Ο Sartre γεννήθηκε το 1905 - 1980 στο Παρίσι, στο οποίο και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο πατέρας του, καπετάνιος του Ναυτικού, πέθανε όταν ο Sartre ήταν μωρό και η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε όταν ο ίδιος ήταν 12 χρονών -προς μεγάλη του απογοήτευση, καθώς είχε αναπτύξει μια πολύ στενή σχέση μαζί της. Χαρακτηριστικό του Sartre ήταν ο στραβισμός από τον οποίο έπασχε και έκανε το ένα του μάτι να «φεύγει», με αποτέλεσμα να φορά όλη του τη ζωή ένα ζευγάρι τεράστια, βαριά γυαλιά. Επίσης ήταν πολύ κοντός και συχνά περιέγραφε τον εαυτό του ως «άσχημο». Όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας το 1964, αρνήθηκε να το παραλάβει λέγοντας πως το βραβείο αυτό είναι σύμβολο καπιταλισμού και αστισμού.
Πέρα από κάθε ιδιαιτερότητα και εξωτερικό χαρακτηριστικό, όμως, ο Jean Paul Sartre ήταν ένας από τους σπουδαιότερους φιλόσοφους που έχουν περάσει από αυτόν τον κόσμο και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Υπαρξισμού, αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του στην στρατευμένη τέχνη προς όφελος της κοινωνίας. Για την ακρίβεια, ήταν αυτός που έκανε «μόδα» τη βαθιά σκέψη και τη φιλοσοφία.
Το πυκνογραμμένο, δυσνόητο βιβλίο του «Το Είναι και το Μηδέν», ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του όχι τόσο επειδή οι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν τις ιδέες και τον τρόπο σκέψης τους, αλλά ακριβώς επειδή, στην πλειοψηφία τους, δεν μπορούσαν. Άλλωστε ο Sartre ήταν αυτός που ξεκίνησε την ιδέα -η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα- πως πρέπει να σεβόμαστε τα βιβλία για το μυστήριο που φαίνεται πως πάνε να αγγίξουν και όχι και τη σαφήνεια των ισχυρισμών τους.
Το κίνημα του Υπαρξισμού δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τη συνεισφορά του έργου του Sartre, ο οποίος έκανε αρκετά ξεκάθαρες μερικές ουσιαστικές αλήθειες για τη ζωή -όσο παράδοξο κι αν είναι να βάζεις τις λέξεις «ξεκάθαρο», «Υπαρξισμός» και «Sartre» στην ίδια πρόταση.
1. Τα πράγματα είναι πάντα πολύ πιο παράξενα από όσο πιστεύουμε
Ο Sartre δίνει πάντα ιδιαίτερη προσοχή στις στιγμές που ο κόσμος γύρω μας αποκαλύπτεται ως πολύ πιο παράξενος και πονηρός από όσο τον έχουμε συνηθίσει. Εκείνες τις στιγμές που η λογική που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα για να αντιμετωπίσουμε όσα συμβαίνουν δεν είναι διαθέσιμη, μετατρέποντας έτσι την πραγματικότητα σε ένα παράλογο, ακόμα και τρομακτικό μέρος. Το μυθιστόρημά του «Η Ναυτία» του 1938, είναι γεμάτο με τέτοιες ιστορίες. Όποιος είναι «Σαρτρικός» έχει γνώση της ύπαρξης του ανθρώπου όταν αυτή έχει απογυμνωθεί από κάθε προκατάληψη και σταθεροποίηση παραδοχών που μας έχει κάνει να πιστεύουμε η καθημερινή μας ρουτίνα.
2. Είμαστε ελεύθεροι
Οι παράξενες στιγμές στη ζωή μας είναι σίγουρα άβολες, τρομακτικές και πολλές φορές μας αποπροσανατολίζουν, όμως ο Sartre τραβά την προσοχή μας σε αυτές λόγω των απελευθερωτικών διαστάσεων που μπορούν να πάρουν. Η ζωή είναι πολύ πιο αλλόκοτη από όσο μπορεί να πιστεύουμε (το να πηγαίνεις στη δουλειά, να τρως μαζί με ένα φίλο, να επισκέπτεσαι τους γονείς σου -τίποτα από αυτά δεν είναι προφανές ή έστω και κοντά στο «φυσιολογικό»), ταυτόχρονα όμως λειτουργεί ως μία επίπτωση με άπειρες πιθανότητες.
Τα πράγματα δεν χρειάζεται να είναι ακριβώς όπως φαίνονται. Είμαστε περισσότερο ελεύθεροι από όσο αφήνουμε τους εαυτούς μας να φαντάζονται μέσα στην πιεστική ρουτίνα δεσμεύσεων και υποχρεώσεων που μας απασχολούν κάθε μέρα. Μόνο αργά το βράδυ ή όταν είμαστε άρρωστοι στο κρεβάτι ή ταξιδεύουμε με τρένο σε έναν άγνωστο προορισμό, δίνουμε την άδεια στον εαυτό μας να ονειροπολήσει προς λιγότερο συμβατικές κατευθύνσεις. Εκείνες οι στιγμές είναι ταυτόχρονα ανησυχητικές και απελευθερωτικές.
Μπορεί να χωρίσουμε από το σύντροφό μας, να μετοικήσουμε σε μια νέα χώρα, να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, αλλά συνήθως σκεφτόμαστε λόγους για να μην το κάνουμε.
Μπορεί να χωρίσουμε από το σύντροφό μας, να μετοικήσουμε σε μια νέα χώρα, να επανεφεύρουμε τους εαυτούς μας, αλλά συνήθως σκεφτόμαστε λόγους για να μην το κάνουμε.
Ο Sartre, μέσα από τις περιγραφές στιγμών αποπροσανατολισμού, θέλει να μας δώσει πρόσβαση σε ένα διαφορετικό τρόπο σκέψης. Θέλει να μας ωθήσει μακριά από την εφησυχασμένη, κανονική προοπτική και να απελευθερώσει τη φαντασία μας: ίσως να μη χρειάζεται να παίρνουμε το λεωφορείο για τη δουλειά, ίσως να μη χρειάζεται να λέμε πράγματα που δεν εννοούμε σε ανθρώπους που δε συμπαθούμε ή να θυσιάζουμε την ενέργεια και τη ζωτικότητά μας για ψευδαισθήσεις ασφάλειας και σιγουριάς.
3. Δεν πρέπει να ζούμε «κακή τη πίστει»
Ο Sartre έδωσε έναν όρο στο φαινόμενο του να ζούμε χωρίς να χρησιμοποιούμε την ελευθερία μας όπως πρέπει. Το ονόμασε «κακή πίστη».
Έχουμε κακή πίστη κάθε φορά που λέμε στον εαυτό μας πως πρέπει να συμπεριφερόμαστε υπό ένα συγκεκριμένο τρόπο και κλείνουμε μάτια και αυτά σε εναλλακτικές. Είναι κακή πίστη το να επιμένουμε πως πρέπει να κάνουμε ένα συγκεκριμένο είδος δουλειάς ή να ζούμε με ένα συγκεκριμένο άτομο ή να φτιάχνουμε το σπίτι μας σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Μην μπερδεύετε, ωστόσο, την υπαρξιακή αυτή στάση του Sartre με αυτές που γράφονται στα βιβλία αυτό-βοήθειας, του τύπου «μπορείς να γίνεις ό,τι θες, αρκεί να το πιστέψεις». Η λογική του Sartre είναι πολύ πιο στενάχωρη, θλιβερή και τραγική από αυτούς τους απλοϊσμούς. Θέλει απλώς να επισημάνει πως έχουμε περισσότερες επιλογές από όσες πιστεύουμε συνήθως πως έχουμε, ακόμα και αν σε κάποιες περιπτώσεις η επιλογή αυτή είναι η αυτοκτονία -την οποία και ο Sartre υποστήριζε ένθερμα.
4. Είμαστε ελεύθεροι να διαλύσουμε τον καπιταλισμό
Ο μεγαλύτερος παράγοντας που αποτρέπει τους ανθρώπους από το να είναι ελεύθεροι, είναι τα λεφτά. Οι περισσότεροι από εμάς αποκλείουμε μια μεγάλη γκάμα επιλογών -μετανάστευση σε μια καλύτερη χώρα, αλλαγή καριέρας, διαζύγιο- με τη δικαιολογία πως αν είχαμε λεφτά θα το κάναμε, τώρα όμως δε γίνεται.
Αυτή η παθητική συμπεριφορά μπροστά στη δύναμη του χρήματος εξόργιζε τον Sartre σε πολλά επίπεδα αλλά κυρίως σε αυτό της πολιτικής. Σκεφτόταν τον καπιταλισμό ως ένα τεράστιο μηχάνημα σχεδιασμένο να δημιουργεί μια αίσθηση ανάγκης που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Μας κάνει να πιστεύουμε πως πρέπει να δουλέψουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό ωρών, να αγοράσουμε ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία, να πληρώνουμε τους ανθρώπους ένα συγκεκριμένο χαμηλό αντίτιμο για την εργασία τους. Σε όλα αυτά, όμως, υπάρχει μόνο η άρνηση για ελευθερία και η άρνηση να πάρουμε όσο σοβαρά πρέπει την πιθανότητα να ζήσουμε διαφορετικά τις ζωές μας.
Ο Sartre μας έθεσε μερικά πολύ σημαντικά ερωτήματα (Μπορούμε να αλλάξουμε την πολιτική ώστε να ανακτήσουμε επαφή με τις θεμελιώδεις ελευθερίες μας; Πώς μπορεί να αλλάξει η συμπεριφορά μας απέναντι στο κεφάλαιο; Πόσες ώρες πρέπει να δουλεύει κάποιος μέσα στην εβδομάδα; Πώς μπορούν να αλλάξουν τα τοξικά, γεμάτα προπαγάνδα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης που διαθέτουμε; κλπ) χωρίς όμως να τα απαντήσει. Μας παρέθεσε τις πιθανότητες, αφήνοντας σε εμάς το έργο της εκπλήρωσής τους.