εισέβαλε στη Βοιωτία, κατόρθωσε να καταλάβει ταχύτατα τη σημαντική πόλη του βοιωτικού Ορχομενού. Τότε όμως ήταν που διέπραξε το σφάλμα να μη συνεχίσει την εκστρατεία στη Βοιωτία με το σύνολο των δυνάμεών του.

Αν το είχε πράξει πιθανόν να είχε θέσει εκτός μάχης τους Βοιωτούς πριν εμφανιστεί ο νέος μεγάλος του αντίπαλος από το Βορρά, που δεν ήταν άλλος από τον Φίλιππο της Μακεδονίας. Αντίθετα, όμως, και για άγνωστους λόγους, έστειλε μόνο ένα μικρό σώμα να καταλάβει τη Χαιρώνεια, το οποίο βεβαίως ηττήθηκε.

Παρ’ όλα αυτά, η κατάσταση ήταν ευνοϊκή για τον Ονόμαρχο. Η κατοχή του Ορχομενού του έδινε μια σταθερή βάση επιχειρήσεων στη Βοιωτία. Παράλληλα η συμμαχία του με τους Θεσσαλούς τυράννους απέκλειε τον από Θεσσαλίας κίνδυνο.

Επίσης, η συμμαχία του με τις δύο παραδοσιακές δυνάμεις του αρχαίου ελληνικού κόσμου, την Αθήνα και τη Σπάρτη, ήταν σημαντική, για λόγους γοήτρου περισσότερο, αφού οι μεν Σπαρτιάτες πολεμούσαν εκείνη την εποχή κατά των Αργείων και των Μεσσηνίων, ενώ οι Αθηναίοι δεν είχαν ακόμα συνέλθει από τον Συμμαχικό Πόλεμο και πολεμούσαν κατά του Φιλίππου.

Ο Φίλιππος Β’ της Μακεδονίας δεν συμμετείχε επίσημα στον Ιερό Πόλεμο. Πολεμούσε κατά των αθηναϊκών αποικιών στη Χαλκιδική. Ωστόσο, όταν προσκλήθηκε από τον ισχυρό οίκο των Αλευάδων της Λάρισας να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των τυράννων, θεώρησε το γεγονός ως μια σπουδαία ευκαιρία για να αναδειχθεί σε ρυθμιστή των Ελληνικών πραγμάτων.

Έτσι, αποδέχτηκε την πρόσκληση και εισήλθε στη Θεσσαλία με το Στρατό του, στα τέλη του καλοκαιριού του 353 π.Χ. Οι τύραννοι των Φερών και σύμμαχοι του Ονόμαρχου, Λυκόφρων και Πειθόλαος, δεν διέθεταν δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τους Μακεδόνες μαζί με τους Θεσσαλούς συμμάχους τους. Ζήτησαν λοιπόν τη βοήθεια του Ονόμαρχου.

Ο τελευταίος, έχοντας συνειδητοποιήσει το προηγούμενο σφάλμα του, είχε εκστρατεύσει και πάλι στη Βοιωτία. Αδυνατώντας, για το λόγο αυτό, να κινηθεί με τον όγκο των δυνάμεών του προς τη Θεσσαλία, έστειλε στους τυράννους συμμάχους του τον αδελφό του Φάυλλο με 7.000 άνδρες. Ωστόσο, ο Φίλιππος δεν δυσκολεύτηκε να νικήσει το μικρό Στρατό του Φάυλλου και να τον υποχρεώσει να υποχωρήσει.

Σύγκρουση γιγάντων

Ο Ονόμαρχος ήταν άνθρωπος της δράσης και είχε ως στόχο να αναδείξει την πατρίδα του σε πανελλήνια δύναμη. Στο μυαλό του είχε καταστρώσει το σχέδιο να επεκτείνει τη φωκική επιρροή σε όλη την Κεντρική Ελλάδα και στη Θεσσαλία. Τα είχε σχεδόν καταφέρει μέχρι τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Φίλιππος. Έτσι, δεν μπορούσε να αφήσει το μεγάλο Έλληνα βασιλιά να του χαλάσει τα σχέδια.

Αν και είχε έρθει ήδη το φθινόπωρο, εποχή που οι αρχαίοι Έλληνες συνήθως δεν εκτελούσαν πολεμικές επιχειρήσεις, ο Ονόμαρχος συγκέντρωσε το σύνολο του στρατού του και βάδισε προς τη Θεσσαλία.

Στο σημείο αυτό οι πληροφορίες χάνονται. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, βασική πηγή για τον Γ΄ Ιερό Πόλεμο (αν και απόλυτα μεροληπτική υπέρ του Φιλίππου) αναφέρει απλώς ότι οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν δύο φορές και ο Ονόμαρχος νίκησε. Ωστόσο, ο Βρετανός ελληνιστής Νίκολας Χάμοντ, στην «Ιστορία της Μακεδονίας» αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες.

Στην πρώτη μεταξύ τους μάχη φαίνεται πως ο Φίλιππος δεν έριξε το σύνολό του στρατού του, υποτιμώντας ίσως τον αντίπαλό του, με αποτέλεσμα να υποστεί ήττα, για την έκταση της οποίας οι πηγές δεν κάνουν κανένα λόγο. Για τη δεύτερη μάχη, όμως, η οποία πρέπει να δόθηκε με διαφορά λίγων ημερών από την πρώτη, οι περιγραφές είναι πιο σαφείς.

Ο Ονόμαρχος, έχοντας ίδια αντίληψη της συντριπτικής υπεροχής του αντιπάλου του σε βαρύ πεζικό και μάλιστα σε σαρισοφόρους, αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει με τη χρήση των νέων όπλων της εποχής. Αυτή άλλωστε ήταν και η μόνη του επιλογή, αφού οι λίγοι οπλίτες του δεν είχαν καμία τύχη απέναντι στο ζωντανό οδοστρωτήρα της Μακεδονικής Φάλαγγας.

Έτσι αποφάσισε να ταχθεί έξυπνα, αξιοποιώντας το έδαφος και τον εξοπλισμό του στρατού του. Διάλεξε ένα λόφο με σχήμα ανεστραμμένης ημισελήνου. Στο κοίλωμα ανάμεσα στα δύο άκρα του λόφου έταξε το βαρύ πεζικό και μέρος των πελταστών του.

Αρχικά, πάντως, φαίνεται πως είχε τάξει τη δική του φάλαγγα πιο μπροστά με την εντολή, μόλις δεχτεί επίθεση, να υποχωρήσει, για να παρασύρει το Φίλιππο στην παγίδα που του ετοίμαζε. Στα άκρα και στα ψηλώματα του λόφου τάχθηκαν οι ψιλοί τοξότες και οι σφενδονήτες. Πίσω δε από τις πλάτες του πεζικού του, επί του λόφου, τάχθηκαν οι βαρύτεροι καταπέλτες. Οι ελαφροί γαστραφέτες τάχθηκαν μπροστά από τη φίλια φάλαγγα, αποτελώντας την «επιτροπή υποδοχής» των αντιπάλων.

Ο Ονόμαρχος, ορθά σκεπτόμενος, σκόπευε να υποδεχτεί τις πυκνές αντίπαλες φάλαγγες με καταιγισμό βλημάτων. Η Μακεδονική Φάλαγγα στη φάση της εφόδου, όταν οι ασπίδες των ανδρών εφάπτονταν μεταξύ τους (συνασπισμός) παρουσίαζε έναν εξαίρετο συμπαγή στόχο. Οι βολές από τα συνήθη βλήματα της εποχής (βέλη, ακόντια και βλήματα σφενδόνης) μπορούσαν να προκαλέσουν απώλειες, αλλά όχι και να ανακόψουν την έφοδό της, αφού το μεγάλο της βάθος (16 άνδρες ο ένας πίσω από τον άλλο) εξασφάλιζε την αναπλήρωση των όποιων κενών ανοίγονταν στις πρώτες γραμμές.

Οι καταπέλτες όμως ήταν μια άλλη ιστορία. Η ισχύς με την οποία εκτόξευαν τα βλήματά τους παρείχε τις καλύτερες εγγυήσεις ότι το καθένα από αυτά μπορούσε να εξουδετερώσει δύο, τρεις ή και περισσότερους άνδρες με μία μόνο βολή. Οι ασπίδες των Μακεδόνων πεζεταίρων, οι διαμέτρου 60 εκ. πέλτες, δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξουν στα πλήγματα αυτά, ειδικά από τις αποστάσεις που ο Ονόμαρχος σκόπευε να ανοίξει πυρ.

Από τη διάταξη μάχης των Φωκέων μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Φίλιππος έταξε το στρατό του συμβατικά, με τη φάλαγγα στο κέντρο, το άλλο πεζικό εκατέρωθεν και το ιππικό στα δύο κέρατα. Έτσι ταγμένοι οι Μακεδόνες άρχισαν να βαδίζουν αργά και ρυθμικά κατά των Φωκέων ψάλλοντας τον παιάνα. Η απόσταση συνεχώς μειωνόταν και τα πρώτα βέλη άρχισαν να σφυρίζουν στον αέρα, χωρίς αποτέλεσμα.

Όταν όμως οι Μακεδόνες έφτασαν στα 150-200 μ. από τους αντιπάλους τους θα πρέπει να άνοιξαν οι πύλες της κόλασης. Την έναρξη έκαναν οι γαστραφέτες, της πρώτης γραμμής. Τα μεγάλα βέλη τους περνούσαν τις ασπίδες των πολεμίων σαν να ήταν από χαρτί, με δύναμη τόση, που κατάφερναν πλήγμα και στον άντρα που βρισκόταν πίσω από τον πρώτο στη σειρά.

Τα πράγματα όμως έγιναν ακόμα χειρότερα όταν άνοιξαν πυρ τα βαρέα «πυροβόλα». Οι βαρύτεροι οξυβελείς και λιθοβόλοι καταπέλτες άρχισαν να κονιορτοποιούν τη φάλαγγα, ολόκληροι ζυγοί της οποίας χάνονταν ξαφνικά, με μόνο σημάδι τις κραυγές πόνου των ανδρών. Οι λιθοβόλοι καταπέλτες έριχναν τα βαριά τους βλήματα με ορμή.

Οι ασπίδες που βρίσκονταν απέναντί τους, τσάκιζαν στα δύο. Οι άνδρες που δέχονταν τα πλήγματα κομματιάζονταν. Ειδικά όσοι έφεραν μεταλλικούς θώρακες πέθαιναν όταν οι θώρακες αυτοί, χτυπημένοι με δύναμη από τα βλήματσ, εισερχόταν στη σάρκα και ξέσκιζαν αυτόυς που τους έφεραν.

Τότε ήταν που συνέβη το αδιανόητο: η Μακεδονική Φάλαγγα «έσπασε» τους ζυγούς της. Οι άνδρες άρχισαν να οπισθοχωρούν με ολοένα και γρηγορότερο βήμα. Σε λίγο επικράτησε πανικός και απόλυτη σύγχυση. Ήταν η στιγμή να εξαπολύσει ο Ονόμαρχος γενική επίθεση. Αυτό και έκανε με αποτέλεσμα ο στρατός του Φιλίππου να τραπεί σε άτακτη φυγή, έχοντας υποστεί συντριπτική ήττα.

Δυστυχώς για τον Ονόμαρχο υπήρχε στο πεδίο το μακεδονικό και το θεσσαλικό ιππικό. Έτσι, μη διαθέτοντας σοβαρές δυνάμεις ιππικού, υποχρεώθηκε να σταματήσει την καταδίωξη των ηττημένων, μη δυνάμενος να ολοκληρώσει την επιτυχία του. Η έλλειψη ιππικού υπήρξε καταλυτικής σημασίας για τον Ονόμαρχο, όχι μόνο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά και στην τελική μάχη στο Κρόκιον Πεδίο το καλοκαίρι του 352 π.Χ.

Για την ώρα πάντως, ο Φίλιππος είχε εξουδετερωθεί, αν και ο ίδιος επέμενε ότι είχε απλώς αποσυρθεί, όπως ο κριός, «ιν’ αύθις ποιήσωμαι σφοδροτέραν την εμβολήν» («ώστε αμέσως να καταστήσω σφοδρότερη την εισβολή»). Έτσι, ο Ονόμαρχος έστρεψε και πάλι την προσοχή του στη Βοιωτία, στην οποία εισέβαλε στις αρχές της άνοιξης του 352 π.Χ., και σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέλαβε την Κορώνεια.

Σε λίγο όμως έφτασαν άσχημες ειδήσεις από τη Θεσσαλία. Ο Φίλιππος, με αναδιοργανωμένο Στρατό, είχε προχωρήσει και πάλι, έχοντας εξασφαλίσει και τη συνεργασία των περισσότερων Θεσσαλών.

Ο Ονόμαρχος κινήθηκε ξανά προς τη Θεσσαλία, επικεφαλής του συνόλου των δυνάμεών του (20.000 πεζοί και 500 ιππείς). Εκεί τον περίμενε ο Φίλιππος με ισάριθμο πεζικό, αλλά με 3.000 Μακεδόνες και Θεσσαλούς επίλεκτους ιππείς. Ο Ονόμαρχος πίστευε πως θα μπορούσε να στηριχτεί στη βοήθεια μοίρας του αθηναϊκού στόλου που βρισκόταν στον Παγασητικό. Αποφάσισε λοιπόν, παρά τη μεγάλη υπεροχή του αντιπάλου του σε ιππικό, να δώσει μάχη, στηρίζοντας το δεξιό του πλευρό στη θάλασσα, ενώ το αριστερό του καλυπτόταν από τους 500 ιππείς.

Η συνάντηση των αντιπάλων έγινε στο Κρόκιον Πεδίο, δυτικά του σημερινού Βόλου. Η μάχη ήταν σύντομη. Ο Φίλιππος έριξε το σύνολο του ιππικού κατά του φωκικού ιππικού, το οποίο, αν και πολέμησε γενναία, στο τέλος διαλύθηκε.

Κατόπιν, το ιππικό του πλαγιοκόπησε την εχθρική παράταξη, την ώρα που το πεζικό του εφορμούσε μετωπικά εναντίον της. Το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Ο φωκικός Στρατός διαλύθηκε και περίπου 6.000 Φωκείς σκοτώθηκαν, μαζί με το γενναίο στρατηγό τους. Άλλοι 3.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πνίγηκαν στη θάλασσα, ως ιερόσυλοι. Κάποιοι λίγοι που κατάφεραν να ξεφύγουν κολυμπώντας, κατέφυγαν στα αθηναϊκά πλοία, ενώ οι υπόλοιποι τράπηκαν σε φυγή προς το Νότο.

Αυτή ήταν η τύχη ενός άγνωστου εν πολλοίς, μεγάλου αρχαίου Έλληνα στρατηγού.

Ο πόλεμος, παρά το θάνατό του, κράτησε αρκετά χρόνια ακόμα και έληξε μόλις το 346 π.Χ., δηλαδή δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την έναρξή του, με την τελική ήττα των Φωκέων και την καταστροφή των περισσοτέρων πόλεών τους. Ο αδελφός του Ονόμαρχου, Φάυλλος, πέθανε από ασθένεια το 351 π.Χ.

Καταπέλτες

Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. οι Έλληνες της Σικελίας επινόησαν ένα νέο τότε όπλο, τον καταπέλτη. Εφευρέτης του κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο διάσημος στρατηγός και μηχανικός Αρχύτας ο Ταραντίνος, ο οποίος κατασκεύασε και την πρώτη πτητική μηχανή. «Και πράγματι οι καταπέλτες εφευρέθηκαν εκείνον τον καιρό στις Συρακούσες, γιατί είχαν συγκεντρωθεί εκεί από παντού οι καλύτεροι των τεχνιτών», αναφέρει ο Διόδωρος ο Σικελιώτης.

Τι ήταν όμως ο καταπέλτης; Όπως μαρτυρά και το όνομά του, ο καταπέλτης ήταν μια βλητοφόρος πολεμική μηχανή, ικανή να διαπερνά τις ασπίδες των αντιπάλων (τις πέλτες). Στην πρώτη του μορφή ήταν ένα όπλο κατά προσωπικού, σχεδιασμένο ειδικά για να χρησιμοποιείται κατά των πυκνών φαλαγγών.

Οι πρώτοι καταπέλτες ήταν απλής σχεδίασης και κατασκευής. Ονομάστηκαν «γαστραφέτες» γιατί ο χειριστής τους τους στήριζε στην κοιλιά του κατά την επαναγέμιση, ίσως και κατά τη βολή. Οι γαστραφέτες στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μεγάλες βαλλίστρες (σταυρωτά τόξα), όμοιες σχεδόν με τις αντίστοιχες μεσαιωνικές. Ο γαστραφέτης έβαλλε ένα μεγάλο βέλος, με μεγάλη ταχύτητα και άρα διατρητική ικανότητα. Το βεληνεκές μάχης του ήταν ικανοποιητικό για την εποχή και υπολογίζεται στα 200 μ.

Χάρη στο εξελιγμένο του οπλοστάσιο, ο Διονύσιος των Συρακουσών συνέτριψε με εκπληκτική ταχύτητα την αντίσταση της καλύτερα οχυρωμένης καρχηδονιακής βάσης στη Σικελία. Σύντομα, όμως, νέες εξελιγμένες μορφές καταπελτών θα έκαναν την εμφάνισή τους.

Ο επίσης Ταραντίνος μηχανικός Ζώπυρος φέρεται ως ο κατασκευαστής ενός νέου τύπου οξυβελούς καταπέλτη, ο οποίος στηριζόταν σε τρίποδη βάση και διέθετε και υποτυπώδη μηχανισμό σκόπευσης. Ο καταπέλτης του Ζωπύρου ήταν ισχυρότερος και είχε βεληνεκές μάχης περί τα 300 μ. Ένα άλλο υπόδειγμα οξυβελούς καταπέλτη που κατασκεύασε ο Ζώπυρος αφορούσε σε ένα όπλο ικανό να εκτοξεύει ταυτόχρονα δύο βέλη, μήκους 2 μ., σε απόσταση 300 μ.

Στο α΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. έκαναν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι λιθοβόλοι καταπέλτες, με πρώτο αυτόν του μηχανικού Χάρωνος από τη Μαγνησία της Ιωνίας. Οι πρώτοι λιθοβόλοι έβαλλαν ελαφρά βλήματα, βάρους περίπου 2,5 κιλών, σε μικρές αποστάσεις (περί τα 200 μ. βεληνεκές μάχης). Σύντομα όμως οι καταπέλτες θα εξελίσσονταν δραματικά, για να φτάσουν στο απόγειό τους στην ελληνιστική περίοδο.

Από τη Μεγάλη Ελλάδα οι καταπέλτες πέρασαν και στη μητροπολιτική Ελλάδα. Ο Φωκεύς στρατηγός Ονόμαρχος συγκρότησε πρώτος σώμα «πυροβολικού», κατά τον Γ’ Ιερό Πόλεμο, κατά των Μακεδόνων του Φιλίππου Β’. Ο Ονόμαρχος, στηριζόμενος στους οξυβελείς, αλλά και για πρώτη φορά στους λιθοβόλους καταπέλτες του, συνέτριψε δύο φορές το Στρατό του Φιλίππου, τραυματίζοντας πολύ σοβαρά και τον ίδιο.

Τελικά ο Φίλιππος επέζησε, αλλά έχασε το αριστερό του μάτι. Το πυροβολικό των Φωκέων αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματικό λοιπόν και στο πεδίο της μάχης, κυριολεκτικά σε ρόλο πεδινού πυροβολικού. Ιδιαιτέρως αποτελεσματικοί ήταν οι καταπέλτες εναντίον των πυκνών σχηματισμών της φάλαγγας.

Η μεγάλη εξέλιξη, στον τομέα των καταπελτών αρχικά, στοιχειοθετείται με την κατασκευή του καταπέλτη συστροφής. Αντίθετα με τους πρώτους γαστραφέτες και λιθοβόλους, οι οποίοι δεν ήταν παρά μεγάλα και ισχυρά τόξα, ικανά να εκτοξεύουν απλώς βαρύτερα βλήματα, οι καταπέλτες συστροφής αποτέλεσαν μηχανικό θαύμα για την εποχή τους.

Η λειτουργία τους στηριζόταν στις απλές αρχές της Μηχανικής. Με τη συστροφή είτε σχοινιών, είτε τριχών αλόγων, είτε εντέρων ζώων δημιουργούνταν, θα μπορούσαμε να πούμε, ισχυρά ελατήρια, η εκτόνωση των οποίων εκτόξευε βαριά βλήματα σε μεγαλύτερη απόσταση.

Οι πρώτοι καταπέλτες του είδους φαίνεται ότι σχεδιάστηκαν από τους μηχανικούς του Φιλίππου Β’, ως αντίδοτο ίσως στους γαστραφέτες των Φωκέων. Ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε λιθοβόλους καταπέλτες συστροφής κατά την πολιορκία της Τύρου (333 π.Χ.).

Ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε τεράστιους λιθοβόλους καταπέλτες, μήκους 7 μ., που ήταν ικανοί να βάλουν λίθινο βλήμα βάρους 26-78 κιλών (ταλαντιαίοι και τριταλαντιαίοι αντίστοιχα) σε απόσταση 350-400 μ., αναλόγως της γωνίας βολής.

Σύντομα, τα ισχυρά αυτά όπλα ισχυροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο με την αύξηση της γωνίας κλίσης των βραχιόνων τους, η οποία από τις 23ο που ήταν αρχικά έφτασε τις 35ο και τελικά τις 50ο. Άλλος διαδεδομένος τύπος λιθοβόλου καταπέλτη ήταν αυτός των 30 μνων (ημιταλαντιαίος) με βάρος βλήματος περί τα 13 κιλά.

Πολλές φορές το βλήμα των λιθοβόλων καταπελτών δεν ήταν ένας συμπαγής γρανιτένιος λίθος, αλλά ένας ασβεστολιθικός λίθος ή ακόμα και μια πήλινη σφαίρα. Οι λίθοι αυτοί κατά την πρόσκρουσή τους στο εχθρικό τείχος θραύονταν, προκαλώντας όμως μηχανικό αποτέλεσμα ανάλογο με αυτό των σημερινών βλημάτων κοίλου γεμίσματος.

Τέτοια βλήματα ήταν ιδιαιτέρως χρήσιμα και κατά προσωπικού, καθώς, ακόμα και αν δεν έπλητταν άμεσα τον στόχο, κατά την πρόσκρουσή τους στο έδαφος θραύονταν και λειτουργούσαν ως θραυσματοφόρα βλήματα. Η πρακτική αυτή είναι πολύ παλιά και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες σφενδονήτες από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους, όπως μαρτυρούν τα πήλινα βλήματα σφενδόνης που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο.

Οι καταπέλτες, είχαν μεγάλη ακρίβεια βολής. Ταγμένοι κατά «πυροβολαρχίες» μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλα προβλήματα σε οποιονδήποτε στρατό, εντός ή εκτός τειχών. Οι οξυβελείς χρησιμοποιούνταν κατεξοχήν ως όπλα κατά προσωπικού, με ρυθμό βολής ενός βλήματος ανά λεπτό, κατά μέσο όρο.

Οι λιθοβόλοι, ιδιαιτέρως οι βαρύτεροι, είχαν σαφώς μικρότερο ρυθμό βολής και συνήθως χρησιμοποιούνταν κατά οχυρώσεων. Οι λιθοβόλοι καταπέλτες σύντομα χρησιμοποιήθηκαν και για την εκτόξευση «ειδικών» βλημάτων (για παράδειγμα, δοχεία με εμπρηστικό υλικό, δοχεία γεμάτα φίδια, σκορπιούς, σφήκες και άλλα ζωντανά «όπλα»).

Οι λιθοβόλοι καταπέλτες εξελίχθηκαν ακόμα περισσότερο το 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ. Τότε οι Αλεξανδρινοί μηχανικοί σχεδίασαν έναν νέου τύπου λιθοβόλο, τον μονάγκωνα, γνωστότερο ως όναγρο, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε έως και τους μεσαιωνικούς χρόνους, οπότε αντικαταστάθηκε από μια ακόμα ισχυρότερη λιθοβόλο μηχανή, το τρεμπουσέτο, που λειτουργούσε βάσει της αρχής της αντίδρασης, χρησιμοποιώντας αντίβαρα για την εκτόξευση του βλήματός της.

Άλλοι τύποι καταπελτών, οι οποίοι σχεδιάστηκαν αλλά δεν γνωρίζουμε εάν τελικώς κατασκευάστηκαν, είναι το «πολυβόλον» του Διονυσίου Αλεξανδρέως, ένας επαναληπτικός οξυβελής καταπέλτης και ο «αεροβόλος» καταπέλτης του Κτησίβιου. Ο Κτησίβιος εξάλλου ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να αντικαταστήσει τα ελατήρια των καταπελτών, που μέχρι τότε κατασκευάζονταν από σχοινιά, τρίχες ή νεύρα ζώων, με μεταλλικά.

Διεθνής ομάδα ερευνητών μελετά τα αρχαιότερα αστέρια του γαλαξία μας

Μια διεθνής ομάδα ερευνητών, έκανε λεπτομερείς παρατηρήσεις των αρχαιότερων άστρων στο κέντρο του γαλαξία μας, τα οποία γεννήθηκαν μόλις ένα δισεκατομμύριο χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη.

Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στην Εθνική Συνάντηση Αστρονομίας της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας της Βρετανίας.

Μερικά από τα αστέρια που γεννήθηκαν λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη υπάρχουν ακόμη και σήμερα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μελετηθεί πώς ήταν οι γαλαξίες όταν άρχισαν να σχηματίζονται.

Η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Αστρονομίας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και μέλος της ερευνητικής ομάδας, Άνκε Άρεντσεν, τα χαρακτηρίζει «λείψανα από το πρώιμο σύμπαν».

Τα αστέρια αυτά μπορούν να αναγνωριστούν από την παρθένα χημική τους σύνθεση, καθώς αποτελούνται κυρίως από υδρογόνο και ήλιο, με πολύ μικρότερη αφθονία βαρύτερων στοιχείων σε σχέση με νεότερους αστέρες, όπως ο Ήλιος.

Οι αστρονόμοι συνήθως αναζητούν αυτά τα αρχαία αστέρια μακριά από το επίπεδο του δίσκου του γαλαξία μας, στο χαμηλής πυκνότητας φωτοστέφανο γύρω από το γαλαξία, όπου είναι πιο εύκολο να τα βρουν.

Η ανεύρεσή τους στα πυκνά εσωτερικά τμήματα του γαλαξία μας είναι δύσκολη, καθώς ο οπτικός μας ορίζοντας προς το κέντρο του γαλαξία εμποδίζεται από μεγάλες ποσότητες διαστρικής σκόνης, ενώ και τα αρχαία αστέρια είναι εξαιρετικά σπάνια συγκρινόμενα με την αφθονία των νεότερων αστεριών.

Η ομάδα Pristine Inner Galaxy Survey (PIGS) διαπίστωσε ότι τα αστέρια αυτά περιστρέφονται αργά γύρω από το κέντρο του γαλαξία μας και φαίνεται ότι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μακράς ζωής τους κοντά στο γαλαξιακό κέντρο.

Στη συγκεκριμένη έρευνα οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα ειδικό φίλτρο απεικόνισης στο τηλεσκόπιο Καναδά-Γαλλίας-Χαβάης (CFHT) και επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματά τους με φασματοσκοπικές παρατηρήσεις με το Αγγλο-αυστραλιανό Τηλεσκόπιο (ΑΑΤ), οπότε έκαναν τις πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις αστεριών στο εσωτερικό του γαλαξία μας.

Στη συνέχεια οι παρατηρήσεις τους συνδυάστηκαν με δεδομένα από τη διαστημική αποστολή Gaia για να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα αστέρια κινούνται στον γαλαξία μας.

Αποδεικνύεται ότι όσο παλαιότερα είναι τα αστέρια, τόσο πιο χαοτικές είναι οι κινήσεις τους, αλλά ακόμη και τα πολύ παλαιότερα αστέρια εξακολουθούν να παρουσιάζουν κάποια μέση περιστροφή γύρω από το κέντρο του γαλαξία.

Επίσης, εντόπισαν ότι πολλά από αυτά τα αστέρια περνούν σχεδόν όλη τους τη ζωή στο εσωτερικό του γαλαξία, μέσα σε μια περιοχή που φτάνει μόνο μέχρι τη μέση μεταξύ του γαλαξιακού κέντρου και του Ήλιου.

Ασθένειες της Νεοελληνικής Γλώσσας

Δωδεκάλογος των Ασθενειών της Νεοκαθαρεύουσας στον 21ο αιώνα.

Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, μπορεί και περισσότερα, κάποιος λόγιος είχε συντάξει έναν κατάλογο με ασθένειες της νεοελληνικής γλώσσας. Δυστυχώς τότε, με την αμεριμνησία της νεότητας, δεν είχα κρατήσει αντίγραφο του κειμένου και τώρα που το ψάχνω σε γη και σε ουρανό δεν το βρίσκω πουθενά. Ούτως ή άλλως, ο κατάλογος εκείνος έχει γίνει ανεπίκαιρος, είτε επειδή μερικές «ασθένειες» έχουν πάψει πια να θεωρούνται ασθένειες (π.χ. ο μεχριτισμός, δηλαδή η σύνταξη του μέχρι με αιτιατική· σήμερα, μέχρι (!) και το λεξικό Μπαμπινιώτη δέχεται την σύνταξη αυτή), ενώ αντίστροφα άλλες τείνουν να εξαφανιστούν, σαν την «σανίτιδα», την δήθεν κατάχρηση του «σαν» -σήμερα, που το ως αντικαθιστά παντού το σαν στα κείμενα των γλαφυρών, κανείς από τους τότε διαμαρτυρόμενους δεν διαμαρτύρεται για την «αντισανίτιδα» και για την ισοπέδωση των λεπτών διακρίσεων.

Ας είναι. Είκοσι χρόνια είναι αρκετά για να παλιώσουν οποιονδήποτε κατάλογο. Σκέφτομαι λοιπόν να φτιάξω έναν αντικατάλογο, ή αν προτιμάτε τον “Δωδεκάλογο των Ασθενειών της Νεοκαθαρεύουσας στον 21ο αιώνα.

Ο δωδεκάλογος αυτός έχει την εξής σύνθεση:

1. Ο ισοπεδωτικός ευπρεπισμός
2. Η οξεία γενικομανία
3. Η γενικευμένη ωσεοπάθεια
4. Η τρομώδης επαναληψοφοβία
5. Η μανιακή σχιζολεξία
6. Ο καταναγκαστικός ερμαφροδιτισμός
7. Οι δίδυμες παθήσεις: ακλισία και αγγλοκλισία
8. Η αρχαιοκλιτική ξιπασιά
9. Η βαρεία συμπλεγματολαγνεία
10. Οι κλιτικές νεοπλασίες
11. Ο ορθογραφικός υπερτροφισμός
12. Η βιβλιοδιφική λεξιλαγνεία

Είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες έχουν υπόψη τους τις περισσότερες από αυτές τις επικίνδυνες αρρώστιες, αλλά είναι πολύ πιθανό να μην είναι εξοικειωμένοι με την ορολογία που χρησιμοποιώ, που άλλωστε είναι δική μου κατασκευή. Θα σας τις παρουσιάσω λοιπόν συνοπτικά στο σημείωμα αυτό, που έχει θέση εισαγωγής σε αυτή την τελευταία ενότητα του βιβλίου, ενώ σε επόμενα σημειώματα θα αναφερθώ πιο αναλυτικά στα συμπτώματα των ασθενειών αυτών.

Ο ισοπεδωτικός ευπρεπισμός κάνει θραύση τον τελευταίο καιρό. Όσοι πάσχουν από ευπρεπισμό αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν στο λόγο τους ρήματα που έχουν κολλήσει την ρετσινιά του λαϊκού, όπως το παίρνω ή το βάζω, και τα αντικαθιστούν ψυχαναγκαστικά με κάποιο λογιότερο ρήμα, όπως το λαμβάνω ή το εισέρχομαι, ισοπεδώνοντας οποιεσδήποτε διαφορές ύφους και φιλοτεχνώντας τραγέλαφους όπως πώς το λαμβάνεις αυτό ή εισήλθε στην μαύρη λίστα.

Σύμφωνα με ερευνητές, παράγοντας που έχει πολύ συντελέσει στην εξάπλωση αυτής της επικίνδυνης νόσου, είναι τα εμβόλια εναντίον της ανύπαρκτης πλέον νόσου της αχρωμοσημίας, η οποία πριν από καμιά εικοσαετία ανακαλύφθηκε από συντηρητικούς λόγιους και (υποτίθεται ότι) ήταν η υπέρμετρη χρήση ρημάτων όπως το κάνω, παίρνω, βάζω. Σήμερα που τα ρήματα αυτά είναι σχεδόν προγραμμένα, οι λόγιοι που λέγαμε ποιούν τον αποβιώσαντα κοριό.

Δεύτερη στον κατάλογο αλλά ακόμα πιο μεταδοτική είναι η οξεία γενικομανία. Στο πρώτο στάδιό της, το ήπιο, ο ασθενής αρχίζει να συντάσσει και πάλι με γενική ρήματα που μια φορά κι έναν καιρό συντάσσονταν με γενική αλλά έχουν εδώ και δεκαετίες καθιερωθεί στην αιτιατική, όπως άξιζε καλύτερης τύχης ή δικαιούται επιδόματος. Αν δεν θεραπευτεί η ήπια μορφή, η ασθένεια γίνεται καλπάζουσα, οπότε ο ασθενής συντάσσει με γενική ρήματα που ποτέ μέχρι τώρα δεν συντάσσονταν έτσι, ούτε στα αρχαία ούτε στην καθαρεύουσα, όπως να επιμεληθούμε της διατύπωσης, μετέρχεται απαράδεκτων μέσων ή αποποιήθηκε των ευθυνών του.

Στην πιο βαριά μορφή της, ο ασθενής φιλοτεχνεί αριστουργήματα όπως οι δρόμοι δεν διεπλέοντο αυτοκινήτων, που δύσκολα ξεχωρίζουν από τις καλύτερες εμπνεύσεις του Μποστ. Να σημειωθεί ότι υπάρχει και άλλη μορφή γενικομανίας, πέρα από τη ρηματική, η ουσιαστική, η αρρώστια των μονίμως διψασμένων και πεινασμένων. Εκεί, ο ασθενής ζητάει «ένα ποτήρι νερού» και δεν ξέρουμε αν εννοεί ένα ποτήρι νερό ή ένα νεροπότηρο. Ευτυχώς το ευρώ είναι προσωρινά άκλιτο κι έτσι έχουμε γλιτώσει από τα «εκατομμύρια δραχμών» του κ. Ζουράρι.

Η τρίτη επικίνδυνη ασθένεια, εξίσου διαδεδομένη, είναι η γενικευμένη ωσεοπάθεια. Ο ασθενής αναπτύσσει αλλεργία στο «σαν», και το αντικαθιστά παντού με το «ως» ή, σε ήπια μορφή, με το «ωσάν». Στις βαρύτατες μορφές της, που δεν έχουν τεκμηριωθεί αρκετά, ο ασθενής μετονομάζει το Σαν Φραντσίσκο σε Ως Φραντσίσκο. Για την αντιμετώπιση της ασθένειας αυτής κάποιοι χορηγούν στους ασθενείς δισκία λεπτών διακρίσεων, τα οποία όμως η σύγχρονη έρευνα θεωρεί αναποτελεσματικά. Πάντως, όταν κάποιος οπαδός του γλαφυρού λόγου πει την πάτησα ως ζώον, μπορείτε να τον συγχαρείτε για την αυτογνωσία του.

Τέταρτο στη σειρά έχουμε την τρομώδη επαναληψοφοβία ή αλλιώς, τρόμο της επανάληψης. Ο ασθενής παθαίνει τρόμο και κυριεύεται από σπασμούς και μόνο με την ιδέα ότι θα επαναλάβει κάποια λέξη, οπότε αντικαθιστά το ουσιαστικό με τη δεικτική αντωνυμία «αυτός» ή «εκείνος»· πολλές φορές μάλιστα, περιέργως, δεν τον ενοχλεί να επαναλάβει την αντωνυμία, όπως: από τις πολλές θέσεις που κατείχε, αυτή που του άρεσε περισσότερο ήταν αυτή του προέδρου του συμβουλίου. Αν ο ασθενής είναι επαγγελματίας γραφιάς και πληρώνεται με την λέξη, μπορεί η ασθένεια να έχει ωφελιμιστική αρχή· πράγματι, η ελληνική διατύπωση (από τις πολλές θέσεις που κατείχε, του άρεσε περισσότερο η θέση του προέδρου του συμβουλίου) μετράει δυο λέξεις λιγότερες.

Η πέμπτη ασθένεια δεν είναι τόσο διαδεδομένη όσο οι προηγούμενες, ωστόσο τα αποτελέσματά της είναι φρικιαστικά. Ο ασθενής που πάσχει από μανιακή σχιζολεξία καταλαμβάνεται από αμόκ και αρπάζοντας πριόνι ή άλλο κοφτερό εργαλείο αφήνει στο διάβα του ματωμένα κομμάτια, λέξεις φριχτά διαμελισμένες, όπως: εξ απίνης, ως αύτως, όποτεδήποτε κτλ. Να σημειωθεί ότι σε βαριές περιπτώσεις που ο ασθενής έχει επίσης προσβληθεί από ορθογραφικό υπερτροφισμό, γράφει εξ απήνης.

Η έκτη ασθένεια του καταλόγου, ο καταναγκαστικός ερμαφροδιτισμός, είναι ψυχική. Ο ασθενής αρνείται να δεχτεί ότι υπάρχουν γυναίκες που ασκούν επαγγέλματα και κατέχουν αξιώματα, και όποτε βρει αναφορά σε τέτοια περίπτωση φοράει στην γυναίκα γλωσσικά μουστάκια. Σε βαριές περιπτώσεις ακόμα και καθιερωμένοι τύποι εξαρρενίζονται, έτσι έχουμε δει ερμαφρόδιτους τύπους όπως η εκδότης, της αποδέκτη κτλ. Σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, ο έκφυλος και έμφυλος τύπος η γυναίκα αντικαθίσταται από το ανδροπρεπές: η άνδρας.

Στην έβδομη θέση της λίστας βρίσκουμε δύο παθήσεις, δίδυμες, την ακλισία και την αγγλοκλισία, που αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Στην ακλιτική όψη ο ασθενής θεωρεί άκλιτα ορισμένα κύρια ονόματα, ιδίως θηλυκά, που είναι μεν ξένα αλλά είναι εντελώς προσαρμοσμένα στο τυπικό της ελληνικής, όπως της Νικαράγουα, της Γκάνα ή της Νταϊάνα. Στη βαρύτερη μορφή, η μπάλα της ακλισίας παίρνει και καθαρόαιμα ελληνικά ονόματα (της Μαρία Κάλλας, της Ράια Μουζενίδου κτλ.).

Στην αγγλοκλιτική όψη, ο ίδιος ασθενής που αφήνει άκλιτα τα παραπάνω ονόματα, αισθάνεται αναγκασμένος να σχηματίσει αγγλοπρεπή πληθυντικό ξένων λέξεων, όπως οι κομπιούτερς, ενώ ταυτόχρονα λοιδορεί όσους τις κλίνουν ελληνοπρεπώς (οι στυλοί, τα μπετά). Στην πιο βαριά μορφή, κλίνει αγγλοπρεπώς ακόμα και μη αγγλικές λέξεις (κρουτόνς, σπούτνικς, γκασταρμπάιτερς, ακόμα και αρχικά: τα ΚΤΕΛς!)

Η όγδοη ασθένεια είναι συγγενική. Πρόκειται για την αρχαιοκλιτική ξιπασιά. Ο ασθενής θεωρεί χυδαίους και βάναυσους τύπους όπως «του Πλάτωνα, της Σαπφώς, οι Βάκχες» και αντικαθιστά: του Πλάτωνος, της Σαπφούς, αι Βάκχαι (το οποίο είναι άκλιτο, διότι κανείς, όσο βαριά κι αν ασθενεί, δεν έχει πει ότι είδε «τας Βάκχας»). Και για αυτή την ασθένεια, υπάρχουν κάποιοι που συνιστούν δισκία λεπτών διακρίσεων, όμως αυτά ενεργούν μόνο σε πολύ αρχικό στάδιο, αλλιώς ο ασθενής έχει ήδη αρχίσει να αρχαιοκλίνει όχι μόνο τον Πλάτωνα τον φιλόσοφο αλλά και τον Πλάτωνα τον περιπτερά της γωνίας. Ακόμα χειρότερα, διορθώνει τον Ελύτη που έλεγε «της Σαπφώς» και το κάνει «της Σαπφούς». Και στις πραγματικά ανίατες περιπτώσεις αρχαιοκλίνει και νεότερα ονόματα: της Αργυρούς, της Γωγούς, της Μαριγούς και της Φωφούς!

Η συμπλεγματολαγνεία είναι μια ασθένεια που δύσκολα διακρίνεται στα αρχικά της στάδια. Προκαλεί απέχθεια προς συμφωνικά συμπλέγματα όπως χτ, φτ, στ, ντ κτλ. και οδηγεί σε αποκλειστική χρήση των «ευγενέστερων» ισοδυνάμων τους, όπως χθ ή κτ, φθ ή πτ, σθ, νδ. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ο ασθενής αρχίζει να παραμιλάει βγάζοντας άναρθρους ήχους «χθθθθ… φθθθθ…. σθθθθ….» και παράγει εκτρωματικούς τύπους όπως άνδρον (αντί για άντρο) ή ανύπαρκτους γραμματικά όπως να κρυφθεί, να γραφθεί. Πρέπει να πούμε ότι η σύγχρονη έρευνα δεν έχει αποφανθεί οριστικά αν οι τύποι «να κρυφθεί, να γραφθεί» πρέπει να καταταΧΘούν εδώ ή στην επόμενη ασθένεια.

Η επόμενη ασθένεια είναι ουσιαστικά μια ομάδα παθήσεων, που όλες μαζί αποκαλούνται κλιτικές νεοπλασίες. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι ο ασθενής δημιουργεί δικούς του κλιτικούς τύπους, ιδίως σε ρήματα, όπως τα «να κρυφθεί» που είδαμε παραπάνω. Η καλοήθης μορφή των νεοπλασιών εμφανίζεται όταν το ρήμα είναι προβληματικό στην κλίση του, όπως το χρησιμοποιείτο. Στην κακοήθη μορφή, το ρήμα που ευπρεπίζεται νεοπλαστικά δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα ή και καθόλου (υποχρεώνετο).

Η προτελευταία ασθένεια του καταλόγου μας είναι ο ορθογραφικός υπερτροφισμός. Ο ασθενής στολίζει με διπλά σύμφωνα τις λέξεις του και προσπαθεί να αντικαταστήσει το ι με η και το ο με ω. Μια εκδήλωση του φαινομένου είδαμε παραπάνω, στο εξ απήνης. Παραλλαγή του υπερτροφισμού είναι η νυμανία, δηλαδή η κατάχρηση του τελικού Ν, η τοποθέτησή του εκεί που δεν υπαγορεύεται από ευφωνικούς λόγους. Στη βιβλιογραφία, η νυμανία είναι επίσης γνωστή ως το Ν του μεζεδοπώλη, όρος εμπνευσμένος από τους πολλούς τίτλους μεζεδοπωλείων που αφήνουν τα Ν τους να ντιντινίζουν ασύστολα (Καλλίγευστον, Γευσιμαργείον, Οινοφλυγείον), μερικά μάλιστα τα χρεώνουν και στο λογαριασμό.

Τελευταία αλλά όχι έσχατη ασθένεια, για να βάλουμε και το κλισεδάκι μας, είναι η βιβλιοδιφική λεξιλαγνεία. Ο ασθενής ανοίγει το Λίντελ Σκοτ ή άλλο λεξικό της αρχαίας και βρίσκει σπάνιες λέξεις με τις οποίες γαρνίρει τα κείμενά του. Στην ήπια μορφή της, οι λέξεις που βάζει μπορεί να βγάζουν μέσες-άκρες κάποιο νόημα, ή να είναι απλά παραγεμίσματα όπως το συνελόντι ειπείν που χρησιμοποιείται από πολλούς ασθενείς του πρώτου σταδίου.

Σε επόμενα στάδια, οι λέξεις μπαίνουν μόνο για την αισθητική τους αξία, χωρίς να ενδιαφέρει αν ταιριάζουν στο νόημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση της λέξης καλλίπυγος αυτή που έχει όμορφα οπίσθια, που χρησιμοποιείται τελευταία στην πυγαία δημοσιογραφία σαν συνώνυμο του καλλίγραμμη (επειδή αυτό κλίνεται ομαλά). Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η βαριά μορφή λεξιλαγνείας ονομάζεται και ζουραρισμός, ονομασία που δόθηκε προς τιμή του λογίου Κ. Ζουράρι που έχει φιλοτεχνήσει τους εγγλωτογάστορες, τα κρέμβαλα, ου μην αλλά και την καλλίπυγο μαγωδία· επειδή δε μαγωδία είναι ένα είδος παντομίμας, αυτό σημαίνει «παντομίμα με ωραίους γλουτούς».

Ορισμένοι ερευνητές έχουν εντοπίσει και άλλες ασθένειες όπως η ακατάσχετη μετοχίτιδα ή ο κειτουκιτισμός, αλλά η σχετική βιβλιογραφία δεν επιτρέπει να αποφανθούμε με βεβαιότητα για την εξάπλωσή τους. Οπότε, προς το παρόν, θα αρκεστούμε στον δωδεκάλογο της νεοκαθαρευουσιάνικης αντεπίθεσης.

Ο Αριστοτέλης και η έννοια της ευτυχίας

Με δεδομένο ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του κοινωνικό ον, είναι ξεκάθαρο πως δεν υφίσταται ολοκλήρωση σε ατομικό επίπεδο μακριά από τους άλλους ανθρώπους. Όμως, η ολοκλήρωση είναι συνυφασμένη με την ευτυχία, αφού ο άνθρωπος νιώθει ευτυχισμένος όταν θεωρεί ότι ολοκληρώνεται, ότι δηλαδή πετυχαίνει το σκοπό για τον οποίο είναι πλασμένος.

Κι εδώ ακριβώς ξεκινά η σύγχυση, αφού ο καθένας μπορεί να ορίσει την ολοκλήρωσή του με τρόπο διαφορετικό, μπορεί δηλαδή να εκλάβει την ευτυχία ως κάτι υποκειμενικό, κάτι που ο ίδιος οφείλει να καθορίσει. Εξάλλου, δε θεωρούν όλοι ότι είναι πλασμένοι για τον ίδιο σκοπό. Οι προτεραιότητες του καθενός είναι προσωπική υπόθεση. Αυτό που κάποιον τον κάνει ευτυχισμένο, κάποιον άλλο μπορεί να τον κάνει δυστυχή και το αντίθετο. Η αντίληψη των διαφορετικών εκδοχών της ευτυχίας είναι η επισφράγιση της ολικής ασάφειας, που θα επιφέρει όλες τις παρανοήσεις.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος δε θέλει να θέσει όρια στην ευτυχία, αυτό που μένει είναι η δίχως όρια κατανάλωση.

Ωστόσο, όταν κάποιος λέει ότι γίνεται ευτυχισμένος με μια συγκεκριμένη πράξη, δε σημαίνει ότι η ίδια αυτή πράξη είναι η ευτυχία, αλλά το αποτέλεσμά της, δηλαδή η ψυχική γαλήνη και το αίσθημα της αυτοεκτίμησης που αντλείται. Υπό αυτή την έννοια, η ευτυχία είναι κάτι απολύτως κοινό για όλους (ο Αριστοτέλης το ανάγει σε σκοπό της ζωής), καθώς αυτό που αλλάζει είναι ο δρόμος που θα οδηγήσει σ’ αυτήν κι όχι η ίδια ως αποτέλεσμα.

Το να εκλαμβάνεται μια συγκεκριμένη πράξη ως ευτυχία (κι όχι ως δρόμος προς την ευτυχία) είναι η διαστρέβλωση που μετατρέπει το μέσο σε αυτοσκοπό. Η πεποίθηση ότι η ευτυχία είναι υπόθεση καθαρά προσωπική είναι η αντίληψη της ατομικότητας, που δεν οφείλει να σχετιστεί με τους άλλους παρά μόνο σε επίπεδο διασφάλισης των καθημερινών αναγκών. Ο άνθρωπος, αν και ζει μέσα σε κοινωνία, ουσιαστικά δεν εντάσσεται, αφού εκλαμβάνει την ευτυχία ως κάτι παράπλευρο, κάτι εντελώς ξεχωριστό.

Η άποψη αυτή, ως στάση ζωής, απέχει μόνο ένα βήμα απ’ το να δράσει κανείς αντικοινωνικά αποσκοπώντας στο ατομικό συμφέρον. Είναι η στιγμή που η ατομική προτεραιότητα υπερβαίνει τη συλλογική. Η στρέβλωση της πολιτικής, η εργασιακή εκμετάλλευση, η απαξίωση του άλλου, η ιδεολογία του πιο στείρου ωφελιμισμού δεν είναι τίποτε άλλο, από την προέκταση αυτής της οπτικής, που, φυσικά, στρέφεται ενάντια στο σύνολο. Είναι δηλαδή η στιγμή που το μέρος νιώθει πολυτιμότερο από το όλο και βρίσκει τον τρόπο να επιβληθεί.

Ενώ η πόλη είναι φτιαγμένη από τη φύση, για να επιφέρει τη μέγιστη αυτάρκεια, ώστε να οδηγήσει στην ευτυχία, ο άνθρωπος υπηρετώντας τη στρέβλωση της ατομικής ευτυχίας υπονομεύει την πόλη προς ίδιο όφελος. Με άλλα λόγια, προσπαθώντας να φτάσει στην ευτυχία πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο, αφού αδυνατεί να κατανοήσει ότι ευτυχία εκτός κοινωνικού συνόλου είναι αδύνατη. Η πόλη, ως πραγμάτωση της κοινωνικής ζωής οφείλει να προασπίσει τη συλλογική ευτυχία εξουδετερώνοντας τις βλέψεις οποιασδήποτε ατομικότητας θέλει να αναδειχθεί σε βάρος της.

Κι αυτός είναι ο ορισμός του άριστου πολιτεύματος, που ξέρει να εκπληρώνει τις προϋποθέσεις για την ευτυχία όλων των πολιτών εξασφαλίζοντας την αρμονική συμβίωση: «άριστο πολίτευμα είναι εκείνο σύμφωνα με το οποίο η πόλη θα εξασφάλιζε άριστο πολιτικό βίο, αλλά άριστο πολιτικό βίο μπορεί να εξασφαλίσει η πόλη βασισμένη σε πολίτευμα που της παρέχει ευδαιμονία σε πολύ μεγάλο βαθμό». (1332a 4 – 6).

Το άριστο πολίτευμα είναι εκείνο που θα εξασφαλίσει τη συνολική ευδαιμονία. Κι αυτός είναι ο ορισμός της άριστης πόλης: «Όμως η σπουδαιότητα της πόλης δεν εξαρτάται από την τύχη αλλά από τη γνώση και την προαίρεση. Πράγματι μια πόλη είναι σπουδαία, επειδή είναι σπουδαίοι οι πολίτες που μετέχουν στο πολίτευμα». (1332a 31 – 34).

Όταν ο Αριστοτέλης κάνει αναφορά σε σπουδαίους πολίτες, εννοεί πολίτες που κατέχουν την αρετή. Το ζήτημα αυτό είναι τόσο σημαντικό, που πρέπει όλοι σε (ατομικό επίπεδο) να κατέχουν την αρετή, αφού το όλο είναι το σύνολο των μεμονωμένων: «Γιατί ακόμη και αν είναι δυνατόν όλοι οι πολίτες να είναι στο σύνολό τους σπουδαίοι, όχι όμως και ο καθένας χωριστά, αυτό το τελευταίο είναι προτιμότερο, γιατί η συνολική σπουδαιότητα των πολιτών απορρέει από την προσωπική σπουδαιότητα του καθένα». (1332a 36 – 38).

Αυτό είναι και το καθήκον κάθε πολίτη προκειμένου να οδηγηθεί στην ευτυχία· να κατακτήσει την ηθική αρετή και να διασφαλίσει με την άσκησή της τη συλλογικότητα. Γι’ αυτό και η ευτυχία (ευδαιμονία) είναι ενέργεια της ψυχής. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ενεργήσει, να πράξει, να προσπαθήσει για την κατάκτηση της αρετής: «η ευδαιμονία είναι τέλεια ενέργεια και άσκηση της αρετής και μάλιστα όχι περιστασιακά αλλά απόλυτα». (1332a 9 – 10).

Κι αν οι όροι «περιστασιακά» και «απόλυτα» χρειάζονται διευκρίνιση, ο Αριστοτέλης είναι κατατοπιστικός: «Με τον όρο “περιστασιακά” εννοώ τις αναγκαίες ενέργειες και με τον όρο “απόλυτα” τις ευγενείς ενέργειες. Για παράδειγμα αναφέρουμε τις ενέργειες που αφορούν το δίκαιο. <δηλαδή> οι δίκαιες τιμωρίες και πράξεις σωφρονισμού είναι ενέργειες αρετής, επιβάλλονται όμως από την ανάγκη και άρα περιέχουν το αγαθό από ανάγκη. Αντίθετα οι ενέργειες που συνοδεύουν την πολιτική και τα πλουτοπαραγωγικά έργα, διέπονται απόλυτα από ευγένεια. Πράγματι στην πρώτη περίπτωση ενεργειών ένα κακό χρησιμοποιείται για να αντιμετωπιστεί κάποιο άλλο κακό, αντίθετα οι ενέργειες στη δεύτερη περίπτωση φτιάχνουν και παράγουν αγαθά». (1332a 10 – 15, 16 – 19).

Με άλλα λόγια, περιστασιακά είναι τα αναγκαία κακά που προκύπτουν προς διασφάλιση της αρετής, όπως οι ποινές που πρέπει να έχουν καθαρά σωφρονιστικό περιεχόμενο. Απόλυτα όμως είναι τα έργα που προσφέρει η υγιής πολιτική σκηνή, αφού πρέπει να διέπονται από το στοιχείο της μονιμότητας, όπως και η εξασφάλιση – επίσης σε μόνιμη βάση – των σωστών πλουτοπαραγωγικών δραστηριοτήτων, που θα αποσκοπούν στην ευημερία της πόλης ανεβάζοντας συνολικά το βιοτικό επίπεδο.

Η σύνδεση της αρετής με την πολιτική και τις παραγωγικές δομές της πόλης είναι το αλληλένδετο των πολιτικών επιλογών και της οικονομίας. Η οικονομία προβάλλεται ως προέκταση της πολιτικής, αφού η πολιτική είναι αυτή που θα ορίσει τον τρόπο παραγωγής που θα ευνοήσει όλους τους πολίτες. Γι’ αυτό και πρέπει αμφότερα να διέπονται από την αρετή. Οι πολιτικές αποφάσεις προάγοντας το συλλογικό συμφέρον, ώστε να επιτυγχάνεται η ενότητα της πόλης μέσω της τέλειας συνύπαρξης, και η οικονομία εξασφαλίζοντας τα υλικά αγαθά που θα υπηρετήσουν τη συλλογική ευδαιμονία.

Η σύνδεση των υλικών αγαθών με την ευτυχία κρίνεται αδιαπραγμάτευτη, όσο κι αν: «Ο σπουδαίος άνθρωπος μπορεί με αξιοπρέπεια να υπομένει τη φτώχεια, την αρρώστια και τις άλλες κακοτυχίες της ζωής». (1332a 19 – 20). Το ότι ο σπουδαίος άνθρωπος έχει το σθένος να αντεπεξέλθει σε τέτοιες αντιξοότητες δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να τις απεύχεται.

Οι ευκολίες της ζωής που προέρχονται από την ευχέρεια των υλικών αγαθών είναι δεδομένες και συνδέονται ευθέως με την έννοια της ευτυχίας. Γι’ αυτό και η αναφορά στο σπουδαίο άνθρωπο που υπομένει τις κακοτυχίες της ζωής ολοκληρώνεται με τη φράση: «όμως η έννοια της ευτυχίας συνίσταται στα αντίθετα από αυτά». (1332a 20 – 21). Η ευτυχία είναι αδύνατο να νοηθεί μέσα απ’ τη στέρηση και την καθημερινή ταλαιπωρία της επιβίωσης. Ο άνθρωπος δε γεννήθηκε για το ζην, αλλά για το ευ ζην και η παροχή των υλικών αγαθών είναι πολύ σοβαρή προϋπόθεση για την κατάκτησή του. Αυτός άλλωστε, είναι και ο στόχος της πόλης, ως επιταγή που δόθηκε από τη φύση.

Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται το σημείο της μεγαλύτερης διαστρέβλωσης από την πλευρά του ανθρώπου, που για μια ακόμη φορά μετατρέπει το μέσο σε αυτοσκοπό. Ο πλούτος, ως πρόσβαση στην κατανάλωση αγαθών, διευκολύνει, αλλά δεν ταυτίζεται με την ευτυχία. Η ευτυχία είναι το αποτέλεσμα της ορθής του χρήσης κι όχι η χρήση του καθαυτή. Η μετατροπή της κατανάλωσης σε ευτυχία δεν είναι μόνο αποπροσανατολισμός που σταδιακά θα επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα, αλλά και υποθήκη του ατομικισμού που μοιραία θα στραφεί ενάντια στους άλλους.

Από τη στιγμή που ο άνθρωπος δε θέλει να θέσει όρια στην ευτυχία, αυτό που μένει είναι η δίχως όρια κατανάλωση. Όμως, η δίχως όρια κατανάλωση είναι η επιθυμία του δίχως όρια πλούτου. Η εκδοχή της απληστίας ως ευτυχία είναι η διάλυση της κοινωνικής συνοχής, αφού – από θέση αρχής – ο καθένας είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα προκειμένου να αποκτήσει περισσότερα. Κι αυτή είναι η απαξίωση του δημόσιου συμφέροντος έναντι της ατομικότητας. Η πόλη που κινείται από αυτές τις αρχές δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει σπουδαία πόλη.

Όμως, η έννοια του συλλογικού συμφέροντος δεν πρέπει να λειτουργεί ισοπεδωτικά ακυρώνοντας την αξία του κάθε πολίτη. Και η αξία μετριέται με την αρετή του καθενός σε οποιοδήποτε ζήτημα. Αν, λοιπόν, κάποιος είναι ικανότερος γεωργός από τους άλλους, μοχθώντας περισσότερο και επινοώντας νέους τρόπους βελτίωσης της καλλιέργειας, είναι δίκαιο – και κατ’ επέκταση κοινωνικά επιβεβλημένο – να κατέχει περισσότερο πλούτο από τους άλλους, τους οποίους και ξεπερνά. Η υπεροχή του στον πλούτο δε στηρίζεται ούτε στην απληστία ούτε σε παράνομες δραστηριότητες που υπονομεύουν το δημόσιο συμφέρον. Αντιθέτως, στηρίζεται στην αύξηση των γεωργικών αγαθών που θα συνεισφέρει θετικά στην αυτάρκεια του συνόλου της πόλης.

Και δε χρειάζεται να προχωρήσει κανείς σε οικονομικές αναλύσεις που θα καταδείξουν ότι η πληθώρα των προϊόντων θα επιφέρουν πτώση των τιμών μειώνοντας τα κέρδη. Γιατί ακριβώς αυτή η πληθώρα και η πτώση των τιμών θα κάνουν τα προϊόντα προσιτά σε όλους. Θα επιφέρουν δηλαδή τη μέγιστη δυνατή αυτάρκεια. Αυτή είναι η έννοια του πλούτου που γεννιέται από την αρετή, ακριβώς γιατί συμπλέει με το δημόσιο συμφέρον: «ο σπουδαίος άνθρωπος είναι εκείνος στον οποίο τα αγαθά του είναι τα αγαθά με την αυστηρή έννοια του όρου χάρη στην αρετή του και συνεπώς είναι φανερό ότι και η χρήση αυτών των αγαθών αναγκαστικά θα είναι απολύτως σπουδαία και ευγενική». (1332a 22 – 25).

Η πεποίθηση ότι η ευτυχία είναι υπόθεση καθαρά προσωπική είναι η αντίληψη της ατομικότητας, που δεν οφείλει να σχετιστεί με τους άλλους παρά μόνο σε επίπεδο διασφάλισης των καθημερινών αναγκών.

Το ζήτημα, όμως, παίρνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, αφού η αρετή που θα επιφέρει τον πλούτο αποτελεί και εγγύηση της «σπουδαίας και ευγενικής» χρήσης του. Με άλλα λόγια, η αρετή δεν αφορά μόνο την απόκτηση του πλούτου, αλλά και τη διαχείρισή του, καθώς είναι άλλο να έχει πλούτο ο ανήθικος και να τον ξοδεύει σύμφωνα με τις επιθυμίες του κι άλλο ο ενάρετος. Η διαφορά της χρήσης έγκειται ακριβώς στη διαφορά των επιθυμιών που καλείται να ικανοποιήσει.

Ο πλούτος που τίθεται στην υπηρεσία της απληστίας δε θα μπορούσε να γεννήσει τίποτε άλλο πέρα από τις συνθήκες της αισχροκέρδειας και την εκμετάλλευση. Είναι δηλαδή ο πλούτος που θα δράσει υπονομεύοντας την ενότητα της πόλης. Αν δεχτούμε ότι ο πλούτος προσδίδει κοινωνική ισχύ, είναι σαν να ομολογούμε ότι η κοινωνία δίνει ισχύ στους ανθρώπους που θα δράσουν για τη διάλυσή της. Από αυτή την άποψη, δεν υπάρχει τίποτε πιο παράλογο, αλλά και πιο επικίνδυνο, από τον πλούτο που βρίσκεται στα χέρια της απληστίας. Γιατί η απληστία, ως μητέρα της κερδοσκοπίας, δε θα μπορούσε παρά να αναζητά τον δίχως όρια πλούτο. Και είναι ικανή να κάνει τα πάντα γι’ αυτό.

Η επιβολή της απληστίας είναι το επιστέγασμα της κοινωνικής δυστυχίας, αφού θα λειτουργήσει σε βάρος της πόλης. Ο ενάρετος άνθρωπος γνωρίζει ότι ο πλούτος του οφείλει να έχει όρια, και τα όρια αυτά θα είναι ανάλογα με την αξία του, που θα μετριέται με το μέγεθος της προσφοράς του στο δημόσιο συμφέρον. Κι αυτός είναι ο ορισμός της ευτυχίας, αφού εναρμονίζεται με τον ορισμό της συνύπαρξης. Η ευτυχία είναι η διασφάλιση της αυτάρκειας σε όλα τα επίπεδα (υλικά, πνευματικά, συναισθηματικά) που μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να εκπληρωθεί.

Η αναγνώριση των ορίων είναι η ιεράρχηση των αναγκών και η παραδοχή ότι τα υλικά αγαθά είναι τα αναλώσιμα προς την επίτευξη ενός άλλου σκοπού. Κι ως αναλώσιμα δεν μπορούν παρά να ταυτιστούν με το πεπερασμένο. Η προτεραιότητα της κοινωνικής προσφοράς που θα επιφέρει την αξία είναι η αναγνώριση και ο σεβασμός στον άλλο, δηλαδή η προϋπόθεση της συνύπαρξης. Έτσι πλάθονται οι αρχές που πρέπει να διέπουν την άριστη πόλη.

Γι’ αυτό η άριστη πόλη πρέπει, πριν απ’ όλα να διαθέτει άριστους πολίτες. Το ζήτημα που τίθεται είναι απλό: «Συνεπώς το προς έρευνα θέμα μας πρέπει να είναι πώς γίνεται ένας άνθρωπος σπουδαίος». (1332a 35 – 36). Για τον Αριστοτέλη τρεις είναι οι παράγοντες που καθορίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα: «Βεβαίως τρία πράγματα κάνουν τους ανθρώπους καλούς και σπουδαίους, και αυτά είναι η φύση, το έθος/συνήθεια και ο λόγος». (1332a 38 – 40).

Ως φύση αναγνωρίζονται τα χαρίσματα του καθενός από τη γέννησή του. Οι σωματικές και διανοητικές του δυνατότητες. Η συνήθεια αφορά τα πράγματα που μαθαίνει κανείς να κάνει (μιμούμενος κυρίως τα κοινωνικά πρότυπα) και που τελικά τα υιοθετεί σαν δεύτερη φύση. Ο λόγος είναι η λογική, το σπουδαιότερο χάρισμα του ανθρώπου. Με τη λογική οφείλει ο άνθρωπος να δαμάσει όχι μόνο τη φύση προς όφελός του, αλλά και τα φυσικά ένστικτα που τον απομακρύνουν από την αρετή. Το λόγον μέρος οφείλει να κυριαρχήσει πάνω στο άλογον.

Φυσικά, ο λόγος και η συνήθεια μπορούν να διαμορφωθούν από το κοινωνικό περιβάλλον, η φύση, όμως, όχι. Με άλλα λόγια, για τον Αριστοτέλη, ο άνθρωπος και γεννιέται και γίνεται. Η φύση είναι εκείνη που δίνει τα βασικά χαρακτηριστικά και η κοινωνία θα συντελέσει στο κατά πόσο θα αξιοποιηθούν ή όχι. «Ο ”γενετιστής” συναντιέται με τον “κοινωνιστή”. Ο Αριστοτέλης δέχεται τη σημασία της φύσης αλλά σε διαλεκτική σχέση με το περιβάλλον».

Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα: «Οι άλλοι ζωικοί οργανισμοί, λοιπόν, ζουν υπακούοντας κυρίως στις φυσικές επιταγές της ύπαρξής τους, αλλά μερικοί επηρεάζονται λίγο και από τον εθισμό. Ο άνθρωπος όμως ζει σύμφωνα και με το λόγο, γιατί μόνο αυτός διαθέτει λόγο». (1332b 3 – 5).

Κι εδώ ξεκινά το έργο της παιδείας, που πρέπει να εναρμονίσει τη φύση, τον εθισμό και το λόγο διαμορφώνοντας ολοκληρωμένες προσωπικότητες: «Συνεπώς τα τρία αυτά στοιχεία χρειάζεται να βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους». (1332b 5 – 6). Αν δεχτούμε ότι η άριστη πόλη προϋποθέτει άριστους πολίτες, τότε δε μένει παρά να καταστεί σαφές ότι η παιδεία είναι το θεμέλιο της άριστης πόλης. Κι αυτό πρέπει να το γνωρίζει πολύ καλά κάθε πόλη που θέλει να λέγεται άριστη.

Αριστοτέλης, Πολιτικά

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΚΥΡΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑ

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.6.20–1.6.26

Η πειθαρχία και η διασφάλισή της

Πριν αναχωρήσει για τη Μηδία, για να ενταχθεί στις δυνάμεις με τις οποίες ο Κυαξάρης θα επιχειρούσε να αντιμετωπίσει τους Ασσυρίους και τους συμμάχους τους, ο Κύρος συζήτησε με τον πατέρα του Καμβύση (βλ. και ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.5.7–1.5.14). Μαζί ανακάλεσαν τις συμβουλές που του έδινε τα προηγούμενα χρόνια ο πατέρας του, από τις οποίες ο Κύρος θα μπορούσε να αντλήσει πολύτιμα διδάγματα τώρα, που θα αναλάμβανε για πρώτη φορά δράση ως στρατηγός. Κάποια στιγμή θίγεται και το θέμα της πειθαρχίας του στρατεύματος.


[1.6.20] τό γε μὴν πειθομένους παρέχεσθαι τοὺς στρατιώτας,
οὐκ ἀπείρως μοι δοκῶ αὐτοῦ ἔχειν, ὦ πάτερ· σύ τε γάρ με
εὐθὺς τοῦτο ἐκ παιδίου ἐπαίδευες, σαυτῷ πείθεσθαι ἀναγ-
κάζων· ἔπειτα τοῖς διδασκάλοις παρέδωκας, καὶ ἐκεῖνοι αὖ
τὸ αὐτὸ τοῦτο ἔπραττον· ἐπεὶ δ’ ἐν τοῖς ἐφήβοις ἦμεν, ὁ
ἄρχων τοῦ αὐτοῦ τούτου ἰσχυρῶς ἐπεμελεῖτο· καὶ οἱ νόμοι δέ
μοι δοκοῦσιν οἱ πολλοὶ ταῦτα δύο μάλιστα διδάσκειν, ἄρχειν
τε καὶ ἄρχεσθαι. καὶ τοίνυν κατανοῶν περὶ τούτων ἐν πᾶσιν
ὁρᾶν μοι δοκῶ τὸ προτρέπον πείθεσθαι μάλιστα ὂν τὸ τὸν
πειθόμενον ἐπαινεῖν τε καὶ τιμᾶν, τὸν δὲ ἀπειθοῦντα ἀτιμάζειν
τε καὶ κολάζειν. [1.6.21] Καὶ ἐπὶ μέν γε τὸ ἀνάγκῃ ἕπεσθαι αὕτη,
ὦ παῖ, ἡ ὁδός ἐστιν· ἐπὶ δὲ τὸ κρεῖττον τούτου πολύ, τὸ
ἑκόντας πείθεσθαι, ἄλλη ἐστὶ συντομωτέρα. ὃν γὰρ ἂν
ἡγήσωνται περὶ τοῦ συμφέροντος ἑαυτοῖς φρονιμώτερον ἑαυ-
τῶν εἶναι, τούτῳ οἱ ἄνθρωποι ὑπερηδέως πείθονται. γνοίης
δ’ ἂν ὅτι τοῦθ’ οὕτως ἔχει ἐν ἄλλοις τε πολλοῖς καὶ δὴ
καὶ ἐν τοῖς κάμνουσιν, ὡς προθύμως τοὺς ἐπιτάξοντας ὅ τι
χρὴ ποιεῖν καλοῦσι· καὶ ἐν θαλάττῃ δὲ ὡς προθύμως τοῖς
κυβερνήταις οἱ συμπλέοντες πείθονται· καὶ οὕς γ’ ἂν νομί-
σωσί τινες βέλτιον αὑτῶν ὁδοὺς εἰδέναι, ὡς ἰσχυρῶς τούτων
οὐδ’ ἀπολείπεσθαι θέλουσιν. ὅταν δὲ οἴωνται πειθόμενοι
κακόν τι λήψεσθαι, οὔτε ζημίαις πάνυ τι θέλουσιν εἴκειν οὔτε
δώροις ἐπαίρεσθαι. οὐδὲ γὰρ δῶρα ἐπὶ τῷ αὑτοῦ κακῷ ἑκὼν
οὐδεὶς λαμβάνει. [1.6.22] Λέγεις σύ, ὦ πάτερ, εἰς τὸ πειθομένους
ἔχειν οὐδὲν εἶναι ἀνυσιμώτερον τοῦ φρονιμώτερον δοκεῖν
εἶναι τῶν ἀρχομένων. Λέγω γὰρ οὖν, ἔφη. Καὶ πῶς δή
τις ἄν, ὦ πάτερ, τοιαύτην δόξαν τάχιστα περὶ αὑτοῦ παρα-
σχέσθαι δύναιτο; Οὐκ ἔστιν ἔφη, ὦ παῖ, συντομωτέρα ὁδὸς
<ἐπὶ τό>, περὶ ὧν βούλει, δοκεῖν φρόνιμος εἶναι ἢ τὸ γενέσθαι
περὶ τούτων φρόνιμον. καθ’ ἓν δ’ ἕκαστον σκοπῶν γνώσῃ
ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ λέγω. ἢν γὰρ βούλῃ μὴ ὢν ἀγαθὸς γεωργὸς
δοκεῖν εἶναι ἀγαθός, ἢ ἱππεὺς ἢ ἰατρὸς ἢ αὐλητὴς ἢ ἄλλ’
ὁτιοῦν, ἐννόει πόσα σε δέοι ἂν μηχανᾶσθαι τοῦ δοκεῖν ἕνεκα.
καὶ εἰ δὴ πείσαις ἐπαινεῖν τέ σε πολλούς, ὅπως δόξαν λάβοις,
καὶ κατασκευὰς καλὰς ἐφ’ ἑκάστῳ αὐτῶν κτήσαιο, ἄρτι τε
ἐξηπατηκὼς εἴης ἂν καὶ ὀλίγῳ ὕστερον, ὅπου πεῖραν δοίης,
ἐξεληλεγμένος ἂν προσέτι καὶ ἀλαζὼν φαίνοιο. [1.6.23] Φρόνιμος
δὲ περὶ τοῦ συνοίσειν μέλλοντος πῶς ἄν τις τῷ ὄντι γένοιτο;
Δῆλον, ἔφη, ὦ παῖ, ὅτι ὅσα μὲν ἔστι μαθόντα εἰδέναι, μαθὼν
ἄν, ὥσπερ τὰ τακτικὰ ἔμαθες· ὅσα δὲ ἀνθρώποις οὔτε μαθητὰ
οὔτε προορατὰ ἀνθρωπίνῃ προνοίᾳ, διὰ μαντικῆς ἂν παρὰ
θεῶν πυνθανόμενος φρονιμώτερος ἄλλων εἴης· ὅ τι δὲ γνοίης
βέλτιον ὂν πραχθῆναι, ἐπιμελόμενος ἂν τούτου ὡς ἂν
πραχθείη. καὶ γὰρ τὸ ἐπιμελεῖσθαι οὗ ἂν δέῃ φρονιμωτέρου
ἀνδρὸς ἢ τὸ ἀμελεῖν. [1.6.24] Ἀλλὰ μέντοι ἐπὶ τὸ φιλεῖσθαι ὑπὸ
τῶν ἀρχομένων, ὅπερ ἔμοιγε ἐν τοῖς μεγίστοις δοκεῖ εἶναι,
δῆλον ὅτι ἡ αὐτὴ ὁδὸς ἥπερ εἴ τις ὑπὸ τῶν φίλων στέργεσθαι
ἐπιθυμοίη· εὖ γὰρ οἶμαι δεῖν ποιοῦντα φανερὸν εἶναι. Ἀλλὰ
τοῦτο μέν, ἔφη, ὦ παῖ, χαλεπὸν τὸ ἀεὶ δύνασθαι εὖ ποιεῖν
οὓς ἄν τις ἐθέλῃ· τὸ δὲ συνηδόμενόν τε φαίνεσθαι, ἤν τι
ἀγαθὸν αὐτοῖς συμβαίνῃ, καὶ συναχθόμενον, ἤν τι κακόν,
καὶ συνεπικουρεῖν προθυμούμενον ταῖς ἀπορίαις αὐτῶν, καὶ
φοβούμενον μή τι σφαλῶσι, καὶ προνοεῖν πειρώμενον ὡς μὴ
σφάλλωνται, ταῦτά πως δεῖ μᾶλλον συμπαρομαρτεῖν. [1.6.25] καὶ
ἐπὶ τῶν πράξεων δέ, ἢν μὲν ἐν θέρει ὦσι, τὸν ἄρχοντα δεῖ
τοῦ ἡλίου πλεονεκτοῦντα φανερὸν εἶναι· ἢν δὲ ἐν χειμῶνι,
τοῦ ψύχους· ἢν δὲ διὰ μόχθων, τῶν πόνων· πάντα γὰρ
ταῦτα εἰς τὸ φιλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀρχομένων συλλαμβάνει.
Λέγεις σύ, ἔφη, ὦ πάτερ, ὡς καὶ καρτερώτερον δεῖ πρὸς
πάντα τὸν ἄρχοντα τῶν ἀρχομένων εἶναι. Λέγω γὰρ οὖν,
ἔφη. θάρρει μέντοι τοῦτο, ὦ παῖ· εὖ γὰρ ἴσθι ὅτι τῶν
ὁμοίων σωμάτων οἱ αὐτοὶ πόνοι οὐχ ὁμοίως ἅπτονται ἄρχοντός
τε ἀνδρὸς καὶ ἰδιώτου, ἀλλ’ ἐπικουφίζει τι ἡ τιμὴ τοὺς
πόνους τῷ ἄρχοντι καὶ αὐτὸ τὸ εἰδέναι ὅτι οὐ λανθάνει ὅ τι
ἂν ποιῇ.

[1.6.26] Ὁπότε δέ, ὦ πάτερ, σοι ἤδη ἔχοιεν μὲν τὰ ἐπιτήδεια οἱ
στρατιῶται, ὑγιαίνοιεν δέ, πονεῖν δὲ δύναιντο, τὰς δὲ πολε-
μικὰς τέχνας ἠσκηκότες εἶεν, φιλοτίμως δ’ ἔχοιεν πρὸς τὸ
ἀγαθοὶ φαίνεσθαι, τὸ δὲ πείθεσθαι αὐτοῖς ἥδιον εἴη τοῦ
ἀπειθεῖν, οὐκ ἂν τηνικαῦτα σωφρονεῖν ἄν τίς σοι δοκοίη
διαγωνίζεσθαι βουλόμενος πρὸς τοὺς πολεμίους ὡς τάχιστα;
Ναὶ μὰ Δί’, ἔφη, εἰ μέλλοι γε πλέον ἕξειν· εἰ δὲ μή, ἔγωγ’
ἂν ὅσῳ οἰοίμην καὶ αὐτὸς βελτίων εἶναι καὶ τοὺς ἑπομένους
βελτίονας ἔχειν, τόσῳ ἂν μᾶλλον φυλαττοίμην, ὥσπερ καὶ
τἆλλα ἃ ἂν οἰώμεθα πλείστου ἡμῖν ἄξια εἶναι, ταῦτα πειρώ-
μεθα ὡς ἐν ἐχυρωτάτῳ ποιεῖσθαι.

***
Όσον αφορά βέβαια την τέχνη να κάνω τους στρατιώτες να με υπακούν, νομίζω, πατέρα μου, πως είμαι αρκετά ικανός· γιατί και συ από μικρό παιδί με δίδαξες αναγκάζοντάς με να υπακούω· έπειτα με παρέδωσες στους δασκάλους, που κι αυτοί το ίδιο έκαναν∙ όταν εξάλλου πέρασα στην τάξη των εφήβων, ο αρχηγός μας φρόντιζε πολύ για το ίδιο πράγμα· αλλά νομίζω πως και οι περισσότεροι νόμοι αυτά τα δυό κυρίως διδάσκουν, δηλαδή το άρχειν και το άρχεσθαι. Τώρα λοιπόν, αυτά σκεπτόμενος, νομίζω ότι διαπιστώνω πώς σε κάθε περίπτωση εκείνο που παρακινεί τους άλλους στην πειθαρχία είναι προπάντων το να επαινεί και να τιμά κανείς τον υπάκουο, αλλά και να τιμωρεί και να στερεί κάθε τιμής αυτόν που απειθαρχεί. Αυτός παιδί μου, είπε ο Καμβύσης, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αναγκαστική πειθαρχία· υπάρχει ωστόσο και άλλος δρόμος συντομότερος για να πειθαρχούν οι άνθρωποι με τη θέλησή τους. Όποιον δηλαδή καταλάβουν πως σκέφτεται για το συμφέρον τους φρονιμότερα απ' αυτούς, σ' αυτόν με μεγάλη ευχαρίστηση πειθαρχούν. Και το πως αυτό είναι έτσι, θα μπορούσες να το διαπιστώσεις σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ιδιαίτερα όμως στους αρρώστους, με πόση δηλαδή προθυμία καλούν εκείνους που θα τους υποδείξουν τι πρέπει να κάνουν· αλλά και στη θάλασσα πόσο πρόθυμα υπακούν οι ταξιδιώτες στον κυβερνήτη· και όσους καταλάβουν μερικοί πως γνωρίζουν τους δρόμους καλύτερα απ' αυτούς, με πόση προθυμία τους ακολουθούν, δίχως να θέλουν να τους εγκαταλείπουν. Όταν απεναντίας νομίσουν ότι θα πάθουν κάποιο κακό σε περίπτωση που θα υποταχθούν, ούτε με τιμωρίες υποχωρούν, ούτε με δώρα παρασύρονται. Γιατί ούτε δώρα, όταν πρόκειται να αποβούν σε βάρος του, δέχεται κανείς με τη θέλησή του. Υποστηρίζεις, πατέρα μου, είπε, πως για να έχει κανείς τους άλλους πειθαρχημένους, τίποτε δεν υπάρχει πιο αποτελεσματικό από το να φαίνεται πως είναι από τους αρχομένους φρονιμότερος. Και βέβαια το υποστηρίζω, απάντησε ο Καμβύσης. Όμως, ποιος είναι ο γρηγορότερος τρόπος για να καλλιεργήσει κανείς στους άλλους μια τέτοια ιδέα για τον εαυτό του; Δεν υπάρχει, παιδί μου, παρατήρησε ο Καμβύσης, συντομότερος δρόμος στο να φαίνεται κανείς φρόνιμος για ζητήματα που θα ήθελε να φαίνεται φρόνιμος, από του να γίνει τέτοιος πραγματικά. Αν εξετάσεις το καθένα απ' αυτά ξεχωριστά, θα διαπιστώσεις πως λέω την αλήθεια. Γιατί αν θέλεις, για παράδειγμα, χωρίς να είσαι καλός γεωργός να φαίνεσαι ότι είσαι καλός, ή καλός ιππέας, ή καλός γιατρός, ή καλός αυλητής, ή οτιδήποτε άλλο, σκέψου σε τι σοφίσματα θα έπρεπε να καταφεύγεις για να φαίνεσαι τέτοιος. Και αν πράγματι θα έπειθες πολλούς να σ' επαινούν, για ν' αποκτήσεις υπόληψη, και αν θα αποκτούσες και εγκαταστάσεις ωραίες για κάθε τέχνη, για λίγο μόνο θα εξαπατούσες τους ανθρώπους· έπειτα όμως από λίγο, όπου σε δοκίμαζαν, θα είχες γελοιοποιηθεί και κοντά σε άλλα θά είχες αποδειχτεί απατεώνας. Αλλά, πώς πραγματικά θα μπορούσε να μάθει κανείς εκείνο που θα τον ωφελήσει; Σίγουρα, παιδί μου, είπε ο Καμβύσης, μαθαίνοντας όσα μπορεί να γνωρίζει, όπως εσύ έμαθες την τακτική του πολέμου· αν ωστόσο εσύ μαθαίνεις απ' τους θεούς με την μαντική όσα οι άνθρωποι δεν μπορούν να μάθουν, ούτε και να προβλέψουν με ανθρώπινη πρόβλεψη, θα είσαι από τους άλλους φρονιμότερος· όπως και στην περίπτωση που φροντίζεις να εκτελεστεί εκείνο που θεωρείς ωφελιμότερο να πραγματοποιηθεί. Γιατί είναι γνώρισμα φρονιμότερου ανθρώπου το να φροντίζει αυτό που πρέπει, παρά να το αμελεί. Αλλά βέβαια για ν' αγαπιέται κανείς από τους υπηκόους του, πράγμα για μένα τουλάχιστον σπουδαιότατο, είναι φανερό πως υπάρχει ο ίδιος δρόμος με κείνον που ακολουθεί όποιος επιθυμεί να τον αγαπούν οι φίλοι του· πρέπει δηλαδή να παρέχει φανερές αποδείξεις πως τους ευεργετεί. Τούτο όμως, παιδί μου, παρατήρησε ο Καμβύσης, είναι δύσκολο, το να είναι δηλαδή πάντοτε κανείς σε θέση να κάνει το καλό σ' αυτούς που θέλει· στο να φαίνεται όμως κανείς πως συμμερίζεται τη χαρά τους, όταν ευτυχούν, και πως λυπάται, όταν παθαίνουν κανένα κακό, και πως προθυμοποιείται να τους βοηθήσει στις ανάγκες τους καί πως φοβάται μήπως σε κάτι αποτύχουν και πως προσπαθεί να προλαβαίνει τις αποτυχίες τους, σε όλα αυτά πρέπει με κάποιο τρόπο να γίνεται σύντροφός τους. Αλλά κι όταν εργάζονται το καλοκαίρι, πρέπει ο αρχηγός οπωσδήποτε περισσότερο από τους άλλους να δοκιμάζει το κάψιμο του ήλιου· το χειμώνα πάλι, το κρύο· και τους κόπους, όταν είναι απαραίτητο να κοπιάζει· γιατί όλ' αυτά συντελούν στο να τον αγαπούν οι υπήκοοί του. Υποστηρίζεις λοιπόν, πατέρα, είπε ο Κύρος, πως πρέπει ο αρχηγός να είναι σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερης αντοχής από τους υφισταμένους του; Φυσικά και το υποστηρίζω, απάντησε ο Καμβύσης. Όμως μην αποθαρρύνεσαι, παιδί μου· γιατί να είσαι βέβαιος πως οι ίδιοι κόποι δε βαρύνουν εξίσου τον αρχηγό και τον υπήκοο, αλλ' η τιμή απαλύνει κάπως τους κόπους του αρχηγού, καθώς και το ότι γνωρίζει πως οτιδήποτε κάνει δε διαφεύγει την προσοχή των άλλων.

Σε περίπτωση όμως, πατέρα μου, που διαθέτουν πια τα απαραίτητα οι στρατιώτες και είναι υγιείς και μπορούν να υποφέρουν τους κόπους κι έχουν ασκηθεί στην πολεμική τέχνη και είναι πρόθυμοι να φαίνονται γενναίοι και προτιμούν να είναι πειθαρχικοί μάλλον παρά απείθαρχοι, δε σου φαίνεται τότε πως είναι φρόνιμος εκείνος που επιθυμεί να συμπλακεί, όσο το δυνατόν ταχύτερα, με τους εχθρούς; Ναι, μα το Δία, αν βέβαια πρόκειται να έχει κάποιο κέρδος· αν όχι, εγώ τουλάχιστον, όσο ισχυρότερος θα νόμιζα πως είμαι και πως έχω καλύτερους στρατιώτες, τόσο περισσότερο θα πρόσεχα· όπως ακριβώς και τ' άλλα πράγματα, που εμείς θεωρούμε πολύ αξιόλογα, προσπαθούμε να τα εξασφαλίζουμε, όσο το δυνατόν καλύτερα.