ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ -ΞΕΝΟΦΩΝ
Το έργο «Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου » είναι η εξιστόρηση της σύγκρουσης μεταξύ Αθήνας-Αθηναϊκής Συμμαχίας και της Σπάρτης-Πελοποννησιακής Συμμαχίας η οποία άρχισε το 431 π.Χ. Συγγραφέας του έργου αυτού ήταν ο Αθηναίος πολιτικός Θουκυδίδης. Είναι ευρύτερα αποδεκτό ως ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά κείμενα, και με την αρτιότητα και νηφαλιότητα συγγραφής του θεωρείται ως η πρώτη επιστημονικά γραμμένη ιστορική μελέτη.
Το έργο ξεκινά με το κλασσικό προοίμιο, για να ακολουθήσει η «Αρχαιολογία». Αυτή είναι μια επιτομή της προγενέστερης ελληνικής ιστορίας, στηριγμένη πιο πολύ σε ενδείξεις, που έχει σκοπό να δείξει πόσο σημαντικότερος ήταν ο Πελοποννησιακός πόλεμος από τις προγενέστερες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένων των Μηδικών. Στη συνέχεια, ο Θουκυδίδης εκθέτει τις μεθοδολογικές του αρχές για την εξακρίβωση της αλήθειας και διαχωρίζει την πραγματική αιτία του πολέμου, δηλαδή το φόβο της Σπάρτης μπροστά στην αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας, από τις αφορμές του (Κερκυραϊκά, Ποτειδεατικά επεισόδια). Μετά την εξιστόρηση των αφορμών του πολέμου που αναφέρθηκαν παραπάνω, εξιστορείται η ταχύτατη πορεία ανόδου της ισχύος της Αθήνας στο διάστημα μεταξύ του τέλους των Μηδικών και της αρχής του Πελοποννησιακού πολέμου. Με τις τελευταίες πολιτικές ενέργειες των αντιπάλων, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, κλείνει το πρώτο βιβλίο του έργου.
Από το δεύτερο βιβλίο ξεκινά η περιγραφή του πολέμου, οργανωμένη
σε καλοκαίρια και χειμώνες, έως τη νίκη των Αθηναίων στο Κυνός Σήμα και την ανακατάληψη της Κυζίκου το 411 π.Χ. Με ένα δεύτερο προοίμιο, συμπληρώνει τα αυτοβιογραφικά του στοιχεία και εξηγεί γιατί θεωρεί όλες τις επιμέρους εχθροπραξίες ως μέρη ενός ενιαίου πολέμου. Σποραδικά, και για ειδικούς λόγους, ο Θουκυδίδης καταφεύγει σε παρεμβολές για να περιγράψει τη συνοπτική ιστορία ξένων κρατών, παλαιότερα ιστορικά γεγονότα, χαρακτηρίζει πολιτικά πρόσωπα. Σε άλλες παρεκβάσεις περιγράφονται ο φοβερός λοιμός (επιδημία) του 430 π.Χ. και οι συνέπειες των εμφυλίων πολέμων στην ανθρώπινη ηθική.
Αν και φαίνεται πως ο Θουκυδίδης εργάστηκε για το έργο του σε όλο το διάστημα από την έναρξη του πολέμου έως το 399 π.Χ., δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την αφήγησή του η οποία σταματά απότομα μετά τα γεγονότα του 411 π.Χ.
Μιας και ο πόλεμος ήταν σύγχρονος του Θουκυδίδη, η κύρια πηγή του ήταν οι πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος από αξιόπιστα πρόσωπα και οι λίγες επίσημες συνθήκες μεταξύ των πόλεων – κρατών. Για το διάστημα 424 – 404 π.Χ., οπότε ήταν εξόριστος από την Αθήνα, ήταν αναγκασμένος να πληροφορείται τα της πατρίδας του από έμμεσες πηγές. Προφανώς μπορούσε να παίρνει εύκολα πληροφορίες από γνωστούς του γιατί η απουσία του δεν φαίνεται να επηρέασε τη γνώση του για τα τεκταινόμενα στην πατρίδα του. Επίσης, η εξορία του θα του έδινε τη δυνατότητα να παίρνει πιο εύκολα στοιχεία από την Πελοποννησιακή πλευρά.
Διάδοση του έργου, συνεχιστές
Δεν είναι γνωστό ποιος ανέλαβε να εκδώσει την ημιτελή Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, μετά το θάνατο του συγγραφέα. Είναι πάντως βέβαιο ότι έγινε σύντομα και χωρίς καμία επέμβαση στο περιεχόμενο. Το έργο διαδόθηκε πολύ γρήγορα και συνάντησε μεγάλη επιτυχία, όπως δείχνει και ο αριθμός των συγγραφέων εκείνης της εποχής που αποφάσισαν να το συνεχίσουν (εκτός του Ξενοφώντα, γνωρίζουμε τους Θεόπομπο, Κράτιππο, καθώς και τον ανώνυμο συγγραφέα της Οξυρρύγχου). Έχουν διασωθεί τα Ελληνικά του Ξενοφώντα, των οποίων το πρώτο μέρος εξιστορεί τον Πελοποννησιακό πόλεμο, από το σημείο που σταμάτησε ο Θουκυδίδης.
Στους μετέπειτα αιώνες, δεν υπήρξε κανείς που να αμφισβητήσει την αξιοπιστία του έργου και η κριτική επικεντρώθηκε στη ύφος του, με άλλους να το επαινούν και να το μιμούνται, και άλλους να το επικρίνουν. Στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή εποχή, γίνεται ανάγνωσμα στα σχολεία και η χρήση του συνεχίζεται και στη βυζαντινή εποχή. Στο νεότερο Δυτικό κόσμο, ο Θουκυδίδης έγινε γνωστός στα μέσα του 15ου αι.[3] Η μεγάλη αξία του έργου συνεχίζει να εκτιμάται έως σήμερα.
ΘΟΥΚΙΔΙΔΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 431 π. Χ. – 404 π. Χ.
έτη 1ο – 9ο
Βιβλίο Α΄Οι Λακεδαιμόνιοι επί περισσότερο από 400 έτη διατηρούσαν τό ίδιο πολίτευμα και γι αυτό κατέστησαν ισχυροί. Ασκούσαν δε τήν αρχηγία επί τών συμμάχων τους, όχι καθιστώντας αυτούς φόρου υποτελείς, αλλά μεριμνώντας μόνον όπως κυβερνώνται κατά πολίτευμα ολιγαρχικόν, πρός τό συμφέρον τής Σπάρτης. Αντίθετα οι Αθηναίοι υποχρέωσαν μέ τόν καιρό τίς συμμαχικές τους πόλεις, πλήν τής Χίου καί Λέσβου, νά τούς παραδώσουν τά πολεμικά τους πλοία καί επέβαλαν καί φόρους. Έτσι έγιναν ισχυρότατοι.
Οι Επιδάμνιοι, άποικοι τών Κερκυραίων, ζήτησαν τήν συνδρομή τών τελευταίων γιά ν” ανταπεξέλθουν στίς συγκρούσεις μέ τούς γείτονες βαρβάρους καί τούς εξορισθέντες απ” τούς ολιγαρχικούς. Επειδή οι Κερκυραίοι αδιαφόρησαν, εστράφησαν στούς Κορινθίους, οι οποίοι άλλωστε ήσαν καί οι αρχικοί έποικοι καί τής Κερκύρας, κατόπιν μάλιστα χρησμού τών Δελφών. Οι Κορίνθιοι έσπευσαν σέ βοήθεια αλλά ηττήθηκαν απ” τούς Κερκυραίους καί κατά ξηρά καί κατά θάλασσα. Αφού πέρασαν δύο χρόνια συγκέντρωσαν πάλι στρατό από πολλές πόλεις, κυρίως τής Πελοποννήσου, καί ετοιμαζόταν γιά νέα εκστρατεία. Οι Κερκυραίοι φοβήθηκαν, επειδή δέν ανήκαν σέ καμμία συμμαχία κι έστειλαν πρέσβεις στήν Αθήνα ζητώντας βοήθεια. Αλλά καί οι Κορίνθιοι έστειλαν πρέσβεις στήν Αθήνα προσπαθώντας ν” αποτρέψουν τούς Αθηναίους από κάτι τέτοιο. Στήν πρώτη εκκλησία οι Αθηναίοι έκλιναν πρός τό μέρος τών Κορινθίων.
Τήν επομένη όμως αποφάσισαν τήν σύναψη αμυντικής συμφωνίας μέ τούς Κερκυραίους καί έστειλαν μάλιστα 10 πλοία πρός βοήθειά τους. Κατόπιν τούτων οι Κορίνθιοι έστειλαν 150 πλοία κατά τών Κερκυραίων, οι οποίοι αντέταξαν 110 μαζί μέ τά Αθηναϊκά. Στήν πρώτη ναυμαχία νίκησαν οι Κορίνθιοι, αλλά όχι αποφασιστικά. Άλλωστε τά 10 Αθηναϊκά δέν συμμετείχαν ενεργά. Οι Αθηναίοι εν τώ μεταξύ έστειλαν άλλα 20 πλοία. Η ναυμαχία όμως δέν επαναλήφθηκε καί οι Κορίνθιοι επέστρεψαν στήν Κόρινθο, αφού άφησαν μερικούς αποίκους στό Ανακτόριον, στήν είσοδο τού Αμβρακικού, έχοντες μαζί τους 1000 αιχμαλώτους. Τρόπαιον νίκης έστησαν καί οι δύο πλευρές, διεκδικώντας τήν τελική νίκη. Έτσι οι Κορίνθιοι θεωρούσαν υπαιτίους τούς Αθηναίους γιά τήν καταπάτηση τής 30ετούς ειρήνης, αφού πολέμησαν εναντίον τους όταν αυτοί επεχείρησαν νά τιμωρήσουν τούς Κερκυραίους.
Μετά ακολούθησαν τά γεγονότα τής Ποτείδαιας, η οποία ήτο μέν αποικία τών Κορινθίων, αλλά συμμετείχε τής Αθηναϊκής Συμμαχίας ως φόρου υποτελής στήν Αθήνα. Έτσι οι μέν Κορίνθιοι εργάζονταν γιά τήν αποστασία τής Ποτείδαιας, οι δέ Αθηναίοι ήθελαν νά προλάβουν κάτι τέτοιο καί προέβησαν μάλιστα καί σέ πράξεις βίαιες κατά τής Ποτείδαιας. Έτσι άρχισε καί η πολιορκία αυτής πού ήδη αποστάτησε. Τούς Ποτειδαιάτες βοηθούσαν καί Κορίνθιοι πού είχαν ήδη σταλεί εκεί, αλλά κι ο βασιλιάς τής Μακεδονίας Περδίκκας, γιός τού Αλεξάνδρου, ο οποίος βρισκόταν καί σέ αγώνα κατά τού αδελφού του Φιλίππου, πού διεκδικούσε τόν θρόνο καί υποστηριζόταν απ” τούς Αθηναίους. Οι Λακεδαιμόνιοι δέ είχαν υποσχεθεί ότι, άν κινδύνευε η Ποτείδαια, θά εισέβαλαν στήν Αττική. Διαρκούσης λοιπόν τής πολιορκίας οι Κορίνθιοι έστειλαν πρέσβεις στήν Σπάρτη καί ζητούσαν τήν εμπλοκή της. Πρέσβεις όμως έστειλαν καί οι Αθηναίοι καί ζητούσαν τήν μή ανάμειξη τής Σπάρτης. Στήν αρχή η Σπάρτη έκλινε πρός τό μέρος τών Κορινθίων. Ο βασιλιάς Αρχίδαμος τάχτηκε καί αυτός υπέρ τής απόψεως ότι η Αθήνα είχε παραβιάσει τήν 30ετή ειρήνη, δέν ήθελε όμως τήν άμεση έναρξη πολεμικών επιχειρήσεων συνετά σκεπτόμενος. Συνέστησε τήν αποστολή πρέσβεων στήν Αθήνα γιά νά ζητήσουν εξηγήσεις καί ταυτόχρονα ν” αρχίσουν πολεμικές προετοιμασίες γιά νά κερδίσουν καί χρόνο. Στήν ψηφοφορία πού ακολούθησε οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν ότι πράγματι η Αθήνα είχε παραβιάσει τήν ειρήνη.
Μετά πάντως από 6 χρόνια κατάφεραν οι Πέρσες μέ τόν Μεγάβυζο νά καταπνίξουν τήν επανάσταση καί νά καταστρέψουν τόν στόλο τών Ελλήνων. Προηγουμένως είχαν αποτύχει οι προσπάθειες διά τού Μεγαβάζου νά πείσουν τούς Λακεδαιμόνιους μέ χρήματα νά εισβάλουν στήν Αττική. Ολίγον χρόνο αργότερα 1000 Αθηναίοι υπό τόν Περικλή τού Ξανθίππου, κατέπλευσαν κατά μήκος τής Σικυώνος καί αφού νίκησαν μετά από απόβαση πού πραγματοποίησαν παρέλαβαν μερικούς Αχαιούς καί κατέπλευσαν κατά τών Οινιάδων καί μετά από αποτυχημένη πολιορκία τήν εγκατέλειψαν. Μετά τρία χρόνια συνωμολογήθηκε συνθήκη πενταετούς ειρήνης μεταξύ Πελοποννησίων καί Αθηναίων. Έτσι οι Αθηναίοι μέ τόν Κίμωνα εξεστράτευσαν κατά τής Κύπρου, όπου καί ο θάνατος τού Κίμωνος, οπότε επέστρεψαν εις τά ίδια παρά τήν νίκην πού κατήγαγαν νεκρού όντος τού Κίμωνος κατά τών Φοινίκων, Κιλίκων καί Κυπρίων. Τήν περίοδο εκείνη ενέσκηψε κι ο λοιμός στήν Αθήνα. Μετά ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι ενεπλάκησαν στόν Ιερό Πόλεμο καί καταλαβόντες τό ιερό τών Δελφών τό παρέδωσαν στούς κατοίκους αυτών. Αλλά αφού αποχώρησαν, οι Αθηναίοι τό επανακατέλαβαν καί τό παρέδωσαν στούς Φωκείς. Μετά από λίγο καιρό οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν μέ τό Τολμίδη κατά τού Ορχομενού καί τής Χαιρωνείας. Παρά τίς αρχικές τους επιτυχίες αναγκάστηκαν νά αποσυρθούν καί οι Βοιωτοί ανέκτησαν τήν ανεξαρτησία τους. Ολίγο μετά μέ τόν Περικλή εξεστράτευσαν κατά τής Ευβοίας πού επαναστάτησε, αλλά αναγκάστηκε νά γυρίσει γιατί καί τά Μέγαρα επανεστάτησαν. Εν τώ μεταξύ καί οι Λακεδαιμόνιοι μέ τόν Πλειστοάνακτα εισέβαλαν στήν Αττική, έφτασαν μέχρι τήν Ελευσίνα καί αφού ερήμωσαν τήν περιοχή γύρισαν πίσω. Τότε καί ο Περικλής εξεστράτευσε πάλι κατά τής Ευβοίας, τήν οποία υπέταξε ολοσχερώς. Μετά τήν επιστροφή τους απ” τήν Εύβοια συνωμολόγησαν τήν Τριακονταετή Ειρήνη μέ τούς Λακεδαιμονίους. Κατά τό έκτο έτος αυτής έγινε εκστρατεία κατά τής Σάμου, η οποία είχε αποστατήσει. Αφού νίκησαν πρόσκαιρα οι Σάμιοι, υποτάχτηκαν τελικά στούς Αθηναίους μετά 9μηνη πολιορκία.
Επίσης υποτάχτηκαν καί οι Βυζάντιοι. Μετά παρέλευση ολίγων ετών συνέβησαν τά Κερκυραϊκά καί τά Ποτειδαιατικά πού προαναφέρθηκαν. Η δύναμη τών Αθηνών είχε ανέβη πολύ καί άρχισαν νά βάζουν χέρι καί στούς Συμμάχους τών Λακεδαιμονίων. Καί ενώ οι τελευταίοι στήν αρχή αδιαφορούσαν, στό τέλος θεώρησαν υπευθύνους τούς Αθηναίους γιά τήν παράβαση τής 30ετούς Ειρήνης καί ρώτησαν τό Μαντείο τών Δελφών, άν πρέπει νά αναλάβουν τόν πόλεμο. Η απάντηση ήταν ότι άν διεξάγουν τόν πόλεμο μέ όλες τους τίς δυνάμεις θά νικήσουν καί ο ίδιος (ο θεός) θά τούς βοηθήσει είτε τόν επικαλεσθούν είτε όχι. Έτσι συγκάλεσαν πάλι τούς συμμάχους τους γιά ν” αποφασίσουν, κι αυτοί πράγματι κατηγορούσαν τούς Αθηναίους, ιδιαίτερα οι Κορίνθιοι πού ανησυχούσαν γιά τήν Ποτείδαια είπαν μεταξύ άλλων:
ψηφίσασθε τόν πόλεμον μή φοβηθέντες τό αυτίκα δεινόν, τής δ” απ” αυτού διά πλείονος ειρήνης επιθυμήσαντες. Εκ πολέμου μέν γάρ ειρήνη μάλλον βεβαιούται, αφ” ησυχίας δέ μή πολεμήσαι ούχ ομοίως ακίνδυνον.
ψηφίσασθε τόν πόλεμον μή φοβηθέντες τό αυτίκα δεινόν, τής δ” απ” αυτού διά πλείονος ειρήνης επιθυμήσαντες. Εκ πολέμου μέν γάρ ειρήνη μάλλον βεβαιούται, αφ” ησυχίας δέ μή πολεμήσαι ούχ ομοίως ακίνδυνον.
Έτσι αποφάσισαν τόν πόλεμο χωρίς νά τόν ξεκινήσουν όμως άμεσα λόγω τού απαράσκευου. Άρχισαν μάλιστα διάφορες αιτιάσεις, ώστε, άν αρνιόταν νά τίς ικανοποιήσουν οι Αθηναίοι, νά είχαν καλύτερες προφάσεις γιά πόλεμο. Η πρώτη αιτίαση ήταν ο εξαγνισμός τού ανουσιουργήματος κατά τής θεάς Αθηνάς (Κυλώνειον άγος, θανάτωση ικέτιδων τής θεάς) ελπίζοντας ν” αποδυναμώσουν καί τόν Περικλή, ο οποίος εμπλεκόταν στό άγος λόγω τής καταγωγής τής γυναίκας του. Ο Περικλής εξωθούσε τούς Αθηναίους στόν πόλεμο. Αλλά καί οι Αθηναίοι ζήτησαν απ” τούς Σπαρτιάτες νά εξαγνίσουν τό άγος τού Ταινάρου (φόνος Ειλώτων πού προσέφυγαν ικέτες στό ναό τού Ποσειδώνος στό Ταίναρο) καί τό άγος τής χαλκιοίκου Αθηνάς (περίπτωση Παυσανία). Οι Λακεδαιμόνιοι κατηγόρησαν μέ πρέσβεις στήν Αθήνα τόν Θεμιστοκλή ως υπεύθυνο τού «μηδισμού» τού Παυσανία καί ζήτησαν νά επιβληθεί καί σ” αυτόν η ποινή τού θανάτου. Οι Αθηναίοι συμφώνησαν καί από κοινού μέ τούς Λακεδαιμονίους άρχισαν τόν διωγμό τού Θεμιστοκλή. Ο τελευταίος αναζήτησε τελικά άσυλο στήν Κέρκυρα, αλλά δέν τού δώσανε. Μετά κατέφυγε στόν Άδμητο, βασιλιά τών Μολοσσών, πού τού έδωσε άσυλο μετά τήν παρέμβαση τής γυναίκας του. Τελικά όμως ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε νά καταφύγει στήν Ιωνία, στόν γιό τού τού Ξέρξη, Αρταξέρξη. Αφού τού υποσχέθηκε ότι θά τόν ωφελήσει άν τόν δεχτεί, τού ζήτησε ένα χρόνο προθεσμία γιά νά μάθει Περσικά καί νά τού εξηγήσει ο ίδιος πώς θά τόν ωφελούσε. Ο Αρταξέρξης τόν έκανε σατράπη τής Μαγνησίας, αλλά τελικά ο Θεμιστοκλής πέθανε χωρίς ποτέ νά τόν ωφελήσει. Μερικοί λένε ότι αυτοκτόνησε ακριβώς επειδή δέν ήθελε νά βοηθήσει τούς Πέρσες κατά τής πατρίδος του. Τά οστά του μεταφέρθηκαν κρυφά στήν Αθήνα όπου καί ετάφησαν. Οι Λακεδαιμόνιοι εν συνεχεία ζητούσαν τήν λύση τής πολιορκίας τής Ποτείδαιας καί τήν απελευθέρωση τών Αιγινητών, κυρίως όμως ζητούσαν τήν ανάκληση τού περί Μεγαρέων Ψηφίσματος, διά τού οποίου απαγορευόταν σ’αυτούς ( τούς Μεγαρείς) η χρήση τής Αττικής αγοράς καί τών λιμένων τής Αθηναϊκής ηγεμονίας. Αλλά οι Αθηναίοι δέν δεχόταν καί κατηγορούσαν τούς Μεγαρείς ότι επεξέτειναν τίς καλλιέργειές τους καταχρηστικώς επί τής ιεράς γής καί ότι εδέχοντο τούς δραπετεύοντας δούλους τους. Τελικά ήρθε η τελευταία πρεσβεία από τήν Σπάρτη καί ζητούσε απ” τούς Αθηναίους ν” αποδώσουν τήν ανεξαρτησία στούς Έλληνες, προκειμένου νά διατηρηθεί η ειρήνη. Οι Αθηναίοι άκουσαν τήν εισήγηση τού Περικλή καί απάντησαν ότι θά ανακαλέσουν τό ψήφισμα άν καί οι Λακεδαιμόνιοι παύσουν τίς ξενηλασίες κατά τών Αθηναίων καί τών συμμάχων τους. Είπαν μάλιστα ότι δεχόταν διαιτησία καί ότι δέν θά έκαναν αυτοί αρχή στόν πόλεμο πού επέκειτο. Μετά ταύτα οι πρέσβεις γύρισαν στήν Σπάρτη καί έκτοτε δέν υπήρξε άλλη πρεσβεία.
Βιβλίο Β΄
1ο έτος
Από τό σημείο αυτό αρχίζει καί η εξιστόρηση τού πολέμου. Η τριακονταετής ειρήνη διήρκησε 14 έτη μετά τήν υποταγή τής Ευβοίας. Κατά τήν άνοιξη τού 15ου έτους οι Θηβαίοι εισήλθαν στήν Πλάταια, σύμμαχο τών Αθηναίων, καί προσπάθησαν νά καταλάβουν τήν πόλη μέ προδοσία. Απέτυχαν όμως καί οι Πλαταιείς σκότωσαν ακόμα καί τούς αιχμαλώτους. Μετά ταύτα έστειλαν καί πρέσβεις στήν Αθήνα καί η τελευταία έστειλε φρουρά καί τρόφιμα στήν Πλάταια. Αυτό ήταν τό τέλος τής 30ούς ειρήνης. Καί οι δύο πλευρές άρχισαν τίς προετοιμασίες καί τίς προσπάθειες νά προσεταιριστούν τόν Πέρση βασιλιά. Οι περισσότερες πόλεις πάντως ήταν μάλλον μέ τό μέρος τών Λακεδαιμονίων, οι οποίοι άλλωστε διεκήρυττον ότι θά απελευθερώσουν όλες τίς πόλεις απ” τήν Αθηναϊκή κυριαρχία καί ετοίμαζαν πρός τούτο στόλο εκ 500 πλοίων. Σύμμαχοι τών Λακεδαιμονίων ήταν όλοι οι εντός τού Ισθμού πλήν τών Αργείων καί τών Αχαιών (αργότερα καί οι Αχαιοί), οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι καί οι Ανακτόριοι. Σύμμαχοι τών Αθηναίων ήταν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι κατοικούντες τήν Ναύπακτο Μεσσήνιοι, οι περισσότεροι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κάριοι, οι γείτονες τών Καρίων Δωριείς, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, τά παράλια τής Θράκης, καί οι ανατολικώς τής Πελοποννήσου νήσοι πλήν τής Μήλου καί τής Θήρας. Αρχηγός τών Λακεδαιμονίων ήταν ο βασιλιάς Αρχίδαμος, ενώ τών Αθηναίων ο Περικλής.
80 μέρες μετά τά γεγονότα τών Πλαταιών ο Αρχίδαμος εξεστράτευσε κατά τής Αττικής καί εστρατοπέδευσε στίς Αχαρνές, αφού προηγουμένως κωλυσιεργούσε καί δέν κατάφερε τελικά νά κυριεύσει τήν Οινόη, όπου οι Αθηναίοι διατηρούσαν φρουρά. Οι Αχαρνές ήταν απ” τούς μεγαλύτερους δήμους τών Αθηνών καί διέθετε 3.000 οπλίτες. Ο Αρχίδαμος απ” τήν αρχή δέν ήταν παθιασμένος υπέρ τού πολέμου, ήταν άλλωστε μάλλον φίλος τών Αθηναίων καί ήθελε νά εξαντλήσει όλα τά περιθώρια ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή οι Αθηναίοι θά υποχωρήσουν. Απ” τήν άλλη πλευρά ο Περικλής παρά τίς πιέσεις καί τίς έριδες τών Αθηναίων δέν έβγαινε πρός συνάντηση τών Λακεδαιμονίων, αλλ” απέστειλε στόλο 100 πλοίων νά περιπλεύσουν τήν Πελοπόννησο λεηλατώντας τίς ακτές υφιστάμενος τήν δενδροτόμηση τής Αττικής, στήν οποία προέβαιναν οι Σπαρτιάτες όσο είχαν καί αυτοί προμήθειες. Όταν εξαντλήθηκαν αυτές επέστρεψαν στήν Πελοπόννησο, τό στράτευμα διελύθη καί ο καθείς γύρισε στήν πόλη του.
Οι Αθηναίοι εγκαθιστούσαν φρουρές όπου νόμιζαν ότι πρέπει, εξόπλισαν δέ 100 τριήρεις γιά αποκλειστική χρήση σέ περίπτωση άμεσου κινδύνου. Επίσης ψήφισαν νόμο σύμφωνα μέ τόν οποίο, όποιος εισηγηθεί τήν χρήση τών 1.000 ταλάντων πού πήραν απ” τήν Ακρόπολη, γιά άλλη χρήση πέραν εκείνης πού θά επιβαλλόταν μέ τήν εισβολή ξένων πλοίων στόν Πειραιά, νά θανατώνεται. Εν τώ μεταξύ τά 100 πλοία πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο συνεπικουρούμενα από άλλα 50 Κερκυραϊκά, επραγματοποίουν ερημώσεις στά παράλια.
Βιβλίο Β΄
1ο έτος
Από τό σημείο αυτό αρχίζει καί η εξιστόρηση τού πολέμου. Η τριακονταετής ειρήνη διήρκησε 14 έτη μετά τήν υποταγή τής Ευβοίας. Κατά τήν άνοιξη τού 15ου έτους οι Θηβαίοι εισήλθαν στήν Πλάταια, σύμμαχο τών Αθηναίων, καί προσπάθησαν νά καταλάβουν τήν πόλη μέ προδοσία. Απέτυχαν όμως καί οι Πλαταιείς σκότωσαν ακόμα καί τούς αιχμαλώτους. Μετά ταύτα έστειλαν καί πρέσβεις στήν Αθήνα καί η τελευταία έστειλε φρουρά καί τρόφιμα στήν Πλάταια. Αυτό ήταν τό τέλος τής 30ούς ειρήνης. Καί οι δύο πλευρές άρχισαν τίς προετοιμασίες καί τίς προσπάθειες νά προσεταιριστούν τόν Πέρση βασιλιά. Οι περισσότερες πόλεις πάντως ήταν μάλλον μέ τό μέρος τών Λακεδαιμονίων, οι οποίοι άλλωστε διεκήρυττον ότι θά απελευθερώσουν όλες τίς πόλεις απ” τήν Αθηναϊκή κυριαρχία καί ετοίμαζαν πρός τούτο στόλο εκ 500 πλοίων. Σύμμαχοι τών Λακεδαιμονίων ήταν όλοι οι εντός τού Ισθμού πλήν τών Αργείων καί τών Αχαιών (αργότερα καί οι Αχαιοί), οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι καί οι Ανακτόριοι. Σύμμαχοι τών Αθηναίων ήταν οι Χίοι, οι Λέσβιοι, οι Πλαταιείς, οι κατοικούντες τήν Ναύπακτο Μεσσήνιοι, οι περισσότεροι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κάριοι, οι γείτονες τών Καρίων Δωριείς, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, τά παράλια τής Θράκης, καί οι ανατολικώς τής Πελοποννήσου νήσοι πλήν τής Μήλου καί τής Θήρας. Αρχηγός τών Λακεδαιμονίων ήταν ο βασιλιάς Αρχίδαμος, ενώ τών Αθηναίων ο Περικλής.
80 μέρες μετά τά γεγονότα τών Πλαταιών ο Αρχίδαμος εξεστράτευσε κατά τής Αττικής καί εστρατοπέδευσε στίς Αχαρνές, αφού προηγουμένως κωλυσιεργούσε καί δέν κατάφερε τελικά νά κυριεύσει τήν Οινόη, όπου οι Αθηναίοι διατηρούσαν φρουρά. Οι Αχαρνές ήταν απ” τούς μεγαλύτερους δήμους τών Αθηνών καί διέθετε 3.000 οπλίτες. Ο Αρχίδαμος απ” τήν αρχή δέν ήταν παθιασμένος υπέρ τού πολέμου, ήταν άλλωστε μάλλον φίλος τών Αθηναίων καί ήθελε νά εξαντλήσει όλα τά περιθώρια ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή οι Αθηναίοι θά υποχωρήσουν. Απ” τήν άλλη πλευρά ο Περικλής παρά τίς πιέσεις καί τίς έριδες τών Αθηναίων δέν έβγαινε πρός συνάντηση τών Λακεδαιμονίων, αλλ” απέστειλε στόλο 100 πλοίων νά περιπλεύσουν τήν Πελοπόννησο λεηλατώντας τίς ακτές υφιστάμενος τήν δενδροτόμηση τής Αττικής, στήν οποία προέβαιναν οι Σπαρτιάτες όσο είχαν καί αυτοί προμήθειες. Όταν εξαντλήθηκαν αυτές επέστρεψαν στήν Πελοπόννησο, τό στράτευμα διελύθη καί ο καθείς γύρισε στήν πόλη του.
Οι Αθηναίοι εγκαθιστούσαν φρουρές όπου νόμιζαν ότι πρέπει, εξόπλισαν δέ 100 τριήρεις γιά αποκλειστική χρήση σέ περίπτωση άμεσου κινδύνου. Επίσης ψήφισαν νόμο σύμφωνα μέ τόν οποίο, όποιος εισηγηθεί τήν χρήση τών 1.000 ταλάντων πού πήραν απ” τήν Ακρόπολη, γιά άλλη χρήση πέραν εκείνης πού θά επιβαλλόταν μέ τήν εισβολή ξένων πλοίων στόν Πειραιά, νά θανατώνεται. Εν τώ μεταξύ τά 100 πλοία πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο συνεπικουρούμενα από άλλα 50 Κερκυραϊκά, επραγματοποίουν ερημώσεις στά παράλια.
Επεχείρησαν μάλιστα νά καταλάβουν τήν Μεθώνη, δέν τά κατάφεραν όμως εξ αιτίας τού Σπαρτιάτη Βρασίδα, πού ήταν στήν περιοχή μέ 100 άνδρες, καί έσπευσε σέ βοήθεια τής πόλης. Ο Βρασίδας τιμήθηκε γι αυτό αργότερα απ” τήν Σπάρτη. Επίσης άλλα 30 Αθηναϊκά πλοία επεχείρουν αποβάσεις στήν Λοκρίδα καί προστάτευαν τήν Εύβοια. Τό ίδιο θέρος εξεδίωξαν καί τούς Αιγινήτες είτε επειδή θεωρούσαν ότι αυτοί υποδαύλιζαν τόν πόλεμο κατά τών Αθηναίων, είτε επειδή προτιμούσαν νά κατοικείται η Αίγινα από Αθηναίους λόγω τής στρατηγικής της θέσης βρισκόμενη πολύ κοντά στήν Πελοπόννησο. Στούς Αιγινήτες οι Σπαρτιάτες παρεχώρησαν γή μεταξύ Λακωνικής καί Αργολίδος, επειδή κι αυτοί τούς είχαν βοηθήσει τήν εποχή τού σεισμού. Τόν ίδιο καιρό παρατηρήθηκε έκλειψη ηλίου, ενώ οι Αθηναίοι συνήψαν συμμαχία μέ τόν Σιτάλκη, βασιλιά τών Θρακών αλλά και τού Περδίκκα τών Μακεδόνων. Εν τώ μεταξύ ο Αθηναϊκός στόλος κατέλαβε τό Σόλιον, πολίχνη τών Κορινθίων, καί τήν παρέδωσαν στούς Ακαρνάνες Παλαιρείς. Επίσης κατέλαβαν τόν Αστακό καί αφού εξεδίωξαν τόν τύραννο Εύαρχο, προσήρτησαν τήν πόλη στήν συμμαχία τους. Τό φθινόπωρο εισέβαλαν στήν Μεγαρίδα μέ όλες τους τίς δυνάμεις (10.000 οπλίτες) υπό τόν Περικλή καί ερήμωσαν τήν περιοχή. Τόν χειμώνα όμως τού ιδίου έτους ο Ακαρνάν Εύαρχος μέ τήν βοήθεια τών Κορινθίων αποκαταστάθηκε στόν Αστακό. Τόν ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι σύμφωνα μέ πατροπαράδοτο έθιμο ετέλεσαν δημοσία δαπάνη τήν κηδεία τών πρώτων νεκρών στό Δημόσιο Σήμα καί ο Περικλής εκφώνησε τόν περίφημο επιτάφιό του .
Έτσι έκλεισε ο 1ος χρόνος τού πολέμου.
2ο έτος
Τό επόμενο θέρος πάλι οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Αρχίδαμο εισέβαλαν καί δήωναν τήν Αττική. Τότε δέ ενέσκηψε καί ο θανατηφόρος λοιμός, πού έπληξε κυρίως τήν Αθήνα, προερχόμενος απ” τήν Αιθιοπία. Από τήν νόσο προσεβλήθη καί ο Θουκυδίδης καί τήν περιγράφει μέ τά μελανότερα χρώματα. Η νόσος ήτο τόσο φθοροποιός σέ ανθρώπους καί ζώα, πού πολλοί θυμήθηκαν τόν χρησμό πού δόθηκε στούς Λακεδαιμονίους όταν ρώτησαν τόν θεό γιά τόν πόλεμο, κι αυτός τούς απάντησε ότι θά βοηθήσει κι ο ίδιος άν πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις. Έτσι εκείνο τό θέρος οι Αθηναίοι εμαστίζοντο τόσο από τόν λοιμό όσο κι απ” τίς δηώσεις τών Λακεδαιμονίων πού έμειναν στή Αττική επί 40 μέρες καί εδενδροτόμουν μέχρι καί τό Λαύριο. Αντίστοιχα οι Αθηναίοι έστειλαν τόν στόλο τους καί ερήμωνε περιοχές τής Πελοποννήσου. Αλλά καί κατά τής Ποτείδαιας έστειλαν δυνάμεις (4.000) υπό τόν Άγνωνα, χωρίς νά καταφέρουν όμως νά κυριεύσουν τήν πόλη, τής οποίας η πολιορκία συνεχιζόταν. Έτσι γύρισαν πίσω μετά από παραμονή 40 ημερών κι αφού πέθαναν 1.050 οπλίτες απ” τόν λοιμό. Έτσι οι Αθηναίοι τά έβαζαν πάλι μέ τόν Περικλή, πού τόν θεωρούσαν υπεύθυνο τής καταστροφής καί τού πολέμου κι αυτός αναγκάστηκε νά συγκαλέσει τήν συνέλευσι τού λαού γιά νά τούς εμψυχώσει.
Έτσι έκλεισε ο 1ος χρόνος τού πολέμου.
2ο έτος
Τό επόμενο θέρος πάλι οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Αρχίδαμο εισέβαλαν καί δήωναν τήν Αττική. Τότε δέ ενέσκηψε καί ο θανατηφόρος λοιμός, πού έπληξε κυρίως τήν Αθήνα, προερχόμενος απ” τήν Αιθιοπία. Από τήν νόσο προσεβλήθη καί ο Θουκυδίδης καί τήν περιγράφει μέ τά μελανότερα χρώματα. Η νόσος ήτο τόσο φθοροποιός σέ ανθρώπους καί ζώα, πού πολλοί θυμήθηκαν τόν χρησμό πού δόθηκε στούς Λακεδαιμονίους όταν ρώτησαν τόν θεό γιά τόν πόλεμο, κι αυτός τούς απάντησε ότι θά βοηθήσει κι ο ίδιος άν πολεμήσουν μέ όλες τους τίς δυνάμεις. Έτσι εκείνο τό θέρος οι Αθηναίοι εμαστίζοντο τόσο από τόν λοιμό όσο κι απ” τίς δηώσεις τών Λακεδαιμονίων πού έμειναν στή Αττική επί 40 μέρες καί εδενδροτόμουν μέχρι καί τό Λαύριο. Αντίστοιχα οι Αθηναίοι έστειλαν τόν στόλο τους καί ερήμωνε περιοχές τής Πελοποννήσου. Αλλά καί κατά τής Ποτείδαιας έστειλαν δυνάμεις (4.000) υπό τόν Άγνωνα, χωρίς νά καταφέρουν όμως νά κυριεύσουν τήν πόλη, τής οποίας η πολιορκία συνεχιζόταν. Έτσι γύρισαν πίσω μετά από παραμονή 40 ημερών κι αφού πέθαναν 1.050 οπλίτες απ” τόν λοιμό. Έτσι οι Αθηναίοι τά έβαζαν πάλι μέ τόν Περικλή, πού τόν θεωρούσαν υπεύθυνο τής καταστροφής καί τού πολέμου κι αυτός αναγκάστηκε νά συγκαλέσει τήν συνέλευσι τού λαού γιά νά τούς εμψυχώσει.
» … εγώ γάρ ηγούμαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ορθουμένην ωφελείν τούς ιδιώτας ή καθ” έκαστον τών πολιτών ευπραγούσαν, αθρόαν δέ σφαλλομένην. … δουλοί γάρ φρόνημα τό αιφνίδιον καί απροσδόκητον καί τώ πλείστω παραλόγω ξυμβαίνον. … αίσχιον δέ έχοντας αφαιρεθήναι ή κτωμένους ατυχήσαι … οίτινες πρός τάς ξυμφοράς γνώμη μέν ήκιστα λυπούνται, έργω δέ μάλιστα αντέχουσιν, ούτοι καί πόλεων καί ιδιωτών κράτιστοι εισίν.»
Καί πράγματι κατάφερε ο Περικλής νά ανυψώσει τό ηθικό τών Αθηναίων πληρώνοντας κι αυτός ένα πρόστιμο. Δυστυχώς όμως επέζησε μόνο 2 έτη καί 6 μήνες απ” τήν έναρξη τού πολέμου. Έτσι οι Αθηναίοι στερήθηκαν έναν ικανότατο άνδρα πού μέ τήν ρητορικήν του δεινότητα αλλά καί τήν συνετή του πολιτική κατάφερνε νά πείθει πάντα τά πλήθη, πότε τήν αλαζονεία τους μετριάζοντας καί πότε τό ηθικό τους ανυψώνοντας. Μετά από αυτόν αναδείχτηκαν άνδρες, πού ενώ ήσαν ίσοι μεταξύ τους προσπαθούσαν νά ξεπεράσουν ο ένας τόν άλλο μέ πράξεις, πού άν πετύχαιναν θά ωφελούσαν λίγους, ενώ άν αποτύγχαναν θά έβλαπταν τή πόλη. Δέν ακολούθησαν τήν στρατηγική τού Περικλή σύμφωνα μέ τήν οποία θά νικούσαν μόνον άν σιγά – σιγά έφθειραν τόν αντίπαλο καί δέν διακινδύνευαν τήν πόλη.
Κατά τήν διάρκεια τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατέπλευσαν μέ 100 πλοία κατά τής Ζακύνθου, η οποία άν καί αποικία τών Αχαιών ήταν σύμμαχος τών Αθηναίων. Ερήμωσαν μεγάλο μέρος τού νησιού αλλά δέν κατάφεραν νά τούς αναγκάσουν σέ συνθηκολόγηση καί απέπλευσαν. Κατά τό τέλος τού ιδίου θέρους πρέσβεις πού εστάλησαν διά ξηράς πρός τόν Πέρση βασιλιά γιά νά ζητήσουν βοήθεια αλλά συνελήφθησαν απ” τόν γιό τού Σιτάλκη, παραδόθηκαν στούς Αθηναίους καί αυτοί τούς εφόνευσαν χωρίς δίκη. Τόν ίδιο καιρό 30 πλοία υπό τόν Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα προσέτρεξαν σέ βοήθεια εξορισθέντων Αμπρακιωτών, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη τους καί από κοινού μέ τούς Ακαρνάνες, υπό τήν προστασία τών οποίων είχαν τεθεί οι εξόριστοι, εξεδίωξαν τούς Αμπρακιώτες κι από τότε οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι τών Αθηναίων. Η σπουδαιότερη πόλη τού κράτους τών Αμφιλοχιτών ήταν τό Άργος (τό Αμφιλοχικόν) τό οποίον εκτίσθη απ” τόν Αμφίλοχο τόν γιό τού Αμφιαράου, βασιλιά τού Άργους. Στήν αρχή μάλιστα οι Αμπρακιώτες ζούσαν μαζί μέ τούς Αργείους. Αργότερα όμως εξανδραπόδισαν τούς τελευταίους κι έκτοτε χρονολογείται τό μίσος Αμπρακιωτών – Αργείων. Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα οι Αθηναίοι μέ τόν Φορμίωνα σταθμεύουν στή Ναύπακτο καί αποκλείουν τόν Κορινθιακό κόλπο, ενώ οι Ποτειδαιάτες παραδίδουν τήν πόλη τους υπό όρους στούς Αθηναίους στρατηγούς. Μερικοί Ποτειδαιάτες αναγκάστηκαν νά φάνε ανθρώπινο κρέας διαρκούσης τής πολιορκίας. Αλλά καί οι Αθηναίοι πολύ εταλαιπωρούντο καί καταξοδευόταν. Έτσι πέρασε καί τό 2ο έτος τού πολέμου.
3ο έτος
Κατά τό θέρος τού επομένου έτους οι Πελοποννήσιοι υπό τόν βασιλιά Αρχίδαμο εξεστράτευσαν κατά τών Πλαταιών καί παρά τίς προσπάθειες διά πρέσβεων νά αποτραπεί η σύγκρουσίς τους ενθυμούμενοι όρκους καί υποσχέσεις πού δόθηκαν επί Παυσανία μετά τήν περίφημη μάχη τών Πλαταιών, η σύγκρουσις επήλθε. Πλέον τού διμήνου προσπαθούσε ο Αρχίδαμος νά καταλάβει τήν πόλη χωρίς μάχες καί αφού δέν τό κατάφερε, προέβη σέ τακτική πολιορκία πού τήν ανέθεσε μετά τίς προετοιμασίες σέ 80 οπλίτες καί τούς Θηβαίους ενώ τό υπόλοιπο στράτευμα απήλθε. Αλλά καί οι Αθηναίοι τό ίδιο θέρος έκαναν αποτυχημένη εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν ίδιο καιρό παρακινούμενοι απ” τούς Αμπρακιώτες (Κορίνθιοι άποικοι) επεχείρησαν νά αποσπάσουν τούς Ακαρνάνες απ” τήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Εξεστράτευσαν λοιπόν μαζί μέ Λευκάδιους, Αμπρακιώτες καί βαρβάρους Χάονες καί άλλους τής περιοχής κατά τής πόλης Στράτος χωρισμένοι όμως σέ τρείς ανεξαρτήτους φάλαγγες. Η επιχείρηση απέτυχε αφού οι βάρβαροι Χάονες θεώρησαν ότι μόνοι τους θά καταλάμβαναν τήν πόλη καί επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς. Ηττήθηκαν όμως απ” τούς Ακαρνάνες καί επιστρέφοντας συμμαζεύτηκαν στό στρατόπεδο τών Ελλήνων υπό τόν Λακεδαιμόνιο Κνήμο.
Έτσι ο Κνήμος παραιτήθηκε απ” τήν κατάληψη τής πόλης, αφού καί ο στόλος τών Κορινθίων δέν είχε φανεί, πού θά βοηθούσε κι αυτός στήν κατάληψη τής Ακαρνανίας. Πρός βοήθειά του είχαν έλθει μόνο απ” τήν πόλη τών Οινιάδων. Εν τώ μεταξύ καί ενώ ο στόλος τών Κορινθίων αποτελούμενος από 47 πλοία ήτο παρασκευασμένος γιά αποστολή σέ ξηρά, αναγκάστηκε νά ναυμαχήσει μέ τά 20 πλοία τού Αθηναίου Φορμίωνα πού φύλαγε τήν Ναύπακτο καί υπέστη πανωλεθρία. Τά διασωθέντα πλοία ήρθαν στήν Κυλήνη, όπου έφτασε καί ο Κνήμος μέ τούς «πεζικάριους». Από τήν Σπάρτη όμως έστειλαν συμβούλους τόν Βρασίδα καί άλλους καί ετοίμαζαν νέα ναυμαχία αφού συγκέντρωσαν νέο στόλο από 77 πλοία. Αλλά κι ο Φορμίων ζήτησε ενισχύσεις απ” τήν Αθήνα, η οποία τού έστειλε άλλα 20 πλοία, τά οποία όμως χρονοτριβούσαν στήν Κρήτη. Αφού οι αρχηγοί καί τών δύο παρατάξεων εμψύχωσαν μέ ομιλίες τους τούς στρατιώτες, μετά παρέλευσι 6-7 ημερών συγκρούστηκαν οι στόλοι μέ τήν μπλόφα τού Κνήμου, ότι θά καταπλεύσει στήν Ναύπακτο. Αρχικά οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν νά αποκλείσουν τά 9 απ” τά 20 Αθηναϊκά σκάφη αλλά απέτυχαν στήν άτακτη προσπάθεια νά κυνηγήσουν τά υπόλοιπα πλοία πού κατέφυγαν στήν Ναύπακτο. Έτσι τρόπαια έστησαν καί οι δύο πλευρές. Μετά ταύτα οι μέν Λακεδαιμόνιοι επανήλθαν στά ίδια, οι δέ Αθηναίοι ενισχύθηκαν μέ τά 20 πλοία πού ήλθαν εν τώ μεταξύ απ” τήν Κρήτη.
Στό τέλος τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν ν” αποβιβαστούν στήν Σαλαμίνα καί νά συλλάβουν 3 πλοία, ενώ αρχικά σκόπευαν νά καταπλεύσουν στόν αφύλακτο έως τότε Πειραιά. Τόν ίδιο περίπου καιρό στίς αρχές τού χειμώνα, εξεστράτευσε ο Σιτάλκης, βασιλιάς τών Οδρυσών (Θράκες) μέ πολλά θρακικά φύλα (150.000 στρατιώτες) εναντίον τού Περδίκκα τής Μακεδονίας έχοντας μαζί του καί τόν Αμύντα, γιό τού Φιλίππου καί ανηψιό τού Περδίκκα. Παρά τό γεγονός ότι έμεινε περίπου ένα μήνα σέ Μακεδονία καί Χαλκιδική ερημώνοντας τίς χώρες, δέν κατάφερε τόν σκοπό του, νά ανατρέψει δηλαδή τόν Περδίκκα. Ο τελευταίος άλλωστε ήλθε σέ συνεννόηση μέ τόν Σεύθη, βασιλιά τών Σκυθών (;) στόν οποίο έδωσε τήν αδελφή του Στρατονίκη γιά σύζυγο μέ πολλή προίκα καί ο οποίος έπεισε τόν Σιτάλκη νά επιστρέψει, συνεπικουρούσης καί τής κακοκαιρίας. Τόν ίδιο χειμώνα η Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου εξεστράτευσε στήν Ακαρνανία υπό τόν Φορμίωνα μέ 400 Αθηναίους καί 400 Μεσσηνίους. Κατέπλευσε στόν Αστακό, προχώρησε δέ καί στό εσωτερικό αντικαθιστώντας τίς ηγεσίες μέ άλλους πού είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη. Κατά τών Οινιαδών, πού μόνοι απ” τούς Ακαρνάνες ήταν παραδοσιακά εχθροί τών Αθηναίων δέν επεχείρησαν εκστρατεία, διότι κατά τόν χειμώνα ο Αχελώος καθιστά τήν πόλη απόρθητο μέ τά έλη πού δημιουργεί. Έτσι γύρισαν στήν Ναύπακτο καί τήν άνοιξη έπλευσαν στήν Αθήνα. Έτσι έληξε τό τρίτο έτος τού πολέμου.
4ο έτος
Τό επόμενο θέρος οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν στήν Αττική καί εδήωναν τήν περιοχή μέχρις ότου εξαντλήθηκαν τά αποθέματά τους, οπότε επέστρεψαν στήν χώρα τους. Μετά τήν απόσυρσή τους επανεστάτησαν οι Λέσβιοι, πλήν τής Μυθήμνης, κατά τών Αθηναίων καί οι τελευταίοι απέκλεισαν ναυτικά τήν νήσο. Τήν ίδια εποχή εξεστράτευσε κατά τών Οινιαδών ο γυιός τού Φορμίωνος Ασώπιος συγκαλέσας γενική επιστράτευση τών Ακαρνάνων. Απέτυχε όμως νά υποτάξει τήν πόλη καί κατέπλευσε στήν Λευκάδα, όπου καί έκανε απόβαση. Επιστρέφοντας όμως στά πλοία σκοτώθηκε μαζί μέ άλλους στρατιώτες κι έτσι οι Αθηναίοι απέπλευσαν καί μετά από αυτή τήν αποτυχία. Εν τώ μεταξύ Λέσβιοι πρέσβεις έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί τούς συμμάχους τους νά δεχτούν στήν συμμαχία τους καί τήν Μυτιλήνη. Κατά προτροπή μάλιστα αυτών εισέβαλαν ξανά στήν Αττική καί ετοιμαζόταν γιά επίθεση κατά τών Αθηνών από ξηρά καί θάλασσα. Οι σύμμαχοί τους όμως εβράδυναν καί ήταν απρόθυμοι νά βοηθήσουν αφού ήταν απασχολημένοι μέ τήν συγκομιδή τών καρπών. Οι Αθηναίοι όμως αντελήφθησαν τίς προετοιμασίες καί έκαναν επίδειξη δυνάμεως μέ 100 τριήρεις πού έπλευσαν στόν Ισθμό κι έκαναν αποβάσεις κατά βούληση. Εκείνη τήν εποχή οι Αθηναίοι διατηρούσαν πανίσχυρο στόλο εκ 250 τριήρεων, αλλ” είχαν εξαντλήσει καί τό ταμείο τους γιά τήν συντήρησή του. Οι Σπαρτιάτες κατόπιν τούτων αποθαρρύνθηκαν καί γύρισαν πίσω. Αργότερα όμως πάλι ετοίμασαν στόλο γιά νά τόν στείλουν στήν Λέσβο. Εν τώ μεταξύ οι Μυτιληνιοί εξεστράτευσαν κατά τής Μηθύμνης, αλλ” απέτυχαν νά τήν καταλάβουν κι έφυγαν. Εν συνεχεία καί οι Μηθύμνιοι κατέπλευσαν κι επιχείρησαν νά αλώσουν τήν Άντισσα, αλλ” απέτυχαν καί αυτοί. Αφού έμαθαν αυτά οι Αθηναίοι έστειλαν τόν Πάχητα στρατηγό μέ 10.000 στρατιώτες κι απέκλεισαν τήν Μυτιλήνη καί από ξηράς.
Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα, μία ασέληνη καί βροχερή νύκτα 212 Πλαταιείς κατώρθωσαν νά διαφύγουν τής πολιορκίας τών Σπαρτιατών καί Βοιωτών καί νά φτάσουν στήν Αθήνα. Αλλά καί οι Αθηναίοι είχαν μιά αποτυχία αφού στόλος 13 πλοίων πού μάζευε φόρους γιά τό ταμείο υπέστη επίθεση απ” τούς Κάρες κοντά στόν Μαίανδρο ποταμό καί διεφθάρει. Πρός τό τέλος τού χειμώνα ήρθε μέ πολεμικό πλοίο ο Λακεδαιμόνιος Σάλαιθος καί μπήκε στήν Μυτιλήνη κρυφά καί ενεθάρρυνε τούς Μυτιληναίους λέγοντάς τους ότι επίκειται αφ” ενός επιδρομή Σπαρτιατών στήν Αττική καί αφ” ετέρου αναμένονται στήν Μυτιλήνη 40 συμμαχικά πλοία. Έτσι έληξε καί τό τέταρτο έτος τού πολέμου.
5ο έτος
Τό επόμενο θέρος πράγματι εισέβαλαν ξανά στήν Αττική οι Λακεδαιμόνιοι καί δενδροτομούσαν εκ νέου τήν περιοχή κάνοντας τούς Αθηναίους νά υποφέρουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τά 40 πλοία όμως υπό τόν Αλκίδα εβράδυναν νά πλεύσουν στήν Μυτιλήνη, η οποία αναγκάστηκε νά συνθηκολογήσει μέ τόν Πάχητα παρά τίς προσπάθειες τού Σάλαιθου νά τούς πείσει νά επιχειρήσουν έξοδο πολεμώντας. Έτσι ο Αλκίδας αφού δέν πείστηκε ούτε νά πλεύσει πλέον στήν Μυτιλήνη καί νά επιχειρήσει ανακατάληψη, ούτε τούς Ίωνες νά προσεταιριστεί αποστερώντας τούς Αθηναίους από τήν καλύτερη πηγή προσόδων, αποφάσισε νά γυρίσει πίσω άπρακτος. Ο Πάχης απ” τήν άλλη, αφού κατέπλευσε στόν λιμένα τών Κολοφωνίων Νότιον, τούς απήλλαξε από βαρβάρους καί Αργείους πού είχαν κυριεύσει τήν άνω πόλη. Εν συνεχεία γύρισε στήν Μυτιλήνη κι αφού κράτησε μέρος τής δύναμής του, τούς υπόλοιπους έστειλε στήν Αθήνα, μαζί μέ τόν Σάλαιθο καί τούς υπόλοιπους αιχμαλώτους γιά τήν τύχη τών οποίων θ” αποφάσιζε η Αθήνα, σύμφωνα μέ τούς όρους συνθηκολόγησης. Πράγματι οι Αθηναίοι εκτέλεσαν αμέσως τόν Σάλαιθο, γιά τούς άλλους δέ αποφάσισαν παρασυρόμενοι απ” τόν Κλέωνα καί αυτούς νά θανατώσουν αλλά καί στούς υπόλοιπους Μυτιληνιούς νά επιφέρουν τόν όλεθρο εκδικούμενοι τήν αποστασία τους. Πρός τούτο έστειλαν αγγελιαφόρο στόν Πάχητα. Όμως σύντομα μεταμελήθηκαν καί συνεκάλεσαν τόν Δήμο νά αποφασίσει εκ νέου. Αυτή τή φορά ο Κλέων δέν κατάφερε νά τούς πείσει, αλλ” οι Αθηναίοι πείστηκαν απ” τόν Διόδοτο, πού συνεβούλευε νά θανατωθούν μόνο οι υπαίτιοι τής αποστασίας.
Τό ιδιο θέρος οι Αθηναίοι υπό τόν Νικία κατέλαβον τήν νήσο Μινώα έμπροσθεν τών Μεγάρων, αλλά καί οι Πλαταιείς μή αντέχοντες τήν πείνα αποφάσισαν νά παραδοθούν στούς Λακεδαιμονίους, οι οποίοι τούς υποσχέθηκαν δίκη. Πραγματι ήρθαν δικαστές από τήν Σπάρτη, αλλ” αυτοί δέν απηύθυναν κάποια κατηγορία στούς Πλαταιείς αλλ” απλώς τούς ρώτησαν άν προσέφεραν στόν παρόντα πόλεμο καμμιά υπηρεσία στούς Σπαρτιάτες ή τούς συμμάχους τους. Οι Πλαταιείς πήραν όμως τόν λόγο καί μακρυγόρησαν αναφερόμενοι στίς υπηρεσίες αυτών έναντι τού Παυσανία καί τών λοιπών Ελλήνων υπομημνίσκοντας τήν στάση αυτών όσο καί τών Θηβαίων κατά τά Περσικά. Τόν λόγο πήραν καί οι Θηβαίοι πού ανάμεσα στά άλλα υποστήριξαν ότι δέν «μήδισε» όλη η πόλη κατά τούς πολέμους εκείνους αλλά μόνο οι δεσπότες (τύραννοι), οι οποίοι καταδυνάστευαν καί τόν δήμο αποβλέποντες σέ ίδιον όφελος.
Βιβλίο Γ΄
Τελικά οι Σπαρτιάτες θανάτωσαν τούς 200 Πλαταιείς καί τούς 25 Αθηναίους πού συνεπολιορκούντο. Τήν πόλη παρέδωσαν γιά ένα χρόνο σέ εξορίστους Μεγαρείς καί αργότερα τήν κατέσκαψαν. Απ” τά υλικά κατεδάφισης έκτισαν ναό στήν Ήρα καί ξενώνα. Εν τώ μεταξύ τά 40 πλοία πού προοριζόταν γιά τήν Μυτιλήνη αφού ταλαιπωρήθηκαν διωκώμενα από Αθηναϊκά αλλά καί από τρικυμίες έφτασαν στήν Κυλήνη όπου βρήκαν άλλα 13 τών Λευκαδίων καί τών Αμπρακιωτών. Έτσι 53 πλοία υπό τόν Αλκίδα καί τόν Βρασίδα κατέπλευσαν στήν Κέρκυρα όπου θέλησαν νά επωφεληθούν τού εμφυλίου σπαραγμού πού επικρατούσε εκεί. Πράγματι ο εμφύλιος μεταξύ φιλολακώνων ολιγαρχικών καί φιλοαθηναίων δημοκρατικών υποδαυλίστηκε απ” τούς αιχμαλώτους Κερκυραίους πού είχαν συλληφθεί κατά τά γεγονότα τής Επιδάμνου καί αφέθηκαν τώρα ελεύθεροι ακριβώς μ” αυτή τήν ελπίδα. Νά εργαστούν δηλαδή γιά τά συμφέροντα τών Πελοποννησίων. Έτσι τελικά επικράτησε ένας φοβερά ανθρωποκτόνος εμφύλιος σπαραγμός. Τά Πελοποννησιακά πλοία νίκησαν σέ ναυμαχία τά 60 Κερκυραϊκά καί τά 13 Αθηναϊκά πού στάθμευαν στήν Ναύπακτο καί αφού συνέλαβαν 13 πλοία καί προέβησαν σέ ερημώσεις τής απέναντι στεριάς, απέπλευσαν επί τά ίδια. Μέ τό πού αντελήφθησαν αυτό οι Κερκυραίοι καί μέ τήν ασφάλεια πού τούς παρείχαν 60 νέα Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Ευρυμέδοντα πού έπλευσαν εκεί μετά όμως τόν απόπλου τών Πελοποννησίων, άρχισαν νά θανατώνουν τούς ολιγαρχικούς. 500 απ” τούς τελευταίους διεκπεραιώθηκαν στήν απέναντι στεριά, κι από “κεί, όταν έφυγε ο Αθηναϊκός στόλος, εξορμούσαν κατά τής Κερκύρας, η οποία άρχισε νά υποφέρει από πείνα. Αργότερα πέρασαν μόνιμα στό νησί καί αφού οχυρώθηκαν στό όρος Ιστώνη, έγιναν κύριοι τής υπαίθρου.
Ταυτόχρονα ζήτησαν πάλι τήν βοήθεια τών Λακεδαιμονίων. Πρός τό τέλους τού θέρους οι Αθηναίοι έστειλαν 20 πλοία στή Σικελία γιά νά υποστηρίξουν τούς Λεοντίνους πού είχαν εμπλακεί σέ πόλεμο μέ τούς Συρακουσίους. Βάσις τών επιχειρήσεών των ήταν τό Ρήγιον, σκοπός δέ τών Αθηναίων ήταν καί η μή τροφοδοσία τής Σπάρτης μέ σίτο απ” τήν Σικελία. Κατά τόν επακολουθήσαντα χειμώνα η νόσος ενέσκηψε καί πάλι στήν Αθήνα καί διήρκεσε αυτή τή φορά 1 έτος ενώ τήν πρώτη φορά είχε διαρκέσει 2 έτη. Απ” τήν νόσο χάθηκαν 4.400 οπλίτες καί 300 ιππείς, ενώ άγνωστος είναι ο αριθμός τών λοιπών κατοίκων. Επίσης τόν χειμώνα αυτό έγιναν καί πολλοί σεισμοί, πρό πάντων στόν Ορχομενό. Τόν ίδιο χειμώνα 30 Αθηναϊκά καί συμμαχικά πλοία κατέπλευσαν στίς νήσους τού Αιόλου, πού ήταν σύμμαχοι τών Συρακοσίων καί αφού εδενδροτόμησαν τήν χώρα, απέπλευσαν χωρίς όμως νά καταφέρουν νά πάρουν μέ τό μέρος τους τούς κατοίκους. Έτσι πέρασε καί τό 5ο έτος τού πολέμου.
6ο έτος
Το θέρος πού ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από σεισμούς πού δημιούργησαν παλιρροϊκά κύματα και έπληξαν την πόλη των Οροβιών τής Ευβοίας, τήν νήσο Αταλάντη απέναντι απ” τούς Οπουντίους Λοκρούς καί τήν Πεπάρηθο. Ως πρός τίς επιχειρήσεις στήν Σικελία οι Αθηναίοι υπέταξαν τήν Μεσσήνη, καταπλεύσαντες στήν Μήλο υπό τόν Νικία απέτυχαν νά τήν προσαρτήσουν στήν Συμμαχία τους καί κατευθυνθέντες στόν Ωρωπό απεβίβασαν στρατιώτες πού συνήψαν νικηφόρες μάχες μέ τούς Ταναγραίους καί λίγους Θηβαίους. Τόν ίδιο καιρό ίδρυσαν οι Λακεδαιμόνιοι τήν Ηράκλεια στήν Τραχίνια, επειδή θεωρούσαν τήν θέση στρατηγική σέ σχέση μάλιστα μέ τήν Εύβοια. Δέν επέπρωτο όμως νά ακμάσει, διότι καί συνεχώς επολεμείτο απ” τούς Θεσσαλούς πού φοβούντο τήν ανάπτυξή της, αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι άρχοντες ήταν καταπιεστικοί καί συνέτειναν στήν φθορά τής πόλης. Τό ίδιο θέρος 30 Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Δημοσθένη πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο, κατέπλευσαν στούς Λευκαδίους υποστηριζόμενοι απ” όλους τούς Ακαρνάνες, πλήν τών Οινιάδων, καί Κεφαλήνες καί Κερκυραίους. Δέν πείστηκαν όμως απ” τούς Ακαρνάνες νά περιτειχίσουν τήν πόλη τής Λευκάδος καί νά τήν αλώσουν οριστικά. Αντίθετα πείστηκαν απ” τούς Μεσσηνίους τής Ναυπάκτου νά εκστρατεύσουν κατά τών Αιτωλών, οι οποίοι ήταν ψηλοί καί ωκύποδες συμπεριλαμβανομένων καί τών ωμοφάγων Ευρυτάνων πού μιλούσαν δυσνόητη γλώσσα. Η εκστρατεία όμως απέβη ολέθρια γιά τούς Αθηναίους, τούς οποίους αρνήθηκαν νά βοηθήσουν οι Ακαρνάνες εκδηλώνοντας μ” αυτό τόν τρόπο τήν δυσφορία τους πού δέν εισακούστηκαν ως πρός τήν Λευκάδα. Στήν συνέχεια οι Αιτωλοί έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί οι τελευταίοι έστειλαν 3000 οπλίτες απ” τούς συμμάχους τους υπό τόν Σπαρτιάτη Ευρύλοχο καί εδήωναν τήν περιοχή τής Ναυπάκτου, κατέλαβαν μάλιστα καί τό Μολείριον (Αντίριον) πού ήταν αποικία τών Κορινθίων, καί απειλούσαν μάλιστα καί τήν Ναύπακτο. Όμως ο Δημοσθένης έπεισε αυτή τή φορά τούς Ακαρνάνες καί 1000 οπλίτες απ” αυτούς εισήλθαν στήν πόλη καί τήν έσωσαν ενισχύοντάς την. Ο Ευρύλοχος όταν έμαθε τά νέα αυτά ήλθε στήν Πλευρώνα καί Καλυδώνα καί περίμενε τούς Αμπρακιώτες, όπως είχε συνεννοηθεί μαζί τους, γιά νά επιτεθεί κατά τών Ακαρνάνων καί συγκεκριμμένα εναντίον τού Αμφιλοχικού Άργους. Τόν χειμώνα οι Αθηναίοι τής Σικελίας έκαναν μιά αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης τής Ακροπόλεως τής Ινήσσης, πού κατείχαν οι Συρακούσιοι καί μετά γύρισαν καί δήωναν τήν Λοκρίδα. Τόν ίδιο χειμώνα έγινε καθαρμός τής Δήλου καί δέν επετρέπετο πλέον ούτε νά γενιέται κανείς στό ιερό νησί, ούτε καί νά πεθαίνει. Καθιερώθηκαν καί πανηγύρεις κάθε πενταετία μέ οργάνωση καί ιπποδρομιών. Ταυτόχρονα ο Ευρύλοχος, πού στρατοπέδευε στήν Πλευρώνα, μέ 3.000 οπλίτες διέσχισε όλη τήν Ακαρνανία καί ενώθηκε μέ τούς Αμπρακιώτες, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη Όλπη καί ετοιμαζόταν νά επιτεθούν κατά τού Άργους. Στήν μάχη πού διεξήχθη μετά από λίγες μέρες, νίκησαν οι Ακαρνάνες πού υποστηρίζονταν απ” τούς Αθηναίους υπό τόν Δημοσθένη ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μέ τούς Αμπρακιώτες υπέστησαν πανωλεθρία, ο ίδιος δέ ο Ευρύλοχος σκοτώθηκε. Υπήρξε καί αυτή μία απ” τίς φονικότερες μάχες τού μέχρι τώρα πολέμου. Εν τώ μεταξύ οι Ακαρνάνες δέν επεχείρησαν άλωση τής Αμπρακίας πού θά τήν κατελάμβαναν μέ τόν πρώτο αλαλαγμό, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι καταστούν γι” αυτούς χειρότεροι γείτονες απ” τούς Αμπρακιώτες. Μετά ταύτα ο Δημοσθένης γύρισε στήν Αθήνα, ενώ οι Ακαρνάνες συνωμολόγησαν 100ετή συνθήκη ειρήνης μέ τούς Αμπρακιώτες, σύμφωνα μέ τήν οποία δέν υποχρεούντο νά συμπράττουν στούς επιθετικούς πολέμους εναντίον Λακεδαιμονίων ή Αθηναίων, όφειλαν όμως νά βοηθούνται αμοιβαίως αμυντικά. Τόν ίδιο χειμώνα ο Αθηναϊκός στόλος στήν Σικελία ενήργησε απόβαση στήν Ιμέρα αλλά καί στίς νήσους τού Αιόλου. Έστειλαν μάλιστα καί άλλα 40 πλοία στήν Σικελία. Κατά τήν αρχή τής ανοίξεως εξερράγη καί τό ηφαίστειο τής Αίτνας, 50 χρόνια μετά τήν προηγούμενη έκρηξη, καί κατέστρεψε μέρος τής χώρας τών Καταναίων. Έτσι συμπληρώθηκε καί τό 6ο έτος τού πολέμου.
Βιβλίο Δ΄
7ο έτος
Τό επόμενο θέρος εισέβαλαν οι Συρακούσιοι μέ 10 πλοία καί άλλα τόσα οι Λοκροί στήν Μεσσήνη καί τήν απέσπασαν απ” τήν Αθήνα. Ταυτόχρονα οι Λοκροί εισέβαλαν μέ πεζικό στό Ρήγιο καί αφού τό δήωσαν απήλθαν. Ήδη από τό τέλος τής ανοίξεως οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Άγι, τόν γυιό τού Αρχιδάμου, είχαν εισβάλει στήν Αττική καί τήν εδενδροτόμουν. Οι Αθηναίοι απ” τήν άλλη έστειλαν τά 40 πλοία γιά τήν Σικελία αφού περνούσαν όμως πρώτα απ” τήν Κέρκυρα. Περιπλέοντας όμως τήν Πελοπόννησο ο Δημοσθένης, πού ήταν ένας εκ τών επί κεφαλής, πρότεινε ν” αποβιβαστούν στήν Πύλο καί νά εντειχίσουν τό χωρίο. Έτσι καί έγινε τελικά παρά τήν διαφωνία τών άλλων συνεπικουρούντος καί τού κακού καιρού. Έτσι οχύρωσαν τήν Πύλο κι έμεινε εκεί ο Δημοσθένης μέ 5 πλοία, ενώ οι άλλοι συνέχισαν πρός Κέρκυρα καί Σικελία. Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν τά περί τής Πύλου, επέστρεψαν απ” τήν Αττική, όπου είχαν παραμείνει μόνο 15 μέρες. Ταυτόχρονα ο στρατηγός τών Αθηναίων Σιμωνίδης κατέλαβε τήν Ηιόνα στήν Θράκη. Καί ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ετοίμαζαν τήν επιδρομή κατά τής Πύλου καί απεβίβασαν καί στρατιώτες στήν νήσο Σφακτηρία, ο Δημοσθένης ειδοποίησε τόν στόλο πού κατεθυνόταν υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα πρός τήν Κέρκυρα νά γυρίσουν στήν Πύλο αποστέλλοντας δύο πλοία. Αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι προσεκάλεσαν τήν μοίρα τών 60 πλοίων πού ήταν στήν Κέρκυρα. Έτσι άρχισαν οι συγκρούσεις πού τελικά απέβησαν σέ βάρος τών Σπαρτιατών, αφού εν τώ μεταξύ προσήλθε κι ο Αθηναϊκός στόλος ενισχυμένος σέ 70 πλοία. Η συμφορά πού έπαθαν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν τέτοια, πού όταν έμαθαν στήν Σπάρτη οι αρχηγοί τους τά νέα, θέλησαν νά “ρθούν επί τόπου οι ίδιοι γιά νά διαπιστώσουν τήν πραγματικότητα.
Προκειμένου δέ νά σώσουν τούς στρατιώτες τους πού ήταν αποκλεισμένοι στήν Σφακτηρία, ζήτησαν ανακωχή απ” τούς Αθηναίους σύμφωνα μέ τήν οποία τούς παρέδοσαν τά πλοία τους μέχρις ότου θά γύριζαν οι πρέσβεις πού θά έστελναν στήν Αθήνα γιά νά διαπραγματευτούν όρους ειρήνης. Πράγματι οι πρέσβεις ήλθαν στήν Αθήνα αλλά τελικά δέν συμφώνησαν στούς όρους τής ειρήνης, αφού ο δημαγωγός Κλέων πού είχε μεγάλη επιρροή στό λαό, θεωρώντας ότι βρίσκεται σέ θέση ισχύος, δέν διευκόλυνε τήν κατάσταση. Έτσι οι πρέσβεις γύρισαν πίσω άπρακτοι, οι Αθηναίοι όμως δέν επέστρεφαν τά πλοία στούς Λακεδαιμονίους καί οι συγκρούσεις ξανάρχισαν. Παράλληλα στήν Σικελία οι Συρακούσιοι συγκέντρωσαν στόλο στήν Μεσσήνη, τήν οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σάν βάση καί ήθελαν νά ναυμαχήσουν μέ τά Αθηναϊκά πλοία στό Ρήγιο, πρίν έρθουν κι αυτά πού πολιορκούσαν τήν Σφακτηρία. Πράγματι έγινε μιά ναυμαχία στό στενό (Χάρυβδη) μεταξύ Σικελίας καί Ιταλίας (Μεσσήνη – Ρήγιον) ανάμεσα σέ 30 πλοία τών Συρακουσίων καί 24 Αθηναϊκών – Ρηγίων καί νίκησαν οι Αθηναίοι. Αλλά όταν οι Αθηναίοι θέλησαν νά επιτεθούν στήν Μεσσήνη αποκρούστηκαν. Έτσι έπλευσαν πρός τήν Καμάρινα, η οποία επρόκειτο νά παραδοθεί απ” τόν Αρχία στούς Συρακουσίους. Αλλά καί οι Μεσσήνιοι εξεστράτευσαν κατά τής γειτονικής Νάξου, αποικίας τών Χαλκιδέων, καί άρχισαν νά δηώνουν τήν περιοχή. Στήν συνέχεια όμως τούς αντεπιτέθηκαν οι Νάξιοι βοηθούμενοι κι απ” τούς ντόπιους βαρβάρους καί τούς έτρεψαν σέ φυγή. Εναντίον τής Μεσσήνης ήλθαν πάλι οι Αθηναίοι γιά νά βοηθήσουν τούς Λεοντίνους, τούς οποίους νικούσαν οι Μεσσήνιοι, έκλεισαν τούς τελευταίους στήν πόλη τους καί γύρισαν στό Ρήγιο. Στήν συνέχεια γινόταν εχθροπραξίες μεταξύ τών διαφόρων πόλεων διά ξηράς, χωρίς τήν συμμετοχή Αθηναίων.
Εν τώ μεταξύ η πολιορκία τής Σφακτηρίας συνεχιζόταν πρός μεγάλη στενοχώρια τών Αθηναίων, οι οποίοι πίστευαν ότι οι αποκλεισμένοι στήν έρημη γή Σπαρτιάτες σύντομα θ” αναγκαζόταν νά παραδοθούν από τήν έλειψη τροφίμων. Αυτοί όμως άντεχαν αφού πολλοί καί κυρίως Είλωτες τούς τροφοδοτούσαν διασπώντας μέ κίνδυνο τής ζωής τους τόν κλοιό τών Αθηναίων αποβλέποντας στά σημαντικά κίνητρα πού είχαν βάλει οι Σπαρτιάτες. Έτσι αυτοί πού εταλαιπωρούντο τώρα ήταν οι Αθηναίοι, οι οποίοι πλέον ανησυχούσαν ακόμη περισσότερο λόγω τού επερχόμενου χειμώνα. Ο Κλέων υβρίζετο θεωρούμενος αίτιος τής μή σύναψης ειρήνης όταν τούς παρακαλούσαν οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά κι αυτός απέδιδε τίς ευθύνες στούς στρατηγούς υπαινισσόμενος κυρίως τόν Νικία. Ο τελευταίος ευχαρίστως παραιτήθηκε τής στρατηγίας γιά νά αναλάβει ο Κλέων, πράγμα πού έγινε, παρά τό ότι ο Κλέων στήν πραγματικότητα δέν επιθυμούσε κάτι τέτοιο. Αφού συγκέντρωσε ο Κλέων στρατό απέπλευσε γιά τήν Σφακτηρία πρός βοήθεια τού Δημοσθένη, δήλωσε δέ ότι εντός 20 ημερών θά φέρει αιχμαλώτους τούς Σπαρτιάτες πού ήταν αποκλεισμένοι στό νησί. Έτσι στρατός πού μεταφέρθηκε μέ 70 πλοία απεβιβάσθη καί στίς δύο πλευρές τού νησιού καί αιφνιδίασε τούς πολιορκημένους, οι οποίοι μετά από πολλές καί άνισες μάχες αναγκάστηκαν νά παραδοθούν μέ τόν οπλισμό τους, αφού πρώτα συμβουλεύθηκαν τούς συμπατριώτες τους τής απέναντι ξηράς.
Οι τελευταίοι τούς παρήγγειλαν νά αποφασίσουν οι ίδιοι χωρίς όμως νά κάνουν κάτι ατιμωτικό. Αιχμαλωτίστηκαν 292 από τούς 420 στρατιώτες τής Σφακτηρίας. Η πολιορκία είχε κρατήσει 72 μέρες καί ο Κλέων, μολονότι κανείς δέν τό είχε πιστεύσει, πραγματοποίησε τήν υπόσχεσή του. Μετά ταύτα καί οι δύο στρατοί απεσύρθησαν από τήν Πύλο. Μεγάλη κατάπληξη δέ προκάλεσε στούς Έλληνες τό γεγονός τής αιχμαλωσίας τών Σπαρτιατών, γιατί οι τελευταίοι τούς είχαν συνηθήσει ή νά νικούν ή νά φονεύονται άπαντες. Εν τώ μεταξύ οι Μεσσήνιοι τής Ναυπάκτου έστησαν φρουρά στήν Πύλο, τήν οποία θεωρούσαν άλλωστε δική τους, καί πολλοί Είλωτες αυτομολούσαν, οι δέ Λακεδαιμόνιοι άρχισαν νά ανησυχούν, αλλά δέν πετύχαιναν τίποτε μέ πρεσβείες πού έστελναν στήν Αθήνα. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 80 πλοία υπό τόν Νικία έκαναν απόβαση καί συνήψαν μάχη στόν Ισθμό μέ τούς Κορινθίους. Νίκησαν οι Αθηναίοι αλλά όταν διαπίστωσαν ότι ερχόταν κι άλλοι πρός βοήθεια τών Κορινθίων, επεβιβάστηκαν στά πλοία κι έφυγαν αφού πρώτα έστησαν τρόπαιο, περισυνέλεξαν τούς νεκρούς τους καί σκύλεψαν τούς αντιπάλους τους. Εν συνεχεία προέβαιναν σέ ληστρικές επιδρομές σέ Επίδαυρο, Τροιζήνα καί Αλιάδα, μέχρι πού απομόνωσαν τά Μέθανα απ” τήν ξηρά μέ τείχος, κι άφησαν εκεί φρουρά. Μετά γύρισαν στά ίδια. Τήν ίδια εποχή η Αθηναϊκή μοίρα υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα κατευθύνθηκε πρός τήν Σικελία. Περνώντας απ” τήν Κέρκυρα κατώρθωσε νά αιχμαλωτίσει τούς Κερκυραίους ολιγαρχικούς πού ήταν στήν Ιστώνη καί κυριαρχούσαν στήν ύπαιθρο, καί αφού τούς παρέδωσε στούς δημοκρατικούς, εκείνοι τούς εξόντωσαν δολίως. Έτσι ο εμφύλιος στήν Κέρκυρα σταμάτησε, αφού οι εναπομείναντες ολιγαρχικοί ήσαν ευάριθμοι καί ανάξιοι λόγου. Ακολούθως ο στόλος ήρθε στήν Σικελία όπου προέβαινε σέ εχθροπραξίες. Πρός τό τέλος τού θέρους οι Ακαρνάνες μέ τήν Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου κυρίευσαν τό Ανακτόριο πού ανήκε στήν Κόρινθο καί τού λοιπού κατοικείτο από Ακαρνάνες. Τόν επόμενο χειμώνα οι Αθηναίοι έτυχε νά συλλάβουν τόν Πέρση Αρταφέρνη, πού κόμιζε επιστολή στήν Σπάρτη, καί τόν έστειλαν μέ πρέσβεις στήν Έφεσο γιά προώθηση δικών τους συμφερόντων. Επειδή όμως τότε είχε πεθάνει ο Αρταξέρξης, ο γυιός τού Ξέρξη, οι πρέσβεις γύρισαν άπρακτοι πίσω. Τήν ίδια εποχή κι οι Χίοι γκρέμισαν τό τείχος κατ” εντολήν τών Αθηναίων, πού φοβόταν μήπως αποστατήσουν. Έτσι έληξε καί τό 7ο έτος τού πολέμου.
8ο έτος
Τό επόμενο θέρος συνέβη σεισμός καί σημειώθηκε μερική έκλειψις ηλίου. Οι εξόριστοι Μυτιληνοί υποστηριζόμενοι καί από Πελοποννησίους κατέλαβαν τήν Άντανδρο καί από “κεί επετίθετο στήν απέναντι Μυτιλήνη καί στίς Αιολικές πόλεις τής ξηράς. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 60 πλοία υπό τόν Νικία κατέλαβαν τά Κήθυρα, τά οποία εκατοικούντο από Λακεδαιμονίους καί εκυβερνώντο απ” τόν Κηθυροδίκη πού εστέλλετο κατ” έτος. Από “κεί επί μίαν επραγματοποίουν αποβάσεις καί δηώσεις στά παράλια τής Λακωνικής, στίν Ασίνη καί τό Έλος. Στήν συνέχεια δήωναν τά παράλια μέχρι τήν Επίδαυρο. Κυρίευσαν δέ καί τήν Θουρία, πόλη τής Κυνουρίας, πού είχαν παραχωρήσει οι Λακεδαιμόνιοι στούς Αιγινήτες, οι οποίοι καί θανατώθηκαν. Εν τώ μεταξύ στήν Γέλα τής Σικελίας είχαν έλθει πρέσβεις απ” όλες τίς πόλεις καί συνδιαλέγοντο. Ο Συρακούσιος Ερμοκράτης επεσήμανε τούς κινδύνους πού διατρέχει από τούς Αθηναίους όλη η Σικελία.
… πέφυκε γάρ τό ανθρώπειον διά παντός άρχειν μέν τού είκοντος (υποκύπτοντος), φυλάσσεσθαι δέ τό έπιον (επιδρομέα)…
Τελικά οι Σικελιώτες πείστηκαν απ” τόν Ερμοκράτη καί συνήψαν μεταξύ τους ειρήνη. Οι σύμμαχοι δέ τών Αθηναίων ενημέρωσαν τούς τελευταίους καί αυτοί απέπλευσαν απ” τήν Σικελία. Όταν όμως έφτασαν στήν Αθήνα, οι Αθηναίοι εξόρισαν τούς στρατηγούς Πυθόδωρο καί Σοφοκλή ενώ στόν Ευρυμέδοντα επέβαλαν χρηματική ποινή μέ τήν κατηγορία ότι δέν κυρίευσαν τήν Σικελία, επειδή τάχα δωροδοκήθηκαν. Τό ι΄διο θέρος οι δημοκρατικοί Μεγαρείς αποφάσισαν νά παραδώσουν τήν πόλη τους στούς Αθηναίους καί επειδή καταπιεζόταν απ” αυτούς, αφού δίς τού έτους εισέβαλαν στήν Μεγαρίδα, αλλά καί από τούς εξορίστους ολιγαρχικούς παρενοχλούντο. Πράγματι οι συνωμότες εξουδετέρωσαν τήν Πελοποννησιακή φρουρά μέ τήν βοήθεια Αθηναίων καί τό λιμάνι τών Μεγαρέων Νύσσαια περιήλθε στά χέρια 4.000 Αθηναίων οπλιτών καί 700 ιππέων. Εν τώ μεταξύ στήν περιοχή ήρθε ο Σπαρτιάτης Βρασίδας καί Βοιωτοί πρός υπεράσπιση τών Μεγάρων καί συνολικά ανερχόταν στούς 6.000 οπλίτες. Η μάχη τελικά δέν έγινε, αφού οι Αθηναίοι υποχώρησαν, καί ο Βρασίδας έγινε δεκτός στά Μέγαρα, όπου άρχισαν καί διαβουλεύσεις. Μετά, οι μέν Αθηναίοι απεσύρθησαν ο δέ Βρασίδας γύρισε στήν Κόρινθο καί ετοίμαζε τήν εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Στά Μέγαρα οι συνωμότες θανατώθηκαν καί τό πολίτευμα μετετράπη σέ άκραν ολιγαρχία. Τό ίδιο θέρος Αθηναϊκά πλοία επιτέθηκαν κατά τής Αντάνδρου, πού ήταν ορμητήριο φυγάδων Μυτιληναίων καί τήν κατέλαβαν. Τόν ίδιο καιρό οι Αθηναίοι μέ τόν Δημοσθένη έφτασαν στήν Ναύπακτο μέ 40 πλοία καί αφού συγκέντρωσε στρατό Ακαρνάνων, οι οποίοι είχαν αναγκάσει καί τούς Οινιάδας νά ενταχθούν στήν Αθηναϊκή Συμμαχία, έπλευσε κατά τών Σίφων, παραλιακή Βοιωτική πόλη. Εν τώ μεταξύ ο Βρασίδας διήσχυσε τήν Θεσσαλία καί ήλθε στό Δίον, πόλη τής επικρατείας τού Περδίκκα. Ο Βρασίδας ήτο πολύ δραστήριος αλλά καί δίκαιος, γι” αυτό καί λίαν αγαπητός. Μάλιστα οι πολίτες τών διαφόρων πόλεων πιστεύοντες ο΄τι όλοι οι Σπαρτιάτες ήσαν σάν κι” αυτόν, είτε αποστατούσαν απ” τούς Αθηναίους πανδημεί, είτε παρέδιδαν τίς πόλεις στόν Βρασίδα μέ προδοσία. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τόν Βρασίδα υποκινητή τής εκστρατείας τού Βρασίδα καί τού κήρυξαν τόν πόλεμο. Από κοινού ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας εξεστράτευσαν κατά τού Αρραβαίου, γυιού τού Βρομερού, βασιλέως τών Λυγκηστών Μακεδόνων, ομόρων τού Περδίκκα. Εκεί ο μέν Περδίκκας ήθελε βιαίως καί άμεσα νά καταστρέψει τόν Αρραβαίο, αλλά ο συνετός Βρασίδας ήθελε πρώτα νά συνεννοηθεί μαζί του μήπως αποφευχθεί ο πόλεμος. Τελικά πρός μεγάλη δυσφορία τού Περδίκκα, ο Βρασίδας πράγματι συνεννοήθηκε μέ τόν Αρραβαίο καί η μάχη αποφεύχθηκε. Στήν συνέχεια ο Βρασίδας ήλθε κατά τής Ακάνθου. η οποία ήτο αποικία τών Ανδρίων. Εκεί οι πολίτες διηρέθηκαν σχετικά μέ τό άν έπρεπε νά τού ανοίξουν τίς πύλες ή όχι καί ο Βρασίδας τούς μήνυσε νά μήν αποφασίσουν πρίν τόν ακούσουν.
«… απάτη γάρ ευπρεπεί αίσχιον τοίς γε εν αξιώματι πλεονεκτήσαι ή βία εμφανεί. τό μέν γάρ ισχύος δικαιώσει, ήν η τύχη έδωκεν, επέρχεται, τό δέ γνώμης αδίκου επιβουλή…» (πράγματι, γιά όσους τουλάχιστον απολαμβάνουν τήν κοινήν εκτίμηση, είναι περισσότερο αισχρόν νά εξυπηρετούν τήν πλεονεξία μέ δολιότητα υπό εύσχημον κάλυμμα, παρά μέ φανερή βία. διότι η βία στηρίζεται στό δικαίωμα τής δυνάμεως, η οποία είναι δώρο τής τύχης, ενώ η δολία πολιτική στήν επιβουλή μοχθηρής διαθέσεως).
Πράγματι οι Ακάνθιοι άκουσαν τόν Βρασίδα καί αφού προέβησαν σέ φανερή ψηφοφορία αποφάσισαν νά αποστατήσουν απ” τούς Αθηναίους. Τούς ακολούθησαν μάλιστα τά Στάγειρα, αποικία κι αυτά τών Ανδρίων. Τόν επόμενο χειμώνα απέτυχε απόπειρα τού Δημοσθένη καί τού Ιπποκράτη νά αλώσουν τίσ Σίφες καί τήν Χαιρώνεια, λόγω εγκαίρου ενημερώσεως τών Βοιωτών. Έτσι ο Ιπποκράτης ήλθε στήν συνέχεια στό Δήλιον καί αφού τό εντείχισε, επέστρεφε στήν Αθήνα. Οι συγκεντρωθέντες Βοιωτοί όμως πείστηκαν απ” τόν Βοιωτάρχη Παγώνδα, νά επιτεθούν κατά τών Αθηναίων. Οι Βοιωτοί αριθμούσαν 7.000 οπλίτες, 10.000 ψιλούς, 1.000 ιππείς καί 500 πελταστές καί ισοπληθείς ήταν καί οι Αθηναίοι. Στήν μάχη πού ακολούθησε νίκησαν οι Βοιωτοί, οι οποίοι στήν συνέχεια αποσύρθηκαν στήν Τανάγρα, όπου σχεδίαζαν επίθεση κατά τού Δηλίου. Έτσι έστειλαν κήρυκα στούς Αθηναίους κι αφού τούς κατηγόρησαν ότι παραβίασαν τά κρατούντα στούς Έλληνες παραβιάζοντες ιερούς χώρους, τούς ζήτησαν νά φύγουν απ’τό Δήλιον, γιά νά τούς επιτρέψουν μετά νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς τους. Τελικά τό Δήλιον ανακατελήφθη απ” τούς Βοιωτούς 17 μέρες μετά τήν προηγηθείσα μάχη. Απ” τούς Βοιωτούς απωλέστηκαν περίπου 500, ενώ απ” τούς Αθηναίους 1.000 συμπεριλαμβανομένου καί τού ίδιου τού Ιπποκράτη. Τόν ίδιο καιρό κι ο Δημοσθένης υπέστη ήττα, όταν αποβιβάστηκε στήν Σικυώνα, αλλά καί στήν Θράκη ο Σιτάλκης πέθανε καί τόν διαδέχτηκε ο ανηψιός του Σεύθης. Τόν ίδιο χειμώνα ο Βρασίδας εξεστράτευσε κατά τής Αμφίπολης, στίς όχθες τού Στρυμώνα, η οποία ήτο αποικία τών Αθηναίων, ιδρυθείσα καί ονομασθείσα από τόν Άγνωνα, γυιό τού Νικίου. Έφτασε πολύ γρήγορα στήν ύπαιθρο τής πόλης, τήν οποία καί άρχισε νά διαρπάζει. Εν τώ μεταξύ οι Αμφιπολίτες ζήτησαν καί ήλθε πρός βοήθειά τους ο στρατηγός Θουκυδίδης (ο ιστορικός) μέ 7 πλοία πού ναυλοχούσαν στήν Θάσο, αποικία τών Παρίων. Ο Βρασίδας όμως πρόλαβε καί πέτυχε τήν προσάρτηση τής Αμφίπολης μέ ευνοϊκούς όρους γιά τούς Αμφιπολίτες.
9ο έτος
Στήν αρχή τής ανοίξεως Λακεδαιμόνιοι καί Αθηναίοι συνωμολόγησαν ανακωχή ενός έτους κατά τήν οποία διαπραγματευόταν τούς όρους διαρκεστέρας ειρήνης. Καί ενώ συνωμολογείτο η ανακωχή, ο Βρασίδας προσήρτησε καί τήν Σκιώνη, πόλη τής χερσονήσου τής Παλλήνης. Μετά μάλιστα τήν ομιλία του, ανάλογη μέ εκείνη πρός τούς Τορωναίους, οι Σκιωναίοι τού απέδωσαν πολλές τιμές θεωρώντας τον απελευθερωτή τής Ελλάδος. Οι Αθηναίοι όμως δέν δέχτηκαν τήν αποστασία τής Σκιώνης, όπως καί τής Μένδης, πού έγινε μετά δύο μέρες, θεωρούντες ότι πραγματοποιήθηκαν μετά τήν υπογραφή τής ανακωχής. Αλλά κι ο Βρασίδας δέν εννοούσε νά εγκαταλείψει τίς πόλεις αυτές. Έτσι οι μέν Αθηναίοι ετοιμάζονταν νά καταπλεύσουν σ” αυτές οργιζόμενοι πού ακόμα καί νησιώτες τολμούσαν νά τούς εγκαταλείψουν (η Σκιώνη ήτο σάν νησί αποκομένη από τήν υπόλοιπη ξηρά λόγω τού Ισθμού), ο δέ Βρασίδας ενίσχυσε τήν άμυνα αυτών μέ 500 Πελοποννησίους οπλίτες καί 300 Χαλκιδείς πελταστές υπό τόν Πολυδαμίδα. Στήν συνέχεια μαζί μέ τόν Περδίκκα εξεστράτευσαν κατά τών Λυγκηστών τού Αρραβαίου. Στήν μάχη πού έγινε μεταξύ τών πολυπληθών στρατευμάτων νίκησαν ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας καί ενώ ο πρώτος ήθελε νά συνεχίσει τίς λεηλασίες στήν χώρα τού Αρραβαίου, ο δεύτερος ανησυχούσε γιά τήν τύχη τής Μένδης καί ήθελε νά επιστρέψει. Καί ενώ συνέβαιναν αυτά οι Ιλλυριοί, τούς οποίους περίμενε ως συμμάχους ο Περδίκκας, τάχθηκαν μέ τό πλευρό τού Αρραβαίου, προκαλώντας πανικό στό στρατόπεδο τών Μακεδόνων, πού άρχισαν νά υποχωρούν ατάκτως. Ο Βρασίδας έμαθε τήν επομένη τά καθέκαστα καί αφού ενεψύχωσε τούς στρατιώτες του, άρχισε νά υποχωρεί μέ τάξη. Οι Ιλλυριοί, νομίσαντες ότι καί οι Λακεδαιμόνιοι τούς φοβήθηκαν, επεχείρησαν επανειλημμένως νά τούς επιτεθούν αλλά πάντα απεκρούοντο από τόν ευφυή σχηματισμό τών Σπαρτιατών. Έτσι χάρις στήν στρατηγική ιδιοφυϊα τού Βρασίδα, οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν νά φτάσουν στήν Άρνισα, η οποία ανήκε στήν επικράτεια τού Περδίκκα. Έκτοτε όμως ο τελευταίος καί λόγω τής οξύτατης δυσαρέσκειας τών Πελοποννησίων κατά τών Μακεδόνων, πού τούς εγκατέλειψαν στούς Ιλλυριούς, μισούσε τόν Βρασίδα καί ήθελε ν” απαλλαγεί απ” αυτόν. Πρός τούτο ήλθε σέ συνεννόηση μέ τούς Αθηναίους. Ο Βρασίδας εν τώ μεταξύ γύρισε στήν Τορώνη καί ησύχαζε, ενώ η Μένδη είχε ήδη πέσει στά χέρια τών Αθηναίων Νικία καί Νηκηράτου, κυρίως λόγω έριδος μεταξύ δημοκρατικών καί φιλολακώνων, η δέ Σκιώνη είχε αποκλειστεί απ” τούς Αθηναίους. Τό ίδιο θέρος οι Θηβαίοι κατεδάφισαν τό τείχος τών Θεσπιέων, τούς οποίους κατηγόρησαν ως Αττικίζοντας, εκάη δέ καί ο ναός τής Ήρας στήν Αργολίδα από αμέλεια τής ιέρειας Χρυσίδος, η οποία καί έφυγε φοβούμενη τούς Αργείους. Κατά τόν επακολουθήσαντα χειμώνα οι Αθηναίοι καί οι Λακεδαιμόνιοι λόγω τής ανακωχής έμεναν ήσυχοι. Οι Μαντινείς όμως καί οι Τεγεάτες μέ τούς εκατέρωθεν συμμάχους συνήψαν μάχη στό Λαοδάκειον τής Ορεσθίδος, αλλ” η νίκη υπήρξε αμφίβολος άν καί τά δύο στρατεύματα έστησαν τρόπαια. Στό τέλος τού ιδίου χειμώνα ο Βρασίδας εν καιρώ νυκτός έκανε μία απόπειρα νά καταλάβει τήν Ποτείδαια, έγινε όμως αντιληπτός καί αποτραβήχτηκε αμέσως.
Παρότι ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος, είχαν ανάγκη από μια ανάπαυλα και οι δύο πλευρές. Επιπλέον στις μάχες των τελευταίων χρόνων είχαν σκοτωθεί δύο σημαντικά πρόσωπα που αντίκεινται στην ειρήνη -ο Βρασίδας των Λακεδαιμονίων και ο Κλέων των Αθηναίων. Αυτό άφηνε το έδαφος ανοιχτό στην Αθήνα για τον Νικία και στη Σπάρτη για τον Πλειστοάνακτα, πρόσωπα που επιζητούσαν, πρόσκαιρη έστω, ειρήνη.
Οι δύο πόλεις υπέγραψαν την άνοιξη του 421 π.Χ. τη Νικίειο ειρήνη η οποία συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια μισού αιώνα. Με αυτήν, την οποία πάντως δεν αποδέχθηκε η Κόρινθος και αρκετές άλλες πόλεις, έληξε η πρώτη φάση του πολέμου και οι αντίπαλοι συμφωνήθηκε να επανέλθουν με εκατέρωθεν μικρές εξαιρέσεις, στα εδάφη που κατείχαν πριν το 431 π.Χ. Στην Αθήνα αναγνωριζόταν το δικαίωμα να διαχειρίζεται ως εσωτερική της υπόθεση τα των συμμάχων της με εξαίρεση τις λιγοστές πόλεις που κατονομάζονταν ως ανεξάρτητες. Εντούτοις, Αθήνα και Σπάρτη εξαρχής αποδείχτηκαν απρόθυμες να τηρήσουν τα συμφωνημένα.
Καί πράγματι κατάφερε ο Περικλής νά ανυψώσει τό ηθικό τών Αθηναίων πληρώνοντας κι αυτός ένα πρόστιμο. Δυστυχώς όμως επέζησε μόνο 2 έτη καί 6 μήνες απ” τήν έναρξη τού πολέμου. Έτσι οι Αθηναίοι στερήθηκαν έναν ικανότατο άνδρα πού μέ τήν ρητορικήν του δεινότητα αλλά καί τήν συνετή του πολιτική κατάφερνε νά πείθει πάντα τά πλήθη, πότε τήν αλαζονεία τους μετριάζοντας καί πότε τό ηθικό τους ανυψώνοντας. Μετά από αυτόν αναδείχτηκαν άνδρες, πού ενώ ήσαν ίσοι μεταξύ τους προσπαθούσαν νά ξεπεράσουν ο ένας τόν άλλο μέ πράξεις, πού άν πετύχαιναν θά ωφελούσαν λίγους, ενώ άν αποτύγχαναν θά έβλαπταν τή πόλη. Δέν ακολούθησαν τήν στρατηγική τού Περικλή σύμφωνα μέ τήν οποία θά νικούσαν μόνον άν σιγά – σιγά έφθειραν τόν αντίπαλο καί δέν διακινδύνευαν τήν πόλη.
Κατά τήν διάρκεια τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατέπλευσαν μέ 100 πλοία κατά τής Ζακύνθου, η οποία άν καί αποικία τών Αχαιών ήταν σύμμαχος τών Αθηναίων. Ερήμωσαν μεγάλο μέρος τού νησιού αλλά δέν κατάφεραν νά τούς αναγκάσουν σέ συνθηκολόγηση καί απέπλευσαν. Κατά τό τέλος τού ιδίου θέρους πρέσβεις πού εστάλησαν διά ξηράς πρός τόν Πέρση βασιλιά γιά νά ζητήσουν βοήθεια αλλά συνελήφθησαν απ” τόν γιό τού Σιτάλκη, παραδόθηκαν στούς Αθηναίους καί αυτοί τούς εφόνευσαν χωρίς δίκη. Τόν ίδιο καιρό 30 πλοία υπό τόν Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα προσέτρεξαν σέ βοήθεια εξορισθέντων Αμπρακιωτών, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη τους καί από κοινού μέ τούς Ακαρνάνες, υπό τήν προστασία τών οποίων είχαν τεθεί οι εξόριστοι, εξεδίωξαν τούς Αμπρακιώτες κι από τότε οι Ακαρνάνες ήταν σύμμαχοι τών Αθηναίων. Η σπουδαιότερη πόλη τού κράτους τών Αμφιλοχιτών ήταν τό Άργος (τό Αμφιλοχικόν) τό οποίον εκτίσθη απ” τόν Αμφίλοχο τόν γιό τού Αμφιαράου, βασιλιά τού Άργους. Στήν αρχή μάλιστα οι Αμπρακιώτες ζούσαν μαζί μέ τούς Αργείους. Αργότερα όμως εξανδραπόδισαν τούς τελευταίους κι έκτοτε χρονολογείται τό μίσος Αμπρακιωτών – Αργείων. Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα οι Αθηναίοι μέ τόν Φορμίωνα σταθμεύουν στή Ναύπακτο καί αποκλείουν τόν Κορινθιακό κόλπο, ενώ οι Ποτειδαιάτες παραδίδουν τήν πόλη τους υπό όρους στούς Αθηναίους στρατηγούς. Μερικοί Ποτειδαιάτες αναγκάστηκαν νά φάνε ανθρώπινο κρέας διαρκούσης τής πολιορκίας. Αλλά καί οι Αθηναίοι πολύ εταλαιπωρούντο καί καταξοδευόταν. Έτσι πέρασε καί τό 2ο έτος τού πολέμου.
3ο έτος
Κατά τό θέρος τού επομένου έτους οι Πελοποννήσιοι υπό τόν βασιλιά Αρχίδαμο εξεστράτευσαν κατά τών Πλαταιών καί παρά τίς προσπάθειες διά πρέσβεων νά αποτραπεί η σύγκρουσίς τους ενθυμούμενοι όρκους καί υποσχέσεις πού δόθηκαν επί Παυσανία μετά τήν περίφημη μάχη τών Πλαταιών, η σύγκρουσις επήλθε. Πλέον τού διμήνου προσπαθούσε ο Αρχίδαμος νά καταλάβει τήν πόλη χωρίς μάχες καί αφού δέν τό κατάφερε, προέβη σέ τακτική πολιορκία πού τήν ανέθεσε μετά τίς προετοιμασίες σέ 80 οπλίτες καί τούς Θηβαίους ενώ τό υπόλοιπο στράτευμα απήλθε. Αλλά καί οι Αθηναίοι τό ίδιο θέρος έκαναν αποτυχημένη εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Οι Λακεδαιμόνιοι τόν ίδιο καιρό παρακινούμενοι απ” τούς Αμπρακιώτες (Κορίνθιοι άποικοι) επεχείρησαν νά αποσπάσουν τούς Ακαρνάνες απ” τήν Αθηναϊκή Συμμαχία. Εξεστράτευσαν λοιπόν μαζί μέ Λευκάδιους, Αμπρακιώτες καί βαρβάρους Χάονες καί άλλους τής περιοχής κατά τής πόλης Στράτος χωρισμένοι όμως σέ τρείς ανεξαρτήτους φάλαγγες. Η επιχείρηση απέτυχε αφού οι βάρβαροι Χάονες θεώρησαν ότι μόνοι τους θά καταλάμβαναν τήν πόλη καί επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς. Ηττήθηκαν όμως απ” τούς Ακαρνάνες καί επιστρέφοντας συμμαζεύτηκαν στό στρατόπεδο τών Ελλήνων υπό τόν Λακεδαιμόνιο Κνήμο.
Έτσι ο Κνήμος παραιτήθηκε απ” τήν κατάληψη τής πόλης, αφού καί ο στόλος τών Κορινθίων δέν είχε φανεί, πού θά βοηθούσε κι αυτός στήν κατάληψη τής Ακαρνανίας. Πρός βοήθειά του είχαν έλθει μόνο απ” τήν πόλη τών Οινιάδων. Εν τώ μεταξύ καί ενώ ο στόλος τών Κορινθίων αποτελούμενος από 47 πλοία ήτο παρασκευασμένος γιά αποστολή σέ ξηρά, αναγκάστηκε νά ναυμαχήσει μέ τά 20 πλοία τού Αθηναίου Φορμίωνα πού φύλαγε τήν Ναύπακτο καί υπέστη πανωλεθρία. Τά διασωθέντα πλοία ήρθαν στήν Κυλήνη, όπου έφτασε καί ο Κνήμος μέ τούς «πεζικάριους». Από τήν Σπάρτη όμως έστειλαν συμβούλους τόν Βρασίδα καί άλλους καί ετοίμαζαν νέα ναυμαχία αφού συγκέντρωσαν νέο στόλο από 77 πλοία. Αλλά κι ο Φορμίων ζήτησε ενισχύσεις απ” τήν Αθήνα, η οποία τού έστειλε άλλα 20 πλοία, τά οποία όμως χρονοτριβούσαν στήν Κρήτη. Αφού οι αρχηγοί καί τών δύο παρατάξεων εμψύχωσαν μέ ομιλίες τους τούς στρατιώτες, μετά παρέλευσι 6-7 ημερών συγκρούστηκαν οι στόλοι μέ τήν μπλόφα τού Κνήμου, ότι θά καταπλεύσει στήν Ναύπακτο. Αρχικά οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν νά αποκλείσουν τά 9 απ” τά 20 Αθηναϊκά σκάφη αλλά απέτυχαν στήν άτακτη προσπάθεια νά κυνηγήσουν τά υπόλοιπα πλοία πού κατέφυγαν στήν Ναύπακτο. Έτσι τρόπαια έστησαν καί οι δύο πλευρές. Μετά ταύτα οι μέν Λακεδαιμόνιοι επανήλθαν στά ίδια, οι δέ Αθηναίοι ενισχύθηκαν μέ τά 20 πλοία πού ήλθαν εν τώ μεταξύ απ” τήν Κρήτη.
Στό τέλος τού ιδίου θέρους οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν ν” αποβιβαστούν στήν Σαλαμίνα καί νά συλλάβουν 3 πλοία, ενώ αρχικά σκόπευαν νά καταπλεύσουν στόν αφύλακτο έως τότε Πειραιά. Τόν ίδιο περίπου καιρό στίς αρχές τού χειμώνα, εξεστράτευσε ο Σιτάλκης, βασιλιάς τών Οδρυσών (Θράκες) μέ πολλά θρακικά φύλα (150.000 στρατιώτες) εναντίον τού Περδίκκα τής Μακεδονίας έχοντας μαζί του καί τόν Αμύντα, γιό τού Φιλίππου καί ανηψιό τού Περδίκκα. Παρά τό γεγονός ότι έμεινε περίπου ένα μήνα σέ Μακεδονία καί Χαλκιδική ερημώνοντας τίς χώρες, δέν κατάφερε τόν σκοπό του, νά ανατρέψει δηλαδή τόν Περδίκκα. Ο τελευταίος άλλωστε ήλθε σέ συνεννόηση μέ τόν Σεύθη, βασιλιά τών Σκυθών (;) στόν οποίο έδωσε τήν αδελφή του Στρατονίκη γιά σύζυγο μέ πολλή προίκα καί ο οποίος έπεισε τόν Σιτάλκη νά επιστρέψει, συνεπικουρούσης καί τής κακοκαιρίας. Τόν ίδιο χειμώνα η Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου εξεστράτευσε στήν Ακαρνανία υπό τόν Φορμίωνα μέ 400 Αθηναίους καί 400 Μεσσηνίους. Κατέπλευσε στόν Αστακό, προχώρησε δέ καί στό εσωτερικό αντικαθιστώντας τίς ηγεσίες μέ άλλους πού είχαν περισσότερη εμπιστοσύνη. Κατά τών Οινιαδών, πού μόνοι απ” τούς Ακαρνάνες ήταν παραδοσιακά εχθροί τών Αθηναίων δέν επεχείρησαν εκστρατεία, διότι κατά τόν χειμώνα ο Αχελώος καθιστά τήν πόλη απόρθητο μέ τά έλη πού δημιουργεί. Έτσι γύρισαν στήν Ναύπακτο καί τήν άνοιξη έπλευσαν στήν Αθήνα. Έτσι έληξε τό τρίτο έτος τού πολέμου.
4ο έτος
Τό επόμενο θέρος οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν στήν Αττική καί εδήωναν τήν περιοχή μέχρις ότου εξαντλήθηκαν τά αποθέματά τους, οπότε επέστρεψαν στήν χώρα τους. Μετά τήν απόσυρσή τους επανεστάτησαν οι Λέσβιοι, πλήν τής Μυθήμνης, κατά τών Αθηναίων καί οι τελευταίοι απέκλεισαν ναυτικά τήν νήσο. Τήν ίδια εποχή εξεστράτευσε κατά τών Οινιαδών ο γυιός τού Φορμίωνος Ασώπιος συγκαλέσας γενική επιστράτευση τών Ακαρνάνων. Απέτυχε όμως νά υποτάξει τήν πόλη καί κατέπλευσε στήν Λευκάδα, όπου καί έκανε απόβαση. Επιστρέφοντας όμως στά πλοία σκοτώθηκε μαζί μέ άλλους στρατιώτες κι έτσι οι Αθηναίοι απέπλευσαν καί μετά από αυτή τήν αποτυχία. Εν τώ μεταξύ Λέσβιοι πρέσβεις έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί τούς συμμάχους τους νά δεχτούν στήν συμμαχία τους καί τήν Μυτιλήνη. Κατά προτροπή μάλιστα αυτών εισέβαλαν ξανά στήν Αττική καί ετοιμαζόταν γιά επίθεση κατά τών Αθηνών από ξηρά καί θάλασσα. Οι σύμμαχοί τους όμως εβράδυναν καί ήταν απρόθυμοι νά βοηθήσουν αφού ήταν απασχολημένοι μέ τήν συγκομιδή τών καρπών. Οι Αθηναίοι όμως αντελήφθησαν τίς προετοιμασίες καί έκαναν επίδειξη δυνάμεως μέ 100 τριήρεις πού έπλευσαν στόν Ισθμό κι έκαναν αποβάσεις κατά βούληση. Εκείνη τήν εποχή οι Αθηναίοι διατηρούσαν πανίσχυρο στόλο εκ 250 τριήρεων, αλλ” είχαν εξαντλήσει καί τό ταμείο τους γιά τήν συντήρησή του. Οι Σπαρτιάτες κατόπιν τούτων αποθαρρύνθηκαν καί γύρισαν πίσω. Αργότερα όμως πάλι ετοίμασαν στόλο γιά νά τόν στείλουν στήν Λέσβο. Εν τώ μεταξύ οι Μυτιληνιοί εξεστράτευσαν κατά τής Μηθύμνης, αλλ” απέτυχαν νά τήν καταλάβουν κι έφυγαν. Εν συνεχεία καί οι Μηθύμνιοι κατέπλευσαν κι επιχείρησαν νά αλώσουν τήν Άντισσα, αλλ” απέτυχαν καί αυτοί. Αφού έμαθαν αυτά οι Αθηναίοι έστειλαν τόν Πάχητα στρατηγό μέ 10.000 στρατιώτες κι απέκλεισαν τήν Μυτιλήνη καί από ξηράς.
Κατά τήν διάρκεια τού χειμώνα, μία ασέληνη καί βροχερή νύκτα 212 Πλαταιείς κατώρθωσαν νά διαφύγουν τής πολιορκίας τών Σπαρτιατών καί Βοιωτών καί νά φτάσουν στήν Αθήνα. Αλλά καί οι Αθηναίοι είχαν μιά αποτυχία αφού στόλος 13 πλοίων πού μάζευε φόρους γιά τό ταμείο υπέστη επίθεση απ” τούς Κάρες κοντά στόν Μαίανδρο ποταμό καί διεφθάρει. Πρός τό τέλος τού χειμώνα ήρθε μέ πολεμικό πλοίο ο Λακεδαιμόνιος Σάλαιθος καί μπήκε στήν Μυτιλήνη κρυφά καί ενεθάρρυνε τούς Μυτιληναίους λέγοντάς τους ότι επίκειται αφ” ενός επιδρομή Σπαρτιατών στήν Αττική καί αφ” ετέρου αναμένονται στήν Μυτιλήνη 40 συμμαχικά πλοία. Έτσι έληξε καί τό τέταρτο έτος τού πολέμου.
Τό επόμενο θέρος πράγματι εισέβαλαν ξανά στήν Αττική οι Λακεδαιμόνιοι καί δενδροτομούσαν εκ νέου τήν περιοχή κάνοντας τούς Αθηναίους νά υποφέρουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τά 40 πλοία όμως υπό τόν Αλκίδα εβράδυναν νά πλεύσουν στήν Μυτιλήνη, η οποία αναγκάστηκε νά συνθηκολογήσει μέ τόν Πάχητα παρά τίς προσπάθειες τού Σάλαιθου νά τούς πείσει νά επιχειρήσουν έξοδο πολεμώντας. Έτσι ο Αλκίδας αφού δέν πείστηκε ούτε νά πλεύσει πλέον στήν Μυτιλήνη καί νά επιχειρήσει ανακατάληψη, ούτε τούς Ίωνες νά προσεταιριστεί αποστερώντας τούς Αθηναίους από τήν καλύτερη πηγή προσόδων, αποφάσισε νά γυρίσει πίσω άπρακτος. Ο Πάχης απ” τήν άλλη, αφού κατέπλευσε στόν λιμένα τών Κολοφωνίων Νότιον, τούς απήλλαξε από βαρβάρους καί Αργείους πού είχαν κυριεύσει τήν άνω πόλη. Εν συνεχεία γύρισε στήν Μυτιλήνη κι αφού κράτησε μέρος τής δύναμής του, τούς υπόλοιπους έστειλε στήν Αθήνα, μαζί μέ τόν Σάλαιθο καί τούς υπόλοιπους αιχμαλώτους γιά τήν τύχη τών οποίων θ” αποφάσιζε η Αθήνα, σύμφωνα μέ τούς όρους συνθηκολόγησης. Πράγματι οι Αθηναίοι εκτέλεσαν αμέσως τόν Σάλαιθο, γιά τούς άλλους δέ αποφάσισαν παρασυρόμενοι απ” τόν Κλέωνα καί αυτούς νά θανατώσουν αλλά καί στούς υπόλοιπους Μυτιληνιούς νά επιφέρουν τόν όλεθρο εκδικούμενοι τήν αποστασία τους. Πρός τούτο έστειλαν αγγελιαφόρο στόν Πάχητα. Όμως σύντομα μεταμελήθηκαν καί συνεκάλεσαν τόν Δήμο νά αποφασίσει εκ νέου. Αυτή τή φορά ο Κλέων δέν κατάφερε νά τούς πείσει, αλλ” οι Αθηναίοι πείστηκαν απ” τόν Διόδοτο, πού συνεβούλευε νά θανατωθούν μόνο οι υπαίτιοι τής αποστασίας.
Τό ιδιο θέρος οι Αθηναίοι υπό τόν Νικία κατέλαβον τήν νήσο Μινώα έμπροσθεν τών Μεγάρων, αλλά καί οι Πλαταιείς μή αντέχοντες τήν πείνα αποφάσισαν νά παραδοθούν στούς Λακεδαιμονίους, οι οποίοι τούς υποσχέθηκαν δίκη. Πραγματι ήρθαν δικαστές από τήν Σπάρτη, αλλ” αυτοί δέν απηύθυναν κάποια κατηγορία στούς Πλαταιείς αλλ” απλώς τούς ρώτησαν άν προσέφεραν στόν παρόντα πόλεμο καμμιά υπηρεσία στούς Σπαρτιάτες ή τούς συμμάχους τους. Οι Πλαταιείς πήραν όμως τόν λόγο καί μακρυγόρησαν αναφερόμενοι στίς υπηρεσίες αυτών έναντι τού Παυσανία καί τών λοιπών Ελλήνων υπομημνίσκοντας τήν στάση αυτών όσο καί τών Θηβαίων κατά τά Περσικά. Τόν λόγο πήραν καί οι Θηβαίοι πού ανάμεσα στά άλλα υποστήριξαν ότι δέν «μήδισε» όλη η πόλη κατά τούς πολέμους εκείνους αλλά μόνο οι δεσπότες (τύραννοι), οι οποίοι καταδυνάστευαν καί τόν δήμο αποβλέποντες σέ ίδιον όφελος.
Βιβλίο Γ΄
Τελικά οι Σπαρτιάτες θανάτωσαν τούς 200 Πλαταιείς καί τούς 25 Αθηναίους πού συνεπολιορκούντο. Τήν πόλη παρέδωσαν γιά ένα χρόνο σέ εξορίστους Μεγαρείς καί αργότερα τήν κατέσκαψαν. Απ” τά υλικά κατεδάφισης έκτισαν ναό στήν Ήρα καί ξενώνα. Εν τώ μεταξύ τά 40 πλοία πού προοριζόταν γιά τήν Μυτιλήνη αφού ταλαιπωρήθηκαν διωκώμενα από Αθηναϊκά αλλά καί από τρικυμίες έφτασαν στήν Κυλήνη όπου βρήκαν άλλα 13 τών Λευκαδίων καί τών Αμπρακιωτών. Έτσι 53 πλοία υπό τόν Αλκίδα καί τόν Βρασίδα κατέπλευσαν στήν Κέρκυρα όπου θέλησαν νά επωφεληθούν τού εμφυλίου σπαραγμού πού επικρατούσε εκεί. Πράγματι ο εμφύλιος μεταξύ φιλολακώνων ολιγαρχικών καί φιλοαθηναίων δημοκρατικών υποδαυλίστηκε απ” τούς αιχμαλώτους Κερκυραίους πού είχαν συλληφθεί κατά τά γεγονότα τής Επιδάμνου καί αφέθηκαν τώρα ελεύθεροι ακριβώς μ” αυτή τήν ελπίδα. Νά εργαστούν δηλαδή γιά τά συμφέροντα τών Πελοποννησίων. Έτσι τελικά επικράτησε ένας φοβερά ανθρωποκτόνος εμφύλιος σπαραγμός. Τά Πελοποννησιακά πλοία νίκησαν σέ ναυμαχία τά 60 Κερκυραϊκά καί τά 13 Αθηναϊκά πού στάθμευαν στήν Ναύπακτο καί αφού συνέλαβαν 13 πλοία καί προέβησαν σέ ερημώσεις τής απέναντι στεριάς, απέπλευσαν επί τά ίδια. Μέ τό πού αντελήφθησαν αυτό οι Κερκυραίοι καί μέ τήν ασφάλεια πού τούς παρείχαν 60 νέα Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Ευρυμέδοντα πού έπλευσαν εκεί μετά όμως τόν απόπλου τών Πελοποννησίων, άρχισαν νά θανατώνουν τούς ολιγαρχικούς. 500 απ” τούς τελευταίους διεκπεραιώθηκαν στήν απέναντι στεριά, κι από “κεί, όταν έφυγε ο Αθηναϊκός στόλος, εξορμούσαν κατά τής Κερκύρας, η οποία άρχισε νά υποφέρει από πείνα. Αργότερα πέρασαν μόνιμα στό νησί καί αφού οχυρώθηκαν στό όρος Ιστώνη, έγιναν κύριοι τής υπαίθρου.
6ο έτος
Το θέρος πού ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από σεισμούς πού δημιούργησαν παλιρροϊκά κύματα και έπληξαν την πόλη των Οροβιών τής Ευβοίας, τήν νήσο Αταλάντη απέναντι απ” τούς Οπουντίους Λοκρούς καί τήν Πεπάρηθο. Ως πρός τίς επιχειρήσεις στήν Σικελία οι Αθηναίοι υπέταξαν τήν Μεσσήνη, καταπλεύσαντες στήν Μήλο υπό τόν Νικία απέτυχαν νά τήν προσαρτήσουν στήν Συμμαχία τους καί κατευθυνθέντες στόν Ωρωπό απεβίβασαν στρατιώτες πού συνήψαν νικηφόρες μάχες μέ τούς Ταναγραίους καί λίγους Θηβαίους. Τόν ίδιο καιρό ίδρυσαν οι Λακεδαιμόνιοι τήν Ηράκλεια στήν Τραχίνια, επειδή θεωρούσαν τήν θέση στρατηγική σέ σχέση μάλιστα μέ τήν Εύβοια. Δέν επέπρωτο όμως νά ακμάσει, διότι καί συνεχώς επολεμείτο απ” τούς Θεσσαλούς πού φοβούντο τήν ανάπτυξή της, αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι άρχοντες ήταν καταπιεστικοί καί συνέτειναν στήν φθορά τής πόλης. Τό ίδιο θέρος 30 Αθηναϊκά πλοία υπό τόν Δημοσθένη πού περιέπλεαν τήν Πελοπόννησο, κατέπλευσαν στούς Λευκαδίους υποστηριζόμενοι απ” όλους τούς Ακαρνάνες, πλήν τών Οινιάδων, καί Κεφαλήνες καί Κερκυραίους. Δέν πείστηκαν όμως απ” τούς Ακαρνάνες νά περιτειχίσουν τήν πόλη τής Λευκάδος καί νά τήν αλώσουν οριστικά. Αντίθετα πείστηκαν απ” τούς Μεσσηνίους τής Ναυπάκτου νά εκστρατεύσουν κατά τών Αιτωλών, οι οποίοι ήταν ψηλοί καί ωκύποδες συμπεριλαμβανομένων καί τών ωμοφάγων Ευρυτάνων πού μιλούσαν δυσνόητη γλώσσα. Η εκστρατεία όμως απέβη ολέθρια γιά τούς Αθηναίους, τούς οποίους αρνήθηκαν νά βοηθήσουν οι Ακαρνάνες εκδηλώνοντας μ” αυτό τόν τρόπο τήν δυσφορία τους πού δέν εισακούστηκαν ως πρός τήν Λευκάδα. Στήν συνέχεια οι Αιτωλοί έπεισαν τούς Λακεδαιμονίους καί οι τελευταίοι έστειλαν 3000 οπλίτες απ” τούς συμμάχους τους υπό τόν Σπαρτιάτη Ευρύλοχο καί εδήωναν τήν περιοχή τής Ναυπάκτου, κατέλαβαν μάλιστα καί τό Μολείριον (Αντίριον) πού ήταν αποικία τών Κορινθίων, καί απειλούσαν μάλιστα καί τήν Ναύπακτο. Όμως ο Δημοσθένης έπεισε αυτή τή φορά τούς Ακαρνάνες καί 1000 οπλίτες απ” αυτούς εισήλθαν στήν πόλη καί τήν έσωσαν ενισχύοντάς την. Ο Ευρύλοχος όταν έμαθε τά νέα αυτά ήλθε στήν Πλευρώνα καί Καλυδώνα καί περίμενε τούς Αμπρακιώτες, όπως είχε συνεννοηθεί μαζί τους, γιά νά επιτεθεί κατά τών Ακαρνάνων καί συγκεκριμμένα εναντίον τού Αμφιλοχικού Άργους. Τόν χειμώνα οι Αθηναίοι τής Σικελίας έκαναν μιά αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης τής Ακροπόλεως τής Ινήσσης, πού κατείχαν οι Συρακούσιοι καί μετά γύρισαν καί δήωναν τήν Λοκρίδα. Τόν ίδιο χειμώνα έγινε καθαρμός τής Δήλου καί δέν επετρέπετο πλέον ούτε νά γενιέται κανείς στό ιερό νησί, ούτε καί νά πεθαίνει. Καθιερώθηκαν καί πανηγύρεις κάθε πενταετία μέ οργάνωση καί ιπποδρομιών. Ταυτόχρονα ο Ευρύλοχος, πού στρατοπέδευε στήν Πλευρώνα, μέ 3.000 οπλίτες διέσχισε όλη τήν Ακαρνανία καί ενώθηκε μέ τούς Αμπρακιώτες, πού είχαν καταλάβει τήν πόλη Όλπη καί ετοιμαζόταν νά επιτεθούν κατά τού Άργους. Στήν μάχη πού διεξήχθη μετά από λίγες μέρες, νίκησαν οι Ακαρνάνες πού υποστηρίζονταν απ” τούς Αθηναίους υπό τόν Δημοσθένη ενώ οι Λακεδαιμόνιοι μέ τούς Αμπρακιώτες υπέστησαν πανωλεθρία, ο ίδιος δέ ο Ευρύλοχος σκοτώθηκε. Υπήρξε καί αυτή μία απ” τίς φονικότερες μάχες τού μέχρι τώρα πολέμου. Εν τώ μεταξύ οι Ακαρνάνες δέν επεχείρησαν άλωση τής Αμπρακίας πού θά τήν κατελάμβαναν μέ τόν πρώτο αλαλαγμό, φοβούμενοι μήπως οι Αθηναίοι καταστούν γι” αυτούς χειρότεροι γείτονες απ” τούς Αμπρακιώτες. Μετά ταύτα ο Δημοσθένης γύρισε στήν Αθήνα, ενώ οι Ακαρνάνες συνωμολόγησαν 100ετή συνθήκη ειρήνης μέ τούς Αμπρακιώτες, σύμφωνα μέ τήν οποία δέν υποχρεούντο νά συμπράττουν στούς επιθετικούς πολέμους εναντίον Λακεδαιμονίων ή Αθηναίων, όφειλαν όμως νά βοηθούνται αμοιβαίως αμυντικά. Τόν ίδιο χειμώνα ο Αθηναϊκός στόλος στήν Σικελία ενήργησε απόβαση στήν Ιμέρα αλλά καί στίς νήσους τού Αιόλου. Έστειλαν μάλιστα καί άλλα 40 πλοία στήν Σικελία. Κατά τήν αρχή τής ανοίξεως εξερράγη καί τό ηφαίστειο τής Αίτνας, 50 χρόνια μετά τήν προηγούμενη έκρηξη, καί κατέστρεψε μέρος τής χώρας τών Καταναίων. Έτσι συμπληρώθηκε καί τό 6ο έτος τού πολέμου.
7ο έτος
Τό επόμενο θέρος εισέβαλαν οι Συρακούσιοι μέ 10 πλοία καί άλλα τόσα οι Λοκροί στήν Μεσσήνη καί τήν απέσπασαν απ” τήν Αθήνα. Ταυτόχρονα οι Λοκροί εισέβαλαν μέ πεζικό στό Ρήγιο καί αφού τό δήωσαν απήλθαν. Ήδη από τό τέλος τής ανοίξεως οι Λακεδαιμόνιοι υπό τόν Άγι, τόν γυιό τού Αρχιδάμου, είχαν εισβάλει στήν Αττική καί τήν εδενδροτόμουν. Οι Αθηναίοι απ” τήν άλλη έστειλαν τά 40 πλοία γιά τήν Σικελία αφού περνούσαν όμως πρώτα απ” τήν Κέρκυρα. Περιπλέοντας όμως τήν Πελοπόννησο ο Δημοσθένης, πού ήταν ένας εκ τών επί κεφαλής, πρότεινε ν” αποβιβαστούν στήν Πύλο καί νά εντειχίσουν τό χωρίο. Έτσι καί έγινε τελικά παρά τήν διαφωνία τών άλλων συνεπικουρούντος καί τού κακού καιρού. Έτσι οχύρωσαν τήν Πύλο κι έμεινε εκεί ο Δημοσθένης μέ 5 πλοία, ενώ οι άλλοι συνέχισαν πρός Κέρκυρα καί Σικελία. Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν τά περί τής Πύλου, επέστρεψαν απ” τήν Αττική, όπου είχαν παραμείνει μόνο 15 μέρες. Ταυτόχρονα ο στρατηγός τών Αθηναίων Σιμωνίδης κατέλαβε τήν Ηιόνα στήν Θράκη. Καί ενώ οι Λακεδαιμόνιοι ετοίμαζαν τήν επιδρομή κατά τής Πύλου καί απεβίβασαν καί στρατιώτες στήν νήσο Σφακτηρία, ο Δημοσθένης ειδοποίησε τόν στόλο πού κατεθυνόταν υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα πρός τήν Κέρκυρα νά γυρίσουν στήν Πύλο αποστέλλοντας δύο πλοία. Αλλά καί οι Λακεδαιμόνιοι προσεκάλεσαν τήν μοίρα τών 60 πλοίων πού ήταν στήν Κέρκυρα. Έτσι άρχισαν οι συγκρούσεις πού τελικά απέβησαν σέ βάρος τών Σπαρτιατών, αφού εν τώ μεταξύ προσήλθε κι ο Αθηναϊκός στόλος ενισχυμένος σέ 70 πλοία. Η συμφορά πού έπαθαν οι Λακεδαιμόνιοι ήταν τέτοια, πού όταν έμαθαν στήν Σπάρτη οι αρχηγοί τους τά νέα, θέλησαν νά “ρθούν επί τόπου οι ίδιοι γιά νά διαπιστώσουν τήν πραγματικότητα.
Προκειμένου δέ νά σώσουν τούς στρατιώτες τους πού ήταν αποκλεισμένοι στήν Σφακτηρία, ζήτησαν ανακωχή απ” τούς Αθηναίους σύμφωνα μέ τήν οποία τούς παρέδοσαν τά πλοία τους μέχρις ότου θά γύριζαν οι πρέσβεις πού θά έστελναν στήν Αθήνα γιά νά διαπραγματευτούν όρους ειρήνης. Πράγματι οι πρέσβεις ήλθαν στήν Αθήνα αλλά τελικά δέν συμφώνησαν στούς όρους τής ειρήνης, αφού ο δημαγωγός Κλέων πού είχε μεγάλη επιρροή στό λαό, θεωρώντας ότι βρίσκεται σέ θέση ισχύος, δέν διευκόλυνε τήν κατάσταση. Έτσι οι πρέσβεις γύρισαν πίσω άπρακτοι, οι Αθηναίοι όμως δέν επέστρεφαν τά πλοία στούς Λακεδαιμονίους καί οι συγκρούσεις ξανάρχισαν. Παράλληλα στήν Σικελία οι Συρακούσιοι συγκέντρωσαν στόλο στήν Μεσσήνη, τήν οποία ήδη χρησιμοποιούσαν σάν βάση καί ήθελαν νά ναυμαχήσουν μέ τά Αθηναϊκά πλοία στό Ρήγιο, πρίν έρθουν κι αυτά πού πολιορκούσαν τήν Σφακτηρία. Πράγματι έγινε μιά ναυμαχία στό στενό (Χάρυβδη) μεταξύ Σικελίας καί Ιταλίας (Μεσσήνη – Ρήγιον) ανάμεσα σέ 30 πλοία τών Συρακουσίων καί 24 Αθηναϊκών – Ρηγίων καί νίκησαν οι Αθηναίοι. Αλλά όταν οι Αθηναίοι θέλησαν νά επιτεθούν στήν Μεσσήνη αποκρούστηκαν. Έτσι έπλευσαν πρός τήν Καμάρινα, η οποία επρόκειτο νά παραδοθεί απ” τόν Αρχία στούς Συρακουσίους. Αλλά καί οι Μεσσήνιοι εξεστράτευσαν κατά τής γειτονικής Νάξου, αποικίας τών Χαλκιδέων, καί άρχισαν νά δηώνουν τήν περιοχή. Στήν συνέχεια όμως τούς αντεπιτέθηκαν οι Νάξιοι βοηθούμενοι κι απ” τούς ντόπιους βαρβάρους καί τούς έτρεψαν σέ φυγή. Εναντίον τής Μεσσήνης ήλθαν πάλι οι Αθηναίοι γιά νά βοηθήσουν τούς Λεοντίνους, τούς οποίους νικούσαν οι Μεσσήνιοι, έκλεισαν τούς τελευταίους στήν πόλη τους καί γύρισαν στό Ρήγιο. Στήν συνέχεια γινόταν εχθροπραξίες μεταξύ τών διαφόρων πόλεων διά ξηράς, χωρίς τήν συμμετοχή Αθηναίων.
Οι τελευταίοι τούς παρήγγειλαν νά αποφασίσουν οι ίδιοι χωρίς όμως νά κάνουν κάτι ατιμωτικό. Αιχμαλωτίστηκαν 292 από τούς 420 στρατιώτες τής Σφακτηρίας. Η πολιορκία είχε κρατήσει 72 μέρες καί ο Κλέων, μολονότι κανείς δέν τό είχε πιστεύσει, πραγματοποίησε τήν υπόσχεσή του. Μετά ταύτα καί οι δύο στρατοί απεσύρθησαν από τήν Πύλο. Μεγάλη κατάπληξη δέ προκάλεσε στούς Έλληνες τό γεγονός τής αιχμαλωσίας τών Σπαρτιατών, γιατί οι τελευταίοι τούς είχαν συνηθήσει ή νά νικούν ή νά φονεύονται άπαντες. Εν τώ μεταξύ οι Μεσσήνιοι τής Ναυπάκτου έστησαν φρουρά στήν Πύλο, τήν οποία θεωρούσαν άλλωστε δική τους, καί πολλοί Είλωτες αυτομολούσαν, οι δέ Λακεδαιμόνιοι άρχισαν νά ανησυχούν, αλλά δέν πετύχαιναν τίποτε μέ πρεσβείες πού έστελναν στήν Αθήνα. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 80 πλοία υπό τόν Νικία έκαναν απόβαση καί συνήψαν μάχη στόν Ισθμό μέ τούς Κορινθίους. Νίκησαν οι Αθηναίοι αλλά όταν διαπίστωσαν ότι ερχόταν κι άλλοι πρός βοήθεια τών Κορινθίων, επεβιβάστηκαν στά πλοία κι έφυγαν αφού πρώτα έστησαν τρόπαιο, περισυνέλεξαν τούς νεκρούς τους καί σκύλεψαν τούς αντιπάλους τους. Εν συνεχεία προέβαιναν σέ ληστρικές επιδρομές σέ Επίδαυρο, Τροιζήνα καί Αλιάδα, μέχρι πού απομόνωσαν τά Μέθανα απ” τήν ξηρά μέ τείχος, κι άφησαν εκεί φρουρά. Μετά γύρισαν στά ίδια. Τήν ίδια εποχή η Αθηναϊκή μοίρα υπό τόν Σοφοκλή καί Ευρυμέδοντα κατευθύνθηκε πρός τήν Σικελία. Περνώντας απ” τήν Κέρκυρα κατώρθωσε νά αιχμαλωτίσει τούς Κερκυραίους ολιγαρχικούς πού ήταν στήν Ιστώνη καί κυριαρχούσαν στήν ύπαιθρο, καί αφού τούς παρέδωσε στούς δημοκρατικούς, εκείνοι τούς εξόντωσαν δολίως. Έτσι ο εμφύλιος στήν Κέρκυρα σταμάτησε, αφού οι εναπομείναντες ολιγαρχικοί ήσαν ευάριθμοι καί ανάξιοι λόγου. Ακολούθως ο στόλος ήρθε στήν Σικελία όπου προέβαινε σέ εχθροπραξίες. Πρός τό τέλος τού θέρους οι Ακαρνάνες μέ τήν Αθηναϊκή φρουρά τής Ναυπάκτου κυρίευσαν τό Ανακτόριο πού ανήκε στήν Κόρινθο καί τού λοιπού κατοικείτο από Ακαρνάνες. Τόν επόμενο χειμώνα οι Αθηναίοι έτυχε νά συλλάβουν τόν Πέρση Αρταφέρνη, πού κόμιζε επιστολή στήν Σπάρτη, καί τόν έστειλαν μέ πρέσβεις στήν Έφεσο γιά προώθηση δικών τους συμφερόντων. Επειδή όμως τότε είχε πεθάνει ο Αρταξέρξης, ο γυιός τού Ξέρξη, οι πρέσβεις γύρισαν άπρακτοι πίσω. Τήν ίδια εποχή κι οι Χίοι γκρέμισαν τό τείχος κατ” εντολήν τών Αθηναίων, πού φοβόταν μήπως αποστατήσουν. Έτσι έληξε καί τό 7ο έτος τού πολέμου.
8ο έτος
Τό επόμενο θέρος συνέβη σεισμός καί σημειώθηκε μερική έκλειψις ηλίου. Οι εξόριστοι Μυτιληνοί υποστηριζόμενοι καί από Πελοποννησίους κατέλαβαν τήν Άντανδρο καί από “κεί επετίθετο στήν απέναντι Μυτιλήνη καί στίς Αιολικές πόλεις τής ξηράς. Τό ίδιο θέρος οι Αθηναίοι μέ 60 πλοία υπό τόν Νικία κατέλαβαν τά Κήθυρα, τά οποία εκατοικούντο από Λακεδαιμονίους καί εκυβερνώντο απ” τόν Κηθυροδίκη πού εστέλλετο κατ” έτος. Από “κεί επί μίαν επραγματοποίουν αποβάσεις καί δηώσεις στά παράλια τής Λακωνικής, στίν Ασίνη καί τό Έλος. Στήν συνέχεια δήωναν τά παράλια μέχρι τήν Επίδαυρο. Κυρίευσαν δέ καί τήν Θουρία, πόλη τής Κυνουρίας, πού είχαν παραχωρήσει οι Λακεδαιμόνιοι στούς Αιγινήτες, οι οποίοι καί θανατώθηκαν. Εν τώ μεταξύ στήν Γέλα τής Σικελίας είχαν έλθει πρέσβεις απ” όλες τίς πόλεις καί συνδιαλέγοντο. Ο Συρακούσιος Ερμοκράτης επεσήμανε τούς κινδύνους πού διατρέχει από τούς Αθηναίους όλη η Σικελία.
… πέφυκε γάρ τό ανθρώπειον διά παντός άρχειν μέν τού είκοντος (υποκύπτοντος), φυλάσσεσθαι δέ τό έπιον (επιδρομέα)…
Τελικά οι Σικελιώτες πείστηκαν απ” τόν Ερμοκράτη καί συνήψαν μεταξύ τους ειρήνη. Οι σύμμαχοι δέ τών Αθηναίων ενημέρωσαν τούς τελευταίους καί αυτοί απέπλευσαν απ” τήν Σικελία. Όταν όμως έφτασαν στήν Αθήνα, οι Αθηναίοι εξόρισαν τούς στρατηγούς Πυθόδωρο καί Σοφοκλή ενώ στόν Ευρυμέδοντα επέβαλαν χρηματική ποινή μέ τήν κατηγορία ότι δέν κυρίευσαν τήν Σικελία, επειδή τάχα δωροδοκήθηκαν. Τό ι΄διο θέρος οι δημοκρατικοί Μεγαρείς αποφάσισαν νά παραδώσουν τήν πόλη τους στούς Αθηναίους καί επειδή καταπιεζόταν απ” αυτούς, αφού δίς τού έτους εισέβαλαν στήν Μεγαρίδα, αλλά καί από τούς εξορίστους ολιγαρχικούς παρενοχλούντο. Πράγματι οι συνωμότες εξουδετέρωσαν τήν Πελοποννησιακή φρουρά μέ τήν βοήθεια Αθηναίων καί τό λιμάνι τών Μεγαρέων Νύσσαια περιήλθε στά χέρια 4.000 Αθηναίων οπλιτών καί 700 ιππέων. Εν τώ μεταξύ στήν περιοχή ήρθε ο Σπαρτιάτης Βρασίδας καί Βοιωτοί πρός υπεράσπιση τών Μεγάρων καί συνολικά ανερχόταν στούς 6.000 οπλίτες. Η μάχη τελικά δέν έγινε, αφού οι Αθηναίοι υποχώρησαν, καί ο Βρασίδας έγινε δεκτός στά Μέγαρα, όπου άρχισαν καί διαβουλεύσεις. Μετά, οι μέν Αθηναίοι απεσύρθησαν ο δέ Βρασίδας γύρισε στήν Κόρινθο καί ετοίμαζε τήν εκστρατεία στήν Χαλκιδική. Στά Μέγαρα οι συνωμότες θανατώθηκαν καί τό πολίτευμα μετετράπη σέ άκραν ολιγαρχία. Τό ίδιο θέρος Αθηναϊκά πλοία επιτέθηκαν κατά τής Αντάνδρου, πού ήταν ορμητήριο φυγάδων Μυτιληναίων καί τήν κατέλαβαν. Τόν ίδιο καιρό οι Αθηναίοι μέ τόν Δημοσθένη έφτασαν στήν Ναύπακτο μέ 40 πλοία καί αφού συγκέντρωσε στρατό Ακαρνάνων, οι οποίοι είχαν αναγκάσει καί τούς Οινιάδας νά ενταχθούν στήν Αθηναϊκή Συμμαχία, έπλευσε κατά τών Σίφων, παραλιακή Βοιωτική πόλη. Εν τώ μεταξύ ο Βρασίδας διήσχυσε τήν Θεσσαλία καί ήλθε στό Δίον, πόλη τής επικρατείας τού Περδίκκα. Ο Βρασίδας ήτο πολύ δραστήριος αλλά καί δίκαιος, γι” αυτό καί λίαν αγαπητός. Μάλιστα οι πολίτες τών διαφόρων πόλεων πιστεύοντες ο΄τι όλοι οι Σπαρτιάτες ήσαν σάν κι” αυτόν, είτε αποστατούσαν απ” τούς Αθηναίους πανδημεί, είτε παρέδιδαν τίς πόλεις στόν Βρασίδα μέ προδοσία. Οι Αθηναίοι θεώρησαν τόν Βρασίδα υποκινητή τής εκστρατείας τού Βρασίδα καί τού κήρυξαν τόν πόλεμο. Από κοινού ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας εξεστράτευσαν κατά τού Αρραβαίου, γυιού τού Βρομερού, βασιλέως τών Λυγκηστών Μακεδόνων, ομόρων τού Περδίκκα. Εκεί ο μέν Περδίκκας ήθελε βιαίως καί άμεσα νά καταστρέψει τόν Αρραβαίο, αλλά ο συνετός Βρασίδας ήθελε πρώτα νά συνεννοηθεί μαζί του μήπως αποφευχθεί ο πόλεμος. Τελικά πρός μεγάλη δυσφορία τού Περδίκκα, ο Βρασίδας πράγματι συνεννοήθηκε μέ τόν Αρραβαίο καί η μάχη αποφεύχθηκε. Στήν συνέχεια ο Βρασίδας ήλθε κατά τής Ακάνθου. η οποία ήτο αποικία τών Ανδρίων. Εκεί οι πολίτες διηρέθηκαν σχετικά μέ τό άν έπρεπε νά τού ανοίξουν τίς πύλες ή όχι καί ο Βρασίδας τούς μήνυσε νά μήν αποφασίσουν πρίν τόν ακούσουν.
«… απάτη γάρ ευπρεπεί αίσχιον τοίς γε εν αξιώματι πλεονεκτήσαι ή βία εμφανεί. τό μέν γάρ ισχύος δικαιώσει, ήν η τύχη έδωκεν, επέρχεται, τό δέ γνώμης αδίκου επιβουλή…» (πράγματι, γιά όσους τουλάχιστον απολαμβάνουν τήν κοινήν εκτίμηση, είναι περισσότερο αισχρόν νά εξυπηρετούν τήν πλεονεξία μέ δολιότητα υπό εύσχημον κάλυμμα, παρά μέ φανερή βία. διότι η βία στηρίζεται στό δικαίωμα τής δυνάμεως, η οποία είναι δώρο τής τύχης, ενώ η δολία πολιτική στήν επιβουλή μοχθηρής διαθέσεως).
Πράγματι οι Ακάνθιοι άκουσαν τόν Βρασίδα καί αφού προέβησαν σέ φανερή ψηφοφορία αποφάσισαν νά αποστατήσουν απ” τούς Αθηναίους. Τούς ακολούθησαν μάλιστα τά Στάγειρα, αποικία κι αυτά τών Ανδρίων. Τόν επόμενο χειμώνα απέτυχε απόπειρα τού Δημοσθένη καί τού Ιπποκράτη νά αλώσουν τίσ Σίφες καί τήν Χαιρώνεια, λόγω εγκαίρου ενημερώσεως τών Βοιωτών. Έτσι ο Ιπποκράτης ήλθε στήν συνέχεια στό Δήλιον καί αφού τό εντείχισε, επέστρεφε στήν Αθήνα. Οι συγκεντρωθέντες Βοιωτοί όμως πείστηκαν απ” τόν Βοιωτάρχη Παγώνδα, νά επιτεθούν κατά τών Αθηναίων. Οι Βοιωτοί αριθμούσαν 7.000 οπλίτες, 10.000 ψιλούς, 1.000 ιππείς καί 500 πελταστές καί ισοπληθείς ήταν καί οι Αθηναίοι. Στήν μάχη πού ακολούθησε νίκησαν οι Βοιωτοί, οι οποίοι στήν συνέχεια αποσύρθηκαν στήν Τανάγρα, όπου σχεδίαζαν επίθεση κατά τού Δηλίου. Έτσι έστειλαν κήρυκα στούς Αθηναίους κι αφού τούς κατηγόρησαν ότι παραβίασαν τά κρατούντα στούς Έλληνες παραβιάζοντες ιερούς χώρους, τούς ζήτησαν νά φύγουν απ’τό Δήλιον, γιά νά τούς επιτρέψουν μετά νά περισυλλέξουν τούς νεκρούς τους. Τελικά τό Δήλιον ανακατελήφθη απ” τούς Βοιωτούς 17 μέρες μετά τήν προηγηθείσα μάχη. Απ” τούς Βοιωτούς απωλέστηκαν περίπου 500, ενώ απ” τούς Αθηναίους 1.000 συμπεριλαμβανομένου καί τού ίδιου τού Ιπποκράτη. Τόν ίδιο καιρό κι ο Δημοσθένης υπέστη ήττα, όταν αποβιβάστηκε στήν Σικυώνα, αλλά καί στήν Θράκη ο Σιτάλκης πέθανε καί τόν διαδέχτηκε ο ανηψιός του Σεύθης. Τόν ίδιο χειμώνα ο Βρασίδας εξεστράτευσε κατά τής Αμφίπολης, στίς όχθες τού Στρυμώνα, η οποία ήτο αποικία τών Αθηναίων, ιδρυθείσα καί ονομασθείσα από τόν Άγνωνα, γυιό τού Νικίου. Έφτασε πολύ γρήγορα στήν ύπαιθρο τής πόλης, τήν οποία καί άρχισε νά διαρπάζει. Εν τώ μεταξύ οι Αμφιπολίτες ζήτησαν καί ήλθε πρός βοήθειά τους ο στρατηγός Θουκυδίδης (ο ιστορικός) μέ 7 πλοία πού ναυλοχούσαν στήν Θάσο, αποικία τών Παρίων. Ο Βρασίδας όμως πρόλαβε καί πέτυχε τήν προσάρτηση τής Αμφίπολης μέ ευνοϊκούς όρους γιά τούς Αμφιπολίτες.
Η Μάχη του Δηλίου 424 π.Χ.
Ο Θουκυδίδης κατέπλευσε στήν γειτονική Ηιόνα, πρός υποστήριξή της. Πράγματι ο Βρασίδας επιτιθέμενος κατ” αυτής από ξηρά καί θάλασσα απεκρούσθη. Προσεχώρησε όμως σ” αυτόν η Μύρκινος, η Γαληψός καί η Οισύμη, αποικία τών Θασίων. Η πτώση τής Αμφίπολης επτόησε τούς Αθηναίους πού φοβόταν τήν περαιτέρω αποστασία πόλεων στόν μετριοπαθή Βρασίδα. Ο τελευταίος μάλιστα ζήτησε ενισχύσεις από τήν Σπάρτη, η οποία όμως τού τήν αρνήθηκε έιτε διότι εφθονείτο από ανταγωνιστές του είτε διότι κάποιοι ήθελαν νά απελευθερώσουν τούς αιχμαλώτους τής Σφακτηρίας καί νά τερματίσουν τόν πόλεμο. Καί ενώ οι Μεγαρείς κατά τόν αυτόν χειμώνα κατέλαβαν καί γκρέμισαν τά Μακρά Τείχη, ο Βρασίδας προχώρησε στήν Ακτή από τόν πορθμό τού Ξέρξη μέχρι τήν χερσόνησο τού Άθω προσαρτώντας τίς διάφορες πόλεις εκτός τής Σάνης καί τού Δίου, τών οποίων ερήμωνε τήν ύπαιθρο. Επειδή όμως οι πόλεις δέν παρεδίδοντο, εξεστράτευσε γιά νά μήν χάνει καιρό κατά τής Τορώνης τής Χαλκιδικής, τήν οποία κατείχε Αθηναϊκή φρουρά. Εύκολα κυρίευσε τήν πόλη βοηθούμενος κι από φιλολάκωνες Τορωναίους. Αφού καθυσύχασε τούς πολίτες λέγοντάς τους ανάλογα μέ αυτά πού είχε πεί στούς Ακανθίους, περί απελευθερώσεως δηλαδή τών πόλεων από τόν Αθηναϊκό ζυγό, περί δικαιοσύνης κλπ, άρχισε επιθέσεις κατά τής Ληκύθου, ακροπόλεως τής Τορώνης, όπου είχαν καταφύγει καί οι περισσότεροι Αθηναίοι. Πράγματι εντός δύο ημερών κυρίευσε καί τήν Λήκυθο. Τόν υπόλοιπο χειμώνα τόν πέρασε διαχειριζόμενος τίς διάφορες υποθέσεις τών πόλεων πού είχε καταλάβει. Έτσι πέρασε καί τό 8ο έτος τού πολέμου.9ο έτος
Στήν αρχή τής ανοίξεως Λακεδαιμόνιοι καί Αθηναίοι συνωμολόγησαν ανακωχή ενός έτους κατά τήν οποία διαπραγματευόταν τούς όρους διαρκεστέρας ειρήνης. Καί ενώ συνωμολογείτο η ανακωχή, ο Βρασίδας προσήρτησε καί τήν Σκιώνη, πόλη τής χερσονήσου τής Παλλήνης. Μετά μάλιστα τήν ομιλία του, ανάλογη μέ εκείνη πρός τούς Τορωναίους, οι Σκιωναίοι τού απέδωσαν πολλές τιμές θεωρώντας τον απελευθερωτή τής Ελλάδος. Οι Αθηναίοι όμως δέν δέχτηκαν τήν αποστασία τής Σκιώνης, όπως καί τής Μένδης, πού έγινε μετά δύο μέρες, θεωρούντες ότι πραγματοποιήθηκαν μετά τήν υπογραφή τής ανακωχής. Αλλά κι ο Βρασίδας δέν εννοούσε νά εγκαταλείψει τίς πόλεις αυτές. Έτσι οι μέν Αθηναίοι ετοιμάζονταν νά καταπλεύσουν σ” αυτές οργιζόμενοι πού ακόμα καί νησιώτες τολμούσαν νά τούς εγκαταλείψουν (η Σκιώνη ήτο σάν νησί αποκομένη από τήν υπόλοιπη ξηρά λόγω τού Ισθμού), ο δέ Βρασίδας ενίσχυσε τήν άμυνα αυτών μέ 500 Πελοποννησίους οπλίτες καί 300 Χαλκιδείς πελταστές υπό τόν Πολυδαμίδα. Στήν συνέχεια μαζί μέ τόν Περδίκκα εξεστράτευσαν κατά τών Λυγκηστών τού Αρραβαίου. Στήν μάχη πού έγινε μεταξύ τών πολυπληθών στρατευμάτων νίκησαν ο Περδίκκας καί ο Βρασίδας καί ενώ ο πρώτος ήθελε νά συνεχίσει τίς λεηλασίες στήν χώρα τού Αρραβαίου, ο δεύτερος ανησυχούσε γιά τήν τύχη τής Μένδης καί ήθελε νά επιστρέψει. Καί ενώ συνέβαιναν αυτά οι Ιλλυριοί, τούς οποίους περίμενε ως συμμάχους ο Περδίκκας, τάχθηκαν μέ τό πλευρό τού Αρραβαίου, προκαλώντας πανικό στό στρατόπεδο τών Μακεδόνων, πού άρχισαν νά υποχωρούν ατάκτως. Ο Βρασίδας έμαθε τήν επομένη τά καθέκαστα καί αφού ενεψύχωσε τούς στρατιώτες του, άρχισε νά υποχωρεί μέ τάξη. Οι Ιλλυριοί, νομίσαντες ότι καί οι Λακεδαιμόνιοι τούς φοβήθηκαν, επεχείρησαν επανειλημμένως νά τούς επιτεθούν αλλά πάντα απεκρούοντο από τόν ευφυή σχηματισμό τών Σπαρτιατών. Έτσι χάρις στήν στρατηγική ιδιοφυϊα τού Βρασίδα, οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν νά φτάσουν στήν Άρνισα, η οποία ανήκε στήν επικράτεια τού Περδίκκα. Έκτοτε όμως ο τελευταίος καί λόγω τής οξύτατης δυσαρέσκειας τών Πελοποννησίων κατά τών Μακεδόνων, πού τούς εγκατέλειψαν στούς Ιλλυριούς, μισούσε τόν Βρασίδα καί ήθελε ν” απαλλαγεί απ” αυτόν. Πρός τούτο ήλθε σέ συνεννόηση μέ τούς Αθηναίους. Ο Βρασίδας εν τώ μεταξύ γύρισε στήν Τορώνη καί ησύχαζε, ενώ η Μένδη είχε ήδη πέσει στά χέρια τών Αθηναίων Νικία καί Νηκηράτου, κυρίως λόγω έριδος μεταξύ δημοκρατικών καί φιλολακώνων, η δέ Σκιώνη είχε αποκλειστεί απ” τούς Αθηναίους. Τό ίδιο θέρος οι Θηβαίοι κατεδάφισαν τό τείχος τών Θεσπιέων, τούς οποίους κατηγόρησαν ως Αττικίζοντας, εκάη δέ καί ο ναός τής Ήρας στήν Αργολίδα από αμέλεια τής ιέρειας Χρυσίδος, η οποία καί έφυγε φοβούμενη τούς Αργείους. Κατά τόν επακολουθήσαντα χειμώνα οι Αθηναίοι καί οι Λακεδαιμόνιοι λόγω τής ανακωχής έμεναν ήσυχοι. Οι Μαντινείς όμως καί οι Τεγεάτες μέ τούς εκατέρωθεν συμμάχους συνήψαν μάχη στό Λαοδάκειον τής Ορεσθίδος, αλλ” η νίκη υπήρξε αμφίβολος άν καί τά δύο στρατεύματα έστησαν τρόπαια. Στό τέλος τού ιδίου χειμώνα ο Βρασίδας εν καιρώ νυκτός έκανε μία απόπειρα νά καταλάβει τήν Ποτείδαια, έγινε όμως αντιληπτός καί αποτραβήχτηκε αμέσως.
Έτσι έληξε καί τό 9ο έτος τού πολέμο
ΕΔΩ ΣΤΑΜΑΤΑ Ο ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ο Μεσοπόλεμος (421-415 π.Χ.)Μετά την Ειρήνη του Νικία οι εχθροπραξίες δε σταμάτησαν, αλλά η Σπάρτη και η Αθήνα υπέγραψαν μια αμυντική συμμαχία. Σύμφωνα με αυτήν οι εχθροί της μίας πόλης ήταν και εχθροί της άλλης. Η Κόρινθος διαφωνούσε εξαρχής στην ειρήνευση μεταξύ Αθηναϊκής και Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Το Άργος είχε επίσης τις διεκδικήσεις του στην Πελοπόννησο και συμμάχησε με τη Μαντίνεια εναντίον της Σπάρτης. Οι Αθηναίοι στάθηκαν ουσιαστικά στο πλευρό του ΄Αργους. Στη μάχη που δόθηκε το 418 π.Χ. μεταξύ Αργείων και Σπαρτιατών, νίκησαν οι δεύτεροι, με αποτέλεσμα να αναπτερωθεί το ηθικό των Λακεδαιμονίων. Δύο χρόνια αργόγερα, το 416 π.Χ. οι Αθηναίοι κατέλαβαν το νησί της Μήλου και σφαγίασαν τον πληθυσμό του νησιού. Στην πολιτική ζωή της Αθήνας αρχίζει να κυριαρχεί ο Αλκιβιάδης που θα πείσει τους Αθηναίους να κάνουν εκστρατεία κατά των Συρακουσών.
Η Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.)
Ο Αλκιβιάδης, πολιτικός με πολλές ικανότητες και υπέρμετρες φιλοδοξίες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πόλεμο δυο σικελικών πόλεων, της Έγεστας και του Σελινούντα, πείθει την Εκκλησία του Δήμου, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, να οργανώσει μεγάλη εκστρατεία στη Σικελία με το πρόσχημα της αποστολής βοήθειας προς τους Εγεσταίους, φίλους της Αθήνας. Η Εκκλησία ορίζει ως αρχηγούς της εκστρατείας, τρεις στρατηγούς δίνοντάς τους πλήρεις εξουσίες (στρατηγούς αυτοκράτορες): τον Αλκιβιάδη, που ήταν ο εμπνευστής της εκστρατείας, τον Νικία και τον Λάμαχο.
Όταν ο στόλος των Αθηναίων φτάνει στη Σικελία, ξεσπάει πίσω στην Αθήνα οξύτατη πολιτική κρίση. Ο Αλκιβιάδης κατηγορείται από τους εχθρούς του ότι, την παραμονή της αποχώρησης για τη Σικελία, αυτός και οι φίλοι του, σε κατάσταση μέθης, είχαν ακρωτηριάσει τις ερμαϊκές στήλες που χρησίμευαν ως οδοδείκτες στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης. Ο λαός είχε δώσει υπερβολική σημασία στο γεγονός αυτό και η κατηγορία για ιεροσυλία ήταν φοβερή. Η Εκκλησία του δήμου αποφασίζει να ανακαλέσει από τη Σικελία τον Αλκιβιάδη. Αυτός, φοβούμενος την καταδίκη σε θάνατο, αρνείται να επιστρέψει στην Αθήνα και καταφεύγει στη Σπάρτη. Εκεί, προδίδοντας την πόλη του, συμβουλεύει τους Σπαρτιάτες να στείλουν εκστρατευτικό σώμα στη Σικελία για να βοηθήσουν τους Σελινούντιους και τους σύμμαχους τους Συρακούσιους. Ακόμη, προτρέπει να καταλάβουν και να οχυρώσουν τη Δεκέλεια στην Αττική για να αποκόψουν την Αθήνα από την αγροτική ενδοχώρα της.
Στη Σικελία η κατάσταση εξελίσσεται άσχημα για τους Αθηναίους. Ο εμπνευστής της εκστρατείας είναι απών, ο Νικίας δεν πιστεύει στη χρησιμότητα της επιχείρησης και ο Λάμαχος έχει φονευθεί σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους. Όταν φθάνουν οι σπαρτιατικές ενισχύσεις υπό τον ικανότατο στρατηγό Γύλιππο, η κατάσταση χειροτερεύει για τους Αθηναίους και καταλήγει σε καταστροφή. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας εκτελούνται ενώ χιλιάδες Αθηναίοι στρατιώτες στέλλονται και πεθαίνουν από τις κακουχίες σε ορυχεία της Σικελίας.
Ο Αλκιβιάδης επιστρέφει στην Αθήνα και εκλέγεται αρχιστράτηγος
Ο Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα μαζί με το στρατό, ξανοίχτηκε αμέσως για τη Σάμο. Αποκεί ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Αποκεί, αφού συγκέντρωσε εκατό τάλαντα, επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, πάλι, με τριάντα καράβια έφυγε για τη Θράκη, όπου υπόταξε, μαζί με άλλες περιοχές που είχαν επαναστατήσει προς στους Λακεδαιμονίους, και τη Θάσο, που υπόφερε άσχημα από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι ξεκίνησε με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα. Πριν ακόμα φτάσει, οι Αθηναίοι εξέλεξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον απόντα Θρασύβουλο και τρίτο τον Κόνωνα, από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη. Ο Αλκιβιάδης, έχοντας τα χρήματα κατέπλευσε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο κι αποκεί ξανοίχτηκε ίσα για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για να διερευνήσει πώς ήταν οι διαθέσεις των Αθηναίων για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στην πατρίδα από την εξορία. Βλέποντας ότι η πόλη ήταν ευνοϊκή και ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τον καλούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο, πράγμα που για μερικούς προοιώνιζε κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη. Γιατί, κανένας Αθηναίος δε θα τολμούσε να καταπιαστεί τέτοια μέρα με κανένα σπουδαίο έργο.
Την ώρα που έμπαινε ο Αλκιβιάδης στο λιμάνι, ο κόσμος από τον Πειραιά και την Αθήνα μαζεύτηκε κοντά στα πλοία γεμάτος θαυμασμό και περιέργεια να δει τον Αλκιβιάδη, άλλοι λέγοντας ότι ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που υποστήριξε ότι είχε εξοριστεί άδικα, πέφτοντας θύμα των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν τη δική του ικανότητα και μιλούσαν δημόσια πολύ κατώτερα από αυτόν και που στην πολιτική φρόντιζαν περισσότερο τα δικά τους συμφέροντα, ενώ εκείνος πάντοτε εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον μ” όλες τις δυνάμεις, τις δικές του και της πόλης. Κι ενώ τότε εκείνος, αμέσως μόλις κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τα ελευσίνια μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί, οι εχθροί του παραβαίνοντας κάθε έννοια δικαίου ανέλαβαν να του στερήσουν την πατρίδα του, ενώ ήταν απών.
Αυτό το διάστημα αναγκάστηκε εγκλωβισμένος να υπηρετεί τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα να χαθεί. Κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, καθώς ήταν εξόριστος δεν ήξερε πώς να τους βοηθήσει· εξάλλου, δήλωναν ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από πολιτειακές μεταβολές και επαναστάσεις. Γιατί, το δημοκρατικό πολίτευμα του δίνει το δικαίωμα υπεροχής πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμίας με τους γεροντότερους, ενώ παράλληλα δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ” αυτό που ήταν και πριν, άνθρωποι δηλαδή που μόλις απόκτησαν εξουσία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες και, αφού έμειναν, ύστερα αγαπήθηκαν από το λαό, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροί τους. Άλλοι πάλι (έλεγαν) ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλες τις προηγούμενες συμφορές και ότι ήταν ικανός να προκαλέσει μόνος αυτός και όλες τις μελλοντικές καταστροφές για την πόλη.
Ο Αλκιβιάδης, κι όταν ακόμη το πλοίο του αγκυροβόλησε, δεν έβγαινε αμέσως στη στεριά, γιατί φοβόταν τους εχθρούς του· όρθιος πάνω στο κατάστρωμα έψαχνε να δει αν είχαν έρθει ο φίλοι του. Κι όταν είδε τον ξάδερφό του Ευρυπτόλεμο του Πεισιάνακτα και τους άλλους συγγενείς του και μαζί τους και τους φίλους του, βγήκε στη στεριά κι ανέβαινε στην πόλη με συνοδεία έτοιμη να τον προστατέψει, αν κάποιος τον πείραζε. Στη βουλή και στην εκκλησία του δήμου απολογήθηκε λέγοντας ότι δεν είχε ασεβήσει κι ότι αδικήθηκε, κι αφού ειπώθηκαν κι άλλα παρόμοια χωρίς κανένας ν” αντιδράσει, γιατί δε θα το ανεχόταν η συνέλευση, αφού διορίστηκε αρχιστράτηγος μ” απεριόριστη εξουσία , γιατί ήταν ικανός ν” αποκαταστήσει την προηγούμενη δύναμη της πόλης, ενώ οι Αθηναίοι έστελναν την πομπή των μυστηρίων από τη θάλασσα εξαιτίας του πολέμου,πραγματοποίησε πορεία από τη στεριά, με τη συνοδεία όλου του στρατού. Μετά απ” αυτά στρατολόγησε σώμα από χίλιους πεντακόσιους οπλίτες, εκατόν πενήντα ιππείς κι εκατό πλοία. Και τρεις μήνες μετά το γυρισμό του ξανοίχτηκε στο πέλαγος για την Άνδρο, που είχε αποστατήσει από την Αθήνα, και μαζί του είχαν σταλεί ο Αριστοκράτης και ο Αδείμαντος του Λευκολοφίδη, που είχαν εκλεγεί στρατηγοί για το πεζικό.
Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε το στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, τους νίκησαν και τους απόκλεισαν μέσα στην πόλη και σκότωσαν και μερικούς, όχι πολλούς, καθώς και τους Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο νίκης και, αφού έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο, κατέπλευσε στη Σάμο και, έχοντάς την ως ορμητήριο, σχεδίαζε τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
Ο Καλλικρατίδας διαδέχεται τον Λύσανδρο στην ηγεσία του σπαρτιατικού στόλου
Η Σικελική Εκστρατεία (415-413 π.Χ.)
Ο Αλκιβιάδης, πολιτικός με πολλές ικανότητες και υπέρμετρες φιλοδοξίες, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση τον πόλεμο δυο σικελικών πόλεων, της Έγεστας και του Σελινούντα, πείθει την Εκκλησία του Δήμου, παρά τις αντιρρήσεις του Νικία, να οργανώσει μεγάλη εκστρατεία στη Σικελία με το πρόσχημα της αποστολής βοήθειας προς τους Εγεσταίους, φίλους της Αθήνας. Η Εκκλησία ορίζει ως αρχηγούς της εκστρατείας, τρεις στρατηγούς δίνοντάς τους πλήρεις εξουσίες (στρατηγούς αυτοκράτορες): τον Αλκιβιάδη, που ήταν ο εμπνευστής της εκστρατείας, τον Νικία και τον Λάμαχο.
Στη Σικελία η κατάσταση εξελίσσεται άσχημα για τους Αθηναίους. Ο εμπνευστής της εκστρατείας είναι απών, ο Νικίας δεν πιστεύει στη χρησιμότητα της επιχείρησης και ο Λάμαχος έχει φονευθεί σε μία σύγκρουση με τους Συρακούσιους. Όταν φθάνουν οι σπαρτιατικές ενισχύσεις υπό τον ικανότατο στρατηγό Γύλιππο, η κατάσταση χειροτερεύει για τους Αθηναίους και καταλήγει σε καταστροφή. Ο Δημοσθένης και ο Νικίας εκτελούνται ενώ χιλιάδες Αθηναίοι στρατιώτες στέλλονται και πεθαίνουν από τις κακουχίες σε ορυχεία της Σικελίας.
ΚΑΙ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ Ο ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ:
ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΩΣ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ
Ο Αλκιβιάδης, που ήθελε να γυρίσει στην πατρίδα μαζί με το στρατό, ξανοίχτηκε αμέσως για τη Σάμο. Αποκεί ξεκίνησε με είκοσι πλοία για τον Κεραμικό κόλπο της Καρίας. Αποκεί, αφού συγκέντρωσε εκατό τάλαντα, επέστρεψε στη Σάμο. Ο Θρασύβουλος, πάλι, με τριάντα καράβια έφυγε για τη Θράκη, όπου υπόταξε, μαζί με άλλες περιοχές που είχαν επαναστατήσει προς στους Λακεδαιμονίους, και τη Θάσο, που υπόφερε άσχημα από τους πολέμους, τις επαναστάσεις και την πείνα. Ο Θράσυλλος πάλι ξεκίνησε με τον υπόλοιπο στρατό για την Αθήνα. Πριν ακόμα φτάσει, οι Αθηναίοι εξέλεξαν στρατηγούς τον εξόριστο Αλκιβιάδη, τον απόντα Θρασύβουλο και τρίτο τον Κόνωνα, από κείνους που βρίσκονταν στην πόλη. Ο Αλκιβιάδης, έχοντας τα χρήματα κατέπλευσε με είκοσι πλοία από τη Σάμο στην Πάρο κι αποκεί ξανοίχτηκε ίσα για το Γύθειο, με σκοπό να συλλέξει πληροφορίες για τα τριάντα πολεμικά που είχε μάθει ότι ναυπηγούσαν εκεί οι Λακεδαιμόνιοι, αλλά και για να διερευνήσει πώς ήταν οι διαθέσεις των Αθηναίων για το ενδεχόμενο της επιστροφής του στην πατρίδα από την εξορία. Βλέποντας ότι η πόλη ήταν ευνοϊκή και ότι τον είχαν εκλέξει στρατηγό κι ότι οι φίλοι του τον καλούσαν ιδιωτικά να γυρίσει, μπήκε στον Πειραιά τη μέρα που η πόλη γιόρταζε τα Πλυντήρια και που το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ολόκληρο σκεπασμένο, πράγμα που για μερικούς προοιώνιζε κακό σημάδι και για τον ίδιο και για την πόλη. Γιατί, κανένας Αθηναίος δε θα τολμούσε να καταπιαστεί τέτοια μέρα με κανένα σπουδαίο έργο.
Την ώρα που έμπαινε ο Αλκιβιάδης στο λιμάνι, ο κόσμος από τον Πειραιά και την Αθήνα μαζεύτηκε κοντά στα πλοία γεμάτος θαυμασμό και περιέργεια να δει τον Αλκιβιάδη, άλλοι λέγοντας ότι ήταν ο καλύτερος πολίτης της Αθήνας κι ο μόνος που υποστήριξε ότι είχε εξοριστεί άδικα, πέφτοντας θύμα των ραδιουργιών ανθρώπων που δεν είχαν τη δική του ικανότητα και μιλούσαν δημόσια πολύ κατώτερα από αυτόν και που στην πολιτική φρόντιζαν περισσότερο τα δικά τους συμφέροντα, ενώ εκείνος πάντοτε εξυπηρετούσε το κοινό συμφέρον μ” όλες τις δυνάμεις, τις δικές του και της πόλης. Κι ενώ τότε εκείνος, αμέσως μόλις κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τα ελευσίνια μυστήρια, ζήτησε να δικαστεί, οι εχθροί του παραβαίνοντας κάθε έννοια δικαίου ανέλαβαν να του στερήσουν την πατρίδα του, ενώ ήταν απών.
Αυτό το διάστημα αναγκάστηκε εγκλωβισμένος να υπηρετεί τους χειρότερούς του εχθρούς, διακινδυνεύοντας κάθε μέρα να χαθεί. Κι ενώ έβλεπε τους πιο αγαπητούς του συμπολίτες και συγγενείς κι ολόκληρη την πόλη να κάνουν λάθη, καθώς ήταν εξόριστος δεν ήξερε πώς να τους βοηθήσει· εξάλλου, δήλωναν ότι άνθρωποι σαν κι αυτόν δεν έχουν ανάγκη από πολιτειακές μεταβολές και επαναστάσεις. Γιατί, το δημοκρατικό πολίτευμα του δίνει το δικαίωμα υπεροχής πάνω στους συνομηλίκους του κι ισοτιμίας με τους γεροντότερους, ενώ παράλληλα δείχνει τους εχθρούς του όμοιους ακριβώς μ” αυτό που ήταν και πριν, άνθρωποι δηλαδή που μόλις απόκτησαν εξουσία εξόντωσαν τους καλύτερους πολίτες και, αφού έμειναν, ύστερα αγαπήθηκαν από το λαό, επειδή δεν υπήρχαν άλλοι καλύτεροί τους. Άλλοι πάλι (έλεγαν) ότι ήταν ο μόνος υπαίτιος για όλες τις προηγούμενες συμφορές και ότι ήταν ικανός να προκαλέσει μόνος αυτός και όλες τις μελλοντικές καταστροφές για την πόλη.
Ο Αλκιβιάδης αποβίβασε το στρατό στο Γαύριο της Άνδρου. Όταν οι Ανδριώτες βγήκαν να τους επιτεθούν, τους νίκησαν και τους απόκλεισαν μέσα στην πόλη και σκότωσαν και μερικούς, όχι πολλούς, καθώς και τους Λάκωνες που βρίσκονταν εκεί. Ο Αλκιβιάδης έστησε τρόπαιο νίκης και, αφού έμεινε λίγες μέρες στην Άνδρο, κατέπλευσε στη Σάμο και, έχοντάς την ως ορμητήριο, σχεδίαζε τις πολεμικές του επιχειρήσεις.
Τον επόμενο χρόνο, κατά τον οποίο μάλιστα έγινε έκλειψη σελήνης ένα βράδυ και κάηκε ο παλιός ναός της Αθηνάς στην Αθήνα, που ήταν έφορος ο Πιτύας και άρχοντας στην Αθήνα ο Καλλίας, έληξε η θητεία του Λυσάνδρου, αφού συμπληρώνονταν είκοσι τέσσερα χρόνια πολέμου και οι Λακεδαιμόνιοι έστειλαν αρχηγό του στόλου τον Καλλικρατίδα. Όταν ο Λύσανδρος του παρέδιδε τα πλοία, έλεγε στον Καλλικρατίδα ότι του παραδίδει την ηγεσία σε στιγμή που κυριαρχεί στη θάλασσα, έχοντας κερδίσει ναυμαχία. Αυτός του απάντησε ότι θα τον παραδεχτεί για θαλασσοκράτορα, αν ξεκινήσει από την Έφεσο, περάσει από τ” αριστερά του τη Σάμο, όπου ναυλοχεί ο αθηναϊκός στόλος, και του παραδώσει τα πλοία στη Μίλητο. Όταν ο Λύσανδρος αποκρίθηκε ότι δε μπερδεύεται σε ξένες υποθέσεις τη στιγμή που άλλος έχει τη διοίκηση, ο ίδιος ο Καλλικρατίδας επάνδρωσε, πέρα από τα πλοία που είχε παραλάβει από το Λύσανδρο, άλλα πενήντα από τη Χίο, τη Ρόδο και από άλλους συμμάχους. Αφού συγκέντρωσε έτσι συνολικά εκατόν σαράντα πλοία, ετοιμάστηκε να αντιμετωπίσει τον εχθρό. Και, όταν έμαθε ότι υποσκάπτεται από τους φίλους του Λυσάνδρου, που όχι μόνο έδειχναν απροθυμία στην υπηρεσία τους αλλά διέδιδαν στις πόλεις ότι οι Λακεδαιμόνιοι κάνουν μεγάλα λάθη στις αλλαγές των ναυάρχων, τοποθετώντας άσχετους και χωρίς γνώσεις για το ναυτικό, οι οποίοι δεν ξέρουν να μεταχειρίζονται το έμψυχο υλικό τους, στέλνοντας άλλους, ανίδεους από θάλασσα κι άγνωστους στους πληθυσμούς της περιοχής, κι ότι από κάτι τέτοια κινδυνεύουν οι Λακεδαιμόνιοι να πάθουν συμφορές, ο Καλλικρατίδας μετά από αυτά συγκέντρωσε όσους Λακεδαιμονίους βρίσκονταν εκεί και τους είπε περίπου τέτοια: «Εμένα μου ήταν αρκετό να καθήσω στον τόπο μου και, αν ο Λύσανδρος ή κάποιος άλλος πιστεύει πως έχει περισσότερη πείρα στα ναυτικά πράγματα, ας κοπιάσει· δεν είμαι εγώ που θα τον εμποδίσω· όμως, μια και η πόλη μ” έστειλε αρχηγό του στόλου, δε μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να εκτελέσω, όσο μπορώ καλύτερα, τις διαταγές που πήρα. Εσείς ωστόσο, αφού ξέρετε εξίσου καλά και τις φιλοδοξίες μου και τις κατηγορίες εναντίον της πόλη μας, πείτε μου τι θεωρείτε προτιμότερο, να μείνω δηλαδή ή να γυρίσω πίσω, για να αναφέρω ποια είναι η κατάσταση εδώ».
Θρίαμβος των Σπαρτιατών στους Αιγός ποταμούς
Οι Αθηναίοι, με ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βάδιζαν με τα πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου και ετοιμάζονταν για ναυμαχία και εξέλεξαν νέους στρατηγούς επιπλέον από αυτούς που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή και τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. Κι ο Λύσανδρος, ξεκινώντας από τη Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της Ιωνίας, εκπλέει προς τον Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει τα πλοία των Αθηναίων και τις πόλεις που είχαν αποστατήσει απ” τη συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική γι” αυτούς. Ο Λύσανδρος, λοιπόν, από την Άβυδο κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι ακολουθούσαν από τη στεριά. Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος. Και, αφού επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν, καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια. Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος δεν τους πείραξε.
Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν εκεί για μεσημέρι, τους ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό. Αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ” αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου δεκαπέντε στάδια. Εκεί, ετοιμάζονταν για δείπνο.
Την επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος, αμέσως μόλις ξημέρωσε, έδωσε το σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να επιβιβαστούν στα καράβια και, αφού τακτοποίησε τα πάντα για επικείμενη ναυμαχία και αφού τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων προστατευτικά παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξή του ούτε να ξανοιχθεί στο πέλαγος. Παράλληλα, οι Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος διέταξε τα ταχύτερα από τα πλοία του να ακολουθήσουν τους Αθηναίους και, μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού τους κατασκοπεύσουν για ό,τι κάνουν, να επιστρέψουν και να τον ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα πληρώματα των πλοίων του, παρά αφού επέστρεψαν αυτά (τα ταχύπλοια πλοία του). Αυτό το έκανε για τέσσερις συνεχόμενες μέρες. Και οι Αθηναίοι ξανοίγονταν καθημερινά στο πέλαγος και επέστρεφαν στη βάση τους.
Ο Αλκιβιάδης, επειδή έβλεπε από τα τείχη ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και μακριά από οποιαδήποτε πόλη και να προμηθεύονται τα τρόφιμα από τη Σηστό, που απείχε από τα πλοία τους περίπου δεκαπέντε στάδια, ενώ οι εχθροί ήταν μέσα σε λιμάνι και σε πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και στην πόλη. «Αποκεί», είπε, «όταν θελήσετε, θα ναυμαχήσετε». Οι Αθηναίοι στρατηγοί, περισσότερο ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν στρατηγοί αυτοί κι όχι εκείνος· κι αυτός πράγματι έφυγε. Ο Λύσανδρος την πέμπτη μέρα της εξόδου των Αθηναίων διέταξε αυτούς που τους ακολουθούσαν, όταν τους δουν να αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται στη Χερσόνησο, πράγμα που έκαναν σχεδόν καθημερινά, γιατί προμηθεύονταν τα τρόφιμα από μακριά και δε λογάριαζαν το Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο πέλαγος να τους αντιμετωπίσει, να επιστρέψουν αμέσως κοντά του και να σηκώνουν για σύνθημα μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως διατάχτηκαν. Τότε ο Λύσανδρος διέταξε αμέσως να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι ακολουθούσε και ο Θώρακας απ” τη στεριά με το πεζικό. Μόλις ο Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση, διέταξε τους ναύτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι ναύτες ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, άλλες από τις τριήρεις βρέθηκαν με δύο σειρές κωπηλάτες, άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως άδειες· μόνο η τριήρης του Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή. Τους περισσότερους ναύτες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί πρόλαβαν να φύγουν στα κοντινά μικρά οχυρά. Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα, για να αναγγείλει τη συμφορά.
Ο Λύσανδρος μετέφερε στη Λάμψακο τα πλοία και τους αιχμαλώτους και όλα τα υπόλοιπα και έπιασε από τους στρατηγούς και άλλους και το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο· την ίδια μέρα που πέτυχε όλα αυτά έστειλε στη Σπάρτη το Μιλήσιο πειρατή Θεόπομπο, για να ανακοινώσει τα γεγονότα, που έφτασε σε τρεις μέρες και τα ανακοίνωσε. Ύστερα, ο Λύσανδρος συγκέντρωσε τους συμμάχους και τους πρότρεπε να αποφασίσουν για την τύχη των αιχμαλώτων. Εδώ ακούστηκαν πολλά σε βάρος των Αθηναίων, και για όσες παρανομίες είχαν διαπράξει και για όσες σκόπευαν με ψήφισμα να κάνουν, αν επικρατούσαν στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όλων των αιχμαλώτων, και για το ότι συνέλαβαν δυο πλοία, ένα Κορινθιακό κι ένα από την Άνδρο, και όλους τους ναύτες αυτών τους έπνιξαν στη θάλασσα· κι ήταν ο Φιλοκλής, ο στρατηγός των Αθηναίων, που τους σκότωσε. Ακούστηκαν και άλλα πολλά και αποφάσισαν να σκοτώσουν όσους από τους αιχμαλώτους ήταν Αθηναίοι, εκτός από τον Αδείμαντο που ήταν ο μόνος αντίθετος στην εκκλησία του δήμου για το ψήφισμα να κόψουν τα χέρια (των αιχμαλώτων). Μάλιστα, κατηγορήθηκε από κάποιους ότι πρόδωσε το στόλο. Ο Λύσανδρος, αφού πρώτα ρώτησε το Φιλοκλή που έπνιξε τους Ανδρίους και Κορίνθιους ναύτες, ποια τιμωρία του αξίζει, καθώς πρώτος έκανε την αρχή των παρανομιών σε βάρος των Ελλήνων, τον έσφαξε.
Πολιορκία και συνθηκολόγηση της Αθήνας
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο (ο Λύσανδρος) απέπλευσε για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι, που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Ο Λύσανδρος έστελνε στην Αθήνα τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε, εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ” αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι για αλλού, με τη σκέψη ότι, όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος διοικητή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο, αφού γύρισε στη Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία του.
Η «Πάραλος» έφερε νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά μέσα απ” τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία.
Αυτοί (οι Αθηναίοι) λοιπόν αυτά έκαναν. Ο Λύσανδρος, πάλι, αφού κατέπλευσε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, έβαλε τάξη στις άλλες πόλεις του νησιού και στη Μυτιλήνη. Έστειλε, επίσης, με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης τον Ετεόνικο, ο οποίος κατόρθωσε ολόκληρη την περιοχή να τη μετατρέψει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Εξάλλου, μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο. Εκεί ο λαός, αφού έσφαξετους άρχοντες, κατέλαβε την εξουσία της πόλης.
Έπειτα απ” αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τον Άγη στη Δεκέλεια και τη Σπάρτη ότι έρχεται με διακόσια πλοία. Τότε, με διαταγή του άλλου βασιλιά, του Παυσανία, εξεστράτευσαν όλοι μαζί οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την πόλη της Αθήνας και στρατοπέδευσε στο σχολείο που λεγόταν Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος, αφού έφτασε στην Αίγινα, αφού συγκέντρωσε όσους Αιγινήτες μπόρεσε, τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που είχαν στερηθεί την πατρίδα τους. Κατόπιν, αφού λεηλάτησε τη Σαλαμίνα, τελικά αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με εκατόν πενήντα καράβια και απόκλεισε την είσοδο του λιμανιού για τα εμπορικά πλοία.
Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκούμενοι κι από στεριά κι από θάλασσα, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αφού ούτε καράβια είχαν ούτε συμμάχους ούτε τρόφιμα. Πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε πια, αφού θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τότε που πάνω στην υπεροψία τούς αδικούσαν χωρίς αιτία, με μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Γι αυτό, αφού παραχώρησαν τα πολιτικά δικαιώματα σ” όσους τα είχαν στερήσει, υπέμεναν καρτερικά και, παρόλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, ούτε περνούσε από το μυαλό τους η περίπτωση συνθηκολόγησης. Μόνο, όταν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα, έστειλαν πρεσβεία στον Άγη προτείνοντας να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας βέβαια τα τείχη και τον Πειραιά, και μ” αυτούς τους όρους να κάνουν συνθήκη. Ο Άγης απάντησε σ” αυτούς να πάνε στη Σπάρτη. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Όταν οι πρέσβεις ανέφεραν αυτά στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν στη Σελλάσια, κοντά στη Σπάρτη, κι έμαθαν απ” αυτούς οι έφοροι τις προτάσεις τους, ίδιες μ” αυτές που είχαν κάνει στον Άγη, τους πρόσταξαν να γυρίσουν πίσω αποκεί που βρίσκονταν και, αν θέλουν πράγματι ειρήνη, να το σκεφθούν πιο σοβαρά και ύστερα να ξανάρθουν. Όταν οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και ανάφεραν αυτά στην πόλη, έπεσε μεγάλη απελπισία σε όλους. Γιατί πίστευαν ότι θα υποδουλωθούν τελικά και ότι, ώσπου να στείλουν άλλους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Ωστόσο, κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα τείχη. Ο Αρχέστρατος, που είπε στη Βουλή ότι είναι το καλύτερο να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων, φυλακίστηκε· και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα. Είχε εκδοθεί πράγματι ψήφισμα να μην επιτρέπεται σε κανέναν να εκφέρει άποψη γι αυτό.
Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλαδή με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα. Αφού, λοιπόν, γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη. Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι έφοροι. Ύστερα απ” αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ” άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο.
Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια και όταν τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες (προτείνοντας) να μην κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν και η μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ” αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας.
Παράδοση της Σάμου – Ο Λύσανδρος επιστρέφει θριαμβευτής στη Σπάρτη – Αυθαιρεσίες και εγκλήματα των Τριάκοντα – Η αντίδραση του Θηραμένη
Στο μεταξύ οι κάτοικοι της Σάμου που πολιορκούνταν από το Λύσανδρο απ” όλες τις μεριές, επειδή, καθώς δεν ήθελαν στην αρχή να συνθηκολογήσουν, ο Λύσανδρος ετοιμαζόταν να επιτεθεί, συμφώνησαν να φύγει ο καθένας από τους ελεύθερους πολίτες παίρνοντας από ένα πανωφόρι και όλα τα άλλα πράγματα να τα παραδώσουν. Μ” αυτόν τον όρο άρχισαν να φεύγουν απ” την πόλη. Τότε ο Λύσανδρος παρέδωσε την πόλη και ό,τι υπήρχε μέσα στους πρώτους κατοίκους και, αφού διόρισε δέκα άρχοντες να την επιτηρούν, απέλυσε τις ναυτικές δυνάμεις των συμμάχων και τις έστειλε στις πατρίδες τους, ενώ ο ίδιος με τα λακωνικά πλοία απέπλευσε για τη Σπάρτη, παίρνοντας μαζί του τα διακοσμητικά της πλώρης των καραβιών που είχε αιχμαλωτίσει και τα πολεμικά του Πειραιά, εκτός από δώδεκα, και τα στεφάνια που του είχαν χαρίσει ως προσωπικά δώρα από διάφορες πόλεις και τετρακόσια εβδομήντα τάλαντα ασήμι, περίσσευμα των φόρων που του είχε παραχωρήσει ο Κύρος για τον πόλεμο και ό,τι άλλο είχε αποκτήσει στον πόλεμο. Όλα αυτά τα παρέδωσε στη Σπάρτη στο τέλος του καλοκαιριού, τότε που τελείωνε ο πόλεμος ύστερα από είκοσι οχτώ χρόνια κι έξι μήνες, κατά τη διάρκεια του οποίουπρώτος έφορος ήταν ο Αινησίας, στις μέρες του οποίουάρχισε ο πόλεμος, δεκαπέντε χρόνια μετά την τριαντάχρονη ανακωχή μετά την άλωση της Εύβοιας, και μετά απ” αυτόν οι εξής: Βρασίδας, Ισάνωρας, Σωστρατίδας, Έξαρχος, Αγησίστρατος, Αγγενίδας, 0νομακλής, Ζεύξιππος, Πιτύας, Πλειστόλας, Κλεινόμαχος, Ίλαρχος, Λέοντας, Χαιρίλας, Πατησιάδας, Κλεοσθένης, Λυκάριος, Επήρατος, Ονομάντιος, Αλεξιππίδας, Μισγολαΐδας, Ισίας, Άρακος, Ευάρχιππος, Παντακλής, Πιτύας, Αρχύτας, Εύδιος, στη θητεία του οποίου ο Λύσανδρος έκανε όσα ειπώθηκαν και γύρισε στην πατρίδα του.
Οι Τριάντα τύραννοι εκλέχτηκαν αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως είχαν εκλεγεί με τον όρο να συντάξουν νόμους, σύμφωνα με τους οποίους θα κυβερνούσαν, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του, αλλά συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές, όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς προδότες που τον καιρό της δημοκρατίας ζούσαν από τη συκοφαντία και ταλαιπωρούσαν τους καλούς και έντιμους πολίτες και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη· κι η Βουλή τους καταδίκαζε με ευχαρίστηση και όσοι ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ” αυτούς δεν δυσανασχετούσαν αρχικά καθόλου. Όταν, όμως, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη, αρχικά, αφού έστειλαν στη Σπάρτη τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, έπεισαν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους σταλεί φρουρά, ώσπου να βγάλουν από τη μέση τους αντιδραστικούς πολίτες και να επιβάλουν το καθεστώς. Υπόσχονταν μάλιστα ότι θα τους συντηρούν αυτοί. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους σταλεί φρουρά με τον Καλλίβιο ως αρμοστή. Μόλις οι Τριάντα εξασφάλισαν τη φρουρά, άρχισαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο για να εγκρίνει όλες τις πράξεις τους και με τους στρατιώτες από τη φρουρά που τους έστελνε συνελάμβαναν όποιους ήθελαν, όχι πια τους φαύλους και τους ασήμαντους αλλά όποιους έδιναν την εντύπωση ότι δε θα ανέχονταν παραγκωνισμό τους και ότι, αν δοκίμαζαν να αντιδράσουν, θα έβρισκαν πολλούς συμπαραστάτες.
Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας, μάλιστα, έδειχνε φανερά την πρόθεση να σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είχε κάνει και εξορία (διωγμένος) από τους δημοκρατικούς, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να σκοτώνουν ανθρώπους, μόνο και μόνο διότι τους τιμούσε ο λαός, και δεν πείραζε καθόλου τους καλούς και φιλήσυχους πολίτες. «Γιατί και εγώ και εσύ», «έχουμε πει και κάνει πολλά για να γίνουμε αρεστοί στην πόλη» έλεγε. Ο άλλος πάλι, γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στο Θηραμένη, απαντούσε ότι, όποιος θέλει να κυριαρχεί, δεν επιτρέπεται να μην βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο. «Κι αν φαντάζεσαι ότι, επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας, η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι αφελής».
Η παρωδία δίκης του Θηραμένη- Η απολογία του Θηραμένη
Αυτά είπε (ο Κριτίας) και κατέβηκε από το βήμα. Κι ο Θηραμένης, αφού πήρε το λόγο, είπε: «Πρώτ” απ” όλα, άνδρες, θα αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι τάχα εγώ με την καταγγελία μου οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ αλλά εκείνοι ισχυρίστηκαν ότι, ενώ με πρόσταξαν, δεν περιμάζεψα τ” άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ, αφού απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δε μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα κι ούτε να περισυλλέγουν οι ναυαγοί, έπεισα την πόλη, ενώ εκείνοι κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Δεν απορώ, βέβαια, με την ανακρίβεια του Κριτία γιατί, όταν έγιναν αυτά, συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα … οργάνωσε δημοκρατία και εξόπλιζε τους φτωχούς αγρότες εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχηθούμε να μη γίνει εδώ τίποτα απ” όσα έκανε αυτός εκεί. Σ” ένα πράγμα συμφωνώ κι εγώ μαζί του, αν δηλαδή κάποιος θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο. Ποιος είναι όμως αυτός που κάνει αυτά, θα το κρίνατε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική συμπεριφορά του καθενός από μας. Μέχρι, λοιπόν να γίνετε εσείς βουλευτές και να αναδειχθούν οι αρχές και να δικαστούν οι αποδεδειγμένα συκοφάντες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι· από τότε όμως που άρχισαν αυτοί εδώ να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, άρχισα κι εγώ να διαχωρίζω τη θέση μου. Ήξερα ασφαλώς ότι, αν θανατωνόταν ο Λέοντας ο Σαλαμίνιος, άνδρας που καιήταν και το έδειχνε ικανότατος και που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν κι ότι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το έβλεπα ότι, αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα είχαν δυσμενείς διαθέσεις απέναντί μας. Αλλά και όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε εξοπλίσει μ” έξοδά του δύο ταχύπλοα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ” όλους που είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντέδρασα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα έκανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Διαφώνησα και τότε που αφόπλισαν το λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη. Ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το έκαναν αυτό, με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να μην είμαστε σε θέση να τους ωφελήσουμε σε τίποτα· γιατί ήταν στο χέρι τους, αν το ήθελαν, κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό, αν μας πίεζαν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα. Ούτε μου πολυάρεσε η πρόσληψη μισθοφόρων, αφού μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα εμείς οι εξουσιαστές στους υπηκόους μας. Επειδή, πάλι, έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας και να αβγατίζουν οι εξόριστοι, δεν το έβρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος ούτε ο Άνυτος ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ” αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού ο λαός θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα έβρισκαν πολλούς οπαδούς. Αυτός, λοιπόν, που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί φίλος ή προδότης; Τον εχθρό, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν αυτοί που φροντίζουν να μην αυξάνονται οι αντίπαλοι ούτε αυτοί που υποδεικνύουν τρόπους πώς να αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους, αλλά αυτοί που αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους, αυτοί είναι που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν όχι μονάχα τους φίλους τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους λόγω αισχροκέρδειας. Κι αν δε γίνεται κατανοητό με άλλο τρόπο ότι λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι, να ακολουθούμε δηλαδή την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν αυτοί εδώ; Εγώ νομίζω ότι οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους. Αν, όμως, ήταν με το μέρος μας τα πιο υγιά στοιχεία της πόλης, θα έκριναν ότι είναι δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι σε κάποιο μέρος της πόλης μας.
Για όσα πάλι είπε, ότι δηλαδή εγώ ήμουν πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και αυτά. Το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, ως γνωστόν, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εμπιστεύονταν περισσότερο όλο το λαό παρά τους δημοκρατικούς. Επειδή εκείνοι από τη μια καθόλου δεν χαλάρωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, το Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο ανάχωμα ένα οχυρό, όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς και να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης, αν τα κατάλαβα αυτά και τους εμπόδισα, αυτό λέγεται προδοσία των φίλων; Ακόμη, με ονομάζει κόθορνο, επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τι δύο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δε χωράει ούτε στους μεν ούτε στους δε; Γιατί, εσύ τον καιρό της δημοκρατίας ήσουν ο χειρότερος εχθρός του λαού και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τίμιων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολεμώ εκείνους που βρήκαν τη δημοκρατία τέλεια όσο δε μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή, και στάθηκα, επίσης, πάντα αντίθετος και μ” εκείνους που βρίσκουν ότι δεν είναι τέλεια οργανωμένη η ολιγαρχία, όσο δεν έχει επιβληθεί στην πόλη η τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ” άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα άριστη λύση κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν μπορείς να πεις, Κριτία, κάποια περίπτωση, όπου με δημοκρατικούς ή με ολιγαρχικούς πολίτες αγωνίστηκα να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί, αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι, κι ανακόμη πάθω τα χειρότερα κακά, θα πέθαινα δίκαια».
Η παρωδία δίκης του Θηραμένη- Ο Κριτίας υπαγορεύει την καταδίκη του Θηραμένη, που εκτελείται
Μόλις μ” αυτά τα λόγια τελείωσε την αγόρευσή του και η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη βουλή ν” αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της, ο Θηραμένης θα γλίτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρούσε αβάσταχτο, αφού πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε για λίγο μαζί τους, βγήκε έξω και πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να στηθούν προκλητικά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι είναι καθήκον για ένα σωστό ηγέτη που διαπιστώνει απόπειρα εξαπάτησης φίλων του, να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω, λοιπόν, κι εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δε θα μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Γιατί, σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το δικαίωμα να σκοτώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο το έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, πρόσθεσε, τον καταδικάζουμε σε θάνατο».
Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης, πήδησε κοντά στο βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο δίκαια απ” όλα, να μη δοθεί δηλαδή στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί ψήφισαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς, είπε, ότι σε τίποτα δε θα με ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα κατεξοχήν άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως, πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας, αν και ξέρετε ότι και το όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί με την ίδια ευκολία με το δικό μου».
Μετά από αυτά, ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους με αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ και ξεδιάντροπο απ” όλους. Ο Κριτίας τότε είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον εδώ τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον πιάσετε οι έντεκα και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα».
Μόλις ο Κριτίας είπε αυτά τα λόγια, ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει το Θηραμένη από το βωμό κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους ως μάρτυρες να δουν τα όσα γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος από φρουρούς και γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι οπλισμένοι με εγχειρίδια. Αυτοί, λοιπόν, έσερναν το Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο Θηραμένη. Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει, ρώτησε: Δηλαδή, άμα σωπάσω, δε θα μετανιώσω; Κι όταν, πάλι, τον ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για να πεθάνει, σκορπίζοντας τις τελευταίες σταγόνες, όπως στο παιχνίδι «κότταβος», είπε: «Αυτό ας είναι στην υγεία του Κριτία του ωραίου!».
Ξέρω, βέβαια, ότι τέτοια λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται, αλλά αυτό βρίσκω αξιοθαύμαστο σ” αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή ακόμα και μπροστά στο θάνατο δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Οι δημοκρατικοί καταλαμβάνουν το φρούριο της Φυλής και νικούν στη Μουνυχία – Οι Δέκα αντικαθιστούν τους Τριάκοντα
Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ” αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ” όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ” τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με προσφυγές.
Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη μέσα στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι (οι επαναστάτες) θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ” ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακριά από τον οπλισμό τους, και οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ” άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα και όρμησαν κατεπάνω τους τρέχοντας· μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους και όλους τους άλλους, που το έβαλαν στα πόδια, τους κυνήγησαν ως έξι με εφτά στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από εκατόν είκοσι και από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν «ωραίο», κι άλλους δύο που τους έπιασαν στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω και έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν από την πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπροστά τους και, αφού έμειναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στην πόλη.
Έπειτα απ” αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος (είπαν) να βγαίνει από τη μικρή πύλη προςτη θάλασσα. Στην παραλία είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχαν συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και, αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
Μετά απ” αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου χίλιοι, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ” αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν.
Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια, και ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ” άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:
«Άνδρες συμπολίτες, σ” άλλους από σας θέλω να πω και σ” άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή, και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας και εμείς όπλα.
Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στην πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μέσα στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει, και όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να υψώνουμε τρόπαια νίκης· και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ” ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί, και ορμώντας κατεπάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ” αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ” αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά (σ” όσους υπάρχουν) και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ” αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ” όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα. Και αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί».
Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους· «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ». Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ” ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ” αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:
«Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ” όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ” όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ” οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ” όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας- Εισβολή του Παυσανία στην Αττική – Προσπάθειές του για συμφιλίωση των Αθηναίων – Αποκατάσταση της δημοκρατίας
Οι Τριάντα τύραννοι αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα. Οι δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών, αν και ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία. Ακόμα διανυκτέρευαν και οι ιππείς στο Ωδείο, έχοντας και τα άλογα και τις ασπίδες τους, κι από την καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη τη νύχτα με τις ασπίδες και τα ξημερώματα με τα άλογα, πάντα με το φόβο μήπως τους επιτεθούν οι επαναστάτες από τον Πειραιά. Αυτοί πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, εξοπλίζονταν με όπλα, άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια, και τα γυάλιζαν. Πριν συμπληρωθούν δέκα μέρες, αφού έδωσαν υπόσχεση ότι σ” όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, ακόμη και αν ήταν ξένοι, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους, βγήκαν για να επιτεθούν, άλλοι βαριά οπλισμένοι, κι άλλοι με ελαφρύ οπλισμό. Είχαν μαζί τους και εβδομήντα περίπου ιππείς. Κάνοντας εξόδους από τον Πειραιά γι ανεφοδιασμό και μαζεύοντας ξυλεία κι οπωρικά, ξαναγύριζαν πάλι στον Πειραιά για ύπνο.
Από την πλευρά της Αθήνας, πάλι, δεν έβγαινε κανείς άλλος ένοπλος, ενώ οι ιππείς κάπου κάπου αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από τη παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν τη φάλαγγά τους. Μια μέρα, μάλιστα, συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς, που πήγαιναν στα χωράφια τους για εξεύρεση τροφίμων. Ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε, παρ” όλες τις ικεσίες τους και παρόλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Και οι επαναστάτες σκότωσαν για αντίποινα έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που είχαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε, είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση, τόσο που έκαναν επιθέσεις και ενάντια στα τείχη της Αθήνας. Μάλιστα, πρέπει να αναφερθεί και τούτοσχετικά με το μηχανικό των Αθηναίων, που, όταν έμαθε ότι οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από το δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλες τις άμαξες να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ” όποιο σημείο του δρόμου έκρινε ο καθένας. Αυτό έγινε έτσι και η καθεμιά πέτρα προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.
Όταν οι Τριάντα τύραννοι από την Ελευσίνα και οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα και ζητούσαν βοήθεια λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους, ο Λύσανδρος, υπολογίζοντας ότι γρήγορα μπορούσε να καταλάβει τους επαναστάτες πολιορκώντας τους από στεριά κι από θάλασσα, αν τους στερήσει τον ανεφοδιασμό, φρόντισε να δανεισθούν οι ολιγαρχικοί εκατό τάλαντα και να αποσταλεί ο ίδιος ως αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ως ναύαρχος. Αφού, λοιπόν, ο ίδιος εξεστράτευσε στην Ελευσίνα, στρατολογούσε πολλούς Πελοποννήσιους οπλίτες. Ο ναύαρχος (αδελφός του) φύλαγε από τη πλευρά της θάλασσας, για να μη μπαίνει κανένα πλοίο με εφόδια για αυτούς (τους επαναστάτες).
Έτσι, γρήγορα πάλι οι επαναστάτες βρέθηκαν σε αδιέξοδο, ενώ οι ολιγαρχικοί (της πόλης) ανέκτησαν πάλι το θάρρος τους με την εμφάνιση του Λυσάνδρου. Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας, από φθόνο προς το Λύσανδρο, γιατί, αν πετύχαινε το σκοπό του, από τη μία θα κέρδισε δόξα και από την άλλη θα έκανε δική του την Αθήνα, αφού έπεισε τρεις από τους εφόρους, ξεκίνησε με ένα εκστρατευτικό σώμα. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους. Αυτοί έλεγαν ότι το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, αφού δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. Κρατούσαν αυτή τη στάση, γιατί καταλάβαιναν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να καταστήσουν την Αθήνα δική τους και σταθερή τους σύμμαχο.
Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά, διοικώντας ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό κέρας. Ο Παυσανίας, αφού έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες του Πειραιά, τους πρόσταζε να πάνε στα σπίτια τους. Επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση προσχηματική, για να μη φανεί ότι έχει καλές διαθέσεις απέναντί τους, και αφού μετά την επίθεση υποχώρησε άπρακτος, την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα», εξετάζοντας από ποια μεριά θα ήταν πιο εύκολος ο αποκλεισμός του Πειραιά με τείχος. Επειδή όμως την ώρα που έφευγε του επιτέθηκαν μερικοί από τους εχθρούς και του δημιούργησαν πρόβλημα, οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να επιτεθεί εναντίον τους και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού να τους ακολουθήσουν μαζί τους· ακολουθούσε και ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν περίπου τριάντα ελαφρά οπλισμένους και καταδίωξαν τους άλλους μέχρι το θέατρο του Πειραιά. Εκεί έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών του Πειραιά. Οι ελαφρά οπλισμένοι όρμησαν αμέσως κι άρχισαν να ρίχνουν ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, επειδή τραυματίζονταν πολλοί από τους δικούς τους, πιεζόμενοι ασφυκτικά άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα. Οι άλλοι τους χτυπούσαν με περισσότερη μανία. Εκεί σκοτώθηκε ο Χαίροντας και ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, και ο ολυμπιονίκης Λακράτης και άλλοι Λακεδαιμόνιοι, που θάφτηκαν μπροστά από τις πύλες στον Κεραμεικό.
Όταν είδε αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες, έτρεξαν για βοήθεια και παρατάχτηκαν γρήγορα γρήγορα μπροστά στους άλλους, σε σχηματισμό οχτώ σειρών. Ο Παυσανίας, που βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε περίπου τέσσερα ή πέντε στάδια κοντά σ” έναν λόφο, παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Αποκεί, ανασυντάσσοντας τη φάλαγγα σε μεγάλο βάθος, προχώρησε εναντίον των Αθηναίων. Αυτοί αρχικά στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα, ύστερα όμως άλλοι απωθήθηκαν στους βάλτους των Αλυκών κι άλλοι υποχώρησαν. Σκοτώθηκαν μάλιστα περίπουεκατόν πενήντα.
Ο Παυσανίας, αφού έστησε τρόπαιο νίκης, γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο, ούτε έτσι θύμωσε μ” αυτούς αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, υποδεικνύοντάς τους τι έπρεπενα πουν. Κι εκείνοι πείστηκαν. Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να τον επισκεφθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να δηλώσουν ότι δε χρειάζεται πια να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, αλλά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τα άκουγε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να συνοδεύουν στην εκστρατεία το βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας, που και οι δύο υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο. Γι αυτό προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Σπάρτη τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφεραν τις προτάσεις για ειρήνη προς τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη των ολιγαρχικών, τον Κηφισοφώντα και το Μέλητο.
Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ” εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα. Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής: «Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε. Και θα το καταλάβετε καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν και είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και είστε οι πιο πλούσιοι απ” όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας διακρίνει καμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε για την παλικαριά σας. Αλλά ποιο κριτήριο θα ήταν καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ” αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν; Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί στον όρκο σας και είσθε θεοφοβούμενοι!»
Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά τους όρκους τους.
Ο Αγησίλαος ξεκινά εκστρατεία στην Ασία
Λίγο αργότερα, κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ” έναν πλοιοκτήτη και είδε φοινικικά πολεμικά πλοία, κάποια να έρχονται από άλλα μέρη, κάποια να έχουν ήδη εξοπλισθεί, κι άλλα να προετοιμάζονται, κι όταν πληροφορήθηκε ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια, πήρε το πρώτο καράβι που έφευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους για το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη ότι ετοίμαζαν αυτόν το στόλο. Εναντίον όμως ποιων, δεν το γνώριζε. Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, συγκαλέσαν τους συμμάχους, και διερευνούσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τότε ο Λύσανδρος επειδή πίστευε ότι και στο ναυτικό είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες και αναλογιζόμενος με ποιον τρόπο σώθηκε το πεζικό που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο, πείθει τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αν του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, περίπου δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις και άλλους έξι χιλιάδες στρατιώτες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε κι ο ίδιος να συνοδέψει τον Αγησίλαο, για να αποκαταστήσει ξανά στην εξουσία τις δεκαρχίες, που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που τις κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει να αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος αποδέχτηκε να αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του έδωσαν όσα ζήτησε καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Όταν εκείνος, αφού έκανε όλες τις καθιερωμένες θυσίες κι αυτές που συνηθίζονται για τις εκστρατείες, ξεκίνησε, αφού έστειλε αγγελιοφόρους στις πόλεις, ανήγγειλε πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν· και ο ίδιος θέλησε να πάει και να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπου ακριβώς θυσίασε και ο Αγαμέμνονας, όταν ξεκίνησε για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί, όταν έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει τη θυσία, αλλά και του πέταξαν κάτω τα θυσιασμένα εντόσθια που βρήκαν πάνω στο βωμό. Ο Αγησίλαος, αφού επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών και γεμάτος οργή, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Αφού έφτασε στο Γεραιστό και αφού συγκέντρωσε εκεί όσο περισσότερο στρατό μπόρεσε έκανε πανιά για την Έφεσο.
Όταν έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως ανθρώπους και τον ρώτησε για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος απάντησε: «να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ” αυτά απάντησε ο Τισσαφέρνης: «αν εσύ συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή, ώσπου να ενημερώσω το βασιλιά, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορείς να έχεις εγγυήσεις ότι θα φερθώ στ” αλήθεια τίμια». «Τότε, αν φερθείς στ” αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο θα ισχύει η ανακωχή».
Με τέτοια συμφωνία ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου Ηριππίδα, Δερκυλίδα και Μέγιλλο ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου ότι, εφόσον το έκανε αυτό, θα έμενε πιστός κι ο Αγησίλαος στην ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, όμως, αμέσως παραβίασε τον όρκο του· γιατί, αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη, έστειλε και ζήτησε από το βασιλιά δυνάμεις περισσότερες από όσες είχε προηγουμένως. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε σταθερός στην ανακωχή.
Η μάχη στον Πακτωλό ποταμό
Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· έτσι ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, το Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των πάλαι ποτέ μισθοφόρων του Κύρου και το Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων· και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας, για να αρχίσουν αμέσως να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχολογικά για τη μάχη.
Ο Τισσαφέρνης νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα έλεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει και ότι αυτή τη φορά θα εισέβαλε πραγματικά στην Καρία· γι αυτό, έστειλε στην Καρία το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος, πράγματι, δεν μπλόφαρε αλλά, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Προχωρώντας τρεις μέρες χωρίς να συναντήσει εχθρούς, έβρισκε άφθονα τα εφόδια για το στρατό. Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων, αφού περάσει τον Πακτωλό ποταμό, να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, όταν είδαν τους υπηρέτες των Ελλήνων να είναι διασκορπισμένοι για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ” αυτούς. Όταν το είδε αυτό ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σε βοήθεια. Οι Πέρσες πάλι, μόλις είδαν τις ενισχύσεις, συγκεντρώθηκαν και παρέταξαν απέναντί τους πολλές μονάδες ιππικού.
Τότε ο Αγησίλαος, επειδή είδε ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Αφού έκανε λοιπόν θυσία, αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα ενάντια στο παραταγμένο ιππικό, ενώ, ταυτόχρονα, πρόσταζε τις κλάσεις των τριαντάρηδων οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν γρήγορα μπροστά· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ” ακολουθούσε μ” όλο τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Πέρσες απόκρουσαν το ιππικό· όταν, όμως, επιτέθηκαν όλα τα άλλα τμήματα ταυτόχρονα, υποχώρησαν και άλλοι απ” αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες, καταδιώκοντάς τους, κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, τράπηκαν σε λεηλασίες· ο Αγησίλαος, όμως, στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους καιεχθρούς. Εκεί πήρε πολλά χρήματα, περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, και τις καμήλες, που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
Όταν έγινε αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις· γι” αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδωσε. Επειδή κι ο ίδιος ο βασιλιάς των Περσών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του, έστειλε τον Τιθραύστη και του έκοψε το κεφάλι. Ο Τιθραύστης, αφού έκανε αυτό, έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο που είπαν τα εξής: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο βασιλεύς αξιώνει εσύ να γυρίσεις στη πατρίδα σου κι οι πόλεις θα έχουν ανεξαρτησία, αλλά θα του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε στην περιοχή του Φαρναβάζου, αφού εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «ώσπου να φτάσω εκεί, δώσ” μου τα απαραίτητα τρόφιμα για το στρατό». Ο Τιθραύστης του έδωσε τριάντα τάλαντα κι ο Αγησίλαος, αφού τα πήρε, ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στο Φαρναβάζο.
Ενώ βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, πήρε εντολή από τους άρχοντες της Σπάρτης να αναλάβει και τη διοίκηση του ναυτικού και να διορίσει ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Αυτό το έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι με το εξής σκεπτικό, ότι δηλαδή, αν αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε και το πεζικό θα είναι πολύ πιο δυνατό, μια και οι δυνάμεις και των δύο θα είναι ενωμένες, και το ναυτικό, αφού θα ερχόταν για βοήθεια το πεζικό, όποτε χρειαζόταν. Όταν άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, αρχικά παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να ετοιμάσουν πλοία, όσα ήθελε η καθεμιά. Μ” αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούρια πολεμικά, άλλα από αυτά που είχαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα από εκείνα που εξόπλισαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν, διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά χωρίς την απαιτούμενη εμπειρία για σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος, λοιπόν, αφού έφυγε, άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού. Ο Αγησίλαος, πάλι, συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.
Προσπάθεια για την οργάνωση αντισπαρτιατικής κίνησης
Ο Τιθραύστης, επειδή σχημάτισε την άποψη ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του βασιλιά και ότι δεν είχε στο νου του να φύγει απ” την Ασία αλλά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει το βασιλιά, επειδή δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη το Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και τον συμβουλεύει να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, παίρνοντας σίγουρες διαβεβαιώσεις ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος, αφού έφτασε στην Ελλάδα, δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και το Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι, χωρίς να δεχτούν μερίδιο από αυτά τα χρήματα, ήταν πρόθυμοι για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία. Εκείνοι που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους στις πόλεις τους και αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους δικούς τους, συνυπέγραψαν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Επειδή οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ότι, αν δεν άρχιζε κάποιος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δε θα αποφάσιζαν να λύσουν τις σπονδές με τους συμμάχους, πείθουν τους Οπούντιους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, πιστεύοντας ότι ύστερα από αυτό οι Φωκείς θα εισβάλουν στη Λοκρίδα. Και δε διαψεύστηκαν, γιατί αμέσως οι Φωκείς εισέβαλαν στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε, οι οπαδοί του Ανδροκλείδα έπεισαν αμέσως τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη ως φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν οι Θηβαίοι, αφού εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα, άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια και εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο αλλά βρίσκονταν σε άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι τότε βρήκαν άριστο πρόσχημα να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβαίων, γιατί ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση στη Δεκέλεια να παίρνουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα και επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι είχαν πείσει και τους Κορινθίους να αρνηθούν. Έφερναν επίσης στη μνήμη τους ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα σφάγια πάνω απ” το βωμό κι ότι δεν ακολούθησαν τον Αγησίλαο στην Ασία. Εκτιμούσαν ακόμη ότι ήταν καλή η ευκαιρία να στείλουν στρατό εναντίον τους και να σταματήσουν την αυθάδη συμπεριφορά (των Θηβαίων) απέναντί τους, γιατί η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι” αυτούς, αφού ο Αγησίλαος ήταν κυρίαρχος και στην Ελλάδα κανένας άλλος πόλεμος δεν αποτελούσε γι” αυτούς εμπόδιο.
Καθώς τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων, οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο στους Φωκείς, με διαταγή να πάει στην Αλίατρο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια καθορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που επρόκειτο να αναλάβει την αρχηγία έχοντας μαζί του τους Λακεδαιμονίους και τους άλλους συμμάχους. Ο Λύσανδρος έκανε ό,τι του διέταξαν και κατόρθωσε επιπλέον να αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τους Θηβαίους. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε τις καθιερωμένες θυσίες εξόδου και του βγήκαν ευνοϊκές, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστειλε αποκεί αξιωματικούς να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων και, ταυτόχρονα, περίμενε τους στρατιώτες από τις άλλες πόλεις της περιοχής της Σπάρτης.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, που είπαν τα ακόλουθα:
«Άνδρες Αθηναίοι, για όσα μας κατηγορείτε ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά απέναντί σας, άδικα μας κατηγορείτε· γιατί δεν τα ψήφισε αυτά η πόλη μας αλλά ένας μόνο άνθρωπος, που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στους συμμάχους. Όταν, μάλιστα, μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε εναντίον του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μην πάρουμε μέρος στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν εξαιτίας σας οργίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι εναντίον μας, νομίζουμε ότι είναι δίκαιο να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο αξιώνουμε πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη. Γιατί εκείνοι, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκρατικούς, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ως δήθεν σύμμαχοί σας, και σας παρέδωσαν στο λαό· έτσι, όσο εξαρτιόταν απ” αυτούς ήσασταν ολότελα χαμένοι, ενώ αυτός εδώ ο λαός σας έσωσε.
Το ξέρουμε βέβαια όλοι μας, άνδρες Αθηναίοι, ότι θα θέλατε πολύ να αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· πώς, όμως, είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά αν βοηθήσετε όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς μην το φοβάσθε, αλλά ίσα ίσα να παίρνετε θάρρος, ανακαλώντας στη μνήμη σας ότι, όταν και σεις εξουσιάζατε πολλούς, τότε είχατε και τους περισσότερους εχθρούς· αλλά όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν έκρυβαν το μίσος εναντίον σας. Μόλις όμως μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι, έδειξαν ποια αισθήματα είχαν απέναντί σας. Και τώρα ασφαλώς, αν φανούμε εμείς και σεις ότι συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα εκδηλωθούν πολλοί που τους μισούν. Ότι μιλάμε σωστά, αν το καλοσκεφθείτε, αμέσως θα το παραδεχτείτε. Ποιος έχει απομείνει στ” αλήθεια φίλος τους; Ο Αργείοι δεν είναι ανέκαθεν εχθροί τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς, που στον πόλεμο εναντίον σας με χίλια παρακάλια τους πείστηκαν από τους Λακεδαιμονίους και πήραν μέρος σ” όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες.
Κι αφού οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν όσα ήθελαν, ποια εδάφη ή τιμές ή χρήματα έδωσαν και σ” αυτούς; Αντίθετα, αξίωσαν να διορίζουν είλωτες ως διοικητές και, μόλις τους ευνόησε η τύχη, επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, την ολιγαρχία τους. Αλλά και όσους έκαναν να αποστατήσουν από σας, είναι φανερό ότι τους ξεγέλασαν· αντί για ελευθερία τους έκαναν δύο φορές δούλους· γιατί, τους διοικούν τυραννικά και με δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Ο βασιλιάς πάλι της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, τώρα τι διαφορετικό απολαμβάνει από το αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους; Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί, όταν είχατε την ηγεμονία, είναι γνωστό ότι κυριαρχούσατε μονάχα στους θαλασσινούς· τώρα θα εξουσιάζετε όλους, κι εμάς και τους Πελοποννησίους κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε και τον ίδιο τον βασιλιά που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη απ” όλους. Βέβαια σταθήκαμε, όπως ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι για κείνους· τώρα, όμως, είναι φυσικό να είμαστε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση από ό,τι με τους Λακεδαιμονίους· γιατί δεν θ” αγωνιζόμαστε, όπως τότε, για νησιώτες ή Συρακόσιους ή ξένους, αλλά για μας τους ίδιους που αδικούμαστε. Και τούτο πρέπει να κατανοήσετε καλά, ότι δηλαδή πολύ πιο εύκολα μπορεί να πολεμηθεί η πλεονεξία των Λακεδαιμονίων απ” ό,τι η πάλαι ποτέ δική σας ηγεμονία· εσείς, έχοντας ναυτικό, εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ αυτοί αν και είναι λίγοι, έχουν επιβληθεί και σε πολλούς και σε εξοπλισμένους. Τελικά, αυτό σας λέμε. Να το ξέρετε, λοιπόν, καλά, άνδρες Αθηναίοι, ότι νομίζουμε ότι σας προσκαλούμε για πολύ πιο ωφέλιμα πράγματα για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
Ανάκληση του Αγησίλαου στην Ελλάδα – Κινήσεις του αντισπαρτιατικού συνασπισμού
Ο Αγησίλαος λοιπόν αυτά σχεδίαζε. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχαν φτάσει τα χρήματα στην Ελλάδα και ότι οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν συνασπισθεί εναντίον τους για πόλεμο, θεώρησαν ότι η πόλη τους βρίσκεται σε κίνδυνο και έκριναν ότι ήταν ανάγκη να εκστρατεύσουν εναντίον τους. Αυτοί λοιπόν ετοιμάζονταν γι” αυτά και ταυτόχρονα στέλνουν στον Αγησίλαο τον Επικυδίδα. Κι αυτός, μόλις έφτασε, ανακοίνωσε και για τα άλλα πώς είχαν και ότι η πόλη του παραγγέλνει να βοηθήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την πατρίδα. Ο Αγησίλαος, μόλις τα άκουσε, στεναχωρήθηκε βέβαια, αναλογιζόμενος ποιες τιμές και ποιες ελπίδες ματαίωνε, όμως αμέσως συγκάλεσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τα όσα του παράγγειλε η πόλη και τους είπε ότι ήταν αναγκαίο να βοηθήσει την πατρίδα. «Εάν εκείνα εξελιχθούν καλά» είπε «να ξέρετε καλά, άνδρες σύμμαχοι, ότι δε θα σας ξεχάσω αλλά πάλι θα έλθω για να κάνω όσα εσείς έχετε ανάγκη».
Στο άκουσμα αυτών πολλοί δάκρυσαν και όλοι αποφάσισαν μαζί με τον Αγησίλαο να βοηθήσουν τη Σπάρτη· και αν τα εκεί εξελιχθούν καλά, θα τον έπαιρναν και θα γύριζαν πάλι στην Ασία. Αυτοί λοιπόν προετοιμάζονταν να τον ακολουθήσουν. Και ο Αγησίλαος άφησε στην Ασία ως διοικητή τον Εύξενο και κοντά του περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες φρουρούς, για να μπορεί να προστατεύει τις πόλεις· αυτός, επειδή διαπίστωσε ότι πολλοί από τους στρατιώτες προτιμούσαν να παραμείνουν εκεί περισσότερο παρά να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων, επιθυμώντας να πάρει μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για τις πόλεις, για όποια θα έστελνε το καλύτερο στράτευμα, και για τους λοχαγούς των μισθοφόρων, για όποιον θα εξεστράτευε έχοντας τον πιο καλά εξοπλισμένο λόχο οπλιτών και τοξοτών και πελταστών. Προανήγγειλε και στους αρχηγούς του ιππικού ότι και σ” αυτούς θα απονείμει βραβεία, σ” όποιον θα παρουσίαζε την καλύτερη ίλη σε άλογα και εξοπλισμό. Είπε μάλιστα ότι τη βράβευση θα την έκανε μόλις θα περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο, για να γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να επιλέξουν καλά τους στρατιώτες. Τα βραβεία ήταν τα περισσότερα καλοδουλεμένα με διάκοσμο όπλα για τους οπλίτες και τους ιππείς· ήταν και χρυσά στεφάνια· το σύνολο των βραβείων δε στοίχισε λιγότερο από τέσσερα τάλαντα. Μετά από τόσο μεγάλη δαπάνη, κατασκευάστηκαν για το στρατό όπλα μεγάλης αξίας. Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, διορίστηκαν κριτές ο Μένασκος και ο Ηριππίδας και ο Όρσιππος από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, και ένας από κάθε πόλη από την πλευρά των συμμάχων. Και ο Αγησίλαος, αφού έκανε την απονομή των επάθλων, ακολουθούσε με το στράτευμά του τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και ο (Πέρσης) βασιλιάς, όταν εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας.
Στο μεταξύ οι έφοροι όρισαν και τοποθέτησαν φρουρά· η πόλη, επειδή ο Αγησίπολης ήταν ακόμη μικρός, διέταξε τον Αριστόδημο να ηγηθεί του στρατού, καθώς ήταν από τη βασιλική γενιά και επίτροπος του παιδιού. Κι όταν εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι εχθροί ήταν συγκεντρωμένοι, συσκέφτηκαν (οι τελευταίοι) και συλλογίζονταν πώς θα έδιναν τη μάχη όσο το δυνατόν με περισσότερη επιτυχία από την πλευρά τους. Και ο Τιμόλαος ο Κορίνθιος είπε: «Μου φαίνεται, άνδρες σύμμαχοι, ότι το θέμα των Λακεδαιμονίων είναι όμοιο, όπως ακριβώς τα ποτάμια. Γιατί και τα ποτάμια στις πηγές τους δεν είναι μεγάλα αλλά ευκολοδιάβατα, όσο όμως απομακρύνονται, επειδή χύνονται (σ” αυτά) κι άλλα ποτάμια, καθιστούν τη ροή τους πιο ορμητική. Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν αρχικά εκστρατεύουν είναι μόνοι τους, καθώς όμως προχωρούν και καταλαμβάνουν (και άλλες) πόλεις, γίνονται περισσότεροι και πιο δυσκολοπολέμητοι. Εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, είπε, ότι και όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν σφήκες, αν επιχειρήσουν να τις κυνηγήσουν έξω από τη φωλιά τους, τους τσιμπούν πολλές μαζί· αν όμως βάλουν τη φωτιά όσο είναι μέσα, (βλέπω) ότι δεν παθαίνουν αυτοί τίποτε και εξουδετερώνουν τις σφήκες (αγριομέλισσες). Αναλογιζόμενος αυτά, κρίνω ότι είναι το καλύτερο να δώσουμε τη μάχη περισσότερο κοντά στη Σπάρτη, ειδάλλως όσο το δυνατόν πιο κοντά της».
Επειδή έδωσε την εντύπωση (ο Τιμόλαος) ότι μίλησε σωστά, ψήφισαν τα όσα είπε. Και ενώ συζητούσαν για την αρχηγία και συμφωνούσαν για πόσους σε βάθος έπρεπε να έχει παραταγμένους όλο το στράτευμα, για να μην αφήνουν περιθώριο στους εχθρούς για περικύκλωσή τους οι πόλεις με βαθιά διάταξη των γραμμών του στρατού τους, στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι, έχοντας μάλιστα πάρει μαζί τους τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς, εξεστράτευσαν προς την πόλη την περιβαλλόμενη από δύο θάλασσες. Και προχωρώντας, σχεδόν ταυτόχρονα οι σύμμαχοι με τους Κορίνθιους έφτασαν στη Νεμέα και οι Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους στη Σικυώνα. Κι όταν εκείνοι εισέβαλαν προς την Επιείκεια, οι γυμνήτες των αντιπάλων τους επέφεραν δεινά πλήγματα αρχικά χτυπώντας αυτούς από ψηλότερα μέρη με ακόντια και τόξα. Και όταν ανέβηκαν προς τη θάλασσα, από κει προχωρούσαν μέσα από την πεδιάδα δενδροτομώντας και καίγοντας την ύπαιθρο· όμως και οι άλλοι απομακρύνθηκαν και στρατοπέδευσαν, έχοντας μπροστά τους τη χαράδρα· όταν και οι Λακεδαιμόνιοι προχωρώντας δεν απείχαν από τους εχθρούς πάνω από δέκα στάδια, στρατοπέδευσαν κι αυτοί και έμεναν αδρανείς.
Εκστρατεία του Αγησίλαου στην Κορινθία
Μετά από αυτό, όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους (Κορίνθιους) ότι οι συμπολίτες τους είχαν όλα τα κοπάδια τους σώα και τα έβοσκαν στο Πείραιο και τρέφονταν από εκεί, εκστρατεύουν πάλι στην Κόρινθο με αρχηγό και τότε τον Αγησίλαο. Αρχικά έφτασε στον Ισθμό· ήταν ο μήνας που γιορτάζονταν τα Ίσθμια, και οι Αργείοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί προσφέροντας θυσία στον Ποσειδώνα, γιατί η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αγησίλαος, εγκατέλειψαν τα ζώα που είχαν θυσιάσει και τα φαγητά που είχαν προετοιμάσει και έντρομοι αποχώρησαν στην πόλη από το δρόμο προς τις Κεχρειές. Αν και τους αντιλήφθηκε ο Αγησίλαος, όμως δεν τους καταδίωξε, αλλά, αφού κατασκήνωσε στο ιερό, πρόσφερε ο ίδιος θυσίες στο θεό και περίμενε, ώσπου οι εξόριστοι των Κορινθίων έκαναν τη θυσία τους προς τιμή του Ποσειδώνα και τους αθλητικούς αγώνες. Οι Αργείοι πάλι, μετά την αποχώρηση του Αγησιλάου γιόρτασαν από την αρχή ξανά τα Ίσθμια. Έτσι, συνέβη εκείνη τη χρονιά σε κάποια αγωνίσματα να έχουμε δυο ηττημένους και σε μερικά πάλι δυο νικητές. Την τέταρτη μέρα ο Αγησίλαος οδήγησε το στράτευμα προς το Πείραιο. Όταν διαπίστωσε ότι φρουρούνταν από πολλούς, αποχώρησε μετά το μεσημέρι προς την πόλη, με την ιδέα ότι θα του παραδινόταν η πόλη· έτσι οι Κορίνθιοι, από φόβο μήπως προδοθεί η πόλη από κάποιους, έστειλαν και κάλεσαν τον Ιφικράτη με τους περισσότερους από τους πελταστές του. Κι όταν ο Αγησίλαος έμαθε ότι αυτοί είχαν περάσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, άλλαξε κατεύθυνση και πρωί–πρωί βάδιζε προς το Πείραιο. Αυτός προχωρούσε μέσω της θερμής περιοχής (παραλιακά), ενώ ένα τμήμα έδωσε διαταγή να ανεβεί προς τα υψώματα. Αυτή τη νύχτα ο ίδιος στρατοπέδευσε κοντά στις θερμές πηγές και το στρατιωτικό τμήμα διανυκτέρευσε πάνω στο βουνό.
Τότε ο Αγησίλαος διακρίθηκε για μια μικρή αλλά καίρια σκέψη. Επειδή από αυτούς που μετέφεραν το φαγητό στο τάγμα κανείς δεν είχε φέρει και φωτιά και επειδή επικρατούσε κρύο, καθώς ήταν σε μεγάλο υψόμετρο και είχε συνάμα βρέξει και είχε πέσει και χαλάζι τις βραδινές ώρες και είχαν ανεβεί και με καλοκαιρινά, καθότι ήταν καλοκαίρι, επειδή τους έπιασε σύγκρυο και μέσα στο σκοτάδι έδειχναν και απροθυμία για το φαγητό, στέλνει σ” αυτούς ο Αγησίλαος περίπου δέκα άνδρες κουβαλώντας φωτιά μέσα σε χύτρες. Και επειδή αυτοί διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία του βουνού και άναψαν πολλές και μεγάλες φωτιές, καθώς υπήρχε αφθονία ξύλων, όλοι λοιπόν άλειψαν τα σώματά τους (με λάδι) και πολλοί άρχισαν να παίρνουν το δείπνο τους. Εκείνο το βράδυ φάνηκε να καίγεται και ο ναός του Ποσειδώνα· ποιος βέβαια έβαλε τη φωτιά κανείς δεν το γνωρίζει. Μόλις αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι που ήταν μέσα στο Πείραιο ότι κατέχονταν οι κορυφές, δεν πρόβαλαν καμιά άμυνα, αλλά κατέφυγαν στο Ηραίο και οι άνδρες και οι γυναίκες και οι δούλοι και οι ελεύθεροι και τα περισσότερα κοπάδια.
Ο Αγησίλαος βάδιζε με το στρατό του παραθαλάσσια· και το τάγμα πάνω από το βουνό κατεβαίνει εναντίον της Οινόης και κυριεύει το τείχος και αφαιρεί τα υπάρχοντα της πόλης, ενώ οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα πήραν πολλά τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Αυτοί που είχαν καταφύγει στο Ηραίο βγήκαν τότε έξω, για να αφήσουν στον Αγησίλαο να αποφασίσει γι” αυτούς ό,τι ήθελε. Αυτός αποφάσισε να παραδώσει στους εξόριστους όσους απ” αυτούς είχαν συμμετοχή στις σφαγές κι όλοι οι άλλοι να πουληθούν. Έτσι, βγήκαν από το Ηραίο πολλοί αιχμάλωτοι· στο μεταξύ κατέφθασαν πολλές αντιπροσωπίες και από αλλού, και ήρθαν και απεσταλμένοι των Βοιωτών για να ρωτήσουν τι θα έπρεπε να κάνουν για να πετύχουν ειρήνη. Ο Αγησίλαος, με υπερβάλλουσα έπαρση, έκρινε ότι ούτε καν έπρεπε να τους δει αυτούς, αν και παραβρισκόταν και ο πρόξενος Φάρακας να τους παρουσιάσει· καθισμένος στο κυκλικό οικοδόμημα γύρω από τη λίμνη, παρακολουθούσε τα όσα έβγαιναν (από την πόλη Ηραίο). Ένοπλοι Λακεδαιμόνιοι με τα δόρατα ακολουθούσαν ως φύλακες τους αιχμαλώτους, προκαλώντας εξαιρετικό το θαυμασμό από τους παρόντες· γιατί οι χαρούμενοι και οι νικητές ανέκαθεν μοιάζουν να είναι κάπως αξιοθέατοι.
Και ενώ ακόμη ήταν καθισμένος ο Αγησίλαος και φαινόταν να χαίρεται με τα όσα γίνονταν, έτρεχε προς το μέρος του κάποιος ιππέας με καταϊδρωμένο το άλογό του. Στις ερωτήσεις πολλών τι είχε να αναγγείλει δεν απαντούσε σε κανέναν, αλλά, όταν πλησίαζε τον Αγησίλαο, αφού πήδησε από το άλογό του, και τρέχοντας κοντά του σκυθρωπός, του ανακοινώνει τη συμφορά στο Λέχαιο. Αυτός, μόλις το άκουσε, αμέσως ανασηκώθηκε από το κάθισμά του, πήρε το δόρυ και διέταξε τον κήρυκα να καλέσει τους πολέμαρχους και τους λοχαγούς και τους διοικητές των συμμαχικών ταγμάτων του. Κι όταν εκείνοι έτρεξαν κοντά του, διέταξε και τους άλλους –γιατί δεν είχαν ακόμη δειπνήσει– να φάνε και αμέσως να τον ακολουθήσουν με τη μέγιστη ταχύτητα, ενώ ο ίδιος με τους επιτελείς του ξεκίνησε χωρίς να καθήσει για φαγητό. Οι δορυφόροι κρατώντας τα όπλα τον ακολουθούσαν βιαστικά, καθώς ο ίδιος προπορευόταν και οι άλλοι έρχονταν πίσω του. Κι όταν είχε διαβεί τις θερμές πηγές στα ανοιχτά του Λεχαίου, τον πλησίασαν τρεις ιππείς και του αναγγέλλουν ότι ήδη είχαν περισυλλεγεί οι νεκροί για ταφή. Όταν το άκουσε αυτό, έδωσε διαταγή στο στράτευμα να αποθέσει τα όπλα και να ξεκουρασθεί για λίγο και στη συνέχεια βάδισε πάλι προς το Ηραίο· την επόμενη μέρα πούλησε τα λάφυρα του πολέμου.
Αποτυχημένη προσπάθεια των Σπαρτιατών για προσέγγιση με τους Πέρσες
Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν ότι ο Κόνωνας με χρήματα του (Πέρση) βασιλιά ανοικοδομεί το τείχος των Αθηναίων και συντηρώντας με τα χρήματα εκείνου το ναυτικό φέρνει στο πλευρό των Αθηναίων και τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις, έκριναν ότι, αν αναφέρουν αυτά στον Τιρίβαζο, που ήταν στρατηγός του βασιλιά, ή θα προσέλκυαν με το μέρος τους τον Τιρίβαζο ή θα τον απέτρεπαν να ενισχύσει το ναυτικό του Κόνωνα. Πήραν λοιπόν απόφαση και στέλνουν προς τον Τιρίβαζο τον Ανταλκίδα με την εντολή να ενημερώσει αυτόν γι” αυτά και να προσπαθήσει να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη (τη Σπάρτη) και στον Πέρση βασιλιά. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, στέλνουν κι αυτοί πρέσβεις μαζί με τον Κόνωνα, τους Ερμογένη και Δίωνα και Καλλισθένη και Καλλιμέδοντα. Κάλεσαν ταυτόχρονα και πρέσβεις από άλλες συμμαχικές πόλεις· έτσι παραβρέθηκαν και πρέσβεις από τη Βοιωτία και την Κόρινθο και το Άργος. Όταν έφτασαν εκεί, ο Ανταλκίδας είπε προς τον Τιρίβαζο ότι έχει έλθει με πρόθεση να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στη Σπάρτη και τον Πέρση βασιλιά και μάλιστα με όρους που θα πρότεινε ο βασιλιάς. Πάντως οι Λακεδαιμόνιοι δε διεκδικούν από το βασιλιά τις ελληνικές πόλεις της Ασίας και θα είναι ικανοποιημένοι να κηρυχτούν αυτόνομα όλα τα νησιά και οι άλλες πόλεις. Πράγματι, είπε, «αφού εμείς δεχόμαστε κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο θα πολεμούσαν εναντίον μας οι Έλληνες ή ο βασιλιάς και θα ξόδευε χρήματα; Γιατί, αν οι πόλεις είναι αυτόνομες, ούτε οι Αθηναίοι χωρίς τη δική μας αρχηγία, ούτε εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να εκστρατεύσουμε».
Στον Τιρίβαζο άρεσαν πολύ τα όσα είπε ο Ανταλκίδας· για τους αντιπάλους οι προτάσεις είχαν την εξής σημασία. Οι Αθηναίοι δηλαδή φοβούνταν να συναινέσουν να κηρυχθούν αυτόνομα τα νησιά, γιατί θα έχαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, και οι Θηβαίοι (φοβούνταν) μήπως υποχρεωθούν να αφήσουν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας, και οι Αργείοι, πράγμα που επιθυμούσαν, έκριναν ότι δε θα μπορούσαν να έχουν την Κόρινθο ως (νέο) Άργος, αν υπογράφονταν τέτοιες συνθήκες και σπονδές. Έτσι αυτή η (προσπάθεια για) ειρήνη δεν τελεσφόρησε και ο καθένας τους γύρισε στην πατρίδα του.
Ο Τιρίβαζος λοιπόν έκρινε ότι δεν του ήταν πολύ ασφαλές να ταχθεί με τους Λακεδαιμόνιους χωρίς την έγκριση του βασιλιά του· έδωσε όμως κρυφά χρήματα στον Ανταλκίδα για να εξοπλισθεί ναυτικό από τους Λακεδαιμόνιους και για να επιζητήσουν την ειρήνη περισσότερο οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους, και φυλάκισε τον Κόνωνα, γιατί τάχα αδικούσε το βασιλιά και γιατί οι Λακεδαιμόνιοι μιλούσαν ορθά. Μετά από αυτά, ανέβαινε προς το βασιλιά για να τον ενημερώσει για όσα πρότειναν οι Λακεδαιμόνιοι και για το ότι είχε συλλάβει τον Κόνωνα ως αδικοπραγούντα και για να ρωτήσει τι έπρεπε να κάνει για όλα αυτά. Ο βασιλιάς λοιπόν, όταν έφτασε ο Τιρίβαζος κοντά του, στέλνει το Στρούθα να φροντίσει τα σχετικά με τη θάλασσα. Αλλά ο Στρούθας ευνοούσε ισχυρά τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, αναλογιζόμενος πόσα δεινά είχε υποστεί η χώρα του βασιλιά από τον Αγησίλαο.
Και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν διαπίστωσαν πόσο εχθρικά διάκειται ο Στρούθας απέναντί τους και πόσο φιλικά προς τους Αθηναίους, έστειλαν εναντίον του για πόλεμο το Θίβρωνα. Αυτός, περνώντας απέναντι, και με ορμητήριο την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη και Λεύκοφρη και Αχίλλειο λεηλατούσε τη χώρα του Πέρση βασιλιά. Με το πέρασμα του χρόνου, διαπιστώνοντας ο Στρούθας ότι ο Θίβρωνας κάθε φορά προσέτρεχε σε βοήθεια άτακτα και περιφρονητικά, έστειλε στην πεδιάδα ιππείς με διαταγή να κάνουν επιδρομή και να τους περικυκλώσουν στο μέτρο που μπορούσαν. Ο Θίβρωνας τότε τύχαινε να είναι στη σκηνή του μετά το φαγητό με τον αυλητή Θέρσανδρο. Ο Θέρσανδρος δεν ήταν μόνο άριστος αυλητής αλλά καυχιόταν και για τη σωματική του ρώμη ως λάτρης των Σπαρτιατών. Όταν ο Στρούθας είδε ότι εκείνοι βοηθούσαν ασύντακτα και ότι οι πρώτοι τους ήταν λίγοι, εμφανίζεται οδηγώντας μαζί του πολλούς και πειθαρχημένους ιππείς. Πρώτους σκότωσαν το Θίβρωνα και το Θέρσανδρο· μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί, στράφηκαν και εναντίον του άλλου στρατεύματος και κατά την καταδίωξη σκότωσαν πάρα πολλούς –υπήρξαν και κάποιοι από αυτούς που σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις– και περισσότερους γιατί αργά αντιλήφθηκαν την επιχείρηση. Εξάλλου πολλές φορές, όπως και τότε, αναλάμβανε (ο Θίβρωνας) επιχειρήσεις χωρίς από νωρίτερα να δίδει τις απαραίτητες διαταγές. Αυτά λοιπόν έτσι έγιναν.
Η Ανταλκίδειος ειρήνη
Έτσι, όταν ανακοίνωσε ο Τιρίβαζος να έλθουν σε σύσκεψη όσοι ήθελαν να πληροφορηθούν τους όρους της ειρήνης που υπαγόρευε ο Πέρσης βασιλιάς, αμέσως ανταποκρίθηκαν όλοι τους. Κι όταν συγκεντρώθηκαν, ο Τιρίβαζος παρουσίασε τα γραπτά του βασιλιά και διάβαζε το περιεχόμενό τους. Αυτό ήταν το εξής: «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης θεωρεί δίκαιο να είναι δικές του οι πόλεις της Ασίας και από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος, ενώ οι άλλες ελληνικές πόλεις και μικρές και μεγάλες να αφεθούν αυτόνομες εκτός από τη Λήμνο και την Ίμβρο και τη Σκύρο· αυτές, όπως και από παλιά, να ανήκουν στους Αθηναίους. Όσοι δεν αποδέχονται αυτή την ειρήνη, αυτούς εγώ θα τους πολεμήσω με όσους συμφωνούν μ” αυτά και στη στεριά και στη θάλασσα και με πλοία και με χρήματα».
Αφού άκουσαν λοιπόν αυτά οι πρέσβεις από τις πόλεις, γύρισαν και τα ανακοίνωσαν ο καθένας στην πόλη του. Και όλοι οι άλλοι διαβεβαίωσαν με όρκο ότι θα τα τηρήσουν αυτά, αλλά οι Θηβαίοι πρόβαλαν την αξίωση να ορκισθούν εκ μέρους όλων των Βοιωτών. Ο Αγησίλαος όμως είπε ότι δε θα δεχθεί τους όρκους, αν δεν ορκισθούν σύμφωνα με το κείμενο του Πέρση βασιλιά, να είναι δηλαδή αυτόνομες και οι μικρές και οι μεγάλες πόλεις. Οι πρέσβεις των Θηβαίων έλεγαν ότι δεν είχε δοθεί σ” αυτούς τέτοια εξουσιοδότηση. «Πηγαίνετε λοιπόν» είπε ο Αγησίλαος «και ρωτήστε· πέστε τους επίσης και τα εξής, ότι αν δεν αποδεχθούν αυτά, θα μείνουν έξω από τις σπονδές». Αυτοί λοιπόν έφυγαν. Ο Αγησίλαος πάλι, λόγω της έχθρας του εναντίον των Θηβαίων, δεν καθυστέρησε, αλλά αφού έπεισε τους εφόρους, πρόσφερε θυσίες. Και επειδή οι θυσίες βγήκαν ευνοϊκές για έξοδο στρατού, αφού έφτασε στην Τεγέα, έστελνε ιππείς στους περίοικους να επισπεύσουν τη στρατολόγηση ανδρών, έστελνε και αρχηγούς συμμαχικού στρατού στις πόλεις. Πριν όμως ξεκινήσει από την Τεγέα, κατέφτασαν οι Θηβαίοι λέγοντας ότι αφήνουν αυτόνομες τις πόλεις. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι Θηβαίοι εξαναγκάστηκαν να μπουν στις σπονδές, αφού πρώτα άφησαν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας.
Οι Κορίνθιοι πάλι δεν έδιωχναν τη φρουρά των Αργείων. Αλλά ο Αγησίλαος προειδοποίησε κι αυτούς, τους πρώτους ότι αν δεν απομακρύνουν τους Αργείους και τους δεύτερους αν δε φύγουν από την Κόρινθο, θα κηρύξει πόλεμο εναντίον τους. Και καθώς φοβήθηκαν και οι δυο αποχώρησαν οι Αργείοι και η πόλη των Κορινθίων αισθάνθηκε ανεξάρτητη, οι δολοφόνοι και πρωταίτιοι αυτού του κακού το κατάλαβαν και έφυγαν από την Κόρινθο· οι υπόλοιποι πολίτες εθελούσια δέχτηκαν την επιστροφή των πρώην εξορίστων (ολιγαρχικών). Αφού τακτοποιήθηκαν αυτά και διαβεβαίωσαν με όρκο οι πόλεις ότι θα μείνουν σταθερές στην ειρήνη που τους υπαγόρευσε ο Πέρσης βασιλιάς, διαλύθηκαν ύστερα οι πεζικοί στρατοί και οι ναυτικές τους δυνάμεις. Ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, μετά τον τελευταίο πόλεμο και το γκρέμισμα των τειχών, αυτή ήταν η πρώτη ειρήνη. Κατά τη διάρκεια του (τωρινού) πολέμου, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν σημειώσει μεγάλες επιτυχίες εναντίον των αντιπάλων τους, βγήκαν πολύ πιο κερδισμένοι λόγω της επονομαζόμενης Ανταλκίδειας ειρήνης. Γιατί, αναλαμβάνοντας εγγυητές της ειρήνης που υπαγορεύτηκε από τον Πέρση βασιλιά και επιβάλλοντας την αυτονομία στις πόλεις, πήραν αρχικά την Κόρινθο σύμμαχο, κατέστησαν αυτόνομες τις Βοιωτικές πόλεις από τη Θήβα, πράγμα που από καιρό το επιθυμούσαν, σταμάτησαν και τους Αργείους να ελέγχουν την Κόρινθο, απειλώντας τους με εκστρατεία αν δεν αποχωρούσαν από την Κόρινθο.
Πραξικοπηματική κατάληψη της Καδμείας από τους Σπαρτιάτες
Ο Φοιβίδας, αφού είχαν συγκεντρωθεί και οι υπόλοιπες δυνάμεις για τον Ευδαμίδα, τους πήρε υπό την ηγεσία του και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν προς τη Θήβα, στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη κοντά στο γυμναστήριο· καθώς οι Θηβαίοι βρίσκονταν σε κατάσταση πολιτικών διαταραχών, πολέμαρχοι ήταν ο Ισμηνίας και ο Λεοντιάδης, πολιτικοί αντίπαλοι μεταξύ τους και ο καθένας τους αρχηγός στο πολιτικό του κόμμα. Ο Ισμηνίας λοιπόν, λόγω του μίσους του προς τους Λακεδαιμόνιους, δεν πλησίαζε το Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης όμως και με άλλους τρόπους τον προσέγγισε και όταν εξοικειώθηκε μαζί του, του είπε τα εξής:
«Αυτή εδώ την ημέρα, Φοιβίδα, σου δίνεται η ευκαιρία να προσφέρεις τη μέγιστη υπηρεσία στην πατρίδα σου· γιατί, αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου, εγώ θα σε οδηγήσω μέσα στην ακρόπολη. Κι αν γίνει αυτό, να ξέρεις ότι η Θήβα θα ανήκει ανεπιφύλακτα στους Λακεδαιμόνιους και εμείς θα είμαστε με τους δικούς σας φίλους. Τώρα βέβαια, όπως βλέπεις, έχει εκδοθεί διάταγμα να μην εκστρατεύσει κανένας μαζί σου από τους Θηβαίους εναντίον των Ολυνθίων· αν όμως εσύ συνεργασθείς μαζί μας σ” αυτά, αμέσως εμείς θα στείλουμε μαζί σου πολλούς οπλίτες και πολλούς επίσης ιππείς· έτσι θα βοηθήσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη και, ενώ εκείνος θα πασχίζει να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα έχεις ήδη κυριεύσει τη Θήβα, πόλη πολύ μεγαλύτερη από την Όλυνθο».
Όταν τα άκουσε αυτά ο Φοιβίδας, ανακουφίστηκε· γιατί επιθυμούσε σφοδρά να πετύχει κάποιο λαμπρό κατόρθωμα παρά να ζήσει (στην αφάνεια)· μάλιστα δεν έδιδε την εντύπωση ότι πρόκειται για λογικό και σώφρονα άνθρωπο. Κι αφού αποδέχτηκε αυτά, του συνέστησε να προωθηθεί, όπως εξάλλου είχε προετοιμασθεί για την αναχώρησή του∙ «όταν θα είναι η κατάλληλη στιγμή», είπε ο Λεοντιάδης, «θα έλθω εγώ να σε συναντήσω και ο ίδιος θα σε κατευθύνω». Και ενώ η βουλή συνεδρίαζε στη στοά της αγοράς, καθότι οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στην Καδμεία, και λόγω του θέρους και της μεσημεριανής ώρας επικρατούσε μεγάλη ερημιά στους δρόμους, τότε ακριβώς ο Λεοντιάδης έτρεξε πάνω σε άλογο προς το Φοιβίδα, του λέει να γυρίσει πίσω και τον οδήγησε κατευθείαν προς την ακρόπολη. Κι αφού εγκατέστησε το Φοιβίδα και τους άνδρες του εκεί και αφού του έδωσε και τα κλειδιά των πυλών κι αφού είπε να μην πλησιάσει κανένας στην ακρόπολη χωρίς την άδειά του, αμέσως κατευθύνθηκε προς τη βουλή. Κι όταν έφτασε, είπε τα εξής: «Για το ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη μη στενοχωριέστε, Θηβαίοι· γιατί υποστηρίζουν ότι δεν ήρθαν με εχθρικές διαθέσεις εναντίον κανενός που δεν επιθυμεί τον πόλεμο· εγώ προσωπικά, επειδή ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον πολέμαρχο να συλλάβει όποιον πιστεύει ότι έχει διαπράξει έργα που αξίζουν το θάνατο, συλλαμβάνω αυτόν εδώ τον Ισμηνία, γιατί υποκινεί τον πόλεμο. Και εσείς οι λοχαγοί και ο περίγυρός σας σηκωθείτε, πιάστε τον και οδηγήστε τον εκεί που είπαμε».
Αυτοί που είχαν μυηθεί στη συνωμοσία παραβρίσκονταν εκεί και υπάκουσαν και έσπευσαν να τον συλλάβουν· από όσους δε γνώριζαν τίποτε και από τους πολιτικούς αντιπάλους του Λεοντιάδη, κάποιοι αμέσως έφευγαν έξω από την πόλη, φοβούμενοι μήπως τους σκοτώσουν· άλλοι πάλι αρχικά κατευθύνθηκαν προς τα σπίτια τους. Κι όταν πληροφορήθηκαν αυτοί που ήταν στην Καδμεία ότι ο Ισμηνίας είχε συλληφθεί, τότε οι πολιτικοί φίλοι του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία, περίπου τριακόσιοι, αποχώρησαν για την Αθήνα.
Ο Πολυδάμαντας ενώπιον της σπαρτιατικής συνέλευσης
Το ίδιο περίπου διάστημα φτάνει στο κοινό των Λακεδαιμονίων από τη Θεσσαλία ο Πολυδάμας ο Φαρσάλιος. Αυτός ήταν σε μεγάλη εκτίμηση και στην υπόλοιπη Θεσσαλία και στην ίδια την πόλη είχε τέτοια μεγάλη αποδοχή καλού και γενναίου, ώστε οι Φαρσάλιοι σε φάση εμφύλιας διαμάχης όχι μόνο του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη αλλά του ανέθεσαν να εισπράττει και τους δημόσιους φόρους, όσοι είχαν καθορισθεί βάσει των νόμων, και να τους διαχειρίζεται τόσο για τις λατρευτικές ανάγκες (της πόλης) όσο και για τη δημόσια διοίκηση. Εκείνος λοιπόν μ” αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη την προστάτευε και κάθε χρόνο έκανε απολογιστική συνέλευση για τις άλλες δαπάνες της διοίκησης. Και όσες φορές τα έσοδα δεν επαρκούσαν, έβαζε από τα δικά του, και όταν παρουσίαζαν πλεόνασμα, τα έπαιρνε πίσω. Και γενικά ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με το γνωστό Θεσσαλικό τρόπο. Όταν λοιπόν αυτός έφτασε στη Σπάρτη, είπε τα εξής:
«Εγώ, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ως πρόξενος σε σας και ευεργέτης παραδοσιακά από όλες τις γενεές που θυμόμαστε, έχω την αξίωση, αν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα, να έρχομαι σε σας, και αν προκύπτει κάτι το κακό για σας στη Θεσσαλία, να σας ενημερώνω. Ξέρω λοιπόν καλά ότι και εσείς ασφαλώς έχετε ακούσει το όνομα του Ιάσονα· ο άνθρωπος έχει και μεγάλη δύναμη και εξαιρετική φήμη. Αυτός λοιπόν, αφού συνθηκολόγησε μαζί μου, με συνάντησε και μου είπε τα εξής: ότι θα μπορούσα, Πολυδάμα, να υποτάξω την πόλη σου Φάρσαλα και χωρίς τη θέλησή της, είναι δυνατόν να το αντιληφθείς απ” τα παρακάτω· εγώ δηλαδή, είπε, έχω συμμάχους μου τις περισσότερες και μεγαλύτερες πόλεις της Θεσσαλίας· και τις κυρίεψα, παρόλο που και εσείς συστρατευτήκατε μαζί τους εναντίον μου. Ασφαλώς γνωρίζεις ακόμη ότι διαθέτω και πάνω από έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, τους οποίους, όπως εγώ πιστεύω, καμιά πόλη δε θα μπορούσε εύκολα να τους αντιμετωπίσει.
Αλλά και από άλλη μέρη, είπε, δε θα εξεστράτευε (μαζί μου) μικρότερος αριθμός (στρατιωτών)· από τους στρατιώτες των άλλων πόλεων άλλοι είναι ήδη ηλικιωμένοι και άλλοι σχεδόν ανήλικοι· σε κάθε πόλη ασκούνται για τον πόλεμο πάρα πολύ λίγοι· αντίθετα σε μένα δεν υπάρχει κανένας μισθοφόρος που να μη με συναγωνίζεται στους κόπους». Και ο ίδιος (ο Ιάσονας) –γιατί πρέπει να πω σε σας όλη την αλήθεια– είναικαι πολύ γεροδεμένος και γενικά σκληραγωγημένος. Τους άνδρες του λοιπόν καθημερινά τους έχει υπό δοκιμασία· γιατί μπαίνει μπροστά ένοπλος και στις ασκήσεις και σε κάθε εκστρατεία.
Όποιους από τους ξένους καταλάβει ότι είναι δειλοί, τους απολύει, και όποιους διαπιστώνει ότι είναι φιλόπονοι και ριψοκίνδυνοι στους πολέμους, τους τιμά, άλλους με διπλό και με τριπλό, ακόμη και με τετραπλό μισθό, και άλλους με δώρα και με φροντίδα στις ασθένειές τους και με εξαιρετικές τιμές, αν σκοτωθούν· έτσι, όλοι οι μισθοφόροι του γνωρίζουν καλά ότι η πολεμική τους αρετή τους εξασφαλίζει εντιμότατη και πλουσιότατη ζωή. Ταυτόχρονα υπενθύμιζε σε μένα, που το ήξερα, ότι ήδη ήταν υπήκοοί του οι Μαρακοί και οι Δόλοπες και ο αρχηγός της Ηπείρου Αλκέτας· ώστε, είπε, τι θα μπορούσα εγώ να φοβηθώ για να μην πίστευα ότι πανεύκολα θα κυρίευα και εσάς; Ένας που δε με γνωρίζει καλά θα αντέτεινε: Γιατί λοιπόν καθυστερείς και δεν εκστρατεύεις ήδη εναντίον των Φαρσάλων; Γιατί, μα το Δία, νομίζω ότι είναι πολύ καλύτερο να σας κερδίσω περισσότερο με τη θέλησή σας παρά ακούσια· γιατί, αν σας είχα μαζί μου έχοντας χρησιμοποιήσει βία, εσείς θα σκεφτόσασταν τι κακό θα μπορούσατε να μου κάνετε, ενώ εγώ θα φρόντιζα να είσθε όσο το δυνατόν ασθενέστατοι· αν όμως συμπαρατασσόσασταν μαζί μου εκούσια, είναι ολοφάνερο ότι θα αυξάναμε ο ένας τη δύναμη του άλλου στο μεγαλύτερο βαθμό.
Γνωρίζω ασφαλώς, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου προσβλέπει σε σένα· αν μου την προετοιμάσεις να διάκειται φιλικά προς εμένα, εγώ σου υπόσχομαι, είπε, να σε κάνω τον πιο σπουδαίο μετά από μένα άνδρα στην Ελλάδα. Άκουσε για ποια πράγματα σου δίνω τη δεύτερη θέση και μην πιστεύεις σε τίποτα που κατά την κρίση σου δε σου φαίνεται αληθινό. Συμπερασματικά λοιπόν αυτό είναι σε μας ολοφάνερο, ότι δηλαδή, αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα και οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εγώ θα γινόμουν άνετα αρχηγός όλων των Θεσσαλών· γιατί, όταν η Θεσσαλία είναι υπό ενιαία διοίκηση, το ιππικό της ξεπερνά τις έξι χιλιάδες και το πεζικό της ανέρχεται σε πάνω από δέκα χιλιάδες οπλίτες.
Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Απόφαση για αποστολή αθηναϊκής πρεσβείας στη Σπάρτη – Ο λόγος του Καλλία – Ο λόγος του Αυτοκλή
Οι Αθηναίοι τότε, επειδή έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να έχουν εκδιωχθεί από τη Βοιωτία και να έχουν καταφύγει κοντά τους, και τους Θεσπιείς να τους παρακαλούν να μην αδιαφορήσουν γι” αυτούς που έχαναν την πατρίδα τους, δεν επαινούσαν ασφαλώς τους Θηβαίους πια, αλλά από τη μια δίσταζαν να αρχίσουν πόλεμο εναντίον τους κι από την άλλη έκριναν ότι τους είναι ασύμφορος. Βέβαια, δεν έδειχναν διάθεση να συμμετέχουν μ” αυτούς σε όσα έκαναν, γιατί τους έβλεπαν να εκστρατεύουν εναντίον παραδοσιακών τους φίλων, των Φωκέων, και να καταστρέφουν πόλεις πιστές κατά τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων και φιλικές προς αυτούς. Μετά από αυτά, αφού ο λαός ψήφισε να συνάψουν ειρήνη, αρχικά έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα, για να τους καλέσουν να τους ακολουθήσουν, αν ήθελαν, στη Σπάρτη για ειρήνη· έπειτα έστειλαν και οι ίδιοι πρέσβεις. Μεταξύ αυτών που εκλέχθηκαν ήταν ο Καλλίας του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδη, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντα, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Όταν παρουσιάστηκαν στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, ήταν και ο ρήτορας Καλλίστρατος. Γιατί, είχε δώσει υπόσχεση στον Ιφικράτη ότι, αν του επέτρεπε να φύγει, θα κατάφερνε ή να του στείλουν (οι Αθηναίοι) χρήματα για το ναυτικό ή να συνάψουν ειρήνη, και γι” αυτό βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετείχε στην αποστολή (στη Σπάρτη) για ειρήνη· κι όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, πρώτος απ” αυτούς μίλησε ο Καλλίας, ο δαδούχος. Αυτός ήταν τέτοιος, ώστε το απολάμβανε πάρα πολύ να αυτοπροβάλλεται ή να επαινείται από τους άλλους· σ” εκείνη την περίπτωση κάπως έτσι άρχισε την ομιλία του.
Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, το αξίωμα του προξένου δεν το έχω μόνο εγώ, αλλά και ο πατέρας μου από τον παππού μου το έχει πατροπαράδοτα και το κληροδότησε στη γενιά μας. Θέλω να σας καταστήσω σαφές και το εξής, πώς δηλαδή συμπεριφέρεται η πόλη μας απέναντί μας. Εκείνη λοιπόν, όταν έχουμε πόλεμο, μας εκλέγει στρατηγούς, και όταν επιθυμήσει ειρήνη, μας στέλνει ως πρεσβευτές ειρήνης. Εγώ λοιπόν στο παρελθόν ήρθα δυο φορές, για να σταματήσουμε τον (μεταξύ μας) πόλεμο, και πέτυχα και στις δύο αποστολές την ειρήνη και για το δικό μας και για το δικό σας καλό· τώρα έρχομαι για τρίτη φορά και πιστεύω δικαιωματικά και πάλι ότι θα πετύχω τη συμφιλίωση. Γιατί βλέπω ότι συμπίπτουν οι απόψεις μας και ότι και εσείς και εμείς αγανακτούμε με την καταστροφή των Πλαταιών και των Θεσπιών. Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, όταν έχουμε τις ίδιες απόψεις, να είμαστε μεταξύ μας περισσότερο φίλοι παρά εχθροί; Και είναι ασφαλώς γνώρισμα συνετών ανθρώπων να αποφεύγουν τον πόλεμο, ακόμη κι αν υπάρχουν μικρές (μεταξύ τους) διαφορές· όταν μάλιστα συμπίπτουν οι απόψεις μας, δε θα ήταν από τα παράξενα να μη συνάψουμε ειρήνη; Μάλιστα ήταν δίκαιο εμείς ποτέ να μη σηκώσουμε τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, γιατί υπάρχει η παράδοση ότι ο δικός μας πρόγονος Τριπτόλεμος φανέρωσε τα άρρητα ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης σε ξένους πρώτα στο δικό σας γενάρχη Ηρακλή και στους δύο Διόσκουρους, δικούς σας πολίτες, και ότι δώρισε τους σπόρους για τους καρπούς της Δήμητρας πρώτα στην Πελοπόννησο. Πώς λοιπόν είναι δίκαιο, εσείς που πήρατε τους σπόρους από μας να έλθετε και να καταστρέψετε κάποτε τους καρπούς, και εμείς που σας τους δωρίσαμε να μη θέλουμε να έχετε μεγάλη αφθονία καρπών από αυτούς; Αν πάλι είναι γραμμένο από τους θεούς να γίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους πόλεμοι, εμείς πρέπει να τους αρχίζουμε με πολύ περίσκεψη και, όταν αρχίσουν, να τους σταματούμε με τη μεγαλύτερη σπουδή».
Μετά από αυτόν ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη πολύ καλού ρήτορα, μίλησε ως εξής:
«Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ότι βέβαια όσα πρόκειται να πω δε θα λεχθούν προς χάρη σας, δεν το αγνοώ· αλλά νομίζω ότι, όσοι επιθυμούν, όποια τυχόν φιλία κάνουν, αυτή να παραμείνει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, πρέπει να αλληλοεξετάσουν τα αίτια των πολέμων. Εσείς βέβαια λέτε πάντα· πρέπει οι πόλεις να είναι αυτόνομες, αλλά οι ίδιοι σας πάντοτε είσθε εμπόδιο στην αυτονομία.
Γιατί συμφωνείτε με τις συμμαχικές πόλεις σ” αυτό πρώτα, να σας ακολουθούν δηλαδή όπου τυχόν εσείς τους οδηγήσετε. Κι όμως πώς αυτό συμβιβάζεται με την αυτονομία; Δημιουργείτε μάλιστα εχθρούς χωρίς να ενημερώνετε τους συμμάχους και τους οδηγείτε εναντίον τους· έτσι, πολλές φορές αναγκάζονται να εκστρατεύουν αυτοί που λογίζονται αυτόνομοι εναντίον των πιο καλών τους φίλων. Και το πιο αντιφατικό από όλα σχετικά με την αυτονομία, εγκαθιστάτε αλλού δεκαρχίες και αλλού τριακονταρχίες· και καθοδηγείτε αυτούς τους άρχοντες όχι πώς να κυβερνούν εφαρμόζοντας νόμους, αλλά πώς θα μπορέσουν να κρατούν υπό την εξουσία τους τις πόλεις ασκώντας βία.
Έτσι, μοιάζετε να χαίρεσθε περισσότερο με τυραννία παρά με δημοκρατία. Όταν πάλι ο (Πέρσης) βασιλιάς διέτασσε οι πόλεις να είναι αυτόνομες, το καταλαβαίνατε ολοκάθαρα ότι, αν οι Θηβαίοι δεν άφηναν κάθε πόλη να αυτοδιοικείται και να χρησιμοποιεί όποιους τυχόν νόμους ήθελε, δε θα εφάρμοζαν τις βασιλικές διαταγές· κι όταν καταλάβατε την Καδμεία, δεν επιτρέπατε ούτε στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι. Πρέπει λοιπόν, όσοι πρόκειται να είναι μεταξύ τους φίλοι, να μην απαιτούν απ” τη μία από τους άλλους να σέβονται το δίκαιο, και οι ίδιοι τους να φαίνονται ότι επιζητούν να έχουν όσα μπορούν περισσότερα».
Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Ο λόγος του Καλλίστρατου – Υπογραφή της ειρήνης του 371 π.Χ. – Αποχώρηση των Θηβαίων
Μ” αυτά τα λόγια (ο Αυτοκλής) προκάλεσε σιγή στους πάντες και έκανε να το χαρούν αυτοί που δυσανασχετούσαν με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από αυτόν πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος και είπε· «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, εγώ ασφαλώς δε θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έγιναν λάθη και από την πλευρά μας και από την πλευρά σας· δεν είμαι όμως της άποψης ότι δεν πρέπει ποτέ πια να τα βρουν όσοι έχουν σφάλει μεταξύ τους· γιατί βλέπω ότι κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αναμάρτητος· μου φαίνονται μάλιστα μερικές φορές οι άνθρωποι που σφάλλουν ότι γίνονται σοφότεροι, ιδίως αν πληρώσουν για τα λάθη τους, όπως εμείς. Βλέπω όμως και σας αρκετές φορές να την πληρώνετε για όσα απερίσκεπτα έχετε διαπράξει· ένα από αυτά ήταν και η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα· τώρα λοιπόν, καθώς υποστηρίξατε να είναι οι πόλεις αυτόνομες, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, όλες πάλι πήγαν με το μέρος τους. Έτσι, καθώς το μάθαμε με τίμημα ότι η πλεονεξία δεν ωφελεί, ελπίζω τώρα ότι θα «βάζαμε μυαλό» για τη μεταξύ μας φιλία. Όσο για όσα μας διαβάλλουν αυτοί που επιθυμούν να ματαιώσουν την ειρήνη, ότι δηλαδή εμείς έχουμε έλθει εδώ όχι για φιλία αλλά από φόβο μήπως έλθει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το βασιλιά, σκεφθείτε ότι είναι ανοησίες. Γιατί ο βασιλιάς υπόγραψε ως γνωστόν να είναι αυτόνομες όλες οι Ελληνικές πόλεις· και εμείς λοιπόν που υποστηρίζουμε και πράττουμε τα ίδια με εκείνον, γιατί θα φοβόμασταν το βασιλιά; Ή μήπως κάποιος φρονεί αυτά, ότι δηλαδή εκείνος θέλει να κάνει άλλους μεγάλους περισσότερο, ξοδεύοντας χρήματα, παρά χωρίς νέα δαπάνη να του πραγματοποιηθούν όσα έκρινε ότι του είναι άριστα; Ας είναι. Αλλά γιατί εμείς έχουμε έλθει; Ότι βέβαια δεν είμαστε σε δύσκολη θέση θα το παραδεχόσασταν, αν θέλατε να εξετάσετε είτε την τωρινή κατάσταση στις θαλάσσιες επιχειρήσεις είτε στη στεριά. Και ποια είναι αυτή; Είναι ολοφάνερο ότι κάποιοι από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν αρέσουν σε μας ή αρέσουν σε σας. Ίσως πάλι και θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για όσα σωστά αποφασίσαμε ως αντάλλαγμα για ό,τι κάνατε εσείς για τη δική μας (άλλοτε) σωτηρία. Και για να θυμήσω επιπλέον και αυτό που (αμοιβαία) μας συμφέρει, από το σύνολο των πόλεων υπάρχουν κάποιες που πρόσκεινται σε σας και κάποιες σε μας, και σε κάθε πόλη άλλοι πολιτικά συμπαθούν το πολίτευμα της Σπάρτης και άλλοι της Αθήνας. Στην περίπτωση λοιπόν που εμείς θα γινόμασταν φίλοι, από πού θα περιμέναμε εύλογα να συμβεί κάποιο κακό; Και στην ξηρά, αν εσείς γίνετε φίλοι μας, ποιος θα μπορούσε να μας ενοχλήσει; Στη θάλασσα, αντίστοιχα, αν εμείς γίνουμε φίλοι σας, ποιος θα μπορούσε να σας βλάψει; Βέβαια όλοι το γνωρίζουμε ότι πάντοτε γίνονταν πόλεμοι και ότι σταματούν και ότι εμείς, αν όχι τώρα, οπωσδήποτε κάποτε θα επιθυμήσουμε ειρήνη. Γιατί λοιπόν πρέπει να περιμένουμε εκείνο το χρόνο, μέχρι που θα έχουμε κουρασθεί από το πλήθος των δεινών, και δε συνάπτουμε τώρα την ειρήνη το ταχύτερο, προτού μας συμβεί κανένα αθεράπευτο κακό; Ούτε πάλι επαινώ εκείνους που, μετά από άλλους αγώνες και νίκες και δόξες, είναι τόσο φιλόδοξοι, ώστε δε σταματούν νωρίτερα, παρά τερματίζουν το «άθλημα» αφού ηττηθούν, ούτε (επαινώ) αυτούς που παίζουν ζάρια, που πάλι, αν πετύχουν να κερδίσουν ένα ποσό, διακινδυνεύουν στη συνέχεια το διπλάσιο· γιατί βλέπω τους περισσότερους από αυτούς να χάνουν τα πάντα τελικά. Ύστερα λοιπόν από τις τέτοιες διαπιστώσεις μας, δεν πρέπει ποτέ να μπούμε σε τέτοιες περιπέτειες, ώστε ή να κερδίσουμε ή να χάσουμε τα πάντα, αλλά όσο είμαστε δυνατοί και ευτυχούμε, πρέπει να γίνουμε μεταξύ μας φίλοι. Γιατί έτσι μόνο εμείς με εσάς και εσείς με εμάς θα αναδεικνυόμασταν ακόμη ισχυρότεροι απ” ό,τι στο παρελθόν στην Ελλάδα».
Επειδή κρίθηκε ότι αυτοί μίλησαν σωστά, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να δεχθούν την (προσφερόμενη) ειρήνη, με τους όρους να ανακαλέσουν τους αρμοστές τους από τις πόλεις, να διαλύσουν τις ναυτικές και πεζικές δυνάμεις και να αφήσουν τις πόλεις αυτόνομες. Αν κάποιος ενεργούσε αντίθετα προς αυτά, μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος ήθελε να βοηθήσει τους αδικούμενους, όποιος όμως δεν το επιθυμούσε, δεν ήταν δεσμευμένος από τους όρκους να συμμαχήσει με τους αδικούμενους. Πάνω σ” αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των συμμάχων τους, ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ο καθένας τους χωριστά. Και ενώ συγκαταλέγονταν στις πόλεις που είχαν ορκισθεί και οι Θηβαίοι, ήρθαν πίσω την άλλη μέρα οι πρέσβεις τους και απαιτούσαν να διορθώσουν την υπογραφή τους και αντί για τους Θηβαίους να γραφεί ότι ορκίστηκαν οι Βοιωτοί. Ο Αγησίλαος τότε απάντησε ότι δε θα αλλάξει τίποτε από όσα ορκίστηκαν αρχικά και υπόγραψαν· κι αν τυχόν δεν ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ειρήνη, είπε ότι θα τους διέγραφε αν επέμεναν. Κι ενώ λοιπόν οι άλλοι είχαν υπογράψει την ειρήνη και μόνο από τους Θηβαίους υπήρχε διαφωνία, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να πληρώσουν οι Θηβαίοι τη λεγόμενη «δεκάτη» και οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν καταστενοχωρημένοι.
Μετά τη νίκη των Θηβαίων στα Λεύκτρα
Όταν έγιναν αυτά, ο αγγελιοφόρος που στάλθηκε στη Σπάρτη για να αναγγείλει τη συμφορά έφτασε την τελευταία μέρα της γιορτής των γυμνοπαιδιών και την ώρα που ο χορός των ανδρών ήταν μέσα (πάνω στη σκηνή)· κι όταν οι έφοροι πληροφορήθηκαν το κακό, λυπήθηκαν βέβαια, νομίζω, όπως το επέβαλλε η περίσταση· όμως δεν έβγαλαν έξω (από το θέατρο) το χορό, αλλά τον άφησαν να συνεχίσει. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα καθενός από τους νεκρούς στους οικείους τους· είπαν ταυτόχρονα στις γυναίκες να μην ξεσπάσουν σε θρήνους, αλλά να υπομένουν το κακό σιωπηλές. Και την επόμενη μέρα μπορούσε κανείς να δει να κυκλοφορούν άνετα περήφανοι και με φωτεινά πρόσωπα οι συγγενείς όσων είχαν φονευθεί, ενώ οι οικείοι αυτών που είχε αναφερθεί ότι είναι ζωντανοί ήταν έξω λίγοι, που μάλιστα κυκλοφορούσαν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
Μετά από αυτά οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση των δυο άλλων ταγμάτων μέχρι την τεσσαρακοστή κλάση· έστειλαν ταυτόχρονα και από τα έξω τάγματα στρατιώτες της ίδιας ηλικίας· γιατί, νωρίτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα στρατιώτες μέχρι την τριακοστή πέμπτη κλάση· διέταξαν επίσης να ακολουθήσουν και όσοι είχαν μείνει στη Σπάρτη στις διάφορες πολιτικές θέσεις. Ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμη αναρρώσει από την αρρώστια του· η πόλη τότε αποφάσισε να ηγηθεί στο εκστρατευτικό σώμα ο γιος του Αρχίδαμος. Πρόθυμοι εξεστράτευσαν μαζί του και οι Τεγεάτες· γιατί ζούσε ακόμη η «φουρνιά» του Στάσιππου, με φιλολακωνικά αισθήματα και μεγάλη επιρροή στην πόλη. Σθεναρά επίσης ακολούθησαν την εκστρατεία και οι Μαντινείς απ” τα χωριά τους· γιατί έτυχε να κυβερνούνται τότε από ολιγαρχικούς. Με την ίδια προθυμία ακολουθούσαν και οι Κορίνθιοι και οι Σικυώνιοι και οι Φλειάσιοι και οι Αχαιοί, και έστειλαν στρατιώτες και άλλες πόλεις. Επάνδρωσαν και τριήρεις και οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι, και απαίτησαν και από τους Σικυώνιους να κάνουν το ίδιο, πάνω στις οποίες σχεδίαζαν να περάσουν απέναντι το πεζικό. Ο Αρχίδαμος τότε έκανε θυσίες για να περάσουν εύκολα απέναντι με τη βοήθεια των θεών.
Οι Θηβαίοι αμέσως μετά τη μάχη έστειλαν στην Αθήνα αγγελιοφόρο στεφανωμένο και από τη μια ενημέρωναν για το μέγεθος της νίκης κι από την άλλη ζητούσαν βοήθεια, λέγοντας ότι τώρα ήταν η στιγμή να πληρώσουν οι Λακεδαιμόνιοι για όλα όσα είχαν κάνει μέχρι τότε σε βάρος τους. Η βουλή των Αθηναίων έτυχε εκείνη την ώρα να συνεδριάζει στην Ακρόπολη. Όταν άκουσαν αυτό που είχε γίνει, έγινε ολοφάνερο σε όλους ότι λυπήθηκαν πολύ· γιατί ούτε τον κήρυκα κάλεσαν για φιλοξενία ούτε απάντησαν τίποτε σχετικά με τη βοήθεια. Έτσι λοιπόν έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα. Έπειτα οι Θηβαίοι έστειλαν εσπευσμένα απεσταλμένο στον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους, ζητώντας του να βοηθήσει, αναλογιζόμενοι τις επόμενες εξελίξεις. Αυτός αμέσως επάνδρωσε τριήρεις για να βοηθήσει από τη θάλασσα, κι αφού συγκέντρωσε τους μισθοφόρους του και το ιππικό, παρόλο που οι Φωκείς ήταν μαζί του σε ακήρυχτο πόλεμο, κατευθύνθηκε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, με τέτοια ταχύτητα που οι περισσότερες πόλεις τον έβλεπαν μπροστά τους παρά πληροφορούνταν από νωρίτερα ότι επελαύνει. Πράγματι, πριν να προλάβουν να συγκεντρώσουν κάποιες δυνάμεις από γύρω τους, προλάβαινε να απομακρυνθεί, αποδεικνύοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις η ταχύτητα πετυχαίνει αυτά που χρειάζονται καλύτερα από τη χρήση βίας.
Συζήτηση για την ηγεσία της αντιθηβαϊκής συμμαχίας
Το επόμενο έτος ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, εξουσιοδοτημένοι απόλυτα να συζητήσουν τους όρους με τους οποίους θα συναπτόταν συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Καθώς πολλοί και ξένοι και Αθηναίοι υποστήριζαν ότι η συμμαχία έπρεπε να γίνει με ίσους και όμοιους όρους, ο Προκλής ο Φλειάσιος εκφώνησε τον εξής λόγο:
«Επειδή, άνδρες Αθηναίοι, εκτιμήσατε ότι είναι σωστό να γίνετε φίλοι με τους Λακεδαιμονίους, μου φαίνεται ότι πρέπει να εξετάσετε αυτό, πώς δηλαδή η φιλία θα διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Εάν λοιπόν, όπως συμφέρει κατεξοχήν και στους δυο, έτσι συνάψουμε τις συνθήκες, μ” αυτόν τον τρόπο θα μείνουμε φίλοι σύμφωνα με την κοινή λογική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ήδη για τα περισσότερα θέματα έχει επιτευχθεί συμφωνία και τώρα το θέμα που εκκρεμεί είναι η αρχηγία. Η βουλή σας λοιπόν έχει προτείνει να ανήκει η ηγεσία στη θάλασσα σε εσάς και στην ξηρά στους Λακεδαιμονίους· κι εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αυτά έχουν καθοριστεί έτσι όχι από την ανθρώπινη φύση και τύχη αλλά από θεϊκή. Αρχικά έχετε από τη φύση τόπο προνομιακότατο γι” αυτό· γιατί υπάρχουν πάρα πολλές πόλεις γύρω από τη δική σας που στηρίζουν την ύπαρξή τους στη θάλασσα και όλες αυτές είναι ασθενέστερες από τη δική σας πόλη. Επιπλέον διαθέτετε και λιμάνια, που χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να συντηρεί ναυτική δύναμη. Έχετε επίσης πολλές τριήρεις και είναι πατροπαράδοτο σε εσάς να αυξάνετε το ναυτικό. Ακόμη, είσασθε πολύ εξοικειωμένοι με όλες τις τέχνες τις σχετικές με αυτά. Πράγματι, ως προς την εμπειρία στα θέματα του ναυτικού υπερτερείτε πολύ απέναντι όλων των άλλων· γιατί η ζωή για τους περισσότερους από σας εξαρτάται από τη θάλασσα· έτσι, φροντίζοντας για την ιδιωτική σας ζωή γίνεσθε συνάμα έμπειροι για τους αγώνες στη θάλασσα. Έχετε ακόμα το εξής πλεονέκτημα. Από πουθενά δε θα μπορούσαν αθροιστικά να εκπλεύσουν περισσότερες τριήρεις απ” ό,τι από σας. Κι αυτό δεν είναι ασήμαντο για να αναλάβετε την ηγεμονία· γιατί όλοι ευχαρίστως συμπαρατάσσονται αρχικά με τον πιο ισχυρό. Ακόμη, έχετε ευνοηθεί και από τους θεούς να διακρίνεσθε σ” αυτό· γιατί, ενώ έχετε συνάψει πάρα πολλές και πολύ μεγάλες ναυμαχίες, σε ελάχιστες έχετε χάσει και τις περισσότερες τις έχετε κερδίσει. Έτσι, είναι φυσικό οι σύμμαχοι ευχαρίστως να συμμετέχουν μαζί σας σ” αυτούς τους αγώνες. Για το ότι είναι αναγκαία και ταιριαστή σε εσάς η φροντίδα να το συνάγετε από το εξής: Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σε πόλεμο εναντίον σας κάποτε για πολλά χρόνια και, αν και είχαν επικρατήσει στην ύπαιθρό σας, δεν μπορούσαν τελικά να σας καταστρέψουν. Κι όταν κάποτε ο θεός τους αξίωσε να αποκτήσουν δύναμη στη θάλασσα, αμέσως υποταχθήκατε ολοκληρωτικά σ” αυτούς. Είναι λοιπόν ολοφάνερο από αυτά ότι η σωτηρία σας ολοκληρωτικά εξαρτάται από τη θάλασσα. Καθώς λοιπόν έτσι έχουν από τη φύση τους τα πράγματα, πώς θα ήταν σωστό για σας να εκχωρήσετε στους Λακεδαιμόνιους την αρχηγία στη θάλασσα, που αρχικά και οι ίδιοι τους παραδέχονται ότι είναι πολύ πιο άπειροι από σας σ” αυτόν τον τομέα και δευτερευόντως δε διακινδυνεύετε τα ίσα στους κατά θάλασσα αγώνες, αλλά εκείνοι θέτουν σε κίνδυνο μόνο τους άνδρες πάνω στις τριήρεις τους, ενώ εσείς θέτετε σε κίνδυνο και τα παιδιά σας και τις γυναίκες σας και όλη την πόλη;
Τα δικά σας πράγματα λοιπόν έτσι έχουν· εκτιμήστε τώρα και την κατάσταση των Λακεδαιμονίων. Πρώτα–πρώτα βέβαια αυτοί είναι στεριανοί· έτσι, καθώς εξουσιάζουν στην ξηρά, ακόμη κι αν αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζήσουν καλά. Επειδή λοιπόν τα γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι τους αυτά, αμέσως από την παιδική ηλικία εξασκούνται για τον πόλεμο στην ξηρά. Και στο πιο αξιόλογο απ” όλα, στο να υπακούουν δηλαδή στους άρχοντες, αυτοί είναι οι πιο αξιόλογοι στην ξηρά και εσείς στη θάλασσα. Έπειτα, όπως εσείς με το ναυτικό, έτσι και εκείνοι στην ξηρά θα μπορούσαν να εκστρατεύσουν πάρα πολλοί και με μεγάλη ταχύτητα· έτσι, είναι αντίστοιχα φυσικό να συμπαρατάσσονται οι σύμμαχοι μαζί τους με περισσότερη εμπιστοσύνη. Ακόμη, και ο θεός τους αξίωσε, όπως και εσάς να διακρίνεσθε στη θάλασσα, έτσι και εκείνοι στη στεριά· γιατί, ενώ έχουν δώσει και αυτοί πάρα πολλές μάχες στη στεριά, σε ελάχιστες έχασαν και τις περισσότερες τις κέρδισαν. Και ότι και γι” αυτούς είναι υποχρεωτική εξίσου η φροντίδα τους στη στεριά, όπως για σας στη θάλασσα, είναι δυνατόν να το διαπιστώσει κανείς στην πράξη. Γιατί εσείς, ενώ για πολλά χρόνια βρισκόσασταν σε πόλεμο μαζί τους και πολλές φορές τους συντρίψατε στη θάλασσα, δεν κατορθώσατε να τους υποτάξετε. Κι όταν μάλιστα μια φορά νικήθηκαν στη στεριά, αμέσως προέκυψε γι” αυτούς κίνδυνος και για τα παιδιά τους και για τις γυναίκες τους και για όλη την πόλη. Πώς λοιπόν δεν είναι αφύσικο γι” αυτούς να εκχωρήσουν σε άλλους την αρχηγία στην ξηρά, ενώ οι ίδιοι φροντίζουν άριστα τα σχετικά με την ξηρά; Εγώ λοιπόν, ανάλογα και με την πρόταση στη βουλή σας, αυτά είχα να πω και θεωρώ ότι είναι τα πλέον συμφέροντα και για τις δυο πόλεις· κι εσείς μακάρι να ευτυχήσετε να πάρετε τις καλύτερες αποφάσεις για όλους εμάς».
Αποτυχημένη διπλωματική πρωτοβουλία του Αριοβαρζάνη – Η «άδακρυς» νίκη των Σπαρτιατών
Καθώς λοιπόν ο καθένας από τους συμμάχους για τους δικούς του λόγους στηριζόταν πολύ στις δυνάμεις του, έρχεται από τον Αριοβαρζάνη ο Φιλίσκος ο Αβυδηνός με πολλά χρήματα. Αρχικά κάλεσε στους Δελφούς για σύναψη ειρήνης τους Θηβαίους και τους συμμάχους και τους Λακεδαιμονίους. Κι αφού συγκεντρώθηκαν εκεί, δε ζήτησαν τη γνώμη του μαντείου για το πώς θα συναφθεί η ειρήνη, αλλά το συζητούσαν μόνοι τους. Και επειδή οι Θηβαίοι δε συμφωνούσαν να είναι η Μεσσήνη υπό την κατοχή των Λακεδαιμονίων, ο Φιλίσκος στρατολογούσε πολλούς ξένους μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
Και ενώ αυτές ήταν οι τρέχουσες εξελίξεις, φτάνει η δεύτερη βοήθεια από το Διονύσιο. Οι Αθηναίοι τότε υποστήριζαν ότι αυτοί έπρεπε να διοχετευθούν προς τη Θεσσαλία εναντίον των Θηβαίων, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι προς τη Λακωνική, και τελικά αυτά αποφάσισαν οι σύμμαχοι. Κι όταν οι δυνάμεις από το Διονύσιο έπλευσαν προς τη Σπάρτη, τους συμπεριέλαβε ο Αρχίδαμος στις δικές του δυνάμεις και έκανε εκστρατεία. Και κυριεύει ολότελα την Καρυά και όσους συνέλαβε ζωντανούς τους κατέσφαξε· κι αφού αμέσως εξεστράτευσε από εκεί στους Παρράσιους της Αρκαδίας, λεηλατούσε μαζί τους την ύπαιθρο. Κι όταν βγήκαν να βοηθήσουν οι Αρκάδιοι και οι Ηλείοι, γύρισε (ο Αρχίδαμος της Σπάρτης) πίσω και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Κι όσο αυτός ήταν εκεί, ο διοικητής των δυνάμεων της βοήθειας από το Διονύσιο Κισσίδας ανακοίνωσε ότι έληξε ο καθορισμένος χρόνος για την παραμονή του. Είπε αυτά και ταυτόχρονα αποχώρησε για τη Σπάρτη. Και επειδή κατά την επιστροφή του οι Μεσσήνιοι τον απέκλεισαν σε ένα στενό πέρασμα, έστειλε τότε είδηση στον Αρχίδαμο και του ζητούσε να τον βοηθήσει· κι εκείνος ανταποκρίθηκε. Κι όταν έφτασαν στη στροφή προς τους Ευτρήσιους, οι Αρκάδες και οι Αργείοι βάδιζαν προς τη Λακωνική για να αποκλείσουν και αυτοί το δρόμο για την επάνοδό του στην πατρίδα. Κι εκείνος βγήκε στο ίσιωμα, στη διασταύρωση των δρόμων Ευτρησίων και Μηλέας και παρατάχτηκε για μάχη. Έλεγαν μάλιστα ότι ο ίδιος περνούσε μπροστά από τους λόγους και ενθάρρυνε τους στρατιώτες του μ” αυτά τα λόγια: «Άνδρες, ας πολεμήσουμε γενναία, για να κοιτάζουμε τους συμπολίτες μας κατάματα· ας παραδώσουμε στα παιδιά μας την πατρίδα, όπως την παραλάβαμε από τους πατέρες μας· ας σταματήσουμε να ντρεπόμαστε τα παιδιά και τις γυναίκες και τους γεροντότερους και τους ξένους για θέματα που στο παρελθόν ήμασταν οι πιο περίβλεπτοι μεταξύ όλων των Ελλήνων». Κι όταν τέλειωσε το λόγο του, λένε ότι άστραψε μες στην αιθρία και ακούστηκαν κεραυνοί ευοίωνοι· υπήρχε μάλιστα εκεί κοντά προς τη δεξιά πτέρυγα και ιερό άλσος και άγαλμα του Ηρακλή, που λέγεται ότι ήταν και απόγονός του. Από όλες λοιπόν αυτές τις συγκυρίες λένε ότι κατέλαβε τους στρατιώτες τέτοιο πολεμικό μένος και γενναιότητα, ώστε ήταν δύσκολο στους αξιωματικούς να εμποδίσουν τους στρατιώτες, αφού έσπρωχνε ο ένας τον άλλον εξωθώντας να βαδίσουν μπροστά. Και μόλις μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι από τους εχθρούς που τόλμησαν να αντισταθούν σε απόσταση που έφτανε ένα δόρυ σκοτώθηκαν· οι άλλοι φονεύονταν κατά την καταδίωξη, πολλοί κάτω από τα δόρατα των ιππέων και πολλοί από τους Κέλτες (του Διονύσου). Και μόλις έστησε τρόπαιο νίκης μετά τη λήξη της μάχης, αμέσως έστειλε στην πατρίδα τον κήρυκα Δημοτέλη να ανακοινώσει το μέγεθος τη νίκης και ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανέναν νεκρό, ενώ οι εχθροί θρηνούσαν πάρα πολλούς. Και πρόσθεταν ότι, όταν το άκουσαν στη Σπάρτη, άρχισαν όλοι να κλαίνε με πρώτους τον Αγησίλαο και τη γερουσία και τους εφόρους· τόσο τα δάκρυα είναι κοινά και στη χαρά και στη λύπη. Για το πάθημα των Αρκάδων δε χάρηκαν λιγότερο από τους Λακεδαιονίους οι Θηβαίοι και οι Ηλείοι· γιατί, τους ενοχλούσε πολύ η μεγαλοφροσύνη τους.
Αποτυχημένη προσπάθεια των Θηβαίων να επιβάλουν τη σύναψη κοινής ειρήνης
Έχοντας μόνιμα στη σκέψη τους οι Θηβαίοι πώς θα πάρουν αυτοί την αρχηγία στην Ελλάδα, έκριναν ότι, αν έστελναν αντιπροσωπία στον Πέρση βασιλιά, θα εξασφάλιζαν την εύνοιά του. Λόγω αυτής της επιθυμίας τους, αφού συγκάλεσαν τους συμμάχους με την πρόφαση ότι και ο Λακεδαιμόνιος Ευθυκλής βρισκόταν απεσταλμένος στην αυλή του βασιλιά, τον επισκέπτονται από τη Θήβα ο Πελοπίδας, από τους Αρκάδες ο νικητής στο παγκράτιο Αντίοχος, και από τους Ηλείους ο Αρχίδαμος· ακολουθούσε και ένας Αργείος. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, έστειλαν κι αυτοί τον Τιμαγόρα και το Λέοντα. Κι όταν έφτασαν εκεί, ο Πελοπίδας βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτική θέση κοντά στον Πέρση βασιλιά. Γιατί είχε να πει ότι οι Θηβαίοι μόνοι από τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του βασιλιά στις Πλαταιές και ότι και αργότερα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά και ότι οι Λακεδαιμόνιοι γι” αυτό τους πολεμούσαν, διότι δηλαδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο εναντίον του και δεν του επέτρεψαν ούτε καν να θυσιάσει στην Αυλίδα προς τιμή της Άρτεμης, όπου είχε θυσιάσει και ο Αγαμέμνονας όταν εξεστράτευσε στην Ασία και κυρίευσε την Τροία. Πολύ εξάλλου συνέτεινε να τιμηθεί ο Πελοπίδας και το ότι οι Θηβαίοι είχαν νικήσει στη μάχη στα Λεύκτρα και το ότι φαίνονταν να έχουν κυριεύσει την ύπαιθρο των Λακεδαιμονίων. Και πρόσθετε ο Πελοπίδας ότι οι Αργείοι και οι Αρκάδες είχαν ηττηθεί σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους, διότι δεν είχαν βοηθήσει εκείνοι. Και επιβεβαίωνε ότι όλα αυτά ήταν αληθινά ο Αθηναίος Τιμαγόρας και είχε δεύτερος στη σειρά την εκτίμηση (των Περσών) μετά τον Πελοπίδα. Κι όταν ο βασιλιάς ρώτησε τον Πελοπίδα τι επιθυμούσε να γραφεί στο κείμενο της ειρήνης, είπε να είναι αυτόνομη η Μεσσήνη από τους Λακεδαιμονίους και να ανελκύσουν στην ξηρά οι Αθηναίοι τις τριήρεις· κι αν δεν συμφωνούσαν μ” αυτά, να επιτεθούν εναντίον τους· κι αν κάποια πόλη αρνούνταν να ακολουθήσει, να βαδίσουν πρώτα εναντίον της. Κι όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους αντιπροσώπους (των πόλεων), ο Λέοντας είπε μπροστά στο βασιλιά: «Μα το Δία, Αθηναίοι, είναι, όπως φαίνεται, καιρός να ψάξετε άλλον φίλο εκτός απ” το βασιλιά». Κι όταν ο διερμηνέας μετέφρασε τα όσα είπε ο Αθηναίος, έφερε πάλι πίσω το κείμενο με την εξής προσθήκη: «Αν οι Αθηναίοι κρίνουν κάτι δικαιότερο από αυτά, ας επισκεφθούν το βασιλιά κι ας τον ενημερώσουν».
Όταν λοιπόν οι πρέσβεις γύρισαν ο καθένας στην πόλη του, οι Αθηναίοι τιμώρησαν με θάνατο τον Τιμαγόρα ύστερα από την κατηγορία του Λέοντα ότι δε δέχτηκε ούτε στην ίδια σκηνή να μείνουν (στην Περσία), αλλά όλα τα μεθόδεψε με τον Πελοπίδα. Από τους άλλους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος, επειδή (ο βασιλιάς) ευνόησε την Ηλεία περισσότερο από τους Αρκάδες, επαινούσε την ειρήνη, ενώ ο Αντίοχος, επειδή περιφρονήθηκε το Αρκαδικό έθνος, ούτε τα δώρα δέχτηκε αλλά μετέφερε και στους Δέκα χιλιάδες (συνέδρους των Αρκάδων) ότι ο βασιλιάς διαθέτει χιλιάδες μαγείρους και ψωμάδες και ανθρώπους που σερβίρουν κρασί και θυρωρούς, ενώ ψάχνοντας, είπε, δεν μπόρεσε να δει άνδρες που θα ήταν ικανοί να πολεμήσουν με τους Έλληνες. Ακόμη είπε ότι και ο μεγάλος τους πλούτος του έμοιαζε με αλαζονεία, γιατί και το φημολογούμενο χρυσό πλατάνι έλεγε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει σκιά ούτε σε τζιτζίκι.
Όταν οι Θηβαίοι συγκάλεσαν αντιπροσώπους από όλες τις πόλεις για να πληροφορηθούν τα κείμενα του βασιλιά, και ο Πέρσης που έφερε τα κείμενα έδειξε τη σφραγίδα του βασιλιά και διάβασε τα κείμενα, οι Θηβαίοι απαίτησαν να δεσμευθούν με όρκο στο βασιλιά και από εκείνους όσοι ήθελαν να είναι φίλοι, αλλά οι αντιπρόσωποι απάντησαν ότι είχαν έλθει για ενημέρωση και όχι για να δώσουν όρκους. Αν απαιτούσαν όρκους, συνιστούσαν να στείλουν απεσταλμένους στις πόλεις τους. Μάλιστα ο Λυκομήδης των Αρκάδων έλεγε και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε να γίνει η συγκέντρωση στη Θήβα, αλλά εκεί που θα εκδηλωνόταν ο πόλεμος. Κι όταν οι Θηβαίοι δυσανασχέτησαν μ” αυτόν και έλεγαν ότι υποσκάπτει τη συμμαχία, δε θέλησε ούτε να παρακολουθήσει το συνέδριο, αλλά έφυγε από εκεί και μαζί του όλοι οι αντιπρόσωποι από την Αρκαδία. Και επειδή οι σύνεδροι στη Θήβα αρνήθηκαν να ορκισθούν, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις, ζητώντας να ορκισθούν ότι θα επικροτήσουν τα όσα γράφει ο Πέρσης βασιλιάς, πιστεύοντας ότι θα διστάσει κάθε πόλη χωριστά να έλθει σε αντιπαράθεση με εκείνους και με το βασιλιά. Αλλά όταν οι πρώτοι τους πρέσβεις έφτασαν στην Κόρινθο, οι Κορίνθιοι εναντιώθηκαν και απάντησαν ότι δεν τους χρειάζονταν τους κοινούς όρκους με το βασιλιά· ακολούθησαν και άλλες πόλεις που έδωσαν την ίδια απάντηση. Αυτή λοιπόν η απόπειρα του Πελοπίδα και των Θηβαίων να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας έτσι απέτυχε.
Κορίνθιοι και Φλειάσιοι αποσύρονται από τον πόλεμο
Οι Κορίνθιοι τότε, αναλογιζόμενοι ότι είναι δύσκολο γι” αυτούς να είναι ασφαλείς, γιατί και στο παρελθόν υστερούσαν σε δυνάμεις στη στεριά και τώρα έχουν γίνει και οι Αθηναίοι αντίπαλοί τους, αποφάσισαν να δημιουργήσουν τάγμα από οπλίτες και ιππείς μισθοφόρους. Και μπαίνοντας επικεφαλής αυτών, από τη μια φρουρούσαν την πόλη τους κι από την άλλη έβλαπταν με εισβολές τους εχθρούς που γειτόνευαν μ” αυτούς· έστειλαν λοιπόν και στη Θήβα ανθρώπους τους για να διερευνήσουν αν θα πετύχαιναν ειρήνη σε περίπτωση που θα τη ζητούσαν. Κι όταν οι Θηβαίοι απάντησαν ότι θα γίνουν δεκτοί, με πρόθεση να συναφθεί ειρήνη, οι Κορίνθιοι ζήτησαν να τους επιτραπεί να πάνε και στους συμμάχους, για να συνάψουν ειρήνη και με όσους θα το επιθυμούσαν, ενώ με όποιους προτιμούσαν τον πόλεμο να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν εναντίον τους. Κι όταν οι Θηβαίοι δέχτηκαν να κάνουν και αυτά, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Σπάρτη και είπαν τα εξής: «Εμείς, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, είμαστε κοντά σας ως φίλοι σας, και επιθυμούμε, αν βλέπετε κάποια σωτηρία για μας, αν επιμένουμε να πολεμούμε, να την πείτε και σε μας· αν όμως αναγνωρίζετε ότι βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση, αν βέβαια συμφέρει και σε σας, ας συνάψετε μαζί μας ειρήνη· γιατί με κανέναν δε θα σωζόμασταν πιο ευχάριστα απ” ό,τι με σας· αν πάλι εσείς κρίνετε ότι σας συμφέρει να είσθε σε εμπόλεμη κατάσταση, σας παρακαλούμε να επιτρέψετε σε μας να συνάψουμε ειρήνη. Γιατί, αν σωθούμε, ίσως κάποτε σε κάποια καίρια στιγμή σας βοηθήσουμε πάλι· αν όμως τώρα καταστραφούμε, ασφαλώς ποτέ δε θα σας είμαστε χρήσιμοι».
Όταν τα άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, και τους Κορινθίους τους συμβούλευσαν να συνάψουν ειρήνη και στους άλλους συμμάχους που δεν ήθελαν μαζί τους να συνεχίσουν τον πόλεμο επέτρεψαν να αποσυρθούν. Οι ίδιοι είπαν ότι πολεμώντας θα κάνουν ό,τι αρέσει στο θεό· και δε θα ανεχθούν ποτέ να στερηθούν τη Μεσσήνη που πατροπαράδοτα ανήκει σ” αυτούς. Οι Κορίνθιοι μετά από αυτά επισκέφτηκαν τη Θήβα για τη σύναψη της ειρήνης· αλλά οι Θηβαίοι απαίτησαν από αυτούς να υπογράψουν και συμμαχία μαζί τους· εκείνοι όμως απάντησαν ότι η συμμαχία δεν είναι ειρήνη, αλλά άλλη μορφή πολέμου· κι αν συμφωνούν, υποσχέθηκαν να τους (ξανα)επισκεφθούν για να συνάψουν ειρήνη. Οι Θηβαίοι τους παραδέχτηκαν γιατί, αν και διέτρεχαν κίνδυνο, δε δέχονταν να εμπλακούν σε πόλεμο με τους ευεργέτες τους, και συμφώνησαν οι Κορίνθιοι και οι Φλειάσιοι και όσοι άλλοι μαζί τους είχαν έλθει στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του. Και μ” αυτούς τους όρους έγινε η ειρήνη. Οι Φλειάσιοι λοιπόν, με βάση τους προβλεπόμενους όρους της ειρήνης, αποσύρθηκαν αμέσως από τη Θυαμία· και οι Αργείοι που είχαν ορκισθεί να ισχύει η ειρήνη με τους ίδιους όρους, επειδή δεν μπορούσαν να πετύχουν να παραμείνουν οι εξόριστοι των Φλειασίων στο Τρικάρανο, που το είχαν στη δική τους περιοχή, αφού το κατέλαβαν, εγκατέστησαν φρουρούς, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι δικό τους μέρος, ενώ πριν από λίγο το λεηλατούσαν ως εχθρικό, και ενώ οι Φλειάσιοι ζητούσαν να προσφύγουν σε διαιτησία, εκείνοι το αρνούνταν.
Η μάχη της Μαντίνειας – Αποτίμησή της
Αναλογιζόμενος ότι σε λίγες μέρες όφειλε να γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί εξέπνεε ο χρόνος της εκστρατείας, και ότι, αν εγκαταλείψει μόνους εκείνους για τους οποίους ήλθε ως σύμμαχος, θα πολιορκούνταν εκείνοι από τους αντιπάλους τους, και ότι ο ίδιος θα έχει χάσει γενικά τη δόξα, ηττημένος στη Σπάρτη από λίγους στρατιώτες, ενώ αυτός διέθετε πολλούς, και ηττημένος στην ιππομαχία της Μαντίνειας, και ότι είχε γίνει αίτιος λόγω της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο να συνασπισθούν μαζί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες και οι Αχαιοί και οι Ηλείοι και οι Αθηναίοι, δεν το θεωρούσε σωστό να περάσει ανάμεσα από τους εχθρούς χωρίς μάχη, κρίνοντας ότι, αν βέβαια νικούσε, όλα αυτά θα τα διόρθωνε, αν όμως σκοτωνόταν, θα θεωρούσε ότι θα ήταν ένδοξος ο θάνατός του πάνω στην προσπάθειά του να αφήσει την πατρίδα του ως εξουσία της Πελοποννήσου. Το ότι εκείνος είχε τέτοιες σκέψεις δε μου φαίνεται ότι είναι πολύ παράξενο· γιατί αυτά τα οράματα χαρακτηρίζουν τους φιλόδοξους ανθρώπους· το ότι όμως είχε εξασκήσει το στρατό του στο να μην καταβάλλεται από κανένα κόπο ούτε μέρα ούτε νύχτα, και να μην αποφεύγει κανένα κίνδυνο, και να είναι πρόθυμος να υπακούει (σ” αυτόν) ακόμη και όταν αντιμετώπιζε έλλειψη τροφής, αυτά μου φαίνονται ότι είναι τα περισσότερο αξιοθαύμαστα. Γιατί, όταν για τελευταία του φορά εξέδωσε διαταγή να προετοιμασθούν για να δώσουν μάχη, πρόθυμα εκείνοι γυάλιζαν τα κράνη τους μετά τη διαταγή του, και χάραξαν και οι οπλίτες των Αρκάδων (στις ασπίδες τους) το εθνόσημο με ρόπαλο, σα να ήταν Θηβαίοι, και όλοι ακόνιζαν τις λόγχες και τα μαχαίρια τους και γυάλιζαν τις ασπίδες τους. Κι αφού έτσι ετοίμασε τους άνδρες του και τους έβγαλε για μάχη, αξίζει πάλι να κατανοήσει κανείς αυτά που έκανε.
Αρχικά λοιπόν, όπως ήταν φυσικό, παρέταξε το στρατό του· και κάνοντας αυτό, δήλωνε καθαρά ότι ετοιμαζόταν να συνάψει μάχη· κι όταν παρέταξε το στράτευμα όπως το επιθυμούσε, δεν το οδήγησε από τον πιο σύντομο δρόμο εναντίον των εχθρών, αλλά επικεφαλής αυτός το έφερε προς τα δυτικά όρη και απέναντι από την Τεγέα· έτσι έδιδε την εντύπωση στους εχθρούς ότι δε σχεδίαζε να συνάψει μάχη εκείνη την ημέρα. Και όταν έφτασε κοντά στα υψώματα, ανέπτυξε τη φάλαγγα και διέταξε να αποθέσουν εκεί τα όπλα, έτσι που άφηνε να νοηθεί ότι είχε στρατοπεδεύσει. Μ” αυτό που έκανε αποδυνάμωσε στις ψυχές των περισσότερων αντιπάλων την ορμή τους για μάχη και προκάλεσε τη διάλυση του σχηματισμού τους. Κι όταν οδήγησε τους λόχους που πορεύονταν κατά πτέρυγες και σχημάτισε με τους δικούς του το έμβολο με μέτωπο ισχυρό, τότε έδωσε εντολή να πάρουν τα όπλα και μπήκε επικεφαλής τους· κι εκείνοι τον ακολουθούσαν. Μόλις είδαν οι εχθροί απρόσμενα να επελαύνουν εναντίον τους, κανείς δεν μπορούσε να μείνει αδρανής, αλλά άλλοι έτρεχαν στις γραμμές τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι φορούσαν στα άλογά τους τα χαλινάρια, άλλοι φορούσαν τους θώρακες, και όλοι γενικά έμοιαζαν με ανθρώπους που θα υποστούν κάτι παρά θα πράξουν. Κι εκείνος οδηγούσε εναντίον τους το στράτευμα σαν τριήρη με προτεταμένο το έμβολο της πλώρης, πιστεύοντας ότι, όπου με την επίθεσή του θα διασπούσε τη φάλαγγα των εχθρών, θα κατέστρεφε στη συνέχεια όλο τους το σχηματισμό. Είχε προετοιμασθεί να συνάψει τη μάχη με το πιο ισχυρό του τμήμα, ενώ το κάπως πιο ασθενικό το κράτησε πιο πίσω, γιατί γνώριζε ότι, αν έχανε στη σύγκρουση, θα προξενούσε ηττοπάθεια στους αγωνιζόμενους μαζί του και ενίσχυση του φρονήματος στους εχθρούς. Οι αντίπαλοι αντιπαρέταξαν τους ιππείς σα φάλαγγα οπλιτών με βάθος έξι ανδρών και χωρίς στήριξή τους από βοηθητικό πεζικό· αντίθετα, ο Επαμεινώνδας σχημάτισε και με το ιππικό ισχυρό έμβολο και παρέταξε κοντά του και βοηθητικό πεζικό επειδή πίστευε ότι, αν συνέτριβε το εχθρικό ιππικό, θα είχε ηττηθεί όλο το στράτευμά τους· γιατί θα ήταν πολύ δύσκολο να βρει κάποιους να θελήσουν να παραμείνουν στις θέσεις τους, όταν θα έβλεπαν κάποιους δικούς τους να τρέπονται σε φυγή· ακόμη, για να μην τρέξουν σε βοήθεια οι Αθηναίοι από την αριστερή πτέρυγα προς τη διπλανή τους, τοποθέτησε πάνω σε μερικούς γήλοφους απέναντί τους και ιππείς και οπλίτες, επιδιώκοντας να φοβίσει και αυτούς ότι, αν έτρεχαν για βοήθεια, εκείνοι θα τους επιτίθενταν από πίσω τους.
Έτσι λοιπόν σχεδίασε την επίθεση και δεν διαψεύστηκε στους υπολογισμούς του· γιατί, αφού επικράτησε στο σημείο που εξαπέλυσε την επίθεση, ανάγκασε όλο το εχθρικό στράτευμα να τραπεί σε φυγή. Όταν όμως έπεσε νεκρός εκείνος, οι υπόλοιποι άνδρες του δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν σωστά τη νίκη, αλλά αν και τράπηκε σε φυγή η εχθρική φάλαγγα, οι οπλίτες δε σκότωσαν κανέναν εχθρό ούτε προχώρησαν μακρύτερα από το σημείο, όπου έγινε η μάχη. Κι ενώ είχαν τραπεί σε φυγή και οι ιππείς τους, ούτε οι δικοί τους ιππείς προχώρησαν σε καταδίωξη των ιππέων και των οπλιτών, αλλά φοβισμένα, λες και είχαν ηττηθεί, περνούσαν ανάμεσα από τους εχθρούς που τρέπονταν σε φυγή. Οι βοηθοί πεζοί των ιππέων και οι πελταστές, που είχαν νικήσει μαζί με τους ιππείς, έφτασαν βέβαια μέχρι την αριστερή πτέρυγα (των εχθρών), ως νικητές που ήταν, εκεί όμως οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους.
Μετά από αυτές τις εξελίξεις, έγινε το αντίθετο από ό,τι πίστευαν όλοι οι άνθρωποι ότι θα γίνει. Γιατί, ενώ είχαν συγκεντρωθεί εκεί στρατοί από όλη σχεδόν την Ελλάδα και βρέθηκαν αντιμέτωποι, δεν υπήρχε κανείς που να μην πίστευε ότι, αν γινόταν κάτι, θα ασκούσαν την ηγεμονία οι νικητές, ενώ οι ηττημένοι θα ήταν υπήκοοί τους· ο θεός όμως έτσι τα έφερε, ώστε και οι δυο έστησαν τρόπαιο ως νικητές και κανένας από τους δυο δεν εμπόδισε τον άλλον να το στήσει, και τους νεκρούς αμφότεροι τους παρέδωσαν για ταφή ύστερα από ανακωχή, ως νικητές, και αμφότεροι τους παρέλαβαν μετά από ανακωχή ως ηττημένοι, και υποστηρίζοντας ο καθένας από τους δυο χωριστά ότι είχαν νικήσει, δε φάνηκαν να κατέχουν ούτε μέρη ούτε πόλη ούτε εξουσία περισσότερη από ό,τι πριν γίνει η μάχη. Και επικράτησε στην Ελλάδα σύγχυση και ταραχή μετά τη μάχη μεγαλύτερη από ό,τι νωρίτερα.
Θρίαμβος των Σπαρτιατών στους Αιγός ποταμούς
Οι Αθηναίοι, με ορμητήριο τη Σάμο, λεηλατούσαν τη χώρα του Πέρση βασιλιά και βάδιζαν με τα πλοία τους εναντίον της Χίου και της Εφέσου και ετοιμάζονταν για ναυμαχία και εξέλεξαν νέους στρατηγούς επιπλέον από αυτούς που είχαν, το Μένανδρο δηλαδή και τον Τυδέα και τον Κηφισόδοτο. Κι ο Λύσανδρος, ξεκινώντας από τη Ρόδο, δίπλα από τα παράλια της Ιωνίας, εκπλέει προς τον Ελλήσποντο, για να αντιμετωπίσει τα πλοία των Αθηναίων και τις πόλεις που είχαν αποστατήσει απ” τη συμμαχία τους. Κι είχαν βγει από τη Χίο στα ανοιχτά της θάλασσας και οι Αθηναίοι. Γιατί η Ασία ήταν εχθρική γι” αυτούς. Ο Λύσανδρος, λοιπόν, από την Άβυδο κατευθυνόταν προς τη Λάμψακο, που ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι Αβυδηνοί και οι άλλοι ακολουθούσαν από τη στεριά. Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος. Και, αφού επιτέθηκαν εναντίον της πόλης, την κυριεύουν με έφοδο και οι στρατιώτες τη λεηλάτησαν, καθώς ήταν πλούσια και γεμάτη με κρασί, σιτάρι και άλλα εφόδια. Όλους τους πολίτες ο Λύσανδρος δεν τους πείραξε.
Οι Αθηναίοι, που τους ακολουθούσαν από κοντά, αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερσονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Την ώρα που αυτοί έτρωγαν εκεί για μεσημέρι, τους ανακοινώνονται τα σχετικά με την πτώση της Λαμψάκου και αμέσως ξανοίχτηκαν στο πέλαγος κατευθυνόμενοι προς τη Σηστό. Αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, αμέσως αποκεί έπλευσαν για τους Αιγός ποταμούς, απέναντι από τη Λάμψακο. Ο Ελλήσποντος σ” αυτό το σημείο είχε πλάτος περίπου δεκαπέντε στάδια. Εκεί, ετοιμάζονταν για δείπνο.
Την επόμενη νύχτα ο Λύσανδρος, αμέσως μόλις ξημέρωσε, έδωσε το σύνθημα, αφού φάνε, αμέσως να επιβιβαστούν στα καράβια και, αφού τακτοποίησε τα πάντα για επικείμενη ναυμαχία και αφού τοποθέτησε στα πλάγια των πλοίων προστατευτικά παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην απομακρυνθεί κανείς από την παράταξή του ούτε να ξανοιχθεί στο πέλαγος. Παράλληλα, οι Αθηναίοι με την ανατολή του ηλίου παρατάχτηκαν στο λιμάνι κατά μέτωπο, όπως για ναυμαχία. Επειδή, μάλιστα, δε βγήκε κι ο Λύσανδρος για να τους αντιμετωπίσει, ήταν και περασμένη η ώρα, γύρισαν πάλι στους Αιγός ποταμούς. Ο Λύσανδρος διέταξε τα ταχύτερα από τα πλοία του να ακολουθήσουν τους Αθηναίους και, μόλις αποβιβαστούν αυτοί, αφού τους κατασκοπεύσουν για ό,τι κάνουν, να επιστρέψουν και να τον ενημερώσουν. Και δεν αποβίβασε τα πληρώματα των πλοίων του, παρά αφού επέστρεψαν αυτά (τα ταχύπλοια πλοία του). Αυτό το έκανε για τέσσερις συνεχόμενες μέρες. Και οι Αθηναίοι ξανοίγονταν καθημερινά στο πέλαγος και επέστρεφαν στη βάση τους.
Ο Αλκιβιάδης, επειδή έβλεπε από τα τείχη ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούσαν στα ανοιχτά και μακριά από οποιαδήποτε πόλη και να προμηθεύονται τα τρόφιμα από τη Σηστό, που απείχε από τα πλοία τους περίπου δεκαπέντε στάδια, ενώ οι εχθροί ήταν μέσα σε λιμάνι και σε πόλη διαθέτοντας τα πάντα, τους γνωστοποίησε ότι δεν έχουν καλό αραξοβόλι και τους συμβούλευσε να μετακομίσουν κοντά στο λιμάνι και στην πόλη. «Αποκεί», είπε, «όταν θελήσετε, θα ναυμαχήσετε». Οι Αθηναίοι στρατηγοί, περισσότερο ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να φύγει, γιατί, τώρα ήταν στρατηγοί αυτοί κι όχι εκείνος· κι αυτός πράγματι έφυγε. Ο Λύσανδρος την πέμπτη μέρα της εξόδου των Αθηναίων διέταξε αυτούς που τους ακολουθούσαν, όταν τους δουν να αποβιβάζονται και να διασκορπίζονται στη Χερσόνησο, πράγμα που έκαναν σχεδόν καθημερινά, γιατί προμηθεύονταν τα τρόφιμα από μακριά και δε λογάριαζαν το Λύσανδρο, αφού δεν έβγαινε στο πέλαγος να τους αντιμετωπίσει, να επιστρέψουν αμέσως κοντά του και να σηκώνουν για σύνθημα μια ασπίδα στο μέσο της απόστασης μεταξύ τους. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως διατάχτηκαν. Τότε ο Λύσανδρος διέταξε αμέσως να επιτεθούν από τη θάλασσα. Κι ακολουθούσε και ο Θώρακας απ” τη στεριά με το πεζικό. Μόλις ο Κόνωνας είδε την επιθετική κίνηση, διέταξε τους ναύτες να τρέξουν αμέσως στα πλοία. Επειδή όμως οι ναύτες ήταν διασκορπισμένοι εδώ κι εκεί, άλλες από τις τριήρεις βρέθηκαν με δύο σειρές κωπηλάτες, άλλες με μια σειρά κι άλλες τελείως άδειες· μόνο η τριήρης του Κόνωνα και άλλες εφτά τριγύρω του με τα πληρώματα στη θέση τους ξανοίχτηκαν στο πέλαγος καθώς και η Πάραλος, ενώ όλα τα άλλα τα έπιασε ο Λύσανδρος στην ακτή. Τους περισσότερους ναύτες τους έπιασε στη στεριά. Μερικοί πρόλαβαν να φύγουν στα κοντινά μικρά οχυρά. Ο Κόνωνας, απομακρυνόμενος με τα εννέα πλοία, όταν διαπίστωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, ακρωτήριο της Λαμψάκου, άρπαξε αποκεί τα μεγάλα πανιά των πλοίων του Λυσάνδρου και ο ίδιος με οχτώ πλοία απέπλευσε στον Ευαγόρα της Κύπρου, ενώ η Πάραλος απέπλευσε για την Αθήνα, για να αναγγείλει τη συμφορά.
Πολιορκία και συνθηκολόγηση της Αθήνας
Μετά την τακτοποίηση των υποθέσεών του στη Λάμψακο (ο Λύσανδρος) απέπλευσε για το Βυζάντιο και την Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχτηκαν, αφού συμφώνησαν με τις αθηναϊκές φρουρές να τις αφήσουν να φύγουν ανενόχλητες. Εκείνοι, πάλι, που είχαν προδώσει το Βυζάντιο στον Αλκιβιάδη κατέφυγαν πρώτα στον Πόντο κι αργότερα στην Αθήνα, όπου έγιναν Αθηναίοι πολίτες. Ο Λύσανδρος έστελνε στην Αθήνα τους Αθηναίους φρουρούς καθώς κι όσους άλλους Αθηναίους έβρισκε, εγγυώμενος ασφάλεια μόνο σ” αυτούς που ταξίδευαν για κει και όχι για αλλού, με τη σκέψη ότι, όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά, τόσο γρηγορότερα θα τους τέλειωναν τα τρόφιμα. Τέλος, αφού άφησε ο ίδιος διοικητή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Λάκωνα Σθενέλαο, αφού γύρισε στη Λάμψακο, επισκεύαζε τα πλοία του.
Η «Πάραλος» έφερε νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά μέσα απ” τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία.
Αυτοί (οι Αθηναίοι) λοιπόν αυτά έκαναν. Ο Λύσανδρος, πάλι, αφού κατέπλευσε με διακόσια πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, έβαλε τάξη στις άλλες πόλεις του νησιού και στη Μυτιλήνη. Έστειλε, επίσης, με δέκα πλοία στα μέρη της Θράκης τον Ετεόνικο, ο οποίος κατόρθωσε ολόκληρη την περιοχή να τη μετατρέψει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Εξάλλου, μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο. Εκεί ο λαός, αφού έσφαξετους άρχοντες, κατέλαβε την εξουσία της πόλης.
Έπειτα απ” αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τον Άγη στη Δεκέλεια και τη Σπάρτη ότι έρχεται με διακόσια πλοία. Τότε, με διαταγή του άλλου βασιλιά, του Παυσανία, εξεστράτευσαν όλοι μαζί οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την πόλη της Αθήνας και στρατοπέδευσε στο σχολείο που λεγόταν Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος, αφού έφτασε στην Αίγινα, αφού συγκέντρωσε όσους Αιγινήτες μπόρεσε, τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που είχαν στερηθεί την πατρίδα τους. Κατόπιν, αφού λεηλάτησε τη Σαλαμίνα, τελικά αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με εκατόν πενήντα καράβια και απόκλεισε την είσοδο του λιμανιού για τα εμπορικά πλοία.
Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκούμενοι κι από στεριά κι από θάλασσα, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αφού ούτε καράβια είχαν ούτε συμμάχους ούτε τρόφιμα. Πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε πια, αφού θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τότε που πάνω στην υπεροψία τούς αδικούσαν χωρίς αιτία, με μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Γι αυτό, αφού παραχώρησαν τα πολιτικά δικαιώματα σ” όσους τα είχαν στερήσει, υπέμεναν καρτερικά και, παρόλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, ούτε περνούσε από το μυαλό τους η περίπτωση συνθηκολόγησης. Μόνο, όταν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα, έστειλαν πρεσβεία στον Άγη προτείνοντας να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας βέβαια τα τείχη και τον Πειραιά, και μ” αυτούς τους όρους να κάνουν συνθήκη. Ο Άγης απάντησε σ” αυτούς να πάνε στη Σπάρτη. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Όταν οι πρέσβεις ανέφεραν αυτά στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν στη Σελλάσια, κοντά στη Σπάρτη, κι έμαθαν απ” αυτούς οι έφοροι τις προτάσεις τους, ίδιες μ” αυτές που είχαν κάνει στον Άγη, τους πρόσταξαν να γυρίσουν πίσω αποκεί που βρίσκονταν και, αν θέλουν πράγματι ειρήνη, να το σκεφθούν πιο σοβαρά και ύστερα να ξανάρθουν. Όταν οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και ανάφεραν αυτά στην πόλη, έπεσε μεγάλη απελπισία σε όλους. Γιατί πίστευαν ότι θα υποδουλωθούν τελικά και ότι, ώσπου να στείλουν άλλους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Ωστόσο, κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα τείχη. Ο Αρχέστρατος, που είπε στη Βουλή ότι είναι το καλύτερο να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων, φυλακίστηκε· και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος δέκα σταδίων το καθένα. Είχε εκδοθεί πράγματι ψήφισμα να μην επιτρέπεται σε κανέναν να εκφέρει άποψη γι αυτό.
Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλαδή με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από τρεις μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα. Αφού, λοιπόν, γύρισε τον τέταρτο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη. Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι έφοροι. Ύστερα απ” αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ” άλλους εννιά. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο.
Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλάσια και όταν τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες (προτείνοντας) να μην κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από δώδεκα, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν και η μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη.
Μετά απ” αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας.
Παράδοση της Σάμου – Ο Λύσανδρος επιστρέφει θριαμβευτής στη Σπάρτη – Αυθαιρεσίες και εγκλήματα των Τριάκοντα – Η αντίδραση του Θηραμένη
Οι Τριάντα τύραννοι εκλέχτηκαν αμέσως μετά την κατεδάφιση των Μακρών Τειχών και των τειχών του Πειραιά. Ενώ όμως είχαν εκλεγεί με τον όρο να συντάξουν νόμους, σύμφωνα με τους οποίους θα κυβερνούσαν, όλο ανέβαλλαν τη σύνταξη και τη δημοσίευσή του, αλλά συγκροτούσαν τη Βουλή και τις άλλες αρχές, όπως ήθελαν αυτοί. Έπειτα, άρχισαν να συλλαμβάνουν τους γνωστούς προδότες που τον καιρό της δημοκρατίας ζούσαν από τη συκοφαντία και ταλαιπωρούσαν τους καλούς και έντιμους πολίτες και να τους παραπέμπουν για θανατική καταδίκη· κι η Βουλή τους καταδίκαζε με ευχαρίστηση και όσοι ένιωθαν πως τίποτα κοινό δεν είχαν μ” αυτούς δεν δυσανασχετούσαν αρχικά καθόλου. Όταν, όμως, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για να επιβάλουν την ανεξέλεγκτη κυριαρχία τους στην πόλη, αρχικά, αφού έστειλαν στη Σπάρτη τον Αισχίνη και τον Αριστοτέλη, έπεισαν το Λύσανδρο να ενεργήσει να τους σταλεί φρουρά, ώσπου να βγάλουν από τη μέση τους αντιδραστικούς πολίτες και να επιβάλουν το καθεστώς. Υπόσχονταν μάλιστα ότι θα τους συντηρούν αυτοί. Εκείνος πείστηκε και φρόντισε να τους σταλεί φρουρά με τον Καλλίβιο ως αρμοστή. Μόλις οι Τριάντα εξασφάλισαν τη φρουρά, άρχισαν να καλοπιάνουν με κάθε τρόπο τον Καλλίβιο για να εγκρίνει όλες τις πράξεις τους και με τους στρατιώτες από τη φρουρά που τους έστελνε συνελάμβαναν όποιους ήθελαν, όχι πια τους φαύλους και τους ασήμαντους αλλά όποιους έδιναν την εντύπωση ότι δε θα ανέχονταν παραγκωνισμό τους και ότι, αν δοκίμαζαν να αντιδράσουν, θα έβρισκαν πολλούς συμπαραστάτες.
Τον πρώτο καιρό ο Κριτίας κι ο Θηραμένης ήταν ομοϊδεάτες και φίλοι. Ο Κριτίας, μάλιστα, έδειχνε φανερά την πρόθεση να σκοτώσει πολύ κόσμο, γιατί είχε κάνει και εξορία (διωγμένος) από τους δημοκρατικούς, ενώ ο Θηραμένης εναντιωνόταν, λέγοντας ότι δεν ήταν λογικό να σκοτώνουν ανθρώπους, μόνο και μόνο διότι τους τιμούσε ο λαός, και δεν πείραζε καθόλου τους καλούς και φιλήσυχους πολίτες. «Γιατί και εγώ και εσύ», «έχουμε πει και κάνει πολλά για να γίνουμε αρεστοί στην πόλη» έλεγε. Ο άλλος πάλι, γιατί φερόταν ακόμη φιλικά στο Θηραμένη, απαντούσε ότι, όποιος θέλει να κυριαρχεί, δεν επιτρέπεται να μην βγάζει από τη μέση εκείνους που θα μπορούσαν να του σταθούν εμπόδιο. «Κι αν φαντάζεσαι ότι, επειδή είμαστε τριάντα κι όχι ένας, η εξουσία μας δεν χρειάζεται τόση φροντίδα όσο και μια προσωπική τυραννία, είσαι αφελής».
Η παρωδία δίκης του Θηραμένη- Η απολογία του Θηραμένη
Αυτά είπε (ο Κριτίας) και κατέβηκε από το βήμα. Κι ο Θηραμένης, αφού πήρε το λόγο, είπε: «Πρώτ” απ” όλα, άνδρες, θα αναφερθώ στην τελευταία του κατηγορία. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι τάχα εγώ με την καταγγελία μου οδήγησα τους στρατηγούς στο θάνατο. Όμως δεν τους κατηγόρησα πρώτος εγώ αλλά εκείνοι ισχυρίστηκαν ότι, ενώ με πρόσταξαν, δεν περιμάζεψα τ” άμοιρα θύματα της ναυμαχίας της Λέσβου. Εγώ, αφού απολογήθηκα ότι με την τρικυμία δε μπορούσε ούτε να βγει καράβι στη θάλασσα κι ούτε να περισυλλέγουν οι ναυαγοί, έπεισα την πόλη, ενώ εκείνοι κατηγόρησαν ουσιαστικά τους ίδιους τους εαυτούς τους. Γιατί ενώ, καθώς έλεγαν, μπορούσαν να σωθούν οι άνθρωποι, εκείνοι σηκώθηκαν κι έφυγαν αφήνοντάς τους να πεθάνουν. Δεν απορώ, βέβαια, με την ανακρίβεια του Κριτία γιατί, όταν έγιναν αυτά, συνέβαινε να μη βρίσκεται εδώ αλλά στη Θεσσαλία, όπου μαζί με τον Προμηθέα … οργάνωσε δημοκρατία και εξόπλιζε τους φτωχούς αγρότες εναντίον των αφεντάδων. Ας ευχηθούμε να μη γίνει εδώ τίποτα απ” όσα έκανε αυτός εκεί. Σ” ένα πράγμα συμφωνώ κι εγώ μαζί του, αν δηλαδή κάποιος θέλει να σας αφαιρέσει την εξουσία και δυναμώνει όσους συνωμοτούν εναντίον σας, πρέπει να τιμωρηθεί με τον πιο αυστηρό τρόπο. Ποιος είναι όμως αυτός που κάνει αυτά, θα το κρίνατε καλύτερα, νομίζω, αν εξετάσετε την περασμένη και την τωρινή πολιτική συμπεριφορά του καθενός από μας. Μέχρι, λοιπόν να γίνετε εσείς βουλευτές και να αναδειχθούν οι αρχές και να δικαστούν οι αποδεδειγμένα συκοφάντες, βρεθήκαμε όλοι σύμφωνοι· από τότε όμως που άρχισαν αυτοί εδώ να συλλαμβάνουν έντιμους πολίτες, άρχισα κι εγώ να διαχωρίζω τη θέση μου. Ήξερα ασφαλώς ότι, αν θανατωνόταν ο Λέοντας ο Σαλαμίνιος, άνδρας που καιήταν και το έδειχνε ικανότατος και που δεν είχε κάνει καμιά παρανομία, οι όμοιοί του θα τρόμαζαν κι ότι ο τρόμος θα τους έκανε αντιπάλους αυτού του καθεστώτος. Το έβλεπα ότι, αν συλλαμβανόταν ο Νικήρατος του Νικία, πλούσιος άνθρωπος που ούτε ο ίδιος ούτε ο πατέρας του είχαν ποτέ υποστηρίξει τους δημοκρατικούς, οι όμοιοί του θα είχαν δυσμενείς διαθέσεις απέναντί μας. Αλλά και όταν εκτελέσαμε τον Αντιφώντα, που τον καιρό του πολέμου είχε εξοπλίσει μ” έξοδά του δύο ταχύπλοα πολεμικά, καταλάβαινα ότι θα γεννούσαμε καχυποψία σ” όλους που είχαν δείξει πατριωτικά αισθήματα. Αντέδρασα κι όταν είπαν ότι έπρεπε να συλλάβουμε ο καθένας από έναν μέτοικο, γιατί ήταν ολοφάνερο ότι η εκτέλεσή τους θα έκανε όλους τους μετοίκους εχθρούς του πολιτεύματος. Διαφώνησα και τότε που αφόπλισαν το λαό, επειδή πίστευα ότι δεν έπρεπε να εξασθενήσουμε την πόλη. Ακόμα κι οι Λακεδαιμόνιοι, όταν μας έσωσαν, δεν φαντάζομαι να το έκαναν αυτό, με σκοπό να μείνουμε τόσο λίγοι που να μην είμαστε σε θέση να τους ωφελήσουμε σε τίποτα· γιατί ήταν στο χέρι τους, αν το ήθελαν, κανέναν να μην αφήσουν ζωντανό, αν μας πίεζαν λίγο καιρό ακόμα με την πείνα. Ούτε μου πολυάρεσε η πρόσληψη μισθοφόρων, αφού μπορούσαμε να στρατολογήσουμε από τους ίδιους τους πολίτες όσους είχαμε ανάγκη για να επιβληθούμε άνετα εμείς οι εξουσιαστές στους υπηκόους μας. Επειδή, πάλι, έβλεπα να πληθαίνουν μέσα στην πόλη οι αντίπαλοι αυτής της εξουσίας και να αβγατίζουν οι εξόριστοι, δεν το έβρισκα σωστό να εξορίζονται ούτε ο Θρασύβουλος ούτε ο Άνυτος ούτε ο Αλκιβιάδης, γιατί ήξερα ότι μ” αυτόν τον τρόπο θα δυνάμωνε η εχθρική παράταξη, αφού ο λαός θα αποκτούσε ικανούς ηγέτες κι οι επίδοξοι ηγέτες θα έβρισκαν πολλούς οπαδούς. Αυτός, λοιπόν, που δίνει στα φανερά τέτοιες συμβουλές, θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί φίλος ή προδότης; Τον εχθρό, Κριτία, δεν τον δυναμώνουν αυτοί που φροντίζουν να μην αυξάνονται οι αντίπαλοι ούτε αυτοί που υποδεικνύουν τρόπους πώς να αποκτά κάποιος περισσότερους συμμάχους, αλλά αυτοί που αποσπούν χρήματα με παράνομο τρόπο και σκοτώνουν αθώους, αυτοί είναι που πολλαπλασιάζουν τους αντιπάλους και προδίδουν όχι μονάχα τους φίλους τους αλλά και τους ίδιους τους εαυτούς τους λόγω αισχροκέρδειας. Κι αν δε γίνεται κατανοητό με άλλο τρόπο ότι λέω την αλήθεια, σκεφτείτε και τούτο: τι φαντάζεστε ότι προτιμούν ο Θρασύβουλος κι ο Άνυτος κι οι άλλοι εξόριστοι, να ακολουθούμε δηλαδή την πολιτική που συμβουλεύω εγώ ή εκείνη που εφαρμόζουν αυτοί εδώ; Εγώ νομίζω ότι οι εξόριστοι πιστεύουν τώρα ότι έχουν παντού συμμάχους. Αν, όμως, ήταν με το μέρος μας τα πιο υγιά στοιχεία της πόλης, θα έκριναν ότι είναι δύσκολο ακόμη και να πατήσουν το πόδι σε κάποιο μέρος της πόλης μας.
Για όσα πάλι είπε, ότι δηλαδή εγώ ήμουν πάντα καιροσκόπος, προσέξτε και αυτά. Το πολίτευμα των Τετρακοσίων το ψήφισαν, ως γνωστόν, κι οι ίδιοι οι δημοκρατικοί, γιατί τους είχαν εξηγήσει ότι οι Λακεδαιμόνιοι εμπιστεύονταν περισσότερο όλο το λαό παρά τους δημοκρατικούς. Επειδή εκείνοι από τη μια καθόλου δεν χαλάρωσαν, ενώ από την άλλη πλευρά έγινε φανερό ότι οι στρατηγοί που ήταν με τον Αριστοτέλη, το Μελάνθιο και τον Αρίσταρχο έχτιζαν πάνω στο ανάχωμα ένα οχυρό, όπου είχαν σκοπό να φέρουν τους εχθρούς και να γίνουν οι ίδιοι κι οι φίλοι τους κύριοι της πόλης, αν τα κατάλαβα αυτά και τους εμπόδισα, αυτό λέγεται προδοσία των φίλων; Ακόμη, με ονομάζει κόθορνο, επειδή τάχα προσπαθώ να ταιριάσω και με τι δύο πλευρές. Αλλά πώς, μα τους θεούς, πρέπει να ονομάζεται αυτός που δε χωράει ούτε στους μεν ούτε στους δε; Γιατί, εσύ τον καιρό της δημοκρατίας ήσουν ο χειρότερος εχθρός του λαού και τώρα με το αριστοκρατικό πολίτευμα έχεις γίνει ο χειρότερος εχθρός των τίμιων ανθρώπων. Εγώ, Κριτία, πάντα πολεμώ εκείνους που βρήκαν τη δημοκρατία τέλεια όσο δε μετείχαν στην εξουσία ακόμα κι οι δούλοι, ακόμα κι όσοι από φτώχεια θα πουλούσαν την πόλη για μια δραχμή, και στάθηκα, επίσης, πάντα αντίθετος και μ” εκείνους που βρίσκουν ότι δεν είναι τέλεια οργανωμένη η ολιγαρχία, όσο δεν έχει επιβληθεί στην πόλη η τυραννία λίγων ανθρώπων. Το να μετέχουν όμως στην κυβέρνηση κι όσοι μπορούν να προσφέρουν υπηρεσίες με τ” άλογα και τις ασπίδες τους, πάντα το θεωρούσα άριστη λύση κι ούτε και τώρα αλλάζω γνώμη. Κι αν μπορείς να πεις, Κριτία, κάποια περίπτωση, όπου με δημοκρατικούς ή με ολιγαρχικούς πολίτες αγωνίστηκα να στερήσω τους ευυπόληπτους πολίτες από τα πολιτικά τους δικαιώματα, πες την! Γιατί, αν βρεθεί ότι κάνω ή ότι έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο, παραδέχομαι ότι, κι ανακόμη πάθω τα χειρότερα κακά, θα πέθαινα δίκαια».
Μόλις μ” αυτά τα λόγια τελείωσε την αγόρευσή του και η βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, ο Κριτίας, επειδή κατάλαβε ότι, αν άφηνε τη βουλή ν” αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της, ο Θηραμένης θα γλίτωνε, και ένα τέτοιο ενδεχόμενο το θεωρούσε αβάσταχτο, αφού πλησίασε τους Τριάντα και μίλησε για λίγο μαζί τους, βγήκε έξω και πρόσταξε τους μαχαιροβγάλτες να στηθούν προκλητικά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:
«Εγώ, κύριοι βουλευτές, πιστεύω ότι είναι καθήκον για ένα σωστό ηγέτη που διαπιστώνει απόπειρα εξαπάτησης φίλων του, να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω, λοιπόν, κι εγώ. Γιατί, αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δε θα μας το επιτρέψουν, αν αφήσουμε ατιμώρητο έναν άνδρα που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Γιατί, σύμφωνα με την καινούρια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δε μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ το δικαίωμα να σκοτώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο το έχουν οι Τριάκοντα. Εγώ λοιπόν, είπε, διαγράφω αυτόν εδώ το Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και αυτόν, πρόσθεσε, τον καταδικάζουμε σε θάνατο».
Μόλις άκουσε αυτά ο Θηραμένης, πήδησε κοντά στο βωμό και είπε:
«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω τα πιο δίκαια απ” όλα, να μη δοθεί δηλαδή στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα ούτε όποιον θέλει από σας, αλλά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ με όποιο νόμο αυτοί ψήφισαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς, είπε, ότι σε τίποτα δε θα με ωφελήσει αυτός ο βωμός, αλλά θέλω να αποδείξω ακόμα και τούτο, ότι δηλαδή αυτοί δεν είναι μονάχα κατεξοχήν άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως, πρόσθεσε, με σας, άνδρες ωραίοι και ενάρετοι, που δε σκέφτεστε να υπερασπισθείτε τους εαυτούς σας, αν και ξέρετε ότι και το όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί με την ίδια ευκολία με το δικό μου».
Μετά από αυτά, ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να συλλάβουν το Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους με αρχηγό το Σάτυρο, τον πιο θρασύ και ξεδιάντροπο απ” όλους. Ο Κριτίας τότε είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον εδώ τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με το νόμο. Αφού τον πιάσετε οι έντεκα και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα».
Μόλις ο Κριτίας είπε αυτά τα λόγια, ο Σάτυρος επιχειρούσε να τραβήξει το Θηραμένη από το βωμό κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, επικαλούνταν θεούς κι ανθρώπους ως μάρτυρες να δουν τα όσα γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο έμεναν απαθείς, γιατί έβλεπαν ότι και αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου φυράματος με το Σάτυρο και ότι ο χώρος μπροστά από το βουλευτήριο ήταν γεμάτος από φρουρούς και γιατί ήξεραν ότι ήταν όλοι οπλισμένοι με εγχειρίδια. Αυτοί, λοιπόν, έσερναν το Θηραμένη μέσα από την αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα πάθαινε. Αποδίδεται και αυτή η κουβέντα στο Θηραμένη. Όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει, αν δε σωπάσει, ρώτησε: Δηλαδή, άμα σωπάσω, δε θα μετανιώσω; Κι όταν, πάλι, τον ανάγκαζαν να πιει το κώνειο για να πεθάνει, σκορπίζοντας τις τελευταίες σταγόνες, όπως στο παιχνίδι «κότταβος», είπε: «Αυτό ας είναι στην υγεία του Κριτία του ωραίου!».
Ξέρω, βέβαια, ότι τέτοια λόγια δεν αξίζει να αναφέρονται, αλλά αυτό βρίσκω αξιοθαύμαστο σ” αυτόν τον άνθρωπο, ότι δηλαδή ακόμα και μπροστά στο θάνατο δεν έχασε ούτε την αυτοκυριαρχία του ούτε το χιούμορ του.
Η αποκατάσταση της δημοκρατίας) Οι δημοκρατικοί καταλαμβάνουν το φρούριο της Φυλής και νικούν στη Μουνυχία – Οι Δέκα αντικαθιστούν τους Τριάκοντα
Ο Θηραμένης, λοιπόν, μ” αυτόν τον τρόπο πέθανε. Και οι Τριάντα, επειδή πια ήταν ελεύθεροι να κυβερνούν χωρίς φόβο, απαγόρευσαν σ” όσους δεν ήταν γραμμένοι στον κατάλογο να μπαίνουν στην πόλη και τους έδιωχναν ακόμη κι απ” τα χωράφια τους, για να τα οικειοποιηθούν αυτοί κι οι φίλοι τους. Καταφεύγοντας πολλοί στον Πειραιά και παίρνοντας μαζί τους κι άλλους πολλούς γέμισαν και τα Μέγαρα και τη Θήβα με προσφυγές.
Τότε ξεκίνησε από τη Θήβα ο Θρασύβουλος με εβδομήντα περίπου άνδρες και καταλαμβάνει το ισχυρό φρούριο Φυλή. Μια μέρα που είχε καλό καιρό, βγήκαν οι Τριάντα από την πόλη να τους χτυπήσουν μαζί με τους Τρεις Χιλιάδες και το ιππικό. Όταν έφτασαν στη Φυλή, μερικοί νέοι τόλμησαν να επιτεθούν αμέσως στο φρούριο, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και, αφού τραυματίστηκαν, έφυγαν άπρακτοι. Όταν οι Τριάντα σχεδίαζαν να χτίσουν τείχος για να εμποδίσουν τον ανεφοδιασμό τους και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν, τη νύχτα και την άλλη μέρα χιόνισε πάρα πολύ. Αυτοί τότε υποχρεώθηκαν να γυρίσουν πίσω στην πόλη μέσα στη χιονοθύελλα, αφού αυτοί που ήταν στη Φυλή σκότωσαν πολλούς βοηθητικούς στρατιώτες τους. Επειδή κατάλαβαν ότι (οι επαναστάτες) θα λεηλατούσαν και τις καλλιέργειες, αν δεν υπήρχε εκεί φρουρά, έστειλαν στα σύνορα, κάπου δεκαπέντε στάδια από τη Φυλή, όλη σχεδόν τη λακωνική φρουρά και το ιππικό δύο φυλών. Αυτοί στρατοπέδευσαν σ” ένα δασωμένο τόπο και φύλαγαν την περιοχή.
Ο Θρασύβουλος στο μεταξύ, αφού είχαν συγκεντρωθεί στη Φυλή κάπου εφτακόσιοι άνδρες, νύχτα τους πήρε και κατέβηκε. Αφού απόθεσε τα όπλα σε απόσταση τριών ή τεσσάρων σταδίων από τη φρουρά, περίμενε. Κατά τα ξημερώματα, όταν οι φρουροί τράβηξαν ο καθένας στη δουλειά του, μακριά από τον οπλισμό τους, και οι ιπποκόμοι έκαναν θόρυβο ξυστρίζοντας τ” άλογα, οι άνδρες του Θρασύβουλου πήραν τα όπλα και όρμησαν κατεπάνω τους τρέχοντας· μερικούς τους έπιασαν αιχμαλώτους και όλους τους άλλους, που το έβαλαν στα πόδια, τους κυνήγησαν ως έξι με εφτά στάδια και σκότωσαν από τους βαριά οπλισμένους περισσότερους από εκατόν είκοσι και από τους ιππείς το Νικόστρατο, που τον έλεγαν «ωραίο», κι άλλους δύο που τους έπιασαν στα κρεβάτια τους. Αφού γύρισαν πίσω και έστησαν τρόπαιο και μάζεψαν τα όπλα και τα λάφυρα που είχαν πέσει στα χέρια τους, επέστρεψαν στη Φυλή. Οι ιππείς που ήρθαν από την πόλη για ενίσχυση δεν είδαν κανέναν εχθρό μπροστά τους και, αφού έμειναν εκεί μέχρι που οι συγγενείς παρέλαβαν τους νεκρούς τους, ξαναγύρισαν στην πόλη.
Έπειτα απ” αυτό οι Τριάντα τύραννοι, επειδή έκριναν ότι η θέση τους ήταν επισφαλής, αποφάσισαν να προσαρτήσουν την Ελευσίνα για να τους είναι καταφύγιο σε ώρα ανάγκης. Πήγαν, λοιπόν, εκεί ο Κριτίας κι οι υπόλοιποι από τους Τριάντα. Έχοντας δώσει από πριν οδηγίες στο ιππικό και κάνοντας επιθεώρηση στους ιππείς τους, με το πρόσχημα ότι ήθελαν να ξέρουν πόσοι είναι και πόση πρόσθετη φρουρά θα χρειαστούν, πρόσταξαν να τους καταγράψουν όλους. Κάθε απογραφόμενος (είπαν) να βγαίνει από τη μικρή πύλη προςτη θάλασσα. Στην παραλία είχαν τοποθετήσει δεξιά κι αριστερά της πύλης τους ιππείς, κι έναν έναν που έβγαινε τον άρπαζαν οι βοηθοί τους και τον έδεναν. Αφού όλοι τους είχαν συλληφθεί, διέταξαν τον αρχηγό του ιππικού Λυσίμαχο να τους πάρει και να τους παραδώσει στους Έντεκα. Την άλλη μέρα συγκέντρωσαν στο Ωδείο τους οπλίτες που ήταν γραμμένοι στον κατάλογο και τους υπόλοιπους ιππείς. Κι ο Κριτίας σηκώθηκε κι είπε: «Το καθεστώς, φίλοι μας, δεν το οργανώνουμε μόνο για το καλό μας, αλλά και για το δικό σας καλό. Όπως, λοιπόν, θα έχετε μερίδιο στις τιμές, έτσι πρέπει να συμμετέχετε και στους κινδύνους. Πρέπει, επομένως, να καταδικάσετε τους Ελευσινίους που πιάσαμε, για να έχετε τις ίδιες ελπίδες και τους ίδιους φόβους με μας». Και, αφού τους έδειξε κάποιο σημείο, τους διέταξε να ψηφίσουν εκεί φανερά. Το μισό Ωδείο ήταν γεμάτο με οπλισμένους Λάκωνες φρουρούς· εξάλλου, για όσους πολίτες μοναδικό μέλημα ήταν το συμφέρον τους, όλα αυτά δεν τους ενοχλούσαν.
Μετά απ” αυτά ο Θρασύβουλος, αφού πήρε τους άνδρες του από τη Φυλή, που είχαν γίνει περίπου χίλιοι, έφτασε νύχτα στον Πειραιά. Μόλις το έμαθαν αυτό οι Τριάντα, βγήκαν να τους αντιμετωπίσουν με τους Λάκωνες, τους ιππείς και τους βαριά οπλισμένους στρατιώτες. Έπειτα προχώρησαν από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγεί στον Πειραιά. Οι επαναστάτες από τη Φυλή επιχείρησαν στην αρχή να τους εμποδίσουν, αλλά βλέποντας ότι η κυκλωτική κίνηση του Πειραιά, καθώς ήταν μεγάλη, χρειαζόταν πολύ στρατό ενώ αυτοί ήταν λίγοι, συσπειρώθηκαν στη Μουνιχία. Τότε οι ολιγαρχικοί, αφού πήγαν στην Ιπποδάμειο Αγορά, πρώτα παρατάχτηκαν έτσι, ώστε να πιάνουν όλο το πλάτος του δρόμου που οδηγεί στο ιερό της Άρτεμης της Μουνιχίας και στο Βενδίδειο. Το βάθος τους έφτασε τις πενήντα σειρές ασπίδων. Μ” αυτό τον σχηματισμό άρχισαν να ανηφορίζουν.
Οι επαναστάτες από τη Φυλή έπιασαν κι εκείνοι όλο το πλάτος του δρόμου, οι οπλίτες τους όμως είχαν μόνο δέκα σειρές βάθος. Πίσω τους πήραν θέση και οι πελταστές κι ελαφρύ πεζικό, οπλισμένο με ακόντια, και ακόμα πιο πίσω οι οπλισμένοι με πέτρες. Αυτοί ήταν πολλοί, γιατί είχαν προστεθεί και ντόπιοι. Ενώ προχωρούσαν οι αντίπαλοι, ο Θρασύβουλος πρόσταξε τους άνδρες του να αποθέσουν τις ασπίδες τους, και κάνοντας κι αυτός το ίδιο αλλά κρατώντας τ” άλλα όπλα του, στάθηκε στο κέντρο τους και είπε:
«Άνδρες συμπολίτες, σ” άλλους από σας θέλω να πω και σ” άλλους να θυμίσω ότι στο δεξιό τμήμα εκείνων που πλησιάζουν βρίσκονται αυτοί που πριν από τέσσερις μέρες νικήσατε, αφού τους τρέψατε σε φυγή, και στο αριστερό άκρο τελευταίοι είναι οι ίδιοι οι Τριάντα, αυτοί δηλαδή που χωρίς να φταίμε σε τίποτε μας εξόριζαν από την πόλη, μας έδιωχναν από τα σπίτια μας κι έκαναν προγραφές των πιο αγαπητών μας προσώπων. Τώρα, όμως, τους έλαχε αυτό που οι ίδιοι ποτέ δεν το περίμεναν, ενώ εμείς πάντα το ευχόμασταν. Βρισκόμαστε δηλαδή αντιμέτωποι κρατώντας και εμείς όπλα.
Οι θεοί, πάλι, επειδή μας έπιαναν την ώρα που τρώγαμε, την ώρα που κοιμόμασταν, την ώρα που ήμασταν στην αγορά, κι επειδή μας εξόριζαν όχι μόνο αναίτια αλλά δίχως καν να βρισκόμαστε στην πόλη, είναι τώρα φανερά σύμμαχοί μας. Γιατί, μέσα στο καλοκαίρι προκαλούν κακοκαιρία, την ώρα που μας συμφέρει, και όταν κάνουμε επίθεση, λίγοι εμείς εναντίον πολλών, μας αξιώνουν να υψώνουμε τρόπαια νίκης· και να τώρα μας έφεραν σε τοποθεσία, όπου αυτοί δε μπορούν, επειδή είναι ανηφόρα, ούτε δόρατα ούτε ακόντια να ρίξουνεναντίον αυτών που βρίσκονται παρατεταγμένοι ψηλά, ενώ εμείς από τα ψηλότερα μέρη θα τους φτάνουμε και με δόρατα και μ” ακόντια και με πέτρες και θα χτυπήσουμε πολλούς. Θα νόμιζε κανείς ότι τουλάχιστον με τις πρώτες σειρές τους θα χρειαζόταν να πολεμήσουμε ίσοι προς ίσους. Τώρα όμως, αν εσείς ρίχνετε τα βέλη σας πυκνά, όπως πρέπει, κανένας σας δε θα αστοχήσει, καθώς είναι γεμάτος ο δρόμος από δαύτους, αλλά αυτοί, προφυλαγόμενοι συνέχεια κάτω από τις ασπίδες τους, θα τρέπονται σε φυγή. Έτσι, θα μπορούμε να τους χτυπάμε, όπου θέλουμε, σα να είναι τυφλοί, και ορμώντας κατεπάνω τους να τους γκρεμίζουμε. Αλλά, άνδρες μου, αγωνιστείτε μ” αυτόν τον τρόπο, που ο καθένας σας θα αισθανθεί ότι σ” αυτόν περισσότερο οφείλεται η νίκη. Γιατί αυτή, αν θελήσει ο θεός, θα μας δώσει πίσω πατρίδα, σπίτια, ελευθερία, τιμές, παιδιά (σ” όσους υπάρχουν) και γυναίκες. Τρισευτυχισμένοι στ” αλήθεια, όσοι από μας ως νικητές αξιωθούν να δουν την ωραιότερη μέρα απ” όλες. Ευτυχισμένος θα είναι κι όποιος σκοτωθεί, γιατί κανένας, ακόμη και πλούσιος, δε θα αξιωθεί μνημείο τόσο λαμπρό. Όταν λοιπόν έρθει η ώρα, εγώ θα αρχίσω να τραγουδάω τον παιάνα. Και αφού επικαλεστούμε τον Ενυάλιο, τότε όλοι μαζί με μια καρδιά ας τιμωρήσουμε αυτούς τους ανθρώπους για όλες τις προσβολές που έχουμε υποστεί».
Αφού είπε αυτά και γύρισε προς το μέρος των εχθρών, περίμενε. Γιατί, ο μάντης συμβούλευε αυτούς να μην επιτεθούν, προτού σκοτωθεί ή τραυματισθεί κάποιος δικός τους· «κι όταν γίνει αυτό», είπε ο μάντης, «θα τραβήξουμε εμείς μπροστά και σεις που θα ακολουθήσετε, θα νικήσετε αλλά εγώ νομίζω ότι θα σκοτωθώ». Και δε διαψεύστηκε, αλλά, όταν πήραν τα όπλα, εκείνος μ” ένα πήδημα βρέθηκε πρώτος ανάμεσα στους εχθρούς, λες και τον οδηγούσε κάποια αόρατη μοίρα, και σκοτώθηκε και βρίσκεται θαμμένος στο πέρασμα του Κηφισού· οι άλλοι ωστόσο νικούσαν και καταδίωξαν τον εχθρό μέχρι το ίσιωμα. Σ” αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν από τους Τριάντα ο Κριτίας κι ο Ιππόμαχος, από τους δέκα άρχοντες του Πειραιά ο Χαρμίδης του Γλαύκωνα κι από τους υπόλοιπους άνδρες του περίπου εβδομήντα. Οι νικητές πήραν τα όπλα των σκοτωμένων, όμως κανενός πολίτη δεν αφαίρεσαν τους χιτώνες.
Αφού έγινε αυτό και έδωσαν, ύστερα από ανακωχή, τους νεκρούς για ταφή, πολλοί από τις δύο παρατάξεις, αφού πλησίασαν ο ένας τον άλλο, έπιασαν μεταξύ τους συζήτηση. Τότε ο Κλεόκριτος, ο κήρυκας των μυστηρίων, που είχε και πολύ καθαρή φωνή, αφού επέβαλε στους άλλους σιωπή, είπε:
«Συμπολίτες, γιατί μας εξορίζετε; Γιατί θέλετε να μας σκοτώσετε; Εμείς ποτέ δεν σας κάναμε κανένα κακό, αλλά αντίθετα μαζί σας έχουμε πάρει μέρος στα ιερότερα μυστήρια και σε θυσίες και στις λαμπρότερες τελετές, μαζί επίσης, έχουμε χορέψει και έχουμε σπουδάσει και έχουμε πολεμήσει και μαζί έχουμε κινδυνέψει πολλές φορές, και στη στεριά και στη θάλασσα, για τη σωτηρία και την ελευθερία όλων μας. Στ” όνομα των θεών που προστατεύουν την οικογένεια, στ” όνομα των συγγενικών δεσμών και του συμπεθεριού και της φιλίας, γιατί με όλα αυτά πολλοί συνδεόμαστε μεταξύ μας, ντραπείτε θεούς κι ανθρώπους και πάψτε να κάνετε κακό στην πατρίδα και μην ακούτε τους απαίσιους Τριάντα τυράννους, που για το προσωπικό τους κέρδος κοντεύουν να έχουν σκοτώσει μέσα σ” οχτώ μήνες πιο πολλούς Αθηναίους απ” όσους σκότωσαν όλοι οι Πελοποννήσιοι μαζί σε δέκα χρόνια πολέμου. Ενώ μπορούσαμε να ζούμε ειρηνικά, αυτοί μας έριξαν στον πιο απαίσιο, τον πιο ανυπόφορο, τον πιο ανόσιο για τους θεούς και ανθρώπους εμφύλιο πόλεμο. Αλλά να ξέρετε καλά ότι μερικούς από αυτούς που τώρα δα σκοτώσαμε, όχι μόνο εσείς αλλά κι εμείς το ίδιο πικρά τους κλαίμε».
Αυτός, λοιπόν, αυτά έλεγε. Οι υπόλοιποι ηγέτες, καθώς άκουσαν προσθετικά κι αυτά, πήραν τους άνδρες τους και τους οδήγησαν πίσω στην πόλη. Την άλλη μέρα οι Τριάκοντα συγκεντρώθηκαν στην αίθουσα των συνεδριάσεων, βαριά ταπεινωμένοι κι εγκαταλειμμένοι. Ανάμεσα στους Τρεις Χιλιάδες πάλι, στα διάφορα σημεία όπου είχαν τοποθετηθεί, εκδηλώθηκαν παντού διαφωνίες. Όσοι δηλαδή είχαν διαπράξει σοβαρότατα αδικήματα και γι αυτό φοβόνταν, υποστήριζαν με έμφαση ότι δεν έπρεπε να υποχωρήσουν στους επαναστάτες (από τον Πειραιά)· όσοι, πάλι, ήξεραν για τον εαυτό τους ότι δεν είχαν αδικήσει σε τίποτα, σκέφτονταν για λογαριασμό δικό τους κι εξηγούσαν και στους άλλους ότι δεν ήταν καιρός για τέτοιες συμφορές κι ότι δεν έπρεπε να υπακούουν τους Τριάντα, ούτε να τους αφήσουν να καταστρέψουν την πόλη. Τελικά, αποφάσισαν με ψηφοφορία εκείνους να τους καθαιρέσουν και να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Και εξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή.
Οι Τριάντα τύραννοι αποτραβήχτηκαν στην Ελευσίνα. Οι δέκα, μαζί με τους αρχηγούς του ιππικού, ανέλαβαν τη διοίκηση των ολιγαρχικών, αν και ανάμεσά τους επικρατούσε μεγάλη αναταραχή κι αμοιβαία δυσπιστία. Ακόμα διανυκτέρευαν και οι ιππείς στο Ωδείο, έχοντας και τα άλογα και τις ασπίδες τους, κι από την καχυποψία περιπολούσαν κοντά στα τείχη τη νύχτα με τις ασπίδες και τα ξημερώματα με τα άλογα, πάντα με το φόβο μήπως τους επιτεθούν οι επαναστάτες από τον Πειραιά. Αυτοί πάλι, που ήταν πια πολλοί και κάθε λογής, εξοπλίζονταν με όπλα, άλλοι από ξύλο κι άλλοι από καλάμια, και τα γυάλιζαν. Πριν συμπληρωθούν δέκα μέρες, αφού έδωσαν υπόσχεση ότι σ” όσους πολεμούσαν στο πλευρό τους, ακόμη και αν ήταν ξένοι, θα τους έδιναν φορολογική ισοτιμία με τους Αθηναίους, βγήκαν για να επιτεθούν, άλλοι βαριά οπλισμένοι, κι άλλοι με ελαφρύ οπλισμό. Είχαν μαζί τους και εβδομήντα περίπου ιππείς. Κάνοντας εξόδους από τον Πειραιά γι ανεφοδιασμό και μαζεύοντας ξυλεία κι οπωρικά, ξαναγύριζαν πάλι στον Πειραιά για ύπνο.
Από την πλευρά της Αθήνας, πάλι, δεν έβγαινε κανείς άλλος ένοπλος, ενώ οι ιππείς κάπου κάπου αιχμαλώτιζαν επιδρομείς από τη παράταξη του Πειραιά και χτυπούσαν τη φάλαγγά τους. Μια μέρα, μάλιστα, συνάντησαν μερικούς Αιξωνείς, που πήγαιναν στα χωράφια τους για εξεύρεση τροφίμων. Ο αρχηγός του ιππικού Λυσίμαχος τους έσφαξε, παρ” όλες τις ικεσίες τους και παρόλη τη δυσαρέσκεια πολλών ιππέων. Και οι επαναστάτες σκότωσαν για αντίποινα έναν ιππέα, τον Καλλίστρατο από τη Λεοντίδα φυλή, που είχαν πιάσει έξω από την πόλη. Άλλωστε, είχαν αποκτήσει μεγάλη αυτοπεποίθηση, τόσο που έκαναν επιθέσεις και ενάντια στα τείχη της Αθήνας. Μάλιστα, πρέπει να αναφερθεί και τούτοσχετικά με το μηχανικό των Αθηναίων, που, όταν έμαθε ότι οι επαναστάτες είχαν σκοπό να φέρουν τις πολιορκητικές τους μηχανές από το δρόμο του Λυκείου, πρόσταξε όλες τις άμαξες να πάρουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες πέτρες και να τις ρίξουν σ” όποιο σημείο του δρόμου έκρινε ο καθένας. Αυτό έγινε έτσι και η καθεμιά πέτρα προκάλεσε μεγάλες δυσκολίες στον εχθρό.
Όταν οι Τριάντα τύραννοι από την Ελευσίνα και οι Τρεις Χιλιάδες από την Αθήνα έστειλαν πρέσβεις στη Λακεδαίμονα και ζητούσαν βοήθεια λέγοντας ότι οι δημοκρατικοί είχαν αποστατήσει από τους Λακεδαιμονίους, ο Λύσανδρος, υπολογίζοντας ότι γρήγορα μπορούσε να καταλάβει τους επαναστάτες πολιορκώντας τους από στεριά κι από θάλασσα, αν τους στερήσει τον ανεφοδιασμό, φρόντισε να δανεισθούν οι ολιγαρχικοί εκατό τάλαντα και να αποσταλεί ο ίδιος ως αρμοστής για τη στεριά κι ο αδελφός του Λίβυς ως ναύαρχος. Αφού, λοιπόν, ο ίδιος εξεστράτευσε στην Ελευσίνα, στρατολογούσε πολλούς Πελοποννήσιους οπλίτες. Ο ναύαρχος (αδελφός του) φύλαγε από τη πλευρά της θάλασσας, για να μη μπαίνει κανένα πλοίο με εφόδια για αυτούς (τους επαναστάτες).
Έτσι, γρήγορα πάλι οι επαναστάτες βρέθηκαν σε αδιέξοδο, ενώ οι ολιγαρχικοί (της πόλης) ανέκτησαν πάλι το θάρρος τους με την εμφάνιση του Λυσάνδρου. Ενώ, λοιπόν, τα πράγματα έπαιρναν αυτή την τροπή, ο βασιλιάς Παυσανίας, από φθόνο προς το Λύσανδρο, γιατί, αν πετύχαινε το σκοπό του, από τη μία θα κέρδισε δόξα και από την άλλη θα έκανε δική του την Αθήνα, αφού έπεισε τρεις από τους εφόρους, ξεκίνησε με ένα εκστρατευτικό σώμα. Τον ακολούθησαν κι όλοι οι σύμμαχοι εκτός από τους Βοιωτούς και τους Κορινθίους. Αυτοί έλεγαν ότι το θεωρούσαν παραβίαση των όρκων τους να επιτεθούν στους Αθηναίους, αφού δεν έκαναν τίποτε αντίθετο με τις συνθήκες. Κρατούσαν αυτή τη στάση, γιατί καταλάβαιναν ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να καταστήσουν την Αθήνα δική τους και σταθερή τους σύμμαχο.
Ο Παυσανίας στρατοπέδευσε στο λεγόμενο Αλίπεδο, κοντά στον Πειραιά, διοικώντας ο ίδιος το δεξιό κέρας, κι ο Λύσανδρος με τους μισθοφόρους του κρατούσε το αριστερό κέρας. Ο Παυσανίας, αφού έστειλε πρέσβεις στους επαναστάτες του Πειραιά, τους πρόσταζε να πάνε στα σπίτια τους. Επειδή αυτοί δεν υπάκουσαν, έκανε επίθεση προσχηματική, για να μη φανεί ότι έχει καλές διαθέσεις απέναντί τους, και αφού μετά την επίθεση υποχώρησε άπρακτος, την άλλη μέρα πήρε δύο τάγματα Πελοποννησίων και το αθηναϊκό ιππικό τριών φυλών και προχώρησε ως τον «Κωφό Λιμένα», εξετάζοντας από ποια μεριά θα ήταν πιο εύκολος ο αποκλεισμός του Πειραιά με τείχος. Επειδή όμως την ώρα που έφευγε του επιτέθηκαν μερικοί από τους εχθρούς και του δημιούργησαν πρόβλημα, οργισμένος πρόσταξε το ιππικό να επιτεθεί εναντίον τους και τις δέκα νεότερες κλάσεις του πεζικού να τους ακολουθήσουν μαζί τους· ακολουθούσε και ο ίδιος με την υπόλοιπη δύναμη. Σκότωσαν περίπου τριάντα ελαφρά οπλισμένους και καταδίωξαν τους άλλους μέχρι το θέατρο του Πειραιά. Εκεί έτυχε να εξοπλίζονται όλοι οι πελταστές κι οι πεζοί των επαναστατών του Πειραιά. Οι ελαφρά οπλισμένοι όρμησαν αμέσως κι άρχισαν να ρίχνουν ακόντια, δόρατα, βέλη και πέτρες. Οι Λακεδαιμόνιοι πάλι, επειδή τραυματίζονταν πολλοί από τους δικούς τους, πιεζόμενοι ασφυκτικά άρχισαν να υποχωρούν βήμα βήμα. Οι άλλοι τους χτυπούσαν με περισσότερη μανία. Εκεί σκοτώθηκε ο Χαίροντας και ο Θίβραχος, πολέμαρχοι κι οι δύο, και ο ολυμπιονίκης Λακράτης και άλλοι Λακεδαιμόνιοι, που θάφτηκαν μπροστά από τις πύλες στον Κεραμεικό.
Όταν είδε αυτά ο Θρασύβουλος κι οι άλλοι οπλίτες, έτρεξαν για βοήθεια και παρατάχτηκαν γρήγορα γρήγορα μπροστά στους άλλους, σε σχηματισμό οχτώ σειρών. Ο Παυσανίας, που βρέθηκε κάτω από μεγάλη πίεση κι υποχώρησε περίπου τέσσερα ή πέντε στάδια κοντά σ” έναν λόφο, παρήγγειλε στους Λακεδαιμονίους και στους υπόλοιπους συμμάχους να προχωρήσουν προς το μέρος του. Αποκεί, ανασυντάσσοντας τη φάλαγγα σε μεγάλο βάθος, προχώρησε εναντίον των Αθηναίων. Αυτοί αρχικά στάθηκαν και πολέμησαν σώμα με σώμα, ύστερα όμως άλλοι απωθήθηκαν στους βάλτους των Αλυκών κι άλλοι υποχώρησαν. Σκοτώθηκαν μάλιστα περίπουεκατόν πενήντα.
Ο Παυσανίας, αφού έστησε τρόπαιο νίκης, γύρισε στο στρατόπεδο. Ωστόσο, ούτε έτσι θύμωσε μ” αυτούς αλλά τους μήνυσε κρυφά να στείλουν πρέσβεις στον ίδιο και στους εφόρους που τον συνόδευαν, υποδεικνύοντάς τους τι έπρεπενα πουν. Κι εκείνοι πείστηκαν. Ταυτόχρονα, προσπαθούσε να διχάσει τους ολιγαρχικούς της Αθήνας, παραγγέλλοντας να τον επισκεφθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι και να δηλώσουν ότι δε χρειάζεται πια να πολεμούν την παράταξη του Πειραιά, αλλά θέλουν να συμφιλιωθούν μαζί της και να μείνουν όλοι μαζί φίλοι των Λακεδαιμονίων. Αυτά τα άκουγε με ευχαρίστηση κι ο έφορος Ναυκλείδας. Σύμφωνα με τη συνήθεια των Λακεδαιμονίων να συνοδεύουν στην εκστρατεία το βασιλιά και δύο έφοροι, είχε έρθει τώρα αυτός κι άλλος ένας, που και οι δύο υποστήριζαν τον Παυσανία κι όχι τον Λύσανδρο. Γι αυτό προθυμοποιήθηκαν να στείλουν στη Σπάρτη τους αντιπροσώπους των επαναστατών που έφεραν τις προτάσεις για ειρήνη προς τους Λακεδαιμονίους, καθώς και δύο ιδιώτες από την παράταξη των ολιγαρχικών, τον Κηφισοφώντα και το Μέλητο.
Αφού, λοιπόν, ξεκίνησαν αυτοί για τη Σπάρτη, έστειλαν αντιπροσώπους κι οι επίσημοι ολιγαρχικοί (της Αθήνας), λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να παραδώσουν τους εαυτούς τους και τα τείχη τους στους Λακεδαιμονίους, για να κάνουν ό,τι θέλουν. Έλεγαν, όμως, ότι είχαν την απαίτηση, αν οι επαναστάτες ομολογούσαν ότι είναι φίλοι των Λακεδαιμονίων, να παραδώσουν κι εκείνοι τον Πειραιά και τη Μουνιχία.
Όταν άκουσαν όλα αυτά οι έφοροι και η συνέλευση, έστειλαν στην Αθήνα δεκαπέντε άνδρες μ” εντολή να συνεργαστούν με τον Παυσανία για συμφιλίωση, όπως θα μπορέσουν καλύτερα. Αυτοί τους συμφιλίωσαν με ορούς να ζουν μεταξύ τους ειρηνικά, να επιστρέψουν στα σπίτια τους όλοι εκτός από τους Τριάντα, τους Έντεκα και τους δέκα άρχοντες του Πειραιά. Όποιος από τους ολιγαρχικούς φοβόταν, αποφάσισαν ότι μπορούσε να μετοικήσει στην Ελευσίνα. Αφού τέλειωσαν αυτά, ο Παυσανίας αποστράτευσε τις δυνάμεις του, ενώ οι επαναστάτες, αφού ανέβηκαν με τα όπλα τους στην Ακρόπολη, πρόσφεραν θυσία στην Αθηνά. Όταν κατέβηκαν οι στρατηγοί, ο Θρασύβουλος έβγαλε λόγο ως εξής: «Εσάς, που ανήκετε στην ολιγαρχική παράταξη», είπε, «σας συμβουλεύω να καταλάβετε ποιοι είστε. Και θα το καταλάβετε καλύτερα, αν σκεφτείτε για ποιο λόγο πρέπει να είσθε τόσο υπεροπτικοί, ώστε να θέλετε να μας εξουσιάζετε. Μήπως είστε περισσότερο δίκαιοι; Μα ο λαός, αν και είναι πολύ φτωχότερος από σας, ποτέ δεν σας αδίκησε για χρηματικό συμφέρον. Εσείς, αντίθετα, αν και είστε οι πιο πλούσιοι απ” όλους, έχετε κάνει πολλές ατιμίες στο βωμό του κέρδους. Αφού, λοιπόν, δεν σας διακρίνει καμιά δικαιοσύνη, σκεφτείτε μήπως έχετε λόγο να περηφανεύεσθε για την παλικαριά σας. Αλλά ποιο κριτήριο θα ήταν καλύτερο γι αυτό από τον τρόπο του πολεμήσαμε αναμεταξύ μας; Αλλά θα πείτε ότι μας ξεπερνάτε στην εξυπνάδα, εσείς που, αν και είχατε και τείχη και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννησίους ως συμμάχους, νικηθήκατε από μας που τίποτα δεν είχαμε απ” αυτά; Μήπως νομίζετε ότι πρέπει να υπερηφανεύεστε για την υποστήριξη των Λακεδαιμονίων; Πώς, αφού, όπως παραδίδει κάποιος δεμένο από τον λαιμό ένα σκυλί που δαγκώνει, έτσι κι εκείνοι σας παρέδωσαν στον αδικημένο τούτο λαό και σηκώθηκαν και έφυγαν; Όμως από σας, φίλοι, ζητάω να μην παραβείτε κανέναν από τους όρκους που δώσατε, αλλά κοντά στις άλλες αρετές σας να δείξετε ότι και παραμένετε πιστοί στον όρκο σας και είσθε θεοφοβούμενοι!»
Αφού είπε αυτά κι άλλα παρόμοια κι ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά αναταραχή αλλά να εφαρμοστούν οι παλαιότεροι νόμοι, διέλυσε τη συνέλευση. Κι αφού διόρισαν άρχοντες, ξανάρχισαν ομαλή πολιτική ζωή. Αργότερα, όταν έμαθαν ότι οι ολιγαρχικοί της Ελευσίνας στρατολογούσαν ξένους μισθοφόρους, αφού έκαναν γενική επιστράτευση εναντίον τους, τους στρατηγούς των ολιγαρχικών τους σκότωσαν, όταν παρουσιάστηκαν για διαπραγματεύσεις, και τους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Κι αφού έδωσαν όρκους ότι ειλικρινά δε θα κρατήσουν κακία αναμεταξύ τους, και σήμερα ακόμα ζουν όλοι μαζί ως συμπολίτες κι οι δημοκρατικοί τηρούν πιστά τους όρκους τους.
Ο Αγησίλαος ξεκινά εκστρατεία στην Ασία
Λίγο αργότερα, κάποιος Ηρώδας από τις Συρακούσες, που βρισκόταν στη Φοινίκη μ” έναν πλοιοκτήτη και είδε φοινικικά πολεμικά πλοία, κάποια να έρχονται από άλλα μέρη, κάποια να έχουν ήδη εξοπλισθεί, κι άλλα να προετοιμάζονται, κι όταν πληροφορήθηκε ότι προορίζονταν να φτάσουν συνολικά τα τριακόσια, πήρε το πρώτο καράβι που έφευγε για την Ελλάδα κι ειδοποίησε τους Λακεδαιμονίους για το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη ότι ετοίμαζαν αυτόν το στόλο. Εναντίον όμως ποιων, δεν το γνώριζε. Οι Λακεδαιμόνιοι ταράχτηκαν, συγκαλέσαν τους συμμάχους, και διερευνούσαν τι έπρεπε να κάνουν. Τότε ο Λύσανδρος επειδή πίστευε ότι και στο ναυτικό είχαν μεγάλη υπεροχή οι Έλληνες και αναλογιζόμενος με ποιον τρόπο σώθηκε το πεζικό που είχε εκστρατεύσει μαζί με τον Κύρο, πείθει τον Αγησίλαο να προτείνει να εκστρατεύσει στην Ασία, αν του δώσουν τριάντα Σπαρτιάτες, περίπου δύο χιλιάδες νεοδαμώδεις και άλλους έξι χιλιάδες στρατιώτες από τις συμμαχικές δυνάμεις. Πέρα από αυτές τις σκέψεις, ο Λύσανδρος ήθελε κι ο ίδιος να συνοδέψει τον Αγησίλαο, για να αποκαταστήσει ξανά στην εξουσία τις δεκαρχίες, που είχε εγκαθιδρύσει εκείνος στις πόλεις και που τις κατήργησαν κατόπιν οι έφοροι, όταν είχαν διατάξει να αποκατασταθούν τα πατροπαράδοτα πολιτεύματα.
Όταν ο Αγησίλαος αποδέχτηκε να αναλάβει την εκστρατεία, οι Λακεδαιμόνιοι του έδωσαν όσα ζήτησε καθώς και τροφοδοσία για έξι μήνες. Όταν εκείνος, αφού έκανε όλες τις καθιερωμένες θυσίες κι αυτές που συνηθίζονται για τις εκστρατείες, ξεκίνησε, αφού έστειλε αγγελιοφόρους στις πόλεις, ανήγγειλε πόσους στρατιώτες έπρεπε να δώσει η καθεμιά και πού έπρεπε να παρουσιαστούν· και ο ίδιος θέλησε να πάει και να κάνει θυσία στην Αυλίδα, όπου ακριβώς θυσίασε και ο Αγαμέμνονας, όταν ξεκίνησε για την Ασία. Μόλις όμως έφτασε εκεί, όταν έμαθαν οι Βοιώταρχοι ότι θυσίαζε, έστειλαν ιππείς που όχι μόνο τον πρόσταξαν να σταματήσει τη θυσία, αλλά και του πέταξαν κάτω τα θυσιασμένα εντόσθια που βρήκαν πάνω στο βωμό. Ο Αγησίλαος, αφού επικαλέστηκε τη μαρτυρία των θεών και γεμάτος οργή, επιβιβάστηκε στο πλοίο του κι έφυγε. Αφού έφτασε στο Γεραιστό και αφού συγκέντρωσε εκεί όσο περισσότερο στρατό μπόρεσε έκανε πανιά για την Έφεσο.
Όταν έφτασε εκεί, ο Τισσαφέρνης έστειλε αμέσως ανθρώπους και τον ρώτησε για ποιον λόγο ήρθε. Εκείνος απάντησε: «να γίνουν ανεξάρτητες οι πόλεις της Ασίας, όπως είναι και στην υπόλοιπη Ελλάδα». Σ” αυτά απάντησε ο Τισσαφέρνης: «αν εσύ συμφωνείς να κάνουμε ανακωχή, ώσπου να ενημερώσω το βασιλιά, νομίζω ότι θα μπορέσεις να το πετύχεις αυτό κι έπειτα, αν θέλεις, να φύγεις». «Θα συμφωνούσα», απάντησε ο Αγησίλαος, «αν δεν φοβόμουν μη με γελάσεις». «Μα μπορείς να έχεις εγγυήσεις ότι θα φερθώ στ” αλήθεια τίμια». «Τότε, αν φερθείς στ” αλήθεια τίμια, εμείς καθόλου δεν θα πειράξουμε τα εδάφη σου όσο θα ισχύει η ανακωχή».
Με τέτοια συμφωνία ο Τισσαφέρνης ορκίστηκε μπροστά στους απεσταλμένους του Αγησιλάου Ηριππίδα, Δερκυλίδα και Μέγιλλο ότι θα διαπραγματευόταν τίμια την ειρήνη, κι εκείνοι πάλι ορκίστηκαν στον Τισσαφέρνη για λογαριασμό του Αγησιλάου ότι, εφόσον το έκανε αυτό, θα έμενε πιστός κι ο Αγησίλαος στην ανακωχή. Ο Τισσαφέρνης, όμως, αμέσως παραβίασε τον όρκο του· γιατί, αντί να φροντίσει να διατηρήσει την ειρήνη, έστειλε και ζήτησε από το βασιλιά δυνάμεις περισσότερες από όσες είχε προηγουμένως. Ο Αγησίλαος πάλι, αν και τα μάθαινε αυτά, έμεινε σταθερός στην ανακωχή.
Στο μεταξύ είχε συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ξεκίνησε ο Αγησίλαος· έτσι ο Λύσανδρος με τους τριάντα Σπαρτιάτες γύρισαν στην πατρίδα τους και στη θέση τους ήρθε ο Ηριππίδας με άλλους. Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, το Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των πάλαι ποτέ μισθοφόρων του Κύρου και το Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων· και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας, για να αρχίσουν αμέσως να ετοιμάζονται σωματικά και ψυχολογικά για τη μάχη.
Ο Τισσαφέρνης νόμισε ότι ο Αγησίλαος τα έλεγε αυτά θέλοντας ξανά να τον ξεγελάσει και ότι αυτή τη φορά θα εισέβαλε πραγματικά στην Καρία· γι αυτό, έστειλε στην Καρία το πεζικό, όπως και την προηγούμενη φορά, και τοποθέτησε το ιππικό στην πεδιάδα του Μαιάνδρου. Ο Αγησίλαος, πράγματι, δεν μπλόφαρε αλλά, όπως ακριβώς είχε προαναγγείλει, εισέβαλε αμέσως στην περιοχή των Σάρδεων. Προχωρώντας τρεις μέρες χωρίς να συναντήσει εχθρούς, έβρισκε άφθονα τα εφόδια για το στρατό. Την τέταρτη μέρα εμφανίστηκε το εχθρικό ιππικό. Ο διοικητής του πρόσταξε τον αρχηγό των σκευοφόρων, αφού περάσει τον Πακτωλό ποταμό, να στήσει στρατόπεδο, ενώ οι άνδρες του, όταν είδαν τους υπηρέτες των Ελλήνων να είναι διασκορπισμένοι για πλιάτσικο, σκότωσαν πολλούς απ” αυτούς. Όταν το είδε αυτό ο Αγησίλαος, διέταξε το ιππικό να σπεύσει σε βοήθεια. Οι Πέρσες πάλι, μόλις είδαν τις ενισχύσεις, συγκεντρώθηκαν και παρέταξαν απέναντί τους πολλές μονάδες ιππικού.
Τότε ο Αγησίλαος, επειδή είδε ότι οι εχθροί δεν είχαν ακόμα μαζί το πεζικό τους, ενώ ο ίδιος είχε όλες του τις δυνάμεις, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να δώσει μάχη, αν μπορούσε. Αφού έκανε λοιπόν θυσία, αμέσως οδήγησε τη φάλαγγα ενάντια στο παραταγμένο ιππικό, ενώ, ταυτόχρονα, πρόσταζε τις κλάσεις των τριαντάρηδων οπλιτών να ορμήσουν εναντίον του και τους πελταστές να τρέξουν γρήγορα μπροστά· είπε και στο ιππικό να επιτεθεί, βεβαιώνοντας ότι ο ίδιος θ” ακολουθούσε μ” όλο τον υπόλοιπο στρατό.
Οι Πέρσες απόκρουσαν το ιππικό· όταν, όμως, επιτέθηκαν όλα τα άλλα τμήματα ταυτόχρονα, υποχώρησαν και άλλοι απ” αυτούς έπεσαν στο ποτάμι κι άλλοι τράπηκαν σε φυγή. Οι Έλληνες, καταδιώκοντάς τους, κατέλαβαν το στρατόπεδό τους. Οι πελταστές, όπως ήταν φυσικό, τράπηκαν σε λεηλασίες· ο Αγησίλαος, όμως, στρατοπέδευσε με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους περικυκλώσει όλους μαζί, φίλους καιεχθρούς. Εκεί πήρε πολλά χρήματα, περισσότερα από εβδομήντα τάλαντα, και τις καμήλες, που πήρε μαζί του στην Ελλάδα.
Όταν έγινε αυτή η μάχη, ο Τισσαφέρνης έτυχε να βρίσκεται στις Σάρδεις· γι” αυτό κι οι Πέρσες τον κατηγόρησαν ότι τους πρόδωσε. Επειδή κι ο ίδιος ο βασιλιάς των Περσών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Τισσαφέρνης έφταιγε για την κακή τροπή των υποθέσεών του, έστειλε τον Τιθραύστη και του έκοψε το κεφάλι. Ο Τιθραύστης, αφού έκανε αυτό, έστειλε πρέσβεις στον Αγησίλαο που είπαν τα εξής: «Αγησίλαε, ο υπαίτιος για τις δυσκολίες μας, και τις δικές σας και τις δικές μας, τιμωρήθηκε. Τώρα ο βασιλεύς αξιώνει εσύ να γυρίσεις στη πατρίδα σου κι οι πόλεις θα έχουν ανεξαρτησία, αλλά θα του πληρώνουν τον πατροπαράδοτο φόρο». Όταν ο Αγησίλαος αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσε να δεχτεί αυτά χωρίς τη συγκατάθεση των αρχών της πατρίδας του, ο Τιθραύστης του είπε: «Ώσπου να μάθεις την απόφαση της πόλης σου, πήγαινε στην περιοχή του Φαρναβάζου, αφού εγώ τιμώρησα τον εχθρό σου». «Τότε λοιπόν», απάντησε ο Αγησίλαος, «ώσπου να φτάσω εκεί, δώσ” μου τα απαραίτητα τρόφιμα για το στρατό». Ο Τιθραύστης του έδωσε τριάντα τάλαντα κι ο Αγησίλαος, αφού τα πήρε, ξεκίνησε για τη Φρυγία που ανήκε στο Φαρναβάζο.
Ενώ βρισκόταν στην πεδιάδα πάνω από την Κύμη, πήρε εντολή από τους άρχοντες της Σπάρτης να αναλάβει και τη διοίκηση του ναυτικού και να διορίσει ναύαρχο όποιον ήθελε ο ίδιος. Αυτό το έκαναν οι Λακεδαιμόνιοι με το εξής σκεπτικό, ότι δηλαδή, αν αρχηγός και των δύο είναι το ίδιο πρόσωπο, τότε και το πεζικό θα είναι πολύ πιο δυνατό, μια και οι δυνάμεις και των δύο θα είναι ενωμένες, και το ναυτικό, αφού θα ερχόταν για βοήθεια το πεζικό, όποτε χρειαζόταν. Όταν άκουσε αυτά ο Αγησίλαος, αρχικά παρήγγειλε στις πόλεις των νησιών και των παραλίων να ετοιμάσουν πλοία, όσα ήθελε η καθεμιά. Μ” αυτόν τον τρόπο συγκεντρώθηκαν συνολικά κάπου εκατόν είκοσι καινούρια πολεμικά, άλλα από αυτά που είχαν αναλάβει οι πόλεις κι άλλα από εκείνα που εξόπλισαν ιδιώτες, θέλοντας να του φανούν ευχάριστοι. Κατόπιν, διόρισε ναύαρχο τον κουνιάδο του Πείσανδρο, άνθρωπο φιλόδοξο και ψυχωμένο αλλά χωρίς την απαιτούμενη εμπειρία για σωστή προετοιμασία. Ο Πείσανδρος, λοιπόν, αφού έφυγε, άρχισε να ασχολείται με τα ζητήματα του ναυτικού. Ο Αγησίλαος, πάλι, συνέχισε την πορεία του προς τη Φρυγία.
Προσπάθεια για την οργάνωση αντισπαρτιατικής κίνησης
Ο Τιθραύστης, επειδή σχημάτισε την άποψη ότι ο Αγησίλαος περιφρονούσε την εξουσία του βασιλιά και ότι δεν είχε στο νου του να φύγει απ” την Ασία αλλά αισιοδοξούσε πολύ ότι θα νικήσει το βασιλιά, επειδή δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει την κατάσταση, στέλνει τον Τιμοκράτη το Ρόδιο στην Ελλάδα με χρυσάφι αξίας ενός ταλάντου ασημιού και τον συμβουλεύει να το μοιράσει στους ηγέτες των πόλεων, παίρνοντας σίγουρες διαβεβαιώσεις ότι θα πολεμήσουν τους Λακεδαιμονίους. Εκείνος, αφού έφτασε στην Ελλάδα, δωροδοκεί στη Θήβα τον Ανδροκλείδα, τον Ισμηνία και το Γαλαξίδωρο, στην Κόρινθο τον Τιμόλαο και τον Πολυάνθη, στο Άργος τον Κύλωνα και τους οπαδούς του. Οι Αθηναίοι, χωρίς να δεχτούν μερίδιο από αυτά τα χρήματα, ήταν πρόθυμοι για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι έτσι θα ανακτούσαν την ηγεμονία. Εκείνοι που δέχτηκαν τα χρήματα, άρχισαν να συκοφαντούν τους Λακεδαιμονίους στις πόλεις τους και αφού πέτυχαν να τους κάνουν μισητούς στους δικούς τους, συνυπέγραψαν συμμαχία ανάμεσα στις μεγαλύτερες πόλεις.
Επειδή οι Θηβαίοι ηγέτες ήξεραν ότι, αν δεν άρχιζε κάποιος τον πόλεμο, οι Λακεδαιμόνιοι δε θα αποφάσιζαν να λύσουν τις σπονδές με τους συμμάχους, πείθουν τους Οπούντιους Λοκρούς να λεηλατήσουν περιουσίες στην περιοχή που αμφισβητούσαν αναμεταξύ τους αυτοί κι οι Φωκείς, πιστεύοντας ότι ύστερα από αυτό οι Φωκείς θα εισβάλουν στη Λοκρίδα. Και δε διαψεύστηκαν, γιατί αμέσως οι Φωκείς εισέβαλαν στη Λοκρίδα κι άρπαξαν πολλαπλάσιο βιος. Τότε, οι οπαδοί του Ανδροκλείδα έπεισαν αμέσως τους Θηβαίους να βοηθήσουν τους Λοκρούς, με το επιχείρημα ότι οι Φωκείς δεν είχαν εισβάλει στην αμφισβητούμενη περιοχή αλλά στην ίδια τη Λοκρίδα, που ήταν αναγνωρισμένη ως φίλη και σύμμαχος της Θήβας. Όταν οι Θηβαίοι, αφού εισέβαλαν κι αυτοί στη Φωκίδα, άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα, οι Φωκείς έστειλαν αμέσως πρέσβεις στη Σπάρτη ζητώντας βοήθεια και εξηγώντας ότι δεν είχαν αρχίσει εκείνοι τον πόλεμο αλλά βρίσκονταν σε άμυνα όταν επιτέθηκαν στους Λοκρούς.
Οι Λακεδαιμόνιοι τότε βρήκαν άριστο πρόσχημα να εκστρατεύσουν εναντίον των Θηβαίων, γιατί ήταν καιρός που ήταν οργισμένοι μαζί τους και επειδή οι Θηβαίοι είχαν προβάλει την αξίωση στη Δεκέλεια να παίρνουν το δέκατο της λείας που ανήκε στον Απόλλωνα και επειδή είχαν αρνηθεί να τους ακολουθήσουν στην επιχείρηση εναντίον του Πειραιά. Τους κατηγορούσαν ακόμα ότι είχαν πείσει και τους Κορινθίους να αρνηθούν. Έφερναν επίσης στη μνήμη τους ότι οι Θηβαίοι είχαν εμποδίσει τον Αγησίλαο να κάνει θυσία στην Αυλίδα, ότι είχαν πετάξει τα θυσιασμένα σφάγια πάνω απ” το βωμό κι ότι δεν ακολούθησαν τον Αγησίλαο στην Ασία. Εκτιμούσαν ακόμη ότι ήταν καλή η ευκαιρία να στείλουν στρατό εναντίον τους και να σταματήσουν την αυθάδη συμπεριφορά (των Θηβαίων) απέναντί τους, γιατί η κατάσταση στην Ασία ήταν ευνοϊκή γι” αυτούς, αφού ο Αγησίλαος ήταν κυρίαρχος και στην Ελλάδα κανένας άλλος πόλεμος δεν αποτελούσε γι” αυτούς εμπόδιο.
Καθώς τέτοιες ήταν οι αντιλήψεις στην πόλη των Λακεδαιμονίων, οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση κι έστειλαν το Λύσανδρο στους Φωκείς, με διαταγή να πάει στην Αλίατρο επικεφαλής των ίδιων των Φωκέων και των Οιταίων, των Ηρακλεωτών, των Μηλιέων και των Αινιάνων. Στο ίδιο μέρος συμφώνησε να βρίσκεται μια καθορισμένη μέρα κι ο Παυσανίας, που επρόκειτο να αναλάβει την αρχηγία έχοντας μαζί του τους Λακεδαιμονίους και τους άλλους συμμάχους. Ο Λύσανδρος έκανε ό,τι του διέταξαν και κατόρθωσε επιπλέον να αποσπάσει και τους Ορχομενίους από τους Θηβαίους. Στο μεταξύ ο Παυσανίας, αφού έκανε τις καθιερωμένες θυσίες εξόδου και του βγήκαν ευνοϊκές, εγκαταστάθηκε στην Τεγέα κι έστειλε αποκεί αξιωματικούς να παραλάβουν τις δυνάμεις των συμμάχων και, ταυτόχρονα, περίμενε τους στρατιώτες από τις άλλες πόλεις της περιοχής της Σπάρτης.
Μόλις κατάλαβαν ωστόσο οι Θηβαίοι ότι οι Λακεδαιμόνιοι θα εισβάλουν στη χώρα τους, έστειλαν πρέσβεις στην Αθήνα, που είπαν τα ακόλουθα:
«Άνδρες Αθηναίοι, για όσα μας κατηγορείτε ότι στο τέλος του πολέμου προτείναμε σκληρά απέναντί σας, άδικα μας κατηγορείτε· γιατί δεν τα ψήφισε αυτά η πόλη μας αλλά ένας μόνο άνθρωπος, που έτυχε τότε να μας αντιπροσωπεύει στους συμμάχους. Όταν, μάλιστα, μας ζήτησαν οι Λακεδαιμόνιοι να βαδίσουμε εναντίον του Πειραιά, η πόλη ψήφισε ομόφωνα να μην πάρουμε μέρος στην εκστρατεία. Επειδή λοιπόν εξαιτίας σας οργίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι εναντίον μας, νομίζουμε ότι είναι δίκαιο να βοηθήσετε την πόλη μας. Πολύ περισσότερο αξιώνουμε πρόθυμα να χτυπήσουν τους Λακεδαιμονίους όσοι από σας ανήκαν στην ολιγαρχική παράταξη. Γιατί εκείνοι, αφού πρώτα σας εγκαθίδρυσαν ολιγαρχικό καθεστώς και σας έκαναν μισητούς στους δημοκρατικούς, ήρθαν κατόπιν με πολύ στρατό ως δήθεν σύμμαχοί σας, και σας παρέδωσαν στο λαό· έτσι, όσο εξαρτιόταν απ” αυτούς ήσασταν ολότελα χαμένοι, ενώ αυτός εδώ ο λαός σας έσωσε.
Το ξέρουμε βέβαια όλοι μας, άνδρες Αθηναίοι, ότι θα θέλατε πολύ να αποκτήσετε ξανά την παλιά σας ηγεμονία· πώς, όμως, είναι πιθανότερο να το πετύχετε αυτό, παρά αν βοηθήσετε όσους αδικούν εκείνοι; Το ότι εξουσιάζουν πολλούς μην το φοβάσθε, αλλά ίσα ίσα να παίρνετε θάρρος, ανακαλώντας στη μνήμη σας ότι, όταν και σεις εξουσιάζατε πολλούς, τότε είχατε και τους περισσότερους εχθρούς· αλλά όσο δεν είχαν σε ποιον να προσχωρήσουν έκρυβαν το μίσος εναντίον σας. Μόλις όμως μπήκαν επικεφαλής οι Λακεδαιμόνιοι, έδειξαν ποια αισθήματα είχαν απέναντί σας. Και τώρα ασφαλώς, αν φανούμε εμείς και σεις ότι συνασπιζόμαστε εναντίον των Λακεδαιμονίων, να το ξέρετε καλά ότι θα εκδηλωθούν πολλοί που τους μισούν. Ότι μιλάμε σωστά, αν το καλοσκεφθείτε, αμέσως θα το παραδεχτείτε. Ποιος έχει απομείνει στ” αλήθεια φίλος τους; Ο Αργείοι δεν είναι ανέκαθεν εχθροί τους; Οι Ηλείοι, που έχασαν τόσα εδάφη και πόλεις, προστέθηκαν τώρα στους εχθρούς τους. Και τι να πούμε για τους Κορινθίους, για τους Αρκάδες, για τους Αχαιούς, που στον πόλεμο εναντίον σας με χίλια παρακάλια τους πείστηκαν από τους Λακεδαιμονίους και πήραν μέρος σ” όλους τους μόχθους και τους κινδύνους και τις δαπάνες.
Κι αφού οι Λακεδαιμόνιοι πέτυχαν όσα ήθελαν, ποια εδάφη ή τιμές ή χρήματα έδωσαν και σ” αυτούς; Αντίθετα, αξίωσαν να διορίζουν είλωτες ως διοικητές και, μόλις τους ευνόησε η τύχη, επέβαλαν στους συμμάχους, που ήταν πριν ελεύθεροι, την ολιγαρχία τους. Αλλά και όσους έκαναν να αποστατήσουν από σας, είναι φανερό ότι τους ξεγέλασαν· αντί για ελευθερία τους έκαναν δύο φορές δούλους· γιατί, τους διοικούν τυραννικά και με δεκαρχίες που διόρισε ο Λύσανδρος σε κάθε πόλη. Ο βασιλιάς πάλι της Ασίας, που τόσο πολύ τους βοήθησε να σας νικήσουν, τώρα τι διαφορετικό απολαμβάνει από το αν είχε πολεμήσει μαζί σας εναντίον τους; Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, αν μπείτε και πάλι επικεφαλής αυτών που ολοκάθαρα αδικούνται, να γίνετε η μεγαλύτερη δύναμη που υπήρξε ποτέ; Γιατί, όταν είχατε την ηγεμονία, είναι γνωστό ότι κυριαρχούσατε μονάχα στους θαλασσινούς· τώρα θα εξουσιάζετε όλους, κι εμάς και τους Πελοποννησίους κι όσους εξουσιάζατε άλλοτε και τον ίδιο τον βασιλιά που έχει τη μεγαλύτερη δύναμη απ” όλους. Βέβαια σταθήκαμε, όπως ξέρετε, πολύ άξιοι σύμμαχοι για κείνους· τώρα, όμως, είναι φυσικό να είμαστε στο πλευρό σας με περισσότερη διάθεση από ό,τι με τους Λακεδαιμονίους· γιατί δεν θ” αγωνιζόμαστε, όπως τότε, για νησιώτες ή Συρακόσιους ή ξένους, αλλά για μας τους ίδιους που αδικούμαστε. Και τούτο πρέπει να κατανοήσετε καλά, ότι δηλαδή πολύ πιο εύκολα μπορεί να πολεμηθεί η πλεονεξία των Λακεδαιμονίων απ” ό,τι η πάλαι ποτέ δική σας ηγεμονία· εσείς, έχοντας ναυτικό, εξουσιάζατε άλλους που δεν είχαν, ενώ αυτοί αν και είναι λίγοι, έχουν επιβληθεί και σε πολλούς και σε εξοπλισμένους. Τελικά, αυτό σας λέμε. Να το ξέρετε, λοιπόν, καλά, άνδρες Αθηναίοι, ότι νομίζουμε ότι σας προσκαλούμε για πολύ πιο ωφέλιμα πράγματα για τη δική σας πόλη παρά για τη δική μας».
Ο Αγησίλαος λοιπόν αυτά σχεδίαζε. Οι Λακεδαιμόνιοι όμως, όταν πληροφορήθηκαν ότι είχαν φτάσει τα χρήματα στην Ελλάδα και ότι οι μεγαλύτερες πόλεις είχαν συνασπισθεί εναντίον τους για πόλεμο, θεώρησαν ότι η πόλη τους βρίσκεται σε κίνδυνο και έκριναν ότι ήταν ανάγκη να εκστρατεύσουν εναντίον τους. Αυτοί λοιπόν ετοιμάζονταν γι” αυτά και ταυτόχρονα στέλνουν στον Αγησίλαο τον Επικυδίδα. Κι αυτός, μόλις έφτασε, ανακοίνωσε και για τα άλλα πώς είχαν και ότι η πόλη του παραγγέλνει να βοηθήσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα την πατρίδα. Ο Αγησίλαος, μόλις τα άκουσε, στεναχωρήθηκε βέβαια, αναλογιζόμενος ποιες τιμές και ποιες ελπίδες ματαίωνε, όμως αμέσως συγκάλεσε τους συμμάχους και τους ανακοίνωσε τα όσα του παράγγειλε η πόλη και τους είπε ότι ήταν αναγκαίο να βοηθήσει την πατρίδα. «Εάν εκείνα εξελιχθούν καλά» είπε «να ξέρετε καλά, άνδρες σύμμαχοι, ότι δε θα σας ξεχάσω αλλά πάλι θα έλθω για να κάνω όσα εσείς έχετε ανάγκη».
Στο άκουσμα αυτών πολλοί δάκρυσαν και όλοι αποφάσισαν μαζί με τον Αγησίλαο να βοηθήσουν τη Σπάρτη· και αν τα εκεί εξελιχθούν καλά, θα τον έπαιρναν και θα γύριζαν πάλι στην Ασία. Αυτοί λοιπόν προετοιμάζονταν να τον ακολουθήσουν. Και ο Αγησίλαος άφησε στην Ασία ως διοικητή τον Εύξενο και κοντά του περισσότερους από τέσσερις χιλιάδες φρουρούς, για να μπορεί να προστατεύει τις πόλεις· αυτός, επειδή διαπίστωσε ότι πολλοί από τους στρατιώτες προτιμούσαν να παραμείνουν εκεί περισσότερο παρά να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων, επιθυμώντας να πάρει μαζί του όσο το δυνατόν περισσότερους και καλύτερους, προκήρυξε βραβεία για τις πόλεις, για όποια θα έστελνε το καλύτερο στράτευμα, και για τους λοχαγούς των μισθοφόρων, για όποιον θα εξεστράτευε έχοντας τον πιο καλά εξοπλισμένο λόχο οπλιτών και τοξοτών και πελταστών. Προανήγγειλε και στους αρχηγούς του ιππικού ότι και σ” αυτούς θα απονείμει βραβεία, σ” όποιον θα παρουσίαζε την καλύτερη ίλη σε άλογα και εξοπλισμό. Είπε μάλιστα ότι τη βράβευση θα την έκανε μόλις θα περνούσαν από την Ασία στην Ευρώπη, στη Χερσόνησο, για να γνωρίζουν καλά ότι πρέπει να επιλέξουν καλά τους στρατιώτες. Τα βραβεία ήταν τα περισσότερα καλοδουλεμένα με διάκοσμο όπλα για τους οπλίτες και τους ιππείς· ήταν και χρυσά στεφάνια· το σύνολο των βραβείων δε στοίχισε λιγότερο από τέσσερα τάλαντα. Μετά από τόσο μεγάλη δαπάνη, κατασκευάστηκαν για το στρατό όπλα μεγάλης αξίας. Αφού πέρασε τον Ελλήσποντο, διορίστηκαν κριτές ο Μένασκος και ο Ηριππίδας και ο Όρσιππος από την πλευρά των Λακεδαιμονίων, και ένας από κάθε πόλη από την πλευρά των συμμάχων. Και ο Αγησίλαος, αφού έκανε την απονομή των επάθλων, ακολουθούσε με το στράτευμά του τον ίδιο δρόμο που είχε ακολουθήσει και ο (Πέρσης) βασιλιάς, όταν εξεστράτευσε εναντίον της Ελλάδας.
Στο μεταξύ οι έφοροι όρισαν και τοποθέτησαν φρουρά· η πόλη, επειδή ο Αγησίπολης ήταν ακόμη μικρός, διέταξε τον Αριστόδημο να ηγηθεί του στρατού, καθώς ήταν από τη βασιλική γενιά και επίτροπος του παιδιού. Κι όταν εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι εχθροί ήταν συγκεντρωμένοι, συσκέφτηκαν (οι τελευταίοι) και συλλογίζονταν πώς θα έδιναν τη μάχη όσο το δυνατόν με περισσότερη επιτυχία από την πλευρά τους. Και ο Τιμόλαος ο Κορίνθιος είπε: «Μου φαίνεται, άνδρες σύμμαχοι, ότι το θέμα των Λακεδαιμονίων είναι όμοιο, όπως ακριβώς τα ποτάμια. Γιατί και τα ποτάμια στις πηγές τους δεν είναι μεγάλα αλλά ευκολοδιάβατα, όσο όμως απομακρύνονται, επειδή χύνονται (σ” αυτά) κι άλλα ποτάμια, καθιστούν τη ροή τους πιο ορμητική. Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν αρχικά εκστρατεύουν είναι μόνοι τους, καθώς όμως προχωρούν και καταλαμβάνουν (και άλλες) πόλεις, γίνονται περισσότεροι και πιο δυσκολοπολέμητοι. Εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, είπε, ότι και όσοι θέλουν να εξουδετερώσουν σφήκες, αν επιχειρήσουν να τις κυνηγήσουν έξω από τη φωλιά τους, τους τσιμπούν πολλές μαζί· αν όμως βάλουν τη φωτιά όσο είναι μέσα, (βλέπω) ότι δεν παθαίνουν αυτοί τίποτε και εξουδετερώνουν τις σφήκες (αγριομέλισσες). Αναλογιζόμενος αυτά, κρίνω ότι είναι το καλύτερο να δώσουμε τη μάχη περισσότερο κοντά στη Σπάρτη, ειδάλλως όσο το δυνατόν πιο κοντά της».
Επειδή έδωσε την εντύπωση (ο Τιμόλαος) ότι μίλησε σωστά, ψήφισαν τα όσα είπε. Και ενώ συζητούσαν για την αρχηγία και συμφωνούσαν για πόσους σε βάθος έπρεπε να έχει παραταγμένους όλο το στράτευμα, για να μην αφήνουν περιθώριο στους εχθρούς για περικύκλωσή τους οι πόλεις με βαθιά διάταξη των γραμμών του στρατού τους, στο μεταξύ οι Λακεδαιμόνιοι, έχοντας μάλιστα πάρει μαζί τους τους Τεγεάτες και τους Μαντινείς, εξεστράτευσαν προς την πόλη την περιβαλλόμενη από δύο θάλασσες. Και προχωρώντας, σχεδόν ταυτόχρονα οι σύμμαχοι με τους Κορίνθιους έφτασαν στη Νεμέα και οι Λακεδαιμόνιοι με τους συμμάχους τους στη Σικυώνα. Κι όταν εκείνοι εισέβαλαν προς την Επιείκεια, οι γυμνήτες των αντιπάλων τους επέφεραν δεινά πλήγματα αρχικά χτυπώντας αυτούς από ψηλότερα μέρη με ακόντια και τόξα. Και όταν ανέβηκαν προς τη θάλασσα, από κει προχωρούσαν μέσα από την πεδιάδα δενδροτομώντας και καίγοντας την ύπαιθρο· όμως και οι άλλοι απομακρύνθηκαν και στρατοπέδευσαν, έχοντας μπροστά τους τη χαράδρα· όταν και οι Λακεδαιμόνιοι προχωρώντας δεν απείχαν από τους εχθρούς πάνω από δέκα στάδια, στρατοπέδευσαν κι αυτοί και έμεναν αδρανείς.
Εκστρατεία του Αγησίλαου στην Κορινθία
Μετά από αυτό, όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν από τους εξόριστους (Κορίνθιους) ότι οι συμπολίτες τους είχαν όλα τα κοπάδια τους σώα και τα έβοσκαν στο Πείραιο και τρέφονταν από εκεί, εκστρατεύουν πάλι στην Κόρινθο με αρχηγό και τότε τον Αγησίλαο. Αρχικά έφτασε στον Ισθμό· ήταν ο μήνας που γιορτάζονταν τα Ίσθμια, και οι Αργείοι τύχαινε να βρίσκονται εκεί προσφέροντας θυσία στον Ποσειδώνα, γιατί η Κόρινθος ανήκε στο Άργος. Όταν αντιλήφθηκαν ότι πλησιάζει ο Αγησίλαος, εγκατέλειψαν τα ζώα που είχαν θυσιάσει και τα φαγητά που είχαν προετοιμάσει και έντρομοι αποχώρησαν στην πόλη από το δρόμο προς τις Κεχρειές. Αν και τους αντιλήφθηκε ο Αγησίλαος, όμως δεν τους καταδίωξε, αλλά, αφού κατασκήνωσε στο ιερό, πρόσφερε ο ίδιος θυσίες στο θεό και περίμενε, ώσπου οι εξόριστοι των Κορινθίων έκαναν τη θυσία τους προς τιμή του Ποσειδώνα και τους αθλητικούς αγώνες. Οι Αργείοι πάλι, μετά την αποχώρηση του Αγησιλάου γιόρτασαν από την αρχή ξανά τα Ίσθμια. Έτσι, συνέβη εκείνη τη χρονιά σε κάποια αγωνίσματα να έχουμε δυο ηττημένους και σε μερικά πάλι δυο νικητές. Την τέταρτη μέρα ο Αγησίλαος οδήγησε το στράτευμα προς το Πείραιο. Όταν διαπίστωσε ότι φρουρούνταν από πολλούς, αποχώρησε μετά το μεσημέρι προς την πόλη, με την ιδέα ότι θα του παραδινόταν η πόλη· έτσι οι Κορίνθιοι, από φόβο μήπως προδοθεί η πόλη από κάποιους, έστειλαν και κάλεσαν τον Ιφικράτη με τους περισσότερους από τους πελταστές του. Κι όταν ο Αγησίλαος έμαθε ότι αυτοί είχαν περάσει κατά τη διάρκεια της νύχτας, άλλαξε κατεύθυνση και πρωί–πρωί βάδιζε προς το Πείραιο. Αυτός προχωρούσε μέσω της θερμής περιοχής (παραλιακά), ενώ ένα τμήμα έδωσε διαταγή να ανεβεί προς τα υψώματα. Αυτή τη νύχτα ο ίδιος στρατοπέδευσε κοντά στις θερμές πηγές και το στρατιωτικό τμήμα διανυκτέρευσε πάνω στο βουνό.
Τότε ο Αγησίλαος διακρίθηκε για μια μικρή αλλά καίρια σκέψη. Επειδή από αυτούς που μετέφεραν το φαγητό στο τάγμα κανείς δεν είχε φέρει και φωτιά και επειδή επικρατούσε κρύο, καθώς ήταν σε μεγάλο υψόμετρο και είχε συνάμα βρέξει και είχε πέσει και χαλάζι τις βραδινές ώρες και είχαν ανεβεί και με καλοκαιρινά, καθότι ήταν καλοκαίρι, επειδή τους έπιασε σύγκρυο και μέσα στο σκοτάδι έδειχναν και απροθυμία για το φαγητό, στέλνει σ” αυτούς ο Αγησίλαος περίπου δέκα άνδρες κουβαλώντας φωτιά μέσα σε χύτρες. Και επειδή αυτοί διασκορπίστηκαν σε διάφορα σημεία του βουνού και άναψαν πολλές και μεγάλες φωτιές, καθώς υπήρχε αφθονία ξύλων, όλοι λοιπόν άλειψαν τα σώματά τους (με λάδι) και πολλοί άρχισαν να παίρνουν το δείπνο τους. Εκείνο το βράδυ φάνηκε να καίγεται και ο ναός του Ποσειδώνα· ποιος βέβαια έβαλε τη φωτιά κανείς δεν το γνωρίζει. Μόλις αντιλήφθηκαν οι άνθρωποι που ήταν μέσα στο Πείραιο ότι κατέχονταν οι κορυφές, δεν πρόβαλαν καμιά άμυνα, αλλά κατέφυγαν στο Ηραίο και οι άνδρες και οι γυναίκες και οι δούλοι και οι ελεύθεροι και τα περισσότερα κοπάδια.
Ο Αγησίλαος βάδιζε με το στρατό του παραθαλάσσια· και το τάγμα πάνω από το βουνό κατεβαίνει εναντίον της Οινόης και κυριεύει το τείχος και αφαιρεί τα υπάρχοντα της πόλης, ενώ οι στρατιώτες εκείνη την ημέρα πήραν πολλά τρόφιμα από τα γύρω χωριά. Αυτοί που είχαν καταφύγει στο Ηραίο βγήκαν τότε έξω, για να αφήσουν στον Αγησίλαο να αποφασίσει γι” αυτούς ό,τι ήθελε. Αυτός αποφάσισε να παραδώσει στους εξόριστους όσους απ” αυτούς είχαν συμμετοχή στις σφαγές κι όλοι οι άλλοι να πουληθούν. Έτσι, βγήκαν από το Ηραίο πολλοί αιχμάλωτοι· στο μεταξύ κατέφθασαν πολλές αντιπροσωπίες και από αλλού, και ήρθαν και απεσταλμένοι των Βοιωτών για να ρωτήσουν τι θα έπρεπε να κάνουν για να πετύχουν ειρήνη. Ο Αγησίλαος, με υπερβάλλουσα έπαρση, έκρινε ότι ούτε καν έπρεπε να τους δει αυτούς, αν και παραβρισκόταν και ο πρόξενος Φάρακας να τους παρουσιάσει· καθισμένος στο κυκλικό οικοδόμημα γύρω από τη λίμνη, παρακολουθούσε τα όσα έβγαιναν (από την πόλη Ηραίο). Ένοπλοι Λακεδαιμόνιοι με τα δόρατα ακολουθούσαν ως φύλακες τους αιχμαλώτους, προκαλώντας εξαιρετικό το θαυμασμό από τους παρόντες· γιατί οι χαρούμενοι και οι νικητές ανέκαθεν μοιάζουν να είναι κάπως αξιοθέατοι.
Και ενώ ακόμη ήταν καθισμένος ο Αγησίλαος και φαινόταν να χαίρεται με τα όσα γίνονταν, έτρεχε προς το μέρος του κάποιος ιππέας με καταϊδρωμένο το άλογό του. Στις ερωτήσεις πολλών τι είχε να αναγγείλει δεν απαντούσε σε κανέναν, αλλά, όταν πλησίαζε τον Αγησίλαο, αφού πήδησε από το άλογό του, και τρέχοντας κοντά του σκυθρωπός, του ανακοινώνει τη συμφορά στο Λέχαιο. Αυτός, μόλις το άκουσε, αμέσως ανασηκώθηκε από το κάθισμά του, πήρε το δόρυ και διέταξε τον κήρυκα να καλέσει τους πολέμαρχους και τους λοχαγούς και τους διοικητές των συμμαχικών ταγμάτων του. Κι όταν εκείνοι έτρεξαν κοντά του, διέταξε και τους άλλους –γιατί δεν είχαν ακόμη δειπνήσει– να φάνε και αμέσως να τον ακολουθήσουν με τη μέγιστη ταχύτητα, ενώ ο ίδιος με τους επιτελείς του ξεκίνησε χωρίς να καθήσει για φαγητό. Οι δορυφόροι κρατώντας τα όπλα τον ακολουθούσαν βιαστικά, καθώς ο ίδιος προπορευόταν και οι άλλοι έρχονταν πίσω του. Κι όταν είχε διαβεί τις θερμές πηγές στα ανοιχτά του Λεχαίου, τον πλησίασαν τρεις ιππείς και του αναγγέλλουν ότι ήδη είχαν περισυλλεγεί οι νεκροί για ταφή. Όταν το άκουσε αυτό, έδωσε διαταγή στο στράτευμα να αποθέσει τα όπλα και να ξεκουρασθεί για λίγο και στη συνέχεια βάδισε πάλι προς το Ηραίο· την επόμενη μέρα πούλησε τα λάφυρα του πολέμου.
Όταν οι Λακεδαιμόνιοι έμαθαν ότι ο Κόνωνας με χρήματα του (Πέρση) βασιλιά ανοικοδομεί το τείχος των Αθηναίων και συντηρώντας με τα χρήματα εκείνου το ναυτικό φέρνει στο πλευρό των Αθηναίων και τα νησιά και τις παραθαλάσσιες πόλεις, έκριναν ότι, αν αναφέρουν αυτά στον Τιρίβαζο, που ήταν στρατηγός του βασιλιά, ή θα προσέλκυαν με το μέρος τους τον Τιρίβαζο ή θα τον απέτρεπαν να ενισχύσει το ναυτικό του Κόνωνα. Πήραν λοιπόν απόφαση και στέλνουν προς τον Τιρίβαζο τον Ανταλκίδα με την εντολή να ενημερώσει αυτόν γι” αυτά και να προσπαθήσει να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη (τη Σπάρτη) και στον Πέρση βασιλιά. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, στέλνουν κι αυτοί πρέσβεις μαζί με τον Κόνωνα, τους Ερμογένη και Δίωνα και Καλλισθένη και Καλλιμέδοντα. Κάλεσαν ταυτόχρονα και πρέσβεις από άλλες συμμαχικές πόλεις· έτσι παραβρέθηκαν και πρέσβεις από τη Βοιωτία και την Κόρινθο και το Άργος. Όταν έφτασαν εκεί, ο Ανταλκίδας είπε προς τον Τιρίβαζο ότι έχει έλθει με πρόθεση να συνάψει ειρήνη ανάμεσα στη Σπάρτη και τον Πέρση βασιλιά και μάλιστα με όρους που θα πρότεινε ο βασιλιάς. Πάντως οι Λακεδαιμόνιοι δε διεκδικούν από το βασιλιά τις ελληνικές πόλεις της Ασίας και θα είναι ικανοποιημένοι να κηρυχτούν αυτόνομα όλα τα νησιά και οι άλλες πόλεις. Πράγματι, είπε, «αφού εμείς δεχόμαστε κάτι τέτοιο, για ποιο λόγο θα πολεμούσαν εναντίον μας οι Έλληνες ή ο βασιλιάς και θα ξόδευε χρήματα; Γιατί, αν οι πόλεις είναι αυτόνομες, ούτε οι Αθηναίοι χωρίς τη δική μας αρχηγία, ούτε εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να εκστρατεύσουμε».
Στον Τιρίβαζο άρεσαν πολύ τα όσα είπε ο Ανταλκίδας· για τους αντιπάλους οι προτάσεις είχαν την εξής σημασία. Οι Αθηναίοι δηλαδή φοβούνταν να συναινέσουν να κηρυχθούν αυτόνομα τα νησιά, γιατί θα έχαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο, και οι Θηβαίοι (φοβούνταν) μήπως υποχρεωθούν να αφήσουν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας, και οι Αργείοι, πράγμα που επιθυμούσαν, έκριναν ότι δε θα μπορούσαν να έχουν την Κόρινθο ως (νέο) Άργος, αν υπογράφονταν τέτοιες συνθήκες και σπονδές. Έτσι αυτή η (προσπάθεια για) ειρήνη δεν τελεσφόρησε και ο καθένας τους γύρισε στην πατρίδα του.
Ο Τιρίβαζος λοιπόν έκρινε ότι δεν του ήταν πολύ ασφαλές να ταχθεί με τους Λακεδαιμόνιους χωρίς την έγκριση του βασιλιά του· έδωσε όμως κρυφά χρήματα στον Ανταλκίδα για να εξοπλισθεί ναυτικό από τους Λακεδαιμόνιους και για να επιζητήσουν την ειρήνη περισσότερο οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους, και φυλάκισε τον Κόνωνα, γιατί τάχα αδικούσε το βασιλιά και γιατί οι Λακεδαιμόνιοι μιλούσαν ορθά. Μετά από αυτά, ανέβαινε προς το βασιλιά για να τον ενημερώσει για όσα πρότειναν οι Λακεδαιμόνιοι και για το ότι είχε συλλάβει τον Κόνωνα ως αδικοπραγούντα και για να ρωτήσει τι έπρεπε να κάνει για όλα αυτά. Ο βασιλιάς λοιπόν, όταν έφτασε ο Τιρίβαζος κοντά του, στέλνει το Στρούθα να φροντίσει τα σχετικά με τη θάλασσα. Αλλά ο Στρούθας ευνοούσε ισχυρά τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, αναλογιζόμενος πόσα δεινά είχε υποστεί η χώρα του βασιλιά από τον Αγησίλαο.
Και οι Λακεδαιμόνιοι, όταν διαπίστωσαν πόσο εχθρικά διάκειται ο Στρούθας απέναντί τους και πόσο φιλικά προς τους Αθηναίους, έστειλαν εναντίον του για πόλεμο το Θίβρωνα. Αυτός, περνώντας απέναντι, και με ορμητήριο την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη και Λεύκοφρη και Αχίλλειο λεηλατούσε τη χώρα του Πέρση βασιλιά. Με το πέρασμα του χρόνου, διαπιστώνοντας ο Στρούθας ότι ο Θίβρωνας κάθε φορά προσέτρεχε σε βοήθεια άτακτα και περιφρονητικά, έστειλε στην πεδιάδα ιππείς με διαταγή να κάνουν επιδρομή και να τους περικυκλώσουν στο μέτρο που μπορούσαν. Ο Θίβρωνας τότε τύχαινε να είναι στη σκηνή του μετά το φαγητό με τον αυλητή Θέρσανδρο. Ο Θέρσανδρος δεν ήταν μόνο άριστος αυλητής αλλά καυχιόταν και για τη σωματική του ρώμη ως λάτρης των Σπαρτιατών. Όταν ο Στρούθας είδε ότι εκείνοι βοηθούσαν ασύντακτα και ότι οι πρώτοι τους ήταν λίγοι, εμφανίζεται οδηγώντας μαζί του πολλούς και πειθαρχημένους ιππείς. Πρώτους σκότωσαν το Θίβρωνα και το Θέρσανδρο· μόλις έπεσαν αυτοί νεκροί, στράφηκαν και εναντίον του άλλου στρατεύματος και κατά την καταδίωξη σκότωσαν πάρα πολλούς –υπήρξαν και κάποιοι από αυτούς που σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις– και περισσότερους γιατί αργά αντιλήφθηκαν την επιχείρηση. Εξάλλου πολλές φορές, όπως και τότε, αναλάμβανε (ο Θίβρωνας) επιχειρήσεις χωρίς από νωρίτερα να δίδει τις απαραίτητες διαταγές. Αυτά λοιπόν έτσι έγιναν.
Έτσι, όταν ανακοίνωσε ο Τιρίβαζος να έλθουν σε σύσκεψη όσοι ήθελαν να πληροφορηθούν τους όρους της ειρήνης που υπαγόρευε ο Πέρσης βασιλιάς, αμέσως ανταποκρίθηκαν όλοι τους. Κι όταν συγκεντρώθηκαν, ο Τιρίβαζος παρουσίασε τα γραπτά του βασιλιά και διάβαζε το περιεχόμενό τους. Αυτό ήταν το εξής: «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης θεωρεί δίκαιο να είναι δικές του οι πόλεις της Ασίας και από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος, ενώ οι άλλες ελληνικές πόλεις και μικρές και μεγάλες να αφεθούν αυτόνομες εκτός από τη Λήμνο και την Ίμβρο και τη Σκύρο· αυτές, όπως και από παλιά, να ανήκουν στους Αθηναίους. Όσοι δεν αποδέχονται αυτή την ειρήνη, αυτούς εγώ θα τους πολεμήσω με όσους συμφωνούν μ” αυτά και στη στεριά και στη θάλασσα και με πλοία και με χρήματα».
Αφού άκουσαν λοιπόν αυτά οι πρέσβεις από τις πόλεις, γύρισαν και τα ανακοίνωσαν ο καθένας στην πόλη του. Και όλοι οι άλλοι διαβεβαίωσαν με όρκο ότι θα τα τηρήσουν αυτά, αλλά οι Θηβαίοι πρόβαλαν την αξίωση να ορκισθούν εκ μέρους όλων των Βοιωτών. Ο Αγησίλαος όμως είπε ότι δε θα δεχθεί τους όρκους, αν δεν ορκισθούν σύμφωνα με το κείμενο του Πέρση βασιλιά, να είναι δηλαδή αυτόνομες και οι μικρές και οι μεγάλες πόλεις. Οι πρέσβεις των Θηβαίων έλεγαν ότι δεν είχε δοθεί σ” αυτούς τέτοια εξουσιοδότηση. «Πηγαίνετε λοιπόν» είπε ο Αγησίλαος «και ρωτήστε· πέστε τους επίσης και τα εξής, ότι αν δεν αποδεχθούν αυτά, θα μείνουν έξω από τις σπονδές». Αυτοί λοιπόν έφυγαν. Ο Αγησίλαος πάλι, λόγω της έχθρας του εναντίον των Θηβαίων, δεν καθυστέρησε, αλλά αφού έπεισε τους εφόρους, πρόσφερε θυσίες. Και επειδή οι θυσίες βγήκαν ευνοϊκές για έξοδο στρατού, αφού έφτασε στην Τεγέα, έστελνε ιππείς στους περίοικους να επισπεύσουν τη στρατολόγηση ανδρών, έστελνε και αρχηγούς συμμαχικού στρατού στις πόλεις. Πριν όμως ξεκινήσει από την Τεγέα, κατέφτασαν οι Θηβαίοι λέγοντας ότι αφήνουν αυτόνομες τις πόλεις. Έτσι οι Λακεδαιμόνιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους και οι Θηβαίοι εξαναγκάστηκαν να μπουν στις σπονδές, αφού πρώτα άφησαν αυτόνομες τις πόλεις της Βοιωτίας.
Οι Κορίνθιοι πάλι δεν έδιωχναν τη φρουρά των Αργείων. Αλλά ο Αγησίλαος προειδοποίησε κι αυτούς, τους πρώτους ότι αν δεν απομακρύνουν τους Αργείους και τους δεύτερους αν δε φύγουν από την Κόρινθο, θα κηρύξει πόλεμο εναντίον τους. Και καθώς φοβήθηκαν και οι δυο αποχώρησαν οι Αργείοι και η πόλη των Κορινθίων αισθάνθηκε ανεξάρτητη, οι δολοφόνοι και πρωταίτιοι αυτού του κακού το κατάλαβαν και έφυγαν από την Κόρινθο· οι υπόλοιποι πολίτες εθελούσια δέχτηκαν την επιστροφή των πρώην εξορίστων (ολιγαρχικών). Αφού τακτοποιήθηκαν αυτά και διαβεβαίωσαν με όρκο οι πόλεις ότι θα μείνουν σταθερές στην ειρήνη που τους υπαγόρευσε ο Πέρσης βασιλιάς, διαλύθηκαν ύστερα οι πεζικοί στρατοί και οι ναυτικές τους δυνάμεις. Ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους και τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους, μετά τον τελευταίο πόλεμο και το γκρέμισμα των τειχών, αυτή ήταν η πρώτη ειρήνη. Κατά τη διάρκεια του (τωρινού) πολέμου, αν και οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν σημειώσει μεγάλες επιτυχίες εναντίον των αντιπάλων τους, βγήκαν πολύ πιο κερδισμένοι λόγω της επονομαζόμενης Ανταλκίδειας ειρήνης. Γιατί, αναλαμβάνοντας εγγυητές της ειρήνης που υπαγορεύτηκε από τον Πέρση βασιλιά και επιβάλλοντας την αυτονομία στις πόλεις, πήραν αρχικά την Κόρινθο σύμμαχο, κατέστησαν αυτόνομες τις Βοιωτικές πόλεις από τη Θήβα, πράγμα που από καιρό το επιθυμούσαν, σταμάτησαν και τους Αργείους να ελέγχουν την Κόρινθο, απειλώντας τους με εκστρατεία αν δεν αποχωρούσαν από την Κόρινθο.
Ο Φοιβίδας, αφού είχαν συγκεντρωθεί και οι υπόλοιπες δυνάμεις για τον Ευδαμίδα, τους πήρε υπό την ηγεσία του και ξεκίνησε. Όταν έφτασαν προς τη Θήβα, στρατοπέδευσαν έξω από την πόλη κοντά στο γυμναστήριο· καθώς οι Θηβαίοι βρίσκονταν σε κατάσταση πολιτικών διαταραχών, πολέμαρχοι ήταν ο Ισμηνίας και ο Λεοντιάδης, πολιτικοί αντίπαλοι μεταξύ τους και ο καθένας τους αρχηγός στο πολιτικό του κόμμα. Ο Ισμηνίας λοιπόν, λόγω του μίσους του προς τους Λακεδαιμόνιους, δεν πλησίαζε το Φοιβίδα. Ο Λεοντιάδης όμως και με άλλους τρόπους τον προσέγγισε και όταν εξοικειώθηκε μαζί του, του είπε τα εξής:
«Αυτή εδώ την ημέρα, Φοιβίδα, σου δίνεται η ευκαιρία να προσφέρεις τη μέγιστη υπηρεσία στην πατρίδα σου· γιατί, αν με ακολουθήσεις με τους οπλίτες σου, εγώ θα σε οδηγήσω μέσα στην ακρόπολη. Κι αν γίνει αυτό, να ξέρεις ότι η Θήβα θα ανήκει ανεπιφύλακτα στους Λακεδαιμόνιους και εμείς θα είμαστε με τους δικούς σας φίλους. Τώρα βέβαια, όπως βλέπεις, έχει εκδοθεί διάταγμα να μην εκστρατεύσει κανένας μαζί σου από τους Θηβαίους εναντίον των Ολυνθίων· αν όμως εσύ συνεργασθείς μαζί μας σ” αυτά, αμέσως εμείς θα στείλουμε μαζί σου πολλούς οπλίτες και πολλούς επίσης ιππείς· έτσι θα βοηθήσεις τον αδελφό σου με μεγάλη δύναμη και, ενώ εκείνος θα πασχίζει να υποτάξει την Όλυνθο, εσύ θα έχεις ήδη κυριεύσει τη Θήβα, πόλη πολύ μεγαλύτερη από την Όλυνθο».
Όταν τα άκουσε αυτά ο Φοιβίδας, ανακουφίστηκε· γιατί επιθυμούσε σφοδρά να πετύχει κάποιο λαμπρό κατόρθωμα παρά να ζήσει (στην αφάνεια)· μάλιστα δεν έδιδε την εντύπωση ότι πρόκειται για λογικό και σώφρονα άνθρωπο. Κι αφού αποδέχτηκε αυτά, του συνέστησε να προωθηθεί, όπως εξάλλου είχε προετοιμασθεί για την αναχώρησή του∙ «όταν θα είναι η κατάλληλη στιγμή», είπε ο Λεοντιάδης, «θα έλθω εγώ να σε συναντήσω και ο ίδιος θα σε κατευθύνω». Και ενώ η βουλή συνεδρίαζε στη στοά της αγοράς, καθότι οι γυναίκες γιόρταζαν τα Θεσμοφόρια στην Καδμεία, και λόγω του θέρους και της μεσημεριανής ώρας επικρατούσε μεγάλη ερημιά στους δρόμους, τότε ακριβώς ο Λεοντιάδης έτρεξε πάνω σε άλογο προς το Φοιβίδα, του λέει να γυρίσει πίσω και τον οδήγησε κατευθείαν προς την ακρόπολη. Κι αφού εγκατέστησε το Φοιβίδα και τους άνδρες του εκεί και αφού του έδωσε και τα κλειδιά των πυλών κι αφού είπε να μην πλησιάσει κανένας στην ακρόπολη χωρίς την άδειά του, αμέσως κατευθύνθηκε προς τη βουλή. Κι όταν έφτασε, είπε τα εξής: «Για το ότι οι Λακεδαιμόνιοι κατέχουν την ακρόπολη μη στενοχωριέστε, Θηβαίοι· γιατί υποστηρίζουν ότι δεν ήρθαν με εχθρικές διαθέσεις εναντίον κανενός που δεν επιθυμεί τον πόλεμο· εγώ προσωπικά, επειδή ο νόμος δίνει το δικαίωμα στον πολέμαρχο να συλλάβει όποιον πιστεύει ότι έχει διαπράξει έργα που αξίζουν το θάνατο, συλλαμβάνω αυτόν εδώ τον Ισμηνία, γιατί υποκινεί τον πόλεμο. Και εσείς οι λοχαγοί και ο περίγυρός σας σηκωθείτε, πιάστε τον και οδηγήστε τον εκεί που είπαμε».
Αυτοί που είχαν μυηθεί στη συνωμοσία παραβρίσκονταν εκεί και υπάκουσαν και έσπευσαν να τον συλλάβουν· από όσους δε γνώριζαν τίποτε και από τους πολιτικούς αντιπάλους του Λεοντιάδη, κάποιοι αμέσως έφευγαν έξω από την πόλη, φοβούμενοι μήπως τους σκοτώσουν· άλλοι πάλι αρχικά κατευθύνθηκαν προς τα σπίτια τους. Κι όταν πληροφορήθηκαν αυτοί που ήταν στην Καδμεία ότι ο Ισμηνίας είχε συλληφθεί, τότε οι πολιτικοί φίλοι του Ανδροκλείδα και του Ισμηνία, περίπου τριακόσιοι, αποχώρησαν για την Αθήνα.
Ο Πολυδάμαντας ενώπιον της σπαρτιατικής συνέλευσης
Το ίδιο περίπου διάστημα φτάνει στο κοινό των Λακεδαιμονίων από τη Θεσσαλία ο Πολυδάμας ο Φαρσάλιος. Αυτός ήταν σε μεγάλη εκτίμηση και στην υπόλοιπη Θεσσαλία και στην ίδια την πόλη είχε τέτοια μεγάλη αποδοχή καλού και γενναίου, ώστε οι Φαρσάλιοι σε φάση εμφύλιας διαμάχης όχι μόνο του εμπιστεύτηκαν την ακρόπολη αλλά του ανέθεσαν να εισπράττει και τους δημόσιους φόρους, όσοι είχαν καθορισθεί βάσει των νόμων, και να τους διαχειρίζεται τόσο για τις λατρευτικές ανάγκες (της πόλης) όσο και για τη δημόσια διοίκηση. Εκείνος λοιπόν μ” αυτά τα χρήματα και την ακρόπολη την προστάτευε και κάθε χρόνο έκανε απολογιστική συνέλευση για τις άλλες δαπάνες της διοίκησης. Και όσες φορές τα έσοδα δεν επαρκούσαν, έβαζε από τα δικά του, και όταν παρουσίαζαν πλεόνασμα, τα έπαιρνε πίσω. Και γενικά ήταν φιλόξενος και γενναιόδωρος με το γνωστό Θεσσαλικό τρόπο. Όταν λοιπόν αυτός έφτασε στη Σπάρτη, είπε τα εξής:
«Εγώ, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ως πρόξενος σε σας και ευεργέτης παραδοσιακά από όλες τις γενεές που θυμόμαστε, έχω την αξίωση, αν αντιμετωπίζω κάποιο πρόβλημα, να έρχομαι σε σας, και αν προκύπτει κάτι το κακό για σας στη Θεσσαλία, να σας ενημερώνω. Ξέρω λοιπόν καλά ότι και εσείς ασφαλώς έχετε ακούσει το όνομα του Ιάσονα· ο άνθρωπος έχει και μεγάλη δύναμη και εξαιρετική φήμη. Αυτός λοιπόν, αφού συνθηκολόγησε μαζί μου, με συνάντησε και μου είπε τα εξής: ότι θα μπορούσα, Πολυδάμα, να υποτάξω την πόλη σου Φάρσαλα και χωρίς τη θέλησή της, είναι δυνατόν να το αντιληφθείς απ” τα παρακάτω· εγώ δηλαδή, είπε, έχω συμμάχους μου τις περισσότερες και μεγαλύτερες πόλεις της Θεσσαλίας· και τις κυρίεψα, παρόλο που και εσείς συστρατευτήκατε μαζί τους εναντίον μου. Ασφαλώς γνωρίζεις ακόμη ότι διαθέτω και πάνω από έξι χιλιάδες ξένους μισθοφόρους, τους οποίους, όπως εγώ πιστεύω, καμιά πόλη δε θα μπορούσε εύκολα να τους αντιμετωπίσει.
Αλλά και από άλλη μέρη, είπε, δε θα εξεστράτευε (μαζί μου) μικρότερος αριθμός (στρατιωτών)· από τους στρατιώτες των άλλων πόλεων άλλοι είναι ήδη ηλικιωμένοι και άλλοι σχεδόν ανήλικοι· σε κάθε πόλη ασκούνται για τον πόλεμο πάρα πολύ λίγοι· αντίθετα σε μένα δεν υπάρχει κανένας μισθοφόρος που να μη με συναγωνίζεται στους κόπους». Και ο ίδιος (ο Ιάσονας) –γιατί πρέπει να πω σε σας όλη την αλήθεια– είναικαι πολύ γεροδεμένος και γενικά σκληραγωγημένος. Τους άνδρες του λοιπόν καθημερινά τους έχει υπό δοκιμασία· γιατί μπαίνει μπροστά ένοπλος και στις ασκήσεις και σε κάθε εκστρατεία.
Όποιους από τους ξένους καταλάβει ότι είναι δειλοί, τους απολύει, και όποιους διαπιστώνει ότι είναι φιλόπονοι και ριψοκίνδυνοι στους πολέμους, τους τιμά, άλλους με διπλό και με τριπλό, ακόμη και με τετραπλό μισθό, και άλλους με δώρα και με φροντίδα στις ασθένειές τους και με εξαιρετικές τιμές, αν σκοτωθούν· έτσι, όλοι οι μισθοφόροι του γνωρίζουν καλά ότι η πολεμική τους αρετή τους εξασφαλίζει εντιμότατη και πλουσιότατη ζωή. Ταυτόχρονα υπενθύμιζε σε μένα, που το ήξερα, ότι ήδη ήταν υπήκοοί του οι Μαρακοί και οι Δόλοπες και ο αρχηγός της Ηπείρου Αλκέτας· ώστε, είπε, τι θα μπορούσα εγώ να φοβηθώ για να μην πίστευα ότι πανεύκολα θα κυρίευα και εσάς; Ένας που δε με γνωρίζει καλά θα αντέτεινε: Γιατί λοιπόν καθυστερείς και δεν εκστρατεύεις ήδη εναντίον των Φαρσάλων; Γιατί, μα το Δία, νομίζω ότι είναι πολύ καλύτερο να σας κερδίσω περισσότερο με τη θέλησή σας παρά ακούσια· γιατί, αν σας είχα μαζί μου έχοντας χρησιμοποιήσει βία, εσείς θα σκεφτόσασταν τι κακό θα μπορούσατε να μου κάνετε, ενώ εγώ θα φρόντιζα να είσθε όσο το δυνατόν ασθενέστατοι· αν όμως συμπαρατασσόσασταν μαζί μου εκούσια, είναι ολοφάνερο ότι θα αυξάναμε ο ένας τη δύναμη του άλλου στο μεγαλύτερο βαθμό.
Γνωρίζω ασφαλώς, Πολυδάμα, ότι η πατρίδα σου προσβλέπει σε σένα· αν μου την προετοιμάσεις να διάκειται φιλικά προς εμένα, εγώ σου υπόσχομαι, είπε, να σε κάνω τον πιο σπουδαίο μετά από μένα άνδρα στην Ελλάδα. Άκουσε για ποια πράγματα σου δίνω τη δεύτερη θέση και μην πιστεύεις σε τίποτα που κατά την κρίση σου δε σου φαίνεται αληθινό. Συμπερασματικά λοιπόν αυτό είναι σε μας ολοφάνερο, ότι δηλαδή, αν προσχωρήσουν τα Φάρσαλα και οι πόλεις που εξαρτώνται από σας, εγώ θα γινόμουν άνετα αρχηγός όλων των Θεσσαλών· γιατί, όταν η Θεσσαλία είναι υπό ενιαία διοίκηση, το ιππικό της ξεπερνά τις έξι χιλιάδες και το πεζικό της ανέρχεται σε πάνω από δέκα χιλιάδες οπλίτες.
Οι Αθηναίοι τότε, επειδή έβλεπαν τους Πλαταιείς, που ήταν φίλοι τους, να έχουν εκδιωχθεί από τη Βοιωτία και να έχουν καταφύγει κοντά τους, και τους Θεσπιείς να τους παρακαλούν να μην αδιαφορήσουν γι” αυτούς που έχαναν την πατρίδα τους, δεν επαινούσαν ασφαλώς τους Θηβαίους πια, αλλά από τη μια δίσταζαν να αρχίσουν πόλεμο εναντίον τους κι από την άλλη έκριναν ότι τους είναι ασύμφορος. Βέβαια, δεν έδειχναν διάθεση να συμμετέχουν μ” αυτούς σε όσα έκαναν, γιατί τους έβλεπαν να εκστρατεύουν εναντίον παραδοσιακών τους φίλων, των Φωκέων, και να καταστρέφουν πόλεις πιστές κατά τον πόλεμο εναντίον των βαρβάρων και φιλικές προς αυτούς. Μετά από αυτά, αφού ο λαός ψήφισε να συνάψουν ειρήνη, αρχικά έστειλαν πρέσβεις στη Θήβα, για να τους καλέσουν να τους ακολουθήσουν, αν ήθελαν, στη Σπάρτη για ειρήνη· έπειτα έστειλαν και οι ίδιοι πρέσβεις. Μεταξύ αυτών που εκλέχθηκαν ήταν ο Καλλίας του Ιππόνικου, ο Αυτοκλής του Στρομβιχίδη, ο Δημόστρατος του Αριστοφώντα, ο Αριστοκλής, ο Κηφισόδοτος, ο Μελάνωπος και ο Λύκαιθος. Όταν παρουσιάστηκαν στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, ήταν και ο ρήτορας Καλλίστρατος. Γιατί, είχε δώσει υπόσχεση στον Ιφικράτη ότι, αν του επέτρεπε να φύγει, θα κατάφερνε ή να του στείλουν (οι Αθηναίοι) χρήματα για το ναυτικό ή να συνάψουν ειρήνη, και γι” αυτό βρισκόταν στην Αθήνα και συμμετείχε στην αποστολή (στη Σπάρτη) για ειρήνη· κι όταν παρουσιάστηκαν μπροστά στη συνέλευση των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, πρώτος απ” αυτούς μίλησε ο Καλλίας, ο δαδούχος. Αυτός ήταν τέτοιος, ώστε το απολάμβανε πάρα πολύ να αυτοπροβάλλεται ή να επαινείται από τους άλλους· σ” εκείνη την περίπτωση κάπως έτσι άρχισε την ομιλία του.
Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, το αξίωμα του προξένου δεν το έχω μόνο εγώ, αλλά και ο πατέρας μου από τον παππού μου το έχει πατροπαράδοτα και το κληροδότησε στη γενιά μας. Θέλω να σας καταστήσω σαφές και το εξής, πώς δηλαδή συμπεριφέρεται η πόλη μας απέναντί μας. Εκείνη λοιπόν, όταν έχουμε πόλεμο, μας εκλέγει στρατηγούς, και όταν επιθυμήσει ειρήνη, μας στέλνει ως πρεσβευτές ειρήνης. Εγώ λοιπόν στο παρελθόν ήρθα δυο φορές, για να σταματήσουμε τον (μεταξύ μας) πόλεμο, και πέτυχα και στις δύο αποστολές την ειρήνη και για το δικό μας και για το δικό σας καλό· τώρα έρχομαι για τρίτη φορά και πιστεύω δικαιωματικά και πάλι ότι θα πετύχω τη συμφιλίωση. Γιατί βλέπω ότι συμπίπτουν οι απόψεις μας και ότι και εσείς και εμείς αγανακτούμε με την καταστροφή των Πλαταιών και των Θεσπιών. Πώς λοιπόν δεν είναι φυσικό, όταν έχουμε τις ίδιες απόψεις, να είμαστε μεταξύ μας περισσότερο φίλοι παρά εχθροί; Και είναι ασφαλώς γνώρισμα συνετών ανθρώπων να αποφεύγουν τον πόλεμο, ακόμη κι αν υπάρχουν μικρές (μεταξύ τους) διαφορές· όταν μάλιστα συμπίπτουν οι απόψεις μας, δε θα ήταν από τα παράξενα να μη συνάψουμε ειρήνη; Μάλιστα ήταν δίκαιο εμείς ποτέ να μη σηκώσουμε τα όπλα ο ένας εναντίον του άλλου, γιατί υπάρχει η παράδοση ότι ο δικός μας πρόγονος Τριπτόλεμος φανέρωσε τα άρρητα ιερά της Δήμητρας και της Περσεφόνης σε ξένους πρώτα στο δικό σας γενάρχη Ηρακλή και στους δύο Διόσκουρους, δικούς σας πολίτες, και ότι δώρισε τους σπόρους για τους καρπούς της Δήμητρας πρώτα στην Πελοπόννησο. Πώς λοιπόν είναι δίκαιο, εσείς που πήρατε τους σπόρους από μας να έλθετε και να καταστρέψετε κάποτε τους καρπούς, και εμείς που σας τους δωρίσαμε να μη θέλουμε να έχετε μεγάλη αφθονία καρπών από αυτούς; Αν πάλι είναι γραμμένο από τους θεούς να γίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους πόλεμοι, εμείς πρέπει να τους αρχίζουμε με πολύ περίσκεψη και, όταν αρχίσουν, να τους σταματούμε με τη μεγαλύτερη σπουδή».
Μετά από αυτόν ο Αυτοκλής, που είχε τη φήμη πολύ καλού ρήτορα, μίλησε ως εξής:
«Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, ότι βέβαια όσα πρόκειται να πω δε θα λεχθούν προς χάρη σας, δεν το αγνοώ· αλλά νομίζω ότι, όσοι επιθυμούν, όποια τυχόν φιλία κάνουν, αυτή να παραμείνει για όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο, πρέπει να αλληλοεξετάσουν τα αίτια των πολέμων. Εσείς βέβαια λέτε πάντα· πρέπει οι πόλεις να είναι αυτόνομες, αλλά οι ίδιοι σας πάντοτε είσθε εμπόδιο στην αυτονομία.
Γιατί συμφωνείτε με τις συμμαχικές πόλεις σ” αυτό πρώτα, να σας ακολουθούν δηλαδή όπου τυχόν εσείς τους οδηγήσετε. Κι όμως πώς αυτό συμβιβάζεται με την αυτονομία; Δημιουργείτε μάλιστα εχθρούς χωρίς να ενημερώνετε τους συμμάχους και τους οδηγείτε εναντίον τους· έτσι, πολλές φορές αναγκάζονται να εκστρατεύουν αυτοί που λογίζονται αυτόνομοι εναντίον των πιο καλών τους φίλων. Και το πιο αντιφατικό από όλα σχετικά με την αυτονομία, εγκαθιστάτε αλλού δεκαρχίες και αλλού τριακονταρχίες· και καθοδηγείτε αυτούς τους άρχοντες όχι πώς να κυβερνούν εφαρμόζοντας νόμους, αλλά πώς θα μπορέσουν να κρατούν υπό την εξουσία τους τις πόλεις ασκώντας βία.
Έτσι, μοιάζετε να χαίρεσθε περισσότερο με τυραννία παρά με δημοκρατία. Όταν πάλι ο (Πέρσης) βασιλιάς διέτασσε οι πόλεις να είναι αυτόνομες, το καταλαβαίνατε ολοκάθαρα ότι, αν οι Θηβαίοι δεν άφηναν κάθε πόλη να αυτοδιοικείται και να χρησιμοποιεί όποιους τυχόν νόμους ήθελε, δε θα εφάρμοζαν τις βασιλικές διαταγές· κι όταν καταλάβατε την Καδμεία, δεν επιτρέπατε ούτε στους Θηβαίους να είναι αυτόνομοι. Πρέπει λοιπόν, όσοι πρόκειται να είναι μεταξύ τους φίλοι, να μην απαιτούν απ” τη μία από τους άλλους να σέβονται το δίκαιο, και οι ίδιοι τους να φαίνονται ότι επιζητούν να έχουν όσα μπορούν περισσότερα».
Αθηναίοι και Σπαρτιάτες υπογράφουν ειρήνη το 371 π.Χ.) Ο λόγος του Καλλίστρατου – Υπογραφή της ειρήνης του 371 π.Χ. – Αποχώρηση των Θηβαίων
Μ” αυτά τα λόγια (ο Αυτοκλής) προκάλεσε σιγή στους πάντες και έκανε να το χαρούν αυτοί που δυσανασχετούσαν με τους Λακεδαιμονίους. Μετά από αυτόν πήρε το λόγο ο Καλλίστρατος και είπε· «Άνδρες Λακεδαιμόνιοι, εγώ ασφαλώς δε θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι δεν έγιναν λάθη και από την πλευρά μας και από την πλευρά σας· δεν είμαι όμως της άποψης ότι δεν πρέπει ποτέ πια να τα βρουν όσοι έχουν σφάλει μεταξύ τους· γιατί βλέπω ότι κανείς από τους ανθρώπους δεν είναι αναμάρτητος· μου φαίνονται μάλιστα μερικές φορές οι άνθρωποι που σφάλλουν ότι γίνονται σοφότεροι, ιδίως αν πληρώσουν για τα λάθη τους, όπως εμείς. Βλέπω όμως και σας αρκετές φορές να την πληρώνετε για όσα απερίσκεπτα έχετε διαπράξει· ένα από αυτά ήταν και η κατάληψη της Καδμείας στη Θήβα· τώρα λοιπόν, καθώς υποστηρίξατε να είναι οι πόλεις αυτόνομες, μόλις αδικήθηκαν οι Θηβαίοι, όλες πάλι πήγαν με το μέρος τους. Έτσι, καθώς το μάθαμε με τίμημα ότι η πλεονεξία δεν ωφελεί, ελπίζω τώρα ότι θα «βάζαμε μυαλό» για τη μεταξύ μας φιλία. Όσο για όσα μας διαβάλλουν αυτοί που επιθυμούν να ματαιώσουν την ειρήνη, ότι δηλαδή εμείς έχουμε έλθει εδώ όχι για φιλία αλλά από φόβο μήπως έλθει ο Ανταλκίδας με χρήματα από το βασιλιά, σκεφθείτε ότι είναι ανοησίες. Γιατί ο βασιλιάς υπόγραψε ως γνωστόν να είναι αυτόνομες όλες οι Ελληνικές πόλεις· και εμείς λοιπόν που υποστηρίζουμε και πράττουμε τα ίδια με εκείνον, γιατί θα φοβόμασταν το βασιλιά; Ή μήπως κάποιος φρονεί αυτά, ότι δηλαδή εκείνος θέλει να κάνει άλλους μεγάλους περισσότερο, ξοδεύοντας χρήματα, παρά χωρίς νέα δαπάνη να του πραγματοποιηθούν όσα έκρινε ότι του είναι άριστα; Ας είναι. Αλλά γιατί εμείς έχουμε έλθει; Ότι βέβαια δεν είμαστε σε δύσκολη θέση θα το παραδεχόσασταν, αν θέλατε να εξετάσετε είτε την τωρινή κατάσταση στις θαλάσσιες επιχειρήσεις είτε στη στεριά. Και ποια είναι αυτή; Είναι ολοφάνερο ότι κάποιοι από τους συμμάχους κάνουν πράγματα που δεν αρέσουν σε μας ή αρέσουν σε σας. Ίσως πάλι και θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε για όσα σωστά αποφασίσαμε ως αντάλλαγμα για ό,τι κάνατε εσείς για τη δική μας (άλλοτε) σωτηρία. Και για να θυμήσω επιπλέον και αυτό που (αμοιβαία) μας συμφέρει, από το σύνολο των πόλεων υπάρχουν κάποιες που πρόσκεινται σε σας και κάποιες σε μας, και σε κάθε πόλη άλλοι πολιτικά συμπαθούν το πολίτευμα της Σπάρτης και άλλοι της Αθήνας. Στην περίπτωση λοιπόν που εμείς θα γινόμασταν φίλοι, από πού θα περιμέναμε εύλογα να συμβεί κάποιο κακό; Και στην ξηρά, αν εσείς γίνετε φίλοι μας, ποιος θα μπορούσε να μας ενοχλήσει; Στη θάλασσα, αντίστοιχα, αν εμείς γίνουμε φίλοι σας, ποιος θα μπορούσε να σας βλάψει; Βέβαια όλοι το γνωρίζουμε ότι πάντοτε γίνονταν πόλεμοι και ότι σταματούν και ότι εμείς, αν όχι τώρα, οπωσδήποτε κάποτε θα επιθυμήσουμε ειρήνη. Γιατί λοιπόν πρέπει να περιμένουμε εκείνο το χρόνο, μέχρι που θα έχουμε κουρασθεί από το πλήθος των δεινών, και δε συνάπτουμε τώρα την ειρήνη το ταχύτερο, προτού μας συμβεί κανένα αθεράπευτο κακό; Ούτε πάλι επαινώ εκείνους που, μετά από άλλους αγώνες και νίκες και δόξες, είναι τόσο φιλόδοξοι, ώστε δε σταματούν νωρίτερα, παρά τερματίζουν το «άθλημα» αφού ηττηθούν, ούτε (επαινώ) αυτούς που παίζουν ζάρια, που πάλι, αν πετύχουν να κερδίσουν ένα ποσό, διακινδυνεύουν στη συνέχεια το διπλάσιο· γιατί βλέπω τους περισσότερους από αυτούς να χάνουν τα πάντα τελικά. Ύστερα λοιπόν από τις τέτοιες διαπιστώσεις μας, δεν πρέπει ποτέ να μπούμε σε τέτοιες περιπέτειες, ώστε ή να κερδίσουμε ή να χάσουμε τα πάντα, αλλά όσο είμαστε δυνατοί και ευτυχούμε, πρέπει να γίνουμε μεταξύ μας φίλοι. Γιατί έτσι μόνο εμείς με εσάς και εσείς με εμάς θα αναδεικνυόμασταν ακόμη ισχυρότεροι απ” ό,τι στο παρελθόν στην Ελλάδα».
Επειδή κρίθηκε ότι αυτοί μίλησαν σωστά, οι Λακεδαιμόνιοι αποφάσισαν να δεχθούν την (προσφερόμενη) ειρήνη, με τους όρους να ανακαλέσουν τους αρμοστές τους από τις πόλεις, να διαλύσουν τις ναυτικές και πεζικές δυνάμεις και να αφήσουν τις πόλεις αυτόνομες. Αν κάποιος ενεργούσε αντίθετα προς αυτά, μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος ήθελε να βοηθήσει τους αδικούμενους, όποιος όμως δεν το επιθυμούσε, δεν ήταν δεσμευμένος από τους όρκους να συμμαχήσει με τους αδικούμενους. Πάνω σ” αυτά ορκίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι για λογαριασμό τους και για λογαριασμό των συμμάχων τους, ενώ οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους ο καθένας τους χωριστά. Και ενώ συγκαταλέγονταν στις πόλεις που είχαν ορκισθεί και οι Θηβαίοι, ήρθαν πίσω την άλλη μέρα οι πρέσβεις τους και απαιτούσαν να διορθώσουν την υπογραφή τους και αντί για τους Θηβαίους να γραφεί ότι ορκίστηκαν οι Βοιωτοί. Ο Αγησίλαος τότε απάντησε ότι δε θα αλλάξει τίποτε από όσα ορκίστηκαν αρχικά και υπόγραψαν· κι αν τυχόν δεν ήθελαν να συμπεριληφθούν στην ειρήνη, είπε ότι θα τους διέγραφε αν επέμεναν. Κι ενώ λοιπόν οι άλλοι είχαν υπογράψει την ειρήνη και μόνο από τους Θηβαίους υπήρχε διαφωνία, οι Αθηναίοι πίστευαν ότι τώρα υπήρχε ελπίδα να πληρώσουν οι Θηβαίοι τη λεγόμενη «δεκάτη» και οι ίδιοι οι Θηβαίοι έφυγαν καταστενοχωρημένοι.
Όταν έγιναν αυτά, ο αγγελιοφόρος που στάλθηκε στη Σπάρτη για να αναγγείλει τη συμφορά έφτασε την τελευταία μέρα της γιορτής των γυμνοπαιδιών και την ώρα που ο χορός των ανδρών ήταν μέσα (πάνω στη σκηνή)· κι όταν οι έφοροι πληροφορήθηκαν το κακό, λυπήθηκαν βέβαια, νομίζω, όπως το επέβαλλε η περίσταση· όμως δεν έβγαλαν έξω (από το θέατρο) το χορό, αλλά τον άφησαν να συνεχίσει. Ανακοίνωσαν βέβαια τα ονόματα καθενός από τους νεκρούς στους οικείους τους· είπαν ταυτόχρονα στις γυναίκες να μην ξεσπάσουν σε θρήνους, αλλά να υπομένουν το κακό σιωπηλές. Και την επόμενη μέρα μπορούσε κανείς να δει να κυκλοφορούν άνετα περήφανοι και με φωτεινά πρόσωπα οι συγγενείς όσων είχαν φονευθεί, ενώ οι οικείοι αυτών που είχε αναφερθεί ότι είναι ζωντανοί ήταν έξω λίγοι, που μάλιστα κυκλοφορούσαν σκυθρωποί και ταπεινωμένοι.
Μετά από αυτά οι έφοροι κήρυξαν επιστράτευση των δυο άλλων ταγμάτων μέχρι την τεσσαρακοστή κλάση· έστειλαν ταυτόχρονα και από τα έξω τάγματα στρατιώτες της ίδιας ηλικίας· γιατί, νωρίτερα είχαν εκστρατεύσει στη Φωκίδα στρατιώτες μέχρι την τριακοστή πέμπτη κλάση· διέταξαν επίσης να ακολουθήσουν και όσοι είχαν μείνει στη Σπάρτη στις διάφορες πολιτικές θέσεις. Ο Αγησίλαος δεν είχε ακόμη αναρρώσει από την αρρώστια του· η πόλη τότε αποφάσισε να ηγηθεί στο εκστρατευτικό σώμα ο γιος του Αρχίδαμος. Πρόθυμοι εξεστράτευσαν μαζί του και οι Τεγεάτες· γιατί ζούσε ακόμη η «φουρνιά» του Στάσιππου, με φιλολακωνικά αισθήματα και μεγάλη επιρροή στην πόλη. Σθεναρά επίσης ακολούθησαν την εκστρατεία και οι Μαντινείς απ” τα χωριά τους· γιατί έτυχε να κυβερνούνται τότε από ολιγαρχικούς. Με την ίδια προθυμία ακολουθούσαν και οι Κορίνθιοι και οι Σικυώνιοι και οι Φλειάσιοι και οι Αχαιοί, και έστειλαν στρατιώτες και άλλες πόλεις. Επάνδρωσαν και τριήρεις και οι ίδιοι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Κορίνθιοι, και απαίτησαν και από τους Σικυώνιους να κάνουν το ίδιο, πάνω στις οποίες σχεδίαζαν να περάσουν απέναντι το πεζικό. Ο Αρχίδαμος τότε έκανε θυσίες για να περάσουν εύκολα απέναντι με τη βοήθεια των θεών.
Οι Θηβαίοι αμέσως μετά τη μάχη έστειλαν στην Αθήνα αγγελιοφόρο στεφανωμένο και από τη μια ενημέρωναν για το μέγεθος της νίκης κι από την άλλη ζητούσαν βοήθεια, λέγοντας ότι τώρα ήταν η στιγμή να πληρώσουν οι Λακεδαιμόνιοι για όλα όσα είχαν κάνει μέχρι τότε σε βάρος τους. Η βουλή των Αθηναίων έτυχε εκείνη την ώρα να συνεδριάζει στην Ακρόπολη. Όταν άκουσαν αυτό που είχε γίνει, έγινε ολοφάνερο σε όλους ότι λυπήθηκαν πολύ· γιατί ούτε τον κήρυκα κάλεσαν για φιλοξενία ούτε απάντησαν τίποτε σχετικά με τη βοήθεια. Έτσι λοιπόν έφυγε ο κήρυκας από την Αθήνα. Έπειτα οι Θηβαίοι έστειλαν εσπευσμένα απεσταλμένο στον Ιάσονα, που ήταν σύμμαχός τους, ζητώντας του να βοηθήσει, αναλογιζόμενοι τις επόμενες εξελίξεις. Αυτός αμέσως επάνδρωσε τριήρεις για να βοηθήσει από τη θάλασσα, κι αφού συγκέντρωσε τους μισθοφόρους του και το ιππικό, παρόλο που οι Φωκείς ήταν μαζί του σε ακήρυχτο πόλεμο, κατευθύνθηκε από τη στεριά προς τη Βοιωτία, με τέτοια ταχύτητα που οι περισσότερες πόλεις τον έβλεπαν μπροστά τους παρά πληροφορούνταν από νωρίτερα ότι επελαύνει. Πράγματι, πριν να προλάβουν να συγκεντρώσουν κάποιες δυνάμεις από γύρω τους, προλάβαινε να απομακρυνθεί, αποδεικνύοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις η ταχύτητα πετυχαίνει αυτά που χρειάζονται καλύτερα από τη χρήση βίας.
Συζήτηση για την ηγεσία της αντιθηβαϊκής συμμαχίας
Το επόμενο έτος ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις των Λακεδαιμονίων και των συμμάχων τους, εξουσιοδοτημένοι απόλυτα να συζητήσουν τους όρους με τους οποίους θα συναπτόταν συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους. Καθώς πολλοί και ξένοι και Αθηναίοι υποστήριζαν ότι η συμμαχία έπρεπε να γίνει με ίσους και όμοιους όρους, ο Προκλής ο Φλειάσιος εκφώνησε τον εξής λόγο:
«Επειδή, άνδρες Αθηναίοι, εκτιμήσατε ότι είναι σωστό να γίνετε φίλοι με τους Λακεδαιμονίους, μου φαίνεται ότι πρέπει να εξετάσετε αυτό, πώς δηλαδή η φιλία θα διατηρηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο. Εάν λοιπόν, όπως συμφέρει κατεξοχήν και στους δυο, έτσι συνάψουμε τις συνθήκες, μ” αυτόν τον τρόπο θα μείνουμε φίλοι σύμφωνα με την κοινή λογική για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ήδη για τα περισσότερα θέματα έχει επιτευχθεί συμφωνία και τώρα το θέμα που εκκρεμεί είναι η αρχηγία. Η βουλή σας λοιπόν έχει προτείνει να ανήκει η ηγεσία στη θάλασσα σε εσάς και στην ξηρά στους Λακεδαιμονίους· κι εγώ προσωπικά πιστεύω ότι αυτά έχουν καθοριστεί έτσι όχι από την ανθρώπινη φύση και τύχη αλλά από θεϊκή. Αρχικά έχετε από τη φύση τόπο προνομιακότατο γι” αυτό· γιατί υπάρχουν πάρα πολλές πόλεις γύρω από τη δική σας που στηρίζουν την ύπαρξή τους στη θάλασσα και όλες αυτές είναι ασθενέστερες από τη δική σας πόλη. Επιπλέον διαθέτετε και λιμάνια, που χωρίς αυτά δεν μπορεί κανείς να συντηρεί ναυτική δύναμη. Έχετε επίσης πολλές τριήρεις και είναι πατροπαράδοτο σε εσάς να αυξάνετε το ναυτικό. Ακόμη, είσασθε πολύ εξοικειωμένοι με όλες τις τέχνες τις σχετικές με αυτά. Πράγματι, ως προς την εμπειρία στα θέματα του ναυτικού υπερτερείτε πολύ απέναντι όλων των άλλων· γιατί η ζωή για τους περισσότερους από σας εξαρτάται από τη θάλασσα· έτσι, φροντίζοντας για την ιδιωτική σας ζωή γίνεσθε συνάμα έμπειροι για τους αγώνες στη θάλασσα. Έχετε ακόμα το εξής πλεονέκτημα. Από πουθενά δε θα μπορούσαν αθροιστικά να εκπλεύσουν περισσότερες τριήρεις απ” ό,τι από σας. Κι αυτό δεν είναι ασήμαντο για να αναλάβετε την ηγεμονία· γιατί όλοι ευχαρίστως συμπαρατάσσονται αρχικά με τον πιο ισχυρό. Ακόμη, έχετε ευνοηθεί και από τους θεούς να διακρίνεσθε σ” αυτό· γιατί, ενώ έχετε συνάψει πάρα πολλές και πολύ μεγάλες ναυμαχίες, σε ελάχιστες έχετε χάσει και τις περισσότερες τις έχετε κερδίσει. Έτσι, είναι φυσικό οι σύμμαχοι ευχαρίστως να συμμετέχουν μαζί σας σ” αυτούς τους αγώνες. Για το ότι είναι αναγκαία και ταιριαστή σε εσάς η φροντίδα να το συνάγετε από το εξής: Οι Λακεδαιμόνιοι ήταν σε πόλεμο εναντίον σας κάποτε για πολλά χρόνια και, αν και είχαν επικρατήσει στην ύπαιθρό σας, δεν μπορούσαν τελικά να σας καταστρέψουν. Κι όταν κάποτε ο θεός τους αξίωσε να αποκτήσουν δύναμη στη θάλασσα, αμέσως υποταχθήκατε ολοκληρωτικά σ” αυτούς. Είναι λοιπόν ολοφάνερο από αυτά ότι η σωτηρία σας ολοκληρωτικά εξαρτάται από τη θάλασσα. Καθώς λοιπόν έτσι έχουν από τη φύση τους τα πράγματα, πώς θα ήταν σωστό για σας να εκχωρήσετε στους Λακεδαιμόνιους την αρχηγία στη θάλασσα, που αρχικά και οι ίδιοι τους παραδέχονται ότι είναι πολύ πιο άπειροι από σας σ” αυτόν τον τομέα και δευτερευόντως δε διακινδυνεύετε τα ίσα στους κατά θάλασσα αγώνες, αλλά εκείνοι θέτουν σε κίνδυνο μόνο τους άνδρες πάνω στις τριήρεις τους, ενώ εσείς θέτετε σε κίνδυνο και τα παιδιά σας και τις γυναίκες σας και όλη την πόλη;
Τα δικά σας πράγματα λοιπόν έτσι έχουν· εκτιμήστε τώρα και την κατάσταση των Λακεδαιμονίων. Πρώτα–πρώτα βέβαια αυτοί είναι στεριανοί· έτσι, καθώς εξουσιάζουν στην ξηρά, ακόμη κι αν αποκλείονταν από τη θάλασσα, θα μπορούσαν να ζήσουν καλά. Επειδή λοιπόν τα γνωρίζουν καλά και οι ίδιοι τους αυτά, αμέσως από την παιδική ηλικία εξασκούνται για τον πόλεμο στην ξηρά. Και στο πιο αξιόλογο απ” όλα, στο να υπακούουν δηλαδή στους άρχοντες, αυτοί είναι οι πιο αξιόλογοι στην ξηρά και εσείς στη θάλασσα. Έπειτα, όπως εσείς με το ναυτικό, έτσι και εκείνοι στην ξηρά θα μπορούσαν να εκστρατεύσουν πάρα πολλοί και με μεγάλη ταχύτητα· έτσι, είναι αντίστοιχα φυσικό να συμπαρατάσσονται οι σύμμαχοι μαζί τους με περισσότερη εμπιστοσύνη. Ακόμη, και ο θεός τους αξίωσε, όπως και εσάς να διακρίνεσθε στη θάλασσα, έτσι και εκείνοι στη στεριά· γιατί, ενώ έχουν δώσει και αυτοί πάρα πολλές μάχες στη στεριά, σε ελάχιστες έχασαν και τις περισσότερες τις κέρδισαν. Και ότι και γι” αυτούς είναι υποχρεωτική εξίσου η φροντίδα τους στη στεριά, όπως για σας στη θάλασσα, είναι δυνατόν να το διαπιστώσει κανείς στην πράξη. Γιατί εσείς, ενώ για πολλά χρόνια βρισκόσασταν σε πόλεμο μαζί τους και πολλές φορές τους συντρίψατε στη θάλασσα, δεν κατορθώσατε να τους υποτάξετε. Κι όταν μάλιστα μια φορά νικήθηκαν στη στεριά, αμέσως προέκυψε γι” αυτούς κίνδυνος και για τα παιδιά τους και για τις γυναίκες τους και για όλη την πόλη. Πώς λοιπόν δεν είναι αφύσικο γι” αυτούς να εκχωρήσουν σε άλλους την αρχηγία στην ξηρά, ενώ οι ίδιοι φροντίζουν άριστα τα σχετικά με την ξηρά; Εγώ λοιπόν, ανάλογα και με την πρόταση στη βουλή σας, αυτά είχα να πω και θεωρώ ότι είναι τα πλέον συμφέροντα και για τις δυο πόλεις· κι εσείς μακάρι να ευτυχήσετε να πάρετε τις καλύτερες αποφάσεις για όλους εμάς».
Καθώς λοιπόν ο καθένας από τους συμμάχους για τους δικούς του λόγους στηριζόταν πολύ στις δυνάμεις του, έρχεται από τον Αριοβαρζάνη ο Φιλίσκος ο Αβυδηνός με πολλά χρήματα. Αρχικά κάλεσε στους Δελφούς για σύναψη ειρήνης τους Θηβαίους και τους συμμάχους και τους Λακεδαιμονίους. Κι αφού συγκεντρώθηκαν εκεί, δε ζήτησαν τη γνώμη του μαντείου για το πώς θα συναφθεί η ειρήνη, αλλά το συζητούσαν μόνοι τους. Και επειδή οι Θηβαίοι δε συμφωνούσαν να είναι η Μεσσήνη υπό την κατοχή των Λακεδαιμονίων, ο Φιλίσκος στρατολογούσε πολλούς ξένους μισθοφόρους για να πολεμήσει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων.
Και ενώ αυτές ήταν οι τρέχουσες εξελίξεις, φτάνει η δεύτερη βοήθεια από το Διονύσιο. Οι Αθηναίοι τότε υποστήριζαν ότι αυτοί έπρεπε να διοχετευθούν προς τη Θεσσαλία εναντίον των Θηβαίων, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι προς τη Λακωνική, και τελικά αυτά αποφάσισαν οι σύμμαχοι. Κι όταν οι δυνάμεις από το Διονύσιο έπλευσαν προς τη Σπάρτη, τους συμπεριέλαβε ο Αρχίδαμος στις δικές του δυνάμεις και έκανε εκστρατεία. Και κυριεύει ολότελα την Καρυά και όσους συνέλαβε ζωντανούς τους κατέσφαξε· κι αφού αμέσως εξεστράτευσε από εκεί στους Παρράσιους της Αρκαδίας, λεηλατούσε μαζί τους την ύπαιθρο. Κι όταν βγήκαν να βοηθήσουν οι Αρκάδιοι και οι Ηλείοι, γύρισε (ο Αρχίδαμος της Σπάρτης) πίσω και στρατοπέδευσε στους λόφους πάνω από τη Μηλέα. Κι όσο αυτός ήταν εκεί, ο διοικητής των δυνάμεων της βοήθειας από το Διονύσιο Κισσίδας ανακοίνωσε ότι έληξε ο καθορισμένος χρόνος για την παραμονή του. Είπε αυτά και ταυτόχρονα αποχώρησε για τη Σπάρτη. Και επειδή κατά την επιστροφή του οι Μεσσήνιοι τον απέκλεισαν σε ένα στενό πέρασμα, έστειλε τότε είδηση στον Αρχίδαμο και του ζητούσε να τον βοηθήσει· κι εκείνος ανταποκρίθηκε. Κι όταν έφτασαν στη στροφή προς τους Ευτρήσιους, οι Αρκάδες και οι Αργείοι βάδιζαν προς τη Λακωνική για να αποκλείσουν και αυτοί το δρόμο για την επάνοδό του στην πατρίδα. Κι εκείνος βγήκε στο ίσιωμα, στη διασταύρωση των δρόμων Ευτρησίων και Μηλέας και παρατάχτηκε για μάχη. Έλεγαν μάλιστα ότι ο ίδιος περνούσε μπροστά από τους λόγους και ενθάρρυνε τους στρατιώτες του μ” αυτά τα λόγια: «Άνδρες, ας πολεμήσουμε γενναία, για να κοιτάζουμε τους συμπολίτες μας κατάματα· ας παραδώσουμε στα παιδιά μας την πατρίδα, όπως την παραλάβαμε από τους πατέρες μας· ας σταματήσουμε να ντρεπόμαστε τα παιδιά και τις γυναίκες και τους γεροντότερους και τους ξένους για θέματα που στο παρελθόν ήμασταν οι πιο περίβλεπτοι μεταξύ όλων των Ελλήνων». Κι όταν τέλειωσε το λόγο του, λένε ότι άστραψε μες στην αιθρία και ακούστηκαν κεραυνοί ευοίωνοι· υπήρχε μάλιστα εκεί κοντά προς τη δεξιά πτέρυγα και ιερό άλσος και άγαλμα του Ηρακλή, που λέγεται ότι ήταν και απόγονός του. Από όλες λοιπόν αυτές τις συγκυρίες λένε ότι κατέλαβε τους στρατιώτες τέτοιο πολεμικό μένος και γενναιότητα, ώστε ήταν δύσκολο στους αξιωματικούς να εμποδίσουν τους στρατιώτες, αφού έσπρωχνε ο ένας τον άλλον εξωθώντας να βαδίσουν μπροστά. Και μόλις μπήκε επικεφαλής ο Αρχίδαμος, λίγοι από τους εχθρούς που τόλμησαν να αντισταθούν σε απόσταση που έφτανε ένα δόρυ σκοτώθηκαν· οι άλλοι φονεύονταν κατά την καταδίωξη, πολλοί κάτω από τα δόρατα των ιππέων και πολλοί από τους Κέλτες (του Διονύσου). Και μόλις έστησε τρόπαιο νίκης μετά τη λήξη της μάχης, αμέσως έστειλε στην πατρίδα τον κήρυκα Δημοτέλη να ανακοινώσει το μέγεθος τη νίκης και ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν είχαν κανέναν νεκρό, ενώ οι εχθροί θρηνούσαν πάρα πολλούς. Και πρόσθεταν ότι, όταν το άκουσαν στη Σπάρτη, άρχισαν όλοι να κλαίνε με πρώτους τον Αγησίλαο και τη γερουσία και τους εφόρους· τόσο τα δάκρυα είναι κοινά και στη χαρά και στη λύπη. Για το πάθημα των Αρκάδων δε χάρηκαν λιγότερο από τους Λακεδαιονίους οι Θηβαίοι και οι Ηλείοι· γιατί, τους ενοχλούσε πολύ η μεγαλοφροσύνη τους.
Αποτυχημένη προσπάθεια των Θηβαίων να επιβάλουν τη σύναψη κοινής ειρήνης
Έχοντας μόνιμα στη σκέψη τους οι Θηβαίοι πώς θα πάρουν αυτοί την αρχηγία στην Ελλάδα, έκριναν ότι, αν έστελναν αντιπροσωπία στον Πέρση βασιλιά, θα εξασφάλιζαν την εύνοιά του. Λόγω αυτής της επιθυμίας τους, αφού συγκάλεσαν τους συμμάχους με την πρόφαση ότι και ο Λακεδαιμόνιος Ευθυκλής βρισκόταν απεσταλμένος στην αυλή του βασιλιά, τον επισκέπτονται από τη Θήβα ο Πελοπίδας, από τους Αρκάδες ο νικητής στο παγκράτιο Αντίοχος, και από τους Ηλείους ο Αρχίδαμος· ακολουθούσε και ένας Αργείος. Όταν το πληροφορήθηκαν αυτό οι Αθηναίοι, έστειλαν κι αυτοί τον Τιμαγόρα και το Λέοντα. Κι όταν έφτασαν εκεί, ο Πελοπίδας βρισκόταν σε πολύ πλεονεκτική θέση κοντά στον Πέρση βασιλιά. Γιατί είχε να πει ότι οι Θηβαίοι μόνοι από τους Έλληνες πολέμησαν στο πλευρό του βασιλιά στις Πλαταιές και ότι και αργότερα ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν εκστρατεύσει εναντίον του βασιλιά και ότι οι Λακεδαιμόνιοι γι” αυτό τους πολεμούσαν, διότι δηλαδή αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τον Αγησίλαο εναντίον του και δεν του επέτρεψαν ούτε καν να θυσιάσει στην Αυλίδα προς τιμή της Άρτεμης, όπου είχε θυσιάσει και ο Αγαμέμνονας όταν εξεστράτευσε στην Ασία και κυρίευσε την Τροία. Πολύ εξάλλου συνέτεινε να τιμηθεί ο Πελοπίδας και το ότι οι Θηβαίοι είχαν νικήσει στη μάχη στα Λεύκτρα και το ότι φαίνονταν να έχουν κυριεύσει την ύπαιθρο των Λακεδαιμονίων. Και πρόσθετε ο Πελοπίδας ότι οι Αργείοι και οι Αρκάδες είχαν ηττηθεί σε μάχη από τους Λακεδαιμονίους, διότι δεν είχαν βοηθήσει εκείνοι. Και επιβεβαίωνε ότι όλα αυτά ήταν αληθινά ο Αθηναίος Τιμαγόρας και είχε δεύτερος στη σειρά την εκτίμηση (των Περσών) μετά τον Πελοπίδα. Κι όταν ο βασιλιάς ρώτησε τον Πελοπίδα τι επιθυμούσε να γραφεί στο κείμενο της ειρήνης, είπε να είναι αυτόνομη η Μεσσήνη από τους Λακεδαιμονίους και να ανελκύσουν στην ξηρά οι Αθηναίοι τις τριήρεις· κι αν δεν συμφωνούσαν μ” αυτά, να επιτεθούν εναντίον τους· κι αν κάποια πόλη αρνούνταν να ακολουθήσει, να βαδίσουν πρώτα εναντίον της. Κι όταν αυτά γράφτηκαν και διαβάστηκαν στους αντιπροσώπους (των πόλεων), ο Λέοντας είπε μπροστά στο βασιλιά: «Μα το Δία, Αθηναίοι, είναι, όπως φαίνεται, καιρός να ψάξετε άλλον φίλο εκτός απ” το βασιλιά». Κι όταν ο διερμηνέας μετέφρασε τα όσα είπε ο Αθηναίος, έφερε πάλι πίσω το κείμενο με την εξής προσθήκη: «Αν οι Αθηναίοι κρίνουν κάτι δικαιότερο από αυτά, ας επισκεφθούν το βασιλιά κι ας τον ενημερώσουν».
Όταν λοιπόν οι πρέσβεις γύρισαν ο καθένας στην πόλη του, οι Αθηναίοι τιμώρησαν με θάνατο τον Τιμαγόρα ύστερα από την κατηγορία του Λέοντα ότι δε δέχτηκε ούτε στην ίδια σκηνή να μείνουν (στην Περσία), αλλά όλα τα μεθόδεψε με τον Πελοπίδα. Από τους άλλους πρέσβεις ο Ηλείος Αρχίδαμος, επειδή (ο βασιλιάς) ευνόησε την Ηλεία περισσότερο από τους Αρκάδες, επαινούσε την ειρήνη, ενώ ο Αντίοχος, επειδή περιφρονήθηκε το Αρκαδικό έθνος, ούτε τα δώρα δέχτηκε αλλά μετέφερε και στους Δέκα χιλιάδες (συνέδρους των Αρκάδων) ότι ο βασιλιάς διαθέτει χιλιάδες μαγείρους και ψωμάδες και ανθρώπους που σερβίρουν κρασί και θυρωρούς, ενώ ψάχνοντας, είπε, δεν μπόρεσε να δει άνδρες που θα ήταν ικανοί να πολεμήσουν με τους Έλληνες. Ακόμη είπε ότι και ο μεγάλος τους πλούτος του έμοιαζε με αλαζονεία, γιατί και το φημολογούμενο χρυσό πλατάνι έλεγε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει σκιά ούτε σε τζιτζίκι.
Όταν οι Θηβαίοι συγκάλεσαν αντιπροσώπους από όλες τις πόλεις για να πληροφορηθούν τα κείμενα του βασιλιά, και ο Πέρσης που έφερε τα κείμενα έδειξε τη σφραγίδα του βασιλιά και διάβασε τα κείμενα, οι Θηβαίοι απαίτησαν να δεσμευθούν με όρκο στο βασιλιά και από εκείνους όσοι ήθελαν να είναι φίλοι, αλλά οι αντιπρόσωποι απάντησαν ότι είχαν έλθει για ενημέρωση και όχι για να δώσουν όρκους. Αν απαιτούσαν όρκους, συνιστούσαν να στείλουν απεσταλμένους στις πόλεις τους. Μάλιστα ο Λυκομήδης των Αρκάδων έλεγε και αυτό, ότι δηλαδή δεν έπρεπε να γίνει η συγκέντρωση στη Θήβα, αλλά εκεί που θα εκδηλωνόταν ο πόλεμος. Κι όταν οι Θηβαίοι δυσανασχέτησαν μ” αυτόν και έλεγαν ότι υποσκάπτει τη συμμαχία, δε θέλησε ούτε να παρακολουθήσει το συνέδριο, αλλά έφυγε από εκεί και μαζί του όλοι οι αντιπρόσωποι από την Αρκαδία. Και επειδή οι σύνεδροι στη Θήβα αρνήθηκαν να ορκισθούν, οι Θηβαίοι έστειλαν πρέσβεις στις πόλεις, ζητώντας να ορκισθούν ότι θα επικροτήσουν τα όσα γράφει ο Πέρσης βασιλιάς, πιστεύοντας ότι θα διστάσει κάθε πόλη χωριστά να έλθει σε αντιπαράθεση με εκείνους και με το βασιλιά. Αλλά όταν οι πρώτοι τους πρέσβεις έφτασαν στην Κόρινθο, οι Κορίνθιοι εναντιώθηκαν και απάντησαν ότι δεν τους χρειάζονταν τους κοινούς όρκους με το βασιλιά· ακολούθησαν και άλλες πόλεις που έδωσαν την ίδια απάντηση. Αυτή λοιπόν η απόπειρα του Πελοπίδα και των Θηβαίων να αναλάβουν την ηγεμονία της Ελλάδας έτσι απέτυχε.
Οι Κορίνθιοι τότε, αναλογιζόμενοι ότι είναι δύσκολο γι” αυτούς να είναι ασφαλείς, γιατί και στο παρελθόν υστερούσαν σε δυνάμεις στη στεριά και τώρα έχουν γίνει και οι Αθηναίοι αντίπαλοί τους, αποφάσισαν να δημιουργήσουν τάγμα από οπλίτες και ιππείς μισθοφόρους. Και μπαίνοντας επικεφαλής αυτών, από τη μια φρουρούσαν την πόλη τους κι από την άλλη έβλαπταν με εισβολές τους εχθρούς που γειτόνευαν μ” αυτούς· έστειλαν λοιπόν και στη Θήβα ανθρώπους τους για να διερευνήσουν αν θα πετύχαιναν ειρήνη σε περίπτωση που θα τη ζητούσαν. Κι όταν οι Θηβαίοι απάντησαν ότι θα γίνουν δεκτοί, με πρόθεση να συναφθεί ειρήνη, οι Κορίνθιοι ζήτησαν να τους επιτραπεί να πάνε και στους συμμάχους, για να συνάψουν ειρήνη και με όσους θα το επιθυμούσαν, ενώ με όποιους προτιμούσαν τον πόλεμο να τους επιτρέψουν να πολεμήσουν εναντίον τους. Κι όταν οι Θηβαίοι δέχτηκαν να κάνουν και αυτά, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Σπάρτη και είπαν τα εξής: «Εμείς, άνδρες Λακεδαιμόνιοι, είμαστε κοντά σας ως φίλοι σας, και επιθυμούμε, αν βλέπετε κάποια σωτηρία για μας, αν επιμένουμε να πολεμούμε, να την πείτε και σε μας· αν όμως αναγνωρίζετε ότι βρισκόμαστε σε πολύ δύσκολη θέση, αν βέβαια συμφέρει και σε σας, ας συνάψετε μαζί μας ειρήνη· γιατί με κανέναν δε θα σωζόμασταν πιο ευχάριστα απ” ό,τι με σας· αν πάλι εσείς κρίνετε ότι σας συμφέρει να είσθε σε εμπόλεμη κατάσταση, σας παρακαλούμε να επιτρέψετε σε μας να συνάψουμε ειρήνη. Γιατί, αν σωθούμε, ίσως κάποτε σε κάποια καίρια στιγμή σας βοηθήσουμε πάλι· αν όμως τώρα καταστραφούμε, ασφαλώς ποτέ δε θα σας είμαστε χρήσιμοι».
Όταν τα άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, και τους Κορινθίους τους συμβούλευσαν να συνάψουν ειρήνη και στους άλλους συμμάχους που δεν ήθελαν μαζί τους να συνεχίσουν τον πόλεμο επέτρεψαν να αποσυρθούν. Οι ίδιοι είπαν ότι πολεμώντας θα κάνουν ό,τι αρέσει στο θεό· και δε θα ανεχθούν ποτέ να στερηθούν τη Μεσσήνη που πατροπαράδοτα ανήκει σ” αυτούς. Οι Κορίνθιοι μετά από αυτά επισκέφτηκαν τη Θήβα για τη σύναψη της ειρήνης· αλλά οι Θηβαίοι απαίτησαν από αυτούς να υπογράψουν και συμμαχία μαζί τους· εκείνοι όμως απάντησαν ότι η συμμαχία δεν είναι ειρήνη, αλλά άλλη μορφή πολέμου· κι αν συμφωνούν, υποσχέθηκαν να τους (ξανα)επισκεφθούν για να συνάψουν ειρήνη. Οι Θηβαίοι τους παραδέχτηκαν γιατί, αν και διέτρεχαν κίνδυνο, δε δέχονταν να εμπλακούν σε πόλεμο με τους ευεργέτες τους, και συμφώνησαν οι Κορίνθιοι και οι Φλειάσιοι και όσοι άλλοι μαζί τους είχαν έλθει στη Θήβα να συνάψουν ειρήνη με τον όρο ο καθένας να είναι κύριος της πατρίδας του. Και μ” αυτούς τους όρους έγινε η ειρήνη. Οι Φλειάσιοι λοιπόν, με βάση τους προβλεπόμενους όρους της ειρήνης, αποσύρθηκαν αμέσως από τη Θυαμία· και οι Αργείοι που είχαν ορκισθεί να ισχύει η ειρήνη με τους ίδιους όρους, επειδή δεν μπορούσαν να πετύχουν να παραμείνουν οι εξόριστοι των Φλειασίων στο Τρικάρανο, που το είχαν στη δική τους περιοχή, αφού το κατέλαβαν, εγκατέστησαν φρουρούς, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι δικό τους μέρος, ενώ πριν από λίγο το λεηλατούσαν ως εχθρικό, και ενώ οι Φλειάσιοι ζητούσαν να προσφύγουν σε διαιτησία, εκείνοι το αρνούνταν.
Η μάχη της Μαντίνειας – Αποτίμησή της
Αναλογιζόμενος ότι σε λίγες μέρες όφειλε να γυρίσει στην πατρίδα του, γιατί εξέπνεε ο χρόνος της εκστρατείας, και ότι, αν εγκαταλείψει μόνους εκείνους για τους οποίους ήλθε ως σύμμαχος, θα πολιορκούνταν εκείνοι από τους αντιπάλους τους, και ότι ο ίδιος θα έχει χάσει γενικά τη δόξα, ηττημένος στη Σπάρτη από λίγους στρατιώτες, ενώ αυτός διέθετε πολλούς, και ηττημένος στην ιππομαχία της Μαντίνειας, και ότι είχε γίνει αίτιος λόγω της εκστρατείας του στην Πελοπόννησο να συνασπισθούν μαζί οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αρκάδες και οι Αχαιοί και οι Ηλείοι και οι Αθηναίοι, δεν το θεωρούσε σωστό να περάσει ανάμεσα από τους εχθρούς χωρίς μάχη, κρίνοντας ότι, αν βέβαια νικούσε, όλα αυτά θα τα διόρθωνε, αν όμως σκοτωνόταν, θα θεωρούσε ότι θα ήταν ένδοξος ο θάνατός του πάνω στην προσπάθειά του να αφήσει την πατρίδα του ως εξουσία της Πελοποννήσου. Το ότι εκείνος είχε τέτοιες σκέψεις δε μου φαίνεται ότι είναι πολύ παράξενο· γιατί αυτά τα οράματα χαρακτηρίζουν τους φιλόδοξους ανθρώπους· το ότι όμως είχε εξασκήσει το στρατό του στο να μην καταβάλλεται από κανένα κόπο ούτε μέρα ούτε νύχτα, και να μην αποφεύγει κανένα κίνδυνο, και να είναι πρόθυμος να υπακούει (σ” αυτόν) ακόμη και όταν αντιμετώπιζε έλλειψη τροφής, αυτά μου φαίνονται ότι είναι τα περισσότερο αξιοθαύμαστα. Γιατί, όταν για τελευταία του φορά εξέδωσε διαταγή να προετοιμασθούν για να δώσουν μάχη, πρόθυμα εκείνοι γυάλιζαν τα κράνη τους μετά τη διαταγή του, και χάραξαν και οι οπλίτες των Αρκάδων (στις ασπίδες τους) το εθνόσημο με ρόπαλο, σα να ήταν Θηβαίοι, και όλοι ακόνιζαν τις λόγχες και τα μαχαίρια τους και γυάλιζαν τις ασπίδες τους. Κι αφού έτσι ετοίμασε τους άνδρες του και τους έβγαλε για μάχη, αξίζει πάλι να κατανοήσει κανείς αυτά που έκανε.
Έτσι λοιπόν σχεδίασε την επίθεση και δεν διαψεύστηκε στους υπολογισμούς του· γιατί, αφού επικράτησε στο σημείο που εξαπέλυσε την επίθεση, ανάγκασε όλο το εχθρικό στράτευμα να τραπεί σε φυγή. Όταν όμως έπεσε νεκρός εκείνος, οι υπόλοιποι άνδρες του δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευθούν σωστά τη νίκη, αλλά αν και τράπηκε σε φυγή η εχθρική φάλαγγα, οι οπλίτες δε σκότωσαν κανέναν εχθρό ούτε προχώρησαν μακρύτερα από το σημείο, όπου έγινε η μάχη. Κι ενώ είχαν τραπεί σε φυγή και οι ιππείς τους, ούτε οι δικοί τους ιππείς προχώρησαν σε καταδίωξη των ιππέων και των οπλιτών, αλλά φοβισμένα, λες και είχαν ηττηθεί, περνούσαν ανάμεσα από τους εχθρούς που τρέπονταν σε φυγή. Οι βοηθοί πεζοί των ιππέων και οι πελταστές, που είχαν νικήσει μαζί με τους ιππείς, έφτασαν βέβαια μέχρι την αριστερή πτέρυγα (των εχθρών), ως νικητές που ήταν, εκεί όμως οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν από τους Αθηναίους.