κυρεῖ δ᾽ Ἀγαυὴ πλησίον θρώισκουσ᾽ ἐμοῦ,
κἀγὼ ᾽ξεπήδησ᾽ ὡς συναρπάσαι θέλων,
730 λόχμην κενώσας ἔνθ᾽ ἐκρύπτομεν δέμας.
ἡ δ᾽ ἀνεβόησεν· Ὦ δρομάδες ἐμαὶ κύνες,
θηρώμεθ᾽ ἀνδρῶν τῶνδ᾽ ὕπ᾽· ἀλλ᾽ ἕπεσθέ μοι,
ἕπεσθε θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι.
ἡμεῖς μὲν οὖν φεύγοντες ἐξηλύξαμεν
735 βακχῶν σπαραγμόν, αἱ δὲ νεμομέναις χλόην
μόσχοις ἐπῆλθον χειρὸς ἀσιδήρου μέτα.
καὶ τὴν μὲν ἂν προσεῖδες εὔθηλον πόριν
μυκωμένην ἕλκουσαν ἐν χεροῖν δίχα,
ἄλλαι δὲ δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν.
740 εἶδες δ᾽ ἂν ἢ πλεύρ᾽ ἢ δίχηλον ἔμβασιν
ῥιπτόμεν᾽ ἄνω τε καὶ κάτω· κρεμαστὰ δὲ
ἔσταζ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις ἀναπεφυρμέν᾽ αἵματι.
ταῦροι δ᾽ ὑβρισταὶ κἀς κέρας θυμούμενοι
τὸ πρόσθεν ἐσφάλλοντο πρὸς γαῖαν δέμας,
745 μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων·
θᾶσσον δὲ διεφοροῦντο σαρκὸς ἐνδυτὰ
ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις.
χωροῦσι δ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιθες ἀρθεῖσαι δρόμωι
πεδίων ὑποτάσεις αἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοαῖς
750 εὔκαρπον ἐκβάλλουσι Θηβαίοις στάχυν,
Ὑσιάς τ᾽ Ἐρυθράς θ᾽, αἳ Κιθαιρῶνος λέπας
νέρθεν κατωικήκασιν, ὥστε πολέμιοι
ἐπεσπεσοῦσαι πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω
διέφερον· ἥρπαζον μὲν ἐκ δόμων τέκνα,
755 ὁπόσα δ᾽ ἐπ᾽ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο
προσείχετ᾽ οὐδ᾽ ἔπιπτεν εἰς μέλαν πέδον,
οὐ χαλκός, οὐ σίδηρος, ἐπὶ δὲ βοστρύχοις
πῦρ ἔφερον, οὐδ᾽ ἔκαιεν. οἱ δ᾽ ὀργῆς ὕπο
ἐς ὅπλ᾽ ἐχώρουν φερόμενοι βακχῶν ὕπο.
760 οὗπερ τὸ δεινὸν ἦν θέαμ᾽ ἰδεῖν, ἄναξ·
τοῖς μὲν γὰρ οὐχ ἥιμασσε λογχωτὸν βέλος,
κεῖναι δὲ θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν
ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῆι
γυναῖκες ἄνδρας οὐκ ἄνευ θεῶν τινος.
765 πάλιν δ᾽ ἐχώρουν ὅθεν ἐκίνησαν πόδα
κρήνας ἐπ᾽ αὐτὰς ἃς ἀνῆκ᾽ αὐταῖς θεός,
νίψαντο δ᾽ αἷμα, σταγόνα δ᾽ ἐκ παρηίδων
γλώσσηι δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός.
τὸν δαίμον᾽ οὖν τόνδ᾽, ὅστις ἔστ᾽, ὦ δέσποτα,
770 δέχου πόλει τῆιδ᾽· ὡς τά τ᾽ ἄλλ᾽ ἐστὶν μέγας
κἀκεῖνό φασιν αὐτόν, ὡς ἐγὼ κλύω,
τὴν παυσίλυπον ἄμπελον δοῦναι βροτοῖς.
οἴνου δὲ μηκέτ᾽ ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις
οὐδ᾽ ἄλλο τερπνὸν οὐδὲν ἀνθρώποις ἔτι.
775 ΧΟ. ταρβῶ μὲν εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευθέρους
πρὸς τὸν τύραννον, ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Διόνυσος ἥσσων οὐδενὸς θεῶν ἔφυ.
***
Σε μια στιγμή πετιέται δίπλα μου η Αγαύη.
730 Εγώ, αφήνοντας τη λόχμη που μ᾽ έκρυβε,
τινάζομαι να την αρπάξω.
Εκείνη φώναξε βοώντας: «Σκύλες μου γρήγορες,
μας κυνηγούν οι άντρες αυτοί.
Εμπρός, ακολουθήστε με, ακολουθήστε,
οπλισμένες με τους θύρσους που κρατάτε!»
Εμάς μας έσωσε η φυγή — θα μας εσπάραζαν οι βάκχες.
Εκείνες, χωρίς σίδερο στο χέρι, όρμησαν στην αγέλη
735 που έβοσκε στη χλόη.
Να βλέπεις άλλη να κρατάει στα χέρια της
δαμάλα τρυφερή με ωραίες θηλές που μούγκριζε κομμένη στα δυο
και άλλες να κατακρεουργούν δαμάλες.
740 Να βλέπεις πλευρά και διπλές χηλές
να σφενδονίζονται στα ύψη και να πέφτουν,
να κρέμονται στα έλατα και να στάζουν
βουτηγμένα στο αίμα.
Ταύροι ως τότε αδάμαστοι με κέρατα οργισμένα
σωριάζονταν στο χώμα,
745 καθώς τους έσερναν μυριάδες χέρια κοριτσιών.
Τις σάρκες τους τις ξέσκιζαν,
προτού ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα στα βασιλικά σου μάτια.
Σαν τα πουλιά, που σηκώνονται με το πέταγμά τους,
χύνονται στον ανοιχτό κάμπο, πλάι στις ροές του Ασωπού,
750 όπου φυτρώνει το καρπερό στάχυ της Θήβας.
Όπως οι εχθροί, εφορμούν στις Υσιές και τις Ερυθρές,
που απλώνονται κάτω από τους γκρεμούς του Κιθαιρώνα,
και φέρνουν τα πάνω κάτω.
Άρπαζαν παιδιά από τα σπίτια.
755 Και ό,τι έβαζαν στον ώμο τους έστεκε χωρίς να το δέσουν·
δεν έπεφτε στο μαύρο χώμα — ούτε ο χαλκός ούτε το σίδερο.
Πάνω στα μαλλιά τους είχαν φωτιά, και δεν τις έκαιγε.
Εκείνοι, οργισμένοι που οι βάκχες ερήμαζαν τα πάντα,
τρέχουν στα όπλα.
760 Εκεί να έβλεπες, βασιλέα μου, το παράδοξο θέαμα·
το αιχμηρό τους δόρυ δεν τις μάτωνε,
εκείνες όμως, εκσφενδονίζοντας από τα χέρια τούς θύρσους,
τους τραυμάτιζαν και τους ανάγκαζαν
να στρέψουν τα νώτα και να τραπούν σε φυγή,
οι γυναίκες τους άντρες
—δεν ήταν χωρίς τη βοήθεια κάποιου θεού.
765 Έπειτα επέστρεφαν εκεί απ᾽ όπου ξεκίνησαν,
στις κρήνες εκείνες που άνοιξε για χάρη τους ο θεός.
Ξέπλυναν το αίμα·
τις σταγόνες στα μάγουλά τους τις έγλειφαν με τη γλώσσα τους φίδια
και το δέρμα τους έστιλβε.
Τον θεό αυτόν, όποιος κι αν είναι, δέξου τον, κύριε, στην πόλη·
770 μέγας είναι και σε άλλα
και λένε ακόμη, όπως ακούω,
ότι εκείνος χάρισε στους θνητούς το κλήμα
που παύει τη λύπη.
Και αν δεν υπάρχει το κρασί, δεν υπάρχει ο έρωτας
ούτε άλλη τέρψη για τον άνθρωπο.
ΧΟΡΟΣ
775 Φοβάμαι ν᾽ αφήσω ελεύθερο το λόγο μου μπροστά στο βασιλέα,
όμως θα το πω:
Ο Διόνυσος δεν είναι θεός μικρότερος από τους άλλους.
κἀγὼ ᾽ξεπήδησ᾽ ὡς συναρπάσαι θέλων,
730 λόχμην κενώσας ἔνθ᾽ ἐκρύπτομεν δέμας.
ἡ δ᾽ ἀνεβόησεν· Ὦ δρομάδες ἐμαὶ κύνες,
θηρώμεθ᾽ ἀνδρῶν τῶνδ᾽ ὕπ᾽· ἀλλ᾽ ἕπεσθέ μοι,
ἕπεσθε θύρσοις διὰ χερῶν ὡπλισμέναι.
ἡμεῖς μὲν οὖν φεύγοντες ἐξηλύξαμεν
735 βακχῶν σπαραγμόν, αἱ δὲ νεμομέναις χλόην
μόσχοις ἐπῆλθον χειρὸς ἀσιδήρου μέτα.
καὶ τὴν μὲν ἂν προσεῖδες εὔθηλον πόριν
μυκωμένην ἕλκουσαν ἐν χεροῖν δίχα,
ἄλλαι δὲ δαμάλας διεφόρουν σπαράγμασιν.
740 εἶδες δ᾽ ἂν ἢ πλεύρ᾽ ἢ δίχηλον ἔμβασιν
ῥιπτόμεν᾽ ἄνω τε καὶ κάτω· κρεμαστὰ δὲ
ἔσταζ᾽ ὑπ᾽ ἐλάταις ἀναπεφυρμέν᾽ αἵματι.
ταῦροι δ᾽ ὑβρισταὶ κἀς κέρας θυμούμενοι
τὸ πρόσθεν ἐσφάλλοντο πρὸς γαῖαν δέμας,
745 μυριάσι χειρῶν ἀγόμενοι νεανίδων·
θᾶσσον δὲ διεφοροῦντο σαρκὸς ἐνδυτὰ
ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοις κόραις.
χωροῦσι δ᾽ ὥστ᾽ ὄρνιθες ἀρθεῖσαι δρόμωι
πεδίων ὑποτάσεις αἳ παρ᾽ Ἀσωποῦ ῥοαῖς
750 εὔκαρπον ἐκβάλλουσι Θηβαίοις στάχυν,
Ὑσιάς τ᾽ Ἐρυθράς θ᾽, αἳ Κιθαιρῶνος λέπας
νέρθεν κατωικήκασιν, ὥστε πολέμιοι
ἐπεσπεσοῦσαι πάντ᾽ ἄνω τε καὶ κάτω
διέφερον· ἥρπαζον μὲν ἐκ δόμων τέκνα,
755 ὁπόσα δ᾽ ἐπ᾽ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο
προσείχετ᾽ οὐδ᾽ ἔπιπτεν εἰς μέλαν πέδον,
οὐ χαλκός, οὐ σίδηρος, ἐπὶ δὲ βοστρύχοις
πῦρ ἔφερον, οὐδ᾽ ἔκαιεν. οἱ δ᾽ ὀργῆς ὕπο
ἐς ὅπλ᾽ ἐχώρουν φερόμενοι βακχῶν ὕπο.
760 οὗπερ τὸ δεινὸν ἦν θέαμ᾽ ἰδεῖν, ἄναξ·
τοῖς μὲν γὰρ οὐχ ἥιμασσε λογχωτὸν βέλος,
κεῖναι δὲ θύρσους ἐξανιεῖσαι χερῶν
ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῆι
γυναῖκες ἄνδρας οὐκ ἄνευ θεῶν τινος.
765 πάλιν δ᾽ ἐχώρουν ὅθεν ἐκίνησαν πόδα
κρήνας ἐπ᾽ αὐτὰς ἃς ἀνῆκ᾽ αὐταῖς θεός,
νίψαντο δ᾽ αἷμα, σταγόνα δ᾽ ἐκ παρηίδων
γλώσσηι δράκοντες ἐξεφαίδρυνον χροός.
τὸν δαίμον᾽ οὖν τόνδ᾽, ὅστις ἔστ᾽, ὦ δέσποτα,
770 δέχου πόλει τῆιδ᾽· ὡς τά τ᾽ ἄλλ᾽ ἐστὶν μέγας
κἀκεῖνό φασιν αὐτόν, ὡς ἐγὼ κλύω,
τὴν παυσίλυπον ἄμπελον δοῦναι βροτοῖς.
οἴνου δὲ μηκέτ᾽ ὄντος οὐκ ἔστιν Κύπρις
οὐδ᾽ ἄλλο τερπνὸν οὐδὲν ἀνθρώποις ἔτι.
775 ΧΟ. ταρβῶ μὲν εἰπεῖν τοὺς λόγους ἐλευθέρους
πρὸς τὸν τύραννον, ἀλλ᾽ ὅμως εἰρήσεται·
Διόνυσος ἥσσων οὐδενὸς θεῶν ἔφυ.
***
Σε μια στιγμή πετιέται δίπλα μου η Αγαύη.
730 Εγώ, αφήνοντας τη λόχμη που μ᾽ έκρυβε,
τινάζομαι να την αρπάξω.
Εκείνη φώναξε βοώντας: «Σκύλες μου γρήγορες,
μας κυνηγούν οι άντρες αυτοί.
Εμπρός, ακολουθήστε με, ακολουθήστε,
οπλισμένες με τους θύρσους που κρατάτε!»
Εμάς μας έσωσε η φυγή — θα μας εσπάραζαν οι βάκχες.
Εκείνες, χωρίς σίδερο στο χέρι, όρμησαν στην αγέλη
735 που έβοσκε στη χλόη.
Να βλέπεις άλλη να κρατάει στα χέρια της
δαμάλα τρυφερή με ωραίες θηλές που μούγκριζε κομμένη στα δυο
και άλλες να κατακρεουργούν δαμάλες.
740 Να βλέπεις πλευρά και διπλές χηλές
να σφενδονίζονται στα ύψη και να πέφτουν,
να κρέμονται στα έλατα και να στάζουν
βουτηγμένα στο αίμα.
Ταύροι ως τότε αδάμαστοι με κέρατα οργισμένα
σωριάζονταν στο χώμα,
745 καθώς τους έσερναν μυριάδες χέρια κοριτσιών.
Τις σάρκες τους τις ξέσκιζαν,
προτού ανοιγοκλείσεις τα βλέφαρα στα βασιλικά σου μάτια.
Σαν τα πουλιά, που σηκώνονται με το πέταγμά τους,
χύνονται στον ανοιχτό κάμπο, πλάι στις ροές του Ασωπού,
750 όπου φυτρώνει το καρπερό στάχυ της Θήβας.
Όπως οι εχθροί, εφορμούν στις Υσιές και τις Ερυθρές,
που απλώνονται κάτω από τους γκρεμούς του Κιθαιρώνα,
και φέρνουν τα πάνω κάτω.
Άρπαζαν παιδιά από τα σπίτια.
755 Και ό,τι έβαζαν στον ώμο τους έστεκε χωρίς να το δέσουν·
δεν έπεφτε στο μαύρο χώμα — ούτε ο χαλκός ούτε το σίδερο.
Πάνω στα μαλλιά τους είχαν φωτιά, και δεν τις έκαιγε.
Εκείνοι, οργισμένοι που οι βάκχες ερήμαζαν τα πάντα,
τρέχουν στα όπλα.
760 Εκεί να έβλεπες, βασιλέα μου, το παράδοξο θέαμα·
το αιχμηρό τους δόρυ δεν τις μάτωνε,
εκείνες όμως, εκσφενδονίζοντας από τα χέρια τούς θύρσους,
τους τραυμάτιζαν και τους ανάγκαζαν
να στρέψουν τα νώτα και να τραπούν σε φυγή,
οι γυναίκες τους άντρες
—δεν ήταν χωρίς τη βοήθεια κάποιου θεού.
765 Έπειτα επέστρεφαν εκεί απ᾽ όπου ξεκίνησαν,
στις κρήνες εκείνες που άνοιξε για χάρη τους ο θεός.
Ξέπλυναν το αίμα·
τις σταγόνες στα μάγουλά τους τις έγλειφαν με τη γλώσσα τους φίδια
και το δέρμα τους έστιλβε.
Τον θεό αυτόν, όποιος κι αν είναι, δέξου τον, κύριε, στην πόλη·
770 μέγας είναι και σε άλλα
και λένε ακόμη, όπως ακούω,
ότι εκείνος χάρισε στους θνητούς το κλήμα
που παύει τη λύπη.
Και αν δεν υπάρχει το κρασί, δεν υπάρχει ο έρωτας
ούτε άλλη τέρψη για τον άνθρωπο.
ΧΟΡΟΣ
775 Φοβάμαι ν᾽ αφήσω ελεύθερο το λόγο μου μπροστά στο βασιλέα,
όμως θα το πω:
Ο Διόνυσος δεν είναι θεός μικρότερος από τους άλλους.