425 ΜΕ. λάβεσθέ μοι τῆσδ᾽, ἀμφελίξαντες χέρας,
δμῶες· λόγους γὰρ οὐ φίλους ἀκούσεται.
ἔγωγ᾽, ἵν᾽ ἁγνὸν βωμὸν ἐκλίποις θεᾶς,
προύτεινα παιδὸς θάνατον, ᾧ σ᾽ ὑπήγαγον
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τὰς ἐμὰς ἐπὶ σφαγήν.
430 καὶ τἀμφὶ σοῦ μὲν ὧδ᾽ ἔχοντ᾽ ἐπίστασο·
τὰ δ᾽ ἀμφὶ παιδὸς τοῦδε παῖς ἐμὴ κρινεῖ,
ἤν τε κτανεῖν νιν ἤν τε μὴ κτανεῖν θέλῃ.
ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ ἐς οἴκους τούσδ᾽, ἵν᾽ εἰς ἐλευθέρους
δούλη γεγῶσα μήποθ᾽ ὑβρίζειν μάθῃς.
435 ΑΝ. οἴμοι· δόλῳ μ᾽ ὑπῆλθες, ἠπατήμεθα.
ΜΕ. κήρυσσ᾽ ἅπασιν· οὐ γὰρ ἐξαρνούμεθα.
ΑΝ. ἦ ταῦτ᾽ ἐν ὑμῖν τοῖς παρ᾽ Εὐρώτᾳ σοφά;
ΜΕ. καὶ τοῖς γε Τροίᾳ, τοὺς παθόντας ἀντιδρᾶν.
ΑΝ. τὰ θεῖα δ᾽ οὐ θεῖ᾽ οὐδ᾽ ἔχειν ἡγῇ δίκην;
440 ΜΕ. ὅταν τάδ᾽ ᾖ, τότ᾽ οἴσομεν· σὲ δὲ κτενῶ.
ΑΝ. ἦ καὶ νεοσσὸν τόνδ᾽, ὑπὸ πτερῶν σπάσας;
ΜΕ. οὐ δῆτα· θυγατρὶ δ᾽, ἢν θέλῃ, δώσω κτανεῖν.
ΑΝ. οἴμοι· τί δῆτά σ᾽ οὐ καταστένω, τέκνον;
ΜΕ. οὔκουν θρασεῖά γ᾽ αὐτὸν ἐλπὶς ἀμμένει.
445 ΑΝ. ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν
Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια,
ψευδῶν ἄνακτες, μηχανορράφοι κακῶν,
ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ πᾶν πέριξ
φρονοῦντες, ἀδίκως εὐτυχεῖτ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα.
450 τί δ᾽ οὐκ ἐν ὑμῖν ἐστιν; οὐ πλεῖστοι φόνοι;
οὐκ αἰσχροκερδεῖς, οὐ λέγοντες ἄλλα μὲν
γλώσσῃ, φρονοῦντες δ᾽ ἄλλ᾽ ἐφευρίσκεσθ᾽ ἀεί;
ὄλοισθ᾽. ἐμοὶ μὲν θάνατος οὐχ οὕτω βαρὺς
ὅς σοι δέδοκται· κεῖνα γάρ μ᾽ ἀπώλεσεν,
455 ὅθ᾽ ἡ τάλαινα πόλις ἀνηλώθη Φρυγῶν
πόσις θ᾽ ὁ κλεινός, ὅς σε πολλάκις δορὶ
ναύτην ἔθηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν.
νῦν δ᾽ ἐς γυναῖκα γοργὸς ὁπλίτης φανεὶς
κτείνεις μ᾽. ἀπόκτειν᾽· ὡς ἀθώπευτόν γέ σε
460 γλώσσης ἀφήσω τῆς ἐμῆς καὶ παῖδα σήν.
ἐπεὶ σὺ μὲν πέφυκας ἐν Σπάρτῃ μέγας,
ἡμεῖς δὲ Τροίᾳ γ᾽. εἰ δ᾽ ἐγὼ πράσσω κακῶς,
μηδὲν τόδ᾽ αὔχει· καὶ σὺ γὰρ πράξειας ἄν.
***
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πάρτε την, άνθρωποί μου, δέστε της τα χέρια·
λόγια συμπόνιας δεν πρόκειται ν᾽ ακούσει.
Εγώ, κυρά μου, για ν᾽ αφήσεις τον ιερό βωμό,
άλλον τρόπο δεν είχα: να σε φοβερίσω
με του παιδιού σου τον θάνατο·
έτσι, σ᾽ έχω στα χέρια μου,
για να σε σφάξω· η τύχη σου
430 είναι αποφασισμένη· όσο για το παιδί σου,
η κόρη μου θα κρίνει αν θα θελήσει
να το σκοτώσει, να μην το σκοτώσει.
Τράβα τώρα στο σπίτι, για να μάθεις,
σκλάβα εσύ, τους ελεύθερους να βρίζεις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονο, με δολερά φερσίματα με γέλασες.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πες το σ᾽ όλο τον κόσμο, δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Εσείς, εκεί στον Ευρώτα, περνάτε
για εξυπνάδες κάτι τέτοια φερσίματα;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Μα και στην Τροία, όσοι παθαίνουν εκδικιούνται.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Κι οι θεοί, τί θαρρείς, δεν είναι θεοί
και δεν θα δώσεις λόγο;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βέβαια,
σαν έρθει η ώρα, κι αυτό θα το υπομείνω.
440 Όμως εσένα ο θάνατος σε περιμένει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Και το μικροπούλι,
που άρπαξες κάτω απ᾽ τα φτερά μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν θα το σφάξω εγώ·
όμως αν το θελήσει
η κόρη μου, θα της το δώσω, αυτή να το σκοτώσει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονό μου· πώς να μη σε κλάψω,
παιδί μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βέβαια, κι αυτό
πολλές ελπίδες δεν έχει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω Σπαρτιάτες,
οι πλέον μισητοί σ᾽ όλο τον κόσμο,
που δολερά στοχαζόσαστε, πρώτοι στο ψέμα,
μηχανορράφοι του κακού, που ο νους σας είναι
πώς θα τυλίξετε τον άλλον με τεχνάσματα,
πόσο άδικα ευτυχείτε στην Ελλάδα.
Ποιά κακία σάς λείπει; Πλήθος
450 τα φονικά που έχετε πράξει. Μήπως
δεν είστε φημισμένοι για αισχροκέρδεια; Και πάντα,
άλλα σκεφτόσαστε κι άλλα το στόμα σας λέει.
Να μου χαθείτε. Και μάθε πως για μένα
δεν είναι ο θάνατος τόσο βαρύς
όσο νομίζεις· τη ζωή μου εγώ την έχω χάσει
όταν η πόλη των Φρυγών, η δύστυχη, έπεσε,
όταν σκοτώθηκε ο δοξασμένος μου άντρας,
εκείνος που πολλές φορές με το κοντάρι του
σ᾽ ανάγκασε να καταφύγεις στα καράβια.
Και τώρα, πρόβαλες, γενναίος πολεμιστής,
για να σκοτώσεις μια γυναίκα· ωραία,
σκότωσέ με, λοιπόν, δεν θα σας καλοπιάσω
460 ούτε τη θυγατέρα σου ούτ᾽ εσένα.
Είσαι τρανός στη Σπάρτη. Ε, κι έπειτα;
Ήμαστε κάποτε κι εμείς τρανοί στην Τροία.
Κι αν εγώ, τώρα, δυστυχώ, να μην καυχιέσαι.
Μπορεί, μια μέρα, κι εσύ να δυστυχήσεις.
(Ακόλουθοι του Μενέλαου παίρνουν δεμένη την Ανδρομάχη. Κοντά της περπατά το παιδί. Πιο πίσω ο Μενέλαος.)
δμῶες· λόγους γὰρ οὐ φίλους ἀκούσεται.
ἔγωγ᾽, ἵν᾽ ἁγνὸν βωμὸν ἐκλίποις θεᾶς,
προύτεινα παιδὸς θάνατον, ᾧ σ᾽ ὑπήγαγον
ἐς χεῖρας ἐλθεῖν τὰς ἐμὰς ἐπὶ σφαγήν.
430 καὶ τἀμφὶ σοῦ μὲν ὧδ᾽ ἔχοντ᾽ ἐπίστασο·
τὰ δ᾽ ἀμφὶ παιδὸς τοῦδε παῖς ἐμὴ κρινεῖ,
ἤν τε κτανεῖν νιν ἤν τε μὴ κτανεῖν θέλῃ.
ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ ἐς οἴκους τούσδ᾽, ἵν᾽ εἰς ἐλευθέρους
δούλη γεγῶσα μήποθ᾽ ὑβρίζειν μάθῃς.
435 ΑΝ. οἴμοι· δόλῳ μ᾽ ὑπῆλθες, ἠπατήμεθα.
ΜΕ. κήρυσσ᾽ ἅπασιν· οὐ γὰρ ἐξαρνούμεθα.
ΑΝ. ἦ ταῦτ᾽ ἐν ὑμῖν τοῖς παρ᾽ Εὐρώτᾳ σοφά;
ΜΕ. καὶ τοῖς γε Τροίᾳ, τοὺς παθόντας ἀντιδρᾶν.
ΑΝ. τὰ θεῖα δ᾽ οὐ θεῖ᾽ οὐδ᾽ ἔχειν ἡγῇ δίκην;
440 ΜΕ. ὅταν τάδ᾽ ᾖ, τότ᾽ οἴσομεν· σὲ δὲ κτενῶ.
ΑΝ. ἦ καὶ νεοσσὸν τόνδ᾽, ὑπὸ πτερῶν σπάσας;
ΜΕ. οὐ δῆτα· θυγατρὶ δ᾽, ἢν θέλῃ, δώσω κτανεῖν.
ΑΝ. οἴμοι· τί δῆτά σ᾽ οὐ καταστένω, τέκνον;
ΜΕ. οὔκουν θρασεῖά γ᾽ αὐτὸν ἐλπὶς ἀμμένει.
445 ΑΝ. ὦ πᾶσιν ἀνθρώποισιν ἔχθιστοι βροτῶν
Σπάρτης ἔνοικοι, δόλια βουλευτήρια,
ψευδῶν ἄνακτες, μηχανορράφοι κακῶν,
ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές, ἀλλὰ πᾶν πέριξ
φρονοῦντες, ἀδίκως εὐτυχεῖτ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάδα.
450 τί δ᾽ οὐκ ἐν ὑμῖν ἐστιν; οὐ πλεῖστοι φόνοι;
οὐκ αἰσχροκερδεῖς, οὐ λέγοντες ἄλλα μὲν
γλώσσῃ, φρονοῦντες δ᾽ ἄλλ᾽ ἐφευρίσκεσθ᾽ ἀεί;
ὄλοισθ᾽. ἐμοὶ μὲν θάνατος οὐχ οὕτω βαρὺς
ὅς σοι δέδοκται· κεῖνα γάρ μ᾽ ἀπώλεσεν,
455 ὅθ᾽ ἡ τάλαινα πόλις ἀνηλώθη Φρυγῶν
πόσις θ᾽ ὁ κλεινός, ὅς σε πολλάκις δορὶ
ναύτην ἔθηκεν ἀντὶ χερσαίου κακόν.
νῦν δ᾽ ἐς γυναῖκα γοργὸς ὁπλίτης φανεὶς
κτείνεις μ᾽. ἀπόκτειν᾽· ὡς ἀθώπευτόν γέ σε
460 γλώσσης ἀφήσω τῆς ἐμῆς καὶ παῖδα σήν.
ἐπεὶ σὺ μὲν πέφυκας ἐν Σπάρτῃ μέγας,
ἡμεῖς δὲ Τροίᾳ γ᾽. εἰ δ᾽ ἐγὼ πράσσω κακῶς,
μηδὲν τόδ᾽ αὔχει· καὶ σὺ γὰρ πράξειας ἄν.
***
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πάρτε την, άνθρωποί μου, δέστε της τα χέρια·
λόγια συμπόνιας δεν πρόκειται ν᾽ ακούσει.
Εγώ, κυρά μου, για ν᾽ αφήσεις τον ιερό βωμό,
άλλον τρόπο δεν είχα: να σε φοβερίσω
με του παιδιού σου τον θάνατο·
έτσι, σ᾽ έχω στα χέρια μου,
για να σε σφάξω· η τύχη σου
430 είναι αποφασισμένη· όσο για το παιδί σου,
η κόρη μου θα κρίνει αν θα θελήσει
να το σκοτώσει, να μην το σκοτώσει.
Τράβα τώρα στο σπίτι, για να μάθεις,
σκλάβα εσύ, τους ελεύθερους να βρίζεις.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονο, με δολερά φερσίματα με γέλασες.
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Πες το σ᾽ όλο τον κόσμο, δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Εσείς, εκεί στον Ευρώτα, περνάτε
για εξυπνάδες κάτι τέτοια φερσίματα;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Μα και στην Τροία, όσοι παθαίνουν εκδικιούνται.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Κι οι θεοί, τί θαρρείς, δεν είναι θεοί
και δεν θα δώσεις λόγο;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βέβαια,
σαν έρθει η ώρα, κι αυτό θα το υπομείνω.
440 Όμως εσένα ο θάνατος σε περιμένει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Και το μικροπούλι,
που άρπαξες κάτω απ᾽ τα φτερά μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δεν θα το σφάξω εγώ·
όμως αν το θελήσει
η κόρη μου, θα της το δώσω, αυτή να το σκοτώσει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Αλίμονό μου· πώς να μη σε κλάψω,
παιδί μου;
ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Βέβαια, κι αυτό
πολλές ελπίδες δεν έχει.
ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ
Ω Σπαρτιάτες,
οι πλέον μισητοί σ᾽ όλο τον κόσμο,
που δολερά στοχαζόσαστε, πρώτοι στο ψέμα,
μηχανορράφοι του κακού, που ο νους σας είναι
πώς θα τυλίξετε τον άλλον με τεχνάσματα,
πόσο άδικα ευτυχείτε στην Ελλάδα.
Ποιά κακία σάς λείπει; Πλήθος
450 τα φονικά που έχετε πράξει. Μήπως
δεν είστε φημισμένοι για αισχροκέρδεια; Και πάντα,
άλλα σκεφτόσαστε κι άλλα το στόμα σας λέει.
Να μου χαθείτε. Και μάθε πως για μένα
δεν είναι ο θάνατος τόσο βαρύς
όσο νομίζεις· τη ζωή μου εγώ την έχω χάσει
όταν η πόλη των Φρυγών, η δύστυχη, έπεσε,
όταν σκοτώθηκε ο δοξασμένος μου άντρας,
εκείνος που πολλές φορές με το κοντάρι του
σ᾽ ανάγκασε να καταφύγεις στα καράβια.
Και τώρα, πρόβαλες, γενναίος πολεμιστής,
για να σκοτώσεις μια γυναίκα· ωραία,
σκότωσέ με, λοιπόν, δεν θα σας καλοπιάσω
460 ούτε τη θυγατέρα σου ούτ᾽ εσένα.
Είσαι τρανός στη Σπάρτη. Ε, κι έπειτα;
Ήμαστε κάποτε κι εμείς τρανοί στην Τροία.
Κι αν εγώ, τώρα, δυστυχώ, να μην καυχιέσαι.
Μπορεί, μια μέρα, κι εσύ να δυστυχήσεις.
(Ακόλουθοι του Μενέλαου παίρνουν δεμένη την Ανδρομάχη. Κοντά της περπατά το παιδί. Πιο πίσω ο Μενέλαος.)