Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (17.541-17.606)

Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ μέγ᾽ ἔπταρεν, ἀμφὶ δὲ δῶμα
σμερδαλέον κονάβησε· γέλασσε δὲ Πηνελόπεια,
αἶψα δ᾽ ἄρ᾽ Εὔμαιον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἔρχεό μοι, τὸν ξεῖνον ἐναντίον ὧδε κάλεσσον.
545 οὐχ ὁράᾳς, ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσι;
τῷ κε καὶ οὐκ ἀτελὴς θάνατος μνηστῆρσι γένοιτο
πᾶσι μάλ᾽, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾽ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν·
αἴ κ᾽ αὐτὸν γνώω νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
550 ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσεν,
ἀγχοῦ δ᾽ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ξεῖνε πάτερ, καλέει σε περίφρων Πηνελόπεια,
μήτηρ Τηλεμάχοιο· μεταλλῆσαί τί ἑ θυμὸς
555 ἀμφὶ πόσει κέλεται, καὶ κήδεά περ πεπαθυίῃ.
εἰ δέ κέ σε γνώῃ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποντα,
ἕσσει σε χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, τῶν σὺ μάλιστα
χρηΐζεις· σῖτον δὲ καὶ αἰτίζων κατὰ δῆμον
γαστέρα βοσκήσεις· δώσει δέ τοι ὅς κ᾽ ἐθέλῃσι.»
560 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«Εὔμαι᾽, αἶψά κ᾽ ἐγὼ νημερτέα πάντ᾽ ἐνέποιμι
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ·
οἶδα γὰρ εὖ περὶ κείνου, ὁμὴν δ᾽ ἀνεδέγμεθ᾽ ὀϊζύν.
ἀλλὰ μνηστήρων χαλεπῶν ὑποδείδι᾽ ὅμιλον,
565 τῶν ὕβρις τε βίη τε σιδήρεον οὐρανὸν ἵκει.
καὶ γὰρ νῦν, ὅτε μ᾽ οὗτος ἀνὴρ κατὰ δῶμα κιόντα
οὔ τι κακὸν ῥέξαντα βαλὼν ὀδύνῃσιν ἔδωκεν,
οὔτε τι Τηλέμαχος τό γ᾽ ἐπήρκεσεν οὔτε τις ἄλλος.
τῷ νῦν Πηνελόπειαν ἐνὶ μεγάροισιν ἄνωχθι
570 μεῖναι, ἐπειγομένην περ, ἐς ἠέλιον καταδύντα·
καὶ τότε μ᾽ εἰρέσθω πόσιος πέρι νόστιμον ἦμαρ,
ἀσσοτέρω καθίσασα παραὶ πυρί· εἵματα γάρ τοι
λύγρ᾽ ἔχω· οἶσθα καὶ αὐτός, ἐπεί σε πρῶθ᾽ ἱκέτευσα.»
Ὣς φάτο, βῆ δὲ συφορβός, ἐπεὶ τὸν μῦθον ἄκουσε.
575 τὸν δ᾽ ὑπὲρ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια·
«οὐ σύ γ᾽ ἄγεις, Εὔμαιε; τί τοῦτ᾽ ἐνόησεν ἀλήτης;
ἦ τινά που δείσας ἐξαίσιον ἦε καὶ ἄλλως
αἰδεῖται κατὰ δῶμα; κακὸς δ᾽ αἰδοῖος ἀλήτης.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
580 «μυθεῖται κατὰ μοῖραν, ἅ πέρ κ᾽ οἴοιτο καὶ ἄλλος,
ὕβριν ἀλυσκάζων ἀνδρῶν ὑπερηνορεόντων.
ἀλλά σε μεῖναι ἄνωγεν ἐς ἠέλιον καταδύντα.
καὶ δὲ σοὶ ὧδ᾽ αὐτῇ πολὺ κάλλιον, ὦ βασίλεια,
οἴην πρὸς ξεῖνον φάσθαι ἔπος ἠδ᾽ ἐπακοῦσαι.»
585 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«οὐκ ἄφρων ὁ ξεῖνος ὀΐεται, ὥς περ ἂν εἴη·
οὐ γάρ πώ τινες ὧδε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ἀνέρες ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται.»
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς ἀγόρευεν, ὁ δ᾽ οἴχετο δῖος ὑφορβὸς
590 μνηστήρων ἐς ὅμιλον, ἐπεὶ διεπέφραδε πάντα.
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα,
ἄγχι σχὼν κεφαλήν, ἵνα μὴ πευθοίαθ᾽ οἱ ἄλλοι·
«ὦ φίλ᾽, ἐγὼ μὲν ἄπειμι, σύας καὶ κεῖνα φυλάξων,
σὸν καὶ ἐμὸν βίοτον· σοὶ δ᾽ ἐνθάδε πάντα μελόντων.
595 αὐτὸν μὲν σὲ πρῶτα σάω, καὶ φράζεο θυμῷ
μή τι πάθῃς· πολλοὶ δὲ κακὰ φρονέουσιν Ἀχαιῶν,
τοὺς Ζεὺς ἐξολέσειε πρὶν ἡμῖν πῆμα γενέσθαι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«ἔσσεται οὕτως, ἄττα· σὺ δ᾽ ἔρχεο δειελιήσας·
600 ἠῶθεν δ᾽ ἰέναι καὶ ἄγειν ἱερήϊα καλά·
αὐτὰρ ἐμοὶ τάδε πάντα καὶ ἀθανάτοισι μελήσει.»
Ὣς φάθ᾽, ὁ δ᾽ αὖτις ἄρ᾽ ἕζετ᾽ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου,
πλησάμενος δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μεθ᾽ ὕας, λίπε δ᾽ ἕρκεά τε μέγαρόν τε
605 πλεῖον δαιτυμόνων· οἱ δ᾽ ὀρχηστυῖ καὶ ἀοιδῇ
τέρποντ᾽· ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ.

***
Πάνω στον τελευταίο λόγο της φταρνίστηκε ο Τηλέμαχος με δύναμη
και βούιξε το σπίτι ολόκληρο από το βροντερό του φτάρνισμα.
Γέλασε τότε η Πηνελόπη, κι αμέσως γύρισε στον Εύμαιο μιλώντας,
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Εμπρός λοιπόν, τρέξε να τον φωνάξεις, εδώ να μου τον φέρεις·
δεν βλέπεις πως φταρνίστηκε στον λόγο μου κι ο γιος μου;
Δεν πρόκειται, όπως φαίνεται, ατέλεστος να μείνει
ο θάνατος για τους μνηστήρες — όλοι, κανένας τους
δεν θα γλιτώσει τη θανατική του μοίρα.
Αλλά και κάτι ακόμη θα σου πω, να το φυλάξει ο νους σου:
αν δω πως μόνο την αλήθεια αυτός ομολογεί,
550 μ᾽ ωραία ρούχα, χλαίνη και χιτώνα, θα τον ντύσω.»
Υπάκουος στον λόγο που άκουσε, τρέχει ο χοιροβοσκός, στάθηκε
πλάι του, κι όπως του μίλησε τα λόγια του
πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου γέρο, σε προσκαλεί η συνετή μας Πηνελόπη,
του Τηλεμάχου η μάνα· ποθεί η καρδιά της να ρωτήσει,
κάτι να μάθει για τον άντρα της, κι ας είναι βουτηγμένη
στη μαύρη πίκρα της.
Κι αν δει πως την αλήθεια μόνο εσύ ομολογείς,
με χλαίνη και χιτώνα θα σε ντύσει — ό,τι σου λείπει
πιο πολύ· γιατί ψωμί μπορείς να ζητιανέψεις,
για να βοσκήσεις την κοιλιά σου, και στη χώρα — όλο και κάτι
κάποιος θα καταδεχτεί και θα σου δώσει.»
560 Του αντιμίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Εύμαιε, πρόθυμος είμαι την κάθε αλήθεια να της πω κι εγώ
της συνετής της Πηνελόπης, της θυγατέρας του Ικαρίου·
ξέρω καλά την τύχη εκείνου, παρόμοια συμφορά σηκώσαμε.
Όμως με το σινάφι των κακόψυχων μνηστήρων τρέμω,
που φτάνει η ξιπασιά κι η βία τους τον χάλκινο ουρανό.
Να, τώρα μόλις, αυτός εμένα, γυρίζοντας εγώ σ᾽ αυτό το σπιτικό
δίχως να τον πειράξω, με βρήκε και χτυπώντας μέ πόνεσε πολύ —
μήτε ο Τηλέμαχος μήτε κανένας άλλος τόλμησε τότε να σταθεί στο πλάι μου.
Γι᾽ αυτό παράγγειλε στην Πηνελόπη να μη βιαστεί·
570 ας περιμένει, ωσότου δύσει ο ήλιος, στην κάμαρή της,
και τότε με ρωτά να μάθει για τον άντρα της,
το πότε θα νοστήσει. Πλάι στη φωτιά καλύτερα
μαζί μου να καθήσει, γιατί φορώ κουρέλια ξεφτισμένα —
ξέρεις εσύ, αφού εσένα πρώτο ικέτεψα.»
Έτσι του μίλησε, κι υπάκουος στα λόγια του ο χοιροβοσκός,
γύρισε μόνος πίσω. Μόλις τον είδε στο κατώφλι της η Πηνελόπη, τον ρωτά:
«Εύμαιε, δεν μου τον έφερες; Πώς να το σκέφτεται το πράγμα ο ξένος;
φοβάται μήπως και κάποιος τον τρομάξει; ή μάλλον ντρέπεται
στο σπίτι να κυκλοφορεί; Αλλά ζητιάνος και ντροπή
άσχημα πάνε μεταξύ τους.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
580 «Μίλησε μετρημένα, όπως και κάθε άλλος γνωστικός·
την ξιπασιά των αλαζονικών μνηστήρων γυρεύει ν᾽ αποφύγει,
και παραγγέλλει εσύ να περιμένεις ωσότου δύσει ο ήλιος.
Αλλά, βασίλισσά μου, αυτό συμφέρει και σ᾽ εσένα περισσότερο,
μόνη στον ξένο να μιλήσεις, και μόνη σου τον λόγο του ν᾽ ακούσεις.»
Πήρε τον λόγο πάλι η Πηνελόπη φρόνιμη:
«Κουτός δεν είναι ο ξένος, καλά το σκέφτηκε τι θα μπορούσε
να συμβεί· γιατί στον κόσμο των θνητών ανθρώπων άλλοι χειρότεροι
δεν βρέθηκαν ακόμη, όπως αυτοί οι υβριστές που μηχανεύονται
ανόσια έργα.»
Μετά τα λόγια της κι αφού τα πάντα τής εξήγησε,
590 την άφησε ο θείος χοιροβοσκός και βρέθηκε με την παρέα των μνηστήρων.
Όπου και μίλησε προς τον Τηλέμαχο, σκύβοντας όμως το κεφάλι,
να μην τον πάρουν είδηση οι άλλοι, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Καλέ μου, εγώ θα φύγω, τους χοίρους κι εκείνα εκεί να τα φυλάξω — δικά σου
και δικά μου· όμως εδώ τα πάντα μέλημα δικό σου.
Κοίταξε πρώτα να σωθείς εσύ· σκέψου καλά
μην πάθεις τίποτε· γιατί γυρεύουν το κακό σου
πλήθος αυτοί οι Αχαιοί, που να τους αφανίσει ο Δίας,
προτού προφτάσουνε να γίνουν η δική μας συμφορά.»
Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος με τη δική του φρόνηση:
«Αυτά θα γίνουν, γέροντά μου, όπως τα λες· πήγαινε τώρα εσύ
το δειλινό σου να φροντίσεις, κι αύριο, μόλις ξημερώσει,
600 έρχεσαι πάλι φέρνοντας καλά σφαχτά.
Όλα τα υπόλοιπα δικό μου μέλημα και των θεών.»
Έτσι του μίλησε, κι εκείνος κάθησε πάλι
σ᾽ ένα γυαλιστερό σκαμνί. Αφού η ψυχή του χόρτασε
με το φαΐ και το πιοτό, ξεκίνησε να πάει στο χοιροστάσι,
πίσω του αφήνοντας και την αυλή και το παλάτι, γεμάτο ακόμη
γλεντοκόπους, που ευφραίνονταν με τον χορό και το τραγούδι.
Στο μεταξύ πέφτει το σούρουπο, και πήρε να βραδιάζει.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 12. Στάση Κολοσσαίο

12.3. Εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αυτοί είναι Έλληνες!

Τους Έλληνες. Η Ρώμη, λέει, έχει καταληφθεί από τους Έλληνες, έγινε πόλη ελληνική. Αλήθεια, υπερβολή, κυριολεξία, μεταφορά, τρόπος του λέγειν; Σαν τις μεγάλες ευρωπαϊκές και αμερικανικές μητροπόλεις σήμερα, η Ρώμη διέθετε πλούσιο δειγματολόγιο από ράτσες και χρώματα - και μερικές από τις πιο οργανωμένες εβραϊκές συναγωγές. Γιατί ειδικά «οι Έλληνες»;

Ο Ουμβρίκιος ξέρει καλά τι είναι αυτό που μισεί. Οι Έλληνες δεν είναι απλώς μετανάστες που φυτοζωούν στο περιθώριο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής της Ρώμης - είναι, αντίθετα, ζωντανή απόδειξη της υποταγής της Ρώμης στην ελληνική κουλτούρα και γι᾽ αυτό αντιπροσωπεύουν μια σοβαρή απειλή για τη ρωμαϊκή ταυτότητα. Ο Ουμβρίκιος δίνει φωνή και έκφραση σε ένα αίσθημα ανασφάλειας που μοιράζεται με πολλούς άλλους «αγνούς» και «γνήσιους» Ρωμαίους. Στο μυαλό του έχει τακτοποιημένα και κωδικοποιημένα όλα εκείνα τα «ωραία και καλά» πράγματα που συνθέτουν τη «Ρωμαιοσύνη»· πιστεύει ότι αυτή η «Ρωμαιοσύνη» είναι μια αναλλοίωτη, διαχρονική ιδιότητα που πρέπει να διατηρηθεί άσπιλη, αμόλυντη και καθαρή από προσμείξεις στους αιώνες των αιώνων. 

Είναι πολύ πιθανό ότι, μαζί με πολλούς άλλους συμπατριώτες του, έχει πεισθεί για τη φυσική ανωτερότητα της ρωμαϊκής φυλής και για την ηθική υπεροχή του ρωμαϊκού τρόπου ζωής. Προβάλλει, βέβαια, και οικονομικούς λόγους («οι Έλληνες μας παίρνουν τις δουλειές»), αλλά αυτό δεν αρκεί για να θεωρήσουμε την αντίδρασή του ορθολογική και στηριγμένη σε αντικειμενικά στοιχεία. Ο θυμός του Ουμβρίκιου δεν είναι αποτέλεσμα λογικής διεργασίας, αλλά φοβίας και ανασφάλειας, γι᾽ αυτό και η κρίση του είναι απόλυτη, σαρωτική και γενικευτική: όλοι οι Έλληνες είναι πάνω κάτω το ίδιο, και κάθε «γραικύλος» που έχει κάνει λημέρι του τη Ρώμη αποτελεί την ενσάρκωση της ελληνικής μάστιγας. Η Ρώμη του Ουμβρίκιου είναι διεφθαρμένη ακριβώς επειδή είναι «πόλη ελληνική» - τελεία και παύλα.

Κυκλοφοριακό, ηχορύπανση, εγκληματικότητα, διαφθορά, ανεργία, αλλοδαποί - «αιωνία πόλις», αλλά από την ανάποδη, όπως θα έλεγε και ο Ουμβρίκιος.

Παγκόσμια Ενότητα

Παγκόσμια Ενότητα / Η Εσωτερική Θεώρηση

Συνείδηση είναι Αυτό που παραμένει πάντα Σταθερό σε όλη την εμπειρική ζωή. Συνειδητότητα είναι η Περιοχή της εμπειρίας. Επίγνωση είναι το επίπεδο κατανόησης αυτών που ζούμε. Η Επίγνωση είναι πάντα παρούσα σε κάθε εμπειρία. Είναι το θεμελιώδες στοιχείο της εμπειρικής ζωής. Είναι το πρωταρχικό στοιχείο σε κάθε εμπειρία. Η Επίγνωση είναι η πραγματικότητα της εμπειρίας.

Η επίγνωση δεν Ταυτίζεται με το περιεχόμενό της. Το περιεχόμενο αλλάζει συνεχώς. Η Επίγνωση είναι Αιώνια εφόσον Παραμένει, ανεξάρτητα από οποιοδήποτε περιεχόμενο, ή καθόλου περιεχόμενο.

Το Βάθεμα της Επίγνωσης οδηγεί σε Ανώτερες Περιοχές της Συνειδητότητας.

Όλη η εμπειρία διαλύεται στο μυστήριο της ύπαρξης.

Ο άνθρωπος που παρατηρεί με Προσοχή συνειδητοποιεί ότι δεν ταυτίζεται με το περιεχόμενο της εμπειρίας του. Μπορεί να αποστασιοποιηθεί και να εγκαταλείψει όλη αυτή την εμπειρία. Οι περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται με το περιεχόμενο της επίγνωσής τους. Έτσι έχουν μεγάλη δυσκολία να αποταυτιστούν, να εγκαταλείψουν όλα αυτά που βιώνουν και να αναδυθούν στην Καθαρή Επίγνωση.

Αυτό που η Συνείδηση αντιλαμβάνεται σαν πραγματικότητα δεν είναι η πραγματικότητα είναι η αντίληψη για την πραγματικότητα, δηλαδή συλλογή πληροφοριών, δόμηση, αντιλήψεις, μία κατασκευή. Αυτό σημαίνει ότι ανάλογα με την «θέση» που είμαστε (το βάθος και το εύρος της κατανόησής μας) σχηματίζουμε ανάλογη αντίληψη της πραγματικότητας. Όσο βαθύτερη είναι η κατανόηση μας τόσο πιο ολοκληρωμένη είναι η αντίληψη της πραγματικότητας. Επίσης γίνεται φανερό ότι όλες οι αντιλήψεις για την πραγματικότητα είναι σχετικές και προσωρινές μέχρι την πλήρως αφυπνισμένη κατάσταση.

Για την περιορισμένη Συνείδηση, αυτό που αντιλαμβάνεται είναι η πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει ότι αν αντιλαμβανόμαστε κάτι σαν πραγματικό λειτουργεί σαν πραγματικό. Με άλλα λόγια η «πίστη» σε κάτι λειτουργεί (με ό,τι σημαίνει αυτό και με ό,τι συνεπάγεται αυτό).

Ο Δρόμος προς την Αλήθεια περνά μέσα από ένα δάσος αυταπάτες.

Όταν η Συνείδηση στρέφεται Έσω και Βιώνει την Ενότητα της Πραγματικότητας, την Μία Μοναδική Πραγματικότητα, δεν σημαίνει ότι η πολλαπλότητα παύει να εμφανίζεται. Όταν χρησιμοποιείται ένας φορέας σε κάποιο πεδίο ύπαρξης αντιλαμβανόμαστε μέσα από τους περιορισμούς και τα φίλτρα του φορέα. Αλλά κατανοούμε ότι όλο αυτό είναι ένα φαινόμενο, μία κατασκευή πάνω από την αντικειμενική πραγματικότητα, που μένει πάντα παρούσα στην Επίγνωση. Η Συνείδηση Βιώνει την Πραγματικότητα χωρίς να επηρεάζεται από τα οράματα της πολλαπλότητας. Παραμένει εσωτερικά ελεύθερη ενώ παράλληλα συμμετέχει στον εικονικό κόσμο. Απλά παίζει ένα «ρόλο» μέσα στο κοσμικό όνειρο.

Η Πραγματικότητα Παραμένει Πάντα το Σταθερό Υπόβαθρο όλων των αντιληπτικών καταστάσεων, κατασκευών, ονειροπολημάτων. Η Επάνοδος στην Αντικειμενικότητα δεν γίνεται με κάποια διαδικασία, η προσπάθεια, η εξέλιξη. Γίνεται απλά με το σβήσιμο της αυταπάτης. Βρισκόμαστε τότε στην Πραγματική μας Κατάσταση που είναι πάντα παρούσα, ακόμη και αν εμείς στρέφουμε την προσοχή μας αλλού.

Δεν υπάρχει θεωρία, διδασκαλία, οδός, η πραγμάτωση. Η Ύπαρξη δεν έχει ούτε κατεύθυνση ούτε προορισμό. Η Ζωή ρέει ελεύθερα, ανθίζει και μαραίνεται, στο Φόντο της Αιωνιότητας. Το Σταθερό είναι η Άχρονη Παρουσία, όχι οι παροδικές εμπειρίες και τα διάφορα φαινόμενα.

Το Πρωταρχικό Βίωμα της Συνείδησης είναι Ίδια η Συνείδηση, η Αίσθηση της Ύπαρξης, Χωρίς Ιδιότητες. Το «Χωρίς Ιδιότητες» σημαίνει χωρίς χώρο, χρόνο, χωρίς ποιότητες. Ένας Άδειος Ωκεανός Επίγνωσης. Πάνω σε αυτή την βάση χτίζεται οποιαδήποτε άλλη αντίληψη, κατάσταση, γεγονός, ον και πράγμα.

Όλα είναι «νοητικής φύσης». Η «υπόσταση» τους είναι η αντίληψη, η «ιδέα». Σε αυτόν τον «υπαρξιακό πυρήνα» ενώνονται όλες οι άλλες εκδηλώσεις, ιδιότητες, καταστάσεις, εμπειρίες.

Η αντίληψη της «μορφής», της «ύλης», είναι δευτερεύουσα. Έτσι η Συνείδηση δημιουργεί την «ύλη». Το αντίθετο (ότι μέσα από την ύλη αναδύεται η συνείδηση) είναι μία λανθασμένη αντίληψη. Ποιος έχει αυτή την αντίληψη; Η συνείδηση που λειτουργεί περιορισμένα μέσα στην άγνοια. Έτσι όμως, συνειδητοποιώντας το, κατανοούμε ότι είναι η Συνείδηση που έχει προτεραιότητα (και μέσα από τους περιορισμούς της διατυπώνει «θεωρίες»). Η συνείδηση είναι η «πραγματικότητα» της ύλης. Δεν είναι ιδιότητα της ύλης.

Όταν η Συνείδηση λειτουργεί μέσα από την ατομικότητα (το εγώ) διαχωρίζεται από τον κόσμο των αντικειμένων. Όταν η Συνείδηση Υπερβαίνει το εγώ η Πραγματικότητα Είναι Μία. Η Συνείδηση που Περιλαμβάνει τα φαινόμενα. Συνείδηση και φαινόμενα δεν διαχωρίζονται. Η Συνείδηση Βιώνεται σαν η Βάση της Ύπαρξης και τα φαινόμενα είναι απλές δραστηριότητες, εκδηλώσεις, ή φαινόμενα. Εδώ υπάρχει Ενότητα των Πάντων.

Ο πανψυχισμός έχει ιστορία χιλιετηρίδων (από τους προσωκρατικούς μέχρι σήμερα). Η συνείδηση (το πνεύμα, ο νους, η ψυχή, η επίγνωση) θεωρείται θεμελιώδης ιδιότητα της ύπαρξης. Όλα είναι συνειδητά. Όλα έχουν συνείδηση.

Στην πραγματικότητα, η ορθή αντίληψη του πανψυχισμού δεν είναι αυτή η απλή διαπίστωση. Γιατί τι είναι αυτό το αόρατο στοιχείο, η συνείδηση; Είναι ένα; σε πολλά μοιρασμένο; Δεν δίνονται απαντήσεις.

Η πιο ορθή αντίληψη διατυπώθηκε από τον Πλάτωνα. Η Συνείδηση (το πνεύμα, ο νους, η ψυχή, η επίγνωση) δεν είναι απλά θεμελιώδης ιδιότητα της ύπαρξης είναι η Πρωταρχική Κυρίαρχη και Βασική ιδιότητα της Ύπαρξης, το «Αγαθόν». Με άλλα λόγια η Συνείδηση είναι Αυτό που Υπάρχει και διαπερνά τα πάντα. Η Συνείδηση είναι που Δημιουργεί, Αναδύει το Είναι (σαν Αντίληψη, σαν «Ιδέα»). Η «Ιδέα» λαβαίνει νοητική υπόσταση (ο υπαρξιακός πυρήνας που εμπλουτίζεται με ιδιότητες ή «περιορισμούς»), ενδυναμώνεται και λαβαίνει μορφή (και ενσωματώνεται τελικά στην μορφή). Ο άνθρωπος είναι Συνείδηση που ενσωματώνεται. Το να λέμε «ο άνθρωπος έχει συνείδηση» είναι λάθος, γιατί δίνουμε προτεραιότητα στη μορφή που θεωρούμε ενσυνείδητη.

Στην πραγματικότητα ο πανψυχισμός λειτουργεί στο επίπεδο της δυαδικότητας, αφού εξακολουθεί να μιλάει για συνείδηση και μορφή. Είναι «θεωρία» του περιορισμένου δυαδικού νου, δεν περιγράφει την πραγματικότητα ακριβώς, αφού δεν υπερβαίνει την δυαδικότητα, προς την ενοποίηση της πραγματικότητας.

Η Πραγματικότητα Είναι Μία: Συνείδηση. Και τα περιλαμβάνει όλα στην Ενότητα της. Δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες, η συνείδηση και ο κόσμος. Η Συνείδηση Είναι ο Κόσμος. Αυτή είναι η Παγκόσμια Ενότητα. Όλα Είναι Εξαρχής Συνείδηση. Αναδύονται και σβήνουν μέσα στη Συνείδηση. Δεν υπάρχει δημιουργία. Καμία εξέλιξη. Είμαστε Πάντα Εδώ στο «Σπίτι» μας. Όλα τα άλλα είναι απλά ένα κοσμικό όνειρο.

Η «έξοδος» από τη Φυσική μας Κατάσταση στο περιορισμένο, στο κατασκευασμένο, στο όνειρο, δεν είναι οντολογική είναι μόνο γνωσιολογική. Ο Κόσμος, η Δημιουργία, η Ζωή, οι εμπειρίες, είναι μόνο «αντιλήψεις». Ακόμη και η συμπαγής μορφή δεν είναι παρά προϊόν αντίληψης. Δεν υπάρχει παρά Συνείδηση,.

Η Συνείδηση στην Φυσική της Κατάσταση δεν έχει περιεχόμενο. Δεν είναι μέσα στο χώρο, μέσα στο χρόνο, μέσα σε καταστάσεις. Αν η Συνείδηση έχει κάποιο «περιεχόμενο» τότε αυτόματα είμαστε κάποιοι, είμαστε κάπου, βιώνουμε κάτι.

Αν κάποιος, σε όποια θέση κι αν είναι, θέλει να βρει την Αλήθεια, να Βιώσει την Πραγματικότητα, πρέπει απλά να στρέψει την προσοχή του στο «ποιος είναι», δηλαδή σε ποια θέση είναι, τι βιώνει να Δει δηλαδή, σαν Συνείδηση, το «περιεχόμενό» του). Θα συνειδητοποιήσει ότι η αντίληψη του χρωματίζεται ακριβώς από τις καταστάσεις του. Συνεπώς αν θέλει να Βιώσει την Πραγματικότητα πρέπει να σταματήσει ακριβώς να «χρωματίζει» την Πραγματικότητα. Αυτό σημαίνει να απορρίψει το «περιεχόμενο» της Συνείδησης, κάθε «περιεχόμενο» της Συνείδησης. Μόνο όταν η Συνείδηση επανέλθει στη Φυσική της Κατάσταση (του χωρίς ιδιότητες) μπορεί μετά να ξαναγυρίσει στην προηγούμενη σχετική κατάσταση, τελείως «αλλαγμένη». Γιατί η Συνείδηση δεν θα επηρεάζεται πια από τις τοπικές συνθήκες, ούτε θα χρωματίζει την Πραγματικότητα. Τότε το Φως έρχεται στον κόσμο.

Η Αντικειμενική Συνείδηση, δηλαδή η Συνείδηση στην Φυσική της Κατάσταση είναι η Θεμελιώδης Πραγματικότητα οποιασδήποτε περιορισμένης συνείδησης ή αντίληψης. Για να αναδυθεί η Συνείδηση από την περιορισμένη της κατάσταση στην Πραγματικότητα απλά πρέπει να εγκαταλείψει την περιορισμένη αντίληψη και δράση και ζωή.

Τελικά η Ζωή, με τις ανάγκες της, δημιουργεί τον περιορισμό στο εγώ και η ίδια η Ζωή τον ξεπερνά στο πλήρωμα του χρόνου. Η δημιουργία του εγώ από την Ζωή είναι απλά ένα στάδιο στην εξέλιξη μας. Στο πέρασμα του χρόνου το εγώ πρέπει να ξεπεραστεί. Η εμμονή στο εγώ είναι ακριβώς το ανθρώπινο πρόβλημα. Το ερώτημα είναι γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι δεν προχωρούν πιο πέρα;

Ερμηνεία τη Εικόνας

Η Πραγματικότητα Είναι Μία. Δεν υπάρχουν δύο πραγματικότητες, η Συνείδηση και ο Κόσμος. Η Συνείδηση Είναι ο Κόσμος. Όλα αναδύονται και χάνονται μέσα στην Συνείδηση. Αυτή είναι η Παγκόσμια Ενότητα. Είναι η Μη-Δυαδικότητα. Όλα Είναι Συνείδηση. Εξαρχής. Για Πάντα.

Παγκόσμια Ενότητα / Η Θρησκειολογική Ανάλυση

Αγαπητοί φίλοι... Η υποκειμενική αντίληψη (το εγώ) δεν είναι παρά ένας περιορισμός της επίγνωσης που έχει να κάνει με την επιβίωσή μας και που κληρονομήσαμε στην διάρκεια της ιστορικής εξέλιξης, εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια τώρα.

Ο άνθρωπος ήταν αναγκασμένος να περιορίσει την επίγνωσή του, στο εγώ, στην ατομική ύπαρξη, στο σώμα κλπ... για να μπορέσει να επιβιώσει...

Αυτό όμως δεν είναι παρά μία «συμπεριφορά», ένας «μηχανισμός επέμβασης» στην επίγνωση, που έχει καθαρά πρακτικό σκοπό.

Η επίγνωση, σαν ανθρώπινη δυνατότητα και λειτουργία δεν ταυτίζεται με τον «μηχανισμό επέμβασης»... Όσοι «αποδομούν» αυτό τον «μηχανισμό επέμβασης» απελευθερώνουν την επίγνωση και αντιλαμβάνονται τον κόσμο σαν μια ενότητα, είναι μέρος του κόσμου, όχι απέναντι στον κόσμο... Αυτή είναι η «αντικειμενική συνείδηση».

Η παραδοσιακή διάκριση υποκείμενο-αντικείμενο, που δυστυχώς κληρονόμησε κι όλη η επιστημονική κοινότητα, από τον Ντεκάρτ και μετά... έχει εξαφανιστεί.

Υπάρχει μόνο «επίγνωση της ενότητας όλων», (όχι ταύτιση των επιμέρους αλλά συσχέτιση των πάντων)...

Αυτή ανώτερη επίγνωση (όπου το υποκείμενο είναι μέρος, συμμετέχει στο όλον και δεν το «βάζει» απέναντί του), η «αντικειμενική παγκόσμια συνείδηση» που πραγματοποιείται έτσι, δεν είναι μία σύγχυση της επίγνωσης με το Παγκόσμιο: Είναι αντίληψη του Παγκόσμιου από ένα κέντρο επίγνωσης... Παράλληλα υπάρχουν πολλά κέντρα επίγνωσης του Παγκόσμιου... Και το Παγκόσμιο είναι πραγματικό και τα πολλά κέντρα επίγνωσης του Παγκόσμιου, (που διατηρούν την «θέση» τους, λόγω περιοριστικών παραγόντων, που δεν έχουν εξαλειφθεί πλήρως... σώματος, κλπ...), είναι αληθινά: Το περιεχόμενο της επίγνωσης όμως τώρα είναι το Παγκόσμιο...

Είναι μία θέαση του κόσμου όπου το υποκείμενο δεν διακρίνεται πιά από αυτό που αντιλαμβάνεται... Απλά όλα αυτά συμβαίνουν...

Αυτό το Παγκόσμιο είναι κάτι ζωντανό που περιέχει αλλά υπερβαίνει τον φυσικό κόσμο...

Κι υπάρχουν και «βαθύτερα επίπεδα επίγνωσης»...

Στο μέλλον, ίσως σε 1000, 2000, χρόνια (αν ο άνθρωπος τα καταφέρει τελικά...), θα γελάνε με μας τους πρωτόγονους, που νομίζουμε ότι το εγώ, η θέαση της πραγματικότητας μέσα από το εγώ (που έχει σαν αποτέλεσμα να μας αποκόβει, σαν υποκείμενα, από το αντικείμενο...), είναι η απόλυτη, αληθινή, αντίληψη της πραγματικότητας...

Η φαινομενολογία ως εξήγηση του κόσμου και της θεωρίας

Μέσα από μια προσπάθεια εξήγησης του υπαρκτού κόσμου, η φαινομενολογία αποτελεί ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίο βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων. Δηλαδή των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα. Μέσω των αισθητήριων μηχανισμών και όχι στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος, ευρισκόμενου πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας.

Η φαινομενολογία των πάντων:

Μέσα από μια προσπάθεια εξήγησης του υπαρκτού κόσμου, η φαινομενολογία αποτελεί ένα φιλοσοφικό κίνημα το οποίο βασίζεται στην διερεύνηση των φαινομένων. Δηλαδή των πραγμάτων που γίνονται αντιληπτά ενσυνείδητα. Μέσω των αισθητήριων μηχανισμών και όχι στην ύπαρξη οποιουδήποτε πράγματος, ευρισκόμενου πέρα από τα όρια της ανθρώπινης συνειδητότητας.

Λαμβάνοντας ως σημείο αναφοράς την εμπειρία των φαινομένων, που αποτυπώνεται ως συνειδητή εμπειρία, η φαινομενολογία επιχειρεί να εξαγάγει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της αντιληπτικής διαδικασίας. Καθώς και την οντότητα των εμπειριών μας. Η αφετηρία της ξεκινά από τη Σχολή του Μπρεντανό. Και πιο συγκεκριμένα, από το έργο του φιλόσοφου του 20ου αιώνα, Έντμουντ Χούσερλ. H φαινομενολογική σκέψη έπαιξε καθοριστική σημασία για την ανάπτυξη του υπαρξισμού στη Γαλλία και τη Γερμανία. Όπως διαπραγματεύεται και στα έργα: Του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, του Μορίς Μερλώ-Ποντύ και του Μάρτιν Χάιντεγκερ.

Ο Χούσερλ και η απαρχή της φαινομενολογίας

Ο Γερμανός φιλόσοφος, Έντμουντ Χούσερλ ήταν εκείνος που διεύρυνε την θεωρία της φαινομενολογίας. Εξελίσσοντας και θεμελιώνοντας τη, ως έναν αυτόνομο φιλοσοφικό κλάδο του 20ου αιώνα.

Ξεκίνησε, εγκαθιδρύοντας τη σχολή της Φαινομενολογίας. Κινούμενος αντίθετα προς τον θετικιστικό προσανατολισμό της επιστήμης και της φιλοσοφίας της εποχής του. Εκπόνησε κριτικές στις επιδράσεις του ιστορικισμού και του ψυχολογισμού στη λογική. Χωρίς να περιορίζεται στον εμπειρισμό, αλλά θεωρώντας ότι η εμπειρία είναι η πηγή όλης της γνώσης. Επεξεργάστηκε μια μέθοδο φαινομενολογικής αναγωγής, μέσω της οποίας το υποκείμενο είναι δυνατόν να αποκτήσει έμμεση γνώση της ουσίας.

Μερικά χρόνια αργότερα, από τη δημοσίευση του πιο σημαντικού του έργου «Λογικές Διερευνήσεις», ο Χούσερλ οδηγήθηκε στη διάκριση μεταξύ της πράξης της, της νόησης και των φαινομένων. Όπου η οντολογική γνώση θα ήταν δυνατή μόνο μέσω της αναστολής όλων των υποθέσεων. Και των «a priori» δεκτών αξιωμάτων που υποστηρίζουν την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου. Τη διαδικασία αυτή, που βρισκόταν στον αντίποδα του παραδοσιακού γνωσιολογικού ορθολογισμού, την ονόμασε εποχή (epoché). Έτσι η φαινομενολογία αναδυόταν ως μία αντικειμενική, επιστημονική μέθοδος εξέτασης της συνείδησης και των περιεχομένων της. Ο Χούσερλ όμως πίστευε περίτρανα, ότι το σύνολο της φιλοσοφίας θα μπορούσε να στηριχθεί πάνω στο οικοδόμημα της φαινομενολογίας.

Ο Χούσερλ επικεντρώθηκε στις ιδανικές, θεμελιώδεις δομές της συνείδησης. Καθώς ήθελε να αποκλείσει κάθε υπόθεση για την ύπαρξη εξωτερικών αντικειμένων. Έτσι εισήγαγε τη μέθοδο της φαινομενολογικής αναγωγής για να τις απαλείψει. Με τον διαχωρισμό δηλαδή, ανάμεσα στο καθαρό υπερβατικό εγώ και στο συμπαγές εμπειρικό εγώ.

Η υπερβατική φαινομενολογία, εστιάζει στη μελέτη των βασικών δομών που απομένουν στην καθαρή συνείδηση. Κάτι που ισοδυναμεί με τη μελέτη των νοημάτων, των αισθήσεων και των σχέσεων μεταξύ τους. Καθώς και τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται και αλληλεπιδρούν.

Η πεποίθηση του Χούσερλ

Ο Χούσερλ ήταν πεπεισμένος, ότι η φιλοσοφία είναι ένας επιστημονικός τομέας που πρέπει να θεμελιωθεί σε μια φαινομενολογία. Που γίνεται κατανοητή κατ’ επέκταση ως επιστημολογία. Μια άποψη που συγκρούστηκε με την θεωρία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, που έμελλε να την μεταβάλει ριζικά. Για τον Χούσερλ, η επιστημολογία της φαινομενολογίας,αποτελεί τη βάση από την οποία απορρέει ολόκληρη η φιλοσοφική σκέψη.

Η παρέμβαση της φαινομενολογίας

Η φαινομενολογία μπορεί να απατήσει στο ερώτημα: «Αν η γνώση που αποκτήσαμε αντικατοπτρίζει πιστά την αντικειμενική πραγματικότητα ή εν τέλη πρόκειται για υποκειμενικές εικόνες και ιδέες, που έπλασαν γι’ αυτήν οι άνθρωποι;»

Πάνω στο ζήτημα αυτό διατυπώθηκαν τρεις, διαφορετικές θεωρίες: O Ρεαλισμός, ο Ιδεαλισμός και η Φαινομενολογία.

Ρεαλισμός: Για τον ρεαλισμό, το αντικείμενο της γνώσης είναι οι ίδιες οι συνθήκες και τα γεγονότα όπως έχουν στην πραγματικότητα. Είτε τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας (Ρεαλισμός των ιδιοτήτων) είτε τα κατανοούμε με το νου μας (κριτικός Ρεαλισμός). Κύριοι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής υπήρξαν, ο Εμπεδοκλής, ο Δημόκριτος, ο Descartes, o Locke, ο Hartmann και πολλοί άλλοι.

Ιδεαλισμός: Ο ιδεαλισμός πρεσβεύει ότι το αντικείμενο της γνώσης δεν είναι τα πράγματα ως έχουν, αλλά οι ιδέες που έχουμε πλάσει γι’ αυτά. Κατά τον θεμελιωτή του Ιδεαλισμού, τον Πλάτωνα, τα αντικείμενα είναι απλά τα είδωλα των αυτοτελών ιδεών που βρίσκονται «εν ουράνιο τόπο».

Η φαινομενολογία, σε αντίθεση με τον ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό, θέλησε να συμβιβάσει αυτές τις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες θεωρίες. Τονίζοντας ότι, από τα πράγματα τα γνωρίζουμε μόνο από την αισθητική τους πλευρά, ενώ την φύση και την ουσία τους τη γνωρίζουμε όπως αυτά αποτυπώνονται στη συνείδηση μας.

H θεωρία αυτή ξεκίνησε από τον Αρίστιππο τον Κυρηναίο και θεμελιώθηκε διαχρονικά, από τους Hume και Kant. Σύμφωνα με τον Kant: «Την πραγματικότητα την βλέπουμε δια μέσου έγχρωμης υάλου και αποδίδουμε εις τα εξωτερικά αντικείμενα τις υποκειμενικές ιδιότητες του γνωστικού μας οργάνου ακριβώς, ως εάν θεωρούσαμε ως αντικειμενική ιδιότητα των πραγμάτων το χρώμα της υάλου».

Η διαφορετική φαινομενολογία του Χούσερλ και του Χάιντεγκερ

Ο Χούσερλ όπως προείπαμε, ήταν πεπεισμένος, ότι η φιλοσοφία θα πρέπει να θεμελιωθεί πάνω σε μια φαινομενολογία. Που γίνεται αντιληπτή ως επιστημολογία. Ο Χάιντεγκερ όμως, είχε άλλη άποψη επί του θέματος.

Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία δεν είναι σε καμία περίπτωση ένας επιστημονικός τομέας. Αλλά είναι πιο θεμελιώδης και από την ίδια την επιστήμη. Συνακόλουθα, αντί της φαινομενολογίας ως θεμελιωτικής μελέτης, την χαρακτήρισε ως μεταφυσική οντολογία. Αναφέροντας ότι: «Η ύπαρξη είναι το ορθό και μόνο θέμα της φιλοσοφίας». Για τον Χούσερλ η ύπαρξη εμφανίστηκε μόνο ως απόρροια της συνείδησης. Για τον Χάιντεγκερ η ύπαρξη είναι το αρχικό σημείο της συνείδησης.

Όσον αφορά τον Χούσερλ, θα πρέπει να αποστασιοποιηθούμε για λίγο, από κάθε συμπαγή καθορισμό του εμπειρικού εγώ. Για να μπορέσουμε να κατευθυνθούμε στο πεδίο της καθαρής συνείδησης. Ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει ότι, οι πιθανότητες και ο προορισμός της φιλοσοφίας είναι στενά συνδεδεμένα με την ανθρώπινη ύπαρξη και ως εκ τούτου, με την προσωρινότητα και την ιστορικότητα.

Κλείνοντας, παρόλο που πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικές προσεγγίσεις, η μια είναι επηρεασμένη από την άλλη. Με την άποψη ότι ο Χούσερλ αποτέλεσε τον πατέρα της φαινομενολογίας που θεμελίωσε την απαρχή της. Και Χάιντεγκερ, ως μαθητευόμενος του εξέλιξε την θεωρία αυτή. Αξίζει επίσης να αναφερθεί πως ο Χάιντεγκερ, θεωρείται ο θεμελιωτής του υπαρξισμού. Ξεκινώντας από το κορυφαίο Πλατωνικό ερώτημα: «Τι εννοούμε όταν λέμε ον» προσπάθησε να εξετάσει την έννοια του όντος. Συνδέοντας την ανθρώπινη ύπαρξη, ως το εξεταζόμενο υποκείμενο, που καλείται να κατανοήσει αυτήν την έννοια. Συμπληρώνοντας και επεκτείνοντας με αυτόν τον τρόπο την θεωρία και την «ουσία» της έννοιας της φαινομενολογίας.

"Εὐθάνατος θάνατος": Το "καλῶς θανεῖν" στην αρχαία Ελλάδα

1. "Εὐθανασία": Ο εννοιολογικός προσδιορισμός του όρου στην αρχαιότητα.[1]

Ο θάνατος, ως ξεχωριστό χαρακτηριστικό, αλλά και αδιαχώριστο από την ανθρώπινη φύση, αποτελεί τη δεύτερη - και συμμετρικά ισοδύναμη με τη ζωή - δύναμη του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.

Ένα επιτάφιο επίγραμμα από την Αυτοκρατορική Εποχή θέτει το αξίωμα ότι "οὐ μόνον εἶναι τόν θάνατον θνητοῖς οὐ κακόν, ἀλλ’ ἀγαθόν", για τους θνη­τούς ο θάνατος όχι μόνο δεν είναι κακό, αλλά καλό.[2] Ένα άτομο δεν μπορεί να ζει σε απομόνωση· εξαρτάται από την κοινωνική ομάδα από την οποία προήλ­θε· έτσι, ο θάνατος του ατόμου είναι αναπόσπαστο μέρος της κοινωνικής ζωής.

Ο κανονικός θάνατος, που οφείλεται είτε σε φυσικές αιτίες είτε σε δολοφο­νία, είναι αναπότρεπτος. Ένα παράδοξο είδος θανάτου είναι η αυτοκτονία. Η αυτοκτονία ορίζεται ως θάνατος τραγικός, τον οποίον επιλέγουν εκείνοι, που, πιεσμένοι από την ανάγκη, τους βρίσκει "ο αβάσταχτος πόνος μιας αδιέξοδης δυστυχίας".[3] Κανείς δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω στο θάνατο· η αυτοκτονία, όμως, δίνει τη δυνατότητα στον αυτόχειρα να καθορίζει το χρόνο του θανάτου του. Με την αυτοκτονία του κανείς τιμωρεί, ανακουφίζει, δημιουργεί ή βάζει τέλος σε μίασμα, σώζει ή καταστρέφει κοινότητες, διαφυλάσσει ή όχι το κύρος της προσωπικότητάς του. Η αυτοκτονία δε λαβαίνει χώρα σε απομόνωση* μάλλον απορρέει ευθέως από τη θέση, πραγματική ή υποθετική, κάποιου στην κοινωνία. Όταν ένα σφάλμα διαταράσσει τους κοινωνικούς κανόνες, τότε ακολουθεί η αυτοκτονία. Το σφάλμα μπορεί να οφείλεται στην κοινωνία ή στο άτομο, αλλά σε κάθε περίπτωση η αυτοκτονία το διορθώνει.[4]

Η ορολογία, που χρησιμοποιήθηκε από Έλληνες και Ρωμαίους για την αυτοκτονία, είναι αποκαλυπτική των διαθέσεών τους. Η ποικιλία της ελληνι­κής γλώσσας επιτρέπει τη φραστική απεικόνιση όλων των συναισθηματικών αποχρώσεων - τρόμο, έκπληξη, εκτίμηση προς το όργανο που εκτελεί την αυτοχειρία, δηλ. το χέρι -"χεῖρας ἑαυτῷ ἐπι/προσφέρω"-· αλλά και η πλού­σια ρητορική χρήση κυριαρχείται από σύγχυση, έγκριση και θαυμασμό, κυρίως, όμως, από το στοιχείο της εθελοντικής ενέργειας με βάση το πρόθεμα "αὐτο-": "αὐθαιρετός θάνατος, αὐτοθελεί, ἐλεύθερος πότμος, ἑκούσιος θάνα­τος", (Λατινικά: "mors voluntaria"), ενώ η φιλοσοφική θεώρηση της αυτοκτο­νίας εκφράζεται με το "εξάγω" και το "εύλογος έξαγωγη", της οποίας δημι­ουργός θεωρείται ο Αντισθένης, μαθητής του Σωκράτη.[5] Το γενικό χαρακτη­ριστικό του κλασικού λεξιλογίου είναι η απουσία μιας εντελώς εχθρικής χρή­σης της αυτοχειρίας. Οι ευφημισμοί "ἀπαλλαγή βίου, ἀπαλλάττω έαυτόν τοῦ ζῆν, καταστροφή τοῦ βίου" εκφράζουν το θαυμασμό για μια τέτοια επίδειξη προσωπικής αυτονομίας και ελεύθερης θέλησης του αυτόχειρα. Ας μην ξεχνάμε ότι τα επίθετα "αὐτοθάνατος", "αὐτοκτόνος" και "αὐτοφόνος" χρονο­λογούνται κατ' αρχήν από τον 1ο αι. μ. X.[6]

Η "εὐθανασία", μια λέξη που προέρχεται από τα ελληνικά, χρησιμοποιεί­ται ως έκφραση, για να διασαφηνισθεί ο θάνατος και η σημασία του. Το πρό­θεμα "ευ" είναι το επίρρημα "εὖ" ή το επικό ”ἐΰ" (το ουδέτερο του "ἐΰς"),[7] που σημαίνει "καλός, ωραίος, γενναίος, ευγενής". Το δεύτερο μέρος της λέξης αποδίδει την ελληνική έκφραση για το φυσικό θάνατο, "θάνατος".[8] Αντίθετα, ο πριν της ώρας του, ο αφύσικος και οδυνηρός θάνατος αποδίδεται με την ελληνική λέξη "κήρ" [9] "Εὐθανασία", λοιπόν, σημαίνει τον ωραίο θάνατο, το "καλῶς θανεῖν" της Αντιγόνης του Σοφοκλή,[10] το "θάνατο για την αρετή", "ένας αξιοζήλευτος θάνατος στην Ελλάδα".[11] "Ευθανασία", όμως, είναι και ο γενναίος θάνατος, η ηρωική αυτοκτονία στο πεδίο της μάχης, δηλαδή το Σπαρτιατικό ιδεώδες θανάτου, (Λεωνίδας), που οικοδομήθηκε πάνω στον ηρωικό κώδικα τιμής, που διέπει την αρχαία κοινωνία και παραπέμπει στον "καλό" και "ευκλεή θάνατό' του Ομηρικού Έκτορα.[12]

Οι λέξεις που παράγονται από το θέμα ευθανατ- χρησιμοποιούνται στην αρχαία Γραμματεία από την κλασική αρχαιότητα και μετά, ενώ η λέξη ευθανασία εμφανίζεται για πρώτη φορά κατά την Ελληνιστική εποχή, τόσο στην ελληνική γραμματεία, όσο και σε λατινικό κείμενο (στον Κικέρωνα).

Η έννοια, που αποδίδεται στον αρχαιοελληνικό όρο "ευθανασία" από τις γραμματειακές πηγές,[13] σε αντίθεση με τη σημερινή του χρήση, δε σήμαινε ποτέ το πρόωρο τέλος μιας αναξιοπαθούς ή μιας απελπισμένης και επώδυνης ζωής. Ο όρος "ευθανασία" δεν εξισωνόταν ποτέ με τη σημερινή έννοια της "βοήθειας προς θάνατο". Ασφαλώς, υπήρχε ιατρική βοήθεια κατά την ώρα του θανάτου και για το θάνατο, βοήθεια παρακινούμενη από ανθρώπινη αλληλεγγύη. "Εὐθανασία" στην αρχαιότητα σήμαινε τον "καλό θάνατο". Ποιος θάνατος, όμως, χαρακτηρίζεται ως "καλός" στα αρχαία κείμενα;

Χρονολογικά ο όρος "εὐθανασία" παρουσιάζεται με τους εξής γραμματι­κούς τύπους: α) το επίρρημα εὐθανάτως, β) το επίθετο εὐθάνατος, γ) το ρήμα εὐθανατέω, (εὐθανατεῖν, τοῦ εὐθανατοῦντος, εὐθανατῆσαι, εὐθανατοῦσιν), και εὐθανατίζειν, και δ) τα ουσιαστικά εὐθανασία και τό εὐθάνατον.

α) το επίρρημα εὐθανάτως

Το "εὐθανάτως ἔχειν", που συναντάται ήδη κατά τον 5ο αι. π. X. στον εκπρό­σωπο της αρχαίας Κωμωδίας Κρατίνο,[14] σημαίνει "το να έχει κανείς καλό θάνατο".

Στη Νέα Κωμωδία, στο Μένανδρο, (340- 290 π. X.), το "εὐθανάτως ἀπέρχεσθαι" έχει την ίδια έννοια, και πιο συγκεκριμένα ο θάνατος, που συμβαίνει στο σωστό χρόνο κι ακόμη αυτός, που έρχεται νωρίς.

"οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθών εἰς χρόνον ".
Μετάφραση: "δεν πέθανε με καλό θάνατο, αυτός που έζησε επί μακρόν".[15]

β) το επίθετο εὐθάνατος

Η λέξη "εὐθάνατος" στον πρώιμο Ελληνισμό σημαίνει τον "καλό θάνατο". Ο εκπρόσωπος της Νέας Κωμωδίας Μένανδρος χρωματίζει με αυτήν τη σημασία το επίθετο "εὐθάνατος", με την ιδιαίτερη έννοια του θανάτου από πλήρη ατο­μική χαρά ζωής.[16]

"μόνος μοι θάνατος οὗτος φαίνεται
εὐθάνατος, ἔχοντα πολλάς χολλάδας κεῖσθαι παχόν,
ὕπτιον, μόλις λαλοῦντα και τό πνεῦμ’ ἔχοντ ἄνω,
ἐσθίοντα καί λέγοντα "σήπομ’ ὑπό τής ἡδονῆς".

Μετάφραση: "αυτός μόνο μου φαίνεται καλός θάνατος: ‘όταν λιώνω από την ηδονή’".

Ο αστρολόγος Παύλος Αλεξανδρινός (2ο μισό του 4ου αι. μ. X.) μιλάει επί­σης για έναν "καλό θάνατο".[17] "γῆρας ἄμοχθον καί εὐθάνατον".

Μετάφραση: "γηρατιά χωρίς βάσανα και με καλό θάνατο".

γ) το ρήμα εὐθανατέω

Ο Ηρόδοτος[18] με τη λέξη "ἐδυσθανάτει” καθορίζει έναν άσχημο θάνατο.

Κατά τη φιλοσοφική Σχολή των Στωϊκών, "εὐθανασία" σημαίνει την εκπλή­ρωση της ζωής, χαρακτηρίζεται ως "ἡ εὔλογος ἐξαγωγή". Ο εκπρόσωπός της Χρύσιππος (3ος αι. π. X.) πρεσβεύει ότι το εὐθανατεῖν έχει την έννοια του να τύχει κανείς έναν καλό και αξιοπρεπή θάνατο.[19] "Εὐγηρεῖν τε μόνον καί εὐθανατεῖν τόν σπουδαῖον·

εὐγηρεϊν γάρ εἶναι τό μετά ποιοῦ γήρως διεξάγειν κατ’ ἀρετήν, εὐθανατεῖν δε
τό μετά ποιοῦ θανάτου κατ’ ἀρετήν τελευτᾶν".

Μετάφραση: "Καλό γήρας σημαίνει να περάσει κανείς τα γηρατειά του με αρετή, και καλός θάνατος (εὐθανατεῖν) σημαίνει ένα τέλος με αρετή".

Ο Πολύβιος[20] στις "Ιστορίες" του (200 - 115 π. X.) με τη λέξη "εὐθανατέω" επαινεί το αγωνιστικό τέλος του τελευταίου Σπαρτιάτη βασιλιά, Κλεομένη. Η έννοια του ρήματος είναι: να τύχει κανείς έναν τιμητικό, ευγενικό θάνατο. Η σημασία του χωρίου του Πολύβιου έγκειται στο ότι πουθενά αλλού στην αρχαία Γραμματεία ο όρος "ευθανασία" δε βρίσκεται σε τόσο στενή σχέση νοηματικά με την "αυτοκτονία", όσο εδώ.[21]

"τό δέ πλεῖον εὐθανατῆσαι σπουδάζων καί μηδέν ἀνάξιον ὑπομεῖναι τῆς περί
αὐτόν προγεγενημένης τόλμης".

Μετάφραση: "αλλά μάλλον επιθυμώντας (ο Κλεομένης) να πεθάνει με ένα ένδοξο θάνατο, χωρίς να υπομείνει τίποτε ανάξιο της τόλμης που είχε επιδεί­ξει στο παρελθόν".

Ο Φλάβιος Ιώσηπος[22] στο έργο του " Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία” (37/ 38 - 100 μ. X.) χρησιμοποιεί τη λέξη, για να δηλώσει την εκπλήρωση μέσω του θανάτου, που επέρχεται κατά τον αγώνα με τους εχθρούς.

"παραδοῦναι τοῖς πολεμίοις αὐτούς ἔκριναν ὡς εἰ
μέν φείσαιντο αὐτῶν ζησόμενοι, εἰ δ’ ἀναιρεθεῖεν εὐθανατήσοντες".

Μετάφραση: "και έτσι απεφάσισαν να παραδοθούν στους εχθρούς, με την ελπίδα, αν αυτοί τους χαρίσουν τη ζωή τους, θα ζούσαν και ότι εάν καταδι­κάζονταν σε θάνατο, θα πέθαναν χωρίς να υποφέρουν πολύ".

Το "εὐθανατήσοντες" σημαίνει το να έχουν έναν ελαφρύ θάνατο, πιθανώς με κάποια βοήθεια για την πραγματοποίησή του. Τον εύκολο θάνατο εννοεί και ο Μάρκος Αυρήλιος στο έργο του "Τά εἰς ἑαυτόν" με το "τοῦ εὐθανατοῦντος",[23] "ἐπι τοῦ εὐθανατοῦντος

ευκόλως τό ψυχάριον ἀπό τοῦ σώματος ἐξελεῖται".

Μετάφραση: "σε αυτόν που έχει έναν εύκολο θάνατο, εύκολα βγαίνει η ψυχή από το σώμα".

Το ρήμα χρησιμοποιείται και από τον Vettius Valens.[24] Τέλος, ο ρηματικός τύπος "εὐθανατίζειν" εμφανίζεται στον Ωριγένη (184/ 185 - 254/ 255 μ. X.).[25] "προθύμως καί γενναίως ὑπέρ τῶν σεμνῶν καί ἁγίων νόμων εὐθανατίζειν".

δ) το ουσιαστικό ευθανασία

Πρωτοσυναντάται στην Ελληνιστική εποχή.

Η λέξη "εὐθανασία" στους στίχους του Ποσείδιππου [26] (300 π. X.), εκπροσώ­που της Νέας Κωμωδίας, έχει τη σημασία του εύκολου και καλού θανάτου,

"Ὧν τοῖς θεοῖς ἄνθρωπος εὔχεται τυχεῖν
τῆς εὐθανασίας κρεῖττον οὐδέν εὔχεται".

Μετάφραση: "ό,τι κυρίως ένας άνθρωπος εύχεται να κερδίσει από τους
θεούς. Τίποτε άλλο καλύτερο δεν εύχεται από την ευθανασία."

όπως και στο Φίλωνα Αλεξανδρέα (γενν. 10 π. X.).[27]

"ευγηρία και ευθανασία μέγιστα των ἀνθρωπείων ἀγαθῶν έστιν,
ὧν οὐδετέρου κοινωνός ἡ φύσις ἀγήρως τε καί ἀθάνατος οὖσα";

Μετάφραση: "Ας εξετάσουμε, λοιπόν, μεταξύ αυτών που ονομάζονται "καλά" πράγματα, εκείνα που κατά την κρίση μας είναι τα πιο θαυμαστά, που για όλα αυτά προσευχόμαστε να τα αποκτήσουμε την κατάλληλή τους εποχή, και που με την απόκτησή τους λογαριαζόμαστε ως οι πιο ευτυχείς. Ποιος, λοι­πόν, αγνοεί ότι η ευτυχισμένη γεροντική ηλικία και ένας ευτυχισμένος θάνα­τος είναι τα πιο σημαντικά από τα ανθρώπινα αγαθά, που σε κανένα από αυτά δεν συμμετέχει η φύση, όντας αγήρατη και αθάνατη";

Ο Κικέρων[28] σε απάντησή του σε γράμμα του φίλου του Αττικού, το 43 π. X., λέγει: έχεις δίκιο, που αναζητείς έναν αξιοπρεπή θάνατο ("εὐθανασίαν").

"Bene igitur tu, qui ευθανασίαν, bene! relinque patriam".

Μετάφραση: "Καλώς μιλάς για έναν ευγενικό θάνατο, καλώς ! Εγκατάλειψε τη χώρα σου."

Η λέξη "ευθανασία" χρησιμοποιείται επίσης στο exitus του Καίσαρα Αύγου­στου στη βιογραφία του από τον ιστορικό Σουητώνιο[29] (70 - 140 μ. X.): "sortitus exitum facilem et qualem semper optaverat. nam fere quotiens audisset cito et nullo cruciatu defunctum quempiam, sibi et suis ευθανασίαν similem - hoc enim oerbo uti solebat-precabatur".

Μετάφραση: "έτσι ευλογημένος με έναν εύκολο θάνατο και τέτοιον, που πάντα επιθυμούσε. Γιατί πάντα μαθαίνοντας ότι κάποιος είχε πεθάνει γρή­γορα και ανώδυνα, προσευχόταν να μπορούσε να τύχει και αυτός μια τέτοια ‘ευθανασία’ - γιατί αυτός ήταν ο όρος, που ήθελε να χρησιμοποιεί."

Στον Κλήμη Αλεξανδρέα[30] η ευθανασία είναι ένα από τα δώρα του Θεού στους ανθρώπους,

”ὡς μυρία ὅσα δεδώρηται ἡμῖν ὁ θεός, ὧν αυτός

ἀμέτοχος, γένεσιν μέν ἀγένητος ὤν, τροφήν δέ ἀνενδεής ὤν, καί αὔξησιν ἐν ἰσότητι ὤν, εὐγηρίαν τε καί εὐθανασίαν ἀθάνατός τε καί ἀγήρως ὑπάρχων"; ενώ ο Κων/νος VII Πορφυρογέννητος[31] χαρακτηρίζει την ευθανασία ως "τό τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἆθλον".

"«τό» τῶν ἀγαθῶν ἀνδρῶν ἆθλον, τήν εὐθανασίαν, τοῖς χειρίστοις ἐνίοτε περιτίθησιν".

Μετάφραση: "το βραβείο των γενναίων άνδρών, δηλαδή τον καλό θάνατο". Κατά τον ρήτορα Aelius Theon η ευθανασία είναι ένα αγαθό στους ανθρώ­πους.[32]

"τρία ἄν εἴη ταῦτα, ἐξ ὧν εὐπορήσομεν ἐγκωμιάζειν. ἔστι δέ τῶν ἔξωθεν πρῶτον μέν εὐγένεια ἀγαθόν, διττή δέ ἡ μέν πόλεως καί ἔθνους καί πολιτείας ἀγαθῆς, ἡ δέ γονέων καί τῶν ἄλλων οἰκείων, ἔπειτα δέ παιδεία, φιλία, δόξα, ἀρχή, πλοῦτος, εὐτεκνία, εὐθανασία".

τό εὐθάνατον

Συναντάται μόνο στον νεοπλατωνικό Δαμάσκιο (γενν. 458 μ. X).[33]

"ποιεῖ δέ τό ἄνοσον καί τό εὐθάνατον καί τό μή ταχυθάνατον ἡ τῶν ὡρῶν καί
τῶν στοιχείων εὐκρασία".

Μετάφραση: "δημιουργεί δε την ανοσία και τον καλό θάνατο και την μη γρή­γορη θανή η ευκρασία των εποχών και των στοιχείων".

II. Το πρόβλημα της "Ευθανασίας" στην αρχαία Ελλάδα [34]

Οι σειρές 15 και 16 του Ιπποκρατικού Όρκου: "οὐ δώσω δέ οὐδέ φάρμακον οὐδενί αἰτηθείς θανάσιμον οὐδέ ὑφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε·" [35], (Μετάφραση: δεν θα δώσω σε κανέναν θανάσιμο φάρμακο, όταν το ζητήσει, ούτε θα συμβουλεύσω κάτι τέτοιο) αποτέλεσαν πηγή αμφιβολιών, ήδη από το 1920, στη διεθνή έρευνα,[36] για το εάν αναφέρονται στην αυτοκτονία ή στην ευθανασία.

Οι σύγχρονες ερμηνείες κι απόψεις πάνω σε αυτό το θέμα ακολουθούν γενικά δύο διχασμένες κατευθύνσεις, θετική και αρνητική:

α) Κατ’ αρχήν, έχει υποστηριχθεί ότι ο Ιπποκρατικός όρκος αναφέρεται σε ενδεχόμενη μεσολάβηση του γιατρού για την αυτοκτονία αρρώστου με δηλη­τήριο, που πάσχει από ανίατη και επώδυνη ασθένεια· άρα το πρόβλημα της ευθανασίας, όπως απασχολεί το σημερινό άνθρωπο, ήταν στην αρχαιότητα άγνωστο (Κ. Deichgraber).[37]

Όμως, ο όρκος εδώ υπονοεί την αυτοκτονία, η οποία στην αρχαιότητα ήταν γενικά κάτι το αυτονόητο. Ο εθελούσιος θάνατος έδινε τέλος στα ατε­λείωτα βάσανα πολλών ανθρώπων αυτός ο τύπος "ευθανασίας" ήταν στην αρχαιότητα μια καθημερινή πραγματικότητα. Έτσι, η απάντηση στην αποφα­σιστική ερώτηση, αν ο γιατρός βοηθούσε να επιταχυνθεί ο θάνατος, είναι θε­τική· επομένως, εφαρμοζόταν η ενεργητική ευθανασία ως ιατρική υποστήριξη στην αυτοκτονία (L. Edelstein). [38]

Η παρέμβαση των γιατρών παρατηρείται στις "ορθολογικές" αυτοκτονίες, ιδιαίτερα όταν το κίνητρο ήταν η υγεία, και μάλιστα σε αυτές με δηλητήριο· κυρίως χρησιμοποιούσαν τα ἀπολυτικά [39] (=τα θανάσιμα φάρμακα, που μπο­ρούσαν να χρησιμοποιηθούν στην Ευθανασία, όπως π. χ. το κώνειο),[40] (D. Gourevitch).[41] Τα Ιπποκρατικά συγγράμματα διαφοροποιούσαν την κοινή γνώμη: οι θρησκευτικοί άνεμοι έσπρωχναν τους ασθενείς προς τη μεριά των θεραπευτών θεών,[42] ενώ τα διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα προς την αυτοκτο­νία. Σε όλες, όμως, τις περιπτώσεις ο γιατρός δεν είχε κανένα λόγο να αισθά­νεται ενοχή ότι εγκατέλειψε τον ασθενή του. Τελικά, υπάρχει στην αρχαιότητα μια άλλη, οικεία σε μας, έννοια της ευθανασίας, δηλαδή ο θάνατος των απελ­πισμένων ασθενών ή των ανάξια ζώντων, χωρίς τη συγκατάθεση των θιγομένων προσώπων.[43]

Άρα, η διάθεση του αρχαίου κόσμου προς την αυτοκτονία ήταν ευνοϊκή και υπήρχε ενεργητική ευθανασία.

β) Άλλοι αρνούνται την παραπάνω ερμηνεία και δεν αποδέχονται ότι μερικές φορές με τη μεσολάβηση του γιατρού επιταχυνόταν ή μπορούσε να προξενηθεί ο θάνατος του ασθενή. Οι αρχαίοι γιατροί μπορεί να εφάρμοζαν την παθητική ευθανασία ως ελάφρυνση θανάτου, χωρίς όμως την επιτάχυνση ή την πρόκλησή του (F. Kudlien).[44] Υποστηρίζεται ότι ο αρχαίος γιατρός δεν έφθανε στο σημείο να σκοτώσει θεληματικά άνθρωπο, γιατί θα διέπραττε ύβρη, που θα επέσυρε την εκδίκηση των θεών (Ch. Lichtenthaeler).[45]

Ακόμη, στην ελληνική αρχαιότητα "ευθανασία" σήμαινε την ψυχική προετοι­μασία για ένα φιλοσοφικό τέλος ή όπως ορίζεται στα Λατινικά "ars moriendi" [46] (Η. Schadewaldt). Έτσι, ενώ από το γιατρό της αρχαιότητας πρα­κτικά δε γίνεται λόγος για μια παθητική ή ενεργητική ευθανασία, αυτοί που μιλούσαν για μια σύντμηση της ανάξιας ζωής ήταν οι φιλόσοφοι και οι πολι­τικοί.

Υπάρχουν και δύο άλλα κείμενα, που συσχετίζονται με το προηγούμενο παράθεμα του Ιπποκρατικού Όρκου.

Το πρώτο, ένα δεοντολογικό κείμενο στο Corpus Medicorum Graecorum, προ­φανώς ένας όρκος με αντικείμενο όμοιο με εκείνο του Ιπποκρατικού Όρκου, απαγορεύει τη χορήγηση βλαβερών φαρμάκων σε οποιονδήποτε:

"οὔτε τις ἄν δώροις με παραιβασίην ἀλεγεινήν
ἐκτελέειν πείσειε καί ἀνέρι φάρμακα δοῦναι
λυγρά, τάπερ κακότητα θυμοφθόρον οἶδεν ὀπάζειν" [47]

Μετάφραση: "ούτε κανείς θα με έπειθε με δώρα να εκτελέσω οδυνηρή παρά­βαση και να δώσω σε άνθρωπο φάρμακα θανάσιμα, τα οποία, ως γνωστόν, επιφέρουν καταστρεπτική συμφορά".

Το άλλο κείμενο, από το έργο "Metamorphoseis” του Απουλήϊου, (γενν. 123 μ. X.), τονίζει την αναμφισβήτητη ακεραιότητα του γιατρού στην απαίτηση να χορηγήσει δηλητήριο. 0 αρχαίος γιατρός, στο κείμενο αυτό, προσεγγίζεται από έναν σκλάβο, που του ζητάει δηλητήριο· υποψιαζόμενος, του δίνει ένα ακίνδυνο φάρμακο. Όμως, δεν είναι έκπληκτος από την απαίτηση, ούτε σε γενικές γραμμές την αντιμετωπίζει με άρνηση. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι εκείνοι που υπέφεραν από ανίατες ασθένειες ήταν καταδικα­σμένοι να πεθάνουν οπωσδήποτε· το μόνο ζήτημα ήταν, εάν αυτοί θα καταδι­κάζονταν σε μια μη αναγκαία παρατεταμένη συμφορά. Επιπλέον, ο θάνατος έμοιαζε να είναι επιθυμητός από τον άρρωστο, και έτσι το Ιπποκρατικό αξίωμα "ὠφελεῖν ἤ μηδέν βλάπτειν" [48] δε θα ήταν ανασχετικό για τον αρχαίο γιατρό, όταν ερχόταν αντιμέτωπος με εκείνους, που πίστευαν ότι μάλλον θα βοηθιούνταν, παρά θα βλάπτονταν με αφανισμό. Προφανώς, με την ιδιότητα του γιατρού, ο αρχαίος Ιπποκρατικός δεν είχε καμία τύψη να χορηγήσει το ζητούμενο από τον ασθενή δηλητήριο.

Η διάλεξη, όμως, αυτή μας δίνει την ευκαιρία να ανακοινώσουμε, για πρώτη φορά, το εξής σημαντικό για τη βιβλιογραφία πάνω στο θέμα της ευθανασίας: [49] Είναι αξιοσημείωτο ότι στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε στα μέσα του 19ου αι. μια σύντομη μελέτη του Ευγενίου Βουλγάρεως με θέμα την Ευθανασία, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ αρχαιό­τητας και χριστιανικής παράδοσης για την αντιμετώπιση του θανάτου με καρτερία: Ευγένιος Βούλγαρις, Διατριβή περί Εὐθανασίας ἤ περί τῆς περί τόν θάνατον καρτερίας (Έν Άθήναις, 1846).

Η πιο πρόσφατη συνοπτική μελέτη του θέματος είναι το βιβλίο του Thomas Potthoff, Euthanasie in der Antike, ιδιαίτερα το κεφ. VI.[50] Με βάση το αξίωμα ότι: "Το δικαίωμα του καθενός για το θάνατό του" συνεπάγεται την "Ελευ­θερία στο θάνατο", ο Potthoff εξετάζει κυρίως την ιατρική πρακτική της ευθα­νασίας κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα.

Ο Potthoff διακρίνει την ευθανασία σε α) παθητική και β) ενεργητική.

Τα ειδοποιά χαρακτηριστικά της παθητικής ευθανασίας είναι:

1) η ελάφρυνση του θανάτου, χωρίς να συντμηθεί η ζωή, και 2) η ελάφρυνση του θανάτου με κίνδυνο να συντμηθεί η ζωή.

Η ενεργητική ευθανασία εφαρμόζεται, όταν: 1) αφήνεις κάποιον να πεθάνει, με αποκοπή των μέσων επιμήκυνσης της ζωής, και 2) γίνεται σκόπιμη επιτά­χυνση θανάτου.

Έχει υποστηριχθεί ότι, τόσο στους πρωτόγονους λαούς της αρχαιότητας, όσο και στους πολιτισμένους, η Ευθανασία, με τη σημασία της βοήθειας κατά την ώρα του θανάτου και για το θάνατο, ήταν κανόνας για τους γέρους, αρρώστους, φυσικώς αδύναμους και ανάπηρα παιδιά· ο Potthoff, με βάση αυτή τη σημασία της Ευθανασίας, εξετάζει αν εφαρμοζόταν η ευθανασία κατά την αρχαιότητα, με ποια μορφή και ποιες προθέσεις, και κίνητρα. 0 Potthoff καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η απάντηση της αρχαιότητας στο πρόβλημα της ευθανασίας ήταν ομόφωνη. Όλες οι μορφές ενεργητικής και παθητικής ευθανασίας, που σήμερα βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων από την ιατρική άποψη, συναντώνται στην αρχαιότητα.[51] Επίσης, ο Potthoff θεωρεί ότι ο αρχαιοέλληνας γιατρός συμμετέχει στη μοίρα του ασθενή μέσω παθητικής ευθανασίας, με την έννοια ότι γινόταν ο θάνατος ευκολότερος, χωρίς αυτό να σημαίνει σύντμηση της ζωής. Αυτός ο τύπος ευθανασίας θάπρεπε να μην είναι αμφισβητήσιμος από κανέναν. Αυτή η παθητική ευθανασία έδινε τη δυνατότη­τα στον αρχαίο Ιπποκρατικό, σε αναφορά με τον "Κανόνα της μη παρέμβα­σης" (σειρές 15-16 του Ιπποκρατικού όρκου), να εφαρμόσει ενεργητική ευθα­νασία,[52] με το να αφήσει τον ασθενή να πεθάνει. Ακόμη, όταν ο ασθενής με την καταστροφή της ζωής του βοηθείται παρά βλάπτεται, με βάση το Ιπποκρατικό αξίωμα "ώφελεϊν η μηδέν βλάπτειν", τότε αυτή η ιατρική αρχή πρέπει να θεωρηθεί ως ενεργητική ευθανασία, με σύντμηση της ζωής.[53]

Όμως, στον άρρωστο με θανατερή ασθένεια, στον οποίο ο γιατρός δεν μπορεί να προσφέρει καμία ανακούφιση, απομένει η δυνατότητα της αυτο­κτονίας, δηλαδή η αυτό- ευθανασία, ως λύση από τις οδύνες του. Εξάλλου, η γενική στάση της αρχαιότητας απέναντι στην αυτοκτονία δεν ήταν καθ’ ολο­κληρίαν αρνητική.

Η κοινή πρακτική στην αρχαιότητα δείχνει ότι ο γιατρός οδηγεί ένα συνει­δητό, σκεπτόμενο και λογικό άτομο στο θάνατό του, ενώ, για το γιατρό της εποχής μας, όταν παρουσιάζεται μια μη αναστρέψιμη κατάσταση, αυτό που πρέπει να επανεξετασθεί είναι αυτή καθεαυτή η έννοια του θανάτου. Αν ο αρχαίος γιατρός αρνείται τη συνεργασία στην αυτοκτονία του ασθενή, που θα τον απαλλάξει από ανυπόφορα βάσανα, αυτό οφείλεται μάλλον σε λόγους καιροσκοπισμού παρά σε λόγους αρχής.

Συνοψίζοντας την ιατρική πρακτική της ευθανασίας κατά την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα, παρατηρούμε ότι ένας αρχαίος ασθενής είχε τις εξής δυνατότητες για έναν αξιοπρεπή θάνατο: α) να του χορηγηθεί κάποιο δηλη­τήριο από γιατρό, (ενεργητική ευθανασία) β) να τον αφήσει ο γιατρός να πεθάνει (παθητική ευθανασία) και γ) να αυτοκτονήσει (αυτό- ευθανασία).

III. Η πρακτική της "Ευθανασίας" στην αρχαιότητα. [54]

Η αυτοκτονία (αυτό- ευθανασία) στην αρχαία Ελλάδα. [55]

α. Κίνητρα

Η πράξη της αυτοκτονίας στην αρχαιότητα ήταν ελεύθερη και άμεση. Μεγάλη σημασία έχουν τα κίνητρα, που ωθούσαν στην αυτοκτονία· οι αρχαίοι αυτοκτονούσαν:

1) για να αποφύγουν τη δυσφήμιση ("δύσκλεια") και να διατηρήσουν μια έντι­μη φήμη ("εὔκλεια"),

2) για να αποφύγουν περαιτέρω βάσανα - η αυτοκτονία γίνεται εγγυήτρια της προσωπικής ελευθερίας,

3) για να δώσουν ένα τέλος στο άλγος, και

4) για να θυσιαστούν για το κοινό καλό, επιτελώντας το καθήκον ("χρέος”), δηλαδή αυτοκτονούν για χάρη ανώτερων, υψηλών, πατριωτικών ιδεωδών.

Τα κίνητρα αυτά απορρέουν κατά κύριο λόγο από δύο έννοιες, βαθύτατης σημασίας για την ελληνική σκέψη, την αιδώ και την τιμή, και δίνουν απάντηση στην ερώτηση, που απασχολούσε το αρχαιοελληνικό ηθικό σύστημα: "πῶς ζῆν χρῆν". Οι Έλληνες θεωρούσαν την αυτο-θυσία, που έσωζε την κοινωνία, ως χρηστή· η υποταγή μέχρι αυτοκτονίας στις διαταγές σε καιρό μάχης ήταν επαινετή. Η θεσμοθετημένη αυτοκτονία, παρά την πολυπλοκότητά της, δε φέρει κανένα στίγμα. Η αυτοκτονία λόγω αιδούς ή ενοχής ή φόβου δύσκλειας είναι ηρωικό μέσο για την απόσεισή της και αξιέπαινη, ενώ η αυτοκτονία λόγω ανανδρίας και δειλίας είναι κατακριτέα. Η αυτοκτονία, που αποσκοπεί στην αποκατάστηση της τιμής κάποιου, είναι γενικά και κοινωνικά αποδεκτή. Η αρχαιοελληνική θρησκεία δεν απεκήρυσσε την αυτοκτονία και δεν έθετε καμία αιώνια τιμωρία σε εκείνους, που εθελούσια πέθαιναν.[56] Στα δόγματά της δεν περιέχεται η πίστη για μια αθάνατη ψυχή, για την οποία οι άνθρωποι πρέπει να δίνουν λογαριασμό στο δημιουργό τους.[57] Έτσι, νόμοι και θρησκεία άφη­ναν τον αρχαίο γιατρό ελεύθερο να πράξει σύμφωνα με τη συνείδησή του.

β. Τρόποι αυτοκτονίας[58]

Τρεις (3) τρόποι αυτοκτονίας ήταν γενικώς αποδεκτοί και εφαρμόζονταν στην αρχαιότητα: η αγχόνη, το κώνειον, και το βάραθρο, ενώ αναφέρονται ως "συνεργούντα προς τον θάνατον” τα ξίφος, αγχόνη, κρημνός.[59] Το ρίξιμο στην πυρά είναι ένας άλλος τρόπος θανάτου, ένας τρόπος που σηματοδοτεί εξαι­ρετικές περιπτώσεις θανάτου.

Οι μέθοδοι της αγχόνης και του κρημνού θεωρούνται γενικά ως βάση· αλλά, μόνο το μέταλλο (ξίφος) αντιπροσωπεύει την ανδρεία. Η αποχή από τροφή ("καρτερία”) είναι ιδιαίτερα ένας ελληνο-ρωμαϊκός τρόπος αυτοκτο­νίας. Το ρίξιμο στην πυρά έχει την ευωδιά ανατολικού λιβανιού. Η κατάποση δηλητηρίου θεωρούνταν μια έμμεση μέθοδος, με την οποία εξασθένιζε το στοιχείο της ελευθερίας του αυτόχειρα.

γ. Η αυτοκτονία (αυτό-ευθανασία) ηλικιωμένων και ασθενών

Το γήρας και η ανίατη ασθένεια θεμελιώνουν αιτία αυτοκτονίας στην αρχαιότητα.

1. Αυτοκτονία (αυτο-ευθανασία) λόγω ανίατης ασθένειας.[60]

Από τους Λατίνους συγγραφείς ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος[61] [62] και από τους Έλληνες ο Διογένης Λαέρτιος στις Βιογραφίες των Φιλοσόφων62 αναφέρουν την ασθένεια ως σοβαρό επιχείρημα αυτοκτονίας, ενώ στον κανόνα των Στωϊκών φιλοσόφων (ιδρυτής ο Ζήνων) η ανίατη ασθένεια αποτελεί έναν από τους τρεις λόγους, που δικαιολογούν την αυτοκτονία ("σκληροτέρα ἀλγηδών, (=αδυσώπητος πόνος) πηρώσεις, (=τύφλωση ματιών και γενικά ανικανότης αισθήσεων, πρβ. "γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις"), και ἀνίατοι νόσοι").

Μια χρόνια αρώστεια είναι για τους αρχαίους ως κίνητρο αυτοκτονίας πλήρως αποδεκτό. Επομένως, δικαιολογεί την αυτοκτονία και κατά συνέ­πεια, επίσης, την ιατρική βοήθεια για την πραγματοποίησή της.

Βλ. το μυθολογικό παράδειγμα του Φιλοκτήτη:

"ὦ θάνατε παιάν, μή μ’ ἀτιμάσης μολεῖν
μόνος γάρ εἰ σύ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ’ οὐδέν ἅπτεται νεκροῦ" (Φιλοκτήτης) (Αισχ., Απ. 99).

"ἀλλ’ ἔσθ’ ὁ θάνατος λῷστος ἰατρός νόσων" (Φιλοκτήτης) (Σοφ., Απ. 635).

Πολλές φορές γίνεται λόγος γενικά για μια "ανυπόφορη ασθένεια" ή, όπως στην περίπτωση του Κυνικού Αντισθένη, για "μακρά και δυσανάληπτο ἀρρωστία".[63]

Στους φιλόσοφους ο ρόλος της ασθένειας, ως εξωτερική αιτία για αυτο­ευθανασία, γίνεται ιδιαίτερα σαφής στην περίπτωση του Στωϊκού φιλόσοφου Ζήνωνα και του μαθητή του Κλεάνθη.

2. Αυτοκτονία (αυτο-ευθανασία) λόγω γήρατος.[64]

"Θάνατος γερόντων." Ένας θεσμός χωρίς σύνορα.

Κατά τον Πλάτωνα, (”Τίμαιος”) οι γέροντες πρέπει να έχουν έναν ειρηνικό και ανώδυνο θάνατο.[65]

Μετάφραση: "γιατί ό,τι είναι αντίθετο στη φύση προξενεί πόνο, ενώ αυτό που λαβαίνει χώρα κατά φυσικό τρόπο είναι ευχάριστο· κατά την ίδια αρχή, ο θάνατος, που προκύπτει από αρρώστια ή τραύματα, είναι οδυνηρός και βίαι­ος, ενώ αυτός, που έρχεται ως φυσικό τέλος με τα γηρατειά είναι από όλους τους θανάτους ο λιγότερο οδυνηρός και μάλλον συνοδεύεται από ευχαρίστη­ση παρά λύπη."

Η αποφυγή ενός οδυνηρού θανάτου κατά τη γεροντική ηλικία ήταν ο σκο­πός της αυτοχειρίας γερόντων στην αρχαιότητα, γεγονός, που επιβεβαιώνεται από τις λογοτεχνικές μαρτυρίες και αφορά ομαδικές ή ατομικές περιπτώσεις. Η αρχαία παράδοση δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι στους ιστορικούς χρό­νους, σε ορισμένα μέρη, οι ηλικιωμένοι ωθούνταν στην αυτοκτονία.[66]

Οι φιλόσοφοι, ως φορείς των ύψιστων αξιών, γνώριζαν ποιό τέλος να επι­φυλάξουν στον εαυτό τους.[67] Στις Βιογραφίες των Φιλοσόφων από το Διο­γένη Λαέρτιο, η αυτοκτονία των γηραιών διανοουμένων μοιάζει να είναι μία υποχρεωτική τελευταία πράξη. 0 τρόπος θανάτου του γηραιού φιλοσόφου είναι η έκφραση των βιοθεωριών του, για τις οποίες γίνεται πειστικός μέσω αυτού. Η μέθοδος, που χρησιμοποιούσαν οι φιλόσοφοι και που τη συνιστούσαν ως πλέον αρμόζουσα για ένα αξιοπρεπές τέλος, είναι η ασιτία, η εθελού­σια άρνηση τροφής. 0 ελληνικός όρος "καρτερία" (Λατ. "inedia") και το ρήμα "ἀποκαρτερεῖν" δηλώνουν ότι ο θεληματικός θάνατος από ασιτία θεωρούνταν στην αρχαιότητα ως μία μέθοδος, που χαρακτηριζόταν από ανώτερη αποφα­σιστικότητα. Σε πολλές περιπτώσεις στην εφαρμογή αυτής της μεθόδου συντελούσε και η λύπη. Ακόμη, η ασιτία ήταν αποτέλεσμα ανυπόφορης αρρώστειας. Ο θάνατος μέσω "καρτερίας" λογιζόταν ως μια επίδειξη προσω­πικής αυτονομίας. Η αποχή από τροφή ήταν μάλλον ο τέλειος τρόπος του "ἐξάγειν ἐκ τοῦ βίου".[68]

Στις Βιογραφίες Φιλοσόφων του Διογένη Λαέρτιου αναφέρεται μία σειρά φιλοσόφων, που αυτοκτόνησαν υπέργηροι, όπως οι:

Πυθαγόρας,[69] Αναξαγόρας,[70] Εμπεδοκλής,[71] Ζήνων ο Στωϊκός, (ασιτία)[72] Διονύσιος Επικούρειος (ασιτία)[73] κ. α.

Αυτοκτονίες σαν κι αυτές, ενεργούμενες από γέροντες, άνδρες σοφούς, ανώτερης τάξης, μπορούν να θεωρηθούν ως περιπτώσεις κομψής ευθανασίας, ("stylish euthanasia").[74]

Δύο κίνητρα κυριαρχούν στην αυτοκτονία ιστορικών προσώπων: η αιδώς (συχνότερα, ως βασική παράμετρος του ηθικού κώδικα της αρχαιοελληνικής κοινωνίας) και η απελπισία. Η αυτοκτονία δεν δημιουργούσε ηθική αντίδρα­ση, αποστροφή, αλλά έδινε στους ανθρώπους μια τιμητική απαλλαγή και απελευθέρωση από μια ανεπιθύμητη και ανυπόφορη ζωή, λόγω ατιμίας, δηλαδή εξαιτίας μιας δυσμενούς κοινωνικής αντίληψης.[75]

Εάν πρόκειται για απελπισμένες ομάδες, οι μέθοδοι είναι ποικίλες. Το κώνειον χρησιμοποιήθηκε στο "Κεϊον νόμιμον" [76] δηλαδή στην εξαναγκαστική με νόμο αυτοκτονία των άνω των εξήντα χρόνων ηλικιωμένων του νησιού Κέα, με σκοπό την εξοικονόμηση πόρων ζωής για τους νεότερους. Ομαδική αυτοκτονία αναφέρεται και στη Μασσαλία.[77]

3. Η ηρωική αυτοκτονία-ευθανασία στο πεδίο της μάχης.

" Ὁ καλόξ' και "εὐκλεής θάνατος" είναι ο τύπος κινήτρου στον οποίο υπά­γονται οι περιπτώσεις της ηρωικής αυτοκτονίας στο πεδίο της μάχης και θυμίζουν πόσο μαχητική αρετή λογαριαζόταν η ανώτατη αρετή από τους αρ­χαίους. Το αξίωμα αυτό αποτελούσε πρωταρχικά το Σπαρτιατικό ιδεώδες θανάτου.[78] Σε μια κοινωνία διαποτισμένη από τον ηρωικό κώδικα του θανά­του επί της ατιμίας, η τυπική ώθηση κάποιου προς την αυτοκτονία σε ώρα μάχης είναι απόλυτα σύμφωνη με τον κώδικα αυτόν. Η αυτοκτονία, που προ- τιμάται από την υποταγή στον εχθρό, είναι μια δικαιολογημένη αυτοκτονία, εφόσον πρόκειται να αποφευχθεί μια ανυπόφορη δύσκλεια.

Ο Παυσανίας επαινεί τη γενναιότητα του Αθηναίου ιππάρχου Καλλίστρατου, όταν η Σικελική εκστρατεία έβαινε προς το οδυνηρό της τέλος, το Σεπτέμβριο του 413 π. X. 0 Καλλίστρατος, επικεφαλής του ιππικού του, είχε το θάρρος να διασπάσει τον εχθρό και να φέρει με ασφάλεια τον στρατό του στην Κατάνη· κατόπιν, επέστρεψε στις Συρακούσες, όπου ο ίδιος και το άλογό του χάθηκαν θερίζοντας τους εχθρούς. 0 εθελούσιος θάνατος του Καλλίστρατου του χάρισε την παντοτινή εύκλεια.

Ο Αναξίβιος και οι δώδεκα Λακεδαιμόνιοι αρμοστές με την εθελοθυσία τους ακολουθούν το παράδειγμα του Ομηρικού Έκτορα, όταν έπεσαν στην ενέδρα του Αθηναίου Ιφικράτη το 388 π. X. στην Άβυδο του Ελλησπόντου.[79]

Συμπέρασμα.

Συμπερασματικά, ο άνθρωπος της αρχαιότητας, με ελάχιστες θρησκευτικές εξαιρέσεις, (κυρίως οι Πυθαγόρειοι), είχε το δικαίωμα να αποφασίζει ελεύθε­ρα για τη ζωή του και ιδιαίτερα για το τέλος της ζωής του. Στις σωματικές και ψυχικές οδύνες βρήκε ο αρχαίος άνθρωπος ένα ισχυρό επιχείρημα, για να δια­κόψει τη ζωή του αυθαίρετα και αυτεξούσια.[80] Οι μαρτυρίες από την ελληνική κλασική αρχαιότητα φωτίζουν τα προσωπικά κίνητρα και αποδεικνύουν ότι ακόμη και υποψήφιοι αυτόχειρες επιθυμούσαν να θεωρηθεί η αυτοκτονία τους ως εθελούσια ορθολογική πράξη.[81] Περαιτέρω, οι απεικονίσεις αυτοκτονίας στην κλασική τέχνη επιβεβαιώνουν την άποψη που εκφράζεται από τις γραμ­ματειακές πηγές, ότι δηλαδή στον Ελληνο-Ρωμαϊκό κόσμο η αυτοκτονία θεω­ρούνταν ως μια σκόπιμη, αποφασιστική και ηρωική πράξη. [82]

Ο αρχαίος γιατρός και η αρχαία κοινωνία στις μεταξύ τους σχέσεις είχαν θέσει το θέμα του θανάτου και είχαν αναπτύξει τη θεώρηση και την αντιμε­τώπισή του, θεμελιώνοντας έτσι το ίδιο "μοντέλο για το μέλλον" [83] Η θέση της αρχαιότητας πάνω σ’ αυτό το πρόβλημα αποδεικνύεται για το παρόν πολυσήμαντη,[84]
----------------------
[1] Για μια πολύ γενική θεώρηση της έννοιας της Ευθανασίας κατά την αρχαιότητα και στους νεότε­ρους χρόνους μπορεί κανείς να ανατρέξει στο άρθρο του Joseph Vogt, "EYTHANASIA - antik und modern", Saeculum 33 (1) (1982): 68-73, όπου και στη σελ. 68, σημ. 3 παρατίθεται μια γενική βιβλιογραφία του θέματος. Η σημασία του όρου στη σύγχρονη εποχή είναι αντικείμενο έρευνας στο δοκίμιό μου του προγράμματος ΠΕΝΕΔ (βλ. σημ. 84).

[2] IG, 11/ ΙΙΙ2, 3661,5- 6. Βλ. Walter Burkert, Homo Necans (αγγλ. έκδ. Μπέρκλεϊ / Λος Άντζελες, Λονδίνο: Univ. of California Press, 1983): 295 για τη σημασία του "θανάτου" στα Μυστήρια.

[3] Nicol Loraux, Fagons tragiques de tuer une femme (Hachette, 1985)· ελλ. μτφ.: Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία, Αγγ. Ροβάτσου, (Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια, 1995): 47.

[4] Elise Ρ. Garrison, Groaning Tears. Ethical and dramatic aspects of suicide in Greek Tragedy, Mnemosyne, Suppl., τόμ. 147 (Λάϊντεν/ N. Topκη/ Κολωνία: έκδ. E. J. Brill, 1995): 178- 179. Κατά την Garrison, αφορούν τους τραγικούς χαρακτήρες που αυτοκτονούν, αλλά βρίσκουν εφαρμογή σε κάθε περίπτω­ση αυτοκτονίας.

[5] Αθην., Δειπνοσοφ. 4,157 Β. Βλ. David Daube, "The Linguistics of Suicide", Philosophy and Public Affairs 1/4 (1972): 399- 411 σχετικά με την ελληνική ορολογία για την αυτοκτονία. Επίσης, Anton J. L. van Hoof, From Autothanasia to Suicide. Self- killing in Classical Antiquity (Λονδίνο / Νέα Τόρκη: έκδ. Routledge 1990) κυρίως σελ. 135-141 και Appendix C. Suicidal vocabulary of Greek and Latin: 243- 246.

[6] Ένα προσγειωμένο, περιεκτικά όνομα, όπως το "αυτοκτονία" πρωτοαναφέρεται σε ένα ποίημα, που, ενώ περιέχει υλικό από τον 2ο αι. μ. X., στην παρούσα του μορφή ανήκει στον 4ο αι. μ. X.: Clementine Homilies 12.14 (PG 2,312 C). Βλ. Daube, 403 και van Hoof, προηγούμενη σημ.

[7] LSJλήμμα: ἐύς.

[8] LSJ λήμμα: θάνατος.

[9] LSJ λήμμα: κήρ.

[10] Σοφ.,Άντ. 96 κ. ε.

[11] Δίδυμος, Σχόλ. στον Δημ., col. 6,15: σάς πέρι, παρθένε, μορφάς xal θανεϊν ζηλωτός εν Έλλάδι πότμος. Werner Jaeger, Aristoteles (Βερολίνο 1923): 118 κ. ε.· Ε. R. Sandvoss, Aristoteles (Στουτγάρδη 1981): 26.

[12] Ομ.,/Λ. 22,250 κ. ε.

[13] Th. Potthoff, Euthanasie in der Antike, (Διατρ. δακτυλ., Wilhelms- Universitat Munster 1982): 21­23.

[14] Κρατίνος, Άποσπ.413 (Th. Kock, Fragmenta,x0\L. 1, σ. 124. A. Meineke, Fragments Λ ,σ. 69): εἴη δ’ ἄν τοότοις καί έπιθανάτως ἔχειν και ὡς Ηρόδοτος ἐδυσθανάτει, οὐ τό ἐναντίον εὐθανάτως Κρατϊνος λέγει.

[15] Μένανδρος, Άπόσπ. 416 b, 9 (=Σχο$.,Άνθολόγ. 4,53,7 (10)).

[16] Μένανδρος, Άπόσπ. 21,22,23,(4)· (Αθψ.,Δειπνοσοφισται 12 (Kaibel § 72,35).

[17] Παύλος Αλεξ., Μ 3, (έκδ. Schato 1586).

[18] Ηρόδ.9,72,2.

[19] Χρύσιππος, Frg. moralia, Άπόσπ. 601,3 (= Stoicorum veterum fragmenta III, 156, nr. 601 = Στοβ., Άνθολόγ. 2,7,11 q).

[20] Πολύβ., Ίστορίαι 5, 38, 9. Βλ. επίσης Πλούτ., Βίοι Παράλληλοι, Κλεομένης, 31, 2- 6. Επίσης, Πολύβ., Ίστορίαι 32,4,3.

[21] Κατά τον Potthoff, Euthanasie: 17 υπάρχει στο χωρίο αυτό εσωτερικός σύνδεσμος μεταξύ "Sterbehilfe" (= βοήθεια προς θάνατον) και "Selbstmord" (= αυτοκτονία). Αυτά τα δύο ενώνονται στη λέξη "Selbsttotung" (= αυτοθανή),που στέκεται δίπλα στο "Selbst- Euthanasie" (= αυτο-ευθανασία).

[22] Ιώσ., Ίουδ. Άρχ. 9,75,5. Επίσης, Ιώσ., Ίουδ. Άρχ. 6,3,5.

[23] Marcus Aurelius, Τά εις έαυτόν 10,36,1.

[24] Vettius Valens, Anthol.9,18,4. Και ιδίου, Anthol. 9,126,27.

[25] Ωριγένης, Exhortatio ad martyrium 22,20.

[26] Ποσείδιππος,Άποσπ. 18,2 (= "Μύρμηξ", Άπόσπ. 1,2 = Στοβ.,Ανθολόγ. 4,51,16).

[27] Φίλων Αλεξ.,ΰε sacrificiis Abelis et Caini 100,1.

[28] Cic., Att. 16,7,3.

[29] Suet., Aug.2,99,2.

[30] Κλήμης Αλεξ., Στρώματα 5,11,68.

[31] Κων/νος VII Πορφυρογέννητος,De sententiis 199,23.

[32] Aelius Theon, Progymnasmata 110,5.

[33] Δαμάσκιος, Ιη Phaedonem (versio 2) 137,3.

[34] Th. Potthoff, Euthanasie: 4-11.

[35] Ιπποκράτης, Opera, στο Corpus Medicorum Graecorum, (Λειψία/ Βερολίνο: Teubner, έκδ. I. L. Heiberg, 1927): τόμ. 1,1, σελ. 4:1. (3), 15- 16.

[36] Louis Lewin, Die Gifte in der Weltgeschichte (Βερολίνο 1920): 75.

[37] Karl Deichgraber, "Die arztliche Standesethik des hippokratischen Eides", Quellen und Studien zur Geschichte der Naturwissenschaften und der Medizin III (1932): 36 και στο Helmut Flashar (εκδ.) Antike Medizin (Ντάρμσταντ 1971): 107- 108.

[38] Ludwig Edelstein, Der Hippokratische Eid (Ζυρίχη/Στουτγάρδη: έκδ. v. K. Bartels 1969), (μτφ. του The Hippokratic Oath, Ancient Medicine, έκδ. 0. και L. C. Temkin, Βαλτιμόρη: The John Hopkins Press 1967): 12, 13- 14. 0 Edelstein, ό. π., 53- 54 συμπεραίνει ότι ο Όρκος είναι Πυθαγόρειος, επειδή αυτή η σχολή ήταν κατηγορηματικά αντίθετη στην αυτοκτονία.

[39] 0 Γαληνός στο έργο του Περί άντιδότων (Opera, τόμ. 14, σελ. 144- 145, έκδ. C. G. Kiihn, 1965) παραθέτει επτά εξαμέτρους του προοιμίου από το έργο του Αθηναίου Ηλιόδωρου (2ο μισό του 1ου αι. μ. X.) Προς Νικόμαχον Άπολυτικά. Potthoff, Euthanasie: 109-114.

[40] Θεόφρ., Ίστ. Φυτ. 9, 8, 3* 15, 8 και 16, 8. Plin. (πρεσβ.), Hist. Nat. XX, LXXVI, 199. Επίσης, Πλούτ.,Δημήτρ. 12. Ξζν.,Έλλ. 2,3,56. Λυσίας,Κατ’ Έρατοσθένους 17.

[41] Danielle Gourevitch, "Suicide among the sick in Classical Antiquity", αγγλ. μτφ. από C. Lilian Temkin, στο Bulletin of the History of Medicine 43 (1969): 505 κ. ε., 509,512.

[42] Για την αναζήτηση θρησκευτικής βοήθειας από τους ανθρώπους σε απέλπιδες περιπτώσεις, βλ. L. Edelstein, "Greek Medicine in its Relation to Religion and Magic", Bulletin of the history of Medicine V (1937), 238 κ. ε., και στο Ancient Medicine.

[43] H. Schadewaldt, "Euthanasie",ό. π.: 16,24.

[44] Fridolf Kudlien, "Der antike Arzt vor der Frage des Todes" στο Der Grenzbereich zwischen Leben und Tod, έκδ. J. Jungius - Gesell. d. Wiss. Hamburg, (Γκέττινγκεν 1976): 75,77.

[45] Ch. Lichtenthaeler, Der Eid des Hippokrates. Ursprung und Bedeutung, (Κολωνία 1984): 135- 141.

[46] Hans Schadewaldt, "Euthanasie. Eine medizinhistorische Einfuhrung" στο Hans - Dieter Hiersche (.ζχδ.), Euthanasie. Probleme der Sterbehilfe, (Μόναχο/Ζυρίχη 1975): 12.

[47] Ιπποκράτης,Opera, όπ. π.,τόμ. I, Ι,σελ. 5: II. 15-17.

[48] Ιπποκράτης, Έπιδημίαι 1,11. (έκδ. Η. Kuhlewein, Opera,τόμ. 1,1894, σελ. 190).

[49] Ευχαριστώ την κ. Βάσω Τσιγκούνη, της Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος, για-την επισήμανση του βιβλίου αυτού.

[50] Potthoff, Euthanasie: 26.

[51] Potthoff, Euthanasie, Κεφ. IX, 5: σελ. 165 κ. ε.

[52] Potthoff, Euthanasie, Κεφ. VII Aktive Euthanasie als arztliche Beihilfe zum Suizid: 108 κ. ε.

[53] Potthoff, Euthanasie: 196-197.

[54] Potthoff, Euthanasie, Κεφ. VI Der Suizid als Selbst- Euthanasie bei Alten und Kranken: 89 κ. ε. Βλ. επίσης R. Hirzel, "Selbstmord": 84- 85,433 σημ. 2,453,460 σημ. 1 και D. Gourevitch, Suicide (1969): 510-518.

[55] Βασική βιβλιογραφία για την αυτοκτονία στην αρχαία Ελλάδα: Pauly- Wissowa, Real - Encyclopaedic (Στουτγάρδη 1923), II. A. 1134- 1135," Selbstmord", (Thalheim). Der kleine Pauly, τόμ. V, 81- 82, "Selbstmord", (E. B.). Encyclopaedia of Religion and Ethics, τόμ. XII (1921), 26- 31, "Suicide (Greek and Roman)", (A. W. Mair). K. A. Geiger, Der Selbstmord im klassischen Altertum (Άουκσμπουργκ 1888). R. Hirzel, "Der Selbstmord", Archwfur Religionswissenschaft 11 (Λειψία 1908): 75 κ. ε., 243 κ. ε., 17 κ. ε. ( ανατύπ. Ντάρμσταντ 1966). Anton J. L. van Hoof, From Autothanasia to Suicide. Self­killing in Classical Antiquity (Λονδίνο / Νέα Τόρκη: έκδ. Routledge 1990). Elise P. Garrison, Groaning Tears, Ethical and dramatic aspects of suicide in Greek Tragedy, Mnemosyne, Suppl. 147 (Λάϊντεν/ N. Τόρκη/ Κολωνία: έκδ. E. J. Brill, 1995).

[56] Όπως έχει καταδειχθεί από τον Hirzel,o. π., 76 κ. ε. και 276.

[57] Βλ. F. J. Dolger, Antike und Christentum, IV, 1934,15 κ. ε.

[58] Βλ. κυρίως συνοπτικά Ε. Fraenkel, "Selbstmordwege", Ph 87 (1932): 470- 473.

[59] Πίνδ., Σχόλ. e) στον Όλ. 1,97: τριών ούσών... βασάνων δί ών τις άπώλλυτο, βρόχου, κώνειου, βαράθρου· Πίνδ., Σχόλ. f) στον ΌΤΙ. 1,97: τρία λέγεται καί κοινῶς τά πρός τόν θάνατον συνεργοῦντα, ξίφος, ἀγχόνη, κρημνός. Τα ίδια μέσα - ξίφος, αγχόνη, κρημνός- και από τους Λατίνους Οράτιο: Epod. 17, 70- 73* Lucan: 9,106 ενώ από τον Οράτιο, Cam. 3,27, 58 κ. ε. μόνο αγχόνη, κρημνός. Στον Hercules του Σενέκα: 845, 858, 868 ο Οιτεύς συστήνει στη Δηϊάνειρα το ξίφος, και στο στ. 860 τον κρημνό.

[60] Potthoff, Euthanasie: 97 κ. ε. και 132 κ. ε.

[61] Plin. (πρεσβ.), Hist. Nat. XXV, VII, 23,24. Στα δηλητηριώδη φυτά βλέπει ο Πλίνιος ένα σημαντικό βοήθημα για την αυτοκτονία: Hist. Nat. XXV, VII, 25,28.

[62] Διογ. Λαέρτ. 7,1,130.

[63] Ιουλιανού αοτοχρ.,Είςτους άπαιδεύτους Κύνας, VI, 181 Α. Διογ. Λαέρτ. 6,18-19.

[64] Potthoff, Euthanasie: 93 κ. ε. Βλ. επίσης, Jacob Burckhardt, Griechische Kulturgeschichte (Μόναχο 1977), (επανεκτ. της έκδ. από Schwabe & Co. Βασιλεία/ Στουτγάρδη 1930- 31), τόμ. 2: 394. Geoffrey Seidel, "Suicide in the Elderly in Antiquity", International Journal of Geriatric Psychiatry 10 (1995): 1077- 1084.

[65] Πλατ., Τίμ. 81 E. Βλ. Encyclopaedia of Religion and Ethics,τόμ. IX (1917): λήμμα "Old Age (Greek), 469 κ. ε. (W. J. Woodhouse),για τη διάθεση απέναντι στη γεροντική ηλικία κατά την αρχαιότητα.

[66] Potthoff, Euthanasie: 174 κ. ε.

[67] Για την αυτοκτονία των φιλοσόφων βλ. J. Μ. Rist, Stoic philosophy (Καίμπριτζ 1969): 233- 255.

[68] "Inedia"στα Λατινικά. Το βιβλίο του Ηγεσία "Άποχαρτερών" στην Πτολεμαϊκή Αίγυπτο έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη "jactatio”των φιλοσόφων. Στο φιλοσοφικό πάπυρο του Φιλόδημου μνημονεύε­ται το "άποκαρτερεϊν". Ο ρόλος που έπαιξε στην Επικούρεια άποψη ζωής φαίνεται από το φιλό­σοφο Δημόκριτο: Αθην., Δειπνοσοφ. 2,46.

[69] Διογ. Λαέρτ. 8, 40. κἀχεϊ τόν βίον χαταστρέψαι ἀσιτία, μή βουλόμενον περαιτέρω ζῆν. = Δικαίαρχος,Άποσπ. 35 b W. Πορφ.,Βίος Πυθ. 57.

[70] Διογ. Λαέρτ. 2,13. = Πλούτ.,/Ιερ. 16,8. Κυρίως, Πλούτ.,iVumu 21.

[71] Διογ. Λαέρτ. 8, 74. Διάφορες παραλλαγές γύρω από το θάνατο του Εμπεδοκλή, που εμπίπτει στο pattern of exhibionism, επιδειξιομανία, Λατιν.: jactatio. Ο Εμπεδοκλής πήδησε μέσα στην Αίτνα. Άλλα παραδείγματα που ανήκουν στο ίδιο pattern είναι ο Περεγρίνος, με τον διά πυράς θάνατό του κατά μίμηση του Ηρακλή, ο Κάλανος, που κάθισε πάνω στην πυρά και ο Ζάρμαρος, ο Ινδός, που εθελούσια πυρπολήθηκε στην Αθήνα.

[72] Ασιτία κατά ΑΠ 7,118. Διογ. Λαέρτ. 7,28 κ. ε.: καί παραχρῆμα ἐτελεύτησεν, ἀποπνίξας ἑαυτόν. = Κουχ.,Μαχρ. 19. Sen., De prov. 6.

[73] Διογ. Λαέρτ. 7,167.

[74] Βλ. D. Gourevitch, Le triangle hippocraticjue dans le monde Greco- Romain. he malade, sa maladie et son medicin (Παρίσι/Ρώμη 1984): 172: "Le suicide rationnel du malade se presente done essentiellement comme une conduite de vieux". Για το στυλιζάρισμα του θανάτου από τους φιλόσοφους, βλ. Johannes Hahn, DerPhilosoph und die Gesellschaft (Στουτγάρδη 1989): κυρίως 201- 203 για τη σημα­σία ενός αξιοπρεπούς τέλους.

[75] Βλ. Garrison, Groaning Tears: 24 και Appendix A.

[76] Θεόφρ., Φυτ. Ίστ. 9,16· Μένανδρος, Άπόσπ. 797 στον Στράβ. 10,486· Στέφ. Βυζ., Έθνιχά, λήμμα Ίουλίς· Ηρακλείδ., Πολιτ. 9· ΑΠ 7,470· Aelian, VH 3,37· Val. Max. II, 6. Βλ. Bernhard Schmidt, "Der Selbstmord der Greise von Keos", Neue Jahrbiicher fiir das klassische Altertum 9 (1903): 617- 628.

[77] Val. Max. 11,6.

[78] Βλ. Nicol Loraux, "La ‘belle mort’ spartiate", Ktema 2 (1977): 105 κ. ε. Peter Walcot, "Suicide, A Question of Motivation", Studies in honour ofT. B. L. Webster, (Bristol Classical Press, 1986): τόμ. 1:231.

[79] Ξεν., Έλλ. 4, 8, 38 x. ε.: και παρά τού ύπασπιστοΰ λαβών την άσπίδα έν χώρα αυτού μαχόμενος αποθνήσκει. και τών Λακεδαιμονίων δε των πόλεων άρμοστήρων ώς δώδεκα μαχόμενοι συναπέθανον.

[80] Potthoff, Euthanasie: 107.

[81] Anton J. L. van Hoof, "Suicide and Parasuicide in Ancient Personal Testimonies", Crisis 14/ 2 (1993): 76- 82.

[82] Anton J. L. van Hoof, "Icons of Ancient Suicide: Self- killing in Classical Art", Crisis 15/ 4 (1994): 179- 186.

[83] Potthoff, Euthanasie: 210- 211.

[84] Θα ήθελα να δηλώσω ότι το παρόν κείμενο είναι μέρος της ερευνάς μου, που πραγματοποιήθηκε μέσα στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος ΠΕΝΕΔ στο ΚΕΡΑ με θέμα την "Ευθανασία στην αρχαία Ελλάδα και τους άλλους λαούς της Βαλκανικής", και του δοκιμίου με τίτλο "Θάνατος εύθάνατος: Η ελευθερία για έναν ωραίο και γενναίο θάνατο στην αρχαία Ελλάδα", που έχει παρα­δοθεί στις 28-12-1998 στην επιστημονική υπεύθυνο του προγράμματος κ. Α. Πετροπούλου. Με την ευκαιρία αυτή ευχαριστώ τον Πρόεδρο του ΕΙΕ κ. I. Σιώτη, το Δ.Σ. του ΕΙΕ, την κ. Ε. Γραμματικοπούλου, και όσους υπερασπίστηκαν με θέρμη την ιδέα μου, αλλά και τον κόπο μου για την πραγματοποίηση του κύκλου ομιλιών με κεντρικό θέμα: ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ: Η σημαντική του “καλοϋ” θανάτου. Από καρδιάς εκφράζω την εκτίμησή μου στο Διευθυντή και σε όλο το έμψυχο ΚΕΡΑ για την υποστήριξή τους εδώ και χρόνια. Θα ήμουν αγνώμων αν παρέλειπα να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου σε πρόσωπα έστω και απόντα, όπως στο δάσκαλό μου Καθηγητή Walter Burkert, που είχε την ψυχική ανωτερότητα να μου στείλει από τη Ζυρίχη,το Φεβρουάριο του 1998, προσωπικό του υλικό, καθώς και στο γιατρό από τη Λεμεσσό της Κύπρου Δόκτορα κ. Ανδρέα Προκοπίου, ο οποίος με μέγιστη προθυμία έθεσε στη διάθεσή μου Πρακτικά Συνεδρίων Βιο-ιατρι- κής Ηθικής. Επίσης, ευχαριστώ τον Δρα κ. Μανώλη Γαλανάκη, Λέκτορα της Ιατρικής Σχολής του Παν/μίου Ιωαννίνων, ο οποίος με μεγάλη ευγένεια μου έστειλε τη δακτ. διατριβή του με τίτλο: "Η λυτρωτική θανάτωση στην αρχαία ελληνική Γραμματεία: αυτοκτονία, ευθανασία, βρεφοκτονία", Ιωάννινα 1996, (αδημοσίευτη), τον Απρίλιο του 2000. Ακόμη, όσους είχαν ένα παρηγορητικό λόγο να μου πουν, όταν άκουγαν ότι ασχολούμαι με ένα τέτοιο "ψυχοφθόρο" θέμα, που δεν σας κρύβω ότι, κατά της διάρκεια της έρευνάς του, με έφερε και μένα αντιμέτωπη με ερωτήματα, διλήμματα, και αλγεινά συναισθήματα απέναντι σε ένα τέλος, που θα πρέπει να έχει μια αξιοπρεπής και γεν­ναία ζωή.

Οι πιο δύσκολες σχέσεις είναι εκείνες που φτιάχνονται ανισότιμα

Αρπάξτε κιμωλίες, μαρκαδόρους κι ό,τι άλλη γραφική ύλη κρίνετε απαραίτητη κι αναζητήστε τον μαυροπίνακα της καρδιάς σας. Πρώτη ώρα έχουμε μαθηματικά. Σήμερα μαθαίνουμε να εξισώνουμε τους έρωτές μας. Το μάθημα είναι σχεσιακό και το ερώτημα αιώνιο. Ως πότε θ’ αφήνουμε τη ζυγαριά να γέρνει;

Μάθημα εξισώσεων: Τα μαθηματικά χτυπούν ξανά μ’ ερωτιάρικο αέρα. Μάθημα ισότητας: Οι απουσίες μένουν αδικαιολόγητες. Κανένας απών. Δεν είμαστε ελαστικοί. Μιλάμε για τον έρωτα κι όσα μας παιδεύουν. Κρατήστε σημειώσεις, βγάλτε μπλοκάκια και στυλό. Έχουμε απροειδοποίητο διαγώνισμα και πήγαμε όλοι αδιάβαστοι. Ας αυτοσχεδιάσουμε, θα το χειριστούμε με κέφι, με μπρίο και θα το απολαύσουμε. Βαθμός τριμήνου λέει το διαγώνισμα. Ωραία, τώρα ξεκινάει το καλό. Αρχίζει η απαγγελία της ερώτησης και διαπιστώνουμε ότι έχει καταφατικό τόνο. «Οι πιο δύσκολες σχέσεις είναι αυτές που αποτελούνται από άτομα ανισότιμα» Θέλει αιτιολόγηση. Κι όσο εγώ σκέφτομαι την απάντησή μου αναρωτιέμαι: Κύριε καθηγητά, είστε ερωτευμένος;

Μας λάβωσε ο φτερωτός θεός και δεν είναι καν Άνοιξη. Ρε συ, νόμιζα πως λείπει διακοπές. Πότε γύρισε το μπουκλωτό μωρό; Κι όσο διερωτώμαι πότε επέστρεψε έτσι αθόρυβα ο άτιμος, ταυτόχρονα παίζει με τέμπο στο μυαλό μου η λέξη «ανισότιμα». Τι εννοείς ανισότιμα; Τύπου η Λαίδη κι ο Αλήτης; Το εργάκι αυτό έχει παιχτεί πολλές φορές και το έχουμε αγαπήσει. Μας γεμίζει χρυσόσκονη και μας κάνει να πιστεύουμε στα παραμύθια. Μια φορά κι έναν καιρό, κατάλαβα την ανίσωση κι αρχίζω να σου παραθέτω τις απαντήσεις μου. Έτοιμος; Θέλω 20αρι.

Άτομα ανισότιμα, άτομα που αποτελούν μια σχέση δίχως να της αφιερώνουν την ίδια ενέργεια. Δύσκολο αυτό, άρρωστη κατάσταση ζούμε κι άδικη. Μια σχέση όπως έχουμε ακούσει πολλάκις -από την κούνια μας ακόμα- θέλει προσπάθεια, θέληση και δουλειά για να πετύχει. Τι συμβαίνει όμως όταν ο ένας χτυπάει κάρτα νωρίτερα από το ωράριο; Μωρό μου απολύεσαι. Σε σφίγγει η αδικία της διπλής προσπάθειας. Στον λαιμό δε θέλεις θηλιές, προτιμάς τα κολιέ.

«Οι σχέσεις είναι δύσκολες». Τι χιλιοειπωμένες πικρόχολες και καλά γενικές αλήθειες είναι αυτές; Τις σχέσεις τις κάνουν δύσκολες οι πρωταγωνιστές τους, όταν έρχονται αδιάβαστοι στο πλατό. Συγγνώμη κιόλας, δε διάβασε κανένας το σενάριο; Τζάμπα τους πληρώνουμε κι αυτούς. Έχει βύσμα, λέει, τον σκηνοθέτη. Μπράβο, μπράβο έχεις πολύ ταλέντο. Το ταλέντο της αδικίας και γι’ αυτό σου απονέμουμε το βραβείο της ανοιχτής παλάμης. Άξιος! Ανισότιμε φίλε μου θέλεις να προσπαθήσεις; Λίγο κόπο και λίγο ενδιαφέρον για τη σχέση μας δε βλάπτει. Η δυσκολία της αδιαφορίας, νομίζω, κουράζει.

Ένα ράκος, ένα θύμα σχεσιακό προχωράει αμέριμνο, όμως με τον καιρό ξυπνά. Ως πότε υπομένεις σιωπηλά μια αδικία; «Ξύπνησαν οι σκλάβοι Αντωνάκη». Κι όσο θα φοράς το καπελάκι σου και θ’ αποχωρείς, θ’ αναρωτιέσαι πώς την πατάνε έτσι οι άνθρωποι. Είμαστε επιρρεπείς στις άρρωστες καταστάσεις, έτσι την πατάμε οι άνθρωποι. Γιατί μεταξύ μας, αρρώστια είναι να δίνεις τροφή για ζωή σε κάτι μη λειτουργικό. Φταίει η ελπίδα για αλλαγή. Συχνά αγαπάμε όσα πιστεύουμε ότι μπορεί να κρύβει ο άλλος. Η ελπίδα για ανάδειξη των δυνατοτήτων του. Βλέπουμε τον εαυτό μας σε ρόλο κόουτς. «Μπορεί ν’ αλλάξει. Γιατί δεν μπορεί;» Μπορεί και να μη θέλει. Κι η ελπίδα αυτή, προχωράει αγκαζέ καμιά φορά και με την ανασφάλειά μας.

Πόσοι πιστεύουν ότι αξίζουν κάτι καλύτερο στα ερωτικά τους; Μπορείτε να σηκώσετε χέρι, δε σας βλέπει κανείς. Και πόσοι έχουν το θάρρος να το τολμήσουν; Και τα χέρια μαντεύω πως πέφτουν. Κουραστικό πράγμα η ανασφάλεια, όμως. Προτείνω να τη γυρίσετε πίσω στον κατασκευαστή της. Είναι ελαττωματικό το προϊόν, δεν το βλέπετε; Βγάζει πολλά κουσούρια που δε μας αξίζουν.

Πίσω στα μαθηματικά: 1+1 κάνει 2 αρκεί τα μέλη της πρόσθεσης να το επιθυμούν. Ιδανικά θα έπρεπε να είναι κι ισότιμα. Κι 1,5+0,5 κάνει 2, αλλά ρε γαμώτο κάποιος, κάπου αδικείται. Μια ανασφάλεια και μια ελπίδα τον έχουν θολώσει. Δείξτε του καθαρά τι αξίζει. Κάποιος το βλέπει πως μια σχέση θέλει μια από κοινού διάθεση για προσπάθεια και δουλειά. Αλλιώς, οι σχέσεις κρύβουν δυσκολίες που δεν επιθυμούμε. Μια σχέση που μας κλέβει το χαμόγελο είναι τυραννική και σίγουρα δε μας αξίζει. Κύριε καθηγητά, ελπίζω να αρίστευσα. Τα διορθώσατε τα διαγωνίσματα ή ακόμα; Κύριε καθηγητά αφήστε το, δε θέλω να μάθω. Ο βαθμός στα σχεσιακά είναι μια άτιμη μεταβλητή. Ο άγνωστος Χ.

Οι ασύγχρονοι ταξιδιώτες

Συμβαίνει στην παιδική ηλικία, να υπάρχει ένας πόνος που θυμίζει τον πόνο που κάνουν τα κόκκαλα όταν ψηλώνουν. Είναι ο πόνος που συμβαίνει όταν τραυματιστεί η ψυχή μας. Σε εκείνο το σημείο, λοιπόν, σταματά να μεγαλώνει και συνεχίζει μόνο του το σώμα. Σε εκείνο το σημείο, γινόμαστε ασυγχρόνιστοι συνοδοιπόροι με τον εαυτό μας. Σε εκείνο το σημείο, ο εαυτός μας θάβεται και ξεκινούμε να χτίζουμε κάτι άλλο πάνω του.

Αυτό που χτίζουμε μοιάζει ότι είναι πολύ πιο κοντά στα πρότυπα του περιβάλλοντός μας και φαίνεται να αποφέρει αυτό που δεν απέφερε το αυθόρμητο της ύπαρξής μας. Την αποδοχή. Όμως, αυτή η αποδοχή, η αποδοχή που έρχεται όταν γίνομαι κάτι άλλο από αυτό που λαχτάρησα, φέρνει μαζί της τη δυστυχία του ανικανοποίητου. Ανικανοποίητο που τρέχουμε να συμπληρώσουμε στο μέλλον, κυνηγώντας κάθε λογής επιτυχία και έπαινο, ενώ συγχρόνως βιώνουμε θυμό και απογοήτευση κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε.

Με σφοδρότητα θα ξεσπάσουμε σε κάθε τι που αισθανόμαστε πως μας εμπόδισε από τον πολύτιμο στόχο μας – να αισθανθούμε σπουδαίοι – κι ας μην μας γέμιζε απόλαυση η επίτευξή του. Θυμίζουμε πολύ, πολλές φορές σκέφτομαι, κάποιον που δοκιμάζει να γευτεί τα πιο νόστιμα φαγητά με καμένη γλώσσα.

Εκεί είναι που ο θυμός μας θα δρομολογηθεί μέσα από τη λογική και θα μιλήσουμε για αδικία. Για αυτό και όσοι δεν έχουν καταφέρει να εκτιμήσουν επαρκώς τον εαυτό τους, έχουν μία μεγάλη δίψα για δικαιοσύνη – να εξαρτηθούν, δηλαδή, από μία ανώτερη δύναμη που θα τους βγάλει από το ανυπεράσπιστο της ματαίωσής τους. “Αδικήθηκα”, θα φωνάξουν, κι ας έχουν διαπράξει οι ίδιοι την μεγαλύτερη αδικία, την εγκατάλειψη του εαυτού τους.

Και η ψυχή τους που δεν έχει προχωρήσει βήμα από τότε, παραμένει ακριβώς εκεί, καθηλωμένη στο παιδικό τραύμα που ασυνείδητα υπηρετούν. Και, κάθε φορά που κάτι πλησιάζει αυτόν τον πρωταρχικό πόνο, ο εαυτός που έχει μείνει πίσω, το παιδί που έχει μείνει πίσω, υποφέρει. Κι εγώ ή θα του δώσω φωνή ή θα επαναλάβω την παιδική μου συνθήκη και θα το εγκαταλείψω στην αδυναμία του.

Όπως τότε, που αυτό που είχαμε το περισσότερο ανάγκη, δεν ήταν άλλο από το να μας αποδεκτούν δίχως όρους. Να αγκαλιάσουν την επιθυμία, τον φόβο μας. “Φοβάμαι πως υπάρχει κάποιο τέρας, φοβάμαι το σκοτάδι... τον κεραυνό... τη δυνατή βροχή...” Να φωνάζαμε κι εκείνοι να έτρεχαν να μας αγκαλιάσουν κι ας μην υπήρχε τίποτα. Να μας μάθαιναν, δηλαδή, ότι δεν χρειάζεται να αισθάνομαι ενοχή που φοβάμαι, που κλαίω, που θυμώνω, αλλά ότι όλα αυτά είναι μέρη της εμπειρίας που λέγεται ζωή. Κι όσο μου επιτρέπω να τα βιώνω, τόσο μου επιτρέπω να ζω. Όσο μονώνομαι, τόσο πιο κοντά πλησιάζω στην ανυπαρξία – για αυτό και οι πιο φοβισμένοι άνθρωποι δεν παραδέχονται ούτε στον εαυτό τους το πώς νιώθουν από φόβο μην αισθανθούν.

Αυτό καλούμαι να κάνω εγώ μετά ως δεύτερος ιδανικός γονιός του εαυτού μου, αντί να επαναλάβω την αδυναμία τους. Να αρνηθώ να χτίσω επάνω σε αυτό που είχαν ανάγκη να γίνω για να με αποδεχτούν, κι ο εαυτός μου να παλεύει με αδικαιολόγητα ξεσπάσματα θυμού ή θλίψης για να μου υπενθυμίσει την ύπαρξή του παρά τα όσα μπορεί να έχω καταφέρει.

Κι εκεί αρχίζουν φράσεις όπως: “γιατί να μιλήσω, γιατί να θυμώσω, γιατί να κλάψω;” Θα αλλάξει κάτι; Θα με ακούσει ο άλλος; Κι όσο θα το τηρώ αυτό, τόσο φιμώνω το παιδί μέσα μου και το κρατάω στην ίδια ανίσχυρη θέση με το παρελθόν. Όσο δεν με αγκάλιασαν τότε, τόσο κι εγώ δεν με αγκαλιάζω τώρα. Όσο εξαρτώ το αν θα εκφραστώ από το αν θα με κατανοήσει ο άλλος, κάνω αυτό που έκαναν κι εκείνοι. Περιμένω να αλλάξουν. Να γίνουν κάποιοι άλλοι, ικανοί να με εμπεριέχουν, μα πώς μπορεί να συμβεί αυτό όταν κι ο ίδιος δεν το κάνω;

Πιο πολύ εδώ θυμίζω θυμωμένο παιδί που, επειδή δεν το δέχτηκαν οι άλλοι, έχει απομείνει στη γωνία και έχει μουτρώσει, αρνούμενο να δείξει αυτό που αισθάνεται. Έχει μείνει στη γωνία και λέει άσε με, αλλά βαθιά μέσα του, φωνάζει “πιάσε με...”

Ωραία, και έκανα το βήμα, το συνειδητοποίησα. Και τώρα, πώς τους το λέω να το καταλάβουν, να πάρω αυτό που χρειάζομαι, πώς πάω παραπέρα; Μα, έτσι πάλι δεν πάω πουθενά. Όσο αυτό το παραπέρα το αφήνω σε εκείνους, προσδοκώντας ότι, επειδή το εξηγώ καλύτερα, θα το καταλάβουν, οδηγούμαι πάλι στο να ματαιωθώ. Αυτό το παραπέρα το πάω μέσα μου. Είναι για μένα, όχι για τον άλλο. Είναι προϊόν του κόπου μου και σε εμένα χρειάζεται να το προσφέρω.

Εγώ χρειάζεται να περπατήσω μέχρι το παιδί μέσα μου, να το αγκαλιάσω, να το πάρω από το χέρι και να διανύσουμε μαζί την απόσταση στην επιφάνεια. Να συγχρονιστούμε ξανά και όχι μονάχα όταν ταιριάζουμε με τους όρους των άλλων. Αυτό δεν είναι αποδοχή. Αυτό είναι ταύτιση. Αποδοχή υπάρχει μόνο στο διαφορετικό. Το ίδιο είναι ίδιο. Οικείο. Γνώριμο. Δεν απαιτεί κανένα κόπο από εμένα για να το αντέξω. Δεν απαιτεί να έρθω αντιμέτωπος με τις δικές μου απαγορεύσεις και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Το ίδιο, έχει μια καθησυχαστική ασφάλεια ότι κι ο άλλος συνεθλίβει από αυτό που συνέθλιψε κι εμένα.

Κι εκεί είναι που γίνεται σημαντική η θεραπεία. Στο να βοηθηθώ να εντοπίσω εκείνο το φιμωμένο παιδί, να αντέξω το θυμό του που το εγκατέλειψα τόσα χρόνια, να ακούσω το λυγμό του που ένιωθε μονάχο του, να κάνω υπομονή μαζί του μέχρι να με εμπιστευτεί και να καταφέρω να σχετιστώ μαζί του.

Μα πιο σημαντικό, είναι να καταλάβω ότι αυτό που χρειάζομαι δεν με περιμένει σε κάποια γραμμή τερματισμού. Αυτό για το οποίο αγωνίζομαι, το κερδίζω τις 364 ημέρες που κάνω θεραπεία. Την 365η, εκείνη που το συστήνω και στον έξω κόσμο, τότε απλώς μου απονέμεται το βραβείο.

Το προνόμιο να απολαμβάνω την συντροφιά του εαυτού μου έξω από συνθήκες. Το προνόμιο να είμαι Εγώ.

Οι κυριότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία

Άγχος, κατάθλιψη και τραύμα αποτελούν τις κυριότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.

Με την κλιματική αλλαγή να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και τις επιπτώσεις της καθημερινά να είναι παραπάνω από ορατές, οι επιστήμονες κρούουν των κώδωνα του κινδύνου όχι μόνο για τα όσα επιφέρει στην σωματική υγεία αλλά και στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.

Η κλιματική αλλαγή δημιουργεί συνθήκες απειλής με αποτέλεσμα αυτή η κατάσταση να προκαλεί στρες στους περισσότερους ανθρώπους.

«Είναι φυσιολογικό να στρεσαριστούμε μπροστά σε έναν κίνδυνο και είναι κι επιθυμητό γιατί θα κινητοποιηθούμε ώστε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Συχνά αυτό όμως ξεφεύγει από το επιθυμητό.

Η αντίδραση στρες γίνεται πιο έντονη, με διάρκεια, και τελικά δυσκολευόμαστε να την διαχειριστούμε με αποτέλεσμα να μετατρέπεται σε πρόβλημα ψυχικής υγείας. Τρία είναι τα κεντρικά ζητήματα ψυχικής υγείας που μπορούν να δημιουργηθούν, άγχος, κατάθλιψη και τραύμα».

Τα ευρήματα της έρευνας για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής

Πρόσφατη έρευνα μάλιστα που σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από την Focus Bari / YouGov κατέδειξε ότι πάνω από 70% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η κλιματική αλλαγή επηρεάζει σημαντικά την ψυχική υγεία και την ευημερία των ανθρώπων.

Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την έρευνα, περίπου το 70% αισθάνεται ψυχολογική δυσφορία με τα ακραία καιρικά φαινόμενα ενώ μεγάλο μέρος των ερωτηθέντων νιώθει ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής προσθέτουν περαιτέρω άγχος στην καθημερινή μας ζωή.

Ιδιαίτερη επιβάρυνση στην ψυχική τους υγεία έχουν όσοι έχουν βιώσει άμεσα τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών και έχουν βρεθεί στο σημείο, όπου αυτές έχουν συμβεί.

«Όσοι έχουν βιώσει άμεσα τις συνέπειες μιας φυσικής καταστροφής, μιας πυρκαγιάς πχ, ή μιας πλημμύρας ή ενός σεισμού μπορεί να υποστούν, κυρίως οι πιο ευάλωτες ομάδες, μία έντονη αντίδραση στρες που να τους οδηγήσει σιγά σιγά σε τραύμα. Από την άλλη, κάποιοι μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη, ειδικά μάλιστα αν έχουν βιώσει, οποιουδήποτε είδους απώλεια, ή αν έχουν αναγκαστεί να φύγουν από το μέρος όπου ζουν ή εργάζονται.

Κάποιοι, ακόμη, μπορεί να μην το αντιμετωπίσουν σωστά καταφεύγοντας στη χρήση αλκοόλ ή ουσιών». Αυτό που έχει παρατηρηθεί, κυρίως στο εξωτερικό, είναι το "κλιματικό άγχος" (eco-anxiety), που ουσιαστικά είναι ο φόβος για το τι θα συμβεί στο μέλλον λόγω της κλιματικής αλλαγής.

« Έχει αναπτυχθεί ένα αίσθημα φόβου για το τι θα γίνει στο μέλλον, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα κι αν θα μπορούμε να ζήσουμε στον πλανήτη ομαλά. Όλο αυτό δημιουργεί μια άλλη ανασφάλεια, μια ανησυχία, που στο εξωτερικό ονομάζεται ‘'eco-anxiety''».

Παράλληλα στρεσογόνο παράγοντα μπορεί να αποτελέσουν ακόμα και οι αυξημένες θερμοκρασίες, ενώ οι σωματικές επιπτώσεις, όπως, θερμοπληξία, άσθμα, αλλεργίες, και γενικότερα αναπνευστικές παθήσεις μπορούν έμμεσα να προκαλέσουν επιβάρυνση στην ψυχική υγεία των ανθρώπων.

Για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην ψυχική υγεία, χρειάζονται, δράσεις σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο.

«Είναι καλό που πλέον έχει υπάρξει μια αυξημένη αναγνώριση του προβλήματος. Το επόμενο βήμα είναι να αναγνωριστεί η ψυχική επιβάρυνση που μπορεί να προκαλέσει η κλιματική αλλαγή. Να γίνει αποδεκτό από τον κόσμο ότι μπορεί να επηρεαστεί η ψυχική υγεία απ' αυτό και να ζητηθεί βοήθεια αν χρειάζεται.

Οι άνθρωποι δηλαδή που έχουν υποστεί τραύμα, έχουν αναπτύξει άγχος ή έχουν κατάθλιψη, καλό θα είναι, να στραφούν στους ειδικούς ώστε σιγά σιγά να λάβουν βοήθεια για να διαχειριστούν το πρόβλημα καλύτερα. Υπάρχει όμως και το συλλογικό επίπεδο που σχετίζεται με την κοινότητα.

Μια κατάσταση κινδύνου κι απειλής κάνει τους ανθρώπους να έρχονται πιο κοντά και να ζητούν βοήθεια ο ένας από τον άλλον.

Η αύξηση δηλαδή των κοινωνικών επαφών είναι κάτι που τους βοηθάει, καθώς είναι διαφορετικό κανείς να νιώθει μόνος του και διαφορετικό να νιώθει ότι είναι μέρος μιας ομάδας».  Ναι μεν οι κυβερνήσεις έχουν αναγνωρίσει το πρόβλημα, υπάρχει, ωστόσο πολύς δρόμος ακόμη. «Η επιστημονική κοινότητα έχει δώσει κάποια δεδομένα οπότε οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αναβαθμίσουν το πρόβλημα και να κάνουν περισσότερα πράγματα», τονίζει.

Τέλος, αρκετά εκτεθειμένα είναι τα άτομα εκείνα που κατά τη διάρκεια φυσικών καταστροφών, χρειάζεται λόγω του επαγγέλματός τους να βρίσκονται στις περιοχές όπου συντελούνται. «Σίγουρα έχουν προσαρμοστεί στην επικινδυνότητα του επαγγέλματός τους και στις αυξημένες ανάγκες της εργασίας τους, αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι δεν επηρεάζονται.

Την ώρα της απειλής βρισκόμαστε σε μία κατάσταση μάχης οπότε αυτό μας κάνει εκείνη την ώρα να αντιδρούμε σωστά, καθώς κάνουμε ό,τι μπορούμε για να αποφύγουμε τον κίνδυνο. Μετά όμως μπορεί να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, να δημιουργείται άγχος ή σκέψεις για το τι θα μπορούσε να γίνει αν κάτι δεν είχε πάει καλά και στο τέλος να αισθανθούμε φόβο ακόμη και για τη ζωή μας»

Εμπεδοκλής και Δημόκριτος: η καθοριστική συμβολή τους στη χημεία

Αναφερόμενος στο άρθρο: «Η σημασία της Προσωκρατικής Φιλοσοφίας σήμερα» (Χημικά Χρονικά, τεύχος 12, Δεκ.2002, σ. 406-407) θα ήθελα να εστιάσω την προσοχή σε ένα σημείο, το οποίο, κατά τη γνώμη μου, είναι καίριο για την κατανόηση της προσφοράς του προσωκρατικού πνεύματος προς την επιστήμη. Στο άρθρο αναφέρεται ότι 'κατά την προσωκρατική περίοδο ήταν γνωστή μόνο η ποσοτική ή μηχανική μείξη συστατικών στοιχείων (π.χ. νερό + χώμα = λάσπη), ενώ η χημική μείξη (εννοεί προφανώς η χημική ένωση) ήταν άγνωστη... Η χημική μείξη παρουσιάζεται για πρώτη φορά στον Αριστοτέλη'.

Η πιο πάνω παρατήρηση με τα σημερινά επιστημονικά δεδομένα δεν ευσταθεί. Σε αυτό βέβαια ευθύνεται το άρθρο τού Ο. Apelt, Melissos bei Pseudo-Aristoteles,/abrbiicfier fur Classische Philologie, (1886), 740, πάνω στο οποίο βασίζεται ο συγγραφέας. Η ανακρίβεια αυτή είναι κατανοητή, αν κανείς αναλογισθεί ότι η εργασία αυτή γράφηκε από έναν φιλόλογο το τέλος του 19ου αιώνα, όταν η έννοια του χημικού δεσμού ήταν άγνωστη και επομένως ο ορισμός της "χημικής ένωσης' αποτελούσε ακόμη εικασία. Όπως θα καταδειχθεί αμέσως πιο κάτω, η έννοια της "χημικής ένωσης" αναπτύχθηκε για πρώτη φορά ακριβώς από τους Προσωκρατικούς.

Ο Παρμενίδης ο Ελεάτης (515-440 π.Χ.), με μια αυστηρή λογική συνέπεια, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το κενό, ως 'μή-όν', ως το "τίποτε", δεν υπάρχει. Εφόσον το κενό, ώς 'τίποτε', δεν υπάρχει, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κίνηση (δεν υπάρχει κενός χώρος ώστε να κινηθεί κάτι προς αυτόν), ούτε διαχωρισμός (διότι το κενό είναι αυτό που διαχωρίζει), ούτε αλλαγή. Επομένως η πραγματικότητα, κατά τον Παρμενίδη, το 'ὄν', είναι 'ὁμοῦ πᾶν, ἕν, συνεχές...ἀκίνητον...ἄναρχον, ἄπαυστον , δηλαδή το ον είναι "όλο μαζί ένα, συνεχές, προσέτι ακίνητο, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος.

Ο μαθητής τού Παρμενίδη Μέ­λισσος ο Σάμιος (ακμή μέσα 5ου αι. π.Χ.), θα εξηγήσει κατά εύληπτο τρόπο την παρμενίδεια αυτή διδαχή. Και είναι επόμενο να υποστηρίξει ότι εφόσον το 'όν' είναι ένα και μοναδικό (Ούτε πολλά είναι το ὄν, άλλά ἕν', δεν μπορεί να υπάρξει 'μίξις', διότι η μίξη προϋποθέτει περισσότερα από ένα συστατικά ('τό μεμίχθαί τι ἕν ἐκ πλειόνων λέγοιτο'.

Βασιζόμενος αποκλειστικά και επιλεκτικά στη ρήση αυτή του Μέλισσου, ο Ο. Apelt το 1886 θα υποστηρίξει στην πιο πάνω εργασία του, σελ. 739­740 ότι κατά την προσωκρατική εποχή (6ος-5ος αι. π.Χ.) ήταν άγνωστη η διάκριση μεταξύ "χημικής ενώσεως" και "μηχανικού μίγματος', την οποία συναντούμε μόλις στον Αριστοτέλη (4ος αι. π.Χ.). Το συμπέρασμα αυτό όμως είναι εσφαλμένο, διότι ο Ο. Apelt, ορμώμενος από τη συγκεκριμένη θεώρηση του Μέλισσου, προβαίνει σε μια αυθαίρετη γενίκευση ολοκλήρου του έργου των Προσωκρατικών, αγνοώντας ότι οι Προσωκρατικοί Εμπεδοκλής και Δημόκριτος είχαν ήδη συλλάβει την έννοια της "χημικής ένωσης", και μάλιστα - όπως θα καταδειχθεί αμέσως παρακάτω - κατά τρόπο που βρίσκεται πολύ πιο κοντά στο σημερινό ορισμό, από ότι εκείνη του Αριστοτέλους που έζησε έναν αιώνα αργότερα.

Αμέσως μετά τον Παρμενίδη, οι Έλληνες βρίσκονται μπροστά σε ένα πνευματικό αδιέξοδο, καθώς η ακλόνητη παρμενίδεια "λογική" έχει καταφέρει το τελικό χτύπημα στον ιωνικό 'μονισμό', βρίσκεται σε σαφή αντίθεση με το ηρακλείτειο "γήνεσθαι" και έχει απορρίψει ολόκληρο τον αισθητό, εμπειρικό κόσμο της κίνησης και αλλαγής, της γέννησης και φθοράς, ως "απατηλό". Οι τελευταίοι προσωκρατικοί στοχαστές Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Λεύκιππος/Δημόκριτος θα επιδιώξουν επομένως, κάτω από τη βαριά σκιά της παρμενίδειας αντινομίας, να δώσουν νέες ερμηνείες για την κίνηση και αλλαγή του αισθητού, υλικού κόσμου, αναπτύσσοντας πολυαρχικές (πλουραλιστικές) θεωρίες:

Εμπεδοκλής (494-434 π.Χ.):

• Η ύλη -και η έσχατη πραγματικότητα- αποτελείται από μικρά, αδιαί­ρετα σωματίδια, τα τέσσερα "ριζώματα" (αέρας [Α], νερό[Ν], γή [Γ], φωτιά [Φ]).

• Τα 'ριζώματα' είναι αγέννητα και άφθαρτα, "πάντοτε παραμένουν ίδια'.

• Τα ριζώματα ενός στοιχείου είναι όμοια από κάθε άποψη.

• Τα ριζώματα διαφορετικών στοιχείων είναι ισάξια 'αλλά άλλη δικαιοδοσία-αρμοδιότητα έχει το καθένα και άλλον χαρακτήρα-ιδιότητα',

• Οι σύνθετες ουσίες συγκροτούνται από δύο ή περισσότερα διαφορετικά 'ριζώματα'.

• Εμείς όλοι και όλα τα ουράνια σώματα αποτελούμαστε από τα ίδια στοιχεία...όχι όμως ως συγχωνευμένα μεταξύ τους, αλλά ως μικρά σωματίδια που βρίσκονται δίπλα-δίπλα και εφάπτονται'.

• Τα 'ριζώματα' αναδιαρθρώνονται κατά την ανάμιξη και τον διαχωρισμό, σχηματίζοντας διαφορετικές ουσίες.

• Οι διαφορετικές ουσίες προκύπτουν από τη σύνθεση των "ριζωμάτων" σε ποικίλες καθορισμένες αριθμητικές αναλογίες',

• Οι ποιοτικές διαφορές της ύλης ανάγονται αποκλειστικά στην ποσοτική σύσταση τους (π.χ. -με τη σημερινή ορολογία μοριακών τύπων- το αίμα κατά τον Εμπεδοκλή είναι ΓΝΑΦ, τα νεύρα ΦΓΝ2, τα οστά Ν2Γ2Φ4 κ.ο.κ.).

• Ο Εμπεδοκλής εισάγει για πρώτη φορά την ιδέα της δύναμης που ασκείται επί της ύλης: ('Φιλότης' - ελκτική, 'Νείκος' - απωστική).

• Η 'φιλότητα' έλκει και ενώνει τα ανόμοια και χωρίζει τα όμοια 'ριζώματα', το "νείκος" σε αντιδιαστολή απωθεί τα ανόμοια και ενώνει τα όμοια 'ριζώ­ματα'.

• Στην επιφάνεια των 'ριζωμάτων' υπάρχουν 'πόροι'. Η συνένωση επιτυγχάνεται μόνον εφόσον Όι πόροι των σωματιδίων είναι σύμμετροι μεταξύ τους'.

Αν αντιπαραθέσουμε στην πιο πάνω θεώρηση τις σύγχρονες ονομασίες 'ρίζωμα'-στοιχείο, 'σύνθετη ουσία'-χημική ένωση, 'Φιλότης/Νείκος'-χημικός δε­σμός, βλέπουμε πόσο επιστημονικά επίκαιρο είναι το πνεύμα του Εμπεδο­κλέους, θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι ο Εμπεδοκλής αναπτύσσει -θεωρητικά βεβαίως- πιο προωθημένες ιδέες από αυτές του 'θεμελιωτή της σύγχρονης χημείας' Α. Lavoisier (1743-1794): Ενώ ο A. Lavoisier εκφρά­ζει κατ' αρχήν χημικούς "εμπειρικούς τύπους' (την αναλογία των ατόμων των απλών στοιχείων στο μόριο της ένωσης), ο Εμπεδοκλής προχωρεί ένα βήμα παρακάτω και συλλαμβάνει την ιδέα του "μοριακού τύπου' (δηλαδή όχι της απλής αναλογίας, αλλά του πραγματικού αριθμού "ριζωμάτων" που αποτελούν τη χημική ένωση), π.χ. για τα οστά Ν2Γ2Φ4, ενώ θα μπορούσε να απλοποιήσει τη σχέση 2:2:4 σε 1:1:2 και να μιλήσει για τον εμπειρικό τύπο ΝΓΦ2, αυτός δίδει το μοριακό τύπο Ν2Γ2Φ4, έχοντας ήδη συλλάβει την έννοια του 'μορίου' και του πραγματικού αριθμού ατόμων που το συγκροτούν.

Δημόκριτος (460-360 π.Χ.):

• Ή φύση των αιωνίων πραγμάτων συνίσταται σε μικρές ουσίες', τα 'άτομα'.

• Το "άτομο"/είναι άτμητο, συμπαγές, αιώνιο και άφθαρτο.

• Τα 'άτομα' "στερούνται κάθε αισθητής ποιότητας'. Η τεράστια ποικιλία ιδιοτήτων των αισθητών πραγμάτων οφείλεται όχι στην ουσία, αλλά στις χωρικές και ποσοτικές διαφορές των απειράριθμων ατόμων.

Τα άτομα έχουν μόνο "δύο ιδιότητες: το μέγεθος και το σχήμα'. Οι ενώσεις "συνθέτων ατόμων' (σημερινά μόρια) διαφέρουν -πέραν της μορφής, του μεγέθους και του αριθμού των ατόμων στην ένωση- ως προς την "τάξιν' 67Α6 και την "θέαιν'' των ατόμων μεταξύ τους. "Τάξις" (=διάταξη): π.χ. "το ΆΝ' διαφέρει από το 'ΝΑ' ως προς τη διά­ταξη.

"θέσις' (διευθέτηση στο χώρο): Μία ένωση ατόμων είναι διαφορετική από την άλλη, εφόσον η διευθέτηση των ατόμων μέσα στις δύο αυτές ενώσεις είναι διαφορετική.

Δεν υπάρχει ένα ον, αλλά άπειρα στο πλήθος και αόρατα λόγω της μικρότητάς τους'.

"Τα άτομα... κινούνται μέσα στο κενό και καθώς προφθαίνει το ένα το άλλο συγκρούονται και μερικά εποστρακίζονται προς τυχαίες κατευθύνσεις, ενώ άλλα δημιουργούν συμπλέγματα μεταξύ τους, σύμφωνα με τη συμμετρία των ατόμων και μεγεθών, και θέσεων και διατάξεων, και παραμένουν μαζί, καθιστώντας έτσι δυνατό το σχηματισμό των σύνθετων ενώσεων'.

"Από τη διάταξη και την τοποθέτηση (των ατόμων δημιουργούν οι Λεύκιππος και Δημόκριτος) την αλλοίωση, ώστε οι μεταβολές της σύστασης να κάνουν το ίδιο αντικείμενο να φαίνεται διαφορετικό". Όταν έλεγε ο Δημόκριτος ότι τα άτομα αλληλοεφάπτονται, δεν εννοούσε την καθαυτό επαφή... Στην πραγματικότητα ονόμαζε επαφή το αμοιβαίο πλησίασμα των ατόμων, χωρίς να απέχουν πολύ μεταξύ τους, καθώς το κενό τα διαχωρίζει από όλες τις πλευρές'... Γι' αυτό αρνείται ότι υπάρχουν εξ αρχής πραγματικές συγχωνεύσεις, αλλά η φαινομενική συγχώνευση δεν είναι παρά γειτνίασμα ατόμων, που το καθένα από αυτά διατηρεί τη δική του φύση που είχε και πριν από την ανάμειξη. Η (εσφαλμένη) εντύπωση ότι αυτά έχουν συγχωνευθεί οφείλεται στο ότι η αίσθηση, λόγω του πολύ μικρού μεγέθους παρακειμένων ατόμων, δεν μπορεί να αντιληφθεί το καθένα τους χωριστά". 'To ότι τα άτομα παραμένουν μαζί για ένα χρονικό διάστημα το αποδίδει στις συναρμογές και στις αμοιβαίες προσκολλήσεις των ατόμων... Και επί τόσο χρόνο θεωρεί ότι παραμένουν τα άτομα συνδεδεμένα μεταξύ τους, έως ότου παρουσιαστεί από το περιβάλλον κάποιο ισχυρότερο αναγκαστικό αίτιο και τα διαταράξει και τα διασκορπίσει'. Η εκπληκτική διορατική ικανότητα του Δημοκρίτου εμφανίζεται πολύ πιο κοντά στη σύγχρονη χημεία σε σύγκριση με τη θεωρία του J. Dalton (1766-1844), καθόσον ο Δημόκριτος δεν αναφέρεται, όπως ο J. Dalton, μόνο στη στοιχειομετρική αναλογία των ατόμων (αυτό που θα λέγαμε σήμερα μοριακό τύπο), αλλά προβλέπει και την 'τάξιν', δηλαδή τη διάταξη των ατόμων του μορίου (συντακτικός τύπος) καιτην 'τροπήν', δηλαδή τον προσανατολισμό των ατό­μων της ένωσης στο χώρο (στερεοχημικός τύπος). Ο Δημόκριτος προβλέπει επίσης σωστά τις ίδιες βασικές παραμέτρους που καθορίζουν μια χημική αντίδραση, δηλαδή την κίνηση, τη σύγκρουση, το μέγεθος και τη γεωμετρία ('μορφήν', 'θέσιν', τάξιν') των σωματιδίων.

Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.):

Στον Αριστοτέλη, έναν αιώνα περίπου αργότερα, οι πιο πάνω θεωρίες απορρίπτονται, και η νέα αριστοτέλεια αντίληψη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θα επιβληθεί στα επόμενα 2.000 περίπου χρόνια, μέχρι την Αναγέννηση. Ο Αριστοτέλης απορρίπτει τη διακριτή και δέχεται μια συνεχή, αδιαίρετη δομή της ύλης, όπου τόσο τα διακριτά 'ριζώματα' και 'άτομα', όσο και το κενό δεν έχουν καμία θέση. Κίνηση και αλλαγή γι' αυτόν είναι η μετάβαση μιας κατ' ουσίαν αναλλοίωτης, συνεχούς ύλης από την κατάσταση της απλής δυνατότητας (δυνάμει) στην κατάσταση της εμπραγμάτωσης (ἐνεργείᾳ). Η αριστοτέλεια τελεολογική, οργανική θεώρηση της φύσης βρίσκεται στους αντίποδες της μηχανιστικής αντίληψης των ατομιστών, και ως τέτοια μπορεί να θεωρηθεί ως μία σαφής οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με τις πρωτοποριακές αντιλήψεις του Εμπεδοκλέους και του Δημοκρίτου και της σύγχρονης χημείας.

Με έναν απαράμιλλο συνδυασμό ενόρασης και ορθολογικής σκέψης, Εμπεδοκλής και Δημόκριτος έθεσαν τα θεμέλια της επιστήμης της χημείας. Παράλληλα όμως δεν πρέπει να αγνοήσουμε την διορατικότητα και επιστημονικότητα της σκέψης του Παρμενίδη, γεγονός που αποδεικνύει το απαράμιλλο πνεύμα των Προσωκρατικών στις ποικίλες εκφάνσεις του . Έτσι, για όσους πιο πάνω αντιπαρήλθαν απαξιωτικά το "εξωφρενικό" συμπέρασμα του Παρμενίδη περί μιας ενιαίας, ακίνητης και αναλλοίωτης έσχατης πραγματικότητας, θα εκπλαγούν εαν πληροφορηθούν ότι ακριβώς αυτό το παρμενίδειο πνεύμα αναβιώνει υπό ποικίλες μορφές στις σύγχρονες φυσικές θεωρίες. Όπως είδαμε, εφαρμόζοντας ο Παρμενίδης αυστηρά την απαγωγική μέθοδο καταλήγει στο "παράλογο" συμπέρασμα ότι η έσχατη πραγματικότητα είναι αγέννητη και αθάνατη, ακίνητη... ούτε ήταν, ούτε θα είναι, διότι τώρα είναι μαζί όλη, μία, συνεχής (ὡς άἀέννητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἔστιν... ἀτρεμές... ούδέποτ' ἦν, ούδ' ἔέσται, έπεί νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν ἕν συνεχές). Είναι όμως το συμπέρασμα αυτό τόσο "παράλογο", όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται; στην καθημερινή ζωή ο χρόνος πράγματι χωρίζεται σε τρία διαστήματα: στο "παρελθόν", στο 'παρόν' και στο 'μέλλον', όπου το "τώρα" που συνειδητοποιούμε γλιστρά ακατάπαυστα προς τα εμπρός. Το ερώτημα είναι, κατά πόσον αυτή η ροή του χρόνου αποτελεί μια αντικειμενική άποψη της πραγματικότητας, ή, όπως έγραψε ο Α. Einstein, "παρελθόν, παρόν και μέλλον δεν είναι παρά μόνον -έστω και αν αυτό αποτελεί μια επίμονη- αυταπάτη'.

Οι υποστηρικτές της συνεχούς ροής του χρόνου θεωρούν ότι το "βέλος του χρόνου" που στοχεύει προς το μέλλον στηρίζεται στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής, βάσει του οποίου η εντροπία (ενδεικτικό μέγεθος της αταξίας μέσα σε ένα κλειστό σύστημα) αυξάνει με το χρόνο, καταδεικνύοντας έτσι μια ασυμμετρία μεταξύ "παρελθόντος" και "μέλλοντος". Εντούτοις φαίνεται ότι κανείς δεν μπορεί να βασιστεί με βεβαιότητα στο δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής για ένα τέτοιο συμπέρασμα, διότι η ερμηνεία του, σύμφωνα με τον L. Boltzmann, είναι πιθανοκρατούμενη, και ως εκ τούτου είναι συμμετρική ως προς το χρόνο3. "Το βέλος του χρόνου", υποστηρίζει ο γνωστός θεωρητικός φυσικός Paul Davis στο πρόσφατο τεύχος του Σεπτεμβρίου 2002 του Scientific American, "καταδεικνύει μια ασυμμετρία του κόσμου μέσα στο χρόνο και όχι μια ασυμμετρία ή ροή του (ίδιου του) χρόνου. Η ένδειξη "παρελθόν" και 'μέλλον' μπορεί δικαιολογημένα να χρησιμοποιηθούν ως χρονικές κατευθύνσεις, ακριβώς όπως το 'πάνω' και το 'κάτω' μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως χωρικές κατευθύνσεις, αλλά το να μιλούμε για το παρελθόν ή το μέλλον έχει τόσο λίγο νόημα όσο το να αναφερόμαστε στο πάνω ή στο κάτω.

Ο Α. Einstein συνέδεσε τον αντικειμενικό φυσικό χρόνο με τον τρισδιάστατο χώρο, δημιουργώντας ένα αδιάσπαστο και συνεχή τετραδιάστατο χωροχρόνο, που εκφράζει τη συμπαγή, συμπαντική πραγματικότητα. Αυτή περιλαμβάνει "μονομιάς" την όλη ιστορία του κόσμου. Κίνηση και αλλαγή δεν εί­ναι παρά ένα είδος "φαινομενικής" προσήκουσας παρουσίασης του κόσμου, ο 'έοικός διάκοσμος' του Παρμενίδη, που μόνο από τον παρατηρητή συνειδητοποιείται υποκειμενικά, ενώ η αντικειμενική τετραδιάστατη έσχατη πραγματικότητα παραμένει αναλλοίωτη και ενιαία. Ό αντικειμενικός κόσμος απλώς είναι, δεν συμβαίνει', παρατηρεί ένας από τους πιο εξέχοντες μαθηματικούς του 20ού αιώνα, ο Η. Weyl. 'Μόνο στο βλέμμα της συνείδησής μας... εμφανίζεται μια τομή του κόσμου ως μια φευγαλέα εικόνα στο χώρο, η οποία συνεχώς αλλάζει στο χρόνο'. Ο ίδιος ο Α. Einstein αποδεχόταν τον χαρακτηρισμό της θεωρίας του ως παρμενίδειας. Συμπερασματικά, σημειώνει ο Κ. Popper, Όι ιστορικοί της επιστήμης και της φιλοσοφίας που είναι απρόθυμοι να αποδώσουν σε έναν μεγάλο στοχαστή όπως είναι ο Παρμενίδης μια θεωρία τόσο αυστηρά αντι-εμπειρική όσο ο απατηλός χαρακτήρας του κόσμου της αλλαγής...θα είναι ίσως λιγότερο απρόθυμοι όταν δούν ότι μεγάλοι επιστήμονες, όπως είναι ο L. Boltzmann, ο Η. Minkowski, ο Η. Weyl, ο Ε. Schrodinger, ο Κ. Godel και, πάνω από όλους, ο Α. Einstein, είδαν τα πράγματα κατά έναν παρόμοιο τρόπο με του Παρμενίδη και εκφράστηκαν με παράξενα όμοιους όρους'.