Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΒΑΡΩΝΟΣ
ΟΙ ΑΝΕΡΧΟΜΕΝΟΙ ΑΕΤΟΙ OSWALD BOELCKE - MANFRED VON RICHTHOFEN : O ΔΑΣΚΑΛΟΣ ΚΑΙ O ΜΑΘΗΤΗΣ
Ο Όζβαλντ Μπαίλκε είχε γεννηθεί στο Γκεμπιχενστάϊν της Σαξονίας στις 9 Μαΐου 1891. Ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας ενός δασκάλου ο οποίος πάντοτε ήθελε τα παιδιά του να ακολουθήσουν στρατιωτική σταδιοδρομία. Στα νεανικά του χρόνια, η κυριότερη ασχολία του Όζβαλντ ήταν ο αθλητισμός -είχε διακριθεί για τις επιδόσεις του στην κολύμβηση, την κωπηλασία, την ορειβασία και το σκι, ενώ ταυτόχρονα έδειχνε κλίση στα φιλολογικά μαθήματα.
Παρόλα αυτά η λάμψη της στρατοκρατικής Γερμανίας του Κάϊζερ φαίνεται ότι στάθηκε ακαταμάχητη για τον 20χρονο νεαρό. Το 1911 κατετάγη στην Στρατιωτική Ακαδημία και στα τέλη του 1913 έγινε δεκτός στην Αεροπορία. Έναν χρόνο αργότερα, στις 15 Αυγούστου 1914, βρέθηκε να πολεμάει για κάποιον λόγο που δεν είχε πολυκαταλάβει, όπως τόσα άλλα εκατομμύρια στρατευμένων νεαρών της εποχής του...
Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους τοποθετήθηκε στο 13ο Αεροπορικό Τάγμα, όπου πετούσε σαν πιλότος με τα διθέσια Albatros BII πάνω από το μέτωπο της Καμπανίας στην Γαλλία, έχοντας σαν παρατηρητή τον κατά πέντε έτη μεγαλύτερο αδελφό του, Βίλχελμ. Αν και η αεροπορία ήταν πασίγνωστη για τα γλέντια της και την συντροφικότητα του προσωπικού της, τα δύο αδέλφια δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλή ανάμεσα στους συναδέλφους τους. Λιγομίλητοι, αφοσιωμένοι στο καθήκον και απέχοντας από τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες των συναδέλφων τους, θεωρήθηκαν αλαζόνες και απόμακροι επειδή το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν να βελτιώνουν τις επιδόσεις τους και να προσθέτουν περισσότερες ώρες πτήσης στο ενεργητικό τους.
Πράγματι, μέχρι τον Οκτώβριο τα αδέλφια Βίλχελμ και Όζβαλντ Μπαίλκε είχαν καταφέρει να συμπληρώσουν 50 αποστολές -αριθμός ο οποίος άγγιζε τα όρια του ρεκόρ- και να τιμηθούν αμφότεροι με τον Σιδηρού Σταυρό. Ωστόσο το προνόμιο της συνυπηρέτησης των δύο αδελφών στην ίδια μονάδα προκάλεσε πολλές διενέξεις μεταξύ των άλλων πιλότων, οπότε αποφάσισαν να ακολουθήσουν διαφορετική πορεία. Έτσι ο Βίλχελμ μετατέθηκε στο ανατολικό μέτωπο, ενώ τον Απρίλιο του 1915, ο Όσβαλντ βρέθηκε να υπηρετεί στο νεοσύστατο 62ο Αεροπορικό Τάγμα, στο Ντουαί της Γαλλίας, σε μία εποχή όπου οι επιτυχίες των πρώτων γαλλικών μαχητικών μονοπλάνων Morane Saulnier σκορπούσαν τον τρόμο ανάμεσα στα άοπλα πληρώματα των γερμανικών αναγνωριστικών.
Εκείνη την περίοδο ο σχεδιαστής αεροσκαφών Άντονυ Φόκκερ εργαζόταν πυρετωδώς επάνω στον σχεδιασμό ενός αντίστοιχου μονοθέσιου μαχητικού αεροσκάφους το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα γαλλικά. Το Fokker Eindecker I ήταν ένα ελαφρύ αεροσκάφος, οπλισμένο με ένα πολυβόλο ρυθμισμένο να βάλλει δια μέσου του δίσκου της έλικας, χάρη στην κατασκευή ενός αυτόματου μηχανισμού. Ο αρχηγός της Γερμανικής Αεροπορίας είχε υποσχεθεί στον Φόκκερ τον Σιδηρού Σταυρό αν ο μηχανισμός του κατάφερνε να καταρρίψει ένα εχθρικό αεροσκάφος, οπότε μόλις η κατασκευή ολοκληρώθηκε, ο Φόκκερ αναζήτησε αμέσως έναν έμπειρο πιλότο που θα το δοκίμαζε στον αέρα.
Μέχρι τότε οι Γάλλοι διέθεταν το αποκλειστικό μονοπώλιο των αεροπορικών επιτυχιών, οπότε η επιλογή του Μπαίλκε μετά την κατάρριψη του απρόσεκτου κόμη Μπωβινκούρ, ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο -ήταν η πρώτη αεροπορική νίκη των Γερμανών, η πρώτη επιβεβαιωμένη νίκη του Μπαίλκε και ταυτόχρονα η τελευταία του με διθέσιο αεροπλάνο. Τις αμέσως επόμενες μέρες ο νεαρός ανθυπολοχαγός διατάχθηκε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα του νέου όπλου. Τον Δεκέμβριο του 1915 ο Μπαίλκε έκανε τις πρώτες πτητικές δοκιμές του αεροσκάφους και δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό του: «Ο Φόκκερ μου έκανε το ωραιότερο Χριστουγεννιάτικο δώρο της ζωής μου. Το απολαμβάνω καθημερινά σαν μικρό παιδί!».
Αρχίζοντας τις πρώτες περιπολίες πάνω από τις Γερμανικές γραμμές, έμαθε να εκμεταλλεύεται την ταχύτητα, την ευελιξία και τον γρήγορο ρυθμό ανόδου του Fokker, μελετώντας ταυτόχρονα και τις επιδόσεις των αντιπάλων του, ώστε να προσαρμόζει ανάλογα τις δικές του τακτικές. Συνήθιζε να ανεβαίνει στα 1.500 m –ένα ύψος που σπανίως άγγιζαν τα συμμαχικά αεροπλάνα- εκμεταλλευόμενος την κάλυψη των νεφών και την θέση του ήλιου για να επιτεθεί. Παρακολουθούσε το θύμα του και την κατάλληλη στιγμή βυθιζόταν στα νώτα του ρίχνοντας σύντομες ριπές από μικρή απόσταση.
Κάτω από συνθήκες άκρας μυστικότητας, δύο μοναδικά Fokker Eindecker χορηγήθηκαν στο αεροδρόμιο του Ντουαί, με τα οποία ο Μπαίλκε θα άρχιζε να εκπαιδεύει το προσωπικό. Ένας από τους πρώτους μαθητές του ήταν και ο Μαξ Ίμμελμαν (Max Immelmann), ένας νεοφερμένος συνομήλικος του, του οποίου η μοναδική διάκριση ήταν η καταστροφή τεσσάρων αεροσκαφών –όλα γερμανικά! Λεγόταν ότι ο Ίμμελμαν μέχρι τότε σπανίως προσγειωνόταν -τις περισσότερες φορές απλά…“επέστρεφε” στη βάση του με τα πόδια. Οι επιδόσεις του στη σκοποβολή δεν ήταν καλύτερες: κατά τη διάρκεια μίας εξάσκησης, από μία ριπή 60 βολίδων μόνο τρεις είχαν βρει τον στόχο!
Από τις πρώτες κιόλας εκπαιδευτικές περιπολίες, ο Μπαίλκε τον δίδαξε τα πλεονεκτήματα της συνεργασίας και του αιφνιδιασμού. Για τον Μπαίλκε η αερομαχία δεν έπρεπε να είναι ένας μεμονωμένος, ατομικός πόλεμος. Οι πιλότοι έπρεπε να ενεργούν και να μάχονται σαν ομάδα. Μία από τις πρώτες τακτικές που εφάρμοσε ήταν ο ρόλος του δεύτερου πιλότου ο οποίος ερευνούσε τον ουρανό και κάλυπτε τα νώτα τού αρχηγού του, όταν εκείνος είχε στραμμένη την προσοχή του στην καταδίωξη ενός αντιπάλου. Τον ρόλο αυτόν τώρα, θα τον έπαιζε ο Ίμμελμαν και προς μεγάλη έκπληξη τού Μπαίλκε, ήταν εκείνος που θα σημείωνε την πρώτη κατάρριψη με το νέο αεροσκάφος, την 1η Αυγούστου 1915. Έκτοτε οι δύο τους αποτέλεσαν ένα αχώριστο κυνηγετικό δίδυμο όπου ο ένας προστάτευε τον άλλο.
Στο έδαφος όμως, δάσκαλος και μαθητής δεν είχαν τίποτα κοινό. Την στιγμή που ο Μπαίλκε είχε αρχίσει να χάνει την φήμη του αντικοινωνικού συναδέλφου στριμώχνοντας πίσω από το κάθισμα του Fokker του όμορφες νοσοκόμες για να τους δώσει το…“βάπτισμα του αέρα”, ο “ασκητικός” μαθητής του απείχε από παρόμοιες εκδηλώσεις. Τα απογεύματα, όταν όλοι οι πιλότοι πήγαιναν στη λέσχη για να διασκεδάσουν και να παίξουν χαρτιά, ο Μπαίλκε ήταν ο πρώτος που καθόταν στο τραπέζι και ο τελευταίος που σηκωνόταν -πάντοτε κερδισμένος. Όπως ανακάλυψαν γρήγορα οι συνάδελφοί του, στην τράπουλα και στον αέρα ο Μπαίλκε ήταν πάντοτε ένας σιωπηλός και επικίνδυνος αντίπαλος.
Όταν όμως ο καπνός γύρω από τα τραπέζια άρχιζε να πυκνώνει και το κέφι άναβε, ο Ίμμελμαν επέστρεφε στο δωμάτιό του. Κοντός, ισχνός, ασθενικός και πάντοτε σοβαρός, ο Ίμμελμαν δεν απολάμβανε τίποτα και δεν του άρεσε τίποτα, εκτός από το καθήκον του. Δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν ξενυχτούσε, απέφευγε το κρέας και έδειχνε αδιαφορία ακόμα και για τις γυναίκες –ένα ιδιαίτερα αποκρουστικό ελάττωμα για οποιονδήποτε στρατιώτη. Παρά όμως τις διαφορές του χαρακτήρα τους και τις πρώτες κακές επιδόσεις του Ίμμελμαν στην πτήση, ο Μπαίλκε έμεινε ικανοποιημένος γιατί φαινόταν να έχει εμπεδώσει τα μαθήματά του και πάνω από όλα, είχε καταφέρει αυτό που την εποχή εκείνη θεωρείτο ένα ανεξήγητο μεταφυσικό μυστήριο -να καταρρίψει ένα εχθρικό αεροσκάφος.
Οι αυστηρές εντολές που είχε λάβει ο Μπαίλκε ήταν να μη πετάξει ποτέ με το μονοπλάνο πάνω από εχθρικό έδαφος. Ο αυτοματοποιημένος συγχρονιστικός μηχανισμός του πολυβόλου θεωρείτο το «μυστικό όπλο» της εποχής και οι Γερμανοί δεν διακινδύνευαν να αφήσουν ένα Fokker να πέσει στα χέρια του εχθρού. Ο Μπαίλκε όμως ήταν από την φύση του “κυνηγός” και ανυπομονούσε να προκαλέσει τον εχθρό μέσα στο ίδιο του το έδαφος. Στις 19 Αυγούστου κατέρριψε ένα μαχητικό Bristol πάνω από τις βρετανικές γραμμές, σημειώνοντας την πρώτη του νίκη με το Eindecker και την δεύτερη της σταδιοδρομίας του και μέσα στον επόμενο μήνα θα πρόσθετε άλλα δύο. Ήταν η έναρξη ενός φιλικού συναγωνισμού μεταξύ Μπαίλκε και Ίμμελμαν, που σύντομα θα τους καθιστούσε γνωστούς μέχρι την απέναντι πλευρά των γραμμών.
ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ BOELCKE
Ο Όσβαλντ Μπαίλκε ήταν αυτός που διατύπωσε πρώτος τους οκτώ βασικούς κανόνες των αεροπορικών συμπλοκών οι οποίοι αποτελούσαν το απαύγασμα της μαχητικής του εμπειρίας. Η εφαρμογή τους από τους Γερμανούς πιλότους των μαχητικών θα τους χάριζε την τακτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους και θα τους καθιστούσε αξεπέραστους τόσο στον Α΄, όσο και στον Β΄ ΠΠ. Σε ότι αφορά στις τακτικές της κλειστής αερομαχίας και μόνο, όπου η οπτική επαφή μεταξύ των αντιπάλων εξακολουθεί να είναι καθοριστικός παράγων, οι κανόνες αυτοί ισχύουν ακόμα και στην σημερινή εποχή της υψηλής ηλεκτρονικής τεχνολογίας.
1. Πριν την επίθεση εκμεταλλεύσου όλα τα δυνατά πλεονεκτήματα. Αν είναι δυνατόν κράτα τον ήλιο πίσω σου.
2. Από την στιγμή που αρχίζεις μία επίθεση, πάντοτε να την ολοκληρώνεις.
3. Άνοιγε πυρ μόνο σε μικρή απόσταση και όταν ο αντίπαλος βρίσκεται ακριβώς στο στόχαστρό σου.
4. Κράτα διαρκώς τα μάτια σου στραμμένα στον αντίπαλό σου και μην απατάσαι από τεχνάσματα.
5. Σε οποιαδήποτε επίθεση είναι ζωτικό να επιτίθεσαι στα νώτα του αντιπάλου σου.
6. Όταν δέχεσαι επίθεση στα νώτα μην προσπαθείς να διαφύγεις. Γύρισε να την αντιμετωπίσεις.
7. Όταν βρίσκεσαι πάνω από εχθρικό έδαφος μην ξεχνάς ποτέ την οδό διαφυγής σου.
8. Να μάχεστε σε ομάδες των τεσσάρων ή των έξι. Όταν η μάχη διασπασθεί σε μεμονωμένες αερομαχίες, φροντίστε να μη βάλλετε εναντίον του ίδιου αντιπάλου.
MANFRED ALBRECHT FREIHERR VON RICHTHOFEN (2 MAY 1892 - 21 APRIL 1918)
ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΒΑΡΩΝΟΣ : Ο ΤΡΟΜΟΣ ΤΩΝ ΑΙΘΕΡΩΝ
Μάνφρεντ Φον Ριχτχόφεν - ο φοβερός «Κόκκινος Βαρώνος», ο πιλότος μύθος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο σπουδαιότερος Γερμανός αεροπόρος και άσος των καταδρομών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν γνωστός με το προσωνύμιο «Κόκκινος Βαρώνος», εξαιτίας της αριστοκρατικής του καταγωγής και του χρώματος του αεροπλάνου του.
Γεννήθηκε στο Μπρεσλάου της Σιλεσίας (σήμερα ανήκει στην Πολωνία) στις 2 Μαΐου 1892. Ακολούθησε τη στρατιωτική καριέρα του πατέρα του και το 1912 ονομάστηκε υπίλαρχος. Πολέμησε με το Γερμανικό ιππικό στο ρωσικό μέτωπο κατά την έκρηξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια πήρε μέρος στην εισβολή στο Βέλγιο και τη Γαλλία. Όταν οριστικοποιήθηκε ο πόλεμος των χαρακωμάτων και το ιππικό πέρασε σε δεύτερη μοίρα, κατατάχθηκε στο πεζικό. Το 1915 μεταπήδησε στη νεοσύστατη πολεμική αεροπορία της Γερμανίας και το 1916 τοποθετήθηκε σε μονάδα μαχητικών αεροπλάνων ως πιλότος καταδιωκτικού.
Γρήγορα έγινε ο φόβος και ο τρόμος των αιθέρων. Στον ίδιο αποδόθηκε προσωπικά η κατάρριψη 80 εχθρικών αεροπλάνων από τις 16 Σεπτεμβρίου 1916 έως τις 20 Απριλίου 1918. Το σμήνος καταδιωκτικών το οποίο διοικούσε (Jagdgeschwader 1) αποκλήθηκε «Το ιπτάμενο τσίρκο του Ριχτόφεν», επειδή τα αεροπλάνα του είχαν ευφάνταστα διακοσμητικά σχέδια και ήταν βαμμένα σε κόκκινο βαθύ χρώμα.
O Κόκκινος βαρώνος, ξεκίνησε να εκπαιδεύεται σαν πιλότος πολεμικού αεροσκάφους. Αρχικά,πετούσε με αεροσκάφη "Άλμπατρος" (διπλάνα αεροσκάφη με κινητήρα mercedes 160 ίππων,και ένα πυροβόλο 7,62 χιλιοστών). Το αεροσκάφος αυτό ήταν δύο θέσεων, και ο Κόκκινος βαρώνος είχε συνήθως την θέση του παρατηρητή και του χειριστή του πυροβόλου. Αργότερα άρχισε να πιλοτάρει ο ίδιος τα "Άλμπατρος" αλλά σε εκείνες τις πρώτες πτήσεις του,χαρακτηρίζονταν από τους εκπαιδευτές του σαν ένας μέτριος πιλότος. Σιγά-Σιγά όμως άρχισε να συνηθίζει το αεροσκάφος και έτσι λίγο αργότερα (Απρίλιος 1916) πραγματοποίησε πάλι μια κατάρριψη, η οποία όμως για άλλη μια φορά δεν επιβεβαιώθηκε καθώς το Γαλλικό αεροσκάφος έπεσε πάλι πίσω από τις εχθρικές γραμμές.
Στα φρέσκα και συνάμα αρχικά δειλά βήματα του περασμένου αιώνα ένα γεγονός ήρθε να ρίξει ανάγωγα τη βαριά του σκιά. Ήταν ο Πρώτος Μεγάλος Πόλεμος που θα γνώριζε η ανθρωπότητα σε καθολική κλίμακα. Η καθιερωμένη ισορροπία δυνάμεων έμελλε να αλλάξει άρδην σχηματοποιώντας εκ νέου τον εύπλαστο «σκελετό» του πλανήτη. Όμως το κουβάρι της ιστορίας του παρόντος θέματος άρχισε να ξετυλίγεται μερικά χρόνια πριν σε ένα αρχοντικό κάπου στη Νότια Σιλεσία (σημερινή Πολωνία)...
ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ - Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Μια διόλου ευκαταφρόνητη οικογενειακή παράδοση στόλιζε το όνομα των Φον Ριχτχόφεν. Όλοι τους εξαίρετοι στρατιωτικοί είχαν καταφέρει το 1741 να πάρουν τον τίτλο του Βαρώνου από τον Μεγάλο Φρειδερίκο ως ανταμοιβή τόσο για την πίστη όσο και για τις υπηρεσίες τους προς τον Βασιλικό Οίκο του Βραδεμβούργου. Τελευταίο μέλος τους ο Επίλαρχος Άλμπερτ Φον Ριχτχόβεν ο οποίος ένα Μαγιάτικο πρωινό του 1892 απέκτησε διάδοχο στον οποίο δόθηκε το όνομα Μάνφρεντ Άλμπερτ.
Τόσο ο Μάνφρεντ όσο και τα δύο μικρότερα αδέρφια που τον ακολούθησαν (Λόθαρ και Κάρολος) έλαβαν από νωρίς την ανατροφή που επέτασσε η αριστοκρατική προέλευσή τους. Πάντως ο μεγάλος γιος της οικογένειας επέδειξε από μικρός ιδιαίτερη έφεση στο κυνήγι(λέγεται πως τα πρώτα του θηράματα ήταν τρία μικρά παπάκια τα οποία σκότωσε στο κήπο με ένα αεροβόλο) καθώς διέθετε πολύ καλό σημάδι αλλά και μια σπάνια κυνικότητα.
Σε ηλικία 13 ετών εγγράφεται στο στρατιωτικό κολέγιο του Βάλστατ αν και ο ίδιος όπως αργότερα εκμυστηρεύεται δεν επιθυμούσε ιδιαίτερα να γίνει στρατιωτικός. Χωρίς να ξεχωρίζει ιδιαίτερα στα μαθήματα σε αντίθεση με τις αθλητικές δραστηριότητες(ιδιαίτερα την ιππασία) αποφοιτά και εισάγεται στη Στρατιωτική Σχολή του Βερολίνου. Την τελειώνει το 1912 και λαμβάνοντας το βαθμό του Ανθυπίλαρχου τοποθετείται στο Σύνταγμα Ουλάνων που έδρευε στο Μπρεσλάου.
ΤΟ ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το επόμενο χρονικό διάστημα κυλά ήρεμα σχεδόν ανιαρά για το νεαρό αξιωματικό. Τυπικές περιπολίες στα γερμανορωσικά σύνορα και τίποτε παραπάνω έκαναν τον Μάνφρεντ που επιζητούσε την περιπέτεια να εύχεται να συμβεί κάτι ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει όσα πρόσταζε το ένστικτό του. Αυτό το κάτι δεν άργησε να έρθει. Το 1914 ο Διάδοχος του αυστρουγγρικού θρόνου Φερδινάνδος και η σύζυγος του δολοφονούνται εν ψυχρώ από Σέρβο εθνικιστή στο Σεράγεβο. Η σπίθα που χρειαζόταν το ποτισμένο με βενζίνη φυτίλι του πολέμου στη Γηραιά Ήπειρο είχε πεταχτεί. Σύντομα η έκρηξη παρέσυρε όλα σχεδόν τα κράτη στη φοβερή δίνη των εχθροπραξιών.
Ήταν Αύγουστος του 1914 όταν ο Ριχτχόφεν συμμετείχε σε μια μικρή γιορτή που είχε οργανώσει μαζί με τους συναδέλφους του στα καταλύματά τους. Η ευχάριστη ατμόσφαιρα δεν κράτησε για πολύ καθώς την θρυμμάτισαν τα νέα για την κήρυξη του πολέμου με τη Ρωσία.
Η ΔΡΑΣΗ ΣΤΟ ΠΕΖΙΚΟ
Τον πρώτο καιρό ο άκαπνος υπίλαρχος οδηγούσε τους άντρες του(έναν ουλαμό Ουλάνων λογχοφόρων) περισσότερο σε αναγνωριστικές αποστολές. Σύντομα το Σύνταγμα στο οποίο υπηρετούσε μεταφέρθηκε στο Δυτικό Μέτωπο. Εκεί ο ρομαντικός ευγενής αντιλήφθηκε πως ο πόλεμος απέχει πολύ από την ιδεατή εικόνα που ο ίδιος είχε σχηματίσει. Οι επελάσεις του ιππικού που χαρακτήριζαν τους Ναπολεόντειους Πολέμους στους οποίους είχαν διακριθεί οι πρόγονοι του «σκόνταφταν» πάνω στα αναχώματα, τα συρματοπλέγματα και τα τεράστια πυροβόλα που έριχναν ομοβροντίες από μακριά. Επιπροσθέτως στις πρώτες επιχειρησιακές επαφές διαπίστωσε πως η επιβίωση και η άτακτη φυγή υπερισχύουν της «δονκιχωτικής» αντίληψης περί αυτοθυσίας στο τίμιο πεδίο της μάχης.
Ψάχνοντας μια διέξοδο από τον κλοιό της στασιμότητας του πολέμου χαρακωμάτων τον οποίο ο ίδιος θεωρούσε ταπεινωτικό ζήτησε να μετατεθεί στη στρατιωτική αεροπορία χωρίς να γνωρίζει σχεδόν τίποτα για τα αεροπλάνα. Ο ανώτερος που ενέκρινε τη μετακίνηση χωρίς να το ξέρει μόλις είχε σφραγίσει τη δημιουργία ενός ήρωα.
ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Το καλοκαίρι του 1915 πέρασε για το Μάνφρεντ με εκπαίδευση στη θέση του ιπτάμενου παρατηρητή. Από τις πρώτες κιόλας πτήσεις το αεροπλάνο τον κέρδισε απόλυτα. Στον αέρα βρήκε την ελευθερία που αποζητούσε, μια ελευθερία που δεν μπορούσε να περιοριστεί από συρματοπλέγματα και διαταγές αναμονής του εχθρού. Λίγο αργότερα η γνωριμία του με τον Όσβαλντ Μπέλκε, το μεγαλύτερο μέχρι εκείνη τη στιγμή Γερμανό άσσο, τον ώθησε να εκπαιδευτεί και στο χειρισμό του αεροπλάνου.
Όπερ και εγένετο και μέχρι το τέλος του έτους είχε περάσει όλες τις δοκιμασίες της σχολής χειριστών στο Ντέμπεριτς του Βερολίνου. Είχε έρθει πλέον η στιγμή να δοκιμάσει τις δυνάμεις του ως αλλοτινός ιππότης στη μονομαχία με τον εχθρό. Μόνο που το τερέν δεν θα ήταν πλέον το έδαφος καβάλα σε ένα άλογο αλλά η γραμμή του ορίζοντα που θα περιοριζόταν μόνο από τις δυνατότητες της μηχανής του αεροπλάνου του.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΒΑΡΩΝΟΥ
Η νέα του βάση βρισκόταν στο Ντουαί, στην “καρδιά” του μετώπου, όπου το Βασιλικό Αεροπορικό Σώμα συνεχίζοντας τις επιθετικές τακτικές του εισχωρούσε σε μεγάλους αριθμούς μέσα στις γερμανικές γραμμές. Ο Ριχτχόφεν ήταν πρόθυμος να προσφέρει τα βλήματα, αν οι Άγγλοι προσέφεραν τα αεροπλάνα. Η παρουσίασή του στο Ντουαί συνέπεσε και με την άφιξη των νέων Albatros D.III –ο βελτιωμένος τύπος του D.II, του οποίου τα κυριότερα χαρακτηριστικά ήταν η μεγαλύτερη ταχύτητα και ο μεγαλύτερος ρυθμός ανόδου, σε συνδυασμό πάντα με την ευελιξία του προγόνου του.
Ήταν ο τρίτος και κυριότερος εκπρόσωπος της νέας γενιάς των γερμανικών μαχητικών τα οποία θα επέβαλλαν την απόλυτη κυριαρχία τους σε όλο το μέτωπο μέχρι τα μέσα του έτους. Τα αεροσκάφη παρεδόθησαν στις μονάδες με την τυπική παραλλαγή του εργοστασίου, αλλά ο Ριχτχόφεν δεν μπορούσε πλέον να καταπιέσει πλέον τη διάθεση επιδειξιομανίας του. Στο κάτω-κάτω, εκείνη τη στιγμή, ήταν ο νεότερος διοικητής Μοίρας και ο μεγαλύτερος ζωντανός άσσος της Γερμανίας. Ο Γάλλος άσσος Ζαν Ναβάρ είχε γίνει διάσημος πετώντας ένα κόκκινο Nieuport πάνω από το Βερντέν. Εκείνος θα πετούσε με ένα κατακόκκινο Albatros!
Την Τρίτη 23 Ιανουαρίου ο Ριχτχόφεν οδήγησε για πρώτη φορά πέντε πιλότους της Jasta 11 στη μάχη, βρίσκοντας έναν αγγλικό σχηματισμό “Ωθητών” F.E.8 να σκορπούν την καταστροφή σε ένα σμήνος οκτώ γερμανικών αναγνωριστικών. Για την ακρίβεια, την καταστροφή την σκορπούσε ένας και μόνο πιλότος, ο υπολοχαγός Τζων Χαίυ Το πρώτο αναγνωριστικό έπεφτε φλεγόμενο από το πολυβόλο του και το παρακολουθούσε να αποχωρίζεται τα φτερά του λίγο πριν συντριβεί στο έδαφος. Ο Χαίυ κατευθύνθηκε αμέσως εναντίον ενός δεύτερου και το αποτέλειωσε τη στιγμή που τα Albatros ορμούσαν να σώσουν την κατάσταση. Ένα από τα F.E.8 έστρεψε να αντιμετωπίσει την επίθεση, όταν ο πιλότος του ανακάλυψε ότι το ένα και μοναδικό του πολυβόλο είχε μπλοκάρει.
Είδε ένα κόκκινο Albatros να του επιτίθεται μετωπικά με τα δύο Spandau να πετούν φλόγες. Έσπρωξε το στικ μπροστά και βούτηξε άγρια προς το έδαφος, αναβάλλοντας τον θάνατό του για κάποια άλλη μέρα. Το Albatros επέλεξε αμέσως άλλο στόχο και βρέθηκε γρήγορα στα νώτα του Χαίϋ. Το ξεπερασμένο F.E.8 δεν είχε καμία τύχη σε κλειστή αερομαχία εναντίον ενός τέτοιου αντιπάλου. Ο Ριχτχόφεν πάτησε τις διπλές σκανδάλες του χειριστηρίου και είδε τις πρώτες φλόγες να πετάγονται από τον κινητήρα του θύματός του. Ζωσμένος από τις φλόγες, ο Χάιυ ήρθε αντιμέτωπος με τον μεγαλύτερο εφιάλτη των πιλότων του Α΄ ΠΠ. Από ύψος 500 m έλυσε τους ιμάντες του και πήδηξε στο κενό. Ήταν η 17η κατάρριψη του Ριχτχόφεν και η πρώτη που ο αντίπαλός του είχε το φρικτό τέλος ενός “πυρσού”.
Όπως και στην περίπτωση του Μπαίλκε, το επιτελείο αποσκοπούσε στην συγκρότηση μίας ακόμη μονάδας ελίτ και είχε δώσει στον Ριχτχόφεν την άδεια να στρατολογεί πιλότους της επιλογής του. Εκείνος με την εμπειρία του είχε ήδη ξεχωρίσει κάποιους πιλότους του οι οποίοι φαίνονταν να διαθέτουν το χάρισμα του “κυνηγού”. Ο Καρλ Αλλμενρέντερ (Karl Allmenroeder) και ο Σεμπάστιαν Φέστνερ (Sebastian Festner), αν και αρχάριοι φαίνονταν ταλαντούχοι. Από τους εμπειρότερους, ο Κουρτ Βολφ (Kurt Wolff) είχε πολεμήσει κι εκείνος πάνω από το Βερντέν στο πίσω κάθισμα ενός αναγνωριστικού, ενώ ο Καρλ-Έμιλ Σέφερ (Karl-Emil Schaeffer) ήταν ένας βετεράνος των χαρακωμάτων που τον Σεπτέμβριο του 1914 είχε τραυματιστεί βαριά στον αριστερό μηρό.
Έξι μήνες αργότερα, με το ένα του πόδι ελάχιστα κοντύτερο από το άλλο, είχε επιστρέψει στη δράση, αλλά αυτή τη φορά πολύ ψηλότερα από τα χαρακώματα. Τον Ιανουάριο του 1917 σημείωσε την πρώτη του κατάρριψη και τον επόμενο μήνα, έχοντας πληροφορηθεί για την σύσταση της Jasta 11, δεν δίστασε να στείλει στον Ριχτχόφεν το ακόλουθο προσωπικό τηλεγράφημα: «Έχετε κάποια θέση για μένα;». Ο Βαρώνος έχοντας ήδη συλλέξει στοιχεία από τα μητρώα διαφόρων πιλότων, έστειλε αμέσως την απάντησή του: «Έχεις ήδη επιλεγεί».
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες του Φεβρουαρίου δεν έδωσαν πολλές ευκαιρίες για δράση, αλλά με το τέλος του μηνός ο Ριχτχόφεν είχε ήδη φτάσει τις 21 νίκες και η ταυτότητα του κόκκινου Albatros είχε γίνει γνωστή μέχρι την άλλη πλευρά των χαρακωμάτων. Οι πιλότοι του τον παρακάλεσαν να βάψουν και τα δικά τους αεροσκάφη με ανάλογους χρωματισμούς για να μην προσελκύει εκείνος τα πυρά του εχθρού. Ο βαρώνος δέχθηκε αφού αυτό φαινόταν να δρα ευεργετικά για το ηθικό των πιλότων, ενώ ταυτόχρονα βοηθούσε και στην αναγνώριση κατά τη διάρκεια της αερομαχίας.
Έτσι όλοι απέκτησαν μία έγχρωμη “ταυτότητά”: ο Καρλ-Έμιλ Σέφερ είχε τα πηδάλια και το πίσω μέρος της ατράκτου βαμμένα μαύρα, ο Αλλμενρέντερ κόκκινο αεροσκάφος με λευκό ρύγχος, ο Κουρτ Βολφ πράσινο και κίτρινο σε διάφορα τμήματα. Ο μόνος περιορισμός ήταν ότι μόνο ο ίδιος ο Ριχτχόφεν μπορούσε να έχει όλο το αεροπλάνο κόκκινο. Το αποτέλεσμα ήταν μία πανδαισία χρωμάτων που ελίσσονταν στον ουρανό και η οποία οδήγησε στην επωνυμία “Το Ιπτάμενο Τσίρκο του Ριχτχόφεν”.
Το όνομά του είχε γίνει το βασικό αντικείμενο της Γερμανικής προπαγάνδας. Ο τύπος και το επιτελείο δεν θα μπορούσαν να είχαν βρει καταλληλότερο πρόσωπο, ακόμα κι αν το είχαν παραγγείλει σε εργαστήριο βιογενετικής: ο τολμηρός, παρασημοφορημένος άσσος, γιός αριστοκρατικής οικογένειας, επιδέξιος μαχητής και διοικητής μίας διάσημης μονάδας (έστω κι αν επρόκειτο για “Τσίρκο”), ο Ριχτχόφεν αποτελούσε την εικόνα του ιδανικού πολεμικού ήρωα.
Ο ίδιος ανταποκρινόταν τέλεια στον ρόλο του. Τις βαθύτερες σκέψεις του, τους φόβους ή τις αμφιβολίες του, τις κρατούσε μόνο για τον εαυτό του. Γνώριζε πως στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου και των συναδέλφων του, εκείνος έπρεπε να μείνει για πάντα η ενσάρκωση του σύγχρονου μεσαιωνικού ιππότη. Αυτό ήταν το καθήκον του. Αυτός ήταν ο προορισμός του. Σε μία σύντομη άδεια επισκέφθηκε την οικογένειά του και μετά την θερμή υποδοχή, η μητέρα του δεν μπόρεσε να μη θίξει το θέμα του πολέμου από την σοβαρή του πλευρά.
Η επίσκεψη κράτησε μόνο λίγες μέρες. Καθώς η μητέρα του τον αποχαιρετούσε από την πόρτα του σπιτιού, θυμήθηκε την εποχή που ο Μάνφρεντ έκανε τα πρώτα του βήματα στον αέρα -το 1915, όταν ακόμα ο πόλεμος βρισκόταν στην βρεφική ηλικία του ενός έτους. Τότε είχε εκπλήξει την μητέρα του με μία πρόταση εντελώς αντίθετη με τον χαρακτήρα του: «Μητέρα, δεν νομίζω ότι θα νικήσουμε σε αυτόν τον πόλεμο».
Επιστρέφοντας στο Ντουαί ασχολήθηκε πρωτίστως με την οργάνωση της Μοίρας. Σαν νέος διοικητής σε άγνωστο περιβάλλον, φρόντισε να επιβάλλει αμέσως την απαιτούμενη ψυχολογική απόσταση μεταξύ του εαυτού του και των υφισταμένων του προκειμένου να εξασκήσει την διοίκησή του με απόλυτη εξουσία. Συνήθως απέφευγε να συμμετέχει στα γλέντια των πιλότων στη λέσχη. Έπαιρνε ένα ποτό, γελούσε με κάποιο ανέκδοτο και δεν αρνείτο να καπνίσει ένα τσιγάρο αν το απαιτούσε η περίσταση, αλλά κατά κύριο λόγο πρόσεχε την υγεία του και προσπαθούσε να διάγει μία μετρημένη ζωή.
Ήταν αυστηρός, αλλά και ταυτόχρονα ευγενικός με όλους, χωρίς όμως να εξωτερικεύει τα αισθήματά του ή να επιτρέπει στους άλλους να γνωρίσουν τις αδυναμίες του. Επιδιώκοντας να γίνει η ζωντανή ενσάρκωση του μεγάλου ειδώλου του, του Μπαίλκε, εφάρμοσε τις τακτικές και τα διδάγματά του τόσο στον αέρα, όσο και στο έδαφος. Ενέπνευσε στους άνδρες του το αστείρευτο επιθετικό του πνεύμα και μετά τις πρώτες του επιτυχίες, κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη τους. Τους μάθαινε πώς να επιβιώνουν στη μάχη και τους οδηγούσε σε νίκες –αυτά ακριβώς που ζητούσε κάθε στρατιώτης από τον διοικητή του.
Τον Μάρτιο οι ουρανοί πάνω από το μέτωπο γέμισαν και πάλι με βρετανικά αεροπλάνα. Στις 9 του μηνός, παρά την χαμηλή νέφωση και την σποραδική χιονόπτωση, ο Ριχτχόφεν οδήγησε τους πιλότους του πάνω από την περιοχή της Λενς όπου υπήρχε πάντα αρκετό κυνήγι. Γρήγορα συνάντησαν έναν σχηματισμό μονοθέσιων F.E.8 τα οποία υπερτερούσαν αριθμητικά σχεδόν κατά το διπλάσιο: πέντε Albatros εναντίον εννέα βρετανικών. Οι δύο σχηματισμοί σκορπίστηκαν και τα αεροπλάνα άρχισαν το εναέριο μπαλέτο τους, καταδιώκοντας το ένα το άλλο.
Ο Ριχτχόφεν επέλεξε τον στόχο του και όρμησε επάνω του. Καθώς η απόσταση μεταξύ τους μειωνόταν ένιωσε να κυριεύεται από έξαψη και νευρικότητα. Είχε νιώσει αυτά το συναίσθημα αυτό στο παρελθόν και γνώριζε ότι ήταν καλό σημάδι: όπως η νευρικότητα που νιώθει ο ηθοποιός πριν σηκωθεί η αυλαία –σήμαινε υγεία. Όσοι δεν το ένιωθαν ήταν εξαντλημένοι ή αγχωμένοι και αυτό σήμαινε ότι δεν τους απόμενε πολύ ζωή ακόμα.
Το F.E.8 δεν είχε κανένα σκοπό να εμπλακεί σε αερομαχία με το κόκκινο Albatros. Έπεσε σε ταχεία βύθιση και κατευθύνθηκε προς τις γραμμές του. «Αυτός ο άνθρωπος είναι χαμένος!», σκέφτηκε. Το ακολούθησε, έφτασε στα 50 m από την ουρά του και σημάδεψε ψύχραιμα. Λίγο πριν πατήσει τις σκανδάλες η λάμψη ενός εκκωφαντικού κρότου γέμισε ξαφνικά τον κόσμο του με κόκκινα άστρα. Η διαπεραστική μυρωδιά της βενζίνης άρχισε να τον κυκλώνει.
Ο κινητήρας έχασε απότομα τη δύναμή του, αφήνοντας πίσω του μία λεπτή γραμμή λευκού καπνού. Την γνώριζε καλά αυτή τη γραμμή. Την είχε δει σε μερικά από τα θύματά του λίγο πριν εκραγούν: μπροστά του βρισκόταν ένας ερυθροπυρωμένος κινητήρας εσωτερικής καύσης 150 ίππων. Αρκούσε μία και μόνο απειροελάχιστη διαρροή καυσίμου για να μετατρέψει όλο το αεροσκάφος σε πυρσό. Έσβησε αμέσως τον κινητήρα και μπήκε σε καθοδική πορεία προς το έδαφος.
Από πάνω του, ένα άλλο αεροπλάνο έπεφτε τυλιγμένο στις φλόγες σαν ρουκέτα. Συνειδητοποίησε ότι γύρω του “έβρεχε” φλεγόμενα F.E.! Τέσσερα βρετανικά είχαν ήδη καταρριφθεί από τους πιλότους του. Άλλα τέσσερα έκαναν αναγκαστικές προσγειώσεις, και το τελευταίο, το ένατο, φλεγόμενο κι αυτό, κατάφερε να φτάσει μέχρι το έδαφος. Ο τραυματισμένος πιλότος του πήδηξε έξω πριν ακόμη οι τροχοί αγγίξουν το χώμα.
Ο Ριχτχόφεν όμως εκείνη τη στιγμή δεν πανηγύριζε για καμία νίκη, επειδή μία αδέσποτη ριπή τον είχε αναγκάσει να εγκαταλείψει τη μάχη. Με τον κινητήρα του νεκρό, κατάφερε να προσγειωθεί ομαλά σε ένα χωράφι. Με τις δύο δεξαμενές καυσίμου διάτρητες, ήταν τυχερός που δεν είχε καεί ζωντανός.
Την επόμενη μέρα, 10 Μαρτίου, προστέθηκε ένα νέο μέλος στο προσωπικό του “Τσίρκου” -ο κατά δύο έτη νεότερος αδελφός του Μάνφρεντ, ο Λόταρ φον Ριχτχόφεν (Lothar von Richthofen), άρτι αφιχθείς από την εκπαιδευτική μονάδα. Ο Μάνφρεντ σαν πραγματικός επαγγελματίας δεν θα έπαιρνε ποτέ στην μονάδα του έναν τόσο άπειρο πιλότο, έστω κι αν αυτός ήταν ο ίδιος του ο αδελφός. Οι “γαλονάδες” όμως στο Βερολίνο είχαν διαφορετική γνώμη. Αναζητώντας διαρκώς νέους ήρωες για την προπαγάνδα, μπορούσαν εύκολα να φανταστούν τον αντίκτυπο που θα είχαν ΔΥΟ φον Ριχτχόφεν που θα πολεμούσαν δίπλα-δίπλα.
Έχοντας ακολουθήσει την ίδια επαγγελματική πορεία με τον αδελφό του, ο 22χρονος Λόταρ είχε καταταγεί αρχικά στο ιππικό και κατόπιν μεταπήδησε στην αεροπορία, όπου μετά την 12μηνη υπηρεσία του στα αναγνωριστικά, μετατέθηκε στην Jasta 11 για να υπηρετήσει κάτω από τις διαταγές του αδελφού του. Περισσότερο εσωστρεφής ακόμα κι από τον Μάνφρεντ, ο Λόταρ θα εμπλεκόταν έκτοτε σε έναν διπλό πόλεμο: έναν αιματηρό εναντίον των Άγγλων και έναν ψυχολογικό εναντίον του εαυτού του.
Στην προσπάθειά του να μην επισκιαστεί από την αίγλη του διάσημου αδελφού του και να γίνει αποδεκτός από την οικογένεια και τους συναδέλφους του σαν ξεχωριστή προσωπικότητα, καταδίκασε τον εαυτό του σε έναν ιδεατό συναγωνισμό ο οποίος τον κατάντησε νευρικό. Η οικογένειά του, προσκολλημένη στις πατρογονικές παραδόσεις και υπερήφανη για την δόξα που προσέφερε ο Μάνφρεντ στο όνομα του οίκου τους, τον βύθισε ακόμα περισσότερο στις ενοχές του, μέσα από μία σιωπηλή συγκαταβατικότητα. Δυστυχώς όμως έμελλε να ζήσει για πάντα κάτω από την σκιά του θρύλου με τον οποίον τον έδεναν άρρηκτοι δεσμοί αίματος.
Ο Μάνφρεντ, ο οποίος διακατεχόταν κι εκείνος από τα δικά του παρόμοια συμπλέγματα επιτυχίας, ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε να μπει βαθύτερα στην ψυχολογία του αδελφού του, αλλά κι αν το είχε κάνει δεν θα άλλαζε τίποτα: στον οίκο των Ριχτχόφεν ήσουν ένοχος αν δεν ήσουν ο πρώτος. Στον Λόταρ συμπεριφερόταν όπως και σε οποιοδήποτε άλλο μέλος του προσωπικού του, φροντίζοντας μάλιστα να τον εφοδιάσει με ένα προσωπικό αντικείμενο “καλής τύχης”.
Ήταν ένα παλιό ζευγάρι δερμάτινα γάντια με τα οποία ο Μάνφρεντ είχε σημειώσει τις πρώτες επιτυχίες του. Ο Λόταρ, όπως και όλοι οι πιλότοι, είχε άμεση ανάγκη από κάποιο “γούρι”. Όταν βρισκόταν στο ιππικό χρησιμοποιούσε ένα μαστίγιο ιππασίας, το οποίο όμως τώρα έπρεπε να εγκαταλείψει λόγω της στενότητας του κόκπιτ.
Μετά τις πρώτες πτήσεις χωρίς το μαστίγιο διαπίστωσε ότι δεν είχε συμβεί τίποτα άσχημο, οπότε το εγκατέλειψε οριστικά. Τα γάντια αποδείχτηκαν πράγματι τυχερά. Με αυτά σημείωσε τις 10 πρώτες του καταρρίψεις και θα αποτελούσαν πάντοτε το φυλαχτό της καλής του τύχης. Με ανακούφιση ανακάλυψε ότι δεν ήταν ο μόνος στη Μοίρα με παρόμοιες προκαταλήψεις. Ο Μάνφρεντ δεν άλλαζε ποτέ το δερμάτινο μπουφάν το οποίο χρησιμοποιούσε από τότε που πέταξε για πρώτη φορά, και ο Κουρτ Βολφ δεν πετούσε ποτέ χωρίς τον τυχερό του σκούφο ο οποίος αποτελούσε συχνά αντικείμενο διασκέδασης για τους συναδέλφους του.
Οι καταστάσεις στο έδαφος είχαν αρχίσει να οδηγούν στην αιματηρή “ισοπαλία” που χαρακτήριζε τις μάχες του Μεγάλου πολέμου. Οι Βρετανοί έχοντας υποστεί τραγικές απώλειες από τις συγκρούσεις των δύο τελευταίων ετών, σταμάτησαν για να αναδιοργανωθούν και να σχεδιάσουν την επόμενη αποτυχημένη επίθεσή τους. Οι Γερμανοί συνειδητοποιώντας ότι είχαν αγγίξει το μέγιστο της προέλασης που τους επέτρεπε το δυναμικό τους, αποφάσισαν να εξασφαλίσουν τα κέρδη τους κατασκευάζοντας την αμυντική γραμμή “Χίντεμπουργκ”, αν και ο ίδιος ο στρατάρχης δεν είχε συμβάλλει καθόλου στο σκάψιμο. Στον αέρα επικρατούσε εντελώς αντίθετη εικόνα.
Καθώς οι Γερμανοί μάχονταν με μαχητικά 3ης γενιάς, οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν ακόμη ξεπερασμένα μαχητικά πρώτης γενιάς, κατασκευασμένα από τον Φεβρουάριο του 1916. Σε σχέση με ένα F.E.2 ακόμη κι ένας παιδικός χαρταετός θα είχε διακριθεί για τις μαχητικές του ικανότητες. Τα μόνα αεροσκάφη της εποχής που μπορούσαν να συναγωνιστούν τις επιδόσεις των Albatros ήταν τα Γαλλικά Nieuport και Spad, αλλά οι Βρετανοί διέθεταν ελάχιστα από αυτά για να υποστηρίξουν την επόμενη επίθεσή τους.
Από τα μέσα Μαρτίου η Jasta 11 θα ξεκινούσε μία ανοδική πορεία η οποία θα άγγιζε την κορυφή της το καλοκαίρι. Στις 11 του μηνός οι άνδρες του Ριχτχόφεν αιφνιδίασαν έναν μεγάλο σχηματισμό βρετανικών αναγνωριστικών B.E.2, συνοδευόμενων από F.E.2. Ο βαρώνος επέλεξε ένα αναγνωριστικό εξαπολύοντας επάνω του μία ριπή 200 βολίδων, μέχρι που η άτρακτος του έσπασε στη μέση και καταποντίστηκε στο κενό μαζί με τους πιλότους του. Έξι μέρες αργότερα οι Βρετανοί άλλαξαν τακτική: εφόσον τα F.E.2 ήταν ανίκανα να προστατεύσουν τα αναγνωριστικά, αντέστρεψαν τους ρόλους αναθέτοντας την προστασία των μαχητικών σε αναγνωριστικά.
Ο Ριχτχόφεν συνοδευόμενος από άλλα εννέα Albatros επιτέθηκε σε έναν παρόμοιο σχηματισμό 16 αεροσκαφών και κατακρεούργησε ένα F.E.2 με ένα χαλάζι 800 βολίδων, τσακίζοντας μία από τις δοκούς της ατράκτου και το βρετανικό μαχητικό μεταβλήθηκε σε χαρτοπόλεμο. Εξ αιτίας των σφοδρών μαχών στο έδαφος δεν κατάφερε να κρατήσει κάποιο αναμνηστικό της νίκης του, αλλά λίγες μέρες αργότερα, ο διοικητής ενός συντάγματος πεζικού που είχε παρακολουθήσει τη μάχη, του προσέφερε κάτι αντίστοιχο: ήταν η φωτογραφία του νεκρού Βρετανού πιλότου, ο οποίος ποζάρισε στην γνωστή αφύσικη στάση των πτωμάτων που έχουν πέσει από ύψος δύο χιλιομέτρων.
Μακάβριο χιούμορ ή κυνικότητα; Ίσως και τα δύο. Ο Ριχτχόφεν, όπως κάθε επαγγελματίας “φονιάς”, αντιμετώπιζε τα εχθρικά αεροσκάφη αποκλειστικά και μόνο σαν άψυχες μηχανές. Για προφανείς λόγους απέφευγε να σκέπτεται το αποτέλεσμα που θα είχε μία ριπή 800 βολίδων πάνω σε ένα ανθρώπινο σώμα. Παρόλα αυτά κράτησε την φωτογραφία και την έστειλε να διακοσμήσει τον τοίχο του σπιτιού του.
Στις 22 Μαρτίου, μετά την 29η νίκη του, προήχθη κατ’ επιλογή σε υπολοχαγό, σχεδόν μισό έτος πριν την σειρά του. Αντίστοιχα ο Μάρτιος προβιβάστηκε σε Απρίλιο ο οποίος έφερε μαζί του το Πάσχα και μία όμορφη άνοιξη. Δεν άνθισαν τα λουλούδια, αφού τίποτα δεν άνθιζε πλέον στα σεληνιακά τοπία της Γαλλίας εκτός από τον θάνατο, αλλά ήταν όμορφη αν κάποιος την έκρινε από την πλευρά των γερμανικών επιτυχιών. Από οποιαδήποτε άλλη άποψη η άνοιξη του 1917 ήταν μία τραγωδία.
Το πρωινό της Μεγάλης Δευτέρας, 2 Απριλίου, επικρατούσε χαμηλή νέφωση και βροχή, αλλά τέσσερις από τους πιλότους της Jasta 11 βρίσκονταν σε ετοιμότητα από τις 05.00. Τρεις ώρες αργότερα το τηλέφωνο χτύπησε: έξι B.E.2 κατευθύνονταν από Αρράς προς Ντουαί, τη βάση του Ριχτχόφεν. Με επικεφαλής τον Σέφερ, τα τέσσερα Albatros απογειώθηκαν αφήνοντας πίσω τους το κόκκινο αεροσκάφος του διοικητή τους, σταθμευμένο μπροστά σε ένα υπόστεγο να δέχεται τις περιποιήσεις των μηχανικών. Το σμήνος ανέβηκε στα 3.000 m και περιπολούσε επί μία ώρα χωρίς να βρίσκει τον βρετανικό σχηματισμό.
Ο Ριχτχόφεν δεν ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε να μείνει στο κρεβάτι του όταν κάποιοι άλλοι συνάδελφοί του θα σημείωναν καταρρίψεις. Ακούγοντας τα αεροπλάνα του πρώτου σμήνους να απογειώνονται, ξύπνησε και απογειώθηκε, αν και δεν ήταν η σειρά του να πετάξει. Σύντομα ανακάλυψε ένα θρασύ Β.Ε.2 το οποίο του επιτέθηκε από μεγαλύτερο ύψος. Ο Ριχτχόφεν βεβαιώθηκε ότι δεν παραμόνευε κάποιο άλλο βρετανικό στην περιοχή και επιστράτευσε όλες τις αισθήσεις του για να ριχτεί στη μάχη. Το ευέλικτο και ταχύτερο Albatros δεν άργησε να βρεθεί στα νώτα του Β.Ε.2. Το βρετανικό ανέπτυξε απότομα ταχύτητα προσπαθώντας να διαφύγει πετώντας πάνω από τις κορυφές των δένδρων.
Το ακολούθησε μπήκε σε πλεονεκτικότερη θέση, πίσω και ψηλότερα, και άρχισε να ρίχνει μικρές, σύντομες ριπές. Ο πολυβολητής αντιγύρισε τα πυρά και ο βαρώνος άκουσε τον υπόκωφο μεταλλικό κρότο μίας βολίδας να σφηνώνεται στον κινητήρα του. Αυτό τον εξαγρίωσε και συνέχισε να το καταδιώκει, κυριολεκτικά “κολλημένος” στην ουρά του. Οι δύο αντίπαλοι έχαναν συνεχώς ύψος, φθάνοντας να πετούν πάνω από τις κορυφές των δένδρων. Το Β.Ε.2 ήταν τόσο απεγνωσμένο στη προσπάθειά του να ξεφύγει, ώστε καρφώθηκε ολοταχώς μέσα σε έναν στάβλο. Ο “Ματωμένος Απρίλης” είχε αρχίσει.
«ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΙΑ ΚΑΝΕΝΑΝ ΟΙΚΤΟ»
Το διθέσιο μαχητικό Bristol Fighter B.F.2 (ή απλά “Biff”, για τους πιλότους), ήταν ένας από τους νέους τύπους μαχητικών που οι Βρετανοί κατασκευαστές είχαν υποσχεθεί στους πιλότους. Ήταν ένα καταπληκτικό αεροπλάνο από κάθε άποψη: ταχύ, με ανθεκτική δομή, ισχυρό κινητήρα και πάνω από όλα ευέλικτο σαν μονοθέσιο μαχητικό. Δυστυχώς όμως ακόμα και οι κατασκευαστές του αγνοούσαν τα πλεονεκτήματά του. Αρνούμενοι να πιστέψουν ότι είχαν κατασκευάσει ένα τόσο καλό μαχητικό, συμβούλευσαν τους πιλότους να χρησιμοποιήσουν την τυπική τακτική των διθέσιων: πυκνός, σταθερός σχηματισμός και συγκεντρωμένα πυρά.
Η πρώτη μονάδα που εξοπλίστηκε με το νέο αεροσκάφος ήταν η 48η Μοίρα, η οποία διέθετε στις τάξεις της αρκετούς διακεκριμένους και έμπειρους πιλότους. Οι διοικητές των δύο σμηνών, οι λοχαγοί Ουίλκινσον και Καλ, ήταν παρασημοφορημένοι άσσοι, βετεράνοι
των αερομαχιών πάνω από το Σωμ, το προηγούμενο καλοκαίρι. Ο διοικητής της μονάδας, ο λοχαγός Ουίλλιαμ Ληφ-Ρόμπινσον (William Leefe-Robinson) ήταν κάτοχος του Σταυρού της Βικτωρίας, αλλά και ένας πολύ άτυχος άνθρωπος. Η πρώτη του ατυχία ήταν ότι κάποια νύχτα του προηγούμενου Σεπτεμβρίου είχε καταρρίψει ένα τεράστιο Zeppelin 170 μέτρων μπροστά στα μάτια του εκστατικού λονδρέζικου πλήθους και μετετράπη αυτόματα σε λαϊκό ήρωα.
H δεύτερη ατυχία του ήταν ότι παρασημοφορήθηκε για το κατόρθωμά του. Η τρίτη ήταν ότι μετατέθηκε στη Γαλλία –για τους επιτελείς ήταν προφανές ότι οποιοσδήποτε μπορούσε να καταρρίψει μία γιγάντια σακούλα γεμάτη εύφλεκτο υδρογόνο, θα ξεπάστρευε τα γερμανικά αεροπλανάκια σαν μύγες. Ήταν ένας δημοφιλής ήρωας, ένας κατασκευασμένος άσσος, με μηδενική εμπειρία στις αερομαχίες του δυτικού μετώπου.
Στις 10.00 το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης, 5 Απριλίου 1917, τα έξι Biff απογειώθηκαν για την πρώτη τους επιθετική περιπολία πάνω από το μέτωπο. Κατεύθυνσή τους το αεροδρόμιο του Ντουαί. Δεν είχαν τεθεί συγκεκριμένοι στόχοι. Ήταν μία συνηθισμένη επιχειρησιακή αξιολόγηση του νέου αεροσκάφους. Ίσως και μία επίδειξη δύναμης, από αυτές που αντιπαθούσε ο Ριχτχόφεν.
Ο Bαρώνος εκείνη τη μέρα είχε την επίσκεψη ενός υψηλόβαθμου καλεσμένου, ο οποίος θα παρακολουθούσε τη μάχη με ένα τηλεσκόπιο από το αεροδρόμιο, από όπου θα είχε μία δραματική θέα των γεγονότων. Από το έδαφος, ωστόσο, το θέαμα δεν φάνηκε καθόλου δραματικό: οι δύο σχηματισμοί πλησίασαν ο ένας τον άλλο και τα αεροσκάφη άρχισαν να περιστρέφονται γύρω-γύρω σαν πουλιά ανήσυχα για την επερχόμενη καταιγίδα. Μετά από λίγο, χωρίς κανένα φανερό λόγο, τέσσερα από αυτά άρχισαν να κατρακυλούν προς το έδαφος σαν φθινοπωρινά φύλλα, αφήνοντας πίσω τους μαύρα, ελαιώδη ίχνη καπνού που λέκιαζαν τον ουρανό. Αυτό ήταν όλο.
Στον αέρα βέβαια τα πράγματα έδειχναν διαφορετικά. Μία ώρα μετά την απογείωσή τους, οι Βρετανοί βρήκαν αυτό που έψαχναν: πέντε Albatros σε “αιχμή βέλους”, κόκκινα και φανταχτερά πάνω στο φόντο της λευκής νέφωσης. Ο Ρόμπινσον έπραξε όπως τον συμβούλευσαν οι κατασκευαστές και δεν σκέφτηκε ποτέ να παραβεί τους κανόνες. Τα έξι αεροσκάφη άρχισαν να πυκνώνουν τον σχηματισμό τους, καθώς οι πολυβολητές περίμεναν τα εχθρικά μαχητικά να μπουν στο βεληνεκές τους. Όταν τα Albatros έφτασαν στην κατάλληλη απόσταση, οι πολυβολητές άνοιξαν πυρ ταυτόχρονα.
Τα Lewis κροτάλισαν και τα κίτρινα τροχιοδεικτικά προσπάθησαν να αγγίξουν τον εχθρό. Τα Albatros διέλυσαν τον σχηματισμό και σκορπίστηκαν. Δύο από αυτά διατήρησαν το ύψος τους σαν να ήθελαν να παρακολουθήσουν το θέαμα από ψηλά. Τα υπόλοιπα βυθίστηκαν κάτω από τα βρετανικά, μετατρέποντας το ύψος σε ταχύτητα για να επιτεθούν επιστρέφοντας. Ο Ρόμπινσον πλάγιασε το αεροπλάνο του αριστερά για να δώσει στον πολυβολητή του καλύτερη γωνία βολής και εκείνος έγειρε δεξιά βάλλοντας εναντίον ενός Albatros που σηκωνόταν από την βύθισή του. Τότε ο Ρόμπινσον παρατήρησε ότι η πλαγιολίσθηση τον είχε απομακρύνει από τον σχηματισμό.
Αγνόησε τον πολυβολητή του και τράβηξε το στικ πίσω για να επανέλθει στη θέση του. Ο ανθυπολοχαγός Άνταμς που κρατούσε την θέση του στα αριστερά του Ρόμπινσον, είδε ξαφνικά το Brisfit του διοικητή του να πετάγεται μπροστά του, την ώρα που ο δικός του πολυβολητής κρατούσε το Lewis σηκωμένο και πυροβολούσε κάθετα. Τα δύο αεροσκάφη ήρθαν σε απόσταση αναπνοής και οι πιλότοι τους αντέδρασαν σπασμωδικά για να αποφύγουν τη σύγκρουση -όσο χρειαζόταν ο Ριχτχόφεν για να βυθιστεί από ψηλά και να ρίξει μία ριπή στο B.F.2 του Άνταμς.
Τρεις βολίδες σφηνώθηκαν στα πλευρά του πολυβολητή και οι υπόλοιπες συνέχισαν την πορεία τους διαπερνώντας το κόκπιτ. Ο ήχος της ριπής που έσκιζε το ύφασμα της ατράκτου τρομοκράτησε τον Άνταμς και ενστικτωδώς έριξε τα χειριστήρια σε μία πλευρά για να ξεφύγει. Ένιωσε το αόρατο χέρι της φυγοκέντρου να τον πετάει στην αντίθετη πλευρά, καθώς το B.F.2 προσπάθησε να εκτελέσει κάποιον ακροβατικό ελιγμό. Ταλαντεύτηκε δεξιά-αριστερά ανάμεσα στα υπόλοιπα και αυτό σήμανε το τέλος του κλειστού σχηματισμού. Ο Ρόμπινσον προσπάθησε να συγκεντρώσει πάλι τους πιλότους του ρίχνοντας μία κίτρινη φωτοβολίδα, πράγμα που τον εμπόδισε να δει το Albatros του Φέστνερ που ερχόταν από πίσω.
Το είδε όμως ο πολυβολητής του ο οποίος εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να αλλάξει γεμιστήρα. Η ριπή των δύο Spandau τον απάλλαξε από τον κόπο. Το Bristol του ανθυπολοχαγούς Λέκερ διέγραψε έναν κύκλο περιμένοντας τα υπόλοιπα να ενωθούν και να καλύψουν τα κενά του σχηματισμού. Ο πολυβολητής του στριφογύριζε το Lewis ρίχνοντας ριπές δεξιά-αριστερά, για να απομακρύνει τα περιφερόμενα Albatros. Όταν τα τέσσερα Biff ενώθηκαν δεν τόλμησαν ούτε να κουνηθούν από τη θέση τους, γεγονός που διευκόλυνε την δουλειά των Γερμανών.
Ο Ριχτχόφεν, μαζί με ένα από τα νέα “κουτάβια” του, βούτηξε χαμηλότερα από τα βρετανικά διδάσκοντας στον νεαρό πιλότο την επίθεση στην “τυφλή γωνία”. Τα δύο Albatros σήκωσαν το ρύγχος με τα τέσσερα πολυβόλα τους να ξερνούν φωτιά. Η ριπή του βαρώνου διαπέρασε την κοιλιά του ανθυπολοχαγού Τζώρτζ, αφήνοντάς τον να αργοπεθαίνει και σταμάτησε στην πλάτη του Λέκερ που βρισκόταν πίσω του.
Οι πιλότοι των άλλων δύο Biff, ήταν αρκετά συνετοί και προσπάθησαν να διαφύγουν μέσα από τα σύννεφα αποκρούοντας τις επιθέσεις των Γερμανών για τρία λεπτά, μέχρι που έφτασαν πάνω από τις βρετανικές γραμμές και διαλύθηκαν στην προσγείωση. Η αερομαχία είχε κρατήσει λιγότερο από δέκα λεπτά και ο Ρόμπινσον είχε επιζήσει στον ουρανό της Γαλλίας ακριβώς μισή ώρα. Ο Ριχτχόφεν και οι πιλότοι του επέστρεψαν στο Ντουαί για να πάρουν το πρωινό τους.
Στις 7 Απριλίου ο Ριχτχόφεν οδήγησε άλλους τέσσερις πιλότους του εναντίον έξι Nieuport 17 της 60ης Μοίρας, μία από τις καλύτερες του Βασιλικού Αεροπορικού Σώματος. Αυτό δεν άλλαξε σε τίποτα την κατάσταση: δύο καταρρίφθηκαν και άλλα τρία υπέστησαν βαριές ζημιές, χωρίς καμία γερμανική απώλεια. Ο Ριχτχόφεν είχε συμπληρώσει την 37η νίκη του με ένα φλεγόμενο Nieuport. Τα περισσότερα από τα θύματα του βαρώνου ήταν συνήθως “πυρσοί”. Η αύξηση της έντασης του πολέμου είχε αρχίσει να γεννά μέσα του μία βαναυσότητα η οποία φαινόταν να τον καταλαμβάνει ολοκληρωτικά.
Η συμπεριφορά του είχε πάψει πλέον να είναι “ανταγωνιστική”. Τώρα κάθε φορά που βρισκόταν στον αέρα επεδίωκε μία ξεκάθαρη νίκη –έναν φόνο. Πυροβολούσε μέχρι που το θύμα του να πιάσει φωτιά ή να διαλυθεί σε κομμάτια. Η οικονομία των πυρομαχικών δεν τον απασχολούσε ποτέ. Ήταν ικανός να αδειάσει ολόκληρη τη γεμιστήρα πάνω σε ένα αεροσκάφος. «Ποτέ δεν σημαδεύω το ίδιο το αεροσκάφος ή τον κινητήρα του», είχε πει σε έναν συνάδελφό του. «Πάντα σημαδεύω κατευθείαν τον πιλότο». Το ίδιο πνεύμα είχε αρχίσει να επικρατεί και στην άλλη πλευρά, με αποτέλεσμα ο αεροπορικός πόλεμος να μετατρέπεται σε έναν βίαιο, ανελέητο αγώνα.
Την ίδια εκείνη ημέρα, 7 Απριλίου, Μεγάλο Σάββατο, του ανακοινώθηκε και η προαγωγή του σε ίλαρχο (Rittmeister), εφόσον εξακολουθούσε ακόμη να ανήκει επίσημα στο ιππικό. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η λέξη «Ίλαρχος» στη Γερμανική Αεροπορία θα ταυτιζόταν αναπόσπαστα με το πρόσωπο του.
Ο Ριχτχόφεν δεν ήταν αυτό που θα αποκαλούσε κανείς “γεννημένος πιλότος”. Δεν ένιωθε κανένα ιδιαίτερο πάθος για την πτήση, ούτε του δημιουργούσε κάποιο ξεχωριστό συναίσθημα. Πετούσε απλά λόγω της αίσθησης του καθήκοντος. Ο ίδιος, όπως είχε ομολογήσει, θα προτιμούσε πολύ περισσότερο να ήταν ιππέας, παρά πιλότος. Το μόνο που απολάμβανε στην αερομαχία ήταν η έξαψη της μονομαχίας. Οι πτητικές του ικανότητες δεν διακρίνονταν από φαντασία.
Πίστευε ότι ο αποφασιστικός παράγων σε μία αερομαχία ήταν η ψυχραιμία, η επιθετικότητα και το προσωπικό θάρρος. Οι περίπλοκοι ελιγμοί και τα ακροβατικά αποτελούσαν απλά χάσιμο χρόνου. Τους απαγόρευε ακόμα και να επιδίδονται σε τέτοιες τακτικές: «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μαχητές, όχι ακροβάτες». Ο ίδιος σε όλη του την καριέρα δεν είχε εκτελέσει ποτέ ούτε ένα loop. Η τακτική του ήταν απλή και βασιζόταν κυρίως στον σωστό σχηματισμό και τις εύστοχες βολές από μικρές αποστάσεις.
Δεν ενεργούσε με κάποια ιδιαίτερη οξύτητα πνεύματος, αλλά είχε την ικανότητα να διατηρεί την διαύγεια και την ψυχραιμία του ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να παρασυρθεί σε παράτολμες ενέργειες. Ήταν ψυχρός, μεθοδικός και την κατάλληλη στιγμή μετατραπόταν σε αδίστακτο φονιά. Από τους άνδρες του απαιτούσε πάντοτε πειθαρχία στη μάχη και αυστηρή εφαρμογή των κανόνων του.
Στις 13 του μηνός ένας ακόμα εχθρικός σχηματισμός έξι διθέσιων εμφανίστηκε πάνω από την περιοχή του Ντουαί, το οποίο είχε γίνει η έμμονη ιδέα των Βρετανών. Η Jasta 11 εμφανίστηκε και πάλι με το κόκκινο Albatros να ηγείται άλλων πέντε. Η αερομαχία ήταν τόσο σύντομη που θα μπορούσε να μετρηθεί σε δευτερόλεπτα. Όταν οι Γερμανοί επέστρεψαν στη βάση τους, τα έξι βρετανικά κείτονταν όλα κατεστραμμένα στο έδαφος. Από τους δώδεκα πιλότους, είχαν επιζήσει μόνο δύο. Όταν η αδιάκοπη σειρά των επιτυχιών τού Ριχτχόφεν άγγιξαν τις 41 οι επιτελείς άρχισαν να σκέπτονται σοβαρά το ενδεχόμενο της απομάκρυνσης του από την επιχειρησιακή δράση, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση του Μπαίλκε.
Ο Ριχτχόφεν αποτελούσε πλέον το εθνικό ίνδαλμα ολόκληρης της Γερμανίας και η απώλειά του θα ήταν ανυπολόγιστη. Εκείνος αρνήθηκε ευγενικά οποιαδήποτε απομάκρυνση από το μέτωπο, έστω κι αν επρόκειτο για άδεια. Το γεγονός ότι η πρόταση έγινε με την συμπλήρωση της 41ης νίκης δεν ήταν τυχαίο: όταν δηλαδή έφτασε και ξεπέρασε τον αριθμό καταρρίψεων του Μπαίλκε, ο οποίος μέχρι τότε ήταν ο μεγαλύτερος και αξεπέραστος άσσος του πολέμου. Τώρα αυτός ο τίτλος ανήκε δικαιωματικά στον Ριχτχόφεν.
Στις 29 Απριλίου ξεπέρασε ακόμα και τις δικές του προσδοκίες καταρρίπτοντας τέσσερα αεροπλάνα σε μία ημέρα. Πετώντας με τον αδελφό του και τον Βολφ, το σμήνος των Albatros επιτέθηκε σε τρία Spad της 19ης Μοίρας. Επικεφαλής του βρετανικού σμήνους ήταν ο πεπειραμένος ταγματάρχης Χάρβεϋ-Κέλλυ (Harvey-Kelly) –το αεροσκάφος του ήταν το πρώτο που είχε πατήσει σε γαλλικό έδαφος τον Αύγουστο του 1914. Ο διοικητής της Πτέρυγας, με τυπικό βρετανικό φλέγμα, είχε διατάξει τον Χάρβεϋ-Κέλλυ να ηγηθεί μίας περιπολίας: «Έχω ακούσει ότι το “Τσίρκο” του Ριχτχόφεν κυκλοφορεί πάνω από το Ντουαί. Καλό θα ήταν να του κάνουμε μία έκπληξη με τρία Spad!».
Ο αρχηγός του Βασιλικού Αεροπορικού Σώματος, ο υποστράτηγος Χιού Τρέντσαρντ, γνώριζε προσωπικά τον Χάρβεϋ-Κέλλυ και λίγο μετά την απογείωση του σμήνους, έτυχε να επισκεφθεί το αεροδρόμιο για να τον χαιρετήσει και να γευματίσουν μαζί. Ο υποστράτηγος πληροφορήθηκε ότι ο μοίραρχος απουσίαζε, αλλά θα επέστρεφε σε μία περίπου ώρα. Εκείνη τη στιγμή όμως το αεροπλάνο του παρασημοφορημένου Βρετανού ταγματάρχη έπεφτε από τα πολυβόλα του Κουρτ Βολφ. Ταυτόχρονα ο Ριχτχόφεν κατέρριπτε το δεύτερο Spad. Μετά την πρώτη ριπή τού βαρώνου ο κινητήρας του έγινε κομμάτια. Το αεροσκάφος συνέχισε να πετάει ακυβέρνητο, με τον πιλότο του άψυχο, αλλά εκείνος επέστρεψε για την χαριστική βολή.
Με την τελευταία ριπή τα φτερά έσπασαν σε δύο κομμάτια και αιωρήθηκαν για λίγο στον αέρα σαν χαρτόνια. Η άτρακτος έπεσε σφυρίζοντας στο έδαφος σαν πέτρα. Τα συντρίμμια χάθηκαν για πάντα σε έναν βάλτο. Μόνο η ουρά απέμεινε λίγα μέτρα μακρύτερα, να σιγοκαίγεται σαν επιθανάτια πυρά. Το τρίτο Spad είχε την ίδια τύχη. «Δεν γνωρίζω πλέον κανέναν οίκτο», ομολόγησε ο Ριχτχόφεν μετά τη μάχη. Μόνο του παράπονο, ότι δεν κατάφερε να κρατήσει κάποιο αναμνηστικό από το θρυμματισμένο ερείπιο.
Αρκετά χιλιόμετρα μακρύτερα, στη βάση της 19ης Μοίρας, ο υποστράτηγος Τρέντσαρντ είχε γευματίσει χωρίς ακόμα να έχει επιστρέψει ο Χάρβεϋ-Κέλλυ. Σηκώθηκε διακριτικά μαζί με τον υπασπιστή του και σπάζοντας τη σιωπή μίας ηλεκτρισμένης ατμόσφαιρας, είπε «Πείτε στον ταγματάρχη ότι λυπήθηκα πολύ που δεν τον είδα». Ο τόνος της φωνής του όμως δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες: κανείς δεν θα τον έβλεπε ξανά. Στην πραγματικότητα ο Χάρβεϋ-Κέλλυ ήταν ζωντανός, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Κειτόταν βαριά τραυματισμένος, κάπου πίσω από τις γερμανικές γραμμές και αργότερα θα υπέκυπτε στα τραύματά του.
Οι άνδρες του βαρώνου επέστρεψαν, ανεφοδιάστηκαν, πήραν ένα αναψυκτικό και απογειώθηκαν πάλι για να συναντήσουν ένα σχηματισμό απροστάτευτων F.E.2 τα οποία βρίσκονταν σε φωτογραφική αποστολή. Η λήψη φωτογραφιών ήταν εύκολη δουλειά αν ο πιλότος κρατούσε το αεροσκάφος σε σταθερή και ευθεία πορεία. Αν δεχόσουν επίθεση οι ελιγμοί δεν είχαν και μεγάλη αξία: κατέστρεφαν τη φωτογραφία και εκνεύριζαν τα Albatros. Ο Βολφ έριξε το πρώτο. Το θύμα του Ριχτχόφεν άναψε σαν λαμπάδα και οι πιλότοι βούτηξαν στο κενό για να κερδίσουν έναν ακαριαίο θάνατο. Και η μέρα δεν είχε τελειώσει ακόμα…
Δύο ώρες αργότερα η Jasta 11 βρισκόταν και πάλι στον αέρα για μία τελευταία απογευματινή περιπολία. Στις 19.00 εντόπισαν δύο B.E.2 που καθοδηγούσαν τις βολές του βρετανικού πυροβολικού. Μόλις ο Μάνφρεντ κατέρριψε το δικό του, παρακολούθησε τον Λόταρ να καταρρίπτει το άλλο. Ο Βρετανός πιλότος είχε σκοτωθεί ακαριαία από μία βολίδα στο κεφάλι. Το αεροπλάνο σήκωσε ξαφνικά το ρύγχος του και βυθίστηκε διπλώνοντας προς τα πίσω τα φτερά του, το ένα μετά το άλλο.
Το κόκκινο Albatros ήρθε δίπλα σε εκείνο του αδελφού του και ο Μάνφρεντ χαιρέτησε τον Λόταρ, συγχαίροντάς τον για τη 14η νίκη του. Ο σχηματισμός ανασυγκροτήθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βάση. Μισή ώρα αργότερα, με τον ήλιο να δύει, εντόπισαν από πάνω τους 12 νέα εχθρικά μαχητικά τα οποία συναντούσαν για πρώτη φορά. Ήταν τα βρετανικά τριπλάνα Sopwith -ο νέος τύπος μαχητικών που θα έφερνε την επανάσταση στον αεροπορικό σχεδιασμό. Ξεπερνούσαν τα Albatros σε κάθε τομέα: ευελιξία, ρυθμό ανόδου, ακτίνα στροφής.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση υπερτερούσαν αριθμητικά κατά το διπλάσιο και είχαν το πλεονέκτημα του ύψους. Αυτό δεν πτόησε στο ελάχιστο τον Ριχτχόφεν ο οποίος έστρεψε να δεχτεί την πρόκληση. Η μάχη ήταν σκληρή. Κράτησε 20 λεπτά, αλλά τελικά οι Γερμανοί πιλότοι επέστρεψαν σώοι στη μονάδα τους με τον αρχηγό τους να γιορτάζει την 52η νίκη του. Το μόνο που είχαν καταφέρει οι 12 Βρετανοί ήταν να λαμπρύνουν περισσότερο την εορταστική ατμόσφαιρα της λέσχης του Ριχτχόφεν.
Ο Ματωμένος Απρίλης είχε φτάσει στο τέλος του. Είχε κοστίσει στους Βρετανούς 360 πιλότους και 245 αεροσκάφη. Το κόκκινο Albatros, ο Ριχτχόφεν και το “Τσίρκο” του, βρίσκονταν στα χείλη όλων. Η αποτελεσματικότητα του σαν διοικητού και η συνεισφορά του στην μεγάλη αυτή νίκη, ήταν καταφανής: η Jasta 11 είχε αποδειχθεί η επιτυχέστερη Μοίρα με 90 καταρρίψεις για την απώλεια δύο πιλότων της.
Στις 30 Απριλίου ο Ριχτχόφεν αναχώρησε για μία επάξια κερδισμένη άδεια ενός μηνός, για να ασχοληθεί με το κυνήγι και να γιορτάσει με την οικογένειά του τις 52 νίκες του. Από εκείνη τη στιγμή και μετά θεωρούσε πλέον τον εαυτό του σαν αναπόσπαστο τμήμα της Τευτονικής Μυθολογίας -αυτό που επεδίωκε ανέκαθεν. Είχε φύγει αφήνοντας την γερμανική αεροπορία απόλυτο κυρίαρχο των ουρανών και την μονάδα του στο ζενίθ της επιτυχίας της. Όταν θα επέστρεφε τον Μάϊο, τα πάντα θα είχαν αλλάξει.
Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΣΣΟΥ
Τον Αύγουστο του 1916 ο Κόκκινος βαρώνος πέταξε για λίγο στο Ανατολικό μέτωπο (Ρωσία) για να επιστρέψει ξανά στις μάχες του Δυτικού μετώπου όπου για ακόμα μια φορά πάνω από την Γαλλική πόλη Καμπρέ (Cambrai), πραγματοπίησε την πρώτη επιβαιβεωμένη του κατάρριψη εναντίον ενός Γαλλικού Διπλάνου Νιούπορτ (Nieuport). Από εδώ και μετά θα ξεκινούσε η απίστευτη και Θρυλική πορεία του Κόκκινου βαρώνου. Κάθε φορά που απογειώνονταν με το αεροσκάφος του, γίνονταν ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων του.
Μάλιστα, κάθε φορά που πραγματοποιούσε μια κατάρριψη και επέστρεφε στην βάση του, παράγγελνε από έναν χρυσοχόο στην Γερμανία, ένα ασημένιο κύπελλο, στο οποίο αναγράφονταν η ημερομηνία και ο τύπος του αεροσκάφους που κατέρριψε. Όταν είχε φτάσει περίπου στα 39 κύπελλα,ο χρυσοχόος -στον οποίο παράγγελνε τα κύπελλα- τον ενημέρωσε πως λόγο του πολέμου, θα ήταν δύσκολο να βρίσκει ασήμι για να κατασκευάζει νέα. Έτσι από εκεί και μετά, ο Κόκκινος Βαρώνος παράγγελνε κύπελλα φτιαγμένα από άλλο μετάλλο και όχι ασήμι.
Η ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΤΙΣ ΑΕΡΟΜΑΧΙΕΣ
Η Τεχνική που χρησιμοποιούσε ο Κόκκινος Βαρώνος εναντίον των αντιπάλων του στον αέρα, δεν ήταν επιθετική αλλά και ούτε ασυνήθιστη. Αντιθέτως κρατούσε αμυντική τακτική, προσπαθώντας αρχικά να αποφεύγει τις επιθέσεις των αντιπάλων του, και στην συνέχεια να τους κυνηγάει, όταν του δινόταν η ευκαιρία, αδυσώπητα. Φρόντιζε πάντα όταν πραγματοποιούσε επίθεση, εναντίον ενός εχθρικού αεροσκάφους, να έχει τον ήλιο πίσω του και να επιτίθεται από μπροστά και από πάνω. Όταν πυροβολούσε εναντίον των στόχων του, φρόντιζε να στοχεύει πρώτα τους κινητήρες των εχθρικών αεροσκαφών.
ΥΠΟ ΤΟΝ ΜΠΑΙΛΚΕ
Το γεγονός πως το νεότευκτο αεροπορικό σώμα θεωρείτο ιδιαίτερα κρίσιμο για την έκβαση του πολέμου ήταν κάτι που βόλευε πολύ το φιλόδοξο ευγενή. Ήξερε πως εκεί μπορούσε πολύ πιο εύκολα απ'ότι στο πεζικό να κατακτήσει κάποιο μετάλλιο τιμής.
Έχοντας την τύχη από την αρχή της «σταδιοδρομίας» του να πετά πλάι στον Όσβαλντ Μπέλκε ο οποίος τον είχε επιλέξει προσωπικά για τη δική του Μοίρα και με την ύπαρξη φυσικά του αστείρευτου ταλέντου του οι πρώτες καταρρίψεις δεν άργησαν να έρθουν. Απέναντι στους ιπτάμενους του Μπέλκε δεν ήταν οποιοσδήποτε εχθρός αλλά η φημισμένη Βρετανική αεροπορία κάτι που έκανε τις εναέριες αναμετρήσεις ακόμη πιο αμφίρροπες.
Ο Ριχτχόφεν συνήθιζε να παραγγέλνει ένα ασημένιο κύπελλο για κάθε του κατάρριψη(λέγεται μάλιστα πως σταμάτησε στα 60 καθώς ο κατασκευαστής ξέμεινε από πρώτη ύλη). Μόλις όμως είχε δώσει την παραγγελία για το πέμπτο συνέβη κάτι που συντάραξε όχι μόνο ολόκληρη τη γερμανική αεροπορική δύναμη αλλά ίσως και ολόκληρη τη χώρα. Στις 28 Οκτωβρίου κατά τη διάρκεια μιας αποστολής πάνω από τη Γαλλική κωμόπολη του Φλερ μια μοίρα βρετανικών καταδιωκτικών ενεπλάκη με την ομάδα του Μπέλκε. Το αεροσκάφος του Γερμανού διοικητή σε μια ανύποπτη στιγμή συγκρούστηκε ελαφρά με ένα φίλιο αεροπλάνο με αποτέλεσμα να χάσει τον έλεγχο και να πέσει σε περιδίνηση. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα καρφώθηκε στο έδαφος όπου ο διάσημος πιλότος σκοτώθηκε ακαριαία.
Με τη θέση του «καλύτερου» να χηρεύει η ανάγκη για έναν νέο ήρωα ήταν επιτακτική.
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΒΑΡΩΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ
Τις επόμενες ημέρες ένα βρετανικό αεροπλάνο πέρασε πάνω από το αεροδρόμιο του Λανζικούρ ρίχνοντας ένα αλεξίπτωτο που περιείχε το ακόλουθο μήνυμα: «Στη μνήμη του Λοχαγού Μπέλκε , του γενναίου και ιπποτικού μας αντιπάλου». Φυσικά η πράξη αναγνώρισης από τους Βρετανούς δεν ήταν αρκετή για να μετριάσει το σκεπτικισμό και την ανησυχία που είχε επέλθει τόσο στις γερμανικές ιπτάμενες τάξεις όσο και στην ανώτερη ηγεσία.
Όσο ο πόλεμος συνεχιζόταν τόσο αυξάνονταν και οι επιτυχίες για τον Ριχτχόφεν. Έχοντας πλέον στις αρχές του 1917 φτάσει τις 16 καταρρίψεις κι έχοντας τιμηθεί με την υπέρτατη στρατιωτική διάκριση του μεταλλίου «Pourla Merite» (για την Τιμή) ο 25χρονος Μάνφρεντ ήταν ο καλύτερος εν ζωή πιλότος και παράλληλα ένας ζωντανός θρύλος του γερμανικού στρατού.
Αναλαμβάνοντας τη διοίκηση της μοίρας Jasta 11 διέταξε το προσωπικό του Albatros D.III να βαφτεί κατακόκκινο. Επιλέγοντας ένα χρώμα που τραβά κατευθείαν το μάτι και του στερούσε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού στις αερομαχίες θα έλεγε κανείς πως δυσκόλευε το έργο του. Όμως ο φόβος και η νευρικότητα που θα ένιωθαν οι Βρετανοί πιλότοι όποτε έβλεπαν από εδώ και πέρα το ερυθρό σκάφος θα αντιστάθμιζαν κατά πολύ αυτές τις δυσκολίες. Εκμεταλλευόμενος τη δύναμη της προπαγάνδας που έψαχνε για έναν ήρωα ο Ριχτχόφεν μετέτρεψε την αεροπορική μοίρα του σε πρότυπη φέρνοντας εκεί τους καλύτερους χειριστές (Σάφερ, Βολφ κλπ) που υπό την ηγεσία του κι εκείνοι μετατρέπονταν σε άσσους.
Η άνοιξη που ακολούθησε χαρακτηρίστηκε από τις μεγάλης έκτασης μάχες σε όλες τις πλευρές του μετώπου αλλά και από τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό των θυμάτων του «Κόκκινου Βαρώνου» ο οποίος μόνο τον Απρίλη υπολογίζεται πως κατέρριψε 22 εχθρικά αεροσκάφη. Έχοντας φτάσει πλέον τις 52 καταρρίψεις ο φημισμένος πιλότος έγινε δεκτός από τον ίδιο τον Κάιζερ που τον συνεχάρη ενώ πλήθος εκδηλώσεων στήθηκε προς τιμήν του. Η ανάγκη για έναν ήρωα που λέγαμε φαίνεται πως είχε ικανοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο.
Η ΑΝΑΣΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
«Ποτέ μην καταδιώκεις επίμονα έναν αντίπαλο ο οποίος
εξακολουθεί να σου διαφεύγει για αρκετή ώρα,
είτε μέσω επιδέξιων ελιγμών, είτε λόγω κακής σκόπευσης».
Μάνφρεντ φον Ριχτόφεν
Η γερμανική προέλαση συνεχιζόταν με πρωτοφανείς ρυθμούς. Τα βρετανικά στρατεύματα υποχωρούσαν αφήνοντας πίσω τους 90.000 αιχμαλώτους και τεράστια ρήγματα στη γραμμή του μετώπου. Οι Γάλλοι έριχναν τις τελευταίες εφεδρείες τους στη μάχη για να σώσουν ότι ήταν δυνατόν να σωθεί. Οι βροχές συνεχίστηκαν για το τετραήμερο 16-19 Απριλίου, αλλά στις 20 ο Ριχτχόφεν οδήγησε και πάλι τους άνδρες του σε μία απογευματινή περιπολία. Στις 18.40 τα έξι τριπλάνα συνεπλάκησαν με έναν υπεράριθμο σχηματισμό Camel. Τα αεροπλάνα σκορπίστηκαν αρχίζοντας να αναμιγνύονται ελισσόμενα, το ένα πίσω από το άλλο. Βλέποντας έναν πιλότο του να κινδυνεύει, ο Ριχτχόφεν έσπευσε να τον σώσει μπαίνοντας πίσω από την ουρά του βρετανικού.
Μετά από λίγες ριπές και μία εμπρηστική βολίδα στη δεξαμενή καυσίμου το Camel έπεφτε φλεγόμενο. Τρία λεπτά αργότερα είχε στο στόχαστρό του ένα δεύτερο βρετανικό, όταν τα νώτα του απειλήθηκαν από την εμφάνιση κάποιου άλλου. Ο Ριχτχόφεν ανέπτυξε ταχύτητα και διέφυγε κάτω από την άτρακτο του πρώτου Camel, κάνοντας το λάθος να το προσπεράσει. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα τα νώτα του βρέθηκαν εκτεθειμένα στο στόχαστρο του υπολοχαγού Ντέϊβιντ Λιούις, κατά έναν τρόπο που θεωρούσε απαράδεκτο. Ο Βρετανός είχε αναγνωρίσει το κόκκινο τριπλάνο και δεν έχασε την ευκαιρία. Πάτησε τις σκανδάλες και είδε τα τροχειοδεικτικά να καρφώνονται στην ουρά του.
Ο Ριχτχόφεν είχε πάντα την πεποίθηση ότι κανένα βρετανικό δεν μπορούσε να συναγωνιστεί την ευελιξία του τριπλάνου του σε κλειστή αερομαχία –και είχε δίκιο. Με έναν αδιανόητο ελιγμό το τριπλάνο πετάχτηκε επάνω δεξιά ξεφεύγοντας από την γραμμή του πυρός και την επόμενη στιγμή βρισκόταν πάλι στα νώτα του Camel –ο Λιούις είχε ξαναγίνει ο στόχος! Πλησίασε το βρετανικό τόσο κοντά ώστε όλοι νόμισαν ότι θα το εμβόλιζε.
Το Camel δέχτηκε μία ριπή 50 βολίδων και μεταβλήθηκε σε πύρινη σφαίρα. Οι φλόγες περιέζωσαν το κόκπιτ. Ο Λιούις έσβησε τον κινητήρα, καθώς το Camel έπεφτε κάθετα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα καρφώθηκε στο χώμα και η πρόσκρουση εκτίναξε τον Λιούις 20 μέτρα μακριά, δίπλα στο φλεγόμενο ερείπιο του πρώτου θύματος του Βαρώνου. Σώος και αβλαβής, σηκώθηκε και περπάτησε μέχρι εκεί με την ελπίδα ότι ίσως έβρισκε ζωντανό τον συνάδελφό του, αλλά μέσα στα μισολειωμένα συντρίμμια στάθηκε αδύνατον να αναγνωρίσει οτιδήποτε.
Η επιστροφή ήταν θριαμβευτική: το κατακόκκινο Fokker κατέβηκε σε χαμηλό ύψος πετώντας πάνω από τα κεφάλια των Γερμανών στρατιωτών κουνώντας τα ακροπτερύγια σε ένδειξη χαιρετισμού. Εκείνοι, αναγνωρίζοντας αμέσως το χαρακτηριστικό αεροσκάφος και έχοντας προσέξει το φλεγόμενο Camel να συντρίβεται στο έδαφος, πετάχτηκαν όρθιοι ζητωκραυγάζοντας τον ήρωά τους, τινάζοντας τα κράνη τους στον αέρα.
Ήταν ο τελευταίος χαιρετισμός του. Ήταν η 80η και τελευταία νίκη του -η τελευταία φορά που θα ένιωθε τόσο ολοκληρωμένος σαν μαχητής. Μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο του κτύπησε ενθουσιασμένος τα χέρια του: «Μα τω Θεώ! Ογδόντα! Αυτός είναι ένας αξιοπρεπής αριθμός!». Με τις διπλάσιες ακριβώς καταρρίψεις από εκείνες του ειδώλου του, ο Μάνφρεντ φον Ριχτχόφεν είχε αγγίξει το ζενίθ της σταδιοδρομίας του.
Η Κυριακή 21 Απριλίου ξημέρωσε με μία βαριά, γκρίζα ομίχλη να καλύπτει τα πάντα. Στο αεροδρόμιο της JG1 επικρατούσε μία τεταμένη ατμόσφαιρα την οποία οι πιλότοι προσπαθούσαν υποσυνείδητα να καταπνίξουν με εύθυμα πειράγματα. Ο Ριχτχόφεν αισθανόμενος την νευρικότητά τους, τούς άφησε να εκτονωθούν, συμμετέχοντας κι εκείνος στις “πλάκες” τους. Γελούσε ακόμη κι όταν είδε τον αγαπημένο του σκύλο, τον Μόριτς, να τρέχει πανικόβλητος με μία σειρά κονσερβοκούτια δεμένα στην ουρά του –κάτι ανεπίτρεπτο σε άλλες περιπτώσεις, αλλά εκείνη τη μέρα είχαν κάθε λόγο να γιορτάζουν τον μαγικό αριθμό των 80 καταρρίψεων του διοικητή τους. Ακόμη κι ο ίδιος δεν μπορούσε να το πιστέψει.
Ένας ισχυρός και σπάνιος για την περιοχή ανατολικός άνεμος άρχισε να διαλύει την ομίχλη και στις 10.30 το τηλέφωνο κτύπησε για πρώτη φορά: βρετανικά αεροσκάφη πλησίαζαν τις γραμμές. Ένα σμήνος δέκα τριπλάνων της Jasta 11 απογειώθηκαν αμέσως κάτω από την ηγεσία του βαρώνου και σύντομα συναντήθηκαν με βρετανικά Camel πάνω από την περιοχή του Σωμ. Δύο από τους άνδρες του, ο υπολοχαγός Κάργιους και ο ανθυπολοχαγός Χανς Βολφ, ενεπλάκησαν αμέσως με τρία βρετανικά, ενώ εκείνος άρχισε να καταδιώκει ένα τέταρτο με σποραδικές ριπές.
Το Camel στράφηκε αμέσως δυτικά και βυθίστηκε σε χαμηλό ύψος, προσπαθώντας να διαφύγει προς τις γραμμές του. Ο Ριχτχόφεν δεν άργησε να αντιληφθεί ότι ο αντίπαλός του ήταν ένας φοβισμένος, άπειρος πιλότος –ένα εύκολο θύμα. Σαν λύκος που μυρίζεται τον φόβο του θηράματός του συνέχισε επίμονα την καταδίωξη. Λίγο ψηλότερα ένα άλλο Camel έπεφτε φλεγόμενο από τα πολυβόλα του Βολφ. Έχοντας απαλλαγεί προσωρινά από τους διώκτες του, ο νεαρός άσσος έψαξε γύρω του για το κόκκινο τριπλάνο του Ίλαρχου. Το είδε σε πολύ χαμηλό ύψος να καταδιώκει ακόμα τον αντίπαλό του, πάνω από τις Βρετανικές γραμμές.
Ο βαρώνος δεν απομακρυνόταν ποτέ από το υπόλοιπο σμήνος του, χωρίς να έχει κάποιον να καλύπτει τα νώτα του και σίγουρα δεν εισχωρούσε ποτέ βαθιά μέσα στις εχθρικές γραμμές.
Μία ριπή 20 βολίδων θέρισε την άτρακτο και τα φτερά του Βολφ στέλνοντας το τριπλάνο σε έναν βίαιο, κλειστό ελιγμό διαφυγής. Τα Camel είχαν ανασυνταχθεί και επιτίθονταν πάλι. Κυκλωμένοι από υπεράριθμους αντιπάλους και με τον ανατολικό άνεμο να τους έχει ήδη παρασύρει δυτικά, οι Γερμανοί πιλότοι άρχισαν να ελίσσονται μανιασμένα για να σώσουν τη ζωή τους. Με την πρώτη ευκαιρία απεμπλάκησαν από τη μάχη και διέφυγαν στα ανατολικά. Όταν προσγειώθηκαν δεν έλειπε κανείς –κανείς εκτός από τον Ριχτχόφεν…
Ο Βρετανός ανθυπολοχαγός Ουίλφρεντ Μαίϋ βρισκόταν στην πρώτη του αερομαχία και είχε κάθε λόγο να είναι τρομοκρατημένος. Ο αρχηγός του σχηματισμού του τον είχε συμβουλεύσει να μην αναμιχθεί στη μάχη και στη περίπτωση που δεχόταν επίθεση να διαφύγει αμέσως πίσω από τις βρετανικές γραμμές. Αλλά όπως κάθε άπειρος πιλότος που βλέπει μπροστά του εχθρικό αεροσκάφος για πρώτη φορά, ενθουσιάστηκε από την προοπτική μίας γρήγορης νίκης και μόλις άρχισε η μάχη εντόπισε ένα γερμανικό που φαινόταν εύκολο θύμα.
Κράτησε τις σκανδάλες των όπλων του πατημένες περισσότερο από ότι έπρεπε και όταν τα πολυβόλα διέκοψαν απότομα το κροτάλισμά τους κατάλαβε ότι είχαν μπλοκάρει –είχε μείνει άοπλος πάνω από τις γερμανικές γραμμές. Αυτό βέβαια δεν κράτησε πολύ. Ένα κόκκινο τριπλάνο είχε έρθει να του κάνει παρέα. Με μία γρήγορη βύθιση από τα 3.500 m, ο Μαίϋ κατευθύνθηκε δυτικά ακούγοντας πίσω του να τον καταδιώκει το σποραδικό κροτάλισμα των Spandau. Κατέβηκε όσο χαμηλότερα μπορούσε και άρχισε να ελίσσεται απεγνωσμένα, 100 m πάνω από τις κορυφές των δένδρων. Όταν είδε το τριπλάνο να πλησιάζει επικίνδυνα την ουρά του, κατάλαβε ότι έπρεπε να αλλάξει τακτική.
Πάνω από τον ποταμό Σωμ διέπραξε το δεύτερο και τραγικότερο σφάλμα του: επεχείρησε να διαφύγει με μία κλειστή δεξιά στροφή, χαρίζοντας στον Ριχτχόφεν την ευκαιρία που περίμενε. Το Fokker έστριψε τόσο κλειστά που εμφανίστηκε πίσω και δεξιά από το Camel, σε ιδανική θέση και απόσταση για την χαριστική βολή. Ο Ριχτχόφεν ήταν έτοιμος να πατήσει τις σκανδάλες του όταν ξαφνικά τον διέκοψε μία ριπή που γάζωσε την ουρά του! Γύρισε αστραπιαία το κεφάλι και είδε ένα Camel με κόκκινο ρύγχος να περνάει από πίσω του.
Το Camel απομακρύνθηκε στα αριστερά και ο Ριχτχόφεν φάνηκε να συνεχίζει την καταδίωξη, ασυγκίνητος από τον αιφνιδιασμό, αλλά εκείνη τη στιγμή άρχισε να δέχεται πυρά από το έδαφος. Το τριπλάνο άλλαξε γνώμη και έστριψε δεξιά σαν να ήθελε να εγκαταλείψει τη ριψοκίνδυνη καταδίωξη. Τα πυρά από το έδαφος πύκνωσαν. Μία και μοναδική βολίδα βρήκε τον Ριχτχόφεν στο δεξιό πλευρό, διαπέρασε την καρδιά και βγήκε από το αριστερό του στήθος.
Το αεροσκάφος πλάγιασε νωχελικά προς τα δεξιά και έχασε σταδιακά ύψος πλησιάζοντας το έδαφος σαν να βρισκόταν ακόμα κάτω από έλεγχο. Τα ακροπτερύγια ταλαντεύτηκαν διστακτικά και τη στιγμή που οι τροχοί άγγιξαν το χώμα το ρύγχος βούτηξε απότομα μπροστά. Το τριπλάνο αναποδογύρισε ολόκληρο κτυπώντας το έδαφος με το πάνω φτερό. Κάτω από τα συντρίμμια του σωριασμένου κόκκινου Fokker βρισκόταν παγιδευμένος ο Ριχτχόφεν. Η πολυθρύλητη ζωή του είχε ήδη σβήσει 30 δευτερόλεπτα μετά από τη στιγμή που η μοιραία βολίδα είχε διαπεράσει την καρδιά του, αφήνοντάς τον νεκρό στο κάθισμά του, 12 ημέρες πριν τα 26α γενέθλιά του.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΡΕΤΑΝΟΥ ΑΣΣΟΥ
Τις 23 Νοεμβρίου του 1916, σε μια επική αερομαχία στο Δυτικό μέτωπο, ο Κόκκινος Βαρώνος κατάφερε και κατέρριψε τον βασικό Βρετανό ανταγωνιστή του -και επίσης άσσο του Α' παγκοσμίου πολέμου-, τον Τζόρτζ Χώκερ (George Hawker). Ο Κόκκινος Βαρώνος πετούσε με το αγαπημένο του "Άλμπατρος DII", ενώ ο Βρετανός άσσος με ένα DH2 (διπλάνο 2 θέσεων,με κινητήρα 100 ίππων και με ένα πυροβόλο 7,7 χιλιοστών).
Μετά από αρκετή ώρα μονομαχίας στον αέρα, και ενώ τα αεροσκάφη τους ήταν γεμάτα τρύπες από τις σφαίρες, ο Κόκκινος Βαρώνος κάνοντας έναν ελιγμό και με μια ριπή από το αεροσκάφος του, χτυπάει θανάσιμα στο κεφάλι και σκοτώνει τον Βρετανό άσσο. Ήταν μια επική νίκη για τον Κόκκινο Βαρώνο. Το γεγονός πως κατάφερε και σκότωσε τον καλύτερο Βρετανό πιλότο του Α' παγκοσμίου πόλεμου, τον έκανε "διάσημο" εκτός από την Γαλλία (όπου είχε ήδη καταρρίψει πολλά αεροσκάφη) και στην Βρετανία.
Ο ΚΑΘΟΡΙΣΤΙΚΟΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΒΑΡΩΝΟΥ
Τον Ιούλιο του 1917 ο Κόκκινος Βαρώνος είχε εμπλοκή σε μια αερομαχία πάνω από το Βέλγιο (Φλάνδρα) μ' ένα "εχθρικό" Βρετανικό αεροσκάφος S.E.2 (διπλάνο, με κινητήρα 250 ίππων, εφοδιασμένο με ένα πυροβόλο 7,7 χιλιοστών). Καθώς ο Βαρώνος πραγματοποιούσε έναν ελιγμό αποφυγής, δέχεται τα πυρά του Βρετανικού αεροσκάφους, και μια σφαίρα τον βρίσκει στο κεφάλι. Προσωρινά χάνει τις αισθήσεις του και το αεροσκάφος ξεκινάει μια ιλιγγιώδης πτώση, ευρισκόμενο σε απώλεια στήριξης.
Ο Θάνατος του κόκκινου βαρώνου θα ήταν ακαριαίος, εάν δεν συνέρχονταν λίγο πριν την συντριβή, και αν δεν ανακτούσε -με μια επιδέξια κίνηση- τον έλεγχο του αεροσκάφους με αποτέλεσμα τελικά να το προσγειώσει σε ένα χωράφι πίσω από τις Γερμανικές γραμμές. Αμέσως εντοπίζεται από Γερμανούς στρατιώτες, και μεταφέρεται στο νοσοκομείο, όπου υποβάλλεται σε πολύωρες χειρουργικές επεμβάσεις, για να του αφαιρεθούν καμμάτια οστών από το κρανίο του, που είχαν σφηνωθεί στον εγκέφαλό του. Από εδώ και μετά ο Κόκκινος Βαρώνος δεν θα ήταν ποτέ ίδιος ξανά. Σ' αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε πως ο Βρετανός πιλότος που τον κατέρριψε (Donald Cunnell) σκοτώθηκε σε μια άλλη αερομαχία μερικές μέρες μετά.
ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΔΡΑΣΗ - Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Μετά και από τον τραυματισμό του η φήμη του Κόκκινου βαρώνου έγινε μεγαλύτερη στην Γερμανία, όπου θεωρούνταν ένας "Ήρωας". Σ' αυτό συνετέλεσε και η Γερμανική Προπαγάνδα, που διέδιδε φήμες πως οι Εχθροί των Γερμανών (Γάλλοι, Βρετανοί, Ρώσοι) δεν μπορούσαν να σκοτώσουν τον Κόκκινο Βαρώνο, παρά το γεγονός πως υπόσχονταν στους πιλότους τους, τεράστιες αμοιβές και παράσημα για να το κάνουν.
Τις 21 Απριλίου του 1918, ο Κόκκινος Βαρώνος έχοντας επιστρέψει στην ενεργό δράση,εμπλέκεται σε μια αερομαχία πάνω από τον ποταμό Σόμ (Somme), της βόρειας Γαλλίας, μ' ένα Βρετανικό μαχητικό Κάμελ (Sopwith Camel - διπλάνο, μονοθέσιο, με κινητήρα 150 ίππων, και δυο πυροβόλα Βίκερς 7,7 χιλιοστών). Σ' αυτήν την αερομαχία ο Κόκκινος Βαρώνος, βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση και ουσιαστικά "κυνηγούσε" το "Κάμελ". Τα δυο αεροσκάφη βρίσκονταν σε πολύ χαμηλό ύψος,μέσα σε έδαφος που έλεγχαν οι Σύμμαχοι (Αυστραλοί), όταν ένα τρίτο Βρετανικό αεροσκάφος "Καμελ" προσπάθησε να σώσει το πρώτο (το οποίο κυνηγούσε ο Κόκκινος Βαρώνος).
Αυτό το "Καμελ" επιτέθηκε από επάνω και από τ' αριστερά, στο αεροσκάφος του Κόκκινου Βαρώνου. Ωστόσο αφού κατάφερε και απόφυγε τα πυρά του δεύτερου "Κάμελ", ο Γερμανός άσσος, συνέχισε να κυνηγάει το πρώτο. Εκείνη την στιγμή, μια σφαίρα 7,7 χιλιοστών, διαπερνάει την αριστερή πλευρά της ατράκτου του αεροσκάφους του Κόκκινου Βαρώνου και τον χτυπάει λίγο πιο κάτω από την αριστερή ρώγα του στήθους του, διαλύοντας του κυριολεκτικά την καρδιά και τους πνεύμονες. Ο Γερμανός άσσος δεν πέθανε αμέσως και αφού ανέκτησε για λίγο τον έλεγχο του αεροσκάφους του, κατάφερε και το προσγείωσε άτσαλα σε έναν λόφο.
Αυστραλοί στρατιώτες που έσπευσαν στο σημείο λίγο μετά την άτσαλη προσγείωση του αεροσκάφους του Κόκκινου Βαρώνου, ανέφεραν πως αυτός ανέπνεε ακόμη για λίγη ώρα, πριν τελικά πεθάνει από το σοβαρό τραύμα στο στήθος. Μετά την "άτσαλη" προσγείωση του Φόκερ, που πιλοτάριζε ο Κόκκινος Βαρώνος, το αεροσκάφος δεν καταστράφηκε, παρά μόνο υπέστη μικρές ζημιές. Ωστόσο λίγο αργότερα Αυστραλοί στρατιώτες το διέλυσαν κομμάτι-κομμάτι και το πήραν σαν σουβενίρ (λόγω της φήμης που είχε αποκτήσει στο μεταξύ ο Γερμανός άσσος).
ΤΟ ΜΟΙΡΑΙΟ ΤΕΛΟΣ
Το φθινόπωρο του 1917 βρήκε τον Ριχτχόφεν να έχει ξεπεράσει το σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι κατά τη διάρκεια μιας αποστολής, έτοιμο να δοκιμάσει το νέο γερμανικό τριπλάνο Fokker Dr.1. Μέχρι τα Χριστούγεννα είχε πετύχει την 63η νίκη του.
Οι αρχές του 1918 βρήκαν τον Μάνφρεντ αλλά και τον Λόθαρ Ριχτχόφεν να διατάσσονται να παρευρεθούν στο Μπρεστ-Λιτόφσκ όπου διεξάγοντο οι ειρηνευτικές συνομιλίες με τα ρωσικά σοβιέτ που πλέον βρίσκονταν στην εξουσία. Η παρουσία των «ηρώων» είχε να κάνει με την ενίσχυση του κύρους της γερμανικής πλευράς. Αργότερα ο Μάνφρεντ χρησιμοποιήθηκε από την ηγεσία για την αποτροπή απεργιών στα αστικά κέντρα. Το κύρος του αδιαμφισβήτητο προσέδιδε ιδιαίτερη βαρύτητα στα λεγόμενά του.
Επιστρέφοντας στα πολεμικά του καθήκοντα στο Δυτικό Μέτωπο το Μάρτιο έφτασε τις 74 καταρρίψεις.
Ο Απρίλης συνεχίστηκε το ίδιο φονικά τόσο στο έδαφος με τη μεγάλη γερμανική επίθεση όσο και στον αέρα. Ο Ριχτχόφεν όλο αυτό τον καιρό είχε χάσει πολλούς φίλους και είχε κινδυνεύσει ουκ ολίγες φορές.
Όμως όπως για όλους έρχεται κάποια στιγμή η ώρα που δεν θα ακολουθηθεί από άλλη έτσι ήρθε και για τον «ακατάρριπτο Κόκκινο Βαρώνο». Το ημερολόγιο έγραφε 21 Απριλίου όταν η Jasta 11 απογειώθηκε για να αναχαιτίσει βρετανικά αεροσκάφη. Σε κάποια ανύποπτη στιγμή οι άντρες του Ριχτχόφεν τον είδαν να καταδιώκει ένα εχθρικό αεροσκάφος πάνω από τον ποταμό Σομ κατά μήκος των εχθρικών γραμμών. Ήταν η τελευταία φορά που θα τον έβλεπαν ζωντανό. Λίγη ώρα αργότερα ένα τραύμα στην πλάτη από βολίδα θα του έκοβε το νήμα της ζωής. Η κατάρριψη έχει αποδοθεί στον Λοχαγό Μπράουν αλλά αυτό δεν είναι επιβεβαιωμένο καθώς μια άλλη εκδοχή θέλει η μοιραία βολή να επήρθε από επίγεια πυροβολαρχία(Αυστραλιανή ή Βρετανική).
Γεγονός είναι πως αρχικά οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να δεχτούν πως ο τρομερός πιλότος είχε σκοτωθεί. Πίστευαν πως είχε αναγκαστεί να προσγειωθεί σε εχθρικό έδαφος και πως κρατείτο αιχμάλωτος. Λίγες ημέρες αργότερα οι Βρετανοί έριξαν ένα μήνυμα στις βρετανικές γραμμές που κατέγραφε την είδηση του θανάτου καθώς και φωτογραφίες από την νεκρώσιμη τελετή η οποία ήταν αντάξια του πραγματικά μεγάλου αντιπάλου τους.
Το τελευταίο επεισόδιο γράφτηκε αρκετά μετά την επίσημη λήξη του πολέμου όταν στα 1925 η σωρός ανακτήθηκε από το γαλλικό Φρικούρ για να μεταφερθεί στο νεκροταφείο Ινβαλιντενφρίενχοφ του Βερολίνου όπου πλήθος παρελθόντων ηγετών και ηρώων πολέμου είχε ταφεί (πάντως το 1975 μετακινήθηκε για τελευταία φορά στον οικογενειακό τάφο στο Βισμπάντεν).
ΠΟΙΟΣ ΤΕΛΙΚΑ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟ ΒΑΡΩΝΟ - ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ
Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με το ποιος τελικά σκότωσε τον Κόκκινο Βαρώνο. Συγκεκριμένα ποτέ δεν μπόρεσε να διευκρινησθεί από πού ακριβώς προήλθε η σφαίρα που τον χτύπησε στο στήθος. Όπως αναφέραμε ο Κόκκινος Βαρώνος κυνηγούσε ένα Βρετανικό αεροσκάφος, μέσα σε "εχθρική" περιοχή όταν ένα άλλο Βρετανικό αεροσκάφος ήρθε από πίσω και από πάνω και προσπάθησε να βοηθήσει το πρώτο. Παρ' όλα αυτά ο Κόκκινος Βαρώνος απέφυγε τα πυρά του δεύτερου αεροσκάφους, και συνέχισε να καταδιώκει το πρώτο. Εκείνη την στιγμή σκοτώθηκε από την σφαίρα. Πως λοιπόν σκοτώθηκε ; Ποιος πυροβόλησε;
Οι Βρετανοί, μετά τον θάνατο του Γερμανού άσσου, ανακοίνωσαν πως αυτός που σκότωσε τον Κόκκινο Βαρώνο, ήταν ο πιλότος του δεύτερου αεροσκάφους "Κάμελ" (που είχε προστρέξει σε βοήθεια του πρώτου) ο Ρόι Μπράουν (Roy Brown).Ωστόσο όπως αναφέραμε αυτό δεν ήταν δυνατόν, καθώς ο Μπράουν επιτέθηκε από πάνω και αριστερά, στο αεροσκάφος του Κόκκινου βαρώνου, ο οποίος όμως απέφυγε τα πυρά και συνέχισε επί 2 ολόκληρα λεπτά να καταδιώκει το πρώτο αεροσκάφος "Κάμελ". Εάν ο Μπράουν είχε πετύχει τον Βαρώνο, τότε πως αυτός εξακολουθούσε και κυνηγούσε το πρώτο αεροσκάφος;
Η Περίπτωση λοιπόν ο Μπράουν να σκότωσε τον Κόκκινο Βαρώνο, δεν ισχύει. Η Πιθανότερη θεωρία, είναι πως ο Κόκκινος Βαρώνος σκοτώθηκε, από μια σφαίρα που προήλθε από το έδαφος. Επειδή η αερομαχία έλαβε χώρα σε περιοχή όπου ήταν ο τομέας ευθύνης ενός Αυστραλιανού συντάγματος Πυροβολικού (η περιοχή δεν ήταν Γερμανική αλλά ελέγχονταν από τους συμμάχους), και επειδή τα δύο (και μετά τρία) αεροσκάφη πετούσαν πολύ χαμηλά, είναι πολύ πιθανό κάποιος Αυστραλός στρατιώτης από το έδαφος, να πυροβόλησε εναντίον του αεροσκάφους του Κόκκινου Βαρώνου με κάποιο αντιαεροπορικό όπλο.
Σε μεταγενέστερες έρευνες (1998 - 2003) οι ιστορικοί αναφέρουν έναν Στρατιώτη με το όνομα Σέντρικ Πόπκιν (Cedric Popkin) ο οποίος ήταν χειριστής ενός αντιαεροπορικού πυροβόλου "Βικερς" κατά την διάρκεια της αερομαχίας. Σύμφωνα με αναφορές, πυροβόλησε εναντίον του αεροσκάφους του Κόκκινου Βαρώνου δυο φορές, με την δεύτερη φορά (και ενώ ο Βαρώνος περνούσε από τα δεξιά του) να είναι η θανάσιμη.
Μια άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2002 από το κανάλι Discovery channel, έβγαζε το συμπέρασμα πως ο Κόκκινος Βαρώνος σκοτώθηκε από ένα πολυβόλο (και όχι από αντιαεροπορικό όπλο) ενός Αυστραλού στρατιώτη του Σνόουί Εβανς (Snowy Evans). Γενικότερα, υπάρχουν πολλές έρευνες για το ποιος αλλά και πώς ακριβώς σκότωσε τον Κόκκινο Βαρώνο,που ωστόσο όλες παραμένουν στο επίπεδο της Θεωρίας. Ο Άνθρωπος που έβαλε τέλος στον Μύθο του Κόκκινου βαρώνου δεν έχει βρεθεί ποτέ.
ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΙΑΣ ΒΟΛΗΣ
Στην τελευταία του μάχη ο Βαρώνος είχε καταπατήσει τουλάχιστον πέντε από τους θεμελιώδεις κανόνες του: είχε αφήσει τα νώτα του ακάλυπτα, είχε επιμείνει πεισματικά σε μία καταδίωξη χωρίς αποτέλεσμα, είχε παρασυρθεί πίσω από τις εχθρικές γραμμές, πετούσε σε επικίνδυνα χαμηλό ύψος, προσφέροντας τον εαυτό του σαν στόχο στα ελαφρά όπλα του πεζικού και τέλος, αρνήθηκε να εγκαταλείψει την μάχη ακόμη και όταν αιφνιδιάστηκε. Όπως συνέβη και με τους περισσότερους άσσους του Μεγάλου Πολέμου, οι αδιευκρίνιστες συνθήκες του θανάτου του απετέλεσαν ένα μυστήριο το οποίο δεν έπαψε να απασχολεί τους ερευνητές μέχρι σήμερα.
Η κατάρριψή του πιστώθηκε ημιεπίσημα στον λοχαγό Ρόϋ Μπράουν ο οποίος είχε επιτεθεί αιφνιδιαστικά στα νώτα του προκειμένου να σώσει τον συνάδελφό του. Ταυτόχρονα όμως οι Αυστραλοί πολυβολητές από το έδαφος διεκδίκησαν επίσης την κατάρριψη τού τριπλάνου επίμονα -αντίθετα από τον Μπράουν ο οποίος ανέφερε απλώς ότι πυροβόλησε φευγαλέα εναντίον του τριπλάνου, με σκοπό κυρίως να αποσπάσει την προσοχή του Γερμανού. Παρόλα αυτά η απόφαση βασίστηκε στην ιατροδικαστική έκθεση σύμφωνα με την οποία το πλήγμα μπορούσε να προέλθει μόνο από κάποιο όπλο το οποίο βρισκόταν στο ίδιο ύψος με το δεξιό πλευρό του Ριχτχόφεν. Αργότερα ωστόσο, το πόρισμα της έρευνας αμφισβητήθηκε έντονα και υπάρχουν αρκετές αποδείξεις και μαρτυρίες οι οποίες το αναιρούν:
1. Όλοι οι αυτόπτες μάρτυρες από το έδαφος επιβεβαίωσαν ότι μετά την σύντομη επίθεση του Μπράουν, ο Ριχτχόφεν συνέχισε να καταδιώκει τον Μαίϋ καλύπτοντας μία απόσταση τριών περίπου χιλιομέτρων.
2. Την στιγμή που ο βαρώνος δέχθηκε το πλήγμα βρισκόταν σε κλειστή δεξιά στροφή, εκθέτοντας το πλευρό του στα πυρά του εδάφους, οπότε για τον θάνατό του μπορούσαν κάλλιστα να ευθύνονται οι δύο Αυστραλοί πολυβολητές, ο λοχίας Σέντρικ Πόπκιν και ο στρατιώτης Ρόμπερτ Μπιούϊ, οι οποίοι διεκδίκησαν την κατάρριψη.
Βάσει της πρώτης μαρτυρίας και του γεγονότος ότι η βολίδα είχε διαπεράσει την καρδιά –άρα στον Ριχτχόφεν απέμεναν μόνο 20-30 δευτερόλεπτα ζωής– εξάγεται αυτονόητα το συμπέρασμα ότι η θανατηφόρα βολή αποκλείεται να προήλθε από τα πολυβόλα του Μπράουν. Μετά την ιατροδικαστική εξέταση και την πίστωση της κατάρριψης στο μητρώο του, ο Καναδός λοχαγός μετέβαλλε τους ισχυρισμούς του δίνοντας συνεντεύξεις στον τύπο και τα περιοδικά της εποχής στις οποίες αφηγείτο το περιστατικό περισσότερο “δραματοποιημένο”, παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν τον νικητή του Κόκκινου Βαρώνου.
Οι “μαρτυρίες” αυτές υπάρχουν μέχρι σήμερα σε βιβλία που αφορούν στη ζωή και τη δράση του Ριχτχόφεν ή του Μπράουν και πίσω από τις γραμμές του κειμένου μπορεί κάποιος να διακρίνει εύκολα την γλαφυρή πέννα κάποιου συγγραφέα ή λογοτέχνη, παρά τα λόγια του Μπράουν, ο οποίος σύμφωνα με τους συναδέλφους του, δεν χειριζόταν καλά τον λόγο. Αναμφίβολα, πίσω από αυτή την λανθασμένη εκτίμηση του θανάτου του Ριχτχόφεν και την χρέωση της νίκης στον Καναδό λοχαγό κρυβόταν η βρετανική προπαγάνδα η οποία εκμεταλλεύθηκε το γεγονός για να κατασκευάσει έναν αντίστοιχο “επώνυμο” ήρωα ο οποίος της έλειπε.
Αντιθέτως οι αναφορές των δύο Αυστραλών πολυβολητών φαίνονται να πλησιάζουν περισσότερο την αλήθεια –με μία και μόνη βασική διαφορά: ο στρατιώτης Μπιούϊ ανέφερε σαφέστατα ότι έβαλλε μετωπικά εναντίον του τριπλάνου την στιγμή που εκείνο περνούσε πάνω από το κεφάλι του –γεγονός που τον αποκλείει αυτόματα! Τρίτος και τελευταίος υποψήφιος ο λοχίας Σέντρικ Πόπκιν: σύμφωνα με τις αναφορές και όλες τις σύγχρονες έρευνες, αυτός βρισκόταν στην κατάλληλη θέση και γωνία ώστε να έχει επιφέρει το μοιραίο πλήγμα.
Σήμερα θεωρείται ο πιθανότερος υπεύθυνος για τον θάνατο του Κόκκινου Ιππότη της Γερμανίας, αν και την συγκεκριμένη στιγμή υπήρχαν τόσοι Αυστραλοί οι οποίοι πυροβολούσαν εναντίον του τριπλάνου, ώστε δεν αποκλείεται και η πιθανότητα ο νικητής να ήταν οποιοσδήποτε άλλος άγνωστος στρατιώτης.
ΤΑ ΑΝΑΠΑΝΤΗΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ
Ωστόσο, από την τελευταία αερομαχία του Γερμανού Άσσου, υπάρχουν και άλλα αναπάντητα ερωτήματα. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να εξηγηθεί για ποιόν λόγο ο τόσο έμπειρος στις αερομαχίες Κόκκινος Βαρώνος, πραγματοποίησε μια αερομαχία τόσο κοντά στο έδαφος και το χειρότερο μέσα σε Εχθρικό έδαφος. Ήταν γνωστό ακόμα και στους αρχάριους και εκπαιδευόμενους πιλότους, πως έπρεπε να αποφεύγονται "πάση θυσία" οι αερομαχίες σε μικρό ύψος πάνω από "εχθρικό έδαφος", καθώς υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος, να χτυπηθούν από πυρά αντιαεροπορικών.
Τι έπαθε ο Βαρώνος τρελάθηκε; Για να απαντήσουν σε αυτό το ερώτημα, οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια έρευνα το 1999 και το 2004 και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως ο τραυματισμός του στο κεφάλι το 1917 έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την έρευνα, μετά τον τραυματισμό του στο κεφάλι, ο Κόκκινος Βαρώνος υπέφερε από ημικρανίες και ναυτία. Επιπλέον, ίσως αυτό το τραύμα έπαιξε και έναν άλλο πιο καθοριστικό ρόλο : Ίσως μετά τον τραυματισμό του στο κεφάλι, ο Γερμανός άσσος υπέφερε και από πνευματικές διαταραχές.
Συγκεκριμένα οι ερευνητές υποστηρίζουν πως κατά την αερομαχία του θανάτου του, ο Κόκκινος Βαρώνος έπαθε μια ψυχολογική διαταραχή που ονομάζεται "Target fixation" (υπερβολική προσήλωση). Με λίγα λόγια, ο Βαρώνος εστίασε την προσοχή του στην κατάρριψη του πρώτου αεροσκάφους "Κάμελ" τόσο πολύ, που αγνόησε όλους τους άλλους κινδύνους (χαμηλή πτήση πάνω από εχθρικό έδαφος).
ΤΑΦΗ ΜΕ ΤΙΜΕΣ
Μετά τον θάνατό του, ο Κόκκινος Βαρώνος ετάφη με στρατιωτικές τιμές (παρουσία αγήματος) από τους Συμμάχους (Παρά του ότι ήταν Γερμανός και εχθρός, αναγνώριζαν την ικανότητά του σαν πιλότου) σε ένα Γερμανικό Στρατιωτικό νεκροταφείο κοντά στην Γαλλική πόλη Αμιένη τις 22 Απριλίου του 1918. Το 1925 η σορός του μεταφέρθηκε πίσω στην Γερμανία και στο Βερολίνο. Εκεί στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (από τους βομβαρδισμούς) καθώς και στον Ψυχρό Πόλεμο (το νεκροταφείο ήταν στην ανατολική ζώνη), το μνήμα του υπέστη πολλές ζημιές, πριν τελικά μεταφερθεί ξανά στην πόλη.
Βισμπάντεν στην Ευρύτερη περιοχή της Φρανκφούρτης. Ο Κόκκινος Βαρώνος όταν σκοτώθηκε ήταν 26 χρονών. Περιττό να πούμε πως ο μύθος αυτού του Άντρα έγινε αφορμή για την συγγραφή πολλών βιβλίων αλλά κινηματογραφικών ταινιών.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Με 80 επιβεβαιωμένες καταρρίψεις στο ενεργητικό του ο Μάνφρεντ Φον Ριχτχόφεν αποτελεί τον κατά τεκμήριο καλύτερο πιλότο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Δεν ήταν όμως μόνο οι νίκες του που συνηγόρησαν στη δημιουργία του θρύλου του όσο και η συνολική συμπεριφορά του. Ακολουθούσε ορισμένους κανόνες στη μάχη σεβόμενος τους αντιπάλους του προσπαθώντας να αποφύγει τη θανάτωση του εχθρού όποτε αυτό ήταν δυνατό. Σε ορισμένες περιπτώσεις πέταξε σε εχθρικές περιοχές μόνο και μόνο για να ρίξει ένα στεφάνι στην κηδεία κάποιου πιλότου που «είχε την τιμή να αντιμετωπίσει».
Επίσης η μακροχρόνια τριβή του με τον πόλεμο τον είχαν κάνει να αλλάξει πλήρως τον ρομαντικό τρόπο που τον αντιμετώπιζε πιο νέος. Προς το τέλος της ζωής του δεχόταν πιέσεις να μην ξαναπετάξει ώστε να αποφευχθεί η ζημιά που θα έκανε ο θάνατός του στην προπαγάνδα. Όμως εκείνος όπως είχε εκμυστηρευθεί στους γύρω του όφειλε να συνεχίζει να πολεμά προκειμένου να προστατεύσει ό,τι και όσους μπορεί.
Ίσως ο Κόκκινος Βαρώνος να μην ήταν τίποτε παραπάνω από ένας εγωπαθής γαλαζοαίματος που επιζητούσε την υπερβολή. Ίσως στο παρόν που ο σεβασμός του αντιπάλου(από το πολιτικό και το αθλητικό επίπεδο μέχρι το...τάβλι) είναι μια έννοια που προκαλεί θυμηδία, ο ανίκητος πιλότος με τους καλούς τρόπους να φαντάζει εξαιρετικά παρωχημένος. Ίσως πάλι ήρωας να είναι κάποιος που πολεμά για αυτά που πιστεύει όποια κι αν είναι αυτά.
ΜΙΑ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Η συνολική προσφορά του Μπαίλκε και του Ριχτχόφεν στην Γερμανική αεροπορία δεν ήταν απλά το σύνολο των 120 καταρρίψεων οι οποίες τελικά δεν αποτελούν απαραίτητα το κριτήριο για την ικανότητα ενός άσσου –ένας από τους μύθους που ακολουθούσαν πάντοτε τον Κόκκινο Βαρώνο ήταν και το «αστρονομικό του σκορ» το οποίο ήταν βέβαια μεγάλο, αλλά όχι και τόσο απρόσιτο: ο μεγαλύτερος Γάλλος άσσος, ο Ρενέ Φονκ, επέζησε του πολέμου σημειώνοντας 75 νίκες, ενώ ο Καναδός Ουίλλιαμ Μπίσοπ επέζησε επίσης με 72 νίκες.
Όμως ο Μπαίλκε και ο Ριχτχόφεν ανήκαν σε εκείνη την ξεχωριστή κατηγορία των πρωτοπόρων καθηγητών-μαχητών οι οποίοι μετέφεραν στους νεότερους την εμπειρία τους, τους δίδαξαν την επιβίωση και επινόησαν πρώτοι τις θεμελιώδεις τακτικές της αερομαχίας τις οποίες ακολούθησαν όλοι οι υπόλοιποι μετά από αυτούς. Δεν είναι τυχαίο ότι κάτω από τις διαταγές των δύο αυτών πιλότων υπηρέτησαν οι μεγαλύτεροι ανερχόμενοι άσσοι της Γερμανίας.
Στην πλευρά των συμμάχων οι μεγαλύτεροι άσσοι της κρίσιμης περιόδου 1916-17 (Άλμπερτ Μπωλ, Μπίλλυ Μπίσοπ, Ζωρζ Γκυνεμέρ, Σαρλ Νανγκεσέρ), αν και δεν υστερούσαν καθόλου σε ικανότητες έναντι των αντιπάλων τους, υπήρξαν αποκλειστικά αυτοδίδακτοι και ανήκαν στην σχολή των λεγόμενων “μοναχικών κυνηγών”. Το μόνο πράγμα που είχαν διδαχθεί από τους παλαιότερους ήταν πώς να πετούν με ασφάλεια το αεροσκάφος, πώς να διατηρούν τη θέση τους στον σχηματισμό και κάποιες βασικές οδηγίες που αφορούσαν στην σκοποβολή. Κατόπιν έμαθαν μόνοι τους να μάχονται και να επιβιώνουν, πετώντας κυρίως σε μοναχικές περιπολίες.
Για τους συμμάχους η αερομαχία ήταν ένα είδος προσωπικής μονομαχίας και η επιβίωση θεωρείτο αποκλειστικά ατομική ευθύνη. Κατά αυτόν τον τρόπο δεν ενδιαφέρθηκαν ποτέ να αναπτύξουν το ομαδικό πνεύμα της συνεργασίας και της αλληλοκάλυψης που διέπνεε τους Γερμανούς στον αέρα και τους χάρισε μία σαφή ποιοτική υπεροχή έναντι των αντιπάλων τους. Το θεμελιώδες δόγμα του Μπαίλκε και του Ριχτχόφεν ότι πρώτιστο καθήκον του αρχηγού δεν ήταν να μάχεται, αλλά να επιβλέπει τους πιλότους του, παρέμεινε κάτι εντελώς άγνωστο στην αντίπαλη πλευρά, από όπου απουσίαζαν οι τακτικές ιδιοφυίες του μεγέθους των δύο Γερμανών άσσων.
Για τους Βρετανούς, τέτοιοι πιλότοι όπως ο Τζέημς ΜακΚάντεν και ο Έντουαρντ Μάννοκ, θα εμφανίζονταν μόνο μετά τα μέσα του 1917 και θα ανελάμβαναν διοίκηση Μοιρών μόνο στα μέσα του επόμενου χρόνου, όταν ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Αυτοί όμως ήταν ελάχιστοι και ήταν δύσκολο τότε να ανατρέψουν την νοοτροπία που είχε δημιουργηθεί.
Τα μαθήματα του πρώτου αεροπορικού πολέμου δεν εμπεδώθηκαν με αποτέλεσμα η άγνοια να διατηρηθεί ακόμη και μέσα στον Β΄ΠΠ, κάνοντας τις επιδόσεις της Luftwaffe να φαντάζουν απίστευτες. Το πνεύμα και η παράδοση των Μπαίλκε-Ριχτχόφεν μεταλαμπαδεύτηκαν και διατηρήθηκαν με τους Άντολφ Γκάλλαντ, Βένρερ Μέλντερς, αλλά και τους λιγότερο γνωστούς Βάλτερ Έζαου και Γκέοργκ-Πέτερ Έντερ –για να αναφέρουμε μόνο ελάχιστους- οι οποίοι δημιούργησαν με τη σειρά τους ένα άλλο πλήθος δάσκαλων-άσσων, διατηρώντας έτσι το επίπεδο του μέσου Γερμανού πιλότου πάντοτε ανώτερο από εκείνο των αντιπάλων του μέχρι και τις τελευταίες μέρες του πολέμου.
Την ίδια στιγμή στην αντίπαλη πλευρά οι Αμερικανοί πιλότοι ενδιαφέρονταν μόνο για την αύξηση των καταρρίψεών τους με οποιοδήποτε μέσον: ορισμένοι κατασκεύαζαν “πλαστές” καταρρίψεις, διέβαλλαν όποιον συνάδελφό τους προηγείτο κατά δύο ή τρεις νίκες και αρνούνταν να αναγνωρίσουν την υπεροχή του αντιπάλου τους, διατεινόμενοι σαρκαστικά ότι «Οι Γερμανοί μετρούν τους κινητήρες των αεροσκαφών που καταρρίπτουν, και όχι το αεροσκάφος»!!!
ΤΑ ΑΕΡΟΣΚΑΦΗ
Αντίθετα από τους συναδέλφους τους στον επόμενο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Γερμανοί του Α΄ΠΠ δεν υπήρξαν ποτέ πρωτοπόροι στον αεροπορικό σχεδιασμό. Τον τίτλο αυτό κατείχαν κατά πρώτο λόγο οι Γάλλοι οι οποίοι σημείωσαν και τις πρώτες αεροπορικές επιτυχίες. Οι Γερμανοί το μόνο που επέτυχαν μέχρι και τα τέλη του 1917 ήταν απλά να αντιγράφουν τα αεροσκάφη των αντιπάλων τους, βελτιώνοντας ορισμένα από τα αδύνατα σημεία τους.
Την 1η Απριλίου 1915 έκανε την πρώτη, επαναστατική εμφάνισή του στους ουρανούς της Γαλλίας το μαχητικό μονοπλάνο Morane Saulnier N, εξοπλισμένο με το «μυστικό όπλο» της εποχής: ένα πολυβόλο το οποίο έβαλλε μέσα από τον δίσκο της έλικας. O Γάλλος πρωτοπόρος Ρολάν Γκαρρός είχε την ιδέα να τοποθετήσει επάνω στις λεπίδες της έλικας δύο ατσάλινες σφήνες οι οποίες αποστράκιζαν τις βολίδες του πολυβόλου –ο μηχανισμός φυσικά ήταν πρωτόγονος, αλλά η ιδέα απλή και αποτελεσματική.
Μέσα στα επόμενα λεπτά ένα Γερμανικό διθέσιο Aviatik έπεφτε φλεγόμενο από το πολυβόλο του Γάλλου πιλότου, ακολουθούμενο από άλλα τρία μερικές μέρες αργότερα. Οι Γερμανοί πανικοβλήθηκαν τόσο ώστε διέταξαν τους πιλότους να αποφεύγουν οποιαδήποτε εμπλοκή με τα γαλλικά μονοπλάνα, ενώ όρισαν και μία αμοιβή 100 Μάρκων για όποιον κατόρθωνε να αντιγράψει τα σχέδια του μηχανισμού αποστρακίσεως των βολίδων. Στις 18 Απριλίου το όνειρο των Γερμανών πραγματοποιήθηκε όταν ο Ρολάν Γκαρρός κατερρίφθη ζωντανός πίσω από τις εχθρικές γραμμές με το αεροπλάνο του άθικτο.
Ο Ολλανδός σχεδιαστής αεροσκαφών Άντονυ Φόκκερ αντέγραψε το γαλλικό αεροσκάφος και αντικατέστησε τις λεπίδες αποστράκισης των βολίδων με έναν δικό του αυτόματο μηχανισμό ο οποίος διέκοπτε την δέσμη των βολίδων τη στιγμή που η λεπίδα της έλικας περνούσε μπροστά από το πολυβόλο. Το αποτέλεσμα ήταν το μονοπλάνο Fokker Ε.Ι (Eindecker=μονοπλάνο) πάνω στο οποίο πήραν το βάπτισμα του πυρός οι περισσότεροι από τους πρώτους μεγάλους Γερμανούς άσσους –Μπαίλκε, Ίμμελμαν, Ούντετ, Ριχτχόφεν.
Η κατασκευή του ήταν ελαφριά, εύθραυστη και ο κινητήρας του αδύναμος, αλλά παρά τα μειονεκτήματά του, το Fokker E ανήκε ουσιαστικά στην πρώτη γενιά των γερμανικών μαχητικών. Ακολούθησαν αναβαθμίσεις και βελτιώσεις του κινητήρα και του οπλισμού οι οποίες οδήγησαν στην κατασκευή της βασικότερης έκδοσης, του Ε ΙΙΙ.
Τα πρώτα αεροσκάφη άρχισαν να παραδίδονται στις μονάδες τον Ιούλιο του 1915 και το 62ο Αεροπορικό Τάγμα στο οποίο συνυπηρετούσαν ο Μπαίλκε και ο Ίμμελμαν ήταν η πρώτη μονάδα η οποία παρέλαβε τον τύπο. Το Ε.Ι με αριθμό σειράς 3/15 ανήκε επίσημα στον Μπαίλκε ο οποίος το δοκίμασε στον αέρα για πρώτη φορά στις 31 Ιουλίου 1915 και ενθουσιάστηκε. Την επόμενη όμως ημέρα, 1η Αυγούστου, ο Ίμμελμαν, πετώντας με το ίδιο αεροσκάφος, σημείωσε την πρώτη κατάρριψη του νέου μαχητικού.
Εναντίον των πρακτικά ανυπεράσπιστων βρετανικών αναγνωριστικών Β.Ε.2, τα Fokker E κέρδιζαν αλλεπάλληλες νίκες, κυριαρχώντας πάνω από το μέτωπο για τους επόμενους μήνες. Στις πρώτες τους επιχειρήσεις τα μονοπλάνα χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο σαν αποτρεπτικό όπλο, παρά σαν μαχητικό. Επίσημα ο σκοπός τους ήταν να παρέχουν προστασία στα αναγνωριστικά. Ακόμη και στην κορυφή της επιτυχίας τους, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1915, τα αεροσκάφη αυτά δεν ξεπέρασαν τα 85 σε ολόκληρο το μέτωπο. Με τις επίμονες προτάσεις του, ο Μπαίλκε συνέβαλε ουσιαστικά στην συγκρότηση του κλάδου των μαχητικών, τη στιγμή που ακόμα και ο όρος αυτός ήταν ανύπαρκτος. Η τελευταία έκδοση ήταν το ΕIV, με έναν κινητήρα 160 hp και οπλισμό τριών πολυβόλων Spandau 7,92 mm τα οποία όμως αποδείχτηκαν πολύ βαριά για το ελαφρύ αεροσκάφος.
Όλα τα αεροσκάφη εκείνη την εποχή έφεραν σε όλες τις επιφάνειές τους το χαρακτηριστικό υποκίτρινο χρώμα του υφάσματος, Doped Fabric. Τα προσωπικά διακριτικά δεν συνηθίζονταν, αλλά αρκετοί πρωτοτύπησαν διακοσμώντας την άτρακτο ή και τα καλύμματα των τροχών των πρώτων Fokker E με λωρίδες των εθνικών τους χρωμάτων. Τον Φεβρουάριο του 1916 ο Μπαίλκε πετούσε με το E.IV 122/16, το οποίο είχε τους δίσκους των καλυμμάτων των τροχών βαμμένους στα τρία χρώματα της γερμανικής σημαίας.
Τα μέσα του 1916 βρήκαν το Fokker Eindecker στην καμπή του. Oι Γάλλοι είχαν κάνει και πάλι το πρώτο βήμα κατασκευάζοντας το Nieuport 11 “Bebe”, ένα εκπληκτικά ευέλικτο και ταχύ διπλάνο που έσπειρε την καταστροφή πάνω από το Βερντέν, όταν οι Γερμανοί μάχονταν ακόμα με τα εύθραυστα μονοπλάνα τους. Ήδη από την αρχή του έτους ο Μπαίλκε, δυσαρεστημένος πλέον από τις επιδόσεις των Eindecker, υποστήριζε την κατασκευή ενός διπλάνου με ενισχυμένη την δομή της ατράκτου.
Ο Φόκκερ ακολούθησε τις συμβουλές του και το αποτέλεσμα ήταν το Fokker D.III (D=Doppeldecker -διπλάνο) το οποίο βασιζόταν στην άτρακτο του Fokker EIV. Ο Μπαίλκε πετούσε με το προσωπικό του D.III 352/16 το οποίο παρέλαβε στις 2 Σεπτεμβρίου 1916 και το απόγευμα της ίδιας ημέρας σημείωσε την 20η κατάρριψή του. Θα πετούσε με το ίδιο αεροσκάφος μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου, σημειώνοντας επτά συνολικά νίκες. Αν και εκείνη τη στιγμή η γερμανική αεροπορία είχε αρχίσει να υιοθετεί κάποια σχέδια παραλλαγής στα αεροσκάφη της, το Fokker του Μπαίλκε έφερε το φυσικό χρώμα του υφάσματος χωρίς άλλα διακριτικά.
Το γερμανικό επιτελείο, ενθουσιασμένο από τις επιδόσεις του γαλλικού Nieuport, ζήτησε από τις κατασκευάστριες εταιρείες ένα παρόμοιο αεροσκάφος το οποίο θα συναγωνιζόταν τις επιδόσεις του και θα αντικαθιστούσε οριστικά τα μονοπλάνα. Κάποιες εταιρείες, όπως η Pfalz, κατασκεύασαν ένα πανομοιότυπο αντίγραφο. Η Albatros όμως κατάφερε να διατηρήσει τα πλεονεκτήματα του γαλλικού μαχητικού μέσα σε ένα διαφορετικό σχέδιο.
Το Albatros ήταν ένα βελτιωμένο Nieuport από κάθε άποψη: βάσιζε την ευελιξία του στην διαφορά του εμβαδού μεταξύ της άνω και της κάτω πτέρυγας, αλλά με μία αεροδυναμικότερη άτρακτο, έναν ισχυρό κινητήρα ευθύγραμμης διάταξης, αντί του γαλλικού περιστροφικού, και τον αυξημένο οπλισμό των δύο πολυβόλων, έναντι του ενός που διέθεταν εκείνη τη στιγμή όλα τα συμμαχικά καταδιωκτικά.
Όπως ήταν φυσικό τα δύο αντίπαλα αεροσκάφη ακολούθησαν μία παράλληλη πορεία. Αμφότερα αποτέλεσαν την σπονδυλική στήλη της αεροπορίας τους μέχρι το τέλος του πολέμου, αλλά ταυτόχρονα το Albatros, μαζί με τα πλεονεκτήματα κληρονόμησε και τα μειονεκτήματα του Nieuport: θα υπέφερε πάντοτε από την αδύναμη δομική κατασκευή της κάτω πτέρυγας η οποία έτεινε να αποκολληθεί κατά τη διάρκεια βίαιων βυθίσεων.
Όταν στις 15 Σεπτεμβρίου η Jasta 2 παρέλαβε τα πρώτα της Albatros D.II, το Fokker D.IIΙ 352/16 του Μπαίλκε δεν χάθηκε. Κέρδισε μία ξεχωριστή θέση στο Αεροπορικό Μουσείο του Βερολίνου σαν ενθύμιο στην μνήμη του μεγάλου άσσου και ιδρυτή του κλάδου των γερμανικών μαχητικών, με ένα στεφάνι εναποθετιμένο κάτω από τους τροχούς του, κάθε χρόνο την μέρα της επετείου του θανάτου του, στις 28 Οκτωβρίου, έως ότου καταστράφηκε από έναν βομβαρδισμό της RAF, 27 χρόνια αργότερα, το 1943.
Τα πρώτα Albatros έφεραν στην άτρακτο το φυσικό χρώμα του ξύλου, στις άνω επιφάνειες των πτερύγων παραλλαγή πράσινου-καφέ (dark green-red brown) και στις κάτω επιφάνειες ανοικτό γαλάζιο (light blue). Τα προσωπικά διακριτικά φαίνεται να υιοθετήθηκαν από τα τέλη του 1916. Παρομοίως, το μοναδικό προσωπικό διακριτικό το οποίο έφερε το Albatros 386/16 του Μπαίλκε ήταν μία κόκκινη υφασμάτινη λωρίδα στα στυλίδια των φτερών, σαν διακριτικό του αρχηγού σχηματισμού.
Οι Γερμανοί τώρα πλέον διέθεταν ένα άριστο μαχητικό και έναν “Μεγάλο Μαιτρ”. Με την συμβολή και τις προτάσεις του Μπαίλκε, η Γερμανική Αεροπορία συνειδητοποίησε τον ρόλο των μαχητικών στην αεροπορική μάχη του Σωμ: τα μαχητικά δεν αποτελούσαν πλέον αμυντικά όπλα. Τώρα ξεχύνονταν σε μεγάλους αριθμούς, προκαλούσαν τα αντίπαλα μαχητικά σε αερομαχίες και εκκαθάριζαν έναν συγκεκριμένο τομέα του μετώπου από τα εχθρικά αεροσκάφη. Οι σύμμαχοι δυστυχώς, δεν είχαν εμπεδώσει ακόμη τα μαθήματα αυτά και θα το πλήρωναν ακριβά τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1917.
Το πρώτο Albatros με το οποίο πέταξε ο Ριχτχόφεν δεν θα διέφερε από εκείνο των άλλων συναδέλφων του. Ωστόσο είναι γνωστό ότι σημείωσε τις νίκες 4-16 με το D.II 491/16 το οποίο έφερε μία λευκή λωρίδα στο ρύγχος του και με το ίδιο κατέρρρριψε στις τον λοχαγό Χώκερ στις 23/11/16. Μετά την 16η νίκη του, παρέλαβε το νέο Albatros D.III το οποίο έβαψε κόκκινο ξεκινώντας τον μύθο του Κόκκινου Βαρώνου, διατηρώντας όμως πάντοτε τις κάτω επιφάνειες των πτερύγων τους στο γαλάζιο χρώμα. Χρησιμοποίησε τουλάχιστον τρία διαφορετικά κόκκινα D.III με τα οποία σημείωσε τις νίκες 37-53. Παρά τα όσα πιστεύονται κανένα από τα αεροσκάφη που πέταξε δεν ήταν ποτέ ολόκληρο κόκκινο, με μόνη εξαίρεση το τελευταίο τριπλάνο με το οποίο σκοτώθηκε.
Χαρακτηρισικά παραδείγματα τα Albatros D.V 1033/17, 1177/17 και 4693/17, των οποίων η άτρακτος παρέμεινε στο φυσικό χρώμα του ξύλου και οι κάτω επιφάνειες των φτερών σε γαλάζιο. Με το D.V 1177/17 σημείωσε τις νίκες 54-57 και με το 4693/17, τις 58, 59. Όταν τραυματίστηκε στις 6 Ιουλίου 1917 πετούσε πιθανότατα με το 1033/17, αν και άλλες πηγές αναφέρουν το 1177/17.
Ένα άλλο D.V το οποίο χρησιμοποίησε ήταν το 2059/17 με το οποίο κατέρριψε το 62ο και 63ο θύμα του. Οι κάτω επιφάνειες των πτερύγων είχαν επίσης παραμείνει γαλάζιες και το κάθετο σταθερό στο φυσικό χρώμα του ξύλου. Το πηδάλιο διεύθυνσης και μόνο, έφερε παραδόξως την γνωστή τετράχρωμη γερμανική παραλλαγή Lozenge, με τα εξάγωνα, γεγονός που υποδεικνύει ότι είχε αντικατασταθεί από άλλο αεροσκάφος.
Τα μέσα του 1917 συνέβη η μεγάλη έκρηξη στην ανάπτηξη της αεροπορικής βιομηχανίας. Όλες οι εμπόλεμες πλευρές είχαν επιδοθεί σε έναν σχεδιαστικό πυρετό νέων τύπων δίδοντας έμφαση στα τρία κρίσιμα σημεία τα οποία καθόριζαν την υπεροχή ενός μαχητικού: ευελιξία, ιπποδύναμη, ρυθμός ανόδου. Παρά τις επιτυχίες των συμμάχων σε αυτόν τον τομέα όμως, οι Γερμανοί απέτυχαν να κατασκευάσουν κάτι ανώτερο του Albatros D.V το οποίο, παρά τα προβλήματα που παρουσίαζε, παρέμεινε το βασικότερο μαχητικό τους μέχρι τα μέσα του 1918. Η Albatros έως τότε διέθετε το μονοπώλειο των αεροπορικών κατασκευών.
Όταν όμως η ανάγκη της κατασκευής κάποιου καλύτερου μαχητικού έγινε επιτακτική, το επιτελείο προκήρυξε διαγωνισμό για έναν νέο τύπο στον οποίο έλαβαν μέρος όλες οι εταιρίες οι οποίες μέχρι τότε είχαν παραγκωνιστεί. Η Pfalz σχεδίασε τα D.III και D.XII τα οποία όμως δεν ανταποκρίθηκαν πλήρως στις απαιτήσεις. Τον Απρίλιο του 1917 μεγάλη εντύπωση είχε προκαλέσει η εμφάνιση ενός νέου βρετανικού μαχητικού το οποίο άφησε έκπληκτους τους Γερμανούς πιλότους με την ευελιξία του. Ήταν το τριπλάνο Sopwith.
Ο ίδιος ο Ριχτχόφεν ομολόγησε ότι σε σύγκριση με το Albatros, το τριπλάνο «…είναι ταχύτερο, έχει μεγαλύτερο ρυθμό ανόδου, είναι πιο ευέλικτο, δεν χάνει ύψος σε μία στροφή και έχει τη δυνατότητα να βυθίζεται κάθετα». Ο Άντονυ Φόκκερ, φιλοδοξώντας να αναλάβει πάλι τα σκήπτρα στην αεροπορική βιομηχανία, βασίστηκε στο σχέδιο του πρωτοποριακού βρετανικού μαχητικού και κατασκεύασε το αεροπλάνο-σύμβολο του Α΄ΠΠ με το οποίο εξοπλίστηκαν αρκετές μονάδες από τον Οκτώβριο του 1917.
Το πρώτο τριπλάνο με το οποίο πέταξε ο Ριχτχόφεν ήταν το 102/17 το οποίο διατήρησε στα χρώματα της πράσινης παραλλαγής του εργοστασίου. Με αυτό σημείωσε τις νίκες 60-61 και κατόπιν αναχώρησε με άδεια. Πριν επισρέψει στις 23 Οκτωβρίου, ένας από τους καλύτερους μαθητές του, ο ανθυπολοχαγός Κουρτ Βολφ (33 νίκες), θα σκοτωνόταν σε αερομαχία στις 15 του μηνός πετώντας με το ίδιο ακριβώς αεροσκάφος.
Το Fokker Dr.I (Dreidecker=τριπλάνο) παρά την εκπληκτική του ευελιξία και παρά την φήμη την οποία κέρδισε όταν συνδέθηκε με το όνομα του Κόκκινου Βαρώνου, αποδείχθηκε προβληματικό. Τον Οκτώβριο, πριν ακόμα οι πιλότοι προλάβουν να εξοικειωθούν με το νέο αεροσκάφος, μία σειρά δυστυχημάτων που στοίχισαν τη ζωή σε δύο άσσους (Χάϊνριχ Γκόντερμαν, Γκύντερ Πάστορ) και προκάλεσαν την συντριβή των αδελφών Ριχτχόφεν την ίδια ακριβώς ημέρα, υποχρέωσαν το επιτελείο να προβεί στην σύσταση μίας ερευνητικής επιτροπής η οποία διέγνωσε ελαττωματική κατασκευή των πτερύγων. Τα τέλη Οκτωβρίου η εταιρία διέκοψε προσωρινά την παραγωγή. Η δομική κατασκευή των πτερύγων ενισχύθηκε και τον Φεβρουάριο του 1918 το εργοστάσιο άρχισε πάλι να παραδίδει τα αεροσκάφη στις μονάδες.
Με μόνη εξαίρεση την καταπληκτική του ευελιξία, το τριπλάνο υστερούσε αρκετά σε άλλους τομείς: ήταν αργό, με χαμηλή ιπποδύναμη και χαμηλή επιχειρησιακή οροφή, ενώ οι πιλότοι εξακολουθούσαν να προτιμούν τους κινητήρες ευθύγραμμης διάταξης, παρά τους περιστροφικούς τους οποίους θεωρούσαν αναξιόπιστους. Ακόμη όμως και με τα μειονεκτήματα αυτά, οι πιλότοι το προτιμούσαν από το Albatros. Το αποκορύφωμα των επιτυχιών της σύντομης σταδιοδρομίας του Fokker Dr.I υπήρξε το διάστημα Φεβρουάριος-Μάρτιος 1918 και κατά τη διάρκεια της μεγάλης γερμανικής επίθεσης του Λούντεντορφ θεωρείτο ένα από τα καλύτερα αεροσκάφη του μετώπου.
Τον Μάρτιο, μετά από δύο μήνες επιχειρησιακής ανάπαυσης, ο Ριχτχόφεν σημείωσε τις νίκες 64,65 και 66 χρησιμοποιώντας το Dr.I 152/17 το οποίο ήταν κόκκινο μόνο σε ορισμένα τμήματα: το ρύγχος, την άνω πτέρυγα, τα καλύμματα των τροχών, τις δοκούς και το πίσω ήμισυ της ατράκτου. Το υπόλοιπο παρέμεινε στην τυπική παραλλαγή των δύο τόνων του olive green στις άνω επιφάνειες και light blue για τις κάτω. Πολύ παρόμοια ήταν και η εμφάνιση των 477/17, 127/17 και 161/17 τα οποία χρησιμοποίησε τον ίδιο μήνα.
Το τελευταίο αεροσκάφος με το οποίο πέταξε ήταν το Fokker Dr.I 425/17 –το μοναδικό ΟΛΟ κόκκινο της σταδιοδρομίας του. Αν και το χρησιμοποίησε αρκετές φορές, με αυτό σημείωσε μόνο τις δύο τελευταίες του νίκες (79-80) στις 20 Απριλίου 1918. Την επόμενη μέρα βρήκε τον θάνατο στο κόκπιτ του. Το 425/17 είχε υποστεί αρκετές χρωματικές τροποποιήσεις πριν αποκτήσει την τελευταία.
Σε όλα τα προηγούμενα αεροσκάφη τού Βαρώνου το κόκκινο είχε μία “τραχιά”, πρόχειρη όψη, επειδή το χρώμα βαφόταν στο αεροδρόμιο, από το χρωματικό στοκ της μονάδας. Αντίθετα, το κόκκινο του 425/17 είχε μία άψογη, ομοιόμορφη εμφάνιση που οδηγεί στην εικασία ότι ίσως παρεδόθη σε αυτή την κατάσταση κατευθείαν από το εργοστάσιο. Αρχικά έφερε τα τυπικά εθνόσημα του Σιδηρού Σταυρού μέσα στα λευκά τετράγωνα πλαίσια, αργότερα όμως τα πλαίσια καταργήθηκαν και καλύφθηκαν από κόκκινο χρώμα.
Την ίδια περίοδο όμως (Μάρτιος 1918) τα εθνόσημα τροποποιήθηκαν κατόπιν διαταγής: τα λευκά πλαίσια καταργήθηκαν οριστικά και οι σταυροί αντικαταστάθηκαν από εκείνους με τις ευθύγραμμες πλευρές (Balkenkreuz), οπότε και το τριπλάνο απέκτησε και την τελική και πλέον διάσημη εμφάνισή του. Ο Ριχτχόφεν σημείωσε τις 19 από τις 80 νίκες του με το τριπλάνο. Ο θάνατός του φαίνεται να σήμανε και το τέλος της δράσης του Fokker Dr.I με το οποίο είχε συνδεθεί το όνομά του. Σε κλειστές αερομαχίες όπου η ευελιξία είχε τον πρωτεύοντα ρόλο, το Fokker διέθετε την ανωτερότητα.
Οι νεότεροι πιλότοι των συμμάχων είχαν διδαχθεί να αποφεύγουν να αντιμετωπίζουν το τριπλάνο σε τέτοιου είδους εμπλοκές όπου το Γερμανικό μαχητικό έθετε ουσιαστικά τους δικούς του όρους στη μάχη. Αντίστοιχα, οι εμπειρότεροι αντιμετώπισαν την ευελιξία του υιοθετώντας μία νέα τακτική: πετούσαν σε μεγάλο ύψος όπου τα γερμανικά τριπλάνα δεν έφθαναν και βυθίζονταν εναντίον του εχθρικού σχηματισμού. Περνούσαν μέσα από τον σχηματισμό πολυβολώντας και με την υψηλή ταχύτητα που είχαν αποκτήσει απομακρύνονταν, αποφεύγοντας οποιαδήποτε περαιτέρω κλειστή εμπλοκή.
Τον Μάϊο του 1918 άρχισαν να εμφανίζονται στο μέτωπο τα πρώτα Fokker D.VII –αναμφισβήτητα τα καλύτερα μαχητικά του πολέμου- τα οποία στο εξής θα εξόπλιζαν το μεγαλύτερο μέρος των γερμανικών μονάδων. Τα τριπλάνα άρχισαν σταδιακά να αποσύρονται, έως ότου η παραγωγή σταμάτησε. Συνολικά κατασκευάστηκαν μόνο 320 Fokker Dr.I, τη στιγμή που λίγο πριν τη λήξη του πολέμου, υπηρετούσαν ακόμα στο μέτωπο 1000 Albatros D.V. Το γεγονός ότι ο Ριχτχόφεν και ο Βέρνερ Φος θεωρούσαν το Dr.I ανυπέρβλητο μαχητικό δεν σημαίνει ότι δεν γνώριζαν τα μειονεκτήματά του -ακριβώς το αντίθετο: γνώριζαν τέλεια τόσο τα προτερήματα, όσο και τα ελαττώματά του, αλλά ταυτόρονα γνώριζαν και πώς να εκμεταλλεύονται στο έπακρο τα πρώτα.