Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (421-460)

ΟΙ. ἀλλ᾽ οἱ θεοί σφιν μήτε τὴν πεπρωμένην
ἔριν κατασβέσειαν, ἐν δ᾽ ἐμοὶ τέλος
αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι
ἧς νῦν ἔχονται κἀπαναίρονται δόρυ·
425 ὡς οὔτ᾽ ἂν ὃς νῦν σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχει
μείνειεν, οὔτ᾽ ἂν οὑξεληλυθὼς πάλιν
ἔλθοι ποτ᾽ αὖθις· οἵ γε τὸν φύσαντ᾽ ἐμὲ
οὕτως ἀτίμως πατρίδος ἐξωθούμενον
οὐκ ἔσχον οὐδ᾽ ἤμυναν, ἀλλ᾽ ἀνάστατος
430 αὐτοῖν ἐπέμφθην κἀξεκηρύχθην φυγάς.
εἴποις ἂν ὡς θέλοντι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τότε
πόλις τὸ δῶρον εἰκότως κατῄνεσεν.
οὐ δῆτ᾽, ἐπεί τοι τὴν μὲν αὐτίχ᾽ ἡμέραν,
ὁπηνίκ᾽ ἔζει θυμός, ἥδιστον δέ μοι
435 τὸ κατθανεῖν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις,
οὐδεὶς ἔρωτ᾽ ἐς τόνδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν·
χρόνῳ δ᾽, ὅτ᾽ ἤδη πᾶς ὁ μόχθος ἦν πέπων,
κἀμάνθανον τὸν θυμὸν ἐκδραμόντα μοι
μείζω κολαστὴν τῶν πρὶν ἡμαρτημένων,
440 τὸ τηνίκ᾽ ἤδη τοῦτο μὲν πόλις βίᾳ
ἤλαυνέ μ᾽ ἐκ γῆς χρόνιον, οἱ δ᾽ ἐπωφελεῖν,
οἱ τοῦ πατρός, τῷ πατρὶ δυνάμενοι τὸ δρᾶν
οὐκ ἠθέλησαν, ἀλλ᾽ ἔπους σμικροῦ χάριν
φυγάς σφιν ἔξω πτωχὸς ἠλώμην ἀεί.
445 ἐκ τοῖνδε δ᾽, οὔσαιν παρθένοιν, ὅσον φύσις
δίδωσιν αὐταῖν, καὶ τροφὰς ἔχω βίου
καὶ γῆς ἄδειαν καὶ γένους ἐπάρκεσιν·
τὼ δ᾽ ἀντὶ τοῦ φύσαντος εἱλέσθην θρόνους
καὶ σκῆπτρα κραίνειν καὶ τυραννεύειν χθονός.
450 ἀλλ᾽ οὔ τι μὴ λάχωσι τοῦδε συμμάχου,
οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε Καδμείας ποτὲ
ὄνησις ἥξει· τοῦτ᾽ ἐγᾦδα, τῆσδέ τε
μαντεῖ᾽ ἀκούων, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ
παλαίφαθ᾽ ἁμοὶ Φοῖβος ἤνυσέν ποτε.
455 πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ
μαστῆρα, κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει.
ἐὰν γὰρ ὑμεῖς, ὦ ξένοι, θέλητ᾽ ὁμοῦ
σὺν ταῖσδε ταῖς σεμναῖσι δημούχοις θεαῖς
ἀλκὴν ποεῖσθαι, τῇδε μὲν πόλει μέγαν
460 σωτῆρ᾽ ἀρεῖσθε, τοῖς δ᾽ ἐμοῖς ἐχθροῖς πόνους.

***
ΟΙ. Άμποτε οι θεοί την πεπρωμένη τους διχόνοια
να μην τη σβήσουν, αλλά σ᾽ εμένα την απόφαση ν᾽ αφήσουν
ποιό τέλος μέλλεται στη μάχη τους, που τώρα κρέμονται
κι οι δυο τους απ᾽ αυτή, ένας στον άλλον κραδαίνοντας το δόρυ.
425 Μήτε λοιπόν εκείνος που κρατεί σκήπτρο και θρόνο,
εκεί να κρατηθεί, μήτε κι ο άλλος που βγήκε από την πόλη,
να ξαναμπεί ποτέ σ᾽ αυτήν. Που τον γονιό τους,
όταν άτιμα απ᾽ την πατρίδα τον απόδιωξαν,
ούτε τον κράτησαν αυτοί ούτε και τον προστάτεψαν,
αλλά ανέχτηκαν κι οι δυο να πεταχτεί στον δρόμο,
430 εξόριστος να κηρυχτεί.
Μπορείς ίσως να πεις, εγώ το θέλησα, κι εύλογα
η πόλη τη χάρη αυτή μου παραχώρησε.
Όχι, σου λέω, όχι. Γιατί τη μέρα εκείνη
που μέσα μου έβραζε ο θυμός κι έλεγα πιο γλυκός
435 ο θάνατος, ας με λιθοβολήσουν, κανείς
δεν θέλησε σ᾽ αυτή μου τη λαχτάρα να συντρέξει.
Και μόνον όταν, με το πέρασμα του χρόνου, ωρίμασε
ο μεγάλος σπαραγμός, όταν πια συναισθάνθηκα πόσο ξεστράτισε
η οργή μου εκείνη, γυρεύοντας εκδίκηση
σκληρότερη για τα παλιά μου κρίματα,
έγινε αυτό που έγινε· μετά από χρόνια
440 η πόλη βίαια από τη γη της μ᾽ εξορίζει,
κι αυτοί που θα μπορούσαν, γιοι του πατέρα τους,
χέρι να δώσουν στον πατέρα τους, αρνήθηκαν
να κάνουν κάτι· ενώ θ᾽ αρκούσε ένας μικρός τους λόγος,
πήρα εξαιτίας τους της εξορίας τον δρόμο,
κι έτσι φτωχός εδώ κι εκεί παράδερνα.
445 Αντίθετα, κι ας είναι κόρες, απ᾽ αυτές, όσο
το επιτρέπει η φύση τους, έχω τα μέσα για να ζω,
γωνιά να βάλω το κεφάλι μου, δικούς να με στηρίζουν.
Ενώ εκείνοι οι δυο, αντί για τον πατέρα τους,
προτίμησαν θρόνους και σκήπτρα να κρατούν,
σαν τύραννοι στον τόπο τους να βασιλεύουν.
450 Αλλά μη νοιάζεσαι, δεν πρόκειται σ᾽ εμένα σύμμαχο να βρουν·
μήτε ποτέ θα τους προκύψει όφελος,
από την εξουσία τους στη Θήβα.
Το ξέρω αυτό καλά, ακούγοντας και τις μαντείες της κόρης μου,
συγκρίνοντας με τους παλιούς χρησμούς
που ο Φοίβος κάποτε έδωσε σ᾽ εμένα, και μου βγήκαν.
455 Μετά απ᾽ αυτά, ας στείλουν και τον Κρέοντα σε ζήτησή μου,
ή κι όποιον άλλον έχει αξίωμα στην πόλη.
Φτάνει εσείς να το θελήσετε, καλοί μου ξένοι, μαζί
με τις σεμνές θεές που τους ανήκει ο τόπος,
να με στηρίξετε γερά, οπότε εξασφαλίζετε
στην πόλη σας σπουδαίο σωτήρα και στους εχθρούς μου
460 την εκδίκησή μου που θα τους πονέσει.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 5. Εξωτερική αφήγηση και εσωτερικές διηγήσεις

5.2.1. Ο χώρος


Φαίνεται λοιπόν ότι ο καταλληλότερος στη συγκεκριμένη περίπτωση χώρος είναι ο εσωτερικός, είτε πρόκειται για αίθουσα ενός παλατιού είτε για το καλύβι ενός χοιροβοσκού, επειδή προσφέρει μεγαλύτερη άνεση τόσο στον αφηγητή όσο και στους ακροατές του. Ο εσωτερικός αυτός χώρος αυξομειώνεται ανάλογα με τον αριθμό των ακροατών: έτσι το διευρυμένο ακροατήριο απαιτεί μεγάλο χώρο· το περιορισμένο, που μπορεί να φτάνει και στον ένα ακροατή, μικρότερο ή και μικροσκοπικό χώρο. Και στις δύο πάντως εκδοχές ο αφηγηματικός χώρος λειτουργεί ως σκηνικό της εσωτερικής διήγησης και συνάμα ως ηχείο της, που αντηχεί τη φωνή του διηγητή και απορροφά την προσηλωμένη σιωπή των ακροατών.

Ωστόσο, ο κανόνας του εσωτερικού χώρου έχει και εξαιρέσεις, οπότε αντιστρέφεται σε εξωτερικό χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η εκτενής αφήγηση του Νέστορα στο πρώτο μέρος της τρίτης ραψωδίας (γ 1-328). Ο νεαρός Τηλέμαχος, συνοδευόμενος από τη μεταμορφωμένη σε Μέντορα Αθηνά, φτάνει με το ιθακήσιο καράβι στο λιμάνι της Πύλου. Μόλις έχει ανατείλει ο ήλιος φωτίζοντας το περιγιάλι, όπου οι Πύλιοι τελούν θυσία στον κυανοχαίτη Ποσειδώνα ταύρους κατάμαυρους. Αλλά ο ποιητής επιμένει στην επιμέρους σκηνοθεσία του παράλιου χώρου: εννιά σειρές έδρανα, κάθε σειρά και πεντακόσιοι Πύλιοι καθιστοί· μπροστά στην καθεμιά σειρά εννιά σφαγμένοι μαύροι ταύροι. Ευδιάκριτος ανάμεσα στους γιους του ο σεβάσμιος Νέστορας, γιος του Νηλέα, βασιλιάς της Πύλου επί τρεις γενιές.

Αυτό το κατάμεστο αλλά εύτακτο σκηνικό πρέπει να διασχίσει ο Τηλέμαχος, πλησιάζοντας τον Νέστορα, αποφασισμένος να τον ρωτήσει για την άδηλη τύχη του πατέρα του. Έτσι ανοίγει η αυλαία της διήγησης του βασιλιά της Πύλου: απόλογος, που μοιράζεται στα δύο, με θέμα τον μετατρωικό νόστο (δικό του και των άλλων Αχαιών), όπου, από ένα σημείο και πέρα, χάνεται το στίγμα του αναζητούμενου Οδυσσέα.

Χαρακτηρίστηκε ο εξωτερικός αυτός χώρος εύτακτος και μεστός, στοιχεία που ορίζουν τη σκηνική του ταυτότητα. Πρόκειται δηλαδή για οργανωμένο χώρο, σε μορφή μάλλον ιερού. Οι εννιά σειρές καθισμάτων κατά κάποιον τρόπο τον περιορίζουν, εφόσον τις φανταστούμε κυκλικά ή ημικυκλικά διατεταγμένες. Παρά ταύτα, η αρένα φαίνεται τεράστια, αν πρέπει να πιστέψουμε τους αριθμούς, στους οποίους επιμένει ο εξωτερικός αφηγητής: πεντακόσιοι πολίτες σε καθεμιά από τις εννιά σειρές μάς κάνουν τεσσερισήμισι χιλιάδες ψυχές· εννιά ταύροι μπροστά σε κάθε σειρά μάς δίνουν άθροισμα ογδόντα ένας. Απίστευτος για την εποχή αριθμός ανθρώπων και σφαγίων. Υπερβολή ίσως ποιητική, που θέλει ωστόσο κάτι να υποδείξει: πως όλοι οι κάτοικοι της Πύλου έχουν μαζευτεί στην παράλια αυτή τελετή, όπου λατρεύεται με θυσίες πολυάριθμων ταύρων ο κοσμοσείστης θεός της θάλασσας.

Σ᾽ αυτό τον ρυθμισμένο εξωτερικό χώρο ακούγεται η εσωτερική αφήγηση του Νέστορα, που με τον πρόλογό της πιάνει πάνω από διακόσιους πενήντα στίχους. Η αλήθεια είναι πως, όση ώρα διηγείται ο Νέστορας και ακροάται ο Τηλέμαχος με τη μεταμορφωμένη θεά στο πλάι του, ο περιβάλλων χώρος συμμαζεύεται, μαζί του επισκιάζεται και το πλήθος των Πυλίων. Η προσοχή τώρα εστιάζεται στον διηγητή και στους δύο ακροατές του. Στο μεταξύ εσωτερικοί και εξωτερικοί ακροατές καλούνται να φανταστούν τους διαδοχικούς χώρους στους οποίους τους μετακινεί και τους σταθμεύει η διήγηση του Νέστορα. Όπως κι αν έχει το πράγμα, ο εξωτερικός χώρος της εσωτερικής αυτής διήγησης, αν συγκριθεί μάλιστα με τους κλειστούς χώρους των άλλων εσωτερικών διηγήσεων της Οδύσσειας, επιτρέπει να καταλήξουμε σε κάποια γενικότερα συμπεράσματα για την απαγγελία των επών στην αρχαϊκή εποχή.

Οι ραψωδικές απαγγελίες στα χρόνια του Ομήρου (νωρίτερα και αργότερα) δεν περιορίζονται μόνο στο βασιλικό παλάτι, προς τέρψη και δόξα του βασιλιά και των αρχόντων που τον περιβάλλουν, όπως ισχυρίζονται κάποιοι ομηριστές. Έβγαιναν και παραέξω, στην αγορά και στα ιερά, μπροστά σε όλο τον κόσμο και για χάρη του. Όπως οι επαγγελματίες αοιδοί, έτσι και οι ραψωδοί ψυχαγωγούσαν τους πολίτες σε πάνδημες γιορτές και αγώνες απαγγέλλοντας. Είδαμε εξάλλου ότι στο νησί των Φαιάκων ο Δημόδοκος τραγουδά τα τραγούδια του όχι μόνο στον κλειστό χώρο του παλατιού αλλά και στην πάνδημη αγορά, συμπληρώνοντας αθλητικούς και χορευτικούς αγώνες. Επομένως, μπορεί ο εσωτερικός χώρος να προσφέρεται καλύτερα στις εσωτερικές διηγήσεις, αλλά δεν αποκλείεται και ο εξωτερικός χώρος, αν το επιβάλλει η περίσταση. Έτσι, παλάτι και αγορά εναλλάσσονται· η μία εκδοχή δεν αποκλείει την άλλη. Το φάσμα μάλιστα αυτό συμπληρώνεται συγκινητικά, αν συνυπολογιστεί και ο χώρος όπου διαμείβονται η πλαστή αφήγηση του Οδυσσέα και η αυτοβιογραφική του Εύμαιου: εδώ φιλοξενεί τις δύο διηγήσεις ένα ταπεινό καλύβι σε περίφραχτο απόμερο χοιροστάσι (ξ 191-359 και ο 389-484).

Η βία και η σχέση της με τον φόβο

Η βία είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τον άνθρωπο διαχρονικά. Μπορεί κάποιος να προσεγγίσει το φαινόμενο από όλες τις επιστήμες που ασχολούνται με τον άνθρωπο και την οργάνωση των κοινωνιών του. Στον τομέα της ψυχολογίας υπάρχουν επίσης προσεγγίσεις που φωτίζουν την ψυχολογία του ατόμου, των σχέσεων, των συστημάτων, των ομάδων, της εκπαίδευσης κ.τ.λ.

Εδώ σ' αυτήν την ανάλυση θα ήθελα να φωτίσω τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη βία και το φόβο, το βαθύ, μακροχρόνιο ανέκφραστο και καταπιεσμένο φόβο, ο οποίος ορίζει τις συμπεριφορές των ανθρώπων, λειτουργεί υποσυνείδητα και καθορίζει τις επιλογές τους σε πολλά επίπεδα.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο φόβος και πώς δημιουργείται;

Βαθύς καταπιεσμένος φόβος

Η ζωτική ανάγκη του ανθρώπου για να μπορέσει ψυχολογικά να ζήσει και να αναπτυχθεί είναι η άνευ όρων αποδοχή και αγάπη. Όταν οι ανάγκες αυτές δεν εκπληρωθούν ιδιαιτέρως στη βρεφική, παιδική και εφηβική ηλικία τότε οι άνθρωποι αυτοί είναι ήδη κλονισμένοι. Η έλλειψη αυτή τους δημιουργεί ένα βαθύ πόνο που δεν έχουν τη δυνατότητα να τον συνειδητοποιήσουν τη στιγμή που γεννιέται και κατ' επέκταση να τον εκφράσουν.

Για να μπορέσουν να αντέξουν αυτόν τον πόνο φτιάχνουν διάφορα σχήματα στο μυαλό τους για να τον εξηγήσουν και να τον τακτοποιήσουν στο νοητικό τους επίπεδο. Βαθιά μέσα τους υπάρχει ανείπωτος πόνος. Τα νοητικά αυτά σχήματα κάποιους τους οδηγούν να αναπτύσσουν ένα τεράστιο ενοχικό πλέγμα μέσα από το οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο γύρω τους.

Κάποιους άλλους αυτά τα νοητικά σχήματα τους κάνουν να έχουν αμφιβολίες για όλα οπότε γίνονται σκεπτικιστές χωρίς τέλος. Δεν εμπιστεύονται τίποτα και κανέναν, δε μπορούν να συνδεθούν με κάτι ή να αφοσιωθούν σε κάτι. Συχνά η αμφιβολία τους γυρίζει προς τον εαυτό τους, οπότε έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που ζητούν την έγκριση και την επιβεβαίωση από τους άλλους συνέχεια.

Αντίθετα, άλλοι αναπτύσσουν μία άκρως ναρκισσιστική αλαζονεία μέσα στην οποία φαντασιώνονται ότι είναι τέλειοι, ανώτεροι, καλύτεροι από όλους τους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα κολυμπούν μέσα στην ημιμάθεια και στην απομόνωση.

Όλες οι παραπάνω περιπτώσεις βέβαια έχοντας κοινή αφετηρία έχουν και έναν κοινό παρονομαστή.

Φόβος και φαινομενική ισορροπία

Η ψυχολογική δυναμική που έχουν αναπτύξει κινείται πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Μέσα τους υπάρχει ανείπωτος πόνος, ενώ εξωτερικά η νοητική τους κατασκευή δείχνει κάτι άλλο. Με το ένα πόδι εδώ και το άλλο εκεί. Ο διχασμός αυτός είναι υποσυνείδητος, αλλά πάντα εκεί. Η σύγχυση είναι δεδομένη και πρωταρχική πηγή φόβου. Φόβος βαθύς, γενικός, κρυμμένος, αλλά πάντα παρών.

Αν βρεθεί κάποιος ή κάτι στην πορεία να κουνήσει έστω και λίγο αυτό το σκοινί η φαινομενική ισορροπία καταρρέει. Ο φόβος γίνεται ανεξέλεγκτος και ανεξήγητος μέσα στα πλαίσια της μηδενικής αυτογνωσίας τους. Ο φόβος που λέει πως η επίπλαστη ισορροπία δεν πρέπει να καταρρεύσει. Πρέπει να κρατηθεί πάση θυσία, διαφορετικά ο βαθύς και ξεχασμένος πόνος θα έρθει στην επιφάνεια και θα χαλάσει όλα τα «τέλεια» νοητικά οικοδομήματα μέσα στα οποία ζει το άτομο αυτό.
Ο ανεξέλεγκτος φόβος έχει σαν αντίδραση τη βία

Βία απέναντι στον εαυτό ή απέναντι στους άλλους.

Οτιδήποτε κλονίζει το σύστημα το οποίο κρατάει καλά θαμμένο τον πόνο είναι απειλή και χρειάζεται να εξουδετερωθεί άμεσα και δραστικά. Μεχρι εκεί φτάνει η σκέψη ενός ανθρώπου που βιώνει έναν ανεξέλεγκτο φόβο και φυσικά έχει μηδενική αυτογνωσία και ψυχική ανάπτυξη για να μπορέσει να επεξεργαστεί το γεγονός στο νέο φλοιό του με τις ανώτερες εγκεφαλικές λειτουργίες που προσφέρει ο ανθρώπινος εγκέφαλος.

Οπότε μία γυναίκα που αμφισβητεί την παντοδυναμία του άντρα και τον δικό της στερεοτυπικό ρόλο, ένα παιδί που ρωτάει και δεν υπακούει τυφλά, ένας συνάδελφος που δε «συνεργάζεται», ένας φίλος που δεν «καταλαβαίνει» είναι πάντα απειλές που πρέπει να εκμηδενιστούν.

Βέβαια, πιο εύκολα θύματα είναι οι γυναίκες και τα παιδιά. Στο καλά δομημένο σύστημα πατριαρχίας, το οποίο βασιλεύει εδώ και αιώνες, η γυναίκα θεωρείται ο αδύναμος κρίκος και αυτό είναι αποδεκτό σαν αξίωμα μέσα στην πατριαρχία. Τα παιδιά είναι οι αποδέκτες μιας στρεβλής αντίληψης για την οικογένεια που θέλει εκείνα κτήματα των γονέων και την οικογένεια ένα άβατο.

Βαθιά τραυματισμένοι άνθρωποι, οικογένειες και κοινωνίες αναπαράγουν τη βία.

Η ανάγκη της αυτογνωσίαw είναι απαραίτητη και επείγουσα για να σπάσει κάποια στιγμή η αναπαραγωγή της βίας. Με την καταστολή και την απαγόρευση η βία σωπαίνει πρόσκαιρα. Με την βαθιά κατανόηση του ποιοί είμαστε σε προσωπικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο η βία εξαφανίζεται.

Όσοι δεν είναι ο εαυτός τους, στη ψυχή τους αφήνουν πληγές

Όσα αφυπνίσω στην επιφάνεια ορίζουν το ποιος πραγματικά είμαι; Αν και αυτό μπορεί να οριστεί;

Όπου κι αν βρισκόμαστε έχουμε ως ανθρώπινα όντα ανεπτυγμένο το αίσθημα της κριτικής για τα πράγματα. Αυτή η κριτική είναι ξεχωριστή για τον καθένα ανάλογα με το πώς τα αντιλαμβάνεται από την δική του εκδοχή. O κόσμος αλλάζει με αστραπιαία ταχύτητα γύρω μας και είναι δύσκολο ν’ αλλάξει μια πεποίθηση, μια γνώμη που έχουμε; Και όμως είναι.

Όταν αυτό που πιστεύουμε το νιώθουμε στα ενδόμυχα της ψυχής μας με απόλυτη συνειδητοποίηση τότε δεν αλλάζει. Είναι προνόμιο να είμαστε σίγουροι για μας (ή τουλάχιστον έτσι να δείχνουμε προς τα έξω), γιατί έχοντας πίστη εμείς οι ίδιοι στις δυνατότητες μας γινόμαστε πιο αξιόπιστοι στα μάτια των άλλων. Δημιουργούμε σχέσεις εμπιστοσύνης σ’ όλα τα επίπεδα και απορροφούμε πολλά από την κάθε μας συνδιαλλαγή.

Από την άλλη, πλήθος κόσμου κρατάει τα περισσότερα στα μύχια της ψυχής του. Δεν εξωτερικεύει συναισθήματα, ή τα εκδηλώνει με άλλη συμπεριφορά και αντίδραση. Κρατάει το αυθεντικό για τον εαυτό του. Οι γύρω του έχουν σχηματίσει μια λανθασμένη ουσιαστικά εικόνα για το άτομό του, και αυτός σε κάθε συναναστροφή νιώθει ακόμα πιο μόνος γιατί δεν έχει ιδέα πώς να διαχειρίζεται γενικότερα τις καταστάσεις που έρχεται αντιμέτωπος. Δεν έχουν συνάφεια και συνοχή οι πράξεις και οι ενέργειές του κατά πάσα πιθανότητα.

Αν δεν είσαι αυθεντικός, είναι δύσκολο να υποστηρίξεις και να διατηρήσεις ένα «πλαστό» μοντέλο. Αλλάζει αναλόγως του σκοπού που πρέπει να διεκπεραιωθεί, και είναι πιθανόν να βλέπει τις σχέσεις των ανθρώπων με φθόνο και εκδικητικά κ.α.. Ζει σε μία υπόγεια, σκιώδη θαλάσσια ζώνη, που έχει αλληλεπίδραση με την γήινη: “αιωρείται” ή “βυθίζεται”, “αλλοιώνεται”, «διαφθείρεται», «εξαπατά» ή «εξαπατάται», αδικεί και/ή αδικείται.

Είναι ένας Φαύλος κύκλος... Χωρίς αίσιο τέλος.

Συμπερασματικά κανένας δεν νιώθει ανακούφιση με το να κλείνεται στον εαυτό του ή να μην μπορεί να είναι ο εαυτός του. Ως ανθρώπινα όντα έχουμε ανάγκη από την αποδοχή και την ένταξη στα διάφορα κοινωνικά σύνολα.

Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί από εμάς «παίζουμε» κάποιον άλλο ρόλο ξεπουλώντας τον ίδιο μας τον εαυτό στο βωμό της αναγνώρισης, του κέρδους, ενδεχόμενης ανασφάλειας. Όμως, στην ψυχή του κάθε ανθρώπου αυτό ίσως να αφήνει και πληγές, οι οποίες αργότερα θα κάνουν την είσοδό τους στον οργανισμό.. Εδώ, χρειάζεται η πρόγνωση για να μην χρειαστεί μεγάλη θεραπεία.

Το αληθινό και αυθεντικό κατά την δική μου γνώμη είναι να αποδεχόμαστε την πρώτη ύλη/ βάση του εαυτού μας και να επενδύουμε συνειδητά πάνω της. Μόνο με την αποδοχή των γεγονότων, των καταστάσεων, περιστάσεων μπορούμε στην συνέχεια να τα αντιμετωπίσουμε όσο το καλύτερο δυνατόν ορθότερα. Γιατί τελικά η ζωή τί είναι;

Κανένας δεν είναι πιο φτωχός από εκείνον που δεν δίνει τίποτα

Είναι ευλογία να μπορείς να δίνεις με όλο σου το είναι, να χαίρεσαι βλέποντας το χαμόγελο που ανθίζει στα χείλη κάποιου άλλου επειδή τον άκουσες, τον “είδες”, τον άγγιξες… επειδή μοιράστηκες μαζί του τον πλούτο της καρδιάς σου…

Και κάθε φορά που δίνεις είτε υλικά είτε συναισθηματικά αγαθά να συνειδητοποιείς, ότι γίνεσαι Βασιλιάς. Γιατί “κανένας δεν είναι πιο φτωχός από εκείνον που δεν δίνει τίποτα και κανένας δεν είναι πιο πλούσιος από εκείνον που τα μοιράζεται όλα”.

Και όπως το να προσφέρεις είναι ευλογία, το ίδιο ευλογημένο είναι το να μπορείς να αφήνεσαι για να “πάρεις”, να δεχτείς, να δώσεις και στον άλλον την ευκαιρία να γίνει με τη σειρά του βασιλιάς.

Αν δυσκολεύεσαι να το κάνεις αυτό τότε έχεις παραμυθιάσει τον εαυτό σου σχετικά με το τι είναι αγάπη. Έχεις φορέσει μια αόρατη πανοπλία και προσφέρεις μέσα από τη δύναμη σου κι όχι μέσα από την αγάπη σου.

Η “δύναμη” σε σκληραίνει και σε κάνει να κρατάς απόσταση από τα πράγματα και τις καταστάσεις. Δεν σου επιτρέπει να νιώθεις την ευαλωτότητα της ευαισθησίας. Δεν σε αφήνει να προσεγγίζεις και να βιώνεις ολοκληρωτικά τα συναισθήματά σου. Πάντα κρατάς εξαιτίας της μια απόσταση και την διατηρείς ακόμα και στα λόγια σου, στα αγγίγματά σου, στις αγκαλιές σου. Η αγάπη σου δεν είναι αυθεντική. Νομίζεις ότι είναι αλλά δεν έχει ποιότητα καρδιάς, έχει ποιότητα μυαλού. Σκέφτεσαι ότι αγαπάς και δίνεις μέσα από το μυαλό σου. Κι όταν συμβαίνει αυτό πάντα υπάρχει κάπου, σε μια σκιερή γωνίτσα, κρυμμένη καλά μια προσδοκία ανταπόδοσης ή αναγνώρισης…

Μόνο όταν μπορέσει κάποιος να ρίξει τις πανοπλίες και νιώσει πως είναι το χάδι όχι μόνο να αγγίζει το δέρμα του αλλά και την καρδιά του, μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για μια αγάπη που ξεχειλίζει βαθιά από το κέντρο της καρδιάς και ρέει προς όλες τις κατευθύνσεις. Και μια τέτοια αγάπη κυλάει όχι μόνο προς τα έξω αλλά και προς τα μέσα. Μαλακώνει, γλυκαίνει και ρίχνει τις πανοπλίες.

Έτσι απλώνοντας το χέρι δεν απλώνεται το χέρι ενός ζητιάνου αλλά ενός βασιλιά που ξέρει να προσφέρει από τα θησαυροφυλάκια της καρδιάς του ενώ ταυτόχρονα νιώθει ότι αυτά δεν αδειάζουν αλλά αντίθετα όσο πιο πολύ αυτός δίνει εκείνα γεμίζουν ολοένα και περισσότερο.

Ένας τέτοιος βασιλιάς γνωρίζει ότι προσφέροντας δεν στερεί σε τίποτα τον εαυτό του, αντίθετα γίνεται πιο πλούσιος και κάνει τα θησαυροφυλάκια του να ξεχειλίζουν από πλούτη. Ταυτόχρονα έχει τη μεγαλοσύνη να δέχεται τα δώρα ψυχής των άλλων δίνοντάς τους την ευκαιρία να γίνουν κι αυτοί με τη σειρά τους βασιλιάδες και να τον τιμήσουν με την προσφορά και με την αγάπη τους.

Ένας τέτοιος βασιλιάς δεν προσωποποιεί την αγάπη ούτε την περιορίζει στο “τόσο – όσο” ή στο “έτσι θέλω να με αγαπάς”. Απλά γίνεται αγάπη και ρέει μέσα στους ωκεανούς της…

Σοφοκλής: Τι πιο ωραίο υπάρχει απ’ το να χαμογελάς στους εχθρούς σου;

Ο Σοφοκλής (496 π.Χ.- 406 π.Χ.) ήταν ένας από τους αρχαίους Έλληνες τραγικούς ποιητές της κλασικής εποχής, που μαζί με τους ομότεχνούς του Αισχύλο και Ευριπίδη μας άφησαν σπουδαία έργα και τα μόνα που έχουν διασωθεί στην ολοκληρωμένη μορφή τους.

Σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται ότι έγραψε περίπου 120 έργα, από τα οποία παραδίδονται ολοκληρωμένες μόνο επτά τραγωδίες. Γεννήθηκε στον Ίππιο Κολωνό της Αθήνας και ήταν γιος του Σοφίλλου, ενός εύπορου Αθηναίου που είχε εργοστάσιο μαχαιροποιΐας και είχε την αγαθή τύχη να διαπαιδαγωγηθεί σωστά, ανάλογα με την οικονομική του άνεση. Έτσι έλαβε επιμελημένη αγωγή και παιδεία. Ο Σοφοκλής έζησε μια καλή ζωή από τα παιδικά του χρόνια και δεν πρόλαβε τις μεγάλες συμφορές που βρήκαν την Αθηναϊκή δημοκρατία, αλλά έζησε όλο το μεγαλείο της.

Ο Σοφοκλής από μικρός έδειξε το μεγάλο του ταλέντο και την κλίση του στις τέχνες.

Δάσκαλός του στην μουσική ήταν ο περίφημος Λάμπρος που δίδαξε τόσο καλά τον Σοφοκλή ώστε έγραφε μόνος του τις μελωδίες για τα χορικά των τραγωδιών του, σε αντίθεση με τους άλλους ποιητές που χρειάζονταν βοήθεια σε αυτό. Χάρη στο δάσκαλό του, ανέπτυξε αρμονικά τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις.

Συνδέθηκε στενά με πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες της εποχής, όπως με τον Περικλή, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και κατέλαβε διάφορα υψηλά αξιώματα στην πολιτική, στις θρησκευτικές λατρείες και στις τέχνες.

Ο Σοφοκλής ταλαντούχος αλλά και με εντυπωσιακό παράστημα, μετά την ναυμαχία της Σαλαμίνας, τον επέλεξαν να γίνει ο κορυφαίος του χορού των εφήβων, στις δημόσιες τελετές για τον εορτασμό της νίκης. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια. Πρέπει όμως να συνεκτιμηθεί ότι ο Σοφοκλής ήταν στους Αθηναίους πολύ δημοφιλής, λόγω και των πολιτικών και θρησκευτικών δραστηριοτήτων του, σε αντίθεση με τον νεώτερο φίλο του, τον Ευριπίδη, ο οποίος ήταν μάλλον αντιπαθής λόγω του απομονωμένου τρόπου ζωής του.

Ο Σοφοκλής συμμετείχε στα κοινά και μάλιστα τόσο τον αγαπούσαν οι Αθηναίοι που τον εξέλεξαν και στρατηγό, αν και η δραστηριότητα του αυτή περιορίστηκε στο διπλωματικό πεδίο.

Χρημάτισε και ελληνοταμίας της Αθηναϊκής συμμαχίας και τροποποίησε το σύστημα είσπραξης εισφορών. Η μοναδική σελίδα που αμαυρώνει τον πολιτικό του βίο είναι το ότι μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία εκλέχτηκε ως ένας από τους 10 πρόβουλους που έφεραν στην εξουσία την ολιγαρχική βουλή των 400. Με την επαναεπικράτηση των δημοκρατικών, δικάστηκε.

Παρόλη τη στεναχώρια του, στη δίκη με ψυχραιμία και αξιοπρέπεια, δήλωσε ότι τότε δεν υπήρχε κατά την άποψη του τίποτε καλύτερο να πράξει. Οι δικαστές τον αθώωσαν.

Ο Σοφοκλής έφερε πολλές καινοτομίες στο θέατρο. Ανάμεσα στα άλλα, αύξησε τα μέλη του χορού σε 15, για καλύτερη συμμετρία δύο ιμιχόρια των 7, και ο κορυφαίος και εισήγαγε και τρίτο υποκριτή. Από την πρώτη φορά που παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες το 468 π.χ., μόλις σε ηλικία 28 χρόνων, παίρνει το πρώτο βραβείο, με αντίπαλο τον Αισχύλο. Στα επόμενα χρόνια παίρνει 24 πρώτες νίκες.

Για τον Σοφοκλή μιλάει επαινετικά και ο Αριστοφάνης στους Βάτραχους. Ο Φρύνιχος του αφιέρωσε το έργο του Μούσες. Να τονίσουμε πως ο Σοφοκλής, αποδείχτηκε φιλαθηναιότατος, δε θέλησε ποτέ να απομακρυνθεί από τον τόπο του, και στο τελευταίο του έργο, το Οιδίπους επί Κολονώ φρόντισε να καλοτυχίσει για μιαν ακόμα φορά την Αθήνα και να παινέσει την περιοχή όπου γεννήθηκε. Μάλιστα εισήγαγε στην Αθήνα τη λατρεία του Ασκληπιού και ήταν ένας από τους λόγους που τιμήθηκε μετά το θάνατό του σαν ήρωας «Φιλαθηναίος». Ο Σοφοκλής πέθανε σε ηλικία 90 χρονών το 406, έχοντας τιμηθεί εν ζωή και έχοντας πλήρη συναίσθηση της αξίας του έργου του.

Ο τάφος του μάλιστα έγινε προσκύνημα…

Ακολουθούν μερικές φράσεις του που έμειναν στην ιστορία:

Αν ο θάνατος έρχεται πρόωρα, δηλώνω πως αυτό για μένα είναι ένα κέρδος. Όποιος ζει σαν κι εμένα ανάμεσα σε αναρίθμητα δεινά, πώς είναι δυνατόν να μην κερδίζει πεθαίνοντας;

Δεν αρμόζει στον καλό γιατρό να επικαλείται μαγικές δυνάμεις, όταν χρειάζεται χειρουργική επέμβαση για ν’ απαλλαχθεί ο άρρωστος απ’ το κακό.

Δεν μπορεί κανένας να πάρει όρκο για τίποτε και η δεύτερη γνώμη διαψεύδει την πρώτη ιδέα.

Είναι αληθινή η λαϊκή παροιμία ότι τα δώρα των εχθρών δεν είναι ούτε χρήσιμα ούτε ωφέλιμα.

Ένα κράτος, όπου η αυθάδεια και η ελευθερία τού να κάνει κανείς ό,τι θέλει μένουν ατιμώρητα, μπορεί να είναι κανένας σίγουρος γι’ αυτό, ότι μετά από ένα ευτυχισμένο ταξίδι τελειώνει βυθισμένο μέσα στην άβυσσο.

Έρως ανίκατε μάχαν.

Η αλήθεια είναι πάντοτε σωστή.

Η καλύτερη τακτική είναι να χρησιμοποιεί κανείς τη δύναμή του για να κάνει όσο το δυνατόν περισσότερα καλά.

Καθένας και γελά και κλαίει, όπως τα κανονίζει ο Θεός.

Καθετί στον κόσμο, με τη δουλειά αποχτιέται.

Και στις γυναίκες μέσα υπάρχει πολεμική ορμή.

Κανένας δεν αγαπάει τη ζωή τόσο πολύ όσο ο γέρος.

Μην ξεστομίζεις ποτέ έναν υπεροπτικό λόγο ενάντια στους θεούς και μην παραδέχεσαι μια αλαζονική έπαρση, μακάρι να μην υπερτερείς περισσότερο από έναν άλλον με τη δύναμη ή με την υπεροχή του πλούτου, γιατί μια μόνη μέρα καταστρέφει τους ανθρώπους και τους ξανασηκώνει.

Οι θεοί αγαπούν τη μετριότητα στις επιθυμίες και μισούν τη βλαστήμια.

Να λες πάντα την αλήθεια, γιατί είναι ατιμωτικό για τον ελεύθερο άνθρωπο να θεωρείται ψεύτης.

Ο ανόητος έχει αδελφό τον αδύναμο.

Ο θάνατος τότε μόνο είναι το μεγαλύτερο κακό, όταν τον παρακαλούμε να έρθει κι αυτός δεν εισακούει τις προσκλήσεις μας.

Ο Θεός είναι η αλήθεια και το φως η σκιά του.

Ο θυμός δεν έχει άλλα γηρατειά εκτός από το θάνατο, ο πεθαμένος δεν έχει πια κανένα αίσθημα.

Όποιος κυβερνήτης πλοίου παρατεντώνει τα πανιά και δεν λασκάρει καθόλου, ανατρέπει το καράβι.

Ούτε ο ισχυρότερος θνητός δεν μπορεί να αποφύγει την τιμωρία των θεών.

Πάλι γίνεται παιδί ο άνθρωπος που γερνάει.

Ποιος καλός άνθρωπος δεν είναι φίλος του εαυτού του;

Πολλοί γενούν το δέος, το μέγα δέος ο άνθρωπος γεννά.

Πρέπει να συγκρατούμε το θυμό μας απέναντι σ’ εκείνους που έσφαλαν χωρίς να το θέλουν από λαθεμένη κρίση.

Σ’ όλους τους ανθρώπους το λάθος είναι συνηθισμένο πράγμα. Όποιος κάνει λάθος δεν είναι ούτε αξιοκατάκριτος ούτε ασυγχώρητος, αν ύστερα απ’ το λάθος του δεν κάθεται με σταυρωμένα χέρια, αλλά προσπαθεί να το διορθώσει, όσο είναι δυνατό.

Στην ανάγκη ούτε ο Θεός του πολέμου, Άρης, δεν μπορεί ν’ αντισταθεί.

Στις γυναίκες η σιωπή φέρνει κοσμιότητα.

Στον κακό άνθρωπο η αρχική ζωτικότητα του πνεύματος δεν διατηρείται για πολύ, αλλά με τον καιρό μεταβάλλεται.

Συμβαίνει πάντα το ίδιο πράγμα, κάθε άνθρωπος δεν σκέφτεται παρά τον εαυτό του.

Τι πιο ωραίο υπάρχει απ’ το να χαμογελάς στους εχθρούς σου;

Το δώρο φέρνει δώρο.

Το να αμαρτάνουν είναι κοινό σ’ όλους τους ανθρώπους.

Το παραμικρό μπορεί να φέρει το τέλος των γερόντων.

Το ψέμα ποτέ δεν ζει για να γεράσει.

Υπάρχει καλύτερο κόσμημα για το παιδί από τη δόξα του πατέρα του και για τον πατέρα από τη δόξα του γιου του;

Χωρίς κόπους κανένας δεν μπορεί να ευτυχίσει.

Τίποτε πιο κακό από το χρήμα δεν έχει φανεί μεταξύ των ανθρώπων . Καταστρέφει ψυχές και πολιτείες, απομακρύνει τους ανθρώπους από τα σπίτια τους στην τυχοδιωκτική ζωή, δελεάζει και διαφθείρει τους τίμιους και τους σπρώχνει σε πρόστυχες πράξεις. Το χρήμα δίδαξε στους ανθρώπους το δόλο και την ασέβεια.

Όσα προσδοκούσαν από τη ζωή τους, ήταν ακριβώς όλα εκείνα που τόσο αψήφιστα προσπέρασαν

Οι σκηνές της ζωής μας μοιάζουν με τις αναπαραστάσεις ενός μωσαϊκού` από κοντά δεν διακρίνονται καλά και πρέπει να τις εξετάσει κανείς από απόσταση για να αναδειχθεί η ομορφιά τους. Γι’ αυτό και ανακαλύπτουμε πόσο μάταιη ήταν η επιθυμία μας όταν πια την έχουμε εκπληρώσει` ή, παρόλο που περνάμε τη ζωή μας προσβλέποντας σε κάτι καλύτερο, συχνά αναπολούμε ταυτόχρονα μετά λύπης το παρελθόν. 

Από την άλλη, αντιμετωπίζουμε το παρόν σαν κάτι προσωρινό, χρήσιμο μόνο ως μέσο για να φτάσουμε στον στόχο μας. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι, αναλογιζόμενοι το παρελθόν, συνειδητοποιούν πως δεν έζησαν παρά με την αίσθηση του προσωρινού, και εκπλήσσονται όταν διαπιστώνουν πως η ζωή τους, και όσα προσδοκούσαν από τη ζωή τους, ήταν ακριβώς όλα εκείνα που τόσο αψήφιστα προσπέρασαν χωρίς να απολαύσουν.

Η ζωή παρουσιάζεται αρχικά ως μια αποστολή: η αποστολή να μπορεί κανείς να συντηρήσει τη ζωή του, de gagner sa vie (να κερδίσει τα προς το ζην). Εκπληρώνοντας κανείς τον συγκεκριμένο στόχο, αυτό που αποκομίζει είναι η αίσθηση ενός βάρους` και τότε εμφανίζεται ένας δεύτερος στόχος για τον άνθρωπο: να κάνει κάτι προκειμένου να διώξει την πλήξη που καραδοκεί σαν αρπακτικό δίπλα από κάθε ασφαλή ζωή. Επομένως, ο πρώτος στόχος είναι να κερδίσει κανείς κάτι, και ο δεύτερος να απαλλαγεί από την επίγνωση όσων έχει κερδίσει, για να αποφύγει να του γίνουν βάρος.

Το γεγονός ότι η ανθρώπινη ζωή είναι ένα λάθος αποδεικνύεται επαρκώς από την απλή διαπίστωση πως ο άνθρωπος αποτελεί ένα συνονθύλευμα δύσκολα ικανοποιούμενων αναγκών` ότι η ικανοποίησή τους δεν επιφέρει τίποτε πέρα από μια ανώδυνη κατάσταση που τον παραδίδει στην πλήξη` και ότι η πλήξη – που δεν είναι τίποτε άλλο από το αίσθημα του κενού της ύπαρξης – αποτελεί άμεση απόδειξη πως η ύπαρξη καθεαυτή δεν έχει καμία αξία.

ΔΗΜΟΚΡΙΤΟΣ: Η ιατρική θεραπεύει τις ασθένειες του σώματος, η σοφία εξαλείφει τις ασθένειες της ψυχής

Από τους πρώτους φιλοσόφους της «ατομικής θεωρίας», μαζί με τον δάσκαλό του τον Λεύκιππο, λέγεται ότι ο Δημόκριτος έζησε ως εκατόν εννιά χρονών κι ότι είχε έναν χαρακτήρα εκκεντρικό.

Αφοσιώθηκε κυρίως στην προσπάθειά του να καταλάβει τι δομεί την ύλη, ωστόσο έχουν διασωθεί και δικές του αξιόλογες απόψεις για την τέχνη του ζην, όπως η ακόλουθη: 

Όποιος επιζητεί την ηρεμία του πνεύματος οφείλει να ασχολείται με ελάχιστα θέματα, τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και ως πολίτης- δεν πρέπει να καταπιάνεται με τίποτα που υπερβαίνει τις δυνάμεις του και τη φύση του- πρέπει να παραμένει σε επαγρύπνηση με σκοπό να αγνοεί τη μοίρα, ακόμα κι όταν του είναι εχθρική και φαίνεται να τον παρασύρει χωρίς αντίσταση· τέλος, δεν πρέπει να δένεται παρά με ό,τι δεν υπερβαίνει τις δυνάμεις του- το φορτίο που σηκώνουν οι πλάτες μας είναι καλύτερα να μην είναι πολύ βαρύ, ώστε να μεταφέρεται εύκολα.

Αυτό που προτείνει ο Δημόκριτος βρίσκεται στη γραμμή της σημερινής «ενσυνειδητότητας», της τεχνικής να επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μία μόνο δραστηριότητα ώστε να ρέουμε μαζί της και να πετυχαίνουμε το εξαιρετικό. Αντί να διασκορπίζουμε την προσοχή μας προς όλες τις κατευθύνσεις, ασχολούμαστε μόνο με ένα πράγμα και το κάνουμε καλά. Για παράδειγμα, ζούμε.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία

Το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία, δεν διατηρούνται με καχυποψία και ξοδεύονται χωρίς μετάνοια.

ΕΠΤΑ ΣΟΦΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ

Μου φαίνεται, Αίσωπε, πως θεωρείς οίκο τούτα εδώ τα στέγαστρα από λάσπη, ξύλο και κεραμίδια, σαν να θεωρούσες σαλιγκάρι το καύκαλο κι όχι το ζωντανό πλάσμα. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, να σου δώσει αφορμή για γέλιο ο Σόλων που, όταν είδε το σπίτι του Κροίσου με τα στολίδια και την πολυτέλειά του, δεν δήλωσε αμέσως ότι ο ιδιοκτήτης ζούσε εκεί ευτυχισμένη και μακάρια ζωή, επειδή ήθελε να δει το αγαθό μέσα στον ίδιο περισσότερο παρά στα όσα τον περιέβαλλαν. Είναι φανερό όμως πως δεν θυμάσαι καν την αλεπού σου. Εκείνη, που συναγωνιζόταν με τη λεοπάρδαλη για το ποια από τις δύο έχει τις περισσότερες αποχρώσεις, ζήτησε από τον δικαστή να κοιτάξει μέσα της, διότι εκεί φαινόταν πως έχει περισσότερες αποχρώσεις.

“Αυτή λοιπόν”, είπε, “είναι η απάντησή μου στον Αίσωπο και η συνεισφορά μου στην απαίτηση του Διοκλή. Από τους άλλους ο καθένας έχει το δικαίωμα να αποκαλύψει τη δική του άποψη”.

Τότε ο Σόλων είπε πως κατά τη γνώμη του το καλύτερο σπιτικό είναι εκείνο όπου τα χρήματα δεν αποκτώνται με αδικία, δεν διατηρούνται με καχυποψία και ξοδεύονται χωρίς μετάνοια.

Ο Βίας είπε πως είναι το σπιτικό εκείνο, μέσα στο οποίο ο αφέντης φέρεται από μόνος του όπως φέρεται έξω λόγω του νόμου.

Ο Θαλής είπε πως είναι το σπιτικό εκείνο, στο οποίο ο αφέντης μπορεί να έχει μεγαλύτερη ξεκούραση.

Ο Κλεόβουλος είπε πως αν ο αφέντης έχει περισσότερους εκεί μέσα που τον αγαπούν απ’ όσους τον φοβούνται.

Ο Πιττακός είπε πως το καλύτερο σπίτι είναι εκείνο που δεν χρειάζεται τίποτα περιττό και δεν του λείπει τίποτα απαραίτητο.

Ο Χίλων είπε ότι το σπιτικό πρέπει να μοιάζει με βασιλευομένη πόλη. Έπειτα πρόσθεσε ότι ο Λυκούργος είπε στον άντρα που τον παρότρυνε να εγκαθιδρύσει δημοκρατία στην πόλη: “Εγκαθίδρυσε πρώτα στο σπίτι σου δημοκρατία”.

MOLIERE: Η εκδήλωση ψεύτικων αντιδράσεων οικειότητας είναι ειδικότητα της πόρνης, όχι του τίμιου ανθρώπου

Τον Ιούνιο του 1666 ο Μολιέρος εξέδωσε την κωμωδία Ο Μισάνθρωπος (Le Misanthrope), μία σάτιρα σχετικά με την υποκριτική ευγένεια και την ανέντιμη κολακεία στην βασιλική αυλή αλλά και στα σαλόνια του Παρισιού. Η ασυνήθιστα έντονα αυτοβιογραφικά αποτυπωμένη φιγούρα του Αλσέστ, του πρωταγωνιστή του Μισάνθρωπου, αντικατοπτρίζει την απέχθεια του Μολιέρου και την μη θέληση του να ενταχθεί στη ζωή της βασιλικής αυλής, όπου κυριαρχούσε το ψεύδος, η υποκρισία, οι ίντριγκες και η κολακεία.

Ο Μολιέρος με τον Μισάνθρωπο δεν σκιαγραφεί μόνο μια κοινωνία κι ένα σύστημα ασκώντας κριτική, αλλά κι έναν ανθρώπινο χαρακτήρα διαχρονικό που αντιτάσσεται στη διάβρωση, τη χυδαιότητα, την υποκρισία, τα ύποπτα συμφέροντα και τον αμοραλισμό. Ασυμβίβαστος επιτίθεται προς όλους και προς όλα έως τη στιγμή που αναγκάζεται να αποχωρήσει από την κοινωνία αυτή για να μπορέσει “να ζήσει ως τίμιος άνθρωπος”.

ΑΛΣΕΣΤ: «Δεν ξέρω τι μυαλά κουβαλάτε εσύ κι άλλοι που κάνετε τους μοντέρνους, πάντως εγώ τις σιχαίνομαι αυτές τις δήθεν κοινωνικότητες. Γιατί να ξεγοφιάζεσαι στις υποκλίσεις, γιατί να στεγνώνει η γλώσσα σου από τα ψεύτικα λόγια και γιατί να ορκίζεσαι φιλίες με τον ίδιο τρόπο και στους άξιους και τους γελοίους; Τι σας πιάνει όλους εσάς τους μοντέρνους; Γιατί ξοδεύετε λέξεις και συναισθήματα με την ίδια ευκολία στον έντιμο και τον απατεώνα; Η εκδήλωση ψεύτικων αντιδράσεων οικειότητας είναι ειδικότητα της πόρνης, όχι του τίμιου ανθρώπου. Οι αντιδράσεις μας στους άλλους πρέπει να έχουν διαβαθμίσεις: αν δείχνουμε ότι τους εκτιμάμε όλους, είναι σίγουρο πως δεν εκτιμάμε κανέναν. Εσύ τι να πω! Τώρα τελευταία τους αντιμετωπίζεις όλους με τόση διαστροφική κοινωνικότητα, που μου απαγορεύεις να σε θεωρώ και δικό μου φίλο. Εγώ καταδικάζω όποιον θέλει να γίνει αρεστός σε όλους και τους φέρεται με τον ίδιο ευγενικό τρόπο, γιατί θέλω να με ξεχωρίζουν και να μ΄ επιλέγουν γι΄ αυτό που είμαι.»

Ζεν

Γύρω στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα, η ινδική σκέψη, με τη μορφή του Βουδισμού, ήρθε σ’ επαφή με το κινεζικό πνεύμα. Η πραγματιστική όψη της κινεζικής νοοτροπίας ανταποκρίθηκε στο μήνυμα του Βουδισμού, απομονώνοντας απ’ αυτόν μόνο τα πρακτικά του διδάγματα και συστηματοποιώντας τα σ’ ένα ιδιαίτερο είδος πνευματικής ιδεολογίας, που πήρε το όνομα Τσαν. Συνήθως, η λέξη αυτή μεταφράζεται σαν «διαλογισμός». Γύρω στο 1200 μ.Χ. η φιλοσοφία Τσαν μεταφέρθηκε στην Ιαπωνία, και συνέχισε ν’ αναπτύσσεται μέχρι τις μέρες μας με το όνομα Ζεν.

Έτσι το Ζεν αποτελεί ένα μοναδικό μίγμα φιλοσοφικών ιδεών και ιδιαίτερων χαρακτηριστικών νοοτροπιών, που προέρχονται από τρείς διαφορετικούς πολιτισμούς. Πρόκειται για ένα τρόπο ζωής τυπικά ιαπωνικό, που δεν παύει να διατηρεί μέσα του το μυστικισμό της Ινδίας, την αγάπη του Ταοϊσμού για τη φύση, και την πραγματιστική σκέψη του Κομφουκιανισμού.

Παρά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όμως, το Ζεν παραμένει στην ουσία του βουδιστικό, εφόσον στόχος του είναι αυτός που καθόρισε ο Βούδας, μ’ άλλα λόγια η «φώτιση», που στην ορολογία του Ζεν ονομάζεται σατόρι. Η μοναδικότητα του Ζεν έγκειται στο γεγονός πως συγκεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά στη «φώτιση» και δεν ασχολείται με άλλα επιμέρους θέματα και ερμηνείες … Το Ζεν δεν έχει ούτε διδασκαλία, ούτε φιλοσοφία. Δεν διαθέτει «πιστεύω» ούτε δόγματα. Υποστηρίζει πως ο γνήσιος πνευματικός του χαρακτήρας θεμελιώνεται ακριβώς στην απόλυτη ελευθερία του νου. Να μια τετράστιχη περιγραφή του Ζεν:

-Ιδιαίτερος τρόπος μετάδοσης, χωρίς κείμενα.
-Χωρίς καμία βάση πάνω στις λέξεις και τα γράμματα.
-Άμεση μετάδοση κατευθείαν στον ανθρώπινο νου.
-Πίστη για την ικανότητα του καθενός να γίνει Βούδας.

Το ιδανικό του Ζεν είναι να ζει κανείς τη ζωή του αυθόρμητα και φυσικά. Όταν ζήτησαν κάποτε από τον Πο Τσανγκ να καθορίσει το Ζεν, εκείνος απάντησε: «Να τρως όταν πεινάς και να κοιμάσαι όταν είσαι κουρασμένος». Όπως όλα στο Ζεν, έτσι και το νόημα της παραπάνω φράσης μοιάζει εύκολο, ενώ στην πραγματικότητα είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Το ν’ αποκτήσει κανείς την αρχική του παιδική φυσικότητα απαιτεί ιδιαίτερη εξάσκηση, και το αποτέλεσμα θεωρείται σαν ένας μεγάλος πνευματικός θρίαμβος. Ένας περίφημος αφορισμός του Ζεν λέει:

Πριν μελετήσεις το Ζεν, τα βουνά είναι βουνά και τα ποτάμια
ποτάμια. Όταν αρχίζεις να μελετάς το Ζεν, τα βουνά δεν είναι
πια βουνά, κι ούτε τα ποτάμια ποτάμια. Αλλά όταν
αποκτήσεις τη φώτιση, τα βουνά ξαναγίνονται βουνά και
τα ποτάμια ποτάμια.


Στη σύγχρονη Ιαπωνία υπάρχουν δύο κύριες σχολές του Ζεν. Οι διαφορές τους βρίσκονται μόνο στη μέθοδο διδασκαλίας και οι δύο σχολές δίνουν μεγάλη σημασία στο ζαζέν, τον καθιστό διαλογισμό. Η σωστή στάση κι η σωστή αναπνοή είναι τα δύο βασικά στοιχεία της διαλογιστικής αυτής μορφής, που πρέπει να μάθει από την αρχή κάθε σπουδαστής του Ζεν.

Η άποψη του Ζεν πως η «φώτιση» εκδηλώνεται από μόνη της μέσα στην καθημερινή ζωή είχε σαν αποτέλεσμα να επηρεάσει έντονα κάθε εκδήλωση του παραδοσιακού τρόπου ζωής της Ιαπωνίας. Και η επίδραση αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο της τέχνης, στην ζωγραφική, την καλλιγραφία, του σχεδιασμού των κήπων κ.τ.λ., αλλά επεκτείνεται στις τελετουργικές δραστηριότητες, όπως το σερβίρισμα του τσαγιού και η τακτοποίηση των λουλουδιών σ’ ένα βάζο, για να καταλήξει στις πολεμικές τέχνες, όπως η τοξοβολία, η ξιφασκία και το τζούντο. Κάθε μία από τις παραπάνω δραστηριότητες ονομάζεται Ντο, που είναι η ιαπωνική μετάφραση του Τάο και αναγνωρίζεται σαν ένας από τους πολλούς «δρόμους» που οδηγούν στη φώτιση. Όλες αυτές οι τέχνες είναι εκφράσεις του αυθορμητισμού, της απλότητας και της καθολικής συμμετοχής του νου στη δεδομένη πράξη, που προσδιορίζουν ταυτόχρονα τον τρόπο ζωής του Ζεν. Όλες τους απαιτούν μια τεχνική τελειότητα, αλλά η αυτοπραγμάτωση έρχεται όταν η τεχνική παύει να είναι συνειδητή και ολοκληρώνεται αυθόρμητα, υπακούοντας στις ορμές του ασυνειδήτου, σαν «μια τέχνη δίχως τέχνη».

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.12.1-4.13.2)

[4.12.1] Ταῦτα δὴ καὶ τοιαῦτα εἰπόντα Καλλισθένην ἀνιᾶσαι μὲν μεγαλωστὶ Ἀλέξανδρον, Μακεδόσι δὲ πρὸς θυμοῦ εἰπεῖν. καὶ τοῦτο γνόντα Ἀλέξανδρον πέμψαντα κωλῦσαι [Μακεδόνας] μεμνῆσθαι ἔτι τῆς προσκυνήσεως. [4.12.2] ἀλλὰ σιγῆς γὰρ γενομένης ἐπὶ τοῖς λόγοις ἀναστάντας Περσῶν τοὺς πρεσβυτάτους ἐφεξῆς προσκυνεῖν. Λεοννάτον δέ, ἕνα τῶν ἑταίρων, ἐπειδή τις ἐδόκει τῶν Περσῶν αὐτῷ οὐκ ἐν κόσμῳ προσκυνῆσαι, τὸν δὲ ἐπιγελάσαι τῷ σχήματι τοῦ Περσοῦ ὡς ταπεινῷ· καὶ τούτῳ χαλεπήναντα τότε Ἀλέξανδρον ξυναλλαγῆναι αὖθις. [4.12.3] ἀναγέγραπται δὲ δὴ καὶ τοῖόσδε λόγος. προπίνειν φιάλην χρυσῆν ἐν κύκλῳ Ἀλέξανδρον πρώτοις μὲν τούτοις πρὸς οὕστινας ξυνέκειτο αὐτῷ τὰ τῆς προσκυνήσεως, τὸν δὲ πρῶτον ἐκπιόντα τὴν φιάλην προσκυνῆσαί τε ἀναστάντα καὶ φιληθῆναι πρὸς αὐτοῦ, καὶ τοῦτο ἐφεξῆς διὰ πάντων χωρῆσαι. [4.12.4] ὡς δὲ ἐς Καλλισθένην ἧκεν ἡ πρόποσις, ἀναστῆναι μὲν Καλλισθένην καὶ ἐκπιεῖν τὴν φιάλην, καὶ προσελθόντα ἐθέλειν φιλῆσαι οὐ προσκυνήσαντα. τὸν δὲ τυχεῖν μὲν τότε διαλεγόμενον Ἡφαιστίωνι· οὔκουν προσέχειν τὸν νοῦν, εἰ καὶ τὰ τῆς προσκυνήσεως ἐπιτελῆ τῷ Καλλισθένει ἐγένετο. [4.12.5] ἀλλὰ Δημήτριον γὰρ τὸν Πυθώνακτος, ἕνα τῶν ἑταίρων, ὡς προσῄει αὐτῷ ὁ Καλλισθένης φιλήσων, φάναι ὅτι οὐ προσκυνήσας πρόσεισιν. καὶ τὸν Ἀλέξανδρον οὐ παρασχεῖν φιλῆσαι ἑαυτόν· τὸν δὲ Καλλισθένην, φιλήματι, φάναι, ἔλαττον ἔχων ἄπειμι.
[4.12.6] Καὶ τούτων ἐγὼ, ὅσα ἐς ὕβριν τε τὴν Ἀλεξάνδρου τὴν ἐν τῷ παραυτίκα καὶ ἐς σκαιότητα τὴν Καλλισθένους φέροντα, οὐδὲν οὐδαμῇ ἐπαινῶ, ἀλλὰ τὸ καθ᾽ αὑτὸν γὰρ κοσμίως τίθεσθαι ἐξαρκεῖν φημί, αὔξοντα ὡς ἀνυστὸν τὰ βασιλέως πράγματα ὅτῳ τις ξυνεῖναι οὐκ ἀπηξίωσεν. [4.12.7] οὔκουν ἀπεικότως δι᾽ ἀπεχθείας γενέσθαι Ἀλεξάνδρῳ Καλλισθένην τίθεμαι ἐπὶ τῇ ἀκαίρῳ τε παρρησίᾳ καὶ ὑπερόγκῳ ἀβελτερίᾳ. ἐφ᾽ ὅτῳ τεκμαίρομαι μὴ χαλεπῶς πιστευθῆναι τοὺς κατειπόντας Καλλισθένους, ὅτι μετέσχε τῆς ἐπιβουλῆς τῆς γενομένης Ἀλεξάνδρῳ ἐκ τῶν παίδων, τοὺς δέ, ὅτι καὶ ἐπῆρεν αὐτὸς ἐς τὸ ἐπιβουλεῦσαι. ξυνέβη δὲ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς ὧδε.
[4.13.1] Ἐκ Φιλίππου ἦν ἤδη καθεστηκὸς τῶν ἐν τέλει Μακεδόνων τοὺς παῖδας ὅσοι ἐς ἡλικίαν ἐμειρακιεύοντο καταλέγεσθαι ἐς θεραπείαν τοῦ βασιλέως, τά τε περὶ τὴν ἄλλην δίαιταν τοῦ σώματος διακονεῖσθαι βασιλεῖ καὶ κοιμώμενον φυλάσσειν τούτοις ἐπετέτραπτο. καὶ ὁπότε ἐξελαύνοι βασιλεύς, τοὺς ἵππους παρὰ τῶν ἱπποκόμων δεχόμενοι ἐκεῖνοι προσῆγον καὶ ἀνέβαλλον οὗτοι βασιλέα τὸν Περσικὸν τρόπον καὶ τῆς ἐπὶ θήρᾳ φιλοτιμίας βασιλεῖ κοινωνοὶ ἦσαν. [4.13.2] τούτων καὶ Ἑρμόλαος ἦν, Σωπόλιδος μὲν παῖς, φιλοσοφίᾳ δὲ ἐδόκει προσέχειν τὸν νοῦν καὶ Καλλισθένην θεραπεύειν ἐπὶ τῷδε. ὑπὲρ τούτου λόγος κατέχει, ὅτι ἐν θήρᾳ προσφερομένου Ἀλεξάνδρῳ συὸς ἔφθη βαλὼν τὸν σῦν ὁ Ἑρμόλαος· καὶ ὁ μὲν σῦς πίπτει βληθείς, Ἀλέξανδρος δὲ τοῦ καιροῦ ὑστερήσας ἐχαλέπηνε τῷ Ἑρμολάῳ καὶ κελεύει αὐτὸν πρὸς ὀργὴν πληγὰς λαβεῖν ὁρώντων τῶν ἄλλων παίδων, καὶ τὸν ἵππον αὐτοῦ ἀφείλετο.

***
[4.12.1] Όταν, λοιπόν, ο Καλλισθένης είπε αυτά και άλλα παρόμοια, στενοχώρησε υπερβολικά τον Αλέξανδρο, ευχαρίστησε όμως τους Μακεδόνες. Επειδή το κατάλαβε ο Αλέξανδρος, έστειλε ανθρώπους να πουν [στους Μακεδόνες] να μη σκέπτονται πλέον την προσκύνηση. [4.12.2] Όταν όμως μετά τους λόγους επικράτησε σιωπή, σηκώθηκαν οι πιο ηλικιωμένοι Πέρσες και ο ένας μετά τον άλλο προσκύνησαν τον Αλέξανδρο. Αλλά ο Λεοννάτος, ένας από τους εταίρους, επειδή νόμισε ότι κάποιος Πέρσης δεν προσκύνησε όπως έπρεπε, γέλασε για τον δουλικό του τρόπο. [4.12.3] Αν και οργίσθηκε τότε ο Αλέξανδρος, συμφιλιώθηκε όμως πάλι μαζί του. Έχει μάλιστα αναγραφεί η ακόλουθη ιστορία. Ο Αλέξανδρος έκανε πρόποση και έδωσε το χρυσό κύπελλο πρώτα σε αυτούς που είχαν συμφωνήσει μαζί του για την προσκύνηση ώστε με κυκλική σειρά να συνεχίσουν. [4.12.4] Ο πρώτος, αφού ήπιε από το ποτήρι, σηκώθηκε, προσκύνησε και δέχθηκε φίλημα από τον Αλέξανδρο και το ίδιο έγινε με όλους διαδοχικά. Όταν όμως ήρθε η σειρά για την πρόποση του Καλλισθένη, σηκώθηκε ο Καλλισθένης, ήπιε από το ποτήρι και αφού πλησίασε τον Αλέξανδρο, ήθελε να τον φιλήσει χωρίς να τον έχει προσκυνήσει. Ο Αλέξανδρος την στιγμή εκείνη έτυχε να συνομιλεί με τον Ηφαιστίωνα και δεν πρόσεξε αν ο Καλλισθένης έκανε κανονικά την προσκύνηση. Αλλά ο Δημήτριος, ο γιος του Πυθώνακτα, ένας από τους εταίρους, [4.12.5] είπε στον Αλέξανδρο καθώς τον πλησίαζε ο Καλλισθένης για να τον φιλήσει, ότι πλησιάζει χωρίς να προσκυνήσει και ο Αλέξανδρος δεν επέτρεψε να τον φιλήσει. Τότε ο Καλλισθένης είπε: «φεύγω και μου λείπει ένα φίλημα».
[4.12.6] Εγώ δεν εγκρίνω με κανένα τρόπο όσα από αυτά αναφέρονται στην τότε αλαζονική συμπεριφορά του Αλεξάνδρου και στην αδεξιότητα του Καλλισθένη, αλλά λέγω ότι είναι αρκετό να κρατά αξιοπρεπή για έναν άνδρα στάση, όσο εξαρτάται από αυτόν, εξυψώνοντας όσο είναι δυνατό τις πράξεις του βασιλιά μιας και δέχθηκε να βρίσκεται μαζί του. [4.12.7] Νομίζω, λοιπόν ότι δεν ήταν παράλογη η εχθρότητα του Αλεξάνδρου προς τον Καλλισθένη για την άκαιρη ελευθεροστομία και την υπεροπτική ανοησία του. Γι᾽ αυτό συμπεραίνω ότι έγιναν πιστευτοί χωρίς δυσκολία όσοι κατήγγειλαν ότι ο Καλλισθένης έλαβε μέρος στη συνωμοσία που οργανώθηκε κατά του Αλεξάνδρου από τους βασιλικούς παίδες, ενώ άλλοι τον κατηγόρησαν ότι και ο ίδιος τους παρακίνησε στη συνωμοσία. Η συνωμοσία αυτή έγινε ως εξής:
[4.13.1] Από την εποχή ακόμη του Φιλίππου είχε καθιερωθεί η συνήθεια να κατατάσσονται στην υπηρεσία του βασιλιά όσα παιδιά των αξιωματούχων Μακεδόνων είχαν φθάσει στην ηλικία του εφήβου. Είχε ανατεθεί σε αυτούς να υπηρετούν τον βασιλιά και στις διάφορες άλλες καθημερινές του ανάγκες και να τον φυλάγουν, όταν κοιμόταν. Όποτε σκόπευε να βγει έφιππος ο βασιλιάς, οι βασιλικοί παίδες έπαιρναν από τους ιπποκόμους τα άλογα και τα οδηγούσαν στον βασιλιά, τον οποίο βοηθούσαν και να ιππεύει κατά τον περσικό τρόπο. Ήταν επίσης οι σύντροφοι του βασιλιά στην κυνηγετική άμιλλα. [4.13.2] Ένας από αυτούς, ο Ερμόλαος, ο γιος του Σωπόλιδος, έδειχνε ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία και για τον λόγο αυτό σεβόταν τον Καλλισθένη. Για τον Ερμόλαο υπάρχει η παράδοση ότι σε ένα κυνήγι πρόλαβε να χτυπήσει έναν αγριόχοιρο που εφορμούσε κατά του Αλεξάνδρου. Ο αγριόχοιρος έπεσε χτυπημένος, αλλά ο Αλέξανδρος, επειδή ο ίδιος δεν πρόλαβε, οργίσθηκε με τον Ερμόλαο και διέταξε πάνω στην οργή του να τον μαστιγώσουν μπροστά στα άλλα παιδιά και αφαίρεσε το άλογο από τον Ερμόλαο.