Πέμπτη 11 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Δύσκολος (666-690)

(ΣΩ.) ἄνδρες, μὰ τὴν Δήμητρα, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν,
μὰ τοὺς θεούς, οὐπώποτ᾽ ἐν τὠμῷ βίῳ
εὐκαιρότερον ἄνθρωπον ἀποπεπνιγμένον
ἑόρακα μικροῦ. τῆς γλυκείας διατριβῆς·
670 ὁ Γοργίας γάρ, ὡς τάχιστ᾽ εἰσήλθομεν,
εὐθὺς κατεπήδησ᾽ εἰς τὸ φρέαρ, ἐγὼ δὲ καὶ
ἡ παῖς ἄνωθεν οὐδὲν ἐποοῦμεν· τί γὰρ
ἐμέλλομεν; πλὴν ἡ μὲν αὑτῆς τὰς τρίχας
ἔτιλλ᾽, ἔκλα᾽, ἔτυπτε τὸ στῆθος σφόδρα,
675 ἐγὼ δ᾽ ὁ χρυσοῦς, ὡσπερεὶ νὴ τοὺς θεοὺς
τροφὸς παρεστώς, ἐδεόμην γε μὴ ποεῖν
τοῦθ᾽, ἱκέτευον, ἐμβλέπων ἀγάλματι
οὐ τῷ τυχόντι. τοῦ δὲ πεπληγμένου κάτω
ἔμελεν ἔλαττον ἤ τινός μοι, πλὴν ἀεὶ
680 ἕλκειν ἐκεῖνον· τοῦτ᾽ ἐνώχλει μοι σφόδρα.
μικροῦ γε νὴ Δί᾽ αὐτὸν εἰσαπολώλεκα·
τὸ σχοινίον γὰρ ἐμβλέπων τῇ παρθένῳ
ἀφῆκ᾽ ἴσως τρίς. ἀλλ᾽ ὁ Γοργίας Ἄτλας
ἦν οὐχ ὁ τυχών· ἀντεῖχε καὶ μόλις ποτὲ
685 ἀνενήνοχ᾽ αὐτόν. ὡς ἐκεῖνος ἐξέβη
δεῦρ᾽ ἐξελήλυθ᾽· οὐ γὰρ ἐδυνάμην ἔτι
κατέχειν ἐμαυτόν, ἀλλὰ μικροῦ [τὴν κόρην
ἐφίλουν προσιών· οὕτω σφόδρ᾽ ε[
ἐρῶ. παρασκευάζομαι δή — τὴν θύραν
690 ψοφοῦσιν. ὦ Ζεῦ Σῶτερ, ἐκτόπου θέας.

***
ΣΩΣ. Στον Ασκληπιό, στη Δήμητρα και σε όλους
παίρνω όρκο τους θεούς ότι κανέναν
άνθρωπο εγώ δεν είδα στη ζωή μου
να πνίγεται σε πιο κατάλληλη ώρα.
Α, τί στιγμές εξαίσιες! Ο Γοργίας,
670 μόλις οι δυο μας μπήκαμε στο σπίτι,
πηδά μες στο πηγάδι. Εγώ από πάνω
στεκόμουνα, και δίπλα μου η κοπέλα,
άπραγοι· τί θα κάναμε δα κιόλας;
Μαδούσε μόνο εκείνη τα μαλλιά της,
στηθοδερνόταν, έκλαιε και θρηνούσε·
πλάι της εγώ, ο … σπουδαίος, σαν κηδεμόνας,
της έλεα να μην κλαίει, να μη χτυπιέται,
κι αυτό το εξαίρετο άγαλμα κοιτούσα.
Δε μ᾽ ένοιαζε και τόσο για το γέρο,
που ᾽χε σακατευτεί μες στο πηγάδι,
680 τραβούσα ωστόσο, μα όχι και με κέφι.
Λίγο έλειψε να γίνω εγώ ο φονιάς του·
γιατί δυο τρεις φορές μέσ᾽ απ᾽ τα χέρια
μου ᾽φυγε το σκοινί, καθώς κοιτούσα
την κόρη θαμπωμένος. Μα ο Γοργίας
στάθηκε Άτλας σωστός· γερά κρατούσε
και, τέλος, με προσπάθεια και με κόπο
στου πηγαδιού τον έφερε τα χείλια.
Σαν βγήκε αυτός, εγώ πετάχτηκα έξω.
Γιατί πια δεν κρατιόμουνα, και λίγο
έλειψε να φιλήσω το κορίτσι·
τόσο πολύ τη λαχταρώ. Και τώρα
έτοιμος είμαι… αλλά χτυπάει η πόρτα.
Με το εκκύκλημα παρουσιάζεται πάνω στο κρεβάτι του
ο Κνήμωνας· δίπλα του η κόρη του και ο Γοργίας
.
690 Τί θέαμα βλέπω, Δία εσύ σωτήρα!

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.4 Γεωγραφική απομόνωση: η Ισλανδική και η Ελληνική

Το αντίθετο συμβαίνει όταν μια γλώσσα είναι γεωγραφικά απομονωμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα σημερινά ισλανδικά. Η γλώσσα αυτή, συγγενική με τα δανικά, τα νορβηγικά, τα σουηδικά (τις σκανδιναβικές γλώσσες), μιλιέται από 250.000 ανθρώπους σε ένα απομονωμένο νησί του Βόρειου Ατλαντικού, την Ισλανδία. Ο μικρός αριθμός ομιλητών και η γεωγραφική απομόνωση εξηγούν γιατί η γλώσσα αυτή άλλαξε πολύ λίγο στα χίλια περίπου χρόνια από τότε που έχουμε γραπτά κείμενά της, ώστε να μπορούμε να παρακολουθούμε την εξέλιξή της.

Το ακριβώς αντίθετο με την ισλανδική χαρακτηρίζει την ιστορία της ελληνικής γλώσσας: απλώθηκε σε ένα τεράστιο γεωγραφικό εύρος και μιλήθηκε από αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Έτσι, άλλαξε γρήγορα και δραστικά. Δεν αποκλείεται η αλλαγή που οδήγησε τους συγγενικούς, αρθρωτικά, φθόγγους η (μακρό [e]), ει (= αρχικά [ei] και αργότερα «κλειστό» μακρό [e]), οι (= αρχικά [oi] και μετά [ü] όπως στο γαλλικό lune 'φεγγάρι', που προφέρεται [lün]) και υ (= [u] ή [ü]) να συμπέσουν και να γίνουν όλοι [ί] (ιωτακισμός), όπως στα νέα Ελληνικά, να υποβοηθήθηκε και να επιταχύνθηκε από τη συνάντηση της Ελληνικής με άλλες γλώσσες που δεν είχαν τέτοιες διακρίσεις και έτσι οι ομιλητές τους δυσκολεύονταν να τις μάθουν. Από τους ίδιους τους αρχαίους μαθαίνουμε ότι κάποιοι ξένοι που μιλούσαν τα ελληνικά «κόνταιναν» τα μακρά φωνήεντα. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δυσκολεύονταν να μάθουν τη διάκριση μακρών και βραχέων φωνηέντων, γιατί δεν την είχαν στη δική τους γλώσσα.

Μην περάσεις τη ζωή σου, χωρίς να τη ζήσεις

Μην περάσεις τη ζωή σου περιμένοντας ανθρώπους να σε καταλάβουν και να σε νιώσουν.
Μην περάσεις τη ζωή σου περιμένοντας ανθρώπους να σε αγαπήσουν.
Μην περάσεις τη ζωή σου περιμένοντας να ταιριάξεις με ανθρώπους που δε σε βλέπουν ως άνθρωπο.
Μην περάσεις τη ζωή σου υπομένοντας συμπεριφορές και ψυχολογικούς πολέμους που δεν άξιζες ποτέ.

Τις ευκαιρίες να τις δίνεις με το σταγονόμετρο και όχι με τη σέσουλα.

Γιατί ξέρεις κάτι; Η ζωή περνάει τόσο γρήγορα που θα ανοίξεις μια μέρα τα μάτια και θα καταλάβεις ότι ζητούσες τα αυτονόητα και σε έκαναν να νιώθεις ένοχη γι’ αυτό και δεν στα έδωσαν και ποτέ.

Κάνε ό,τι κάνουν και οι άλλοι χωρίς εσένα, πίσω από σένα. Ζήσε τη ζωή σου χωρίς τύψεις και χωρίς να περιμένεις κανέναν να αλλάξει ή να έρθει. Μη συζητάς συνεχώς τα αυτονόητα, χαραμίζεις πολύτιμη ενέργεια που θα μπορούσες να κρατήσεις για τους σωστούς ανθρώπους.

Μην κλείνεις τα μάτια σε αυτά που σε πονούν και μην δικαιολογείς συνεχώς αυτούς που σε πονούν. Πες αυτά που νιώθεις μια φορά, δύο φορές, τρεις φορές και αν δεν ακούει κανείς, προχώρα. Το να μιλάς σε τοίχους δε θα αλλάξει τίποτα.

Να περάσεις τη ζωή σου με αυτούς που δηλώνουν δυνατά την παρουσία τους. Με αυτούς που τολμούν να δίνουν συναίσθημα. Που νοιάζονται. Που σκέφτονται δύο τρεις φορές να σε πληγώσουν πάνω σε ένα καβγά. Που δεν σε δηλητηριάζουν κάθε λίγο με τα λόγια τους για να σε έχουν δεδομένη δίπλα τους να αργοπεθαίνεις.

Μην περάσεις τη ζωή σου να είσαι δεδομένη. Να πηγαίνεις εκεί που σε θέλουν και σε διεκδικούν. Εκεί που λένε συγνώμη, που δε σε εγκαταλείπουν, που δεν σε κατηγορούν για τις δικές τους κακουχίες αλλά σε θεωρούν ευλογία στη ζωή τους.

Μην περάσεις τη ζωή σου να θέλεις κάποιον που σε κάνει να βγάζεις συνεχώς έναν κακό εαυτό, ένα τέρας που ούτε εσύ η ίδια δεν αναγνωρίζεις.

Mην περάσεις τη ζωή σου μόνη μέσα στο μυαλό σου να νιώθεις συνεχώς ότι δε σε θέλουν κι ότι δε σε ποθούν ως γυναίκα. Να διερωτάσαι συνεχώς γιατί δε σε θέλουν. Που φταίς και τι κάνεις λάθος.
Ο έρωτας θέλει ανθρώπους που τα δίνουν όλα, άνευ συνθηκών και όρων.

Μην περάσεις τη ζωή σου περιμένοντας τον έρωτα που δεν μπορούν να σου δώσουν. Βγες από τους ηθικούς φράκτες σου και τους φόβους σου και ρίσκαρε να ζήσεις και να νιώσεις.

Mην περάσεις το χρόνο σου χωρίς να δίνεις και να αισθάνεσαι, σε ανούσιες νύχτες με καπνό και μπόχα, έξω από το σώμα σου.
Μην περάσεις το χρόνο σου, να λες άλλα και να νιώθεις άλλα, να κάνεις άλλα και να εννοείς άλλα. Να μην είσαι ο εαυτός σου και να δειλιάζεις μπροστά σε κάθε νέα εμπειρία και μπροστά στα αισθήματά σου.

Μην περάσεις τη ζωή σου χωρίς να τη ζεις, γιατί άλλη ζωή δεν έχεις. Η ζωή είναι τώρα. Ούτε χτες, ούτε αύριο. Είτε εγκλωβιστείς στο χτες είτε στο μέλλον και σε αυτά που ελπίζεις μια μέρα να γίνουν, είσαι πάλι εγκλωβισμένος μακριά από το τώρα και δεν ζεις.

Οι βαθιές επιθυμίες ενοχλούν αυτόν που τις ξεχνάει

«Όλοι έχουμε μέσα μας μίαν άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε». Μια φράση που μένει για πάντα χαραγμένη στο μυαλό σου από τη στιγμή που θα την ακούσεις. Κι είναι μια φράση που έρχεται και κουμπώνει τόσο καλά και τόσο ταιριαστά στους περισσότερους από εμάς. Στην ουσία αυτό που σου φανερώνεται μέσα από αυτή τη φράση είναι πως κανένας από εμάς δεν είναι ποτέ απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωή του. Πάντα θα θέλουμε αυτό το κάτι παραπάνω. Πάντα θα αναζητούμε το «φευγιό» του μυαλού.

Και μπορεί να είσαι ικανοποιημένος κι απόλυτα ευχαριστημένος με τη ζωή που έχεις φτιάξει ως τώρα αλλά η ουσία είναι πως ο κάθε άνθρωπος είναι έτσι φτιαγμένος. Ψάχνεσαι, μπαίνεις στη διαδικασία να σκεφτείς και να φιλτράρεις. Τι είναι αυτό που λείπει κάθε φορά; Τι είναι αυτό που θέλεις να έχεις αλλά δεν έχεις; Δεν υπάρχουν τέλειες ζωές. Όλοι μας κάτι αναζητούμε.

Ίσως μέσα σου να έχεις μια άλλη ζωή πλασμένη για εσένα. Εκείνη που θα σε καταλαβαίνουν όλοι πολύ περισσότερο. Που δε θα παραπονιέσαι άδικα για πράγματα κι αμέσως θα εισακούονται και θα γίνονται πράξη. Ίσως μέσα σου να έχεις μια άλλη ζωή όπου όλα γύρω σου να είναι λιγάκι πιο όμορφα. Ένας κόσμος λιγάκι πιο διαφορετικός, πιο δίκαιος ίσως. Που δε θα χρειάζεται να υπερβείς τον εαυτό σου και να διακινδυνεύσεις καταστάσεις για να αποδείξεις τα απολύτως λογικά. Που το άδικο θα παραμερίζεται εκεί που του αξίζει.

Μπορεί μέσα σου να έχεις μια άλλη ζωή που να είναι πολύ πιο δυναμική από αυτή που έχεις τώρα. Να σε σπρώχνει με τον δικό της τρόπο να κάνεις περισσότερα. Η ζωή που απαιτεί και δεν κάνει πίσω, ώστε να σε ωθήσει να καταφέρεις ακόμη πιο πολλά. Όχι γιατί δεν μπορείς αλλά γιατί μέχρι τώρα μάλλον δεν το τόλμησες.

Μπορεί μέσα σου να έχεις μια ζωή που δεν έζησε τον έρωτα όπως θα ήθελε να τον ζήσει. Τον έρωτα στον οποίο παραδίνεσαι ψυχή και σώμα όχι άβουλα αλλά συνειδητά. Κι ίσως να ανήκεις σε εκείνους που δεν έζησαν καν τον έρωτα. Δεν ένιωσαν καν πώς είναι το φιλί, το άγγιγμα και η επαφή που έρχεται μέσα από έναν δυνατό έρωτα κι όχι από κάποια σχέση συμβιβασμού. Ίσως η ζωή μέσα σου να σε βάζει στη διαδικασία να φέρεις πάλι στη μνήμη σου παλιούς σου έρωτες, να σκαλίσεις τα μονοπάτια που δε σε οδήγησαν σε αυτούς. Όχι για να καταλήξεις απαραίτητα κάπου αλλά για να καταλάβεις καλύτερα εσένα.

Όλοι έχουμε μια ζωή μέσα μας τελικά που μάς ωθεί καθημερινά να κάνουμε όλα τα παραπάνω κι άλλα τόσα. Εκεί εξάλλου κρύβεται και η ισορροπία των πραγμάτων. Στο να αναρωτιέσαι, στο να ξεφεύγει το μυαλό όπως κι όποτε μπορεί. Αυτές οι μικρές αλλά τόσο σημαντικές αποδράσεις του μυαλού στην άλλη, τη ζωή που κρατάς καλά φυλαγμένη μέσα σου. Και κάθε φορά που θα θέλει να σου επισημάνει κάτι θα σου χτυπάει λιγάκι την πόρτα της δικής σου ζωής. Να σε ταρακουνάει, να σε ξυπνάει από το λήθαργο. Να σου λέει «πάμε, θυμήσου τι ήθελες».

Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει αναρωτηθεί γι’ αυτό ακόμη κι αν έχει δημιουργήσει μια πολύ ευτυχισμένη πρακτικά και ρεαλιστικά ζωή. «Πώς θα ήμουν άραγε αν…» Αυτό το «αν» είναι που πυροδοτεί την κάθε σκέψη. Αυτό το μαγικό «αν» είναι που σε κάνει να διατηρείς τη ζωή που θέλεις να έχεις μέσα σου. Τώρα αν θα καταφέρεις να κάνεις το μέσα σου πράξη αυτό είναι άλλο θέμα. Αλλά ακόμη κι αν δεν επαναστατήσεις προς τον ίδιο σου τον εαυτό με φουλ επίθεση μπορείς να τον βάζεις να βιώνει αυτά τα μικρά «σοκ» κάθε φορά που τον αναγκάζεις να φαντάζεται αυτή την άλλη ζωή. Κι ίσως έτσι, με αυτόν τον τρόπο να πλησιάζεις ακόμη πιο πολύ σε αυτό που δεν έχεις.

Τελικά η ζωή μέσα σου, που ενοχλεί, που απαιτεί, που παραπονιέται και που δεν έζησε ίσως να είναι το υποσυνείδητό σου. Το υποσυνείδητο είναι πάντα «αχόρταγο», μάς κάνει να θέλουμε, να φανταζόμαστε, να κρίνουμε, να απαιτούμε, να ονειρευόμαστε, να κάνουμε σχέδια κι ας πάνε όλα στράφι. Αυτή λοιπόν είναι η ζωή μέσα μας. Μια άλλη παράλληλη ζωή η οποία ακολουθεί μόνο τις δικές μας εντολές. Είναι η ιδανική ζωή γιατί εκεί δε μας λέει κανείς τι και πώς να το κάνουμε. Είναι η τέλεια ζωή επειδή εκεί δε θα μας περιορίζουν οι συνέπειες που αντίστοιχα έχουμε στην κανονική μας ζωή. Στο υποσυνείδητο όλα λειτουργούν διαφορετικά.

Ο άνθρωπος είναι παράξενο όν τελικά. Με τίποτε δε θα είναι ποτέ ευχαριστημένος αλλά αυτό είναι το χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης. «Τακτοποιημένη ζωή, άτακτα συναισθήματα. Όλοι έχουμε μέσα μας μια άλλη ζωή η οποία ενοχλεί, απαιτεί, παραπονιέται, δεν έζησε.»

Ντανταϊσμός: Το κίνημα που μέσα από το «τίποτα» έβγαλε τα πάντα

Η τέχνη είναι απορία της ανάγκης μας να τοποθετήσουμε την ψυχή μας σε ένα πλαίσιο πραγματικότητας. Θα λέγαμε πως αποτελεί έναν τρόπο να δώσουμε υπόσταση σε συναισθήματα και σκέψεις, να κάνουμε ύλη το άπιαστο, το ονειρικό. Ακολουθεί τη ζωή, τη μιμείται, την κοροϊδεύει, την επικρίνει, τη μαλώνει, την αρνείται, την καταδικάζει, την αγκαλιάζει, όπως και να ‘χει την πιάνει από το χέρι και προχωρούν μαζί.

Δεν είναι τυχαίο πως κάθε φορά που η κοινωνία βράζει σαν καζάνι με διάφορα θέματα που μπορεί να την απασχολούν, η τέχνη έρχεται να πάρει θέση, να μεταμορφωθεί, να προσαρμοστεί και να ανθήσει. Πολλά καλλιτεχνικά ρεύματα δημιουργήθηκαν μετά -ή κατά τη διάρκεια- συνθηκών μέσα στις οποίες το κοινωνικό γίγνεσθαι φλεγόταν. Ένα από αυτά, είναι ο Ντανταϊσμός!

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα κάπου στα μέσα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου όπου στη Ζυρίχη γεννιέται έναν νέο καλλιτεχνικό ρεύμα, το Νταντά. Από το όνομά του και μόνο καταλαβαίνουμε ότι το σημαντικό σε αυτό το κίνημα είναι η παντελής έλλειψη λογικής νοηματοδότησης. Προέκυψε από συλλαβές που προφέρουν κυρίως τα μωρά στις πρώτες προσπάθειες απόδοσης λόγου. Χωρίς σκέψεις, προερχόμενες φυσικά και καθόλου κατευθυνόμενες. Δημιουργός του κινήματος και σημαντικό πρόσωπο καθ’ όλη την πορεία του, αποτέλεσε ο Ρουμάνος ποιητής Τριστάν Τζαρά. Δύο μανιφέστα γράφτηκαν για το κίνημα αυτό· ένα το 1916 και ένα το 1918 αναλύοντας όλα τα στοιχεία και τις διαθέσεις που πρέσβευε.

Ο Ντανταϊσμός, χρονικά, εμφανίστηκε σε μία περίοδο δύσκολη σχεδόν τρομακτική, ακριβώς στο σημείο που ο κόσμος είχε πια χάσει και την παραμικρή βεβαιότητα και κάθε πίστη του στις απόλυτες αξίες. Ο ορθολογισμός των προηγούμενων χρόνων μας είχε οδηγήσει σε έναν φρικτό πόλεμο, άρα; Η μόνη διέξοδος και η μόνη λύση που φαίνονται σωστές ήταν επιστροφή στην αυθεντικότητα. Επιστροφή στα φυσικά ένστικτα σε εκείνα που σε κάνουν να αντιστέκεσαι σε ό,τι προκαλεί η λογική. Το παράδοξο, το παράλογο και το φανταστικό είναι το τρίπτυχο του κινήματος και θα λέγαμε πως μέσα σε αυτές τις τρεις λέξεις περιγράφονται όλα όσα ήθελε να φωνάξει.

Οι αντιφάσεις μας γενιάς που μεγάλωσε στη σκιά ενός πολέμου έρχονται να πέσουν σαν βροχή επάνω στους «πατεράδες» τους. Στην προηγούμενη γενιά που με τις πράξεις τους έφεραν την ανθρωπότητα να παλεύει μέσα σε ανούσιες μάχες και πολέμους που το μόνο που ξέρουν είναι να στερούν παιδιά από τις μάνες. Η κεντρική ιδέα λοιπόν έγκειται στη δημιουργία ενός νέου κόσμου· για να γίνει όμως αυτό ο παλιός, θα πρέπει να γκρεμιστεί. Είναι τόσο σαθρός και σάπιος που δεν μπορεί παρά να διαλυθεί συθέμελα για να έρθει ο νέος να βρει πρόσφορο έδαφος να ανθίσει. Ο εξτρεμισμός τους οδηγούσε με κάθε τρόπο στην αρχέγονη φύση του ανθρώπου σε κάθε είδος τέχνης (βλέπε κι αυτόματη γραφή χωρίς ροή, λογική και ειρμό) όπως αυτό δεν περιοριζόταν μόνο στην τέχνη, ήταν κομμάτι ολόκληρης της ζωής τους.

Η κατάσταση αυτή δεν είναι μακρινή από τη σημερινή. Ζούμε σε συνθήκες βάναυσες, σκληρές και βλέπουμε έναν σάπιο κόσμο που έχει αρχίσει σιγά σιγά να γκρεμίζεται. Είναι σαν να έχει ανάψει ένα σπίρτο και η φωτιά πηγαίνει αργά αργά προς την κροτίδα· και όταν φτάσει; Η οργή των πληγωμένων ανθρώπων, η οργή των ανθρώπων που ζουν στη σκιά της εκμετάλλευσης, της βίας, ενός «αόρατου» πολέμου είναι πια εκείνη που θα σημάνει την οριστική έκρηξη. Η βία γενιά βία και όπως λένε οι Ντανταϊστές δεν μπορείς να φτιάξεις έναν νέο κόσμο στα απομεινάρια ενός παλιού. Πρέπει να τον διαλύσεις, να καθαρίσεις και να χτίσεις ξανά από την αρχή.

Βρισκόμαστε πια στη φάση που αναγνωρίζουμε και βλέπουμε την ασχήμια του κόσμου που έφτιαξαν οι πριν από εμάς για μας κι είμαστε η γενιά που αναλαμβάνει την κάθαρση. Ιδανικά τα εξτρεμιστικά μέσα θέλουμε πραγματικά να λείπουν αλλά πόσες φορές η επανάσταση βάφτηκε κόκκινη γιατί δεν υπήρχε άλλο χρώμα; Πόσες φορές για να κερδίσει το δίκιο έπρεπε να φωνάξει γιατί κανείς δεν το άκουγε όταν μιλούσε; Η ώρα για να αμφισβητήσουμε και να προχωρήσουμε ήταν τότε, τώρα και πάντα.

Οι επιλογές μας και το πεπρωμένο

Πόσο ασκούμε έλεγχο πάνω στη ζωή μας και πόσα οφείλονται σε ότι αποκαλούμε τύχη ή μοίρα; Στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι δίνουν μεγάλη έμφαση στο συνειδητό κομμάτι του μυαλού, θεωρώντας ότι επιλέγουμε και αποφασίζουμε κυρίως με αυτό.

Ότι η συμπεριφορά μας εξαρτάται από τα γεγονότα, και όχι από τον εαυτό μας. Αυτό όμως δεν αρκεί για να εξηγήσει γιατί κάποιες φορές επιλέγουμε ή μένουμε σε δυσάρεστες καταστάσεις, σε σχέσεις με ανθρώπους που μας φέρονται άσχημα, επιφανειακά ή απλά δεν μας γεμίζουν. Απλά επειδή μπορεί να μας λένε αυτό που συναισθηματικά θέλουμε να ακούσουμε ή ζητάμε.

Κάποιες φορές ευθύνεται το ότι από μικρή ηλικία άνθρωποι έχουν σχηματίσει χαμηλή εικόνα για τον εαυτό τους και μπορεί να έλκονται από έναν ανάλογο σύντροφο, ο οποίος «ταιριάζει» στην χαμηλή τους αυτοεικόνα; Είναι πιο εύκολο να θεωρήσουμε κάτι ως αναπόφευκτο, παρά να ανακαλύψουμε γιατί το ζητάμε και να αλλάξουμε. Συμπεριφερόμαστε συναισθηματικά μέσα από την ασυνείδητη μνήμη μας, σύμφωνα με το τί μάθαμε ως «σωστό» πρότυπο και το τι μας «λείπει».

Αυτό που δε θέλει κανείς να ξέρει για τον εαυτό του καταλήγει να επέρχεται σαν πεπρωμένο έλεγε ο Karl Jung αναφερόμενος σε ένα τρίτο ενδεχόμενο, οι επιλογές μας να οφείλονται σε μία ασυνείδητη εικόνα του εαυτού μας η οποία «επιλέγει» το πώς θα συμπεριφερθούμε. Η λογική μας πλευρά, δίνει απλά επιφανειακές ερμηνείες της συμπεριφοράς μας, αποκαλώντας ίσως κάποιες επιλογές μας, για παράδειγμα τον φόβο ή την αδράνεια, ως μοίρα.

Η μνήμη μας μοιάζει με ένα δίσκο βινυλίου που παίζει σε ένα γραμμόφωνο. Ο δίσκος αυτός έχει όμως λογιών λογιών αυλάκια. Και η βελόνα του γραμμοφώνου, (το συνειδητό μας), δεν μπορεί από μόνη της να τα διαβάσει όλα. Ένα όμορφο άρωμα μπορεί να μας θυμίσει κάποιον που το φόραγε, παρότι δεν έχουμε συνείδηση αυτής της ανάμνησης, μέχρι να ξανασυναντήσουμε αυτό το άρωμα.

Κι αν νιώθουμε έντονα συναισθήματα την ώρα που ζούμε κάτι, το αυλάκι που δημιουργείται στον δίσκο του βινυλίου, χαράσσεται πιο βαθιά. Κάπως έτσι γράφονται στον δίσκο και οι πιο απλές επιδράσεις του περιβάλλοντος μας από παιδική ηλικία. Και από την ασυνείδητη μας μνήμη επηρεάζουν και "μπολιάζονται" με το συνειδητό μας. Μπορεί να θέλουμε κάτι, και να μην ξέρουμε γιατί το ζητάμε. Μπορεί να αδρανούμε απέναντι σε μία δυσάρεστη κατάσταση και να μην ξέρουμε γιατί δεν την αλλάζουμε. Ή να νομίζουμε ότι δεν έχουμε την δύναμη να την αλλάξουμε. Μπορεί στο σήμερα κάτι φαινομενικά απλό να μας αγγίζει ιδιαίτερα, ακόμη και να μας δημιουργεί άγχος, και να ξυπνά συναισθήματα μιας πολύ παλιάς εγγραφής, όμως το εξωτερικό αυτό γεγονός να είναι μόνο η αφορμή..

Αυτή είναι η μαγεία του ανθρώπινου μυαλού, μας ξεγελά νομίζοντας ότι ζούμε και αντιδρούμε, πάντοτε συνειδητά, μόνο με βάση το εδώ και τώρα. Αξίες, πεποιθήσεις, αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό μας, μπορεί να είναι προϊόν μιας όχι τόσο σωστής εγγραφής στο αυλάκι του δίσκου που παρεμβάλλει στην μουσική της ζωής μας ,του τώρα, το χθες, χωρίς καν να το καταλαβαίνουμε. Η ψυχολογία "διαβάζει" και τα αυλάκια που η βελόνα του δικού μας γραμμοφώνου δεν μπορεί να αγγίξει. Και ανασύρει την μουσική της ζωής μας για να την επεξεργαστούμε πιο σωστά. Κάτι για παράδειγμα που μας μάθανε μικροί και το δεχτήκαμε ως απόλυτα σωστό για τον εαυτό μας κι ας μην ήταν. Αλλάζοντας τις σκέψεις και τα συναισθήματα με μια πιο αντικειμενική ματιά στο σήμερα, μπορούμε και αλλάζουμε το παρελθόν μας.

Γιατί η μνήμη μας παίζει συνεχώς την μουσική της και η σκέψη μας «ζητάει» συνεχώς την γνώμη της, προσπαθώντας να κατανοήσει ακόμα και ότι καινούριο συναντάμε, άνθρωπο ή κατάσταση. Γι' αυτό λέμε ότι βλέπουμε τον κόσμο όπως μας έμαθαν να τον βλέπουμε. Όμως η πιο ωραία μουσική ακούγεται όταν διαβάσουμε και τις κρυφές νότες του μυαλού μας. Τότε απολαμβάνουμε το τώρα στην πραγματική του διάσταση.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη

Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ελεύθερος από τι;

Ο άνθρωπος δεν έχει αναπτυχθεί συμμετρικά, με την έννοια ότι από πλευράς γνώσης και λογικής φαίνεται ότι έχει ενηλικιωθεί, αλλά από πλευράς συναισθηματικής και ηθικής ανάπτυξης φαίνεται να παραμένει ανώριμος.

Η ανάγκη της γρήγορης ωρίμανσης του ανθρώπου και στον συναισθηματικό και ηθικό τομέα φανερώνεται επιτακτική.

Για να πετύχουμε το στόχο μας, δηλ. να ωριμάσουμε συναισθηματικά και ηθικά, θα πρέπει πρώτα ν’ απαντήσουμε στο βασικό ερώτημα: Τι χαρακτηρίζει έναν ώριμο άνθρωπο; Η απάντηση είναι νομίζω σαφής: Είναι ο άνθρωπος με ελεύθερη και φιλόκοσμη σκέψη.

Όταν λέμε ότι ένας άνθρωπος έχει ελεύθερη σκέψη, ότι είναι ελεύθερος στοχαστής, προκύπτει το εύλογο ερώτημα: Η ελευθερία αυτή σε τι συνίσταται; Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι ελεύθερος από τι; Mε τον όρο ελεύθερη σκέψη, εννοούμε το άτομο που είναι ελεύθερο τουλάχιστον από τις εξής δύο μεγάλες αιχμαλωσίες: Από τα ανθρώπινα πάθη και από τις προκαταλήψεις.

Τα πάθη μας είναι η πιο ισχυρή αιχμαλωσία. Το χρήμα, η δόξα, η δύναμη, η προβολή, η μισαλλοδοξία, η ζήλια, το μίσος, ο φθόνος, και τόσα άλλα, όταν μάλιστα είναι σε έντονο βαθμό και ακόμα χειρότερα όταν φθάνουν σε ακραίες καταστάσεις, αιχμαλωτίζουν το άτομο για τα καλά. Τον μετατρέπουν σε όμηρο, έρμαιο των παθών του.

Η προκατάληψη είναι και αυτή εξίσου ισχυρή αιχμαλωσία. Οι ηθικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, φυλετικές και εθνικιστικές διακρίσεις, καθώς και οι διακρίσεις ως προς την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, τη σωματική ή διανοητική ικανότητα, είναι μέρος του μεγάλου καταλόγου των προκαταλήψεων.

Και εδώ, όπως και στην περίπτωση των παθών μας, όταν οι προκαταλήψεις φθάσουν σε υπερβολές και σε ακραίες καταστάσεις, αιχμαλωτίζουν το άτομο για τα καλά. Τον μετατρέπουν σε όμηρο, έρμαιο των προκαταλήψεών του.

Γι’ αυτούς που προσπάθησαν να ξεφύγουν από κάθε μορφή αιχμαλωσίας, φρονώ ότι δεν μπορεί να ισχυρισθεί κάποιος ότι τις ξεπέρασε όλες και πέρα για πέρα. Επομένως, ο ελεύθερος στοχαστής δεν είναι εκείνος που ξέφυγε απ’ όλες τις αιχμαλωσίες, αλλά εκείνος που συνεχώς μάχεται να τις υπερβεί, γιατί η κάθε μορφή αιχμαλωσίας «θολώνει» το μυαλό μας και δεν μπορούμε να δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, αλλά τα βλέπουμε παραμορφωμένα.

Δεν μπορούμε να αντικρύσουμε την αλήθεια, γιατί είναι σκιασμένη από τις αναρίθμητες αιχμαλωσίες μας. Σε μερικές δε περιπτώσεις δεν μπορούμε να τη δούμε καθόλου, γιατί είναι πολύ σκοτεινή, βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι.

Για τον νέο ιδανικό άνθρωπο που προτείνουμε (δηλ. τον άνθρωπο με ελεύθερη σκέψη), θα κάνουμε το εξής πολύ βασικό σχόλιο. Ένα σχόλιο που επαναλαμβάνεται άλλωστε σε πολλά σημεία του blog. Ότι δηλ. όταν προτείνουμε κάποιο ιδανικό πρότυπο ανθρώπου ή κάποια ιδανική λύση για κάποιο πρόβλημα, φροντίζουμε να διευκρινίζουμε ότι ξεκινάμε από το ιδανικό για να φθάσουμε σ’ αυτό που είναι ανθρωπίνως δυνατόν.

Διευκρινίζουμε λοιπόν εδώ, ότι ο νέος ιδανικός άνθρωπος που προτείνουμε είναι αυτός, που με τη σωστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα (αξίες, παιδεία, κοινωνία, πολιτισμό, πολιτική, κ.λ.π.), προσπαθεί να πλησιάσει, όσο το δυνατόν περισσότερο, τον νέο ιδανικό άνθρωπο. Μ’ αυτή τη θέση, κάνουμε σαφές ότι οι προτάσεις μας θέλουμε να είναι όσο γίνεται πιο κοντά στα μέτρα του ανθρώπου, γιατί διαφορετικά, αν κάποτε εφαρμοστούν, είναι καταδικασμένες ν’ αποτύχουν.

Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να πιστεύει σε κάποια θρησκεία, μπορεί να έχει ενδιαφέρον για την εξουσία, μπορεί ακόμα και να έχει εθνικιστικές τάσεις. Θα πρέπει όμως να έχει φθάσει σ’ αυτές τις επιλογές με «καθαρό» μυαλό, δηλαδή αφού πρώτα απελευθερώθηκε από τις αιχμαλωσίες του και ιδιαίτερα από τα πάθη του και τις προκαταλήψεις του. Επιπλέον, θα πρέπει να είναι πρόθυμος να συζητήσει και ν’ ακούσει απόψεις άλλων, που ενδεχομένως να είναι αντίθετες με τις δικές του, και αν τις βρει πειστικές, ν’ αλλάξει γνώμη, ή στάση, ή πεποίθηση.

Ο ελεύθερος στοχαστής χαρακτηρίζεται όχι τόσο γι’ αυτά που πιστεύει, αλλά για τον τρόπο με τον οποίο τα υποστηρίζει. Όταν κάποιος πιστεύει σε κάτι επειδή του το είπαν οι γονείς του ή γιατί του το υπέδειξε ο κοινωνικός περίγυρος, δεν είναι ελεύθερος στοχαστής. Αντίθετα, όταν κάποιος πιστεύει και στηρίζει (και αν χρειαστεί και με θυσίες) μια αξία, όπως π.χ. τη δικαιοσύνη, γιατί πείστηκε ο ίδιος ότι η δικαιοσύνη είναι ένα υπέρτατο κοινωνικό αγαθό, τότε αυτός είναι ένας πράγματι ελεύθερος άνθρωπος.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη πρέπει να γνωρίζει τα όριά του. Όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, να μην φθάνει στην ύβρη, γιατί τότε δεν βλέπει άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τα δικά του, ή νομίζει ότι τα δικά του ενδιαφέροντα είναι τα μόνα σπουδαία.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη μπορεί να μείνει ελεύθερος ακόμα και ανάμεσα στους τοίχους της φυλακής. Η ελευθερία είναι γι’ αυτόν σκοπός ζωής. Όπως μας λέει και ο ποιητής μας Μαβίλης:

«Ελευθερία για σένα ζώ,
για σε μόνο παλεύω
κι αν εις τον κόσμο δε σε βρω,
αλλού θα σε γυρεύω


Με τον όρο ελεύθερη σκέψη, συνήθως εννοούμε κάτι το αντίθετο προς την επικρατούσα αντίληψη. Αυτό όμως είναι μονάχα ένα από τα πολλά συμπτώματα της ελεύθερης σκέψης, σημαντικότατο βέβαια, αλλά δεν αποτελεί την ουσία της ελεύθερης σκέψης.

Η αμφισβήτηση είναι πηγή εξέλιξης της γνώσης. Στην αμφισβήτηση οφείλει η ανθρωπότητα τα βήματα που έκανε προς τα μπρος, με κορυφαίους τους αρχαίους Έλληνες. Ο ελεύθερος στοχαστής αμφισβητεί μπροστά στο κατεστημένο. Δεν υποκλίνεται μπροστά στο κύρος κάποιων, δεν σκύβει μπροστά στην αυθεντία. Υποχωρεί μόνο στις αποδείξεις. Δεν επιθυμεί την απόλυτη ελευθερία της αναρχίας. Αντίθετα, η επιθυμία του είναι να ξέρει την αλήθεια.

Ελεύθερη σκέψη είναι εκείνη που μπορεί ν’ αμφισβητεί με τεκμηριωμένο τρόπο τα δεδομένα, να διακρίνει ανάμεσα στη γνώση (αλήθεια), τη γνώμη και το αγαθό, καθώς και ν’ αγωνίζεται για τη δημιουργία των συνθηκών που επιφέρουν την κοινωνική και πνευματική τους σύγκλιση. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, είναι προφανές ότι καθοριστικό ρόλο παίζει η απελευθέρωση του ανθρώπου από τις προκαταλήψεις και τ’ ανθρώπινα πάθη του.

Το γνώθι σ’ αυτόν είναι αυτοπροσδιορισμός και αποτελεί τη βάση του ανθρώπου μ’ ελεύθερη σκέψη. Ο ετεροπροσδιορισμός δηλώνει άνθρωπο χωρίς ελεύθερη σκέψη, αφού περιμένει από τους άλλους την επιβεβαίωση.

Ο δρόμος για την κατάκτηση της ελεύθερης σκέψης χρειάζεται μεγάλη και συνεχή προσπάθεια. Εξάλλου ο Ανδρέας Κάλβος υποστηρίζει ότι «θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία».

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

Η ελεύθερη σκέψη είναι ο ακρογωνιαίος λίθος για την αναζήτηση της αλήθειας. Η ελεύθερη σκέψη είναι το διανοητικό θάρρος (ο φόβος κάνει μισούς τους ανθρώπους). Το αληθινό ύψος του ανθρώπου μετριέται με το μέτρο της ελεύθερης σκέψης.

Ο καθένας μας έρχεται να ζήσει πάνω στη Γη ελεύθερος και κανένας μας δεν πρέπει να γίνεται πιόνι, παίγνιο κανενός. Η ελευθερία του ατόμου είναι να εκφράζει τις γνώμες και τις ελπίδες του για την ανθρωπότητα, είτε τις συμμερίζονται πολλοί, είτε τις συμμερίζονται λίγοι, ή ακόμα και κανένας.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη δεν ανταλλάσσει την τιμή του και την αξιοπρέπειά του, με τίποτα. Η ανθρωπότητα πάει μπροστά με τις εξαιρέσεις: Τους ολίγους εκείνους ελεύθερους ανθρώπους, που τολμούν να πουν τη γνώμη τους χωρίς προσωπείο, χωρίς ψέμα. Το άτομο με ελεύθερη σκέψη γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να ανακαλύψεις νέους ωκεανούς, αν δεν έχεις το κουράγιο να ξεφύγεις από τη θέα της ακτής. Το άτομο με ελεύθερη σκέψη, αλλά ταυτόχρονα με σύνεση και καλοσύνη, είναι το επιθυμητό πρότυπο του ανθρώπου, για κάθε εποχή και για κάθε κοινωνία.

Οι άνθρωποι με ελεύθερη σκέψη μπορούν να δουν καθαρά την αλήθεια. Μόνο αυτοί έχουν ωφελήσει την ανθρωπότητα. Αντίθετα, την ανθρωπότητα την καταπίεσαν, την εκμεταλλεύτηκαν, την καταδυνάστευσαν, την ποδοπάτησαν, την κατέστρεψαν, την καταστρέφουν και θα συνεχίζουν να την καταστρέφουν, εκείνοι που έχουν ανελεύθερη σκέψη.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη μπορεί να είναι ευτυχισμένος, είτε είναι πλούσιος είτε φτωχός, είτε είναι διάσημος είτε ασήμαντος, είτε έχει παιδιά είτε όχι, είτε έχει καλή υγεία είτε όχι. Αρκεί να είναι ελεύθερος.

Η ανάγκη της ελεύθερης σκέψης είναι σήμερα επιτακτική όσο ίσως ποτέ άλλοτε. Ο πλανήτης Γη αργοπεθαίνει. Η ανθρωπότητα είναι βυθισμένη στο σκοτάδι της σκοπιμότητας, της διαπλοκής, των συμφερόντων, της εύκολης λύσης. Ποιοι μπορούν να τη θεραπεύσουν, να τη σώσουν; Στην προκειμένη περίπτωση μόνο οι άνθρωποι με ελεύθερη σκέψη. Αυτοί μπορούν να δουν τα πράγματα με διαύγεια πνεύματος και να οδηγήσουν την ανθρωπότητα στο σωστό δρόμο.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη δε μπορεί να είναι αδρανής όταν καίγεται ένα δάσος, όταν μολύνεται μια λίμνη, όταν εξαφανίζονται είδη ζωής, όταν γίνεται πόλεμος σε κάποιο σημείο του πλανήτη, όταν σε κάποιες χώρες μικρά παιδιά αλλά και μεγάλοι πεθαίνουν από την πείνα, όταν υπάρχει εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο, όταν υπάρχει αδικία, όταν υπάρχει ανηθικότητα.

Πρέπει να σταθούμε πολύ προσεκτικά στο εξής θέμα. Πολλοί ταυτίζουν τον ώριμο άνθρωπο με αυτόν που προσαρμόζεται στην εκάστοτε «πραγματικότητα», στο εκάστοτε «περιβάλλον». Και έχει προσαρμοστεί με την έννοια ότι υιοθετεί τις όποιες αξίες, καλές ή κακές, συμβαίνει να επικρατούν μέσα στην κοινωνία τη συγκεκριμένη περίοδο που ζει, με την απαράδεκτη δικαιολογία ότι αυτός είναι ο δρόμος της επιβίωσης.

Ο άνθρωπος αυτός υποτιμά, παραγκωνίζει και λοιδορεί εκείνους που είναι σταθερά προσηλωμένοι στις πανανθρώπινες αξίες, στις πνευματικές αξίες, στην αλήθεια (γνώση) και στο αγαθό. Αξίες που είναι οικουμενικές και διαχρονικές.

Υπάρχει μια διαχρονική αλήθεια. Όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε μια κοινωνία κυριαρχείται από ιδιοτέλεια και προπαντός από τρομοκρατία, τότε οι δειλοί άνθρωποι συντάσσονται με τον δυνατό και με το συμφέρον τους. Αυτό με τη σειρά του ενισχύει την κακή περιρρέουσα ατμόσφαιρα και έτσι το κακό μεγαλώνει και δυναμώνει.

Τότε ο δειλός γίνεται σκληρός και αδίστακτος υποστηρικτής των συμφερόντων του. Αυτό πάλι, με τη σειρά του χειροτερεύει ακόμα περισσότερο τα πράγματα, και ο φαύλος κύκλος οδηγεί σε απάνθρωπες κοινωνίες.

Εκείνοι που «προσαρμόζονται» στις εκάστοτε επικρατούσες αξίες, όπως είναι σήμερα οι υλικές αξίες, επιμένουν πεισματικά ότι αυτός είναι ο μόνος σωστός δρόμος Εκείνοι που προσαρμόζονται στις εκάστοτε αξίες, είναι προφανώς άνθρωποι χωρίς ελεύθερη σκέψη.

Είναι εγκλωβισμένοι στα μικροσυμφέροντά τους και μάλιστα δεν διστάζουν να ποδοπατήσουν το διπλανό τους, να κατακρεουργήσουν τις οικουμενικές αξίες, να αμαυρώσουν την αλήθεια για να πετύχουν τους άδικους και ανήθικους στόχους τους.

Να τι έλεγαν για την ελεύθερη σκέψη δύο μεγάλοι της νεότερης Ελλάδας. Ο Ρήγας Φεραίος: «Όποιος συλλογιέται ελεύθερα, συλλογιέται σωστά». Ο Νίκος Καζαντζάκης: «Δεν πιστεύω σε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα, είμαι ελεύθερος».

Ένας σημαντικός δείκτης ανθρώπου με ελεύθερη σκέψη είναι αυτός που με ευχαρίστηση δηλώνει δωρητής οργάνων. Ένας ανώνυμος δωρητής οργάνων είχε κάποτε πει: «Όταν πεθάνω, δώστε όλα μου τα όργανα σε παιδιά, σε μεσήλικες, σε μεγάλους να γίνουν καλά, να βλέπουν, ν’ ακούν, να περπατούν.

Δώστε τους και το τελευταίο μου κύτταρο για να γίνουν κάποιοι υγιείς, χαρούμενοι, ευτυχισμένοι. Αν είναι να θάψετε κάτι από μένα, θάψτε τις προκαταλήψεις και τ’ ανθρώπινα πάθη μου. Αν είναι κάτι από μένα που πρέπει να φάνε τα σκουλήκια, να είναι η ματαιοδοξία και ο φθόνος μου».

Φαντασθείτε τη στιγμή που όλοι οι άνθρωποι της Γης θα γίνουν δωρητές οργάνων. Τότε θα έχει δημιουργηθεί ένας πανανθρώπινος ιστός που όλοι μαζί θα νιώθουμε ως ένας άνθρωπος, αφού κάποιο όργανο ενός ανθρώπου από τη Ρωσία μπορεί να βρεθεί στο σώμα ενός ανθρώπου από την Αργεντινή, από κάποιον από τις Ινδίες σε κάποιον στην Αφρική.

Μια τέτοια εικόνα της ανθρωπότητας θα είναι η ατράνταχτη απόδειξη ότι ο καθένας μας δεν νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του, αλλά για όλους τους συνανθρώπους του, αφού κάποιο μέλος του σώματός του μπορεί να βρεθεί σε συνάνθρωπό του στα πέρατα της Γης που δε γνώριζε και ούτε θα γνωρίσει ποτέ.

Ένας πιο σημαντικός δείκτης ανθρώπου με ελεύθερη σκέψη είναι αυτός που δίνει όσα μπορεί για το συνάνθρωπό του σε όλο το διάβα της ζωής του. Δεν περιμένει πρώτα να φθάσει στα πρόθυρα του θανάτου και τότε να δώσει, να δωρίσει.

Δωρίζει κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ζωής του όλα όσα μπορεί με το νου και την ψυχή του για να κάνει το συνάνθρωπό του, όχι μόνο πιο υγιή, αλλά να τον κάνει πιο ανθρώπινο, πιο πολιτισμένο, ελεύθερο στη σκέψη, ελεύθερο από τις προκαταλήψεις και τ’ ανθρώπινα πάθη του, προσηλωμένο στο βωμό της παγκόσμιας ελπίδας για έναν πλανήτη υγιή, για μια ανθρωπότητα ευτυχισμένη.

Τι πιο υπέροχο από το όχι μόνο να γίνουμε όλοι δωρητές οργάνων, αλλά και δωρητές της ψυχής μας, του νου μας, της ευτυχίας μας, των αγαθών κάθε μορφής που διαθέτουμε.

Τότε θα έχουμε φτιάξει έναν υπέροχο, πανέμορφο, πανανθρώπινο, πανίσχυρο ιστό που μπορεί ν’ αποτελέσει τη βάση για μια ανθρωπότητα συμπόνιας, αλληλεγγύης, αγάπης και ανθρωπιάς. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι σε κάποια μεγάλη ανάγκη που βρίσκεται ένας συνάνθρωπός μας σήμερα, μπορεί να βρεθούμε αύριο και εμείς.

Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη βασίζεται στις δυνάμεις του, στη γνώμη του, στις απόψεις του. Δεν θέλει αναστηλώματα από άλλους. Όπως μας λέει και ο ποιητής μας Δροσίνης:

«Δεν θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο.
Ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω


Ο άνθρωπος με ελεύθερη σκέψη πρέπει να προσπαθεί να είναι δυνατότερος, ανθεκτικότερος και πιο ειλικρινής απ’ ό,τι μας έφτιαξε η φύση. Δεν πρέπει να αρκείται στην αφηρημένη ελεύθερη σκέψη, γιατί η ελεύθερη σκέψη από μόνη της δεν αρκεί. Πρέπει να δρούμε, να είμαστε μαχόμενοι, και προπαντός να έχουμε γρανιτένια αποφασιστικότητα και να στηρίζουμε τα λόγια μας με τα έργα μας, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να δώσουμε πολλά, ακόμα και τη ζωή μας.

Πρέπει να έχουμε τη δύναμη να δεχθούμε την ανθρώπινη τραγωδία μας, ότι δηλ. βρεθήκαμε σ ’έναν κόσμο που δεν τον φτιάξαμε εμείς και είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε μέσα σ’ αυτόν. Μπορούμε όμως να ενδιαφερθούμε και να φτιάξουμε αυτόν τον κόσμο όσο γίνεται καλύτερο και φωτεινότερο με τις αξίες του αγαθού, γιατί θα τον παραδώσουμε στους απογόνους μας. Είμαστε ενοικιαστές και όχι ιδιοκτήτες.

Ο ελεύθερος στοχαστής, μπροστά στη σημερινή εικόνα του πλανήτη μας, δεν θα πανικοβληθεί, δεν θα σπεύσει να δώσει λύσεις απελπισίας, αλλά ούτε θα αδιαφορήσει, ούτε θα δεχθεί την άποψη που πολλοί προσπαθούν να μας περάσουν: Μην ανησυχείς, θα βρεθεί κάποια λύση από μόνη της. Ο ελεύθερος στοχαστής δεν τρέφει αυταπάτες, δεν εθελοτυφλεί. Θα δει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι χωρίς φόβο, χωρίς προκαταλήψεις.

Θα δει ότι για πρώτη φορά στην πορεία της ανθρωπότητας, το κακό είναι και πολύ μεγάλο και πολύπλευρο και χρειάζεται όλοι οι άνθρωποι της Γης, πιασμένοι χέρι-χέρι, να συνεργαστούν, με σύνεση και καλοσύνη, για να το αναχαιτίσουν. Και η στάση αυτή του ελεύθερου και φιλόκοσμου στοχαστή είναι ίσως η μόνη μας ελπίδα για μία σωτήρια αναχαίτιση των μεγάλων απειλών που υφίστανται σήμερα η ανθρωπότητα και ο πλανήτης μας.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι στα εξελικτικά στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου προηγήθηκε η μυϊκή δύναμη, αργότερα προστέθηκε η ευφυία κι έπειτα αναδείχτηκε η ελεύθερη και φιλόκοσμη σκέψη: Η σύμπραξη διανοητικής και συναισθηματικής νοημοσύνης. Το τρίτο εξελικτικό στάδιο είναι αυτό που θα σπάσει τις αλυσίδες και θα απελευθερώσει τον άνθρωπο.

Αν κάνουμε πράξη την εξέλιξη αυτή, τότε ο άνθρωπος θα κόψει τα δεσμά που από καταβολής κόσμου τον κρατούν φυλακισμένο και θα ανέβει ψηλά, ελεύθερος και αποφασισμένος να φτιάξει μια ζωή αντάξια της παρουσίας του στη Γη και το σύμπαν. Μια ζωή γεμάτη πνευματικές και ηθικές αξίες, πολιτισμό και ανθρωπιά.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΕ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΚΕΨΗ

Η κατάκτηση της αλήθειας (γνώσης) και της αρετής (αγαθού) είναι η μεγάλη κινητήριος δύναμη που σπρώχνει τον άνθρωπο σε μια αιώνια αναζήτηση μέσα από πολλές δραστηριότητες, όπως η επιστήμη, η τέχνη, η φιλοσοφία, η μεταφυσική, η πολιτική.

Στην πορεία της ανθρωπότητας υπήρξαν κορυφαίες προσωπικότητες που έδωσαν τεράστια ώθηση στην αποκάλυψη της αλήθειας, όπως π.χ. στην επιστήμη ο Αρχιμήδης, ο Γαλιλαίος, ο Νεύτωνας και στη φιλοσοφία ο Ηράκλειτος, ο Παρμενίδης, ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας, ο Αριστοτέλης, ο Καντ  Αμέσως πιο κάτω, θ’ αναφερθούμε πολύ συνοπτικά (και κατά σειρά ηλικίας) στους τρεις μεγάλους φιλόσοφους της αρχαιότητας, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Κατά κοινή ομολογία, ο Σωκράτης είναι μια ανεπανάληπτη παρουσία ανθρώπου πάνω στη Γη. Ανήκει στη σπάνια κατηγορία ανθρώπων που, αφενός μεν μπόρεσαν και πήγαν τη σκέψη και τη γνώση παραπέρα (όπως όλοι οι φιλόσοφοι, οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες, κ.λ.π.), αφετέρου δε που έδωσαν πολλά, ακόμα και την ίδια τους τη ζωή, για να στηρίξουν αξίες (όπως π.χ. οι τριακόσιοι Σπαρτιάτες και οι επτακόσιοι Θεσπιείς, που έδωσαν τη ζωή τους στις Θερμοπύλες για την ελευθερία, οι Σουλιώτισσες, που προτίμησαν να πέσουν στο γκρεμό με αγκαλιά τα παιδιά τους και να σκοτωθούν παρά να πέσουν στα χέρια των Τούρκων, κ.λ.π.).

Ο Σωκράτης είναι άξιος πανανθρώπινου και διαχρονικού θαυμασμού, γιατί κατόρθωσε να πετύχει και τα δύο. Αφιέρωσε τη ζωή του στη φιλοσοφία και άνοιξε με τη σκέψη του νέους πρωτόγνωρους ορίζοντες για την ανθρωπότητα, πάνω στα μεγάλα θέματα των πανανθρώπινων αξιών. Και όταν ήρθε η στιγμή του άδικου θανάτου του, παρέμεινε ακλόνητος σε πλήρη ταύτιση μ’ αυτά που δίδασκε όλη του τη ζωή.

Ήπιε το κώνειο ήρεμος, δίνοντας το μεγαλύτερο μάθημα στην ανθρωπότητα, ότι αξίζει να δίνεις ακόμα και τη ζωή σου για να στηρίξεις μεγάλα ιδανικά, τα ιδανικά που πίστεψες και υπηρέτησες μια ολόκληρη ζωή. Η ηρεμία του μπροστά στο θάνατο, είναι η παραδειγματική περιφρόνηση στις ανθρώπινες αδυναμίες, που τόσο πετυχημένα μας παρουσιάζει ο ζωγράφος Νταβίντ στο διάσημο πίνακά του «Ο θάνατος του Σωκράτη».

Αναφορικά με τον Πλάτωνα, θα σταθούμε για λίγο στο βιβλίο του «Πολιτεία». Από το έργο αυτό, που είναι από τα πιο σημαντικά φιλοσοφικά (αλλά και λογοτεχνικά) συγγράμματα της ανθρωπότητας, θα παρουσιάσουμε ένα εδάφιο, και συγκεκριμένα αυτό που είναι γνωστό ως ο μύθος του σπηλαίου.

Με απλά λόγια, ο μύθος του σπηλαίου έχει ως εξής. Μέσα σ’ ένα σπήλαιο υπήρχαν μεσόκοποι άνθρωποι αλυσοδεμένοι, από τότε που ήσαν ακόμη μωρά. Ουσιαστικά δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν δει ποτέ τον έξω κόσμο. Ήταν δε αλυσοδεμένοι με τέτοιο τρόπο που μπορούσαν να δουν μόνο τον τοίχο της σπηλιάς που ήταν απέναντί τους.

Έξω από τη σπηλιά, και μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς, υπήρχε ένας δρόμος. Στο δρόμο αυτό συχνά κυκλοφορούσαν άνθρωποι που μετέφεραν στους ώμους τους αντικείμενα που έμοιαζαν με κορμούς δέντρων. Έτσι τουλάχιστον τα έβλεπαν οι αλυσοδεμένοι της σπηλιάς, καθώς η σκιά των ανθρώπων με τα αντικείμενα που μετέφεραν έπεφτε και κινούνταν πάνω στον τοίχο της σπηλιάς.

Κάποτε, ένας από τους αλυσοδεμένους ανθρώπους, κατάφερε να κόψει τις αλυσίδες και να βγει έξω από τη σπηλιά. Το τι είδε, δε μπορούσε να το χωρέσει ο νους του. Έτρεξε γρήγορα-γρήγορα πίσω στη σπηλιά και είπε στους φίλους του: Δε μπορείτε να φανταστείτε τι απίστευτα πράγματα υπάρχουν έξω από τη σπηλιά.

Υπάρχει ένας Ήλιος που φωτίζει τα πάντα και τα κάνει όλα να φαίνονται καθαρά και όμορφα. Έπειτα υπάρχουν κάτι θαυμάσια αγάλματα, τέλεια αριστουργήματα. Αυτοί οι κορμοί δέντρων που βλέπαμε να μεταφέρουν οι άνθρωποι, δεν είναι κορμοί δέντρων, είναι αυτά τα εξαίσια αγάλματα. Αυτές οι αποκρουστικές σκιές που βλέπαμε στον τοίχο είναι παραμορφωμένες σκιές αριστουργημάτων γλυπτικής.

Μια σχηματική εξήγηση του μύθου του σπηλαίου είναι η εξής: Ο Ήλιος είναι η γνώση (η αλήθεια και το αγαθό). Οι σκιές των αγαλμάτων είναι το φαινόμενο. Ανάμεσα στον Ήλιο και τις σκιές είναι η γνώμη, αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε. Η γνώση διαφέρει από τη γνώμη, γιατί η γνώση βλέπει τα πράγματα όπως όντως είναι, ενώ η γνώμη τα φαντάζεται με μορφή ξεθωριασμένη και συγκεχυμένη.

Ποιο είναι τελικά το συμπέρασμα; Ο Πλάτωνας, χρησιμοποιώντας το μύθο του σπηλαίου, μας εξηγεί με πολύ απλά λόγια ένα από τα επίκεντρα της φιλοσοφικής του σκέψης: Ότι δηλ. στη ζωή υπάρχουν ορισμένοι ψεύτικοι στόχοι, όπως είναι η εξουσία, η επιτυχία, το χρήμα, η διασημότητα, που παραμορφώνουν την πραγματικότητα και που αποτελούν τις σκιές μιας πραγματικότητας, πολύ πιο αληθινής, τοποθετημένης πέρα από την εμβέλεια του βλέμματός μας.

Η αληθινή πραγματικότητα είναι ο αμετάβλητος κόσμος των ιδεών – αξιών. Μέσα σ’ αυτόν τον αληθινό και αμετάβλητο κόσμο, κορυφαία θέση κατέχει ο Ήλιος του αγαθού, το καθαυτό αγαθό. Όταν ο άνθρωπος κατανοήσει την υπέρτατη αυτή αξία, το καθαυτό αγαθό, τότε ποτέ πια δεν θα γυρίσει πίσω στη ζωή του στις σκιές και στις ψεύτικες αξίες: Στο χρήμα, στη δόξα, στην εξουσία.

Αυτό είναι τόσο πρόδηλο όσο είναι για τον αλυσοδεμένο που έκοψε τις αλυσίδες και βγήκε έξω και είδε τον Ήλιο και τα πανέμορφα αγάλματα. Ξέρει τώρα και για όλη του τη ζωή ότι οι σκιές που έβλεπε στον τοίχο του σπηλαίου δεν ήταν η αλήθεια. Ήταν μια παραμορφωμένη εικόνα της αλήθειας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά που έβλεπε ήταν πανέμορφα αγάλματα και όχι κορμοί δέντρων. Έτσι, ο Πλάτωνας μας δίνει ένα πρότυπο ζωής του ανθρώπου, αυτό του καλού κ’ αγαθού.

Στον Αριστοτέλη η ανθρωπότητα οφείλει τα μέγιστα. Δημιούργησε ένα τεράστιο σ’ έκταση και αξία έργο, τόσο φιλοσοφικό, όσο και επιστημονικό. Ερεύνησε και μελέτησε ένα πολύ μεγάλο φάσμα γνωστικών αντικειμένων, όπως φιλοσοφία, λογική, βιολογία, φυσική, ψυχολογία, πολιτική, ηθική, μεταφυσική και αισθητική. Υπολογίζεται ότι το συγγραφικό του έργο ανέρχεται σε 400 βιβλία.

Μέχρι σήμερα σώθηκαν κατάλογοι που περιλαμβάνουν 143 τίτλους έργων του. Ο Αριστοτέλης είναι ο μεγάλος στοχαστής και ο παν-επιστήμονας, που το έργο του έμελλε να επηρεάσει και συνεχίζει να επηρεάζει την ανθρωπότητα περισσότερο από κάθε άλλο φιλόσοφο της αρχαιότητας.

Στην εικόνα δίνουμε τον περίφημο πίνακα του Ραφαέλ «Η Σχολή της Αθήνας». Συγκεκριμένα, δίνουμε το κεντρικό μέρος του πίνακα, όπου ο μεγάλος ζωγράφος παρουσιάζει τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Αν μελετήσουμε τον πίνακα προσεκτικά (ίσως χρειαστεί και μεγεθυντικός φακός), θα δούμε ότι ο Πλάτωνας κρατά στο αριστερό του χέρι τον «Τίμαιο», ενώ με το δεξί του χέρι δείχνει προς τον ουρανό.

Ο Αριστοτέλης κρατά στο αριστερό του χέρι τα «Ηθικά», ενώ με το δεξί του χέρι δείχνει προς τη Γη. Με αυτόν τον τρόπο ο Ραφαέλ θέλει να δείξει τη διαφορά μεταξύ των δύο, όπου ο Πλάτωνας εμφανίζεται «ιδεαλιστής» (δείχνει προς τον ουρανό, είναι δηλ. ουτοπιστής), ενώ ο Αριστοτέλης εμφανίζεται «ρεαλιστής» (δείχνει προς τη Γη, είναι δηλ. πιο γήινος, πιο ρεαλιστής). Βέβαια, αυτό αδικεί σ’ ένα βαθμό τον Αριστοτέλη γιατί και αυτός υπήρξε μεγάλος ιδεαλιστής, αλλά ήταν σίγουρα πιο ρεαλιστής σε σύγκριση με τον Πλάτωνα.

Είναι στιγμές στη ζωή μου που πραγματικά πιστεύω ότι η μόνη τελική αξία της ανθρώπινης ζωής βρίσκεται στην εξαλλοσύνη του Προμηθέα να βοηθήσει τους ανθρώπους προσφέροντάς τους τη φωτιά (και αψηφώντας τη σκληρή τιμωρία του Δία), στην ανιδιοτελή διδασκαλία του Σωκράτη για τα ανθρώπινα ιδεώδη, με αποκορύφωμα τη στιγμή που δέχεται το κώνειο, για να ελευθερώσει τους ανθρώπους.

Ένα ξεχωριστό υπόδειγμα ανθρώπου με ελεύθερη σκέψη που διακρίθηκε ως επιστήμονας και ως άνθρωπος είναι ο Ιπποκράτης (460π.Χ. – 375 π.Χ.). Ο μεγαλύτερος γιατρός της αρχαιότητας, συνέδεσε την επιστήμη με το ήθος και την ανθρωπιά, αφήνοντας στην ανθρωπότητα ως παρακαταθήκη τις επιστημονικές του κατακτήσεις, που μέχρι σήμερα είναι επίκαιρες. Αλλά και τον όρκο, που μέχρι σήμερα σε πολλά Πανεπιστήμια του κόσμου οι νέοι γιατροί ορκίζονται να τηρούν και που αποτελεί και τη σπουδαιότερη ηθική του υποθήκη για την επιστημονική γνώση.

Γιατί πρώτος καθιέρωσε την αρχή που ισχύει και σήμερα, πως κανένας γιατρός δεν μπορεί να αρνηθεί τις υπηρεσίες του προς κανέναν, αλλά θα πρέπει, χωρίς καμιά διάκριση, να θεραπεύει τον κάθε πάσχοντα. Και όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή που οι άνθρωποι έτρεχαν στα μαντεία, πρόσφευγαν στη μαγεία, έκαναν θυσίες, πρόσφεραν δώρα στους Θεούς για να εξασφαλίσουν την υγεία τους.

Όταν όλοι οι άλλοι έτρεχαν στον Δία, στην Αθηνά, στον Απόλλωνα και στον θεϊκό γιατρό – θεραπευτή Θεό τον Ασκληπιό για βοήθεια, ο Ιπποκράτης δημιουργούσε γνώση και έφτιαχνε τα θεμέλια μιας μεγάλης επιστήμης, της ιατρικής. Είναι ίσως ο μόνος άνθρωπος στην ιστορία που συνέδεσε την επιστήμη, το ήθος και την ανθρωπιά σε τόσο υψηλό επίπεδο.

Στη δίκη του Σωκράτη, την μεγαλύτερη δίκη όλων των εποχών, καταδικάστηκε αθώος εις θάνατον. Τα πάθη και η μισαλλοδοξία του Μέλητου και του Άνυτου στην περίπτωση του Σωκράτη, κατάφεραν να πείσουν τους δικαστές για τη θανατική του καταδίκη.

Σωκράτης καταδικάστηκε στο θάνατο γιατί οι «δικαστές τους» δεν ήσαν αυτό που απαιτεί το καθήκον του δικαστή (άνθρωποι με ελεύθερη σκέψη), αλλά άνθρωποι που εύκολα παραπλανούνταν, ακόμα και εύκολα εξαγοράζονταν.

Αντίθετα, στην περίπτωση της δίκης του μεγάλου ήρωα της επανάστασης του 1821 Θοδωρή Κολοκοτρώνη, αν δεν ορθωνόταν το μεγάλο ηθικό ανάστημα των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη, η καταδίκη του σε θάνατο ήταν βέβαιη. Όμως, οι δύο δικαστές, άνθρωποι ελεύθεροι από τ’ ανθρώπινα πάθη και την πολιτική μισαλλοδοξία, στάθηκαν ακλόνητοι υπέρ της αθωότητας του Κολοκοτρώνη. Η απόφασή τους αυτή έγραψε ιστορία στα χρονικά της Ελληνικής και της παγκόσμιας δικαιοσύνης.

Τα παραπάνω δείχνουν ότι η δικαιοσύνη, ο μεγάλος πυλώνας της δημοκρατίας μας, έχει ανάγκη μεγάλη όπως οι δικαστές της είναι ελεύθεροι άνθρωποι, γιατί οι δικαστές πρέπει να δικάζουν με βάση την αρετή και την αλήθεια. Αλίμονό μας αν οι δικαστές είναι ανθρωπάκια, εγκλωβισμένα στα ανθρώπινα πάθη τους και τα διαπλεκόμενα. Τότε η δικαιοσύνη θα ήταν ένας ανθρώπινος βάλτος, γεγονός που έχει συμβεί συχνά και μάλιστα στις δύο, πιο σημαντικές δίκες της ανθρωπότητας.

Αξίζει να τονίσουμε τούτο: Οι μεγάλοι άνθρωποι μιλούν για ιδέες και ιδανικά, ο μέσος άνθρωπος μιλάει για γεγονότα και ο μικρός άνθρωπος μιλάει για τους άλλους. Όπως διαβεβαιώνει ο Σοπενχάουερ, «Οι μεγάλοι άνδρες είναι οι φάροι της ανθρωπότητας». Και όπως είναι γνωστό «τ’ αστέρια δεν φοβούνται να φαίνονται σαν πυγολαμπίδες».

Είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις για τα επτά μεγάλα κοινωνικά αμαρτήματα που διαπράττουν οι άνθρωποι χωρίς ελεύθερη σκέψη, χωρίς ήθος και χωρίς ανθρωπιά.

· Πολιτική χωρίς αρχές.

· Εμπόριο χωρίς ηθική.

· Πλούτος χωρίς εργασία.

· Εκπαίδευση χωρίς χαρακτήρα.

· Επιστήμη χωρίς ανθρωπιά.

· Ηδονή χωρίς συνείδηση.

· Λατρεία χωρίς θυσία.

Αλήθεια, πώς θα ήταν ο κόσμος, αν πέθαιναν σε παιδική ηλικία όλοι οι μεγάλοι όλων των εποχών; Θα ήμασταν ακόμα στις σκιές του σπηλαίου, στο σκοτάδι. Οι μεγάλοι φάροι της ανθρωπότητας μας έδωσαν τα μέτρα για να διακρίνουμε τα μικρά απ’ τα μεγάλα, τα φτηνά από τα δέοντα. Σε μια τέτοια διάκριση μας καλεί και το πιο κάτω Αραβικό απόφθεγμα:
  • Αυτός που δεν ξέρει τίποτα και δεν καταλαβαίνει, είναι ένας ανόητος. Απόφευγέ τον.
  • Αυτός που δεν ξέρει τίποτα και έχει τη συναίσθηση γι’ αυτό, είναι ένας απλοϊκός. Δίδαξέ τον.
  • Αυτός που έχει γνώσεις και δεν το γνωρίζει, κοιμάται. Ξύπνησέ τον.
  • Αυτός που έχει γνώσεις και έχει συναίσθηση αυτών που ξέρει, είναι σοφός. Ακολούθησέ τον
  • Ο δεύτερος Ήλιος για τους ανθρώπους είναι η παιδεία

ARTHUR SCHOPENHAUER: Μην ξεκινήσετε μια αντιπαράθεση με τον πρώτο τυχόντα

Οξύνοντας το πνεύμα, η αντιπαράθεση είναι πράγματι ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές, προκειμένου να διορθώσει κανείς εσφαλμένες σκέψεις και να αντιληφθεί νέες απόψεις.

Όμως στη μόρφωση και την πνευματική δύναμη, οι δύο αντίπαλοι πρέπει να είναι σε κάποιο βαθμό ισοδύναμοι. Αν ένας εκ των δύο στερείται παιδείας, δεν θα μπορέσει να καταλάβει τον άλλον, καθώς δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον ανταγωνιστή του. Εάν στερείται πνευματικής δύναμης, θα πικραθεί, θα οδηγηθεί σε ανέντιμα τεχνάσματα και θα καταλήξει να γίνει αγενής.

Άρα, λοιπόν, ο μόνος ασφαλής κανόνας είναι να μην ξεκινήσετε μια αντιπαράθεση με τον πρώτο τυχόντα, παρά μόνο με όσους γνωστούς σας ξέρετε πως κατέχουν αρκετή ευφυΐα και αυτοσεβασμό ώστε να μην προβούν σε παραλογισμούς· με εκείνους που επικαλούνται τη λογική κι όχι την εξουσία, που υπακούουν στη λογική και ακολουθούν τις επιταγές της, και, τέλος, εκείνους που αγαπούν την αλήθεια, που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογική ακόμα κι από το στόμα του αντιπάλου τους, ενώ είναι αρκετά δίκαιοι ώστε να αντέξουν την ήττα σε περίπτωση που η αλήθεια είναι με το μέρος του άλλου.

Ως εκ τούτου, μετά βίας ένας στους εκατό είναι άξιος αντίπαλος σας για μια αντιπαράθεση. Αφήστε τους υπόλοιπους να λένε ό,τι θέλουν, καθώς όλοι έχουν δικαίωμα στη βλακεία. Θυμηθείτε τα λόγια του Βολταίρου: La paix vaut encore mieux que la vérité (Η ειρήνη αξίζει περισσότερο από την αλήθεια). Θυμηθείτε επίσης μια αραβική παροιμία που μας λέει πως από το δέντρο της σιωπής κρέμεται κι ο καρπός του, η ειρήνη.

ARTHUR SCHOPENHAUER, Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις

Καταπίεση είναι το να ζεις τη ζωή που δεν λογάριαζες να ζήσεις. Καταπίεση είναι το να κάνεις πράγματα που ποτέ δεν ήθελες να κάνεις. Καταπίεση είναι το να υποκρίνεσαι πως είσαι αυτός που δεν είσαι. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι ένας τρόπος για να καταστρέψεις τον εαυτό σου. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία – πολύ αργή ασφαλώς, αλλά είναι ένα πολύ σίγουρο, αργό δηλητήριο.

Η έκφραση είναι ζωή. Η καταπίεση είναι αυτοκτονία.

Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος καταπιέζεται τόσο πολύ, που γίνεται άρρωστος; Επειδή η κοινωνία σε διδάσκει να ελέγχεις, όχι να μεταμορφώνεις. Και η μεταμόρφωση είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με τον έλεγχο, αλλά είναι το ακριβώς αντίθετο.

Μέσα από την καταπίεση, ο νους διχάζεται. Το κομμάτι που αποδέχεσαι γίνεται το συνειδητό και το κομμάτι που αρνείσαι γίνεται το ασυνείδητο. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι φυσικός. Αυτός ο διαχωρισμός συμβαίνει εξαιτίας της καταπίεσης, Και μέσα στο ασυνείδητο πετάς όλα τα σκουπίδια που απορρίπτει η κοινωνία. Να θυμάσαι όμως, πως οτιδήποτε πετάς εκεί μέσα, γίνεται ολοένα και περισσότερο ένα κομμάτι από σένα. Πηγαίνει στα χέρια σου, μπαίνει μέσα στα κόκαλά σου, στο αίμα σου, στον χτύπο της καρδιάς σου.

Τώρα οι ψυχολόγοι λένε ότι σχεδόν οι ογδόντα στις εκατό αρρώστιες προκαλούνται από τα καταπιεσμένα συναισθήματα. Τα τόσα πολλά εμφράγματα σημαίνουν ότι έχει καταπιεστεί πάρα πολύ θυμός στην καρδιά, τόσο πολύ μίσος, που η καρδιά έχει δηλητηριαστεί.

WILHELM REICH: Δυστυχώς στο τέλος δεν γίνονται παρά κότες, που κακαρίζουν

Ξέρεις, Ανθρωπάκο, πώς θα ένιωθε ένας αετός αν κλωσούσε αυγά κότας; Αρχικά ο αετός νομίζει ότι κλωσάει μικρά αετόπουλα, που θα τα μεγαλώσει και θα γίνουν μεγάλοι αετοί. Από τα αυγά βγαίνουν όμως πάντα μικρά κοτόπουλα. Απελπισμένος, ο αετός εξακολουθεί να ελπίζει ότι τα κοτόπουλα θα γίνουν κάποια στιγμή αετοί. Δυστυχώς στο τέλος δεν γίνονται παρά κότες, που κακαρίζουν. Όταν ο αετός το αντιλαμβάνεται, συγκρατεί με πολύ κόπο την παρόρμησή του να κατασπαράξει όλα αυτά τα κοτόπουλα. Αυτό που τον αποτρέπει είναι μια μικρή ελπίδα. 

Συγκεκριμένα η ελπίδα ότι ανάμεσα στα πολλά κοτόπουλα μπορεί μια μέρα να βρεθεί ένα μικρό αετόπουλο που θα εξελιχτεί σε μεγάλο αετό, ικανό, σαν κι αυτόν, να ατενίζει από τη φωλιά του στα πέρατα, για να ανακαλύψει νέους κόσμους, νέες σκέψεις και νέες μορφές ζωής. Μόνο αυτή η αχνή ελπίδα συγκρατούσε τον αετό από το να καταβροχθίσει όλα τα κοτοπουλάκια. Κι εκείνα δεν έβλεπαν ότι τα είχε κλωσήσει αετός. Δεν έβλεπαν ότι ζούσαν σε έναν ψηλό απόκρημνο βράχο πάνω από τις υγρές και σκοτεινές κοιλάδες. Δεν ατένιζαν μακριά, όπως ο μοναχικός αετός. Απλώς έτρωγαν και έτρωγαν και έτρωγαν ό,τι τους έφερνε ο αετός στη φωλιά. Τον άφηναν να τα ζεστάνει κάτω από τις μεγάλες φτερούγες του σε βροχές και καταιγίδες, όταν αυτός υπέμενε την καταιγίδα χωρίς καμία προστασία. Ή, όταν τα πράγματα αγρίευαν, κρύβονταν και του πετούσαν κοφτερά πετραδάκια για να τον χτυπήσουν και να τον πληγώσουν.

Όταν ο αετός αντιλήφθηκε τη μοχθηρία τους, η πρώτη του παρόρμηση ήταν να τα κάνει χίλια κομμάτια. Αλλά το ξανασκέφτηκε και άρχισε να τα λυπάται. Κάποτε, ήλπιζε, θα υπήρχε, δεν μπορεί, θα έπρεπε να υπάρξει, ανάμεσα στα πολλά, λαίμαργα και κοντόφθαλμα κοτόπουλα, που κακάριζαν, ένας μικρός αετός που θα ήταν ικανός να γίνει σαν κι αυτόν.

Μέχρι σήμερα ο μοναχικός αετός δεν έχει εγκαταλείψει αυτή την ελπίδα. Κι έτσι συνεχίζει να κλωσάει κοτόπουλα.

Δεν θες να γίνεις αετός, Ανθρωπάκο, και γι’ αυτό αφήνεις τα όρνια να σε κατασπαράζουν. Φοβάσαι τους αετούς και γι’ αυτό ζεις σε μεγάλα κοπάδια και αφανίζεσαι μαζικά. Γιατί μερικές από τις κότες σου κλωσάνε αυγά όρνεων. Και τα όρνια σου έγιναν οι ηγέτες σου εναντίον των αετών, των αετών που ήθελαν να σε οδηγήσουν σε μακρινά, καλύτερα μέρη. Τα όρνια σε έμαθαν να τρως κουφάρια και να είσαι ευχαριστημένος με λίγα σπυριά σιτάρι. Επιπλέον σε έμαθαν να κραυγάζεις «Ζήτω! Ζήτω, μεγάλο όρνιο!». Τώρα λιμοκτονείς και πεθαίνεις μαζικά και εξακολουθείς να φοβάσαι τους αετούς που κλωσάνε τα κοτόπουλά σου.

Όλα αυτά τα πράγματα, Ανθρωπάκο, τα έχτισες πάνω στην άμμο: το σπίτι σου, τη ζωή σου, την κουλτούρα και τον πολιτισμό σου, την επιστήμη και την τεχνολογία σου, την αγάπη σου και την εκπαίδευση των παιδιών σου.

ΒΙΛΧΕΜ ΡΑΪΧ,  Άκου, Ανθρωπάκο

Όταν η οικογένεια είναι θυματοποιός

Το οικογενειακό κύτταρο είναι, σίγουρα, ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ανάπτυξης, ο βασικός θεσμός που διδάσκει αξίες και στάσεις. Είναι όμως, και ο θεσμός, μέσα στους κόλπους του οποίου μαθαίνεται και εκφράζεται η μεγαλύτερη εχθρότητα, το άγχος, το στρες και η κατάθλιψη. Αν επισκεφτείτε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα και μιλήσετε με τους αρρώστους, θα δείτε ότι όλοι σχεδόν έχουν προβλήματα με τα διάφορα μέλη της οικογένειάς τους. Δεν είναι οι γείτονες, οι εργοδότες, οι δάσκαλοι ή οι φίλοι αυτοί που δημιουργούν προβλήματα στα διαταραγμένα άτομα, σε σημείο που να απαιτείται το κλείσιμό τους στο νοσοκομείο. Σχεδόν πάντα είναι τα μέλη της οικογένειάς τους.

Διαβάστε ένα εύστοχο μικρό απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του Σέλντον Μπ. Κοπ.

«Τα μέλη της οικογένειας του Δον Κιχώτη, καθώς και το χωριό του, έπαθαν μεγάλη ταραχή όταν έμαθαν πως αποφάσισε να πιστέψει στον εαυτό του. Αντιμετώπισαν με περιφρόνηση την επιθυμία του να ακολουθήσει το όνειρό του. Δε συνέδεσαν καθόλου την εμφάνιση της ιπποτικής παράνοιάς του με τη θανάσιμη μονοτονία της ζωής του μέσα στο θρησκόληπτο περιβάλλον του. Η γεροντοκόρη ανιψιά του, η πολύξερη νοικοκυρά του, ο κουτός κουρέας του και ο φαφλατάς παπάς του χωριού, όλοι, πίστευαν πως τα επικίνδυνα βιβλία του ήταν αυτά που γέμισαν το μυαλό του Δον Κιχώτη με παράλογες ιδέες και τον τρέλαναν».

Στη συνέχεια, ο Κοπ κάνει μία σύγκριση ανάμεσα στον Δον Κιχώτη και την επίδραση της σύγχρονης οικογένειας πάνω στα σοβαρά διαταραγμένα άτομα.

«Το σπιτικό τους μου θυμίζει τις οικογένειες των νεαρών σχιζοφρενών. Τέτοιες οικογένειες δίνουν συχνά την εντύπωση μιας υπέρ-φυσιολογικής σταθερότητας και μιας ηθικολογικής καλοσύνης. Η πραγματικότητα είναι ότι έχουν αναπτύξει ένα περίπλοκο σύστημα προειδοποιήσεων, προκειμένου να αποτρέψουν οποιοδήποτε μέλος να κάνει κάποια αυθόρμητη κίνηση, κάτι που θα ανέτρεπε την εύθραυστη οικογενειακή ισορροπία και θα ξεσκέπαζε την υποκριτικότητα της υπερελεγχόμενης ψευδοσταθερότητάς της».

Η οικογένειά σας μπορεί να είναι ένα πολύ ευεργετικό στοιχείο της ζωής σας. Και θα είναι, αν φροντίσετε να γίνει έτσι. Η άλλη όψη του νομίσματος, όμως, μπορεί να είναι καταστροφική. Αν επιτρέψετε στην οικογένειά σας (ή στις οικογένειες) να κινούν τα νήματά σας, θα τραβήξουν τόσο δυνατά και, συχνά, από τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις, που θα σας κάνουν κομμάτια.

Η προσπάθεια αποθυματοποίησης σάς οδηγεί να εφαρμόσετε τις συμβουλές, κυρίως στα πιο κοντινά μέλη της οικογένειάς σας. Τα μέλη της οικογένειας, που πιστεύουν ότι σάς κατέχουν, και που εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας υποχρεωμένο να τα υποστηρίζει, μόνο και μόνο επειδή είναι συγγενείς.

Αυτά τα μέλη λοιπόν, πρέπει ν’ αλλάξουν ιδέες!

Για ένα νου που δεν έχει υψώσει τοίχους γύρω του, η ζωή είναι κάτι το εκπληκτικό

Δεν ξέρω αν έχετε προσέξει, πηγαίνοντας κάποια βόλτα, ότι δίπλα στο ποτάμι υπάρχει μια στενόμακρη δεξαμενή. Δεν συνδέεται με το ποτάμι και μάλλον την έχουν σκάψει ψαράδες. Το ποτάμι κυλάει σταθερά, είναι βαθύ και πλατύ, αλλά η δεξαμενή είναι γεμάτη από διάφορα σκουπίδια που επιπλέουν, επειδή δεν συνδέεται με το ποτάμι, ενώ δεν υπάρχουν μέσα της ψάρια. Είναι μια δεξαμενή με λιμνασμένα νερά και το βαθύ ποτάμι την προσπερνάει κυλώντας γρήγορα, γεμάτο ζωή και δύναμη.

Δεν νομίζετε ότι και οι άνθρωποι είναι έτσι; Σκάβουν μια δεξαμενούλα για τους εαυτούς τους, μακριά από το ορμητικό ρεύμα της ζωής, και μέσα σ’ αυτή τη δεξαμενούλα λιμνάζουν και πεθαίνουν κι αυτό το λίμνασμα, αυτή τη φθορά, την ονομάζουμε ζωή. Αυτό συμβαίνει επειδή όλοι μας ζητάμε σταθερότητα- θέλουμε κάποιες επιθυμίες μας να μένουν πάντα ίδιες, θέλουμε όσα μας ευχαριστούν να μην τελειώσουν ποτέ. Σκάβουμε μια μικρή τρύπα και ταμπουρωνόμαστε μέσα της μαζί με την οικογένειά μας, τις φιλοδοξίες μας, τον πολιτισμό μας, τους φόβους μας, τους θεούς μας, τους διάφορους τρόπους λατρείας μας- και πεθαίνουμε εκεί μέσα, αφήνοντας τη ζωή να μας προσπερνάει – τη ζωή που είναι πρόσκαιρη, που αλλάζει συνεχώς, που είναι τόσο σύντομη, που έχει τόσο τεράστιο βάθος, τέτοια εκπληκτική δύναμη και ομορφιά.

Για ένα νου που δεν έχει υψώσει τοίχους γύρω του, που δεν τον βαραίνουν τα ίδια του τα αποκτήματα, όλα όσα έχει μαζέψει, η ίδια του η γνώση, για ένα νου που ζει χωρίς ψυχολογικό χρόνο, χωρίς σιγουριά, για έναν τέτοιο νου η ζωή είναι κάτι το εκπληκτικό. Ένας τέτοιος νους -που δεν αναζητάει τη βολή του και να γίνει κάτι- είναι η ίδια η ζωή, επειδή για τη ζωή δεν υπάρχει βόλεμα. Αλλά οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να βολευτούμε κάπου· θέλουμε ένα σπιτάκι, ένα όνομα, μια θέση, και λέμε ότι όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά. Απαιτούμε να υπάρχει μονιμότητα και δημιουργούμε πολιτισμούς που βασίζονται σ’ αυτή την ανάγκη.

Ο νους που αναζητάει μονιμότητα αποτελματώνεται πολύ γρήγορα. Όπως η δεξαμενή πλάι στο ποτάμι γεμίζει με σκουπίδια, έτσι κι ο νους φθείρεται και μαραίνεται πολύ γρήγορα. Μόνο ο νους που δεν έχει τοίχους, φράχτες, γύρω του, που δεν έχει πατερίτσες, που δεν βολεύεται κάπου, που κινείται όπως η ζωή, που ανοίγει ασταμάτητα δρόμους ψάχνοντας, ερευνώντας και συντρίβοντας τα εμπόδια, μόνο ένας τέτοιος νους μπορεί να είναι ευτυχισμένος, παντοτινά φρέσκος, επειδή τότε είναι δημιουργικός.

Καταλαβαίνετε τι λέω; Θα έπρεπε, διότι όλο αυτό είναι κομμάτι της πραγματικής εκπαίδευσης και όταν το καταλάβετε θα αλλάξει όλη σας η ζωή. Η σχέση σας με τους ανθρώπους, με το γείτονα σας, με τον άντρα σας ή με τη γυναίκα σας θα αποκτήσει εντελώς διαφορετικό νόημα. Τότε δεν θα ψάχνετε να βρείτε διάφορους τρόπους για να νιώσετε ολοκληρωμένοι, καθώς θα βλέπετε ότι το κυνήγι της ολοκλήρωσης προκαλεί πόνο και δυστυχία. Αν το κατανοήσετε αυτό τώρα που είστε παιδιά, θα αρχίσετε να κατανοείτε την εκπληκτική αλήθεια τού τι είναι η ζωή, και αυτή η κατανόηση θα φέρει απίστευτη ομορφιά και αγάπη, το άνθισμα της καλοσύνης. Αλλά κάθε προσπάθεια του νου που ψάχνει για μια “δεξαμενή” σιγουριάς, μονιμότητας οδηγεί μόνο σε σκοτάδι και φθορά. Και από τη στιγμή που μπει στη “δεξαμενή”, ένας τέτοιος νους φοβάται να ριψοκινδυνέψει να βγει έξω, να ψάξει, να ερευνήσει. Η αλήθεια, όμως, η πραγματικότητα – ή όπως αλλιώς θέλετε να το πείτε- βρίσκονται έξω από τη “δεξαμενή”.

Ο ανθρωπισμός είναι η αίσθηση της καλοσύνης, εκείνης της αγάπης που μοιάζει με το ποτάμι, που είναι ζωντανή, που κινείται αδιάκοπα. Σ’ αυτή την κατάσταση θ’ ανακαλύψετε ότι έρχεται κάποια στιγμή όπου δεν υπάρχει καμία αναζήτηση. Και αυτά το τέλος της αναζήτησης είναι η αρχή μιας άλλης αναζήτησης, εντελώς διαφορετικής: Είναι η αναζήτηση του θεού, της αλήθειας, της αίσθησης άτι είσαι ολοκληρωτικά καλός, που δεν έχει σχέση με το να καλλιεργείς την καλοσύνη ή την ταπεινότητα. Μια τέτοια αναζήτηση γίνεται για κάτι που είναι πέρα από επινοήσεις και κόλπα του νου, το οποίο σημαίνει άτι έχεις την αίσθηση αυτού του κάτι, ζεις μέσα σ’ αυτά, είσαι αυτά – και τούτο είναι αληθινή θρησκεία. Αλλά αυτό μπορείς να το ζήσεις μόνο αν αφήσεις τη «δεξαμενή» που έχεις σκάψει για σένα και βγεις έξω από αυτή για να μπεις στο ποτάμι της ζωής. Τότε η ζωή σε φροντίζει μ’ έναν πολύ παράξενο τρόπο, γιατί τότε φροντίζεις εσύ τον εαυτό σου. Η ζωή σε πάει εκεί όπου εκείνη πάει επειδή είσαι μέρος της, και τότε δεν υπάρχει πρόβλημα σιγουριάς ή τι θα πει ή τι δεν θα πει ο κόσμος. Και τότε υπάρχει η ομορφιά της ζωής.

THOMAS HOBBES: Περί των παθών του νου – Η ΔΟΞΑ

Η ΔΟΞΑ (glory), ή μύχια υπερηφάνεια ή θρίαμβος του πνεύματος, είναι το πάθος το οποίο απορρέει από τη φαντασίωση ή την αντίληψη ότι η προσωπική μας ισχύς είναι μεγαλύτερη από εκείνη του ανταγωνιστή μας. Οι ενδείξεις αυτής της μεγαλύτερης ισχύος, πέραν των σωματικών εκδηλώσεών της που δεν μπορούν να περιγραφούν, είναι η επιδεικτικότητα στα λόγια και η θρασύτητα στα έργα. 

Το πάθος αυτό ονομάζεται υπερηφάνεια από εκείνους τους οποίους δυσαρεστεί. Εκείνοι τους οποίους ευχαριστεί το αποκαλούν δίκαιη αυτοεκτίμηση. Αυτή η φαντασίωση της προσωπικής δύναμης ή αξίας μας μπορεί να βασίζεται στη βεβαιότητα μιας πείρας προερχόμενης από τις ίδιες μας τις πράξεις- τότε η δόξα είναι δίκαιη και θεμελιωμένη, και δημιουργεί την άποψη ότι μπορεί να επαυξηθεί από νέες πράξεις. Σε αυτό συνίσταται η επιθυμία την οποία αποκαλούμε ΦΙΛΟΔΟΞΙΑ (aspiring) ή επιθυμία αναβάθμισης της ισχύος. 

Το ίδιο πάθος μπορεί να προέρχεται όχι απ’ την όποια συνείδηση των πράξεών μας, αλλά από το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι μας εξυμνούν και μας εμπιστεύονται. Εξ αυτών μπορεί κάποιος να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, και όμως να αυταπατάται. Αυτό ονομάζεται ΨΕΥΔΗΣ ΔΟΞΑ (false glory), και η φιλοδοξία που πηγάζει από αυτήν οδηγεί σε αποτυχία. Επιπλέον, η φαντασίωση κατορθωμάτων που στην πραγματικότητα ποτέ δεν επιτελέσαμε είναι τρόπος αυτοπροβολής, καθώς όμως δεν εμπνέει καμία επιθυμία ή προσπάθεια για κάτι ουσιαστικό, είναι κούφια και ανώφελη. 

Όπως όταν κάποιος φαντάζεται ότι είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής ενός ρομάντζου που διαβάζει ότι μοιάζει σε κάποιον άλλο, τις πράξεις του οποίου θαυμάζει. Αυτό ονομάζεται ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑ (vain glory). Ένα παράδειγμα βρίσκουμε στο μύθο με τη μύγα που κάθεται στον άξονα της άμαξας και σκέφτεται: «Πόση σκόνη σηκώνω!». 

Η έκφραση της ματαιοδοξίας είναι αυτό που ονομάζουμε ευσεβή πόθο, τον οποίο κάποιες Σχολές εξέλαβαν λανθασμένα ως μια διακριτή επιθυμία και την ονόμασαν «ψευδή προδιάθεση», δημιουργώντας έναν νέο όρο, και άρα ένα νέο πάθος που δεν υπήρχε πριν. 

Ενδείξεις έκδηλης ματαιοδοξίας ορισμένων ανθρώπων είναι η μίμηση των άλλων, η προσποιητή προσήλωση σε πράγματα που δεν κατανοούν καν, οι επιτηδευμένοι τρόποι, η προσπάθεια καταξίωσης απ’ τα όνειρά τους και τις μικρές ιστορίες της ζωής τους ή από τη χώρα τους, το όνομά τους κλπ.

THOMAS HOBBES, ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

ΔΙΩΝ: Από ποιους έχουν υποφέρει περισσότεροι, από τους ομολογημένους εχθρούς ή από όσους προσποιούνται ότι είναι φίλοι;

Εμπρός, λοιπόν, ας δούμε και το άλλο. Από ποιους έχουν υποφέρει περισσότεροι, από τους ομολογημένους εχθρούς ή αντιθέτως από όσους προσποιούνται ότι είναι φίλοι;

Όποιος, λοιπόν, θέλει να ζει με ειρήνη και με κάποια ασφάλεια, πρέπει να προσέχει την επαφή με τους ανθρώπους και να γνωρίζει ότι η φύση των πολλών είναι έτοιμη να μεταδώσει ένα μέρος κακίας, και, ακόμα κι αν κάποιος λέει χιλιάδες φορές ότι είναι φίλος, να μην τον πιστεύει. Γιατί μεταξύ των ανθρώπων τίποτα δεν είναι βέβαιο ή αληθινό, αλλά αυτόν που στο παρελθόν έβαζαν πάνω από τα πάντα, ακόμα και από τη ζωή τους, αν τύχει έτσι, μετά από λίγο τον θεωρούν τον χειρότερο εχθρό.

Ποια εμπιστοσύνη, λοιπόν, ή ποια ασφάλεια υπάρχει απέναντι σε τέτοιους; Πώς θα μπορούσε να αγαπήσει εμένα αυτός που δεν αγαπά ούτε τον εαυτό του; Γιατί αυτό που ειπώθηκε στους Αθηναίους, όταν ήταν στα τελευταία τους και ζητούσαν κάτι για τη Σάμο, σωστά, πιστεύω, θα λεγόταν σε όσους κακούς προσπαθούν να υφαρπάσουν τη φιλία: «Όποιος δεν αγαπά ο ίδιος τον εαυτό του, πώς αγαπά άλλον, ξένο ή παιδί ή αδερφό

Τι γίνεται λοιπόν, όταν κανείς εκφράζει τα φιλικά του αισθήματα και ορκίζεται στα ιερά και είναι σχεδόν πρόθυμος να γίνει ο ίδιος κομμάτια;

Να τα ακούμε τότε αναγκαστικά και, μα τον Δία, ίσως να συγκατανεύουμε. Να γνωρίζουμε, όμως, καλά ότι τίποτε από αυτά δεν είναι έγκυρο.

Γι’ αυτό, όταν κανείς δείχνει εμπιστοσύνη και συναντήσει κάποιον δύστροπο, είναι γελοίο να κατηγορεί εκείνον, ενώ θα έπρεπε να κατηγορεί τον εαυτό του. Και μερικές φορές φωνάζει εναντίον των θεών, επειδή εξαπατήθηκε από έναν φίλο ή γνωστό.

Οι θεοί τον περιγελούν, γνωρίζοντας ότι εξαπάτησε τον εαυτό του αφήνοντάς τον στα χέρια άλλου. Όσοι σκοντάφτουν στους δρόμους ή, μα τον Δία, πέφτουν σε λάσπη ή λακκούβα, δεν οργίζονται με τις πέτρες ή με τη λάσπη γιατί θα ήταν εντελώς τρελοί, αφού θα έπρεπε να κατηγορούν τους εαυτούς τους και την απροσεξία τους.

«Τι λοιπόν;» θα πει κανείς, «πρέπει να επιλέγει κάποιος τη ζωή θηρίου και να ζει απομονωμένος; Όχι θηρίου αλλά ανθρώπου συνετού , που γνωρίζει καλά να ζει με ασφάλεια. Γιατί η απομόνωση είναι πολύ ασφαλέστερη και καλύτερη από την επαφή με τους ανθρώπους.

Φυσικά, λοιπόν, με τέτοιους ανθρώπους πρέπει να έχει κανείς σχέσεις όσο απαιτείται από την ανάγκη και πολύ λίγο, επαγρυπνώντας ως επί το πλείστον ο ίδιος και φρουρώντας, όπως λέει ο ποιητής ότι έκανε ο Έκτορας με τους Αχαιούς:

«Εκείνος όμως, με γνώση του πολέμου, σκεπασμένος στους φαρδιoύς ώμους του με ταυρίσια ασπίδα απέφευγε το σφύριγμα των βελών και τον γδούπο των ακοντίων»

Παρομοίως πρέπει στη ζωή, έχοντας βάλει μπροστά τη φρόνηση και τη γνώση σαν ασπίδα και έχοντας καλυφθεί με αυτήν, να αποφεύγουμε και να προφυλασσόμαστε από την κακία, τα τεχνάσματα και τις πλεκτάνες των ανθρώπων, τις οποίες συνηθίζουν να χρησιμοποιούν.

Και γενικά είναι θαυμαστό, αν θα αποτελέσει εμπόδιο για την κακία το ότι έφαγε κανείς από το ίδιο τραπέζι και, μα τον Δία, ότι ήπιε από το ίδιο κροντήρι και ότι είδε το ίδιο λυχνάρι το ότι βλέπουν τον ίδιο ήλιο και τρέφονται από την ίδια γη κανείς από τους κακούς δεν το υπολογίζει.

ΔΙΩΝ Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Πλάτων

Τους Κυνικούς τους αντιμαχόταν, από αριστοκρατική σκοπιά, ο σωκρατικός Αριστοκλής από την Αθήνα, του οποίου το γενεαλογικό δέντρο έφτανε από την πλευρά του πατέρα του ως τον βασιλιά Κόδρο και από την πλευρά της μητέρας του ως τον Σόλωνα. Εξαιτίας του πλατιού μετώπου του τον φώναζαν Πλάτωνα, και πραγματικά ποτέ δεν υπήρξε πλατύτερο μέτωπο. Έζησε ογδόντα χρόνια, από τα οποία τα μισά ακριβώς (427 ως 387) ήταν περίοδος μαθητείας και ταξιδιών: τον οδήγησαν στην Κυρήνη, όπου σπούδασε μαθηματικά, στην Αίγυπτο, όπου μυήθηκε στα απόκρυφα δόγματα του ιερατείου, κατόπιν στην Κάτω Ιταλία, όπου μυήθηκε στον πυθαγορισμό, και τελικά στη Σικελία του Διονυσίου, … Αργότερα άνοιξε τη σχολή του στο γυμνάσιο του Ακάδημου, όπου έκανε μάθημα άλλοτε με διαλέξεις και άλλοτε διαλογικά, ενώ παράλληλα έδενε τους μαθητές του μεταξύ τους χάρη στα συσσίτια που οργάνωνε. Στα έργα του ο Πλάτων είναι μυστικιστής και ορθολογιστής, συνθετικός ποιητής και διαλυτικός σατιριστής στο ίδιο πρόσωπο. 

Με τον Πλάτωνα, η πλαστική δεινότητα του ελληνικού λαού υψώνεται για μια ακόμα φορά, και σ’ έναν ολότελα καινούριο τομέα, ως τη μέγιστη φωτεινότητα και πρωτοτυπία. Χάρη στη δραματική μορφή που διάλεξε ο Πλάτων, η φιλοσοφία, που κατά τ' άλλα εκφράζεται ρητά ή άρρητα σε πρώτο πρόσωπο, αποκτά την αντικειμενικότητα μιας ανάγλυφης σύνθεσης. Εντελώς διαφορετικοί πρέπει να ήταν οι χαμένοι διάλογοι του Αριστοτέλη, για τους οποίους αναφέρεται ότι από τα πρόσωπά τους έλειπε η ατομικότητα και ότι ο Αριστοτέλης επιφύλασσε στον εαυτό του τη διεύθυνση της συζήτησης. Αυτό δείχνει ότι ο Αριστοτέλης δεν κατάλαβε καθόλου την πλατωνική μορφή διαλόγου, που είναι μεγαλοφυής χάρη ακριβώς στο γεγονός ότι οι σκέψεις ενσαρκώνονται σε ζωντανές μορφές και εκείνος που κάνει αυτές τις σκέψεις δεν εμφανίζεται καθόλου: ο Πλάτων εξαφανίζεται πίσω από το έργο του όπως ο Όμηρος και ο Φειδίας πίσω από το δικό τους.

Αλλά και οι πλατωνικές «ιδέες» είναι συλλήψεις ενός εικαστικού καλλιτέχνη: όπως ακριβώς στη γλυπτική, έτσι κι εδώ η γνήσια πραγματικότητα του κόσμου των φαινομένων εκφράζεται με άφθαρτα αρχέτυπα, που περιέχουν συμπυκνωμένες όλες τις επιμέρους μορφές. Η λέξη ιδέα βγαίνει από το ρήμα ιδώ, βλέπω, κοιτάζω, και επομένως θέλει εκ των προτέρων να υποδηλώσει κάτι όχι αφηρημένο, αλλά παραστατικό. Οι ιδέες είναι παραδείγματα, δηλαδή πρότυπα, μοντέλα, και τα φαινόμενα είναι ομοιώματα ή μιμήματα, αντίγραφα, που φυσικά είναι τόσο τελειότερα όσο περισσότερο πλησιάζουν στο αρχέτυπο.

Ο Πλάτων εξήγησε με συναρπαστικό και ξεκάθαρο τρόπο τι εννοεί με τις ιδέες, χρησιμοποιώντας την περίφημη παρομοίωση με τη σπηλιά: οι άνθρωποι είναι σαν αιχμάλωτοι που κάθονται αλυσοδεμένοι σε μια υπόγεια σπηλιά, χωρίς να μπορούν να στρέψουν το κεφάλι τους· πίσω από την πλάτη τους είναι ένα φως, κι ανάμεσα σ’ αυτό το φως και την πλάτη τους περνούν κάθε λογής αντικείμενα: οι αιχμάλωτοι δεν μπορούν να δουν ούτε το φως ούτε τα αντικείμενα ούτε τον εαυτό τους, παρά μόνο τις σκιές στον τοίχο της σπηλιάς που είναι μπροστά τους. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η φύση είναι αντανάκλαση των ιδεών, ο Πλάτων αποκαλεί υποτιμητικά την τέχνη μίμησιν μιμήσεως.

Πολλοί θεώρησαν ότι αυτή η αντίληψή του φανερώνει έλλειψη καλλιτεχνικού αισθητήριου, αλλά στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο: είναι έκφραση μιας πέρα για πέρα καλλιτεχνικής κοσμοθεωρίας, που κάνει ακόμα και την καθημερινή εμπειρία καλλιτεχνική πράξη. Αλλά μόνο την καθημερινή εμπειρία που καθοδηγείται από τη φιλοσοφία. Γιατί στον Πλάτωνα υπάρχουν δύο κόσμοι που χωρίζονται από σαφή όρια: ο κόσμος αυτού που γίνεται και ποτέ δεν είναι και ο κόσμος αυτού που είναι και ποτέ δε γίνεται· τα σώματα και οι ασώματες μορφές (ασώματα είδη)· η αίσθησις, που είναι μια άλογη μορφή αντίληψης, και η νόησις, η έλλογη γνώση, που δεν είναι λογική αφαίρεση, αλλά καλλιτεχνική σύνοψη, διαισθητική εποπτεία. Γιατί οι ιδέες δε βρίσκονται στα επιμέρους πράγματα, όπως οι έννοιες, αλλά αντίθετα τα πράγματα βρίσκονται σ’ αυτές. Η αληθινή γνώση, η σύλληψη της ιδέας είναι ζήτημα φαντασίας, για την οποία ο Καντ είπε ότι δεν πρέπει βέβαια να καλπάζει ατίθαση, αλλά να ραψωδεί κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της λογικής, και η δίψα γι' αυτή τη γνώση, ο φιλοσοφικός ενθουσιασμός, είναι ένα είδος μανίας, σαν κι αυτή της Πυθίας. Όταν κάποτε ο Αντισθένης είπε στον Πλάτωνα: «Το άλογο το βλέπω, αλλά την αλογότητα όχι», ο Πλάτων του απάντησε: «Αυτό συμβαίνει γιατί έχεις μόνο το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς το άλογο, αλλά το μάτι με το οποίο βλέπει κανείς την αλογότητα δεν το έχεις ακόμα».

Το ωραίο είναι κι αυτό για τον Πλάτωνα μια ανάμνηση του αρχέτυπου που ατένισε κανείς πριν γεννηθεί, ενός χαμένου παράδεισου· είναι υποψία της ψυχής, νοσταλγία, έρωτας. Αλλά η κορωνίδα του κόσμου των ιδεών είναι η ιδέα του αγαθού: αυτή είναι το φως στη σπηλιά και, όπως ο ήλιος, είναι η αιτία που κάνει ορατά τα επίγεια πράγματα και τους δίνει ζωή.

Η ύλη όμως είναι αυτό που δεν μπορεί ν’ αναγνωρισθεί, το μη ον, και το σώμα είναι τάφος και φυλακή της ψυχής, που χρωστάει τα μη νοητικά στοιχεία της στη σύνδεσή της μαζί του. Γι' αυτό, σε ζητήματα φυσικής υπάρχουν μόνο δοξασίες, στην καλύτερη περίπτωση εικότες μύθοι, πιθανές εξηγήσεις.

Καθώς όμως κάθε αληθινή γνώση σημαίνει την ανάμνηση των ιδεών, που μας έχουν εμφυσηθεί σε μια προγενέστερη και ανώτερη ζωή, πρέπει να πιστέψουμε ότι η ψυχή προϋπάρχει και είναι άφθαρτη.

Πολύ περίεργη είναι μια άλλη απόδειξη της αθανασίας της ψυχής: ο Πλάτων λέει κάπου ότι κάθε ον έχει το ειδικό δεινό του, από το οποίο καταστρέφεται: το σιτάρι έχει την ερυσίβη, το ξύλο το σαράκι, το σίδερο τη σκουριά· στην ανθρώπινη ψυχή αυτό το κακό είναι η αδικία· επειδή όμως η ανθρώπινη ψυχή δε βλάπτεται καθόλου από αυτή, παρά αντίθετα κερδίζει σε ζωτικότητα, προφανώς η ανθρώπινη ψυχή είναι άφθαρτη. Αυτή η άποψη μοιάζει μ' ένα απύθμενα σαρκαστικό σχόλιο για την πορεία του κόσμου και τη σαπίλα των εγκόσμιων. Και πράγματι, ο Πλάτων θεωρεί τη φύση βασίλειο του κακού· η απόδραση από αυτή και η επίτευξη της οσιότητας είναι το καθήκον των φιλοσόφων.

Άλλωστε, η έσχατη αντίληψή του για όλα τα ζητήματα της πράξης και της πραγματικότητας εκφράζεται μάλλον από τη ρήση του: «τα των ανθρώπων πράγματα μεγάλης ουκ άξια σπουδής», οι ανθρώπινες υποθέσεις δεν αξίζουν και μεγάλη προσοχή.

ΠΛΑΤΩΝ: Συμπόσιον (216c-218b)

Καὶ ὑπὸ μὲν δὴ τῶν αὐλημάτων καὶ ἐγὼ καὶ ἄλλοι πολλοὶ τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπὸ τοῦδε τοῦ σατύρου· ἄλλα δὲ ἐμοῦ ἀκούσατε ὡς ὅμοιός τ᾽ ἐστὶν οἷς ἐγὼ ᾔκασα αὐτὸν καὶ τὴν δύναμιν ὡς θαυμασίαν ἔχει. εὖ γὰρ ἴστε ὅτι οὐδεὶς ὑμῶν [216d] τοῦτον γιγνώσκει· ἀλλὰ ἐγὼ δηλώσω, ἐπείπερ ἠρξάμην. ὁρᾶτε γὰρ ὅτι Σωκράτης ἐρωτικῶς διάκειται τῶν καλῶν καὶ ἀεὶ περὶ τούτους ἐστὶ καὶ ἐκπέπληκται, καὶ αὖ ἀγνοεῖ πάντα καὶ οὐδὲν οἶδεν. ὡς τὸ σχῆμα αὐτοῦ τοῦτο οὐ σιληνῶδες; σφόδρα γε. τοῦτο γὰρ οὗτος ἔξωθεν περιβέβληται, ὥσπερ ὁ γεγλυμμένος σιληνός· ἔνδοθεν δὲ ἀνοιχθεὶς πόσης οἴεσθε γέμει, ὦ ἄνδρες συμπόται, σωφροσύνης; ἴστε ὅτι οὔτε εἴ τις καλός ἐστι μέλει αὐτῷ οὐδέν, ἀλλὰ καταφρονεῖ τοσοῦτον [216e] ὅσον οὐδ᾽ ἂν εἷς οἰηθείη, οὔτ᾽ εἴ τις πλούσιος, οὔτ᾽ εἰ ἄλλην τινὰ τιμὴν ἔχων τῶν ὑπὸ πλήθους μακαριζομένων· ἡγεῖται δὲ πάντα ταῦτα τὰ κτήματα οὐδενὸς ἄξια καὶ ἡμᾶς οὐδὲν εἶναι —λέγω ὑμῖν— εἰρωνευόμενος δὲ καὶ παίζων πάντα τὸν βίον πρὸς τοὺς ἀνθρώπους διατελεῖ. σπουδάσαντος δὲ αὐτοῦ καὶ ἀνοιχθέντος οὐκ οἶδα εἴ τις ἑώρακεν τὰ ἐντὸς ἀγάλματα· ἀλλ᾽ ἐγὼ ἤδη ποτ᾽ εἶδον, καί μοι ἔδοξεν οὕτω θεῖα καὶ [217a] χρυσᾶ εἶναι καὶ πάγκαλα καὶ θαυμαστά, ὥστε ποιητέον εἶναι ἔμβραχυ ὅτι κελεύοι Σωκράτης.
Ἡγούμενος δὲ αὐτὸν ἐσπουδακέναι ἐπὶ τῇ ἐμῇ ὥρᾳ ἕρμαιον ἡγησάμην εἶναι καὶ εὐτύχημα ἐμὸν θαυμαστόν, ὡς ὑπάρχον μοι χαρισαμένῳ Σωκράτει πάντ᾽ ἀκοῦσαι ὅσαπερ οὗτος ᾔδει· ἐφρόνουν γὰρ δὴ ἐπὶ τῇ ὥρᾳ θαυμάσιον ὅσον. ταῦτα οὖν διανοηθείς, πρὸ τοῦ οὐκ εἰωθὼς ἄνευ ἀκολούθου μόνος μετ᾽ αὐτοῦ γίγνεσθαι, τότε ἀποπέμπων [217b] τὸν ἀκόλουθον μόνος συνεγιγνόμην —δεῖ γὰρ πρὸς ὑμᾶς πάντα τἀληθῆ εἰπεῖν· ἀλλὰ προσέχετε τὸν νοῦν, καὶ εἰ ψεύδομαι, Σώκρατες, ἐξέλεγχε— συνεγιγνόμην γάρ, ὦ ἄνδρες, μόνος μόνῳ, καὶ ᾤμην αὐτίκα διαλέξεσθαι αὐτόν μοι ἅπερ ἂν ἐραστὴς παιδικοῖς ἐν ἐρημίᾳ διαλεχθείη, καὶ ἔχαιρον. τούτων δ᾽ οὐ μάλα ἐγίγνετο οὐδέν, ἀλλ᾽ ὥσπερ εἰώθει διαλεχθεὶς ἄν μοι καὶ συνημερεύσας ᾤχετο ἀπιών. μετὰ ταῦτα [217c] συγγυμνάζεσθαι προυκαλούμην αὐτὸν καὶ συνεγυμναζόμην, ὥς τι ἐνταῦθα περανῶν. συνεγυμνάζετο οὖν μοι καὶ προσεπάλαιεν πολλάκις οὐδενὸς παρόντος· καὶ τί δεῖ λέγειν; οὐδὲν γάρ μοι πλέον ἦν. ἐπειδὴ δὲ οὐδαμῇ ταύτῃ ἥνυτον, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον εἶναι τῷ ἀνδρὶ κατὰ τὸ καρτερὸν καὶ οὐκ ἀνετέον, ἐπειδήπερ ἐνεκεχειρήκη, ἀλλὰ ἰστέον ἤδη τί ἐστι τὸ πρᾶγμα. προκαλοῦμαι δὴ αὐτὸν πρὸς τὸ συνδειπνεῖν, ἀτεχνῶς ὥσπερ ἐραστὴς παιδικοῖς ἐπιβουλεύων. καί μοι οὐδὲ τοῦτο ταχὺ [217d] ὑπήκουσεν, ὅμως δ᾽ οὖν χρόνῳ ἐπείσθη. ἐπειδὴ δὲ ἀφίκετο τὸ πρῶτον, δειπνήσας ἀπιέναι ἐβούλετο. καὶ τότε μὲν αἰσχυνόμενος ἀφῆκα αὐτόν· αὖθις δ᾽ ἐπιβουλεύσας, ἐπειδὴ ἐδεδειπνήκεμεν διελεγόμην ἀεὶ πόρρω τῶν νυκτῶν, καὶ ἐπειδὴ ἐβούλετο ἀπιέναι, σκηπτόμενος ὅτι ὀψὲ εἴη, προσηνάγκασα αὐτὸν μένειν. ἀνεπαύετο οὖν ἐν τῇ ἐχομένῃ ἐμοῦ κλίνῃ, ἐν ᾗπερ ἐδείπνει, καὶ οὐδεὶς ἐν τῷ οἰκήματι ἄλλος καθηῦδεν ἢ [217e] ἡμεῖς.
Μέχρι μὲν οὖν δὴ δεῦρο τοῦ λόγου καλῶς ἂν ἔχοι καὶ πρὸς ὁντινοῦν λέγειν· τὸ δ᾽ ἐντεῦθεν οὐκ ἄν μου ἠκούσατε λέγοντος, εἰ μὴ πρῶτον μέν, τὸ λεγόμενον, οἶνος ἄνευ τε παίδων καὶ μετὰ παίδων ἦν ἀληθής, ἔπειτα ἀφανίσαι Σωκράτους ἔργον ὑπερήφανον εἰς ἔπαινον ἐλθόντα ἄδικόν μοι φαίνεται. ἔτι δὲ τὸ τοῦ δηχθέντος ὑπὸ τοῦ ἔχεως πάθος κἄμ᾽ ἔχει. φασὶ γάρ πού τινα τοῦτο παθόντα οὐκ ἐθέλειν λέγειν οἷον ἦν πλὴν τοῖς δεδηγμένοις, ὡς μόνοις γνωσομένοις [218a] τε καὶ συγγνωσομένοις εἰ πᾶν ἐτόλμα δρᾶν τε καὶ λέγειν ὑπὸ τῆς ὀδύνης. ἐγὼ οὖν δεδηγμένος τε ὑπὸ ἀλγεινοτέρου καὶ τὸ ἀλγεινότατον ὧν ἄν τις δηχθείη —τὴν καρδίαν γὰρ ἢ ψυχὴν ἢ ὅτι δεῖ αὐτὸ ὀνομάσαι πληγείς τε καὶ δηχθεὶς ὑπὸ τῶν ἐν φιλοσοφίᾳ λόγων, οἳ ἔχονται ἐχίδνης ἀγριώτερον, νέου ψυχῆς μὴ ἀφυοῦς ὅταν λάβωνται, καὶ ποιοῦσι δρᾶν τε καὶ λέγειν ὁτιοῦν— καὶ ὁρῶν αὖ Φαίδρους, Ἀγάθωνας, [218b] Ἐρυξιμάχους, Παυσανίας, Ἀριστοδήμους τε καὶ Ἀριστοφάνας· Σωκράτη δὲ αὐτὸν τί δεῖ λέγειν, καὶ ὅσοι ἄλλοι; πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας — διὸ πάντες ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις. οἱ δὲ οἰκέται, καὶ εἴ τις ἄλλος ἐστὶν βέβηλός τε καὶ ἄγροικος, πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε.

***
Λοιπόν, αυτός εδώ ο σάτυρος με τους ήχους της φλογέρας του μ᾽ έφερε —κι εμένα και πολλούς άλλους— σ᾽ αυτή την ψυχολογική κατάσταση· όμως θα σας πω κι άλλα, που δείχνουν ότι είναι όμοιος μ᾽ αυτούς που εγώ τον παρομοίασα και πόσο απίστευτη δύναμη διαθέτει. Γιατί, να μην έχετε καμιά αμφιβολία, κανένας σας [216d] δε γνωρίζει αυτό τον άνθρωπο· αλλά εγώ θα τον αποκαλύψω, μια κι έκανα την αρχή. Δηλαδή βλέπετε ότι ο Σωκράτης νιώθει έρωτα για τους ωραίους και διαρκώς τους τριγυρίζει και σαστίζει μπροστά τους· κι απ᾽ την άλλη αγνοεί τα πάντα και δεν ξέρει τίποτε — δε φαίνεται τούτο το φέρσιμό του να σιληνοφέρνει; Και με το παραπάνω! γιατί αυτό είναι το εξωτερικό περίβλημά του, όπως του αγάλματος του Σιληνού. Στο εσωτερικό του όμως, αν τον ανοίξουμε, πόσο πλούτο σωφροσύνης πιστεύετε, φίλοι συμπότες, ότι έχει συσσωρεύσει; Πιστέψτε με, δε δίνει καμιά σημασία στο αν κάποιος είναι ωραίος, αλλά αδιαφορεί γι᾽ αυτό σε τέτοιο βαθμό, [216e] που κανένας δε θα το πίστευε· το ίδιο, κι αν κάποιος είναι πλούσιος ή αν έχει κάποιο άλλο χάρισμα, απ᾽ αυτά για τα οποία ο κοσμάκης καλοτυχίζει· γιατί θεωρεί ότι όλ᾽ αυτά τα προσόντα δεν αξίζουν τίποτε κι ότι εμείς είμαστε ένα τίποτε —ναι, σας λέω!— και περνά όλη τη ζωή του προσποιούμενος τον ανήξερο και περιπαίζοντας τον κόσμο. Δε γνωρίζω όμως αν κανείς έχει δει τα αγάλματα που κρύβει μέσα του, όταν ανοιχτεί, στις ώρες που σοβαρεύεται· αλλά εγώ τ᾽ αντίκρισα κάποτε, πάει καιρός, και μου φάνταξαν τόσο θεϊκά και [217a] μαλαματένια και πεντάμορφα και εντυπωσιακά, ώστε κοντολογίς να νιώθω καθήκον να εκτελώ κάθε εντολή του Σωκράτη.
Κι επειδή πίστευα ότι του προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον η νεανική ομορφιά μου, πίστεψα ότι ήταν για μένα ουρανόπεμπτο δώρο και εύνοια της τύχης που μου δόθηκε η δυνατότητα, ικανοποιώντας το πάθος του, ν᾽ ακούσω όσα αυτός ήξερε· γιατί η νεανική μου ομορφιά μ᾽ έκανε περήφανο σ᾽ απίστευτο βαθμό. Λοιπόν, μ᾽ αυτές τις σκέψεις, ενώ πρωτύτερα δε συνήθιζα να τον συναντώ μόνος, χωρίς τη συνοδεία δούλου, τότε έστειλα πίσω [217b] τον δούλο και τον συναντούσα μόνος — πρέπει τωόντι να σας πω την αλήθεια· αλλά ζητώ την προσοχή σας· και συ, Σωκράτη, αν λέω ψέματα, ανασκεύαζέ τα. Τον συναντούσα λοιπόν, ολομόναχοι οι δυο μας, και περίμενα ότι αυτός θα έστρεφε τη συζήτηση αμέσως σ᾽ ό,τι ένας εραστής θα κουβέντιαζε με το αγαπημένο του αγόρι που το ξεμονάχιασε, κι ένιωθα χαρά. Όμως τίποτε, τίποτε απ᾽ αυτά δε γινόταν, αλλά, όπως το συνήθιζε, έκανε συζήτηση μαζί μου, περνούσε τη μέρα του μαζί μου και σηκωνόταν κι έφευγε. Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά [217c] τον προκαλούσα να γυμνάζεται μαζί μου και γυμναζόμουν μαζί του, τάχα μου θα καταφέρω έτσι κάτι. Λοιπόν γυμναζόταν μαζί μου και παλεύαμε πολλές φορές χωρίς να ᾽ναι ψυχή εκεί· και τί να σας τα λέω, δεν κέρδιζα τίποτε. Κι επειδή μ᾽ αυτή τη μέθοδο δεν έβλεπα καμιά προκοπή, αποφάσισα να κάνω δυναμική έφοδο σ᾽ αυτό τον άντρα και να μη χαλαρώσω, μια και μπήκα στο χορό, αλλά έπρεπε να μάθω επιτέλους τί ακριβώς συμβαίνει. Τον προσκαλώ λοιπόν να δειπνήσει μαζί μου, όμοια κι απαράλλαχτα σαν τον εραστή που στήνει παγίδα στο αγαπημένο του αγόρι. Κι ούτε κι αυτό το θέλημα έσπευσε [217d] να μου το κάνει· όμως με τον καιρό πείστηκε. Κι όταν ήρθε για πρώτη φορά, με το που δείπνησε ήθελε να φύγει· και τότε από ντροπή τον άφησα να φύγει· όμως του έστησα παγίδα για δεύτερη φορά· κι όταν τελειώσαμε το δείπνο, τραβούσα την κουβέντα σε μάκρος συνεχώς ως αργά τη νύχτα· κι όταν ζήτησε να φύγει, με την πρόφαση ότι η ώρα είναι περασμένη, τον ανάγκασα να μείνει. Έπεσε λοιπόν ν᾽ αναπαυτεί στο διπλανό μου ανάκλιντρο, στο ίδιο που πήρε το δείπνο του· ψυχή δεν κοιμόταν στο δωμάτιο εκτός [217e] από μας.
Τώρα, ως αυτό το σημείο δε θα ᾽ταν άπρεπο να έκανα σ᾽ οποιονδήποτε αυτή μου την αφήγηση· όμως τη συνέχειά της δε θα μ᾽ ακούατε να τη λέω, αν, πρώτον, δεν ίσχυε το γνωμικό «το κρασί, με παιδιά και χωρίς παιδιά, την αλήθεια λαλεί» και, δεύτερο, μου φαίνεται άδικο ν᾽ αφήσω ν᾽ αφανιστεί στη λήθη περήφανο κατόρθωμα του Σωκράτη, την ώρα που ξεκίνησα να πλέξω το εγκώμιό του. Κι επιπλέον, στην ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου που δαγκώθηκε από οχιά βρίσκομαι κι εγώ· όποιος το πάθει αυτό, λένε, δεν είναι πρόθυμος να πει σαν τί είναι παρά μόνο σ᾽ όσους έχουν δαγκωθεί, γιατί είναι οι μόνοι που θα ᾽χουν κατανόηση [218a] και θα τον συγχωρήσουν αν δε δείλιασε να κάνει και να εκστομίσει τα πάντα από τους πόνους. Εγώ λοιπόν δαγκώθηκα από κάτι πιο οδυνηρό και στο πιο ευαίσθητο στον πόνο σημείο που μπορεί κανείς να δαγκωθεί, δηλονότι στην καρδιά ή την ψυχή ή όποιο άλλο όνομα θα μπορούσαμε να του δώσουμε — γιατί πληγώθηκα και δαγκώθηκα από φιλοσοφικές συνομιλίες, που σου ρίχνονται αγριότερα απ᾽ την οχιά, όταν βάλουν στο χέρι τους ψυχή χαρισματικού νεαρού και την κάνουν να πράττει και να εκστομίζει οτιδήποτε —και τα λέω αυτά έχοντας μπροστά μου άτομα σαν τον Φαίδρο, τον Αγάθωνα, [218b] τον Ερυξίμαχο, τον Παυσανία, τον Αριστόδημο, τον Αριστοφάνη (χρειάζεται ν᾽ αναφέρω και τον ίδιο τον Σωκράτη;) και τόσους άλλους— γιατί όλοι σας δοκιμάσατε την έκσταση και τον διονυσιασμό της φιλοσοφίας, δικαιούστε λοιπόν να μ᾽ ακούσετε· έτσι θα δείξετε συγκατάβαση για όσα διαδραματίστηκαν τότε και για όσα λέγονται τώρα. Όσο για σας, υπηρετικό προσωπικό και όποιοι άλλοι βρίσκεστε εδώ, αμύητοι και ακαλλιέργητοι, βάλτε πάρα πολύ μεγάλα θυρόφυλλα στ᾽ αυτιά σας.