Η ριζοσπαστική σκέψη είναι αδιαχώριστη από την ιστορία του Ρώσικου σοσιαλισμού για πολλούς λόγους. Στη Ρωσία ξέσπασε η πρώτη σοσιαλιστική επανάσταση, μια επανάσταση που ήταν η έκφραση ενός ισχυρού ρεύματος ριζοσπαστικής εξέγερσης και, που, επιπλέον, γέννησε μια κυβέρνηση η οποία, ενώ διακήρυσσε την απελευθερωτική της αποστολή, κατέπνιγε κάθε εκδήλωση ριζοσπαστικότητας που αμφισβητούσε την ηγεμονία της. Έχουμε την τάση να ερμηνεύουμε την πορεία προς την επανάσταση στη Ρωσία με βάση την ακατανίκητη άνοδο της Μαρξιστικής σοσιαλδημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, το οργανωμένο Μαρξιστικό κίνημα έκανε την εμφάνισή του μόνο στην Τσαρική Ρωσία την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ενώ προϋπήρχε εκεί μια πλούσια ριζοσπαστική παράδοση. Όμως η Σοβιετική ιστοριογραφία, ή έστω η περιέργεια του ευρύτερου κοινού, προτίμησε να ξαναθυμηθεί ορισμένες μόνο πλευρές της παράδοσης αυτής: εκείνοι που τείνουν να συνδέουν τον Μαρξισμό με τη Ρώσικη γη και που αποδίδουν στην πολιτική φιλοσοφία του Σοβιετικού Κράτους ένα ένδοξο επαναστατικό παρελθόν...
Αυτό δε σημαίνει ότι οι ιστορικοί παραγνώρισαν την ύπαρξη του Ρώσικου ποπουλισμού και προποπουλισμού, μερικοί έχουν κάνει θαυμάσιες μελέτες. Επομένως, εκείνο που μας ενδιαφέρει, δεν είναι τόσο η εμφάνιση νέων αληθειών ή θεωριών, όσο η επανερμηνεία τους στο φως της ανάπτυξης της ριζοσπαστικότητας, καθώς κοιτάζουμε το παρελθόν από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Ειδομένη έτσι, η Ρώσικη επαναστατική παράδοση εμφανίζεται ως κάτι θεμελιωδώς διαφορετικό από την Μαρξιστική - Λενινιστική ιδεολογία, μ’αυτή την έννοια, μπορούμε να μιλάμε, για μια εναλλακτική λύση πριν από τον καιρό της.
Όμως κι αυτή είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της δημιουργικής του σκέψης, ο Ρωσικός σοσιαλισμός ανέπτυξε πρώιμα, ήδη από τη δεκαετία του 1850, μια κριτική της Μαρξιστικής και της Γιακωβίνικης ιδεολογίας, η διορατικότητα και η οξυδέρκεια της οποίας δεν έχει χάσει τη σημασία της ακόμη και σήμερα. Αυτή η κριτική είναι απόλυτα σφαιρική, εφόσον τα θεωρητικά κείμενα των Ρώσων επαναστατών δείχνουν ξεκάθαρα τη σχέση μεταξύ εξουσιαστικής ιδεολογίας και της τάξης των διανοουμένων, που είχε επισημάνει ο Μπακούνιν. Διότι βλέπουμε ότι η εξέλιξη της κοινωνικής σύνθεσης του Ρώσικου επαναστατικού κινήματος συνοδεύεται από μια σταδιακή μεταλλαγή της μορφής και του περιεχομένου της ιδεολογίας του.
Η διανόηση, ξεκινώντας σαν τίποτα περισσότερο από μια περιθωριακή ομάδα, απέκτησε αδιόρατα την όψη και τις διαστάσεις πυρήνα μιας τάξης διψασμένης για εξουσία, επομένως, ο σοσιαλισμός της θα έπαιρνε μια όλο και πιο εξουσιαστική και κρατιστική απόχρωση. Η εξέλιξη αυτή κορυφώθηκε με την εμφάνιση της σοσιαλδημοκρατίας και του Λενινισμού, τάξη και ιδεολογία βρίσκονταν τώρα σε τέλεια αρμονία. Όπως επισημάναμε, η κριτική του κρατικού σοσιαλισμού διατυπώθηκε εκ των προτέρων. Οι συνέπειες εκτέθηκαν με βάση τις υφιστάμενες ενδείξεις.
Η γέννηση του οργανωμένου Μαρξισμού, με την σοσιαλδημοκρατική του μορφή, συνέπιπτε σχεδόν ακριβώς με την ριζοσπαστική του αντίθεση που στηριζόταν πολύ στην αντιεξουσιαστική παράδοση, αν και ο πρώτος υπήρξε ήδη μάρτυρας των συγκεκριμένων βλέψεων των ιστορικών ηγετών. Με τον Μαχαέσκι, βρισκόμαστε ακόμη στο σταυροδρόμι όπου συναντώνται ο Μαρξισμός, ο αναρχισμός και ο επαναστατικός συνδικαλισμός. Η πιο οξυδερκής κριτική των χυδαίων πλευρών του Λενινισμού ως εξουσιαστικής ιδεολογίας, προήλθε μέσα απ’τους κόλπους της οργάνωσης.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΡΩΣΙΚΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Εκείνο που σήμερα εκπλήσσει κάποιον αναφορικά με τον Ρώσικο σοσιαλισμό στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, είναι η σύγχρονη και ενδιαφέρουσα για μας πλευρά του κι όμως δεν αναπτύχθηκε από καμία φιλοσοφία της Αναγέννησης ή κάποιο καλλιτεχνικό ή λογοτεχνικό κίνημα που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει ως πολιτιστικό υπόβαθρο. Γεννήθηκε από ένα συνδυασμό ιδεών που εισήχθηκαν άμεσα από τη Δ. Ευρώπη και μιας παράδοσης οξύτατων κοινωνικών συγκρούσεων που ανατρέχει στις αρχές του 18ου αιώνα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Ρωσία ήταν ακόμη μια χώρα με αγροτική οικονομία (παρά μια κάποια βιομηχανική συγκέντρωση στα Ουράλια), όπου οι αγρότες αποτελούσαν περίπου το 90% του πληθυσμού.
Η αριστοκρατία και ο κλήρος μονοπωλούσαν την πρόσβαση στην κουλτούρα, όμως η Εκκλησία ελεγχόταν πλήρως από τον Τσάρο από την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Μεγάλου Πέτρου, ενώ η αριστοκρατία ως τάξη ήταν δεμένη με κοινά συμφέροντα με τον Τσάρο και τη γραφειοκρατία του αργόσχολη, μη παραγωγική και παρακμιακή, η αριστοκρατία ενδιαφερόταν αποκλειστικά να διατηρεί τα προνόμιά της και να εκμεταλλεύεται τους δουλοπάροικους. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον για τα περισσότερα μέλη της αριστοκρατίας. Υπό την Αικατερίνη Β', η αριστοκρατία είχε αποκτήσει ένα επίχρισμα Γαλλικής και Γερμανικής κουλτούρας και θεωρείτο δείγμα καλής ανατροφής το να μιλάς Γαλλικά, μη γνωρίζοντας καθόλου τα Ρώσικα.
Όμως τα σπέρματα της αντίστασης, που ενυπήρχαν στη Γαλλική λογοτεχνία της εποχής εκείνης, αργούσαν να βλαστήσουν. Το Ταξίδι από την Αγία Πετρούπολη στο Μαρόκο, του Ράντιτσεφ, η πρώτη βαθιά κριτική της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, δεν εμφανίστηκε παρά το 1790. Όμως το σοκ που πραγματικά συγκλόνισε κάποιους κύκλους της αριστοκρατίας ήταν ο Γαλλορωσικός πόλεμος και η επιστροφή των στρατιωτών, το 1815. Το παράδειγμα που τους πρόσφεραν οι περιοχές που διέσχισαν, χαλύβδωσε την επιθυμία για αλλαγή, δημιουργώντας ένα μεταρρυθμιστικό κίνημα μεταξύ των αξιωματικών και της ανώτερης γαιοκτητικής αριστοκρατίας.
Η πρώτη μυστική εταιρία ιδρύθηκε το 1816 και το Δεκέμβριο του 1825, ξέσπασε η ανταρσία των ευγενών, υπό τους Πετρέλ και Ριλέγες. Οι Δεκεμβριστές ήταν ακόμη ρεφορμιστές με την πλήρη έννοια του όρου, διαποτισμένοι από τις ιδέες του Γαλλικού Διαφωτισμού του 18ου αιώνα και του ορθολογισμού. Ένας αληθινά Ρώσικος σοσιαλισμός άρχισε να εμφανίζεται στις δεκαετίες του 1830 και του 1840. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η πρώτη γενιά επαναστατών προήλθε από τις τάξεις της μεσαίας και ανώτερης αριστοκρατίας και γαλουχήθηκε με την Γερμανική φιλοσοφία και τη σύγχρονη, Γαλλική σοσιαλιστική σκέψη. Πάνω απ’όλα, η φιλοσοφία του Χέγκελ άφησε ένα ανεξίτηλο σημάδι στους διανοούμενους που άρχιζαν να εξεγείρονται.
Πριν ακόμη κι απ’τους αριστερούς Χεγκελιανούς της Δύσης, οι Ρώσοι σοσιαλιστές προέβησαν σε μια προοδευτική ερμηνεία του Χεγκελιανού συστήματος και υπήρξαν μεταξύ των πρώτων που εφάρμοσαν στην πολιτική τη διαλεκτική και τη φαινομενολογία του. Μια ολόκληρη γενιά (Μπελίνσκι, Χέρτσεν, Ογκάρεφ, Μπακούνιν, Γκρανόφσκι κ.ά.), άντλησε το υπόβαθρο της σκέψης της από τον Χέγκελ και τον Φόϋερμπαχ, παρόλα αυτά όμως προσέβλεπε στους Γάλλους σοσιαλιστές για την ιστορική της ανάλυση και την κριτική της στην κοινωνία. Ακόμη και στην ερμηνεία των νεαρών Χεγκελιανών, η σκέψη του Χέγκελ υπέκειτο σε καθαρά ιδεολογική χρήση - την εξιδανίκευση της δυσαρέσκειας σε απλό ιδεαλισμό.
Η κριτική των Χέρτσεν και Ογκάρεφ, έγινε κοινωνική και επαναστατική με την αφομοίωση των ιδεών των Σαινσιμονικών. Στα τέλη της δεκαετίας του 1830 και τις αρχές της επόμενης δεκαετίας, ήταν η σειρά του Φουριερισμού να διαδοθεί ανάμεσα στους εξεγερμένους διανοουμένους. Ο Χέρτσεν έπαιξε κεντρικό ρόλο στη διάδοση του σοσιαλισμού στη Ρωσία: βαπτισμένος τόσο στη δυτική σκέψη όσο και στη Ρώσικη παράδοση, διετύπωσε την καθαρότερη μέχρι σήμερα έκφραση του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού. Το μεγαλύτερο προτέρημα του Χέρτσεν ήταν ότι άντλησε από τους ουτοπικούς σοσιαλιστές (όπως θα χαρακτηρίζονταν επιτιμητικά αργότερα) τα στοιχεία εκείνα που ακόμα μας φαίνονται ως τα πλέον πολύτιμα.
Αντίθετα, απέρριψε οτιδήποτε θρησκευτικό, μυστικιστικό ή οπισθοδρομικό υπήρχε στους Σαίν Σιμόν, Φουριέ και Προυντόν. Εκείνο που τον έλκυε στον Σαίν Σιμόν, ήταν η αντίληψη του Γάλλου για την ιστορία, για τη διαδοχή των μορφών της κοινωνίας και του Κράτους. Υιοθέτησε την ιδέα του Σαίν Σιμόν ότι η πάλη εχόντων και μη εχόντων ή εκμεταλλευτών και εκμεταλλευομένων, για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του τελευταίου, θα έπαιρνε οπωσδήποτε τη θέση των ιστορικών αγώνων του παρελθόντος. Παρόμοια, ο Σαίν Σιμόν τράβηξε την προσοχή του Χέρτσεν στην κατάσταση της «φτωχότερης και αριθμητικά μεγαλύτερης» τάξης και της πιθανής τύχης της εξαιτίας της ανάπτυξης του βιομηχανικού πολιτισμού.
Τέλος, μια ιδέα που εμφανίζεται συνεχώς στα κείμενα του Χέρτσεν και της οποίας η προέλευση πρέπει ν’αναζητηθεί στα έργα του Σαίν Σιμόν, είναι η ιδέα της παλιγγενεσίας, ή κοινωνικής αναγέννησης. Αφαίρεσε όμως απ’αυτόν τον όρο την μυστικιστική αύρα που του προσέδωσε ο δημιουργός του και ιδιαίτερα οι μαθητές όπως ο Ανφαντέν, ο οποίος επιχείρησε να οικοδομήσει μια νέα θρησκεία πάνω στα θεμέλια της θεωρίας του δασκάλου του. Για τον Χέρτσεν, ήταν ένα ζήτημα ολικής ανανέωσης της κοινωνίας ύστερα από αιώνες καταπίεσης και αδικίας. Αυτή η «Αναγέννηση» θα επιτυγχάνετο μόνο μέσω της εξέγερσης εκείνων που εμπλέκονταν, των οποίων καθήκον ήταν η εκρίζωση της δουλικότητας και η ολοσχερής εξάλειψή της.
Κοντολογίς, τους καλούσε να επανεπινοήσουν την ελευθερία. Η βαθιά του εξοικείωση με όλα τα συστήματα σκέψης του καιρού του, οδήγησε τον Χέρτσεν, όπως και τους περισσότερους συγχρόνους του, ν’απορρίψει τον κομμουνισμό της εποχής του, από τον Καμπέ κατευθείαν στον Μάρξ. Με την λέξη κομμουνισμός, εννοούσε κάθε εξισωτικό δόγμα που υπέτασσε τον άνθρωπο σε μια ''a priori'' οργάνωση που είχε επιβληθεί σ’αυτόν με εξουσιαστικά μέσα, είτε επρόκειτο για την Ικαρία του Καμπέ, είτε για το Κράτος του Λουί Μπλάν ή του Κάρλ Μάρξ. Σε αντίθεση μ’αυτά, ο σοσιαλισμός εκλαμβανόταν ότι σημαίνει θεωρίες συνεργασίας πολύ πιο ελκυστικές για τους Ρώσους.
Έτσι, λόγου χάρη, ο Χέρτσεν αναγνώρισε την εγκυρότητα της κοινωνικής αποσαφήνισης του Λουί Μπλάν, με όρους αστικούς και προλεταριακούς, απέρριψε όμως το σχέδιό του για την οργάνωση της εργασίας. Παρόμοια, αν ο Φουριερισμός προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στη Ρωσία, αυτό συνέβη διότι ίστατο στο αντίθετο άκρο του μηχανιστικού κομμουνισμού του Καμπέ και του Μπαμπέφ. Ο Φουριέ ήταν πολύ της μόδας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1840, σαν αποτέλεσμα μιας σειράς διαλέξεων που έδωσε ο καθηγητής Πορόσιν στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης και, ιδιαίτερα, χάρη στον Πετρασέφσκι, ο οποίος αφοσιώθηκε στη διάδοση των θεωριών του Φουριέ.
Τόσο μέσα από τις στήλες του «Λεξικού ξένων λέξεων που έχουν μεταφυτευθεί στη Ρωσική γλώσσα» (ο β' τόμος εκδόθηκε το 1846), όσο και μέσω συναντήσεων που οργάνωνε στο σπίτι του μεταξύ 1845 και 1849. Ο Φουριερισμός απέκτησε ένα μεγάλο αριθμό υποστηρικτών στη Ρωσία -τόσο στις επαρχίες όσο και στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα- χάρη στον κύκλο Πετρασέφσκι. Υπήρξε ακόμη και μια (ατυχής) απόπειρα ίδρυσης ενός φαλανστηρίου το 1847. Ούτε ο Χέρτσεν ούτε ο Πετρασέφσκι αποδέχθηκαν τη Φουριερική θρησκευτικότητα ή την κοσμογονία της.
Όμως ο Χέρτσεν συμφωνούσε όντως με την κριτική των φαλανστηρίων στην αστική κοινωνία, στην ανηθικότητα της εκμετάλλευσης που αυτή γεννάει, κοντολογίς, ο Χέρτσεν συμφωνούσε με την εκ μέρους του Φουριέ απερίφραστη ηθική καταδίκη του αναδυόμενου καπιταλισμού, όπως θα εμφανιζόταν στο Παρίσι, τη Λυών ή την Μασσαλία. Πάνω απ’ όλα, μοιραζόταν με τον Φουριέ ένα όραμα ανθρώπινης ευτυχίας. Ο Χέρτσεν άντλησε την περιφρόνησή του για όλες τις συνταγές που υποβιβάζουν τον άνθρωπο στη διάσταση του παραγωγού, του πολίτη ή του υπηκόου, από τις συναφείς θεωρίες του Φουριέ.
Είδε στον Φουριέ ένα σταθερό σεβασμό απέναντι στο άτομο ως συγκεκριμένο όν με επιθυμίες και πάθη, απ’όπου και η επιθυμία να φροντίσει για την ικανοποίηση και την εκπλήρωση των επιδιώξεών του, έτσι ώστε να μη συντρίβει από τον «αντικειμενικό νόμο» και τους θεσμούς που επιβάλλονται εκ των άνω και στους οποίους στεγάζεται. Αυτό τον οδήγησε να υιοθετήσει τις φεμινιστικές διδασκαλίες της περιόδου εκείνης, τόσο την «αποκατάσταση της σάρκας» του Σαίν Σιμόν όσο και την επίθεση του Φουριέ στη μονογαμία, διαβάζοντας την Γεωργία Σάνδη, ενέκρινε αμέσως το κάλεσμά της για ανεξαρτησία της γυναίκας.
Ένας τελευταίος Γάλλος σοσιαλιστής θα επηρέαζε τον Χέρτσεν και, μέσω αυτού, ολόκληρο το Ρώσικο σοσιαλιστικό κίνημα, ο Πιέρ - Ζοζέφ Προυντόν. Εδώ, έκανε ξανά μια διάκριση ανάμεσα σ’ό,τι αποπνικτικό και οπισθοδρομικό υπήρχε στα κείμενα τού επιφανούς Γάλλου και την δύναμή του άρνησης. Εξοικειώθηκε με τις θεωρίες του Προυντόν μόνον όταν μετανάστευσε το 1847 - με άλλα λόγια, σε μια στιγμή που ο δικός του σοσιαλισμός ήταν σχεδόν πλήρως ανεπτυγμένος. Μολοντούτο, υιοθέτησε την κριτική του Προυντόν μαζί με τη θεμελιώδη παρατήρηση ότι η μορφή της κοινωνίας δεν είναι εξωτερική προς τα άτομα και ότι διαμορφώνεται από την καθημερινή ζωή.
Δανείστηκε, επίσης, από τον Προυντόν την αντίληψη του σοσιαλισμού ως άρνηση του παρελθόντος και της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, από τις οικονομικές αντιφάσεις μέχρι την ύπαρξη του ίδιου του κράτους. Από την άλλη μεριά, είναι πολύ αυστηρός απέναντι στα κείμενα του Προυντόν περί πατριαρχικής οικογένειας, υποταγής των γυναικών στους άνδρες και αγροτικής μικροϊδιοκτησίας. Μετά από χρόνια φιλικής αλληλογραφίας, ο Χέρτσεν ήρθε σε ρήξη με τον Προυντόν όταν ο τελευταίος, προσεγγίζοντας σταθερά την Αυτοκρατορία, καταδίκασε τον αγώνα των Πολωνών δημοκρατών για εθνική ανεξαρτησία.
Μέσω του Χέρτσεν, του Ογκάρεφ και της γενιάς τους -των επαναστατών-, ένα πλήρες σύστημα δυτικού σοσιαλισμού διείσδυσε στην Ρωσία, εξαγνισμένο από τα εξουσιαστικά ολισθήματα, τις φαντασιώσεις και το μυστικισμό του. Η επόμενη γενιά, η οποία άνοιξε το δρόμο για το κίνημα της δεκαετίας του 1860, ήταν κι αυτή διαποτισμένη από τον σοσιαλισμό εκείνο. Πρώτος, ανάμεσά της, ήταν ο Τσερνισέφσκι, ο οποίος εμπνεόμενος από τους Σαίν Σιμόν, Όουεν και Φουριέ, προέβη σε μια πιο τεχνική κριτική του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η επίδραση της μη Μαρξιστικής σοσιαλιστικής σκέψης ήταν, επομένως, βαθιά στη Ρωσία και άφησε ίχνη ακόμα και μετά την εμφάνιση της σοσιαλδημοκρατίας, διότι βρίσκεται στη ρίζα κάθε κριτικής των εξουσιαστικών συστημάτων.
Ωστόσο, ο δανεισμός από τη δυτική σκέψη αντιπροσωπεύει μέρος μόνο της Ρώσικης ριζοσπαστικής παράδοσης, διότι η ίδια η ιστορία των κοινωνικών συγκρούσεων στη Ρωσία και η διανοητική ποιότητα και η αίσθηση της ελευθερίας των ανθρώπων που την έγραψαν, μετράνε ακόμη περισσότερο. Κατά βάθος, αυτές οι εισαγωγές από τη δυτική κουλτούρα δεν χρησιμέυσαν παρά σαν πνευματικό υπόβαθρο για τον Ρώσικο σοσιαλισμό. Η διάρθρωση της επαναστατικής βλέψης είναι ενσωματωμένη στην ιστορία της σύγχρονης Ρωσίας και στις κοινωνικές συνθήκες του πρώτου μισού του 19ου αιώνα.
Μετά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, η ιστορία αυτή χαρακτηρίζεται από έναν αυξανόμενο πολιτικό συγκεντρωτισμό, μαζί με την υποταγή ξένων λαών. Τον 18ο αιώνα, η κατάκτηση των γειτονικών περιοχών, ανατολικά και νοτιοανατολικά, είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί και οι Τάταροι, οι Τσουβάσοι, οι Μόρντβοι και οι Βασκίροι προσαρτήθηκαν οριστικά στην Αυτοκρατορία. Όμως αυτή η εξέλιξη δεν συντελέστηκε δίχως αντίσταση: Σλάβοι αγρότες αρνούμενοι την υποτέλεια και τους ξένους, προσκολλημένοι με απόγνωση στην ανεξαρτησία τους ξεσηκώθηκαν, σφάζοντας αριστοκράτες κι αξιωματούχους και ανακόπτοντας βραχυπρόθεσμα τη διαδικασία υποδούλωσης.
Αυτές οι αιματηρές εξεγέρσεις σημάδεψαν την κοινωνική ιστορία της Ρωσίας για μια περίοδο 2 αιώνων, συνεχίζοντας να ξεσπούν και στα μέσα του 19ου αιώνα, μια εικονική κοινωνική ειρήνη επικράτησε μόνο με την κατάργηση της δουλοπαροικίας το 1861. Το εμφανέστερο αποτέλεσμα των εξεγέρσεων αυτών: η διαιώνιση της ανυπακοής και της δυσπιστίας απέναντι σε κάθε μορφή εξωτερικής εξουσίας και κάθε είδους γραφειοκρατία. Υπεράνω όλων, οι ξένοι λαοί κατάφεραν να διατηρήσουν ένα κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας, ακόμα κι όταν οι εξεγέρσεις τους καταπνίγονταν με τον πιο αιματηρό τρόπο.
Έτσι, οι διάφορες φυλές Κοζάκων που φρουρούσαν τα ανατολικά και νότια σύνορα (ιδιαίτερα από τους Τούρκους) έλαβαν ως αντάλλαγμα μια μορφή τοπικής αυτονομίας, που τους έδινε την αυταπάτη ότι δεν είχαν υποταχθεί στην κεντρική κυβέρνηση. Η εξέγερση του Στένκα Ραζίν και του Μπολότνικωφ τον 17ο αιώνα και του Πουγκατσώφ τον 18ο , δεν ήταν παρά οι πιο μαζικές και θεαματικές περιπτώσεις μιας αδιάλειπτης σειράς τοπικών εξεγέρσεων. Το έπος του Πουγκατσώφ ισοδυναμούσε μ’έναν αυθεντικό κοινωνικό πόλεμο όπου οι υποτελείς και οι Σλάβοι χωρικοί συμμάχησαν σε μια απόπειρα ν’ανατρέψουν την τσαρίνα (την Αικατερίνη Β').
Όμως, ο άμεσος στόχος των αμέτρητων αυτών εξεγέρσεων ήταν το ξερίζωμα και η κατάργηση της κοινωνικής εξουσίας των ευγενών, των μεγάλων γαιοκτημόνων. Η Ρωσία δεν είχε γνωρίσει τη σταδιακή άνοδο μιας αστικής τάξης, συνοδευόμενη από αλλαγές στην κοινωνική δομή (εξαφάνιση της μεγάλης γαιοκτησίας υπέρ των μικρών αγροτικών κλήρων και των κτημάτων μεσαίου μεγέθους) ή την πολιτική δομή (εξέλιξη προς ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς), με αποτέλεσμα η αντίθεση στο δεσποτισμό να μην διοχετευτεί σε διεθνή κανάλια. Η επιλογή ήταν: υποταγή ή εξέγερση. Επομένως, οποιαδήποτε αμφισβήτηση της υφι στάμενης τάξης πραγμάτων, έπαιρνε αμέσως μια ριζοσπαστική τροπή, στοχεύοντας στην καταστροφή των ίδιων των θεμελίων της εξουσίας.
Η δεύτερη παράδοση με την οποία γαλουχήθηκε ο Ρώσικος σοσιαλισμός και που αποτελεί, ως ένα βαθμό, τον σκληρό πυρήνα του, είναι εκείνη του αυτόνομου χωριού - του Μίρ. Στα πλαίσια της κοινότητας, κάθε χωρικός δικαιούτο ένα κομμάτι γης, σύμφωνα με την ικανότητα του να το καλλιεργεί και το μέγεθος της οικογενείας του. Υπήρχε μια περιοδική αναδιανομή και η ιδιοκτησία ήταν συλλογική, όχι ατομική. Τέλος, ο χωρικός του Μίρ αισθανόταν αφέντης του εαυτού του ή τουλάχιστον ότι μπορούσε να διαλέξει τον αφέντη του και, ιδιαίτερα, τον στάροστ, τον γηραιότερο ο οποίος εκτελούσε χρέη δημάρχου του χωριού.
Ακόμα κι έτσι, δεν πρέπει κανείς να παραμυθιάζεται (συχνότατα, δημιουργούνταν ολιγαρχίες μέσα στο Μίρ, οι οποίες τελικά έλεγχαν τη διοίκηση της κοινότητας), ωστόσο, ιδέες αυτοδιεύθυνσης και συλλογικής ιδιοκτησίας ήταν βαθιά ριζωμένες μέσα στη Ρώσικη, αγροτική νοοτροπία κι αυτό εξηγεί ίσως τον λόγο για τον οποίο τόσο η πολιτική εξουσία της κεντρικής κυβέρνησης όσο και η κοινωνική και οικονομική εξουσία του γαιοκτήμονα, φαίνονταν στους αγρότες παράνομες και ότι αποτελούσαν απειλή για την ανεξαρτησία τους. Σε ακραίες περιπτώσεις, ο Ρώσος αγρότης προτιμούσε ακόμα και να φύγει προς αναζήτηση παρθένων εδαφών, απρόσιτων στους αξιωματούχους και τους στρατιώτες.
Αυτή την ιστορική πραγματικότητα, αυτό το λαϊκό πνεύμα ανεξαρτησίας, προσπάθησαν να ορθολογικοποιήσουν οι διανοούμενοι στη δεκαετία του 1830 και του 1840. Αν και ο σοσιαλισμός τους εκφράστηκε με όρους δανεισμένους από τη δυτική σκέψη, ήταν, μολοντούτο, εμφανώς γηγενής ή καλύτερα επωφελήθηκε από τις παρατηρήσεις και τις αναλύσεις των Γάλλων και Γερμανών φιλοσόφων και των Άγγλων μεταρρυθμιστών, όπως ο Ρόμπερτ Όουεν, απορρίπτοντας κάθε επιτήδευση και οτιδήποτε ερχόταν σε αντίθεση με το αρχικό του σχέδιο. Ο άνθρωπος που εξέφρασε καλύτερα τις αρχές μιας ριζοσπαστικότητας ικανής να υπάρξει αφεαυτής, χρησιμοποιώντας τους όρους του δυτικού Λόγου, ήταν αναμφίβολα ο Αλεξάντερ Ιβάνοβιτς Χέρτσεν (1812 - 1870).
Ο Χέρτσεν δεν ήταν ούτε δημιουργός συστημάτων, ούτε κατασκευαστής σχεδίων, δεν πρόσφερε καμία καινοφανή θεωρία στη Ρωσική σκέψη της εποχής του. Δεν υπάρχει κανένας «Χερτσενισμός» όπως υπάρχει ένας «Μαρξισμός» ή ένας «Φουριερισμός». Η μεγαλοφυΐα του Χέρτσεν έγκειται στην ικανότητά του να εκφράζει τις λανθάνουσες ιδέες του καιρού του, να συνθέτει τις διάσπαρτες σκέψεις, που διατυπώνονταν σε πολλούς κοσμικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης και της Μόσχας, σε λογικές προτάσεις. Ήταν ένα θετικό φερέφωνο των σοσιαλιστικών ιδεών στη Ρωσία του Νικολάου Α'.
Διαθέτοντας ένα υπέροχο λογοτεχνικό στυλ, προχώρησε τόσο πολύ ώστε να σφυρηλατήσει τις πολιτικές αντιλήψεις του σοσιαλισμού με τη δική του γλώσσα, μεταφέροντάς τες από τα Γαλλικά και τα Γερμανικά. Επηρέασε, πολύ περισσότερο από τον Μπακούνιν (που οι ιδέες του άρχισαν να διαποτίζουν τη Ρωσία μόνο στη δεκαετία του 1870) μερικές διαδοχικές γενιές επαναστατών από τις δεκαετίες του 1830 και 1840 και μετά, μέσω των άρθρων του στο «Annals of the Fatherland» και των «Επιστολών από τη Γαλλία και την Ιταλία» και, πάνω απ’όλα, με τον Ελεύθερο Ρώσικο Τύπο, που ίδρυσε στο Λονδίνο το 1853, θα ασκούσε μια τεράστια επίδραση στη Ρώσικη διανόηση.
Αρχικά μέσα από τις στήλες της Polarniaia Zuezda και, στη συνέχεια, από το 1857 και μετά, μέσω της Kolokol, την οποία εξέδιδε μαζί με τον φίλο του Νικόλας Ογκάρεφ. Η άμεση επίδραση του Χέρτσεν διατηρήθηκε πάνω από 25 χρόνια και παρέμεινε ορατή στην ποπουλιστική σκέψη μέχρι την Επανάσταση του 1917. Για τον Χέρτσεν, το κύριο καθήκον του σοσιαλισμού ήταν να οικοδομήσει ένα κόσμο όπου θα διατηρείτο στο μέγιστο δυνατό βαθμό η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία. Επέμενε, προπαντός, στην αξιοπρέπεια του ατόμου, διότι ήταν ιδιαίτερα καταπατημένη στην Τσαρική Ρωσία.
Δεν υπήρχαν ούτε νόμοι ούτε έθιμα που να προστατεύουν το άτομο από την αυθαίρετη άσκηση της εξούσιας. Ο δουλοπάροικος ήταν απόλυτα υποταγμένος στις θελήσεις του αφέντη του, ο ευγενής σ’εκείνες του Τσάρου και της γραφειοκρατίας του. Σε μια χώρα όπου η παραμικρή κριτική του δεσποτισμού μπορούσε να στοιχίσει σ’αυτόν που την έκανε 10 χρόνια φυλάκιση, ή και περισσότερο, το αίτημα για αξιοπρέπεια κατείχε μια κάποια θέση σ’ολόκληρη τη σοσιαλιστική σκέψη. Αυτές οι σκέψεις οδήγησαν τον Χέρτσεν ν’απορρίψει κάθε εξουσία επιβεβλημένη, εκ των άνω ή εκ των έξω, στο άτομο και να εναποθέσει την πίστη του στις «φυσικές ομαδοποιήσεις».
Κανένας ''a priori'' θεσμός προκατασκευασμένος και αφηρημένος, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην απελευθέρωση. Αντιθέτως, ο άνθρωπος έβρισκε τις συνθήκες ολοκλήρωσής του στο Μίρ ή το ''Αρτέλ'' (ένα είδος αγροτικής κοινότητας) με άλλα λόγια, σε εθελουσίως αποδεκτές ενώσεις, διότι μόνο σε τέτοιου είδους ενώσεις μπορούσε να είναι κύριος της μοίρας του. Στο μέλημά του για τον άνθρωπο ως συγκεκριμένο ον, με πραγματικές ανάγκες και βλέψεις, ο Χέρτσεν τόνισε εκείνες τις πλευρές της δυτικής κοινωνικής σκέψης που έπαιρναν υπόψη την πολύπλευρη φύση της ελευθερίας, ξεκινώντας από τον φεμινισμό τον οποίο δεν διαχώριζε από τον σοσιαλισμό καθεαυτό.
Η επανάσταση θα διεξαγόταν πέραν σχεδίων, προσφέροντας νέους θεσμούς, για τον Χέρτσεν, στόχος της ήταν ο μετασχηματισμός των ίδιων των δομών της ύπαρξης. Ο σημαντικότερος θα έπρεπε να γίνει στην ψυχή του ανθρώπου: το ανθρώπινο και το ορθολογικό θα παρέμεναν στο επίπεδο της επιθυμίας, αν περίμενε κανείς ότι θα ξεπηδούσαν, πλήρως διαμορφωμένα, μέσα από τη φαντασία του θεωρητικού. Επί πλέον, ο Χέρτσεν αναγνώρισε ξεκάθαρα ότι αυτό το είδος σοσιαλισμού ήταν απίθανο να εμφανισθεί στο προβλέψιμο μέλλον. Όσο ιδεαλιστική κι αν ήταν η θεωρία του, δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ουτοπισμό και δεν ισχυρίζεται ότι ενέχει τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής.
Παρουσιάζεται ως δυνατότητα κι όχι ως επιστημονική θεωρία. Η απαισιοδοξία του κατά το τέλος της ζωής του δείχνει τον ρεαλισμό που χαρακτήριζε τη σκέψη του: «Δεν μπορεί κανείς να απελευθερώσει την εξωτερική ζωή των ανθρώπων όταν δεν είναι ελεύθεροι μέσα τους». Κατέληξε ότι ο 19ος αιώνας δεν θα έβλεπε τη γέννηση ανθρώπων που να κατέχουν αρκετή εσωτερική ελευθερία ώστε να είναι ικανοί να εμφυσήσουν αυτή την ελευθερία σ’όλόκληρο το κοινωνικό σύστημα. Οι σύγχρονοί του ζούσαν υπό δεσποτικά ή στην καλύτερη περίπτωση, εξουσιαστικά καθεστώτα και ήταν βαθύτατα φοβισμένοι από την υποτέλεια για να είναι ικανοί να οικοδομήσουν ξανά οτιδήποτε άλλο εκτός από συστήματα που θα καταπίεζαν το άτομο.
Η νέα κοινωνία μπορεί να οικοδομηθεί μόνο από τον νέο άνθρωπο που μεγάλωσε μέσα στην ελευθερία. Η θεωρία του Χέρτσεν περί Κράτους αποκαλύπτει τον ίδιο ρεαλισμό. Από νωρίς είχε ταχθεί υπέρ της κατάργησης της κεντρικής εξουσίας και υπέρ του θεσμού της ομοσπονδίας και της τοπικής αυτονομίας. Όμως απ’αυτή την άρνηση του κράτους λείπει η απόλυτη και ιδεολογική δύναμη των απόψεων του Μπακούνιν. Δεν έτρεφε αυταπάτες ως προς τις άμεσες ιστορικές δυνατότητες κατάργησης του Κράτους στην πράξη. Αυτό δεν μειώνει διόλου την κριτική του πάνω στον συγκεντρωτισμό της «εξωτερικής» αρχής και της πολιτικής εξουσίας.
Παρέμεινε πεπεισμένος ότι μόνο το ομοσπονδιακό σύστημα μπορούσε να εγγυηθεί την ελευθερία των ανθρώπων, πρόσθεσε όμως ότι εναπόκειτο στους ίδιους τους ανθρώπους να το εφαρμόσουν στην πράξη. Λέγοντας όμως όλα αυτά δεν πρόβαλε αφηρημένα σχέδια για το μέλλον: «Μια δημοκρατία που δεν οδηγεί στον σοσιαλισμό μας φαίνεται παραλογισμός, ένας σοσιαλισμός που προσπαθεί να διαχωριστεί από την πολιτική ελευθερία και την ισότητα απέναντι στο νόμο, θα εκφυλιστεί γρήγορα σε εξουσιαστικό κομμουνισμό. Δημοκρατία σημαίνει ελευθερία της συνείδησης, τοπική αυτονομία, φεντεραλισμό, το απαραβίαστο του ατόμου».
Εκείνο που έχει ξεπεραστεί λιγότερο στη σκέψη του Χέρτσεν είναι ακριβώς η ριζοσπαστικότητα των στόχων του, την οποία καθιστά πιο έγκυρη η έλλειψη αυταπατών αναφορικά με τις επαναστατικές δυνατότητες της εποχής του. Φυσικά, η μαζική εκβιομηχάνιση δεν είχε ακόμα αρχίσει στη χώρα του και δεν υπήρχε αστικό προλεταριάτο, με αποτέλεσμα να ενδίδουμε στον πειρασμό να στιγματίσουμε το σοσιαλισμό του ως ιδεαλιστικό, μολυσμένο με τον προβιομηχανικό ρομαντισμό του (όπως κάνει ο E. X. Κάρ και, σε κάποιο βαθμό, ο Μ. Μάλια ). Όμως, η θέση του ακριβώς ως Ρώσου αριστοκράτη που ταξίδευε σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, του πρόσφερε ένα πλεονέκτημα απέναντι στους Γάλλους και τους Γερμανούς σοσιαλιστές.
Διότι, μην έχοντας μεγαλώσει και ζήσει στον καπιταλισμό δεν αποδέχτηκε ποτέ τη λογική του, ενώ ο Μάρξ -αλλά και ο Λουί Μπλάν- μελέτησε διεξοδικά την οικονομία της εποχής του, και πρόβλεψε τη μελλοντική της εξέλιξη, εργαζόμενος έτσι μέσα στο σύστημα και υιοθετώντας τους περιορισμούς του. Ο ίδιος ο Χέρτσεν παρέμεινε σ’ όλη του τη ζωή εκτός βιομηχανικού καπιταλισμού και το έκανε αυτό παρά το γεγονός ότι έζησε 15 χρόνια στο Λονδίνο. Αν και είδε τον βιομηχανικό καπιταλισμό, αρνήθηκε να έχει οποιαδήποτε σχέση μαζί του, πράγμα που δεν σημαίνει ότι δεν τον καταλάβαινε ή ότι δεν αντιλαμβανόταν τη λογική του.
Αντιθέτως, έχου με ήδη παρατηρήσει ότι ήταν πλήρως εξοικειωμένος με την οικονομική κριτική των Φουριέ, Σαίν Σιμόν και Λουί Μπλάν. Τα πάντα διέγειραν την περιέργεια του, ήταν ένας αδηφάγος αναγνώστης και συζητούσε ατελείωτα με τον φίλο του Ογκάρεφ, που και ο ίδιος έτρεφε ένα βαθύ ενδιαφέρον για την πολιτική οικονομία. Όμως απέρριπτε τον δυτικό καπιταλισμό επειδή τον καταλάβαινε, αρνούμενος να πιστέψει ότι θα εξελισσόταν προς την κατεύθυνση της ελευθερίας. Ο αστικός πολιτισμός τον αηδίαζε: γι’ αυτόν, ήταν ενσαρκωμένος στον χαρακτήρα του 18ου αιώνα, του Φιγκαρό, ενός Φιγκαρό όμως που είχε μεταμορφωθεί σε νομοθέτη. Η αντίληψή του περί ελευθερίας βρισκόταν σε αντίθεση τόσο με τον αστικό κόσμο όσο και με τις αστικές επαναστάσεις.
Μια παραμονή μερικών μηνών στο Παρίσι και τη Ρώμη (στα 1847 - 1848) ήταν αρκετή για να τον πείσει ότι η αστική επανάσταση δεν μπορούσε να κάνει άλλο από το να μετασχηματίσει την κοινωνία σε αστική. Συνακόλουθα, στιγμάτισε όλες τις ιδεολογίες που προέρχονταν απ’ αυτήν, συλλαμβάνοντας την λανθάνουσα καταπιεστικότητα που εμπεριείχαν. Κατά την άποψη του Χέρτσεν, εκείνο που χαρακτήριζε τις αστικής έμπνευσης ιδεολογίες περί αλλαγής ήταν η επιστημονική τους επίφαση. Ο ίδιος ο Χέρτσεν ήταν γνώστης των φυσικών επιστημών της εποχής του, σπουδάζοντάς τες στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και ασχολούμενος μ’ αυτές σ’ όλη του τη ζωή.
Η θεωρία του ήταν βασισμένη σ’ έναν υλισμό που ωστόσο άφηνε περιθώρια για σύλληψη εννοιών μέσω της εμπειρίας. Ωστόσο, συνέχισε να διερευνά τα όριά της: γι’ αυτόν, η επιστήμη ήταν ανίκανη να προβλέψει το μέλλον και θεωρούσε όλες τις τελεολογικές θεωρίες ακόμη και τις επιστημονικές μεταφυσικές: η περιοριστική αιτιοκρατία ακρωτηριάζει τη ζωή και είναι σκανδαλωδώς αδιάφορη για τα μέσα και τις συνέπειες. Επίσης απέρριπτε τον θετικισμό, τον ωφελιμισμό και τον καθαρό υλισμό. Οι αστικές επαναστάσεις του 19ου αιώνα του φαίνονταν ότι είχαν αλλάξει ελάχιστα πράγματα.
Ακολουθούσαν σύγχρονα επαναστατικά σχέδια αλλά δεν προτίθεντο ούτε να καταργήσουν την κρατική εξουσία ούτε να προσφέρουν στο άτομο τα μέσα για να διευθύνει την ίδια του τη ζωή. Από το 1848 και μετά, ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι η καταστροφή του καπιταλιστικού συστήματος δεν ήταν αρκετή - μια νοοτροπία χιλιάδων χρόνων θα έπρεπε να εξαλειφθεί από τις κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ατόμων. Σαν αποτέλεσμα, καλούμαστε να εναποθέσουμε την εμπιστοσύνη μας στις δημιουργικές δυνάμεις των μαζών, στην αίσθησή τους περί ελευθερίας και στις δυνατότητες της φαντασίας τους. Πρέπει να απορρίψουμε τα «κλειστά» συστήματα τα οποία, ακόμα και όταν ισχυρίζονται ότι είναι σοσιαλιστικά, διαιωνίζουν τις θρησκευτικές και εξουσιαστικές αρχές του παλαιού κόσμου.
Όλες οι μορφές εξελικτισμού είναι καταπιεστικές εφόσον υποτάσσουν το άτομο στον «αντικειμενικό νόμο». Για τον Χέρτσεν, ο κόσμος κυβερνάται μάλλον από το πιθανό παρά από το αναπόφευκτο και το μέλλον εξαρτάται από την ενεργό θέληση των ανθρώπων. Κοντολογίς, η επανάσταση πρέπει να υπερβεί την ιδεολογία. Ο κομμουνισμός, ιδωμένος ως ένα κλειστό και ολοκληρωμένο σύστημα ήταν εκτεθειμένος στον κίνδυνο να καταλήξει σε τίποτα περισσότερο από τον «Ρώσικο δεσποτισμό ανεστραμμένο» και συνέχισε γράφοντας αναφορικά με την περιοριστική αιτιοκρατία της εποχής του:
«Όχι, οι δρόμοι της Ιστορίας δεν είναι διόλου καθορισμένοι. Αντιθέτως, αλλάζουν σύμφωνα με τις περιστάσεις, την κατανόηση και την ενεργητικότητα των ανθρώπων. Εάν η ανθρώπινη προσωπικότητα δημιουργείται από το περιβάλλον και τα γεγονότα, τα τελευταία, με τη σειρά τους, είναι το προϊόν των ανθρώπινων προσωπικοτήτων και φέρει την σφραγίδα τους: υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ τους».
Τον ανοικτό σοσιαλισμό που επιδίωκε την συνολική επανάσταση συμμερίζονταν επίσης πολλοί από τους σύγχρονούς του και πρώτα-πρώτα, ο Μπελίνσκι και ο Μπακούνιν. Ο σοσιαλισμός αυτός θα μεταδιδόταν στην επόμενη γενιά και θα ενσωματωνόταν στον ποπουλισμό για να επιβιώσει αργότερα στον αναρχισμό. Όμως, ακόμα και κατά τη διάρκεια της ζωής του Χέρτσεν, αλλοιώθηκε, μεταμορφώθηκε και μορφοποιήθηκε σύμφωνα με τις προτιμήσεις της εποχής. Αυτό οφειλόταν στην εμφάνιση μιας νέας γενιάς αγωνιστών, μετά το 1860, των οποίων η σοσιαλιστική σκέψη αντανακλούσε την κοινωνική σύνθεση του νέου επαναστατικού κινήματος.
Ο Ρώσικος σοσιαλισμός εξελίχθηκε παράλληλα με τις κοινωνικές δομές, που κι οι ίδιες ήταν σε μια περίοδο μετασχηματισμού και, απ’ αυτή την άποψη, η αρχή της δεκαετίας του 1860 σημαδεύει μια σημαντική καμπή. Η θεμελιώδης αρχή της ριζοσπαστικής σκέψης στις δεκαετίες του 1830 και 1840 -της οποίας ο Χέρτσεν ήταν ο πιο ταλαντούχος εκφραστής- και ο ακατάλυτος πυρήνας της, συνίσταται στην ιδέα ότι επαναστατική είναι μόνον η κριτική και η καταστροφή του υφιστάμενου κόσμου. Όλες οι εποικοδομητικές αρχές που προβάλλονται εκ των προτέρων, διατρέχουν τον κίνδυνο, όπως μπορεί κανείς να δει σήμερα, να αφομοιωθούν από το σύστημα.
Αυτή είναι επίσης η σημαντικότερη πλευρά της κληρονομιάς που μεταβιβάστηκε στην επόμενη γενιά, μια γενιά που έδωσε ζωή στον ποπουλισμό του οποίου τα θεμέλια είχαν βάλει ο Χέρτσεν, ο Ογκάρεφ και ο Μπακούνιν. Μόνο που αυτός ο ποπουλισμός εξελισσόταν μοιραία προς το Γιακωβινισμό και τα «οργανωτικά» συστήματα. Όλες οι αρχές που είχαν εκτεθεί νωρίτερα και όλες οι προειδοποιήσεις σαρώθηκαν από την άνοδο μιας νέας τάξης, μιας τάξης που προσεταιρίστηκε την σοσιαλιστική σκέψη απλά και μόνο για να την μετατρέψει σε μια ιδεολογία κατ’ εικόνα των βλέψεών της. Πρέπει να προστεθεί, παρόλα όσα έχουν ειπωθεί περί του αντιθέτου, πως όταν ο Μαρξισμός ρίζωσε μόνιμα στη Ρωσία, στη δεκαετία του 1890, η εμφάνισή του δεν πρέπει να θεωρηθεί αυθαίρετη.
Η όλη εξέλιξη της Ρώσικης σκέψης, κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που προηγήθηκαν αυτού, είχε προετοιμάσει το έδαφος για ένα σύστημα ικανό να αναλάβει ό,τι είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο Γιακωβινισμός, ένα σύστημα που φαινόταν ανώτερο στη διανόηση επειδή τώρα ήταν εντελώς απογυμνωμένο από τα ποπουλιστικά στοιχεία που επιβάρυναν τον εγχώριο σοσιαλισμό. Για να κατανοήσουμε τη φύση της εξέλιξης αυτής, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τον μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών στη Ρωσία μέχρι τον 19ο αιώνα. Το πιο εκπληκτικό στην εξέλιξη αυτή είναι η εμφάνιση μιας τάξης διανοουμένων, της διανόησης, η οποία εξέφραζε το επαναστατικό σχέδιο μέχρι την εκπλήρωσή του το 1917.
Φυσικά, η διανόηση ως τάξη δεν ήταν δημοφιλής στη Ρωσία, η ύπαρξή της μπορεί να παρατηρηθεί σε όλες τις χώρες που είχαν γνωρίσει την καπιταλιστική ανάπτυξη. Όμως, ενώ στη Δύση, την Ευρώπη ή την Αγγλία, λόγου χάρη, παρέμεινε ελάχιστα διακριτή από την καπιταλιστική αστική τάξη, της οποίας τα προνόμια απολάμβανε και από την οποία συχνά προέκυψε. Στη Ρωσία, έγινε γρήγορα μια αυθύπαρκτη τάξη διότι μια εγχώρια αστική τάξη, με την οικονομική έννοια του όρου, εμφανίστηκε, στην πραγματικότητα, στις αρχές του 20ου αιώνα. Η τελευταία δεν είχε καταρχήν καμιά θεσμική υπόσταση όπως δεν είχε και κανένα κύρος σε μια κοινωνία που χαρακτηριζόταν ακόμη από μια φεουδαλική δομή.
Πάνω από όλα, δεν είχε οικονομική υπόσταση, αφού η γη και, συνακόλουθα, το κεφάλαιο που θα μπορούσε να επενδυθεί, βρίσκονταν στα χέρια των ευγενών, αλλά οι τελευταίοι ήταν εντελώς αναπαραγωγικοί, περνούσαν μια αργόσχολη ζωή ή ήταν στην υπηρεσία της Τσαρικής γραφειοκρατίας, παρόλα αυτά όμως αποταμίευαν ελάχιστα και ακόμα λιγότερο, ενδιαφέρονταν για τις προοπτικές επενδύσεων στη βιομηχανία ή το εμπόριο. Τα Ουράλια θα εκβιομηχανίζοντο με διαταγές του Τσάρου, ο οποίος υποχρέωσε μερικούς πλούσιους εμπόρους και σιδηροπώλες να ιδρύσουν εργαστήρια και εργοστάσια σ’ ένα ορισμένο σημείο, εφοδιάζοντάς τα με τον αναγκαίο μηχανικό εξοπλισμό και το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό.
Έτσι, δεν υπήρξε στη Ρωσία μια αστική τάξη με την κλασική επιχειρηματική νοοτροπία που συναντάμε στις δυτικές χώρες. Όμως, τα σπέρματα μιας αστικής τάξης όντως υπήρχαν κάπου μεταξύ των αναλφάβητων αγροτών και της ξεπεσμένης αριστοκρατίας της οποίας η επιβίωση και η ευημερία εξαρτώντο από τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Ωστόσο, η Ρώσικη διανόηση δεν είχε κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να στερείται εμπορικής νοοτροπίας - δεν ήταν εξοικειωμένη με τις ιδέες της επένδυσης, της παραγωγικότητας και του κόστους. Το μορφωτικό της επίπεδο και η επαγγελματική της απασχόληση (στην κυβέρνηση, την γραφειοκρατία, τον τριτογενή τομέα) από την άλλη μεριά, σήμαιναν ότι είχε αποκτήσει μια τεχνοκρατική, διευθυντική νοοτροπία πολύ πριν αναπτυχθεί αυτή στη Δ. Ευρώπη.
Το Ρώσικο επαναστατικό κίνημα ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με τη διανόηση, παρότι η ακριβής του σύνθεση ποίκιλε μεταξύ 1830 και 1890. Μεταξύ 1825 και 1860, αναφερόμαστε σε μια κατηγορία αποτελούμενη από ευγενείς, ακόμη και αριστοκράτες. Τα πανεπιστήμια, οπωσδήποτε, ήταν ουσιαστικά κλειστά για τους κοινούς θνητούς πριν από τη βασιλεία του Αλεξάνδρου Β' και η ριζοσπαστική διανόηση των δεκαετιών 1830 - 1840, προερχόταν από την γαιοκτητική αριστοκρα τία (υπήρξαν ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως ο Μπελίνσκι και ο Ναντέζντιν, που ήταν κοινοί θνητοί). Αυτό το χαρακτηριστικό, μας πρόσφερε επίσης το κλειδί του σοσιαλισμού του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, δηλαδή, την ειδικά αριστοκρατική του γεύση.
Δηλαδή, μερικά από τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του, τα είχε δανειστεί από τη φεουδαλική νοοτροπία. Ήταν βαθιά ριζοσπαστικός κι εντελώς ανιδιοτελής. Μην επιδιώκοντας πλούτη ούτε προνόμια, ένας Χέρτσεν δεν μπορούσε να απαιτήσει τίποτα λιγότερο από την ολότητα. Εφόσον δεν επιδίωκε την εξουσία, την οποία απεχθανόταν, ήταν φυσικός εχθρός κάθε είδους εξουσίας. Ταυτιζόμενοι με την τεράστια λαϊκή μάζα, οι νεαροί αυτοί αριστοκράτες έλπιζαν ότι η μάζα θα ανέβαινε στο δικό τους επίπεδο συνείδησης, πάνω απ’ όλα όμως, η θέση τους τούς είχε κάνει εξαιρετικά ευαίσθητους.
Απέναντι στους κινδύνους που ελλοχεύουν σε όλα τα συστήματα «πληβειακής» προέλευσης και με ένα αξιοθαύμαστα προφητικό αισθητήριο ανακάλυπταν τις κρυφές βλέψεις των συστημάτων αυτών. Όσο αδιάλλακτος κι αν ήταν, ο βασικά αριστοκρατικός σοσιαλισμός υπήρξε ανώτερος ως προς το περιεχόμενο των αιτημάτων του και μπορεί να περιγράφει ως ουτοπικός μόνο στο μέτρο που δεν κατόρθωσε να συλλάβει, η τουλάχιστον τόσο ικανοποιητικά, την αδυνατότητα άμεσης πραγμάτωσής του. Ο Χέρτσεν, όμως, δεν έτρεφε καμιά αυταπάτη ως προς αυτό.
Αντιθέτως, η αδιαλλαξία του ήταν απόλυτα δικαιολογημένη, όπως θα έδειχνε η μετέπειτα ιστορία και η σημερινή γενιά επαναστατών, που έχει ζήσει μέσα στην αφθονία των υπερεκβιομηχανισμένων χωρών, μπορεί κάλλιστα να καταλήξει, υιοθετώντας το σχέδιο του Ρώσου προμαρξιστή. Από την άλλη μεριά, η πρώτη γενιά επαναστατών δεν ήταν παρά δογματική σ’ ό,τι αφορά τα μέσα. Εναποθέτοντας τις ελπίδες της στην αυτόνομη δράση της αγροτιάς (δηλαδή, στη συντριπτική πλειοψηφία των καταπιεσμένων της περιόδου εκείνης), δεν προτίθετο διόλου να υποκινήσει τον αυθορμητισμό της δεύτερης.
Είχε συλλάβει τους μίνιμουμ όρους για την αληθινή της απελευθέρωση, αλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε χαράξει ένα χρονοδιάγραμμα ή ένα δρομολόγιο. Η γενιά των ποπουλιστών των δεκαετιών 1860 - 1870, παρέμεινε πιστή σ’ αυτό το πρόγραμμα, σ’ ό,τι αφορά τους στόχους, ενώ τα ιδανικά της εξακολουθούσαν να είναι τα αρτέλ, ο φεντεραλισμός, η αγροτική επανάσταση. Ενώ ήταν πλήρως διαποτισμενη από τα ελευθεριακά αιτήματα του Χέρτσεν, η νέα γενιά ήταν πολύ πιο ανυπόμονη σ’ ό,τι αφορούσε τα αποτελέσματα. Τα άρθρα του Τσερνισέφσκι στην «Contemporary» διαβάζονταν αχόρταγα, ενώ το βιβλίο του «Τι να κάνουμε;» (1863) έγινε το ευαγγέλιο της γενιάς αυτής.
Ο Τσερνιτσέφσκι γεφύρωσε τις δυο περιόδους: θαύμαζε ακόμη τους Φουριέ και Σαίν Σιμόν, ενώ μελετούσε προσεκτικά την πολιτική οικονομία και επικροτούσε την πρόταση του Λουί Μπλαν για την οργάνωση των εργατών. Επίσης, πίστευε ότι η Ρωσία μπορούσε και έπρεπε να ξεπεράσει τη φάση της αστικής ανάπτυξης, πρότεινε όμως, ταυτόχρονα, την κρατική παρέμβαση προκειμένου να βοηθηθεί η ίδρυση εργατικών και αγροτικών συνεταιρισμών. Παρόμοια, ήταν πιο αισιόδοξος από τον Χέρτσεν ως προς την απελευθερωτική δυνατότητα της επιστήμης.
Στο Λονδίνο, είχε ήδη ιδρυθεί η πρώτη οργάνωση της «Zemlia i Volia» (Γη και Ελευθερία), αλλά υπερβολικά επηρεασμένη απ’ τον Τσερνιτσέφσκι, είχε εγείρει το ζήτημα της ανάγκης να καθοδηγεί το αγροτικό κίνημα η διανόηση (το πρόγραμμά της γράφτηκε το 1861) και η ομάδα «Νέα Ρωσία», με την διακήρυξή της υπό το ίδιο όνομα (1862) προσέγγισε περισσότερο τον Γιακωβινισμό και επιδίωξε να μεταφυτεύσει τη μέθοδο του Μπαρμπίς στο Ρώσικο έδαφος. Το περιεχόμενο της επιδιωκόμενης επανάστασης παραμένει κοινωνικό, κατά την παράδοση του Ροβεσπιέρου και της επαναστατικής δικτατορίας.
Ο μηδενισμός, ο οποίος ήταν περισσότερο μια διανοουμενίστικη μόδα παρά ένα πολιτικό κίνημα, συνέχισε ν’ ανθεί, αναδεικνύοντας αυτά τα Γιακωβίνικα και ελιτίστικα χαρακτηριστικά μετά το 1863 και την κατάρρευση των ελπίδων που γέννησαν οι απόπειρες για μεταρρυθμίσεις. Οι μηδενιστές ήταν αδιάλλακτοι θετικιστές, που ορκίζονταν μόνον στο όνομα των θετικών επιστημών, ενώ περιφρονούσαν όποιον δεν τους καταλάβαινε. Γι’ αυτούς, η σωτηρία δεν θα ερχόταν ούτε από το λαό ούτε από μεταρρυθμίσεις, αλλά μόνον από τα μορφωμένα στρώματα του πληθυσμού - του οποίου θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως τα καλύτερα προϊόντα.
Στη δεκαετία του 1860, εμφανίστηκαν επίσης οι πρώτες, βραχύβιες επαναστατικές ομάδες, που οργανώθηκαν σε μυστικές εταιρείες και ήταν υπέρ της τρομοκρατίας. Ο Νετσάγιεφ ήταν ένας τυπικός εκπρόσωπος των επαναστατών αυτών, οι οποίοι ήταν θαυμαστές της αγροτιάς και της φυσικής της οργάνωσης και συνεπαρμένοι από τον θετικισμό και τον ιστορικό τους ρόλο. Ο Νετσάγιεφ είχε επηρεαστεί τόσο από τον Μπακούνιν όσο και από την συνωμοσία του Μπαμπέφ, ονειρευόταν να οργανώσει το «διανοητικό προλεταριάτο», επιβάλλοντας σ’ αυτό μια επαναστατική επιτροπή της οποίας η εξουσία δεν θα εξαφανιζόταν μετά την επανάσταση.
Όμως εκείνος που θ’ αποτελούσε τον εκπρόσωπο καθώς επίσης και τον θεωρητικό του Ρώσικου Γιακωβινισμού ήταν ο Κάτσεφ. Ήταν αμετακίνητος στην πίστη του στον οικονομικό υλισμό του και πίστευε στην υπεροχή ενός εξουσιαστικού κράτους, το οποίο θα έπαιζε το ρόλο του αληθινού αρχιτέκτονα της κοινωνικής επανάστασης. Η έλευση του κράτους απαιτούσε τη σύσταση μιας πολιτικής δύναμης, καθώς οι μάζες ήταν ανίκανες ν’ αποτινάξουν το ζυγό τους χωρίς βοήθεια. Επομένως, ήταν χρέος της ελίτ των διανοουμένων ν’ οικοδομήσει αυτή τη δύναμη με τη μορφή ενός πολιτικού κόμματος.
Ο Κάτσεφ, προφανώς, δεν είχε τίποτα να διδαχθεί από τον Λένιν και τον Τρότσκι: τουλάχιστον αυτός είχε εκθέσει το σχέδιό του με απόλυτη σαφήνεια, χωρίς ν’ αποκρύψει την άποψή του ότι η διανόηση και ειδικότερα τα πιο προωθημένα στοιχεία της, θα πραγματοποιούσε την επανάσταση αντί των μαζών. Μολοντούτο, οι στόχοι και η ταξική ανάλυση του Κάτσεφ δείχνουν ότι εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό την επιρροή του ποπουλισμού: το εξισωτικό κράτος εκλαμβάνετο ως αναπαραγωγή της αυτονομίας της κοινότητας του χωριού. Ο αγώνας τον οποίο οραματιζόταν στρεφόταν κατά των ευγενών, ενώ τα οφέλη θα τα αποκόμιζαν μάλλον οι αγρότες παρά οι εργάτες.
Όλες αυτές οι βολονταριστικές και μικροπολιτικές αντιλήψεις για τον αγώνα, κορυφώθηκαν μεταξύ 1860 - 1870, γεννώντας το κίνημα «κοντά στον λαό» και, συνακόλουθα, την τρομοκρατία. Το 1863 έγινε η πρώτη προσέγγιση των αγροτών. Μέχρι τότε, το επαναστατικό κίνημα, που αποτελείτο κυρίως από σπουδαστές, ήταν εντελώς αποκομμένο απ’ τον λαό, ιδιαίτερα όμως μεταξύ 1869 και 1873, θ’ ανακάλυπτε την πραγματικότητα της αγροτικής ζωής, όταν εκατοντάδες ακόμα και χιλιάδες, διανοούμενοι συνέρρεαν στα χωριά. Κάποιοι εγκαταστάθηκαν εκεί για να ζήσουν ανάμεσα στους αγρότες, όμως οι περισσότεροι απ’ αυτούς επέστρεψαν στην πόλη τους απογοητευμένοι.
Οι χωρικοί ήταν αμόρφωτοι και δεν μπορούσαν ούτε να διαβάσουν τα φυλλάδια που οι διανοούμενοι είχαν φέρει μαζί τους, αλλά το χειρότερο ήταν η ανακάλυψη ότι οι χωρικοί ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στον Τσάρο και ότι προβλήματα είχαν μόνο με τους ευγενείς. Τέλος, φυσικά, ήταν αδύνατο να επιχειρήσουν την παραμικρή δράση λόγω του απολυταρχικού αστυνομικού κράτους, αυτά τα ρεύματα εσωτερικής μετανάστευσης τα διαδέχθηκαν μαζικές συλλήψεις. Οι επαναστατικοί κύκλοι δεν ήταν δυνατόν να μην αντλήσουν τα δικά τους συμπεράσματα. Προτού διανοηθεί κανείς να εκπαιδεύσει τις μάζες και να τις προσηλυτίσει στο σοσιαλισμό, ήταν αναγκαίο να δημιουργήσει τις κατάλληλες πολιτικές συνθήκες.
Ήταν επιτακτικό να στραφεί ο αγώνας ενάντια στο κράτος. Η θεωρία της δεύτερης «Zemlia i Volia» ήταν απόρροια της απογοήτευσης και το συμπέρασμα ήταν ότι οι υπέρμαχοί της δεν έπρεπε να περιμένουν μέχρι οι αγρότες να διεξάγουν την κοινωνική επανάσταση, αλλά να προπορευθούν και ενώ το περιεχόμενο των αιτημάτων του κινήματος παρέμενε ποπουλιστικό, είχε αρχίσει ήδη να επισκιάζεται από το ζήτημα των μέσων: συγκεντρωτική οργάνωση, υποκίνηση εξεγέρσεων, σχεδιασμένη τρομοκρατία. Στα 1877 - 1878 και μετά, η προπαγάνδα ενισχυόταν από την διάπραξη βομβιστικών ενεργειών, δολοφονιών κ.λ.π. Το 1878, η Βέρα Ζασούλιτς δολοφόνησε τον Τρέποφ, ενώ το 1881, δολοφονήθηκε ο Αλέξανδρος Β'.
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να σχηματίζει την εντύπωση ότι αυτή η εξέλιξη συντελέσθηκε χωρίς αντίσταση και διχογνωμίες μέσα στους κόλπους του επαναστατικού κινήματος. Αντιθέτως, δεν έλειψαν οι επικριτές, από τον Χέρτσεν ο οποίος κατηγόρησε τους νεαρούς ακτιβιστές για «Μπαμπουβισμό» και τον Μπακούνιν που προειδοποίησε για τους κινδύνους του θετικισμού που απειλούσαν τη νέα γενιά, μέχρι τον Πιότρ Λαβρώφ, ο οποίος υποστήριζε ότι οι μάζες δεν επιθυμούσαν την αντικατάσταση της παλιάς κυβέρνησης από μια νέα και ότι η επανάσταση έπρεπε να προέλθει από τον ξεσηκωμό «φυσικών» συσπειρώσεων.
Μέσα στην ίδια τη Ρωσία, υπήρχαν διαφορές μεταξύ εκείνων που έβλεπαν την επανάσταση ως ένα αυθόρμητο φαινόμενο -ως ένα είδος γενικευμένης εξέγερσης- και εκείνων που ήθελαν να κατακτήσουν την εξουσία μέσω συνωμοσίας και να χρησιμοποιήσουν την κρατική μηχανή για να πραγματοποιήσουν την κοινωνική αλλαγή. Με τον ένα τρόπο ή τον άλλο, η έλλειψη ανταπόκρισης των αγροτών επιτάχυνε την αδυσώπητη πορεία προς την οργάνωση και την «πολιτική δουλειά». Η επιθυμία για αποτελεσματικότητα ήταν εμφανώς ορατή μεταξύ των μελών της «Narodnaia Volia», τα οποία ήταν υπέρ της τρομοκρατίας και πίστευαν στην ανάγκη ενός λαϊκού κόμματος.
Ήταν ήδη έτοιμα να επικροτήσουν την ανάδυση ενός κράτους μέσα από την επανάσταση. Όντως, η επιθυμία της Ρώσικης διανόησης για αποτελεσματικότητα παρέμεινε αμείωτη καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα: ενώ οι πρώτες γενιές είχαν επικεντρώσει την προσοχή τους στα προβλήματα της διανομής, τα προβλήματα της παραγωγής και της οργάνωσης απασχόλησαν τους διαδόχους τους των δεκαετιών 1870 και 1880. Η διανόηση κατέληξε να αισθάνεται υπεύθυνη για το μέλλον της Ρώσικης οικονομίας και για την κοινωνική εξέλιξη γενικότερα. Η επιθυμία της να ''επαναστατικοποιήσει'' χρωματίζεται από την επιθυμία να το κάνει έχοντας ένα συγκεκριμένο σκοπό.
Η εμφάνιση του Γιακωβινισμού Ρώσικου τύπου αποτελεί το σημαντικότερο φαινόμενο, καθώς συνέπεσε με τη δημιουργία ενός αστικού προλεταριάτου. Το 1879, υπήρχαν 1.189.000 εργάτες και το πρώτο απεργιακό κύμα ξέσπασε στη δεκαετία του 1870 (στην υφαντουργική βιομηχανία της Αγίας Πετρούπολης). Οι ποπουλιστές έκαναν αγκτιτάτσια μεταξύ των εργατών, επωφελούμενοι απ’ αυτό για να «έρθουν σ’ επαφή» με την ύπαιθρο, με την οποία οι τελευταίοι διατηρούσαν στενή σχέση. Επίσης, κατάφεραν να προσηλυτίσουν έναν αριθμό εργατών στον ποπουλισμό, σχηματίζοντας έτσι μια εργατική ελίτ η οποία θα ενσωματωνόταν σιγά-σιγά, στην διανόηση.
Όμως, το σημαντικότερο ήταν ότι οι πρώτες εργατικές οργανώσεις έκαναν επίσης την εμφάνισή τους τον ίδιο περίπου καιρό (η ένωση εργατών Ν. Ρωσίας, η ένωση εργατών Β. Ρωσίας κ.λ.π.), αλλά ενώ ασπάζονταν την ιδεολογία της διανόησης (και ιδιαίτερα, τον Μπακουνινισμό), δυσπιστούσαν προς την τελευταία και ήταν, ενίοτε, σαφώς εχθρικές προς αυτή. Μερικές απ’ αυτές εξέφραζαν μεγαλόφωνα την επιθυμία ν’ αφεθεί, σ’ εκείνους κυρίως που αφορούσε, η οργάνωση των προλεταριακών μαζών. Η εχθρότητα αυτή βρήκε συγκεκριμένη έκφραση κυρίως στην άρνηση διανομής ποπουλίστικων φυλλαδίων μεταξύ των αγροτών, όμως, παρά την αντίσταση αυτή, οι διανοούμενοι είχαν αρχίσει να οργανώνουν τους εργάτες. Οι Άξελροντ, Τσεντρίν και Πλεχάνωφ ήταν ήδη ενεργοποιημένοι σ’ αυτόν το τομέα.
Υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ εκείνων που παρέμεναν πιστοί στους ποπουλιστικούς σκοπούς και οι οποίοι έλπιζαν ότι θα μπορέσουν ν’ αποφύγουν μια καπιταλιστική φάση στη Ρωσία και σ’ εκείνους τους μελλοντικούς σοσιαλδημοκράτες, νομιμόφρονες Μαρξιστές και αριστερούς φιλελεύθερους, οι οποίοι πίστευαν ότι ο σοσιαλισμός θα προέκυπτε απ’ την εξέλιξη του καπιταλισμού. Οι πρώτοι προσέβλεπαν στην ύπαιθρο, οι δεύτεροι στις πόλεις. Ωστόσο, ήταν κι οι δυο προσκολλημένοι στις πολιτικές μορφές της επανάστασης και πεπεισμένοι για την ανάγκη καθοδήγησης των μαζών και εγκαθίδρυσης του σοσιαλιστικού κράτους πριν από την οικοδόμηση του ίδιου του σοσιαλισμού.
Η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1880 και μια συγκεκριμένη μορφή του ποπουλισμού ηττήθηκε, τώρα, δεν ήταν πλέον παρά θέμα χρόνου για να οργανωθεί η διανόηση με έναν αποτελεσματικότερο τρόπο, τρόπο στενά συνδεδεμένο με τη λογική του ανερχόμενου καπιταλισμού. Το 1893, ιδρύθηκε στην Αγία Πετρούπολη μια Μαρξιστική ομάδα, η οποία θα κατεύθυνε τους εργατικούς κύκλους της πόλης και το 1898, διεξήχθη το πρώτο συνέδριο των σοσιαλδημοκρατών. Έτσι, ο Ρώσικος μαρξισμός ήταν τελικά εκείνος που πρόσφερε στη διανόηση την πλέον πρόσφορη ιδεολογική της έκφραση.
Η σταδιακή αντικατάσταση ενός ανοικτού, μη εξουσιαστικού σοσιαλισμού από μια ιδεολογία που απαιτούσε οργάνωση και την κατάληψη της εξουσίας για λογαριασμό του λαού, δεν ήταν απλώς κάτι τυχαίο. Αντιστοιχούσε στη νέα σύνθεση του επαναστατικού κινήματος που κι αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα του αργού μετασχηματισμού των Ρώσικων κοινωνικών δομών. Ενώ στις δεκαετίες του 1830 και του 1840, η διανόηση ήταν ταυτισμένη με ένα τμήμα της αριστοκρατίας (και, επομένως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελούσε τάξη), τις δεκαετίες που ακολούθησαν, στρατολογούσε τα μέλη της από τις τάξεις των περιθωριακών διανοουμένων.
Αυτοί προήρχοντο από τον κλήρο, την ξεπεσμένη, κατώτερη αριστοκρατία και τους ''miesh chanstuo'' (μια δομική κατηγορία κατοίκων των πόλεων: τεχνίτες και μικροκαταστηματάρχες). Είχαν κόψει κάθε δεσμό με την τάξη στην οποία ανήκαν και, επομένως, δεν είχαν καμία νομική υπόσταση. Οι περιθωριακοί αυτοί διανοούμενοι ήταν εντελώς αποξενωμένοι απ’ το σύστημα: δεν αναγνωρίζονταν επίσημα ως κοινωνική κατηγορία και, συνεπώς, δεν συνιστούσαν οργανικό μέρος της Ρώσικης κοινωνίας. Επιπλέον, είχαν πλήρη συνείδηση ότι το ταλέντο και η ενεργητικότητά τους δεν αξιοποιούνταν πλήρως.
Θεωρούσαν την ομάδα τους σαφώς ανώτερη των άλλων τάξεων (κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό του μηδενισμού), αλλά δεν έβρισκαν τρόπο για να επιβεβαιώσουν την ανωτερότητά τους. Η πικρία που αισθάνονταν ήταν τόσο έντονη ώστε αποτέλεσε μια από τις κατευθυντήριες δυνάμεις ολόκληρου του επαναστατικού κινήματος, τους έκανε όμως επίσης υποψήφιους ηγέτες ενός συστήματος που εξελισσόταν προς τον βιομηχανικό καπιταλισμό, μέσα στα πλαίσια του οποίου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι επαγγελματικές και διανοητικές τους ικανότητες. Αυτό, λοιπόν, ήταν το ακριβώς αντίθετο του ανιδιοτελούς, γενναιόφρονος σοσιαλισμού τον οποίο πρέσβευαν οι πρωτοπόροι της Ρώσικης ριζοσπαστικής σκέψης.
Ασυνείδητα εν γένει, ο σοσιαλισμός τους μετατράπηκε σταδιακά σε δόγμα που στηρίχθηκε τελικά στην αναπόφευκτη σύνδεσή τους με την εξουσία. Η εξέλιξη αυτή δεν ολοκληρώθηκε παρά γύρω στα τέλη του αιώνα, με την εκβιομηχάνιση της Ρωσίας και τη διαμόρφωση μιας αληθινής μεσαίας τάξης διανοουμένων, εξέλιξη που επιταχύνθηκε από τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας του 1860: κατάργηση της δουλοπαροικίας, δημιουργία μιας προσωρινής διοίκησης, αναμόρφωση του νομικού συστήματος. Το 1867, η κατηγορία των επαγγελματιών διανοουμένων συνιστούσε μια αυθεντική κοινωνική τάξη που αντιπροσώπευε κάπου 500.000 άτομα.
Φυσικά, μόνο τα κατώτερα στρώματα της τάξης αυτής τάσσονταν υπέρ της επανάστασης, τα «ανώτερα κλιμάκια της διανόησης» παρέμεναν, στις αρχές του 20ου αιώνα, αθεράπευτα συντηρητικά ή αδιάφορα απέναντι στον φιλελευθερισμό. Η σύνθεση του επαναστατικού κινήματος εξελίχθηκε ως εξής: αποτελούμενο σχεδόν εξ ολοκλήρου από αναρχικούς στα 1830 - 1840, εμπεριείχε ακόμη αρκετούς ευγενείς (αν και κατώτερης βαθμίδας: την επαρχιακή, ξεπεσμένη αριστοκρατία) στα 1860 - 1870 και συνίστατο σχεδόν αποκλειστικά από κοινούς θνητούς, που προέρχονταν από τα κατώτερα στρώματα της διανόησης, στα 1800 - 1900.
Η εκτροπή του ριζοσπαστικού σχεδίου σε εξουσιαστική ιδεολογία, που προέκυψε από την εξέλιξη των κοινωνικών δομών της Ρωσίας κατά τον 19ο αιώνα, δεν συντελέστηκε χωρίς αντίσταση. Όμως η ριζοσπαστική εναλλαγή ήταν τώρα υποχρεωμένη να βρει καταφύγιο στα κείμενα των σεκτών ή στις προφητείες απομονωμένων αγωνιστών, παρόλα αυτά όμως συνέχισε να υπάρχει και η φωνή της καταπνίγηκε μόνον όταν τερματίστηκε ο εμφύλιος πόλεμος στη Ρωσία.
ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
Μια Πρώιμη Κριτική
Πριν από την αργή έκλειψή του, ο Ρώσικος σοσιαλισμός, τόσο ο Ποπουλιστικός όσο και ο αναρχικός, ανέπτυξε μια πρώιμη κριτική των κρατιστικών συστημάτων σκέψης και, ιδιαίτερα, του Μαρξισμού. Όπως είδαμε, ο Χέρτσεν μιλούσε ήδη για Μπαμπουβισμό αναφορικά με τα συνθήματα της νέας γενιάς επαναστατών στη δεκαετία του 1860 και ο αληθινός Ρώσικος σοσιαλισμός, στις δεκαετίες του 1860 και του 1870, εξακολουθούσε να είναι διχασμένος ανάμεσα στις δυο παραδόσεις που ακόμη δεν φαίνονταν ότι ήταν αντίθετες, αλλά που θα οδηγούσαν στη συνέχεια σε εντελώς ασυμβίβαστες θεωρίες περί επανάστασης.
Η μια από τις παραδόσεις αυτές έχει τις ρίζες της στον Γερμανικό ιδεαλισμό, στην φαινομενολογία του Χέγκελ και στον Γαλλικό ουτοπικό σοσιαλισμό, οδηγώντας σ’ έναν σοσιαλισμό κατ’ ουσίαν αριστοκρατικό, ο οποίος γέννησε αργότερα τον ποπουλισμό ή, ακριβέστερα, ένα από τα συστατικά του στοιχεία. Η άλλη παράδοση απορρέει άμεσα από τον Γαλλικό ορθολογισμό του 18ου αιώνα και την Μεγάλη Επανάσταση, ενώ ο Φουριέ και ο Χέρτσεν δυσπιστούσαν βαθύτατα απέναντι σ’ αυτή την Επανάσταση, που δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από το να διακηρύξει τυπικές ελευθερίες, οι Γιακωβίνοι και οι εξουσιαστικοί σοσιαλιστές, απ’ την άλλη μεριά, την υιοθέτησαν ως αστέρι - οδηγό στο θεωρητικό ουρανό τους.
Οι πιο συνεπείς πρωταγωνιστές της Επανάστασης του 1789 ή ταν εκείνοι που επιθυμούσαν να την ωθήσουν ως την έσχατη λογική της συνέπεια -οι Ροβεσπιέροι και οι Μπαμπέφ- εκείνοι που σημάδεψαν βαθύτατα τους θεωρητικούς του κρατικού σοσιαλισμού: Λουί Μπλάν, Βάϊτλινγκ, Μπαρές και, κυρίως, τους Μάρξ και'Ενγκελς. Ο Γιακωβίνικος σοσιαλισμός εισήχθη στην Ρωσία πολύ νωρίς και πολύ γρήγορα (από το 1860 - 1865). Ο Κάτσεφ τον εκλαΐκευσε και τον προσάρμοσε στις Ρώσικες προτιμήσεις, συγχωνεύοντάς τον, δηλαδή, με τον εγχώριο ποπουλισμό.
Όλος ο συνακόλουθος ποπουλισμός θα μοιραζόταν αυτή την αμφιθυμία, που θα διαλυόταν μόνο με την οργάνωση του Μαρξιστικού κινήματος στη δεκαετία του 1890 (λ.χ., η Narodnaia Volia η οποία, μολοντούτο, ζητούσε το 1885, ένα επαναστατικό κόμμα εξωτερικό προς τη μάζα των εργατών και των αγροτών). Ενώ όμως ο Μαρξισμός εισήχθη στη Ρωσία ως οργανωμένο κίνημα μόνο στην τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα, ήταν γνωστός σε ορισμένους στοχαστές πολύ νωρίτερα. Ο Κάτσεφ, λ.χ, υιοθέτησε τον ιστορικό υλισμό, ενώ ο Νετσάγιεφ, μετά την ρήξη του με τον Μπακούνιν, στράφηκε στον εξουσιαστικό κομμουνισμό, εμπνεόμενος από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο.
Πάνω απ’ όλα, πολλοί Ρώσοι εξόριστοι στο εξωτερικό, προπαντός οι περίφημοι φοιτητές στην Ελβετία, είχαν εξοικειωθεί πλήρως μ’ ένα σύστημα σκέψης που ενέπνεε μια από τις φράξιες της Α' Διεθνούς. Τον ίδιο καιρό, οι φοιτητές αυτοί συμμετείχαν σ’ όλες τις συζητήσεις με τους ποπουλιστές που γίνονταν τότε, εκδίδοντας επίσης περιοδικά και σχηματίζοντας επαναστατικές ομάδες. Με άλλα λόγια, η κριτική του Μαρξισμού ήταν γνωστή στη Ρωσία πριν από την ίδρυση οποιουδήποτε Μαρξιστικού κόμματος. Ο Μπακουνινισμός είχε αρχίσει να διαδίδεται στην Ρωσία από τη δεκαετία του 1870 και μετά, είτε άμεσα είτε μέσω των οπαδών του.
Ο Μπακούνιν δεν ήταν ο πρώτος που άσκησε κριτική στον Μάρξ, όμως οι κριτικές του ήταν οι πιο σθεναρές κι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μας διότι αποτελούν τη βάση ενός τύπου σκέψης που διαιωνίζεταί μέσω του αναρχισμού και διότι συγγενεύουν πολύ μ’ εκείνες που εκφράζει σήμερα η ριζοσπαστικότητα, πράγμα που σημαίνει ότι 100 χρόνια αργότερα, η κριτική του Μπακούνιν μας φαίνεται ότι διαθέτει μια εκπληκτικά προφητική ιδιότητα. Η Μπακουνινική κριτική επικεντρώνεται σε δυο βασικά προβλήματα: τις λανθάνουσες τάσεις της κατηγορίας των διανοουμένων και τις επιστημονικές προφάσεις μιας κοινωνικής θεωρίας. Η συνύπαρξη των δυο αυτών παραγόντων του φαινόταν ότι συνιστά την ουσία του κρατικού σοσιαλισμού.
Βεβαίως, η θέση του Μπακούνιν δεν είναι απαλλαγμένη από κάθε σύγχυση και δεν κάνει μια σαφή διάκριση μεταξύ της άρνησης του κράτους γενικότερα και της άρνησης του Μαρξιστικού κράτους και το σημαντικότερο, δεν επεξηγεί τα επιχειρήματά του με μια ανάλυση των οικονομικών δομών του βιομηχανικού καπιταλισμού και της σύνδεσής τους με την εξέλιξη των κοινωνικών δομών. Η ανάλυσή του είναι κάπως αφηρημένη απ’ αυτή την άποψη και περιορίζεται σε μια σειρά αναφορών φιλοσοφικού επιπέδου. Μολοντούτο, οι αναφορές αυτές προβλέπουν το μέλλον κι επιπλέον, έμελλε ν’ ασκήσουν μια βαθύτατη επίδραση στον μεταγενέστερο αναρχισμό και, ειδικότερα, στον Ρώσικο αναρχισμό.
Όσο για τους διανοούμενους ή «σοφούς», όπως τους αποκαλούσε ο Μπακούνιν, αυτοί εμφορούνται από μια αίσθηση ανωτερότητας που είναι αποτέλεσμα της παιδείας τους. Εξαιτίας αυτής της υποτιθέμενης ανωτερότητας συμπεραίνουν ότι η μελλοντική τους κυριαρχία ως τάξη είναι όχι μόνον αναγκαία αλλά και αναπόφευκτη. Είναι η τάξη εκείνη που «εν ονόματι της επίσημα αναγνωρισμένης σοφίας της και της υποτιθέμενης διανοητικής της ανωτερότητας, πιστεύει ότι είναι προορισμένη να εξουσιάζει τις μάζες». Είναι η τάξη εκείνη που πρόκειται να ιδιοποιηθεί το κράτος, όπως προέβλεπε η μαρξιστική θεωρία, για να κυριαρχήσει έτσι πάνω στις μάζες.
Αυτή η τάξη, επομένως, αντιπροσωπεύει μια νέα αριστοκρατία κι από όλες τις αριστοκρατίες είναι η πλέον μισητή και η πλέον αλαζονική - είναι το τελευταίο καταφύγιο του πνεύματος της κυριαρχίας. Το Μαρξιστικό κράτος θα σηματοδοτήσει τη βασιλεία της επιστημονικής διανόησης. Θα βασίζεται σε μια νέα ιεραρχία πραγματικών και φανταστικών σοφών και η κοινωνία θα διαιρεθεί σε μια μειοψηφία που κυριαρχεί εν ονόματι της επιστήμης και στην τεράστια, αμόρφωτη πλειοψηφία. Στην περίπτωση αυτή, ο Μπακούνιν προειδοποιεί, «φυλαχθείτε από τις αδαείς μάζες». Διότι κι αυτή είναι η δεύτερη πλευρά της κριτικής του, δεν έχουμε να κάνουμε με οποιαδήποτε τυραννία, η εν λόγω τυραννία θα ισχυρισθεί ότι η δικαιολόγησή της βρίσκεται στην επιστήμη.
Όμως η επιστήμη ως τέτοια δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον, στον ίδιο βαθμό που δεν μπορεί και να νομιμοποιήσει ένα κοινωνικό καθεστώς. Για τον Μπακούνιν, η Ιστορία καθορίζει τη δράση των ανθρώπων, η σταθερή τους επιθυμία για απελευθέρωση και όχι τα σχέδια των διανοούμενων. Όμως οι διανοούμενοι προσκολλήθηκαν σ’ επιστημονικές βεβαιότητες λες και ήταν μια νέα θρησκεία: ο θετικισμός τους είναι απλώς στην υπηρεσία των πολιτικών τους φιλοδοξιών. Οι «δογματικοί επαναστάτες» θεωρούν ότι η επανάσταση ανοίγει τεράστιες προοπτικές για την αξιοποίηση των ταλέντων τους. Πιστεύοντας ότι αντιλαμβάνονται τα πραγματικά συμφέροντα του λαού καλύτερα απ’ ό,τι ο ίδιος, υποθέτουν ότι η επιστημονική τους γνώση τους θέτει υπεράνω του λαού.
Παρά την προφητική της αξία, η ανάλυση του Μπακούνιν δεν ήταν παρά στοιχειώδης, είδε ξεκάθαρα ότι η διανόηση είναι η «πεμπτουσία και η επιστημονική έκφραση του αστικού πνεύματος και των αστικών συμφερόντων», αλλά δεν ανέπτυξε την συλλογιστική του πέρα απ’ αυτό. Προφανώς, δεν κατόρθωσε ν’ αποδείξει την ύπαρξη του ταξικού χαρακτήρα της διανόησης (μίλησε εκ περιτροπής για κάστα, τάξη κ.λ.π.) και ειδικότερα, δεν κατάφερε να καθορίσει την λειτουργία της μέσα στην διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής. Εισήγαγε όμως μιαν ανάλυση την οποία θα υιοθετούσαν οι οπαδοί του: χρησίμευσε στην αποσαφήνιση του ρόλου και των επιδιώξεων της σοσιαλδημοκρατίας στη Ρωσία.
Απ’ αυτή την άποψη, ο Μπακούνιν υπήρξε αναμφισβήτητα ένας πρωτοπόρος και μετέδωσε, στις αρχές του 20ου αιώνα, στους Ρώσους αναρχικούς μια συγκεκριμένη ανάλυση του Μαρξισμού που αφορούσε την κυριαρχία των διανοουμένων στο επαναστατικό κίνημα και τις πολιτικές τους φιλοδοξίες, παράλληλα με μια έκφραση βαθιάς δυσπιστίας απέναντι στις επιστημονικές θεωρίες περί κοινωνικής εξέλιξης. Θα πρέπει να πούμε, προς υπεράσπιση του Μπακούνιν, ότι δεν είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει την άνοδο ισχυρών πολιτικών κομμάτων υπό την επιρροή του Μαρξισμού. Είναι αλήθεια ότι είχε πάρει μια πρώτη γεύση των συγκεντρωτικών τάσεων από τις ίντριγκες και τις μηχανορραφίες μέσα στο Γενικό Συμβούλιο της Α' Διεθνούς (αν και ο ίδιος δεν ήταν εντελώς απαλλαγμένος από εξουσιαστικές τάσεις).
Επιπλέον, ο Γερμανικός σοσιαλισμός, ακόμα και με την ιδεολογικά αλλοιωμένη του μορφή, θα επιβεβαίωνε αρκετές προβλέψεις του. Η Ρώσικη σοσιαλδημοκρατία πήρε τελικά μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: Όλο το λανθάνον συγκεντρωτικό και εξουσιαστικό, δυναμικό του Μαρξισμού υλοποιήθηκε στο έπακρο. Ενάντια σ’ αυτό στράφηκε με όλη της την δύναμη η εμπνεόμενη από τον Μπακούνιν κριτική. Στο μέτρο που μας αφορά εδώ, δηλαδή, την σταθερή παρουσία ορισμένων θεμάτων, η κριτική αυτή βρήκε ένα σθεναρό υποστηρικτή στο πρόσωπο του Μαχαέσκι. Ο άνθρωπος που τόσο επιτυχημένα εξευγένισε και δημοσιοποίησε την ενόραση του Μπακούνιν δεν ήταν παραδόξως ούτε Μπακουνινικός ούτε έστω αναρχικός.
Ο Γιάν Βάκλας Μαχαέσκι γεννήθηκε στο Πίντσως (στο Ρωσικό τμήμα της Πολωνίας) το 1867 και πέθανε κάτω από εντελώς σκοτεινές συνθήκες, το 1926 στη Μόσχα. Η μικροαστική του καταγωγή -η μικροαστική τάξη αντιμετώπιζε τη συνεχή απειλή της προλεταριοποίησης και ήταν έτοιμη να μη σταματήσει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να το αποφύγει- του πρόσφερε μια εκ των έσω γνώση της φτωχής διανόησης. Με τίμημα τεράστια προσπάθεια και στερήσεις, κατάφερε να τελειώσει το γυμνάσιο και να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Η τύχη του μπορεί να ήταν εντελώς διαφορετική: θα μπορούσε άνετα να υποχρεωθεί να αναζητήσει εργασία ως χειρωνακτικός εργάτης, προκείμενου να θρέψει τη μητέρα και τα αδέλφια του.
Έτσι, γνώρισε τόσο τη μιζέρια όσο και την υπερηφάνεια εκείνων που ξεφεύγουν απ’ αυτήν. Στο πανεπιστήμιο, ο Μαχαέσκι έγινε διανοούμενος και ενεπλάκη στην πολιτική. Αφού πέρασε μια εθνικιστική φάση, έγινε σοσιαλδημοκράτης. Η Μαρξιστική του παιδεία φαίνεται ότι ήταν σφαιρική και επέδειξε ιδιαίτερη προτίμηση στην πολιτική οικονομία, παρ’ όλο που τα γραπτά του σ’ αυτόν τον τομέα δεν ήταν εξαιρετικά σαφή. Όπως ήταν φυσικό, η πολύχρονη φυλάκιση και η εξορία του στην Σιβηρία (1892 - 1903) τον έκανε ικανό και έμπειρο επαναστάτη - κάτι σχεδόν αναπόφευκτο, δεδομένης της εκδικητικότητας της Τσαρικής αστυνομίας. Μετά απ’ αυτό, έζησε στην παρανομία μέχρι να διαφύγει στο εξωτερικό το 1911 και επέστρεψε τελικά στη Ρωσία τον Απρίλιο του 1917.
Ο Μαχαέσκι έγραψε το σημαντικότερο έργο του στη Σιβηρία, αφιερώνοντας την υπόλοιπη ζωή του στην ανάπτυξη και τη διόρθωση αυτού. Το κεντρικό θέμα όλων των γραπτών του είναι ότι ο σοσιαλισμός αποτελεί την ιδεολογία μιας νέας τάξης που επιδιώκει την εξουσία, της διανόησης. Ο σοσιαλισμός παρουσιαζόταν με τη μορφή μιας θεωρίας απελευθέρωσης και απαλλοτρίωσης και όντως επεδίωκε ν’ απαλλοτριώσει τους καπιταλιστές, σκοπεύοντας όμως να πάρει τη θέση τους στην εξουσία. Η τάξη των «διανοητικών εργατών» περιλαμβάνει όλους εκείνους που ζουν από την τεχνική ή επιστημονική τους γνώση. Είναι μια κατηγορία αντίθετη προς τους χειρωνακτικούς εργάτες.
Οι χαρτογιακάδες, οι επαγγελματίες καθώς επίσης και οι επαγγελματίες επαναστάτες ανήκουν όλοι στην κατηγορία αυτή. Η διανόηση εμφανίστηκε ως τάξη παράλληλα με την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας: συνδέεται με τη διαδικασία εκβιομηχάνισης στις σύγχρονες καπιταλιστικές οικονομίες. Όμως οι διανοούμενοι ξεχωρίζουν από τους επιχειρηματίες, τους τραπεζίτες και τους μετόχους (οι οποίοι, φυσικά, δεν εργάζονται χειρονακτικά) επειδή δεν διαθέτουν κεφάλαιο με τη μορφή μετοχών, μηχανημάτων ή μετρητών. Όμως, από την άλλη μεριά, διαθέτουν μια άλλη, εξίσου πολύτιμη ίσως, μορφή κεφαλαίου: το διανοητικό κεφάλαιο. Αυτό είναι η εκπαίδευσή τους, τα χρόνια σπουδών τους, πληρωμένα από την εργασία των εργατών.
Κατά την άποψη του Μαχαέσκι, η διανόηση δεν επεδίωκε να καταστρέψει τον καπιταλισμό, αλλά απλώς να πάρει τη θέση της αστικής τάξης. Η τελευταία ήταν τώρα τόσο παρηκμασμένη ώστε δεν μπορούσε πλέον να θρέψει τους δούλους της, ούτε καν να υπερασπίσει τη θέση της ως κυρίαρχη τάξη. Η νέα τάξη των τεχνικών, των διευθυντών και των σοφών θα εγκαινίαζε μια ορθολογική οικονομία, απαλλαγμένη από τις οικονομικές κρίσεις και την ανεργία. Η τάξη αυτή ήταν γνώστης των μυστηρίων της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης και της βιομηχανικής διαχείρισης. Από αυτό προέκυψε η θεώρηση ολόκληρης της ιστορίας του σοσιαλιστικού κινήματος του 19ου αιώνα ως ιστορίας μιας τάξης που επεδίωκε την εξουσία.
Επιπλέον, ο Μαχαέσκι ήταν πεπεισμένος ότι η καπιταλιστική αστική τάξη συρρικνωνόταν αριθμητικά κι επομένως, αυτό ερχόταν σε πλήρη αντίφαση με τη θέση του Μάρξ περί αυξανόμενης προλεταριοποίησης της μεσοαστικής και της μικροαστικής τάξης. Πίστευε, αντιθέτως, ότι η τελευταία αυξανόταν αριθμητικά, αναπτυσσόμενη παράλληλα με την άνοδο της βιομηχανικής οικονομίας. Για να εκπληρώσει την φιλοδοξία της -την κατάχτηση της εξουσίας- η νέα κυρίαρχη τάξη χρειαζόταν συμμάχους- ως εχθρός της καπιταλιστικής τάξης και επιδιώκοντας να πάρει στα χέρια της το κράτος της πρώτης, έπρεπε να δώσει την εντύπωση ότι τάσσεται στο πλευρό του προλεταριάτου.
Έπρεπε να δείξει ότι αποτελεί μια επαναστατική δύναμη, αλλά αυτό μόνο φαινομενικά, χρειαζόταν τους εργάτες στον αγώνα της κατά των εχθρών. Όμως, απαλλοτριώνοντας τον επιχειρηματία, η διανόηση δεν είχε καμιά πρόθεση να διώξει από το εργοστάσιο, μαζί με το αφεντικό και τον τεχνικό ή τον λογιστή. Αντιθέτως, οι τελευταίοι θα παρέμεναν στη θέση τους και θα απολάμβαναν παχυλούς μισθούς, ενώ οι εργάτες θα συνέχιζαν να υφίστανται την εκμετάλλευση όπως και πριν. Αυτή η διαφορά αμοιβής δεν καθοριζόταν από οποιαδήποτε ποιοτική διαφορά στην εκτελούμενη εργασία, αλλά από την ταξική κατάσταση των διανοητικών εργατών.
Παλεύοντας για μια πολιτική επανάσταση στο πλευρό της διανόησης, οι εργάτες, προετοίμαζαν απλούστατα το έδαφος για την εδραίωση των νέων αφεντικών τους. Υπό την κάλυψη του αγώνα για εθνική απελευθέρωση (όπως στην Πολωνία), του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού ή του αιτήματος για πολιτικές ελευθερίες, η διανόηση επεδίωκε να ενισχύσει και να διευρύνει το φάσμα των προνομίων της καθώς επίσης και να επιβάλει την οικονομική της κατάσταση. Ο αγώνας για πολιτική δημοκρατία δεν πρόσφερε στον χειρωνακτικό εργάτη κανένα αντάλλαγμα. Ο Μάρξ, αντιθέτως, δήλωνε ότι το προλεταριάτο έπρεπε να συγκροτηθεί σε πολιτική τάξη, εκλέγοντας αντιπροσώπους και εισχωρώντας στους κρατικούς θεσμούς, διότι ο χρόνος ήταν με το μέρος του.
Η οικονομική εξέλιξη θα επιδείνωνε τις αντικειμενικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, ανοίγοντας το δρόμο για την δικτατορία του προλεταριάτου. Όμως ο Μαχαέσκι υποστήριζε ότι αυτές οι Μαρξιστικές προβλέψεις αποδείχθηκαν λανθασμένες. Ήταν λάθος να λέμε ότι η χειραφέτηση του προλεταριάτου βρίσκεται αυτομάτως στο τέλος της ιστορικής διαδικασίας. Από την άλλη μεριά, εκείνο που αλήθευε ήταν ότι η νέα τάξη μπορούσε ν’ αποκτήσει την εξουσία μόνο όταν θα ήταν ώριμες οι οικονομικές συνθήκες, πράγμα που εξηγεί την έμφαση του Μάρξ στην «διαδικασία ωρίμανσης» των οικονομικών συνθηκών. Η διατύπωση «νόμων» της κοινωνικής εξέλιξης δεν ήταν η κοινωνική επιστήμη της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά η ιδεολογία της.
Ο λεγόμενος επιστημονικός χαρακτήρας της δεν χρησίμευε παρά για να μυθοποιεί τους εργάτες, κηρύσσοντάς τους την υπομονή και συμβουλεύοντας τους να ασχοληθούν με τον μακροπρόθεσμο πολιτικό αγώνα, δίπλα στους διανοούμενους. Μόλις οι τελευταίοι θα καταλάμβαναν την εξουσία, θα χρησιμοποιούσαν τον Μαρξισμό σαν ναρκωτικό, για να κάνουν τους εργάτες ν’ αποδεχθούν τους νέους αφέντες τους. Με άλλα λόγια, ο Μαρξισμός θεωρείται εδώ θρησκεία -η Αυτοκρατορία των ουρανών αντικαταστάθηκε από το τέλος της εκμετάλλευσης σε κάποιο απώτερο μέλλον- στο μεταξύ, όμως, ο ρόλος της είναι να δικαιολογεί την σημερινή καταπίεση.
Η αχαλίνωτη εκμετάλλευση που θα υπήρχε υπό το σοσιαλιστικό καθεστώς θα δικαιολογούνταν από «αντικειμενικούς νόμους», από τις υλικές αναγκαιότητες της μετάβασης στον πλήρη κομμουνισμό. Ο εργάτης μπορεί να υποδύεται το ρόλο του ελευθερωτή της ανθρωπότητας, αλλά στο μεταξύ είναι υποχρεωμένος να υποτάσσεται στους νόμους της ιστορικής αναγκαιότητας η οποία, σε τελική ανάλυση, αποδεικνύεται ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από ληστρικοί νόμοι. Ο Μαχαέσκι παίρνει σαν φόντο του την κοινωνική ιστορία του 19ου αιώνα. Βλέπει εκεί την άνοδο μιας τάξης που διαθέτει τα χαρακτηριστικά όλων των τάξεων που επιδιώκουν την εξουσία.
Ιδεολογία, ηγεσία, στρατηγική, μήπως αυτό σημαίνει ότι η άνοδος της τάξης των διανοουμένων εξαλείφει την ταξική πάλη ή εκμηδενίζει την επαναστατική πράξη του προλεταριάτου; Σε καμιά περίπτωση. Κάποια ορισμένη χρονική στιγμή οι τάξεις εκείνες έφταναν ακόμη και να ενώθούν σ’ ένα κοινό αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Όμως τα γεγονότα του 1848 σημαδεύουν την αποφασιστική ρήξη χειρωνακτικών εργατών και διανοουμένων. Οι τελευταίοι άλλαξαν στρατόπεδο και στράφηκαν κατά των εργατών, δείχνοντας έτσι το αληθινό τους πρόσωπο και τα πραγματικά τους συμφέροντα. Οι διανοούμενοι είχαν διακρίνει το φάσμα της επανάστασης το 1848 και τρομοκρατήθηκαν διότι είχαν να χάσουν τα πάντα.
Συνακόλουθα, ο σοσιαλισμός έπαψε να κηρύσσει την επανάσταση, ζητώντας αντίθετα μεταρρυθμίσεις και πολιτική δημοκρατία. Φοβήθηκε ν’ ανοίξει μια πόρτα που ίσως δεν θα μπορούσε ποτέ να κλείσει. Από την επανάσταση και την αταξική κοινωνία, ο σκοπός του περιορίστηκε στην πολιτική δημοκρατία, τη συλλογική ιδιοκτησία της βιομηχανίας και σ’ ένα ιεραρχικό σύστημα. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν συνέχιζε να ελπίζει μακροπρόθεσμα στον οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό, περιορίστηκε βραχυπρόθεσμα στην κατάληψη της εξουσίας. Να γιατί προσπαθούσε πάντα να στρέψει τις εργατικές εξεγέρσεις προς τα πολιτικά αιτήματα που δεν ωφελούν διόλου τους ίδιους τους εργάτες.
Έτσι, λέει ο Μαχαέσκι, έγινε η απόπειρα εκτροπής της μεγάλης εργατικής απεργίας στο Λοτζ, το 1902. Οι απεργοί ήταν κύριοι της πόλης για μερικές μέρες, ενώ οι σοσιαλιστές προωθούσαν πατριωτικά συνθήματα, λες και οι εργάτες είχαν δική τους πατρίδα ή ενδιαφέρονταν για την καθιέρωση πολιτικού συντάγματος. Αντιθέτως, εκείνοι που θα ωφελούνταν άμεσα από αυτούς τους μετασχηματισμούς ήταν οι διανοούμενοι: το εθνικό πλαίσιο και οι πολιτικές ελευθερίες τούς βόλευαν στο έπακρο, για να μην αναφέρουμε το γεγονός ότι η οικονομία διευθύνεται αποτελεσματικότερα από ένα δημοκρατικό καθεστώς. Οι εργάτες σύρονται σ’ έναν αγώνα που δεν τους αφορά διόλου.
Μερικοί απ’ αυτούς -οι πλέον καλοπληρωμένοι, που ελπίζουν ν’ ανέλθουν στην κοινωνία- πυκνώνουν τις γραμμές των σοσιαλδημοκρατών, έχοντας ήδη γίνει μέλη της διανόησης και ελπίζοντας ότι θα υπερασπίσουν έτσι τα συμφέροντά τους. Οι υπόλοιποι, η μάζα, θα ωφελούνταν μόνο από μια κοινωνική και οικονομική επανάσταση η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο με την άμεση δράση τής βάσης - μέσω οικονομικών απεργιών. Αυτό ακριβώς συνέβη το 1905, όταν οι απεργίες αυτές ξέσπασαν σ’ άμεση αντίθεση προς τις επιθυμίες της αστικής τάξης και των σοσιαλιστών που ζητούσαν πολιτική δημοκρατία.
Όμως οι εργάτες δεν είχαν τίποτε να κερδίσουν αντικαθιστώντας τον δεσποτισμό με μια εκλεγμένη κυβέρνηση. Ο δικός τους αγώνας είναι ένας οικονομικός αγώνας ενάντια στην αστική τάξη. Αν τις εξετάσουμε, οι εποικοδομητικές πλευρές της σκέψης του Μαχαέσκι μας φαίνονται μάλλον αφελείς. Εναπόθεσε όλη του την εμπιστοσύνη στα καθαρά οικονομικά αιτήματα, το μόνο που μέτραγε γι’ αυτόν ήταν η βελτίωση των υλικών συνθηκών των εργατών. Πίστευε ότι ο εργάτης, αν βελτιωνόταν το εισόδημά του, θα πλήρωνε αναπόφευκτα για μια πιο πλήρη εκπαίδευση των παιδιών του τα οποία, επομένως, εφοδιασμένα μ’ ένα «διανοητικό κεφάλαιο», θα γίνονταν χαρτογιακάδες.
Έχοντας παρουσιάσει τον Μαρξισμό σαν μια καρικατούρα του επιστημονικού θετικισμού του 19ου αιώνα, ο Μαχαέσκι έπεσε και ο ίδιος θύμα της πεποίθησης ότι η δύναμη της εκπαίδευσης και του σχολείου θα θεράπευε όλες τις αρρώστιες της κοινωνίας. Δεν αρνείτο τη σημασία της επαναστατικής οργάνωσης για την επίτευξη αυτών των στόχων, κάθε άλλο. Οραματιζόταν μια παγκόσμια εργατική συνωμοσία, η οποία θα υποκινούσε όλο και περισσότερες απεργίες, οι οποίες θα κορυφώνονταν τελικά σε μια γενική απεργία. Μ’ αυτή, οι εργάτες θα ήταν σε θέση ν’ ασκήσουν πιέσεις στους κυβερνήτες και στους εργοδότες για να πετύχουν ίση αμοιβή με τους διανοούμενους.
Μπορούμε να δούμε το βαθμό στον οποίο ο Μαχαέσκι υιοθέτησε και ανέπτυξε την κριτική του Μπακούνιν στον Μαρξισμό και την επαναστατική διανόηση, χωρίς στην πραγματικότητα, ν’ αναφέρει ποτέ τον πρόδρομό του. Θα πρέπει τουλάχιστον να είχε διαβάσει Μπακούνιν, έστω και κατά την διάρκεια της περιόδου που βρισκόταν στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, διότι τα κείμενα του Μπακούνιν διαβάζονταν ευρέως από τους φοιτητές στην δεκαετία του 1880. Κάποιοι επιχείρησαν ακόμη και να παρουσιάσουν τον Μαχαέσκι σαν αναρχικό ή επαναστάτη συνδικαλιστή, αν και στην πραγματικότητα ήταν μια μοναχική μορφή στην πολιτική σκηνή της εποχής του.
Μολονότι συμμεριζόταν πολλές από τις ιδέες του σύγχρονου επαναστατικού συνδικαλισμού, διαφωνούσε πλήρως μ’ αυτόν πάνω στην κεντρική ιδέα του συνδικάτου, αντί του κόμματος, ως οργάνου των εργατικών συμφερόντων. Παρόμοια και παρά το γεγονός ότι η σκέψη του είχε πολλά κοινά σημεία με τον αναρχισμό, δεν πίστευε ότι οι αναρχικοί ήταν έτοιμοι να εργαστούν για τα οικονομικά αιτήματα του προλεταριάτου: αγωνίζονταν κι αυτοί για την «ελευθερία» και δεν θεωρούσαν την γενική απεργία σαν τίποτα περισσότερο από μια ειρηνική διαδήλωση.
Τελικά, ο Μαχαέσκι απέρριψε τη θέση των ελευθεριακών για το κράτος διότι, κατά τη γνώμη του, ήταν άχρηστη η άμεση επίθεση κατά της πολιτικής εξουσίας, αφού η τελευταία δεν ήταν παρά η α ντανάκλαση των οικονομικών δομών της κοινωνίας. Πίστευε, επιπλέον, ότι ακόμα και μια αναρχική επανάσταση θα ανέβαζε στην εξουσία τη διανόηση. Υπήρξε μια μοναχική μορφή με ελάχιστους οπαδούς κι εκείνοι που όντως τον ακολούθησαν για ένα διάστημα, τελικά τον εγκατέλειψαν ασπαζόμενοι τον αναρχισμό και μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση τάχθηκαν με το μέρος των Μπολσεβίκων.
Τουλάχιστον όταν επέστρεψε στην Ρωσία, ο Μαχαέσκι, είχε την πικρή ικανοποίηση να δει τις προβλέψεις του να επαληθεύονται, σχολιάζοντας ότι, ακόμα και μετά την εξαφάνιση της καπιταλιστικής αστικής τάξης, οι εργάτες δεν είχαν μια δική τους κυβέρνηση, παρά το γεγονός πως ήταν τώρα ελεύθεροι να εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους. Η εξουσία μεταβιβάστηκε στους διανοουμένους, τους οποίους συνέδεε η υπεράσπιση των κοινών συμφερόντων τους. Όμως, ακόμη κι οι μη πιστοί οπαδοί του προπαγάνδιζαν τις ιδέες του κι αυτές φαίνεται ότι ήταν της μόδας για ένα διάστημα.
Ο Νοβορμίσκι, λ.χ, υιοθέτησε την κριτική του Μαχαέσκι για την επαναστατική διανόηση, υποστηρίζοντας ότι το μονοπώλιο της γνώσης ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός της ανθρώπινης ελευθερίας κι ότι η τάξη των διανοουμένων, που κατείχε το μονοπώλιο αυτό, είχε εμφανιστεί ταυτόχρονα με το κράτος και την ιδιοκτησία. Περιέργως, ο Μαχαέσκι βρήκε έναν αριθμό οπαδών ακόμα και μέσα στις γραμμές του Μπολσεβίκικου κόμματος και η αριστερή αντιπολίτευση, μετά το 1917, συμπεριλάμβανε τουλάχιστον δυο ομάδες που υποστήριζαν θέσεις παρόμοιες με τις δικές του: την «Εργατική Αλήθεια» και την «Εργατική Ομάδα».
Ο Μαχαέσκι, είχε επηρεαστεί, από τον Μπακούνιν και μάλιστα ακόμα πιο έκδηλα απ’ ό,τι οι Ρώσοι αναρχικοί, μολονότι δεν θεωρούσε τον εαυτό του αναρχικό. Ο αναρχισμός αναπτύχθηκε στην Τσαρική Αυτοκρατορία ως αντίδραση στην γενίκευση μιας βασικά αστικής βιομηχανικής οικονομίας. Οι πρώτες ομάδες αποτελούνταν από εργάτες και φοιτητές, δυο κατηγορίες ανθρώπων που επηρεάζονταν άμεσα από τους περιοδικούς κύκλους κρίσης και ανεργίας. Συγκροτημένες ομάδες συναντάμε ήδη απ’ το 1903, αλλά στα 1905 - 1907, οι κύκλοι αυτοί, που δημιουργήθηκαν στις δυτικές και τις νοτιοδυτικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας, άρχισαν να εξαπλώνονται σε όλα τα σημαντικά βιομηχανικά κέντρα και πόλεις.
Τη σύντομη άνθιση ακολούθησε μια σχετική πτώση, εξαιτίας ενός κύματος καταστολής που ήταν επακόλουθο των απεργιών και των εξεγέρσεων. Πολλοί αναρχικοί προτίμησαν να μεταναστεύσουν και συνέχισαν τις δραστηριότητές τους που επικεντρώνονταν στην έκδοση περιοδικών και προπαγανδιστικών φυλλαδίων (η Ν. Υόρκη, το Παρίσι και η Γενεύη ήταν τα σημαντικότερα κέντρα των αναρχικών Ρώσων μεταναστών). Οι Ρώσοι ελευθεριακοί επέστρεψαν μαζικά κατά τη διάρκεια των επαναστάσεων του Φεβρουάριου και του Οκτωβρίου, προσχωρώντας ψυχή τε και σώματι στο τεράστιο επαναστατικό κύμα που σάρωνε τη χώρα.
Δεν μπορεί κανείς πραγματικά να ισχυριστεί ότι ο Ρώσικος αναρχισμός είναι ο άμεσος κληρονόμος μιας αμιγούς παράδοσης όπως, λ.χ, ο Ποπουλισμός ή ο Μπακουνινισμός. Η καταγωγή του είναι σύνθετη και πολύμορφη όμως κι αυτό αξίζει να σημειωθεί, το κίνημα αυτό εμφανίστηκε αυθόρμητα μέσα στους εργατικούς κύκλους, ως αντίδραση σ’ έναν καπιταλισμό ο οποίος προχωρούσε με γιγάντια άλματα φέρνοντας μαζί του σωρεία αθλιοτήτων, αδικιών και εκμετάλλευσης. Αντίθετα λοιπόν με τους μαρξιστές ή τους ποπουλιστές, οι αναρχικοί δεν ήταν μια ομάδα διανοούμενων που επεδίωκε την στρατολογία οπαδών για την επανάσταση αλλά μικροί κύκλοι εργατών αποφασισμένων να δράσουν.
Επομένως, το ελευθεριακό κίνημα ήταν πρακτικό προτού γίνει θεωρητικό. Ενδιαφερόμενο αποκλειστικά για τα προβλήματα της δράσης (απεργίες, επιδρομές, τρομοκρατία), ήρθε σε βίαιη ρήξη με την σοσιαλδημοκρατία, κατηγορώντας την για καιροσκοπισμό και διανοουμενισμό. Δεν τίθεται θέμα συζήτησης, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, της ταξικής φύσης των Ρώσων Μαρξιστών, οπωσδήποτε, οι αναρχικοί επαναστάτες υποπτεύονταν τους τελευταίους ότι έτρεφαν πολιτικές φιλοδοξίες, δεν προχώρησαν όμως τις αναλύσεις του Μπακούνιν. Οι κριτικές τους είχαν ως στόχο κυρίως θέματα τακτικής: τον κοινοβουλευτισμό (συμμετοχή στη Δούμα), την προτίμηση των μη βίαιων μέσων πάλης (προπαγάνδα, οργάνωση) από την επαναστατική βία.
Παραδόξως, ο υποστηρικτής της ριζοσπαστικής ανάλυσης του μαρξιστικού κινήματος θα βρισκόταν μέσα στο ίδιο το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Αυτή η εξέλιξη συντελέστηκε αργά σ’ επίπεδο ηγεσίας από τη δεκαετία του 1880 και μετά. Οι πρόδρομοι, Άξελροντ, Πλεχάνωφ και Ζασούλιτς, ήταν πρώην ποπουλιστές οι οποίοι είχαν έρθει σε ρήξη με το συγκεκριμένο ιστορικό παρελθόν τους. Σταδιακά, ανακάλυψαν τα κείμενα των Μάρξ και Ένγκελς και το εργατικό κίνημα που είχε αρχίσει ν’ οργανώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1870. Αυτοί οι πρώτοι θεωρητικοί της Ρώσικης σοσιαλδημοκρατίας υπήρξαν επίσης προπαγανδιστές και ηγέτες.
Θα εμφανίζονταν σε περίπτωση απεργιών να παίζουν τον ρόλο του συμβούλου (όχι πάντα του αρχηγού) και του «καθοδηγητή» των εργατών στις μεγάλες πόλεις. Έχοντας χάσει την εμπιστοσύνη τους στην επαναστατική δυνατότητα των αγροτικών μαζών, πείστηκαν, με την βοήθεια του Μαρξισμού, ότι το βιομηχανικό προλεταριάτο ήταν το ιστορικό όργανο της επανάστασης. Στη Ρωσία της δεκαετίας του 1890 υπήρχαν δυο βασικές Μαρξιστικές τάσεις. Από τη μια μεριά, εκείνη που έκανε μια σαφή διάκριση ανάμεσα στην οικονομική πάλη του προλεταριάτου και την πολιτική πάλη της επαναστατικής διανόησης και από την άλλη, εκείνη που επεδίωκε να ερμηνεύσει τα δύο αυτά καθήκοντα.
Οι οικονομολόγοι (όπως τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους) δεν θεωρούσαν τον εαυτό τους λιγότερο Μαρξιστή απ’ ό,τι οι σοσιαλδημοκράτες και οι αναλύσεις τους συνέπιπταν σ’ αρκετά σημεία. Καταρχήν, συμμερίζονταν μια αντίληψη της ιστορίας όπου ο βιομηχανικός καπιταλισμός φιγουράρει σαν μια ακατανίκητη τάση η οποία θα εξάλειφε, αργά ή γρήγορα, κάθε ίχνος φεουδαλισμού. Επίσης, απέδιδαν και οι δυο στο προλεταριάτο τον κεντρικό ρόλο κατά το καπιταλιστικό στάδιο.
Ως παραγωγοί, οι προλετάριοι είναι οι πραγματικοί αρχιτέκτονες της εκβιομηχάνισης, ως εργαζόμενοι όμως είναι καταδικασμένοι να γίνουν θύματα της αστικής εκμετάλλευσης και σίγουρα, τόσο ο Λένιν (ορκισμένος εχθρός του οικονομισμού) όσο και ο Μαρτώφ δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι η αναπόφευκτη ανάπτυξη του καπιταλισμού καθιστούσε αναγκαίο κάποιο αριθμό κοινωνικών κακών, καρπών μιας «αντικειμενικής» και αναπόφευκτης διαδικασίας. Όμως, οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι η κστεξοχήν ταξική πάλη βρίσκεται στους αυθόρμητους οικονομικούς αγώνες του προλεταριά του. Γι' αυτούς, η πολιτική δράση της ριζοσπαστικής διανόησης έπρεπε να συγχωνευθεί με την πολιτική δράση της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης.
Η κοινωνική επανάσταση δεν μπορούσε να προέλθει από την πολιτική πάλη ενάντια στον δεσποτισμό. Οι σοσιαλδημοκράτες και προπαντός ο Λένιν, υποστήριζαν τους αγρότες, δίνοντας προτεραιότητα στην πολιτική πάλη στο βαθμό που τα οικονομικά αιτήματα εκφυλίζονταν αναπότρεπτα σε Τρεϊντγιουνιονισμό, δηλαδή, σε μια μορφή συνδικαλισμού απόλυτα συμβατού με την αστική τάξη πραγμάτων. Από το 1900 και μετά, οι σκληροπυρηνικοί σοσιαλδημοκράτες διεξήγαγαν, μέσω των στηλών της ''Iskra'', μια αμείλικτη πάλη κατά των οικονομολόγων, των οποίων οι θεωρίες ταυτίζονταν με την Μπερνσταϊνική αντιπολίτευση.
Παράλληλα μ’ αυτό, η συντακτική επιτροπή της πρώτης Iskra (Λένιν, Πλεχάνωφ, Άξελροντ, Ζασούλιτς, Ποτρέσωφ, Μαρτώφ) ανέπτυξε μια κομματική αντίληψη διαμετρικά αντίθετη με εκείνη των οικονομολόγων: ένα ιεραρχημένο κόμμα αποτελούμενο από επαγγελματίες επαναστάτες που δρούσαν παράνομα, με συγκεντρωτική οργάνωση, του οποίου ο σκοπός θα ήταν να καθοδηγεί τους εργατικούς αγώνες. Δηλαδή, σύμφωνα με την αντίληψη του Λένιν, το προλεταριάτο έπρεπε όχι μόνο να περιοριστεί σε συνδικαλιστικού τύπου αιτήματα, αλλά και να ρίξει όλο του το βάρος στην πολιτική πάλη κατά της Τσαρικής κυριαρχίας.
Αυτή η άποψη εκφράζεται πολύ σθεναρά στα άρθρα που έγραψε ο Λένιν για την Iskra (1900 - 1903), στην μπροσούρα του ''Τι να κάνουμε;'' (1902) και στις ομιλίες του στο σοσιαλδημοκρατικό συνέδριο του 1903. Σ’ αυτό το σημείο της συζήτησης ήταν που εκφράστηκαν αντιρρήσεις μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, ακόμη και μέσα στην μικρή ομάδα των εμιγκρέδων που ήταν συσπειρωμένοι γύρω από την Iskra. Οι αντιρρήσεις εκείνες αποτελούσαν την καλύτερη κριτική στη φράξια του Λένιν, εφόσον προέρχονταν από ακτιβιστές που είχαν άμεση εμπειρία του τρόπου με τον οποίο αυτές οι αντιλήψεις ενσαρκώνονταν στην καθημερινή πρακτική της σοσιαλδημοκρατικής οργάνωσης.
Η κριτική αυτή ήταν μάλλον περισσότερο σχετική και λιγότερο αφηρημένη απ’ εκείνη που προωθούσαν οι οικονομολόγοι της Rabochaia Mysl. Εκείνο που έχει ενδιαφέρον, από την σκοπιά της ριζοσπαστικής θεωρίας, είναι ότι η κριτική αυτή θέτει το ουσιώδες ζήτημα της φύσης του Ρώσικου σοσιαλισμού -πάλη μιας τάξης για την εξουσία ή πάλη για την απελευθέρωση του προλεταριάτου- και ως εκ τούτου τοποθετείται στα ακραία όρια του μαρξισμού. Ωστόσο, παραμένει μέσα στα όρια του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, αρνούμενη εξαρχής να υπερβεί τα όρια αυτά. Ούτε ο Άξελροντ, ούτε ο Τρότσκι, ούτε η Λούξεμπουργκ αμφισβήτησαν την κομματική αντίληψη ή εκείνη της πρωτοπορίας που είναι απαραίτητη για την ταξική πάλη.
Να γιατί -όπως συνέβη με την Λούξεμπουργκ- αυτή η διπλή θέση (κριτική και κομφορμιστική) θα οδηγούσε σε μια σειρά αμφιλογιών ακόμη και αντιφάσεων και αυτή δεν ήταν η τελευταία φορά, μια διαυγής κι αμείλικτη ανάλυση του κόμματος θα οδηγούσε τον Τρότσκι στο να έρθει σ’ αντίθεση με τον εαυτό του, 25 χρόνια αργότερα, θα έπεφτε κι αυτός στην ίδια παγίδα. Το συνέδριο του Ρώσικου Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος (το Β' επίσημα), το οποίο διεξήχθη το 1903, προέβη σε μια επανεξέταση των σκοπών και των χαρακτηριστικών του Ρώσικου σοσιαλισμού.
Οι ανταγωνισμοί οξύνθηκαν από την φραξιονιστική πάλη η οποία κυριάρχησε σ’ όλο το συνέδριο, κατά την διάρκεια του οποίου ο Λένιν κατόρθωσε να διατηρήσει τον έλεγχο των κομματικών οργάνων με μια οριακή πλειοψηφία. Η αναίσχυντη αυτή πάλη για εξουσία μέσα στο κόμμα, προτού αυτό καν υπάρξει επίσημα, προκάλεσε την αγανάκτηση αρκετών αντιπροσώπων που δεν είχαν ακόμη συμβιβαστεί με τον ψυχρό Μακιαβελισμό των μελών της επιτροπής. Αργότερα, όταν οι Μπολσεβίκοι και οι Μενσεβίκοι σχημάτισαν δυο εντελώς ξεχωριστές φράξιες -για να μην πούμε κόμματα.
Θεωρητικές φιλοφρονήσεις άρχισαν ν’ ανταλλάσσονται μέσω ενός κωδικοποιημένου υβρεολόγιου, (οπορτουνισμός, φραξιοναλισμός, δεξισμός, επαναστατισμός, μπλανκισμός κ.λ.π.), παρά βάσει μιας εμπεριστατωμένης ανάλυσης. Στο σημείο αυτό δεν υπήρξε άλλη διαφωνία ως προς τους σκοπούς, δηλαδή, την κατάκτηση της εξουσίας από το κόμμα. Οι διαφορές αφορούσαν την ιστορική τακτική - οι Μενσεβίκοι πίστευαν στις αυθόρμητες οργανώσεις του προλεταριάτου στις οποίες θα διείσδυαν αν χρειαζόταν, ενώ οι Μπολσεβίκοι δεν αναγνώριζαν άλλες οργανώσεις παρά μόνον εκείνες που υποτάσσονταν στον δικό τους μηχανισμό.
Οι πρώτοι αντιμετώπιζαν με κάποιο σκεπτικισμό την πιθανότητα να έρθουν κάποτε στην εξουσία (πράγμα που τους χάρισε τη φήμη των «άτολμων» μεταξύ των εργατών), οι δεύτεροι, αντιθέτως, ώθησαν τον βολονταρισμό τους σε σημείο να υιοθετήσουν το πρόγραμμα των ορκισμένων εχθρών τους (των σοσιαλεπαναστατών), δεδομένου ότι οι μάζες τους είχαν προσφέρει την υποστήριξη που τόσο πολύ χρειάζονταν στην πορεία τους για την κατάκτηση της εξουσίας. Όμως, στα 1903 - 1904, τα αντίπαλα στρατόπεδα δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρα και οριστικά προσδιορισμένα και η αντίδραση στην Λενινιστική αντίληψη του κόμματος εμφανιζόταν αυθόρμητα.
Είναι αλήθεια ότι η Γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν την εποχή εκείνη η πιο ισχυρή, δεν αποτελούσε πρότυπο «δημοκρατικότητας», αλλά τουλάχιστον έλεγχε τις μάζες και ο συγκεντρωτισμός της κρυβόταν πίσω από την ύπαρξη εκατοντάδων ή ακόμα και χιλιάδων αξιωματούχων που πρόσφεραν στο κόμμα την επίφαση μιας σταθερής επικοινωνίας μεταξύ βάσης και κορυφής. Οι θέσεις του Λένιν (και ήδη η πρακτική του), αντιθέτως, σόκαραν τον λαό με το δογματισμό τους, εδώ ήταν ένα κόμμα, αποτελούμενο από μερικές εκατοντάδες διανοουμένων και μια χούφτα εργατών που στην πλειοψηφία τους δεν ήταν πια ενταγμένοι στην παραγωγική διαδικασία.
Το οποίο ισχυριζόταν όχι μόνο ότι αποτελεί την ηγεσία των μαζών αλλά και ότι κατέχει το μονοπώλιο της θεωρίας. Ήταν ένα καθαρά ιεραρχικό και συγκεντρωτικό κόμμα που απαιτούσε από τα μέλη του αυστηρή πειθαρχία κι εμφανιζόταν ως οδηγός του προλεταριάτου κι υποτίθεται ότι ενέκρινε ή καταδίκαζε, εκ των προτέρων, τους αγώνες του ίδιου αυτού προλεταριάτου. Θα προκαλούσε τον γέλωτα αν κάποια μερίδα του λαού δεν έβλεπε σ’ αυτό κάποιες τάσεις οι οποίες αντιθέτως απαιτούσαν την μέγιστη σοβαρότητα. Η κριτική τους ήταν η πλέον σαφής διότι έβλεπαν σ’ αυτό την συμπύκνωση, την ουσία της σοσιαλδημοκρατίας, ή ακριβέστερα, μια σοσιαλδημοκρατία με ουσιαστική ύπαρξη.
Επιτιθέμενοι σ’ αυτό, οι αιρετικοί εκείνοι χτυπούσαν, στην πραγματικότητα, κάθε μορφή κρατικού σοσιαλισμού, έστω και αν αυτό δεν ήταν ξεκάθαρο σε αυτούς, εκείνη την εποχή ή και αργότερα. Στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Τσαρική Ρωσία, ρωτούσε ο Άξελροντ, τι νόημα είχε ένας πολιτικός αγώνας; Πάνω απ’ όλα, ο αγώνας αυτός είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα, δηλαδή, απέβλεπε στην αντικατάσταση της φεουδαλικής μοναρχίας από την καπιταλιστική αστική τάξη. Το Ρώσικο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα είχε εμπλακεί σ’ αυτόν ακριβώς τον αγώνα κι οι αντιλήψεις του Λένιν απλώς αποδείκνυαν τον «αριστερό αστικό» χαρακτήρα του κόμματος.
Διότι, μη εμπνεόμενοι διόλου από τις μάζες και μη προσεγγίζοντας αυτές για να μάθουν την προλεταριακή πραγματικότητα από πρώτο χέρι, οι οπαδοί του Λένιν αναγορεύτηκαν σε ηγέτες τους. Όμως, σ’ ό,τι αφορά την κοινωνική του σύνθεση, το Ρ.Σ.Κ. ήταν αναμφισβήτητα ένα αστικό κόμμα και το ότι οι εργάτες το υποστήριζαν και ακολουθούσαν την γραμμή του, οφειλόταν στην έλλειψη ενός φιλελεύθερου αστικού κόμματος δυτικού τύπου στη Ρώσικη πολιτική σκηνή. Για την ώρα, λοιπόν, το κόμμα ήταν μια οργάνωση διευθυνόμενη από την επαναστατική διανόηση και ο υπερσυγκεντρωτισμός του Λένιν θα διαιώνιζε πιθανότατα αυτή την κατάσταση πραγμάτων.
Υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, επισήμανε ο Αξελροντ, η υφιστάμενη πολιτική οργάνωση και οι επιλογές της να οδηγήσουν στο ξέσπασμα μόνο μιας αστικής επανάστασης. Αναρωτιόταν λοιπόν μήπως το ιδεολογικό περίβλημα (το επαναστατικό πρόγραμμα του κόμματος) έκρυβε ένα αντικειμενικό περιεχόμενο του οποίου οι θεμελιώδεις αρχές παρέμεναν μέσα στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Ο Αξελροντ υποπτευόταν επιπλέον ότι εκείνο που ονόμαζε οργανωτική ουτοπία του Λένιν (συγκεντρωτισμός, γραφειοκρατία, συνωμοτικός χαρακτήρας της οργάνωσης ) ενσάρκωνε μια αστική ιδεολογία.
Η άμεση καθοδήγηση των μαζών στον αγώνα ενάντια στο δεσποτισμό, υπό την κηδεμονία του κόμματος, δεν μπορούσε να έχει άλλο αποτέλεσμα, έγραφε, από την κατάκτηση της εξουσίας από την ριζοσπαστική αστική τάξη. Έτσι, έκανε αναπόφευκτα ένα παραλληλισμό με την Γαλλική Επανάσταση του 1789, όταν οι Γιακωβίνοι, αντλώντας υποστήριξη από τις λέσχες και τις λαϊκές κοινότητες, εφάρμοσαν πιστά τις πολιτικές της αστικής τάξης. Κοντολογίς, πίσω από την ελίτ των επαγγελματιών επαναστατών που προέρχονταν από την διανόηση, ο Άξελροντ διέκρινε αμυδρά ένα «γενικό επιτελείο» έτοιμο να χρησιμοποιήσει τις προλεταριακές μάζες προκειμένου να διεξάγει την δική του επανάσταση, μια επανάσταση που θα το έφερνε στην εξουσία.
Όμως το μυστηριακό περιεχόμενο του κόμματος, ενός σοσιαλδημοκρατικού κινήματος του οποίου ο ρόλος είναι να εκπαιδεύσει το προλεταριάτο, ήτανε υπερβολικά απροσπέλαστο ώστε να μπορέσει αυτός να ακολουθήσει την γραμμή σκέψης του μέχρι τις έσχατες λογικές της συνέπειες. Ούτε κι αυτός σχεδόν δεν πίστευε στην ίδια του την προειδοποίηση όταν έγραφε ότι η Ιστορία θα μπορούσε κάλλιστα να διαπράξει την ίδια απάτη σε βάρος των Ρώσων σοσιαλιστών που διέπραξε σε βάρος της Γαλλικής επαναστατικής αστικής τάξης, καλύπτοντας το αστικό περιεχόμενο του κινήματος με τον ιδεολογικό μανδύα της ριζοσπαστικής δημοκρατίας.
Όταν ο Τρότσκι εξέτασε τα αποτελέσματα του αποφασιστικού συνεδρίου που διεξήχθη τον Αύγουστο του 1903, είχε απόλυτη επίγνωση. Δήλωνε σαφώς ότι το εργατικό κίνημα πρέπει τελικά να μεταμορφωθεί σε μια «διαδικασία προλεταριακού αυτοκαθορισμού». Αν δε συνέβαινε αυτό, πρόσθετε, η ρώσικη σοσιαλδημοκρατία θα αποδεικνυόταν ιστορικό λάθος. Τι συνέβη όμως πραγματικά το 1904; Το κόμμα της επαναστατικής διανόησης βρισκόταν στη διαδικασία αντικατάστασης του προλεταριάτου από το ίδιο το κόμμα, επεξεργαζόμενο τη δική του θεωρία περί επανάστασης και προσπαθώντας να υποτάξει την πραγματικότητα της ταξικής πάλης στη θεωρία αυτή.
Όμως ο Τρότσκι έγραψε ότι η Ιστορία απλώς δεν επιτρέπει αυτό το είδος υποκατάστασης, η προλεταριακή θεωρία περί πολιτικής ανάπτυξης δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει ένα πολιτικά ανεπτυγμένο προλεταριάτο. Η επαναστατική συνείδηση δεν μπορεί να έρθει στις μάζες εκ των έξω, αλλά μόνο από τις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής τους. Η θεωρία του Λένιν έμοιαζε με το κλασικό καπιταλιστικό εργοστάσιο, όπου μια μειοψηφία δίνει τις διαταγές και η μεγάλη πλειοψηφία καλείται απλώς να τις εκτελέσει. Ο Τρότσκι προχώρησε, τοποθετώντας τον Λένιν στη Γιακωβίνικη παράδοση η οποία, είπε, αντιπροσωπεύει «τον μέγιστο βαθμό ριζοσπαστικότητας που μπορεί να γεννήσει η αστική κοινωνία».
Αυτός ο υποκείμενος Γιακωβινισμός οδήγησε τον Μπολσεβίκο ηγέτη να πιστέψει ότι η προετοιμασία της δικτατορίας του προλεταριάτου ήταν στην πραγματικότητα καθαρά θέμα οργάνωσης, αν και οι οργανωτικές του ιδέες οδηγούσαν σε μια δικτατορία πάνω στο προλεταριάτο. Διότι ο Γιακωβινισμός, όπως και ο Μπλανκισμός, ήταν μια αστική ιδεολογία που δεν στόχευε σε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την οικοδόμηση ενός μηχανισμού εξουσίας. Ο Τρότσκι εξέδωσε ένα φυλλάδιο, όπου σύγκρινε τον Λένιν με τον Ροβεσπιέρο και ξεσκέπαζε την πάλη του Λένιν για εξουσία μέσα στο κόμμα.
Επίσης, προχώρησε ακόμη περισσότερο στο ''Πάνω στα πολιτικά μας καθήκοντα'', κατηγορώντας τους φίλους του Λένιν ότι χρησιμοποιούν τον Μαρξισμό ως ιδεολογικό προπέτασμα για να κρύψουν τον αστοεπαναστατικό (Γιακωβίνικο) ρόλο με τον οποίο οι εν λόγω φίλοι είχαν εναρμονιστεί τέλεια. Η δημοκρατική διανόηση είχε υιοθετήσει τον Μαρξισμό επειδή της πρόσφερε μια θεωρητική βάση στον αγώνα της για πολιτική χειραφέτηση. Αυτό γέννησε την αυταπάτη ότι το καθήκον της σοσιαλδημοκρατίας ήταν να ελευθερώσει το Ρώσικο λαό, όπως διακήρυσσε κάποια «Λενινιστική» επιτροπή στην Οδησσό, πράγμα που έκανε τον Τρότσκι να σχολιάσει:
«Η επιτροπή της Οδησσού έχει προφανώς απορρίψει την ασήμαντη ιδέα ότι η απελευθέρωση του λαού μπορεί να προέλθει μόνο από τον ίδιο το λαό σαν κατάλοιπο ιδεολογικής αγκύλωσης. Ζήτω η επιτροπή της Οδησσού, ο «ελευθερωτής», που έχει απαλλάξει τους εργάτες της Οδησσού από το καθήκον να απελευθερωθούν μόνοι τους. Μόνο που διερωτάται κανείς τίνι τρόπω το σύνθημα της επιτροπής της Οδησσού, ζήτω η σοσιαλδημοκρατία, ο ελευθερωτής του Ρώσικου λαού, είναι καλύτερο από τις επαγγελίες των παλιών «λαϊκών ηρώων» και τι λόγο έχουμε να πιστέψουμε ότι η «μαχητική οργάνωση» θα δώσει πραγματικά την ελευθερία στο λαό».
Στην περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ, όμως, αυτό δεν ήταν πλέον θέμα τακτικής κριτικής, που θα μπορούσε γρήγορα να διορθωθεί ή να αποσυρθεί. Δεν μπορεί κανείς να της αρνηθεί μια ορισμένη λογική και μια ακλόνητη σταθερότητα στην υπεράσπιση των θέσεών της. Καθ' όλη την διάρκεια της δράσης της ως σοσιαλδημοκράτισσας ακτιβίστριας, ήταν εχθρική απέναντι σε μια ορισμένη αντίληψη -την οποία θα ονομάζαμε σήμερα γραφειοκρατική- του κόμματος και της επαναστατικής οργάνωσης γενικότερα. Αν όμως τα προτερήματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ ήταν η σταθερότητα και η ακλόνητη πίστη της σε μια θεωρία περί αυθορμητισμού, που θα ταυτιζόταν τελικά μ’ αυτήν, η κριτική της ποτέ δεν έφθασε τη ριζοσπαστικότητα ενός Τρότσκι.
Αυτό οφείλεται στο ότι ολόκληρη η ζωή της Λούξεμπουργκ ή ταν αφιερωμένη στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα, έξω απ’ αυτό το πλαίσιο, δεν ήταν νοητές ούτε οι δραστηριότητές της ούτε η αγωνιστική της σκέψη. Ο Τρότσκι, απ’ την άλλη μεριά, διέθετε εξαιρετικά ανεξάρτητο πνεύμα. Δεν είναι απλώς τυχαίο το ότι απέφυγε όλες τις φράξιες μέχρι το 1917 κι ακόμα και τότε, εντάχθηκε σε εκείνη που θεωρούσε την πιο αποτελεσματική. Η ανεξαρτησία αυτή του πρόσφερε την ελευθερία να εκτονώνει τις βίαιες αντιδράσεις του πάνω σε οποιαδήποτε αντίληψη, όσο ορθόδοξη κι αν ήταν.
Αλλά υπήρχε και μια άλλη όψη του νομίσματος: μόλις η οργή του περνούσε, μόλις οι προφητικοί του κεραυνοί έπεφταν, ήταν ικανός - όταν απολάμβανε υπουργικής εξουσίας - να παραμείνει σιωπηλός ενώ θα μπορούσε να μιλήσει. Η Λούξεμπουργκ, με τους περιορισμούς της και την αναζήτηση της ορθοδοξίας και μιας πνευματικής οικογένειας δεν δελεαζόταν από τίποτα, έξω από εκείνο που πίστευε ότι είναι η αλήθεια. Το κύριο θεωρητικό μέλημα της Λούξεμπουργκ από το Η μαζική απεργία, το πολιτικό κόμμα και το συνδικάτο μέχρι την τελευταία «ομιλία» της για το πρόγραμμα του νεαρού Γερμανικού Κ.Κ. που τότε συγκροτείτο, ήταν να συμβιβάσει την οργάνωση, την αναγκαιότητα μιας πρωτοπορίας, με την αυτόνομη προλεταριακή δυναμική.
Ο λόγος για τον οποίο μερικοί άνθρωποι ελκύονται από τον «Λουξεμπουργκισμό», είναι ίσως το ότι προσπάθησε να συμβιβάσει δυο ασυμβίβαστα, με αποτέλεσμα μια «ατελή σύνθεση». Η αλήθεια είναι πως δεν είναι εύκολο να δείξεις ότι οι παρορμήσεις των μαζών και η επαναστατική τους πρακτική είναι αυθόρμητες και ταυτόχρονα εξαρτημένες από μια σοσιαλδημοκρατία «που μόνον αυτή είναι ικανή ν’ απελευθερώσει εκείνη την ενέργεια και να την διαμορφώσει σε αποφασιστικό παράγοντα της ζωής».
Μολοντούτο, ο θεμελιώδης ρόλος που η Λούξεμπουργκ απέδωσε στην αυτόνομη δράση τους, την οδήγησε να καταδικάσει οξύτατα κόμματα όπως το Ρ.Σ.Ε.Κ. που παραγνώριζαν την πλευρά αυτή και αν δεν κατανόησε το ρόλο του Μαρξισμού ως μυθοποιητική ιδεολογία σε σχέση με τις επιδιώξεις της διανόησης, πίστευε πάντως ότι οι οργανωτικές αντιλήψεις της τελευταίας ήταν ασυμβίβαστες με τους τελικούς σκοπούς του σοσιαλισμού. Γι’ αυτήν, η ύπαρξη μιας πανίσχυρης κεντρικής επιτροπής που εξουσιάζει τις μάζες ισοδυναμούσε, στην ουσία, με την προβολή ενός καθαρού και άκρατου Μπλανκισμού, που της φαινόταν ότι πήγαζε από τον ίδιο τον Λενινιστικό ορισμό του σοσιαλδημοκράτη:
«Ένας Γιακωβίνος άρρηκτα συνδεδεμένος με την οργάνωση του προλεταριάτου και που, επομένως, έχει συνείδηση των ταξικών της συμφερόντων». Έτσι, το είδος της πειθαρχίας που εφάρμοζε ο Λένιν ήταν χαρακτηριστικό εκείνου του αστικού κράτους: η κεντρική επιτροπή έλεγχε τους εργάτες, ενώ θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο σύμφωνα με την μαρξιστική αντίληψη περί επαναστατικής πάλης. Ο υπερβολικός συγκεντρωτισμός ενείχε τον κίνδυνο της συγκέντρωσης τεράστιας εξουσίας στα χέρια των διανοούμενων ηγετών του σοσιαλιστικού κινήματος, κάνοντάς τους να διευρύνουν τις επιδιώξεις τους.
Η Λούξεμπουργκ πίστευε ότι μόνον η αυτόνομη δράση των επαναστατών μπορούσε ν’ ανατρέψει τα σχέδια μιας φιλόδοξης διανόησης να προσλάβει ταχύτατα ένα αστικό ταξικό περιεχόμενο, πιθανότατα την επαύριο της επανάστασης. Με άλλα λόγια, η δικτατορία, όπως ο Λένιν αρχικά τη συνέλαβε και αργότερα την εφάρμοσε, έμοιαζε περισσότερο με τη Γιακωβίνικη δικτατορία που υποστήριζε ο Μπλανκί παρά μ’ εκείνη του προλεταριάτου στον αγώνα του κατά της αστικής τάξης. Υπό αυτές τις συνθήκες, ρωτούσε η Λούξεμπουργκ, οι μάζες δεν θα χρησίμευαν απλώς σαν σκάλα για να ανεβεί στην εξουσία μια χούφτα διανοουμένων; για μια δικτατορία παρόμοια με τη Γιακωβίνικη ηγεμονία;
Οι κριτικές της Λούξεμπουργκ, η οποία γνώριζε τέλεια το Ευρωπαϊκό σοσιαλιστικό κίνημα, αρχής γενομένης από το Ρ.Σ.Ε.Κ., εγείρουν ένα θεμελιώδες ζήτημα αναφορικά με τον κοινωνικό χαρακτήρα της «μελλοντικής» μπολσεβίκικης εξουσίας. Το 1918, υποστήριζε ότι το καθήκον του προλεταριάτου ήταν να εγκαθιδρύσει μια ταξική δικτατορία, την οποία αντιδιέστειλε από εκείνη ενός κόμματος ή μιας μικρής μειοψηφίας που κυβερνούσε εν ονόματι της τάξεως. Όπως, όμως, ο Τρότσκι αργότερα, σκεπτόταν στη βάση των λαθών, των σφαλμάτων, των καταχρήσεων ή ακόμα και των κάποιων παραπλανημένων διανοούμενων. Η ανάλυσή της σταματούσε εκεί.
Όπως οι περισσότεροι Μαρξιστές της γενιάς της, δεν μπορούσε σχεδόν να διανοηθεί μια σοσιαλιστική επανάσταση χωρίς τη διαφώτιση, την έμπνευση και την καθοδήγηση του κόμματος. Θα της άρεσε ν’ αλλάξει τις σχέσεις μέσα στο κόμμα, να εγκαθιδρύσει μια (μυθική) ρευστότητα μεταξύ ηγεσίας και μαζών. Της φαινόταν απόλυτα ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε αυθόρμητη εξέγερση του προλεταριάτου δεν μπορούσε να είναι παρά στοιχειώδης κι ότι αυτό θα έπρεπε να συμμαχήσει με μια ομάδα θεωρητικών, τακτικών και προπαγανδιστών, ικανών να κατευθύνουν την επαναστατική δράση προς την κοινωνική επανάσταση. Υπό αυτές τις συνθήκες, μας είναι δύσκολο να δούμε πως αυτή θα μπορούσε να θίξει το ζήτημα του κοινωνικού χαρακτήρα των «ηγετών».
Αν αυτοί είχαν τους δικούς τους επαναστατικούς σκοπούς που αντιστοιχούσαν στην ταξική τους υπόσταση, τότε τα συμφέροντά τους δεν θα συνέπιπταν ποτέ μ’ εκείνα του προλεταριάτου και αυτοί δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να οδηγήσουν το τελευταίο στον στόχο του. Ωστόσο, η «συμμαχία» μεταξύ διανοουμένων και εργατών φαινόταν απαραίτητη, η συγχώνευση επαναστατικής συνείδησης και επαναστατικής ενεργητικότητας αποτελούσε δόγμα τόσο για την Λούξεμπουργκ όσο και για τους συγχρόνους της. Μπορεί κανείς να δει τον φαύλο κύκλο στον οποίο ήταν παγιδευμένη σε αντίθεση προς τον εαυτό της.
Από τη στιγμή που αρνήθηκε ν’ αναγνωρίσει ότι το προλεταριάτο έχει μια πλήρη υπόσταση καθεαυτό και επομένως είναι εντελώς, αυτόνομο, δεν μπορούσε να βαθύνει την ανάλυσή της σε σημείο ώστε να υπερβεί την φαινομενικότητα: μια διανόηση η οποία μπορεί να εξαπατάται από τους γραφειοκράτες ηγέτες αλλά που, οπωσδήποτε, είναι αναντικατάστατη ως ζωτικός καταλύτης για τον μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Κάθε κριτική που δεν επανεκτιμά συνολικά το ζήτημα της σοσιαλδημοκρατίας, παγιδεύεται, ευθύς εξ αρχής, στον ίδιο φαύλο κύκλο.
Ωστόσο, η κριτική αυτή που αναπτύχθηκε, είτε από τον Άξελροντ είτε από τον Τρότσκι είτε από την Λούξεμπουργκ, δεν αποσκοπούσε ποτέ σε τίποτα άλλο από την αντικατάσταση μερικών ηγετών από κάποιους άλλους, στην καλύτερη περίπτωση και τη βελτίωση της υφιστάμενης ηγεσίας, στην χειρότερη. Η κριτική εκ των έσω αναπτύχθηκε στο μέτρο του εφικτού και μ’ ένα εκπληκτικό βαθμό διαύγειας, ήδη από την εποχή του Α' Συνεδρίου (1903) και της συζήτησης που διεξαγόταν τότε αναφορικά με τη Λενινιστική γραμμή. Όλα τα κακά της γραφειοκρατίας, διορισμοί εκ των άνω, χειραγώγηση των αντιπροσώπων του συνεδρίου, καταδικάστηκαν ευθέως και η αλαζονεία, η μισαλλοδοξία και η καταπιεστική πειθαρχία του λενινισμού ξεσκεπάστηκαν αμείλικτα.
Όπως θα συνέβαινε αργότερα, από το 1920 και μετά, η μόνη λύση για τους καλύτερους και τους πιο ανιδιοτελείς μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών, δεν έγκειτο σε τίποτα περισσότερο από μια αλλαγή της «πολιτικής γραμμής» - μια «αυξημένη δημοκρατία» και μια «στενότερη» επαφή με τις μάζες. Ακόμη και οι πιο διορατικοί σοσιαλδημοκράτες δεν κατανόησαν σφαιρικά την κατάσταση - τη στενή αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα συμφέροντα της διανόησης, και τον κοινωνικό και οικονομικό της ρόλο σ’ ένα καπιταλισμό αποτελούμενο από μεγάλες μονάδες και γραφειοκρατικές μεθόδους, ιεραρχία, μισαλλοδοξία και περιφρόνηση απέναντι στις μάζες. Είδαμε ότι η προποπουλιστική περίοδος του Ρώσικου σοσιαλισμού έβριθε από προειδοποιήσεις και προφητείες.
Παρατηρήσαμε επίσης ότι η ριζοσπαστικότητα, ενώ ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου αποκομμένη από τις πραγματικότητες του πολιτικού αγώνα, διατηρήθηκε μολοντούτο σε μερικούς μικρούς κύκλους ή ακόμη και στα γραπτά επιμέρους ατόμων. Ο ποπουλισμός, με την αυστηρή έννοια του όρου -το κίνημα που ξεκίνησε με τις εκστρατείες «Κοντά στο λαό»- ενώ εγκαινίασε μια περίοδο ακτιβισμού, οδήγησε όμως σε μια εξασθένιση της ριζοσπαστικής σκέψης. Η άνοδος της τάξης των διανοουμένων, παράλληλα με την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού στη Ρωσία, τόνισε το πρόβλημα της οργάνωσης. Αυτό λύθηκε την στιγμή που οι Πλεχάνωφ, Αξελροντ και άλλοι πήγαν να «βοηθήσουν» τους εργάτες να διεξάγουν τις απεργίες τους.
Το πρακτικό πρόβλημα αντιμετωπίστηκε πριν από το θεωρητικό, μόνο αργότερα θα άρχιζαν οι άνθρωποι αυτοί να κωδικοποιούν και να θεωρητικοποιούν την συνήθεια να τίθενται επικεφαλής του προλεταριάτου. Όταν οι ποπουλιστές άρχισαν να διαδίδουν τον μαρξισμό, στην Ρωσία και αργότερα, να διδάσκουν τον Μαρξισμό στους μαθητευόμενους επαναστάτες στην εξορία, το μόνο που έκαναν την εποχή εκείνη ήταν να ντύνουν τη διανόηση με τα φημισμένα εκείνα ιδεολογικά ενδύματα που ανέφερε ο Μάρξ και των οποίων ο σκοπός δεν ήταν απλώς να μυθοποιούν το προλεταριάτο, αλλά και ν’ αποκρύβουν απ’ αυτό την πραγματική κατάσταση.
Διεξήχθη τότε ένας αγώνας για την κατάκτηση της καρδιάς και του μυαλού των ίδιων των διανοουμένων. Διχασμένες ανάμεσα στον φιλελευθερισμό, την πίστη στη συνταγματική τάξη και τις διάφορες μορφές του μαρξισμού (Λεγκαλίστικο, οικονομίστικο και σοσιαλδημοκρατικό) ή ακόμη και απρόθυμες να εγκαταλείψουν τον ποπουλισμό, οι διάφορες φράξιες της διανόησης έκαναν την επιλογή τους σύμφωνα με τη θέση που κατείχαν μέσα στη μεσαία τάξη, την ιδιοσυγκρασία και την ιστορική αισιοδοξία ή απαισιοδοξία τους. Να τι ήταν η εσωτερική πάλη που διεξήχθη μέσα στην τάξη αυτή στη διάρκεια της δεκαετίας του 1890. Ωστόσο, όλοι συμφωνούσαν ότι ο κύριος στόχος ήταν η χειραφέτηση της εργατικής τάξης.
Δίπλα στην ομάδα του «αγώνα για την απελευθεύρωση της εργατικής τάξης» -Λενινιστές- βρίσκουμε την ομάδα για την «εργατική αυτοαπελευθέρωση» (οικονομιστές), ενώ η «Εργατική Σκέψη» συγγένευε με το «Εργατικό Ειδησεογραφικό Δελτίο». Το πρόβλημα ήταν αν η πολιτική πάλη έπρεπε να διεξαχθεί σε αντιδιαστολή προς τα εργατικά αιτήματα ή σε συμμαχία με το προλεταριάτο, ήταν ένα πρόβλημα που έπρεπε να επιλυθεί ή μ’ ένα κοινοβουλευτικό καθεστώς (θέση των φιλελευθέρων) ή με την άμεση έναρξη προετοιμασίας της μάχης για τον σοσιαλισμό (θέση των σοσιαλδημοκρατών).
Το ιστορικό όραμα όλων εκείνων τους οποίους απασχολούσε επιτακτικά (το πρόβλημα αυτό), θεωρούσε δεδομένη την ανάπτυξη και την άνθιση του καπιταλισμού με όλες του τις συνέπειες (κι εδώ άρχισαν να απομακρύνονται από τον ποπουλισμό, ο οποίος προτιμούσε να παραλείψει το αστικό βιομηχανικό στάδιο). Το πρώτο σημείο εξαιτίας του οποίου οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να απομακρύνονται από τους οικονομιστές, τους λεγκαλιστές Μαρξιστές κ.λ.π. αφορούσε την ανάγκη προσέλκυσης του προλεταριάτου στην πολιτική πάλη ενάντια στον Τσαρικό δεσποτισμό ή, για να χρησιμοποιήσουμε την παράφραση των αντιπάλων τους, ενάντια στην Τσαρική αστυνομία.
Όμως η ώθηση του προλεταριάτου ν’ αναλάβει ένα καθήκον που ανήκε ιστορικά στην αστική τάξη, συνιστούσε μια πρώτη γελοιοποίηση των σοσιαλδημοκρατικών προτύπων, ο τρόπος με τον οποίο θα διευθυνόταν η συμμαχία αυτή προκάλεσε αναπόφευκτα νέες αποκλίσεις, αυτή την φορά μέσα στο κίνημα. Μετά από μια περίοδο ειρήνης στους κόλπους της διανόησης, ξέσπασε μια μάχη αγωνιστικής αφοσίωσης, που αφορούσε άμεσα την εργατική τάξη. Αυτό το στάδιο εγκαινιάστηκε γύρω στο 1903 και κατά τη διάρκεια του οι σοσιαλδημοκράτες χωρίστηκαν σε Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους. Κανένας όμως δεν ονειρεύτηκε ούτε προς στιγμήν να καλέσει τους εργάτες να κάνουν το διαιτητή σ’ αυτή τη διένεξη η οποία, σε τελική ανάλυση, αφορούσε τη δική τους απελευθέρωση.
Η διανόηση διεξήγαγε τη μάχη με το δικό της εσωτερικό όπλο -τη θεωρητική επιχειρηματολογία- κι αυτό ήταν δικαιολογημένο μόνον όταν σκεφτεί κανείς ότι εκείνο που διακυβευόταν ήταν η αστική επανάσταση και, επομένως, πρωταρχικά η τύχη της διανόησης ως τάξη. Ο Μαχαέσκι το έδειξε αυτό σαφέστατα όταν προέβλεπε ότι ο σοσιαλισμός θα έφερνε τη βασιλεία της αστικής τάξης - των διανοητικών εργατών. Η κριτική του, όταν τοποθετηθεί δίπλα σ’ εκείνες των Άξελροντ, Τρότσκι και Λούξεμπουργκ, φωτίζει αυτό το ενοχλητικό φαινόμενο, δηλαδή, ότι ακόμα και πριν την επανάσταση του 1905 - 1907, ο οργανωμένος μαρξισμός ερχόταν σε σύγκρουση με τους τελικούς στόχους του.
Απ’ την μια μεριά, ο Μαχαέσκι εξήγαγε την ταξική διάσταση της Μαρξιστικής διανόησης και από την άλλη, η εσωτερική κριτική του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, έχοντας συλλάβει ευφυώς την αυτόνομη φύση της προλεταριακής απελευθέρωσης, παρέκκλινε εντελώς σ’ ό,τι αφορά την ιστορική σημασία του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος. Μόνο μετά την Μπολσεβίκικη επανάσταση, η ριζοσπαστική κριτική ήταν, για μια ακόμη φορά, ελεύθερη ν’ αναπτυχθεί πέρα από το στάδιο αυτό. Αυτό συνέβαινε επειδή ενώ πριν απ’ αυτό, όλες οι κρίσεις και οι αναλύσεις βασίζονταν αποκλειστικά στο όνειρο της εξουσίας, η εξουσία κατακτήθηκε το 1917 και έγινε, συνεπώς, πραγματικότητα.
Προβλέψεις που είχαν διατυπωθεί προηγουμένως με όρους υποβοσκουσών τάσεων, μπορούσαν τώρα, επιτέλους, να παραχωρήσουν την θέση τους στην εξέταση μιας ιστορικής ενσάρκωσης: του Σοβιετικού Κράτους.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1905 ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ
ПЕРВАЯ РУССКАЯ РЕВОЛЮЦИЯ (1905 - 1907 гг.)
Η επανάσταση του 1905 ξεκινάει στη Ρωσία ενώ μαίνεται ο Ρωσο-Ιαπωνικός πόλεμος, που κατέληξε σε στρατιωτική ήττα της Ρωσίας, αφού προκάλεσε τεράστιες απώλειες ανθρώπινων ζωών. Η ήττα αυτή συνέτεινε στην έκρηξη της υποβόσκουσας έως τότε δυσαρέσκειας λόγω των συνθηκών διαβίωσης της εργατικής τάξης και των αγροτών. Οι συνθήκες αυτές δεν σχετίζονται μόνο με τον αυταρχισμό του Τσάρου και των φεουδαρχικών σχέσεων, αλλά και με τη σταδιακή εισαγωγή καπιταλιστικών σχέσεων. Η κυριότητα του εργάτη πάνω στην εργατική του δύναμη, και άρα η δυνατότητά του να συνάπτει ατομικές συμβάσεις, ήταν πραγματικότητα ήδη από το 1861, όταν και άρθηκε το καθεστώς της δουλοπαροικίας.
Με την έλευση του 20ού αιώνα, η Ρωσία εισερχόταν σε μια περίοδο αναταραχών, πολέμων και επαναστάσεων. Ήδη από την εποχή του Τσάρου Αλέξανδρου Β' οι αντίπαλοι της Αυτοκρατορίας αισθάνονταν ότι η ατμόσφαιρα στην Ρωσία ήταν έντονα ηλεκτρισμένη, προμηνύοντας καταστροφές. Οι μεταρρυθμιστές του Αλέξανδρου Β' καθησύχασαν για λίγο τα πνεύματα, αλλά μετά την δολοφονία του Αυτοκράτορα, η ατμόσφαιρα έγινε για μια ακόμη φορά βαριά, από τα σύννεφα της αντίδρασης προς το καθεστώς. Στα τέλη του 19ου αιώνα, σχεδόν όλοι στην Ρωσία αντιλαμβάνονταν ότι τα θεμέλια του παλιού καθεστώτος άρχιζαν να τρίζουν. Ο Νικόλαος Β' όμως αρνιόταν πεισματικά να ακούσει τα μηνύματα των καιρών.
Με αταλάντευτη εμμονή πίστευε ότι η Αυτοκρατορία έπρεπε να διοικείται απ’ αυτόν με τον ίδιο αυταρχικό τρόπο που την διοικούσαν οι πρόγονοί του τα τελευταία 300 χρόνια. Περιτριγυρισμένος από κακούς συμβούλους, κώφευσε οποιαδήποτε έκκληση για παροχή έστω και περιορισμένων συνταγματικών ελευθεριών, προτιμώντας να κυβερνά στηριζόμενος σε ένα τεράστιο αλλά κακά εξοπλισμένο στρατό, μια δυσκίνητη κρατική γραφειοκρατία και ένα δίκτυο μυστικής αστυνομίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η μεγαλύτερη απειλή για το καθεστώς προερχόταν από τους αγρότες. Ο υπερπληθυσμός και η πείνα στην ύπαιθρο διατηρήθηκαν και μετά την χειραφέτηση.
Η γη των αγροτών δεν έφθανε για να τους θρέψει και αυτό δεν ήταν το μόνο. Εξαιτίας της πληθυσμιακής τους αύξησης ήταν αναγκασμένοι να γίνουν μισθωτοί εργάτες γης ή βιομηχανικοί εργάτες για να επιβιώσουν, αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί επιβίωση. Οι Μουζίκοι ζούσαν σε ξύλινες καλύβες ενός δωματίου με χωμάτινο πάτωμα, ενώ στον ίδιο χώρο πολλές φορές είχαν μαζί τους και τα ζώα τους. το διαιτολόγιό τους αποτελείτο από ψωμί, σούπα από λάχανο και βότκα. Σε εποχές μεγάλης πείνας οι αγρότες έκαναν τοπικές εξεγέρσεις με στόχο την λεηλασία των αποθηκών τροφίμων και σιτηρών καθώς και των σπιτιών των γαιοκτημόνων, αλλά τελικά τα Τσαρικά στρατεύματα που έφθαναν στην περιοχή τις κατέπνιγαν στο αίμα.
Η μεγεθυμένη τάξη των βιομηχανικών εργατών βρισκόταν στην ίδια απελπιστική κατάσταση όπως και οι αγρότες. Οι εργάτες, που μέχρι πριν λίγο καιρό ήταν δουλοπάροικοι, βρίσκονταν τώρα ξεκομμένοι από τις ρίζες τους στα εργοστάσια. Ήταν έρμαια στα χέρια άκαρδων επιστατών και διευθυντών. Οι πενιχροί μισθοί τους υφίσταντο επιπλέον περικοπές για δήθεν παραβάσεις των κανόνων του εργοστασίου, οι εργάτες δεν είχαν κανένα νομικό δικαίωμα, ούτε καν μπορούσαν να εκφράσουν τα παράπονά τους. Η προσαρμογή τους στο νέο τρόπο ζωής φαινόταν σχεδόν αδύνατη. Οι εργάτες των εργοστασίων έπασχαν επίσης από κρίση ταυτότητας, δεν είχαν ξεκαθαρίσει ακόμη αν ήταν αγρότες ή εργάτες.
Σε πολλές περιοχές της Ρωσίας, ειδικότερα στα εργοστάσια υφαντουργίας στη βόρεια Ρωσία, οι εργάτες θεωρούνταν νομικά αγρότες. Ως τέτοιοι, είχαν το δικαίωμα κατοχής κάποιου κομματιού γης αλλά υπόκειντο και στους κανόνες της κοινότητας όπως π.χ. η έκδοση άδειας εργασίας για τους βιομηχανικούς εργάτες. Λόγω της αγροτικής νοοτροπίας τους, τα σποραδικά ξεσπάσματά τους ενάντια στην κατάσταση που υφίσταντο στα εργοστάσια, έμοιαζαν περισσότερο με αγροτικές ταραχές παλιών καιρών παρά με οργανωμένες απεργίες. Σιγά-σιγά άρχισαν να χαλαρώνουν οι δεσμοί των εργατών με την ύπαιθρο και το παρελθόν και η συμβίωσή τους σε κοινούς κοιτώνες στα εργοστάσια, ενέτεινε περαιτέρω την καταπίεση που υφίσταντο.
Ωστόσο, η μεγάλη συγκέντρωση εργατών στα Ρώσικα εργοστάσια λόγω της έλλειψης σύγχρονης τεχνολογίας, βοήθησε τους εργάτες να αποκτήσουν μιαν αίσθηση νέας συλλογικότητας που αντικαθιστούσε όλο και περισσότερο την παλιά σύνδεσή τους με το χωριό. Ο περίεργος αυτός διχασμός της νεοδημιουργούμενης εργατικής τάξης άρχισε να υποχωρεί. Οι εργάτες ξεχνούσαν τις παλιές παραδόσεις και πεποιθήσεις και αποκτούσαν ταυτότητα σαν ξεχωριστή κοινωνική ομάδα από τους αγρότες από τους οποίους είχαν προέλθει. Στα τέλη του αιώνα, η νέα εργατική τάξη δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα. Το 1899, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο βιομηχανικής ανάπτυξης ή Αυτοκρατορία βυθίστηκε σε μια οικονομική κρίση που κράτησε περίπου 10 χρόνια.
Η κρίση χτύπησε πρώτα την κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία στις βόρειες και δυτικές περιοχές της Ρωσίας και ύστερα εξαπλώθηκε με μεγάλη ταχύτητα προς τα νότια, καλύπτοντας όλους τους τομείς της οικονομικής ζωής -εργοστάσια, μεταλλεία. πετρελαιοπηγές και λιμάνια- και προκαλώντας εργατικές αναταραχές στο πέρασμά της. Το καλοκαίρι του 1903, οι εργάτες πετρελαίου του Μπακού και του Βατούμ συγκρούστηκαν με την αστυνομία και στην Οδησσό, οι στάσεις εργασίας εξελίχθηκαν σε γενική απεργία που απλώθηκε στα βόρεια βιομηχανικά κέντρα της Ουκρανίας, κυρίως στο Κίεβο, το Χάρκοβο, το Νικολάγεφ και το Αικατερίνοσλαβ.
Ένα κύριο χαρακτηριστικό αυτής της αναταραχής ήταν η συσπείρωση των διαφόρων δυσαρεστημένων κοινωνικών ομάδων, που προκάλεσε εκρηκτικές καταστάσεις. Οι εργάτες λειτούργησαν ως αγωγοί μεταφοράς των ριζοσπαστικών ιδεών που είχαν υιοθετήσει στις πόλεις, στους αγροτικούς χώρους καταγωγής τους, σπάζοντας την απομόνωση των χωριών. Παρόμοια, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό των βιομηχανικών απεργιών στο Νότο ήταν η παρουσία φοιτητών δίπλα στους εργάτες, στις μαζικές συγκεντρώσεις, τις διαδηλώσεις και τις συγκρούσεις με την εξουσία. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης συνέπεσαν με μια εποχή φοιτητικής αναταραχής.
Πολλοί φοιτητές αισθάνονταν τελείως αποξενωμένοι από την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, καθώς οι καλύτερες προοπτικές τους εξαντλούνταν σε μια κατώτερη θέση στην κρατική γραφειοκρατική μηχανή. Ακόμα και οι φοιτητές που προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα ήταν απηυδισμένοι από την αυθαιρεσία των τσαρικών συμβούλων και την εμμονή τους να διοικούν αυταρχικά μην παραχωρώντας συνταγματικές ελευθερίες. Οι φοιτητές ήταν βαθιά δυσάρεστημένοι με τον Πανεπιστημιακό Νόμο του 1884 που διέλυσε τις πανεπιστημιακές οργανώσεις και λέσχες τους και εκτόπισε όλους τους φιλελεύθερους καθηγητές σε απομακρυσμένες περιοχές και επαρχίες, καταργώντας ταυτόχρονα την αυτονομία των πανεπιστημίων και την ακαδημαϊκή ελευθερία.
Το Φεβρουάριο του 1899, με αφορμή κάποια μικρά επεισόδια μεταξύ αστυνομίας και φοιτητών του Πανεπιστημίου της Πετρούπολης εστάλη η έφιππη Τσαρική αστυνομία που διέλυσε τους φοιτητές με μαστίγια. Σε αντίποινα, οι φοιτητές κήρυξαν αποχή από τα μαθήματα και απεργία. Οι απεργίες συμπαράστασης σάρωσαν την Ευρωπαϊκή Ρωσία, αναστατώνοντας για πολλούς μήνες την ακαδημαϊκή ζωή. Η κατάσταση εξελίχτηκε σε γενική απεργία στην ανώτερη εκπαίδευση στην οποία η κυβέρνηση απάντησε αποβάλλοντας εκατοντάδες φοιτητές από τις εστίες και αναγκάζοντας πολλούς από αυτούς να καταταγούν στο στρατό.
Ένας από τους φοιτητές που αποβλήθηκαν, δολοφόνησε τον Υπουργό Παιδείας, και στα δυο επόμενα χρόνια, έγιναν εκτελέσεις και απόπειρες δολοφονίας Τσαρικών υπουργών και αξιωματούχων από φοιτητές και εργάτες. Μέσα σ’ αυτόν τον κυκεώνα βίας, η Ρωσία ταλαντευόταν ανάμεσα σε δυο κόσμους, σ’ αυτόν που χανόταν και σ’ αυτόν που ακόμα δεν είχε τη δύναμη να υπάρξει. Η πικρία και η απογοήτευση των αγροτών και εργατών δεν μπορούσε να διοχετευθεί σε ειρηνικά κανάλια, μια και δεν υπήρχαν τα κατάλληλα νομικά θεσμικά πλαίσια και ο τσάρος δεν ήταν διατεθειμένος για μεταρρυθμιστικές παραχωρήσεις. Για αυτούς τους λόγους, οι καταπιεσμένοι έτειναν κύρια προς ακραίες λύσεις των προβλημάτων τους και ειδικά μετά την οικονομική κρίση.
Στην επικράτεια της Ρωσίας, εκτός των προαναφερθέντων προβλημάτων, η αναταραχή εντεινόταν από τις θρησκευτικές και εθνικές διακρίσεις. Στα τέλη του αιώνα, οι μη Ρώσικης καταγωγής κάτοικοι ήταν η πλειοψηφία. Μια πολιτική εκρωσισμού των διαφόρων εθνοτήτων, έμπνευση του Πομπεντονόστεφ που επηρέαζε πολιτικά τους Ρομανώφ, έφερε τα αντίθετα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα, ενισχύοντας τους τοπικούς εθνικισμούς λόγω της κρατικής καταπίεσης. Αυτή η κρατική καταπίεση των εθνοτήτων έλαβε τη χειρότερη μορφή της εναντίον των Εβραϊκών πληθυσμών των δυτικών συνόρων και του νότου, πολλές φορές καταλήγοντας σε άγριους διωγμούς και σφαγές όπως την ημέρα της Ανάστασης του 1903.
Ο κύριος λόγος αυτών των διωγμών ήταν ο αποπροσανατολισμός των μαζών από τα πραγματικά προβλήματα και για αυτό υποθάλπονταν από το Τσαρικό καθεστώς και ειδικότερα από τον Υπουργό Εσωτερικών, Πλέβ, ο οποίος ήταν ο κύριος εμπνευστής του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου που άρχισε το 1904 και έμελλε να παίξει τον ρόλο της τελευταίας σταγόνας στο ποτήρι της απογοήτευσης των Ρώσων εργατών και αγροτών. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα διάφορα σοσιαλιστικά κόμματα και οι άλλες επαναστατικές ομάδες, στις αρχές του 1900, η προπαγάνδα και οι ιδέες τους άρχισαν να γίνονται αποδεκτές από τους εργάτες. Στις μεγάλες πόλεις, ήδη είχαν δημιουργηθεί και οι πρώτοι οργανωμένοι πυρήνες εργατών.
Αυτή η κατάσταση ανησύχησε σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση που άρχισε να αναζητά τρόπους για να σταματήσει την ανάπτυξη του νεογέννητου εργατικού κινήματος. Για να απομακρύνουν τους εργάτες από τα σοσιαλιστικά κόμματα, μια και είδαν ότι οι παλιές μέθοδοι καταστολής άρχισαν να μην αποδίδουν καρπούς, αποφάσισαν να εκτρέψουν και να χειραγωγήσουν το εργατικό κίνημα. Έτσι αποφασίστηκε η ίδρυση ελεγχόμενων από το κράτος εργατικών οργανώσεων. Υπολόγισαν ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα πετύχαιναν ένα διπλό στόχο:
Αφ’ ενός, θ’ αποπροσανατόλιζαν το εργατικό κίνημα, πείθοντας τους εργάτες ότι οι προσδοκίες τους θα εκπληρώνονταν μέσω των κρατικά ελεγχόμενων συνδικάτων και αφ’ ετέρου, θα έπλητταν τα σοσιαλιστικά κόμματα και τις άλλες επαναστατικές ομάδες, περιορίζοντας το πεδίο δράσης τους. Υπολόγιζαν ότι με ελάχιστες και μη ουσιαστικές παραχωρήσεις, οι εργάτες θα χειραγωγούνταν πλήρως και θα ήταν επ’ άπειρον έρμαια της θέλησής τους. Έτσι, βρήκαν ανθρώπους τους οποίους πίστευαν ότι θα τους εμπιστεύονταν οι εργάτες, αλλά που, φυσικά, το κράτος τους έλεγχε πλήρως. Για την Πετρούπολη διάλεξαν ένα παπά, πράκτορα της μυστικής αστυνομίας, τον παπά-Γκαπόν.
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΘΥΕΛΛΑΣ
Ο Γκαπόν σαν παπάς ήταν ταλέντο στον προσηλυτισμό, έτσι κατάφερε, δουλεύοντας υπόγεια, να κερδίσει και την αγάπη και την εκτίμηση των εργατών της Πετρούπολης. Ίδρυσε εργατικές οργανώσεις με το όνομα «Εργατικοί Τομείς», οι οποίες στα τέλη του 1904 ανέρχονταν σε 11 και αριθμούσαν χιλιάδες μέλη. Οι εργάτες πήραν στα σοβαρά αυτές τις οργανώσεις και άρχισαν να συζητούν εκεί με τον Γκαπόν τα προβλήματά, τους, τρόπους βελτίωσης της ζωής τους και τρόπους πάλης ενάντια στα αφεντικά τους. Παρόλο που ο Γκαπόν προφασιζόταν ότι τους καταλάβαινε και τους υποστήριζε, η γραμμή που του είχε υποδειχθεί να περάσει στους εργάτες ήταν διαφορετική.
Εν ολίγοις, ήταν η ακόλουθη: οι εργάτες θα μπορούσαν να βελτιώσουν την κατάστασή τους αποτεινόμενοι στην κυβέρνηση με σεβασμό και μέσα από τους Εργατικούς Τομείς για τα άμεσα οικονομικά και άλλα προβλήματά τους, απέχοντας όμως από την πολιτική. Οι εργάτες δεν έχασαν στιγμή, αμέσως, με τη σύμφωνη γνώμη του Γκαπόν, ετοίμασαν ένα κατάλογο με αιτήματα και ο Γκαπόν ήταν αναγκασμένος να συμμετάσχει στη διαδικασία αυτή, για να μη χάσουν οι εργάτες την εμπιστοσύνη τους σ’ αυτόν. Έτσι, ο Γκαπόν επικρότησε πλήρως τα αιτήματα, πιστεύοντας ότι θα διατηρούσε τον έλεγχο των εργατών και των πράξεών τους. Αλλά το κίνημα τον ξεπέρασε κι αυτός ήταν πια αναγκασμένος να το ακολουθεί.
Τον Δεκέμβριο, οι εργάτες του εργοστασίου Πουτίλωφ έδωσαν στην διεύθυνση του εργοστασίου μια λίστα με εύλογα οικονομικά αιτήματα, τα οποία όμως απορρίφθηκαν με τη δικαιολογία ότι η κυβέρνηση δεν μπορούσε να τα ικανοποιήσει και σαν να μην έφτανε αυτό, η διεύθυνση προχώρησε σε απολύσεις κάποιων εργατών που θεωρήθηκαν υποκινητές. Οι άλλοι εργάτες απαίτησαν την επαναπρόσληψή τους αλλά ξανά συνάντησαν άρνηση. Το γεγονός αυτό εξαγρίωσε τους εργάτες. Είχαν ήδη πιστέψει πως οι προσπάθειές τους θα στέφονταν με επιτυχία και αισθάνθηκαν εξαπατημένοι, μια και το πρώτο βήμα τους αντιμετωπίστηκε με τόση σκληρότητα.
Από την άλλη, έπρεπε να κάνουν κάτι για τους απολυμένους συναδέλφους τους. Έτσι, απευθύνθηκαν στον Γκαπόν ο οποίος τους συμβούλευσε να δράσουν δυναμικά. Υποστηριζόμενοι από τον Γκαπόν και τους Εργατικούς Τομείς, οι εργάτες μετά από θυελλώδεις συζητήσεις αποφάσισαν να κατέβουν σε απεργία στο εργοστάσιο Πουτίλωφ. Η πρώτη μεγάλη απεργία στην Ρωσία ήταν γεγονός. Αλλά αυτό δεν σταμάτησε εκεί. Οι άλλοι Εργατικοί Τομείς ξεσηκώθηκαν για να υπερασπίσουν τους συναδέλφους τους στο Πουτίλωφ. Ο Γκαπόν ήταν πια αναγκασμένος να υποστηρίξει ανεπιφύλακτα τους Τομείς. Έτσι, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, μέσα σε λίγες μέρες τα εργοστάσια άδειασαν σε χρόνο μηδέν.
Χωρίς καμιά προετοιμασία ή ηγεσία, η απεργία στο Πουτίλωφ εξελίχτηκε σχεδόν σε γενική απεργία των εργατών της Πετρούπολης. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό, οι απεργοί των Τομέων, απαιτούσαν περισσότερη δράση. Κανείς δεν γνωρίζει πως εμφανίστηκε η ιδέα της «αίτησης» των εργατών και αγροτών της Ρωσίας προς τον Τσάρο. Το βέβαιο είναι ότι η ιδέα αυτή συνεπήρε όλους τους εργάτες της πόλης και εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. Ο Γκαπόν επιφορτίστηκε με τη συγγραφή της «αίτησης» και θα ήταν επικεφαλής της πορείας προς τα θερινά ανάκτορα και εκείνος που θα παρέδιδε την αίτηση στον Τσάρο. Έτσι, εντελώς συγκυριακά, βρέθηκε επικεφαλής ενός μεγάλου μαζικού κινήματος. Η «αίτηση» ήταν έτοιμη τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου του 1905.
Περιέγραφε απλά και με τρόπο συναισθηματικό τα δεινά των εργατών και παρακαλούσε τον Τσάρο να βοηθήσει ώστε να σταματήσει αυτή η κατάσταση, να συμφωνήσει για αποτελεσματικές μεταρρυθμίσεις. Το επόμενο βήμα ήταν να διαβαστεί στους εργάτες, να εγκριθεί από αυτούς και να οργανωθεί η πορεία. Στο μεταξύ, κάποιοι επαναστάτες πλησιάζουν για πρώτη φορά τον Γκαπόν και τον πείθουν να αλλάξει το ύφος της «αίτησης» από παρακλητικό σε μαχητικό. Η «αίτηση», στην τελική της μορφή, ήταν αντιφατική: ενώ απευθυνόταν στον τσάρο με ταπεινότητα, τα αιτήματά της ήταν τέτοιας υφής που αν τα αποδεχόταν ο Τσάρος, θα περιόριζε την εξουσία του στο ελάχιστο. Ο κατάλογος των αιτημάτων χωριζόταν σε 3 μέρη.
Το πρώτο μέρος ζητούσε:
1) Προσωπική ελευθερία και αξιοπρέπεια. Ελευθερία έκφρασης, ελευθερία του Τύπου, ελευθερία του συνέρχεσθαι, ανεξιθρησκεία και χωρισμό της εκκλησίας από το κράτος.
2) Κρατική, δωρεάν και υποχρεωτική παιδεία.
3) Οι υπουργοί να είναι υπόλογοι απέναντι στο λαό, τερματισμό με νομοθετικά μέτρα της κρατικής ασυδοσίας.
4) Ισότητα των ανθρώπων απέναντι στο νόμο.
5) Άμεση αποφυλάκιση όσων κρατούνται εξαιτίας των ιδεών τους.
Το δεύτερο μέρος αποτελείτο από αιτήματα για την αντιμετώπιση της φτώχειας:
1) Κατάργηση της έμμεσης φορολογίας. Άμεση και προοδευτική φορολογία του εισοδήματος.
2) Ακύρωση των οφειλών λόγω εξαγοράς γαιών. Χαμηλότοκες χρηματικές πιστώσεις και σταδιακή παραχώρηση της γης στους αγρότες.
Το τρίτο μέρος περιλάμβανε μέτρα προστασίας των εργατών από το κεφάλαιο:
1) Νομική προστασία των εργατών.
2) Ελευθερία των εργατικών ενώσεων που έχουν συγκροτηθεί με σκοπό την συνεργασία και τη ρύθμιση επαγγελματικών ζητημάτων.
3) Οκτάωρη ημέρα εργασίας και κατάργηση των υπερωριών.
4) Ελευθερία των εργατών να παλεύουν εναντίον του κεφαλαίου.
5) Συμμετοχή αντιπροσώπων των εργατών στην προετοιμασία νόμου για την κρατική ασφάλιση των εργατών.
6) Κατώτατο όριο ημερομισθίου.
Οι εργάτες προσέρχονταν στους Τομείς, λάμβαναν γνώση του περιεχομένου της «αίτησης» και μετά υπέγραφαν ότι συμφωνούσαν. Όταν τελείωσε η διαδικασία αυτή τα πάντα ήταν έτοιμα για την πορεία. Όλο αυτό το διάστημα, η αστυνομία είχε παραμείνει αδρανής, ίσως διότι δεν αντελήφθη την μεταστροφή του Γκαπόν, όπως υποστηρίζει ο Βολίν και συνέχιζε να του έχει τυφλή εμπιστοσύνη. Αυτό όμως το γεγονός ενθάρρυνε τις μάζες και τις έκανε να πιστεύουν ότι η κυβέρνηση δεν τολμούσε να αντισταθεί στο κίνημα. Οι τελευταίες οδηγίες του Γκαπόν προς τους εργάτες για την πορεία ήταν ότι η συμμετοχή όλων ήταν απαραίτητη, ότι η πορεία έπρεπε να είναι ειρηνική και ότι ο ίδιος είχε ενημερώσει τον Τσάρο με επιστολή του για τις καλές προθέσεις του λαού.
Ήδη από την παραμονή της πορείας, κάποιοι κύκλοι διανοουμένων ήξεραν ότι η κυβέρνηση είχε πάρει απόφαση να μην αφήσει το πλήθος να πλησιάσει το παλάτι, αν το πλήθος επέμενε, θα πυροβολείτο στο ψαχνό. Μια επιτροπή διαδηλωτών, προσπάθησε την τελευταία στιγμή να ανατρέψει την απόφαση αλλά δεν κατάφερε τίποτα. Εξάλλου, ο Τσάρος και οι δικοί του είχαν φύγει από την Πετρούπολη για τα θερινά ανάκτορα, περί τα 15 χλμ. έξω από την πόλη. Την άλλη μέρα, Κυριακή 9 Ιανουαρίου 1905 (με το παλιό ημερολόγιο) τεράστια πλήθη, κύρια εργάτες, πολλοί οικογενειακώς, άρχισαν να συρρέουν από όλες τις περιοχές της πόλης και να συγκλίνουν από όλους τους δρόμους προς τη πλατεία των ανακτόρων όπου ήταν ο τελικός χώρος συγκέντρωσης.
Σημειωτέον ότι οι προσβάσεις στην πλατεία είχαν σχεδιαστεί επί Μ. Πέτρου με τέτοιο τρόπο ώστε οι αμυνόμενοι από τα ανάκτορα και την πλατεία να έχουν πολύ μεγάλο οπτικό πεδίο. Μπροστά βάδιζε ο Γκαπόν, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους που κρατούσαν φωτογραφίες του Τσάρου και ιερές εικόνες και πίσω ο λαός πορευόταν προς τον «Πατερούλη». Κάποια στιγμή οι στρατιώτες και οι αστυνομία άρχισαν να πυροβολούν την ανθρωποθάλασσα. Τα αλλεπάλληλα κύματα των διαδηλωτών προχωρούσαν σπρώχνοντας, πιστεύοντας ότι όταν θα έφθαναν στη πλατεία όλα τα προβλήματα θα λύνονταν. Στη πλατεία τους περίμεναν τα πολυβόλα και επακολούθησε η ανθρωποσφαγή και ο πανικός.
Προς το βράδυ, η τάξη είχε αποκατασταθεί. Ποτέ δεν μαθεύτηκε ο αριθμός των θυμάτων, η μοναδική πληροφορία λέει ότι όλο το βράδυ τραίνα φορτωμένα με πτώματα έφευγαν από την Πετρούπολη, οι νεκροί θάφτηκαν πρόχειρα σε ομαδικούς τάφους στην ύπαιθρο και τα δάση. Ο ίδιος ο Γκαπόν μόλις που γλίτωσε και μεταμφιεσμένος φυγαδεύτηκε στο εξωτερικό, αφού προηγουμένως έβγαλε μια σκληρή ανακοίνωση εναντίον του Τσάρου λέγοντας ότι ''ο Τσάρος δεν υπάρχει πλέον και ότι το αδικοχυμένο αίμα τον χώρισε μια για πάντα απ’ το λαό''. Στο εξωτερικό, του δόθηκαν όλες οι ευκαιρίες και κάθε βοήθεια για να εξελιχτεί σε πραγματικό αγωνιστή.
Δεν κατάφερε όμως να ισορροπήσει: πρώτα το έριξε στο πιοτό και την ασωτία και ύστερα ήρθε σε επαφή με την Ρώσικη μυστική αστυνομία, ζητώντας να ξαναγίνει πράκτοράς της. Αυτοί του ζήτησαν σαν απόδειξη νομιμοφροσύνης να προδώσει μέλη των σοσιαλεπαναστατών. Εκείνοι όμως τον υποψιάσθηκαν, και ανέθεσαν σ’ ένα στέλεχος τους, τον Ρούτεμπεργκ, να τον παρακολουθεί από κοντά για να τον ξεσκεπάσει. Ο Ρούτεμπεργκ τον έπεισε στη συνέχεια ότι και αυτός ήθελε να συνεργαστεί με την αστυνομία. Το ξεσκέπασμα έγινε σε μια ερημική αυλή έξω από την Πετρούπολη, παρουσία εργατών που, κρυμμένοι δίπλα, άκουσαν την όλη στιχομυθία.
Μην μπορώντας να συγκρατήσουν την οργή τους, όρμησαν επάνω του και τον σκότωσαν με άγριο τρόπο. Έτσι τελείωσε η ζωή του Γκαπόν. Γρήγορα, τα νέα για την δολοφονία μαθεύτηκαν παντού. Αντιπροσωπείες αγροτών έφθαναν από την ύπαιθρο και πληροφορούνταν τα καθέκαστα. Ο μύθος του Τσάρου είχε τελειώσει. Στην Πετρούπολη, τα γεγονότα της 9ης Ιανουαρίου είχαν σαν αποτέλεσμα την επέκταση της απεργίας. Στις 10 Ιανουαρίου, δεν υπήρχε εργοστάσιο ανοιχτό. Η πρώτη γενική απεργία των εργατών της Πετρούπολης ήταν πραγματικότητα. Το εργατικό κίνημα έμπαινε σε νέα φάση.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1905
Μεταξύ Ιανουαρίου και Φεβρουάριου, κατά τη διάρκεια της απεργίας, δημιουργείται το Σοβιέτ της Πετρούπολης, στην αρχή σαν μια άτυπη επιτροπή παροχής βοήθειας στις οικογένειες των απεργών. Μετά από απόφαση των εργατών, παίρνει την πιο μόνιμη μορφή του συμβουλίου εργατικών αντιπροσώπων, για να ασχοληθεί με τα διάφορα προβλήματα των εργατών. Στο 1ο Σοβιέτ συμμετέχουν εργατικοί αντιπρόσωποι από διάφορα εργοστάσια με πρόεδρο τον Χρουσταλέφ - Νοσάρ. Κάποια στιγμή όμως λόγω της καταστολής, σταματά να συνέρχεται για να επανεμφανιστεί σε καινούργια βάση τον Οκτώβριο του 1905.
Την άνοιξη του 1905, η Τσαρική κυβέρνηση βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της ήττας της Ρωσίας στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Αυτός ο πόλεμος άρχισε τον Φεβρουάριο του 1904 με στόχο μια εύκολη νίκη επί της Ιαπωνίας που θα είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση του Τσαρικού καθεστώτος και της πολιτικής εκρωσισμού των εθνοτήτων. Όμως ο Ρώσικος στρατός και στόλος ηττήθηκαν κατά κράτος. Η κοινή γνώμη κατηγορούσε ανοιχτά την κυβέρνηση για ανεπάρκεια και ανικανότητα. Εκτός από τους εργάτες και άλλες τάξεις ένιωσαν αγανάκτηση που άρχισε να εξελίσσεται σε επαναστατική διάθεση. Οι άνθρωποι άρχισαν να καταφέρονται ανοιχτά εναντίον της κυβέρνησης η οποία, κάτω από το φάσμα της ήττας, σιωπούσε.
Έτσι, οι φιλελεύθεροι και οι επαναστάτες βρήκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν μια βίαιη επίθεση εναντίον του καθεστώτος. Χωρίς έγκριση από τις αρχές άρχισαν να ασκούν ελεύθερα το δικαίωμα της έκφρασης. Άρχισαν να εκδίδουν εφημερίδες, ακόμα και επαναστατικού περιεχομένου, χωρίς λογοκρισία, στις οποίες το καθεστώς και η κυβέρνηση δέχονταν άγριες επικρίσεις. Μέχρι και οι συντηρητικοί φιλελεύθεροι μπήκαν σε δράση ιδρύοντας επαγγελματικές ενώσεις, μια μυστική πολιτική οργάνωση με το όνομα «Ένωση Απελευθέρωσης» και ένα κόμμα, το Συνταγματικό Δημοκρατικό Κόμμα, γνωστό σαν Καντέτ.
Οι πολιτικές δολοφονίες αυξήθηκαν σε αριθμό, οργανώνονταν μαχητικές διαδηλώσεις, και σε ορισμένες πόλεις έγιναν εξεγέρσεις και στήθηκαν οδοφράγματα. Στις επαρχίες έγιναν αγροτικές εξεγέρσεις, λεηλασίες, εμπρησμοί κάστρων ακόμα και απαλλοτριώσεις γης, καθώς και εκδίωξη και δολοφονίες γαιοκτημόνων. Η στρατιωτική ήττα αποδυνάμωσε οικονομικά την κυβέρνηση και έτσι δεν μπορούσε να κινητοποιήσει δραστικά τους μηχανισμούς της. Άρχισαν διαπραγματεύσεις για δάνειο από την Γαλλία αλλά η παροχή του καθυστερούσε λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης προς το καθεστώς. Το καλοκαίρι του 1905, οι ταραχές επεκτάθηκαν στο ναυτικό και στο στρατό.
Η ανταρσία του θωρηκτού Ποτέμκιν είναι το πιο γνωστό επεισόδιο. Το τελευταίο προπύργιο του καθεστώτος, οι ένοπλες δυνάμεις, άρχισε να κλονίζεται. Τον Αύγουστο του 1905, η κυβέρνηση αναγνώρισε εκ των υστέρων κάποιες πολιτικές ελευθερίες που ήδη είχαν κατακτηθεί από τον λαό. Ο Τσάρος υποσχέθηκε κοινοβούλιο με περιορισμένη δικαιοδοσία, κάτι που δεν ικανοποιούσε κανέναν. Ο υπουργός Εσωτερικών που ανέλαβε την οργάνωσή του, καθυστερούσε εσκεμμένα το σχηματισμό του. Οι ταραχές συνεχίζονταν, ο υπουργός «παραιτήθηκε» και αντικαταστάθηκε από τον Βίττε που είχε πιο φιλελεύθερες ιδέες. Εν τω μεταξύ, η αδράνεια της κυβέρνησης ενθάρρυνε τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης.
Στις αρχές Οκτωβρίου, όλοι μιλούσαν για μια πανρωσική γενική απεργία που θα ήταν η αρχή της τελικής επανάστασης. Αυτή η μοναδική στην Ιστορία γενική απεργία ξεκίνησε στα μέσα Οκτωβρίου. Δεν ήταν αυθόρμητη αλλά είχε οργανωθεί, μετά από προετοιμασία, από το Σοβιέτ, την «Ένωση των Ενώσεων», την επαγγελματική οργάνωση των φιλελευθέρων και από άλλες απεργιακές επιτροπές. Η επιτυχία της ήταν πλήρης μέχρι και τα εστιατόρια έμειναν κλειστά. Ολόκληρη η ζωή της χώρας παρέλυε. Λόγω των συνθηκών, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να προβεί σε υποχωρήσεις.
Στις 17 Οκτωβρίου 1905, ο Τσάρος έκανε ένα διάγγελμα με το οποίο παραχωρούσε στους «αγαπητούς και πιστούς» του υπηκόους όλες τις πολιτικές ελευθερίες και υποσχόταν ότι θα συγκαλούσε το συντομότερο ένα τύπο αντιπροσωπευτικού κοινοβουλίου την «Κρατική Δούμα», της οποίας το καθήκον θα ήταν να βοηθά την Κυβέρνηση. Παρά τις ασάφειες των Τσαρικών υποσχέσεων, βρέθηκαν ομάδες ανθρώπων που τις πήραν στα σοβαρά. Εμφανίστηκε πάραυτα ένα κόμμα «Δεκεμβριστών» που δήλωσε ότι δέχεται να εφαρμόσει και να υποστηρίξει τις Τσαρικές μεταρρυθμίσεις. Με το Τσαρικό διάγγελμα η κυβέρνηση επιδίωξε και πέτυχε δυο στόχους:
1) Έδειξε στο εξωτερικό ότι η επανάσταση τελείωσε και ότι αποκαθίσταται η ομαλότης στη χώρα, κάτι ζωτικό για την συνέχιση των διαπραγματεύσεων για το δάνειο από την Γαλλία.
2) Εξαπάτησε τις μάζες και ταυτόχρονα τις διέσπασε, εμποδίζοντας την πραγματική ριζοσπαστικοποίησή τους.
Και πράγματι το δάνειο εγκρίθηκε, το παλιό καθεστώς θα ήταν εκ νέου σε θέση να αντιμετωπίσει την επανάσταση, ενώ οι εργάτες ακινητοποιημένοι από τις εξελίξεις σταμάτησαν την απεργία, οι φιλελεθέροι ετοιμάζονταν να γευτούν το «μερίδιο» τους από τις πολιτικές ελευθερίες. Αλλά τα σημάδια ήταν καθαρά, ενώ ο λαός σε ορισμένες πόλεις πανηγύριζε για το διάγγελμα του Τσάρου και το «νέο καθεστώς» με ειρηνικές συγκεντρώσεις, η αστυνομία επενέβαινε και τις διέλυε, ενώ επαναλήφθηκαν και οι διωγμοί των Εβραίων. Οι μόνοι που αντέδρασαν ήταν τα επαναστατικά κόμματα, αλλά το γεγονός ότι η απεργία είχε τερματιστεί έδειξε ότι η επανάσταση δεν είχε πια την ορμή για να προχωρήσει.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1905
Τα Πρώτα Βήματα
Η σπίθα που άναψε την πυρκαγιά, ήταν μια από τις πιο συνηθισμένες συγκρούσεις της εργασίας με το κεφάλαιο - μια απεργία σε εργοστάσιο. Ωστόσο, είναι ενδιαφέρον ότι η απεργία αυτή των 12.000 εργατών του Πουτίλοφ, που ξέσπασε τη Δευτέρα, στις 3 του Γενάρη, ήταν προπαντός απεργία προλεταριακής αλληλεγγύης. Αφορμή στάθηκε η απόλυση τεσσάρων εργατών. Όταν το αίτημα για επαναπρόσληψή τους δεν ικανοποιήθηκε, το εργοστάσιο σταμάτησε μονομιάς, με πολλή σύμπνοια. Η απεργία έχει απόλυτα πειθαρχημένο χαρακτήρα. Οι εργάτες έβαλαν μερικούς ανθρώπους να φρουρούν τις μηχανές και την υπόλοιπη περιουσία από οποιαδήποτε ενδεχόμενη βλάβη από μέρους των λιγότερο συνειδητών.
Έπειτα έστειλαν αντιπροσωπεία σε άλλα εργοστάσια για να κάνει γνωστά τα αιτήματά τους και να προτείνει να προσχωρήσουν και εκείνα στην απεργία. Χιλιάδες και δεκάδες χιλιάδες εργάτες άρχισαν να προσχωρούν στο κίνημα. Ο νόμιμος, ο ζουμπατοφικός εργατικός σύνδεσμος που ιδρύθηκε με τη συνδρομή της κυβέρνησης και με σκοπό να διαφθείρει το προλεταριάτο, χρησιμοποιώντας συστηματική μοναρχική προπαγάνδα, πρόσφερε όχι μικρές υπηρεσίες στην οργάνωση του κινήματος, στα κατώτερα στάδιά του και στην ανάπτυξή του σε πλάτος. Έγινε εκείνο που οι σοσιαλδημοκράτες τόνιζαν ήδη από καιρό.
Όταν δηλαδή, έλεγαν στους ζουμπατοφικούς πως το επαναστατικό ένστιχτο της εργατικής τάξης και το πνεύμα της αλληλεγγύης της θα υπερισχύσει από όλα τα φτηνά αστυνομικά τεχνάσματα. Οι πιο καθυστερημένοι εργάτες θα τραβηχτούν στο κίνημα από τους ζουμπατοφικούς κι ύστερα πια η ίδια η Τσαρική κυβέρνηση θα φροντίσει να σπρώξει τους εργάτες παραπέρα, η ίδια η κεφαλαιοκρατική εκμετάλλευση θα τους φέρει από τον ειρηνικό και πέρα για πέρα υποκριτικό ζουμπατοφισμό στην επαναστατική σοσιαλδημοκρατία. Η πράξη της προλεταριακής ζωής και της προλεταριακής πάλης θα υπερισχύσει απ' όλες τις «θεωρίες» και απ' όλες τις προσπάθειες των κυρίων ζουμπατοφικών.
Η απεργία αναπτυσσόταν από μέρα σε μέρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι εργάτες οργάνωναν πολλές συγκεντρώσεις κι επεξεργάζονταν το «χάρτη» τους, τις οικονομικές και τις πολιτικές διεκδικήσεις τους. Και οι πρώτες και οι δεύτερες, παρά την ηγεσία των ζουμπατοφικών, ανάγονταν γενικά στις διεκδικήσεις του προγράμματος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, φτάνοντας ως το σύνθημα: Σύγκληση Συνταχτικής Συνέλευσης με βάση το καθολικό, άμεσο, ίσο και μυστικό εκλογικό δικαίωμα. Η αυθόρμητη ανάπτυξη της πρωτοφάνερης σε διαστάσεις απεργίας ξεπερνούσε κατά πολύ τη συστηματική συμμετοχή στο κίνημα των οργανωμένων σοσιαλδημοκρατών.