ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ1410 ὄρνιθες τίνες οἵδ᾽ οὐδὲν ἔχοντες πτεροποίκιλοι,
τανυσίπτερε ποικίλα χελιδοῖ;
ΠΙ. τουτὶ τὸ κακὸν οὐ φαῦλον ἐξεγρήγορεν.
ὅδ᾽ αὖ μινυρίζων δεῦρό τις προσέρχεται.
1415 ΣΥ. τανυσίπτερε ποικίλα μάλ᾽ αὖθις.
ΠΙ. εἰς θοἰμάτιον τὸ σκόλιον ᾄδειν μοι δοκεῖ,
δεῖσθαι δ᾽ ἔοικεν οὐκ ὀλίγων χελιδόνων.
ΣΥ. τίς ὁ πτερῶν δεῦρ᾽ ἐστὶ τοὺς ἀφικνουμένους;
ΠΙ. ὁδὶ πάρεστιν· ἀλλ᾽ ὅτου δεῖ χρὴ λέγειν.
1420 ΣΥ. πτερῶν, πτερῶν δεῖ· μὴ πύθῃ τὸ δεύτερον.
ΠΙ. μῶν εὐθὺ Πελλήνης πέτεσθαι διανοεῖ;
ΣΥ. μὰ Δί᾽, ἀλλὰ κλητήρ εἰμι νησιωτικὸς
καὶ συκοφάντης—
ΠΙ. ὦ μακάριε τῆς τέχνης.
ΣΥ. καὶ πραγματοδίφης. εἶτα δέομαι πτερὰ λαβὼν
1425 κύκλῳ περισοβεῖν τὰς πόλεις καλούμενος.
ΠΙ. ὑπὸ πτερύγων τι προσκαλεῖ σοφώτερον;
ΣΥ. μὰ Δί᾽, ἀλλ᾽ ἵν᾽ οἱ λῃσταί τε μὴ λυπῶσί με,
μετὰ τῶν γεράνων τ᾽ ἐκεῖθεν ἀναχωρῶ πάλιν,
ἀνθ᾽ ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας.
1430 ΠΙ. τουτὶ γὰρ ἐργάζει σὺ τοὔργον; εἰπέ μοι,
νεανίας ὢν συκοφαντεῖς τοὺς ξένους;
ΣΥ. τί γὰρ πάθω; σκάπτειν γὰρ οὐκ ἐπίσταμαι.
ΠΙ. ἀλλ᾽ ἔστιν ἕτερα νὴ Δί᾽ ἔργα σώφρονα,
ἀφ᾽ ὧν διαζῆν ἄνδρα χρῆν τοσουτονὶ
1435 ἐκ τοῦ δικαίου μᾶλλον ἢ δικορραφεῖν.
ΣΥ. ὦ δαιμόνιε, μὴ νουθέτει μ᾽, ἀλλὰ πτέρου.
ΠΙ. νῦν τοι λέγων πτερῶ σε.
ΣΥ. καὶ πῶς ἂν λόγοις
ἄνδρα πτερώσειας σύ;
ΠΙ. πάντες τοι λόγοις
ἀναπτεροῦνται.
ΣΥ. πάντες;
ΠΙ. οὐκ ἀκήκοας,
1440 ὅταν λέγωσιν οἱ πατέρες ἑκάστοτε
τὸ μειράκιον ἐν τοῖσι κουρείοις ταδί;
«δεινῶς γέ μου τὸ μειράκιον Διειτρέφης
λέγων ἀνεπτέρωκεν ὥσθ᾽ ἱππηλατεῖν.»
ὁ δέ τις τὸν αὑτοῦ φησιν ἐπὶ τραγῳδίᾳ
1445 ἀνεπτερῶσθαι καὶ πεποτῆσθαι τὰς φρένας.
ΣΥ. λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῦνται;
ΠΙ. φήμ᾽ ἐγώ.
ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς ‹τε› μετεωρίζεται
ἐπαίρεταί τ᾽ ἄνθρωπος. οὕτω καὶ σ᾽ ἐγὼ
ἀναπτερώσας βούλομαι χρηστοῖς λόγοις
1450 τρέψαι πρὸς ἔργον νόμιμον.
ΣΥ. ἀλλ᾽ οὐ βούλομαι.
ΠΙ. τί δαὶ ποήσεις;
ΣΥ. τὸ γένος οὐ καταισχυνῶ.
παππῷος ὁ βίος συκοφαντεῖν ἐστί μοι.
ἀλλὰ πτέρου με ταχέσι καὶ κούφοις πτεροῖς
ἱέρακος ἢ κερχνῇδος, ὡς ἂν τοὺς ξένους
1455 καλεσάμενος κᾆτ᾽ ἐγκεκληκὼς ἐνθαδὶ
κατ᾽ αὖ πέτωμαι πάλιν ἐκεῖσε.
ΠΙ. μανθάνω.
ὡδὶ λέγεις· ὅπως ἂν ὠφλήκῃ δίκην
ἐνθάδε πρὶν ἥκειν ὁ ξένος.
ΣΥ. πάνυ μανθάνεις.
ΠΙ. κἄπειθ᾽ ὁ μὲν πλεῖ δεῦρο, σὺ δ᾽ ἐκεῖσ᾽ αὖ πέτει
1460 ἁρπασόμενος τὰ χρήματ᾽ αὐτοῦ.
ΣΥ. πάντ᾽ ἔχεις.
βέμβικος οὐδὲν διαφέρειν δεῖ.
ΠΙ. μανθάνω
βέμβικα. καὶ μὴν ἔστι μοι νὴ τὸν Δία
κάλλιστα Κορκυραῖα τοιαυτὶ πτερά.
ΣΥ. οἴμοι τάλας, μάστιγ᾽ ἔχεις.
ΠΙ. πτερὼ μὲν οὖν,
1465 οἷσί σε ποήσω τήμερον βεμβικιᾶν.
ΣΥ. οἴμοι τάλας.
ΠΙ. οὐ πτερυγιεῖς ἐντευθενί;
οὐκ ἀπολιβάξεις, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολούμενος;
πικρὰν τάχ᾽ ὄψει στρεψοδικοπανουργίαν.
ἀπίωμεν ἡμεῖς ξυλλαβόντες τὰ πτερά.
***
Ο ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ
Ω, τί πουλιά να ᾽ναι αυτά τα φτωχά,
1410 τα παρδαλόφτερα;
Πες, χελιδόνι μου εσύ, παρδαλό μακροφτέρουγο.
ΠΙΣ., παρακολουθώντας με το βλέμμα τον Κινησία που φεύγει.
Κακός μπελάς μάς έχει ξεφυτρώσει.
Βλέπει τον καταδότη.
Νά κι άλλος· μουρμουρίζοντας ζυγώνει.
ΚΑΤ. Το ξαναλέω: Παρδαλό μακροφτέρουγο.
ΠΙΣ. Για τη στολή του αυτός θα τραγουδάει·
πολλά θα του χρειαστούνε χελιδόνια.
ΚΑΤ. Ποιός δίνει εδώ φτερά στους επισκέπτες;
ΠΙΣ. Εγώ· μονάχα λέγε τί σου λείπει.
1420 ΚΑΤ. Φτερά, φτερά· και μη ρωτήσεις άλλο.
ΠΙΣ. Λες να πετάξεις ίσια στην Πελλήνη;
ΚΑΤ. Όχι, καλέ· σπιουνάρω τους νησιώτες
και τους κάνω μηνύσεις... ΠΙΣ. Μωρέ μπράβο
επάγγελμα! ΚΑΤ. και δίκες ξεψαχνίζω.
Θέλω λοιπόν φτερά, να τρέχω γύρω
στις πόλεις και να κάνω τις μηνύσεις.
ΠΙΣ. Τη μήνυση την κάνεις πιο επιδέξια
με τα φτερά; ΚΑΤ. Καλέ όχι, μα ξεφεύγω
τους πειρατές· και πίσω θα γυρίζω
παρέα με γερανούς, με το στομάχι
γεμάτο πλήθος δίκες για σαβούρα.
1430 ΠΙΣ. Αυτή λοιπόν είν᾽ η δουλειά σου; Πες μου,
σπιουνάρεις τους συμμάχους; Τόσο νέος!
ΚΑΤ. Τί να κάνω; Δεν έμαθα να σκάβω.
ΠΙΣ. Υπάρχουν δουλειές τίμιες για ένα νέο
να βγάζει το ψωμί του, μ᾽ έναν τρόπο
πιο δίκιο, αντί να υφαίνει τέτοιες δίκες.
ΚΑΤ. Άσε τις συμβουλές και φτέρωνέ με.
ΠΙΣ. Μα σε φτερώνω με όσα τώρα λέω.
ΚΑΤ. Με λόγια εσύ φτερώνεις τους ανθρώπους;
ΠΙΣ. Ναι, με τα λόγια αναφτερώνονται όλοι.
1440ΚΑΤ. Όλοι; ΠΙΣ. Μα ναι. Οι πατέρες στα κουρεία
δεν ακούς πώς μιλούν για τα παιδιά τους;
«Το νου του γιου μου ο τάδε με τα λόγια
τον έχει αναφτερώσει για ιππασία.»
Και κάποιος άλλος λέει για το δικό του:
«Ο νους του αναφτερώθηκε, πετάει
στη σύνθεση δραμάτων.» ΚΑΤ. Με τα λόγια
λοιπόν αναφτερώνονται; ΠΙΣ. Και βέβαια·
τα λόγια ξεσηκώνουνε τη σκέψη
κι εξυψώνουν τον άνθρωπο· με λόγια
καλά θέλω κι εγώ να σε φτερώσω
1450 προς ένα τίμιο επάγγελμα. ΚΑΤ. Δε θέλω.
ΠΙΣ. Τί θες λοιπόν; ΚΑΤ. Το σόι μου δεν ντροπιάζω.
Πάππου προς πάππου απ᾽ τη σπιουνιά εμείς ζούμε.
Με αψιές λαφριές φτερούγες φτέρωσέ με
πετρίτη ή γερακιού, να καταγγέλλω
συμμάχους, να πετώ να υποστηρίζω
τη μήνυσή μου εδώ, και να πετάω
ξανά για κει. ΠΙΣ. Μπαίνω στο νόημα· θέλεις,
πριν ο νησιώτης φτάσει στην Αθήνα,
να καταδικαστεί. ΚΑΤ. Στο νόημα μπήκες.
ΠΙΣ. Αυτός για δω αρμενίζει, στο νησί του
πετάς εσύ κι αρπάζεις τα λεφτά του.
1460ΚΑΤ. Αυτό ειναι· πρέπει να ᾽μαι τέλεια σβούρα.
ΠΙΣ. Σε νιώθω, σβούρα. Κι έχω, αλήθεια, κάτι
πανέμορφες της Κέρκυρας φτερούγες.
Βγάζει ένα μαστίγιο με δυο λουριά.
ΚΑΤ. Οχ, βούρδουλας! ΠΙΣ. Καθόλου· είναι φτερούγες·
μ᾽ αυτές αμέσως θα σε κάμω σβούρα.
ΚΑΤ. Οχ οχ. ΠΙΣ. Κάμε φτερά και στρίβε· χάσου,
γκρεμίσου. Θα σου βγει ξινή, κι αμέσως,
αυτή σου η στρεψοδικοπανουργία.
Στους δούλους, αφού ο καταδότης έφυγε δαρμένος.Μαζεύτε τα φτερά και πάμε μέσα.
Φεύγουν.