Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (1255-1275)

ΑΓΑ. ἐγὼ τά τ᾽ οἰκτρὰ συνετός εἰμι καὶ τὰ μή,
φιλῶ τ᾽ ἐμαυτοῦ τέκνα· μαινοίμην γὰρ ἄν.
δεινῶς δ᾽ ἔχει μοι ταῦτα τολμῆσαι, γύναι,
δεινῶς δὲ καὶ μή· τοῦτο γὰρ πρᾶξαί με δεῖ.
ὁρᾶθ᾽ ὅσον στράτευμα ναύφρακτον τόδε,
1260 χαλκέων θ᾽ ὅπλων ἄνακτες Ἑλλήνων ὅσοι,
οἷς νόστος οὐκ ἔστ᾽ Ἰλίου πύργους ἔπι,
εἰ μή σε θύσω, μάντις ὡς Κάλχας λέγει,
οὐδ᾽ ἔστι Τροίας ἐξελεῖν κλεινὸν βάθρον.
μέμηνε δ᾽ Ἀφροδίτη τις Ἑλλήνων στρατῷ
1265 πλεῖν ὡς τάχιστα βαρβάρων ἐπὶ χθόνα,
παῦσαί τε λέκτρων ἁρπαγὰς Ἑλληνικῶν·
οἳ τὰς ἐν Ἄργει παρθένους κτενοῦσί μου
ὑμᾶς τε κἀμέ, θέσφατ᾽ εἰ λύσω θεᾶς.
οὐ Μενέλεώς με καταδεδούλωται, τέκνον,
1270 οὐδ᾽ ἐπὶ τὸ κείνου βουλόμενον ἐλήλυθα,
ἀλλ᾽ Ἑλλάς, ᾗ δεῖ, κἂν θέλω κἂν μὴ θέλω,
θῦσαί σε· τούτου δ᾽ ἥσσονες καθέσταμεν.
ἐλευθέραν γὰρ δεῖ νιν ὅσον ἐν σοί, τέκνον,
κἀμοὶ γενέσθαι, μηδὲ βαρβάρων ὕπο
1275 Ἕλληνας ὄντας λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ.

***
ΑΓΑ. Εγώ τί είναι πικρό και τί δεν είναι
το νιώθω, κι αγαπώ και τα παιδιά μου·
αλλιώς, θα ᾽μουν τρελός. Μα φοβερό είναι
και να τολμήσω και να μην τολμήσω,
γυναίκα, αυτό· μα ανάγκη να το κάμω.
Πόσος στρατός μες στα καράβια, πόσοι
1260 Έλληνες χαλκαρμάτωτοι εδώ μένουν
το βλέπετε· αν θυσία δε σε προσφέρω,
αδύνατο είν᾽ αυτοί να πάνε στου Ίλιου
τους πύργους και της Τροίας την ξακουσμένη
να πάρουν πόλη· ο μάντης Κάλχας το είπε.
Και των Ελλήνων το στρατό μανία
τον έχει πιάσει ν᾽ αρμενίσει αμέσως
στη χώρα των βαρβάρων και να βάλει
τέρμα στις αρπαγές των Ελληνίδων·
αυτοί λοιπόν τις κόρες που έχω στο Άργος
κι εσάς κι εμέ θα μας σκοτώσουν όλους,
της θεάς την εντολή αν δεν εκτελέσω.
Δε μ᾽ έκαμε ο Μενέλαος σκλάβο του, ούτε
1270 το θέλημά του ακλούθησα, παιδί μου,
η Ελλάδα μ᾽ έχει σκλάβο της· για κείνη,
θέλω δε θέλω, πρέπει να σε δώσω
θύμα· ως εκεί δε φτάνει η δύναμή μας·
γιατί είν᾽ ανάγκη ελεύθερη να γίνει,
όσο περνά από σε κι εμέ, παιδί μου,
κι όχι να μας αρπάζουν τις γυναίκες
οι βάρβαροι απ᾽ τους Έλληνες εμάς.
Φεύγει.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Μπαρόκ (τέλη 16ου - μέσα 18ου αιώνα) και αρχαία τέχνη

11.2. Γαλλία: Οι αρχαίοι μύθοι σε μεγέθυνση


Ο μανιερισμός μετατόπισε την αρχαία τέχνη σταδιακά από την Ιταλία στη Γαλλία του Φραγκίσκου Α', όπου τον 16ο αιώνα επικρατούσε μια επιτηδευμένη αρχαιοφιλία. Πεθαίνουν ο Έρασμος και ο Μπυντέ (περ. 1540) και αναλαμβάνει μια νέα γενιά Γάλλων κλασικών δασκάλων με επικεφαλής τον Νικολά Πουσέν (1594-1665). Ο Πουσέν γοητεύεται από τη Ρώμη, τις αρχαιότητες, το κλασικό πνεύμα και δημιουργεί έναν ιδεατό κόσμο καθαρότητας και ηρεμίας: «Tout ce qu᾽il y a de beau en Italie» "πόσα ωραία υπάρχουν στην Ιταλία!". Το περίφημο έργο του Et in Arcadia ego "Εγώ, [ο θάνατος βρίσκομαι] και στην Αρκαδία" του 1655, αποπνέει μια μελαγχολία, ένα νοσταλγικό όραμα γαλήνης, όπου και ο θάνατος έχει χάσει τη φρίκη του. Στη Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής, που ίδρυσε ο Λουδοβίκος ΙΓ' στο Παρίσι το 1648, το έργο του Πουσέν χρησιμοποιείται ως βάση για κάθε μελλοντική δημιουργία (πουσενισμός), με αντίποδα την αντίληψη για την τέχνη του Ρούμπενς (ρουμπενισμός). Περισσότερο από τον Πουσέν το τοπίο της Ιταλίας μάγεψε τον Γάλλο Κλοντ Λορέν (1600-1682), ο οποίος αποτύπωσε στα έργα του μια εξιδανικευμένη ρωμαϊκή φύση, με ένα χαρακτηριστικό χρυσαφένιο ονειρικό φως, που έκανε τους ταξιδιώτες να μετρούν την ομορφιά του τοπίου με τα δικά του μάτια. Άγγλοι αριστοκράτες προχώρησαν ακόμη μακρύτερα: με πρότυπο τα ιδανικά τοπία του Λορέν δημιουργούν κήπους και πάρκα που δίνουν την ψευδαίσθηση μιας φυσικής αρμονίας χωρίς σχεδιασμό, δηλαδή τον λεγόμενο κήπο αγγλικού τύπου. Στη γαλήνια φύση των τοπίων του ο Λορέν προσθέτει συχνά μυθολογικά θέματα και φανταστικά ερείπια αρχαίων μνημείων καθιερώνοντας μια ηρωική τοπιογραφία.

Το στιλ του Πουσέν επηρέασε τον Βέλγο, εγκατεστημένο στο Παρίσι, Αντουάν Βατό (1684-1721), τον χαρακτηριστικό ζωγράφο του αυλικού ροκοκό, που ζωγράφιζε εσωτερικές διακοσμήσεις για τους πύργους των ευγενών, οράματα μιας ονειρικής ζωής στη φύση, όπου όλοι διασκεδάζουν χαριτωμένα και όλα είναι μια γιορτή, μια σειρά από συνεχή μενουέτα. Το Ταξίδι στα Κύθηρα (περ. 1719), η πιο διάσημη από τις fêtes galantes "γιορτές ευγενών" του είναι μια απόδραση σε έναν μη πραγματικό, ιδεατό κόσμο γαλήνης και ευτυχίας, μια αναχώρηση στο άπιαστο όνειρο στο νησί της θεάς του Έρωτα, της Αφροδίτης.

Ο Πουσέν και οι μεγάλοι της ιταλικής Αναγέννησης ήταν για τον Άγγλο Τζόσουα Ρέινολντς (1723-1792) τα ανυπέρβλητα υποδείγματα της πραγματικής τέχνης. «Χρειάζεται μόρφωση και φαντασία για να ζωγραφιστεί ένας πίνακας όπως η Αυγή του Ρένι ή το Et in Arcadia ego του Πουσέν», υποστήριζε μεταξύ άλλων σε μια σειρά από διαλέξεις που και σήμερα ακόμα είναι ενδιαφέρουσες.

Στο Παρίσι, καλλιτεχνική πρωτεύουσα της Ευρώπης, επικρατεί η ακαδημαϊκή έκφραση: Βουέ, Σαμπέιν, Λεμπρέν κ.ά. Στη Γαλλία δεν υπάρχει μέγαρο, ανάκτορο, κατοικία της εποχής που να μην έχει έργο του Σιμόν Βουέ (1590-1649) ή του εργαστηρίου του. Γεμίζει ατέλειωτες επιφάνειες με μυθολογικές σκηνές, αλληγορίες, φανταστικά θέματα, σχεδιάζει για τάπητες κ.ά., ώσπου τον παραμερίζει ο Πουσέν. Το ίδιο και ο Σαρλ Λεμπρέν (1619-1690), που ανήκει στους ιδρυτές της ακαδημίας, δημιουργεί το κάπως κενό, διακοσμητικό και κραυγαλέα εορταστικό στιλ της αυλής του Λουδοβίκου ΙΔ', με μια μεγάλη παραγωγή σε πίνακες και τοιχογραφίες που έχουν συχνά μυθολογικά θέματα, όπως η οροφή με τους άθλους του Ηρακλή στον πύργο του Vaux, ή θέματα από την Αρχαιότητα όπως ο τεραστίων διαστάσεων πίνακάς του (4,70 m x 12,64 m) με θέμα Μέγας Αλέξανδρος και Πόρος (πριν το 1673), που βρίσκεται σήμερα στο Λούβρο.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 3. Από τους Περσικούς Πολέμους στον Πελοποννησιακό

3.1. Επάνω σε μια χάλκινη πλάκα ήταν χαραγμένος ο χάρτης όλης της γης

Το 499 έφτασε στη Σπάρτη ο Αρισταγόρας ο Μιλήσιος με μια ασυνήθιστη πρόταση. Μολονότι ασφαλώς γνώριζε πώς λαμβάνονταν οι αποφάσεις, ζήτησε ακρόαση από τον βασιλιά Κλεομένη (520-490), θεωρώντας ότι η γνώμη του μετρούσε περισσότερο από αυτή του άλλου βασιλιά και ότι θα επηρέαζε τόσο τη Γερουσία όσο και τους εφόρους. Στη συνάντηση κρατούσε στα χέρια του έναν χάρτη της γης, χαραγμένο σε χάλκινη πλάκα. Πρώτα αναφέρθηκε στους Ίωνες, τους Έλληνες που κατοικούσαν στα μικρασιατικά παράλια. Ζούσαν υποδουλωμένοι στους Πέρσες, και αυτό ήταν μεγάλη ντροπή για τους ίδιους αλλά και για τους Σπαρτιάτες -όπως υποστήριξε-, που ήταν οι πρώτοι στην Ελλάδα. Αμέσως μετά πρότεινε στον βασιλιά μια εκστρατεία για την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας.

Ο Αρισταγόρας ισχυρίστηκε ότι, από στρατιωτική άποψη, η επιτυχία ήταν εφικτή, διότι οι βάρβαροι (έτσι αποκαλούσαν οι Έλληνες όλους τους ξένους) ούτε θάρρος είχαν στη μάχη ούτε σπουδαίο οπλισμό. Επιπλέον, το εγχείρημα μπορούσε να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρο, καθώς τα πλούτη των Περσών ήταν αμύθητα. Ύστερα, δείχνοντας τον χάρτη -έργο ασφαλώς των σοφών Ιώνων γεωγράφων- απαρίθμησε με τη σειρά τους λαούς που κατοικούσαν από τα μικρασιατικά παράλια έως την έδρα του μεγάλου Πέρση βασιλιά: Ίωνες, Λυδοί, Φρύγες, Καππαδόκες, Κίλικες, Αρμένιοι, Ματιηνοί. Με αυτούς τους τελευταίους γειτόνευε η Κισσία, όπου βρίσκονταν τα Σούσα, κοντά στον ποταμό Χοάσπη. Εκεί κατοικούσε ο βασιλιάς και φύλαγε τους θησαυρούς του. (Στην πραγματικότητα, ο βασιλιάς κατοικούσε επίσης στα Εκβάτανα και στη Βαβυλώνα, ενώ οικοδομούσε ήδη μια νέα πρωτεύουσα, την Περσέπολη.) Γιατί λοιπόν, αναρωτήθηκε ο Αρισταγόρας, να πολεμάτε με τους Μεσσήνιους, τους Αρκάδες και τους Αργείους για μια περιοχή μικρή, φτωχή και με περιορισμένα όρια, όταν μπορείτε να κατακτήσετε εύκολα ολόκληρη την Ασία;

Ο Κλεομένης ζήτησε δύο μέρες για να το σκεφτεί. Στη νέα συνάντηση, πριν ανακοινώσει την απόφασή του, θέλησε να μάθει πόσες μέρες απείχε η έδρα του μεγάλου βασιλιά από τα παράλια της Ιωνίας. Όταν άκουσε ότι η απόσταση ήταν πορεία τριών μηνών, διέταξε τον Αρισταγόρα να εγκαταλείψει τη Σπάρτη πριν από τη δύση του ηλίου.

Οι Σπαρτιάτες δεν ήταν πρόθυμοι να απομακρυνθούν από την πόλη τους. Είχαν πάντα την έγνοια των γειτόνων τους, Αρκάδων και Αργείων, ενώ μεγάλο πρόβλημα τους δημιουργούσαν και οι Μεσσήνιοι. Μολονότι τους είχαν υποτάξει και καταστήσει είλωτες πολλά χρόνια πριν, αυτοί ήταν διαρκώς έτοιμοι να εξεγερθούν. Φρόντιζαν λοιπόν να εκστρατεύουν έξω από τα σύνορά τους μόνο όταν ήταν μεγάλη ανάγκη. Και μόλις ολοκλήρωναν την αποστολή τους, επέστρεφαν όσο γρηγορότερα γινόταν. Μια επιχείρηση που θα απαιτούσε μήνες οδοιπορία μακριά από τη θάλασσα ήταν έξω από κάθε συζήτηση. Άλλωστε, εκείνη ακριβώς την εποχή οι σχέσεις της Σπάρτης με το Άργος συνεχώς επιδεινώνονταν.

Ο Ηρόδοτος, που αφηγείται την ιστορία, αφήνει να διαφανεί μια αντίφαση στους ισχυρισμούς του Αρισταγόρα. Εάν οι Πέρσες ήταν ανάξιοι πολεμιστές, δεν θα μπορούσαν να έχουν οικοδομήσει τόσο μεγάλη αυτοκρατορία, κατακτώντας όχι μόνο τους λαούς που απαρίθμησε, αλλά επίσης την Αίγυπτο και πολλές άλλες περιοχές, από τα Σούσα έως την Ινδία. Παρά τη σχετική απομόνωσή τους, οι Σπαρτιάτες ήταν αρκετά καλά πληροφορημένοι για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία.

Ήδη το 546 είχαν φτάσει στη Σπάρτη αντιπρόσωποι του Λυδού βασιλιά Κροίσου (περ. 560-546). Ο Κροίσος είχε υποτάξει τους Ίωνες της Μικράς Ασίας, χωρίς ωστόσο να επιβάλει επαχθείς όρους. Έτρεφε εκτίμηση στον ελληνικό πολιτισμό και συμβουλευόταν τακτικά το μαντείο των Δελφών - μολονότι ενδιαφερόταν περισσότερο για τη στρατολόγηση Ελλήνων μισθοφόρων. Κάποια στιγμή είδε με ανησυχία την αυξανόμενη δύναμη των Περσών και αναζήτησε στηρίγματα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του, οι Σπαρτιάτες ήταν άριστοι πολεμιστές και τους πρότεινε συμμαχία, δηλαδή πιθανότατα να τους προσλάβει ως μισθοφόρους. Αυτοί δέχτηκαν, χωρίς να υπολογίσουν, καθώς φαίνεται, ότι ο Λυδός βασιλιάς θα χρειαζόταν τη βοήθειά τους πολύ σύντομα.

Πράγματι, μέσα σε λίγους μήνες από τη σύναψη της συμμαχίας, ο Κροίσος ηττήθηκε σε μια σημαντική μάχη από τον Κύρο τον Μέγα (557-530), τον θεμελιωτή της Περσικής Αυτοκρατορίας. Πολιορκημένος στην πρωτεύουσά του, τις Σάρδεις, ο Λυδός βασιλιάς έσπευσε να καλέσει όλους τους συμμάχους του, τους Βαβυλώνιους, τους Αιγυπτίους και τους Σπαρτιάτες. Ευτυχώς για τους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν εκείνη την εποχή σε σύγκρουση με τους Αργείους, ο Κύρος δεν περίμενε να φτάσουν οι ενισχύσεις και κυρίευσε το βασίλειο των Λυδών - και αμέσως μετά, τους Έλληνες της Μικράς Ασίας.

Διαπιστώνοντας ότι η περσική κυριαρχία ήταν πολύ επαχθέστερη από τη λυδική, οι Έλληνες της Μικράς Ασίας άρχισαν να αναζητούν τρόπους για να κερδίσουν την ελευθερία τους. Πρώτη τους σκέψη ήταν να απευθυνθούν στους Σπαρτιάτες, αλλά η απάντηση που πήραν ήταν αρνητική.

Παρά την άρνησή τους, οι Σπαρτιάτες δεν παρέμειναν εντελώς αδρανείς. Έστειλαν αντιπροσώπους για να πληροφορηθούν από πρώτο χέρι την κατάσταση που επικρατούσε στην Ασία. Ο Ηρόδοτος συμπληρώνει μάλιστα ότι οι αντιπρόσωποι ζήτησαν να δουν τον ίδιο τον μεγάλο Πέρση βασιλιά, που βρισκόταν εκείνη την εποχή στις Σάρδεις. Ο κήρυκας των Σπαρτιατών τού μετέφερε μήνυμα να μην καταστρέψει ελληνική γη, διότι οι Σπαρτιάτες δεν θα το ανέχονταν. Ο Κύρος ρώτησε να μάθει ποιοι ήταν αυτοί που τον απειλούσαν και, όταν κατάλαβε, έδειξε όλη του την περιφρόνηση.

Γύρω στο 513 οι Σπαρτιάτες δέχτηκαν, όπως λεγόταν, και δεύτερη πρόταση για επιχειρήσεις στην Περσία. Αντιπροσωπεία από τη Σκυθία πρότεινε στον βασιλιά Κλεομένη μια ταυτόχρονη επίθεση εναντίον του Πέρση βασιλιά Δαρείου Α', που προσπαθούσε να κατακτήσει τη χώρα τους. Οι Σκύθες θα ξεκινούσαν από την Ανατολή και οι Σπαρτιάτες από τη Δύση - συγκεκριμένα, από την Έφεσο. Κάποια στιγμή, έχοντας προφανώς κάμψει την αντίσταση των Περσών, οι δύο στρατοί θα συναντιόνταν θριαμβευτικά. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο πραγματοποιήθηκε, και οι Πέρσες συνέχισαν την επεκτατική τους πολιτική χωρίς να συναντήσουν ισχυρές αντιστάσεις.

Δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας στράφηκε και πάλι στους Σπαρτιάτες για βοήθεια, αλλά η αντίδραση του Κλεομένη δεν του άφησε κανένα περιθώριο. Αυτή τη φορά, μάλιστα, οι Σπαρτιάτες δεν έστειλαν ούτε καν μια αυστηρή προειδοποίηση στους Πέρσες.

Φεύγοντας από τη Σπάρτη, ο Αρισταγόρας πήγε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε τους ίδιους περίπου συλλογισμούς, προσθέτοντας ότι οι συμπατριώτες του, οι Μιλήσιοι, ήταν άποικοι των Αθηναίων. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μόλις οκτώ ετών, αλλά λειτουργούσε κιόλας χωρίς παρέκκλιση από τις βασικές αρχές που είχε εισηγηθεί ο Κλεισθένης. Αρμόδια να αποφανθεί για το αίτημά του ήταν συνεπώς η Εκκλησία του Δήμου.

Οι Αθηναίοι ήταν επίσης αρκετά καλά πληροφορημένοι για όσα συνέβαιναν στην Ασία. Λίγα χρόνια νωρίτερα, την εποχή που εκδίωξαν τους τυράννους τους, είχαν βρεθεί σε σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες. Για να αντιμετωπίσουν την απειλή στράφηκαν προς τους Πέρσες. Μια αντιπροσωπεία τους επισκέφθηκε τον Πέρση σατράπη (δηλαδή διοικητή) Αρταφέρνη, που ήταν αδελφός του Δαρείου και είχε την έδρα του στις Σάρδεις. Αυτός ζήτησε, ως δείγμα υποταγής, γῆν και ὕδωρ. Οι Αθηναίοι απεσταλμένοι συμφώνησαν και η συμμαχία αποφασίστηκε.

Πολύ σύντομα ο Αρταφέρνης δέχτηκε και άλλη αθηναϊκή επίσκεψη. Αυτή τη φορά τη βοήθειά του ζητούσε ο εξόριστος Ιππίας, τον οποίο οι Σπαρτιάτες δεν είχαν καταφέρει να επαναφέρουν στην εξουσία. Οι Αθηναίοι ανησύχησαν και έστειλαν κήρυκες στις Σάρδεις για να διαμαρτυρηθούν. Η συμμαχία τους με τους Πέρσες δεν επέτρεπε συνεννοήσεις με τον παλαιό τους τύραννο. Ο Αρταφέρνης σκέφτηκε, ωστόσο, ότι ένας τύραννος θα εξασφάλιζε καλύτερα τα συμφέροντα των Περσών και απαίτησε από τους Αθηναίους να δεχτούν και πάλι ως ηγέτη τους τον Ιππία. Αυτοί αρνήθηκαν και η συμφωνία που είχαν κάνει με τους Πέρσες διαλύθηκε οριστικώς. Όταν λοιπόν, λίγα χρόνια αργότερα, ο Αρισταγόρας ζήτησε για λογαριασμό των Ιώνων τη συνδρομή των Αθηναίων, αυτοί, σε αντίθεση με τους Σπαρτιάτες, συμφώνησαν πρόθυμα.

Ο Ηρόδοτος, που θαύμαζε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία τους, κάνει στο σημείο αυτό της αφήγησής του ένα κακεντρεχές σχόλιο. Θεωρώντας προφανώς ότι η απόφαση για βοήθεια ήταν πηγή δεινών για τους Έλληνες και τους βαρβάρους, σημειώνει ότι είναι ευκολότερο να παραπλανηθούν πολλοί από ό,τι να παραπλανηθεί μόνο ένας. Ο Αρισταγόρας δεν μπόρεσε να πείσει τον Κλεομένη, κατάφερε όμως να πείσει 30.000 Αθηναίους. (Για τον Ηρόδοτο ήταν αυτονόητο ότι, σύμφωνα με τους κανόνες της δημοκρατίας, οι 6.000 περίπου Αθηναίοι που συσκέφθηκαν στην Εκκλησία αντιπροσώπευαν το σύνολο των πολιτών.)

Έως το μέσον του 6ου αιώνα ο ελληνικός κόσμος είχε αναπτυχθεί και επεκταθεί χωρίς να συναντήσει σοβαρές αντιστάσεις ούτε στη Δύση ούτε στην Ανατολή. Ειδικά στην Ανατολή, τα τοπικά βασίλεια και οι αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε διαρκείς ανταγωνισμούς μεταξύ τους, οι οποίοι δεν τους επέτρεπαν να ασχοληθούν συστηματικά με τη Μεσόγειο. Πρώτοι οι Λυδοί κατάφεραν να επιβληθούν στους Ίωνες, αλλά η προσοχή τους παρέμενε στραμμένη προς τους ανερχόμενους Πέρσες και έτσι προτιμούσαν τη φιλία των Ελλήνων παρά την εχθρότητα τους. Από τη στιγμή όμως που οι Πέρσες εξουδετέρωσαν όλες τις άλλες δυνάμεις στην Ανατολή, η θέση των Ελλήνων έγινε εξαιρετικά επισφαλής. Όλοι αντιλαμβάνονταν ότι αργά ή γρήγορα όφειλαν να πάρουν θέση, είτε στο πλευρό των Περσών είτε εναντίον τους.

Παρά τον υψηλό τους πολιτισμό, οι Πέρσες δεν συνέταξαν ιστορικά αφηγήματα, όπως ο Ηρόδοτος. Η ανεξάρτητη έρευνα, η διασταύρωση στοιχείων και η διατύπωση προσωπικής γνώμης ήταν πέρα από τις ανάγκες και τη λογική τους. Ωστόσο, σε μνημειακές επιγραφές, σκαλισμένες πάνω σε επιβλητικούς βράχους, οι βασιλείς τους κατέγραφαν, στις διάφορες γλώσσες της αυτοκρατορίας, τα λαμπρά τους κατορθώματα. Απαριθμούσαν τους λαούς που κυβερνούσαν, τη σκληρότητα με την οποία αντιμετώπιζαν τους εχθρούς τους και τις ευεργεσίες που πρόσφεραν στους πιστούς υπηκόους τους.

Πριν από τους Πέρσες πολλά βασίλεια και πολλές αυτοκρατορίες είχαν ακμάσει και παρακμάσει στην αχανή έκταση με τα πανύψηλα βουνά, τις πλούσιες πεδιάδες και τα αστείρευτα ποτάμια, από τα παράλια της Μεσογείου έως την Ινδία. Άλλοτε πολεμούσαν μεταξύ τους και άλλοτε κατάφερναν να συνυπάρξουν ειρηνικά δύο, τρεις ή και περισσότερες μεγάλες δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβανόταν και η Αίγυπτος. Το μεγάλο επίτευγμα των Περσών ήταν ότι κατάφεραν να επιβάλουν, για πρώτη φορά, μια μοναδική εξουσία σε ολόκληρη αυτή την περιοχή, εκτοπίζοντας ή υποτάσσοντας τους ανταγωνιστές τους. Ιδρυτής της μεγάλης αυτής αυτοκρατορίας ήταν ο Κύρος Β' (γνωστός ως Μέγας για τις κατακτήσεις του), που εξεγέρθηκε εναντίον των Μήδων το 550, νίκησε τον βασιλιά των Λυδών Κροίσο το 546, κατέκτησε τη Βαβυλωνία το 539 και σκοτώθηκε το 530 πολεμώντας στην κεντρική Ασία. Συνεχίζοντας το έργο του, ο γιος του Καμβύσης Β' (530-522) υπέταξε την Αίγυπτο και τη Λιβύη το 525.

Ο τρίτος μεγάλος Πέρσης βασιλιάς, ο Δαρείος Α' (522-486), από τον οποίο ουσιαστικά ξεκινά ο οίκος των Αχαιμενιδών, υποχρεώθηκε, μόλις πήρε την εξουσία, να ξανακερδίσει την αυτοκρατορία, καταπνίγοντας μια σειρά από επαναστάσεις στη Βαβυλωνία και αλλού. Κατόπιν ασχολήθηκε και αυτός με την επέκταση της αυτοκρατορίας. Πριν από το 513 είχε κατακτήσει την περιοχή του Ινδού ποταμού. Στη συνέχεια προσπάθησε να υποτάξει τους Σκύθες νομάδες, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Κατέκτησε ωστόσο τους Θράκες και τους Μακεδόνες. Την ίδια εποχή έκανε μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Ο Δαρείος διοικούσε πλέον τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε στην παγκόσμια ιστορία.

Ήδη ο Κύρος είχε ισχυριστεί ότι τις χώρες που κυβερνούσε τις είχαν παραδώσει στα χέρια του οι μεγάλοι θεοί και ότι αυτός με τη σειρά του είχε καταστήσει τη γη μια ειρηνική κατοικία. Ο Δαρείος επανέλαβε τον ίδιο συλλογισμό. «Εγώ είμαι ο βασιλιάς», δήλωσε με αυτοπεποίθηση. «Με την προστασία του (θεού) Αχούρα Μάζντα επέβαλα την τάξη και ό,τι πρόσταξα έγινε σύμφωνα με τη θέλησή μου.» Η θέλησή του ήταν να τιθασευτούν οι έχθρες ανάμεσα στις διάφορες χώρες και να σταματήσει ο αλληλοσπαραγμός. «Αγαπώ ό,τι είναι δίκαιο, και μισώ ό,τι είναι άδικο», διακήρυξε ο βασιλιάς. «Ποτέ δεν επέτρεψα να βλάψει ο ταπεινός τον άρχοντα ή ο άρχοντας τον ταπεινό.» «Μέσα μου δεν υπάρχει οργή, και όποιον είναι οργισμένος τον συγκρατώ. Όποιον βλάπτει τους άλλους τον τιμωρώ, ανάλογα με τη βλάβη που προκάλεσε. Ποτέ δεν άφησα ατιμώρητο όποιον αμάρτησε. Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα ούτε μια λέξη όποιου δεν σέβεται την αλήθεια.»

Ο Δαρείος ήξερε ότι οι Πέρσες θα επαινούσαν τα λόγια του. Όπως επιβεβαιώνει άλλωστε και ο Ηρόδοτος, όλοι τους είχαν πάθος με την αλήθεια. Εκτός από την ανδρεία στη μάχη, έστρεφαν το ενδιαφέρον τους στα παιδιά τους, στα οποία δίδασκαν τρία πράγματα: ἱππεύειν, τοξεύειν και ἀληθίζεσθαι. Ως μεγαλύτερη απρέπεια θεωρούσαν το ψεύδος.

Για να διοικηθεί η μεγάλη αυτή αυτοκρατορία, ο Κύρος την είχε διαιρέσει σε περιφέρειες, που αποκαλούνταν σατραπείες. Καθεμία είχε έναν σατράπη με σχεδόν απεριόριστη πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Ο Δαρείος φρόντισε επίσης για την οικονομική οργάνωση της επικράτειας. Όρισε με ακρίβεια τους φόρους που αντιστοιχούσαν σε κάθε περιοχή και έκοψε, για πρώτη φορά, ένα ενιαίο νόμισμα στην αυτοκρατορία, τους δαρεικούς στατήρες.

Η στρατιωτική αποτελεσματικότητα της Περσίας βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στους 10.000 επίλεκτους πολεμιστές που αποκαλούνταν «αθάνατοι» και από τους οποίους οι 1.000 υπηρετούσαν ως προσωπική φρουρά του βασιλιά. Επιπλέον, υπήρχαν στρατιωτικές μονάδες στα διάφορα φρούρια καθώς και άνδρες που επιστρατεύονταν ανάλογα με τις πολεμικές ανάγκες. Στις μεγάλες επιχειρήσεις οι σατράπες πρόσφεραν όσους δικούς τους στρατιώτες απαιτούσε ο βασιλιάς. Κάθε στρατιωτικό σώμα πολεμούσε με τον παραδοσιακό του οπλισμό και τις συνήθειές του. Η ενότητα της αυτοκρατορίας δεν βασιζόταν πάντως μόνο στη στρατιωτική της ισχύ.

Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν ένα μωσαϊκό λαών και πολιτισμών, με πολλές γλώσσες, πολλά διαφορετικά ήθη και πολλούς θεούς. Σύμφωνα με την κατεύθυνση που έδωσε ο Κύρος, όλοι οι πολιτισμοί γίνονταν πλήρως σεβαστοί. Οι βασιλικές αναφορές και τα διατάγματα εκδίδονταν σε όλες τις βασικές γλώσσες, ενώ οι επίσημες επιγραφές ήταν συχνά δίγλωσσες και τρίγλωσσες. Οι Πέρσες βασιλείς τιμούσαν, πρώτο και καλύτερο, τον μεγάλο Αχούρα Μάζντα, που στη γλώσσα τους σήμαινε τον Κύριο Σοφό και τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ωρομάσδη, αλλά έδειχναν τον σεβασμό τους και προς τους άλλους θεούς, τους περσικούς και τους τοπικούς. Στη δημόσια λατρεία ιδιαίτερη θέση κατείχαν ιερείς που αποκαλούνταν «μάγοι». (Η θρησκεία των Περσών έγινε αργότερα γνωστή ως ζωροαστρισμός.) Η θρησκευτική ελευθερία υπήρξε ένας από τους κύριους άξονες της βασιλικής πολιτικής. Πρώτοι το κατανόησαν αυτό οι τοπικοί ιερείς, που αναβαθμίστηκαν και ανέλαβαν να πείσουν τους κατακτημένους λαούς ότι η περσική κυριαρχία ήταν ευεργετική· απόδειξη, η επισκευή κατεστραμμένων ναών και η οικοδόμηση νέων.

Πολλοί λαοί δίνουν την εντύπωση ότι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα στην περσική διακυβέρνηση. Χαιρέτισαν τη γενική ειρήνη και αναθάρρησαν με τη μεγαλοπρέπεια των θρησκευτικών τελετών. Αν πιστέψουμε τον Κύρο, οι κάτοικοι της Βαβυλώνας τον υποδέχθηκαν ως λυτρωτή. Οι προηγούμενοι βασιλείς είχαν συγκεντρώσει στην πόλη τους τα αγάλματα πολλών ξένων θεών, είτε για να τα προστατέψουν είτε για να προστατευτούν οι ίδιοι με αυτά. Έτσι όμως οι επιχώριοι θεοί, πάνω από όλους ο Μαρδούκ (τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Βήλο και τον ταύτιζαν με τον Δία), είχαν υποβαθμιστεί και προσβληθεί. Μια από τις πρώτες έγνοιες του Κύρου ήταν να αποστείλει και πάλι τα θεϊκά αγάλματα στους τόπους λατρείας τους και να τα αποκαταστήσει στους ανακαινισμένους τους ναούς. Μέσα στη Βαβυλώνα ο παραμελημένος Μαρδούκ γνώρισε και πάλι τιμές.

Για την αντίδραση των Εβραίων στην περσική κατάκτηση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή στην περσική προπαγάνδα. Από το 587 πολλοί ζούσαν εξόριστοι στη Βαβυλώνα, όπου τους είχε σύρει ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ, έχοντας πρώτα καταστρέψει τον Ναό του Σολομώντα. Ο Κύρος τούς έδωσε την άδεια να επιστρέψουν και χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέου Ναού. Επιπλέον, επέστρεψε τα ιερά σκεύη που είχαν αφαιρεθεί ως λάφυρα πολέμου. Ένας από τους μεγάλους Εβραίους προφήτες έφτασε να δοξάσει τον Κύρο, όχι μόνο ως απελευθερωτή, αλλά και ως μεσσία, που θα ποιμάνει τον λαό του Θεού. Η ανοικοδόμηση του Ναού ολοκληρώθηκε την εποχή του Δαρείου, που συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική του Κύρου και του Καμβύση.

Την εύνοια που έδειξε ο Δαρείος στους θεούς της Αιγύπτου, και μάλιστα στον ιερό Άπη, την τίμησε ιδιαίτερα και το αιγυπτιακό ιερατείο.

Όταν ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο και έγινε κυρίαρχος στη Μικρά Ασία, οι Πέρσες ήρθαν σε άμεση επαφή με τους Έλληνες - μια επαφή που έμελλε να συνεχιστεί για πολλούς αιώνες. Από την πρώτη σχεδόν στιγμή αντιλήφθηκαν ότι οι Έλληνες χρειάζονταν ειδική μεταχείριση, όχι μόνο για να κατακτηθούν, αλλά και για να διακυβερνηθούν. Οι λαοί της Ασίας έδειχναν να εκτιμούν την ειρήνη και τη θρησκευτική ελευθερία. Οι Έλληνες όμως απέδιδαν εξίσου μεγάλη σημασία στην πολιτική τους ελευθερία. Επιπλέον, η πολιτική των Περσών έναντι των Ελλήνων έπρεπε να παίρνει στα σοβαρά τρεις σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, οι Έλληνες οπλίτες ήταν άριστοι πολεμιστές, τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Δεύτερον, οι ελληνικές πόλεις ήταν ανεξάρτητες μεταξύ τους και καθεμία ακολουθούσε δική της εξωτερική πολιτική, ανάλογα με τα συμφέροντά της. Τρίτον, σε κάθε ελληνική πύλη οι πολίτες ήταν μοιρασμένοι σε αντιμαχόμενες μερίδες, που αντιλαμβάνονταν με διαφορετικό τρόπο το συλλογικό συμφέρον.

Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, διαπίστωσαν ότι έναντι των Περσών είχαν διάφορες επιλογές. Η ευκολότερη λύση ήταν να δεχτούν την υποταγή με συνθηκολόγηση, εξασφαλίζοντας τους καλύτερους δυνατούς όρους. Έτσι έπραξαν, για παράδειγμα, οι κάτοικοι της πλούσιας και ισχυρής Μιλήτου, και αμέσως μετά οι κάτοικοι πολλών νησιών του ανατολικού Αιγαίου. Η δεύτερη λύση, την οποία είχε υποδείξει άλλωστε και ο σοφός Βίας από την Πριήνη, ήταν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να αναζητήσουν νέα κατοικία σε ασφαλές μέρος. Έτσι έπραξαν οι Φωκαείς που ζούσαν στα μικρασιατικά παράλια (για την ακρίβεια, οι μισοί από αυτούς) και οι Τήιοι. Η τρίτη και ριζοσπαστικότερη λύση ήταν να δημιουργήσουν μεταξύ τους μόνιμες και σταθερές συμμαχίες, που θα τους επέτρεπαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες. Ο σοφός Θαλής από τη Μίλητο είχε κάνει μάλιστα μια συγκεκριμένη πρόταση στους Ίωνες: να ιδρύσουν όλοι μαζί ένα κοινό βουλευτήριο στην Τέω, που βρισκόταν στο μέσον της Ιωνίας, και να θεωρήσουν τις άλλες πόλεις τους ως απλούς δήμους.

Οι περισσότεροι Έλληνες επέλεξαν την (προφανέστερη) τέταρτη λύση, να πορευτούν βλέποντας και κάνοντας. Παρέμειναν στον τόπο τους, με σκοπό να διαφυλάξουν την ανεξαρτησία των πόλεών τους. Συμμαχούσαν και διέλυαν έτσι τις συμμαχίες τους, ανάλογα με τις εκτιμήσεις τους για τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κάθε στιγμή.

Ο Κύρος δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί περισσότερο με τους Έλληνες, διότι βιαζόταν να εδραιώσει την κυριαρχία του στην Ασία. Ωστόσο, με τις επιχειρήσεις του γιου του Καμβύση και στη συνέχεια του Δαρείου, το μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού κόσμου βρέθηκε υποταγμένο, με πόλεμο ή συνθηκολόγηση, στους Πέρσες. Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις στον Εύξεινο Πόντο, το βόρειο Αιγαίο, τα μικρασιατικά παράλια, την Αίγυπτο και τη Λιβύη, πολλά και σημαντικά νησιά καθώς και η Μακεδονία ήταν πλέον κάτω από περσική κυριαρχία.

Η Περσική Αυτοκρατορία ήταν έτοιμη να στραφεί προς την κυρίως Ελλάδα και την Ευρώπη. Αυτά θα πρέπει να ήταν σχετικά προφανές. Μια μεγάλη αυτοκρατορία, χωρίς ισχυρό αντίπαλο, είναι πάντα έτοιμη να επεκταθεί. Αυτό που κρατούσε την Περσική Αυτοκρατορία ενωμένη δεν ήταν ούτε τα σύνορά της ούτε ο λαός της, ούτε μια κοινή θρησκεία, ούτε μια κοινή γλώσσα, ούτε ένας κοινός πολιτισμός. Ενωμένη την κρατούσε η δύναμή της, την οποία εκπροσωπούσε, αλλά και συμβόλιζε, ο μεγάλος της βασιλιάς. Και ο μεγάλος βασιλιάς όφειλε διαρκώς να επιβεβαιώνει αυτή τη δύναμη. Την αφορμή για τις νέες τους επιχειρήσεις την έδωσαν άλλωστε στους Πέρσες οι ίδιοι οι Ίωνες, που αποφάσισαν να αποτινάξουν τον ζυγό.

Η εξέγερση των Ιώνων ξεκίνησε από τη Μίλητο, που είχε υποταχθεί στους Πέρσες χωρίς να δώσει μάχη. Την πρωτοβουλία πήρε μάλιστα ο διορισμένος τύραννος της πόλης, ο Αρισταγόρας. Τα κίνητρά του και τον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα τα αφηγείται ο Ηρόδοτος, που εξηγεί επίσης με ποιο τρόπο όσα συνέβαιναν στην Ιωνία σχετίζονταν με τα εσωτερικά προβλήματα των άλλων Ελλήνων.

Μετά την ανατροπή του τυράννου της Νάξου Λύγδαμη, το μεγαλύτερο και πλουσιότερο νησί των Κυκλάδων ακολουθούσε μια πορεία παρόμοια με αυτή της Αθήνας. Στις εσωτερικές συγκρούσεις νίκησε ο δήμος και εξόρισε τους ηγέτες των ολιγαρχικών. Οι ολιγαρχικοί αναζήτησαν βοήθεια για να επιστρέψουν στο νησί. Προφανώς, δεν μπορούσαν να στραφούν ούτε στη δημοκρατική Αθήνα αλλά ούτε και στη Σπάρτη, με τις ενέργειες της οποίας είχε ανατραπεί ο Λύγδαμης. Στράφηκαν έτσι προς τον Αρισταγόρα, με τη σκέψη ότι οι μόνοι που θα είχαν σοβαρούς λόγους να τους συνδράμουν ήταν οι Πέρσες.

Το 499 έφτασαν στη Μίλητο αντιπρόσωποι των ολιγαρχικών από τη Νάξο και εξήγησαν τα σχέδιά τους. Ο Αρισταγόρας ζήτησε, όπως ήταν φυσικό, την έγκριση του Αρταφέρνη, στον οποίο υπάγονταν οι Ίωνες. Αυτός συμφώνησε. Μια επιτυχημένη επιχείρηση μπορούσε να οδηγήσει στην υποταγή όχι μόνο της Νάξου, αλλά επίσης της Πάρου, της Άνδρου και των άλλων Κυκλάδων, ίσως και της Εύβοιας. Αλλά η εκστρατεία εναντίον της δημοκρατικής Νάξου απέτυχε, και ο Αρισταγόρας βρέθηκε καταχρεωμένος και εκτεθειμένος στους προστάτες του. Θεώρησε έτσι ότι η λύση στο πρόβλημά του ήταν να αποστατήσει από τους Πέρσες.

Για τα αισθήματα των Μιλησίων και των άλλων Ιώνων ο Αρισταγόρας δεν είχε αμφιβολία: όλοι επιθυμούσαν την ελευθερία τους. Το πρόβλημα ήταν να τους πείσει για τις αγαθές του προθέσεις και να τους βεβαιώσει ότι υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις για επιτυχημένη εξέγερση. Προχώρησε έτσι σε δύο σημαντικές ενέργειες. Πρώτον, διακήρυξε ότι στη Μίλητο δεν θα υπήρχε πλέον τυραννία αλλά ἰσονομία. Συνέλαβε μάλιστα τους τυράννους άλλων ιωνικών πόλεων και τους παρέδωσε στους πολίτες τους. Δεύτερον, απέπλευσε ο ίδιος για τη Σπάρτη, ελπίζοντας να εξασφαλίσει σημαντική στρατιωτική βοήθεια.

Ο Αρισταγόρας κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει τη συνδρομή των Αθηναίων, που του υποσχέθηκαν είκοσι πολεμικά πλοία, και των Ερετριέων, που του υποσχέθηκαν άλλα πέντε. Η συνδρομή ήταν μικρή, αλλά τουλάχιστον δεν επέστρεψε στην Ιωνία χωρίς συμπαράσταση. Όπως σημειώνει ο Ηρόδοτος, με τα καράβια αυτά άρχισαν πολλά δεινά και για τους Έλληνες και για τους βαρβάρους.

Οι Ίωνες με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εξέγερση με ενθουσιασμό. Εκστράτευσαν εναντίον των Σάρδεων, τις κυρίεψαν και τις πυρπόλησαν - μαζί και έναν ναό. Δεν κατόρθωσαν ωστόσο να καταλάβουν την ακρόπολη, την οποία υπερασπιζόταν ο ίδιος ο Αρταφέρνης, και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ιωνία, καθώς οι Πέρσες ετοίμαζαν αντεπίθεση με ισχυρό στράτευμα. Μια κρίσιμη μάχη δόθηκε τελικά στην Έφεσο, όπου οι Ίωνες ηττήθηκαν κατά κράτος. Οι Αθηναίοι, όσοι σώθηκαν, εγκατέλειψαν τον αγώνα και ο πόλεμος συνεχίστηκε με ναυμαχία και μάχη στην Κύπρο, χωρίς επιτυχίες για τους εξεγερμένους. Εξίσου αποτυχημένη ήταν η εξέγερση που επιχείρησαν οι Κάρες με τη συνδρομή των Μιλησίων.

Την εξέγερση των Ιώνων έκριναν οριστικά μια μεγάλη ναυτική ήττα στη Λάδη (ένα μικρό νησί έξω από τη Μίλητο) και η κατάληψη της Μιλήτου από τους Πέρσες. Έτσι, το 494, έξι χρόνια μετά την εξέγερσή τους, οι Ίωνες υποδουλώθηκαν για τρίτη φορά. Πρώτος τούς είχε υποτάξει ο Κροίσος, ύστερα ο Κύρος και τέλος ο Δαρείος. Η είδηση της ήττας και ιδιαίτερα η κατάληψη της Μιλήτου συγκλόνισε τους Αθηναίους και τους άλλους Έλληνες που είχαν αποφασίσει να μην υποταχθούν στους Πέρσες.

Με στοίχημα τη ζωή μας

Οι άνθρωποι νομίζουν πως μπορούν να κρύβονται. Kαι μόνο επειδή το σύστημα που υπηρετούμε βασίζεται σε ανάγκη «αποδείξεων», που μπορούν να αντιληφθούν οι πέντε αισθήσεις. Και είναι τόσο ελλιπές όλο αυτό το θέατρο του κρυφού, όταν ξεφεύγεις από τα όρια του φαίνεσθαι!

Κατά τα φαινόμενα ή κατά παράδοσην, οι άνθρωποι θέλουν να χωρίζονται σε «καλούς» και «κακούς» και φυσικά οι «φυσιολογικοί» θέλουν να ανήκουν στους «καλούς». Έχουν πάντα τις καλύτερες προθέσεις και ζουν μια ζωή νορμάλ! Δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί δεν είναι ευτυχισμένοι, γιατί δεν έχουν όλα όσα θέλουν (και αξίζουν), αλλά συνεχίζουν να το προσπαθούν. Οτιδήποτε αρνητικό, αγωνίζονται να το εξαλείψουν, φτιάχνοντας «αλήθειες» με κανόνες, τις οποίες θέλουν και προσπαθούν να ακολουθούν.

Όμως, τόσα πολλά παραμένουν κρυμμένα, που θα τρόμαζαν ακόμα και οι πιο πιστοί οικοδόμοι του συστήματος σκέψης που (ακόμα) μας κυβερνά. Οι ίδιοι αυτοί υποστηρικτές και συνεχιστές του, αρνούνται όσο τίποτα άλλο την ιδέα πως πρέπει πρώτα να γκρεμιστεί το υφιστάμενο για να υπάρξει οτιδήποτε καινούργιο στη θέση του.

Τα πάντα γίνονται φανερά, μόνο όταν δεν σε απειλεί το δικό σου κρυμμένο, που τολμάς να παραδέχεσαι, να φανερώνεις, να κατανοείς και να αγκαλιάζεις. Αυτό βέβαια, απαιτεί «δουλειά», που περιλαμβάνει πειθαρχία, αφοσίωση, θάρρος και συνέπεια. Οι πιο ενθουσιώδεις, συνήθως εγκαταλείπουν γρήγορα την απόπειρα, επιστρέφοντας στην άνεση του γνώριμου και του συλλογικά αποδεκτού. Στη θεωρία, παραμένουμε άψογοι…

Ποτέ δεν θα φανταζόσουν, για παράδειγμα, πως είσαι ένα «ενεργειακό βαμπίρ», που κλέβει ενέργεια από τους γύρω του, πάντα με τις «καλύτερες προθέσεις». Άλλωστε, είναι τόσες πολλές οι πληροφορίες που σε απαλλάσσουν, τρέφοντας τον εγωισμό σου:

«Πώς να εντοπίζετε τα ενεργειακά βαμπίρ».

«Πώς να αποφεύγετε τους αρνητικούς ανθρώπους».

«Δέκα ενδείξεις πως αφυπνίζεστε».

Και η πλάνη συνεχίζεται…

Όμως οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουμε οτιδήποτε, εκτός αν εστιαστούμε σε προσωπικό επίπεδο: στην προσωπική μας ζωή, στον προσωπικό τρόπο σκέψης και δράσης μας, πολύ συγκεκριμένα. Δεν το κάνουμε αυτό όμως. Παραμένουμε θεωρητικοί, ρήτορες, κρυμμένοι πίσω από κοινωνικές προσωπικότητες, που αγωνιζόμαστε να υποστηρίζουμε και να χτίζουμε, ενώ μέσα μας συνεχίζεται απτόητος ο πόλεμος των αντιφάσεων και αντιθέσεων που δεν τολμούμε να φανερώσουμε… ούτε στον εαυτό μας. Εύκολα ξεγλιστράμε…

Επίσης πιστεύουμε πως κατανοούμε επειδή μπορούμε να συζητάμε για όλα αυτά, διαφωνώντας ή συμφωνώντας, δεν έχει σημασία. Πάντως η εντύπωση πως κατανοούμε παραμένει ισχυρή πεποίθηση.

Είναι πολύ πιο τρομακτικό όλο αυτό απ' ότι φαντάζεσαι... Αν είσαι από εκείνους τους λίγους που αναζητούν πραγματικά την αλήθεια, θα πρέπει να προετοιμάζεσαι συνέχεια να εγκαταλείπεις όλα όσα πιστεύεις πως θα σου προσφέρουν όλα όσα νομίζεις πως θέλεις! Αντίθετα με όσα παραμυθιάζεσαι, με τις άπειρες πληροφορίες από κοιμισμένους που πιστεύουν πως κατέχουν την αλήθεια, δεν θα μπορείς πλέον να υπάρχεις στο σύστημα της "ευημερίας και αφθονίας" που πλασάρεται αλλά φανερά δεν ισχύει.

Θα είσαι ο "κανένας", που δουλεύει αδιάκοπα χωρίς να φαίνεται πουθενά, γκρεμίζοντας καθετί ψεύτικο ενώ παράλληλα απαλύνει λίγο τον πόνο που μαστίζει, από βούληση, την ανθρωπότητα. Θα συνεχίζεις, γνωρίζοντας πως δεν θα προλάβεις να δεις το νέο που αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα δημιουργηθεί, ταπεινά να σπέρνεις τους σπόρους που δεν φαίνονται, δουλεύοντας χωρίς απολαβές και αναγνώριση, σε επίπεδα συνειδητότητας, που δεν φανερώνονται, δεν αποδεικνύονται και δεν παραπλανούνται. Γιατί η πραγματική δύναμη δεν παρασύρεται σε απατηλά μονοπάτια προσωρινότητας.

Δεν είναι εύκολο ή βολικό να ξέρεις: να βλέπεις πέρα από το φαίνεσθαι, να αποκαλύπτεις τα κρυμμένα που εύκολα πια θα διαφαίνονται κάθε στιγμή στην καθημερινότητά σου, να αποκωδικοποιείς καλά κρυμμένους κώδικες από τους αδαείς, που βρίσκονται αθέατοι, ακριβώς μπροστά στα μάτια τους. Μη νομίζεις, πως είναι βολικό να μην έχεις πουθενά να κρυφτείς πλέον, γιατί τον Εαυτό σου τον κουβαλάς μαζί σου πάντα, παντού.

Γιατί να το κάνεις λοιπόν; Κι αν δεν το κάνεις, τι έχεις να κερδίσεις (πραγματικά);

ΔΥΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΒΑΣΙΚΟΤΕΡΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

Δύο από τις βασικότερες έννοιες των πραγματικών Ελλήνων προγόνων μας, οι οποίοι μόνοι αυτοί συνέλαβαν και διετύπωσαν την έννοια του Ανθρωπισμού, δωρίζοντάς την έκτοτε στην πεπολιτισμένη ανθρωπότητα, είναι η Παιδεία και η Μόρφωσις. Ως ιδεώδες της πρώτης, ωρίσθη από τους προγόνους μας το να γίνουν οι άνθρωποι ικανοί να δίδουν σε άλλους το δικαίωμα του λόγου και, επίσης, να καταλαβαίνουν τα όσα οι άλλοι λέγουν, δηλαδή «ΛΟΓΟΝ ΔΙΔΟΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΜΒΑΝΕΙΝ» (Ξενοφών, «Οικονομικός» 11,22). Ο κάθε άνθρωπος, δια της Παιδείας, οφείλει να καταστεί ταυτοχρόνως ικανός δότης και ικανός λήπτης λόγου.

Ως ιδεώδες της δευτέρας, της Μορφώσεως, ωρίσθη η απόκτηση ορθής και γνησίας σχέσεως (διαμόρφωσις δηλαδή) της διανοίας, της βουλήσεως και του συναισθήματος του ανθρώπου προς τους παράγοντες που καθορίζουν τον βίο του, δηλαδή τον Κόσμο, το φυσικό περιβάλλον και τους θεσμούς. Για την απόκτηση αυτής της ορθής και γνησίας σχέσεως, απαιτείται η Γνώση, η Δεξιότης, ο Σεβασμός και η Ευγένεια.

Είναι γνωστό σε όλους τους πολιτισμένους ανθρώπους ότι η ανθρωπίνη ιδιότης περνά υποχρεωτικώς δια μέσου αυτών των δύο εννοιών. Για αυτό λοιπόν, εγώ προσωπικώς, κάθε φορά που αναφέρομαι σε ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την έννοια άνθρωπος, ποτέ δεν επιτρέπω να μείνουν εκτός, ως τάχα άσχετες, η Παιδεία και η Μόρφωσις.

Το ποιόν του πρώτου κυβερνήτου του Νεοελληνικού Κράτους, αλλά και το ποιόν της εποχής που έζησε, εκυβέρνησε και εδολοφονήθη, μέσα από μία πληθώρα στοιχείων και ντοκουμέντων που θα ήταν άτοπο να παρατεθούν εδώ, έστω και εν περιλήψει, συντεταγμένα ίσως σε ενότητες.

Ποιος ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας, αυτός ο τσαρικός παράγων, αυτός ο κονταροκτυπούμενος με τους Διαφωτιστές και κυρίως με τον Αδαμάντιο Κοραή, αυτός ο πολεμηθείς αγρίως και αποκληθείς ευθέως «τύραννος» από τον Πολυζωϊδη και τους λοιπούς αρθρογράφους της υδραίϊκης εφημερίδος «Απόλλων», αυτός ο τούτο και εκείνο, τυπικός δημόσιος άνδρας που γύρω του πλέκονται αενάως συμπάθειες και αντιπάθειες, φήμες και εξακριβώσεις, υπερβολές και υποτιμήσεις, καθιστώντας ιδιαιτέρως δύσκολο στον ιστορικό, πόσο μάλλον στον απλό άνθρωπο, να έχει μία ξεκάθαρη και σαφή εικόνα περί της προσωπικότητος, των προθέσεων και της ποιότητός του; Δύσκολο να ειπωθεί, καθώς η κάθε πλευρά, τόσο των συμπαθούντων όσο και των αντιπαθούντων, μπορεί ευκόλως και σείει τα δικά της επιχειρήματα.

Στον επίσημο απολογισμό των πεπραγμένων του, κατατίθενται σαφώς υπέρ του η νομισματοκοπή, του Εθνικό Ορφανοτροφείο, το Εθνικό Τυπογραφείο και η Αρχαιολογική Υπηρεσία, η σύσταση των πρώτων πανεπιστημιακών σχολών και άλλα ανάλογα. Φθάνουν όμως αυτά για να τον κάνουν άξιο των επευφημιών της Γριάς Ιστορίας; Προσωπικώς απαντώ όχι. Διότι όλα αυτά ήταν υποχρεωμένος να τα μεθοδεύσει ο οποιοσδήποτε στοιχειωδώς σοβαρός κυβερνήτης μίας ρευστής ακόμη κοινωνίας που μόλις ανεδύετο από τη φρίκη της αταξίας και της εκ των ενόντων και «δια της κουμπούρας» επιβιώσεως των μελών της.

Εκείνο που χρειαζόταν τότε η Ελλάς από τον όποιον κυβερνήτη της ήταν η παροχή Παιδείας και Μορφώσεως στα νεαρά κυρίως μέλη της υπό διαμόρφωσιν κοινωνίας για να προετοιμασθεί πολιτισμικώς η χώρα να αντιμετωπίσει επιτυχώς την απόσχισή της από τον άθλιο κόσμο της Ανατολής. Αυτό δεν το έπραξε ο Καποδίστριας. Και η Νεοελλάδα το πληρώνει ακόμη (και θα το πληρώνει από ό,τι φαίνεται μέχρι την μεγάλη έκπληξη μίας μελλοντικής φανερώσεως ενός δημοσίου ανδρός που δεν θα αυτοακυρώνεται από τα χαρακτηριστικά του ευνούχου και του δούλου που έως σήμερα κυριάρχησαν και νύν κυριαρχούν σε τούτο τον τόπο).

Αντιθέτως, ο Καποδίστριας υπηρέτησε με αφοσίωση τον βυζαντινό σκοταδισμό και κατεδίωξε απηνώς την Ελληνική εθνική Γραμματεία και τις ιδέες των Διαφωτιστών, τυφλώνοντας εκείνες ακριβώς τις γενεές που η Μοίρα είχε διαλέξει για την σπάνια πιθανότητα ν’ αναστήσουν το επί αιώνες υπόδουλο και εν ύπνω Ελληνικό Έθνος. Και αυτό σε καίριους καιρούς, ελάχιστες δεκαετίες απέχοντες από την λαμπρά εκείνη εποχή που οι επαναστατικές ομάδες των Επτανήσων (με συντρόφους τους ακόμη και εντός αυτής της ίδιας της Κωνσταντινουπόλεως, όπως μαρτυρείται τουλάχιστον για το έτος 1794) ανέπτυσσαν εκείνη την έντονο δραστηριότητα που περιγράφει ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης στο βιβλίο του «Η Γαλλική Επανάσταση και η Νοτιανατολική Ευρώπη», με αιτήματά τους την Άμεση Δημοκρατία, την ανασύσταση των Ολυμπιακών θεσμών, την επάνοδο της Εθνικής Ελληνικής Θρησκείας και την κατάργηση του Χριστιανισμού. Και μείναμε υπόδουλοι και τυφλοί. Έως και σήμερα που ομιλούμε. Όχι μεταφορικώς αλλά κυριολεκτικώς, έως εκεί που δεν παίρνει παραπέρα.

Το τραγικό βεβαίως είναι ότι του Καποδίστρια δεν εστάθησαν αφοσιωμένοι ούτε καν εκείνοι που υπηρετήθησαν πιστά υπ’ αυτού, όπως οι τοποτηρητές της βυζαντιοκρατίας. Η έλλειψη Παιδείας εδώ οδηγεί και στην αγνωμοσύνη. Και ήταν, όπως γνωρίζουμε από φυλλάδιο των αρχών του περασμένου αιώνος γραμμένο από τον γνωστό νομικό Τριανταφυλλόπουλο από τον χώρο της πολλαπλώς υπηρετηθείσης και εξυπηρετηθείσης υπ’ αυτού Εκκλησίας που εξεπορεύθη η γελοία, η γελοιωδεστάτη, εκείνη αντίδραση στην καλλιέργεια της πατάτας που προσεπάθησε να εισάγει στο νεοσύστατο Κράτος ο Καποδίστριας. Μία αντίδραση που κάποτε κάποιοι την αφηγούνται αλλά δίχως την πλήρη αλήθεια, χρεώνοντας την άρνηση των πατατών στην αντιδραστικότητα δήθεν των Ρωμιών. Η μισή αλήθεια όμως αποτελεί ψέμμα.

Ο Καποδίστριας, γνήσιο παιδί της Ρωσικής κοινωνίας, μίας κοινωνίας μέχρι και σήμερα προδημοκρατικής, όπως άλλωστε θα ήταν ακόμη και η Ελλάδα αν δεν είχε συρθεί σε υποχρεωτική δημοκρατικοποίηση δια του ευρωπαϊκού προσανατολισμού, εφίμωσε τον Τύπο και εμεθόδευσε άγρια καταστολή για να περάσει τη δική του γραμμή πολιτική γραμμή και φυσικά δεν περιωρίσθη εκεί, αλλά προέβη σε πολλά άλλα ανάλογα.

Προσωπικώς, ως Έλληνα και δή κατά τα πάτρια, με ενδιαφέρει μόνον η δημοσία «πράξις», διότι μόνον αυτή είναι Ιστορία, διότι μόνον αυτή μπορεί να αφήσει πίσω της «μνημείον», δηλαδή αποτύπωση Μνήμης που επιχειρεί να διασώσει τη θύμιση της «πράξεως» από τις αδυσώπητες μυλόπετρες του χρόνου και της λησμονιάς. Όλα τα άλλα, τα κρύφια και τα άδηλα, όπως άλλωστε και τα ατυχή αμνημόνευτα, είναι αέρας που έφυγε και σκόνη στον άνεμο, λες και δεν υπήρξαν ποτέ. Όταν οι γενεές των ανθρώπων «πέφτουν σαν τα φυλλώματα τους δάσους», όπως πολύ λυρικά τα έγραψε ο Σιμωνίδης, απομένει στο «μνημείον», στο όποιας μορφής «μνημείον», να διασώσει και να απαθανατίσει. Και σε αυτή την αμείλικτη πραγματικότητα, όλοι οι κρυφίως δράσαντες ως κακοί είναι ανύπαρκτοι (ακόμη κι αν ολόκληρο ελέγχουν τον κόσμο) και ως αγαθοί ανήμποροι να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους απέναντι σε ο,τιδήποτε το αρνητικό λεχθεί περί αυτών. Εν τέλει, όντως, τα πάντα στον ανθρώπινο βίο είναι απλώς μία κατάσταση του νοός. Η την Ελληνική θέαση των πραγμάτων έχοντες, ενδιαφέρονται πρωτίστως για το άφθιτον και ευκλεές τής (υπό των ομοίων τους) αναμνήσεως του περάσματός τους επάνω στον πολλά και θωμαστά γνωρίσαντα πέτρινο και χωμάτινο φλοιό αυτής της Γής.

Καλός ή κακός λοιπόν ο Καποδίστριας; Και ο καθείς ας καταλήξει εκεί που αρμόζει στα δικά του ζητούμενα και στη δική του ιδιοσυγκρασία και Παιδεία. Άρχισα με αναφορά στα περί Παιδείας, με τα οποία και θα κλείσω. Το δικό μου μέτρο είναι αυτή η υπερπεριεκτική όσο και σαφής λέξη. Παιδεία. Μέσα από τα δικά της πλαίσια, ο Καποδίστριας φαίνεται οπωσδήποτε και κακός και μικρός και υπηρέτης της καθυστερήσεως, δίχως όμως να είναι μοναδικός, αφού το ίδιο υπήρξαν όλοι οι έως σήμερα κυβερνήτες αυτού του τόπου, και οι υπουργοί του οι αρμόδιοι για τα του πολιτισμού και της εκπαιδεύσεως που δεν ανεδείχθησαν ποτέ. Και βρισκόμαστε εμείς σήμερα, μετά από ενάμιση και βάλε αιώνες υπάρξεως του Νεοελληνικού Κράτους να ψάχνουμε με τον φανό για τους λίγους, ελάχιστους καλλιεργημένους ή ψυχολογικώς υγιείς.

Ο τόπος που υπομονετικά μας φιλοξενεί και υφίσταται την αγροικία, την αθλιότητα και την δεισιδαιμονία των Ρωμιών κατοίκων του, στοιχειώνεται από πολύ απαιτητικές ψυχές που έζησαν εδώ με υποδειγματικό και ελευθεροπρεπή τρόπο πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν την εισβολή της εξ ανατολών βαρβαρότητος. Αυτές οι ψυχές, κατέστησαν την Ιδεόσφαιρά του ιδαιτέρως υψηλή, λογική, φυσιολογική και αγία και αποτελεί προδοσία η όποια αδυναμία να σταθεί ο νύν κάτοικος στα επίπεδα αυτά. Για αυτό εστίασα στην Παιδεία και για αυτό βρίσκω τον Καποδίστρια όπως τον βρίσκω, ομοίως με όλους τους επιγόνους τους πολιτικούς κυβερνήτες στη μακρά αλλά θλιβερά ομοιόμορφη αλυσίδα διαδοχής τους έως τις ημέρες μας. Τις ημέρες που οι Νεοέλληνες κατέχουν όλες τις αρνητικές πρωτιές στην πανευρωπαϊκή πραγματικότητα (ναρκωτικά, αναλφαβητισμό, εμπιστοσύνη στους θεοκράτες αντί στους δημοκρατικούς θεσμούς και άλλα άπειρα) δεν μας επιτρέπεται να επιτρέπουμε άλλο την ύπαρξη κενού Παιδείας, διότι η τελευταία αποτελεί το μοναδικό εργαλείο για την απελευθέρωση της κοινωνίας μας από την αγροικία και την ηλιθιότητα. Στις ημέρες του Καποδίστρια ο αμόρφωτος Μιαούλης, ο ίδιος που, πάλι εξαιτίας της αμορφωσιάς του, έκαψε τα καράβια του Ελληνικού στόλου, κατέστρεφε την Δήλο για να κτίσει την πασίγνωστη μεγαεκκλησία της Παναγίας στη νήσο της Τήνου. Στις δικές μας ημέρες οι εκλεγμένοι πολιτικοί κάμπτουν αδίστακτα τον αυχένα μπροστά στους εκπροσώπους της Βυζαντινής αυταρχίας και θεοκρατίας και οι νέοι μας κοιτάζουν με απλανή μάτια τους όρους της ζωής τους να ορίζονται ερήμην τους από εκείνους που μεθοδικώς ακύρωσαν στο παρελθόν κάθε δυνατότητα πολιτισμικής, και άρα ουσιαστικής, αναστάσεως του Ελληνικού Έθνους.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ: Ζωή

Εντός του Ενιαίου Χώρου της Συνείδησης, της Ζωής υπάρχουν «Δυνάμει» όλες οι δυνατότητες, όλες οι προοπτικές... Η Ζωή μετασχηματίζεται... Η Ζωή δεν έχει τέλος... Η Ζωή είναι η Απόλυτη Ελευθερία...

Η Συνείδηση, σαν Ενιαίος Χώρος, που συμπεριλαμβάνει τα πάντα, είναι η Πηγή, η Βάση, και το Κέντρο Αναφοράς της ζωής, της αντίληψης του να ζεις, και των ποικίλων εμπειριών...

Η Ζωή με αυτή την έννοια (όταν αναφέρεται στην Συνείδηση), δεν έχει αρχή, ούτε τέλος, ούτε όρια, μολονότι περιορίζεται σε «αντιλήψεις»...

Η Ζωή έχει πολλά πεδία, επίπεδα και μία απέραντη ποικιλία εκφράσεων...

Μία τέτοια αντίληψη... της Συνείδησης σαν Ενός, Ανοιχτού, Δυναμικού, Χώρου, εντός του Οποίου μπορεί να εξελιχθεί οποιαδήποτε «περιορισμένη» συνείδηση... και της Ζωής, σαν μίας απέραντης ποικιλίας βιωμάτων , που δεν περιορίζεται στα άμεσα αντιληπτό, αλλά επεκτείνεται δυναμικά σε όλους τους χώρους του Υπερβατικού... μας οδηγεί στο να «ταυτίσουμε» τελικά την έννοια της Ζωής με την «Παρουσία της Συνείδησης»... Τελικά Ζωή, είναι η Ζωή της Συνείδησης, κι όχι οι εσωτερικές ή εξωτερικές, εμπειρίες... Με άλλα λόγια η Ζωή αναφέρεται σε Αυτό που Βιώνει, κι όχι στα βιώματα... Αυτό μεταθέτει την Αξία της Ζωής, στην Ποιότητα Αυτού που Βιώνει, κι όχι στα εξωτερικά γεγονότα...

Η Συνειδητότητα, η αντίληψη που συγκροτείται, και πορεύεται, μέσα στο χώρο της ύπαρξης, δημιουργεί μέσα από το τεράστιο χάος των εμπειριών το προσωπικό βίωμα. Οι δυνατότητες, είναι θεωρητικά άπειρες. Η Συνειδητότητα είναι ένας ενιαίος χώρος που δεν «εξελίσσεται» σαν παρουσία, αλλά αλλάζει συνεχώς «περιεχόμενο». Έτσι προκύπτει η διαφοροποίηση...

Μία Συνειδητότητα «αφυπνισμένη» λειτουργεί σαν καθρέφτης. Αντανακλά ό,τι συμβαίνει (και στο επίπεδο της ύπαρξης, και στο επίπεδο της διανόησης, και στο επίπεδο της αντίληψης του εξωτερικού κόσμου) το γεγονός όπως είναι, αυτό το ίδιο, όχι παραποιημένο, από προσωπική επεξεργασία, από προσωπικές επιλογές. Αντανακλά όλα, όσα συμβαίνουν, χωρίς να αυτοματοποιεί την αντίληψη. Δεν χάνει το κόσμο, απορροφούμενη στο «ιδιαίτερο»...

Η συνηθισμένη συνειδητότητα όμως «οικοδομεί» την πραγματικότητα σύμφωνα με πρότυπα αντίληψης, σύμφωνα με κατηγορίες αντίληψης, σύμφωνα με προσωπικές επιλογές.... Αυτοματοποιεί την αντίληψη μεταθέτοντας την προσοχή μόνο σε ότι είναι «καινούργιο», διαφορετικό» από τον γνωστό αυτοματοποιημένο κόσμο... Απορροφάται συχνά στο ιδιαίτερο, σε προσωπικές ενασχολήσεις... Αποτελεί έτσι ένα ρεύμα συνειδητότητας που ρέει σε μία κατάσταση, μισο-ξύπνιου, μισο-ύπνου... μέσα στο χάος της ζωής...

Ανάλογα που θέτει η Συνείδηση το κέντρο βάρους της συνειδητότητας, ανάλογα με το που συγκεντρώνεται, και πως συγκροτεί τις εμπειρίες, υπάρχουν σχηματικά διάφορες ποιότητες ζωής.

Όταν η Συνείδηση «αφυπνίζεται» και μεταθέτει τη συνειδητότητα προς το Ίδιο Είναι (κι όχι στο «περιεχόμενο», στα βιώματα, στα γεγονότα) η Ζωή, Αναδύεται, Βυθίζεται κι Απλώνεται στο Άπειρο... Αυτή είναι μία Κατάσταση ανώτερης επίγνωσης εντός της οποίας υπάρχει Ενότητα της ύπαρξης, όπου το Υπερβατικό υπερβαίνει αλλά αγκαλιάζει και αφομοιώνει το «φυσικό»...

Όταν μία τέτοια Συνείδηση είναι «εδώ», λειτουργεί ελεύθερα, αντιλαμβάνεται προς «όλες τις κατευθύνσεις», χωρίς να σταματά (να χρονοτριβεί) πουθενά. Ακόμα κι όταν ασχολείται με το ιδιαίτερο δεν χάνει το κόσμο... Έχει ένα μέγιστο ποσό αντίληψης και αντίδρασης.

Όταν η Συνείδηση λειτουργεί μηχανικά, προσωπικά, αυτοματοποιημένα, απορροφιέται, απομονώνεται από τα υπόλοιπα συμβάντα και βυθίζεται σε μία πολύ προσωπική εμπειρία...

Σε αυτή την κατάσταση του παγκόσμιου «ύπνου» λειτουργεί η ανθρωπότητα...

Εντός του Ενιαίου Χώρου της Συνείδησης, της Ζωής υπάρχουν «Δυνάμει» όλες οι δυνατότητες, όλες οι προοπτικές... Η Ζωή μετασχηματίζεται... Η Ζωή δεν έχει τέλος... Η Ζωή είναι η Απόλυτη Ελευθερία...

Η διδασκαλία του Επίκουρου για τις αισθήσεις και τις ιδέες των ανθρώπων

Άφοβον ο θεός, ανύποπτον ο θάνατος και ταγαθόν μεν εύκτητον, το δε δεινόν ευκαρτέρητον.


Ο Διογένης Λαέρτιος παραθέτει τρεις επιστολές του Επίκουρου, στις οποίες περιέχονται με συντομία οι βασικές θέσεις και ολόκληρη η φιλοσοφία του (ἐν αἷς πᾶσαν τὴν ἑαυτοῦ φιλοσοφίαν)· επιπλέον διασώζει τις «Κύριες Δόξες» και μια επιλογή με τις σημαντικότερες απόψεις του, ώστε ο αναγνώστης να γνωρίσει τον Επίκουρο απ’ όλες τις πλευρές (πανταχόθεν καταμαθεῖν) και να ξέρει πώς να τον κρίνει (κἂν κρίνειν εἰδέναι).

Η πρώτη επιστολή απευθύνεται προς τον Ηρόδοτο και θέμα της έχει τη φυσική (ἥτις ἐστὶ περὶ τῶν φυσικῶν)· η δεύτερη είναι γραμμένη για τον Πυθοκλή και περιέχει τα σχετικά με την μετεωρολογία (περὶ μεταρσίων[1]) και η τρίτη εστάλη προς τον Μενοικέα και αναφέρεται στην ηθική (τὰ περὶ βίων). Πριν προχωρήσει, ο Λαέρτιος κρίνει σκόπιμο να γράψει λίγα λόγια «περὶ τῆς διαιρέσεως τῆς κατ’ αὐτὸν φιλοσοφίας»: «Διαιρείται λοιπόν [η φιλοσοφία] σε τρία μέρη· το κανονικό, το φυσικό και το ηθικό· το κανονικό αποτελείται από εισαγωγές (ἐφόδους) στο σύστημα της φιλοσοφίας (ἐπὶ τὴν πραγματείαν) και βρίσκεται σ’ ένα μόνο βιβλίο, που ονομάζεται Κανόνας (Κανών)· το φυσικό μέρος περιλαμβάνει τη συνολική εξέταση της φύσης (τὴν περὶ φύσεως θεωρίαν[2] πᾶσαν) και περιέχεται στα τριανταεπτά βιβλία «Περί φύσεως»[3] και σε μια σειρά επιστολές (ταῖς ἐπιστολαῖς κατὰ στοιχεῖον)· το ηθικό μέρος ασχολείται με όσα πρέπει να προτιμούμε και με αυτά που πρέπει να αποφεύγουμε· τα «περὶ αἱρέσεως καὶ φυγῆς» περιέχονται στο βιβλία Περί Βίων, στις επιστολές και στο έργο Περί τέλους.» (Παρ. 30).

Συνήθιζαν όμως να κατατάσσουν το κανονικό μαζί με το φυσικό και ονόμαζαν το πρώτο φιλοσοφία που πραγματεύεται τα περί κριτηρίου και της πρώτης αρχής, τις βασικές στοιχειώδες πρώτες γνώσεις (στοιχειωτικόν)· το δεύτερο μέρος περιελάμβανε τα σχετικά με τη φύση, τη γέννηση και τη φθορά (περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς)· στο τρίτο μέρος, το ηθικό, αναλύονται αυτά που πρέπει να επιλέγουμε κι εκείνα που πρέπει να αποφεύγουμε (περὶ αἱρετῶν καὶ φευκτῶν), καθώς και όσα έχουν σχέση με τον βίο τον ανθρώπων, τον σκοπό της ζωής και τον θάνατο (περὶ βίων καὶ τέλους[4]). (Παρ. 30). Το κανονικό, αν θέλουμε να το αποδώσουμε με σύγχρονους όρους είναι κάτι ανάλογο με τη «θεωρία της γνώσης». Ο Γάλλος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού Φρανσουά Σατελέ (7) σημειώνει σχετικά: «Ο Επίκουρος εμπιστεύεται μόνο την αίσθηση, δηλαδή την άμεση, υπαρξιακή επαφή με το ίδιο το πράγμα, όπως και στο πρακτικό επίπεδο αναγνωρίζει αξία μόνο στο συγκεκριμένο, ατομικό, αμετάδοτο συναίσθημα της ηδονής.»[5]

Η διαλεκτική αποδοκιμάζεται ως παραπλανητική και περιττή (ὡς παρέλκυσαν[6])· για όσους θέλουν να προχωρήσουν στη μελέτη σχετικά με τα ζητήματα της φύσης αρκούν όσα λένε ξεκάθαρα τα πράγματα (κατὰ τοὺς τῶν πραγμάτων φθόγγους[7]). Στον «Κανόνα» του ο Επίκουρος ορίζει τα «κριτήρια τῆς ἀληθείας»: τις «αισθήσεις», τις «προλήψεις» και τα «πάθη»· οι Επικούρειοι προσθέτουν ως κριτήριο της και «τὰς φανταστικὰς ἐπιβολὰς τῆς διανοίας». (Παρ. 31). Σύμφωνα με τον Επίκουρο, ο νους μας προλαμβάνει, έχει δημιουργήσει δηλαδή από πριν συγκεκριμένες μορφές των πραγμάτων του κόσμου, με βάση προηγούμενες εμπειρίες των αισθήσεων, οποίες εντυπώνονται στο μυαλό μας· η «πρόληψις» δημιουργείται από την ανάμνηση αισθήσεων που προηγήθηκαν, δεν έχει όμως υπερβατική ή μεταφυσική προέλευση, όπως συμβαίνει με τις αναμνήσεις της ψυχής στη διδασκαλία του Πλάτωνα για τις ιδέες· ωστόσο, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σατελέ, «ο Επίκουρος δεν εξηγεί πως μπορεί να συσταθεί η πρώτη-πρώτη αντίληψη ενός πράγματος, όταν λείπει κάθε πρόληψη.»[8] Η «πρόληψις» εδώ σημαίνει την έννοια που σχηματίζεται εκ των προτέρων στο μυαλό μας, δεν θεωρείται όμως έμφυτη· A priori χαρακτηρίζεται η γνώση που συγκροτείται από έμφυτες ιδέες που προηγούνται της εμπειρίας, ενώ a posteriori η γνώση που προέρχεται από την εμπειρία· η επικούρεια «πρόληψις»[9] είναι πιο κοντά στην εμπειρική γνώση, ενώ ο Πλάτωνας υποστήριξε μάλλον την άποψη της a priori γνώσης, θεωρώντας ότι η (αιώνια και αθάνατη) ψυχή του ανθρώπου έχει γνωρίσει τις «ιδέες» πριν ακόμα γεννηθεί ο άνθρωπος, επομένως και την «αλήθεια»· η γνώση στον Πλάτωνα είναι «ανάμνηση».

Στην επιτομή προς τον Ηρόδοτο και στις Κύριες Δόξες διαβάζουμε: «πᾶσα γάρ αἴσθησις ἄλογός ἐστι καὶ μνήμης οὐδεμιᾶς δεκτική»· πάσα αίσθηση[10] δεν εξαρτάται από τη λογική μας ούτε από τη μνήμη· ούτε από μόνη της μπορεί να αλλάξει (οὔτε γὰρ ὑφ’ αὑτῆς κινεῖται), ούτε από άλλη αιτία μπορεί να προστεθεί ή να αφαιρεθεί κάτι σ’ αυτήν· ούτε υπάρχει κάτι που μπορεί να την ελέγξει, να την ανασκευάσει ή να την αναιρέσει (διελέγξαι). Ούτε άλλη ομοειδής αίσθηση μπορεί να ελέγξει μια ομοειδή (ὁμογενῆ) της, επειδή έχουν την ίδια ισχύ (διὰ τὴν ἰσοσθένειαν)· ούτε μια άλλη, διαφορετική αίσθηση (ἀνομογένεια) μπορεί να ελέγξει μια άλλη, επίσης διαφορετική από την ίδια, αφού καθεμιά τους εξετάζει και διακρίνει διαφορετικά πράγματα (οὐ γὰρ τῶν αὐτῶν εἰσι κριτικαί)· βεβαίως, ούτε το λογικό μας μπορεί να ελέγξει τις αισθήσεις, γιατί κι αυτό εξαρτάται εξ ολοκλήρου από αυτές (πᾶς γὰρ λόγος ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων ἤρτηται). Δύο διαφορετικές αισθήσεις, ας πούμε η όραση και η ακοή, δεν μπορούν επίσης να ελέγξουν η μία την άλλη ως προς την αλήθεια τους, αφού δίνουμε και στις δύο την ίδια προσοχή, τις θεωρούμε δηλαδή εξίσου έγκυρες και σημαντικές (οὔθ’ ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν, πάσαις γὰρ προσέχομεν). Τα «ἐπαισθήματα» όμως -η αίσθηση ή αντίληψη δηλαδή ότι οι αισθήσεις λειτουργούν- υπάρχουν και μας πείθουν (πιστοῦται) για την αλήθεια όλων των αισθήσεων. Είναι βεβαίως πραγματικότητα (ὑφέστηκε) η όραση και η ακοή, όπως και ο πόνος (ὥσπερ τὸ ἀλγεῖν)· επομένως από αυτά που είναι φανερά (ἀπὸ τῶν φαινομένων) θα πρέπει να ξεκινούμε, ώστε να ερμηνεύουμε (σημειοῦσθαι[11]) κι εκείνα που είναι άγνωστα και δύσκολα μπορούμε να τα καταλάβουμε (περὶ τῶν ἀδήλων).[12]

Όλες οι σκέψεις, οι ιδέες και οι συλλογισμοί μας (ἐπίνοιαι[13] πᾶσαι) γεννιούνται από τις αισθήσεις· μια ιδέα μπορεί να είναι αποτέλεσμα άμεσης αντίληψης· στο πρωτότυπο κείμενο διαβάζουμε: «κατά τε περίπτωσιν»· το «περι-πίπτω» εδώ σημαίνει ότι κάτι «πέφτει» στην αντίληψή μας, το αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις. Άλλες έννοιες ή σκέψεις σχηματίζονται αναλογικά, λόγω ομοιότητας ή με σύνθεση, με συνδυασμό δύο ή περισσότερων ιδεών ή λέξεων[14]. Στη διαδικασία συμβάλλει βεβαίως και ο λογισμός μας (συμβαλλομένου τι καὶ τοῦ λογισμοῦ), η σκέψη, ο λόγος ως ανθρώπινη ιδιότητα. (Παρ. 32). Ο Επίκουρος εμπιστεύεται την αίσθηση, την άμεση, υπαρξιακή επαφή με τα πράγματα του κόσμου· είναι κι εδώ προφανής η αντιπαράθεση με τις πλατωνικές «ιδέες»· λ.χ. ο Επίκουρος δεν δέχεται, όπως ο Πλάτωνας, ότι η ιδέα του «αγαθού» υπάρχει καθ’ αυτή, δεν προκύπτει δηλαδή ως αποτέλεσμα της έλλογης ή άλλης ανθρώπινης δραστηριότητας· σύμφωνα με τον θεμελιωτή του ιδεαλισμού όλες οι ιδέες έχουν «θεία» προέλευση. Σχετικά με τον γνωστό «μύθο του σπηλαίου», ο Θανάσης Μπαντές γράφει: «Η παράξενη αυτή αλληγορία είναι το καταστάλαγμα της πλατωνικής πεποίθησης του κόσμου των ιδεών, του μοναδικού αληθινού κόσμου που ξεπερνά όλες τις αισθήσεις και που μόνο οι μυημένοι μπορούν να αντιληφθούν, αφού τα απαίδευτα πλήθη είναι καταδικασμένα στην άγνοια. Κι αυτό ακριβώς είναι οι δεσμώτες μέσα στην αλληγορία του σπηλαίου, οι απαίδευτοι άνθρωποι, που φυσικά αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία. Τα δεσμά είναι η άγνοιά που τους καθηλώνει στην απραξία, αλλά και οι αισθήσεις που τους παραπλανούν. Οι σκιές είναι τα απεικάσματα της πραγματικότητας, που, φυσικά, δεν αξίζουν τίποτε μπροστά στον αληθινό κόσμο των ιδεών. Ολόκληρη η σπηλιά είναι ο κίβδηλος κόσμος των αισθήσεων, η πνευματική φυλακή των απαίδευτων ανθρώπων. Οι άνθρωποι του δρόμου, που αντανακλώνται ως σκιές, είναι οι ιδέες και φυσικά ο κόσμος έξω από τη σπηλιά είναι ο αληθινός κόσμος, ο κόσμος των ιδεών, με τον ήλιο να αποτελεί το αγαθό που μόνο ως θείο μπορεί να εκληφθεί. Η προσέγγιση του αγαθού γίνεται μόνο με την απαλλαγή των δεσμών, δηλαδή με τη μύηση στον κόσμο των ιδεών, δηλαδή με τη γνώση της φιλοσοφίας. Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στη θεοποίηση της φιλοσοφίας, της μοναδικής αληθινής γνώσης που μπορεί να οδηγήσει στην αλήθεια.»[15]

Ακόμα και οι παραστάσεις που βλέπουν οι τρελοί (τα τῶν μαινομένων φαντάσματα) και όσα βλέπουμε στα όνειρά μας είναι αληθινά (τὰ κατ’ ὄναρ ἀληθῆ), επειδή προκαλούν κίνηση (κινεῖ γάρ)· ενώ αυτό που δεν υπάρχει ουδεμία κίνηση προκαλεί (τὸ δὲ μὴ ὂν οὐ κινεῖ.) (Παρ. 32).

Με τη λέξη πρόληψις οι Επικούρειοι εννοούν ένα είδος πρότερης αντίληψης ή κατανόησης, μια σύλληψη του νου (οἱονεὶ κατάληψιν[16]), μια ορθή γνώμη, (δόξαν ὀρθὴν) ή μια έννοια ή μια γενική έννοια (καθολικὴν νόησιν), που εντυπώνεται και μένει στη μνήμη μας, εξαιτίας ενός εξωτερικού πράγματος (ἔξωθεν φανέντος) που εμφανίστηκε πολλές φορές· για να το πούμε διαφορετικά, η πρόληψη είναι ένα είδος προϊδεασμού της αντίληψης, μια μνημονική παράσταση ή αναμνηστική εικόνα που δημιουργείται από την επαναλαμβανόμενη εμφάνιση των ειδώλων, της μορφής που έχουν τα πράγματα· οι προλήψεις σχηματίζονται με βάση μια προγενέστερη αισθητηριακή αντίληψη ενός αντικειμένου υπαρκτού, επομένως είναι αληθείς, εφόσον οι αισθήσεις είναι κριτήριο της αλήθειας των πραγμάτων. Ο Σατελέ σχολιάζει: «Αλλά, αν ο Επίκουρος θεωρεί την αίσθηση θεμέλιο κάθε γνώσης, ωστόσο δεν ανάγει κάθε γνώση στην αίσθηση: έχοντας κατά νου τα επιχειρήματα που στον Μένωνα του Πλάτωνα δικαίωναν τη θεωρία της ανάμνησης, παρατηρεί ότι δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε ούτε να ονομάσουμε κάποιο αντικείμενο, αν δεν είχαμε στο πνεύμα μας κάποια προϊδέαση της μορφής του.»[17]

Ένα παράδειγμα πρόληψης παρατίθεται αμέσως μετά: «Τέτοιο πράγμα είναι, ας πούμε, ο «άνθρωπος»· με το που λέγεται η λέξη (ἅμα γὰρ τῷ ῥηθῆναι), αμέσως εννοείται και ο τύπος του πράγματος, σύμφωνα με τον μηχανισμό της πρόληψης (κατὰ πρόληψιν), αφού έχουν προηγηθεί οι αισθήσεις· διότι, για όλα τα ονόματα των πραγμάτων, είναι ξεκάθαρα και φανερά στη σκέψη μας η πρωταρχική τους σημασία (πρώτως ὑποτεταγμένον ἐναργές[18] ἐστι)· και δεν θα μπορούσαμε να ερευνήσουμε οποιοδήποτε πράγμα (οὐκ ἂν ἐζητήσαμεν τὸ ζητούμενον), αν δεν το είχαμε γνωρίσει με κάποιον τρόπο πρωτύτερα (εἰ μὴ πρότερον ἐγνώκειμεν αὐτό): «Αυτό που στέκεται σε κάποια απόσταση από εμάς (πόρρω) είναι άλογο ή βόδι· βεβαίως, κατὰ πρόληψιν, θα πρέπει να γνωρίζουμε από πριν τη μορφή του βοδιού ή του αλόγου· διότι δεν θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κάτι που δεν γνωρίσαμε προηγουμένως, με βάση τη διαδικασία της πρόληψης· οι προλήψεις μας λοιπόν είναι διακριτές, ξεκάθαρες και σαφείς (ἐναργεῖς) στη σκέψη μας.»[19]

Η μορφή ενός πράγματος ανακαλεί αυτομάτως στη μνήμη μας τον ορισμό του· η λέξη δηλώνει το πράγμα και η πρωταρχική του σημασία είναι γενικώς ορθή, αφού σχηματίστηκε από ακαριαίες ή αλλεπάλληλες εντυπώσεις της μορφής στο νου μας, είναι δηλαδή αποτέλεσμα της εμπειρίας των αισθήσεων, οι οποίες εδώ θεωρούνται σχεδόν αλάνθαστες· η σκέψη, το πνεύμα ή ο λόγος οργανώνουν τα δεδομένα των αισθήσεων και τα κατατάσσουν σε τύπους και μορφές αναγνωρίσιμες· ο νους μας δεν ανακαλύπτει, ούτε θυμάται τις ιδέες, που υπάρχουν σε έναν ιδεατό, αντίστοιχο ή παράλληλο κόσμο, όπως πίστευαν οι πλατωνικοί. Γιατί και το πράγμα για το οποίο σχηματίζουμε γνώμη (τὸ δοξαστὸν[20]), εξαρτάται από κάποιο άλλο προηγούμενο, φανερό και αυταπόδεικτο πράγμα (τινὸς ἐναργοῦς)· σ’ αυτό αναφερόμαστε, ας πούμε, όταν λέμε: «Από πού γνωρίζουμε ότι αυτό το πράγμα είναι άνθρωπος;» Η δόξα λέγεται αλλιώς υπόληψις και μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής (τὴν δὲ δόξαν καὶ ὑπόληψιν λέγουσιν, ἀληθῆ τέ φασι καὶ ψευδῆ)· αν μαρτυρείται (ἐπιμαρτυρῆται) από τα πράγματα ονομάζεται αληθής, ενώ αν τα πράγματα δεν την επιβεβαιώνουν (ἀντιμαρτυρῆται) χαρακτηρίζεται ψευδής. Κι επειδή μια γνώμη ή εκτίμηση μπορεί να επαληθευτεί ή να διαψευσθεί, ο Επίκουρος εισάγει την έννοια του προσμένοντος (ὅθεν τὸ προσμένον εἰσήχθη)· ως προσμένον μπορούμε ίσως να ορίσουμε αυτό που είναι πιο πιθανό και αναμενόμενο να συμβεί, αυτό που περιμένει επιβεβαίωση, ό,τι είναι φανερό στη σκέψη μας ή βρίσκεται ενδεχομένως πιο κοντά στην κοινή αντίληψη, και οπωσδήποτε προέρχεται αρχικώς από τις αισθήσεις. Για παράδειγμα, συνεχίζει ο Λαέρτιος, έχουμε ένα «προσμένον» για τη μορφή και το ποιόν ενός πύργου που βλέπουμε από μακριά· αν πλησιάσουμε τον πύργο, θα μάθουμε τι λογής είναι: το «προσμένον», λ.χ. το μέγεθος, το χρώμα ή το υλικό του αντικειμένου μπορεί να μαρτυρηθεί ή να αντιμαρτυρηθεί με την αυτοψία. (Παρ. 34).

Σύμφωνα με τις αντιλήψεις των Επικούρειων, τα «πάθη[21]» είναι δύο: «ἡδονὴ[22]» καὶ «ἀλγηδόνα», κοινά σε όλα τα έμβια όντα (ἱστάμενα περὶ πᾶν ζῷον[23])· και η μεν ηδονή είναι οικεία και αρμόζει στη φύση μας (οἰκεῖον), η δε αλγηδόνα μάς φαίνεται ξένη (ἀλλότριον) και ανεπιθύμητη. Με βάση αυτά τα βασικά πάθη μπορούμε να κρίνουμε ποια πράγματα είναι καλό και χρήσιμο ν’ αποφεύγουμε και ποια να προτιμούμε (δι’ ὧν κρίνεσθαι τὰς αἱρέσεις καὶ φυγάς)· τα είδη των αναζητήσεων είναι δύο: αυτές που έχουν σχέση με τα πράγματα (τὰς μὲν περὶ τῶν πραγμάτων) και αυτές που στρέφονται προς τις απλές λέξεις (περὶ ψιλὴν[24] τὴν φωνήν). (Παρ. 34).
-------------------------------------
Βιβλιογραφία και παραπομπές

[1] μετάρσιος (μεταίρω)= αυτός που έχει υψωθεί από το έδαφος, ψηλά στον ουρανό· ναῦς ἄρμεν’ ἔχοισα μετάρσια= πλοίο με υψωμένα τα πανιά του· μακριά μέσα στη θάλασσα, στην ανοιχτή θάλασσα· μεταφορικά= στα ουράνια, ψηλά πάνω απ’ αυτόν τον κόσμο· λέγεται για πράγματα, αέρινο, άδειο. LIDDELL & SCOTT.

[2] θεωρία, ἡ (θεωρέω)= παρατήρηση, θέαση, εξέταση, κοίταγμα· λέγεται για το πνεύμα, σκέψη, εξέταση, φιλοσοφικός στοχασμός, συλλογισμός. LIDDELL & SCOTT.

[3] Από το έργο του Επίκουρου «Περί φύσεως» σώθηκαν κάποια αποσπάσματα γραμμένα σε πάπυρο, που βρέθηκαν στο Ηράκλειο της Ιταλίας (σημ. Ercolano, αρχαίο Herculaneum)· το έργο θεωρείται σημαντικό· ο Λουκρήτιος, ίσως ο πιο γνωστός από τους αρχαίους μαθητές του Επίκουρου, πλέκει το εγκώμιο του φιλοσόφου και τιτλοφορεί το ποίημα του «De natura rerum», «Η φύση των πραγμάτων».

[4] τέλος, -εος, το= εκπλήρωση ή συμπλήρωση κάθε πράγματος· ιδίως, λέγεται για το τέλος της ζωής, το τέλος βίου· και χωρίς το βίου, το τέλος της ζωής, ο θάνατος. Η λέξη έχει πολλές σημασίες, Βλ. LIDDELL & SCOTT.

[5] Βλ. & Φρανσουά Σατελέ, Η Φιλοσοφία. Από τον Πλάτωνα ως το Θωμά Ακινάτη. Τόμος Α’. Μετάφραση: Κωστής Παπαγιώργης· εκδ. Γνώση, β’ έκδοση, Αθήνα 1989, σελ. 174. Ο Francois Chatelet γεννήθηκε το 1925 και ήταν καθηγητής VIII Πανεπιστήμιο του Παρισιού (Vincennes). Κυριότερα βιβλία του: Platon (1965), Hegel (1968)· έχει επιμεληθεί το τετράτομο έργο La philosophie (1972). Ελλ. μτφρ. από τις εκδόσεις Γνώση.

[6] παρ-έλκω= παίρνω παράμερα, σύρω, εξαπατώ· παρ-έλκομαι= σύρω τον εαυτό μου έξω, οδηγούμαι έξω. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[7] φθόγγος, ὁ= κάθε καθαρός, ευδιάκριτος ήχος, ιδίως η ανθρώπινη φωνή. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[8] Βλ. & Φρανσουά Σατελέ, Η Φιλοσοφία. Από τον Πλάτωνα ως το Θωμά Ακινάτη, σελ. 175.

[9] προ-λαμβάνω, μέλ. –λήψομαι= λαμβάνω ή παίρνω από πριν. Η λέξη πρόληψη σήμερα σημαίνει και πίστη, αντίληψη που με ανορθολογικό τρόπο αποδίδει σε τυχαία γεγονότα, πράξεις ή σε αντικείμενα υπερφυσικές ιδιότητες ή που ανακαλύπτει σχέσεις που δήθεν επηρεάζουν (προς το καλύτερο ή το χειρότερο) την πορεία και την τύχη της ζωής του ανθρώπου· όπως είναι προφανές ο Επίκουρος χρησιμοποιεί τη λέξη με διαφορετική σημασία. Βλ. & Λεξικό της κοινής νεοελληνικής, έκδοση του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 1998.

[10] αἴσθησις, -εως, ἡ= αντίληψη μέσω των αισθήσεων ιδίως μέσω της αφής· αἴσθησις πημάτων= αντίληψη, συναίσθηση των συμφορών· για πρόσωπα, αἴσθησιν ἔχειν τινός= αἰσθάνεσθαί τινος ή τι, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, συναισθάνομαι κάτι, το καταλαβαίνω· αντίληψη, εντύπωση· αἰσθήσεις θεῶν= οράματα θεών. Βλ. & LIDDELL & SCOTT. Για τις ανάγκες του κειμένου μπορούμε, προς το παρόν, να ονομάσουμε «αίσθηση» καθεμιά από τις λειτουργίες με τις οποίες δημιουργούνται τα αισθήματα· οι παραδοσιακά γνωστές αισθήσεις είναι πέντε: όραση, όσφρηση, ακοή, γεύση και αφή· ως «αίσθημα» θεωρείται η εντύπωση που δημιουργείται στη συνείδηση από ερεθίσματα στα αισθητήρια όργανα ή σε άλλα σημεία του σώματος· λ.χ. τα αισθήματα του ψύχους, της θερμότητας, της πίεσης και του πόνου είναι εκδηλώσεις του αισθήματος της αφής, ενώ εκείνα της πείνας, της δίψας και της κούρασης ανήκουν στα ζωικά αισθήματα. Βλ. & Λεξικό της κοινής νεοελληνικής.

[11] σημειόω, μέλ. -ώσω = σημαίνω· σημαδεύω (με λίθους που λειτουργούν ως μιλιοδείκτες)· μέσ. ερμηνεύω ως σημάδι, οιωνοσκοπώ. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[12] ἄ-δηλος, -ον= μη φανερός ή άγνωστος, άσημος, σκοτεινός, δυσνόητος. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[13] ἐπίνοια, ἡ= συλλογισμός πάνω σε ή για κάτι, σκέψη, διάνοια, ιδέα· δύναμη της επινοητικότητας, εφευρετικότητα, εφεύρεση· σκοπός, σχέδιο· σκέψη που έρχεται κατόπιν, δεύτερη σκέψη. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[14] «…καὶ γὰρ καὶ ἐπίνοιαι πᾶσαι ἀπὸ τῶν αἰσθήσεων γεγόνασι κατά τε περίπτωσιν καὶ ἀναλογίαν καὶ ὁμοιότητα καὶ σύνθεσιν, συμβαλλομένου τι καὶ τοῦ λογισμοῦ.» Παρ. 32. Διογένης Λαέρτιος.

[15] Βλ. Θανάσης Μπαντές, Ο Πλάτωνας, ο μύθος του σπηλαίου και οι επαΐοντες.

[16] κατα-λαμβάνω, μέλ. –λήψομαι= κατακτώ με το μυαλό, συλλαμβάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, εννοώ· ως κατάληψις εννοείται εδώ η κατοχή, η κατάκτηση της γνώσης, μιας έννοιας. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[17] Βλ. & Φρανσουά Σατελέ, Η Φιλοσοφία. Από τον Πλάτωνα ως το Θωμά Ακινάτη. Τόμος Α’, σελ. 174.

[18] ἐν-αργής, -ές= ορατός, ψηλαφητός, οφθαλμοφανής, με υλική υπόσταση, κυρίως λέγεται για θεούς που εμφανίζονται με την ίδια τους τη μορφή· ἐναργὴς ταῦρος= με ευκρινή, ορατή, καθαρή, σαφή μορφή ταύρου, αληθινός ταύρος· φανερός στη σκέψη, ευδιάκριτος, σαφής, ξεκάθαρος· φανερός, συγκεκριμένος, ξεκάθαρος. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[19] Σύμφωνα με τον Όσβαλντ Σπέγκλερ στα ανώτερα ζώα αναπτύσσεται μια σαφής διαφορά μεταξύ της «απλής» και «κατανοητικής αίσθησης»: «Αν αποκαλέσουμε αυτά τα δύο είδη μικροκοσμικής δραστηριότητας έκφραση των αισθήσεων και κρίση των αισθήσεων, δηλαδή περίπου κρίση της όσφρησης, της γεύσης, της ακοής, τότε μπορούμε να πούμε ότι ήδη στα μυρμήγκια και στις μέλισσες, στα αρπακτικά πτηνά, τα άλογα και τους σκύλους το κέντρο βάρους πολύ συχνά μετατίθεται φανερά προς την πλευρά της κρίσης της εγρήγορσης.» Και λίγο παρακάτω: «Η κατανόηση που αποσπάται από την αίσθηση λέγεται σκέψη. Η σκέψη επέφερε έναν μόνιμο διχασμό στην ανθρώπινη εγρήγορση. Ευθύς εξαρχής αξιολόγησε τη διάνοια και τις αισθήσεις ως υψηλή και χαμηλή ψυχική δύναμη αντίστοιχα.» Βλ. & Όσβαλντ Σπέγκλερ, Η παρακμή της Δύσης. Περιγράμματα μιας μορφολογίας της παγκόσμιας ιστορίας, δίτομο. Εκδόσεις Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός. Μετάφραση-σημειώσεις: Λευτέρης Αναγνώστου. Αθήνα, 2003. Σελ, 20,21. (13).

[20] δόξᾰ, ἡ (δοκέω)= αντίληψη, γνώμη, σωστή ή λανθασμένη· κρίση, δόγμα· εικασία, υπόθεση· η κοινώς αποδεκτή αντίληψη, ιδέα που διαμορφώνεται για ένα πράγμα. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[21] πάθος[ᾰ], -εος, τό (παθεῖν)= οτιδήποτε συμβαίνει σε κάποιον, περιστατικό, ατύχημα· ό,τι έχει πάθει κάποιος, η εμπειρία κάποιου· λέγεται για την ψυχή, πάθος, συναίσθημα, όπως είναι η αγάπη, το μίσος. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[22] ἡδονή (ἥδομαι)= χαρά, ευτυχία, ευχαρίστηση, ικανοποίηση· το πράγμα εκείνο που προξενεί τέρψη, απόλαυση· στον πληθ., απολαύσεις, ηδονικοί πόθοι, ηδονικές επιθυμίες. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[23] ζῷον, τό (ζάω)= έμβιο ον, ζώσα ύπαρξη, ζωντανό πλάσμα, ζώο. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

[24] ψῑλός, -ή, -όν= γυμνός· λέγεται για άδενδρη γη, ψιλὴ ἄροσις, ακαλλιέργητη γή, γῆ ψιλὴ δενδρέων, γη γυμνή από δέντρα· λέγεται για ζώα, ζώο γυμνό από «τρίχωμα» ή φτερά, γυμνό, λείο, άτριχο δέρμα· ἶβις ψιλὴν κεφαλήν= χωρίς φτερά στο κεφάλι, φαλακρά· εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία του απλού λόγου, της λέξης με κυριολεκτική σημασία· ψιλὸς λόγος= γυμνός λόγος, δηλ. πεζός λόγος, αντίθετα προς την ποίηση που περιβάλλεται από μέτρο· στον Πλάτωνα ψιλὸς λόγος= απλός λόγος, απλός ισχυρισμός που δεν στηρίζεται σε αποδείξεις. Προφανώς οι Επικούρειοι έχουν υπ’ όψιν τους τις περίτεχνες αναλύσεις των ιδεαλιστών για τη γλώσσα, την «θεία» προέλευση της και τη σημασία των λέξεων. Βλ. & LIDDELL & SCOTT.

Ζεν: Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι μη-διαλογισμός

Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι μη-διαλογισμός

1. Αυτή (η παραπάνω) δήλωση δεν είναι λογικό παράδοξο (που ταυτίζει τα αντίθετα), ένα λογοπαίγνιο εντυπωσιασμού, οτιδήποτε… είναι μια βαθιά αλήθεια. Μπορούν να το κατανοήσουν όσοι ήδη είναι στην διαδικασία του διαλογισμού, δηλαδή της διαχείρισης του περιεχομένου της Συνείδησης: Στην πραγματικότητα ο Αληθινός Διαλογισμός (ο μη-διαλογισμός) είναι η ολοκλήρωση, η κατάληξη, όλης της δραστηριότητας, της προσπάθειας, διαχείρισης του περιεχομένου της Συνείδησης, το αναπόφευκτο τέρμα της διαδικασίας του διαλογισμού (μιας δραστηριότητας που «αποδεικνύεται» αδιέξοδη). Αυτό θα το εξηγήσουμε πιο κάτω.

2. Υπάρχουν τυπολογικά (αλλά και πραγματικά) τρεις καταστάσεις της Συνείδησης:

Η Απελευθερωμένη Συνείδηση που είναι Καθαρή Συνείδηση, Χωρίς Όρια, που έχει επίγνωση του περιεχομένου (ή της έλλειψης περιεχομένου) χωρίς να σχετίζεται με αυτό, χωρίς να «συμμετέχει», χωρίς να παρασύρεται μέσα στην κοσμική διαδικασία, είναι απλός θεατής. Μια τέτοια Συνείδηση είναι ένας Ανοιχτός Χώρος Επίγνωσης όπου όλα λειτουργούν ανεμπόδιστα. Για μια τέτοια Συνείδηση δεν υπάρχει καμία διάκριση, Συνείδησης-περιεχομένου, υπερβατικού-σχετικής ύπαρξης, υπερκόσμιου-κοσμικού, έσω-έξω, πνεύματος-ύλης… οποιασδήποτε διάκρισης Είναι Ένα Ενοποιημένο Πεδίο Επίγνωσης όπου όλα είναι Επίγνωση (Αντίληψη), όλα όσα οι μη-φωτισμένες συνειδήσεις ονομάζουν Θεό, ύπαρξη, πνεύμα, νου, ψυχή, ενέργεια, ύλη, όλα είναι συνειδησιακά φαινόμενα, επίγνωση (αντίληψη), φαινόμενα περισσότερο ή λιγότερο σταθερά… όχι «κάποια σταθερή ουσία, υλικό». Ολόκληρη η ύπαρξη είναι πνευματικής υφής.

3. Η άλλη κατάσταση της Συνείδησης είναι αυτή όπου η Συνείδηση σχετίζεται (με κάποιο, οποιονδήποτε, τρόπο) με το «περιεχόμενό» της και προσπαθεί να το διαχειριστεί.

Η Συσχέτιση είναι Επίγνωση και κάτι πρόσθετο, που αποτελεί την αιτία, την ουσία, και το περιεχόμενο, της κοσμικής εξέλιξης. Είναι η ανάδυση του «εγώ» και της «προσωπικής συμμετοχής» σε αυτό που συμβαίνει. Είναι το στοιχείο της «προσωπικής αντίληψης», η «μέσα από το εγώ αντίληψη». Κοσμική Αντίληψη (Κοσμικό Εγώ) στην αρχή και ατομική αντίληψη (ατομικό εγώ) στην συνέχεια…

Λέγοντας διαχείριση του περιεχομένου της Συνείδησης εννοούμε την προσπάθεια να ελεγχθεί το περιεχόμενο, να παρατηρηθεί, να κατευθυνθεί, να ακινητοποιηθεί, να εξαλειφθεί… προσπάθεια που συχνά (όταν η Συνείδηση είναι «αδύναμη») καταλήγει στην «παράδοση» της Συνείδησης στο κοσμικό φαινόμενο, (πράγμα που συμβαίνει στην πλειονότητα των ανθρώπων). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει πάντα σχέση με το περιεχόμενο («συμμετοχή» σε αυτό που συμβαίνει: έχουμε την «αντίληψη» ότι «μας» συμβαίνει αυτό, είμαστε σε εξέλιξη, σε διαδικασία (στο γίγνεσθαι, στη ζωή).

Στις διάφορες θρησκευτικές παραδόσεις έχουν χρησιμοποιηθεί όλοι αυτοί οι τρόποι διαχείρισης του περιεχομένου της Συνείδησης, επικεντρωμένη επίγνωση, συγκέντρωση σε κάτι, σαμάντι με περιεχόμενο ή χωρίς περιεχόμενο, εξάλειψη της δραστηριότητας…

Στην πραγματικότητα όσο υπάρχει συσχέτιση της Συνείδησης με το περιεχόμενό της, υπαρξιακό (προσωπικό) γίγνεσθαι, οποιαδήποτε διαχείριση του περιεχομένου της Συνείδησης – έστω κι αν αυτό το ονομάζουμε «διαλογισμό» - αυτό δεν είναι διαλογισμός. Η Αληθινή Φώτιση, (η Αληθινή Επίγνωση), δεν μπορεί να κατακτηθεί μέσω οποιασδήποτε δραστηριότητας. Αυτό δεν είναι Αληθινός Διαλογισμός. 

Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε κι εντελώς φυσιολογικά (γιατί η Επίγνωση, η Αντίληψη, το να «δούμε», είναι πράξη) να παραιτηθούμε από όλες αυτές τις μάταιες δραστηριότητες. Το Αληθινό Τέρμα (η Ολοκλήρωση) της διαδικασίας αυτό που ονομάζουμε «διαλογισμό» είναι να σταματήσουμε να συμμετέχουμε σε όλη αυτή την δραστηριότητα, να παραιτηθούμε από όλες τις προσπάθειες να επιτύχουμε οτιδήποτε: Η Βαθιά, Ειλικρινής, κι Ολοκληρωτική, Παραίτηση από όσα «αρπαζόμαστε», το Ξάνοιγμα στα Βαθιά Άγνωστα Νερά της Καθαρής Συνείδησης, της Ελεύθερης Συνείδησης, που «βλέπει» αλλά δεν «σχετίζεται» με τίποτα.

Αυτή η Κατάσταση της Ανεξαρτητοποίησης, της Απελευθέρωσης, της Απομόνωσης, από το περιεχόμενο της Συνείδησης, δεν είναι μια κατάσταση του τίποτα. Είναι Κενότητα γιατί είναι Καθαρή Επίγνωση, χωρίς προσδιορισμούς, και χωρίς συσχέτιση με οτιδήποτε, χωρίς όρια, χωρίς εμπόδια, σε ό,τι συμβαίνει: Είναι Απουσία προσωπικής ύπαρξης και ανεμπόδιστη ύπαρξη, είναι Σιωπή του νου και ανεμπόδιστη σκέψη, είναι Ησυχία της ψυχής και ανεμπόδιστη δραστηριότητα, είναι Ελευθερία από την ψυχοσωματική ζωή και ανεμπόδιστη ζωή στο σώμα, στις αισθήσεις, στο κόσμο.

Υπάρχουν δύο ποικιλίες εμπειρίας μιας τέτοιας Συνείδησης. Η μία είναι όπου η Συνείδηση είναι Ελεύθερη αλλά έχει αντίληψη κάποιου περιεχόμενου, της σκέψης, των αισθήσεων, του κόσμου. Αλλά υπάρχει μια Βαθύτερη Κατάσταση όπου η Συνείδηση είναι Καθαρή Επίγνωση της Αληθινής Φύσης της χωρίς περιεχόμενο. Αυτή η υπερβατική εμπειρία είναι η Αληθινή Φύση μας, η Αληθινή Φύση του Θεού, η Απεριόριστη Πραγματικότητα.

Όταν μια Συνείδηση βρίσκεται (φτάνει, πετυχαίνει) αυτή την Κατάσταση της Απελευθέρωσης από το περιεχόμενό της δεν κάνει κάποια προσπάθεια, ούτε διαχειρίζεται το περιεχόμενό της – απλά το «αντιμετωπίζει». Δεν διαλογίζεται, είναι σε κατάσταση μη-διαλογισμού. Τότε Διαλογίζεται Πραγματικά. Αυτό είναι ο Αληθινός Διαλογισμός όπου δεν γίνεται καμία προσπάθεια, καμία διαδικασία, καμία επίτευξη. Στην πραγματικότητα είναι θέμα κατανόησης, αντίληψης: να συνειδητοποιήσουμε ότι σαν Συνειδήσεις δεν (χρειάζεται και δεν) σχετιζόμαστε με το περιεχόμενό μας, που εξελίσσεται σύμφωνα με τους «δικούς» του νόμους… Έτσι αν και λέμε ότι είναι μια Κατάσταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί, στην πραγματικότητα απλά αντιλαμβανόμαστε την Αληθινή Φύση μας, (δεν αλλάζουμε), δεν πετυχαίνουμε κάτι, δεν γινόμαστε κάτι (που δεν είμαστε). Είμαστε Ήδη και για Πάντα Αυτό που Είμαστε. Απλά «φωτίζεται» η κατάσταση και κατανοούμε τι μας συμβαίνει.

Αυτή η Κατάσταση του μη-διαλογισμού (του Αληθινού Διαλογισμού) όμως, μπορεί να αφομοιωθεί, να βιωθεί από κάποιον που ήδη βρίσκεται σε κατάσταση διαχείρισης του περιεχομένου της Συνείδησης, δηλαδή κάποιου που προσπαθεί να διαλογιστεί, ή που διαλογίζεται, με την τρέχουσα έννοια του όρου. 

Ο Αληθινός Διαλογισμός είναι το τέλος όλων των διαλογιστικών προσπαθειών: Είναι η Κατάσταση της Πραγματικότητας της Αληθινής Φύσης μας, Απουσία μέσα στην οποία αναδύεται η ύπαρξη (χωρίς να «υιοθετείται»), Σιωπή μέσα στην οποία ξεφυτρώνουν οι σκέψεις (χωρίς να «ακολουθούνται»), Ησυχία μέσα στην οποία οι δραστηριότητες βρίσκουν το δρόμο τους (χωρίς να μας «ταράζουν»), Ελευθερία μέσα στην οποία ανθίζει η ζωή, η ψυχοσωματική σκέψη, οι αισθήσεις, κι οι υλικές εμπειρίες. Αυτή η Κατάσταση είναι μόνιμη (αν «επιτευχθεί») και διαρκεί: Η ζωή δεν διαχωρίζεται σε περιόδους που διαλογιζόμαστε και ώρες που δεν διαλογιζόμαστε: Είμαστε διαρκώς σε Διαλογισμό, είτε υπάρχει κάποιο περιεχόμενο στη Συνείδηση, είτε όχι.

4. Υπάρχει τέλος μια Τρίτη κατάσταση της Συνείδησης στην οποία βρίσκεται σχεδόν το σύνολο της ανθρωπότητας, όπου η Συνείδηση ταυτίζεται με το περιεχόμενό της, με την (προσωπική) ύπαρξη, την ψυχοσωματική σκέψη, τις δραστηριότητες της ζωής. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όχι μόνο δεν προσπαθούν να διαχειριστούν το περιεχόμενο της Συνείδησής τους, αλλά ταυτισμένοι με αυτό «φέρονται» εδώ ή εκεί, ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος του κάρμα, της μοίρας, του πεπρωμένου.

Οι κοινωνίες παρόλο τον ψευτοπολιτισμό που έχουν αναπτύξει βρίσκονται σε κατάσταση αγριότητας. Κι αυτό αποδεικνύεται από την παγκόσμια κατάσταση, τα προβλήματα των κοινωνιών, την έλλειψη Δικαιοσύνης, την οικονομική ανισότητα, την εκμετάλλευση, την φτώχεια και την δυστυχία… όλα αυτά όχι κάπου μακριά, αλλά κι εδώ, δίπλα μας.

Κυριαρχεί η μεταφυσική άγνοια, ο εγωισμός, το προσωπικό κι ομαδικό συμφέρον, η κοινωνική κι οικονομική ανισότητα κι εκμετάλλευση, ο διχασμός κι η αντιπαλότητα, και τελικά η αδικία κι η δυστυχία.

Τα προβλήματα που αναδύονται στις κοινωνίες τα δημιουργούν οι ίδιες οι κοινωνίες, με την ποιότητα των ανθρώπων που τις απαρτίζουν. Κι είναι αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι που πρέπει να βρουν τις λύσεις. Αν είναι ανώριμοι και δεν μπορούν, απλά πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της ανωριμότητάς τους. «Όλοι», (ηγετικές ομάδες και λαός), νομίζουν πως γνωρίζουν κι είναι ικανοί να οδηγήσουν την κοινωνία στο σωστό και το δίκαιο… αλλά το τελικό αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία σύγχυσης, διαμάχης, αδικίας, μια κοινωνία ζούγκλα. Ανίκανοι κι άχρηστοι πολιτικοί, κεφαλαιοκράτες σε ξέφραγο αμπέλι, αποχαυνωμένοι θρησκευόμενοι, λαός ηλιθίων που τρέχουν πίσω από το ψέμα, ή το συμφέρον, ή την σκοπιμότητα… δεν φτιάχνουν κοινωνία. Η ψευτοδημοκρατία, η «δικαιοσύνη της αδικίας», κι η «ζωή της ανισότητας» δεν φτιάχνουν «κράτος». Ο «πολιτισμός της σαβούρας» δεν είναι «εξέλιξη», είναι οπισθοδρόμηση. Τούτος ο πλανήτης δεν κατοικείται από τον Homo sapiens (τον Άνθρωπο τον σοφό), όπως αφελώς πιστεύουν επιστήμονες κι απλοί άνθρωποι (που διαψεύδονται από την κατάσταση των κοινωνιών)… αλλά από τον Homo simian (τον Άνθρωπο πίθηκο)… Δεν έχω την απαίτηση βέβαια οι πολιτισμένοι συνάνθρωποί μου να δεχτούν τις απόψεις μου (άλλωστε δεν με διαβάζουν)… Αυτοί έχουν την καταγωγή τους, την περιουσία τους, την καριέρα τους, πηγαίνουν στην Λυρική να παρακολουθήσουν όπερα, είναι καθώς πρέπει… Εγώ είμαι ευχαριστημένος που ανασαίνω, που βλέπω τον ουρανό (έστω και συννεφιασμένο), που περπατώ στους δρόμους (κι ας είναι γεμάτοι από ανθρώπινα σκουπίδια και σκουπίδια των ανθρώπων)…

Βέβαια υπάρχουν κι άνθρωποι αληθινοί σε τούτο τον κόσμο (λίγοι, αλλά υπάρχουν). Είτε σπάνε το τσόφλι της άγνοιας και βγαίνουν στο Φως, είτε αποδέχονται την μοίρα τους, είτε καταριούνται τον Θεό που δεν κυβερνά τον κόσμο.

5. Αλλά… Αλλά ο Θεός Είναι Μέσα μας, Εμείς Είμαστε ο Θεός, ο καθένας μας (στον βαθμό που το «συνειδητοποιεί»). Όχι μόνο μπορούμε να βιώσουμε το Απόλυτο Μέσα μας, αλλά έχουμε και ηθική υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους, στα παιδιά μας και στις μελλούμενες γενιές, να το κάνουμε: Να «αναπτυχθούμε» πνευματικά, να φωτίσουμε την σκοτεινή φύση μας με το Αγνό Φως που βρίσκεται θαμμένο Μέσα μας, και να φωτίσουμε και τους άλλους γύρω μας.

Εσύ Άνθρωπε, μόνος, πρέπει να σωθεί!, κι εσύ, μόνος, θα πρέπει να σώσεις τον κόσμο, με το να γίνεις παράδειγμα και δρόμος και πρότυπο και μνήμη των ανθρώπων, όπως έκαναν κι άλλοι πριν από σένα, κι όπως θα κάνουν κι άλλοι μετά από σένα. Πέτα τα αγάλματα του Βούδα και τις εικόνες του Χριστού στα σκουπίδια, Εσύ είσαι ο Βούδας, Εσύ είσαι ο Χριστός… Δεν βλέπεις την Νέα Αυγή που Χαράζει; Δεν βλέπεις ότι μόνος προορισμός για όσους ήρθαν σε τούτο τον κόσμο είναι να συνειδητοποιήσουν ότι Είναι Θεός, ότι Μόνο εσύ (ο Θεός) Υπάρχει, ότι Όλα Είναι Θεός;… όλα τα άλλα είναι σκιές στην ύπαρξη, σκουπίδια στον χρόνο, άνεμος που φύσηξε κι έφυγε μακριά αφήνοντας μόνο τη σιωπή.

Είναι Ώρα! Ξημερώνει!

Αλμπέρ Καμύ: Για τη βία

Ο καθένας για να δικαιωθεί επικαλείται το έγκλημα του άλλου.

Κυριαρχεί δηλαδή, ο νόμος του αίματος, έτσι ώστε το μόνο που απομένει στον διανοούμενο είναι να πάρει και αυτός στα χέρια του τα όπλα.

Όταν στη βία απαντάς με βία, και μέσα σ' ένα τέτοιο παραλήρημα καταργείται η γλώσσα της λογικής, ο ρόλος των διανοουμένων δεν μπορεί να είναι εκ του μακρόθεν, όπως το τονίζουμε καθημερινά, να δικαιολογεί τη μία από τις δύο πλευρές και να καταδικάζει την άλλη, πράγμα που έχει διπλό αντίκτυπο, να εξοργίζει μέχρις εσχάτων τον καταδικασμένο τρομοκράτη και να ωθεί σε περισσότερη βία τον εξιλεωμένο τρομοκράτη.

Αν δεν ενωθούν οι ίδιοι οι αγωνιστές, ο ρόλος τους πρέπει να είναι η δουλειά προς την κατεύθυνση του κατευνασμού, έτσι ώστε να ξαναδοθούν στη λογική οι ευκαιρίες της.

Μηδενιστής δεν είναι αυτός που δεν πιστεύει σε τίποτα, αλλά εκείνος που δεν πιστεύει στον εαυτό του. Πολιτική της ισχύος σημαίνει προετοιμασία για πόλεμο. Η προετοιμασία για τον πόλεμο και ακόμη περισσότερο ο ίδιος ο πόλεμος κάνουν ανήμπορη την απελευθέρωση της κοινωνίας.

Μιλώ για ειρήνη. Αυτό σχετίζεται με τη δική μου αισιοδοξία. Κάτι πρέπει να γίνει γι' αυτήν. Και είναι δύσκολο. Εκεί εντοπίζεται η απαισιοδοξία μου. Έτσι κι αλλιώς, μόνο στα παγκόσμια κινήματα ειρήνης προσχωρώ σήμερα. Σε αυτά βρίσκονται οι πραγματικοί οι ρεαλιστές. Και είμαι μαζί τους.

Το δίκαιο δεν νοείται χωρίς το δικαίωμα, και δεν νοείται δικαίωμα χωρίς την ελευθερία στην έκφραση. Αυτό το δίκαιο, για το οποίο πεθαίνουν ή θανατώνονται οι άνθρωποι, το διακηρύσσουμε σήμερα με τόσο ηχηρό τρόπο ακριβώς επειδή μια χούφτα ελεύθερων πνευμάτων κατέκτησε διαμέσου της ιστορίας, το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης.

Απολογούμαι εδώ εκ μέρους εκείνων τους οποίους αποκαλούν περιφρονητικά διανοούμενους. Ο μακρύς διάλογος ανάμεσα στους ανθρώπους μόλις σταμάτησε. Και φυσικά κάποιον που δεν μπορούμε να τον αντιληφθούμε ως παρουσία, τον φοβόμαστε.

Ισχυρίζεστε ότι για να πάψει να υπάρχει πόλεμος, πρέπει να εξαλειφθεί ο καπιταλισμός. Είμαι μαζί σας. Ωστόσο, για να εξαλειφθεί ο καπιταλισμός, πρέπει να τον πολεμήσετε. Αυτό είναι το παράλογο, και συνεχίζω να σκέπτομαι ότι δεν πολεμάς το κακό με το χειρότερο αλλά με το λιγότερο κακό.

Ο τεχνολογικός πολιτισμός φτάνει στα όρια της κτηνωδίας.

Τι θα επιλέξουμε για το προσεχές μέλλον; Την ομαδική αυτοκτονία, ή τη σωστή χρήση των επιστημονικών ερευνών;

Εδώ και έναν αιώνα περίπου, ζούμε σε μια κοινωνία, που δεν είναι καν κοινωνία του χρήματος, αλλά κοινωνία των αφηρημένων συμβόλων του χρήματος.

Τον έρωτα ερωτεύεσαι και με το πάθος απομιμείσαι την τέχνη

Ώρες ώρες σκέφτομαι, πως η τρυφερότητα, η ευγένεια και η αγάπη δεν είναι ανθρώπινες ιδιότητες. Γνωρίζοντας, άλλωστε, τους ανθρώπους δεν μπορείς να τους αγαπάς. «Κι όμως», αντιγύρισα, «έχω δει έσχατους, τα τέρατα, τους ιταμούς της γης, υπό το καθεστώς της αγάπης να εξανθρωπίζονται».

Δεν πείστηκα. «Ουτοπική συμπεριφορά, ιδανική για αγίους και για καλόγριες», μου είπε. «Πατήρ πάντων πόλεμος. Άνθρωπος Ανθρώπου λύκος. Τον δέκατο τέταρτο αιώνα, καθολικοί μοναχοί στην Ουψάλα, κατέσφαξαν μέσα σε μια νύχτα τετρακόσια ορφανά, επειδή είδαν στο παράθυρο μια αλεπού, σημάδι πως ο χριστός τα καλούσε κοντά του. Η οδός της αγάπης φαίνεται πως είναι αδιάβαστη για τους περισσότερους ανθρώπους. Κάπου υπάρχει ένα λάθος στο καλούπι».

Αν ξέρω κάτι καλά είναι να συμπλέω με τις οξυδερκείς θέσεις των ανθρώπων. Και δεν είμαι ο Κισλόφσκι για να επικαλεστώ τον Απόστολο Παύλο. Η αγάπη και εκπίπτει και ασχημονεί και παροξύνεται. Καταθλίβει και συνθλίβει. Τις περισσότερες φορές είναι, απλώς, η νοθεία του μίσους μας.

Άλλωστε, εδώ και καιρό, ένας ουραγκοτάγκος με φυλάει από τα θεϊκά εφέ. Ακούω να γίνεται λόγος για αγάπη και σκέφτομαι ζηλωτές και σταυροφόρους, δικαστές και εκτελέσεις, μαρτύρια και σφαγές που τις βάφτισαν κάθαρση. Τον Άγιο Λάζαρο δεν τον βασάνισαν ειδωλολάτρες επειδή πίστευε στον Χριστό, αλλά καλοί Χριστιανοί σαν τον Θεόφιλο. Μαρτύρησε επειδή έφτιαχνε εικόνες (ένας Χριστός πολέμιος των Καλών Τεχνών, ο Χριστός του αυτοκράτορα).

Ωστόσο, η εφηβική μου απορία έμεινε αναπάντητη: Ο Χριστός αγαπούσε εξίσου τον μαλάκα Θεόφιλο και τον Λάζαρο; Τι στον διάολο βίτσιο είναι αυτή η αβασάνιστη, ουμανιστική, ιδεαλιστική αγάπη; Πώς μας μόλυνε έτσι τον πλανήτη και άνθρωποι θυσιάζονται στο όνομα μιας τόσο αφηρημένης ιδέας;

Όταν ήμουν παιδί, ένα παιδί που το εξέθρεφε υγιεινότατα το μίσος, άκουγα να γίνεται λόγος στο Άσμα Ασμάτων για κάποια αγαπημένη, ωραία σαν εύφορο αμπέλι. Στραμμένος προς τη Σιών, φανταζόμουν ανθρώπους που τους γέννησαν καταχνιές και άλλους που γεννήθηκαν από ήλιους. Έλεγα πως οι άνθρωποι είναι σαν τα κρασιά: ο ήλιος βγάζει τα καλά και η καταχνιά τα ξύδια. Αργότερα, κατάλαβα πως όλα αυτά δεν είχαν καμία σημασία, από τη στιγμή που και τα μεν σταφύλια και τα δε ποδοπατούνται.

Ύστερα, άρχισαν να μπαίνουν στη ζωή μου οι ιδεολογίες. «Ο υπαρξισμός είναι ανθρωπισμός» και άλλα κούφια λόγια. Ο κομμουνισμός (sic), η πιο ανθρωπιστική ιδεολογία του κόσμου. Με τα κουφάρια των αντιφρονούντων και των ταξικών εχθρών να αιωρούνται χαρούμενα, χαιρετίζοντας το ξημέρωμα του νέου ειδυλλιακού κόσμου, όπου ο άνθρωπος αγαπάει τον άνθρωπο.

Μετά στράφηκα στις διπλανές αγάπες. Ακόμα πιο πολλοί εκεί οι μελανοχιτώνες και οι δήμιοι. Είδα τη μάνα που έσερνε την κόρη της, τη Χλόη, στα δικαστήρια ανηλίκων. Από αγάπη για το παιδί και από μίσος για την ανθοφορία της σάρκας. Ανθρώπους να χτυπάνε παιδιά. Από αγάπη, φυσικά, και από μίσος για τη φτυσμένη ζωή τους. Γυναίκες να διασύρουν τους άντρες τους, επειδή τους αγαπούσαν. Δηλαδή, από μίσος για την ερωμένη τους. Ένας ηλίθιος δεν μου υπέγραφε το διαβατήριό μου να φύγω, από αγάπη, δηλαδή, αγνό μίσος για όσα ωραία θα ζούσα χωρίς την ενοχλητική παρουσία του.

Έφτασα καταπονημένoς και εξαντλημένoς πια από τη βαναυσότητα της αγάπης. Ούτε ήλιοι ούτε καταχνιές πια, μόνο ένα τοπίο πολικής γυαλάδας. Πείσμωσα και δεν χάρισα ποτέ μου ούτε ένα «σ’ αγαπώ». Από ντροπή για τη μεταμφίεση ενός δρεπανιού που ντυνόταν μετάξι. Έτσι, για χρόνια, έζησα και αυτόν τον εφιάλτη.

Όταν κάποιος μου έλεγε σ' αγαπώ, τον έβλεπα σαν σαύρα που παραμονεύει ένα έντομο. Μου το έλεγε για να εισπράξει το δικό μου σ’ αγαπώ, να ξορκίσει την αβεβαιότητα και μετά να πέσει το μετάξι, να φανερωθεί το δρεπάνι. Τιμιότατα διάλεξα το ανταγωνιστικό «είμαι ερωτευμένος», αυτό που εμπεριέχει τον πόλεμο, την εναντιοδρομία. Ύστερα διάλεξα το πιο απαλό «έμπλεως πάθους».

Αυτό που, όπως και ο έρωτας, δεν περιλαμβάνει κανέναν, εκτός από τον εαυτό σου. Τον έρωτα ερωτεύεσαι και με το πάθος απομιμείσαι την τέχνη, αλλά ο άλλος δεν υπάρχει. Απλώς, μια σκιά σου δίνει όπλα και εφευρήματα, ώστε να παίξεις έναν ρόλο. Γι’ αυτό και το αντικείμενο του πόθου είναι αντικείμενο εν τέλει, το στήνεις σε ένα πρόσκαιρο βάθρο, όπως τις κούκλες στο ράφι, και, όταν τελειώσει η μίμηση της πράξεως, το ξεμαλλιάζεις, το τσαλακώνεις, το διαμελίζεις.

Δεν με ενοχλεί διόλου, τελικά, που όλοι οι άνθρωποι, τους οποίους ούτε «είδα» ούτε «αγάπησα», αλλά χρησιμοποίησα μέσα από τη συμβατική κατάθλιψη που είναι η μίμηση αισθήματος, με είδαν σαν φίδι, που μαλακώνει την τροφή του πριν την καταπιεί. Αυτό ακριβώς ήμουν. Τίποτα διαφορετικό. Και ταπεινά το παραδέχομαι.

Έτσι, τελειώνοντας με την ηλικία των ψευτοπαθών, αποφάσισα πως η επεξήγηση του παιδεμένου «σ’ αγαπώ» μου, θα έπρεπε να είναι το στυγνό και τρυφερότατο «σ’ αγαπώ επειδή με συμφέρεις». Και δεν μιλάω για γελοία οικονομικά συμφέροντα. Αλλά για εκείνου του είδους το συμφέρον, όπου ο χρυσός, αντί να εξάγεται, επιστρέφει στο ορυκτό απ’ όπου τον απέσπασαν. Στην ουσία δεν πρόκειται ούτε για αγάπη ούτε για συμφέρον αλλά για κάτι πολύ πιο φίνο, πολύ ανώτερο από την άγονη μονοτονία των ερωτικών κοινοτοπιών.

Μιλάω για συγχώνευση ανθρώπων, για ένα συμπαγές ανθρώπινο υλικό, όπου ο πόνος, η ταπείνωση, η δόξα και οι δάφνες του ενός, χτίζονται μέσα στον πόνο, την ταπείνωση, τη δόξα και τις δάφνες του άλλου. Και όχι κατακτήσεις και πάθη, όχι ερωτικοί εκβιασμοί και απαίδευτες υποταγές, αλλά η εξαίσια χαρά της ανάμειξης του Εγώ και έναν Άλλο. Και η εικόνα είναι ένας σταλακτίτης, που τρέφει τον σταλαγμίτη μέχρι να παγιωθούν και να ριζώσουν στον αέρα.

Τότε, τα δάχτυλα αυτού του συμπαγούς σώματος των δύο ανθρώπων, θα μπορούν να ψηλαφούν, διαφορετικά την υφή ενός αλλοιωμένου δέρματος και το ψωμί, ένα κουτάλι, ένα ποτήρι με νερό, η λακκούβα στον καναπέ, ένα χάδι στον σβέρκο, όλα τα σιωπηλά, απλά πράγματα, θα έχουν ένα φως οριστικό, οριστική μορφή και σχήμα.

Ο Αριστοτέλης και η προαίρεση ως έλλογη προτίμηση

Η τελική διερεύνηση της προαίρεσης προϋποθέτει την πλήρη αποσαφήνιση της εκούσιας πράξης, αφού προαίρεση με ακούσιο τρόπο δεν υφίσταται. Μοιραία, αυτά που πρώτα πρέπει να ξεκαθαριστούν είναι ο εξαναγκασμός και η αναγκαιότητα: «Αναφέρεται, τώρα, και κάποιος άλλος τρόπος πράξεων που ανάγονται σε εξαναγκασμό ή αναγκαιότητα: όχι λόγω αντιπαλότητας του λογικού και της ορέξεως, αλλά όταν οι άνθρωποι πράττουν κάτι λυπηρό και κακό γι’ αυτούς, επειδή αν δεν το κάνουν, θα υποστούν βία, δεσμά ή θάνατο» (1225a 2-6).

Ο εξαναγκασμός έχει να κάνει με τις πράξεις που εκβιάζονται υπό την απειλή (ή και χρήση) βίας κι οποιουδήποτε άλλου μέσου καταπίεσης υπονομεύοντας κάθε έννοια ελεύθερης επιλογής. Είναι σαφές ότι εκείνος που υποκύπτει στις επιταγές του τυράννου για να σώσει το παιδί του κάθε άλλο παρά πράττει ελεύθερα.

Ο Αριστοτέλης όμως διερωτάται: «Ισχύει αυτό ή μήπως εκούσια όλοι κάνουν ό,τι κάνουν; Γιατί έχουν τη δυνατότητα και να μην το κάνουν, και να υποστούν τις συγκεκριμένες συμφορές. Θα μπορούσε, βέβαια, ίσως κανείς να πει ότι εξαρτάται από τις συμφορές» (1225a 7-10).

Εν τέλει, ακόμη και ο πιο επαίσχυντος εξαναγκασμός δίνει πάντα τη δυνατότητα της επιλογής, αφού μπορεί κανείς να μην υποκύψει αψηφώντας τις συνέπειες. Για τον Αριστοτέλη τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: «Όλες όσες» (πράξεις εννοείται) «είναι στην ευχέρεια του εκάστοτε ανθρώπου να τις πράξει ή να μην τις πράξει, και να τις υποστεί ή να μην τις υποστεί, ό,τι κι αν κάνει, το θέλει δεν το θέλει, το κάνει εκούσια κι όχι εξαναγκαστικά» (1225a 11-13).

Φυσικά, το να ενδώσει κανείς σε έναν τέτοιο εκβιασμό προβαίνοντας σε πράξεις, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έκανε, αποτελεί σοβαρό ελαφρυντικό, αφού όλοι είναι σε θέση να αναγνωρίσουν τη δυσκολία της θέσης του. Από την άλλη, υπάρχει πάντα το βάρος της πράξης που του ζητείται. Όσο πιο επαίσχυντη είναι, τόσο πιο δύσκολη γίνεται η θέση του. Κι αυτό είναι ζήτημα ευθύνης. Δικαιούται κανείς να σκοτώσει τα παιδιά όλων των άλλων για να σώσει το δικό του; Το δίλημμα αυτό είναι το περιθώριο της επιλογής που θέτει ο Αριστοτέλης.

Υπό αυτή τη συνθήκη, ακούσια είναι η πράξη του ανθρώπου που υπερβαίνει τη φύση του. Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει κάποιον επειδή δεν έκανε άλμα τριάντα μέτρων προκειμένου να σώσει το συμπολεμιστή του. Μια τέτοια απαίτηση θα ήταν παράλογη, αφού ξεπερνά τις δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης.

Όμως, πέρα από τα εντελώς προφανή (όπως το παραπάνω παράδειγμα) υπάρχουν και οι περιπτώσεις που οι δυνατότητες της ανθρώπινης φύσης τίθενται με τρόπο περισσότερο υποκειμενικό: «Γι’ αυτό και πολλοί θεωρούν τον έρωτα κάτι ακούσιο, και ορισμένες περιπτώσεις θυμού και τις φυσικές ανάγκες. Λένε ότι όλα αυτά έχουν ισχύ που ξεπερνά τη φύση» (1225a 23-25).

Για χάρη του έρωτα υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να φτάσουν σε ακραίες ενέργειες, όπως και υπό την επήρεια του θυμού. Ο βρασμός της ψυχής λειτουργεί ελαφρυντικά και στα σύγχρονα δικαστήρια. Όχι όμως απαλλακτικά, αφού όλα έχουν κάποιο όριο. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι και η ευθύνη του ανθρώπου: να καταφέρει να χαλιναγωγήσει τα πάθη του.

Παρόλα αυτά, ακόμη και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να δικαιολογήσουν ακόμη και το φόνο, αν πρόκειται για ζήτημα τιμής ή αποκατάστασης μιας αδικίας. Η φράση «καλά τον/την έκανε» αντικατοπτρίζει ακριβώς αυτή την αντίληψη που θέλει το βρασμό της ψυχής να τίθεται ως κάτι που υπερβαίνει την ανθρώπινη φύση δικαιολογώντας όλες τις συμπεριφορές.

Κι όσο πιο επαίσχυντο είναι το πλήγμα που υπέστη κάποιος, τόσο πιο ελαστικά γίνονται τα όρια της ανοχής για τον τρόπο που θα αντιδράσει. Όμως, αυτό αφορά τους ανθρώπους της κοινωνίας, που συμπάσχουν και ταυτίζονται, κι όχι το νόμο, που, όσο κι αν δείχνει κατανόηση στον ανθρώπινο ψυχισμό, οφείλει πάντα να εκπροσωπεί το πρόταγμα της λογικής. Κι ευτυχώς είναι έτσι.

Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Τελικά όλα ανάγονται στο τι “είναι στο χέρι μας”, πράγμα που δηλώνει ακριβώς τι μπορεί να υπομείνει η φύση του καθενός. Αυτό που δεν αντέχει να υποφέρει κάποιος και δεν είναι απ’ τη φύση στην όρεξη ή το λογικό του, αυτό δεν είναι στο χέρι του. Γι’ αυτό και για τους θεόληπτους και για τους προφήτες, μολονότι ασκούν επίσης ένα διανοητικό έργο, δε λέμε ούτε ότι κάνουν κάτι που είναι στο χέρι τους ούτε ότι ενεργούν ή μιλούν αυτόνομα. Παράλληλα, βέβαια, δε λέμε ότι ενεργούν και βάσει της επιθυμίας τους. Άρα, ορισμένες σκέψεις και πάθη δεν είναι στο χέρι μας, όπως δεν είναι στο χέρι μας και πράξεις που προκαλούνται από αυτές τις σκέψεις και τους λογισμούς» (1225a 29-39).

Το αναμφισβήτητο της ύπαρξης ανθρώπινων συμπεριφορών που ξεπερνούν και την όρεξη (επιθυμία) και τη λογική δεν κατοχυρώνει την αποφυγή της ευθύνης. Κατοχυρώνει, όμως, το γεγονός ότι ο άνθρωπος μπορεί να δράσει ανεξέλεγκτα, χωρίς να υπολογίσει ούτε τις συνέπειες που θα υποστεί ούτε το κακό (ή το καλό) που θα προκαλέσει. Ενδέχεται να μην μπορεί ακόμη και να ερμηνεύσει ο ίδιος τη συμπεριφορά του.

Όμως, η υποκειμενικότητα των ορίων (και των κινήτρων) που καθιστούν μια συμπεριφορά ανεξέλεγκτη οδηγεί σε αναγκαστικό αδιέξοδο. (Πώς θα μπορούσε να οριστεί κάτι τέτοιο;) Γι’ αυτό και ο νόμος είναι αδύνατο να λειτουργήσει αθωωτικά. Ο Αριστοτέλης θα περιοριστεί στα αυτονόητα με μια δόση ειρωνείας: «Αν για παράδειγμα κάποιος φτάσει να σκοτώσει, για να μην τον θωπεύσουν, θα είναι γελοίο να πει ότι το έκανε λόγω εξαναγκασμού και αναγκαιότητας» (1225a 16-18).

Πέραν αυτών το εκούσιο αναγκαστικά συμβαδίζει με τη γνώση: «αντιτίθεται η γνώση σε ποιον κάνεις κάτι ή πώς ή για ποιο σκοπό με την άγνοια σε ποιον κάνεις κάτι ή πώς ή τι· άγνοια οπωσδήποτε του ίδιου του πράγματος και όχι ως τυχαίο συμβάν. Και το να ενεργεί κανείς με άγνοια σε ποιον κάνει κάτι ή πώς ή τι κάνει είναι ακούσιο. Άρα, το αντίθετό του είναι εκούσιο» (1225b 3-9).

Βέβαια, κι εδώ υπάρχουν προϋποθέσεις, γιατί άλλο να αγνοεί κάποιος κάτι που πράγματι δεν οφείλει να γνωρίζει κι άλλο να προβαίνει σε πράξεις λόγω άγνοιας που, όμως, όφειλε να μην έχει. Ο οδηγός του αυτοκινήτου που αγνοεί τη σημασία που μπορεί να έχει μια οδική σήμανση και προκαλεί ατύχημα έχει την ευθύνη αυτού (όφειλε να ξέρει όλα τα σήματα), ενώ εκείνος που χάνει τον έλεγχο επειδή ο δρόμος έχει κακοτεχνία όχι. Την ευθύνη εδώ την έχουν οι υπεύθυνοι του δρόμου, καθώς ο οδηγός δεν όφειλε να γνωρίζει την κακοτεχνία τους.

Το τελικό αριστοτελικό συμπέρασμα είναι σαφές: «όσα είναι στο χέρι κάποιου να μην τα κάνει, αλλά τα κάνει όχι λόγω άγνοιας αλλά με προσωπική ευθύνη, και αυτά χαρακτηρίζονται υποχρεωτικώς εκούσια, και αυτό είναι τελικά το εκούσιο. Αντίθετα, όσα κάνει από άγνοια είναι ακούσια» (1225b 10-13).

Το ξεκαθάρισμα αυτών δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο για την αποσαφήνιση της έννοιας της προαίρεσης: «Τώρα ας μιλήσουμε για την προαίρεση (έλλογη προτίμηση), διερευνώντας την καταρχάς λογικά» (1225b 22-24). Η επιλογή να αποδώθει η προαίρεση ως έλλογη προτίμηση (ο όρος αυτός δεν υπάρχει στο συγκεκριμένο χωρίο του Αριστοτέλη) κρίνεται απολύτως εύστοχη, αφενός γιατί αφορά μόνο τους ανθρώπους («προαίρεση τα ζώα δεν έχουν» 1225b 34-35) κι αφετέρου γιατί είναι αδύνατο να νοηθεί υπό την κυριαρχία ενός πάθους: «όταν βιώνουν ένα πάθος» (εννοείται οι άνθρωποι) «αυτό δεν αποτελεί αντικείμενο έλλογης προτίμησης,» («ου προαιρούνται» στο πρωτότυπο) «απλώς το υπομένουν» (1225b 36-38).

Κι ακριβώς επειδή η προαίρεση εμπεριέχει εννοιολογικά το στοιχείο της λογικής, είναι αδύνατο να ταυτιστεί με τη θέληση: «άλλο η θέληση κι άλλο η προαίρεση. Διότι οι άνθρωποι επιθυμούν εν γνώσει τους ακόμα και τα ανέφικτα, π.χ. να βασιλεύουν σε όλους τους ανθρώπους ή να είναι αθάνατοι· κανείς τους όμως δεν τα θέτει αυτά ως αντικείμενα προαίρεσης, εκτός αν αγνοεί ότι είναι ανέφικτα. Άρα, γίνεται φανερό ότι αντικείμενο προαίρεσης αποτελεί κάτι που είναι στο χέρι μας να το πετύχουμε» (1225b 41-47).

Για τον ίδιο λόγο η προαίρεση δεν μπορεί να νοηθεί ούτε ως κρίση ούτε ως σκέψη: «Αντίστοιχα, είναι φανερό πως ούτε κρίση είναι η προαίρεση ούτε απλώς μια σκέψη. Διότι έχουμε ήδη συμφωνήσει ότι η προαίρεση αποτελεί κάτι που είναι στο χέρι μας, ενώ διατυπώνουμε πολλές κρίσεις και για πράγματα που δεν είναι στο χέρι μας, π.χ. μπορεί να ειπωθεί ότι το μήκος της διαγωνίου δεν εξαρτάται από το μήκος των πλευρών» (1226a 1-5).

Επιπλέον, ως προαίρεση δεν μπορεί να νοηθεί η επιθυμία για την εκπλήρωση κάποιου τελικού σκοπού. Ο τελικός σκοπός είναι από θέση αρχής επιθυμητός, ως κάτι που προέρχεται από τη φύση, και δε χρειάζεται τη λογική για να επιβεβαιωθεί ο πόθος μιας τέτοιας πραγμάτωσης. Για παράδειγμα δεν είναι θέμα προαίρεσης η επιθυμία να είναι κανείς υγιής. Όλοι θέλουν να έχουν υγεία με τρόπο αυτόματο, όπως όλοι θέλουν να ζήσουν. Αν κάποιος αρνείται αυτούς τους τελικούς στόχους, προφανώς εμπίπτει σε κάποια ψυχική παθολογία.

Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κανείς τελικός σκοπός δεν έρχεται ως αντικείμενο έλλογης προτίμησης, αλλά αντικείμενο προτίμησης αποτελούν μόνο τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Εννοώ ότι η υγεία δεν είναι αντικείμενο έλλογης προτίμησης, ενώ τέτοιο είναι το να περπατάς ή να ξεκουράζεσαι χάριν της υγείας» (1226a 9-12).

Κατ’ επέκταση και η ευτυχία, ως απώτερος τελικός σκοπός του ανθρώπου, δεν έχει να κάνει με την προαίρεση: «Η ευτυχία, επίσης, δεν είναι αντικείμενο έλλογης προτίμησης, αλλά το να διαχειρίζεσαι το χρήμα ή να διακινδυνεύεις χάριν αυτής» (1226a 12-13). Με δυο λόγια, η προαίρεση έχει να κάνει με τα μέσα που θα μεταχειριστεί κανείς προκειμένου να πετύχει τον τελικό σκοπό παρά με τον ίδιο τον τελικό σκοπό, που τίθεται ως κάτι αυτονόητο, δηλαδή ως δεδομένα επιθυμητό: «ο τελικός σκοπός είναι αυτός για τον οποίο επιλέγονται τα μέσα, ενώ το τι προαιρείται είναι ακριβώς αυτά τα μέσα» (1226a 15-17).

Το τελικό συμπέρασμα είναι σαφές: «Συμπεραίνουμε ότι η προαίρεση διακρίνεται τόσο από την κρίση όσο και από τη θέληση. Διότι και η κρίση επιθυμεί κατεξοχήν τον τελικό σκοπό, αλλά προαίρεση τελικού σκοπού δεν υπάρχει. Έχει δειχθεί, συνεπώς, ότι η προαίρεση δεν είναι αποκλειστικά ούτε θέληση ούτε κρίση ούτε αντίληψη» (1226a 20-24).

Η προαίρεση σχετίζεται πάντα με τη δυνατότητα του εφικτού. Χωρίς αυτή την προοπτική στερείται νοήματος: «δε σκεφτόμαστε για πράγματα που συμβαίνουν στους Ινδούς, αλλά ούτε και για το πώς θα τετραγωνιστεί ο κύκλος (τα των Ινδών δεν είναι στο χέρι μας, ενώ ο τετραγωνισμός του κύκλου είναι ολικά ανέφικτος)» (1226a 36-38).

Όμως, η προαίρεση πέρα από το εφικτό εμπεριέχει και την κρίση και τη θέληση, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με καμιά από τις δύο αυτές έννοιες: «Άρα η προαίρεση είναι κάτι άλλο, το οποίο απαρτίζεται από κρίση και θέληση· διότι τόσο η κρίση όσο και η θέληση χαρακτηρίζουν κάποιον που προβαίνει σε μια έλλογη προτίμηση (προαίρεση)» (1226b 5-6).

Η ίδια η ετυμολογία της λέξης το καταδεικνύει χωρίς περιστροφές: «Τρόπον τινά το δείχνει και η ίδια η λέξη. Διότι η προαίρεσις είναι αίρεσις (προτίμηση), όχι βέβαια σκέτη αλλά προτίμηση του ενός αντί του άλλου, πράγμα που προϋποθέτει οπωσδήποτε σκέψη και απόφαση. Συμπεραίνουμε ότι η προαίρεση βασίζεται σε μια κρίση για την οποία έχουμε σκεφτεί» (1226b 8-11).

Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Οπότε γίνεται φανερό ότι η προαίρεση είναι όρεξη που προϋποθέτει σκέψη και απόφαση για όσα είναι στο χέρι μας. Διότι όλοι μας σκεφτόμαστε και αποφασίζουμε τις προτιμήσεις μας, πλην όμως δεν επιλέγουμε και όλα όσα σκεφτόμαστε» (1226b 20-24).

Και υπάρχει και συνέχεια: «Αυτός είναι και ο λόγος που η προαίρεση δε συναντάται στα υπόλοιπα ζωντανά όντα, αλλά ούτε και σε κάθε ηλικία ούτε και σε κάθε άνθρωπο, όπως δε συναντώνται η ικανότητα λήψης αποφάσεων και η αντίληψη της αιτιότητας. Και, ενώ τίποτε δεν αποκλείει να έχουν πολλοί μια κρίση για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να πράξουν κάτι, το να προχωρήσουν σε αυτό ύστερα από λογική ανάλυση δεν το έχουν τόσο πολλοί» (1226b 26-31).

Για να ολοκληρωθεί: «Συγχρόνως, πολλά τα κάνουμε, χωρίς να τα σκεφτούμε και να τα αποφασίσουμε από πριν. Έτσι προκύπτει αναγκαστικά το συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της προαίρεσης είναι οπωσδήποτε εκούσιο, ενώ κάθε τι εκούσιο δεν είναι οπωσδήποτε και αντικείμενο προαίρεσης. Και όλες οι πράξεις που ανάγονται σε προαίρεση είναι εκούσιες, ενώ οι ακούσιες δεν είναι οπωσδήποτε αποτέλεσμα προαίρεσης» (1226b 41-47).

Από αυτή την άποψη, η προαίρεση, ως έλλογη επιλογή, αποτελεί το θεμέλιο της ευτυχίας. Ο άνθρωπος που θέτει τις σωστές προτεραιότητες και ταυτόχρονα έχει τη βούληση να τις ακολουθήσει παίρνοντας τις κατάλληλες αποφάσεις είναι αυτός που θα κερδίσει την ευδαιμονία. Αντίθετα, εκείνος που άγεται και φέρεται από το κοινωνικά προβαλλόμενο, χωρίς τη δυνατότητα της λογικής κρίσης και τη γνώση του εαυτού για να επιλέξει αυτό που πραγματικά του αρμόζει είναι καταδικασμένος. Οι επιλογές του δεν μπορούν παρά να κινούνται στην επιφάνεια.

Στην ουσία, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν αναζητά τα καλύτερα για τον εαυτό του, αλλά εγκλωβίζεται στο να πετύχει τα καλύτερα σύμφωνα με την κρίση των άλλων. Υπό αυτή τη συνθήκη, η ευτυχία του αφορά τους άλλους. Κι αυτή είναι η έλλειψη προσωπικότητας. Όμως, μια αδύναμη προσωπικότητα είναι αδύνατο προαιρείται ουσιωδώς. Αυτό που της απομένει είναι η μίμηση.

Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια