Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Η πρόθεσή μας μπορεί να αλλάξει το DNA μας!

Εάν πιστεύετε πως βρίσκεστε στο έλεος του γενετικού σας κώδικα, έπονται σπουδαία νέα, αφού κάτι τέτοιο δεν ισχύει! Σύμφωνα με την επιστήμη της επιγενετικής ( την μελέτη, δηλαδή, του τρόπου που παράγοντες εξωτερικοί του γενετικού υλικού – DNA – επηρεάζουν τις αλλαγές στην γονιδιακή έκφραση), τα βλαστοκύτταρα καθώς και το DNA μπορεί να τροποποιηθεί μέσω μαγνητικών πεδίων, θετικών νοητικών καταστάσεων, πρόθεσης καθώς και μέσω της συνοχής της καρδιάς. Κορυφαίοι επιστήμονες παγκοσμίως συμφωνούν πως η θεωρία του γενετικού ντετερμινισμού είναι λανθασμένη.
Η πεποίθηση ότι είμαστε θύματα του γενετικού μας κώδικα καταρρέει

Το σύνολο των γενετικών πληροφοριών με το οποίο γεννιόμαστε – DNA – δεν αποτελεί τον μοναδικό καθοριστικό παράγοντα για την υγεία και την ευημερία μας. Ο βιολόγος Bruce Lipton, Ph.D., με ειδίκευση στην μελέτη των βλαστοκυττάρων, δίνοντας μια συνέντευξη στο περιοδικό «Super Consciousness» συζητά για την σημαντική διαφορά μεταξύ γενετικού ντετερμινισμού και επιγενετικής:
«Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι πολύ σημαντική, διότι αυτή η θεμελιώδης πεποίθηση που ονομάζεται γενετικός ντετερμινισμός στη ουσία σημαίνει πως οι ζωές μας, οι οποίες ορίζονται ως τα φυσικά, βιολογικά και συναισθηματικά χαρακτηριστικά της συμπεριφοράς μας, ελέγχονται πλήρως από τον γενετικό μας κώδικα. Αυτού του είδος οι πεποιθήσεις δημιουργούν μια εικόνα των ανθρώπων ως άβουλα θύματα, αφού αν τα γονίδια έχουν την δυνατότητα να ελέγχουν την λειτουργία της ζωής μας, τότε οι ζωές μας καθορίζονται από παράγοντες εξωτερικούς τους οποίους δεν έχουμε την ικανότητα να τους αλλάξουμε! Αυτό οδηγεί στην στάση της θυματοποίησης ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για τις ασθένειες και τα νοσήματα που παρατηρούνται να εμφανίζονται μέσα σε μια οικογένεια και πολλαπλασιάζονται μέσω της κληρονομικότητας. Εργαστηριακά στοιχεία έχουν δείξει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει.»

Η θεωρία του Lipton επιβεβαιώνεται από τον καθηγητή και ερευνητή του Πανεπιστημίου της Μπολόνια της Ιταλίας Carlo Ventura, M.D., Ph.D. . Ο Δρ. Ventura απέδειξε μέσω εργαστηριακών δοκιμών πως το DNA των βλαστικών κυττάρων μπορεί να μεταβληθεί με τη χρήση συχνοτήτων μαγνητικού πεδίου.

« Είναι σαν μια χρονομηχανή! Με κάποιο τρόπο επαναπρογραμματίζεις τα κύτταρα αυτά σε μια αβέβαιη κατάσταση, στην οποία οποιαδήποτε απόφαση κατά κάποια έννοια είναι δυνατή, ακόμα και η απόφαση να εξελιχθεί εικονικά σε οποιοδήποτε είδος κυττάρου ενός οργανισμού. Σκεφτείτε λοιπόν τις τεράστιες δυνατότητες εξέλιξης της ανακάλυψης αυτής.»

Αναφέρει επίσης πως δύο Νομπελίστες επιστήμονες ανακάλυψαν πως ακόμα και μη βλαστικά ενήλικα κύτταρα μπορούν επιγενετικά να επαναπρογραμματιστούν σε μια προηγούμενη κατάσταση κατά την οποία θα είχαν την δυνατότητα τελικά να δημιουργήσουν νευρικά ή καρδιακά κύτταρα, κύτταρα των σκελετικών μυών ή ακόμα και κύτταρα που θα παράγουν ινσουλίνη.

Αλλαγή του DNA μέσω της πρόθεσης
Σύμφωνα με το Ινστιτούτο HeartMath στο Boulder Creek της California, η επιστήμη της επιγενετικής συμπεριλαμβάνει πολλά περισσότερα από απλώς DNA, το περιβάλλον και την εμπειρία μας. Ύστερα από δύο δεκαετίες έρευνας, ανακαλύφθηκε πως παράγοντες όπως η αγάπη και η εκτίμηση ή αντίθετα το άγχος και ο θυμός επηρεάζουν το γενετικό αποτύπωμα ενός ατόμου. Σε ένα πείραμα, επιλεγμένοι συμμετέχοντες μπόρεσαν να μεταβάλλουν το DNA μέσω θετικών νοητικών δηλώσεων.
« Σε ένα άτομο που κρατούσε τρία δείγματα γενετικού υλικού – DNA – δόθηκαν οδηγίες να δημιουργήσει μια ευεργετική ψυχική, συναισθηματική και σωματική κατάσταση ισορροπίας και αρμονίας – με την βοήθεια μιας τεχνικής, ανεπτυγμένης στο Ινστιτούτο HeartMath, που χρησιμοποιεί την αναπνοή της καρδιάς και τα εκ προθέσεως θετικά συναισθήματα. Το άτομο που συμπεριλήφθηκε στο πείραμα αυτό πέτυχε, ακολουθώντας τις οδηγίες των επιστημόνων, να μεταβάλλει ταυτόχρονα δύο από τα τρία δείγματα σε διαφορετικό βαθμό αφήνοντας το τρίτο αμετάβλητο.»
Ομάδες εθελοντών με χαμηλή καρδιακή συνοχή δεν ήταν σε θέση να μεταβάλλουν το DNA. Υγιής κυτταρική έκφραση και μια κβαντικά θρεπτική δίαιτα.

Εάν θέλουμε να θρέψουμε το σώμα μας σε κυτταρικό επίπεδο και να αποτρέψουμε την εμφάνιση ασθενειών, το Ινστιτούτο HeartMath συνιστά μια πλούσια σε κβαντικά θρεπτικά συστατικά διατροφή. Όταν βρισκόμαστε σε κατάσταση άγχους ή οποιαδήποτε αρνητική κατάσταση, τα βιολογικά αποθέματα ενέργειας εκτρέπονται από την περαίωση του σημαντικού έργου της αναγέννησης και της επισκευής του σώματος. Μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κυτταρική αυτή πείνα, εστιάζοντας σε καταστάσεις ειλικρινούς φροντίδας, αγάπης και εκτίμησης. Τα θετικά αυτά συναισθήματα ενισχύουν το ενεργειακό μας σύστημα και τροφοδοτούν το σώμα μας, ακόμη και σε γενετικό επίπεδο. Το Ινστιτούτο αποκαλεί τα τέτοιου είδους θετικά συναισθήματα «κβαντικά θρεπτικά συστατικά».

Πώς να έχετε μια κακή ημέρα

Μπορώ να βάλω και στοίχημα πως κανείς από εσάς δεν έχει ψάξει στο Google για το «πώς να έχει μια κακή μέρα». Αυτό είναι κάτι απόλυτα λογικό γιατί κανείς δεν θέλει να έχει μια κακή ημέρα. Μήπως όμως δεν επιδιώκουμε να μάθουμε πως είναι μια κακή ημέρα γιατί απλά το γνωρίζουμε πολύ καλά πώς να το κάνουμε;
Για μια κακή ημέρα χρειάζονται οι ακόλουθες 5 κινήσεις:

Σηκωθείτε από το κρεβάτι γεμάτος δυσθυμία και νεύρα από το ξυπνητήρι που χτυπά επίμονα και πείτε εκφράσεις όπως «ουφ… πάλι τα ίδια», «βαρέθηκα τη ζωή μου», κτλ, κτλ. Κλείστε το ξυπνητήρι και κοιμηθείτε άλλα 5 λεπτά…, 10…, μισή ωρίτσα ακόμη!!!

Πεταχτείτε μέσα στον πανικό και επαναλάβετε με ένταση την λέξη «Άργησα… ΑΡΓΗΣΑ!!!” (Μπορείτε να επαναλάβετε την λέξη όσες φορές θέλετε.)

Ενεργοποιήστε την τηλεόραση. Η πρωινή ενημέρωση είναι σημαντική. Μασήστε με βιασύνη το τοστ σας και καταπιείτε τον καφέ σας στο λεπτό. Έτσι το μυαλό σας, την ώρα που εσείς παίρνετε πρωινό θα παίρνει μια «ευχάριστη» εικόνα της επικαιρότητας από την τηλεόραση. Συνδυασμός, λοιπόν, τροφής για το στομάχι και για το μυαλό.

Αξιολογήστε τι έχετε να κάνετε. Θυμηθείτε τι αφήσατε σε εκκρεμότητα χθες και κλοτσήστε τις εκκρεμότητες του σήμερα για αύριο. Θυμώστε για τις υποχρεώσεις που έχετε.

Πριν βγείτε από το σπίτι κοιτάξτε τον εαυτό σας στο καθρέφτη και αισθανθείτε απογοήτευση για τις ρυτίδες που έχετε, για τις άσπρες τρίχες, για την κοιλίτσα σας, κτλ κτλ.

Μια μέρα που ξεκινάει σαν και αυτή θα είναι σίγουρα μια κακή ημέρα. Μπορείτε να σκεφτείτε πόσες ημέρες της ζωής σας ξεκινούν έτσι ακριβώς; Με αρνητικότητα, μηδενισμό και άρνηση προς κάθε τι καλό που θα κρύβει η μέρα.
Βάλτε τον εαυτό σας στην διαδικασία να προετοιμάσει μια θετική ημέρα. Προσπαθήστε να συνηθίσετε τις καλές συνήθειες που θα δούμε παρακάτω για να κυλάει πιο όμορφα και εύκολα η κάθε σας ημέρα.
Εξαρτάται από εσάς αν θέλετε να αλλάξετε όλα τα παραπάνω με κινήσεις σαν αυτές:

-Σηκωθείτε λίγα λεπτά νωρίτερα και όχι στο παρά πέντε.
-Κάντε μια μικρή άσκηση (π.χ. μια βόλτα στο κοντινό πάρκο ή λίγο ποδήλατο).
-Ακούστε ή διαβάστε κάτι που εμπνέει θετικές σκέψεις και ιδέες.
-Κάντε μια τρυφερή χειρονομία στον άνθρωπο που ζει μαζί σας ή πείτε σε κάποιον κοντινό σας άνθρωπο μια γλυκιά κουβέντα (έστω και μικρή).
-Χαμογελάστε στον εαυτό σας όταν κοιταχτείτε στον καθρέφτη. Ευχαριστείτε τον εαυτό σας, αγαπήστε τον και δείξτε του σεβασμό.

Στη συνέχεια, όταν πια είστε πιο ήρεμος/η, ενημερωθείτε για την επικαιρότητα ή δείτε τι εκκρεμότητες και υποχρεώσεις έχετε. Δημιουργήστε μια πρωινή «ρουτίνα» ευχάριστη και υποστηρικτική για εσάς. Αυτό θα σας βοηθήσει να κάνετε τις ημέρες σας καλύτερες.

Μπορείς να τυφλωθείς, αν βλέπεις όλες τις μέρες ίδιες.

Κάθε μέρα είναι διαφορετική, κάθε μέρα φέρνει ένα δικό της θαύμα.

Το ζήτημα είναι να δώσεις προσοχή στο θαύμα.

Πάουλο Κοέλιο

Η ΠΙΟ ΜΕΓΑΛΗ ΑΛΧΗΜΕΙΑ

Μια μόνο είναι η δυνατότητα για να υπάρχει πνευματική υγεία στις σχέσεις, έτσι ώστε να μην μετατρέπονται σε παιγνίδια κατωτερότητας και ανωτερότητας, έτσι ώστε να μην μετατρέπονται σε σαδο-μαζωχιστικά βασανιστήρια. Και αυτή η μόνη δυνατότητα είναι η παρουσία της άνευ όρων αγάπης.

Η αγάπη είναι η πιο μεγάλη αλχημεία.

Μεταμορφώνει τα κοινά μέταλλα σε χρυσάφι. Τα συστατικά σου είναι τα ίδια΄ ο δολοφόνος κι ο Βούδας δεν είναι διαφορετικοί σε ό,τι αφορά τα συστατικά τους, τις εγγενείς τους δυνατότητες. Απλώς ο άνθρωπος δεν είναι ένα μονοδιάστατο μηχάνημα.

Ο άνθρωπος δεν είναι μονοδιάστατος΄ διαφορετικά, όλος του ο κόσμος θα ήταν μια σκέτη πλήξη. Και η αναζήτηση τού ανθρώπου είναι κατά βάση για να γίνει ένα με την ύπαρξη΄ πληγώνει ο χωρισμός.

Στις άλλες μας σχέσεις αγάπης, σε μικρό βαθμό αναζητούμε την ίδια αυτή ενότητα. Στην αγάπη για μια γυναίκα, στην αγάπη για έναν άντρα, στην αγάπη για ένα φίλο, στην αγάπη για μια δημιουργική δραστηριότητα -το χορό, τη μουσική, τη ποίηση- προσπαθούμε να έχουμε κάποιο συγχρονισμό με την ύπαρξη.

Η κατάστασή μας είναι εκείνη του μικρού παιδιού μέσα στο δάσος, που έχει χάσει τη μητέρα του και ψάχνει μέσα στο δάσος, μην ξέροντας πού να πάει. Αυτή η κατάσταση επιτρέπει να υπάρχουν πολλοί εκμεταλλευτές. . . αυτή την αδυναμία τη χρησιμοποιούν εκείνοι που έχουν εξουσία, εκείνοι που έχουν χρήματα. Χρησιμοποιούν την αδυναμία για να σε μετατρέψουν σε σκλάβο, να έχεις εξάρτηση.

Έτσι όλες οι θρησκείες έχουν αναπτύξει συγκεκριμένα προγράμματα. Αρχίζουν με το Θεό . . . και με το Θεό, η σχέση σου δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από αυτήν που υπάρχει μεταξύ της μαριονέτας και του κουκλοπαίχτη, μεταξύ του σκλάβου και του ιδιοκτήτη. Με τον Θεό, δεν μπορείς να περιμένεις κάτι παραπάνω από αυτό, γιατί εκείνος είναι ο δημιουργός΄ σε έχει κατασκευάσει΄ μπορεί ανά πάσα στιγμή και να σε καταστρέψει επίσης. Δεν σε ρώτησε ούτε αν ήθελες να έρθεις στη ζωή ούτε και θα σε ρωτήσει αν είσαι υπέρ της καταστροφής του κόσμου.

Όλοι οι θεοί όλων των θρησκειών είναι δικτατορικοί.

Δεν έχω κάποιο Θεό επομένως δεν έχω κάποιο πρόγραμμα για σένα με το οποίο θα μεταμορφωθείς σιγά-σιγά σε σκλάβο.

Είμαι ικανοποιημένος δεν μπορεί να προστεθεί τίποτε παραπάνω στην εμπειρία μου. Γι΄αυτό και δεν θα αισθανθούν κατά κανένα τρόπο κατώτεροι οι άνθρωποι που είναι μαζί μου.

Κανείς δεν είναι κατώτερος. Οι άνθρωποι μπορεί να βρίσκονται σε διαφορετικές συνθήκες, αλλά κανείς δεν είναι κατώτερος και κανείς δεν είναι ανώτερος. Είναι όλοι τους φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό που ονομάζεις Θεό. Πώς γίνεται να είναι κάποιος ανώτερος και κάποιος να είναι κατώτερος; Ανήκουμε στην ίδια ύπαρξη, τις ρίζες μας τις θρέφει η ίδια ύπαρξη. Η ύπαρξη δεν κάνει διακρίσεις, διαχωρισμούς μεταξύ αμαρτωλών και αγίων.

Η προσέγγισή μου είναι υπαρξιακή. Επομένως κανείς δεν είναι ανώτερος και κανείς δεν είναι κατώτερος εδώ. Φυσικά, καταστρέφοντας αυτό το σύμπλεγμα κατωτερότητας και ανωτερότητας, αφαιρούμε την ίδια τη δυνατότητα ύπαρξης κάποιας φασιστικής νοοτροπίας... διότι κατ΄εμένα, είναι αδιανόητο να είναι ποτέ θρησκευόμενος ένας φασίστας.

Δεν βρίσκονται σε αναζήτηση της αλήθειας΄ νομίζουν ότι την έχουν βρει ήδη -στις γραφές τους που είναι νεκρές, στις παλιές προκαταλήψεις που ακόμη και οι ίδιοι γνωρίζουν ότι δεν στηρίζονται καθόλου στην πραγματικότητα.

Η καθαρότητα της όρασης διαλύει όλο το σκοτάδι μέσα από το οποίο γεννιούνται όλα τα τέρατα.
Μαζί μου εδώ, είτε είσαι άντρας είτε είσαι γυναίκα, είτε είσαι λευκός είτε είσαι μαύρος, δεν έχει σημασία κανείς δεν δίνει καν προσοχή σε τούτο. Είναι αρκετό που είσαι άνθρωπος. Και είναι δική σου η ελευθερία να επιλέξεις το δικό σου τρόπο ζωής΄ είναι βασικό σου δικαίωμα το πώς θέλεις να ανθίσεις. Όσοι σε αγαπούν μπορούν να βοηθήσουν για τη φροντίδα του κήπου μέσα στον οποίο μεγαλώνεις΄ να ποτίζουν τις ρίζες σου, να ρίχνουν βροχή τη ζεστασιά τους.

Η ζεστασιά της αγάπης δεν είναι ένα ποιητικό φαινόμενο μόνο. Αποτελεί πραγματικότητα μεγάλης σπουδαιότητας.

Τώρα τα άνθη θα είναι πιο μεγάλα, οι καρποί πιο ζουμεροί το δέντρο θα ανταποκριθεί. Με εξαίρεση τον άνθρωπο, ίσως να μην υπάρχει καμιά αγνωμοσύνη μέσα σε όλη την ύπαρξη αυτή. Το δέντρο δεν μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω΄ δεν μπορεί να δώσει χρήματα, δεν μπορεί να δώσει χρυσάφι, μπορεί όμως να δώσει όμορφα λουλούδια, όσο πιο μεγάλα γίνεται, σε μια καρδιά που είναι γεμάτη αγάπη. Μπορεί να δώσει πιο ζουμερούς καρπούς.

Δεν δίδαξε ποτέ κανείς την αγάπη ως τροφή, είναι όμως ένα πολύ λεπτό είδος τροφής. Και τώρα οι ψυχολόγοι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, αν παίρνει ένα παιδί όλα τα αναγκαία -όλες τις χημικές ουσίες, όλες τις ορμόνες, τροφή, σωματική άσκηση, καθαρό αέρα, ανάπαυση όλα όσα είναι αναγκαία για τη ζωή- παρόλα αυτά θα πεθάνει μέσα σε τρεις έως έξι μήνες, αν δεν υπάρχει κάποιος να του δίνει συνέχεια αγάπη. Δεν θα αισθάνεται πως αξίζει να ζεις τη ζωή χωρίς αγάπη θα συρρικνωθεί και θα πεθάνει. Και σε χιλιάδες εργαστήρια σε όλο τον κόσμο, πολλά ζώα έχουν πεθάνει σε τέτοια πειράματα.

Συνήθως κατανοεί κανείς ότι τα πειράματα αυτά γίνονται πρώτα πάνω σε ζώα και ότι αν δεν βρούμε ασφαλείς βασικές αρχές, δεν τα εφαρμόζουμε πάνω σε ανθρώπους. Αυτή υπήρξε η κυρίαρχη ιδέα του πλήθους. Ακόμη και οι επαγγελματίες της ιατρικής -οι γιατροί- το πιστεύουν κι εκείνοι αυτό.
Με μένα εδώ, έχετε ένα ειδικό σκοπό: την αναζήτηση της αλήθειας, την αναζήτηση της καθαρότερης μορφής αγάπης, την αναζήτηση μιας ζωής που είναι χορός από σκέτη χαρά.

Πουθενά αλλού στον κόσμο δεν μαζεύονται οι άνθρωποι για τους ίδιους λόγους. Μαζεύονται με σκοπό να δημιουργήσουν περισσότερο μίσος μαζεύονται για να δημιουργήσουν περισσότερους πολέμους μαζεύονται για να δημιουργήσουν περισσότερες καταστροφικές δραστηριότητες στην ανθρώπινη ζωή. Είναι φυσικό που έχουμε έναν άρρωστο κόσμο, έναν παρανοϊκό κόσμο.

Εδώ είναι αδύνατο να νιώσεις ανωτερότητα ή κατωτερότητα. Προσπάθησα όσο μπορούσα να σε πείσω για ένα μόνο πράγμα: ότι η φώτιση αποτελεί τη φύση σου ότι δεν είναι κάτι που το κατορθώνεις, αλλά που το φέρνεις μαζί σου με τη γέννησή σου. Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις είναι όχι να τη δημιουργήσεις, αλλά να ανοίξεις απλώς το κρυμμένο μυστικό της ζωής σου.

Μόλις αρχίσεις να αισθάνεσαι το εσωτερικό σου φως, όλη σου η οπτική αρχίζει να αλλάζει. Θα νιώθεις ευσπλαχνικός έναντι των ανθρώπων, ακόμη κι αν κάνουν ανόητα πράγματα. Και θα νιώθεις εξαιρετικά χαρούμενος, γιορταστικός, ακόμη κι αν δεν έχεις κάτι να το γιορτάσεις. Δεν χρειάζεται τίποτε για να γιορτάζεις προφάσεις μόνον... Τα γενέθλιά μου είναι μια πρόφαση! Αν όμως θέλεις να γιορτάζεις, θα βρεις χίλιες προφάσεις.

Πρόκειται για τη δική σου ζωή και ό,τι γίνει αυτή είναι δικό σου δημιούργημα. Να θυμάσαι, υπάρχουν πάνω της κρυφές υπογραφές. Δεν μπορείς να αποσυνδέσεις τον εαυτό σου από εκείνο που δημιουργείς, από τον τρόπο που ζεις, από τον τρόπο που ανταποκρίνεσαι.

Όταν ξεχειλίζεις από αγάπη και μακαριότητα, δεν μπορείς, ούτε καν στον ύπνο σου, να κινείσαι με τρόπο που να εξευτελίζει τον άλλον. Διότι ο άλλος δεν είναι πραγματικά ο άλλος, αποτελεί κομμάτι μας.

Αποτελούμε μια συνειδητότητα που γεμίζει ολόκληρο το σύμπαν. Θα βοηθήσει όμως λίγη εμπειρία και θα αρχίσεις να βλέπεις το ίδιο φως και στους άλλους. Κι αν βλέπεις φως μέσα σε σένα τον ίδιο και φως μέσα στους άλλους, περιβάλλεσαι όλο το χρόνο από μια γιορτή γεμάτη φώτα.

Στον εξωτερικό κόσμο, υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να κυριαρχούν και υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να κυριαρχούνται. Η ευθύνη δεν είναι μονόπλευρη. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να γίνονται σκλάβοι, διότι η σκλαβιά ένα πράγμα έχει: απομακρύνει κάθε ευθύνη από σένα. Τότε την ευθύνη την έχει ο ιδιοκτήτης σου. Εσύ είσαι ένα απλό όργανο: ό,τι λέει εκείνος το κάνεις, αλλά δεν αισθάνεσαι κανένα βάρος. Έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν κατά βάθος να παραμένουν σκλάβοι.

Στη θρησκεία σκλαβιά σημαίνει ότι παραμένεις ινδουιστής, μωαμεθανός, χριστιανός. Και φοβάσαι κιόλας, γιατί η σκλαβιά σου βασίζεται μόνο πάνω σε κάποια πιστεύω. Έτσι λοιπόν προσπαθεί ο καθένας να προστατεύσει το ποίμνιό του ώστε να μην έρχεται σε επαφή με τους άλλους.

Γιατί να μην κάνουμε όλους τους ανθρώπους του πλανήτη να γίνουν αυτοκράτορες; Ποιο είναι το πρόβλημα; Είναι θέμα κατανόησης τού κόσμου και αν κατανοείς τον εαυτό σου, δεν είναι δύσκολο να κατανοήσεις τον κόσμο, είναι το πιο εύκολο πράγμα .

Μόλις καταλάβεις ότι είναι δική σου η απόφαση αν θα είσαι αυτοκράτορας ή αν θα είσαι σκλάβος, ποιος θα επιλέξει να είναι σκλάβος; Όταν μπορείς να βάλεις όλη σου την ενέργεια στη δημιουργία κάποιου πράγματος που θα σου δίνει ικανοποίηση, θα σου δώσει τούτο μια βαθιά αίσθηση πλήρωσης, μια αίσθηση ότι δεν έχεις υπάρξει ματαίως, ότι έχεις συνεισφέρει κάτι΄ έχεις κάνει λίγο πιο όμορφο τον κόσμο. Του έχεις προσθέσει λίγα λουλούδια παραπάνω. Αν προσθέτει ο καθένας λίγα λουλούδια παραπάνω, ο κόσμος αυτός μπορεί να γίνει ένας κήπος και πάλι .

Δεν υπάρχει λόγος να πολεμάς. Δεν υπάρχει λόγος να είσαι ανώτερος κάποιου, διότι σας δίνω κάτι που είναι πολύ ανώτερο από την ανωτερότητα. Σας κάνω να είστε άτομα μοναδικά.

ΑΠΟΙΚΙΟΚΡΑΤΙΑ- ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ

ΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΚΕ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΩΝ ΤΩΝ ΛΑΩΝ ΣΤΟΥΣ ΟΠΟΙΟΥΣ ΕΠΕΒΛΗΘΗΚΑΝ

«Όταν οι ιεραπόστολοι πρωτοήρθαν στην γη μας, αυτοί είχαν τις Βίβλους και εμείς τη γη. Πενήντα χρόνια μετά, εμείς είχαμε τις Βίβλους και εκείνοι είχαν την γη».Τζόμο Κενιάτα

Θα πληροφορηθούμε, αρκετά κατατοπιστικά για το θέμα αυτό, από τον Vittorio Lanternari, μέλος του οργανισμού «ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΛΑΩΝ». Ο λόγος του, από τον οποίο θα παραθέσουμε αποσπάσματα, εκφωνήθηκε σε συνέδριο, του προαναφερθέντος οργανισμού, και είναι γραμμένος στο βιβλίο «Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ», έκδ. «Ηρόδοτος», 1987.«… Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, ανάλογα με τις περιπτώσεις, μπορεί να λειτουργήσει στο χώρο της θρησκείας, της οικονομίας, της κοινωνίας και της πολιτικής, της δικαιοσύνης, της παιδαγωγικής και της εκπαίδευσης, της γλώσσας.
Για να έλθουμε σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παραδείγματα θρησκευτικού ιμπεριαλισμού μαρτυρούνται από την ιστορία των κατακτήσεων, των ιεραποστολών, των σχέσεων ανάμεσα σε ιεραποστολές και ιθαγενείς κοινωνίες. Οι Ισπανοί «conquistadores» του Hernanto Cortez και του Francisco Pizarro ήταν φορείς μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας – που διαδόθηκε από την εκκλησία στην υπηρεσία της ισπανικής μοναρχίας – για την οποία η σφαγή των Αζτέκων του Μεξικού και των Ίντιος της αυτοκρατορίας των Ίνκας στο Περού, όπως και η καταστροφή των λειψάνων του πολιτισμού τους, ήταν άγια πράξη και θέλημα θεού.To «απαρτχάιντ» στη Νότια Αφρική και Ροδεσία είχε την ιστορική του καταγωγή στην καλβινιστική ιδεολογία των «μπόερς», λευκών αποίκων της περιοχής.Η υποχρεωτική κατάργηση των παραδοσιακών θρησκευτικών τελετών και η επιβολή ποινών για τους παραβάτες, υπήρξαν σταθερά χαρακτηριστικά της πολιτιστικής πολιτικής των ιεραποστολών στους πλέον διάφορους λαούς της Αμερικής και της Ωκεανίας κατά τη διάρκεια των προηγούμενων αιώνων.

Οι ιεραποστολικές εκκλησίες ζήτησαν, ενάντια στο κίνημα «Kimbangista» του τότε Βελγικού Κογκό, που εμπνέονταν από ένα χριστιανισμό με αυτονομιστικό προσανατολισμό, την επέμβαση των πολιτικών αρχών, την καταδίωξη των οπαδών της θρησκείας και την εξαφάνιση του προφήτη ιδρυτή της. Όπως φαίνεται, ο θρησκευτικός ιμπεριαλισμός συχνά περιλαμβάνει πρωτοβουλίες πολιτικής απομόνωσης, καταστροφής του πολιτισμού ακόμα και γενοκτονίας.
Η διάδοση του Ευαγγελίου, όπως παρατηρεί ο Wachtel αναφερόμενος στο Περού, είναι μια πραγματική επίθεση…Εύγλωττες περιπτώσεις τεχνολογικού ιμπεριαλισμού είναι π.χ. εκείνες στις οποίες αποικιακές διοικήσεις και κυβερνήσεις κρατών, που πρόσφατα έχουν επιτύχει την ανεξαρτησία τους, επιβάλλουν στους ιθαγενείς που ζουν στα χωριά, να αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές σκηνές ή καλύβες, που χρησιμοποιούσαν για κατοικία, με σπίτια κτισμένα με τσιμέντο ευρωπαϊκού τύπου.Οι ιθαγενείς χάνουν μαζί με τις καλύβες τους το ρυθμό της ζωής, την παραδοσιακή συμμετοχή και συνοχή που συνέδεε τους κατοίκους μεταξύ τους στα παραδοσιακά συστήματα, πέφτοντας συχνά σε μια αρκετά σοβαρή κατάσταση πολιτιστικής και ψυχολογικής αποσύνθεσης.
Η επιβολή τεχνικών εξοπλισμών σύγχρονου τύπου αντί των παραδοσιακών, οδήγησε πολλές φορές σε αντιδράσεις διάλυσης μέσα στις ιθαγενείς κοινωνίες, καταστρέφοντας σημαντικά συστήματα συνεργασίας που στηρίζονταν προηγουμένως στην αρχή της αμοιβαιότητας και του κύρους και τα αντικατέστησε με την τάση για υποκειμενισμό στη βάση του υλικού κέρδους και της ιδιωτικής συσσώρευσης.
Ο τεχνο-οικονομικός ιμπεριαλισμός εισήγαγε τα νομισματικά συστήματα, με τη στρατολογία εργατικής δύναμης για τις εργασίες στις εγκαταστάσεις των λευκών, ώστε να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντα της οικονομικής εκμετάλλευσης, με καταστρεπτικές συνέπειες για τον παραδοσιακό πολιτισμό.
Ακόμα η επιβολή ρούχων ευρωπαϊκού τύπου για να καλυφθεί η γύμνια, είναι το προϊόν μιας τυφλά εθνοκεντρικής αντιμετώπισης, που πολλές φορές – π.χ. στους Ίντιος του Αμαζονίου – οδήγησε σ’ ένα τρόπο ζωής παράδοξα αφύσικο και ανθυγιεινό, με μια σειρά συνεπειών για την υγιεινή των κοινοτήτων.
Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, στον καθαρά οικονομικό χώρο ανάπτυξε ένα σοβαρό καταστρεπτικό πρόγραμμα σε βάρος όλης της ηθικο-κοινωνικής κοινοτικής τάξης, πάνω στην οποία βασίζονταν οι παραδοσιακές κοινωνίες. Αρκεί να σκεφθεί κανείς την υποχρεωτική επιβολή της καλλιέργειας των «cash- crops» (κερδοφόρων καλλιεργειών) στην Αφρική στα νότια της Σαχάρας σ’ αντικατάσταση των παραδοσιακών «food- crops» (καλλιεργειών διατροφής).
Με πρόσχημα τις επιφανειακά προοδευτικές ανακαινίσεις, φροντίζοντας αποκλειστικά τα εμπορικά συμφέροντα των Ευρωπαίων, ξεριζωνόταν το παραδοσιακό σύστημα ιδιοκτησίας γης, που ήταν αρχικά συλλογικό, και εγκαινιαζόταν μια ατομιστική ηθική με τη διάλυση των αρχέγονων κοινοτικών αξιών. Η κατάσταση δεν άλλαξε με την αποαποικιοποίηση, δεδομένου ότι συνεχίζονται οι διαδικασίες για την καταστροφή του πολιτισμού, πολύ συχνά χωρίς επεξεργασία, ή χωρίς αντικατάσταση αντισταθμιστικών αξιών.
Ακόμα στο χώρο της πολιτικής οργάνωσης… ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός οδήγησε στην καταστροφή των αρχαϊκών πολιτικών οργανισμών, στην εμπορευματοποίηση του ρόλου των ιθαγενών πολιτικών αντιπροσώπων, με αποτέλεσμα να συντριβεί όλο το σύστημα των ηθικοθρησκευτικών αξιών που είχε σχέση με την αρχική πολιτική οργάνωση…
Ο νομικός ιμπεριαλισμός ήταν φυσικό να μεταφυτέψει ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό δίκαιο σε κοινωνίες και πολιτισμούς που στηρίζονταν σε συστήματα τοπικών εθιμικών κανόνων, σε άμεση σχέση με το σύστημα ηθικο-κοινωνικών αξιών. Πρότυπα συμπεριφοράς επικυρωμένα σαν νόμιμα, που είχαν επιβληθεί σαν υποχρεωτικά από τις παραδοσιακές συνήθειες, τιμωρούνταν σύμφωνα με το νέο δίκαιο, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα κενό ή ένας νομοθετικός δυαδισμός, παράγοντας μεγάλων αναταραχών, με την κρυφή διατήρηση παράνομων ή ημιπαράνομων εθίμων…
Σημαντική είναι η επέμβαση του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού στον παιδαγωγικό-διδακτικό χώρο, που ακόμα και σήμερα βαρύνει πολλά κράτη… Η αποικιοκρατία τροποποιούσε το εκπαιδευτικό σύστημα αποσπώντας το από την καθημερινή ζωή, για να εντυπώσει στο άτομο μια σειρά από χρησιμοποιήσιμες γνώσεις με στόχο την αποτελεσματικότερη διοίκηση της αποικίας. «Στόχευε στην παραγωγή, μέσα από την σχολική εκπαίδευση, του αναγκαίου, για την καλή λειτουργία του διοικητικού μηχανισμού, γηγενούς εξαρτημένου προσωπικού» (Moumouni)…
Το σχολείο προμήθευε ένα ολόκληρο σύστημα από γνώσεις και σκέψεις που προσανατολίζονταν κατ’ αποκλειστικό τρόπο στον ευρωκεντρισμό. Οι συνέπειες αυτής της καταστροφικής για τον πολιτισμό διαδικασίας αντανακλώνται, στο γενικό ψυχολογικό επίπεδο, με την αλλοτρίωση…
Ο Σαμοανός διανοούμενος Albert Wendt, μιλώντας για τη σημερινή εκπαίδευση στους πολιτισμούς των νησιών της Ωκεανίας παραπονιέται ότι «το σημερινό εκπαιδευτικό σύστημα στην Ωκεανία χρησιμεύει για να παράγει τους πλέον ασήμαντους τροχούς της κοινωνικής ζωής, δηλαδή υπαλλήλους και εισπράκτορες, μαζί με λίγους επαγγελματίες, τόσους ώστε να συντηρηθεί ο διοικητικός μηχανισμός»..
Στις αποικιακές σχέσεις μεγάλο μέρος της σχολικής εκπαίδευσης συνδέεται με τη διδασκαλία της γλώσσας του αποικιοκράτη και ένα σταθερό γνώρισμα του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού παίρνει το ειδικό χαρακτηριστικό του γλωσσικού ιμπεριαλισμού…
… όταν επιβάλλεται η ηγεμονική γλώσσα, ξεριζώνεται η πρωτότυπη γλωσσική κληρονομιά και αντικαθίστανται τα μητρικά γλωσσικά ιδιώματα ήδη από τα πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης».
«Εξαιτίας των πολλαπλών δεσμών που υπάρχουν ανάμεσα στη γλώσσα και τον πολιτισμό – γράφει ο Αφρικανός Balihuta – είναι φυσικό ότι το σχολείο, τουλάχιστον στα πρώτα στάδια της γενικής εκπαίδευσης, χρησιμοποιεί τα τοπικά γλωσσικά ιδιώματα με τρόπο ώστε το μικρό παιδί να μυηθεί μέσα από τη γλώσσα του στον πολιτισμό του», και να γίνει σεβαστή η αυθεντικότητα και η πολιτιστική ταυτότητα της ιθαγενούς ομάδας. Πράγματι, κανένα χαρακτηριστικό του πολιτισμού όσο η μητρική γλώσσα δεν συγκεντρώνει μέσα του τη πολιτιστική ταυτότητα ενός πολιτισμού.
Η κατάργηση της μητρικής γλώσσας στη βασική εκπαίδευση σημαίνει όχι μόνο πολιτιστικό, αλλά και ακόμα φυσικό βιασμό της ιθαγενούς κοινωνίας. Υπάρχουν στη διάθεσή μας ανθρωπολογικές, ψυχολογικές και ιατρικές μελέτες που εξετάζουν τις συνέπειες ενός παρόμοιου γλωσσικού ιμπεριαλισμού σε μερικές τοπικές κοινότητες που βρίσκονται σε κατάσταση εξάρτησης…
… στη Γροιλανδία, τα παιδιά των Εσκιμώων διδάσκονται στο σχολείο ήδη από τα πρώτα χρόνια τη δανική γλώσσα από δανούς δασκάλους… Μετά από ιατρικές μελέτες που έγιναν από την Elisabeth Cass με αντικείμενο τα παιδιά που υφίστανται αυτή τη μεταχείριση, παρατηρήθηκαν σ’ αυτά όχι μόνο ψυχικός αποπροσανατολισμός, αλλά και παθολογικές βλάβες, ασθένειες στα μάτια, σαν αποτέλεσμα καταστροφής της διάρθρωσης του εσωτερικού ηθικού και πολιτιστικού τους κόσμου που συνδέεται με τη μητρική γλώσσα…
Πράγματι, βία μπορεί να εξασκηθεί σ’ ένα λαό όχι μόνο με την άμεση γενοκτονία – όπως έγινε και γίνεται με τους κατοίκους του Αμαζονίου – σκορπίζοντας δηλητήρια στα νερά των ποταμών ή πυροβολώντας με αεροπλάνα από τον ουρανό τα χωριά των ιθαγενών. Υπάρχει μια άλλη βία, φαινομενικά μόνο πιο ήπια, αλλά που οδηγεί εξίσου στην καταστροφή των πολιτισμών και των λαών και είναι μια βία που εξασκείται με τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό στις πλέον διαφορετικές μορφές που μπορεί να πάρει: τεχνολογικός, οικονομικός, νομικός, θρησκευτικός, παιδαγωγικός και γλωσσικός. Με αυτόν γίνεται προσπάθεια καταστροφής καθαυτής της πολιτιστικής ταυτότητας της ανθρώπινης ομάδας.
Η εξαναγκαστική απόρριψη του πολιτισμού που εξασκείται στις εθνικές και γλωσσικές μειονότητες και στους πρώην αποικιοκρατούμενους πληθυσμούς στο όνομα φαινομενικά φιλανθρωπικών, προοδευτικών, αφιλοκερδών σκοπών, στην πραγματικότητα εξασφαλίζει στόχους οικονομικής επέκτασης και εκμετάλλευσης από τις οικονομικά και πολιτικά ηγεμονικές ομάδες.
Επιπλέον πέρα από τις διαδικασίες κοινωνικο-πολιτιστικής μεταμόρφωσης που αναλαμβάνονται αυθόρμητα από αυτές τις μειονότητες και τους πληθυσμούς, η εξαναγκαστική απόρριψη του πολιτισμού φέρνει μαζί της καταστροφικά για τους ανθρώπους αποτελέσματα με την εξάλειψη των εθνικών, πολιτιστικών, κοινωνικών αξιών που κάθε λαός και κάθε πολιτισμός επεξεργάστηκε με τη δική του υπεραιωνόβια ιστορία.
Με την βίαιη καταστροφή του πολιτισμού τους, οι ομάδες και οι λαοί καταδικάζονται να χάσουν την ταυτότητά τους, μέχρις ότου ωριμάσει μέσα τους – όπως σε μερικές περιπτώσεις άρχισε να συμβαίνει (βλ. αραβικά κράτη) – μια κριτική αυτογνωσία, τέτοια ώστε να μπορέσουν να αντιπαραταχθούν επαναστατικά στις μέχρι σήμερα κυρίαρχες δυνάμεις του νεοαποικισμού.
Αν μέχρι εδώ αναφερθήκαμε σε ακραίες περιπτώσεις που αφορούν το αποικιακής ή και δουλικής ακόμα εποχής παρελθόν, σήμερα ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός δεν είναι λιγότερο επίκαιρος από πριν, και μάλιστα με ανανεωμένες και δόλιες μορφές. Ενεργοποιήθηκε με τους πιο θελκτικούς και διαβρωτικούς τρόπους από τις πολυεθνικές τού καταναλωτισμού και αφορά τόσο τον Τρίτο Κόσμο όσο και την ίδια τη δυτική μας κοινωνία, στα πιο διαφορετικά της στρώματα.
Αφού ο Τρίτος Κόσμος χρησιμοποιήθηκε σαν παραγωγός πρώτων υλών και προμηθευτής εργατικής δύναμης – όπως είπαμε πιο πάνω – οι πολυεθνικές εταιρίες επιβάλλουν στα κράτη του τα προϊόντα τους όχι σύμφωνα με την ελεύθερη εκλογή των λαών τους, αλλά υπακούοντας σε μια οικονομική πολιτική που εισάγει, για δικό της κέρδος, σημαντικές τροποποιήσεις στους παραδοσιακούς πολιτισμούς και, με βάση αυτές, διαιωνίζει την παλιά αποικιακή σχέση: σύγχρονα διευκολύνονται από τη συνειδητή ή ασυνείδητη συνεργασία των τοπικών καθεστώτων και των τοπικών αστικών τάξεων ή της γραφειοκρατίας, που λειτουργούν πολύ συχνά εξυπηρετώντας ιδιωτικά κέρδη, και στρέφονται στην απόκτηση «κύρους» που λανθασμένα ταυτίζεται με τα σύμβολα του καταναλωτισμού…
Με τη διαβρωτική και καταστρεπτική για τον πολιτισμό οργάνωση, χαρακτηριστική των πολυεθνικών, παρασύρει άμεσα τους πληθυσμούς και τις κοινωνικές τάξεις μέσα στις ίδιες τις βιομηχανικές κοινωνίες, με τρόπο ώστε να υλοποιείται ο «εσωτερικός» πολιτιστικός ιμπεριαλισμός.
Έτσι λειτουργούν οι προνομιούχες τάξεις (οικονομική, επιχειρησιακή και πολιτική αριστοκρατία) σε βάρος των εξαρτημένων και μικρομεσαίων αστικών τάξεων, των εθνικοπολιτιστικο-γλωσσικών μειονοτήτων.
Ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός του καταναλωτισμού οδηγεί τη συχνότερα και υπόγεια παρά φανερή και βίαιη απειλή του ενάντια στην ίδια την ταυτότητα αυτών των ομάδων, αυτών των κοινωνικών τάξεων, αυτών των μειονοτήτων που υφίστανται πιο άμεσα την καταστροφική για τον πολιτισμό σύγκρουση».

Αντιμετώπισε την πρόκληση


warrior business“Η βασική διαφορά ανάμεσα σε ένα συνηθισμένο άτομο και σ’ έναν πολεμιστή είναι ότι ο πολεμιστής αντιμετωπίζει τα πάντα ως πρόκληση, ενώ ένα συνηθισμένο άτομο τα θεωρεί ευλογία ή κατάρα”. Carlos Castaneda
Η ζωή άλλοτε είναι υπέρ μας και άλλοτε κατά. Και κάποιες φορές ίσως νιώθουμε ολόκληρο τον κόσμο εναντίον μας. Το θετικό είναι ότι ο τρόπος διαχείρισης είναι δική μας απόδαση: μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στο θύμα ή τον πολεμιστή. Κι αυτό όμως δεν είναι πάντα εύκολο.
Η πρόκληση βρίσκεται στην ώριμη αντιμετώπιση και τη συνειδητοποίηση ότι δεν είμαστε θύμα του κόσμου να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε πραγματικά ο κόσμος. Αν προηγουμένως έχουμε αξιολογήσει σωστά τι σημαίνει για τον καθένα από μας καλή και τι κακή ζωή.
Ο Carl Jung έγραψε “η διαφορά ανάμεσα σε μια καλή ζωή και μια κακή ζωή είναι πόσο καλά μπορείς να διασχίσεις μια φωτιά”.
Ο Άμλετ του Σαίξπηρ είπε ότι “δεν υπάρχει τίποτα είτε καλό ή κακό, αλλά είναι η σκέψη που το κάνει έτσι”.
Συνεπώς η διάθεση και η στάση μας απέναντι στα πράγματα, τα σημασιοδοτούν ως ευχάριστα ή δυσάρεστα. Το θύμα περπατά μέσα στη φωτιά, κλαίγοντας για τον πόνο και θρηνώντας για τα σημάδια του. Ο πολεμιστής μαθαίνει μέσα από τη φωτιά και διδάσκεται από τον πόνο και στη συνέχεια τον χρησιμοποιεί ως σκαλοπάτι για μια υψηλότερη κατάσταση της συνείδησης, θεωρώντας τα σημάδια του τρόπαια.
Κατά την Elizabeth Gilbert “η καταστροφή είναι ένα δώρο, είναι ο δρόμος για την αλλαγή”. Ο πολεμιστής εξελίσσεται μέσα από τις δυσκολίες, επιλέγει ανάμεσα στο θάρρος και τη δειλία. Η δειλία ίσως είναι ευκολότερη, αλλά οδηγεί στη θυματοποίηση. Το θάρρος είναι πάντα πιο δύσκολο αλλά ταυτόχρονα μια μεγάλη επιβράβευση.
Να ελπίζουμε για το καλύτερο αλλά να είμαστε προετοιμασμένοι και για το χειρότερο.
Όσο κι αν ακούγεται εύκολο στη θεωρία, στην πράξη δεν είναι! Η αδικαιολόγητα υψηλή προσδοκία είναι ένας από τους κύριους λόγους. Το σύμπαν όμως δεν είναι σχεδιασμένο για να ταιριάζει με τις προσδοκίες μας.
Ο David McRaney είπε πως “δεν μπορείς να βελτιώσεις τα πράγματα που αγαπάς αν ποτέ δεν επιτρέπεις να είναι ατελή. Πρέπει να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να μην είναι τέλειοι. Και αυτό σημαίνει να παραιτηθούμε από τις προσδοκίες μας. “Όσο αποπροσανατολιστικά, δύσκολα ή ταπεινωτικά μπορεί να είναι τα λάθη μας” κατά την Katheryn Schultz, “είναι τελικά εκείνα μέσα από τα οποία μαθαίνουμε ποιοι πραγματικά είμαστε”.
Αν ο μεγαλύτερος εχθρός της φαντασίας είναι η προσδοκία και ο μεγαλύτερος σύμμαχος είναι ο αποπροσανατολισμός, τότε είναι ζήτημα λογικής να “σπάσουμε” τον φαύλο κύκλο του να είμαστε τα θύματα, συμβιβαζόμενοι με την πιθανή σύγχυση και την αβεβαιότητα, αναμιγνύοντάς τες με παράλογες προσδοκίες ώστε να βελιτωθεί η φαντασία μας.
Αν δεν μπορούμε να το πετύχουμε αυτό θα οδηγηθούμε σε άγχος. Αν όμως το καταφέρουμε τότε θα είμαστε ευχαριστημένοι από την κάθε στιγμή αντί να υποφέρουμε από ματαιωμένες προσδοκίες. ‘Ετσι η ψυχή ανθίζει και καρποφορεί ανεξάρτητα από τις προσδοκίες του εγώ μας.
Το να πούμε “ναι” στην ψυχή δεν είναι ένας εύκολος στόχος για κανέναν. Η Marianne Williamson γράφει πως “βαθύτερος φόβος μας δεν είναι ότι είμαστε ανεπαρκείς, είναι ότι είμαστε ισχυροί πέρα από το μέτρο”. Το ενδιαφέρον είναι ότι όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό είναι αλήθεια. Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε πιο ισχυροί από ό, τι επιτρέπουμε στον εαυτό μας.
Ο φόβος μάς παραλύει με δύο τρόπους, είτε ως θύματα, είτε ως εν δυνάμει πολεμιστές. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε βασίσει την ταυτότητά μας με την ταύτιση με κάποια εξουσία, οπότε η ελευθερία προκαλεί άγχος.
Έτσι αποκρύπτουμε τον ισχυρό πολεμιστή και την ίδια στιγμή θυματοποιούμαστε, ανακουφίζοντας έτσι τον εαυτό μας από το άγχος που έρχεται με την αληθινή ελευθερία. Είναι μια εντυπωσιακή πτυχή της ανθρώπινης φύσης. Έτσι, δεν θα πρέπει να ανησυχούμε για τα παιδιά που φοβούνται το σκοτάδι, αλλά περισσότερο για τους ενήλικες οι οποίοι φοβούνται το φως.
Εν τέλει ο πόνος προκαλείται όταν επιθυμούμε η παροδικότητα του κόσμου να είναι μόνιμη.
Όπως Neil Gaiman έγραψε “κόλαση είναι κάτι που κουβαλάς μαζί σου, όχι κάποιο μέρος όπου πηγαίνεις”.
Η μόνη κόλαση είναι η εξωπραγματική προσδοκία. Αν θυσιάσουμε την ανάγκη για μονιμότητα και αγκαλιάσουμε την περιπέτεια και την απρόσμενη αλλαγή, τότε θα καταφέρουμε να διαφεύγουμε από την “κόλαση”.
Ας ξεφύγουμε από την τυραννία του γραμμικού και ας ανακαλύψουμε τον κύκλο. Ας απαλλάξουμε τους εαυτούς μας από τα νεκρό βλέμμα του θύματος που εμπεριέχει και εξαπάτηση, και την υποσυνείδητη επιθυμία να προσαρμόσουμε τα πάντα στα δικά μας “θέλω”. Ας προχωρήσουμε με ανοικτό βλέμμα του πολεμιστή και την ολιστική επιθυμία να ενώσει ανθρώπους και φύση. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι ευκολότερο, και όμως, φαίνεται πως τελικά είναι πολύ δύσκολο.

Οικονομική ανάπτυξη κατά της Ζωής

shiva-t02731Πως η οικονομική ανάπτυξη έχει καταστεί Κατά της Ζωής. Η εμμονή με την ανάπτυξη έχει επισκιάσει την ανησυχία μας για την αειφορία, τη δικαιοσύνη και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αλλά οι άνθρωποι δεν είναι μιας χρήσης – η αξία της ζωής βρίσκεται έξω από την οικονομική ανάπτυξη.

Η απεριόριστη ανάπτυξη είναι το όνειρο των επιχειρήσεων, των οικονομολόγων και των πολιτικών. Θεωρείται ως ένα μέτρο προόδου. Ως αποτέλεσμα, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), το οποίο υποτίθεται ότι μετρά τον πλούτο των εθνών, έχει αναδειχθεί ως ο πιο ισχυρός αριθμός και η κυρίαρχη αντίληψη στην εποχή μας. Ωστόσο, η οικονομική ανάπτυξη κρύβει τη φτώχεια που δημιουργεί μέσα από την καταστροφή της φύσης, η οποία με τη σειρά της οδηγεί σε κοινότητες που στερούνται την ικανότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες τους.

Η έννοια της ανάπτυξης προτάθηκε ως μέτρο για την κινητοποίηση πόρων κατά τη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Το ΑΕΠ βασίζεται στη δημιουργία ενός τεχνητού και πλασματικού ορίου, που υποθέτει ότι αν παράγεις ό,τι καταναλώνεις δεν παράγεις. Με αποτέλεσμα, η «ανάπτυξη» να μετράει τη μετατροπή της φύσης σε μετρητά και των αγαθών σε εμπορεύματα.

Έτσι, οι καταπληκτικοί κύκλοι της φύσης που ανανεώνουν το νερό και τα θρεπτικά συστατικά ορίζονται ως μη παραγωγικοί. Σύμφωνα μ’αυτό το μοντέλο ανάπτυξης οι χωρικοί του κόσμου, οι οποίοι παρέχουν το 72% των τροφίμων, δεν παράγουν. Ούτε οι γυναίκες που καλλιεργούν ή κάνουν τις περισσότερες δουλειές στο σπίτι δεν ταιριάζουν σ’αυτό το μοντέλο.


Όταν το νερό αντλείται πέρα από την ικανότητα της φύσης να το ανανεώνει και να το επαναφορτίζει τότε προκαλείται λειψυδρία. Οι γυναίκες αναγκάζονται να περπατήσουν μεγαλύτερες αποστάσεις ψάχνοντας για πόσιμο νερό. Στο χωριό Plachimada στην Kerala όταν η διαδρομή για το νερό έφτασε τα 10 χιλιόμετρα, οι γυναίκες της τοπικής φυλής Mayilamma είπαν «ως εδώ και μη παρέκει». Το κίνημα που ξεκίνησαν οι γυναίκες οδήγησε σταδιακά στο κλείσιμο του εργοστασίου.

Στο ίδιο πνεύμα, η εξέλιξη μας προίκισε με τους σπόρους. Οι αγρότες τους επέλεγαν, τους αναπαρήγαγαν και τους διαφοροποιούσαν, είναι η βάση της παραγωγής τροφής. Ένας σπόρος που ανανεώνεται και πολλαπλασιάζεται παράγει σπόρους για την επόμενη καλλιεργητική περίοδο, όπως επίσης παράγει και φαγητό. Παρ’όλ’αυτά οι σπόροι που αναπαράγονται και διατηρούνται από τους αγρότες δεν θεωρείται ότι συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Δημιουργούν και ανανεώνουν τη ζωή, αλλά δεν οδηγούν σε κέρδη. Η ανάπτυξη ξεκινάει όταν οι σπόροι τροποποιούνται, πατεντάρονται και κλειδώνονται γενετικά εξαναγκάζοντας τους αγρότες να αγοράσουν περισσότερους σε κάθε καλλιεργητική περίοδο.

Η φύση φτωχαίνει, η βιοποικιλότητα διαβρώνεται και μια ανοιχτή ελεύθερη πηγή μετατρέπεται σε πατενταρισμένο εμπόρευμα. Η αγορά σπόρων κάθε χρόνο είναι η συνταγή που οδηγεί τους φτωχούς αγρότες της Ινδίας στο χρέος. Και από τότε που τα μονοπώλια εγκαθιδρύθηκαν, το χρέος των αγροτών αυξήθηκε. Περισσότεροι από 270.000 αγρότες στην Ινδία που πιάστηκαν στην παγίδα του χρέους αυτοκτόνησαν από το 1995.

Η φτώχεια εξαπλώνεται περισσότερο όταν ιδιωτικοποιούνται τα δημόσια συστήματα. Η ιδιωτικοποίηση του νερού, της ηλεκτρικής ενέργειας, της υγείας και της εκπαίδευσης πράγματι έχει δημιουργήσει ανάπτυξη λόγω του κέρδους. Αλλά παράλληλα δημιουργεί φτώχεια εξαναγκάζοντας τους ανθρώπους να ξοδεύουν πολλά χρήματα σε ό,τι ήταν πριν διαθέσιμο σε προσιτή τιμή ως δημόσιο αγαθό. Όταν κάθε πτυχή της ζωής γίνεται εμπορεύσιμο προϊόν, η ζωή γίνεται όλο και πιο ακριβή και οι άνθρωποι φτωχότεροι.

Τόσο η οικολογία όσο και τα οικονομικά προήλθαν από την ίδια ρίζα, «οίκος» την Ελληνική λέξη για το νοικοκυριό ( Η λέξη οίκος εμπεριέχει και την έννοια των ανθρώπων που απαρτίζουν τον οίκο, όπως τους προγόνους και τους απογόνους). Όσο τα οικονομικά εστίαζαν στο νοικοκυριό, αναγνώριζαν και σέβονταν τους φυσικούς πόρους και τα όρια της οικολογικής ανανέωσης. Εστίαζαν στην παροχή των βασικών ανθρώπινων αναγκών μέσα σ’αυτά τα όρια.

Τα οικονομικά επειδή βασίζονταν στο νοικοκυριό ήταν γυναικο-κεντρικά. Σήμερα, τα οικονομικά διαχωρίζονται και αντιτίθενται και στις οικολογικές διεργασίες και στις βασικές ανάγκες. Ενώ η καταστροφή της φύσης δικαιολογείται με βάση την ανάπτυξη, η φτώχια και οι στερήσεις έχουν αυξηθεί. Οδηγούν σε μη βιωσιμότητα και ταυτόχρονα είναι οικονομικώς άδικα.

Το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης έχει στην πραγματικότητα γίνει «κατά της ζωής». Όταν οι οικονομίες μετριούνται μόνο με όρους χρηματικής κίνησης, οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι. Και οι πλούσιοι μπορεί να είναι πλούσιοι σύμφωνα με τη νομισματική ορολογία αλλά είναι κι αυτοί φτωχοί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.

Εν τω μεταξυ, οι απαιτήσεις του σύγχρονου οικονομικού μοντέλου οδηγούν σε πολέμους πόρων, πολέμους για το πετρέλαιο, πολέμους για το νερό, πολέμους για την τροφή. Υπάρχουν τρία επίπεδα βίας που εμπλέκονται στην μη βιώσιμη ανάπτυξη. Η πρώτη είναι η βία εναντίον της γης που εκφράζεται με την οικολογική κρίση. Η δεύτερη είναι η βία εναντίον των ανθρώπων που εκφράζεται με τη φτώχεια, την ανέχεια και τον εκτοπισμό. Η τρίτη είναι η βία του πολέμου και της σύγκρουσης, καθώς οι δυνατοί με τις αδηφάγες ορέξεις τους, πλησιάζουν τους πόρους που βρίσκονται σε άλλες κοινότητες και χώρες.

Η αύξηση της ροής του χρήματος μέσω του ΑΕΠ έχει πια διαχωριστεί από την πραγματική αξία, αλλά αυτοί που συσσωρεύουν οικονομικούς πόρους μπορούν μετά να διεκδικήσουν μερίδιο στους αληθινούς πόρους των ανθρώπων, τη γη και το νερό τους, τα δάση και τους σπόρους τους. Αυτή η δίψα τους οδηγεί στην τελευταία σταγόνα νερού και στο τελευταίο εκατοστό γης πάνω στον πλανήτη. Αυτό δεν είναι το τέλος της φτώχειας. Είναι το τέλος στα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη.

Οι βραβευμένοι με νόμπελ οικονομολόγοι Joseph Stiglitz και Amartya Sen παραδέχτηκαν ότι το ΑΕΠ δεν αποτυπώνει την κατάσταση των ανθρώπων, και καλούν για τη δημιουργία διαφορετικών εργαλείων μέτρησης της ευημερίας των εθνών. Γι’αυτό το λόγο χώρες όπως το Bhutan έχουν υιοθετήσει την ακαθάριστη εθνική ευτυχία στη θέση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος για τον υπολογισμό της προόδου. Πρέπει να δημιουργήσουμε μέτρα πέρα από το ΑΕΠ και οικονομίες πέρα από το παγκόσμιο σούπερ μάρκετ ώστε να αναζωογονήσουμε την πραγματική ευημερία.

Πρέπει να θυμόμαστε ότι το πραγματικό νόμισμα της ζωής είναι η ίδια η ζωή.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Μόνο στην Ἑλλάδα δημιουργήθηκε ἡ θεωρητική σκέψη αὐτόνομα, μόνον ἐδῶ ὑπάρχει γηγενής ἐπιστημονική ὁρολογία…
 
…Ἡ γλώσσα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος πού ἐξελίσσεται παράλληλα με τη ἐξέλιξη τοῦ λόγου και κορυφώνεται στη φιλοσοφία…
Ἑλληνικά, γιατί μόνον ἐδῶ οἱ ἔννοιες προκύπτουν ὀργανικά ἀπό τη γλώσσα. Μόνο στην Ἑλλάδα δημιουργήθηκε ἡ θεωρητική σκέψη αὐτόνομα, μόνον ἐδῶ ὑπάρχει γηγενής ἐπιστημονική ὁρολογία. Ὅλες οἱ ἄλλες γλώσσες ἀντλοῦν ἀπό αὐτήν· εἴτε δανείζονται αὐτούσια τους ὅρους εἴτε τους μεταφράζουν και τους διευρύνουν. Αὐτό το κατόρθωμα τῶν Ἕλλήνων συνέβαλλε ὥστε οἱ ἄλλοι λαοί να ἀναπτυχθοῦν στον τομέα τῆς ὁρολογίας περισσότερο ἀπό ὅ, τι ἐπέτρεπε ἡ δική τους γλώσσα…
 
             Δεν μποροῦμε π.χ. να φανταστοῦμε πῶς θα ἦταν δυνατό να δημιουργηθοῦν ἐπιστήμη και φιλοσοφία στην Ἑλλάδα, ἄν δεν ὑπῆρχε στη γλώσσα το ὁριστικό ἄρθρο…Πῶς θά ἦταν δυνατό να ἐξεικευτεῖ το καθολικό, να ἀναπτυχθεῖ μια ἀφηρημένη ἔννοια ἀπό ἕνα ἐπίθετο ἤ ἕνα ρῆμα, ἄν δεν πρόσφερε το ὁριστικό ἄρθρο τη δυνατότητα να σχηματιστοῦν τέτοιες «ἀφαιρέσεις», ὅπως θα τις ὀνομάζαμε σήμερα; Ἡ ὁμηρική γλώσσα εἶναι περισσότερο ἄναπτυγμένη ἀπό τά κλασικά λατινικά ὅσον ἀφορᾶ στη χρήση τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου. Ὁ Κικέρων καταβάλλει προσπάθεια, για να ἀποδώσει και τις πιο ἁπλές φιλοσοφικές ἔννοιες, γιατί δεν ἔχει στη διάθεσή του το ἄρθρο, και ἔτσι μόνο περιφραστικά μπορεῖ να σχηματίζει ἔννοιες, οἱ ὁποίες στα ἑλληνικά εἶναι σύντομες και φυσικές…
 
            Το ὁριστικό ἄρθρο, πού ἀποτελεῖ μιά ἀφετηρία για τη δημιουργία έπιστημονικῶν ὅρων, ἀναπτύχθηκε στα ἑλληνικά βαθμιαῖα ἀπό τη δεικτική ἀντωνυμία, ἡ ὁποία ἔγινε πρῶτα εἰδικό και ἔπειτα γενικό ἄρθρο…
 
            Και ὁ Ἡσίοδος δεν γνωρίζει ἀκόμη τη χρήση τοῦ ἄρθρου πού συνοδεύει τους ἐπιστημονικούς ὅρους…
 
            Ἡ τραγωδία το χρησιμοποιεῖ ἀπό την ἀρχή, ἰδιαίτερα πρίν ἀπό οὐσιαστικοποιημένα ἐπίθετα πού δηλώνουν κάποια ἀξιολόγηση. Ἀλλά ὁ Αἰσχύλος δεν το χρησιμοποιεῖ ἀκόμη με ἀφηρημένες ἔννοιες…
 
            Την ἐποχή τοῦ Αἰσχύλου ὁ Ἡράκλειτος μιλᾶ για «τή» λειτουργία τῆς σκέψης (ἀπ. 112, 113), για «τό» καθολικό (ἀπ. 2, 14), για «τόν» Λόγο (ἀπ. 50), παρόλο πού χρησιμοποιεῖ τό ἄρθρο σπανιότερα ἀπό ὅ, τι ὁ Πλάτων. Ἡ φιλοσοφική σκέψη του ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτή τη χρήση τοῦ ἄρθρου, και ὁ σχηματισμός τοῦ ἄρθρου εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση για τις ἀφαιρέσεις του. Το ἄρθρο ἔχει την ἰδιότητα να οὐσιαστικοποιεῖ ἕνα ἐπίθετο ἤ ἕνα ρῆμα. Αὐτές οἱ «οὐσιαστικοποιήσεις» τῆς ἐπιστημονικῆς και φιλοσοφικῆς γλώσσας προσφέρουν στη σκέψη σταθερά «ἀντικείμενα»…
 
            Ὑπάρχουν προφανῶς τρεῖς διαφορετικοί τύποι οὐσιστικῶν: τά κύρια ὀνόματα, τά συγκεκριμένα και ἀφηρημένα οὐσιαστικά. Το κύριο ὄνομα χαρακτηρίζει κάτι μεμονωμένο· το συγκεκριμένο οὐσιαστικό ὅμως περικλείει την ἀρχή ἑνός συστήματος, ἀποτελεῖ την κυτταρική μορφή ἐπιστημονικῆς ἀναγωγῆς και ταξινόμησης…
 
            Ὄνομα και συγκεκριμένο οὐσιαστικό εἶναι μᾶλλον δύο παράλληλες μορφές τῆς γλώσσας πού χαρακτηρίζουν τά υλικά ἀντικείμενα τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος περιβάλλει τον ἄνθρωπο. Ὡστόσο τά οὐσιαστικά δεν περιορίζονται μόνο στό ρόλο αὐτόν. Ἀφαιρέσεις ὅπως «ἡ σκέψη», «το καθολικό» οὔτε ὀνόματα εἶναι, γιατί δεν δηλώνουν κάτι τό ἀτομικό και προσωπικό, οὔτε περιλαμβάνουν, ὅπως τά συγκεκριμένε οὐσιαστικά, ἕνα πλῆθος ἀντικείμενα· γι’ αὐτόν τον λόγο ἄλλωστε και δεν μποροῦν να σχηματίσουν πληθυντικό ἀριθμό…Το ἀφηρημένο οὐσιαστικό ὅμως, δημιουργεῖται για πρώτη φορά στην ἐξελιγμένη σκέψη…Πολλές λέξεις, πού ἀργότερα θεωροῦνται ἀφηρημένα οὐσιαστικά, ἦταν ἀρχικά (μυθικά) ὀνόματα…
 
            Μια δεύτερη προδρομική μορφή ἀφηρημένης σκέψης εἶναι ἡ ἀναφορά στα ὄργανα τοῦ σώματος, κάθεφορά πού πρέπει να δηλωθεῖ ἡ λειτουργία τους…
 
            Αὐτές οἱ δύο προδρομικές μορφές τῶν ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν, το μυθικό ὄνομα και το συγκεκριμένο οὐσιαστικό, πού χρησιμοποιεῖται μεταφορικά, ἀφοροῦν σε κάτι ἄυλο – ζωντανό, ἔμψυχο, πνευματικό, δυναμικό κ.τ.λ. – το ὁποῖο δεν μπορεῖ να το ἐκφράσει το κύριο ὄνομα ἤ το συγκεκριμένο οὐσιαστικό. Τόσο ἡ μεταφορά ὅσο και ἡ προσωποποίηση συλλαμβάνουν το ἄυλο στοιχεῖο ἀνθρωπομορφικά ἤ φυσιογνωμικά, δηλαδή ὡς ἀποτέλεσμα ἤ ἔκφραση ἑνός ὑλικοῦ ὄντος. Ἡ ὕπαρξη ὅμως ἐπιστήμης εἶναι δυνατή μόνο ὅταν ὑλικό και ἄυλο διαχωρίζονται ἀπόλυτα, ὅταν γίνεται διάκριση ἀνάμεσα σε κινοῦν και κινούμενο, ἀνάμεσα σε ὕλη και δύναμη, ἀνάμεσα σε αντικείμενο και ἰδιότητα. Αὐτές οἱ διακρίσεις δημιουργοῦνται για πρώτη φορά, ὅταν μπορεῖ να περιγράψει κάποιος το ἄυλο με ἀξιόπιστο και ἀπαρεξήγητο τρόπο. Ἡ κατάλληλη γλωσσική μορφή στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἡ οὐσιαστικοποίηση τῶν ρημάτων και τῶν ἐπιθέτων. Οἱ ἀφαιρέσεις τοῦ Ἡράκλειτου ἀποτελοῦν ἑπομένως ἀπαραίτητη προϋπόθεση για την ἀνάπτυξη τῆς φυσικῆς ἐπιστήμης, ἔστω κι ἄν ὁ ἴδιος δεν ἐνδιαφέρεται γι αὐτήν. ἀλλά θέλει να συλλάβει το νόημα τῆς ζωῆς στο σύνολό της, δηλαδή τόσο την ὑλική ὅσο και την ἄυλη πλευρά της.
            Ἡ λειτουργία τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου στις οὐσιαστικοποιήσεις εἶναι τριπλή: (α) ὁρίζει το μη συγκεκριμένο· (β) το καθιστᾶ καθολικό, και (γ) ἐπαναπροσδιορίζει και ἐξειδικεύει το καθολικό, ὥστε να μποροῦμε να ἐκφέρουμε κρίσεις σχετικά με αὐτό…
 
            Ἡ ἀνάγκη σχηματισμοῦ τοῦ ἄρθρου προκύπτει ὅταν σ’ ἕνα συγκεκριμένο οὐσιαστικό ἡ γενική σημασία του ὑπερισχύει σε τέτοιο βαθμό, ὥστε για να δηλωθεῖ το μεμονωμένο, το συγκεκριμένο ἀντικείμενο, ἀπαιτεῖται ἡ προσθήκη ἑνός προσδιορισμοῦ πού ἐξατομικεύει…
 
            Ἑπομένως ἡ ἔννοια παρουσιάζει τά χαρακτηριστικά πού ἀνήκουν στους τρεῖς τύπους τοῦ οὐσιαστικοῦ: το ὄνομα, το συγκεκριμένο και το ἀφηρημένο οὐσιαστικό. Ἡ λογική σκέψη εἶναι προϊόν διασταύρωσης και τῶν τριῶν τύπων, γι’ αὐτό και εἶναι δύσκολο να συλλάβουμε την ἰδιότυπη φύση της.
            Τά ἀφηρημένα οὐσιαστικά πού δημιουργήθηκαν ἀπό οὐσιαστικοποίηση ἐπιθέτων και ρημάτων ἐκφράζουν αὐτόν τόν μετασχηματισμό μιᾶς κρίσης σε ἀντικείμενο μιᾶς κρίσης με την ἴδια σαφήνεια ὅπως και τά γνήσια οὐσιαστικά…
 
            Πραγματικά, τά ὅρια ἀνάμεσα στο οὐσιαστικό και το ἐπίθετο εῖναι ρευστα.
            Ἡ ἀφετηρία οὐσιαστικοποίησης τοῦ ρήματος βρίσκεται στους λεγόμενους ὀνοματικούς τύπους τοῦ ρήματος, το ἀπαρέμφατο και τη μετοχή, πού ἀποτελοῦν συγχρόνως και τις μοναδικές δυνατότητες οὐσιαστικοποίησης τοῦ ρήματος…Το πρῶτο βῆμα στο σχηματισμό μιᾶς ἀφηρημένης ἔννοιας εἶναι ἡ χρήση τοῦ ἀπαρεμφάτου στη θέση κατηγορουμένου, γιά να δηλωθεῖ το «καθολικό». Το ἑπόμενο βῆμα εἶναι ἡ προσθήκη τοῦ ὁριστικοῦ ἄρθρου στο ἀπαρέμφατο, το ὁποῖο με τη σειρά του μετασχηματίζεται σε ἄντικείμενο μιᾶς κρίσης πού ἔχει ὡς κατηγορούμενο μιά ἀκόμη πιο γενική ἔννοια…
 
            Ἡ ἐνεργητική μετοχή ἀποτελεῖ ἕνα περιεκτικό τύπο πού χαρακτηρίζει ἕνα ὄργανο και τη λειτουργία του…Η παθητική μετοχή ἐκφράζει το ἀποτέλεσμα μιᾶς δράσης καί εἶναι ἰδιαίτερα σημαντική για το σχηματισμό ἀφηρημένων οὐσιαστικῶν, ἰδίως στήν περιοχή τῆς νόησης, ὅπου το ἀποτέλεσμά της, δηλαδή ἡ συγκεκριμένη σκέψη, δεν ὑπάρχει χωριστά ἀπό τη δράση, ἑπομένως ἔξω ἀπό τη νοητική διαδικασία…
 
            Τά οὐσιαστικά πού παράγονται ἀπό ρήματα μποροῦν να δηλώνουν συγχρόνως το ὄργανο, τη λειτουργία του και το ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς λειτουργίας…
 
            Ἡ πολυσήμαντη ζωτικότητα τοῦ ρήματος ἐγκαταλείπεται για χάρη τῆς ἐννοιολογικῆς σαφήνειας, και ἔτσι ὁλοκληρώνεται μι α ἐξέλιξη πού ἄρχισε ἤδη στην πρωτόγονη γλώσσα. Σε μια μακρόχρονη και σύνθετη ἐξελικτική πορεία διασταυρώνονται μεταξύ τους ὀνοματικοί και ρηματικοί γλωσσικοί τύποι, καθώς ἐπίσης και οἱ τρεῖς βασικές μορφές τοῦ οὐσιαστικοῦ – το ὄνομα, το συγκεριμένο και το ἀφηρημένο ουσιαστικό. Χάρη σ’ αὐτές τις διασταυρώσεις δημιουργεῖται το λογικό στοιχεῖο, ἡ ἔννοια…
 
            Ἡ ἴδια τέλος δασταύρωση παρατηρεῖται και στην ἀφηρημένη σύλληψη τοῦ πνεύματος, την ὁποία προετοίμασαν οἱ λυρικοί ποιητές και ὁλοκλήρωσε ὁ Ἡράκλειτος….
 
            Ἡ λογική ἐπίσης δεν εἰσέρχεται στη γλώσσα ὡς ξένο στοιχεῖο· ἡ ἀρχική της θέση εἶναι στην ἴδια τη γλώσσα. Ὡστόσο ἡ γλώσσα ἀνέπτυξε βαθμιαῖα ὅλα ἐκεῖνα τά μέσα με τά ὁποῖα ἐκφράζει τη λογική σκέψη…
 
Ἀπό τη στιγμή ὅμως πού καβάλλεται ἡ προσπάθεια να γίνει κατανοητό το αὐτονόητο, το πνεῦμα ἀποκτᾶ την ἀκπληκτική ἱκανότητα να ἀνακαλύπτει τον ἑαυτό του. Ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος δεν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ἡ ἀνακάλυψη τοῦ πνεύματος ἀπό τον ἴδιο τον ἑαυτό του…
 
            Το γεγονός αὐτό κάνει δυνατή την παρμενίδεια ταύτιση ἀνάμεσα σ’ αὐτό πού ὑπάρχει και στη σκέψη…
 
            Οἱ Ἕλληνες δεν προχώρησαν πέρα ἀπό τη μέτρηση ἀποστάσεων, βαρῶν και τοῦ χρόνου, Σε ἕνα μόνο σημεῖο προσπάθησαν να προχωρήσουν βαθύτερα. Οἱ Πυθαγόρειοι ἐξίσωσαν το ὕψος τῶν ἤχων με το μῆκος τῶν χορδῶν…
 
            Ἦταν εὔκολο για τους Ἕλληνες να συλλάβουν τις ἰδιότητες ὡς μορφές στο χῶρο, γιατί πίστευαν ὅτι οἱ μορφές αὐτές ἀναπαριστοῦν τήν ἀντικειμενική πραγματικότητα. Βασικά, ἐδῶ συναντοῦμε την ἀρχή τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης, ἡ ὁποία ἀνάγει τά δεδομένα τῶν αἰσθήσεων σε μορφές μαθηματικά κατανοητές, ἐνῶ ἡ μη ἐπιστημονική μεταφυσική τοῦ Ἡράκλειτου π.χ. προσπαθεῖ να κατανοήσει τις ἀντιθέσεις πού προστατεύουν οἱ αἰσθήσεις ὡς ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς πραγματικότητας…
            Ὁ Πλάτων ἐνδιαφέρεται κυρίως για τη «δράση», ἐνῶ ὁ Ἡράκλειτος για την ψυχή, ἡ ὁποία στην πραγματικότητα οὔτε δρᾶ οὔτε κνεῖται, ἀλλά «ζεῖ» και «μεταβάλλεται» χάρη στις ἀντιθέσεις. Ὁ Δημόκριτος, ἀντίθετα, τονίζει με ἔμφαση την κίνηση ὄχι μόνο στον τομέα τῆς ψυχολογίας, ἀλλά και στην παρατήρηση τῆς φύσης, γιατί ἡ ἐπιστημονική σκέψη θεωρεῖ κίνηση ὅ, τι συλλαμβάνεται και ἐκφράζεται με ρῆμα…
 
            Ὁ Ἀριστοτέλης διαχωρίζει για πρώτη φορά με σαφήνεια το πνευματικό ἀπό το σωματικό στοιχεῖο θεωρώντας το πρῶτο αἰτία και το δεύτερο ἀποδέκτη τῆς κίνησης…
 
            Ἡ γλώσσα συλλαμβάνει τις δραστηριότητες ἀνάλογα με τις ἐντυπώσεις πού προκαλοῦν στις αἰσθήσεις. Ἡ ἑλληνική γλώσσαα ἀντιλαμβάνεται μια πράξη εἴτε ὡς κατάσταση – πού ἐκφράζεται με το ἐστωτικό θέμα – εἴτε ὡς συμβάν – ὁπότε χρησιμοποιεῖται ὁ ἀόριστος – εἴτε ὡς ἀποτέλεσμα – ὁπότε χρησιμοποιεῖται ὁ παρακείμενος…
 
            Οἱ Ἕλληνες δεν ἀναγνώρισαν την ἀποσία τῆς λογικῆς στην κίνηση. Μόνο ὁ Ζήνων πλησίασε, ἀλλά ἡ ἀπουσία τῆς λογικῆς τον ὁδήγησε στο συμπέρασμα ὅτι δεν μπορεῖ να ὑπάρχει κίνηση. Οἱ Ἕλληνες δεν γνωρίζουν την πραγματική ἔννοια τῆς κίνησης. Δε εἶναι ἑπομένως περίεργο το γεγονός ὅτι δεν διατύπωσαν κανόνες για την κίνηση, ἐκτός ἴσως ἀπό τη διαπίστωση τῶν ἁπλῶν περιόδων.
            Ἀπό τους τομεῖς τῆς σύγχρονης φυσικῆς μόνο ἡ μηχανική και ἡ ὀπτική ἀπέκτησαν ἐπιστημονική σημασία στη Ἑλλάδα. Ἴσως θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και την ἀκουστική πού καλλιέργησαν οἱ Πυθαγόρειοι. Αὐτές οἱ περιοχές ἔρευνας ἀσχολοῦνται με τις σταθερές, τις στατικές θέσεις…
 
Ἡ γλώσσα εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς δομῆς τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος πού ἐξελίσσεται παράλληλα με τη ἐξέλιξη τοῦ λόγου και κορυφώνεται στη φιλοσοφία…

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΜΙΑΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

image001Ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι ἕ­νας ἰ­δι­αί­τε­ρος τρό­πος ἀν­τί­λη­ψης το­ῦ κό­σμου· ἄλ­λοι τρό­ποι εἶ­ναι, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ἡ θρη­σκεί­α ἤ ἡ τέ­χνη. Ὡς ἐκ τού­του, ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου. Ἀ­πο­κλεί­ει συ­νει­δη­τά τίς ἄλ­λες ἑρ­μη­νεῖ­ες κι αὐ­τό κα­θι­στᾶ τή μο­νο­μέ­ρειά της ἀ­κό­μα πιό τρο­μα­κτι­κή. Κα­τά συ­νέ­πεια καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι μιά μο­νο­με­ρής γλώσ­σα πού ἀ­γνο­εῖ ἤ ἐ­κτο­πί­ζει συγ­κε­κρι­μέ­νες γλωσ­σι­κές δο­μές ἐ­νῶ ἄλ­λες τίς εὐ­νο­εῖ.
Ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή ἐ­πι­στή­μη ἀ­νά­γε­ται στούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες. Καί στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με τί συμ­βαί­νει στή γλώσ­σα, ὅ­ταν ἀρ­χί­ζει νά δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ὁ «ἐ­πι­στη­μο­νι­κός» λό­γος. Ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι αὐ­τό­χθων μό­νο στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα – ὅ­που ἀλ­λοῦ ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀρ­γό­τε­ρα, δα­νεί­ζε­ται ὅ­ρους ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, τούς με­τα­φρά­ζει καί δι­ευ­ρύ­νει τή ση­μα­σί­α τους.
Ὅ­ταν μι­λᾶ­με γιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, ἐν­νο­οῦ­με κα­τ’ ἀρ­χάς τήν ὁ­ρο­λο­γί­α. Οἱ νέ­ες εἰ­δι­κό­τη­τες πού συ­νε­χῶς ἐμ­φα­νί­ζον­ται χρη­σι­μο­ποι­οῦν νέ­ες λέ­ξεις, οἱ ὁ­ποῖ­ες κα­τά με­γά­λο μέ­ρος σχη­μα­τί­ζον­ται ἀ­πό τά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά – ἤ ἀ­πό τά λα­τι­νι­κά, πού καί αὐ­τά ὀ­φεί­λουν πολ­λά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Αὐ­τές οἱ λέ­ξεις δη­μι­ουρ­γοῦν­ται συ­νει­δη­τά, μί­α – μί­α, ἀ­πό με­μο­νω­μέ­νους ἐ­ρευ­νη­τές καί τό πα­ρά­δο­ξο εἶ­ναι ὅ­τι ἡ πλη­θώ­ρα αὐ­τή τῶν ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶν ὅ­ρων δέν ἀ­νή­κει σέ κα­μί­α ζων­τα­νή γλώσ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ὅ­μως, εἰσ­δύ­ουν σέ κά­θε γλώσ­σα, ἐ­φό­σον στή γλώσ­σα αὐ­τή σκε­φτό­μα­στε καί μι­λᾶ­με (ἤ γρά­φου­με) μέ τούς ὅ­ρους τῆς ἐ­πι­στή­μης. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συγ­κρό­τη­σαν ἕ­να δι­ε­θνές γλωσ­σι­κό ἰ­δί­ω­μα, τό ὁ­ποῖ­ο αὐ­τό κα­θαυ­τό κα­νείς δέν τό κα­τα­λα­βαί­νει, οὔ­τε οἵ εἰ­δι­κοί – ἐ­πει­δή ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον δέν ξέ­ρουν ἀρ­χαῖ­α ἕλ­λη­νι­κα – οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι – ἐ­φό­σον δέν γνω­ρί­ζουν τό ἀν­τι­κεί­με­νο στό ὁ­ποῖ­ο οἱ ὅροι αὐ­τοί ἀ­να­φέ­ρον­ται. Πα­ρό­λα αὐ­τά, στό ἰ­δί­ω­μα αὐ­τό μπο­ρεῖ νά συ­νεν­νο­η­θεῖ κα­νείς ἐ­ξαι­ρε­τι­κά κα­λά ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἐ­θνι­κό­τη­τας.
Δέν θά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τό πώς οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί φι­λό­σο­φοι, καί μά­λι­στα οἱ Σο­φι­στές, προ­ε­τοί­μα­σαν τό ἔ­δα­φος γιά μιά τέ­τοι­α ὁ­ρο­λο­γί­α ἤ μέ τό πώς ὁ Πλά­τω­νας καί ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης τήν προ­ώ­θη­σαν δυ­να­μι­κά. Θά πῶ ὅ­μως ὅ­τι ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος εἶ­ναι μιά πο­λύ πε­ρι­πε­τει­ώ­δης ἱ­στο­ρί­α πού ξε­κί­να ἀ­πό τούς Ἕλ­λη­νες τῆς ἀρ­χα­ϊ­κῆς πε­ρι­ό­δου.
Ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος ἑλ­λη­νι­κός φι­λο­σο­φι­κός καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος πού γνω­ρί­ζου­με εἶ­ναι τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Βέ­βαι­α ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο (Ἰ­λιά­δα II, 446) ὁ Πο­σει­δώ­νας ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι δι­α­σκορ­πι­σμέ­νοι ἐ­π’ ἄ­πει­ρον γαῖ­αν καί στήν Ὀ­δύσ­σεια (δ. 510) δι­α­βά­ζου­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἐκ­σφεν­δο­νί­στη­κε, κα­τά πόν­τον ἀ­πεί­ρο­να. Κι αὐ­τό φυ­σι­κά ση­μαί­νει ὅ­τι κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ ποῦ τε­λει­ώ­νει ἡ στε­ριά ἤ ἡ θά­λασ­σα· ὅ­τι ὅ­σο φτά­νει τό μά­τι, ὑ­πάρ­χει μό­νο στε­ριά ἤ θά­λασ­σα. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ὅ­μως εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος φι­λό­σο­φός του ὁ­ποί­ου δι­α­θέ­του­με ἀ­πο­σπά­σμα­τα καί ὁ ὁ­ποῖ­ος μι­λᾶ γιά τό ἄ­πει­ρον καί τό θέ­τει ὡς ἀρ­χή καί βά­ση τοῦ ὄν­τος.
Ἐ­δῶ συμ­βαί­νει κά­τι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­δο­ξο. Μιά λέ­ξη πού δέν δη­λώ­νει τί­πο­τα θε­τι­κό ἀλ­λά ἁ­πλῶς δι­α­πι­στώ­νει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει ἕ­να τέ­λος ἤ κά­ποι­ο ὅ­ριο, χά­νει τήν ἀρ­χι­κή, οὐ­δέ­τε­ρη ση­μα­σί­α της. Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος κα­ταρ­γεῖ ἀ­να­φαν­δόν καί συ­νει­δη­τά τή λέ­ξη ἀ­πό τό λε­ξι­λό­γιο τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς ὑ­πο­κεί­με­νου τῆς γνώ­σης. Οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό ἐ­πί­θε­το, δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­να ἀν­τι­κεί­με­νο τό ὁ­ποῖ­ο δέν ἀ­παν­τᾶ στόν ἐμ­πει­ρι­κό κό­σμο. Τό πιό πα­ρά­λο­γο εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τή ἡ τό­σο τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νη ἔν­νοι­α δέν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­σα­φής καί ἀ­κα­θό­ρι­στη ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά ὁ­ρι­στεῖ μέ ἀ­κρί­βεια καί χω­ρίς ἀν­τι­φά­σεις. Μπο­ρεῖ μά­λι­στα νά ὑ­πο­κα­τα­στα­θεῖ ἀ­πό ἕ­να μα­θη­μα­τι­κό σύμ­βο­λο, τό ὁ­ρι­ζόν­τιο 8 [].
Τί συ­νέ­βη; Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τή γλώσ­σα μ’ ἕ­ναν και­νούρ­γιο τρό­πο, στό ἐ­πί­πε­δό της λέ­ξης. Ἡ λέ­ξηἄ­πει­ρον ὅ­μως ξε­περ­νᾶ ὄν­τως τήν κοι­νή ση­μα­σί­α της και, ἄν τό δοῦ­με αὐ­στη­ρά, δεν θά ἔ­πρε­πε ὁ Ὅ­μη­ρος νά κά­νει λό­γο γιά «ἀ­τέ­λει­ω­τη» θά­λασ­σα ἤ ξη­ρά «δί­χως ὅ­ρια». Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅ­μη­ρος ξέ­ρει ὅ­τι πί­σω ἀ­πό τή θά­λασ­σα βρί­σκον­ται ἡ Κρή­τη ἤ ἡ Αἴ­γυ­πτος, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν μπο­ρεῖ κα­νείς νά τίς δι­α­κρί­νει. Αὐ­τό πού ὄν­τως «δέν ἔ­χει τέ­λος» (ἄ­πει­ρον) ξε­περ­νᾶ αὐ­τό πού ὁ ἄν­θρω­πος νο­μί­ζει πώς δέν ἔ­χει ὅ­ρια.
Ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος δη­μι­ούρ­γη­σε – ἔ­τσι πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε – ἀ­πό λέ­ξη τῆς κα­θο­μι­λου­μέ­νης ἤ τῆς ποί­η­σης μιάν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α. Τά ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κά τοῦ ἔ­δω­σαν ἕ­να μέ­σο, τή δυ­να­τό­τη­τα, δη­λα­δή, να κα­τα­σκευά­ζει ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά χρη­σι­μο­ποι­ών­τας πρίν ἀ­πό το ἐ­πί­θε­το τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, π.χ. τό ἄ­πει­ρον. Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο και οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι φι­λό­σο­φοι ἔ­φτια­ξαν καί ἄλ­λα τέ­τοι­α ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, τό ἀ­γα­θόν, κ.λπ. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ἀρ­χή μιᾶς μή ἐ­λεγ­χό­με­νης ἐ­ξέ­λι­ξης. Φι­λό­σο­φοι καί ἐ­ρευ­νη­τές, γιά νά κα­λύ­ψουν τίς ἀ­νάγ­κες τους δη­μι­ουρ­γοῦν και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να, ἀν­τι­κεί­με­να τῆς σκέ­ψης τους. Ἡ ὁ­ρο­λο­γί­α πού δη­μι­ούρ­γη­σαν εἶ­ναι ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἡ κο­ρω­νί­δα τοῦ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ λό­γου.
Ἀλ­λά προ­τοῦ ἐ­πι­στρέ­φω στό τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ καί στό πώς ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά τό ἐκ­φρά­σει, θά ἤ­θε­λα νά δεί­ξου­με ἕ­να ἀ­κό­μα πα­ρά­δειγ­μα ὅ­τι ἡ γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης με­τα­πλά­θει τόν φυ­σι­κό λό­γο καί δέν τοῦ πα­ρέ­χει ἁ­πλῶς νέ­ους ὅ­ρους. Ἄν μπο­ροῦ­σε κα­νείς σή­με­ρα νά ρω­τή­σει ἕ­ναν ἀρ­χαῖ­ο Ἕλ­λη­να βο­σκό «Πό­σων χρό­νων εἶ­σαι;», ὁ βο­σκός μᾶλ­λον θά τόν κοί­τα­ζε ἔκ­πλη­κτος, θά ἔ­βγα­ζε ἀ­πό τό που­κά­μι­σό του τό δερ­μά­τι­νο πουγ­κί του, θά τό ἄ­νοι­γε καί θά τοῦ ἔ­λε­γε: «Νά τά χρή­μα­τά μου. Τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί μπο­ρεῖ νά μοῦ τά κλέ­ψουν. Τά χρό­νια μου ὅ­μως δέν τά ἔ­χω με­τρή­σει, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Γι’ αὐ­τον τόν βο­σκό ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση δέν ἔ­χει νό­η­μα, ἄν δέν σχε­τί­ζε­ται μέ μιά πρα­κτι­κή ἀ­νάγ­κη, νά ἐ­λέγ­ξει ὅ­σα εἶ­χε ἤ­δη μί­α φο­ρά κα­τα­με­τρή­σει. Ἐ­πι­πλέ­ον καί ἐν σχέ­σει πρός τό γε­γο­νός αὐ­τό, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση συν­δέ­ε­ται μέ ἀν­τι­κεί­με­να πού μπο­ροῦν νά με­τρη­θοῦν. Τό τί ση­μαί­νει αὐ­τό γί­νε­ται σα­φές μό­νον ἀ­πό τά νο­μί­σμα­τα πού με­τρή­θη­καν καί ἀ­πό τήν προ­σω­πι­κή πρά­ξη τῆς κα­τα­μέ­τρη­σης. Στή γλούσ­σα μας, πού ἔ­χει ἤ­δη ἐμ­πο­τι­στεῖ σέ με­γά­λο βαθ­μό ἀ­πό ἐ­πι­στι­μο­νι­κούς ὄ­ο­ους, ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση εἶ­ναι κά­τι θε­ω­ρη­τι­κό καί ἀ­φη­ρη­μέ­νο. Δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἕ­νας τε­χνη­τά κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος ἐ­πι­στη­μο­νι­κός ὅ­ρος. Εἶ­ναι λέ­ξη τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἐν τού­τοις δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τόν «ἁ­πλοι­κό» λό­γο, πού δέν ἔ­χει ἐ­πη­ρε­α­στεῖ. Μο­λο­νό­τι σή­με­ρα ἔ­χει με­τα­βλη­θεῖ οὐ­σι­α­στι­κά ἡ ση­μα­σί­α τῶν λέ­ξε­ων «με­τρῶ» στήν γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί «κα­τα­με­τρη­τέ­ος», πα­ρό­λα αὐ­τά. εἴ­μα­στε σέ θέ­ση νά τίς κα­τα­νο­ή­σου­με καί γιά τόν λό­γο αὐ­τό ἐ­πέ­λε­ξα ἕ­να τέ­τοι­ο πα­ρά­δειγ­μα. Οἱ λέ­ξεις μπο­ρεῖ ν’ ἄλ­λα­ξαν ση­μα­σί­α· δι­α­τή­ρη­σαν ὅ­μως κά­τι. Ἡ πα­λαι­ό­τε­ρη ση­μα­σί­α ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά δι­α­φαί­νε­ται πα­ρά τή μο­νο­μέ­ρεια πού ἐ­πέ­βα­λε ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος.
Τέ­τοι­ες με­τα­βο­λές δέν ὑ­πέ­στη μό­νον ἡ ἔν­νοι­α με­μο­νω­μέ­νων λέ­ξε­ων ἀλ­λά καί ἡ ἐκ­φο­ρά τοῦ λό­γου ἐν συ­νό­λω. Ὁ βο­σκός δέν θά ἔ­λε­γε ἁ­πλῶς: «Λέν ἔ­χω με­τρή­σει τά χρό­νια μου, για­τί κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά μοῦ τά πά­ρει». Θά ἔ­δει­χνε πα­ρα­στα­τι­κά καί δι­ε­ξο­δι­κά τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα σέ ὅ,τι ἔ­χει ἤ­δη κα­τα­με­τρη­θεῖ καί σέ ὅ,τι εἶ­ναι δυ­να­τόν νά κα­τα­με­τρη­θεῖ. Μέ τήν ἀν­τί­θε­ση αὐ­τή ἔ­γι­νε εὔ­λο­γη ἡ εἰ­κό­να. Αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­ο­ους ἡ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α μᾶς εἶ­ναι οἰ­κεί­α ἀ­πό τήν ἀρ­χα­ϊ­κη λυ­ρι­κή ποί­η­ση. Τό λε­γό­με­νο Priamel ἐ­νι­σχύ­ει ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρι­σμό πα­ρα­βάλ­λον­τας τόν μέ ἕ­ναν ἀν­τι-ι­σχυ­ρι­σμό. Ἄν θε­λή­σει κα­νείς νά πεῖ π.χ. πώς ὁ ἔ­ρω­τας εἶ­ναι δυ­να­τή φω­τιά, ἀρ­χί­ζει ἔ­τσι: «Κα­μιά φω­τιά, κα­νέ­να κάρ­βου­νο δέν μπο­ρεῖ νά κά­ψει τό­σο…». Ἀλ­λά γι’ αὐ­τό θά μι­λή­σου­με καί στή συ­νέ­χεια. Πρῶ­τα ὅ­μως ἐ­πεί­γει νά ποῦ­με τό ἑ­ξῆς: ὅ­που ἀ­να­πτύσ­σε­ται ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος, ἡ δο­μή γλώσ­σας με­τα­βάλ­λε­ται, ὄ­χι μό­νον ἐ­πει­δή δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­γι­ες λέ­ξεις ἀλ­λά καί ἐ­πει­δή ἀλ­λά­ζει ἡ ση­μα­σί­α ἀρ­χαι­ό­τε­ρων λέ­ξε­ων καί τρο­πο­ποι­εῖ­ται ἡ σύν­τα­ξη. Ὅ­πως κά­θε γλώσ­σα ἔ­χει ἕ­να σύ­στη­μα καί ὅ­λες οἱ προ­τά­σεις γί­νον­ται κα­τα­νο­η­τές στίς ἀ­μοι­βαῖ­ες σχέ­σεις τους μέ­σα σ’ αὐ­τό τό σύ­στη­μα, ἔ­τσι καί ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα ἔ­χει τή δι­κή της δο­μή. Ὅ­λοι συμ­φω­νοῦ­με ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας καί γι’ αὐ­τό ἄλ­λω­στε ἀ­σχο­λού­μα­στε μα­ζί της. Ἀλ­λά τό ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά πλη­ρώ­σου­με ἀ­κρι­βά τό κέρ­δος μας αὐ­τό, εἶ­ναι κά­τι πού θά τό μά­θου­με ἀ­πό τόν ἀρ­χαῖ­ο βο­σκό πρίν τόν ἀ­πο­χω­ρι­στοῦ­με. Ποι­ός δέν πα­ρα­τή­ρη­σε ὅ­τι ὁ λό­γος του εἶ­ναι πιό φυ­σι­κός ἀ­πό τόν δι­κό μας, πού εἶ­ναι τό­σο καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος;
Στά δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα πού χρη­σι­μο­ποι­ή­σα­με, οἱ λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» ἀ­πο­τέ­λε­σαν ὅ­ρους μί­ας ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἀ­πό τή στιγ­μή πού ἡ κα­τα­μέ­τρη­ση καί ἡ ἀ­ρίθ­μη­ση ἀ­πέ­κτη­σαν ση­μα­σί­α γιά μας, ἀ­πό τή στιγ­μή, δη­λα­δή, πού ἀ­πο­μο­νώ­σα­με τίς ἔν­νοι­ες τοῦ α­ριθ­μοῦ καί τοῦ μέ­τρου στή γλώσ­σα ἀ­πο­γυ­μνώ­νον­τάς τες ἀ­πό κά­θε συ­ναι­σθη­μα­τι­κή καί πρα­κτι­κή ἀ­να­φο­ρά. Ἐ­μᾶς, πού εἴ­μα­στε ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νοι μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, δέν μᾶς ἐκ­πλήσ­σει πού μιά ἐπ­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα προ­ε­τοι­μά­ζει τό ἔ­δα­φος γιά τήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Πα­ρά τό γε­γο­νός ὅ­τι οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες πρῶ­τοι ἔ­φτα­σαν στήν κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, σέ μᾶς φαί­νε­ται μᾶλ­λον ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος καί ὁ βο­σκός χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τίς λέ­ξεις ἄ­πει­ρον καί «με­τρῶ» μέ ἀ­σα­φῆ ση­μα­σί­α, κα­θώς δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζου­με στίς λέ­ξεις αὐ­τές τήν ἔν­νοι­α πού σή­με­ρα πλέ­ον τούς προσ­δί­δου­με.
Τό ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ ὡς δυ­να­τό­τη­τα ὑ­πάρ­χει καί στήν πρω­τό­γο­νη γλώσ­σα. Δέν ὑ­πάρ­χει που­θε­νά ἀλ­λοῦ πα­ρά μό­νο στή γλώσ­σα και, ἀ­κό­μα κι ἄν δέν ἔ­χει ἀ­να­κα­λυ­φθεῖ, μπο­ρεῖ νά ἔρ­θει στό φῶς φυ­σι­κά καί ἀ­βί­α­στα.
Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί μέ ἄλ­λες ἔν­νοι­ες, ὄ­χι μό­νον τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ. Φαί­νε­ται πώς ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ μί­α μα­κρά ἑ­νια­ία ἐ­ξέ­λι­ξη.
Καί στό ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ εἰ­δέ­ναι καί τοῦ γνῶ­ναι, οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἀ­πέ­σπα­σαν στα­δια­κά ἀ­πό τίς κα­θη­με­ρι­νές λέ­ξεις ὅ,τι τίς κα­θι­στοῦ­σε χρή­σι­μες καί γό­νι­μες στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλο­όσ­σα καί μά­λι­στα μέ τόν ἴ­διο τε­χνη­τό – καί ὅ­μως τό­σο φυ­σι­κό – τρό­πο.
Ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «ἔ­χω δεῖ». Πε­ρι­γρά­φει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας συγ­κε­κρι­μέ­νης ἐμ­πει­ρι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης – τήν ἥτ­τα, δη­λα­δή, πού ὑ­πέ­στη ἡ ὁ­ποί­α πνευ­μα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά ὑ­πάρ­χει στό «βλέ­πω» – καί ἀρ­γό­τε­ρα, τήν κα­θα­ρά νο­η­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς γνώ­σης, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τόν τρό­πο πού ἀ­πο­κτή­θη­κε. Ὅ­πως θά φα­νεῖ, ἡ γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως ἦ­ταν πάν­τα ἕ­να εἶ­δος μον­τέ­λου ἐ­πί τῇ βά­σει τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες ἔ­τει­ναν νά ἑρ­μη­νεύ­ουν καί τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μ’ ἄλ­λους τρό­πους. Στόν Ὅ­μη­ρο (κυ­ρί­ως σ’ αὐ­τόν, ἄν καί ἡ ἀρ­χι­κή ση­μα­σί­α δι­α­τη­ρή­θη­κε καί στούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους) τό εἰ­δέ­ναι ση­μαί­νει «κα­τέ­χω». «ξέ­ρω», ὅ­πως τό savoir στά γαλ­λι­κά. Ἤ­δη στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη εἶ­χε τό­σο εὐ­ρεί­α ση­μα­σί­α, ὥ­στε κα­τόρ­θω­σε στή συ­νέ­χεια νά κα­λύ­ψει τίς ἀ­νάγ­κες τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης. Καί ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μαν­τι­κό ἐ­πί­τευγ­μα ὅ­τι σέ σχε­τι­κά πρώ­ι­μη ἐ­πο­χή προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τό ρῆ­μα ἤ εἰ­δι­κό­τε­ρη ση­μα­σί­α τῆς πνευ­μα­τι­κῆς/νο­η­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας.
Δι­α­φο­ρε­τι­κά εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα μέ τή λέ­ξη γνῶ­ναι. Καί αὐ­τή ἀ­νή­κει ἀρ­χι­κά στή σφαί­ρα τῆς νο­η­τι­κῆς ἀν­τί­λη­ψης ἡ ὁ­ποί­α δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ­σω τῆς δρά­σε­ως· αὐ­τό ἰ­σχύ­ει ἤ­δη ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο. Μιά συ­χνή (καί προ­φα­νῶς ἡ ἀρ­χι­κή) χρή­ση εἶ­ναι: τόν εἶ­δε καί τόν ἀ­να­γνώ­ρι­σε πώς ἦ­ταν ὁ Δι­ο­μή­δης, ἤ ἀ­κό­μα, πώς ἦ­ταν κά­ποι­ος θε­ός. Ἐ­πί­σης, ἡ Ἀ­ρή­τη ἀ­να­γνώ­ρι­σε τό ροῦ­χο πού ἡ ἴ­δια εἶ­χε φτιά­ξει. Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως ὑ­πάρ­χουν χρή­σεις ὅ­πως: ἀ­να­γνώ­ρι­σε ὅ­τι ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν εὐ­νο­ϊ­κή, δύ­σκο­λη, κ.λπ., χω­ρίς ὅ­μως νά ὑ­περ­βαί­νουν ὅ,τι πε­ρί­που μπο­ρεῖ νά ση­μαί­νει ἡ λέ­ξη sehen στά γερ­μα­νι­κά, π.χ. εἶ­δε πώς ἡ κα­τά­στα­ση ἦ­ταν σο­βα­ρή, κ.λπ. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό γνῶ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα τήν ἑ­κού­σια δρα­στη­ρι­ό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που καί δέν ἔ­χει κα­μί­α σχέ­ση μέ τήν πο­ρεί­α πού ὁ Πλά­τω­νας πε­ρι­έ­γρα­ψε στό Συμ­πό­σιο, τά προ­σχε­δι­α­σμέ­να βή­μα­τα ἀ­πό τήν ἀ­βέ­βαι­η ὑ­πό­θε­ση στήν ἀ­λή­θεια. Τό γνῶ­ναι εἶ­ναι ρῆ­μα στόν ἀ­ό­ρι­στο χρό­νο, δη­λα­δή πε­ρι­γρά­φει κά­τι πού συ­νέ­βη σέ συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή, σάν νά πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να γε­γο­νός πού μου συμ­βαί­νει πα­ρά μιά ἀ­το­μι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα: ξαφ­νι­κά ἀ­να­γνω­ρί­ζω κά­ποι­ον πού συ­ναν­τῶ ἤ ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι ὅ­τι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να τρα­πέ­ζι.
Τό ἴ­διο πρέ­πει νά ὑ­πο­θέ­σου­με καί γιά τό νο­εῖν, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «σκέ­πτο­μαι». Στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «βλέ­πω», «δι­α­βλέ­πω». Καί αὐ­τή ἡ λέ­ξη σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ὅ­ρα­ση καί δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ, ὅ­πως τό γνῶ­ναι καί τό εἰ­δέ­ναι, τό μή νο­η­τι­κό πού πε­ρι­έ­χε­ται στήν νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη ἀ­πό τήν κα­θα­ρή νο­η­τι­κή ἀν­τί­λη­ψη. Ἐ­πί­σης, δη­λώ­νει τήν πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α πού εἶ­ναι ἄρ­ρη­κτα συν­δε­δε­μέ­νη μέ τήν ὅ­ρα­ση. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ὅ,τι ἀ­πο­τε­λεῖ τόν πυ­ρή­να καί τήν οὐ­σί­α του «βλέ­πω», για­τί ἡ ὅ­ρα­ση χω­ρίς ἀ­να­γνώ­ρι­ση, πα­ρα­τή­ρη­ση καί ὡς ἐκ τού­του γνώ­ση, εἶ­ναι ἄ­χρη­στη καί χω­ρίς νό­η­μα. Ἀλ­λά τό νο­εῖν δέν ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν γνώ­ση πού ἀ­πο­κτή­θη­κε μέ τή βο­ή­θεια τῆς ὅ­ρα­σης. ὅ­πως τό εἰ­δέ­ναι οὔ­τε πε­ρι­γρά­φει τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς ταύ­τι­σης αὐ­τοῦ πού ἔ­χου­με δεῖ μέ ἄλ­λα ἤ­δη γνω­στά. Ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ αὐ­τό πού μᾶς γί­νε­ται σα­φές με­τά ἀ­πό προ­σε­κτι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση. Τά «βλέ­πω» καί «δι­α­βλέ­πω» εἶ­ναι ἀ­πο­δό­σεις πού δεί­χνουν πώς ἡ λέ­ξη ἀ­νή­κει στό λε­ξι­λο­γι­κό πε­δί­ο τοῦ «βλέ­πω· ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως τίς ση­μα­σί­ες αὐ­τές. Στόν Ὅ­μη­ρο ἡ λέ­ξη δέν δη­λώ­νει ἀ­κό­μα τήν πνευ­μα­τι­κή προ­σπά­θεια πού κα­τα­βάλ­λου­με γιά νά λύ­σου­με π.χ. ἕ­να πρό­βλη­μα, τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­κεί­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, καί γι’ αὐ­τό εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά τό με­τα­φρά­σου­με μέ τό «σκέ­πτο­μαι» – ἄν καί με­ρι­κές φο­ρές πλη­σιά­ζει τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀν­τι­λαμ­βά­νο­μαι», «ἀ­να­λο­γί­ζο­μαι», «λαμ­βά­νω ὑ­πό­ψη»[1].
Τό γε­γο­νός πώς δέν ὑ­πάρ­χει στόν Ὅ­μη­ρο κα­μί­α λέ­ξη γιά τό «σκέ­πτο­μαι» καί τό γε­γο­νός πώς ἡ γνώ­ση δέν γί­νε­ται ἀ­κό­μα ἀν­τι­λη­πτή ὡς δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος δέν δι­α­θέ­τει ἀ­πο­λύ­τως κα­νέ­ναν ὄ­ρο γιά τή νό­η­ση ὡς πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ὡς γνω­στόν, ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­γνο­εῖ καί τήν ἀν­τί­θε­ση σώ­μα­τος καί πνεύ­μα­τος, κορ­μιοῦ καί ψυ­χῆς.
Αὐ­τό πού ἐ­μεῖς ὀ­νο­μά­ζου­με πνεῦ­μα ἤ ψυ­χή, δέν ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­κό­μη οὐ­σι­α­στι­κά δι­α­φο­ρο­ποι­η­μέ­νο ἀ­πό τό σῶ­μα, μό­νον πού ἡ σω­μα­τι­κό­τη­τά του πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἀρ­κε­τά πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νη. Ἡ ψυ­χή, πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ση­μά­νει καί γιά τούς ἀρ­χαί­ους Ἕλ­λη­νες ὅ,τι καί γιά μᾶς σή­με­ρα, εἶ­ναι ἡ πνο­ή πού κρα­τᾶ τόν ἄν­θρω­πο στή ζω­ή (αὐ­τή εἶ­ναι ἡ μο­να­δι­κή της λει­τουρ­γί­α στόν Ὅ­μη­ρο καί δέν σχε­τί­ζε­ται μέ τή σκέ­ψη καί τίς αἰ­σθή­σεις). Με­τά τόν θά­να­το ἡ ψυ­χή κα­τε­βαί­νει σάν σκιά στόν Ἅ­δη. Ὁ νό­ος, τό ὄρ­γα­νο τοῦ νο­εῖν, εἶ­ναι τρό­πον τι­νά ἕ­νας «ἐ­σω­τε­ρι­κός ὀ­φθαλ­μός». Ὁ Ὅ­μη­ρος δέν μᾶς λέ­ει μέ σα­φή­νεια ποῦ τόν το­πο­θε­τεῖ ἤ πῶς τόν φαν­τά­ζε­ται. Τοῦ ἀ­πο­δί­δει ὅ­μως ὀ­πτι­κές λει­τουρ­γί­ες: ὁ σκο­πός του εἶ­ναι νά ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, νά βλέ­πει, νά δι­α­βλέ­πει.
Ἄν τό νο­εῖν στόν Ὅ­μη­ρο δέν συ­νε­πά­γε­ται τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, τό­τε ἔ­τσι ἴ­σως ἐ­ξη­γεῖ­ται μιά ἀ­κό­μα ὁ­μη­ρι­κή φρά­ση πού, ὅ­σο γνω­ρί­ζω, δέν ἔ­χει μέ­χρι σή­με­ρα ἐρ­μη­νευ­τεῖ. Ἐ­μεῖς σή­με­ρα ἐν­το­πί­ζου­με τή σκέ­ψη στό κε­φά­λι καί οὐ­σι­α­στι­κά τήν αἰ­σθα­νό­μα­στε στό κε­φά­λι με­τά ἀ­πό ἔν­το­νη πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Στόν Ὅ­μη­ρο ὅ­μως τό νο­εῖν κι ὅ­λα ὁ­σα ἔ­χουν νά κά­νουν μέ τόν νοῦν, συν­δέ­ον­ται μέ τό δι­ά­φραγ­μα, μέ τίς φρέ­νες. Αυ­τό. ὅ­σο ὁ ἴ­διος γνω­ρί­ζω καί ὄ­πως πλη­ρο­φο­ρή­θη­κα καί ἀ­πό ἄλ­λους, δέν μπο­ροῦ­με νά τό ἑρ­μη­νεύ­σου­με ὅ­σο ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε τό νο­εῖνὡς «σκέ­πτο­μαι». Κα­τα­λα­βαί­νου­με ὅ­μως πο­λύ κα­λά για­τί οἱ φρέ­νες συμ­με­τέ­χουν στή δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τή, ἄν τό νο­εῖνση­μαί­νει ὅ,τι καί τό ὁ­μη­ρι­κό γνῶ­ναι: πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά ἕ­να συμ­βάν. Ἄν τό νο­εῖν ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να εἶ­δος ἀν­τί­λη­ψης πού «συμ­βαί­νει» στόν ἄν­θρω­πο σάν ἕ­να ἤ­πιο σόκ. τό­τε μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λά­βου­με κα­λά για­τί τόν χτυ­πᾶ στό δι­ά­φραγ­μα[2].
Πα­ράλ­λη­λα ἄς ση­μει­ώ­σου­με ὅ­τι τά ρή­μα­τα πράτ­τω καί ποι­ῶ στόν Ὅ­μη­ρο συ­νε­πά­γον­ται πο­λύ μι­κρό­τε­ρη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα ἀ­π’ ὅ,τι τά ἀν­τί­στοι­χα δι­κά μας. Πράτ­τω ση­μαί­νει οὐ­σι­α­στι­κά «περ­νῶ ἕ­ναν δρό­μο». Ὅ­μως τό ὅ­τι ἡ λέ­ξη ση­μαί­νει λι­γό­τε­ρο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια καί πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ὅ­τι κά­τι «πη­γαί­νει κα­λά», τό ἀ­πο­δει­κνύ­ει καί ἡ φρά­ση εὖ πράτ­τω πού σώ­θη­κε στήν ἀτ­τι­κή δι­ά­λε­κτο. Ἔ­τσι τώ­ρα μπο­ροῦ­με νά συ­σχε­τί­σου­με τό τεύ­χειν (πα­ρά­γω κά­τι) μέ τό τυ­χεῖν (συμ­βαί­νει κά­τι) κα­τά τόν τρό­πο πού τό φεύ­γειν σχε­τί­ζε­ται μέ τό φυ­γεῖν. Καί μο­λο­νό­τι ὁ Boisacq πι­στεύ­ει πώς ἡ ση­μα­σί­α τους δέν συ­νη­γο­ρεῖ στή σύν­δε­σή τους, οἱ με­το­χές ὅ­μως τε­τυγ­μέ­νος καί τε­τυ­χώς – «εὐ­τυ­χής» ἤ «κα­λο­φι­αγ­με­νος» – δεί­χνουν ὅ­τι τό τεύ­χειν δέν ση­μαί­νει τό­σο τήν προ­σω­πι­κή προ­σπά­θεια ὅ­σο τήν ἐ­πι­τυ­χῆ ἐ­ξέ­λι­ξη.
Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο τῆς προ­σω­πι­κῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας πού ἀ­πο­τε­λεῖ τή βά­ση κά­θε ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς καί φι­λο­σο­φι­κῆς ἀν­τι­με­τώ­πι­σης τοῦ κό­σμου λεί­πει καί ἀ­πό ἄλ­λα ρή­μα­τα πού δέν προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τή σφαί­ρα τοῦ «βλέ­πω». Στή σφαί­ρα τοῦ «ἀ­κού­ω» ἀ­νή­κει τό ρῆ­μα συ­νι­έ­ναι πού ἀρ­γό­τε­ρα θά ἀ­πο­κτή­σει τή ση­μα­σί­α «κα­τα­λα­βαί­νω». Ὅ­μως ἡ ση­μα­σί­α τοῦ συ­νι­έ­ναι στόν Ὅ­μη­ρο δέν ξε­περ­νᾶ τά ὅ­ρια τῆς κα­τα­νό­η­σης μιᾶς λέ­ξης ἤ φρά­σης. Τό συ­νι­έ­ναι δέν ση­μαί­νει ἀ­κό­μα καί σέ αὐ­τά τά συμ­φρα­ζό­με­να τήν κα­θα­ρά θε­ω­ρη­τι­κή κα­τα­νό­η­ση ἀλ­λά ἁ­πλῶς «ἀ­κού­ω κά­ποι­ον καί τόν ἀ­κο­λού­θῶ σέ ἀ­πό­στα­ση τέ­τοι­α ὥ­στε νά μπο­ρῶ νά τόν ἀ­κού­ω».
Ἀ­πό ἕ­ναν ἄλ­λο πά­λι χῶ­ρο προ­έρ­χε­ται ἡ λέ­ξη ἐ­πί­στα­σθαι ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α πα­ρά­γε­ται ἡ ἐ­πι­στή­μη, ὁ πλα­τω­νι­κός ὅ­ρος γιά τή γνώ­ση. Ἐ­πί­στα­σθαι στόν Ὅ­μη­ρο ση­μαί­νει «ξέ­ρω κά­τι» καί συ­νε­πά­γε­ται τή γνώ­ση πού ἀ­φο­ρᾶ σέ πρα­κτι­κές δρα­στη­ρι­ό­τη­τες. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ἐ­πί­σης σέ τε­χνι­κές δε­ξι­ό­τη­τες, σέ ὅ­λες τίς τέ­χνες κα­θώς καί στόν λό­γο καί σέ κα­τα­στά­σεις πού μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει. Στό ἴ­διο πε­δί­ο τῶν πρα­κτι­κῶν δε­ξι­ο­τή­των ἀ­νή­κει καί ἡ λέ­ξη σο­φός πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τόν ἐ­πι­δέ­ξιο σέ κά­ποι­ο χει­ρο­τέ­χνη­μα, πρό πάν­των αὐ­τόν πού κα­τέ­χει μιά τέ­χνη ἡ ὁ­ποί­α ἐν­τάσ­σε­ται στά πλαί­σια τῆς πρώ­ι­μης οἰ­κο­τε­χνί­ας· ση­μαί­νει τόν εἰ­δι­κό πού εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος γιά τήν κοι­νό­τη­τα, τόν δη­μι­ουρ­γόν.
Τό πώς αὐ­τοί οἱ τρό­ποι κα­τά­κτη­σης τῆς γνώ­σης στόν Ὅ­μη­ρο ἐ­πε­νερ­γοῦν στή ζω­ή τῶν ἀν­θρώ­που, τό δεί­χνει ἡ μορ­φή τοῦ Ὀ­δυσ­σέ­α, τοῦ δι­α­νο­ού­με­νου, ἄν μπο­ροῦ­με νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν ὅ­ρο αὐ­τό γιά τόν ὁ­μη­ρι­κό κό­σμο. Ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας εἶ­δε πολ­λά καί ἔ­μα­θε πολ­λά. Εἶ­ναι ἐ­κτός αὐ­τοῦ ὁ πο­λυ­μή­χα­νος, ὁ ἱ­κα­νός νά ἐ­νερ­γή­σει μέ τούς πιό πρω­τό­τυ­πους τρό­πους, ἐν τέ­λει εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος πού μπο­ρεῖ νά ἀ­κού­σει τή φω­νή τῆς θε­ᾶς Ἀ­θη­νᾶς, τῆς προ­στά­τι­δάς του. Δέν ἀ­πέ­κτη­σε τήν γνώ­ση μέ­σω τῆς ὁ­ρά­σε­ως οὔ­τε τό πλῆ­θος τῶν ἐμ­πει­ρι­ῶν του μέ δι­κή του δρα­στη­ρι­ό­τη­τα καί προ­σω­πι­κή ἔ­ρευ­να. Μᾶλ­λον αὐ­τά συ­νέ­ζη­σαν σέ ἐ­κεῖ­νον, ὅς μά­λα πολ­λά/πλάγ­χθη. Δέν ἔ­χου­με νά κά­νου­με μέ τόν Σό­λω­να, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Ἡ­ρό­δο­τος λέ­ει πώς πρῶ­τος τα­ξί­δε­ψε θε­ω­ρί­ης ἕ­νε­κεν. Στόν Ὀ­δυσ­σέ­α ἡ πο­λυ­γνω­σί­α το­πο­θε­τεῖ­ται στό ἐ­πί­πε­δό του ἐ­πί­στα­σθαι καί δι­α­κρί­νε­ται ἀ­πό τή δρά­ση του κα­τά τρό­πο ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το. Τό γε­γο­νός αὐ­τό πε­ρι­ο­ρί­ζει τή δρά­ση του στήν ἐ­ξεύ­ρε­ση μέ­σων προ­κει­μέ­νου νά ἐ­πι­τύ­χει κά­ποι­ο συγ­κε­κρι­μέ­νο σκο­πό, νά σώ­ζει δη­λα­δή τή ζω­ή τῶν συν­τρό­φων του καί τή δι­κή του. Καί στό ἐ­πι­πε­δο τῆς κα­τα­νό­η­σης καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας, ὁ Ὄ­δυσ­σέ­ας κα­τα­νο­εῖ ἁ­πλῶς, ὅ­πως καί κά­θε ὕ­παρ­ξη στόν Ὅ­μη­ρο, τούς λό­γους πού δι­α­τυ­πώ­νον­ται μέ σα­φή­νεια. Σέ πε­ρί­πτω­ση πού γε­γο­νό­τα, πρά­ξεις, ἄν­θρω­ποι δέν δη­λώ­νουν ἄ­με­σα τί ση­μαί­νουν, ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἐν­νοι­ά τους, τό­τε μπο­ρεῖ νά τά κα­τα­στή­σει σα­φῆ ἕ­νας θε­ός μι­λών­τας μέ λό­για κα­τα­νο­η­τά, μπο­ρεῖ π.χ. νά τά ἀ­να­κοι­νώ­σει σέ ἕ­ναν προ­φή­τη καί αὐ­τός μέ τή σει­ρά του νά τά πεῖ στούς ἄλ­λους ἤ μπο­ρεῖ νά τά πεῖ ἡ Μού­σα στόν ποι­η­τή. Ὅ­μως οὔ­τε ὁ προ­φή­της εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­ρευ­νή­σει τό σκο­τει­νό μέλ­λον οὔ­τε ὁ ποι­η­τής προ­σπα­θεῖ νά φέ­ρει στό φῶς μιά κρυμ­μέ­νη ἀ­λή­θεια· ὁ μέν προ­φή­της μα­θαί­νει τό πα­ρελ­θόν, τό πα­ρόν καί τό μέλ­λον πού ὁ θε­ός τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­πτει, ὁ δέ ποι­η­τής ἀ­να­κοι­νώ­νει μό­νον ὅ,τι ἡ Μού­σα τοῦ γνω­στο­ποι­εῖ. Οἱ θε­οί τά γνω­ρί­ζουν ὅ­λα, τά ἔ­χουν δεῖ ὅ­λα καί εἶ­ναι παν­τα­χοῦ πα­ρόν­τες (ὅ­πως λέ­γε­ται στή Β ρα­ψω­δί­α τῆς Ἰ­λιά­δας [στ. 485-486]). Ἡ πνευ­μα­τι­κή δυ­να­τό­τη­τα βα­σί­ζε­ται καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις στή γνώ­ση πού κα­τέ­χει ἡ θε­ό­τη­τα. Στήν πε­ρι­πτω­ση τῶν Μου­σῶν ὁ Ὅ­μη­ρος ἀ­πο­δί­δει τή γνώ­ση τους αὐ­τή στό γε­γο­νός ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξαν αὐ­τό­πτεις μάρ­τυ­ρες ὅ­σων με­τα­δί­δουν στόν ποι­η­τή.
Ἡ εἰ­κό­να τοῦ ἄν­θρώ­που πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες, πού σκέ­πτε­ται καί ἐ­ρευ­νᾶ, γί­νε­ται δυ­να­τή, ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος ἀρ­χί­ζει νά συλ­λαμ­βά­νει τό πνεῦ­μα «πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά». Τί ση­μαί­νει ὅ­μως «ἀ­φαι­ρε­τι­κά»; Εἶ­ναι πλέ­ον κοι­νό­το­πη ἡ δι­α­πί­στευ­ση ὅ­τι ἡ ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τη στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί τόν λό­γο. Ἤ­δη τό ζή­τη­μα αὐ­τό τό θί­ξα­με, ὅ­ταν μι­λή­σα­με γιά τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, κα­θώς ἐ­πί­σης γιά τήν ἔν­νοι­α τοῦ «μέ­τρου», τή γνώ­ση καί τή σκέ­ψη. Τό θέ­μα ὁ­λό­κλη­ρου του κε­φα­λαί­ου αὐ­τοῦ θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξαν­τλη­θεῖ στήν πρό­τα­ση: οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες δη­μι­ούρ­γη­σαν μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα κα­τα­σκευ­ά­ζον­τας ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά – ἄν εἶ­ναι βέ­βαι­α δυ­να­τόν νά προσ­δι­ο­ρί­σου­με τή δι­α­χω­ρι­στι­κή γραμ­μή ἀ­νά­με­σα στά συγ­κε­κρι­μέ­να καί τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Πι­στεύ­ω πώς θά ἦ­ταν κα­λύ­τε­ρο νά μι­λή­σου­με γιά στα­δια­κή με­τά­βα­ση ἀ­πό πιό συγ­κε­κρι­μέ­να σέ πιό ἀ­φαι­ρε­τι­κά στά­δια. Ἄν, ὅ­πως φά­νη­κε ἀ­πό τά δυ­ό-τρί­α πα­ρα­δείγ­μα­τα, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­μο­νω­θεῖ ἀ­βί­α­στα ἡ πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α ἀ­πό τίς φρά­σεις τῆς γλώσ­σας, τό­τε ἡ γλώσ­σα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἕ­νας πο­λύ­πλο­κος ὀρ­γα­νι­σμός, ἱ­κα­νός νά πα­ρα­γά­γει ἀ­πό τόν ἴ­διο της τόν ἑ­αυ­τό κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κό. Ἀλ­λά γιά νά δοῦ­με ἄν ἡ μο­νο­μέ­ρεια στόν ἐ­πι­στη­μο­νι­κό λό­γο, μ’ ἄλ­λα λό­για ἄν μιά ἀ­πό τίς ἀρ­χές του – ἡ ὁ­ποί­α, μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χει σέ κά­ποι­ο βαθ­μό καί στήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ὁ­μως κα­τε­ξο­χήν στήν ἀ­νε­πτυγ­μέ­νη σκέ­ψη τῶν Ἑλ­λή­νων – εἶ­ναι πράγ­μα­τι συμ­πα­γής, πρέ­πει νά με­λε­τή­σου­με προ­σε­κτι­κά πώς ἡ τά­ση γιά ἀ­φαί­ρε­ση εἶ­χε ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κα­τα­στοῦν κά­ποι­ες γλωσ­σι­κές δο­μές τῶν ἀρ­χαί­ων ἑλ­λη­νι­κῶν κα­τάλ­λη­λες γιά νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη.
Νο­μί­ζω πώς ὑ­πάρ­χουν τρεῖς τρό­ποι πα­ρα­γω­γῆς ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Ὁ πρῶ­τος εἶ­ναι ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση ὅ­πως τήν εἴ­δα­με στό ἅ­πει­ρον τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου. Ὁ δεύ­τε­ρος συ­νί­στα­ται στή με­τε­ξέ­λι­ξή του χα­ρα­κτη­ρι­σμοῦ ἑ­νός ὀρ­γά­νου σέ χα­ρα­κτη­ρι­σμό τῆς λει­τουρ­γί­ας του. Π.χ. ὅ­ταν λέ­με ὅ­τι κά­ποι­ος ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι, ἐν­νο­οῦ­με ὅ­τι ἔ­χει γε­ρό μυα­λό ἤ δι­α­θέ­τει σω­στή σκέ­ψη. Ὁ τρί­τος τρό­πος εἶ­ναι ἡ με­τα­τρο­πή ταν κυ­ρί­ων ὀ­νο­μά­των, θε­ῶν ἤ δαι­μό­νων, σέ ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά. Στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κοί ὅ­ροι δη­μι­ουρ­γή­θη­καν – ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά – καί μέ τούς τρεῖς αὐ­τούς τρό­πους.
Τόν πρῶ­το τρό­πο ἀ­κο­λού­θη­σε ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος μέ τό ἄ­πει­ρον καί εἴ­δα­με ὅ­τι στην πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή ἡ ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη ἐκ­φρά­στη­κε μέ την οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του. Ἡ ἐ­ξέ­λι­ξη αὐ­τή ση­μαί­νει κα­τ’ οὐ­σί­αν ὅ­τι κά­τι πού εἶ­χε ἀρ­χι­κά μί­α ὑ­λι­κή ὑ­πό­στα­ση με­τα­τρέ­πε­ται σέ ἀν­τι­κεί­με­νο – ἀν­τι­κεί­με­νο, βέ­βαι­α, πού δέν τό ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε ὡς ὑ­λι­κή ὀν­τό­τη­τα, ἀλ­λά πού μπο­ροῦ­με μό­νο νά τό σκε­φτοῦ­με, σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης μας. Καί ἐ­δῶ φαί­νε­ται κα­θα­ρά ἡ ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης «οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση».
Τί ση­μαί­νει ἡ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του γιά τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη καί τήν πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα, θά τό δι­ευ­κρι­νή­σου­με μέ με­ρι­κά ἀ­κό­μα πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, τά ὁ­ποῖ­α δέν σχε­τί­ζον­ται τό­σο ἄ­με­σα μέ τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα.
Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος δι­η­γεῖ­ται τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ ζα­σι­λιᾶ τῆς Λυ­δί­ας Κροί­σου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ρώ­τη­σε τόν Σό­λω­να τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος ἄν­θρω­πος. Ὁ Σό­λω­νας (καί αὐ­τή εἶ­ναι ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει ἡ ἐκ­δο­χή πού μπο­ροῦ­με νά θε­ω­ρή­σου­με ὡς τήν πα­λαι­ό­τε­ρη) κα­το­νό­μα­σε ἕ­ναν ἁ­πλό χω­ρι­κό της Ἀτ­τι­κῆς, τόν Τέλ­λο, ἐ­νῶ ὁ Κροῖ­σος, ὁ πλού­σιος καί ἰ­σχυ­ρός βα­σι­λιάς, πε­ρί­με­νε φυ­σι­κά νά ἀ­κού­σει τ’ ὄ­νο­μά του.
Ἡ ἱ­στο­ρί­α θέ­λει νά δεί­ξει τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στή φαι­νο­με­νι­κή εὐ­τυ­χί­α καί τήν ἀ­λη­θι­νή. Ὁ Σό­λω­νας λέ­ει πώς κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­ξι­ω­θεῖ τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό «εὐ­τυ­χής» πρίν τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του.
Καί ὁ Κροῖ­σος ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἀ­λή­θεια τῶν λό­γων τοῦ Σό­λω­να, ὅ­ταν πιά ἔ­χει χά­σει τό πλού­σιο βα­σί­λει­ό του καί βρί­σκε­ται πά­νω στήν πυ­ρά.
Γε­νι­κά θε­ω­ροῦ­με εὐ­τυ­χῆ ἕ­ναν ἰ­σχυ­ρό βα­σι­λιά στό ἀ­πό­γει­ο της δό­ξας του. Ἀλ­λά μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα ἄν εἶ­ναι «ὄν­τως» εὐ­τυ­χής κα­νείς, ὅ­ταν τοῦ ἀ­πο­δί­δε­ται τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό μ’ ὅ­λη τή ση­μα­σί­α του. Ἕ­νας μέ­σος ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι «πραγ­μα­τι­κά» εὐ­τυ­χι­σμέ­νος.
Πί­σω ἀ­πό αὐ­τήν τή δι­α­πί­στω­ση προ­βάλ­λει τό ἐ­ρώ­τη­μα ποι­ά εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θι­νή εὐ­δαι­μο­νί­α, αὐ­τό πού κά­νει τόν εὐ­δαί­μο­να εὐ­δαί­μο­να. To ἐ­ρώ­τη­μα «ποι­ός εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χι­σμέ­νος;» προ­κα­λεῖ τήν ἑ­πό­με­νη ἐ­ρώ­τη­ση: «ποι­ά εἶ­ναι ἡ πραγ­μα­τι­κή εὐ­τυ­χί­α; Τί εἶ­ναι ἡ εὐ­τυ­χί­α;» Τό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό πρό­σω­πο θά ἐ­ξε­λι­χθεῖ τε­λι­κά σέ ἐ­ρώ­τη­μα γιά τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό.
Ἄν ὅ­μως ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γεῖ­ται ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. τό «εὐ­τυ­χές», καί πα­ρά­γε­ται ὅ­πως τό ἄ­πει­ρον του Ἀ­να­ξι­μάν­δρου, μέ οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, τό­τε καί στίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις ἡ ση­μα­σί­α τῆς νέ­ας αὐ­τῆς λέ­ξης προ­ϋ­πο­θέ­τει τή βα­σι­κή ση­μα­σί­α τοῦ ἐ­πι­θέ­του. «Ἄ­πει­ρο» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ὄν­τως ἀ­πεί­ρου» καί «εὐ­τυ­χές» μέ τή ση­μα­σί­α τοῦ «ἀ­πο­λύ­τως εὐ­τυ­χοῦς» εἶ­ναι ἤ­δη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν «ἁ­πλο­ϊ­κή», προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα. Ἔ­τσι ὅ­μως ἔ­χου­με ἕ­να ἀ­κό­μα ἀν­τι­κεί­με­νο, π.χ. τό ἄ­πει­ρο, τό εὐ­τυ­χές, ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὁ­ποί­ου μπο­ρεῖ νά τε­θεῖ ὑ­πό ἀμ­φι­σβή­τη­ση.
Στίς δι­η­γή­σεις γιά τούς Ἑ­πτά Σο­φούς – στούς ὁ­ποί­ους συγ­κα­τα­λέ­γον­ται τό­σο ὁ Σό­λω­νας ὅ­σο καί ὁ Θα­λῆς. ὁ δά­σκα­λος τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου – συ­ναν­τοῦ­με συ­χνά τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος. Κά­ποι­ες δέν ζη­τοῦν μό­νον τό πρό­σω­πο πού ἔ­χει μιά συγ­κε­κρι­μέ­νη ἰ­δι­ό­τη­τα σέ ἕ­ναν ἰ­δι­αί­τε­ρο βαθ­μό ἀλ­λά καί τό πρᾶγ­μα πού δι­α­θέ­τει κά­ποι­α ἰ­δι­ό­τη­τα: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό πα­λαι­ό­τε­ρο;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δι­και­ό­τε­ρο;», κ.λπ. Τέ­τοι­ες ἐ­ρω­τή­σεις ὁ­δη­γοῦν κα­τ’ ἀ­νάγ­κη στόν ὁ­ρι­σμό: «Ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λό;», «ποι­ό εἶ­ναι τό δί­και­ο;» Αὐ­τοῦ του εἴ­δους, ἐν πά­ςῃ πε­ρι­πτώ­σει. οἱ πνευ­μα­τώ­δεις ἀλ­λά καί βα­θυ­στό­χα­στες ἱ­στο­ρί­ες μᾶς πα­ρα­δί­δον­ται ἀ­μέ­σως με­τά τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἑ­πτά Σο­φῶν. Τό ση­μαν­τι­κό στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κά­τι πα­ρου­σι­ά­ζε­ται νά ἔ­χει μιά ἰ­δι­ό­τη­τα τήν ὁ­ποί­α κα­νείς δέν τοῦ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε ὡς τό­τε. Ἐ­πί­σης, στό ὅ­τι στίς ἱ­στο­ρί­ες αὐ­τές δι­α­μορ­φώ­νε­ται μιά σχε­τι­κά σα­φής εἰ­κό­να τῆς ἰ­δι­ό­τη­τας στήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρον­ται. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο π.χ. ἔ­χου­με καί στόν μύ­θο τοῦ Αἰ­σώ­που καί στό λα­ϊ­κό ἀ­νά­γνω­σμα τοῦ ἀ­γώ­να τοῦ Ὁ­μή­ρου καί Ἡ­σι­ό­δου[3], τά ὁ­ποῖ­α ἀ­νά­γον­ται στόν 6ο αἰ­ώ­να π.Χ. Τά ἐ­ρε­θι­στι­κά ἐ­ρω­τή­μα­τα ὑ­πό τόν τύ­πο αἰ­νίγ­μα­τος, πού ἀ­πο­σκο­ποῦν στήν κα­τά­κτη­ση νέ­ων γνώ­σε­ων, δεί­χνουν πώς οἱ γνώ­σεις αὐ­τές δέν πρέ­πει νά πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἄ­με­σα καί νά ἐ­πι­βάλ­λον­ται ἀλ­λά πρέ­πει νά κα­τα­βάλ­λε­ται προ­σπά­θεια προ­κει­μέ­νου νά ἀ­να­ζη­τη­θοῦν καί νά ἀ­νευ­ρε­θοῦν. Ἡ γνώ­ση συ­νε­πά­γε­ται ἑ­πο­μέ­νως πνευ­μα­τι­κή δρα­στη­ρι­ό­τη­τα. Ἀ­πό ἐ­δῶ ξε­κι­νᾶ ἡ ἔ­ρευ­να, ἡ βά­σα­νος γιά τήν ἀ­λή­θεια.
Ἄν πα­ραλ­λη­λί­σου­με τά λε­γό­με­να πού δια­ρκῶς πε­ρι­πλέ­κον­ται: ὁ Κροῖ­σος εἶ­ναι εὐ­τυ­χής… εἶ­ναι εὐ­τυ­χέ­στε­ρος… εἶ­ναι ὁ πιό εὐ­τυ­χής, εὐ­τυ­χί­α εἶ­ναι νά κα­τέ­χει κα­νείς αὐ­τό κι ἐ­κεῖ­νο, ἡ εὐ­τυ­χί­α συ­νί­στα­ται στό νά…. τό­τε φαί­νε­ται κα­θα­ρά πώς τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό «εὐ­τυ­χί­α» προ­κύ­πτει ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι τό ἐ­πί­θε­το «εὐ­τυ­χής» μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει ὡς κα­τη­γο­ρού­με­νο[4] καί ἡ ἔν­νοι­α «εὐ­τυ­χής», ἀ­πό την πλευ­ρά της, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λέ­σει τό ἀν­τι­κεί­με­νο μί­ας φρά­σης ὅ­πως ἡ ἀ­κό­λου­θη: «Τό νά εἶ­ναι κά­νεις εὐ­τυ­χής ση­μαί­νει…». Μέ τόν ἴ­διο τρό­πο ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα μπο­ρε­ϊ νά χει­ρι­στεῖ καί τά ρή­μα­τα. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο προ­σπα­θεῖ νά «ἐκ­μαι­εύ­σει» ση­μα­σί­ες: ἔ­τσι μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λᾶ γιά τό βλέ­πειν, τό σκέ­πτε­σθαι, κ.λπ. Καί ἔ­τσι δη­μι­ουρ­γοῦν­ται ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς τό ἀ­πα­ρέμ­φα­το τοῦ ρή­μα­τος, πού δέν εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κό, με­τα­τρέ­πε­ται μέ τή βο­ή­θεια τοῦ ἄρ­θρου σέ οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἄλ­λοι ρη­μα­τι­κοί τύ­ποι πού δέν ἀ­παν­τοῦν ὡς verbafinitaμπο­ροῦν νά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­θοῦν, π.χ. οἱ με­το­χές πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται πο­λύ συ­χνά στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή φαί­νε­ται πώς τά ὅ­ρια ἀ­νά­με­σα στά ἀ­φη­ρη­μέ­να καί συγ­κε­κρι­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά εἶ­ναι ρευ­στά. Ὅ­ταν λέ­ω «τό βλέ­πον» ἐν­νο­ῶ τά μά­τια, τό ὄρ­γα­νο, πού ἀ­ναμ­φί­βο­λα εἶ­ναι συγ­κε­κρι­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λῶ γιά «τό βλέ­πον» καί νά ἐν­νο­ῶ τή λει­τουρ­γί­α τοῦ μα­τιοῦ. Ἔ­τσι «τό βλέ­πον» προ­σεγ­γί­ζει αὐ­τό πού δη­λώ­νει «τό βλέ­πειν». Ἡ γλώσ­σα τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά δη­μι­ούρ­γη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Σο­φι­στῶν ἕ­να πλῆ­θος ρη­μα­τι­κῶν οὐ­σι­α­στι­κῶν, τά ὁ­ποῖ­α κα­τά τήν ση­μα­σί­α προ­σεγ­γί­ζουν τά οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­η­μέ­να ἀ­πα­ρέμ­φα­τα καί τίς με­το­χές, τυ­πι­κά ὅ­μως ἀ­νή­κουν στά οὐ­σι­α­στι­κά: ἡ γνῶ­σις πού ἰ­σο­δυ­να­μεῖ πά­νω-κά­τω μέ τό γνῶ­ναι, ἡ κί­νη­σις, κ.ο.κ.
Ἡ συ­σχέ­τι­ση ἑ­νός συγ­κε­κρι­μέ­νου ὀρ­γά­νου μέ τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη λει­τουρ­γί­α του εἶ­ναι, ὅ­πως εἴ­πα­με, ὁ δεύ­τε­ρος δρό­μος πρός τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη. Ἀ­νέ­φε­ρα ἤ­δη τό πα­ρά­δειγ­μα «ἔ­χει γε­ρό κε­φά­λι», δη­λα­δή ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή λει­τουρ­γί­α τοῦ μυα­λοῦ του εἶ­ναι κα­λή, εἶ­ναι ἔ­ξυ­πνος. Πρό­κει­ται συ­νή­θως γιά με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν λέ­ξε­ων. Σέ πρω­τό­γο­νες γλώσ­σες τό ὄρ­γα­νο δη­λώ­νει ἀ­ναμ­φί­βο­λα καί τή λει­τουρ­γί­α. Μά καί ἐ­κεῖ ὅ­που πρό­κει­ται γιά κα­θα­ρή με­τα­φο­ρά, αὐ­τός ὁ πα­ραλ­λη­λι­σμός τοῦ ὀρ­γά­νου καί τῆς λει­τουρ­γί­ας παί­ζει με­γά­λο ρό­λο, π.χ. στίς τό­σο συ­χνές με­τα­φο­ρι­κές χρή­σεις τῶν ἐρ­γα­λεί­ων. Ὅ­ταν μι­λῶ γιά τό «σφυ­ρί» τῆς μοί­ρας, ἐν­νο­ῶ τή συν­τρι­βή. Ἀ­κρι­βῶς τό ἴ­διο ἐν­νο­ῶ, ὅ­ταν μι­λῶ γιά τή «γρο­θιά» τῆς μοί­ρας. Ἐ­δῶ μπο­ροῦ­με ἀ­κό­μη νά ἀ­να­φέ­ρου­με καί τίς πα­ρο­μοι­ώ­σεις μέ κά­ποι­ο ζῶ­ο πού πα­λαι­ό­τε­ρα συ­νή­θι­ζαν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν γιά νά δεί­ξουν τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἤ τίς δρα­στη­ρι­ό­τη­τες ἑ­νός ἀν­θρώ­που ἤ τίς λει­τουρ­γί­ες τῶν ὀρ­γά­νων του καί γιά νά δη­λώ­σουν μιά πνευ­μα­τι­κή λει­τουρ­γί­α στή γλώσ­σα.
Αὐ­τός πού βλέ­πει σάν λύγ­κας. ἔ­χει κα­λή ὅ­ρα­ση, βλέ­πει κα­λά. Ὅ­ποι­ος εἶ­ναι ἀ­λε­πού, εἶ­ναι πο­νη­ρός. Ἔ­τσι, μέ­σω τῆς πα­ρο­μοί­ω­σης μέ τά ζῶ­α, σκι­α­γρα­φεῖ­ται αὐ­τό πού ἀρ­γό­τε­ρα ὀ­νο­μά­στη­κε πνευ­μα­τι­κή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, χα­ρα­κτή­ρας. Στούς μύ­θους μέ ζῶ­α πε­ρι­γρά­φον­ται τύ­ποι ἀν­θρώ­πι­νης συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς.
Ἔ­τσι φτά­νου­με στήν τρί­τη μορ­φή, προ­κει­μέ­νου νά κα­τα­νο­ή­σου­με τή σκο­πι­μό­τη­τα τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τῶν ἀ­φη­ρη­μέ­νων οὐ­σι­α­στι­κῶν. Πρό­κει­ται γιά τό μυ­θι­κό ὄ­νο­μα, τό ὄ­νο­μα δη­λα­δή ἑ­νός θε­οῦ ἤ ἑ­νός δαί­μο­να. Ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ θε­ός τοῦ πο­λέ­μου ἀλ­λά τό ὄ­νο­μά του ἔ­χει σχε­δόν τή ση­μα­σί­α τοῦ ἀ­φη­ρη­μέ­νου οὐ­σι­α­στι­κοῦ «πό­λε­μος». Ὁ πό­λε­μος εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ Ἄ­ρη. Σέ φρά­σεις ὅ­μως ὅ­πως ἔρ­χε­ται Ἄ­ρης, δέν δι­α­φαί­νε­ται κα­θό­λου κα­τά πό­σον ὁ ὁ­μι­λῶν φαν­τά­ζε­ται ἕ­ναν θε­ό μέ συγ­κε­κρι­μέ­νη μορ­φή. Σέ με­τα­γε­νέ­στε­ρες ἐ­πο­χές προ­σπά­θη­σαν νά ἑρ­μη­νεύ­σουν ἀλ­λη­γο­ρι­κά τους θε­ούς καί θε­ώ­ρη­σαν πώς ἡ Ἀ­φρο­δί­τη εἶ­ναι κα­τ’ οὐ­σί­αν ὁ ἔ­ρω­τας, ἡ Ἀ­θη­νᾶ ἡ σύ­νε­ση καί ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος μί­λη­σε μό­νον ποι­η­τι­κῇ ἀ­δεί­ᾳ γιά θε­ούς. Φυ­σι­κά οἱ θε­οί στόν Ὅ­μη­ρο δέν ἀ­πο­τε­λοῦν τέ­τοι­ου εἴ­δους αἰ­σθη­τι­κά βο­η­θη­τι­κά μέ­σα. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἔ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια ἡ ἄ­πο­ψη ὅ­τι οἱ θε­οί ἀ­πο­κτοῦν ὀν­τό­τη­τα, ὅ­ταν ταυ­τί­ζον­ται μέ ἀ­φη­ρη­μέ­νες ἔν­νοι­ες. Τά ὀ­νό­μα­τα τῶν θε­ῶν εἶ­ναι συ­χνά καί ρη­μα­τι­κά οὐ­σι­α­στι­κά. Φό­βος ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά τόν «τρό­μο»· εἶ­ναι ἐ­πί­σης ἕ­νας δαί­μο­νας πού τρέ­πει σέ φυ­γή. Στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή δέν εἴ­μα­στε πάν­το­τε σέ θέ­ση νά δι­α­κρί­νου­με ἄν ἐν­νο­εῖ­ται ὁ θε­ός ἤ τό ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό – κι αὐ­τό μας φέρ­νει, σέ ἀ­μη­χα­νί­α γιά τό ἄν πρέ­πει νά γρά­ψου­με στά κεί­με­νά μας τή λέ­ξη μέ κε­φα­λαῖ­ο ἤ μι­κρό ἀρ­χι­κό. Ἕ­να ὅ­μως δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ τόν θε­ό ἀ­πό τήν ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α, τό ὅ­τι ὁ θε­ός δρᾶ ἄ­με­σα, ἐ­πι­βάλ­λε­ται στόν ἄν­θρω­πο, ἐ­νῶ τό πλή­ρως ἀ­νε­πτυγ­μέ­νο ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό (ὅ­πως φά­νη­κε πα­ρα­πά­νω μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του) εἶ­ναι ὁ στό­χος τῆς ἀν­ρώ­πι­νης σκέ­ψης καί τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δρα­στη­ρι­ό­τη­τας.
Τή στιγ­μή αὐ­τή δέν μπο­ρῶ νά δώ­σω κα­μιά συ­στη­μα­τι­κή θε­ώ­ρη­ση τῶν με­τα­φο­ρῶν, τῶν πα­ρο­μοι­ώ­σε­ων, τῶν δι­η­γή­σε­ων μέ ζῶ­α καί τῶν μύ­θων. Ἐ­δῶ ἔ­πρε­πε μό­νο νά φα­νεῖ ὅ­τι οἱ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κές μορ­φές σκέ­ψης καί λό­γου ἔ­χουν ἀ­φε­νός πολ­λά κοι­νά μέ τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά — ἐ­φό­σον ἔ­χουν κοι­νό στό­χο – ἀ­φε­τέ­ρου δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται ἀ­πό τά ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά, κα­θώς θέ­λουν τόν στό­χο τους νά συν­δέ­ε­ται μέ κά­τι ζων­τα­νό, κά­τι ὀρ­γα­νι­κό, κ.τ.τ. Πε­ρισ­σό­τε­ρο ὅ­μως δέν θά ἀ­σχο­λη­θοῦ­με μ’ αὐ­τό τό θέ­μα, για­τί κα­τα­λή­γου­με στόν ταυ­το­λο­γι­κό καί ἀρ­νη­τι­κό ὁ­ρι­σμό, ὅ­τι τά μή ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά δέν εἶ­ναι ἀ­φη­ρη­μέ­να οὐ­σι­α­στι­κά.
Ἴ­σως μπο­ρέ­σου­με νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με καί νά ὁ­ρί­σου­με ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τήν ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τῆς ἐ­πι­στι­μο­νι­κῆς γλώσ­σας πού δη­μι­ούρ­γη­σαν οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, ἄν ἀν­τι­στρέ­ψου­με τά πράγ­μα­τα. Τόν σκο­πό μας αὐ­τό ἴ­σως θά ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦ­σε μιά πα­ρέκ­βα­ση σέ μιά ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ὁ­μά­δα λέ­ξε­ων, στίς προ­θέ­σεις καί τούς συν­δέ­σμους. Οἱ λέ­ξεις αὐ­τές συν­δέ­ουν πα­ρα­στά­σεις το­πι­κά, χρο­νι­κά ἤ αἰ­τι­ο­λο­γι­κά. Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς γλώσ­σας δεί­χνει ὅ­τι οἱ το­πι­κοί καί σέ πε­ρι­ο­ρι­σμέ­νο βαθ­μό οἱ χρο­νι­κοί προσ­δι­ο­ρι­σμοί εἶ­ναι πα­λαι­ό­τε­ροι ἀ­πό τους αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς. Οἱ αἰ­τι­ο­λο­γι­κοί δέν δι­έ­θε­ταν ἐ­ξαρ­χῆς δι­κές τους λέ­ξεις, ἀλ­λά οἱ λέ­ξεις πού τούς δη­λώ­νουν προ­έ­κυ­ψαν ἀ­πό με­τα­βο­λή τῆς ση­μα­σί­ας το­πι­κῶν (ἀλ­λά καί χρο­νι­κῶν) προ­θέ­σε­ων καί συν­δέ­σμων. Στή γλώσ­σα τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς φι­λο­σο­φί­ας, φυ­σι­κά, προ­ϋ­πο­τί­θε­ται ἡ ἀρ­χή ὅ­τι οἱ αἰ­τια­κές σχέ­σεις μπο­ροῦν νά ἀ­να­κα­λυ­φθοῦν καί νά δι­α­τυ­πω­θοῦν. Πῶς γί­νε­ται στήν πρά­ξη αὐ­τό; Στά Γερ­μα­νι­κά τό durch ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά μί­α το­πι­κή σχέ­ση (durch das Feld), ἐν συ­νε­χεί­ᾳ καί μιά χρο­νι­κή (durch den Tag). Μπο­ρῶ ἐ­πί­σης νά πῶ πώς ὁ Ἀ­λέ­ξαν­δρος γνώ­ρι­σε τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ­σω τοῦ πα­τέ­ρα του – καί ἐ­δῶ θά ἦ­ταν πα­ρά­λο­γο νά ἐν­νο­ή­σω τό μέ­σῳ (durch) το­πι­κά ἤ χρο­νι­κά. Ἀ­φε­τη­ρί­α γιά μιά τέ­τοι­α χρή­ση ὑ­πῆρ­ξαν προ­τά­σεις ὅ­πως «μέ­σω τοῦ και­νούρ­γιου δρό­μου φτά­νει κα­νείς γρη­γο­ρό­τε­ρα στήν πό­λη». Ἀρ­χι­κά νο­εῖ­ται το­πι­κά ἀλ­λά, ὅ­ταν κα­τα­λά­βου­με ἀ­πό τήν πρό­τα­ση πώς ὁ δρό­μος κα­τα­σκευ­ά­στη­κε γιά νά συν­το­μεύ­σει τήν ἀ­πό­στα­ση πρός τήν πό­λη, τό «μέ­σω» (durch) ἀ­πο­κτᾶ μιά αἰ­τια­κή ση­μα­σί­α. Αὐ­τό εἶ­ναι μιά φο­βε­ρή πα­ρα­νό­η­ση, ἄν πρέ­πει νά ὀ­νο­μά­σου­με πα­ρα­νό­η­ση τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ νέ­α χρή­ση τῆς λέ­ξης δη­λώ­νει τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί τήν οὐ­σί­α. Ἄν στήν πε­ραι­τέ­ρω ἐ­ξέ­λι­ξη τό «μέ­ςῳ» (durch) ἀ­πο­βά­λει τήν το­πι­κή καί χρο­νι­κή ση­μα­σί­α καί ἀ­πο­κτή­σει σέ συγ­κε­κρι­μέ­να συμ­φρα­ζό­με­να κα­θα­ρά αἰ­τια­κή, τό­τε ἡ ἄ­με­ση σχέ­ση μέ τά πράγ­μα­τα θά ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ ἀλ­λά αὐ­τό δέν ση­μαί­νει ὅ­τι τό πραγ­μα­τι­κό, τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό θά χα­θεῖ κα­τ’ ἀ­νάγ­κη. Ἀν­τί­θε­τα μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σια­στεῖ ἀ­βί­α­στα ὑ­πό ὁ­ρι­σμέ­νες συν­θῆ­κες.
Ἡ φρά­ση «ἐ­πει­δή βρέ­χει, θά μου­σκέ­ψουν ὅ­λα» ση­μαί­νει ἀρ­χι­κά «δι­ό­τι βρέ­χει…»· χα­ρα­κτη­ρί­ζει ἐ­πο­μέ­νως μό­νον τή χρο­νι­κή ὑ­πό­τα­ξη «κα­θώς βρέ­χει…». Οὐ­σι­α­στι­κά ὅ­μως πρό­κει­ται γιά κά­τι πα­ρα­πά­νω». Μό­λις ἀν­τι­λη­φθοῦ­με τό «ἐ­πει­δή» ὡς αἰ­τι­ο­λο­γι­κό, ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε καί τίς ἄλ­λες σχέ­σεις.
Ἡ γλώσ­σα τοῦ Ὁ­μή­ρου εἶ­ναι σχε­τι­κά φτω­χή σέ τέ­τοι­ες συν­δε­τι­κές λέ­ξεις μέ αἰ­τι­ο­λο­γι­κή ση­μα­σί­α. Ὅ­που ἐν­νο­οῦν­ται τέ­τοι­ες αἰ­τια­κές σχέ­σεις, ὑ­πο­δη­λώ­νον­ται ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον ἔμ­με­σα, δη­λα­δή εἴ­τε ἡ σύν­δε­ση δέν δη­λώ­νε­ται κα­θό­λου εἴ­τε χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται λέ­ξεις πού δη­λώ­νουν τό­πο ἤ χρό­νο. Ὁ λό­γος ὅ­μως τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης κα­θί­στα­ται ἐ­φι­κτός, ὅ­ταν ἡ γλώσ­σα μπο­ρεῖ νά κά­νει αὐ­τήν τή δι­ά­κρι­ση. Αἰ­τι­ο­λο­γι­κούς συν­δέ­σμους καί με­το­χές πλή­ρους ἀ­να­πτυγ­μέ­νες συ­ναν­τοῦ­με ὄν­τως τόν 6ο αἰ­ώ­να, κα­θώς τό­τε δι­α­μορ­φώ­θη­καν ἡ κα­θα­ρή ἔν­νοι­α τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, τό ὁ­ρι­στι­κό ἄρ­θρο, πού χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γιά τούς ἀ­φαι­ρε­τι­κούς συλ­λο­γι­σμούς, καί κά­ποι­α ἄλ­λα πράγ­μα­τα.
Προ­φα­νῶς πρό­κει­ται γιά μί­α με­γά­λη ἑ­νια­ία πο­ρεί­α πού ἐ­πι­φέ­ρει αὐ­τήν τή δο­μι­κή με­τα­βο­λή στή γλώσ­σα καί κα­θι­στᾶ δυ­να­τή τήν ἐμ­φά­νι­ση τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γλώσ­σας, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νει τόν λό­γο, τήν ἀ­φαι­ρε­τι­κή σκέ­ψη – ἤ ὅ­πως ἀλ­λι­ῶς τό ὀ­νο­μά­σει κα­νείς – ἀ­πό τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα.
Μπο­ρεῖ ἡ πο­ρεί­α αὐ­τή στή γλώσ­σα νά γί­νει ἀν­τι­λη­πτή μέ ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρο τρό­πο ἤ του­λά­χι­στον νά πε­ρι­γρα­φεῖ ἀ­κρι­βέ­στε­ρα;
Προ­φα­νῶς πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει κά­τι στήν ἴ­δια τή γλώσ­σα πού νά μπο­ρεῖ νά ἀ­να­πτύσ­σε­ται – φυ­σι­κά εἰς βά­ρος κά­ποι­ου ἄλ­λου – ὥ­στε νά δο­θεῖ ἡ δυ­να­τό­τη­τα νά συγ­κρο­τη­θεῖ ὁ ἐ­πι­στη­μο­νι­κός λό­γος καί σκέ­ψη. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά ἀ­να­λύ­σου­με ἐ­ξαν­τλη­τι­κά τή γλώσ­σα.
Πρίν ἀ­πό με­ρι­κά χρό­νια προ­σπά­θη­σα νά πε­ρι­γρά­ψω τή δο­μή τῆς γλώσ­σας μέ γνώ­μο­να αὐ­τά τά ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ὅ­πως ὅ­μως δι­α­πί­στω­σα, οὔ­τε οἱ φι­λό­λο­γοι οὔ­τε οἱ φι­λό­σο­φοι ἔ­μει­ναν ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι ἀ­πό τό ἐγ­χεί­ρη­μά μου αὐ­τό. Πι­στεύ­ω πώς μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἐν­το­πί­σει στή δο­μή τῆς γλώσ­σας τρί­α στοι­χεῖ­α: τό στοι­χεῖ­ο τῆς ἀ­να­πα­ρά­στα­σης, τῆς ἔκ­φρα­σης καί τῆς προ­θε­τι­κό­τη­τας, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­σταυ­ρώ­νον­ται ὅ­που ἤ κυ­ρι­αρ­χί­α ἕ­νος ἐξ αὐ­τῶν σφρα­γί­ζει κά­θε φο­ρά μιά γλωσ­σι­κή μορ­φή. Στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό ὑ­πει­σέρ­χον­ται οἱ ψυ­χι­κές λει­τουρ­γί­ες, ὅ­πως τίς εἶ­δαν ὁ Dilthey καί ὁ Buhler. Ἀλ­λά ἀ­πό τήν ἄ­πο­ψη τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, ὅ­πως ἔ­δει­ξε στούς νε­ώ­τε­ρους χρό­νους ὁ Husserl, οἱ λει­τουρ­γί­ες αὐ­τές δέν μπο­ροῦν νά ἀν­τα­γω­νί­ζον­ται τό πε­ρι­ε­χο­μέ­νο τῆς γλώσ­σας, για­τί τό οὐ­σι­α­στι­κό στή γλώσ­σα εἶ­ναι τό πνεῦ­μα, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο δη­λα­δή καί ἡ ση­μα­σί­α.
Ὅ­λα ὅ­σα θί­ξα­με μέ­χρι στιγ­μῆς ἴ­σως γί­νουν σα­φέ­στε­ρα ὅ­ταν, ἐ­πί τῇ βά­σει αὐ­τῶν τῶν στοι­χεί­ων, ἑρ­μη­νεύ­σου­με τίς πα­ρα­τη­ρή­σεις πού κά­νει γιά πρώ­τη φο­ρά ἕ­νας ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας σχε­τι­κά μέ τό πῶς πρέτ­τει νά δοῦ­με τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, ἄν θέ­λου­με νά κα­τα­νο­ή­σου­με τόν κό­σμο μέ τόν τρό­πο τῶν φυ­σι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Ἐ­δῶ φαί­νε­ται σα­φῶς ὁ ρό­λος τῆς γλώσ­σας. Ἀλ­λά πρίν ἀ­πό αὐ­τό ἄς κά­νου­με μιά ἀ­κό­μα σύν­το­μη πα­ρα­τή­ρη­ση γιά τό πῶς ἡ κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα χει­ρί­ζε­ται τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των καί πῶς μπο­ρεῖ κα­νείς νά μι­λή­σει π.χ. γιά μί­α «ἔν­νοι­α» τῶν χρω­μά­των, κα­θώς ἐ­δῶ ἐ­πι­κεν­τρώ­νον­ται οἱ πε­ρισ­σό­τε­ρες ἀν­τιρ­ρή­σεις.
Μέ τίς δη­λώ­σεις τῶν χρω­μά­των κί­τρι­νο, μπλέ, κόκ­κι­νο, κ.ο.κ.. ἔ­χου­με τήν ἀν­τί­θε­ση τῶν ἀ­πο­χρώ­σε­ων πού προσ­λαμ­βά­νουν οἱ αἰ­σθή­σεις μας. Ἄν μπο­ροῦ­με νά σκε­φτοῦ­με μιά ἐ­πι­στή­μη πού ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ αὐ­τά τά χρώ­μα­τα τά ὁ­ποῖ­α μᾶς συγ­κι­νοῦν ἰ­δι­αί­τε­ρα, π.χ. τή θε­ω­ρί­α το­ΰ Γκα­ΐ­τε γιά τά χρώ­μα­τα ἤ μί­α ἔ­ρευ­να γιά τό κί­τρι­νο καί τό μπλέ στούς πί­να­κες τοῦ Vermeer van Delft, τό­τε μπο­ρῶ ν’ ἀ­πο­δεί­ξω ὅ­τι τά χρώ­μα­τα ἔ­χουν «ἔν­νοι­α». Ἀλ­λά αὐ­τό δέν ἔ­χει νά κά­νει μέ τίς φυ­σι­κές ἐ­πι­στῆ­μες. Ἡ ἔν­νοι­α ἐ­δῶ ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἀ­πό τό βί­ω­μα, πρό­κει­ται γιά ἐν­τύ­πω­ση, ἔκ­φρα­ση, κ.ο.κ., πράγ­μα­τα δη­λα­δή πού δέν βρί­σκον­ται στόν χῶ­ρο τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ. Μπο­ρῶ ὅ­μως νά μι­λή­σω ἐ­πι­στη­μο­νι­κά γιά τήν ἔν­νοι­α τῶν χρω­μά­των, ἄν ἐν­νο­ῶ μ’ αὐ­τό τή σκο­πι­μό­τη­τά τους. Ἄν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, πῶ ὅ­τι οἱ ρῶ­γες τῶν στα­φυ­λι­ῶν εἶ­ναι κυ­ρί­ως κόκ­κι­νες γιά νά ἐν­το­πί­ζον­ται ἀ­πό τά που­λιά, ἀν­τι­θέ­τως τά λου­λού­δια εἶ­ναι κυ­ρί­ως μπλέ, κί­τρι­να ἤ ἄ­σπρα γιά νά προ­σελ­κύ­ουν τά ἔν­το­μα. Ἔ­τσι το­πο­θε­τοῦ­με τά χρώ­μα­τα σέ ἐ­κλο­γι­κευ­μέ­νες σχέ­σεις. Ὅ­μως οὔ­τε αὐ­τό ἀ­πο­τε­λεῖ ἀν­τι­κει­με­νι­κή ἐ­πι­στή­μη.
Ἡ ἐ­πι­στή­μη ἐ­πι­δι­ώ­κει νά εἶ­ναι «ἀν­τι­κει­με­νι­κή», θέ­λει δη­λα­δή νά γνω­ρί­σει τόν κό­σμο ὅ­πως αὐ­τός στέ­κε­ται ἀ­νε­ξάρ­τη­τος ἔ­ξω ἀ­πό ἐ­μᾶς. «Ἔλ­λο­γο» δέν εἶ­ναι τί­πο­τα ἄλ­λο πα­ρά τό δυ­νά­με­νο νά με­τρη­θεῖ.
Ὁ πρῶ­τος ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­νας πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει σύμ­φω­να μέ αὐ­τές τίς ἀρ­χές – ἐ­πι­στη­μο­νι­κά» – τίς ἰ­δι­ό­τη­τες τῶν πραγ­μά­των, εἶ­ναι ὁ Δη­μο­κρι­τος. Ἐ­ξη­γεῖ μέ σα­φή­νεια ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες δέν ὑ­πάρ­χουν, ὅ­τι πρέ­πει κα­νείς νά τίς ἀ­πο­κλεί­σει γιά νά δεῖ αὐ­τό πού πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι. Κα­τά τόν Δη­μο­κρι­το, πραγ­μα­τι­κά εἶ­ναι μό­νον τά ἄ­το­μα, τά ὁ­ποῖ­α δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ γε­ω­με­τρι­κοῦ τους σχή­μα­τος.
Τί συμ­βαί­νει ἐ­δῶ; Μᾶς ἀ­ρέ­σει τό γλυ­κό μέ­λι – ὁ Δη­μο­κρι­τος κά­νει λό­γο γιά τό γλυ­κύ. Μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του, ἀ­πό μί­α ἰ­δι­ό­τη­τα πού ὑ­πῆρ­χε στό ἀν­τι­κεί­με­νο φτιά­χνει ἕ­να δι­κό του ἀν­τι­κεί­με­νο, ἕ­να ἀ­φη­ρη­μέ­νο οὐ­σι­α­στι­κό. Καί ἀ­πό τά δι­α­φο­ρε­τι­κά γνω­ρί­σμα­τα πού μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­χουν σέ δι­ά­φο­ρα ἀν­τι­κεί­με­να φτιά­χνει ἕ­να ἀ­κό­μη «γε­νι­κό­τε­ρο» ἀν­τι­κεί­με­νο, τήν ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔ­τσι ὑ­πο­στη­ρί­ζει ὅ­τι αὐ­τό πού θά δη­λω­νό­ταν μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση, δέν ὑ­πάρ­χει στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὑ­πάρ­χουν μό­νον τά ἐ­λά­χι­στα τμή­μα­τα ὕ­λης – ἑ­πο­μέ­νως τά πο­λύ μι­κρά ἀν­τι­κεί­με­να – πού δι­α­φο­ρο­ποι­οῦν­ται με­τα­ξύ τους ἀ­πό τό δι­α­φο­ρε­τι­κό τους σχῆ­μα, τό ἕ­να εἶ­ναι στρογ­γυ­λό, τό ἄλ­λο αἰχ­μη­ρό, κ.ο.κ.
Ἑ­πο­μέ­νως δέν χά­νον­ται ὅ­λες οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες. Μέ­νουν μᾶλ­λον ἐ­κεῖ­νες πού ἀ­φο­ροῦν στό γε­ω­με­τρι­κό σχῆ­μα. Ἀ­πό τό σχῆ­μα αὐ­τό, πού εἶ­ναι ἀν­τι­κει­με­νι­κό καί πραγ­μα­τι­κό, ἀ­πο­δε­χό­μα­στε ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ μα­θη­μα­τι­κά. Αὐ­τό τό μα­θη­μα­τι­κό στοι­χεῖ­ο ὑ­περ­βαί­νει ὅ­μως καί τήν κα­θη­με­ρι­νή γλώσ­σα καί τήν ἀ­λή­θεια πού μπο­ρεῖ νά δι­α­πι­στω­θεῖ ἐμ­πει­ρι­κά, κα­θώς δί­νου­με ὁ­πωσ­δή­πο­τε βά­ρος στίς λέ­ξεις, ὅ­πως εἴ­δα­με καί στήν πε­ρι­πτω­ση τοῦ ἀ­πεί­ρου. Οἱ ἔν­νοι­ες «στρογ­γυ­λό» ἤ «εὐ­θύ» δη­λώ­νουν τό στρογ­γυ­λό ἤ εὐ­θύ κα­τά τέ­τοι­ο τρό­πο ὥ­στε αὐ­τά νά μήν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον στόν κό­σμο.
Ἡ τά­ση γιά ἀν­τι­κει­με­νι­κο­ποί­η­ση ὑ­πο­λαν­θά­νει στήν ἀρ­χαί­α Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλί­οσ­σα, κα­θώς ἡ ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἔν­νοι­α τῆς γνώ­σης κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τήν ὅ­ρα­ση καί ἀ­πό τή γνώ­ση πού ἀ­πο­κτᾶ­ται μέ­σω αὐ­τῆς. Ἡ ὅ­ρα­ση εἶ­ναι κυ­ρί­ως ἡ ἔν­νοι­α μέ­σω τῆς ὁ­ποί­ας μᾶς πα­ρου­σι­ά­ζον­ται τά πράγ­μα­τα ἀν­τι­κει­με­νι­κά, ἔ­ξω ἀ­πό μᾶς. Ἡ ἀ­φαί­ρε­ση, αὐ­τό τό θε­με­λι­ῶ­δες μέ­σο γιά τή δη­μι­ουρ­γί­α κα­τάλ­λη­λων φι­λο­σο­φι­κῶν καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κὼν ἐν­νοι­ῶν, ἱ­δρύ­ει καί αὐ­τή ἀν­τι­κεί­με­να. Ὅ,τι μπο­ρεῖ νά συλ­λη­φθεῖ ἀρ­χι­κῶς ὡς ἐ­πί­θε­το ἤ ρῆ­μα δέν με­τα­τρέ­πε­ται, μέ τήν οὐ­σι­α­στι­κο­ποί­η­ση τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἤ τοῦ ρή­μα­τος, σέ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἀν­τι­κεί­με­νο, ἀλ­λά σέ ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς σκέ­ψης. Ἔ­τσι δι­ευ­ρύ­νε­ται ἡ λε­ξι­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρί­α πού στήν προ­ε­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα χρη­σι­μεύ­ει προ­παν­τός γιά νά πα­ρα­στή­σει τόν κό­σμο στήν πλη­ρό­τη­τά του καί δη­μι­ουρ­γοῦν­ται και­νούρ­για ἀν­τι­κεί­με­να στά ὁ­ποῖ­α μπο­ρεῖ κα­νείς νά προσ­δώ­σει μιά πιό ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πό αὐ­τήν τα­ῶν ὑ­λι­κῶν ἀν­τι­κεί­με­νων.
Ἡ γλώσ­σα εἶ­ναι τό πε­δί­ο ὅ­που πάν­τα συ­ναν­τῶν­ται οἱ δι­ά­φο­ρες νο­η­τι­κές λει­τουρ­γί­ες καί πάν­τα θά μπο­ροῦν ἐκ νέ­ου νά συ­ναν­τῶν­ται. Ἡ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὅ­μως γλώσ­σα βα­σί­ζε­ται στό ὅ­τι σέ αὐ­τήν προ­βάλ­λε­ται τό ἀν­τι­κει­με­νι­κό, ἀ­να­πα­ρα­στα­τι­κό στοι­χεῖ­ο τό­σο ἔν­το­να, ὥ­στε συν­θλί­βει σέ ἀρ­κε­τά με­γά­λο βαθ­μό αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με ἐν πολ­λοῖς «γλώσ­σα».
Ὁ φι­λό­λο­γος μπο­ρεῖ, ὅ­ταν ἐ­ξε­τά­ζει μιά ἐ­πι­στη­μο­νι­κή γλώσ­σα, νά ἀ­πο­ρή­σει σέ τί μᾶς ὠ­φε­λεῖ μιά τέ­τοι­α χρή­ση τῆς γλώσ­σας. Τό γε­γο­νός ὅ­μως ὅ­τι ὠ­φε­λού­μα­στε – καί γι’ αὐ­τό δέν πρέ­πει ν’ ἀμ­φι­βάλ­λου­με κα­θό­λου – μᾶλ­λον ὀ­φεί­λε­ται στό ὅ­τι ἡ γλώσ­σα μᾶς προ­σφέ­ρε­ται γιά τέ­τοι­ες πε­ρι­πέ­τει­ες. Του­λά­χι­στον οἱ ἀρ­χαῖ­οι Ἕλ­λη­νες, πού ἔ­χουν ἐκ­φρα­στεῖ μέ σκε­πτι­κι­σμό γιά τίς δυ­να­τό­τη­τές της, τόλ­μη­σαν νά τήν δο­κι­μά­σουν σ’ αὐ­τούς τούς τρό­πους.
------------------------
[1] Ὅλους αὐτούς τούς ὅρούς ἐξέτασε ὁ Κ. v. Fritz σέ τρεῖς μελέτες του: «Νοῦς άπό νοεῖν in the Homeric poems», Class. Philol. 38, 1943 , σσ. 79-93· «Νοῦς, νοεῖν and their derivatives in Pre-Socratic philosophy I», ὅ.π. 40, 1945, σσ. 223-242·
II, ὅ.π. 41, 1946, σσ. 12-34. Ἐπίσης πρβλ. Gert Plambock, Erfassen, Gegenwartigen, Innesein. Aspekte homerischen Psychologie, διατρ. Kiel 1959 (δακτυλογρ.). 
[2] Δέν μπορῶ φυσικά νά ὑπεισέλθω σέ ζητήματα ἰατρικῆς πού ἀνακύπτουν ἐδῶ. Ἄν εἶναι ὁ ἐγκέφαλος πού κυβερνᾶ, τότε κανείς δέν θά ἰσχυριζόταν πώς οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες στήν ἐποχή τοῦ Ὁμήρου δέν διέθεταν πλήρως ἀνεπτυγμένο ἐγκέφαλο. Τό ζήτημα εἶναι κατά πόσον μπόρεσαν συνειδητά νά τόν θέσουν σέ δραστηριότητα καί νά τόν δοκιμάσουν. Λέξεις γιά τό «ἐρευνῶ» ἔχουμε στά ἀρχαῖα ἑλληνικά του 5ου αἰώνα π.Χ.: δίζημαι στόν Ἡράκλειτο Β 101 (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ μέ τά μάτια κάποιον, ἐπιθυμῶ, ζητῶ κάποιον, ἐπιδιώκω κάτι. προσπαθῶ νά κερδίσω»)· ἐρευνάω ἀπό τόν Πίνδαρο καί τόν Αἰσχύλο καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀνιχνεύω, ἰχνηλατῶ»)· ζητῶ ἀπό τόν Πλάτωνα καί τόν Ξενοφώντα καί στό ἑξῆς (στόν Ὅμηρο «ἀναζητῶ»)·ἱστορέω ἀπό τόν Αίσχύλο καί στό ἑξῆς· πεύθομαι/πυνθάνομαι στόν Ὅμηρο σημαίνει «μαθαίνω κάτι, ζητῶ πληροφορίες γιά κάτι». 
[3] Γιά τό ἐρώτημα τῆς Σαπφοῦς «Ποιό εἶναι τό ὡραιότερο;» (16L-P), τόν προβληματισμό τοῦ Ἀλκαίου γιά τόν «πραγματικό» φίλο (333L-P) καί τοῦ Σιμωνίδη γιά τόν «ἀληθινά» ἀγαθόν ἄνθρωπο (4D), βλ. Aufbau der Sprache (2η ἔκδ.), 188, καί Poetry and Society, 34, 47 καί 51. 
[4] Γιά τό ὅτι ἡ ἔννοια «λιοντάρι» εἶναι δυνατή, ἐπειδή τό οὐσιαστικό ὡς κατηγορούμενο ἔχει «γενική» σημασία, βλ. Ἡ Ἀνακάλυψη τοῦ Πνεύματος, ὅ.π., σσ. 300-301.