Τα χρυσά μήλα της Ιντούνα.
Τα παιδιά του Οντίν:
Κάποτε υπήρχε ένας άλλος Ήλιος και μια άλλη
Σελήνη, ένας διαφορετικός Ήλιος και μια διαφορετική Σελήνη από αυτά που
γνωρίζουμε τώρα. Sol ήταν το όνομα εκείνου του Ήλιου και Mani το όνομα εκείνης
της Σελήνης. Όμως πάντα πίσω από τη Sol και το Mani προχωρούσαν λύκοι, ένας
λύκος πίσω απο τον καθένα. Τελικά οι λύκοι ορμήσαν πάνω τους και καταβρόχθησαν
τη Sol και το Mani. Και από τότε ο κόσμος έγινε σκοτεινός και ψυχρός.
Σε εκείνες τις μέρες έζησαν οι Θεοί, Οντίν και Θωρ, Hodur και
Baldur, Tyr και Heimdall, Vidar και Vali, όπως και ο Λόκι, ο πράτων του καλού
και ο πράτων του κακού. Και οι όμορφες Θεές έζησαν τότε, η Frigga, η Freya, η
Nanna, η Iduna, και η Sif. Όμως τις ημέρες που εξοντώθηκαν ο Ήλιος και η Σελήνη,
εξοντώθηκαν και οι Θεοί επίσης – όλοι οι Θεοί εκτός από τον Baldur που είχε
πεθάνει πριν από εκείνη την εποχή, τον Vidar και τον Vali, τους γιούς του Οντίν,
και τον Modi και Magni, τους γιούς του Θωρ.
Εκείνες τις ημέρες, επίσης, υπήρχαν άντρες και γυναίκες στον
κόσμο. Όμως πριν καταβροχθιστούν ο Ήλιος και η Σελήνη και πριν καταστραφούν οι
Θεοί, συνέβαιναν τρομερά πράγματα στον κόσμο. Το χιόνι έπεφτε στις τέσσερις
γωνίες της γης και συνέχιζε να πέφτει για τρεις εποχές. Οι άνεμοι λυσομανούσαν
και οι άνθρωποι του κόσμου που ζούσαν στη μοχθηρία του χιονιού, του κρύου και
των ανέμων μάχονταν μεταξύ τους, ο αδερφός σκότωνε τον αδερφό, μέχρι που όλοι οι
άνθρωποι καταστράφηκαν.
Επίσης υπήρχε μια άλλη γη εκείνη την εποχή, μια γη πράσινη
και όμορφη. Όμως οι καταστρεπτικοί άνεμοι λυσομανούσαν ισοπεδώνοντας δάση,
λόφους και κατοικίες. Στη συνέχεα ήρθε η φωτιά και έκαψε τη γη. Και η εποχή που
συνέβαιναν όλα αυτά ονομάστηκε Ράγκναρόκ, το Λυκόφως των Θεών.
Τότε ένας νέος Ήλιος και μια νέα Σελήνη εμφανίστηκαν και
ταξίδευαν ανάμεσα στους ουρανούς, ήταν περισσότερο αγαπητοί από τη Sol και το
Mani, και δεν τους καταδίωκαν λύκοι. Η γη έγινε πράσινη και όμορφη ξανά, και στα
βαθιά δάση που δεν έκαψε η φωτιά, μια γυναίκα και ένας άντρας συνήλθαν. Είχαν
κρυφτεί εκεί από τον Οντίν και παρέμειναν σε λήθαργο κατά τη διάρκεια του
Ράγκναροκ, του Λυκόφωτος των Θεών.
Το όνομα της γυναίκας ήταν Lif και το όνομα του άντρα
Lifthrasir. Διέσχιζαν τον κόσμο και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών
τους δημιούργησαν ανθρώπους για τη νέα γη. Από τους θεούς που είχαν απομείνει
ήταν ο Vidar και ο Vali γιοί του Οντίν, ο Modi και ο Magni γιοί του Θωρ. Στη νέα
γη ο Vidar και ο Vali βρήκαν πλάκες, με επιγραφές που είχαν γράψει παλιότεροι
Θεοί και τις άφησαν για αυτούς, επιγραφές που εξιστορούσαν όσα είχαν γίνει πριν
το Ράγκναροκ, το Λυκόφως των Θεών.
Και οι άνθρωποι που έζησαν μετά το Ράγκναροκ, το Λυκόφως των
Θεών, δεν ταλαιπωρήθηκαν, όπως είχαν ταλαιπωρηθεί τις παλιότερες ημέρες, από τα
τρομερά πράγματα που έφεραν την καταστροφή στον κόσμο και στους ανθρώπους, και
που η αρχή ξεκίνησε από τους Θεούς.
Τα παιδιά του Οντίν: Η κατασκευή του
τείχους. Πάντοτε υπήρχαν πόλεμοι μεταξύ των Γιγάντων και των Θεών.
Μεταξύ των Γιγάντων που ήθελαν να καταστρέψουν τον κόσμο και την γενιά των
ανθρώπων και των Θεών που ήθελαν να προστατέψουν τη γενιά των ανθρώπων και να
κάνουν τον κόσμο ομορφότερο. Μπορούν να ειπωθούν πολλές ιστορίες για τους Θεούς,
όμως αυτή που πρέπει να πούμε πρώτη αφορά την κατασκευή της Πόλης τους.
Οι Θεοί μεταφέρθηκαν στην κορυφή ενός ψηλού βουνού και εκεί
αποφάσισαν να χτίσουν μια θαυμαστή Πόλη για τους εαυτούς τους, ώστε οι Γίγαντες
να μη μπορέσουν ποτέ να την γκρεμίσουν. Η Πόλη θα ονομαζόταν «Άσγκαρντ» που
σημαίνει η Κατοικία των Θεών. Θα την έχτιζαν σε ένα όμορφο οροπέδιο που
βρισκόταν στην κορυφή αυτού του ψηλού βουνού. Και ήθελαν να κατασκευάσουν γύρω
από την Πόλη το ψηλότερο και ανθεκτικότερο τείχος που είχε χτιστεί ποτέ.
Ενώ άρχισαν να χτίζουν τα κάστρα και τα παλάτια τους, ένα
παράξενο πλάσμα εμφανίστηκε. Ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, πήγε και του μίλησε.
«Τι θέλεις στο Βουνό των Θεών;» ρώτησε τον Άγνωστο.
«Ξέρω τι σχεδιάζουν οι Θεοί» αποκρίθηκε ο Άγνωστος. «Θα
χτίσουν μια Πόλη εδώ. Δε μπορώ να χτίσω παλάτια, αλλά μπορώ να χτίσω εκπληκτικά
τείχη που δε θα γκρεμιστούν ποτέ. Αφήστε με να χτίσω ένα τείχος γύρω απο την
Πόλη σας.»
«Πόσο καιρό θα χρειαστείς για να χτίσεις ένα τείχος που θα
κυκλώσει την Πόλη μας; είπε ο Πατέρας των Θεών.
«Ένα χρόνο, Οντίν» απάντησε ο Άγνωστος.
Ο Οντίν ήξερε ότι αν ένα μεγαλοπρεπές τείχος χτιζόταν
τριγύρω, οι Θεοί δε θα χρειαζόταν να σπαταλούν όλη την ώρα τους υπερασπιζόμενοι
την Πόλη τους, Άσγκαρντ, από τους Γίγαντες, και ήξερε ότι αν το Άσγκαρντ ήταν
προστατευμένο, θα μπορούσε να πάει ανάμεσα στους ανθρώπους για να τους διδάξει
και να τους βοηθήσει. Σκεφτόταν πως οποιαδήποτε πληρωμή κι αν ζητούσε ο Άγνωστος
για την κατασκευή του τείχους δε θα ήταν τόσο μεγάλη.
Εκείνη τη μέρα ο Άγνωστος πήγε στο Συμβούλιο των Θεών, και
ορκίστηκε ότι σε ένα χρόνο το μεγαλοπρεπές τείχος θα είχε χτιστεί. Τότε ο Οντίν
ορκίστηκε ότι οι Θεοί θα του έδιναν ότι ζητούσε ως πληρωμή, αν το τείχος
τελείωνε ως και την τελευταία του πέτρα σε ένα χρόνο από εκείνη την ημέρα.
Ο Άγνωστος έφυγε και επέστρεψε την επόμενη ημέρα. Ήταν η
πρώτη ημέρα του Καλοκαιριού όταν ξεκίνησε τις εργασίες. Δεν έφερε κανέναν να τον
βοηθήσει εκτός απο ένα τεράστιο άλογο.
Οι Θεοί σκέφτηκαν πως αυτό το άλογο δε θα έκανε τίποτα
περισσότερο απο το να σέρνει κομμάτια λίθων για το χτίσιμο του τείχους. Όμως το
άλογο έκανε πολύ περισσότερα από αυτό. Προσάρμοζε τους λίθους στις θέσεις τους
και τους κολλούσε μεταξύ τους. Και μέρα και νύχτα και με φως και με σκοτάδι το
άλογο δούλευε, και σύντομα ένα εκπληκτικό τείχος ανυψωνόταν γύρω από τα παλάτια
που είχαν χτίσει οι Θεοί.
«Τι ανταμοιβή θα ζητήσει ο Άγνωστος για τη δουλειά που κάνει
για εμάς;» ρωτούσαν οι Θεοί αναμεταξύ τους.
Ο Οντίν τότε, πήγε στον Άγνωστο. «Θαυμάζουμε τη δουλεία που
κάνετε εσύ και το άλογο σου για εμάς» είπε. «Κανένας δε μπορεί να αμφιβάλει ότι
το τεράστιο τείχος του Άσγκαρντ θα έχει κατασκευαστεί την πρώτη ημέρα του
Καλοκαιριού. Τι ανταμοιβή θα απαιτήσεις; Θα την έχουμε έτοιμη για σένα.»
Ο Άγνωστος στράφηκε από τη δουλειά που έκανε και άφησε το
τεράστιο άλογο να συσσωρεύει τις πέτρες. “Ω Πατέρα των Θεών” είπε, ” Ω Οντίν, η
ανταμοιβή που θα ζητήσω για την δουλειά μου είναι ο Ήλιος και η Σελήνη, και η
Freya, που προστατεύει τα λουλούδια και τα αγροστώδη, για να γίνει γυναίκα
μου.
Όταν το άκουσε αυτό ο Οντίν οργίστηκε για το αντάλλαγμα που
ζήτησε ο Άγνωστος για τη δουλειά του, ήταν πολύ μεγαλύτερο από όλα τα
ανταλλάγματα. Πήγε στους άλλους Θεούς που έχτιζαν τα αστραφτερά παλάτια τους
εντός του μεγαλοπρεπούς τείχους και τους είπε τι ανταμοιβή ζήτησε ο Άγνωστος. Οι
Θεοί τότε είπαν, «Χωρίς τον Ήλιο και τη Σελήνη ο κόσμος θα σβήσει» Και οι Θεές
είπαν, «Χωρίς τη Freya θα πέσουμε σε μελαγχολία στο Άσγκαρντ.»
Τα χρυσά μήλα της Ιντούνα: Στο
Άσγκαρντ υπήρχε ένας κήπος, σε αυτόν τον κήπο μεγάλωνε ένα δέντρο και σε αυτό το
δέντρο μεγάλωναν λαμπερά μήλα. Είναι γνωστό, πως κάθε μέρα που περνά, μας κάνει
μεγαλύτερους και μας οδηγεί στη μέρα που θα είμαστε γέροι και εξασθενημένοι, με
γκρίζα μαλλιά και αδύναμα μάτια. Όμως αυτά τα λαμπερά μήλα που μεγάλωναν στο
Άσγκαρντ, όσοι τα έτρωγαν δε περνούσε από πάνω τους ούτε μια μέρα, γιατί αυτά τα
μήλα έδιωχναν τα γηρατειά μακριά.
Η Θεά Ιντούνα, καλλιεργούσε το δέντρο που έβγαζε λαμπερά
μήλα. Κανένας δε μπορούσε να καλλιεργήσει αυτό το δέντρο εκτός από αυτήν που το
φρόντιζε. Κανένας εκτός από την Ιντούνα δεν μπορούσε να κόψει τα λαμπερά μήλα.
Κάθε πρωί τα έκοβε και τα έβαζε στο καλάθι της και κάθε μέρα οι Θεοί και οι Θεές
πήγαιναν στον κήπο της για φάνε τα λαμπερά μήλα και να μείνουν για πάντα
νέοι.
Η Ιντούνα δεν έφευγε ποτέ από τον κήπο της. Όλη μέρα και κάθε
μέρα παρέμενε στον κήπο ή στο χρυσαφένιο σπίτι της, που βρισκόταν μέσα στον
κήπο, και όλη μέρα κάθε μέρα άκουγε τον άντρα της τον Bragi, να της λέει μια
ιστορία που δεν είχε ποτέ τέλος. Όμως ήρθε μια εποχή που η Ιντούνα και τα μήλα
της χάθηκαν από το Άσγκαρντ, και οι Θεοί και οι Θεές ένιωσαν τα γηρατειά να
έρχονται. Όμως ας δούμε πως συνέβη αυτό.
Ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, πήγαινε συχνά στη γη των
ανθρώπων να δει τι κάνουν. Μια φορά πήρε και το Λόκι μαζί του. Για μεγάλο
διάστημα ταξίδευαν στον κόσμο των ανθρώπων. Τέλος φτάσανε κοντά στο Jotunheim,
το βασίλειο των Γιγάντων.
Ήταν μια ψυχρή και γυμνή περιοχή. Δεν φύτρωνε τίποτα εκεί,
δεν είχε καν θάμνους με καρπούς. Δεν υπήρχαν πουλιά ούτε ζώα. Όπως διέσχιζαν την
περιοχή ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, και ο Λόκι ένιωσαν να πεινάνε. Όμως σε όλη
την ευρύτερη περιοχή δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσαν να φάνε.
Ο Λόκι, έτρεχε από εδώ, έτρεχε από εκεί, έφτασε τελικά κοντά
σε μια αγέλη άγριων βοδιών. Σύρθηκε κοντά τους, έπιασε ένα μικρό ταύρο και τον
σκότωσε. Στη συνέχεια έκοψε τη σάρκα σε κομμάτια κρέατος. Άναψε μια φωτιά και
έβαλε το κρέας σε μια σούβλα για να ψηθεί. Ενώ το κρέας ψηνόταν, ο Οντίν, ο
Πατέρας των Θεών, καθόταν παραπέρα και σκεφτόταν όσα είδε στη γη των
ανθρώπων.
Ο Λόκι, ήταν απασχολημένος βάζοντας όλο και περισσότερα
κούτσουρα στη φωτιά. Τελικά φώναξε τον Οντίν, και ο Πατέρας των Θεών πήγε και
κάθισε κοντά στη φωτιά για να γευματίσει.
Όμως, όταν το κρέας βγήκε από τη σούβλα και ο Οντίν
προσπάθησε να το κόψει, είδε πως ήταν ακόμα ωμό. Χαμογέλασε στον Λόκι που νόμιζε
πως το κρέας είχε ψηθεί, και ο Λόκι στεναχωρήθηκε που είχε κάνει λάθος, έβαλε το
κρέας στη σούβλα και περισσότερα ξύλα στη φωτιά. Αργότερα ο Λόκι ξανάβγαλε το
κρέας από τη σούβλα και φώναξε τον Οντίν για να φάνε.
Οταν ο Οντίν πήρε το κρέας που του έδωσε ο Λόκι, είδε πως
ήταν τόσο ωμό σαν να μη το είχε βάλει ποτέ στη φωτιά. «Μήπως μου κάνεις πλάκα,
Λόκι;» είπε.
Ο Λόκι ήταν τόσο θυμωμένος που ήταν άψητο το κρέας και ο
Οντίν κατάλαβε πως δε του κάνει πλάκα. Πάνω στην πείνα του οργίστηκε με το κρέας
και τη φωτιά. Έβαλε ξανά το κρέας στη σούβλα και περισσότερα ξύλα στη φωτιά.
Κάθε ώρα έβλεπε το κρέας, βεβαιωνόταν ότι έχει ψηθεί πλέον, και κάθε φορά που το
έβγαζε απο τη φωτιά, ο Οντίν έβρισκε πως το κρέας ήταν το ίδιο ωμό με την πρώτη
φορά που το είχε βγάλει από τη φωτιά.
Άρχισε να χαράζει και πήγε να βγάλει το κρέας ξανά. Όπως το
σήκωσε από τη φωτιά, άκουσε τον αέρα να σφυρίζει πάνω από το κεφάλι του. Κοίταξε
ψηλά και είδε έναν δυνατό αετό, το μεγαλύτερο αετό που είχε δει ποτέ στον
ουρανό. Ο αετός έκανε κύκλους και φτερούγιζε πάνω απο το κεφάλι του Λόκι.
«Δε μπορείς να μαγειρέψεις το φαγητό;» κραύγασε ο αετός.
«Δε μπορώ να το μαγειρέψω» είπε ο Λόκι.
«Θα στο μαγειρέψω εγώ, αν μου δώσεις ένα μερίδιο», κραύγαζε ο
αετός
«Έλα τότε και μαγείρεψε το για μένα», αποκρίθηκε ο Λόκι.
Ο αετός έκανε κύκλους μέχρι που έφτασε πάνω απο τη φωτιά.
Ανεβοκατέβασε τις τεράστιες φτερούγες του πάνω στη φωτιά και οι φλόγες ολοένα
και μεγάλωναν. Μια θερμότητα που ο Λόκι δεν είχε νιώσει ως τώρα ερχόταν απο τα
ξύλα που καιγόντουσαν. Σε ένα λεπτό έβγαλε το κρέας από τη φωτιά και είδε πως
είχε καλοψηθεί.
«Το μερίδιο μου, το μερίδιο μου, δώσε μου το μερίδιο μου» του
φώναξε ο αετός. Φτερούγισε χαμηλά και άρπαξε αμέσως ένα μεγάλο κομμάτι κρέας και
το το καταβρόχθισε. Μετά άρπαξε ένα άλλο κομμάτι και καταβρόχθιζε, άρπαζε το ένα
κομμάτι μετά το άλλο μέχρι να μη μείνει καθόλου κρέας για το γεύμα του Λόκι.
Όπως ο αετός άρπαζε το τελευταίο κομμάτι, ο Λόκι εξαγριώθηκε.
Έπιασε τη σούβλα πάνω στην οποία είχε μαγειρευτεί το κρέας, και την έμπηξε στον
αετό. Ακούστηκε ένας θόρυβος που έμοιαζε σαν να είχε χτυπήσει κάτι μεταλλικό. Το
ξύλο της σούβλας δεν έβγαινε από το σώμα του αετού. Όμως ο Λόκι δεν άφηνε τη
σούβλα από το χέρι του. Ξαφνικά ο αετός σηκώθηκε στον αέρα παρασύροντας μαζί του
το Λόκι που κρατούσε τη σούβλα, η οποία, ήταν καρφωμένη στο στήθος του
αετού.
Πρίν να καταλάβει τι συμβαίνει ο Λόκι, βρισκόταν μίλια
μακριά, ψηλά στον αέρα και ο αετός τον οδηγούσε προς το Jotunheim, το Βασίλειο
των Γιγάντων. Και ο αετός κραύγαζε, «Λόκι, φίλε Λόκι, σε έχω τελικά, εσύ ήσουν
που εξαπάτησες τον αδερφό μου και δεν πήρε την αμοιβή του για την κατασκευή του
τείχους γύρω από το Άσγκαρντ. Όμως Λόκι, σε έπιασα τελικά. Μάθε τώρα ότι ο
Γίγαντας Thiassi σε έπιασε, ω Λόκι εσύ που είσαι ο πιο πανούργος Κάτοικος στο
Άγκαρντ.»
Έτσι ο αετός κραύγαζε όπως πετούσε με το Λόκι προς το
Jotunheim, το Βασίλειο των Γιγάντων. Περάσαν το ποτάμι που χωρίζει το Jotunheim
από το Midgard, τον Κόσμο των Ανθρώπων. Πλέον ο Λόκι έβλεπε ένα απαίσιο μέρος
από κάτω του, μια γη από πάγο και βράχους. Τεράστια βουνά υπήρχαν εκεί, δε
φωτιζόταν ούτε απο τον ήλιο ούτε από τη σελήνη, αλλά από στήλες φωτιάς που
έβγαιναν από σχισμές της γης ή από τις κορυφές των βουνών.
Πάνω από ένα μεγάλο παγόβουνο ο αετός άρχισε να αιωρείται.
Ξαφνικά τίναξε τη σούβλα απο το στήθος του και ο Λόκι έπεσε πάνω στον πάγο. Ο
αετός του φώναξε «Δες τη δεξιότεχνία της δύναμης μου, τη μεγαλύτερη επιδεξιότητα
από όλων των Κατοίκων στο Άσγκαρντ». Ο αετός άφησε το Λόκι εκεί και πέταξε με
ένα φτερούγισμα στα βουνά.
Ο Λόκι ήταν πραγματικά δυστυχισμένος πάνω σε εκείνο το
παγόβουνο. Το κρύο ήταν θανατηφόρο. Δε γινόταν να πεθάνει εκεί, γιατί ήταν ένας
από τους Κατοίκους του Άσγκαρντ και ο θάνατος δε θα ερχόταν με αυτόν τον τρόπο.
Μπορεί να μη πέθαινε, όμως ένιωθε δεσμευμένος σε αυτό το παγόβουνο με παγωμένες
αλυσίδες. Την επόμενη μέρα, ήρθε ο δεσμοφύλακας του, όχι σαν αετός αυτή τη φορά,
αλλά με την κανονική εμφάνιση του, ήταν ο Γίγαντας Thiassi.
«Θέλεις να αφήσεις το παγόβουνο σου Λόκι και να επιστρέψεις
στον ευχάριστο τόπο σου στο Άσγκαρντ; Νιώθεις ευχαρίστηση στο Άσγκαρντ, παρόλο
που μόνο κατά το ήμισυ ανήκεις στους Θεούς; Ο πατέρας σου Λόκι, ήταν ο Γίγαντας
του Ανέμου.»
«Ω, μπορώ να φύγω από αυτό το παγόβουνο;» είπε ο Λόκι, με τα
δάκρυα να παγώνουν στο πρόσωπο του.
«Μπορείς να φύγεις, όταν μου δείξεις πως είσαι έτοιμος να
πληρώσεις τα λύτρα σου, σε εμένα» είπε ο Thiassi. «Θα πρέπει να μου φέρεις τα
λαμπερά μήλα που κρατάει η Ιντούνα στο καλάθι της.»
«Δε μπορώ να σου φέρω τα μήλα της Ιντούνα, Thiassi» είπε ο
Λόκι.
«Τότε μείνε πάνω στο παγόβουνο» είπε ο Γίγαντας Thiassi.
Έφυγε και άφησε εκεί το Λόκι με τους απαίσιους αέρηδες να τον χαστουκίζουν σαν
χτυπήματα από σφυρί.
Όταν ξανάλθε ο Thiassi και του μίλησε για τα λύτρα του, ο
Λόκι είπε «Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να πάρεις τα λαμπερά μήλα από την
Ιντούνα.»
«Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος, κατεργάρη Λόκι» είπε ο
Γίγαντας.
«Η Ιντούνα, παρόλο που προστατεύει καλά τα λαμπερά μήλα,
είναι ευκολόπιστη» είπε ο Λόκι. «Ίσως να καταφέρω να την πείσω να πάει έξω απο
το τείχος του Άσγκαρντ. Αν πάει, θα πάρει μαζί της τα λαμπερά μήλα γιατί ποτέ
δεν τα αφήνει από τα χέρια της, εκτός από όταν τα δίνει στους Θεούς και τις Θεές
για να τα φάνε.»
«Τότε, φρόντισε ώστε να βγει έξω από το τείχος του Άσγκαρντ»,
είπε ο Γίγαντας. «Αν βγει έξω απο το τείχος θα μπορέσω να της πάρω τα μήλα.
Ορκίσου στο Δέντρο του Κόσμου ότι θα δελεάσεις την Ιντούνα να βγει έξω από το
τείχος. Ορκίσου το Λόκι, και θα σε αφήσω να φύγεις.»
«Το ορκίζομαι στο Ygdrassil, το Δέντρο του Κόσμου, ότι θα
δελεάσω την Ιντούνα να βγει έξω από τό τείχος του Άσγκαρντ αν με πάρεις από αυτό
το παγόβουνο», είπε ο Λόκι.
Τότε ο Thiassi μεταμορφώθηκε σε μεγάλο αετό και άρπαξε τον
Λόκι με τα νύχια του, πέταξε μαζί του πέρα από το ποτάμι που χωρίζει την
Jotunheim, το Βασίλειο των Γιγάντων, από το Midgard, τον Κόσμο των Ανθρώπων.
Άφησε το Λόκι στα εδάφη του Midgard και ο Λόκι πήρε το δρόμο για το
Άσγκαρντ.
Ο Οντίν είχε ήδη επιστρέψει και είχε πει στους Κατοίκους του
Άσγκαρντ για την προσπάθεια του Λόκι να μαγειρέψει το μαγεμένο κρέας. Όλοι
γελούσαν στη σκέψη ότι ο Λόκι με όλη την κατεργαριά του έμεινε πεινασμένος. Όταν
έφτασε στο Άσγκαρντ έμοιαζε τόσο καταβεβλημένος, που νόμιζαν πως ήταν επειδή ο
Λόκι δεν είχε τίποτα να φάει. Γελούσαν μαζί του όλο και περισσότερο, όμως τον
πήγαν στην Αίθουσα των Συμποσίων και του έδωσαν τα καλύτερα φαγητά και κρασί από
την κούπα του Οντίν. Όταν τελείωσε το συμπόσιο οι Κάτοικοι του Άσγκαρντ πήγαν
στον κήπο της Ιντούνα όπως ήταν το έθιμο.
Εκεί έμενε η Ιντούνα στο χρυσαφένιο σπίτι της που βρισκόταν
στον κήπο της. Όταν είχε πάει στον κόσμο των ανθρώπων, όποιος την κοίταζε θα
θυμόταν πάντα την αθωότητα της, έμοιαζε τόσο αγνή και καλή. Είχε γαλανά μάτια
σαν το γαλάζιο του ουρανού και χαμογελούσε όταν θυμόταν όμορφα πράγματα που είχε
δει ή είχε ακούσει. Το καλάθι με τα λαμπερά μήλα ήταν δίπλα της.
Η Ιντούνα έδωσε ένα λαμπερό μήλο σε κάθε Θεό και σε κάθε Θεά.
Όποιος έτρωγε το μήλο που του έδινε, χαιρόταν στη σκέψη πως δε θα μοιάζει ούτε
μια μέρα μεγαλύτερος. Τότε ο Οντίν, ο Πατέρας των Θεών, είπε το μαγικό ποίημα
που έλεγε πάντα δοξάζοντας την Ιντούνα και οι Κάτοικοι του Άσγκαρντ έφυγαν από
τον κήπο της Ιντούνα, πηγαίνοντας στα λαμπερά σπίτια τους.
Όλοι έφυγαν εκτός από τον Λόκι. Ο Λόκι κάθησε στον κήπο
κοιτώντας την αγνή και απλή Ιντούνα. Μετά από λίγο του μίλησε και είπε «Γιατί
είσαι ακόμα εδώ σοφέ Λόκι;»
«Για να παρατηρήσω τα μήλα σου» είπε ο Λόκι. «Αναρωτιέμαι αν
τα μήλα που είδα χθες είναι τόσο λαμπερά όπως τα μήλα που υπάρχουν στο καλάθι
σου.»
«Δεν υπάρχουν μήλα στον κόσμο που να λάμπουν σαν τα δικά μου»
είπε η Ιντούνα.
«Τα μήλα που είδα ήταν πιο λαμπερά» είπε ο Λόκι. «Ναι, και
είχαν καλύτερο άρωμα Ιντούνα.»
Η Ιντούνα μπερδεύτηκε με αυτό που της είπε ο Λόκι, που τον
θεωρούσε τόσο σοφό. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα στη σκέψη ότι μπορεί να υπήρχαν
πιο λαμπερά μήλα στον κόσμο από τα δικά της. «Ω! Λόκι», είπε, «δε γίνεται αυτό.
Δεν υπάρχουν μήλα που να λάμπουν περισσότερο και να μυρίζουν τόσο γλυκά όσο τα
μήλα που κόβω από το δέντρο του κήπου μου.»
«Πήγαινε τότε να δεις» είπε ο Λόκι. «Λίγο έξω από το Άσγκαρντ
υπάρχει το δέντρο που έχει τα μήλα που είδα. Ποτέ δεν φεύγεις από τον κήπο σου
Ιντούνα, και δε γνωρίζεις τι φυτρώνει στον κόσμο. Πήγαινε έξω από το Άσγκαρντ
και δες.»
«Θα πάω, Λόκι» είπε η αγνή και απλή Ιντούνα.
Η Ιντούνα βγήκε έξω από το Άσγκαρντ. Πήγε στο μέρος που ο
Λόκι της είπε ότι μεγαλώνουν τα μήλα. Όμως όπως έψαχνε εδώ και εκεί, η Ιντούνα
άκουσε ένα φτερούγισμα πάνω από το κεφάλι της. Κοίταξε ψηλά, και είδε ένα μεγάλο
αετό, το μεγαλύτερο αετό που υπήρξε ποτέ στον ουρανό.
H Ιντούνα στράφηκε προς την πύλη του Άσγκαρντ, όμως ο
τεράστιος αετός όρμησε προς τα κάτω και η Ιντούνα ένιωσε να την αρπάζει και να
τη μεταφέρει μακριά από το Άσγκαρντ, μακριά πέρα απο το Midgard που ζούσαν οι
Ανθρώποι, μακριά από τους βράχους και τα χιόνια του Jotunheim. Στην άλλη πλευρά
του ποταμού που κυλούσε ανάμεσα στον Κόσμο των Ανθρώπων και το Βασίλειο των
Γιγάντων μεταφέρθηκε η Ιντούνα. Τότε ο αετός, πέταξε σε μια σχισμή ενός βουνού
και μετέφερε την Ιντούνα σε μια σπηλαιώδη αίθουσα φωτισμένη με στήλες φωτιάς που
έκαιγαν από τη γη.
Τότε ο αετός άφησε την Ιντούνα να πέσει στο έδαφος της
σπηλιάς. Οι φτερούγες και τα πούπουλα έπεσαν από πάνω του και είδε ότι την είχε
απαγάγει ένας τρομερός Γίγαντας.
«Ω, γιατί με πήρες απο το Άσγκαρντ και με έφερες σε αυτό το
μέρος;» κλαψούρισε η Ιντούνα.
«Γιατί θέλω να φάω τα λαμπερά σου μήλα Ιντούνα», είπε ο
Γίγαντας Thiassi.
«Αυτό δε θα γίνει ποτέ γιατί δε θα σου τα δώσω», είπε η
Ιντούνα.
«Δώσε μου να φάω τα μήλα και θα σε γυρίσω πίσω στο
Άσγκαρντ.»
«Όχι, όχι, αυτό δε μπορεί να γίνει. Μου εμπιστεύτηκαν τα
λαμπερά μήλα και μπορώ να τα δώσω μόνο στους Θεούς.»
«Τότε θα πάρω τα μήλα μόνος μου», είπε ο Γίγαντας
Thiassi.
Πήρε το καλάθι από τα χέρια της και το άνοιξε. Όμως όταν
άγγιξε τα μήλα συρρικνώθηκαν στα χέρια του. Τα άφησε στο καλάθι και άφησε το
καλάθι κάτω, ήξερε πλέον ότι τα μήλα δε θα του έκαναν καλό εκτός κι αν του τα
έδινε η Ιντούνα με τα χέρια της.
«Θα πρέπει να μείνεις εδώ μαζί μου μέχρι να μου δώσεις τα
λαμπερά μήλα», της είπε.
Τότε, η ταπεινή Ιντούνα φοβήθηκε, φοβήθηκε την παράξενη
σπηλιά, φοβήθηκε τη φωτιά που έβγαινε από τη γη, και φοβήθηκε τον τρομακτικό
Γίγαντα. Όμως περισσότερο απ’ όλα, φοβήθηκε το κακό που θα πάθαιναν οι Κάτοικοι
του Άσγκαρντ αν δεν επέστρεφε για να τους δώσει να φάνε τα λαμπερά μήλα.
Ο Γίγαντας πήγε ξανά κοντά της. Όμως η Ιντούνα δεν του έδινε
τα λαμπερά της μήλα. Και εκεί στη σπηλιά που έμενε, ο Γίγαντας την ανησυχούσε
κάθε μέρα. Και γινόταν όλο και περισσότερο φοβισμένη γιατί έβλεπε στα όνειρα της
τους Κατοίκους του Άσγκαρντ να πηγαίνουν στον κήπο της, να πηγαίνουν εκεί και να
μην είναι εκεί για να τους δώσει τα λαμπερά μήλα, να νιώθουν και να βλέπουν την
αλλαγή πάνω τους και πάνω στους άλλους.
Ήταν όπως το έβλεπε η Ιντούνα στα όνειρα της. Κάθε μέρα οι
Κάτοικοι του Άσγκαρντ πήγαιναν στον κήπο της, ο Οντίν και ο Θώρ, ο Hodur και ο
Baldur, ο Tyr και ο Heimdall, ο Vidar και ο Vali, με τη Frigga, τη Freya, τη
Nanna, και τον Sif. Δεν υπήρχε κανείς να κόψει τα μήλα απο το δέντρο τους. Και η
αλλαγή ξεκίνησε πάνω στους Θεούς και στις Θεές.
Δεν περπατούσαν πλέον ξέγνοιαστα, οι ώμοι τους κύρτωσαν, τα
μάτια τους δεν ήταν πια τόσο φωτεινά όπως οι δροσοσταλίδες. Και όταν κοίταζαν ο
ένας τον άλλο έβλεπαν την αλλαγή. Τα γηρατειά ερχόταν στους Κατοίκους του
Άσγκαρντ.
Ήξεραν πως θα έρθει ο καιρός που η Frigga θα γκριζάρει και θα
γεράσει, που τα χρυσά μαλλιά του Sif θα ξεθωριάσουν, που ο Οντίν δε θα είχε πια
τη διάφανη σοφία του, και που ο Θωρ δε θα είχε αρκετή δύναμη να ρίχνει τα
αστροπελέκια του. Και οι Κάτοικοι του Άσγκαρντ ένιωθαν θλιμμένοι με αυτή τη
σκέψη. Τους φαινόταν ότι όλη η λαμπρότητα είχε φύγει απο τη λαμπερή τους
Πόλη.
Πού ήταν η Ιντούνα που τα μήλα της θα έδιναν πίσω νιάτα,
δύναμη και ομορφιά στους Κατοίκους του Άσγκαρντ; Οι Θεοί την έψαχναν ανάμεσα
στον Κόσμο των Ανθρώπων. Δεν βρήκαν ίχνη της πουθενά. Όμως πια ο Οντίν, έψαχνε
μέσω της σοφίας του, να δει κάποιο σημάδι για το που κρυβόταν η Ιντούνα.
Κάλεσε τα δυο κοράκια του, τον Hugin και τον Munin, τα δυο
κοράκια του που διέσχιζαν τη γη και το Βασίλειο των Γιγάντων και γνώριζαν το
παρελθόν και το μέλλον. Κάλεσε τον Hugin και τον Munin και ήλθαν, και το ένα
κάθησε στο δεξί του ώμο και το άλλο στον αριστερό του ώμο και του είπαν βαθιά
μυστικά: του είπαν για τον Thiassi και τόν πόθο του για τα λαμπερά μήλα που
έτρωγαν οι Κάτοικοι του Άσγκαρντ.
Του είπαν για το πως εξαπάτησε ο κατεργάρης Λόκι την αγνή και
απλή Ιντούνα.
Ο Οντίν μετέφερε αυτά που του είπαν τα κοράκια στο Συμβούλιο
των Θεών. Τότε ο Θωρ ο Δυνατός πήγε και έπιασε τον Λόκι με τα χέρια του. Όταν ο
Λόκι ένιωσε να τον σφίγγει ο δυνατός Θεός ψέλισε, «Τί θέλεις απο μένα Θωρ;»
«Θα σε εκσφενδονίσω σε μια χαράδρα του εδάφους και θα σε
χτυπήσω με τον κεραυνό μου» είπε ο δυνατός Θεός. «Εξαιτίας σου απήγαγαν την
Ιντούνα από το Άσγκαρντ.»
«Ω! Θωρ» είπε ο Λόκι, «μη με χτυπήσεις με τον κεραυνό σου.
Άφησε με να μείνω στο Άσγκαρντ. Θα προσπαθήσω να φέρω πίσω την Ιντούνα.»
«Η δικαιοσύνη των Θεών» είπε ο Θωρ, «είσαι εσύ αυτός, ο
πανούργος, που πρέπει να πάει στο Jotunheim, και που με κατεργαριά θα κερδίσει
πίσω την Ιντούνα από τους Γίγαντες. Πήγαινε αλλιώς θα σε χώσω σε μια σχισμή και
θα σου ρίξω τον κεραυνό μου.»
«Θα πάω», είπε ο Λόκι.
Από τη Frigga, τη γυναίκα του Οντίν, ο Λόκι δανείστηκε τη
φορεσιά της από πούπουλα γερακιού. Το φόρεσε και πέτασε ως το Jotunheim με τη
μορφή γερακιου.
Έψαξε στο Jotunheim μέχρι που βρήκε την κόρη του Thiassi, τη
Skadi. Πέταξε γύρω από την Skadi και άφησε την κόρη του Γίγαντα να τον πιάσει
και να τον κρατήσει ως κατοικίδιο. Μια μέρα, ο Γίγαντας τον πήρε μαζί του στη
σπηλιά που κρατούσε την αγνή και απλή Ιντούνα.
Όταν ο Λόκι είδε την Ιντούνα, ήξερε ότι ένα μέρος της
αναζήτησης του είχε τελειώσει. Τώρα θα έπρεπε να πάρει την Ιντούνα μακριά, να
την πάει στο Άσγκαρντ. Δεν έμεινε άλλο με τον Γίγαντα, αλλά πέταξε στα ψηλά
βράχια της σπηλιάς. Η Skadi έκλαψε που πέταξε μακριά το κατοικίδιο της, αλλά
σταμάτησε να ψάχνει και να φωνάζει και έφυγε μακριά από τη σπηλιά.
Τότε ο Λόκι, ο πράττων το καλό και πράττων το κακό, πέταξε
εκεί που καθόταν η Ιντούνα και της μίλησε. Η Ιντούνα, όταν κατάλαβε πως ένας από
τους Κατοίκους του Άσγκαρντ ήταν κοντά της, έκλαψε από χαρά.
Ο Λόκι της είπε τι είχε κάνει. Με τη δύναμη μιας μαγικής
επίκλησης που του είχε δοθεί ήταν ικανός να τη μεταμορφώσει σε σπουργίτι. Όμως
πριν μεταμορφωθεί πήρε τα λαμπερά μήλα από το καλάθι της και τα πέταξε σε σημεία
που οι Γίγαντες δε θα μπορούσαν ποτέ να τα βρουν.
Η Skadi, επέστρεψε στη σπηλιά και είδε το γεράκι να πετάει
μακριά με ένα σπουργίτι δίπλα του. Πήγε στον πατέρα της κλαίγοντας και ο
Γίγαντας κατάλαβε ότι το γεράκι ήταν ο Λόκι και το σπουργίτι η Ιντούνα. Τότε
μεταμορφώθηκε σε τεράστιο αετό. Εκείνη την ώρα το σπουργίτι και το γεράκι ήταν
έξω από το οπτικό του πεδίο, όμως ο Thiassi, ήξερε ότι μπορούσε να πετάξει
γρηγορότερα από αυτούς μέχρι το Άσγκαρντ.
Σύντομα τους είδε. Πετούσαν με όλη τη δύναμη τους, όμως τα
τεράστια φτερά του αετού τους έφερναν όλο και πιο κοντά του. Οι Κάτοικοι του
Άσγκαρντ, που περίμεναν στο τείχος, έβλεπαν το γεράκι και το σπουργίτι με τον
τεράστιο αετό να τους καταδιώκει. Ήξεραν ποιοί ήταν, ο Λόκι με την Ιντούνα και ο
Thiassi που τους καταδίωκε.
Όπως έβλεπαν τον αετό να φτερουγίζει όλο και πιο κοντά, οι
Κάτοικοι του Άσγκαρντ φοβήθηκαν ότι θα πιάσει το γεράκι και το σπουργίτι, και ο
Thiassi θα απαγάγει ξανά την Ιντούνα. Άναψαν μεγάλες φωτιές πάνω στο τείχος,
γνωρίζοντας πως ο Λόκι θα μπορέσει να βρει το δρόμο ανάμεσα από τις φωτιές και
θα έφερνε την Ιντούνα μαζί του, όμως ο Thiassi δε θα μπορούσε να βρει το
δρόμο.
Το γεράκι και το σπουργίτι πετούσαν ανάμεσα στις φωτιές. Ο
Λόκι έβρισκε το δρόμο ανάμεσα στις φωτιές και η Ιντούνα τον ακολουθούσε. Ο
Thiassi έφτασε στις φωτιές, όμως δεν έβρισκε δρόμο να περάσει και χτυπούσε τα
φτερά του στις φλόγες. Έπεσε από το τείχος και ο θάνατος τον βρήκε κυνηγώντας το
Λόκι.
Έτσι η Ιντούνα επέστρεψε στο Άσγκαρντ. Έμεινε ξανά στο χρυσό
της σπίτι που άνοιγε στον κήπο της, έκοβε ξανά τα λαμπερά μήλα από το δέντρο που
φρόντιζε, και τα πρόσφερε και πάλι στους Κατοίκους του Άσγκαρντ που έγιναν πάλι
φωτεινοί και η λάμψη γύρισε στα μάτια τους και τα μάγουλά τους. Το γήρας δεν
τους απειλούσε πλέον, η νεότητα επέστρεψε, η λάμψη και η ευχαρίστηση γύρισε ξανά
πίσω στο Άσγκαρντ.
Τα Μήλα των
Εσπερίδων
Τα μήλα των
Εσπερίδων ήταν σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι χρυσοί καρποί των δέντρων
που βρίσκονταν στον κήπο των Εσπερίδων. Είναι κυρίως γνωστά μέσω του μύθου του
Ηρακλή, καθώς η απόκτησή τους αποτέλεσε το αντικείμενο του ενδέκατου άθλου
του.
Η προέλευση των μήλων: Σύμφωνα με το Φερεκύδη, οι μηλιές που
παρήγαγαν τους καρπούς αυτούς είχαν δοθεί από τη Γη στον Δία και την Ήρα σαν
γαμήλιο δώρο. Η Ήρα φύτεψε τα δέντρα στον κήπο των θεών, ο οποίος βρισκόταν στη
χώρα του Άτλαντα. Ο Άτλαντας βρισκόταν έξω από τον κήπο και σήκωνε στους ώμους
του τον ουρανό, τιμωρία που του είχε επιβληθεί από το Δία. Οι κόρες του Άτλαντα
έκλεβαν όμως τα μήλα, γι’ αυτό και η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες
Εσπερίδες και στο Λάδωνα, δράκοντα με εκατό κεφάλια και γιο του Τυφώνα και της
Έχιδνας.
Ο άθλος του Ηρακλή: Ο Ευρυσθέας ανέθεσε στον Ηρακλή να
μεταβεί στον κήπο των Εσπερίδων και να του προσκομίσει τα χρυσά μήλα. Στην
πορεία του προς τον κήπο ο ήρωας αντιμετώπισε πολλές περιπέτειες. Σημαντικότερη
από αυτές ήταν η απελευθέρωση του Προμηθέα από το βράχο στον οποίο ήταν δεμένος.
Ο Ηρακλής απελευθέρωσε τον Προμηθέα και σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι
του, δίνοντας έτσι τέλος στο μαρτύριο του τιτάνα. Ο Προμηθέας συνόδευσε στη
συνέχεια τον Ηρακλή στον κήπο των Εσπερίδων. Για το κυρίως μέρος του άθλου
υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές.
Σύμφωνα με την πρώτη και πλέον διαδεδομένη ο Ηρακλής
ακολούθησε τη συμβουλή του Προμηθέα να μην μπει ο ίδιος στον κήπο. Συμφώνησε
λοιπόν με τον Άτλαντα να κρατήσει για λίγο εκείνος το φορτίο του, μέχρι ο Άτλας
να του φέρει τα χρυσά μήλα. Ο Άτλας συμφώνησε με την πρόταση αυτή. Επιστρέφοντας
όμως από τον κήπο, αρνήθηκε να παραδώσει τους καρπούς στον Ηρακλή. Δήλωσε ότι θα
πήγαινε ο ίδιος τα μήλα στον Ευρυσθέα και ότι θα άφηνε τον Ηρακλή στη θέση του
για πάντα. Ο Ηρακλής επιστράτευσε τότε όλη του την ευστροφία για να μπορέσει να
ξεφύγει από την αιώνια καταδίκη στην οποία τον έριξε ο Άτλαντας. Άφησε τον
Άτλαντα να πιστέψει ότι αποδέχτηκε τη μοίρα του, του ζήτησε όμως πρώτα να
κρατήσει για λίγο τον ουρανό προκειμένου να φτιάξει ένα μαξιλάρι για το κεφάλι
του. Ο Άτλας δέχτηκε, ο Ηρακλής όμως δραπέτευσε παίρνοντας μαζί του και τα μήλα.
Η δεύτερη εκδοχή φέρει τον Ηρακλή να πηγαίνει ο ίδιος στον κήπο, να φονεύει το
Λάδωνα και να παίρνει τα μήλα, ενώ η τρίτη τις Εσπερίδες να παραδίδουν τα μήλα
στον Ηρακλή με τη θέλησή τους, αφού πρώτα αποκοίμισαν το δράκοντα.
Όταν ο Ηρακλής έφτασε στις Μυκήνες παρέδωσε τα μήλα στον
Ευρυσθέα. Εκείνος τα έδωσε πίσω στον ήρωα σαν δώρο. Ούτε ο Ηρακλής όμως κράτησε
τα μήλα. Τα παρέδωσε στην Αθηνά, η οποία τα επέστρεψε στον κήπο των Εσπερίδων,
καθώς εκεί ήταν η θέση στην οποία έπρεπε να βρίσκονται.
Ἡ μηλιὰ
μὲ τὰ χρυσὰ μῆλα
Ἦταν ἕνας κακὸς ἄνθρωπος, μὲ λαιμὸ χοντρὸ καὶ μάτια
κοντόθωρα· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Σκληρόκαρδo. Ἦταν κι ἕνας ἄλλος, μὲ πιὸ λεπτὰ
χείλια καὶ πιὸ μαύρη καρδιά· καὶ τὸν ἐλέγαν ἄρχοντα Στενόμυαλo. Κι ἐζοῦσαν ὁ
καθένας χωριστὰ στὴ χώρα του.
Ὁ ἕνας εἶχε τὰ πιὸ ψηλὰ δέντρα καὶ τὰ πιὸ ὄμορφα λουλούδια
τῆς γῆς. Χαρούμενα πεῦκα κι ἄλικα τριαντάφυλλα, καρπερὲς ἐλιές, καὶ μυρωδάτα
γαρύφαλλα, χαρὰ τ᾿ ἀνθρώπου καὶ μόνο νὰ τὰ βλέπει.
Κι ἀκόμα -ἄ! καὶ νά ῾μαστε κεῖ- κάτι Μεγάλα Δέντρα, π᾿
ἀνθίζαν καραμέλες καὶ σοκολάτες κι ὅ,τι ζαχαρωτὸ φανταστεῖς.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι σου νὰ κόψεις τὸ
παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Σκληρόκαρδος εἶχε κάτι ψηλοὺς φύλακες, μὲ χίλια μάτια
καὶ ἑκατὸ χέρια, καὶ τὸ κάθε μάτι ἄγρυπνο κοιτοῦσε μὴν κόψει κανεὶς τίποτα ἀπ᾿
τὰ δέντρα, καὶ μὲ τὰ μακριά τους χέρια σ᾿ ἁρπάζαν καὶ σ᾿ ἀμπαροκλείδωναν στὴν
πιὸ μαύρη φυλακὴ μὲ τὰ πιὸ στενὰ παράθυρα.
Κι οὔτε τὸ φῶς ξανάβλεπες, οὔτε ξανάκουγες τὸ κελάηδημα τῶν
πουλιῶν. Γιατὶ τέτοια διαταγὴ εἶχε βγάλει ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, ποὺ
καθισμένος στ᾿ ὁλόχρυσο θρονί του τραγουδοῦσε δυνατὰ κάνοντας τάχα τὸν
εὐτυχισμένον, κι ἂς ἦταν ὁ πιὸ δυστυχισμένος σ᾿ ὅλη τὴ γῆς, ἀφοῦ κανένας
ἄνθρωπος δὲν τὸν ἀγαπoῦσε.
Μὰ κι ἡ καρδιά του ἦταν πάντα γεμάτη φαρμάκι, ἀπ᾿ τὴ μεγάλη
του ζήλια γιὰ τὰ πλούτη τοῦ γείτονά του ἄρχoντα.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος, αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος ἄνθρωπος τοῦ
κόσμου.
Γεμάτες οἱ ἀποθῆκες του χρυσάφια, διαμάντια, ρουμπίνια.
Καὶ μόλις ἔκανες νὰ σκάψεις λίγο τὸ χῶμα -ὤπ! ἀστράφτανε
μπρός σου ὅλα τὰ ὄμορφα γυαλιστερὰ πετράδια τῆς γῆς…
Κόκκινα, πράσινα, βυσσινιά.
Ἀλίμονό σου ὅμως ἂν ἅπλωνες τὸ χέρι νὰ πάρεις τὸ
παραμικρό.
Γιατὶ ὁ Στενόμυαλος εἶχε κάτι θεόρατους στρατιῶτες μ᾿ ἑκατὸ
μάτια καὶ χίλια χέρια. Καὶ τὸ κάθε χέρι ἤτανε ἕνα σπαθὶ καὶ -χράπ! σοῦ ῾κοβε
ἀμέσως τὸ δικό σου τὸ χεράκι· αὐτοὶ εἴχανε χίλια, βλέπεις, καὶ δὲν τοὺς
ἔμελε.
Μὰ κι ὁ πλούσιος ἄρχοντας δὲ ζοῦσε εὐτυχισμένος.
Γιατὶ φώλιαζε πάντα στὴν καρδιά του ὁ φόβος μὴ χάσει τὸ
κίτρινο χρυσάφι. Κι ἡ λαχτάρα ὅλο νὰ τὸ κάνει πιὸ πολύ, ὅλο νὰ μαζεύει.
Καὶ μὲ τὸ στενὸ μυαλό του καθόταν καὶ σκεδίαζε πῶς ν᾿ ἁρπάξει
τὴ χώρα τοῦ γείτονά του ἄρχοντα.
Μὲ χρῆμα ἢ μὲ στρατὸ -αὐτὸ δὲν τὸν ἔνοιαζε.
Ἔτσι ζοῦσαν οἱ δύο κακογείτονες. Κι οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι ζοῦσαν
κι αὐτοὶ δυστυχισμένοι. Γιατὶ οἱ κακοὶ ἄρχοντες δὲν τοὺς ἄφηναν νὰ σκάψουν τὴ
γῆς, νὰ φυτρώσει στάρι, νὰ ζυμώσουν ὄμορφο ψωμὶ νὰ φᾶνε. Κι οὔτε πάλι νὰ κόψουν
ἀπ᾿ τὰ δέντρα.
Κι ἔτσι μέναν ἀπάνω οἱ ὄμορφοι ροδοκόκκινοι καρποί. Κι ὕστερα
χλωμίαιναν, ζάρωναν καὶ πέθαιναν: γιατὶ κανεὶς ποτὲ δὲν τοὺς χαιρόταν.
* * *
Τότες λοιπὸν ἐφύτρωσε ἕνα Μεγάλο Δέντρο, κοντὰ στὸν ψηλὸ
τοῖχο ποὺ χώριζε τὴ μία χώρα ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Τὸ πρωὶ ἦταν ὥσαμε μία βέργα, τὸ μεσημέρι εἶχε γίνει ψηλὸ σὰν
τὸν παπποῦ, τ᾿ ἀπογεματάκι μποροῦσες νὰ δέσεις κούνια νὰ παίξεις.
Καὶ κεῖ κατὰ τὴ δύση τοῦ ἥλιου βγάνει κάτι ὄμορφα κίτρινα
λουλούδια καὶ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό; ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση!… Τρία ὁλόχρυσα
ἀστραφτερὰ μῆλα κρεμόντουσαν ἀπ᾿ τὰ κλώνια του!
Βλέπουν ὁ Σκληρόκαρδος κι ὁ Στενόμυαλος τὴ λάμψη αὐτή,
τρέχουν στὸν πιὸ ψηλὸ τοῖχο -τί νὰ δοῦν;!…
Ἡ μηλιὰ ἔχει τὶς ρίζες της στὴ χώρα τοῦ ἑνὸς καὶ τὰ κλωνιά
της στ᾿ ἄλλου!…
Ε, τότες ἦταν π᾿ ἄφρισαν οἱ κακοὶ γείτονες ἀπ᾿ τὸ θυμὸ καὶ τὴ
ζήλια τους.
Στὴν ἀρχὴ ἐφοβέριζε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μόνο μὲ λόγια:
- Ἔλα, ἂν σοῦ βαστᾶ, νὰ τὰ κόψεις!, φώναζε ὁ Στενόμυαλος στὸ
Σκληρόκαρδο, γιατὶ στὴ μεριά του κρεμόντουσαν τὰ μῆλα.
- Τόλμησε ἂν μπορεῖς νὰ τ᾿ ἀγγίξεις!, οὔρλιαζε ὁ Σκληρόκαρδος
ποὺ στὴ δική του μεριὰ ἦταν ἡ ρίζα τοῦ δέντρου. Θὰ κόψω τὴ μηλιά, νὰ μὴν
ξανακάνει μῆλα. Χά, χά!
- Εἶσαι παλιάνθρωπος!, ἄφρισε ὁ Στενόμυαλος.
- Δική μου εἶν᾿ ἡ Μηλιά… Κλέφτη!, μάνιασε ὁ Σκληρόκαρδος.
Κι ὅπως τ᾿ ἀνέβηκε τὸ αἷμα στὸ κεφάλι ἀπ᾿ τὸ θυμὸ σκύβει καὶ
σηκώνει μία πέτρα καὶ τὴ σφεντονίζει, νὰ τὸν χτυπήσει στὸ κεφάλι, νὰ τὸν
ξεκάνει. Μὰ αὐτός, σβέλτος, κάνει δίπλα καὶ τὸν περνᾶ ξυστὰ καὶ τὴ γλιτώνει.
Αὐτὸ ἦταν. Βγάζουν εὐτὺς τὶς μεγάλες τους σπάθες, ἔρχονται κι
οἱ Στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ καὶ τὰ ἑκατὸ μάτια, φωνάζει κι ὁ ἄλλος τὰ
φουσάτα, τοὺς φύλακες μὲ τὰ χίλια μάτια καὶ τὰ ἑκατὸ σπαθιά, κι ἀρχίζει ἕνας
πόλεμος, ἕνας σκοτωμός, νὰ μὴν ἔχει τελειωμό.
Ἐκεῖ νά ῾σουνα νὰ δεῖς τὸ Σκληρόκαρδο νὰ λυσσομανᾶ, ν᾿
ἀφρίζει, τοὺς στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ νὰ πελεκοῦν, νὰ πετσοκόβουν, νὰ
λιανίζουν, ὡσότου πᾶνε, πήρανε δρόμο οἱ φύλακες τοῦ δύστυχου τοῦ
Στενόμυαλου.
Καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἔπιασαν, τοῦ ῾κοψαν εὐτὺς τὸ κεφάλι, τὸ
῾βαλαν ἀπάνου σ᾿ ἕνα ξύλο καὶ τὸ γύριζαν νὰ τὸ βλέπει ὁ κόσμος νὰ τοὺς
φοβᾶται.
Τόσο αἷμα ἀνθρώπινο χύθηκε κείνη τὴ μέρα ποὺ οἱ στρατιῶτες
βάψανε τὰ φέσια τους κόκκινα. Κι ἀπὸ τότες, ὡς τὰ σήμερα, τὸ ἴδιο χρῶμα
ἔχουν.
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε,
γυρνᾶ τότες νὰ δεῖ ὁ δυνατὸς Σκληρόκαρδος τὰ μῆλα, νὰ τὰ καμαρώσει, πάνω στὴ
δική του πιὰ τὴ Μηλιά…
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!… Τρίβει, ξανατρίβει τὰ μάτια του,
ζαλίζεται, πέφτει χάμου, ἀνασηκώνεται, ξανατρίβει τὰ μάτια του.
Αἴ! Ἄφαντα τὰ μῆλα!… Κι ἡ Μηλιὰ μόνη, χωρὶς λουλούδια, μὲ
μαραμένα τὰ κλαδιά, μὲ ποτισμένη τὴ ρίζα της αἷμα, ἕτοιμη κι αὐτὴ νὰ μαραθεῖ, νὰ
πέσει.
Τότε χαλᾶ τὸν κόσμο στὶς φωνές.
Καὶ μαζεύονται ὅλοι καὶ ψάχνουν τὸ χῶμα καὶ σκάβουν καὶ
ξανασκάβουν καὶ φτάνουν ὡς τὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Μὰ πουθενὰ χρυσὰ μῆλα.
Τότες ὁ Σκληρόκαρδος διατάζει νὰ μαζευτοῦν ἀπ᾿ ὅλον τὸν κόσμο
οἱ πιὸ ἔξυπνοι Περβολάρηδες κι οἱ πιὸ καλοὶ Χτίστες.
Καὶ ξεχωρίζει τοὺς καλύτερους καὶ τοὺς βάζει νύχτα μέρα νὰ
κοιτοῦν τὴ Μηλιά, νὰ τὴν ποτίζουν νὰ τὴν κλαδεύουν καὶ νὰ τὴν μπολιάζουν, μὴ κι
ἀνθίσει καὶ βγάλει πάλι μῆλα.
Καὶ τοὺς χτίστες τοὺς παίρνει καὶ τοὺς βάζει νὰ χτίσουν τὸν
πιὸ γερὸ τοῖχο· κι ἀπάνω του θεμελιώνουν κάστρο κι ἀπάνω στὸ κάστρο πύργους κι
ἀπάνω στοὺς πύργους πoλεμίστρες.
Καὶ μέσα ἀπὸ τὶς πολεμίστρες φυλᾶνε μὲ τὰ μακριὰ κοντάρια καὶ
τοὺς χρυσοὺς θώρακες ψηλοὶ στρατιῶτες μ᾿ ἄγρυπνα μάτια καὶ κοφτερὰ σπαθιά, μὴ
τολμήσει κανεὶς καὶ ξεπεράσει τὸ νέο σύνoρo.
Γιατὶ τώρα ἔχει μέσα φυλαγμένη ὁ ἄρχοντας Σκληρόκαρδος, τὴ
δική του Μηλιά, τὴ Μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσὰ
Μῆλα.
* * *
T᾿ Ἀρχοντόπουλα
Ὕστερα γέννησε ἡ γυναίκα τοῦ Σκληρόκαρδου κι ἔκανε ἕναν γιό.
Κι ἔτυχε τὴν ἴδια μέρα νὰ γεννήσει κι ἡ γυναίκα τοῦ Στενόμυαλου καὶ νὰ κάνει κι
αὐτὴ γιό.
Σὰν μεγάλωσαν, ὁ ἕνας εἶχε πιὸ χοντρὸ λαιμὸ καὶ πιὸ ἄγρια
μάτια ἀπὸ τὸν πατέρα του.
Καὶ τὸν εἶπαν κι αὐτὸν Σκληρόκαρδο.
Κι ὁ ἄλλος, αὐτὸς εἶχε ἀκόμα πιὸ λεπτὰ χείλια καὶ πιὸ μαύρη
καρδιά.
Καὶ τὸν εἶπαν ἄρχοντα Στενόμυαλον…
Καὶ μόλις πάτησε τὰ δεκαεφτά, ὁ νέος Σκληρόκαρδος βγάζει τὸ
γέρο πατέρα του ἀπὸ τὸ θρόνο, τὸν κλείνει γερὰ καὶ σφαλιχτὰ στὴν πιὸ μαύρη
φυλακὴ καὶ γίνεται Ἄρχοντας αὐτός.
Καὶ τὴν ἴδια μέρα, βγάζει κι ἡ μάνα τοῦ Στενόμυαλου τὸ
ματοβαμμένο χρυσὸ δαχτυλίδι τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ τὸ φορά.
Ἔτσι ἔγινε κι αὐτὸς Ἄρχοντας.
Τώρα οἱ ἄνθρωποι, ὄχι μόνο δὲν τολμοῦσαν νὰ κόψουν τὸ
παραμικρὸ ἀπὸ τὰ δέντρα ἢ νὰ σκάψουν μὲ τὴν τσάπα τους τὴ γῆς, μὰ καὶ μόνο νὰ
ποῦν ὅ,τ᾿ εἶχαν στὴν καρδιὰ καὶ στὸ μυαλό τους.
Γιατὶ οἱ δύο νέοι ἄρχοντες ἔχουν κατάσκοπους σ᾿ ὅλη τὴ
χώρα.
Καὶ κὶχ νά ῾κανες, σοῦ ῾κοβαν τὸ κεφάλι.
Ὕστερα βγῆκε ἕνας λόγος, ποὺ ῾λέγε πὼς ἡ Χρυσὴ Μηλιὰ θ᾿
ἀνθίσει καὶ θὰ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα σὲ τρία χρόνια. Καὶ πὼς ὅποιος βρεθεῖ τὴ
βλογημένη κείνη ὥρα κοντά της καὶ κόψει τὰ Χρυσὰ Μῆλα, αὐτὸς θὰ ἐξουσιάζει μὲ τὸ
σπαθί του καὶ τὶς δύο χῶρες.
Κι ὁ κόσμος -τότες- θὰ ζεῖ εὐτυχισμένος.
Μόλις τ᾿ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο Ἄρχοντες γίνηκαν κίτρινοι σὰν τὸ
φλουρὶ -ὁ ἕνας ἀπὸ φόβο, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἔχθρητα καὶ ζήλια.
Κι ἀρχίζει τότες καὶ ῾τοιμάζεται ὁ Νέος Στενόμυαλος κρυφά, νὰ
πάρει πίσω τὰ Χρυσὰ Μῆλα ποὺ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο ἦταν στὴ δική του μεριά.
Κι ὁ Σκληρόκαρδος, αὐτὸς δὲν κοιμᾶται πιὰ ἀπὸ τὸ φόβο του μὴν
τοῦ πάρουν τὰ Χρυσὰ Μῆλα· γιατὶ μὲ τὸν παλιὸ τοῖχο μονάχα ἡ ρίζα τοῦ δέντρου
ἦταν στὴ δική του τὴ μεριά.
Βγάζει λοιπὸν διαλαλητὴ καὶ φωνάζει τοὺς πιὸ καλοὺς μαστόρους
ἀπ᾿ ὅλες τὶς χῶρες.
Καὶ μὲ τὴν προσταγή του κόβουν οἱ ξυλοκόποι τὶς καρπερὲς
ἐλιὲς νὰ σιάξουν Φράχτες. Κι οἱ μαραγκοὶ πριονίζουν τὰ ὄμορφα πεῦκα καὶ σιάχνουν
χοντρὲς πόρτες. Κι οἱ σιδεράδες λιώνουν τὸ σκληρὸ σίδερο καὶ σιάχνουν μεγάλες
ἀμπάρες καὶ χοντρὰ Καρφιά. Κι οἱ χτίστες δουλεύουν νύχτα μέρα καὶ χτίζουν
κάστρα, πύργους, πολεμίστρες. Καὶ στὸ τέλος γυρίζουν καὶ τὸ ποτάμι, ποὺ πότιζε
τὴ χώρα, καὶ τὸ φέρνουν νὰ περνᾶ πλατὺ κι ἀφρισμένο μπρὸς ἀπὸ τ᾿ ἄπαρτο κάστρο
ποὺ φυλάγει μέσα ὁ Ἄρχοντας τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Μὰ ὁ πονηρὸς Στενόμυαλος αὐτὸς φωνάζει ξένους τεχνίτες ποὺ
δουλεύουνε μόνο τὴ νύχτα.
Κρυμμένοι σ᾿ ἕνα βαθὺ λαγούμι, σαράντα μπόγια κάτ᾿ ἀπ᾿ τὴ
γῆς, κρυφὰ μαστορεύουν καὶ ζητᾶνε νὰ βροῦνε νέες τέχνες, τὸν ἄπαρτο τὸν πύργο νὰ
γκρεμίσουν καὶ τὸ παλιὸ τὸ σύνορο ἄκοπα νὰ διαβoῦν.
Καὶ ξοδεύει τὸ χρυσάφι ὁ Στενόμυαλος καὶ σκορπᾶ τὸ
μαργαριτάρι καὶ σὲ λίγο ἀδειάζουν ὅλες οἱ ἀποθῆκες ποὺ ἀπ᾿ τὸν καιρὸ τοῦ πατέρα
του ἦταν γεμάτες.
Κι οἱ ἄνθρωποι ζοῦνε ἀκόμα πιὸ δυστυχισμένoι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια φύγαν ἀπ᾿ τὰ δάση· καὶ τὰ τριαντάφυλλα
μαράθηκαν δίχως τὸ κελάηδημα τoυς· καὶ τὰ παιδιὰ εἶναι ἀδύνατα καὶ πολὺ χλωμά·
κι οἱ καρπερὲς ἐλιὲς κείτονται κομμένες στὸ χῶμα…
Κι ὅσοι δὲν εἶναι στρατιῶτες, δουλεύουν μόνο γιὰ νὰ γεμίζει
τὶς ἀποθῆκες καὶ νὰ ξοδεύει ὁ ἕνας ἄρχοντας, ἢ γιὰ νὰ χτίζει ψηλὰ κάστρα ὁ
ἄλλoς.
Καὶ μία μέρα ἀκούγεται ἕνα φοβερὸ ποδοβολητὸ καὶ τρέμει ἡ γῆς
καὶ σιοῦνται συθέμελα τὰ Κάστρα. Κι οἱ στρατιῶτες μὲ τὰ χίλια σπαθιὰ πετιοῦνται
πάνω τρομαγμένοι καὶ τί νὰ δoῦν!…
Ἕνα μεγάλο σύννεφο ν᾿ ἁπλώνεται, ὥσπου φτάνει τὸ μάτι σου, κι
ὅλο νὰ θολώνει καὶ ν᾿ ἀντριεύεται.
Κι ἔρχεται εὐτὺς ὁ Σκληρόκαρδoς. Καὶ βαροῦνε οἱ σάλπιγγες· κι
αὐτὸς καβάλα ἀπάνω στ᾿ ὁλόλευκο ἄτι του, ποὺ δαγκάνει τὰ σίδερα καὶ χλιμιντρᾶ νὰ
πολεμήσει, προχωρᾶ καταπάνου στὸ σύννεφο νὰ δεῖ.
Καὶ ξαφνικὰ ἀστράφτουν χίλιες ἀστραπὲς καὶ πέφτουν χίλιοι
κεραυνοὶ κι ἀντιβουίζουνε βουνὰ καὶ κάμποι. Καὶ μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴ φωτιὰ π᾿ ἄστραψε ἀπ᾿
τὸν κουρνιαχτό, φαίνουνται γιὰ πρώτη φορὰ οἱ σημαῖες καὶ τὰ μπαϊράκια τ᾿ ἄρχοντα
Στενόμυαλου.
Καὶ ξανατρέμει ἡ γῆς καὶ σκοτεινιάζει ὁ οὐρανὸς καὶ κρύβεται
ὁ ἥλιος…
Κι ἀρχίζουν μέσα σ᾿ ἕνα βουερὸ κι ἀπαίσιο μούγκρισμα νὰ
σφυρίζουν καὶ νά ῾ρχουνται καταπάνου στὸ κάστρο μπάλες ἀπὸ καυτὸ σίδερο.
Καὶ τινάζουν τοὺς πύργους στὸν ἀγέρα, καὶ πέφτουν οἱ τοῖχοι
σὲ συντρίμμια, κι οὐρλιάζουν οἱ στρατιῶτες, ποὺ τὸ καυτὸ μολύβι τοὺς θερίζει τὰ
ποδάρια, τοὺς κόβει κορμιά, τοὺς σφάζει ζωντανούς.
Καὶ τὸ ποτάμι γίνεται κόκκινο ἀπ᾿ τὸ πολὺ γαῖμα, κι ἀφρίζει
θυμωμένο τὸν ὁλοκόκκινον ἀφρὸ κι ὁρμᾶ νὰ πνίξει τ᾿ ἄλογα καὶ τὰ κανόνια καὶ τὴν
κόκκινη ἀπ᾿ τὸ αἷμα μηλιὰ ποὺ κάνει τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Τρέχουν εὐτὺς οἱ μυριάδες στρατός, μ᾿ ἀμέτρητους κουβᾶδες,
σκύβουν στ᾿ ἀφρισμένο τὸ ποτάμι, κι ἀδειάζουν στ᾿ ἄσπλαχνο διψασμένο χῶμα τὸ
κόκκινο αἷμα.
Κι ἀπὸ τότες, ὁ παλιὸς ἀνθισμένος κάμπος ἔχει παντοῦ κόκκινο
χῶμα. Καὶ κανένα λουλούδι δὲ φυτρώνει. Οὔτε δέντρο. Κι οὔτε πουλὶ δὲν περνᾶ ψηλὰ
στὸν οὐρανό…
Λαχανιασμένος, κουρασμένος, μὰ φχαριστημένος γιατὶ νίκησε,
τρέχει ὁ Νέος Στενόμυαλος πάνω στ᾿ ὁλόμαυρο ἄτι του, περνᾶ τὸ κόκκινο ποτάμι,
βρίσκει τὸ σκοτωμένο Σκληρόκαρδο, τοῦ κόβει τὸ κεφάλι, καὶ πάει καὶ τὸ κρεμᾶ στὴ
ματοβαμμένη Μηλιά.
Κι ἔτσι πῆρε ἐκδίκηση…
Ἀλλ᾿ ἄδικα περιμένει νὰ πάρει καὶ τὰ Χρυσὰ Μῆλα.
Περνᾶνε χίλιες μέρες, ἑκατὸ βδομάδες, πενήντα χρόνια, βγάζει
ψαρὰ γένια κι ἄσπρα μαλλιά, ὅμως ὄχι, δὲν ἀνθίζει γι᾿ αὐτὸν ἡ Μηλιά.
Τότες φωνάζει πίσω τους ξένους τεχνίτες. Καὶ τοὺς βάζει νὰ
σκάβουν βαθιὰ λαγούμια, πέρα ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ Μηλιά.
Ὕστερα, ξεζεύει μόνος του τὰ χίλια ἄλογα ποὺ ῾σέρναν τὰ
κανόνια καὶ τὰ στήνει ὅλα μαζί, γυρισμένα καταπάνου στὴ χώρα τοῦ νικημένου
Σκληρόκαρδου…
Καὶ μὲ τὰ κανόνια καὶ μὲ τὰ λαγούμια, πιστεύει πὼς ἔκλεισε
μέσα καὶ τὴ χρυσή του τύχη.
Γιατὶ ἂν ἀνθίσει ἡ Μηλιά, μὲς στὴ δική του χώρα θὰ κάνει τὰ
μῆλα, γιὰ τοὺς δικούς του μονάχα τοὺς γιούς, τ᾿ ἀρχοντόπουλα.
* * *
Ὁ Σπιθοβολάκης
Ὕστερα, ἂν πεῖς πὼς δὲ γέννησε πάλι ἡ Ἀρχόντισσα, θὰ ῾λεγες
ἕν᾿ ἄσκημο ψέμα. Γιατὶ κι οἱ δύο Ἀρχόντισσες γεννούσανε ὅλο ἀγόρια, τό ῾να πιὸ
ἄγριο καὶ πιὸ κακὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλο…
Καὶ κάθε ἕνας τους, ἤθελε γιὰ δική του μονάχα τὴ Μηλιά. Ἔκανε
λοιπὸν νέον Πόλεμο νὰ τὴν πάρει πίσω. Κι ὁ ἄλλος -αὐτὸς ἔκανε πόλεμο, νὰ τὴ
φυλάξει.
Καὶ κάθε φορὰ λέγανε ψέματα -πὼς ὅλο καὶ θ᾿ ἀνθίσει ἡ Μηλιά,
ὅλο καὶ θὰ κάνει τὰ ὄμορφα χρυσαφιὰ λουλούδια της. Καὶ πὼς τότες ὁ κόσμος θὰ ζεῖ
εὐτυχισμένος…
Ὅμως ἦταν ἡ πιὸ μεγάλη Πείνα, κι ἡ πιὸ φοβερὴ Δίψα -ἀπ᾿ τὸν
καιρὸ ποὺ ζοῦμε ἀπάνω στὴ γῆς.
Οἱ ἀνθρῶποι τρώγαν καὶ ποντίκια καὶ γάτες· καὶ γιὰ νὰ πιοῦνε
νερὸ ἁπλῶναν στὴ γῆς ἀπάνω κουβάδες καὶ ντενεκέδες, κι ὅ,τι ἄλλο εἶχαν, μὴ ρίξει
ὁ οὐρανὸς καμιὰ στάλα νά ῾χουν νὰ πιοῦν.
Ἔ, τότες λοιπόν, μία καλομοίρα Γριά, εἶχε ψάξει χίλιες φορὲς
τὴν ἀποθήκη της μὴ βρεῖ μία σταλίτσα ἀλεύρι, νὰ ψήσει ψωμί.
Καὶ λέει: «βρὲ δὲν πάω νὰ ψάξω μίαν ἀκόμα;» Κι ἀδειάζει, ποὺ
λέτε, ὅλα της τὰ σακιὰ καὶ στὸ τελευταῖο βρίσκει μία χουφτίτσα ἀλεύρι…
Ἐκεῖ νὰ δεῖς χαρὰ τὴ Γριά: καὶ τ᾿ αὐτιά της γελούσανε! Πιάνει
γλήγορα γλήγορα καὶ τὸ ζυμώνει καὶ τὸ πλάθει καὶ σιάχνει ἕνα κουλουράκι καὶ τὸ
σκεπάζει μὲ τὴν κάπα της ὄμορφα ὄμορφα, νὰ ζεσταθεῖ, νὰ φουσκώσει.
Τώρα, ἡ Γριούλα αὐτὴ εἶχε δεκατρία παιδιά, καὶ τῆς εἶχαν
πεθάνει ὅλα στὸν πόλεμο. Κι ὁ πόλεμος βάστηξε δώδεκα χρόνια, καὶ κάθε χρόνο
ἔχανε κι ἕνα παιδί, κι ἔτσι τῆς ἔμεινε μόνο τὸ τελευταῖο, ποὺ τὸ λέγανε
Σπιθοβολάκη.
Αὐτὸς ἦταν τὸ πιὸ καλὸ παιδὶ τῆς γειτονιᾶς· μὰ τί τὰ θές,
ἦταν καὶ λίγο σκανταλιάρικο… Κείνη τὴ μέρα εἶχε χωθεῖ στὸ πιθαράκι μὲ τὸ λάδι,
ἔτσι γιὰ νὰ πεταχτεῖ ἀπὸ μέσα τὴν ὥρα ποὺ θὰ τρώγανε καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ
γελάσουν.
Μὰ σὰν εἶδε τὸ κουλουράκι -ὤπ! δίνει μία, καὶ νὰ τὸν ἔξω ἀπ᾿
τὸ πιθάρι!… Τσίμπα ἀπὸ δῶ, τσίμπα ἀπὸ κεῖ, ἔφαγε δίχως νὰ τὸ καταλάβει ὅλο τὸ
ζυμάρι…
Τί νὰ κάνει τότε; Κάθεται, παίρνει χῶμα, σιάχνει λάσπη,
πλάθει ἕνα ὁλόιδιο κουλουράκι, τὸ πασπαλίζει μὲ τὴν ἀλευρόσκονη πού ῾χε μείνει,
καὶ -τσούπ! ξανατρυπώνει στὸ πιθαράκι…
Ἔρχεται ὁ Γέρος κι ἡ Γριὰ νὰ φᾶνε κι ἀρχίζουν τὶς φωνές.
- Σπιθοβολάκη!… Ποῦ ῾σαι, βρὲ Σπιθοβολάκη;… Ἔλα, ἔλα νὰ
φᾶς!…
Σὰν εἶδαν κι ἀπόειδαν ποὺ δὲν ἐρχόταν ὁ προκομμένος ὁ γιός
τους, κάθονται νὰ φᾶνε.
Πιάνει ὁ Γέρος τὸ κουλουράκι, τὸ δαγκώνει…
- Χάι, χάι! T᾿ εἶν᾿ αὐτό… Φτού! Χαφτού!
Κι ἀρχίζει τὰ γέλια τότες ὁ Σπιθοβολάκης μέσ᾿ ἀπ᾿ τὸ
πιθαράκι, καὶ ψάχνουν αὐτοὶ θυμωμένοι νὰ τὸν βροῦν κι ἀπὸ δῶ τὸν ἔχουν, ἀπὸ κεῖ
τοὺς φεύγει.
Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ τὰ γέλια παίρνει δρόμο, μαζὶ μὲ τὸ πιθάρι…
Καὶ βλέπει ἡ Γριὰ ἕνα κοτζὰμ πιθάρι νὰ τὸ σκάει ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ καταλαβαίνει
πὼς κάποια διαολιὰ θά ῾ναι πάλι τοῦ Σπιθοβολάκη καὶ πιάνει τὴ σκούπα κι ἀρχινᾶ
νὰ τὸν κυνηγᾶ.
Τρέχει, τρέχει ὁ Σπιθοβολάκης μέσα ἀπὸ τὸ πιθάρι. Κι ἔχει
βγάλει ὄξω τὰ ποδάρια του, μὰ τὸ κεφάλι του μεγάλωσε ἀπ᾿ τὰ πολλὰ γέλια καὶ δὲ
βγαίνει…
Τέλος φτάνει κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά, δίνει μιὰ τοῦ πιθαριοῦ
στὸν κορμό, τὸ σπᾶ καὶ λευτερώνεται. Μὰ ἡ μάνα του τὸν ἔχει φτάσει κι ἁπλώνει τὸ
χέρι της -ἄπ!… νὰ τὸν τσακώσει.
- Μηλιά, μηλιά, ἀνέβασ᾿ μὲ ψηλά! λέει τότες ὁ
Σπιθοβολάκης.
Κι εὐτύς, σκύβει ἡ Μηλιά, κι ὡσότου κλείσει ἡ μάνα του τὰ
χέρια της, νὰ τὸν ὁ Σπιθοβολάκης ψηλά, πάvω στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς καὶ χοροπηδᾶ
καὶ σκάει στὰ γέλια!…
Καὶ βγάζει ἕνα σκοινὶ πού ῾χε δεμένο στὴ μέση του καὶ δένει
μία ψηλὴ κούνια κι ἀρχινᾶ τὸ γέλιο καὶ τὸ ξεφωνητὸ καὶ τὸ τραγούδι…
Κι ἡ γριούλα μία φοβᾶται μὴ τῆς πέσει, μία τὴν πιάνουν τὰ
γέλια μὲ τὴ διαολιὰ καὶ τὸ κέφι τοῦ γιοῦ της.
Ἡ Μηλιὰ χαίρεται κι αὐτὴ κι ἀναγαλλιάζει, ἕνα παιδὶ
σκαρφαλωμένο ἀπάνω της νὰ παίζει καὶ νὰ τραγουδᾶ…
Ἡ καρδιὰ τῆς χτυπᾶ χαρούμενη· καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο
γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ Ἄρχoντες.
Κι ὁ Ἥλιος χαίρεται κι αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴ χαρακαμένη μανούλα
νὰ γελάσει. Καὶ λίγο πρὶν δύσει, στέλνει τὶς τρεῖς πιὸ ὄμορφες ἀχτίνες του, νὰ
τοὺς κρατήσουν συντροφιά, νὰ παίζουν κι ὅταν θὰ σκοτεινιάσει.
Μὰ ξαφνικὰ -τί ἦταν αὐτό;… -οἱ τρεῖς φωτεινὲς ἠλιαχτίνες
γίνονται τρία χρυσαφιὰ ὄμορφα λoυλoύδια. Ἀστράφτει Ἀνατολὴ καὶ Δύση! Καὶ -νὰ
τά!… τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα λάμπουν μέσα στὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς.
- Σπιθοβολάκη μου! Σπιθοβολάκη, φωνάζει τότες ἡ Γριoύλα.
Κόψε, κόψε τὰ Χρυσὰ Μῆλα!
- Θὰ μοῦ τὰ δώσεις ἂν κατέβω; λέει ὁ Σπιθoβoλάκης.
- Ναί, γιόκα μoυ.
- Καὶ δὲ θὰ μὲ δείρεις γιὰ τὸ κουλουράκι; ξαναρωτᾶ τὸ
σκανταλιάρικο.
- Ὄχι, γιόκα μoυ.
- Ἔ, τότες γιατί νὰ κατέβω; Ἄσε νὰ τελειώσω πρῶτα τὴν κούνια
μoυ!… Xόπ!… Καὶ ξεκαρδίζεται νὰ γελᾶ, ὅπως πετᾶ -ὄπλα, λὰ κάτω ἀπὸ τὴν Μηλιὰ τὰ
χρυσὰ τὰ Μῆλα.
- Σπιθοβολάκη, Σπιθοβολάκη, λέει τότες ἡ Μανούλα τoυ. Δῶς μου
τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα κι ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὴν πιὸ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανoύλας. Τότες ὁ
Σπιθοβολάκης ἀφήνει γλήγορα τὸ παιχνίδι, σκαρφαλώνει εὐτὺς πιὸ ψηλὰ καὶ ρίχνει
τὰ Χρυσὰ Μῆλα στὴ γλυκιά του Μανούλα. Κι ἐκείνη τοῦ λέει ψιθυριστά, στὸ μικρὸ
ἔξυπνο αὐτάκι του, μία Μαγικὴ Λέξη, τρεῖς φορές: «Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη».
Καὶ κρατοῦσε στὰ χέρια της τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα ποὺ θὰ
φέρναν στὸν κόσμο τὴν εὐτυχία.
Ξανασκαρφαλώνει τότες ὁ Σπιθοβολάκης πολὺ ψηλά, πάνω στὴ
Χρυσὴ τὴ Μηλιά. Κι ἀρχίζει νὰ φωνάζει, μὲ μία φωνὴ ποὺ λυγίζανε τὰ δέντρα ἀπ᾿
τὴν ἀνάσα πού ῾βγαζε κάθε φoρά.
Καὶ τὸν ἀκοῦν ὅλα τὰ παιδιὰ ποὺ ζοῦσαν χωριστὰ στὴ χώρα τοῦ
τελευταίου Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου κι ἔρχουνται εὐτὺς νὰ
δοῦν τί τρέχει.
- Παιδιά, λέει τότες μὲ τὴ βροντερή του φωνὴ ὁ παλικαρὰς ὁ
Σπιθοβολάκης, ἡ Μηλιὰ ἄνθισε, γιατὶ νὰ κάνουμε πόλεμο γιὰ τὰ Χρυσὰ Μῆλα;… Ἡ
Μηλιὰ ἄνθισε, κι ὅλοι οἱ Σκληρόκαρδοι κι ὅλοι οἱ Στενόμυαλοι μήτε τὸ πῆραν
χαμπάρι, οὔτε τὴ Χρυσὴν Εὐχὴ τῆς Μανούλας ἔχουν μαζί τους…
Εἰρήνη-Εἰρήνη-Εἰρήνη!
- Ζήτω-ω-ω!… θὰ γίνει!, φωνάζουν τότες κι ὅλα μαζὶ τ᾿
ἀγαπημένα παιδιά.
Κι ἀρχίζουν εὐτὺς τὸ τραγούδι καὶ τὸ χορὸ καὶ πιάνουνται ὅλοι
χέρι μὲ χέρι κι ἀρχίζουν νὰ χοροπηδοῦν καὶ νὰ χορεύουν γύρω γύρω, -ὤπα, ὤπ!
οὖλοι μαζί! -γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά.
Καὶ τὸ χαρούμενο τραγούδι τους, γοργὸ σὰν κρούσταλλο νεράκι
ἔλεγε:
Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει
καὶ τὰ
Μῆλα εἶναι Χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα,
λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
Πήδα -χόπλα! Λύγα! -χόπλα!
Ἴσια τὸ κορμὶ -ἔϊ
χό!
Τρέξτε ὅλοι, πιάστε ὅλοι
τὸ
Λεβέντικο Χορό,
τράλα, λάλα, λό·
τράλα, λάλα, λό!
* * *
Οἱ Ἄρχοντες
Τότες ἀκοῦν οἱ κακοὶ Ἄρχοντες τὸ τραγούδι τῶν παιδιῶν. Καὶ
γιομίζει ἡ καρδιὰ τοὺς φαρμάκι. Καὶ τρέμουν τὰ χέρια τους ἀπὸ θυμό· καὶ λυσσᾶνε
π᾿ ἄνθισε γιὰ τὰ Παιδιὰ ἡ Μηλιὰ καὶ δὲν ἄνθισε γι᾿ αὐτούς…
Κι ἁρπάζουν εὐτὺς τ᾿ ἄγρια ἀσημένια σπαθιὰ καὶ βγαίνουν
ὄξω…
Μὰ τί νὰ δοῦν;!!…
Χιλιάδες ροδοκόκκινα Παιδιά, πιασμένα χέρι χέρι, νὰ πηδοῦν
ἐλεύτερα γύρω γύρω ἀπ᾿ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιὰ καὶ νὰ τραγουδοῦν…
Κι ἡ Μηλιά, εὐτυχισμένη, ν᾿ ἁπλώνει ὅσο μπορεῖ τὰ μεγάλα
δυνατά της κλαδιά, ν᾿ ἀγκαλιάσει ὅλα τὰ παιδιά.
Μὰ ξαφνικά- … τί ἦταν αὐτό;… -ἀστράφτει ὁ οὐρανός!… Χαράζει ἡ
Ἀνατολή, φωτάει ἡ Δύση!… Κι ἀνθίζουν ὅλα τὰ κλώνια τῆς Μηλιᾶς -ἀπ᾿ Ἀγάπη! Καὶ
χιλιάδες Χρυσὰ Μῆλα ἀστράφτουν ψηλά, πέφτουν σὰν ἀστέρια καὶ φυτρώνουν ἐκεῖ ποὺ
πατοῦσαν τὰ ποδαράκια τῶν παιδιῶν… Κι οἱ Κακοὶ Ἄρχοντες, αὐτοὶ βλέπουν καὶ
λυσσοῦν -καὶ τρέμουνε τ᾿ ἄσκημα χέρια τους.
Γιατὶ ἄνθισαν γιὰ τὰ παιδιὰ τὰ μῆλα· κι εἶναι τὰ Μῆλα Χρυσὰ
κι εἶναι ὄμορφα· καὶ δὲν εἶναι γι᾿ αὐτούς.
Ἔ τότες, βγάζουν τ᾿ Ἀσημένια Σπαθιὰ κι ὁρμοῦν, καὶ τὰ μάτια
τους πετοῦν φωτιές.
Καὶ ζυγώνουν σὰν ἄνεμος καὶ σηκώνουν τ᾿ ἄσπλαχνα σπαθιά, καὶ
νά, τὰ κατεβάζουν, νὰ κόψουν τ᾿ ἀγαπημένα χεράκια, νὰ σφάξουν τὰ Παιδιά, νὰ
φτάσουν τὴ Χρυσὴ Μηλιά, ν᾿ ἁρπάξουν αὐτοὶ τὰ μῆλα!
Μὰ τὰ σπαθιὰ δὲν κόβουν.
Καὶ τὰ χεράκια δὲ σπᾶνε.
Καὶ τὰ παιδιὰ τραγουδοῦν ἄφοβα καὶ χορεύουν.
Καὶ σφίγγουν ὅλο πιὸ πολὺ τ᾿ ἀγαπημένα χέρια.
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ποὺ ῾ναὶ πιασμένα καὶ χορεύουν ὅλα τὰ
Παιδιά, γίνεται τότες πιὸ δυνατὸς ἀπ᾿ τὸν πιὸ φοβερὸν πολεμιστή, πιὸ φοβερὸς κι
ἀπ᾿ τὸ ψηλὸ Κάστρο.
Τότες, θολώνουν τ᾿ ἄγρια μάτια τους.
Καὶ τὰ κοφτερὰ Σπαθιά, πέφτουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους.
Καὶ ζαλίζουνται, πέφτουν χάμου. Κι ἀνασηκώνουνται· καὶ
ξαναπέφτουν.
Καὶ τὸ φαρμάκι πού ῾χουνε στὴ μαύρη ψυχή τους, ἔπηξε κι ἔγινε
πηχτὸ κόκκινο γαῖμα. Καὶ σταματᾶ τὴν ἄσπλαχνη καρδιά τους· νὰ μὴ χτυπᾶ πιά.
Καὶ παραλυοῦνε τὰ μακριὰ σουβλερά τους δαχτύλια. Καὶ δὲν
μποροῦνε πιὰ νὰ σκοτώνουν.
Ἔ, σὰν εἶδαν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα τοὺς ἀγαπημένους τους ἄρχοντες
σκοτωμένους, φωνάζουν τοὺς φύλακες μὲ-τὰ-Χίλια-Μάτια.
Κι ἀπὸ τοὺς Μαύρους Τάφους ξεπηδοῦν οἱ Στρατιῶτες μὲ-τὰ-Χίλια
Σπαθιά.
Καὶ ὅλοι μαζὶ οἱ ὀχτροὶ τῶν παιδιῶν ζυγώνουν, μὲ πνιχτὰ
βήματα, μὲ μάτι θολὸ κι ἀγριεμένα Σπαθιά. Καὶ θέλουν κι αὐτοὶ νὰ σφάξουν τὰ
παιδιά, ν᾿ ἁρπάξουν τὰ Χρυσὰ τὰ Μῆλα.
Μὰ τὰ παιδιὰ δὲν τοὺς βλέπουν καὶ δὲν τοὺς ἀκοῦν. Καὶ
χαρούμενα σφίγγουν τὰ χέρια. Κι ὅλο τραγουδοῦν.
Καὶ πετᾶ τὸ τραγούδι τους γοργὸ κι ἀντηχεῖ ὡς τὸν Κόκκινον
Κάμπο, κεῖ, ποὺ Πουλὶ δὲν πετᾶ καὶ Λουλούδι δὲ φυτρώνει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ φτωχοὶ Περβολάρηδες ποὺ δεμένοι στὶς χρυσὲς
ἁλυσίδες τοῦ Σκληρόκαρδου σκάβουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ κάνουν τὴ Μηλιὰ ν᾿
ἀνθίσει.
Καὶ τ᾿ ἀκοῦν οἱ Καλοὶ Χτίστες ποὺ δεμένοι στὶς βαριὲς
ἁλυσίδες τοῦ Στενόμυαλου χτίζουν. Τί, δὲν μπόρεσαν νὰ φυλάξουν καλὰ τὴ Χρυσὴ
Μηλιά.
Καὶ σηκώνουν τὰ μάτια καὶ βλέπουν τὸν Ἥλιο. Μὰ ξαφνικά, τὸ
τραγούδι ὁρμᾶ στὴ μεγάλη κόκκινη φωτιὰ καὶ τὴ σβήνει.
Τότες σωπαίνουν τὰ μεγάλα νεροπρίονα στὸ δάσος. Κι ἀπ᾿ τὰ
βαθύσκια Δάση βγαίνουν οἱ ξυλοκόποι.
Καὶ φύλλο δὲν τρέμει, κι ἀγέρας δὲ φυσᾶ.
Κι ὅλοι οἱ ἀνθρῶποι, π᾿ ἀγαποῦν τὰ Παιδιά, βλέπουν τότες τοὺς
χίλιους μαύρους φύλακες ποὺ ζυγώνουν. Τί, ἄνοιξε ὁ οὐρανὸς καὶ φάνηκε ὁ Ἥλιος·
κι ἀκούγονται τὰ βαριά τους πατήματα καὶ γυαλίζουνε τ᾿ ἀσημένια τους σπαθιά… Καὶ
ὡσὰν τοὺς εἶδαν, κάνουν ἔτσι καὶ σπᾶνε τὶς ἁλυσίδες.
Καὶ -νά τοι!- τρέχουν, πετοῦν, ξεχύνουνται, μὲ τσάπες καὶ
τσεκούρια, μὲ πριόνια καὶ μυστριά, μὲ σίδερα ποὺ βρῆκαν καὶ κλαδιὰ ποὺ
κόψαν.
Ἀστράφτει στὰ μάτια τους ἡ Ἀγάπη.
Καὶ γοργὰ χτυπᾶ στὶς φλέβες τὸ κόκκινο Ἀνθρώπινο αἷμα. Καὶ
ἐρχόμενοι, ἐκεῖνα τὰ παλικάρια, ἐχυθῆκαν ἀπάνω τους, ὡσὰν λεοντάρια
λυσσασμένα.
Καὶ τότες -ἄϊ χά! -σηκώνουνται ψηλὰ τ᾿ ἀτσάλινα μπράτσα. Καὶ
πρὶν κατέβουν, ξεψυχοῦν οἱ στρατιῶτες-μὲ-τὰ-χίλια-Σπαθιά. Καὶ σὰν κατέβουν,
λιανίζουν, πετσοκόβουν, πελεκοῦν τοὺς λυσσασμένους φύλακες τῶν Ἀρχοντάδων.
Ὅμως ὅσοι ἀπομεῖναν ἀπὸ τὰ στρατεύματα τοῦ τελευταίου
Σκληρόκαρδου καὶ τοῦ τελευταίου Στενόμυαλου ἑνωθήκανε τότες σ᾿ἕνα μεγάλο στρατό,
κι ὁρμῆσαν καὶ πάλι καταπάνου στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ κόψουν τὰ ἑνωμένα τους χέρια καὶ
νὰ πάρουν αὐτοί, γιὰ λογαριασμό τους μονάχα, τὰ τρία -ὁλόχρυσα- Μῆλα.
Καὶ τότες καὶ οἱ πατεράδες καὶ ὅλες οἱ μητέρες τῶν παιδιῶν
ποὺ εἶδαν τὸν κίνδυνο αὐτὸν ὁρμήσανε καταμπρός, ἄλλοι ἀπὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἐχθρὸ
καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν πίσω μεριά τους· καὶ ἐκάναν τὴν καρδιά τους σκληρὴ καὶ ἄπονη:
Καὶ ἁρπάξαν τοὺς κακοὺς αὐτοὺς στρατιῶτες ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ γυρίσαν κατὰ πίσω
τὴν κεφαλή τους καὶ τοὺς ἐχτύπησαν μὲ ὅλη τους τὴ δύναμη στὸ κεφάλι. Καὶ μετὰ
τοὺς ἐγύρισαν τὸ χέρι καὶ τοὺς ἐπῆραν τὸ μαχαίρι, ὅπου ἐκρατοῦσαν πρὶν μέσα στὰ
δόντια τους γιὰ νὰ σφάξουν οἱ κακοῦργοι αὐτοὶ τὰ παιδιά. Καὶ μὲ τὸ ἴδιο αὐτὸ
ἀτσάλινο μαχαίρι τοὺς χτυπῆσαν μὲ μεγάλη δύναμη, ἴσα μέσα στὴν καρδιά. Ἔτσι
σκληρὰ καὶ ἄπονα τοὺς ἐσκοτώσανε. Καὶ μένανε ἐκεῖ αὐτοὶ πάνω στὸ χῶμα ξαπλωμένοι
-δίχως νὰ μποροῦνε πιὰ νὰ κάνουν κακὸ σὲ κανέναν ἄνθρωπο- οὔτε καὶ σὲ κανένα ἀπὸ
τὰ παιδιὰ ποὺ κυνηγούσανε πρὶν μὲ κακία μεγάλη.
Ἐτότες ἐφάνηκε κι ἕνας καβαλάρης μὲ σπαθὶ ξεγυμνωμένο καὶ
ἄρματα λαμπερά. Καὶ ἄρχισε νὰ σφάζει τοὺς φύλακες, ὅσοι εἴχανε ἀπομείνει· καὶ
τοὺς ἐπῆρε κυνηγώντας πέρα ἀπὸ τὴ Χρυσὴ τὴ Μηλιά, μέσα στὰ βουνά.
Καὶ ἐκεῖ ἔγινε ἄφαντος ἀπὸ τὴ γῆ.
Καὶ τὰ παιδιὰ βοηθώντας, καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐσταθήκανε
νικητές.
Πιάνουνε λοιπὸν τ᾿ Ἀρχοντόπουλα καὶ τὰ κλείνουνε στὶς δικές
τους σκοτεινὲς φυλακές.
Καὶ τοὺς στρατιῶτες τοὺς κόβουν εὐτὺς τὰ πολλὰ χέρια. Καὶ
τοὺς ἀφήνουνε μόνο δύο, νὰ δουλεύουν καὶ νὰ τρῶν.
Καὶ τοὺς Φύλακες -αὐτοὺς τοὺς πᾶνε καὶ τοὺς στήνουν μὲς στ᾿
ἀνθισμένα ἀμπέλια, νὰ φυλοῦν τὰ σταφύλια μὲ τὰ χίλια τους μάτια, μὴν ἔρθει κάνα
πουλάκι καὶ τσιμπήσει τὶς γλυκὲς ζουμερὲς ρόγες…
* * *
Ὁ χορὸς τῆς χρυσῆς
μηλιᾶς
Σκύβει τότες ὁ Σπιθοβολάκης, μαζεύει τὰ ὁλόχρυσα Μῆλα καὶ τὰ
φυτεύει βαθιά, στὰ καρπερὰ σπλάχνα τῆς γῆς.
Κι ὁ Γέρος -χάι! -αὐτὸς μοιράζει σ᾿ ὅλους τὶς χίλιες
Ἀσημένιες τσάπες.
Κι ἀπὸ πίσω -νὰ τὴν! -σκαλίζει μ᾿ ἕνα σκαλιστηράκι κι ἡ
Γριά.
Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ κίτρινο κοντάρι, τὸ σιάχνει εὐτὺς
δρεπάνι-δρεπανάκι. Καὶ σὰ βρίσκει παλιὸ σκουριασμένο κανόνι, τὸ ρίχνει εὐτὺς στὴ
μεγάλη κόκκινη Φωτιά.
Καὶ τὸ παίρνουν οἱ Σιδερᾶδες, τὸ χτυποῦν στὸ δυνατὸ ἀμόνι καὶ
τὸ σιάχνουν ὄμορφο ἀλέτρι.
Καὶ πιάνει ὁ παλικαρᾶς ὁ Σπιθοβολάκης τ᾿ ἀλέτρι κι ὀργώνει μὲ
μιᾶς ὁλάκερη τὴ γῆς. Κι ἀπ᾿ τὸ γερὸ καὶ βαθὺ σκάψιμο, πέφτουν οἱ ψεύτικοι
Πύργοι, γκρεμίζουνται οἱ ψηλοὶ μαῦροι Τοῖχοι, γεμίζουν χῶμα τὰ φιδωτὰ λαγούμια,
πέφτουν οἱ Σκοτεινὲς φυλακές, καὶ τίποτα πιὰ δὲ χωρίζει ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι ἀπὸ πίσω -νά κι ὁ Γέρος! ρίχνει τὸ στάρι.
Καὶ νά καὶ τὰ Παιδιὰ -αὐτὰ θερίζουν τὰ κυματιστὰ ὁλόχρυσα
στάχια.
Μὰ φυτρῶσαν καὶ τὰ Μῆλα. Καὶ βγῆκαν παντοῦ οἱ ὄμορφες
ἀληθινὲς Μηλιές.
Καὶ ὅλοι ὅσοι βρίσκουνται τώρα κοντὰ στὴ Χρυσὴ Μηλιά,
πιάνουνται χέρι μὲ χέρι, σφιχτὰ κι ἀγαπημένα, στὸν πιὸ λεβέντικο χορὸ πού ῾γινε
ποτές.
Καὶ πιάνει ὁ Σπιθοβολάκης τὸν κάβο κι ἡ Γριούλα τὴν ἄλλη
ἄκρη. Κι ὁ Γέρος -χάι -αὐτὸς κάνει ἔτσι καὶ φωνάζει, φωνάζει ὅλα τὰ Παιδιά, ἀπ᾿
ὅλη τὴ γῆς, στὸ χορὸ τῆς Χρυσῆς τῆς Μηλιᾶς.
Καὶ βλέπεις χαρούμενα Κινεζάκια μὲ σβέλτα μάτια καὶ χλωμὸ
πρόσωπο, Ἀραπάκια μὲ σγουρὸ μαλλὶ κι ἀστραφτερὸ χαμόγελο, Ἰνδιανάκια μὲ κόκκινο
δέρμα καὶ πολύχρωμα φτερά, Ἐσκιμωάκια μὲ λοξὰ μάτια καὶ τολμηρὸ πρόσωπο.
Ἡ Μηλιά μας ἔχει ἀνθίσει
καὶ τὰ
Μῆλα εἶναι χρυσά·
καὶ σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση
θὰ σκορπίσουν τὴ χαρά,
τράλα,
λάλα, λά·
τράλα, λάλα, λά!
Κι ὁ Μεγάλος Κύκλος ἁπλώνει καὶ μεγαλώνει καὶ γυρνᾶ καὶ
χορεύει καὶ τραγουδᾶ καὶ σὲ λίγο ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τὴ γῆς μας, ὅπως ταξιδεύει
φωτεινὴ κι ὄμορφη στὸ Γαλάζιο Ἄπειρο.
Κι ἡ Γῆς ἀναγαλλιάζει χαρούμενη, ὅλα τὰ παιδιὰ ἀγαπημένα, νὰ
χορεύουν ἀπάνω της καὶ νὰ τραγουδοῦν.
Ἡ καρδιά της χτυπᾶ χαρούμενη.
Καὶ ξεχνᾶ τὸ πηχτὸ κόκκινο γαῖμα ποὺ τὴν πότιζαν οἱ Κακοὶ
ἄρχοντες.
Κι ἀνθίζει εὐτὺς τὰ χαρούμενα δέντρα κι ὡριμάζει ἄφθονούς
τους χρυσούς της καρπούς.
Καὶ βάζει τὰ ποτάμια νὰ ποτίζουν καὶ δένει τὸ πιὸ ὄμορφο
στάρι. Καὶ λέει στὰ ψηλὰ βουνὰ νὰ κρατοῦν τ᾿ ἄσπρο χιόνι, νά ῾χουν καὶ τὸ
καλοκαίρι νερὸ νὰ ποτίζουν οἱ ἄνθρωποι.
Κι ὁ Ἥλιος αὐτὸς στέλνει τὶς πιὸ ὄμορφες Ἀχτίνες του. Καὶ
γελοῦν καὶ χορεύουν μὲ ὅλα τὰ Παιδιά!
Κι εἶναι ὅλοι δυνατοὶ -καὶ χαρούμενοι- καὶ πολύ, μὰ πολὺ
εὐτυχισμένοι.
Γιατὶ τὰ πουλάκια ξαναγύρισαν στὰ δάση. Καὶ τὰ τριαντάφυλλα
ξανανθισαν μὲ τὸ κελάηδημά τους. Καὶ τὰ Παιδιὰ εἶναι πολὺ γερὰ καὶ ροδοκόκκινα.
Κι οἱ καρπερὲς Ἐλιὲς ἀνθίζουν ξανὰ τὸν πιὸ ὄμορφο καρπὸ καὶ χαρίζουν σ᾿ ὅλους τὸ
χρυσὸ χρυσὸ λάδι, τῆς μίας Ἀτέλειωτης Εἰρήνης τῶν Ἀνθρώπων.
Τὰ τρία ὁλόχρυσα Μῆλα
εἶχαν ἀνθίσει.
Ψέματα κι ἀλήθεια, ἔτσι εἶν᾿ τὰ
παραμύθια·
μήτε ἐγὼ ἤμουν ἐκεῖ, μήτε σεῖς νὰ τὸ
πιστέψετε.