Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (330-385)

330 ΕΛ. φίλαι, λόγους ἐδεξάμαν·
βᾶτε βᾶτε δ᾽ ἐς δόμους,
ἀγῶνας ἐντὸς οἴκων
ὡς πύθησθε τοὺς ἐμούς.
ΧΟ. θέλουσαν οὔ με δὶς καλεῖς.
335 ΕΛ. ἰὼ μέλεος ἁμέρα.
τίν᾽ ἄρα τάλαινα τίνα λόγον
δακρυόεντ᾽ ἀκούσομαι;
ΧΟ. μὴ πρόμαντις ἀλγέων
προλάμβαν᾽, ὦ φίλα, γόους.
340 ΕΛ. τί μοι πόσις μέλεος ἔτλα;
πότερα δέρκεται φάος τέ-
θριππά θ᾽ ἁλίου κέλευθά τ᾽ ἀστέρων
ἢ ᾽ν νέκυσι κατὰ χθονὸς
345 τὰν χρόνιον ἔχει τύχαν;
ΧΟ. ἐς τὸ φέρτερον τίθει
τὸ μέλλον ὅτι γενήσεται.
ΕΛ. σὲ γὰρ ἐκάλεσα, σὲ δὲ κατόμοσα
τὸν ὑδρόεντι δόνακι χλωρὸν
350 Εὐρώταν, θανόντος
εἰ βάξις ἔτυμος ἀνδρὸς
†ἅδε μοι τί τάδ᾽ ἀσύνετα†,
φόνιον αἰώρημα
διὰ δέρας ὀρέξομαι,
ἢ ξιφοκτόνον διωγμὸν
355 αἱμορρύτου σφαγᾶς
αὐτοσίδαρον ἔσω πελάσω διὰ σαρκὸς ἅμιλλαν,
θῦμα τριζύγοις θεαῖσι
τῶι τε σήραγγας Ἴ-
δας ἐνίζοντι Πριαμί-
δαι ποτ᾽ ἀμφὶ βουστάθμους.
360 ΧΟ. ἄλλοσ᾽ ἀποτροπὰ κακῶν
γένοιτο, τὸ δὲ σὸν εὐτυχές.
ΕΛ. ἰὼ τάλαινα Τροία,
δι᾽ ἔργ᾽ ἄνεργ᾽ ὄλλυσαι μέλεά τ᾽ ἔτλας.
τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε
365 πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον
†ἄχεά τ᾽ ἄχεσι δάκρυα δάκρυσιν ἔλαβε πάθεα†,
ματέρες τε παῖδας ὄλεσαν,
ἀπὸ δὲ παρθένοι κόμας ἔ-
θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον
ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα.
370 βοὰν βοὰν δ᾽ Ἑλλὰς ‹αἶ᾽›
ἐκελάδησεν ἀνοτότυξεν,
ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρας ἔθηκεν,
ὄνυχι δ᾽ ἁπαλόχροα γένυν
ἔδευσεν φοινίαισι πλαγαῖς.

375 ὦ μάκαρ Ἀρκαδίαι ποτὲ παρθένε
Καλλιστοῖ, Διὸς ἃ λεχέων ἀπέ-
βας τετραβάμοσι γυίοις,
ὡς πολὺ κηρὸς ἐμᾶς ἔλαχες πλέον,
ἁ μορφᾶι θηρῶν λαχνογυίων
†ὄμματι λάβρωι σχῆμα λεαίνης†
380 ἐξαλλάξασ᾽ ἄχθεα λύπας·
ἅν τέ ποτ᾽ Ἄρτεμις ἐξεχορεύσατο
χρυσοκέρατ᾽ ἔλαφον Μέροπος Τιτανίδα κούραν
καλλοσύνας ἕνεκεν· τὸ δ᾽ ἐμὸν δέμας
ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας
385 ὀλομένους τ᾽ Ἀχαιούς.

***
330 ΕΛΕ. Σωστές, καλές μου, οι συμβουλές σας·
εμπρός εμπάτε στο παλάτι
να μάθετε ποιοί αγώνες
με καρτερούν ακόμα.
ΧΟΡ. Με χαρά δέχομαι το κάλεσμά σου.
ΕΛΕ. Ω! μαύρη μέρα.
Τάχα ποιό θλιβερό μαντάτο
θ᾽ ακούσω η δύστυχη;
ΧΟΡ. Μην προμαντεύεις συμφορές
κι από τα πριν θρηνολογείς.
340 ΕΛΕ. Τί να ᾽χει πάθει ο δόλιος μου άντρας;
Το φως του ήλιου τάχα θα το βλέπει,
το τέθριππό του το άρμα και των άστρων
τους δρόμους ή με τους νεκρούς
βαθιά στην κατωγής
τη σκοτεινή τους έχει μοίρα;
ΧΟΡ. Πάντοτε να ᾽χεις, ό,τι και να γίνει,
για τα μελλούμενα καλές ελπίδες.
ΕΛΕ. Φωνάζω εσένα, Ευρώτα δροσερέ,
με τα χλωρά καλάμια κι όρκο παίρνω
350 σε σένα, αν είναι αλήθεια ο λόγος
πως έχει ο άντρας μου χαθεί
— ανόητη τάχα φήμη; Πες μου.
Θηλιά θα βάλω στον λαιμό μου φονική
ή θάνατο θα βρω, τρυπώντας
με κοφτερό μαχαίρι το κορμί μου
ποτάμι να χυθεί το αίμα,
σφαχτάρι εγώ στις τρεις θεές
και στον τσοπάνη γιο του Πρίαμου,
που μια φορά κοντά στις στάνες
έπαιζε το μονότονο σουραύλι.
360 ΧΟΡ. Αλλού να πέσει το κακό,
για σε μονάχα η ευτυχία.
ΕΛΕ. Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά·
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους·
στο φρυγικό του Σκάμαντρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
370 Με πικρούς βόγκους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα.

Ω! Καλλιστώ, καλότυχη παρθένα
της Αρκαδίας, που κάποτε
σου ᾽δωσε ο Δίας τετράποδο κορμί
κι έτσι έσμιξε μαζί σου·
καλύτερη απ᾽ τη μάνα μου είχες μοίρα·
με τη θωριά πυκνόμαλλου αγριμιού
—λιόντισσας όψη ανήμερη—
380 ξαλάφρωσες απ᾽ τη βαριά σου θλίψη·
του Μέροπα η κόρη, η Τιτανίδα,
που για την άφταστη ομορφιά της
η Άρτεμη την έδιωξε οργισμένη,
γίνηκε χρυσοκέρατη αλαφίνα·
μονάχα τα δικά μου κάλλη
της Δαρδανίας αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς.
(Η Ελένη και ο χορός μπαίνουν στο παλάτι. Έρχεται ο Μενέλαος.)

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι επείσακτοι - Φοίνικες

Στη μυθολογία του χώρου ανιχνεύονται και φοινικικά στοιχεία: στη λατρεία του Ηρακλή στη Θάσο ύστερα από την έλευση των Φοινίκων στο νησί, στην έλευση του Κάδμου, γιου του Αγήνορα, βασιλιά των Φοινίκων, στη Σαμοθράκη, στην πιθανή σχέση της λατρείας των Καβείρων με φοινικικές θαλάσσιες θεότητες, που οι Φοίνικες έβαζαν ως ακρόπρωρα στα καράβια τους.

Ωστόσο, ο Ηρακλής, στα πλαίσια της  εκπολιτιστικής δράσης του προς την κατεύθυνση του δικαίου, της ευνομίας, του ορθολογισμού και της κοινής αρετής, δηλαδή προς τις ελληνικές αρχές όπως αυτές εκφράζονται με το ολυμπιακό πάνθεο, εξοβελίζει φοινικικά, ή άλλα, στοιχεία με γνωστές στους Έλληνες παραδόσεις (λ.χ. στη Θάσο με την τοποθέτηση στην εξουσία δύο Μινωιτών).

Ακόμη και οι φοινικικής προέλευσης προστάτες των ναυτικών Κάβειροι υποτάσσονται στην υπηρεσία των Μεγάλων, και με διευρυμένες ιδιότητες και εξουσίες, θεών της Σαμοθράκης.

Για να χτιστεί ένας νέος κόσμος, πρέπει πρώτα να γκρεμιστεί ο παλιός

Θα σου πω μια ιστορία που ίσως ποτέ σου δεν έχεις ξανακούσει, καθώς τόσο πολύ χάνεται στα βάθη των αιώνων που λίγοι απέμειναν πια να τη γνωρίζουν. Κάποτε, λοιπόν, όσο κι αν φαντάζει κομματάκι δύσκολο να το πιστέψεις, τα μυρμήγκια είχαν αρχίσει να δημιουργούν τις δικές τους εστίες επανάστασης στο ζωικό βασίλειο, απειλώντας την τάξη του τότε κόσμου.

Βλέπεις, τα άλλα ζώα διαρκώς τους χλεύαζαν ή τους παραγκώνιζαν αλλά εκείνα έβρισκαν τρόπο να παρεισφρέουν στην καθημερινότητά τους, καινοτομώντας και επιμένοντας στα όνειρά τους. Εκπροσωπούσαν, μάλιστα, το είδος με τους περισσότερους κατοίκους στο δάσος και υπήρξαν αξιοθαύμαστοι για την κοινωνική αλληλεγγύη και τη σπάνια ομοψυχία τους.

Για να καταλάβεις καλύτερα, στις συγκεντρώσεις του ζωικού βασιλείου, τα μυρμήγκια ήταν τα μόνο που πάλευαν με σθένος για τα δικαιώματά τους. Το ένα μυρμήγκι ίσα που ακουγόταν στο πλήθος αλλά όταν όλα μαζί ένωναν τις φωνές τους, τότε σηκωνόταν ένα φοβερό βουητό στο δάσος. Τόσο μεγάλο που ενίοτε κάλυπτε ακόμη και τους βρυχηθμούς των πλέον άγριων θηρίων.

Τέτοια ήταν, όμως, η οργή των μυρμηγκιών για τον άδικο παραγκωνισμό τους που πολλές φορές έπεφταν επίτηδες στα φαγητά των άλλων ζώων ή σκαρφάλωναν πάνω τους, προκαλώντας τους έναν ενοχλητικό γαργαλητό κι έναν ανυπόφορο κνησμό. Και προχωρούσαν πάντα ενωμένα, αντιμετώπιζαν θαρραλέα τις επιθέσεις και βοηθούσαν ουσιαστικά ο ένας τον άλλον.

«Γιατί δεν έχουμε κι εμείς δικαίωμα στη μόρφωση;» «Γιατί πρέπει να μένουμε σε όλη μας τη ζωή απλώς εργάτες; Θέλουμε να δοκιμαστούμε μάνατζερ, διοικητές και διευθυντές», διαμαρτύρονταν και γίνονταν δυσάρεστοι στα υπόλοιπα ζώα του δάσους. Κι όσο πλήθαιναν οι απεργίες τους, τόσο αυξανόταν ο εκνευρισμός στο βασίλειο.

«Δεν μπόρεσα να πάω χτες για κυνήγι. Είχαν μαζευτεί χιλιάδες μικροσκοπικά μυρμήγκια στα βλέφαρά μου και μου θόλωναν την όραση» οργιζόταν ο λύκος. «Εκεί που κυλιόμουν ανέμελο στη λάσπη, με περικύκλωσαν. Τρεις μέρες σαπουνίζομαι ασταμάτητα στα νερά της λίμνης μα ακόμη τα νιώθω να περπατούν στην πλάτη μου» ωρυόταν το γουρούνι.

Κάποτε ο βασιλιάς των λιονταριών και κυβερνήτης ολόκληρου του δάσους, κάλεσε τα υπόλοιπα λιοντάρια σε μυστική σύσκεψη. «Φίλοι μου, μαζευτήκαμε εδώ απόψε για να καταστρώσουμε το σχέδιο της απόλυτης και αιώνιας κυριαρχίας μας».

«Μα, άρχοντα μας, δε χρειαζόμαστε δα και κάποιο περίτεχνο κόλπο για να αποδείξουμε την υπεροχή μας. Αυτή είναι αναμφισβήτητη. Παρατήρησε απλώς το αγέρωχο βάδισμά μας, το περήφανο βλέμμα μας , την εκτυφλωτική χαίτη μας και τον μοναδικό τρόπο που τα άλλα ζώα σκύβουν πειθήνια το κεφάλι στην εξουσία μας».

«Όλα εκτός από τα μυρμήγκια. Γεννήθηκαν ατίθασα και μας δημιουργούν πάσης φύσεως προβλήματα, που προβλέπω, μάλιστα, πως θα γίνουν πολύ σοβαρότερα εάν δεν αναλάβουμε δράση». «Μα εξοχότατε… Απολογούμαι για το θάρρος μου, αλλά νομίζω πως τα μυρμήγκια λογαριάζονται για παντελώς ασήμαντα στο βασίλειό μας. Κανείς ποτέ δεν θα ενδιαφερθεί για τις ανόητες φωνές τους. Ας τα αφήσουμε να διαμαρτύρονται λοιπόν».

«Κι όμως. Διαθέτουν μια κρυφή δύναμη που πολύ με ανησυχεί. Είναι αμέτρητα και προχωρούν πάντα ενωμένα. Κι, ύστερα, μη λησμονείτε το γεγονός ότι προκαλούν ένα σωρό αναμπουμπούλες στις συσκέψεις, παγώνοντας με συνεχείς ενστάσεις τους νόμους μας».

«Αυτό είναι αλήθεια. Ωστόσο, τι μπορούμε να κάνουμε για να τιθασεύσουμε την ανυπάκουη φύση τους; Εάν τα εκτελέσουμε ομαδικά, θα προκαλέσουμε αντιπάθειες στο ζωικό βασίλειο και αυτή δεν είναι καλή στιγμή για νέους εχθρούς. Να σας θυμίσω μόνο πως οι λύκοι χρόνια τώρα καιροφυλακτούν για να κλέψουν μέσα από τα χέρια μας την προεδρία. Τελευταία, μάλιστα έπιασαν φιλίες μέχρι και με τα πρόβατα, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να πείσουν τους μελλοντικούς ψηφοφόρους πως άφησαν το σκοτεινό τους παρελθόν πίσω».

«Ανόητε. Ποιος μίλησε για άμεσο φόνο; Θα τους εκτελέσουμε αθόρυβα και με πλάνο. Ανοίξτε τα πανεπιστήμια και τις δουλειές για αυτούς. Φορτώστε τα με περισπούδαστους τίτλους σπουδών και επαγγελματικά μεγαλεία. Δώστε τους ένα τυράκι που θα τους δημιουργήσει την ψευδαίσθηση πως είναι σεβαστοί υπάλληλοι και όχι σκλάβοι. Σκοτώστε την ορθή κρίση τους. Θέλω να τρέχουν από το πρωί ως το βράδυ σε δουλειές που δεν τελειώνουν. Ποτέ να μην έχουν χρόνο να πάρουν μια ανάσα, να σκεφτούν, να αποφασίσουν για το παρόν και το μέλλον τους. Να αποφασίζουμε εμείς για αυτούς λοιπόν. Μυστικά και υπόγεια. Κι, ύστερα, εκείνα να εκπληρώνουν τις επιθυμίες μας μια μια σαν καλοκουρδισμένα ρομποτάκια».

Και πράγματι το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή. Τα Πανεπιστήμια άνοιξαν για τα μυρμήγκια και αυτά, εργατικά όπως ήταν, στρώθηκαν για τα καλά στο διάβασμα προκειμένου να μορφωθούν και να κάνουν περήφανα τους γονείς τους. Μελετούσαν νυχθημερόν μια ατέλειωτη ύλη, αποστήθιζαν ένα σωρό απίστευτες ασυναρτησίες κι έτσι χρόνος άλλος δεν τους έμενε να ενημερώνονται για το τι συμβαίνει στον κόσμο των ζώων.

Και τι σπουδαίο! Τα μυρμήγκια δε λογαριάζονταν πλέον μόνο για εργάτες. Έγιναν διευθυντές, μάνατζερ, πολιτικοί μηχανικοί, δικηγόροι. Εργάζονταν αδιάκοπα για να ξεπληρώσουν τα φοιτητικά τους δάνεια και να χτίσουν τις κατοικίες των ονείρων τους.

Και περιφέρονταν καμαρωτά στις κοσμικές εκδηλώσεις του δάσους, κόμπαζαν για τους θριάμβους τους, για τα πτυχία που άραζαν στους τοίχους τους, για τις σημαντικές δουλειές τους και για εκείνους του άπιαστους στόχους που σύντομα θα κατακτούσαν. Τους φίλους τους παραμέρισαν με τον καιρό καθώς δε διέθεταν καιρό για χάσιμο. Εξάλλου, ο ένας κοίταζε πια τον άλλον λιγάκι πιο καχύποπτα. Ήταν ο γείτονας πιο πετυχημένος, πιο καλά αμειβόμενος, πιο πολλά υποσχόμενος;

Και τα μυρμήγκια έχτιζαν τις μοντέρνες φωλιές τους. Κι έπειτα άλλες φωλιές. Κι ύστερα κόπιαζαν για να αποκτήσουν ένα μεταφορικό μέσο και να μην διασχίζουν πια με τα πόδια τους το αχανές δάσος. Όχι τίποτε άλλο, θα τους έβλεπε και κάνα μάτι με τον ιδρώτα να στάζει στο μέτωπο και θα αμαυρωνόταν για τα καλά η φήμη τους.

Και όσο μάζευαν με τον κόπο τους χρήματα για να ξεπληρώσουν τα δάνεια, όσο φορτώνονταν κι άλλα δάνεια, τόσο τα περήφανα λιοντάρια έτριβαν τα χέρια τους, περνούσαν τους σκληρούς τους νόμους στα συμβούλια και καμιά δυνατή φωνή πια δεν υψωνόταν στις συσκέψεις των ζώων. Κάπου κάπου ένα μυρμήγκι μουρμούριζε κάτι για τον άδικο βασιλιά μα έπεφταν όλα τα υπόλοιπα πάνω του με θυμό:

«Αρκετά πια με το παραμυθάκι για το αδίστακτο λιοντάρι, που καταδυναστεύει τους αδύναμους του δάσους. Προτιμώ να ακούσω καμιά ιστορία για τον κακό λύκο. Πιο αληθινή θα μου φανεί» μουρμούριζε ο προϊστάμενος του υπουργείου οικονομικών των μυρμηγκιών, που φήμες λένε ότι διορίστηκε στη θέση χωρίς πτυχίο αλλά με το απαραίτητο μέσο από ένα πανίσχυρο λιοντάρι.

Και τα χρόνια κυλούσαν και τα μυρμήγκια αποκτούσαν απογόνους, που μεγάλωναν με ένα φύσημα του ανέμου, σπούδαζαν, πλήρωναν δάνεια, εργάζονταν αδιάκοπα και πέθαιναν χωρίς να μάθουν ποιοι είναι.

Και μια θλιβερή μέρα, που τα σύννεφα σκοτείνιασαν για τα καλά τον ουρανό, ο βασιλιάς τον λιονταριών μάζεψε ξανά τα άλλα λιοντάρια στη μυστική τους κρυψώνα:

«Κυρίες και κύριοι, τα καταφέραμε. Καταστήσαμε τα μυρμήγκια παντελώς ακίνδυνα. Όμως παραμένουν πολλά κι έτσι έφτασε ή ώρα να τα ξεφορτωθούμε λίγα λίγα. Θα παραμονεύουμε, λοιπόν, έξω από τις σύγχρονες φωλιές τους και θα τα σκοτώνουμε. Θα αντιστέκονται, θα φωνάζουν με κάθε ικμάδα δύναμης, αλλά κανείς δεν θα βρεθεί να τους βοηθήσει. Βλέπετε, αγαπητοί μου, χτίσαμε με σπάνια μαεστρία τη νωθρή κοινωνία τους για χρόνια ολόκληρα. Τους ραντίσαμε με ψεύτικους φόβους και κούφιες φιλοδοξίες, με βασανιστικούς ψυχαναγκασμούς και αδιανόητο ναρκισσισμό.

Απορροφημένοι όλοι στον δικό τους μικρόκοσμο, χωρίς ουσιαστικές σχέσεις με τους γύρω τους, ουδέποτε θα παρατηρήσουν την απώλεια. Θα ελαττώνονται μέρα με τη μέρα, μα θα συνεχίζουν να τρέχουν δίχως να βλέπουν πού πάνε, να κυνηγούν στόχους που ουδέποτε ανταμώνουν τα όνειρα, να χαϊδεύουν το ευάλωτο εγώ τους με τίτλους τιμής, να υπηρετούν τις ανασφάλειες και όχι τα υψηλά οράματα. Συγχαρητήρια σε όλους μας αγαπημένοι μου! Τους πείσαμε πως είναι λιοντάρια και αδιαμαρτύρητα μας υπηρέτησαν για τόσο καιρό».

Κάπως έτσι ξεκίνησαν οι εκτελέσεις των μυρμηγκιών. Καμία υποψία δεν κίνησαν στα υπόλοιπα ζώα οι θάνατοί τους. Το ένα μυρμήγκι ήταν ηλικιωμένο και δεν είχε πια πολλά να προσφέρει στην κοινωνία, το άλλο διέθετε εξασθενημένο οργανισμό, το τρίτο έτρεχε γρήγορα με το μεταφορικό του μέσο και το τέταρτο έφυγε μόνιμες διακοπές στο βασίλειο των ανθρώπων. Ποιος νοιαζόταν όμως, ποιος είχε αληθινά κοιτάξει τον διπλανό του στην τρελή κούρσα προς την καταξίωση και την αποπληρωμή των δανείων;

Το πείραμα με τα μυρμήγκια είχε πετύχει. Όχι ολοκληρωτικά όμως. Ορισμένα από αυτά έγκαιρα υποψιάστηκαν το σχέδιο και μυστικά δραπέτευσαν σε ένα μέρος πολλά χιλιόμετρα μακριά από το σκοτεινό δάσος. Δημιούργησαν μια νέα κοινωνία, πολύ πιο δίκαιη και συνεργάζονται ειρηνικά μεταξύ τους για αιώνες τώρα.

Κάποια βράδια θυμούνται τους παλιούς τους φίλους και γνωστούς. Χαμογελούν. Αλλά δε στενοχωριούνται για τη χαμένη τους πατρίδα. «Για να χτιστεί ένας νέος κόσμος, πρέπει πρώτα να γκρεμιστεί ο παλιός», με παρακάλεσαν να σας μεταφέρω.

Η αλλαγή είναι επώδυνη αλλά και ο μόνος δρόμος σ’ έναν κόσμο που κινείται πιο γρήγορα από εμάς

Σύμφωνα με τη Φυσική, η ενέργεια δεν μπορεί να καταστραφεί, μπορεί μόνο να μεταμορφωθεί. Επίσης, σύμφωνα με τη Φυσική, η ζωή όπως τη γνωρίζουμε αποτελείται από ενέργεια και ύλη. Η ύλη είναι και αυτή ενέργεια, αλλά χαμηλότερης συχνότητας και δόνησης, με αποτέλεσμα να είναι πολύ «πυκνή».

Η ύλη και η ενέργεια είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος σύμφωνα με την εξίσωση E=mc2. Αυτό, επί του πρακτέου, σημαίνει ότι η ζωή δεν μπορεί να καταστραφεί ή να πεθάνει⋅ ότι, δηλαδή, δεν υπάρχει θάνατος, αλλά μόνο μεταμόρφωση.

Επίσης, σημαίνει ότι αυτά που νιώθουμε όπως ο φόβος, για παράδειγμα, είναι κι αυτά ενέργεια. Δεν μπορούμε να εξαφανίσουμε τον φόβο, μπορούμε όμως να τον μεταμορφώσουμε. Πώς;

Όντας παρόντες σε αυτά που συμβαίνουν, βλέποντας την ευρύτερη εικόνα και αποσύροντας την προσοχή και την εστίασή μας (την ενέργειά μας δηλαδή) από το φόβο και στρέφοντάς την σε αυτά που αγαπάμε και μας προσφέρουν εσωτερική ειρήνη.

Είναι φυσικό να φοβόμαστε και να αντιστεκόμαστε στη ριζική, οδυνηρή αλλαγή. Αλλά, τελικά, δεν υπάρχει άλλη επιλογή από το να της παραδοθούμε. Οι νέες συνθήκες μπορούν να μας βοηθήσουν ν’ αναγνωρίσουμε τα προηγούμενα δυσλειτουργικά πρότυπα, σε όλα τα επίπεδα, οικονομικά και προσωπικά.

Υπάρχει αναβρασμός σε ολόκληρο τον πλανήτη εδώ και δεκαετίες. Αυτή η κρίση, λοιπόν, κρύβει μια ευκαιρία που μπορεί, και ελπίζω πως θα συμβεί, να μας οδηγήσει σε μια μεταμόρφωση όπως αυτή της πεταλούδας. Θαυμάζουμε όλοι τις πανέμορφες πεταλούδες, γνωρίζουμε όμως πώς ακριβώς συντελείται η μεταμόρφωσή τους;

Η κάμπια καταβροχθίζει βουλιμικά τεράστιες ποσότητες τροφής (με παραπέμπει στη δική μας υπερκατανάλωση) ώστε να αποθηκεύσει την απαραίτητη ενέργεια για το στάδιο της μεταμόρφωσης. Μετά, μέσα στο κουκούλι της χωνεύει τον εαυτό της, απελευθερώνοντας ένζυμα για να διαλύσει όλους τους ιστούς της, και αυτό που απομένει στο τέλος είναι μια «σούπα».

Λίγα κύτταρα όμως επιβιώνουν, μετατρέποντας τη «σούπα» σε μάτια, φτερά, κεραίες και άλλες δομές. Και η γλίτσα, η «σούπα» αυτή, αναδιοργανώνεται και γίνεται μια πανέμορφη πεταλούδα.

Η αλλαγή και η μεταμόρφωση είναι επώδυνες, αλλά είναι ο μόνος δρόμος σ’ έναν κόσμο που κινείται ιλιγγιωδώς. Μήπως σαν ανθρωπότητα βρισκόμαστε στο στάδιο της χρυσαλίδας; Μήπως χρειάζεται να διαλυθούν όλα κι απ’ αυτό που θα απομείνει να δημιουργηθεί κάτι αληθινό, όμορφο, ενωτικό, ανθεκτικό και με καρδιά;

Το ισχυρότερο εφόδιό μας είναι το μυαλό. Ο τρόπος που το χειριζόμαστε όμως, το κάνει όπλο ή εργαλείο

Το μυαλό είναι το ισχυρότερο όπλο. Ούτε τα χρήματα, οι διασυνδέσεις, η ομορφιά, τα όπλα αλλά το μυαλό. Με αυτό δημιουργεί και καταστρέφει κανείς κατά βούληση. Είναι ικανό για όλα και αποδεικνύεται διαχρονικά μέσα από διάφορους τομείς.

Είναι όμως ένα όπλο, το οποίο αν δεν χειριστεί σωστά, η κάννη του θα κοιτάει τον ιδιοκτήτη, ενσκήπτοντας καθολικά στη ζωή του. Με σωστή διαχείριση καταρρίπτει όρια, πεποιθήσεις και δημιουργεί πέρα από τη φαντασία.

Είναι ένα πολυμορφικό όπλο καθώς γίνεται ξίφος και διαπερνά πλάνες φτάνοντας στην αλήθεια, γίνεται βόμβα που ισοπεδώνει κάθε αντίπαλό του, άλλοτε γίνεται μαστίγιο που βασανίζει τον φορέα του. Ιδιαίτερο εργαλείο, δεν υπάρχει όμοιό του. Ανεξερεύνητο, κανείς δεν χρησιμοποίησε ποτέ όλη την ισχύ του ή τουλάχιστον έτσι λένε, κανείς δεν ξέρει.

Χρησιμοποίησέ το σωστά και θα γίνει εργαλείο σου, επίβαλλέ του πότε να μιλά και πότε όχι, βρίσκεται μέσα σου, άρα είναι υπό τον χειρισμό σου. Μην ξεγελιέσαι όμως, θέλει τέχνη ο χειρισμός του, μαεστρία, υπομονή, πείσμα και ισχυρή θέληση.

Να το εξασκείς στη σκέψη, ακόμα κι αυτή εξάσκηση θέλει, να του υποδεικνύεις πού να κοιτάει και πού όχι. Παρά το γεγονός ότι σου ανήκει, πολλές φορές λειτουργεί ανεξάρτητα, γι’ αυτό θέλει ιδιαίτερη φροντίδα. Με τον καιρό θα δεις, θα υπάρχει περισσότερη αρμονία στο μυαλό σου, ροή, τάξη, ησυχία, ευχάριστα μουδιάσματα. Μην του βάζεις όρια στις δυνατότητές του, δεν τις ξέρεις ούτε εσύ, ούτε κανείς, καλείσαι όμως να τις ανακαλύψεις, με τον καιρό.

Υπάρχει μια λεπτή γραμμή, μεταξύ σωστής και λάθους χρήσης, μεταξύ εργαλείου και όπλου. Αν το τροφοδοτείς με αρνητισμό, θα παράγει ακόμα περισσότερο, αν το αφήσεις ανεξέλεγκτο ίσως συλλάβει μια ιδέα καθόλου ευχαρίστηση για σένα.

Είναι ικανό να σε παραλύσει, να σκέφτεται συνεχώς δίχως την θέλησή σου, να σεναριοθετεί τα χειρότερα για το μέλλον, να μαστιγώνει με το παρελθόν. Μπορεί να σου βάλει όρια, να μεγεθύνει φόβους και όλα αυτά επειδή δεν το διαχειρίστηκες σωστά.

Δούλεψε πάνω του, δούλεψε μέσα σου, στο κεφάλι σου. Μας έμαθαν πως να γεμίζουμε το μυαλό με γνώσεις αλλά δεν μας έμαθαν την διαχείρισή του, λες και το απαραίτητο στο αυτοκίνητο είναι να ξέρεις να βάζεις βενζίνη και όχι η οδήγησή του.

Το μυαλό σου είναι παντοδύναμο, μένει να δεσμευτείς στην εκμάθησή του, παρότι είναι δικό σου, δεν γνωρίζεις βασικές αρχές του. Ασχολήσου με αυτό και επέλεξε τι θες να είναι για σένα, εργαλείο ή όπλο αυτοκαταστροφής. Ότι αρνητικό ή θετικό και να σου φέρει, να θυμάσαι εσύ ήσουν που έδωσες το έναυσμα. Σε όλες τις περιπτώσεις ο υπαίτιος είσαι εσύ, γιατί είναι το μυαλό σου και είναι παντοδύναμο.

Πώς το παρελθόν μας, επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε το παρόν μας

Το παρελθόν μας αποτελεί κομμάτι της προσωπικής μας ιστορίας. Αποτελεί μέρος της ταυτότητας μας, καθώς έχει συμβάλει στη διαμόρφωση της. Στο παρελθόν έχουν κατασκευαστεί οι καταγραφές που έχουμε για τον εαυτό μας και τον κόσμο γύρω μας. Όσα έλαβαν χώρα στο «τότε», επηρεάζουν το «τώρα», με τρόπο που πολύ συχνά δεν κατανοούμε.

Κάθε ένας από εμάς έχει τις δικές του ξεχωριστές καταγραφές, την δική του πραγματικότητα, με την οποία πορεύεται στη ζωή. Οι καταγραφές αυτές είναι ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας και οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας. Είναι οι πεποιθήσεις που έχουμε, οι ερμηνείες που κάνουμε, το νόημα που αποδίδουμε στα πράγματα, η αντίληψη μας για τη ζωή γενικότερα. Διαμορφώνονται από πολύ νωρίς στη ζωή μας και καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη τους διαδραματίζουν οι σχέσεις που αναπτύσσουμε με τα πρόσωπα που μας φροντίζουν (συνήθως τους γονείς μας), καθώς και τα πρώιμα βιώματα μας.

Όταν είμαστε ακόμη παιδιά δεν διαθέτουμε τις απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες προκειμένου να μπορέσουμε να ανταπεξέλθουμε στις καταστάσεις που συναντάμε. Στην παιδική ηλικία αρχίζουμε να αποκτάμε όλα εκείνα τα εφόδια για την μετέπειτα ζωή μας. Μαθαίνουμε να μιλάμε, να επικοινωνούμε με τους γύρω μας, να κατανοούμε τον εαυτό μας, δοκιμάζουμε τα όρια και τις δυνατότητες μας, ανακαλύπτουμε δεξιότητες, αποκτούμε γνώσεις, επεξεργαζόμαστε όσα μας συμβαίνουν. Όλα τα παραπάνω όμως δεν μπορούμε να τα επιτύχουμε χωρίς την κατάλληλη καθοδήγηση. Οδηγοί μας λοιπόν σε αυτή την πορεία προς τη γνώση, τόσο του εαυτού μας, όσο και του κόσμου είναι οι γονείς μας.

Αν λοιπόν είχαμε γονείς συναισθηματικά παρόντες, οι οποίοι μας φρόντιζαν, ανταποκρίνονταν στις ανάγκες μας και μας μάθαιναν να επεξεργαζόμαστε τις εμπειρίες και τα βιώματα μας με αποτελεσματικό τρόπο, τότε έχουμε μεγαλώσει σε ασφαλές πλαίσιο και έχουμε μάθει να εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας, τους ανθρώπους και τις σχέσεις μαζί τους. Σχετιζόμαστε χωρίς να φοβόμαστε, διαθέτουμε εσωτερική συγκρότηση και απέναντι στις δυσκολίες επιστρατεύουμε αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισης και μηχανισμούς ρύθμισης του συναισθήματος μας. Σε αυτή την περίπτωση αποκτούμε καταγραφές, όπως: είμαι σημαντικός, έχω αξία, ο κόσμος είναι ασφαλής, μπορώ να έχω εμπιστοσύνη στους άλλους, οι άλλοι ανταποκρίνονται στις ανάγκες μου.

Αν αντίθετα είχαμε γονείς κακοποιητικούς, απορριπτικούς, απόντες συναισθηματικά, οι οποίοι δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις ανάγκες μας και να μας παρέχουν ασφάλεια σε σταθερό πλαίσιο, τότε μαθαίνουμε να μην εμπιστευόμαστε τον εαυτό μας και τους ανθρώπους και παύουμε να νιώθουμε ασφαλείς. Όταν από πολύ νωρίς έχουμε εκτεθεί σε δύσκολες και τραυματικές καταστάσεις, τις οποίες δεν ήμασταν σε θέση να διαχειριστούμε, τότε αποκτούμε καταγραφές όπως: ο κόσμος είναι επικίνδυνος, οι σχέσεις δεν βγαίνουν, όλοι θα με προδώσουν, δεν είμαι ικανός για τίποτα, δεν έχω τον έλεγχο στη ζωή μου. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε καταφέρει να αποκτήσουμε εσωτερική ασφάλεια, δεν έχουμε μάθει να κατανοούμε τον εαυτό μας και τους άλλους, δεν εμπιστευόμαστε το μαζί. Μπροστά στις δυσκολίες καθηλωνόμαστε, καθώς νιώθουμε πως δεν έχουμε τη δύναμη να τις αντιμετωπίσουμε.

Με αυτόν τον τρόπο αρχίζουμε σταδιακά να διαμορφώνουμε έναν χάρτη, με την βοήθεια του οποίου ερμηνεύουμε τη ζωή. Αν αυτός ο χάρτης έχει δημιουργηθεί με θετικές καταγραφές τότε έχουμε αποκτήσει αρκετά εφόδια, ώστε να τα βγάζουμε πέρα με τις αντιξοότητες, αλλά και να χαιρόμαστε τη ζωή. Αν από την άλλη έχει δημιουργηθεί με αρνητικές, τότε δεν έχουμε την καθαρότητα να δούμε όσα μας συμβαίνουν στο παρόν απαλλαγμένοι από τις σκιές του παρελθόντος. Αν για παράδειγμα έχω την καταγραφή πως δεν μπορώ να εμπιστεύομαι τους άλλους, γιατί θα με προδώσουν, τότε μπορεί να μην επιτρέπω στον εαυτό μου να συνδεθεί συναισθηματικά μαζί τους και να κρύβω τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου, από φόβο μήπως πληγωθώ. Έτσι όμως χάνω την ευκαιρία να συνδεθώ ουσιαστικά και με άτομα που είναι ικανά να ανατρέψουν όσα πιστεύω μέχρι τώρα. Με παρόμοιο τρόπο λειτουργούν όλες οι καταγραφές. Θεωρούμε πως αποτελούν βεβαιότητες και συνήθως εστιάζουμε σε εκείνες τις εμπειρίες που τις επιβεβαιώνουν και τις ενισχύουν, με αποτέλεσμα να διαφεύγουν από την αντίληψη μας εκείνες που τις ανατρέπουν.

Το καλό όμως με τις καταγραφές είναι ότι μπορούν να αλλάξουν και πως εμείς οι ίδιοι έχουμε την ευθύνη και τη δύναμη γι' αυτό. Μπορεί να μην είμαστε σε θέση να ελέγξουμε τις εξωτερικές συνθήκες, μπορούμε όμως να ελέγξουμε τον τρόπο που τις ερμηνεύουμε και αποκρινόμαστε σε αυτές. Αυτό που χρειάζεται είναι να μπορέσουμε πρώτα να αναγνωρίσουμε τις παγιωμένες πεποιθήσεις μας και έπειτα να δοκιμάσουμε να αμφισβητήσουμε όσες μας δυσκολεύουν και θολώνουν την κρίση μας. Αυτός ο δρόμος δεν είναι εύκολος. Απαιτεί να γυρίσουμε πίσω, ώστε να αποκτήσουμε περισσότερες πληροφορίες για το πως δημιουργήθηκαν, να μπορέσουμε να τις νοηματοδοτήσουμε, να επεξεργαστούμε τις εμπειρίες που συνέβαλαν στη διαμόρφωση τους, να τις αποδεχτούμε, να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο στέκονται εμπόδιο στη ζωή μας και να βρούμε τη δύναμη να τους πάμε κόντρα και να ζήσουμε απαλλαγμένοι από βάρη και περιορισμούς.

Το σημαντικότερο όμως είναι να πιστέψουμε ότι μπορούμε να το κάνουμε και κυρίως να πιστέψουμε ότι αξίζουμε. Ας θυμόμαστε πως σαν ενήλικες εμείς φέρουμε την ευθύνη του εαυτού μας και των επιλογών μας. Οδηγοί πλέον είμαστε εμείς. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν πως επιθυμούμε να ζήσουμε στο παρόν και με ποιον τρόπο μπορούμε να απαλλαγούμε από τις αρνητικές καταγραφές. Όσο κι αν έχουμε δυσκολευτεί, τραυματιστεί, υποφέρει σαν παιδιά, έχουμε το δικαίωμα να ξεφύγουμε από την επίδραση που ασκεί το παρελθόν στη ζωή μας.

Η σκιά της προσκόλλησης

Οι άνθρωποι συνήθως περνάμε ένα μεγάλο μέρος του χρόνου μας προσπαθώντας να συσσωρεύσουμε χρήματα, αγαθά, επαίνους, εξουσία… και, μερικές φορές, ακόμη και ανθρώπους. Τρέχουμε εδώ κι εκεί, κάνουμε αλχημείες ή ταχυδακτυλουργίες και φαινόμαστε ικανοί να πληρώσουμε οποιοδήποτε τίμημα αρκεί να κερδίσουμε: επιτυχία, χρήματα, κάποιον ή κάποια. Το ν’ αποκτήσουμε κάτι μας γίνεται έμμονη ιδέα, μας απασχολεί διαρκώς και μας αγχώνει: «Τι να κάνω για ν’ αποκτήσω αυτό το πράγμα;», «είναι αρκετά αυτά που έχω;», «πρέπει ν’ αποκτήσω κι άλλα», «κι αν χάσω κι όσα έχω;»… Όχι μόνο θέλουμε να έχουμε πράγματα, αλλά θεωρούμε ότι όσο περισσότερα, τόσο το καλύτερο.

Όλη αυτή η αναζήτηση οδηγεί σε δύο ολέθριες καταστάσεις. Καταρχάς, ο τόσος χρόνος που σπαταλάμε τρέχοντας πίσω τους δεν μας αφήνει περιθώρια να ζήσουμε (ούτε καν για να τα χαρούμε) και δεύτερον, ακόμη κι αν τους αφιερώναμε λίγο χρόνο, θα τον περνούσαμε ανήσυχοι και φοβισμένοι μήπως χάσουμε κάτι απ’ όλα αυτά που πετύχαμε.

Μερικές φορές ασχολούμαστε τόσο πολύ με τα πράγματα που μας ανήκουν, που θα ‘λεγε κανείς πως είμαστε εμείς που ανήκουμε σ’ αυτά. Ο αργεντινός συγγραφέας Χούλιο Κορτάσαρ γράφει στο διήγημά του: «Προοίμιο στις οδηγίες για το κούρδισμα του ρολογιού» ότι, όταν σου χαρίζουν ένα ρολόι δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι: σου δίνουν μαζί και την ανάγκη να το κουρδίζεις κάθε μέρα, την ανησυχία μήπως το χάσεις και την τάση να το συγκρίνεις με άλλα ρολόγια. Ο Κορτάσαρ καταλήγει λέγοντας ότι, τελικά, το δώρο είσαι εσύ. Εσένα χάρισαν στο ρολόι για τα γενέθλιά του. Ζούμε με την ιδέα ότι όσο περισσότερα έχουμε τόσο περισσότερες δυνατότητες μας δίνονται, αλλά αν δεν προσέξουμε μπορεί να καταλήξουμε δέσμιοι των πραγμάτων που έχουμε αποκτήσει.

Όταν ποθούμε να αποκτήσουμε κάτι που δεν έχουμε, -είτε υλικό, είτε πνευματικό είτε συναισθηματικό-, διακατεχόμαστε από ένα λίγο-πολύ συγκεκριμένο συναίσθημα δυσαρέσκειας και στέρησης. Ξυπνά μέσα μας μια φυσική τάση να προμηθευτούμε αυτό που μας λείπει και οδηγούμε τα πράγματα προς αυτήν την κατεύθυνση χωρίς να συνειδητοποιούμε πως υπάρχει καλύτερος τρόπος για να ελέγξουμε το ανικανοποίητο: προσπαθώντας να προσαρμόσουμε την επιθυμία μας στην πραγματικότητα (αντί για το αντίθετο).

Μήπως αυτό σημαίνει, άραγε, ότι θα πρέπει να πάψουμε να έχουμε επιθυμίες; Πολλοί ανατολικοί φιλόσοφοι θα έλεγαν πως «ναι», ενώ κάποιοι ψυχαναλυτές θα υποστήριζαν πως αυτό είναι σκέτη καταστροφή. Λαμβάνοντας υπόψη μας και τις δύο απόψεις, θα μπορούσαμε να πούμε πως δεν είναι κακό να επιθυμούμε αν ξέρουμε να μην τα ζητάμε όλα εδώ και τώρα, κι αν μπορούμε να ελέγχουμε την απαίτησή μας να είναι όπως ακριβώς τα φανταζόμαστε. Η επιθυμία μας κινητοποιεί και μας βάζει σ’ έναν δρόμο, αλλά αν τα ζητάμε όλα αμέσως, τότε μάλλον το άγχος υπερισχύει της υγιούς επιθυμίας.

Υπάρχουν φορές που προσπαθούμε να «κατέχουμε», επειδή η ιδέα και μόνο μας προσφέρει κάποια ασφάλεια. Μπροστά στο τρωτό της ζωής και στο απροσδόκητο των γεγονότων, η σκέψη πως η περιουσία μας μπορεί να ανακόψει οποιοδήποτε απρόοπτο μας προσφέρει ηρεμία. Το σίγουρο είναι, όμως, ότι τίποτα δεν μπορεί να μας διαβεβαιώσει πως δεν θα προκύψουν προβλήματα. Όταν αυτά παρουσιάζονται, σπανίως είναι τόσο απλά ώστε να επιλυθούν «αντλώντας από τα αποθέματα» (χρημάτων, αγάπης ή υπερηφάνειας).

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις. Καταπίεση είναι το να κάνεις πράγματα που ποτέ δεν ήθελες να κάνεις. Καταπίεση είναι το να υποκρίνεσαι πως είσαι αυτός που δεν είσαι. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία – πολύ αργή ασφαλώς, αλλά είναι ένα πολύ σίγουρο, αργό δηλητήριο.

Η έκφραση είναι ζωή. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία.

Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος καταπιέζεται τόσο πολύ, που γίνεται άρρωστος; Επειδή η κοινωνία σε διδάσκει να ελέγχεις, όχι να μεταμορφώνεις. Και η μεταμόρφωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με τον έλεγχο, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο.

Μέσα από την καταπίεση, ο νους διχάζεται. Το κομμάτι που αποδέχεσαι γίνεται το συνειδητό και το κομμάτι που αρνείσαι γίνεται το ασυνείδητο. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι φυσικός. Αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει εξαιτίας της καταπίεσης, Και μέσα στο ασυνείδητο πετάς όλα τα σκουπίδια που απορρίπτει η κοινωνία. Να θυμάσαι όμως, πως οτιδήποτε πετάς εκεί μέσα, γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα κομμάτι από σένα. Πηγαίνει στα χέρια σου, μπαίνει μέσα στα κόκαλά σου, στο αίμα σου, στον χτύπο της καρδιάς σου.

Τώρα οι ψυχολόγοι λένε ότι σχεδόν οι ογδόντα στις εκατό αρρώστιες προκαλούνται από τα καταπιεσμένα συναισθήματα. Τα τόσα πολλά εμφράγματα σημαίνουν ότι έχει καταπιεστεί πάρα πολύ θυμός στην καρδιά, τόσο πολύ μίσος, που η καρδιά έχει δηλητηριαστεί.

Γιατί οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί εστιάζουν τόσο πολύ στη σκοτεινή πλευρά;

Γιατί οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί εστιάζουν τόσο πολύ στη σκοτεινή πλευρά; Γιατί τέτοιος ζόφος και τόσο λιγοστές ελπίδες; Ίσως θεωρούν ότι το κοινό τους είναι από τη φύση του μάλλον αθώο, προστατευμένο και αυτάρεσκο, με αποτέλεσμα να χρειάζεται οπωσδήποτε να ενημερωθεί για ορισμένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά της πραγματικότητας – προκειμένου να επαναπροσδιορίσει τις προσδοκίες του από τους άλλους και να λάβει τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας. Υποτίθεται ότι χωρίς τον σκοτεινό ρεαλισμό των ειδήσεων η χώρα ίσως υιοθετήσει ξανά την επικίνδυνη τάση να ωραιοποιεί τα προβλήματά της και να αισθάνεται απερίσκεπτα ικανοποιημένη με τον εαυτό της.

Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη τη λογική της συγκεκριμένης θέσης, έχουμε τουλάχιστον την ευκαιρία να σκεφτούμε πώς πρέπει να επιλέγουν το αντικείμενό τους οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί. Αντιμέτωποι με άπειρες δυνητικές ιστορίες, οφείλουν να επιλέξουν όσες απαντούν σε εκείνο που οι ίδιοι θεωρούν ως κυρίαρχη ανάγκη, της χώρας. Εκείνο που η χώρα χρειάζεται περισσότερο να ακούσει τη δεδομένη στιγμή -προκειμένου να αντισταθμίσει τις αδυναμίες της- οφείλει να καθορίζει τη διαδικασία επιλογής των ειδήσεων.

Η λογική αυτή δεν είναι άγνωστη στους σύγχρονους ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Προβληματική είναι η κρίση τους ως προς το ποια είναι στην πραγματικότητα η ανάγκη της χώρας. Οι περισσότερες χώρες όχι μόνο δεν θεωρούν ρόδινη την κατάσταση τους, όχι μόνο δεν είναι υπερβολικά εύπιστες ή ανόητα αισιόδοξες, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Βρίσκονται σε κίνδυνο για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που διαπιστώνουν έμμεσα τα μέσα ενημέρωσης. Υπονομεύουν τις ελπίδες τους μέσω του υπερβολικού φόβου, του άγχους και του ζόφου. Γνωρίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σωρεία των προβλημάτων τους, παρ’ όλ’ αυτά εμφανίζονται αποχαυνωτικά μικρές, ταπεινές και αδύναμες για να τα αντιμετωπίσουν. Δεν βλέπουν πώς μπορούν να υπερβούν την παρακμή, τις διαλυμένες σχέσεις, τους ανεξέλεγκτους εφήβους, το άγχος της κοινωνικής θέσης, της σωματικής αδυναμίας και της οικονομικής καταστροφής.

Και εδώ οι ειδήσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο: όχι με το να μας υπενθυμίζουν καθημερινά μόνο τις χειρότερες αποτυχίες της κοινωνίας, αλλά επίσης -κατά καιρούς- με το να διαπαιδαγωγούν και να καθοδηγούν τις ικανότητές μας για υπερηφάνεια, προσαρμοστικότητα και ελπίδα. Η εθνική παρακμή επισπεύδεται όχι μόνο, ούτε κατά κύριο λόγο, εξαιτίας της συναισθηματικής αισιοδοξίας, αλλά και από μία εκδοχή κλινικής κατάθλιψης προερχόμενης από τα μέσα ενημέρωσης.

Η αρχιτεκτονική μπορεί να προσφέρει ένα χρήσιμο παράδειγμα ως προς τον τρόπο με τον οποίο η περιστασιακή ανάδειξη του θετικού φέρνει χρήσιμα αποτελέσματα. Τα μέλη της ομάδας που ανέλαβε τον σχεδιασμό του ποδηλατοδρόμιου για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου το 2012 (περίπου μισό χιλιόμετρο από το Βόρειο Γούλιτς) αντιλαμβάνονταν πολύ καλά τις πολλές προκλήσεις που αντιμετώπιζε η Βρετανία -τους ταξικούς διαχωρισμούς και τις οικονομικές ανισότητες, τις εκπαιδευτικές αποτυχίες και τις στεγαστικές ελλείψεις, τα υψηλά ποσοστά διαλυμένων γάμων και τον εκφυλισμό στη συμπεριφορά και την ηθική-, όμως σε αυτή την περίπτωση αποφάσισαν να μη μείνουν σε αυτές.

Αντίθετα, επέλεξαν να δημιουργήσουν μία κατασκευή που εκφράζει εύγλωττα την ευγένεια, τον μοντερνισμό, την ταξική αρμονία και τη συμφιλίωση με τη φύση, ελπίζοντας ότι αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά ίσως ενισχυθούν γενικότερα στη χώρα μέσα από την αποτύπωσή τους σε ένα ποδηλατικό κέντρο από γυαλί, ατσάλι και κόκκινο κέδρο. Το κτίσμα αποτελούσε ύμνο στην κολακεία. Άφηνε να εννοηθεί ότι η χώρα κατείχε ήδη ορισμένες επιθυμητές αξίες που στην πραγματικότητα ήταν απλώς εκκολαπτόμενες ή περιοδικού χαρακτήρα.

Έχουμε συνηθίσει να σκεφτόμαστε την κολακεία ως συναισθηματική και επικίνδυνη, μία διαφυγή από την πραγματικότητα, όμως με αυτό τον τρόπο υποτιμάμε τη διαδικασία μορφοποίησης της πραγματικότητας. Όταν επαινούμε ένα παιδί για τις πρώτες ταπεινές του προσπάθειες να είναι ευγενικό (π.χ. όταν μοιράζεται ένα παιχνίδι με το παιδί κάποιου γείτονα) και το χαρακτηρίζουμε υπέροχο, το καθοδηγούμε να εξελιχθεί πέρα από το σημείο στο οποίο βρίσκεται εκείνη τη στιγμή. Ευελπιστούμε ότι μεγαλώνοντας θα καταλήξει να διαθέτει τα χαρακτηριστικά που, για να το κολακέψουμε, λέμε ότι έχει ήδη.

Στις ειδήσεις ισχύει ό,τι και στην αρχιτεκτονική. Παράλληλα με τη συνήθη επικέντρωσή τους στην καταστροφή και το κακό, οφείλουν να ανταποκρίνονται στον ζωτικό στόχο να φιλτράρουν και να συμπυκνώνουν κατά καιρούς ένα μέρος της ελπίδας που χρειάζεται μια χώρα για να πλοηγηθεί ανάμεσα από τις δυσκολίες της. Ενώ βοηθούν την κοινωνία αποκαλύπτοντας τα παραπτώματα και αντιμετωπίζοντας με ειλικρίνεια τα βάσανά της, οι ειδήσεις δεν πρέπει να αμελούν τον εξίσου σημαντικό ρόλο της δημιουργίας μιας πλασματικής κοινότητας που φαντάζει αρκετά καλή, ανεκτική και λογική ώστε να θέλουμε να συμβάλλουμε σε αυτήν.

Πρωταπριλιά: Γιατί λέμε όλοι ψέματα και πως καθιερώθηκε το έθιμο

Πρώτη Απριλίου σήμερα, ημέρα που συνηθίζεται να λέγονται καλοπροαίρετα ψέματα λόγω εθίμου. Η ιστορία λέει ότι τα ψέματα της Πρωταπριλιάς είναι ένα έθιμο που μας έχει έρθει από την Ευρώπη.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές σχετικά με τον τόπο και τον χρόνο που γεννήθηκε το έθιμο αυτό. Δύο από αυτές, όμως, είναι οι επικρατέστερες.

Η πρώτη εκδοχή

Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, το έθιμο ξεκίνησε από τους Κέλτες. Λαός της βορειοδυτικής Ευρώπης, οι Κέλτες, ήταν δεινοί ψαράδες. Η εποχή του ψαρέματος ξεκινούσε την 1η Απριλίου. Όσο καλοί ψαράδες όμως και να ήταν, την εποχή αυτή του χρόνου τα ψάρια πιάνονται δύσκολα. Έτσι και αυτοί, όπως προστάζει ο «κώδικας δεοντολογίας» των ψαράδων όλων των εποχών, έλεγαν ψέματα σχετικά με τα πόσα ψάρια είχαν πιάσει. Αυτή η συνήθεια, έγινε με το πέρασμα του χρόνου έθιμο.

Η γαλλική εκδοχή

Η δεύτερη εκδοχή, που θεωρείται και πιο βάσιμη ιστορικά, θέλει γενέτειρα του εθίμου την Γαλλία του 16ου αιώνα. Μέχρι το 1564 η πρωτοχρονιά των Γάλλων ήταν η «1η Απριλίου». Την χρονιά αυτή όμως, και επί βασιλείας Καρόλου του 9ου, αυτό άλλαξε και Πρωτοχρονιά θεωρούνταν πλέον η 1η Ιανουαρίου.

Στην αρχή αυτό δεν το δέχτηκαν όλοι οι πολίτες. Οι αντιδραστικοί συνέχιζαν να γιορτάζουν, την παλαιά πλέον, πρωτοχρονιά τους την 1η Απριλίου, ενώ οι υπόλοιποι τους έστελναν πρωτοχρονιάτικα δώρα για να τους κοροϊδέψουν. Το πείραγμα αυτό μετατράπηκε με τον καιρό σε έθιμο.

Το έθιμο στην Ελλάδα

Το έθιμο αυτό ήρθε και στην Ελλάδα και διαφοροποιήθηκε αποκτώντας μια ελληνική χροιά. Η βασική ιδέα βέβαια παρέμεινε ίδια. Λέμε αθώα ψέματα με σκοπό να ξεγελάσουμε το «θύμα» μας. Σε κάποιες περιοχές, θεωρούν ότι όποιος καταφέρει να ξεγελάσει τον άλλο, θα έχει την τύχη με το μέρος του όλη την υπόλοιπη χρονιά. Σε κάποιες άλλες πιστεύουν ότι ο «θύτης» θα έχει καλή σοδειά στις καλλιέργειες του. Επίσης το βρόχινο νερό της πρωταπριλιάς, θεωρούν μερικοί, ότι έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Όσο για το «θύμα», πιστεύεται ότι, σε αντίθεση με τον «θύτη», θα έχει γρουσουζιά τον υπόλοιπο χρόνο και πιθανότατα αν είναι παντρεμένος θα χήρεψει γρήγορα.

Σύμφωνα με τον Έλληνα λαογράφο Λουκάτο το έθιμο αυτό αποτελεί ένα σκόπιμο «ξεγέλασμα των βλαπτικών δυνάμεων που θα εμπόδιζαν την όποια παραγωγή» όπως είναι η αρχή του μήνα τόσο για τον Μάρτιο, όσο και τον Απρίλιο υποχρεώνοντας πολλούς να λαμβάνουν διάφορα «αντίμετρα» (αλεξίκανα μέτρα). Επίσης και ο Έλληνας λαογράφος Γ. Μέγας συμφωνεί πως η πρωταπριλιάτικη «ψευδολογία» παραπλανά ελλοχεύουσες δυνάμεις του κακού, έτσι ώστε να θεωρείται από τον λαό ως σημαντικός όρος μαγνητικής ενέργειας (έλξης ή αποτροπής) για μια επικείμενη επιτυχία.

Ένας τρισδιάστατος χάρτης των άστρων αποκαλύπτει το στρεβλωμένο σχήμα του Γαλαξία

Ο Γαλαξίας μας είναι στρεβλωμένος και φαίνεται να μοιάζει σαν λυγισμένο ‘πατατάκι’. Αυτό μας δείχνει ένας νέος 3-D χάρτης που φέρνει τη δονούμενη δομή του δίσκου του Γαλαξία σε καλύτερη προβολή, χάρη στις μετρήσεις των μεταβλητών άστρων, που ονομάζονται Κηφείδες, αναφέρουν επιστήμονες στο περιοδικό Science.  Ο Γαλαξίας εκτείνεται σχεδόν 2 εκατομμύρια έτη φωτός σε μήκος, περισσότερο από 15 φορές πιο πλατύς από τον φωτεινό σπειροειδή δίσκο του.
 
Ένας νέος χάρτης του Γαλαξία που έγινε με τη βοήθεια των Κηφειδών, αποκαλύπτει το στρεβλωμένο σχήμα του Γαλαξία. Σε αυτήν την εικόνα, αυτά τα αστέρια (πράσινα) επικαλύπτονται πάνω από μια εικόνα ενός άλλου στρεβλωμένου γαλαξία, του NGC 4565. Το εικονίδιο με το άστρο αριστερά δείχνει τον ήλιο μας. Τα φωτεινότερα χρώματα αντιπροσωπεύουν τους κηφείδες πιο κοντά στο στρεβλωμένο επίπεδο του Γαλαξία, που υποδεικνύεται από το πλέγμα

Οι τρισδιάστατες μετρήσεις του Γαλαξία απαιτούν μια εκτίμηση για το πόσο μακριά είναι τα αστέρια από τη Γη, συνήθως ένα θέμα που μέχρι τώρα περιείχε πολλές εικασίες. Αλλά σε αντίθεση με άλλα αστέρια, οι Κηφείδες μεταβάλλουν τη λαμπρότητα τους με την πάροδο του χρόνου, με έναν συγκεκριμένο τρόπο που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό της ακριβούς απόστασης από κάθε αστέρι.  Και οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν χιλιάδες τέτοια αστέρια για να εντοπίσουν τη δομή του γαλαξία μας.
 
Παρόλο που ο δίσκος του Γαλαξία συνήθως απεικονίζεται ως επίπεδος, προηγούμενες παρατηρήσεις είχαν αποκαλύψει ότι ο Γαλαξίας είναι καμπύλος στις άκρες του. Η νέα μελέτη δείχνει ότι ο Γαλαξίας είναι ακόμη πιο στρεβλωμένος από ό, τι νόμιζαν οι επιστήμονες, λέει η αστρονόμος Dorota Skowron του Αστρονομικού Παρατηρητηρίου του Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Εάν πάτε με ένα διαστημόπλοιο στο βαθύ χώρο και κοιτάξετε πίσω στον γαλαξία μας, λέει η Skowron, “θα μπορούσατε να δείτε με το μάτι ότι είναι στρεβλωμένος.
 
Η Skowron και οι συνεργάτες της έκαναν νέες παρατηρήσεις των Κηφειδών ως μέρος του πειράματος Optical Gravitational Lensing, ή OGLE. Ο συνδυασμός αυτών των μετρήσεων με τους προηγουμένους  μελετηθέντες Κεφείδες οδήγησε σε χάρτες 2.431 άστρων.  Οι Κηφείδες μεταβάλουν περιοδικά τη φωτεινότητα τους, που μας επιτρέπει έτσι να προσδιορίζουμε τις αποστάσεις τους.
 
Η ομάδα χρησιμοποίησε επίσης τις κανονικές μεταβολές της φωτεινότητας των Κηφείδων για να εκτιμήσει τις ηλικίες των άστρων. Οι νεότεροι Κηφείδες ευθυγραμμίζονται με τους τέσσερις κύριους σπειροειδείς βραχίονες του Γαλαξία, ενώ τα παλαιότερα αστέρια ήταν πιο διάσπαρτα, αποτέλεσμα της διασποράς τους με την πάροδο του χρόνου καθώς ο Γαλαξίας περιστρέφεται, όπως υποδηλώνει η προσομοίωση του υπολογιστή. Οι επιστήμονες μπόρεσαν να αναπαραστήσουν κατά προσέγγιση τις πραγματικές κατανομές των αστεριών, προσομοιώνοντας αστέρια που σχηματίζονται στους βραχίονες  του γαλαξία και εξαπλώνοντας με την πάροδο του χρόνου, βοηθώντας τους επιστήμονες να καταλάβουν πώς ο Γαλαξίας έφτασε να έχει την σημερινή του δομή.

Περί πρώτης εντυπώσεως

Περί πρώτης εντυπώσεως ο λαός πιστεύει διάφορα. Την αλήθεια όμως θα προσπαθήσω να φανερώσω στην εργασία αυτή για να διαπιστώσουμε αν πρέπει να την θεωρούμε ως κάτι καλό, αν αξίζει να έχει θέση στην καθημερινότητά μας. Οι περισσότεροι από εμάς, όταν έρθουμε σε στιγμιαία επαφή με έναν άνθρωπο που για πρώτη φορά συναντάμε, αναπόφευκτα σχηματίζουμε γνώμη για την νέα μας γνωριμία (αν υπήρξε λεκτική επικοινωνία) ή/και εικόνα (οπτική μόνο επαφή). Συνεπώς ο άνθρωπος κρίνει σε πρώτη φάση ένα αντικείμενο που αντιλαμβάνεται με βάση την πρώτη εντύπωση που είχε για αυτό, ή ορθότερα, με βάση την πρώτη εμπειρία. Πόσο σημαντική είναι για μας αυτή η πρώτη άποψη που σχετίζεται με έναν άλλον άνθρωπο, με το σκεπτικό ότι μπορούμε να τον γνωρίζουμε επαρκώς μέσω αυτής; Ποιός είναι ο μηχανισμός διατύπωσής της; Πρέπει να θεωρούμε την πρώτη ή τη νιοστή εντύπωση ως ακριβέστερη κι άρα πιο αληθινή;

Ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβάνεται το συνάνθρωπό του ως ένα υποκείμενο σταθερό που νομίζει πως γνωρίζει ή πως μπορεί εύκολα να γνωρίσει. Αν νομίζει πως δεν το γνωρίζει ή είναι απρόσιτο γνωστικά, του συμπεριφέρεται εχθρικά και με καχυποψία, ή γενικά αγνοεί την ύπαρξή του, αδιαφορεί. Υπάρχει και η περίπτωση όπου όταν οι συνθήκες χαρακτηρίζονται ως σχετικά ασφαλείς κάποιοι να θεωρούν αυτό το μυστήριο γοητευτικό. Αν σχηματίσει μια εικόνα για κάποιον, αυτή μένει τυπωμένη στη μνήμη και η συμπεριφορά απέναντί στο πρόσωπο αυτό τυποποιείται, γίνεται προκαθορισμένη και δεν επιτρέπει εύκολα την εισαγωγή νέων δεδομένων που ενδεχομένως θα την άλλαζαν. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί με το εξής σκεπτικό: Η περίπτωση συνεχόμενων εναλλαγών παραστάσεων επί ενός προσώπου δημιουργεί χάος στη συνείδηση και διασπά τη συνοχή της, ιδίως σε άτομα με περιορισμένη εγκεφαλική ανάπτυξη (βρέφη και παιδιά κυρίως). Κάθε αλλαγή είναι ανεπιθύμητη στον εαυτό μας, θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία του, την ηγεμονία του, το καθιστά ευμετάβλητο στο περιβάλλον χάνοντας κάθε επαφή και επιρροή επάνω σε αυτό. Έτσι, η σημασία που έχει σήμερα ο μηχανισμός αποτύπωσης της πρώτης εντύπωσης δικαιολογείται φυσικώς με τον τρόπο αυτό αφού δρα κι ως μηχανισμός άμυνας υπό ορισμένες συνθήκες. Αυτό όμως δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρέπει να ακολουθήσει μια δεύτερη εντύπωση, η οποία θα ελέγχεται από τον οργανισμό μας ώστε να εξασφαλισθεί η υγεία του (αν συμβιβάζεται εύκολα, τότε μπορεί να την αγνοήσει, αν είναι φιλαληθής, θα την λάβει υπόψη του, θετικά ή αρνητικά).

Η αλλαγή της στάσης ενός ανθρώπου απέναντι στον συνάνθρωπό του δεν είναι εφικτή στην περίπτωση που το άτομο-κριτής δεν σέβεται την προσωπικότητα των άλλων και την δική του βέβαια, όταν δεν είναι κανείς φίλος της αλήθειας και φιλόσοφος. Η προσωπικότητα, η ψυχή, δεν είναι κάτι το σταθερό, αλλά βρίσκεται σε συνεχή ροή. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε εμείς είναι η στιγμιαία προσωπικότητα που τυχαίνει κι εκδηλώνεται σε εμάς. Σε αυτή τη στιγμιαία προσωπικότητα οι περισσότεροι προσδίδουν σταθερότητα και διάρκεια. Το πρέπον θα ήταν το άτομο που επιδιώκει τη γνώση και σέβεται τον εαυτό του και του άλλους να ανανεώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα τις αντιλήψεις του, να είναι υπομονετικός, με κατανόηση και συμπόνοια απέναντι σε πρόσωπα και καταστάσεις. Αυτό θα ήταν το ιδανικό για όλους, για μια κοινωνία που θέλει πραγματικά να εξελιχθεί ως σύνολο μέσω της ατομικής καλλιέργειας και προόδου. Αν δεν αναγνωρίζεται η πρόοδος της μονάδας τότε το σύνολο πάντα θα μένει στάσιμο ή θα ακολουθεί την πορεία που χαράσσουν μικρές αλλά ισχυρές ομάδες συμφερόντων που μπορούν να προβάλλουν και να επιβάλλουν μονομερώς την ατομική τους ανέλιξη ως απρόσιτο αλλά καθολικά επιθυμητό πρότυπο.

Είναι απορίας άξιον πως οι άνθρωποι, ενώ είναι τόσο καλά πληροφορημένοι για όλα όσα αλλάζουνε στους ίδιους, επιβάλλουν στους φίλους τους την εικόνα που είχανε σχηματίσει για αυτούς. Κρίνουν με βάση αυτό που ήταν κάποτε, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου στο παρελθόν γνωρίζονταν καλά. Η πρώτη ή έστω οι πρώτες εντυπώσεις για ένα άτομο κυριαρχούν για μεγάλο χρονικό διάστημα αγνοώντας τα τελευταία δεδομένα που είναι αρκετά πιθανό να ανατρέπουν την παλιά «γνώση». Η άγνοια της αλλαγής έχει ως αποτέλεσμα την αποξένωση του μεταμορφωμένου προσώπου. Η ικανότητα της λησμονιάς, δηλαδή η ικανότητα της αναγνώρισης μεταβολών στους ανθρώπινους χαρακτήρες μέσω της υποβάθμισης των παλαιότερων χαρακτηριστικών, εντοπίζεται στους ιδιοφυείς και τους ευκολόπιστους: Οι πρώτοι γιατί ξεχωρίζουν το ουσιαστικό από το επουσιώδες και την παρουσία καλοσύνης από την απουσία της, ενώ οι δεύτεροι όντας ανεκτικοί δίνουν πάντα δεύτερες ευκαιρίες στους γύρω τους διαγράφοντας με ευκολία παρελθοντικά στοιχεία. Ένας λόγος που η μεταβολή προσωπικοτήτων μπορεί να μην γίνεται αισθητή από τους περισσότερους είναι ότι όταν αλλάζει ο διπλανός μου αλλάζω κι εγώ, κι επομένως ο ένας ως προς τον άλλον δεν κινείται (σχετική κίνηση). Σ’ αυτό συμβάλλει κι ο γρήγορος αγχωτικός ρυθμός της σημερινής ζωής μας που δεν μας δίνει περιθώρια να σκεφτούμε για τον εαυτό μας, πόσο μάλλον να αναθεωρήσουμε κάποιες απόψεις για το περιβάλλον μας.

Όποια κι αν είναι τα αίτια της απουσίας της αλληλογνωσίας, το γεγονός είναι ότι το πρόβλημα παραμένει. Η κοινωνία μας χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμπιστοσύνης, κατανόησης, σεβασμού κι υπομονής. Μέχρι και η σκέψη αρχίζει να εξαλείφεται και τη θέση της να καταλαμβάνουν αυτοματοποιημένες ενέργειες, οι οποίες μόνο από φυσικά ένστικτα δεν προέρχονται. Μια από τις αυτόματες αυτές ενέργειες που κατήργησε κάθε κριτική σκέψη είναι η εφαρμογή και χρήση συνόλων προτύπων συμπεριφοράς, τα οποία η κοινωνία δημιούργησε, αναγνωρίζει κι επιβάλλει, μερικές φορές και με την βία. Μη συμμόρφωση με αυτά τα πρότυπα χαρακτηρίζεται ως ανωμαλία, ο παραβάτης αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος και αποστέλλεται στο περιθώριο. Ελευθερία, γνώμη και γνώση ανήκουν στο παρωχημένο κι οπισθοδρομικό παρελθόν. Έχουμε δηλαδή μια τυποποίηση της ανθρώπινης συνείδησης και προσωπικότητας. Δεν υπάρχει διάπλαση της ψυχής, δεν υπάρχει εκπαίδευση, δεν υπάρχει εξέλιξη, δεν υπάρχει Μεταμόρφωση. Δεχόμαστε ως αλήθεια αυτό που μας παρουσιάζουν ότι είναι σωστό, αυτό που είναι σωστό επειδή έτσι πρέπει. Η φυσική Λογική, η λογική των αισθήσεων, έχει καταργηθεί και τη θέση της ανέλαβε η «νέα Λογική» καθορισμένη βάσει τεχνητών προτύπων. Δικαίωμα στην ελευθερία δεν έχουμε πλέον αφού βρισκόμαστε ήδη στην βέλτιστη δυνατή θέση, δεν υπάρχει λόγος αναζήτησης κάποιας άλλης οδού προς την ευδαιμονία, την αρετή, τον Παράδεισο κ.τ.λ. Βρισκόμαστε στο άριστο τέλος (αριστο-τέλειο), έχει εκπληρωθεί ο σκοπός μας και δεν χρειαζόμαστε πλέον την ελευθερία ώστε να εντοπίσουμε κάτι ευγενέστερο. Καταλήξαμε λοιπόν σε μια κοινωνία όπου οι περισσότεροι (μάζα) θέλουν να μιμηθούν προσωπεία άλλων, τους οποίους ουδέποτε γνώρισαν, προκειμένου να γίνουν αρεστοί στο πλήθος, να αφομοιωθούν με αυτό, να νιώσουν την ασφάλεια που προσφέρει, να αισθανθούν ότι ανήκουν κάπου, κι ότι διάλεξαν τον σωστό δρόμο μόνο και μόνο επειδή αυτόν διάλεξε η πλειοψηφία (όπως πράττει η δικτατορική πλειοψηφία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας). Επειδή χαρακτηριστικό της προτυπολατρείας είναι η σταθερότητα, η αναγνωρισιμότητα, η διαφάνεια και η διάρκεια, ο πιστός της είναι έμπιστο άτομο στην κοινωνία, γιατί ο χαρακτήρας του είναι ήδη γνωστός. Ο πιστός αυτός δεν εμπνέει κανέναν κίνδυνο, απέναντί του νιώθουμε ασφάλεια, σιγουριά, νιώθουμε σαν να τον ξέρουμε από χρόνια, κι όλα αυτά γιατί η συμπεριφορά του είναι πλέον τυποποιημένη και άρα άμεσα προβλέψιμη. Τα πρότυπα αποτελούν το ευαγγέλιο των πιστών της «πρώτης εντύπωσης»: Τους λένε πως να ζήσουν, τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν, τους παρέχουν την ιδέα μιας μελλοντικής αμοιβής, είναι αλάνθαστα, αποτελούν μέρος της παράδοσης, είναι άγνωστο ποιός τα καθιέρωσε αρχικά και κρύβουν υπόνοιες για θεϊκή προέλευση.

Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε καλά τον διπλανό μας, γιατί τότε γνωρίζουμε καλύτερα και τον εαυτό μας, η αλληλογνωσία οδηγεί στην αυτογνωσία. Όταν διαλέγεσαι με κάποιον κι εσύ μαθαίνεις καλύτερα τον εαυτό σου κι αυτός τον δικό του, κι εσύ τον μαθαίνεις καλύτερα κι αυτός εσένα. Μια από τις μεθόδους που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας για να αποκτά γνώσεις είναι η σύγκριση: Βλέποντας χαρακτήρες, συμπεριφορές και καταστάσεις στο περιβάλλον του, ο άνθρωπος προσπαθεί αρκετές φορές να τα ερμηνεύσει βάσει του εαυτού του, κατά πόσο αντιστοιχούν στον ίδιο και στις εμπειρίες του. Με τη σύγκριση αυτή διαπιστώνονται κοινά και διαφορετικά στοιχεία, τα οποία όπως κι αν θεωρηθούν μας οδηγούν στην αυτογνωσία. Για παράδειγμα, η ουρά ενός σκυλιού. Βλέποντας το σκυλί να έχει ουρά κι εμείς να μην έχουμε, μπορούμε μέσω της αντίθεσης αυτής να ορίσουμε ακόμα ακριβέστερα το σκυλί και εμάς, κι αφού γίνει αυτό, τις μεταξύ μας διαφορές. Το ίδιο ισχύει και με τις ομοιότητες: Το σκυλί έχει μάτια όπως εμείς κι επομένως αυτό δεν είναι διακριτό χαρακτηριστικό.

Μια από τις χρησιμότητες, και ίσως η μόνη πρακτική, της «πρώτης εντύπωσης», εκείνης δηλαδή που αυτοαποκαλείται αλήθεια από μόνη της, είναι ότι προσπαθεί να μας αποτρέψει από μια ανεπιθύμητη επιλογή: Σε μια πρώτη επαφή με ένα νέο πρόσωπο ή αντικείμενο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα για αυτό, έχουμε έλλειψη πληροφόρησης ενώ δεν ξέρουμε και τι γνωρίζει αυτό για μας. Υπάρχει επομένως ασύμμετρη πληροφόρηση. Την ασυμμετρία αυτή προσπαθούν να αναπληρώσουν οι πληροφορίες της πρώτης εντύπωσης. Σχηματίζοντας μια τέτοια εντύπωση «ασφαλιζόμαστε» μερικώς απέναντι στον «αντισυμβαλλόμενό» μας και είμαστε σε καλύτερη θέση για να λάβουμε ορθές αποφάσεις και να δράσουμε κατάλληλα. Υπάρχει όμως και η άλλη περίπτωση όπου κάποιος γνωρίζοντας την απήχηση της πρώτης εντύπωσης προσπαθεί να δημιουργήσει μια τεχνητή εικόνα του εαυτού του ώστε να επιρρεάσει κατά το συμφέρον του τη κρίση του άλλου, του ευκολόπιστου που είναι υπέρ των πρώτων εντυπώσεων.

Όπως κάθε δημιούργημα και γνώση του ανθρώπου, έτσι και η γνώση του μηχανισμού παραγωγής των πρώτων εντυπώσεων και γενικά των εντυπώσεων (προϊόντα της αντίληψης) συνοδεύεται από ηθικό κίνδυνο: Ποιός γνωρίζει, τι γνωρίζει, πως γνωρίζει, για ποιό σκοπό γνωρίζει. Η ανθρώπινη ψυχή είναι ευάλωτη σε ενδεχόμενες κακοβουλίες, αφού λίγοι είναι σήμερα εκείνοι που φροντίζουν για την ψυχική υγεία τους με τον ίδιο βαθμό που φροντίζουν το σώμα τους (αν βέβαια το κάνουν κι αυτό), πρόβλημα βέβαια πανάρχαιο. Ένα παράδειγμα εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο με τη χρήση της γνώσης περί των πρώτων εντυπώσεων είναι η «επιστήμη» του μάρκετινγκ: Μελετάει την ανθρώπινη συμπεριφορά προσπαθώντας να εντοπίσει κοινά μοτίβα στους ανθρώπους και στη συνέχεια να προωθήσει μαζικώς τα προϊόντα των βιομηχανιών που είναι σχεδιασμένα βάσει των συμπεριφορών, των συνηθειών και των αναγκών των καταναλωτών, τις οποίες σε μεγάλο βαθμό τις διαμορφώνουν οι ίδιοι: Τέτοια είναι η δύναμή τους. Παρόμοιες τεχνικές χρησιμοποιούνται για τη χειραγώγηση μαζών και τη δημιουργία τάσεων (μόδας) στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Η καλύτερη αντεπίθεση σε τέτοιες πρωτόγονες πρακτικές είναι η άμυνα που μας παρέχει μια ανθεκτική και συνεκτική συνείδηση που είναι ατομικά καλλιεργημένη και δεν επιδέχεται μαζοποίησης.

Η εγκυρότητα που προσδίδεται από την κοινωνία στην «πρώτη εντύπωση» ως αντιπροσωπευτικό δείγμα (στις κοινωνικές «επιστήμες» το δείγμα είναι ένας από τους εχθρούς της αλήθειας) του χαρακτήρα κάποιου, αναγκάζει εμάς τους υπολοίπους να επιδίωκουμε το σχηματισμό μιας θετικής πρώτης εντύπωσης στους άλλους, γεγονός που μας προκαλεί άγχος, ανασφάλεια και μας οδηγεί στη χρήση αθέμιτων και παραπλανητικών τεχνικών, όπως η μίμηση ενός προτύπου και γενικά η υποκρισία. Ο κάθε άνθρωπος είναι ξεχωριστός, κάθε ομοιότητα είναι επιφανειακή και τυχαία, δεν είναι φυσιολογική η προτυποποίηση. Η επιδίωξη αυτή εν μέρει δικαιολογημένα σε αναγκάζει να κρύβεις τις σκέψεις σου σε ορισμένους κύκλους, γιατί ξέρεις ότι θα έρθουν σε σύγκρουση με τις προκαταλήψεις και τη βλακεία των άλλων. Όμως η κουραστική προσπάθεια απόκρυψης σε συνδυασμό με την βαθειά ειλικρίνεια ενός ατόμου το οδηγούν στην ανάγκη της πραγματικής επικοινωνίας με το περιβάλλον του, όπως ένας καλλιτέχνης, αφού δημιουργήσει το έργο του, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα αισθάνεται την ανάγκη να το φανερώσει στον λοιπό κόσμο, δίνοντας πλέον μικρότερη βαρύτητα σε επικρίσεις. Αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες ελευθερίες που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος, η απαλλαγή από το «τι θα πει ο κόσμος;». Αυτά που φαίνονται μπορούμε εύκολα να τα τροποποιούμε και να τα παρουσιάσουμε όπως κι όταν εμείς θέλουμε και συνεπώς ο αθέατος εαυτός μας είναι εκείνος που πρέπει να μας ορίζει, το αντικείμενο εξέτασης. Γι’ αυτό πρέπει να μειώσουμε σταδιακά την εξάρτησή μας από τις πρώτες εντυπώσεις, να αξιοποιήσουμε και να εξυψώσουμε τις πνευματικές δυνατότητες της κοινωνίας μας που πηγάζουν βέβαια από τα άτομα, να οριοθετήσουμε ως εξής την ύπαρξή μας:

«Δεν είμαστε ό,τι είμαστε, κι ούτε συμπεριφερόμαστε κι ούτε εκτιμάμε ο ένας τον άλλον για αυτό που είμαστε, αλλά για εκείνο που είμαστε ικανοί να είμαστε».
Thoreau (Θορώ)

Σε παρόμοιο ύφος είναι και ο αφορισμός του Γκαίτε:

«Αν συμπεριφέρεστε στους διπλανούς σας έτσι όπως τους αξίζει, θα τους κάνετε χειρότερους. Αν όμως συμπεριφέρεστε σαν να είναι καλύτεροι απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, τότε τους κάνετε καλύτερους».

Και στον σαιξπηρικό Άμλετ εντοπίζεται παρόμοια προτροπή, όταν έχει καταφθάσει στο παλάτι ένας θίασος που επρόκειτο να φιλοξενηθεί εκεί:

«Πολώνιος: Κύριέ μου, θα τους μεταχειριστώ κατά την αξία τους.
Άμλετ: Προς Θεού, άνθρωπε, πολύ καλύτερα! Αν μεταχειριζόμαστε καθέναν κατά την αξία του, ποιος θα γλίτωνε το ξύλο; Να τους μεταχειριστείς κατά τη δική σου την τιμή κι αξιοπρέπεια˙ όσο αυτοί λιγότερο το αξίζουν, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει η καλοσύνη σου. Πάρ’ τους μέσα».


Η πρώτη εντύπωση σχετίζεται άμεσα με τις αισθήσεις, αυτές την διαμορφώνουν. Για να περιοριστεί η βαρύτητα της πρώτης εντύπωσης θα πρέπει να αυξηθεί ακόμα περισσότερο εκείνη των αισθήσεων, να αναγνωρίσουμε την μεταβλητότητα των μηνυμάτων που αυτές δέχονται και γενικότερα το ότι η φύση εξελίσσεται. Στην περίπτωση των διαπροσωπικών σχέσεων, τα άτομα που λένε πως ξέρουν κάποιον, με την έννοια ότι απλώς ξέρουν το όνομά του και τον έχουν ακούσει να διατυπώνει απλές κρίσεις, τον έχουν ταυτίσει με αυτό, το οποίο είναι ένα τίποτα, ένα κοινό όνομα, ένα συνηθισμένο, γενικό, προσδιοριστικό ουσιαστικό. Αυτή η πρώτη τους εντύπωση όμως φαίνεται ότι δύσκολα ξεχνιέται. Πρέπει επομένως να μείνουν εκτεθειμένοι στο χαρακτήρα του για μεγάλο διάστημα ώστε να σχηματιστεί μια νέα «πρώτη εντύπωση» που θα είναι πρωτόγνωρη και θα επισκιάσει την προηγούμενη για εκείνον, εκείνη που τον θεωρούσε ως ένα τίποτα. Η νέα αυτή γνώμη δεν θα έχει απλώς ως αντικείμενό της τις πράξεις και τα λόγια του, αλλά τον μηχανισμό που τα παράγει κι επομένως θα καθιστάται δυνατή και η πρόβλεψη της συμπεριφοράς του. Τότε μόνο μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι ξέρει κάποιον. Έστω ένα υποθετικό άτομο, ο Γεώργιος. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η πρώτη «πρώτη εντύπωση» ήταν για τον «Γεώργιο», ενώ η νέα για τον «νέο Γεώργιο», αφού έχει πραγματοποιηθεί μια μεταμόρφωση, μια αλλαγή του υποκειμένου, έχει αλλάξει το πρόσωπο, δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για το ίδιο άτομο. Το όνομα «Γεώργιος» δεν δηλώνει τίποτα πλέον, είναι κενού περιεχομένου, ένα ψευδές και παραπλανητικό όνομα που προσδιορίζει κάτι το τελείως διαφορετικό από αυτό που υποτίθεται πως ορίζει. Πηγή της μεταβολής είναι η λήψη περισσότερων ερεθισμάτων, δηλαδή πληροφοριών, κι άρα η αυξημένη λειτουργία των αισθήσεών μας.

Η διαδικασία αυτή της μεταμόρφωσης όμως είναι επίπονη και μπορεί να πραγματοποιηθεί απέναντι σε πρόσωπα τα οποία ναι μεν δεν μας γνωρίζουν καλά, αλλά τους έχουμε μια σχετική εμπιστοσύνη και δεν απαιτούμε τίποτα από αυτούς, ενώ εμείς τους προσφέρουμε τα πάντα με μοναδικό κέρδος το τελικό έπαθλο, την ατομική αρετή που θα οδηγήσει στην αρετή και τους συνανθρώπους μας. Κι αυτό γιατί τότε θα μπορούμε να αρθρώσουμε λόγο χωρίς να φοβόμαστε ούτε την προκατάληψη που μια αρνητική «πρώτη εντύπωση» προκαλεί (δεν μας ξέρουν, δεν τους ξέρουμε, δεν υπάρχει εκ των προτέρων σχέση με αυτούς), αλλά ούτε και την κατηγορία της ασυνέχειας του λόγου μας (φράσεις του τύπου «Άλλα μας έλεγες χθες, άλλα σήμερα» δεν υφίστανται). Επομένως, αν νομίζουμε πως μπορούμε να δημιουργήσουμε μια φιλία με έναν συνάνθρωπό μας μέσω του λόγου και της ειλικρινούς επικοινωνίας, τότε πιο εύκολα μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με έναν άγνωστο. Αυτό δεν ισχύει βέβαια στην περίπτωση που δεν μας νοιάζει το τι λέει ο κόσμος για εμάς, στο στάδιο εκείνο δηλαδή όπου δεν μας ενδιαφέρει αν θα μας αποκαλέσουν τρελούς, γιατί έτσι θα μας αποκαλέσουν αφού πίσω από την τρέλα αυτή κρύβεται η διαφορετικότητα, η ατομική βομβά που απειλή την μάζα.

Σχετικά με την ονοματοθεσία των ανθρώπων, αλλά και την κατηγοριοποίηση/ταμπελοποίηση (προϊόν της «πρώτης εντύπωσης») των ανθρώπων που είναι κι αυτή μια μορφή ονοματοθεσίας, όπου αναδύθηκε ένα ακόμη πρόβλημα, αναφέρω τα εξής λίγα. Το όνομα που δόθηκε στο κάθε άτομο στη βρεφική του ηλικία (κατά τη βάπτισή του στους χριστιανούς) είναι προϊόν αυθαιρεσίας που νομιμοποιείται ως απόδοση τιμής στον εκάστοτε άγιο ή ιστορικό πρόσωπο ή πρόγονό του. Καταντά έτσι μια γενική έννοια που δεν προκύπτει καν από κάποια αφαιρετική διαδικασία, αφού δεν καταλήγει σε κάποια συγκεκριμένη ιδιότητα, είναι μια απλή λέξη που δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Δεν εκφράζουν πράγμα ή κατάσταση, είναι μια απλή εκφορά ενός συνδυασμού γραμμάτων μέσω της γλώσσας, και αποτελούν μέρος της κληρονομιάς κάθε οικογένειας. Το όνομα «Γεώργιος» δεν φέρει καμιά ιδιότητα, είναι ένα απλό και διαδεδομένο όνομα που ο καθένας μπορεί να αποκαλεστεί έτσι χωρίς να πληρεί κάποιες φυσικές ή πνευματικές προϋποθέσεις. Υποθέτωντας πως η ρίζα του ονόματος «Γεώργιος» είναι η γεωργία (γη + έργο) και αποκαλώντας με το όνομα αυτό κάποιον που ζει στην πόλη και εργάζεται σε ένα γραφείο, οδηγούμαστε σε πλάνη.

Αυτές τις χωρίς περιεχόμενο έννοιες απέρριπταν και απέφευγαν οι νομιναλιστές (νομιναλισμός-ονοματοκρατία, λατινικό nomen=όνομα) που πίστευαν στην ύπαρξη μόνο ξεχωριστών αντικειμένων τα οποία δεν επιδέχονται γενίκευσης. Μια αυστηρή υιοθέτηση του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος του Μεσαίωνα θα μας ανάγκαζε να δίνουμε τα ονόματα στους ανθρώπους βάσει κάποιων διακριτικών χαρακτηριστικών τους που θα εντοπίζονταν από μελέτη της προσωπικότητας τους και θα τους καθιστούσε αναγνωρίσιμους και ξεχωριστούς, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό ώστε να μην παρατηρείται το σημερινό χάος με τα ονόματα τα οποία ανακυκλώνονται τόσο μέσα στο σόι του κάθε ατόμου (ίδια ονόματα και επίθετα) αλλά και στην ευρύτερη κοινωνία. Το φαινόμενο της ονοματοθέτησης των νεογνών με βάση το όνομα του παππού τους που παρατηρείται στη χώρα μας, υπό προϋποθέσεις μπορεί να δημιουργήσει αρκετά μπερδέματα. Αν για παράδειγμα ο πρωτότοκος γιος παίρνει το όνομα του πατέρα του πατέρα του, τότε ανά δύο γενιές θα εμφανίζεται εναλλάξ πρόσωπο με το ίδιο όνομα, πατρώνυμο και επίθετο, γεγονός που θα περιπλέκει την δική τους αλλά και τη δική μας μνήμη. Απ’ την άλλη μεριά όμως η γενίκευση αυτή των ονομάτων μας διευκολύνει, αφού διαφορετικά θα έπρεπε να δώσουμε διαφορετικό όνομα για κάθε άνθρωπο, καθιστώντας έτσι αδύνατη την υπό συνθήκες ευρείας παγκοσμιοποίησης μεταξύ μας επικοινωνία όταν ο παγκόσμιος πληθυσμός ανέρχεται σε δισεκατομμύρια. Σε παλιότερες εποχές, για παράδειγμα στην Αρχαία Ελλάδα, τα ονόματα είχαν περιεχόμενο, ή απλώς ήταν πρωτότυπα, αλλά ο ελάχιστος πληθυσμός που είχε μικρό προσδόκιμο μέσο όρο ζωής (σε σχέση με σήμερα) εξ αιτίας πολέμων και ασθενειών, και οι σχετικά κλειστές κοινωνίες των πόλεων κρατών, έδιναν τη δυνατότητα στους Έλληνες να δίνουν προσωπικά ονόματα στα παιδιά τους, των οποίων η σημασία (ετυμολογία) ήταν σχετική με το χαρακτήρα του υποκειμένου (τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, ενώ υπήρχε και τότε κάποιος βαθμός ανακύκλωσης των ονομάτων). Μια λύση είναι η απόκτηση κατά την ενηλικίωση (ουσιαστική ένταξη στη κοινωνία) ενός μεσαίου ονόματος έτσι ώστε ο τριπλός ονοματικός συνδυασμός (επίθετο, βαπτιστικό και μεσαίο όνομα) θα είναι μοναδικός σε κάθε άτομο και θα το προσδιορίζει με μεγαλύτερη ακρίβεια. Ο κάθε ελεύθερος άνθρωπος έχει το δικαίωμα να προσδιορίζει τον ίδιο του εαυτό και συνεπώς να αυτοονοματοδοτείται και να ορίζει τη ταυτότητα και θέση του στη κοινωνία. Εδώ μπαίνει όμως και το διαχρονικό ερώτημα του αν είναι δυνατή η πλήρης γνώση του ανθρώπου εξ αιτίας της υποκειμενικότητάς της (άνθρωπος κρίνει άνθρωπο).

Μια αξιομνημόνευτη έκφανση της πρώτη εντύπωσης είναι ο έρωτας με την πρώτη ματιά, τον οποίο θα χαρακτήριζα ως ματαιόδοξο έρωτα γιατί προέρχεται από παράγοντες σχετικούς με την εξωτερική εμφάνιση που αγνοούν την πνευματική καλλιέργεια. Σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητούμε την ευχαρίστηση που προκαλεί η θέα ενός ωραίου σώματος, αλλά όπως λέει κι ένας επικούρειος: «Εγώ τουλάχιστον δε γνωρίζω πώς να κατανοήσω το αγαθό, αν αφαιρέσω τις γευστικές ηδονές, τις ερωτικές και τις ηδονές της ακοής κι αν αφαιρέσω, τέλος, τις ευχάριστες κινήσεις που γεννά στην όραση μια ωραία μορφή», αλλά δεν πρέπει να αρκούμαστε μονάχα σε ξαφνιάσματα της στιγμής όταν μιλάμε για έρωτα κι όχι για μια απλή σεξουαλική σχέση. Ο «έρωτας» αυτός παράγεται από οπτικά ερεθίσματα, από τον θαυμασμό προς την ομορφιά ενός ατόμου του αντίθετου φύλου, αποτελεί φυσική έλξη. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, επειδή η μορφή αυτή του έρωτα αγνοεί το τι υπάρχει μέσα στον κάθε άνθρωπο (μερικοί άνθρωποι κρύβουν μέσα τους ολόκληρα ζώα και ζωύφια, από βόδια μέχρι σκουλήκια), η πηγή του ερωτικού συναισθήματος (το σώμα) είναι καθολικά αποδεκτή (δύσκολα ερωτεύεσαι μια άσχημη γυναίκα με την πρώτη ματιά). Η καθολικότητα αυτή προσδίδει στο ωραίο σώμα μια βεβαιότητα αποδοχής από το αντίθετο φύλο, το καθιστά μονάχα ένα (εφήμερο) ξάφνιασμα, μια δύναμη αυτοεπιβεβαίωσης που δύσκολα μπορεί να απορρίψει κανείς κι η οποία σε κατακτά χωρίς αντίσταση. Δεν υπάρχει απόπειρα σαγήνης, δεν απαιτείται προσπάθεια για να προκαλέσεις ερωτικά συναισθήματα, το σώμα σου μιλάει από μόνο του, είναι αυθύπαρκτο και δρα αυτοβούλως ανεξάρτητα από την συναισθηματική σου κατάσταση και διάθεση. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι στην περίπτωση αυτή το αρχικό ξάφνιασμα καταλήγει σε μια βεβαιότητα και η σεμνότητα που μπορεί αρχικά να προκάλεσε σε ματαιοδοξία. Η ματαιοδοξία έγκειται στο ότι μέρος της ευχαρίστησης από τον έρωτα αυτόν προέρχεται από τις κοινές εμφανίσεις του ζευγαριού όπου έκαστο άτομο του κεραυνοβολημένου ζευγαριού αισθάνεται ευχαρίστηση που βρίσκεται πλάι σε ένα όμορφο σώμα πάνω στο οποίο ασκεί εξουσία και το ελέγχει. Επειδή δεν κατανοώ το γυναικείο μυαλό, ο άνδρας θα μπορούσε να σκέφτεται ως εξής: «Αφού εγώ την ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα, το ίδιο θα συμβαίνει ή συνέβαινε και στους υπόλοιπους, αλλά τώρα είναι δικιά μου, τους πρόλαβα». Δημιουργείται έτσι κλίμα αντιζηλίας όπου οι επίδοξοι εραστές ανταγωνίζονται για ένα έπαθλο που όμως δεν είναι αντικείμενο αλλά άνθρωπος. Ο κεραυνοβόλος έρωτας χαρακτηρίζεται από υπέρμετρο αυθορμητισμό και απερισκεψία κι επομένως μπορεί να διερευνηθεί η ρεαλιστικότητά του μέσω της εκτεταμένης επικοινωνίας για να διαπιστωθεί τελικά αν πρόκειται για πραγματικό έρωτα ή αισθησιακό ξάφνιασμα. Όπως έλεγε και ο Επίκουρος: «Αν αφαιρέσουμε την όψη, την επικοινωνία και την επαφή, σβήνει το ερωτικό πάθος», δηλαδή συστατικά του έρωτα είναι η εικόνα/μορφή/όψη, η επικοινωνία, και η επαφή, τα οποία πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη σχέση κάποιων για να θεωρούνται ερωτευμένοι. Κάποιοι συνάνθρωποι μας λοιπόν είναι καμωμένοι για κεραυνοβόλο έρωτα, κάποιοι άλλοι για πιο ουσιαστικές μορφές έρωτα, μα όλοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους, γιατί ο έρωτας πάνω απ’ όλα είναι ελευθερία.

Ας εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ του κεραυνοβόλου έρωτα και του προβλήματος της ανεπιθύμητης επιλογής. Επειδή δεν γνωρίζουμε προσωρινά τη γυναίκα που μας ενδιαφέρει (βέβαια δεν είναι σίγουρο ότι υπάρχει πράγματι τέτοια γνώση) χρησιμοποιούμε την πληροφόρηση της πρώτης εντύπωσης: «Δεν ξέρω αν είναι γυναίκα που αξίζει ως άνθρωπος, σκοπεύω να το μάθω. Αν όμως αποδειχθεί κατώτερη των προσδοκιών μου, τουλάχιστον η εξωτερική της εμφάνιση θα με ανταμείψει». Άρα στην περίπτωση αυτή η πιθανότητα της ανεπιθύμητης επιλογής μειώνεται δραματικά, αφού ανεξάρτητα από την άβυσσο της ψυχής της η αξία της εξωτερικής εμφάνισης είναι ήδη γνωστή κι αποδεκτή. Άρα ο κεραυνοβόλος έρωτας έχει τα πλεονεκτήματά του αρκεί να είμαστε γνώστες της καταστάσεως στην οποία βρισκόμαστε.

Όλα αυτά αναφέρονται για κινήσεις που γίνονται σε σύντομα χρονικά διαστήματα, όμως αφού δεν υπάρχει ουσιαστική πίεση χρόνου, ως πηγή πληροφόρησης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο διάλογος (επικοινωνία) κι όχι η μεροληπτική και βιαστική πρώτη εντύπωση. Δεν υπάρχει ανάγκη γρήγορης «κατάρτισης σύμβασης» με τον συνάνθρωπό μας. Μπορούμε να του αφιερώσουμε λίγο από το χρόνο μας ώστε να αποκτήσουμε έναν νέο φίλο που δεν θα αποτελεί ανεπιθύμητη επιλογή, ανεξαρτήτως του τι είναι. Μια τέτοια είδους επιλογή εμφανίζεται μόνο όταν δεν κάνουμε σωστή χρήση του χρόνου (π.χ. κεραυνοβόλος έρωτας) και του χρήματος (π.χ. μια αγορά ενός προϊόντος που δεν είμαστε σίγουροι για την αντιστοιχία τιμής-ποιότητας).

Για να κατανοήσουμε εις βάθος το φαινόμενο της πρώτης εντύπωσης θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα από μια ψυχολογική σκοπιά. Ο άνθρωπος, όπως και οι υπόλοιποι οργανισμοί στη γη, έχει έμφυτη τη τάση για τη διατήρηση του είδους του, τόσο μέσω της διαιώνισής του όσο και μέσω της επιβίωσής του. Αυτά τα ένστικτα (ένστικτο είναι μια έμφυτη γνώση για την ικανοποίηση μιας έντονης τάσης που αισθανόμαστε ως προς κάτι, το οποίο συνοδεύεται από τις ανάλογες μηχανικές και περίπλοκες κινήσεις που δεν πηγάζουν από την εμπειρία, και χρησιμεύει ως υποστηρικτικός μηχανισμός επιβίωσης όταν δεν υπάρχει πλήρης σωματική και ψυχική ανάπτυξη, ενώ όταν υπάρχει αυτήν ο ρόλος της υποβαθμίζεται από την διάνοια) θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούν από μόνα τους πηγή αισιοδοξίας γιατί εκφράζουν θέληση για ζωή και αυτή με τη σειρά της μας προδιαθέτει θετικά απέναντι σε μια νέα εντύπωση, γιατί, εφόσον θέλουμε να ζούμε, θα έχουμε αναπόφευκτα συνεχώς νέες εμπειρίες. Για αυτό κι ο Αριστοτέλης λέει ότι όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τους επιθυμούν τη γνώση. Η υπόθεση περί εκ φύσεως αισιοδοξία υποστηρίζεται κι απ’ το γεγονός ότι και τα ζώα αγαπούν τη ζωή και δεν αυτοκτονούν (εξαιρείται ο σκορπιός κι ο άνθρωπος). Έτσι, και οι δύο λέξεις, ζωή και ζώα, είναι πανομοιότυπες, κι όποιος άνθρωπος αρνείται τη ζωική του προέλευση αρνείται την ίδια τη ζωή. Η προαναφερθείσα προδιάθεση μπορεί να ενισχυθεί και με την σύμφυτη τάση του στοιχειωδώς σκεπτόμενου ανθρώπου να αγαπά κι όχι να μισεί. Ένα περιβάλλον όμως που χαρακτηρίζεται αφιλόξενο από ένα άτομο είναι λογικό να ενεργοποιήσει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό τα πρωτόγονα ένστικτα της επιβίωσης με αποτέλεσμα να βλέπει γύρω του εχθρούς κι όχι συνοδοιπόρους. Το συμπέρασμα είναι ότι μια πρώτη εντύπωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαφορετικά, αναλόγως των περιστάσεων, και γι’ αυτό εμείς θα πρέπει να φροντίζουμε για την εγκαθίδρυση υγιών συνθηκών διαβίωσης όπου θα περιορίζεται αυτόματα η αρνητική επίδρασή της.

Για να δημιουργηθεί κάποιο συναίσθημα στον οργανισμό μας θα πρέπει αυτός να δεχτεί μια ισχυρή εντύπωση (μεγάλης διάρκειας κι έντασης), η οποία θα μας συγκινήσει ευχάριστα ή δυσάρεστα και θα σχηματίσει στην αντίληψή μας μια σχετική παράσταση (εικόνα). Συνεπώς, πηγή των συναισθημάτων είναι οι εντυπώσεις, των εντυπώσεων τα αισθήματα, και κάθε εντύπωση που ανακαλούμε μέσω της παράστασής της συνοδεύεται από το συναίσθημα που αυτή προκάλεσε. Με το σκεπτικό αυτό, αν θέλουμε να επηρεάσουμε συναισθηματικά κάποιον, πρέπει να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες εντυπώσεις ή να τον οδηγήσουμε συνειρμικά στην ανάκτησή τους. Ένας βομβαρδισμός ποικίλων εντυπώσεων είναι δυνατόν να προκαλέσει συναισθηματικές διακυμάνσεις υπέρ του επιτιθέμενου καθιστώντας έτσι επιζήμια για μας την εκμετάλλευση του μηχανισμού σχηματισμού εντυπώσεων μας από εξωτερικό παράγοντα.

Η ικανότητα σχηματισμού παραστάσεων εξαρτάται από την εποπτεία, από την ικανότητα δηλαδή των αισθήσεων να συλλαμβάνουν νέες εντυπώσεις, και τις ικανότητες του νου να τις αποθηκεύει στη μνήμη, να τις συσχετίζει και τέλος να τις ανακτεί με σαφήνεια. Επομένως, όσο πιο πνευματικά ώριμος (δηλαδή λιγότερο εγωκεντρικός), παρατηρητικός και προσεκτικός είναι κάποιος, τόσο πιο εποπτικός είναι και μπορεί να σχηματίζει ακριβέστερες παραστάσεις πάνω στις εντυπώσεις που δέχεται ή έχει ήδη δεχτεί. Έπειτα ακολουθεί η σκέψη μας, το νοείν, το όργανο με το οποίο αντιλαμβανόμαστε τις ιδέες και παραστάσεις που έχουμε συλλάβει στη συνείδησή μας. Το νοείν δεν είναι γνώση, αλλά μέρος της, μια διαδικασία. Για την μελέτη της ανθρώπινης νόησης πρέπει κατ’ αρχήν να ερευνήσουμε τα αντικείμενα αυτής, τις ιδέες, ως απλά φυσικά φαινόμενα και στη συνέχεια να σχηματίσουμε κρίση για την ορθότητα ή μη με την οποία χρησιμοποιήθηκαν. Ο μηχανισμος αποτύπωσης της πρώτης εντύπωσης συνεπώς παράγει ιδέες κι όχι κρίσεις, αφού οι κρίσεις δημιουργούνται χρησιμοποιώντας ιδέες, και για αυτό είναι ευάλωτος σε κάθε είδους ιδεολογικές δοξασίες και εμφύσηση κρίσεων. Η γνώση θα κατακτηθεί με την εξέταση του ορθού συνδυασμού των ιδεών, των εντυπώσεων και των αισθήσεων, δηλαδή πρέπει να ακολουθηθεί μια αφαιρετική διαδικασία η οποία θα μας αποκαλύψει στη συνέχεια το τρόπο σύνθεσής τους. Η πρώτη ύλη, η αιτία, κάθε γνώσης είναι οι αισθήσεις.

Η παράσταση, εν αντιθέσει των εντυπώσεων, για να δημιουργηθεί δεν χρειάζεται τόσο τη συμβολή των αισθητηριακών οργάνων (μόνο τα πορίσματά τους, τις αισθήσεις) όσο εκείνη του εγκεφάλου, ο οποίος δραστηριοποιείται ύστερα από κάποια αφορμή όπως μια ανάμνηση, μια συνειρμική σκέψη κ.τ.λ. Άλλες διαφορές, ποιοτικές, είναι η ένταση, η σαφήνεια και η ακρίβεια των εντυπώσεων έναντι των παραστάσεων. Υπό ορισμένες συνθήκες όμως οι διαφορές αυτές εκμηδενίζονται και υπάρχει σύγχυση ως προς την πραγματικότητα, αγνοούμε την ακριβή προέλευση των ερεθισμάτων (προέρχονται από τον εγκέφαλο ή από τα αισθητηριακά όργανα;), δημιουργούνται δηλαδή παραισθήσεις. Παραίσθηση λοιπόν έχουμε όταν μια παράσταση είναι παρόμοιας έντασης με την αρχική εντύπωσή της κι επομένως νομίζουμε ότι ερχόμαστε σε άμεση επαφή με το αντικείμενο της νόησης, ενώ αυτό αποτελεί καθαρά μια ανάμνηση, φανταζόμαστε δηλαδή πράγματα που δεν βρίσκονται δίπλα μας ως πραγματικά. Χρησιμοποιώντας όμως τις γνώσεις κι εμπειρίες μας μπορούμε να καταλάβουμε το τι όντως συμβαίνει παρακολουθώντας τα επακόλουθα των φαινομένων κι αν αυτά συνοδεύονται από κάποια λογική/εμπειρική αιτιότητα που ήδη γνωρίζουμε ώστε έτσι να φανερωθεί η πραγματικότητα. Την ίδια διαδικασία χρησιμοποιούμε για να διακρίνουμε τα όνειρα από την πραγματικότητα, επειδή και τα όνειρα δεν έχουν λογική συνέχεια. Επίσης, υπάρχει και άλλη μια περίπτωση κατά την οποία συγχέονται παραστάσεις και εντυπώσεις στην συνείδησή μας. Όταν υπάρχει συνεχής επανάληψη μιας εντύπωσης, για παράδειγμα ενός συγγενικού μας προσώπου που αντικρύζουμε καθημερινά, χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός μας για λόγους συντομίας και συνήθειας την σταθερή παράστασή αυτής, η οποία υπερισχύει τελικά της εντύπωσης που σχηματίζεται κάθε φορά που συναντάμε το πρόσωπο. Με αυτό τον τρόπο αγνοούμε τις όποιες μεταβολές συμβαίνουν καθημερινά στο πρόσωπο λόγω της σταθερής εικόνας-παράστασης που μηχανιστικά έχουμε σχηματίσει για λόγους διευκόλυνσης (λιγότερη ανάλυση ερεθισμάτων). Έτσι είναι αρκετά πιθανό να μην εντοπίζουμε τις διάφορες αλλαγές που έχει υποστεί το πρόσωπο αυτό (π.χ. γήρανση). Συμπεραίνουμε δηλαδή ότι αν θεωρούμε ως αντικειμενική αλήθεια τις πρώτες εντυπώσεις αγνοώντας κάθε νέα αίσθηση, τότε υπάρχει διάχυτος ο κίνδυνος να οδηγηθούμε στο παράλογο (παραίσθηση).

Πρώτη εντύπωση σχηματίζουμε και για κάθε αντικείμενο γύρω μας και για κάθε εμπειρία μας περί διαφόρων καταστάσεων που αντιμετωπίσαμε στο παρελθόν. Η διαδικασία σχηματισμού της είναι η ίδια. Για παράδειγμα, όταν ήμασταν παιδιά σίγουρα θα θεωρούσαμε κάποιο είδος φαγητού απαίσιο (π.χ. όσπρια). Η άποψη αυτή όσο μεγαλύτερο διάστημα δεν αναιρούνταν, τόσο ισχυροποιούνταν και καθιστούσε δυσκολότερη την περίπτωση να το ξαναδοκιμάσουμε. Όμως αν τύχαινε να ξεπεράσουμε τις προλήψεις μας ύστερα από τη διαπίστωση της γελοιότητάς τους και να το ξαναδοκιμάσουμε τελικά (εφόσον είναι μικρό το ρίσκο της επανάληψης της εμπειρίας), τότε εύκολα θα μπορούσαμε να αναθεωρήσουμε την άποψή μας και να απαλλαγούμε από μια άρνηση που κουβαλούσαμε μέσα μας τόσο καιρό, από μια περιοριστική κι ανελαστική πρώτη εντύπωση. Μια αρνητική πρώτη εντύπωση μετατράπηκε σε θετική εντύπωση. Το αντίστροφο όμως είναι συχνότερο: Μια αύξουσα ευχάριστη εντύπωση κάποια στιγμή αρχίζει να φθίνει και καταλήγει σε δυσαρέσκεια, κι επίσης η επιμονή μιας αρνητικής εντύπωσης είναι μεγαλύτερη μιας θετικής. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη εντύπωση αποτελεί παράγοντα ψυχικής ανισορροπίας (προκαλεί ψυχικές μεταπτώσεις λόγω της παροδικής φύσεώς της) όταν δεν γίνεται σωστή χρήση της και απαιτεί την δέουσα προσοχή μας.

Σχολιάστηκε μέχρι στιγμής η πρώτη εντύπωση που σχηματίζει ένα πρόσωπο για κάποιο άλλο. Τώρα θα δούμε την πρώτη εντύπωση που σχηματίζουμε για τον εαυτό μας (αυτοεντύπωση) καθώς και πότε αυτή σχηματίζεται. Η πρώτη εντύπωση μπορεί να διακριθεί σε ψυχική και σωματική. Σύμφωνα με ψυχολόγους, το βρέφος αποκτά πλήρη συνείδηση, γνώση δηλαδή του ότι αποτελεί μια ανεξάρτητη ύπαρξη από το περιβάλλον του με δική του φυσική υπόσταση και προσωπικότητα στην ηλικία περίπου των έξι ετών. Ο άνθρωπος σχηματίζει όμως και εικόνα για το σώμα του παρατηρώντας την αντανάκλασή του, το είδωλό του, σε κάποια λεία επιφάνεια (καθρέπτης, στάσιμο νερό κ.τ.λ.), αφού βέβαια έχει προηγηθεί η απόκτηση συνείδησης. Με τον τρόπο αυτό ολοκληρώνεται και η κοινωνικοποίησή του, γιατί πλέον γνωρίζει τι μορφή έχει, ποιός είναι σωματικά όμοιος με αυτόν και ποιό είναι το είδος στο οποίο ανήκει. Επομένως, για να οδηγηθεί ο άνθρωπος στην αυτογνωσία, για να επέλθει ο συγκερασμός νόησης και σώματος, η απλή διαπίστωση ότι ο φορέας της νόησης/ψυχής και σώματος είναι ένας, ο εαυτός του, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τα είδωλα (τα αθώα νήπια δικαιολογημένα πίστευαν σε μια δυική κατάσταση ψυχής και σώματος, όχι όμως κι ένας νοήμων ενήλικας). Αν λατρεύει τον εαυτό του σε υπερβολικό βαθμό (είναι φύσει αδύνατο να μην αγαπάμε καθόλου τον εαυτό μας) τότε το άτομο αυτό έχει και το δικαίωμα να αποκαλείται ορθώς ειδωλολάτρης.

Όσον αφορά το χρονικό προσδιορισμό της έναρξης της διαδικασίας παραγωγής εντυπώσεων, των πρώτων πρώτων εντυπώσεων, αυτή ξεκινά κατά το δεύτερο έτος της ζωής του ανθρώπου, όταν αυτός αρχίζει να χρησιμοποιεί την ομιλία ως μέσο επικοινωνίας και μέσω της σταδιακής αντικειμενοποίησης του κόσμου να αναγνωρίζει την υποκειμενικότητά του, το Εγώ του. Η παραπάνω μετάβαση δεν γίνεται άμεσα, απαιτείται χρόνος. Το βρέφος μέχρι τότε δύσκολα διακρίνει τον εαυτό του από το περιβάλλον, το θεωρεί προέκτασή του, τα θεωρεί όλα ένα (κάτι σαν το ακίνητο, αγέννητο, ομοιογενές, συμπαγές, πανταχού παρόν, εν Ον αρκετών φιλοσόφων Ελλήνων και βαρβάρων). Όσο διευρύνονται όμως οι επαφές του με αντικείμενα κι ανθρώπους, αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιων ορίων στην δράση του, αντιλαμβάνεται ότι δεν είναι απόλυτα ελεύθερος κι ότι υπάρχει κάτι άλλο έξω από τον ίδιο (μη-Εγώ) που τον εμποδίζει να κάνει αυτό που θέλει. Αργότερα, από το τρίτο έτος της ζωής του και μετά, έχει πλέον αναπτύξει σημαντικά τη γλώσσα και τακτοποιήσει το περιβάλλον του, και παράλληλα χρησιμοποιεί επανειλημμένα προσωπικές αντωνυμίες (μου, εμένα, εγώ) για να τονίσει την ξεχωριστή του ύπαρξη που μόλις αναγνώρισε (μήπως έτσι δεν κάνουν κι αρκετοί διακεκριμένοι ενήλικες που είναι παθιασμένοι με τον εαυτό τους και τον πλούτο;). Με την ολοκλήρωση της νηπιακής ηλικίας (έκτο έτος) έχει γίνει η διάκριση εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος και είναι πλέον ικανός να ερμηνεύσει με αρκετή ακρίβεια το γίγνεσθαι. Αυτό συνεπάγεται ότι η καλλιέργεια του εαυτού μας οφείλεται στις αισθήσεις: Χρώματα και σχήματα, γεύσεις, αρώματα, ήχοι, πιασίματα αντικειμένων. Η μάνα για το βρέφος είναι απλώς ένας πομπός ερεθισμάτων προς όλες τις αισθήσεις, δεν έχει κάποια έμφυτη ικανότητα για να την αναγνωρίσει (δεν μπορεί να κάνει ανάλυση DNA μέσω του εγκεφάλου του για να την πιστοποιήσει).

Οι Έλληνες είχαν φροντίσει να διατυπώσουν κάθε είδους θεωρία που θα ήταν ικανή να εξηγήσει τον κόσμο και να εντοπίσει την αλήθεια, καλύπτοντας με αυτό το τρόπο τις ποικίλες ατόμικες και πολιτειακές ανησυχίες σε κάθε ιστορική περίοδο. Έτσι, θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το παρόν πρόβλημα με τη βοήθεια κάποιων Ελλήνων φιλοσόφων καθώς και κάποιων Ευρωπαίων οι οποίοι εμπνεύστηκαν από το αθάνατο και υγιές Ελληνικό πνεύμα.

Αρχίζοντας με τους Σοφιστές και τον επικεφαλής τους Πρωταγόρα, διακήρυτταν ότι δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια (σκεπτικισμός), ότι όλα είναι σχετικά (σχετικισμός):

«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος˙ για όσα είναι ότι είναι, για όσα δεν είναι ότι δεν είναι» (Πρωταγόρας) κι ότι η γνώση αποτελεί απλώς ένα μέσο για τον τελικό σκοπό του ανθρώπου, ο οποίος είναι να ζήσει αυτός ωφέλιμα, σκοπός πρακτικός, ωμός που κίνησε την αντιπάθεια των «ευγενών» και των αριστοκρατικών. Χαρακτηριστικός είναι κι ο παρακάτω συλλογισμός του Γοργία: «Δεν υπάρχει τίποτα˙ αλλά και να υπάρχει, είναι άγνωστο˙ κι αν υπάρχει και είναι δυνατό να γίνει γνωστό, δεν είναι δυνατό να ανακοινωθεί σε άλλους».

Οι Σοφιστές είναι οι πρώτοι που αμφισβήτησαν τα πιστεύω και την φιλοσοφική παράδοση του τόπου και η καινοτομία της σκέψης τους σηματοδότησε μια ιστορική αλλαγή στην παγκόσμια φιλοσοφία. Σύμφωνα λοιπόν με τη σοφιστική νοοτροπία θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πρώτη εντύπωση που κάνουμε για ένα αντικείμενο είναι λανθασμένη όπως κάθε εντύπωση, ουσιαστικά ασήμαντη (αφού δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί πουθενά, δεν υπάρχει αλήθεια), αλλά μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ωφέλιμη εφόσον μας βοηθάει στη ζωή μας και δεν είναι ζημιογόνα. Επομένως δεν υπάρχει λόγος να μεταβάλλουμε την άποψή μας για κάτι αν η νέα άποψη δεν μας δίνει επιπλέον όφελος, ανεξαρτήτως δηλαδή αν αυτή θα είναι αληθέστερη (εκτός βέβαια αν αισθανόμαστε καλύτερα νομίζοντας πλανημένοι ότι πλησιάζουμε σε κάτι που λέγεται «αλήθεια»). Πρακτική και βολική η θεώρηση αυτή των Σοφιστών, δεν μπορούμε εύκολα να την αποκλείσουμε.
Ιδεολογικοί αντίπαλοι των Σοφιστών, ο Σωκράτης κι ο Πλάτων, καθιέρωσαν την μέθοδο της διαλεκτικής ως το μέσο για την εύρεση της αλήθειας, δηλαδή έναν μονόλογο με δύο πρόσωπα. Ο ίδιος ο Σωκράτης μας δίνει απάντηση στο ερώτημά μας: Στο έργο του Πλάτωνα «Κρίτων», ο Κρίτων προσπαθεί να τον πείσει να δραπετεύσει από την φυλακή και την επερχόμενη θανατική του ποινή, αλλά εκείνος αρνείται λέγοντας τα εξής: «Εγώ όχι μόνο τώρα αλλά πάντοτε τέτοιος θα είμαι ώστε σε τίποτα άλλο από τα δικά μου να πείθομαι παρά στο Λόγο, ο οποίος θα μου φαίνεται βέλτιστος όταν συλλογίζομαι».

Δηλαδή δεν σχηματίζει κι αλλάζει γνώμη ανάλογα με τις εκάστοτε περιστάσεις αλλά αυτή καθορίζεται από τον Λόγο, μια εξωτερική δύναμη που προσδίδει αντικειμενικότητα, όπου αν και εκφράζεται από ένα υποκείμενο αυτή έχει αντικειμενική ισχύ. Η χρήση του Λόγου απαιτεί κάποια συλλογιστική προετοιμασία και γίνεται ελεύθερα (γόνιμη ελευθερία δεσμευμένη σε ανώτερες αξίες): Ο Σωκράτης μπορούσε να δραπετεύσει αλλά προτίμησε να υποταχθεί ελεύθερα στο νόμο ακολουθώντας έτσι τον δρόμο της κατ’ αυτόν αρετής. Στην δική μας περίπτωση μας λέει ότι δεν είναι ορθό να βασίζεσαι σε μια γνώμη που διατυπώνεις συγκυριακά και βεβιασμένα αλλά μόνο σε εκείνη που σχηματίζεις μέσω μιας λογικής διεργασίας του νου. Με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η σημασία της πρώτης εντύπωσης και η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα αντικείμενο για πρώτη φορά είναι αυτή που ακολουθείται όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο: Δεν το κρίνουμε από το εξώφυλλό του, το διαβάζουμε ολόκληρο, το κατανοούμε και στη συνέχεια μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι γνωρίζουμε το περιεχόμενό του και να διατυπώσουμε κρίση για αυτό. Στη λογική δεν αρμόζουν ξαφνικοί (πρώτοι) εντυπωσιασμοί.

Ένας από τους κορυφαίους του κορυφαίου αττικού δράματος, ο προοδευτικός Ευριπίδης, μίλησε κι αυτός για την «πρώτη εντύπωση». Παραθέτω δύο μεταφρασμένα αποσπάσματα από την «Μήδεια»:

«Διότι δεν υπάρχει δικαιοσύνη στους οφθαλμούς των ανθρώπων,
οι οποίοι πριν μάθουν με σαφήνεια την καρδιά κάποιου ανθρώπου
τον μισούν εξ όψεως, χωρίς ποτέ να έχουν αδικηθεί
(από αυτόν)».
στίχοι 219-221

«Ω Ζεύ, γιατί λοιπόν του μεν χρυσού που όταν είναι κίβδηλος
σαφείς αποδείξεις στους ανθρώπους έδωσες,
των δε ανθρώπων το κακό πώς πρέπει να γνωρίζουν
ουδεμία απόδειξη εμφύσησες στο σώμα τους;».

στίχοι 516-519

Εδώ ο Ευριπίδης εκφράζει το παράπονο της Μήδειας ότι η πρώτη εντύπωση για τη γενική εικόνα ενός ανθρώπου δεν είναι αρκετή για να μπορέσουμε να τον κρίνουμε ορθά, αφού ο κακός άνθρωπος δεν φέρει σημάδια όπως συμβαίνει στην περίπτωση του κάλπικου χρυσού για τον οποίο υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης, αλλά απαιτούνται περισσότερες πληροφορίες και χρόνο ώστε να οδηγηθούμε σε ασφαλέστερο συμπέρασμα. Και σε κάθε περίπτωση, η «πρώτη εντύπωση», η κρίση των ματιών, οδηγεί συνήθως σε αισθήματα κακίας για τον άλλον, χωρίς όμως να τον γνωρίζουμε και χωρίς να μας έχει κάνει αυτός κάτι κακό. Είναι δηλαδή αρνητικά προκατειλημμένη, χρησιμοποιεί ως βάση έναν αρνητικό χαρακτηρισμό (μάλλον για λόγους ασφαλείας όπως αναφέραμε προηγουμένως), είναι απάνθρωπη αφού αγνοεί την «καρδιά» ενός ανθρώπου και δεν ευνοεί την δημιουργία υγιών φιλικών και κοινωνικών εν γένει σχέσεων. Σε μια δημοκρατική κοινωνία, υπέρμαχος της οποίας είναι κι Ευριπίδης, οι πολίτες οφείλουν να σέβονται τον συμπολίτη τους, γιατί η ποιότητα των μεταξύ τους δεσμών είναι αυτή που καθορίζει την ατομική και κοινωνική αρμονία. Ίσως οι στίχοι αυτοί του Ευριπίδη να αποτελούν μομφή εναντίον κάποιων πολιτών που εξ αιτίας του φθόνου τους απειλούσαν την συνοχή της δημοκρατικής πολιτείας.

Άτομα πλανημένα, διεστραμμένα, ταλαιπωρημένα, διψασμένα για εξουσία (τάση για επιβολή στους απλούς ανθρώπους), δεν ικανοποιούνταν από το ευμετάβλητο περιβάλλον τους έτσι όπως το αντιλαμβάνονταν μέσω των αισθήσεών τους και αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν νέο κόσμο όπου θα ζούσαν υπό τη σκιά μύθων (χωρίς συμβολικό υπόβαθρο, κοινώς παραμύθια), μεταφυσικών ανησυχιών, ιδεαλιστικών φιλοσοφιών, και το κυρίως, θρησκειών. Από το σκοτάδι αυτών ήρθε να μας απαλλάξει ο φιλαλήθης, ρεαλιστής, ακριβολόγος, εύθυμος, ευδαίμονας κι ατάραχος Επίκουρος. Για τον Επίκουρο αληθινός είναι ο κόσμος στον οποίο κατοικούμε: Αυτά που βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε, μυρίζουμε, πιάνουμε και νιώθουμε, τα οποία τελειώνουν οριστικά με τον επίγειο θάνατο, ούτε αναστάσεις, ούτε παράδεισοι, ούτε μετενσαρκώνσεις, τέλος στα παραμύθια. Κριτήριο του πραγματικού είναι οι αισθήσεις. Η αντικειμενικότητα της αίσθησης έγκειται στο ότι δεν εξαρτάται από την υποκειμενική λογική και μνήμη, όπως και οι αισθήσεις δεν αλληλοεξαρτώνται. Δεν ελέγχει η αφή την όραση, ούτε την αμφισβητεί, αμφισβητεί μόνο την κρίση του συγκεκριμένου ατόμου. Όπως είπε και ο Λουκρήτιος, η αξιοπιστία των αισθήσεων έγκειται στο ότι κάθε μια επιτελεί μια μοναδική λειτουργία που δεν επιδέχεται επαλήθευση, είναι η ίδια η αλήθεια, δεν μπορεί η όραση να εξακριβωθεί με την ακοή, ούτε η ακοή με την αφή. Την επαλήθευση μιας ορθής κρίσης την ονομάζουν επιμαρτύρηση, την απόδειξη μιας λαθεμένης, αντιμαρτύρηση. Αν οι αισθήσεις ήταν όντως πλάνες, τότε η χρήση τους από έναν λογικό νου θα καθιστούσε άχρηστο κάθε προϊόν της σκέψης κι οπότε δεν θα υπήρχε ποτέ δυνατότητα να γνωρίσουμε κάτι (σκεπτικισμός, πως γνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε; Βλέπε και άγνοια διαλεκτικού Σωκράτη), ούτε να ζήσουμε επιτυχημένα. Ο Επίκουρος προειδοποιεί τους ιδεαλιστές: «Αν τα βάλεις με όλες τις αισθήσεις, δεν θα έχεις που να σταθείς για να κρίνεις όσες ισχυρίζεσαι πως μας γελούν».

Οι εντυπώσεις συνθέτονται από τις αισθήσεις, εσωτερικές (συναισθήματα/πάθη που απλοποιούνται σε ηδονή και άλγος) και εξωτερικές (αισθήματα, πέντε αισθήσεις: όραση, γεύση, όσφρηση, ακοή, αφή). Οι εξωτερικές είναι προσιτές σε όλους αλλά ο καθένας δέχεται διαφορετικά τα ερεθίσματα από αυτές και προκαλούνται διαφορετικά συναισθήματα. Οι εντυπώσεις από μόνες τους δεν παράγουν γνώση καθώς αποτελούν απλώς άμεσα ερεθίσματα και μόνο με την σύνθεση επιμέρους εντυπώσεων και ιδεών/παραστάσεων που έχουμε συλλέξει μπορούμε να την παράγουμε. Επομένως αυτοί που δέχονται την αξιοπιστία της «πρώτης εντύπωσης» αποδέχονται κάτι κενό. Η εντύπωση, όπως το λέει η λέξη είναι ένα απλό «τύπωμα» στη μνήμη, ενώ είναι απαραίτητη η περαιτέρω επεξεργασία της για την παραγωγή κάποιας κρίσης. Θα έπρεπε να μιλάνε για «πρώτη ιδέα», το ολοκληρωμένο προϊόν της σκέψης. Η γνώση του παρελθόντος μέσω της μνήμης, η εμπειρία και η πίστη/παραδοχή ότι υπάρχει η έννοια της αιτιότητας και μπορεί να προβλεφθεί το μέλλον, όλα υπό την επίβλεψη της συνήθειας, μας καθιστούν ικανούς να γνωρίζουμε. Επίσης, υποστηρίζουν οι Επικούρειοι ότι οι αισθήσεις είναι πάντα σωστές, η κρίση μας μόνο μπορεί να κάνει λάθος και το οποίο μπορεί να αρθεί με τη συνδρομή όλων των αισθήσεων κι εμπειριών. Αν δηλαδή κάποιος έβλεπε μπροστά του έναν Κένταυρο, η παράσταση αυτή στον εγκέφαλό του έγινε ορθώς αλλά η φταίει η κρίση του εξ αιτίας άλλων παραγόντων, όπως για παράδειγμα δεν τον άγγιξε για να επιβεβαιώσει ό,τι βλέπει, αντιμαρτύρεται στο τέλος η παράσταση. Το ίδιο συμβαίνει κι όταν κοιτάζουμε μια φωτογραφία ενός αλόγου: Πως ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι ένα άλογο; Αφού δεν είναι ούτε τρισδιάστατο, ούτε μυρίζει, ούτε μπορούμε να το γευτούμε, ούτε είναι ίδιο στην αφή με ένα πραγματικό. Καταλήγοντας, ο Επίκουρος θα έλεγε ότι ο σχηματισμός μιας πρώτης εντύπωσης προερχόμενης από μια δέσμη αισθήσεων θα ήταν ορθός μόνο αν οι άμεσες αισθήσεις βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους και με τη συσσωρευμένη εμπειρία/προλήψεις (βλέπε λίγο παρακάτω). Αλλά και πάλι, επειδή η λειτουργία των αισθήσεων είναι συνεχής και δημιουργούνται διαρκώς νέες πληροφορίες, ο σχηματισμός κρίσεων δεν πρέπει να είναι στιγμιαίος αλλά δυναμικός, κι έτσι η πρώτη εντύπωση ναι μεν είναι πάντα αληθινή τη στιγμή που σχηματίζεται αλλά σύντομα τη θέση της θα πάρει μια νέα πιο επίκαιρη εντύπωση, δεν είναι επ’ άπειρον αληθινή η παλαιότερη, δεν υπάρχει τέτοια αναγκαιότητα. Παίρνω για παράδειγμα ένα αντικείμενο, ένα δέντρο: Σήμερα μπορεί να είναι ένα μέτρο (πρώτη εντύπωση, είναι αληθινή, επιμαρτύρεται) αλλά σε ένα χρόνο έγινε δύο μέτρα (δεύτερη εντύπωση, κι αυτή αληθινή, αλλά εκτοπίζει την προηγούμενη). Η αδιάκοπη ροή του κόσμου, το ηρακλείτειο «πάντα ρει» είναι η πρώτη αλήθεια που πρέπει να αναγνωρίσουν οι οπαδοί της «πρώτης εντύπωσης».

Ο Ευρωπαίος φιλόσοφος που ασχολήθηκε λεπτομερέστατα με τη γνώση και τη συσχέτισή της με την εμπειρία ήταν ο εμπειριστής Χιούμ (Hume). Κύρια θέση του είναι ότι μόνο η εμπειρία αποτελεί πηγή πληροφοριών και γνώσης για τον νού. Δίνοντας στενούς ορισμούς στις έννοιες που χρησιμοποιεί κάνει σαφή διάκριση μεταξύ εντυπώσεων και ιδεών/παραστάσεων και δίνει μια ψυχολογική διάσταση στο σχηματισμό της γνώσης. Οι εντυπώσεις αποτελούν την πρώτη ύλη για τη δημιουργία των ιδεών, προηγούνται των ιδεών. Οι μεν εντυπώσεις είναι το άμεσο αποτέλεσμα των αισθήσεών μας που προέρχονται από την εποπτεία των αντικειμένων, ενώ οι δε παραστάσεις είναι αντίγραφα των εντυπώσεων και απαρτίζουν την αντίληψη/συνείδηση. Ο Χιούμ δίνει τέτοια βαρύτητα στις εντυπώσεις ώστε να τις θεωρεί μεγαλύτερης αξίας από τις λέξεις και πιστεύει ότι η γνώση θεμελειώνεται από την ύπαρξη των αντίστοιχων εντυπώσεων: Αν μια παράσταση δεν πηγάζει από κάποια εντύπωση τότε αυτή είναι κενού περιεχομένου, όπως δηλαδή κάθε φιλοσοφική έννοια (χρόνος, ύπαρξη, θεός, ουσία κ.τ.λ.). Ούτε ψυχή υποστηρίζει ότι υπάρχει αφού θεωρεί ότι αυτό που ονομάζουμε ψυχή είναι απλώς μια δέσμη πολλών εντυπώσεων και εμπειριών που βρίσκονται σε μια συνεχή συσχέτιση μεταξύ τους και εξ αιτίας της συνήθειας αυτές δημιουργούν την παραίσθηση της πίστης στην ύπαρξη ενός ανεξάρτητου από αυτές φορέα (ψυχή, Εγώ).

Εξέταση του ζητήματος από άλλη οπτική γωνία μας προσφέρει ο Νίτσε (Nietzsche) στην «Βούληση για δύναμη». Θεωρεί ότι η πραγματικότητα είναι μεταβαλλόμενη, άρα ά-γνωστη, ενώ με τη «γνώση» ο άνθρωπος προσπαθεί να τη σταθεροποιήσει ώστε να μπορέσει να αποκτήσει δύναμη και να τη θέσει υπό τον έλεγχό του. Αν αντιμετωπίσουμε την πρώτη εντύπωση ως τάση για γνώση και δύναμη, αφού αποτελεί γνωστικό όργανο, τότε αυτή σχηματίζεται με σκοπό να υπάγει στην εξουσία της το αντικείμενο της εποπτείας-νόησης. Αναπτύσσεται δηλαδή ως μηχανισμός αυτοσυντήρησης και εξέλιξης του ατόμου σε έναν αεικίνητο κόσμο και καθιστά το άτομο ικανό να προσλαμβάνει τόση πραγματικότητα όση μπορεί να εξουσιάσει. Με βάση τους ισχυρίσμους του Νίτσε συμπεραίνουμε ότι επιθετικός προσδιορισμός του χρόνου, «πρώτη», είναι πλεονασμός: Η πρώτη εντύπωση αποτελεί ένα νέο δεδομένο για τον οργανισμό μας, η δεύτερη εντύπωση είναι πάλι πρώτη εντύπωση γιατί το αντικείμενο έχει μεταβληθεί στο διάστημα που μεσολάβησε των δύο εντυπώσεων, επομένως η εντύπωση είναι πάντα μία και η πρώτη. Έτσι ο Νίτσε ξεκαθαρίζει για ακόμα μια φορά το τοπίο: Όποιος πιστεύει στη σταθερότητα της φύσης είναι αδύναμος κι άρα αυτός που διαιωνίζει το κακό.
Ως ανάποδος άνθρωπος που είμαι, πλησιάζοντας προς το τέλος θα αναφερθώ στην βασική αιτία συγγραφής του κειμένου αυτού. Μεγάλη μερίδα της μάζας υποστηρίζει με καμάρι, λες κι εντόπισε μια μυστική αλήθεια κι έγινε σοφή, μια γνώση που θα τους ανυψώσει σε επίπεδα μακριά από τον «κοινό» λαό (να μην ξεχνάμε όμως ότι είναι και δημοκρατικοί, όπως και το πολίτευμά μας), το εξής: «Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για μια πρώτη εντύπωση».

Η αντίδραση μιας άλλης επίσης μεγάλης μερίδας στο άκουσμα του άγνωστου για αυτούς μέχρι τότε αποφθέγματος είναι: «Ω, πόσο δίκαιο έχεις!», κι έτσι καταλήγουν κι αυτοί να γίνονται σαν τους προηγούμενους, με αποτέλεσμα το απόφθεγμα αυτό να αποκτά χαρακτηριστικά μιμιδίου (αγγλιστί meme). Φυσικώς υπάρχει μια τέτοια αποδοχή της φράσης αυτής, εφόσον υποστηρίζεται από ανθρώπους που βρίσκονται σε μια πρωτόγονη κατάσταση (μόνιμη ή παροδική – πρέπει να πιστεύουμε στην αλλαγή κι εξέλιξη του ανθρώπου), χειρότερη κι από ενός σκύλου. Αναφέρω τον σκύλο γιατί είναι ένα ζώο με έντονες φιλοσοφικές ανησυχίες και ροπή προς τη γνώση, θέση που υποστηρίζει κι ο Πλάτωνας: Ένα σκυλί στην αρχή γαυγίζει έναν ξένο άνθρωπο, αλλά όσο αυξάνεται η επικοινωνία τους εξασθενεί η επίδραση της πρώτης εντύπωσης και σιγά σιγά ο σκύλος αποκτά φιλικές σχέσεις με τον μέχρι πρότινος ξένο άνθρωπο. Δεν είναι όμως όλοι οι σκύλοι το ίδιο δεκτικοί στη φιλοσοφία, όπως δεν είναι φυσικά κι όλοι οι άνθρωποι. Η φράση αυτή πρέπει να αναφέρουμε ότι έχει δύο σημασίες, μια αληθινή και μια παραπλανητική, και δυστυχώς έχει επικρατήσει η δεύτερη. Η αληθινή μας λέει ότι η πρώτη εντύπωση είναι μοναδική, όπως η δεύτερη, η τρίτη, κ.ο.κ., κι επομένως αναγκαστικά δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για κάτι που πέρασε ανεπιστρεπτί, όπως δεν μπορούμε να ζήσουμε για δεύτερη φορά στο έτος 2010 (αποκλείουμε παραφυσικές θεωρείες). Η απάνθρωπη μας λέει ότι η πρώτη εντύπωση αποτελεί μια αμετάβλητη αλήθεια κι επομένως κάθε προσπάθεια άρσης της είναι μάταιη, δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία. Η απαισιόδοξη αυτή άποψη μας μεταφέρει σε μια πραγματικότητα όπου καθημερινά δικαζόμαστε ενώπιον όλου του κόσμου (σχηματίζουν για μας πρώτη εντύπωση) και σε περίπτωση καταδίκης μας (αρνητική πρώτη εντύπωση) δεν υπάρχει η επιλογή της εφέσεως (δεύτερη ευκαιρία), είμαστε εγκλωβισμένοι στο τι λέει και τι θα πει ο κόσμος για εμάς. Να και μια φορά που η αρνησιδικία είναι επιθυμητή.

Άλλοι ακόλουθοι του προαναφερθέντως πρωτόγονου δόγματος είναι και οι αποκαλούμενοι γιαλόμες. Είναι τα άτομα που δέχονται τα δόγματα της μοντέρνας ψυχανΑΛΗΤΙΚΗΣ (με την αρνητική σημασία της λέξης «αλήτης») θρησκείας, πιστοί του Φρόυδ, του Άδλερ, του Γιαλόμ και τα λοιπά. Ειδήμονες στο να αναλύουν συμπεριφορές, να διαβάζουν πρόσωπα, να προσάπτουν στον καθένα (ακόμα και στον εαυτό τους) ψυχικές διαταραχές. Για όλα φταίει το ανεξέλεγκτο υποσυνείδητο, το νέο προπατορικό αμάρτημα, κι όχι η συνείδηση και βούλησή μας. Είναι ακόλουθοι της νέας θρησκείας που ασπάζεται τον πολυπόθητο τίτλο της επιστήμης βασιζόμενη σε εμπειρικές μελέτες πάνω σε απειροελάχιστο αριθμό ανθρώπων και δειγματοληπτικούς ελέγχους, και πλέον αυθαίρετα ορίζει τι είναι αληθινό, τι είμαστε, πως πρέπει να δράσουμε, τι να πιστέψουμε. Χρησιμοποιούν κι αυτοί την προπαγάνδα των προτύπων (Οιδίποδας, Ιοκάστη, Ηλέκτρα, κάλτσα) που εξετάσαμε προηγουμένως, χαρακτηρίζουν το φυσικό ως ανώμαλο και το ανώμαλο ως φυσικό, και δεν γνωρίζουμε αν η ευρεία διάδοση κάθε λογής ψυχιατρικών και ψυχολογικών βιβλίων τον τελευταίο μισό αιώνα είχε άμεση ή έμμεση σχέση με την εμφάνιση ανάλογων ψυχολογικών προβλημάτων (οι πόλεις έχουν μετατραπεί σε ζούγκλες) και κρουσμάτων ανωμαλιών (παιδεραστίες, ομοφυλοφιλίες, κ.τ.λ.). Όπως είναι ξεκάθαρο, αυτά τα άτομα είναι που διαιωνίζουν και δίνουν «επιστημονικό» υπόβαθρο σε έννοιες όπως η «πρώτη εντύπωση». Ακόλουθοι της ψυχαναλητικής ιδεολογίας είναι και οι σημερινοί δουλέμποροι και δουλαποδόχοι (τι δουλεία, τι δουλειά), κατ’ ευφημισμόν εργοδότες, οι οποίοι μέσω των τυπικών κι επιφανειακών συνεντεύξεων και γενικά διαδικασίας πρόσληψης προσωπικού (βλέπε δούλοι) προσπαθούν να εντοπίσουν τον ιδανικό υποψήφιο για μια θέση εργασίας: Μηδενίζουν τον υποψήφιο, αγνοούν το βάθος του χαρακτήρα του, αναλώνονται μόνο σε αυτά που αναγνωρίζουν και απορρίπτουν το διαφορετικό. Κι όποιος δεν είναι φίλος της διαφορετικότητας δεν εξελίσσεται: Αν η φύση δεν επέτρεπε την δημιουργικότητα της διαφορετικότητας τότε ποτέ δεν θα εξελισσόταν, ποτέ δεν θα είχε εμφανιστεί ο άνθρωπος.
Φυσικά, είναι αρκετά πιθανό να μπορεί να σχηματίσει κάποιος χωρίς κόπο μια ορθή πρώτη εντύπωση για ένα πρόσωπο που δεν θα αποδειχθεί λανθασμένη, βασιζόμενος σε οφθαλμοφανή στοιχεία κι εμπειρίες/προλήψεις, αλλά δεν γίνεται να το αναγάγει αυτό ούτε σε επιστήμη ούτε σε χάρισμα, είναι θέμα γνώσεων αλλά και τύχης. Αν ήταν επιστήμη τότε θα μπορούσαμε να σώσουμε κι όλους εκείνους τους καημένους που έπεσαν και πέφτουν από τα σύννεφα εξ αιτίας της άγνοιάς τους για πτυχές της ζωής κοντινών τους προσώπων. Από τότε που τα περί ψυχής θέματα αποκόπηκαν από τη θεματογραφία των φιλοσόφων (από τότε δηλαδή που εξαλείφθηκαν οι τελευταίοι) παρουσιάζουν μια αντιεπιστημονική υφή κι έδωσαν τη δυνατότητα σε επιτήδειους να προωθήσουν την προπαγάνδα τους, όπως κάνανε και με τις θρησκείες. Κι αν η «πρώτη εντύπωση» όντως ήταν κάτι το τόσο σημαντικό και αξιόλογο, πιστεύω ότι ο σοφός λαός θα την είχε ήδη τιμήσει δίνοντάς της ένα πιο συγκεκριμένο, μονολεκτικό και περιεκτικό όνομα και δεν θα άφηνε υπονοούμενη μια επικείμενη δεύτερη, τρίτη, κ.ο.κ. εντύπωση.

Τέλος, δεν πρέπει να ξεχάσουμε εκείνους τους ανθρώπους που λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα πορίσματα των πρώτων εντυπώσεων πιστεύοντας ότι έχουν μια γνώση εκ των προτέρων (a priori, ουρανοκατέβατη γνώση δηλαδή), ένα προαίσθημα περί του εξεταζόμενου αντικειμένου που σχετίζεται με την εποπτεία, όπως θα πίστευε κι ένας μοιρολάτρης Στωικός. Ο Καντ πιστεύει «…ότι ο νους δεν μπορεί να πετύχει a priori τίποτε περισσότερο από το να συλλαμβάνει κατά πρόληψη τη μορφή μιας δυνατής εμπειρίας εν γένει… », δηλαδή ότι η πρώτη εντύπωση μπορεί να σχηματίζεται από τις αισθήσεις όχι μόνο άμεσα αλλά και έμμεσα μέσω των προλήψεων και στη συνέχεια να συνθεθεί μια ολοκληρωμένη εμπειρία. Αυτή τη θέση υποστήριξαν πολύ παλαιότερα οι Επικούρειοι για τους οποίους οι προλήψεις είναι παραστάσεις/έννοιες/ιδέες που γεννήθηκαν από τις εντυπώσεις και «τυπώθηκαν» στη μνήμη, είναι έτοιμες για ανάκτηση με τη βοήθεια του νου, εκφράζονται στην απλή γλώσσα των αισθήσεων κι η αξιοπιστία τους εξαρτάται από την καθαρότητα τους (ενάργεια όπως την ονομάζει ο Επίκουρος). Μια θεώρηση που δέχεται την εξ αποκαλύψεως απόκτηση γνώσης και μηχανισμών σκέψης είναι τελείως μηδενιστική αφού απορρίπτει κάθε μορφή διαλόγου, την ατομική σκέψη, τα λογικά επιχειρήματα, την αντικειμενική αλήθεια, ακόμα και την πίστη (αφού υπάρχει βέβαιη γνώση είναι περιττή).

Σε κάθε περίπτωση, αυτό που βλέπουμε, ό,τι και να είναι, είναι αληθινό, η πρώτη εντύπωση είναι αληθινή ανεξαρτήτως του περιεχόμενού της. Το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας, του τι είναι πραγματικό, είναι οι αισθήσεις. Η μεταβλητότητα του γίγνεσθαι είναι αυτή που μεταβάλλει τις εντυπώσεις, δεν είναι μόνιμες και δεν υπάρχει κάποιος σοβαρός και φυσικός λόγος να είναι. Και το «φαίνεσθαι» και το «είναι» απευθύνονται στα ορατά, δεν αφορούν τα νοητά, όλα γύρω από τα αισθητά περιστρέφονται. Οι αισθήσεις αποτελούν μεν απλά ερεθίσματα, μηνύματα προκαλούμενα από τα αντικείμενα, των οποίων την επεξεργασία έχει αναλάβει ο νους ώστε να μπορέσουμε να τα λάβουμε, αποδημήσουμε, ερμηνεύσουμε, συνθέσουμε, κρίνουμε, και τελικά να γνωρίσουμε την ουσία των πραγμάτων, αλλά η ύπαρξή τους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την παραγωγή γνώσης και κριτικής σκέψης. Η παραγόμενη όμως γνώση και κρίση μπορεί να είναι λανθασμένες αλλά αυτό οφείλεται καθαρά σε πρόβλημα του μηχανισμού που μόλις περιεγράφηκε, για αυτό και υπάρχουν οι διάφορες δοξασίες. Η συσσωρευμένη εμπειρία με τη βοήθεια του νου πρέπει να διαπιστώσει την καθαρότητα των παραστάσεων και προλήψεων ώστε να μην οδηγηθεί σε πλάνη, χωρίς ωστόσο να αγνοεί και τις άμεσες αισθήσεις όπως κάνουν αρκετοί ιδεαλιστές φιλόσοφοι, αφού ο ίδιος ο νους αναπτύσσεται βάσει των ερεθισμάτων που δέχεται από αυτές και που επεξεργάζεται στη συνέχεια.

Προσπαθώντας να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, είναι φανερό από τα όσα μέχρι τώρα έχουν λεχθεί ότι το πρόβλημα της «πρώτης εντύπωσης» είναι απλό αλλά το έχουμε κάνει περίπλοκο. Η πραγματική ανθρώπινη λογική (όπου λογική, η συσσωρευμένη γνώση από τις αισθήσεις, αισθησιοκρατική λογική κι όχι εξ αποκαλύψεως) δεν πρέπει να είναι επιφανειακή και να αναλώνεται στην διατύπωση απλών πληροφοριών, ούτε να συμβιβάζεται κι ούτε να βιάζεται (και με τις δύο σημασίες της λέξεως). Για να διακρίνουμε την αλήθεια από την πλάνη δεν πρέπει να επικεντρωνόμαστε σε εντυπωσιασμούς κι εκλάμψεις, ο σεβασμός κι αποδοχή των αισθήσεων μαζί με τη συστηματική καλλιέργεια του νου είναι η οδός που θα μας οδηγήσει σε ανώτερα επίπεδα ανθρώπινης ζωής. Σεβασμός στις αισθήσεις δεν σημαίνει τυφλή υπακοή σε αυτές, αυξημένη παρατηρητικότητα και ανεπτυγμένη κριτική ικανότητα απαιτείται. Ακόμη, δεν πρέπει να ξεχάσουμε να αμφισβητούμε κάποιες φορές παραμένοντας όμως ταυτόχρονα νηφάλιοι («νήφε και μέμνησο απιστεί» έλεγαν οι πραγματικοί μας πρόγονοι), να βλέπουμε την πραγματικότητα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, να είμαστε εσωτερικοί κι εξωτερικοί παρατηρητές, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται και η αντικειμενικότητα της κρίσης μας. Αυτή η στάση αποτελεί έναν πολύ πιο αποτελεσματικό μηχανισμό άμυνας από την «πρώτη εντύπωση» που ταυτόχρονα είναι και δημιουργικός.

Επειδή στο σημείο αυτό φαίνεται πως έχει ανατραπεί κάθε λογικό επιχείρημα υπέρ της αντικειμενικότητας της «πρώτης εντύπωσης», παραβάλλεται παρακάτω μια νέα φράση που θα γλυκάνει τους δυσαρεστημένους δογματόφιλους: «Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία για μια πρώτη εντύπωση. Υπάρχει όμως ευκαιρία για μια δεύτερη εντύπωση». Εκτός τούτου, φρονώ ότι το τέλος πρέπει να καταστραφεί.