Οτιδήποτε μετατρέπεται σε -ισμο είναι παγ(ι)ωμένο κι άρα νεκρό
Φιλελεύθεροι μύθοι και αντιφιλελεύθερες αλήθειες
Ο φιλελευθερ
ισμός φαινομενικά είναι μια πολιτική φιλοσοφία ή κοσμοθεωρία, θεμελιωμένη στις ιδέες της ατομικής ελευθερίας και ατομικής ιδιοκτησίας. Οι φιλελεύθεροι ασπάζονται ένα ευρύ φάσμα απόψεων, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίον κατανοούν τις αρχές αυτές, αλλά γενικά υποστηρίζουν ιδέες, όπως η διεξαγωγή ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, τα πολιτικά δικαιώματα, η ελευθερία του Τύπου, η θρησκευτική ελευθερία, το ελεύθερο εμπόριο και η ιδιοκτησία.
Στην πολιτική και στην οικονομία μια εσφαλμένη ιδέα αναγνωρίζεται από τον αν πέτυχε ή απέτυχε: Ο σοσιαλ
ισμός βρίσκεται σε άσχημη θέση απέναντι στην ιστορία, γιατί δεν ελευθέρωσε ποτέ τους ανθρώπους από την καταπίεση, ούτε πραγματοποίησε κοινωνική δικαιοσύνη, ούτε μπόρεσε να δημιουργήσει πλούτο. Αντίθετα ο φιλελευθερισμός μπορεί, σ΄ αυτούς τους τομείς, να παρουσιάσει ένα θετικό απολογισμό.
Ο φιλελευθερισμός έγινε για πρώτη φορά μια ξεχωριστή πολιτική κίνηση κατά τη
διάρκεια του Διαφωτισμού, όταν έγινε δημοφιλής μεταξύ των φιλοσόφων και των οικονομολόγων του Δυτικού Κόσμου. Ο φιλελευθερισμός απέρριψε καθιερωμένες έννοιες της εποχής, όπως τα κληρονομικά προνόμια που πήγαζαν από τίτλους ευγενείας, την κρατική θρησκεία, την απόλυτη μοναρχία και την ελέω Θεού βασιλεία. Ο φιλόσοφος του 17ου αιώνα
Τζων Λοκ συχνά πιστώνεται με την ίδρυση του φιλελευθερισμού ως μια ξεχωριστή φιλοσοφική παράδοση. Ο Λοκ υποστήριξε ότι κάθε άνθρωπος έχει το φυσικό δικαίωμα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία και σύμφωνα με το κοινωνικό συμβόλαιο, οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να παραβιάζουν τα δικαιώματα αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, οι Φιλελεύθεροι αντιτάχθηκαν στον παραδοσιακό συντηρητισμό και επεδίωξαν να αντικαταστήσουν την απολυταρχία ως τρόπο διακυβέρνησης με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Μέχρι σήμερα αυτό είναι ουτοπικότατον.
Η ανάλυση των «Second Treatise of Government» και «A Letter Concerning Toleration» του Τζων Λοκ, με τη δεύτερη να έχει συγγραφεί προς υπεράσπιση της
«Ένδοξης Επανάστασης» του 1688, κυριάρχησε στην ιδεολογία του κλασικού φιλελευθερισμού. Παρότι τα εν λόγω κείμενα θεωρούνταν πολύ ακραία για την εποχή από τους νέους ηγέτες της Βρετανίας, αναφέρθηκαν αργότερα από τους Ουίγους, ακραίους και υποστηρικτές της Αμερικάνικης Επανάστασης. Παρόλα αυτά, δεν εξέφρασε ύστερη φιλελεύθερη σκέψη στα κείμενά του ή υπήρχαν σποραδικές αναφορές, με αποτέλεσμα αυτά να ποικίλουν σε αναλύσεις. Για παράδειγμα γίνεται πολύ περιορισμένος λόγος για τον συνταγματισμό, τη διάκριση των εξουσιών και την ελεγχόμενη κυβέρνηση.
Ο James L. Richardson κατηγοριοποίησε το έργο του Locke σε πέντε κύριες θεματικές: την διαφορετικότητα, την αποδοχή (κοινωνική συγκατάβαση), το κράτος δικαίου και την κυβέρνηση ως θεματοφύλακά του, την αξία της ιδιοκτησίας και την θρησκευτική ανοχή. Παρότι ο Λοκ δεν ανέπτυξε θεωρία φυσικών δικαιωμάτων, εντούτοις οραματίστηκε τα άτομα στη φυσική τους κατάσταση ως ελεύθερα και ίσα. Το άτομο, κι όχι η κοινωνία ή οι θεσμοί, ήταν το σημείο αναφοράς. Ο Λοκ πίστευε πως η άδεια στην κυβέρνηση δινόταν ατομικά και κατ’ επέκταση η εξουσία πήγαζε από το λαό και όχι το αντίθετο. Αυτή η ιδέα ενέπνευσε μεταγενέστερα επαναστατικά κινήματα.
Η κυβέρνηση, ως θεματοφύλακας, αναμενόταν να εξυπηρετεί τα συμφέροντα του λαού, όχι των ηγετών, και οι ηγέτες να ακολουθούν του νόμους που θεσπίστηκαν από το νομοθετικό σώμα. Ο Λοκ επίσης πίστευε ότι οι άνθρωποι συγκροτούσαν συνασπισμούς και συνιδιοκτησίες με σκοπό την εξασφάλιση της ιδιοκτησίας τους. Παρά την αμφισημία του προσδιορισμού του Λοκ για την ιδιοκτησία, που την περιόριζε σε «όση γη ο άνθρωπος οργώνει, φυτεύει, βελτιώνει, καλλιεργεί και μπορεί να χρησιμοποιήσει τα προϊόντα της», η ιδέα αυτή βρήκε μεγάλο κοινό σε όσους κατείχαν πολύ πλούτο. Ο Locke υποστήριζε ότι το άτομο είχε το δικαίωμα να υιοθετεί τα δικά του θρησκευτικά πιστεύω και το κράτος δεν θα έπρεπε να επιβάλλει θρήσκευμα στους διαφωνούντες Προτεστάντες. Αλλά υπήρχαν περιορισμοί. Καμία ανοχή ως προς τους άθεους, που χαρακτηρίζονταν ως ανήθικοι, ή στους Καθολικούς, που θεωρούνταν ότι υποστηρίζουν περισσότερο τον Πάπα παρά την ίδια τους την κυβέρνηση.
«Ο Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ, που εκδόθηκε το 1776, παρείχε τις περισσότερες ιδέες για την οικονομία, τουλάχιστον μέχρι την δημοσίευση του «Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας» του Τζον Στιούαρτ Μιλ το 1848. Ο Σμιθ ασχολήθηκε με το κίνητρο για την οικονομική δραστηριότητα, τα αίτια των τιμών και την κατανομή του πλούτου και τις πολιτικές που το κράτος πρέπει να ακολουθήσει για να μεγιστοποιήσει τον πλούτο. Ο Σμιθ έγραψε ότι
όσο η προσφορά, η ζήτηση, οι τιμές κι ο ανταγωνισμός αφήνονται ελεύθερα, χωρίς κρατική παρέμβαση, η επιδίωξη του ιδιοτελούς συμφέροντος, αντί του αλτρουισμού, θα μεγιστοποιεί τον πλούτο της κοινωνίας μέσω της παραγωγής αγαθών και υπηρεσιών με σκοπό το κέρδος.
Ένα «αόρατο χέρι» θα καθοδηγεί ιδιώτες κι επιχειρήσεις να εργαστούν για το καλό του έθνους, ως μια ακούσια συνέπεια των προσπαθειών για μεγιστοποίηση των δικών τους κερδών. Αυτό παρείχε μια ηθική δικαιολογία για τη συσσώρευση του πλούτου, η οποία είχε στο παρελθόν θεωρηθεί από κάποιους ως αμαρτωλή. Στον Πλούτο των Εθνών, ο Άνταμ Σμιθ επιχειρηματολόγησε πως με τη μετάβαση των κοινωνιών από κυνηγούς ρακοσυλλέκτες σε εκβιομηχανισμένες κοινωνίες τα πολεμικά λάφυρα θα αυξάνονταν, αλλά το κόστος ενός πολέμου θα αυξανόταν περισσότερο καθιστώντας τον πόλεμο δύσκολο και ακριβό για τα βιομηχανικά έθνη.
Ο Σμιθ υπέθεσε ότι οι εργαζόμενοι θα πληρώνονταν το χαμηλότερο δυνατόν που θα τους επέτρεπε να επιβιώσουν, υπόθεση που αργότερα εξελίχθηκε απο τους Ρικάρντο και Μάλθους στο “Iron Law of Wages”. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα ωφέλη από το ελεύθερο εσωτερικό και διεθνές εμπόριο, το οποία πίστευε ότι θα μπορούσαν να αυξήσουν τον πλούτο μέσω της εξειδίκευσης της παραγωγής. Επίσης αντιτάχθηκε στις περιοριστικές εμπορικές προτιμήσεις, στις κρατικές επιχορηγήσεις των μονοπωλίων, στις εργοδοτικές οργανώσεις και τα εργατικά συνδικάτα. Πίστευε ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να περιορίζεται στην άμυνα, τα δημόσια έργα και την απονομή της δικαιοσύνης, χρηματοδοτούμενη από φόρους με βάση το εισόδημα. Οι οικονομικές ιδέες του Σμιθ εφαρμόστηκαν στην πράξη τον 19ο αιώνα, με την μείωση των δασμών το 1820, την κατάργηση του Poor Relief Act, το οποίο περιόριζε την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, το 1834, και του τέλους της κυριαρχίας της «Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών» επί της Ινδίας το 1858
Οι επαναστάτες της Ένδοξης Επανάστασης, της Αμερικανικής Επανάστασης, τμήματα της Γαλλικής Επανάστασης, καθώς και άλλα φιλελεύθερα επαναστατικά κινήματα εκείνης της περιόδου, χρησιμοποίησαν τη φιλελεύθερη φιλοσοφία για να δικαιολογήσουν την ένοπλη ανατροπή αυτού που θεωρούσαν ως τυραννική δεσποτεία. Κατά το δέκατο ένατο αιώνα, αναδείχθηκαν και εγκαθιδρύθηκαν φιλελεύθερες κυβερνήσεις σε έθνη σε ολόκληρη την Ευρώπη, τη Λατινική Αμερική και τη Βόρεια Αμερική. Κατά την περίοδο αυτή, ο κυρίαρχος ιδεολογικός αντίπαλος του φιλελευθερισμού ήταν ο κλασικός συντηρητισμός. Ουδέποτε ο φιλελευθερισμός είχε ιδεολογικόν αντίπαλο (κι άρα αντανάκλαση του) τον κομμουνισμό, παρά μονάχα τον κλασικό συντηρητισμό. Η αντανάκλαση του Κομουνισμού είναι ο Φασισμός (Ναζισμός) κι όλα τα ολιγαρχικά αποτυχημένα καθετσώτα (όπως τα θρησκευτικά δόγματα και δικτατορίες).
Κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα, οι φιλελεύθερες ιδέες εξαπλώθηκαν ακόμη περισσότερο, καθώς οι φιλελεύθερες δημοκρατίες βρέθηκαν στην πλευρά των νικητών και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους. Ο φιλελευθερισμός επέζησε επίσης σημαντικών ιδεολογικών προκλήσεων από τους νέους του αντιπάλους, όπως το φασισμό και τον κομμουνισμό. Στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, υπήρχε επίσης ανάδειξη του ρεύματος του «κοινωνικού φιλελευθερισμού», έννοια η οποία σχετίζεται με τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη. Κατά συνέπεια, η έννοια της λέξης «φιλελευθερισμός» άρχισε να παρουσιάζει
αποκλίσεις στα διάφορα μέρη του κόσμου. Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια Britannica, στις Ηνωμένες Πολιτείες ο φιλελευθερισμός συνδέεται με το κράτος πρόνοιας, ενώ στην Ευρώπη συνήθως συνδέεται με τη δέσμευση για τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού και τις οικονομικές πολιτικές laissez-faire.
Ως εκ τούτου, στις ΗΠΑ, οι ιδέες της ελευθερίας του ατόμου και των laissez-faire οικονομικών πολιτικών, οι οποίες προηγουμένως σχετίζονταν με τον κλασικό φιλελευθερισμό, έγιναν η βάση για την αναδυόμενη σχολή της δεξιάς ελευθεριακής σκέψης. Σήμερα, τα φιλελεύθερα πολιτικά κόμματα εξακολουθούν να αποτελούν πολιτική δύναμη με ποικίλους βαθμούς ισχύος και επιρροής σε πολλές ανεπτυγμένες κι ελεύθερες χώρες.
Λέξεις όπως φιλελεύθερος, ελευθερία, ελευθεριακός και λιμπερτίνος έλκουν την καταγωγή τους από την λατινική λέξη «liber», που σημαίνει «ελεύθερος». Μια από τις πρώτες καταγεγραμμένες εμφανίσεις της λέξης φιλελεύθερος (liberal) έλαβε τόπο το 1375, όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις τέχνες στο επιθυμητό πλαίσιο μιας εκπαίδευσης για έναν ελεύθερο πολίτη. Παρότι υπήρξε πρώιμη σύνδεση της λέξης με την κλασική παιδεία του μεσαιωνικού πανεπιστημίου, τελικά προστέθηκαν επιπλέον σημασίες και προεκτάσεις. Με αυτόν τον τρόπο, η έννοια
«φιλελεύθερος» μπορούσε να σημαίνει «γενναιόδωρος» (πρώτη εμφάνιση το 1387),
«φτιαγμένος χωρίς περιορισμούς» το 1433, «ελεύθερα επιτρεπόμενος» το 1530 και «ελεύθερος από περιορισμούς» (συχνά ως υποτιμητική παρατήρηση) κατά το 16ο και το 17ο αιώνα.
Στο 16ο αιώνα στην Αγγλία, η έννοια «φιλελεύθερος» μπορούσε να έχει θετικά ή αρνητικά χαρακτηριστικά αναφερόμενη στη γενναιοδωρία ή αδιακρισία κάποιου. Στο «Πολύ κακό για το τίποτα», ο Σαίξπηρ χρησιμοποιεί την έννοια liberal για να περιγράψει το «λιμπερτίνο (ακόλαστο) παλιάνθρωπο» που «είχε ομολογήσει τις φαύλες συναντήσεις του». Με την άνοδο του Διαφωτισμού, η λέξη απέκτησε αποφασιστικά περισσότερα θετικά υπονοούμενα, οριζόμενη ως «ελεύθερος από προκαταλήψεις» το 1781 και «ελεύθερος από μισαλλοδοξία» το 1823. Το 1815, η πρώτη χρήση της λέξης «φιλελευθερισμός» εμφανίστηκε στην αγγλική γλώσσα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η έννοια «φιλελεύθερος» άρχισε να χρησιμοποιείται ως πολιτικοποιημένος όρος για κόμματα και κινήματα σε όλο τον κόσμο.
Κεϋνσιανά οικονομικά
Η οριστική φιλελεύθερη απάντηση στη Μεγάλη Ύφεση δόθηκε από τον
Τζων Μέυναρντ Κέυνς, ο οποίος είχε αρχίσει μια θεωρητική εργασία που εξέταζε τη σχέση μεταξύ ανεργίας, χρήματος και τιμών στη δεκαετία του 1920. Ο Κέυνς ήταν εξαιρετικά επικριτικός απέναντι στα μέτρα λιτότητας της βρετανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης. Πίστευε ότι τα δημοσιονομικά ελλείμματα ήταν ένα καλό πράγμα, ένα προϊόν της ύφεσης. Η εργασία του
«Γενική Θεωρία της Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος» δημοσιεύτηκε το 1936 και χρησιμοποιήθηκε ως θεωρητική αιτιολόγηση για τις παρεμβατικές πολιτικές που ο Κέυνς προέκρινε για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Η «Γενική Θεωρία» αμφισβητούσε το προηγούμενο νεοκλασικό παράδειγμα, το οποίο πρέσβευε ότι, ανεπηρέαστη από κυβερνητικές παρεμβάσεις, η αγορά θα αποκαθιστούσε φυσικά την πλήρη ισορροπία της απασχόλησης.
Το βιβλίο υποστήριξε μια δραστήρια οικονομική πολιτική από την κυβέρνηση, ώστε να τονωθεί η ζήτηση σε καιρούς με υψηλή ανεργία, όπως για παράδειγμα την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων. «Ας χρησιμοποιήσουμε τους αδρανείς πόρους μας για να αυξήσουμε τον πλούτο μας» έγραψε το 1928. «Με τόσους ανθρώπους άνεργους και τόσα εργοστάσια ανενεργά, είναι γελοίο να λέμε ότι δεν μπορούμε να αντέξουμε αυτές τις νέες εξελίξεις. Αυτοί ακριβώς οι άνθρωποι κι αυτά τα εργοστάσια θα μας κάνουν να τις αντέξουμε». Εκεί όπου η αγορά απέτυχε να κατανείμει ορθά τους πόρους, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να τονώσει την οικονομία έως ότου τα ιδιωτικά κεφάλαια αρχίσουν να κινούνται ξανά— σαν «πλήρωση της βαλβίδας», μια στρατηγική που αποσκοπεί στην προώθηση της βιομηχανικής παραγωγής.
Το κοινωνικό φιλελεύθερο πρόγραμμα που ξεκίνησε ο πρόεδρος Ρούζβελτ στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1933, μείωσε το ποσοστό ανεργίας από περίπου 25% περίπου στο 15% μέχρι το 1940. Πρόσθετες κρατικές δαπάνες και το γιγαντιαίο πρόγραμμα δημοσίων έργων που πυροδοτήθηκε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο τελικά έβγαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τη Μεγάλη Ύφεση. Από το 1940 ώς το 1941, οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν κατά 59%, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν εκτινάχθηκε κατά 17%, και η ανεργία μειώθηκε κάτω του 10%, για πρώτη φορά από το 1929. Το κοινωνικό κράτος δημιουργήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και, ενώ ολοκληρώθηκε από τους Εργατικούς, σχεδιάστηκε κυρίως από δυο φιλελεύθερους, τον Κέυνς που έβαλε τις οικονομικές του βάσεις και τον William Beveridge, που σχεδίασε το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας. Μετά από διάφορα παγκόσμια και καταστροφικά γεγονότα, συμπεριλαμβανομένων πολέμων και οικονομικών καταρρεύσεων, αυτό το νέο είδος του φιλελευθερισμού θα σαρώσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου τον 20ό αιώνα.
Ο Ψυχρός Πόλεμος χαρακτηρίστηκε από εκτεταμένο ιδεολογικό ανταγωνισμό και διάφορες περιφερειακές συγκρούσεις, αλλά ο ευρέως διαδεδομένος φόβος ενός Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Σοβιετική Ένωση δεν επαληθεύτηκε. Ενώ τα κομμουνιστικά ανελεύθερα κράτη και οι φιλελεύθερες δημοκρατίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, η οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 ενέπνευσε μια
απομάκρυνση από τα κεϋνσιανά οικονομικά, ιδιαίτερα στην περίοδο διακυβέρνησης Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο και Ρήγκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτή η κλασική φιλελεύθερη ανανέωση, που είναι γνωστή ως νεοφιλελευθερισμός, διήρκεσε περίπου δύο δεκαετίες (του 1980 και του 1990), αν και η πρόσφατη οικονομική κρίση οδήγησε σε μια αναβίωση της κεϋνσιανής οικονομικής σκέψης. Εν τω μεταξύ, προς τα τέλη του 20ού αιώνα, τα κομμουνιστικά ανελεύθερα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης κατέρρευσαν απότομα, αφήνοντας τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως τη μοναδική μορφή διακυβέρνησης στη Δύση.
Κατά την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αριθμός των αυτοαποκαλούμενων δημοκρατιών (που καμία σχέση δεν είχαν με την Αθηναϊκή Δημοκρατία) σε όλο τον κόσμο ήταν περίπου ο ίδιος με αυτόν πριν από σαράντα χρόνια. Μετά το 1945, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες εξαπλώθηκαν πολύ γρήγορα. Ακόμα και ώς το 1974, περίπου το 75% όλων των κρατών θεωρούνταν δικτατορικά, αλλά τώρα περισσότερο από το ήμισυ όλων των χωρών είναι ψευδοδημοκρατίες. Ωστόσο, ο φιλελευθερισμός αντιμετωπίζει επαναλαμβανόμενες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων του συντηρητισμού και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού σε πολλές περιοχές σε όλο τον κόσμο. Η άνοδος της Κίνας επίσης προκαλεί το Δυτικό φιλελευθερισμό, με ένα συνδυασμό αυταρχικής κυβέρνησης και οικονομικών μεταρρυθμίσεων που προηγούνται του εκδημοκρατισμού.
Ο φιλελευθερισμός (τόσο ως πολιτικό ρεύμα όσο και ως πνευματική παράδοση) είναι, κυρίως, ένα σύγχρονο φαινόμενο που ξεκίνησε το 17ο αιώνα, αν και ορισμένες φιλελεύθερες φιλοσοφικές ιδέες είχαν προδρόμους στην κλασική αρχαιότητα.
Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας-φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος εξήρε «την ιδέα μιας πολιτείας που διοικείται με ισονομία και ισηγορία και την ιδέα μιας βασιλικής κυβέρνησης που σέβεται πάνω απ’ όλα την ελευθερία των πολιτών». Οι επιστήμονες έχουν, επίσης, αναγνωρίσει μια σειρά από αρχές, γνωστές στους σύγχρονους φιλελεύθερους, στα έργα πολλών Σοφιστών και στον Επιτάφιο του Περικλή. Η φιλελεύθερη φιλοσοφία συμβολίζει μια μεγάλη πνευματική παράδοση, που έχει εξετάσει και διαδώσει μερικές από τις πιο σημαντικές φιλοσοφικές αρχές του σύγχρονου κόσμου. Το τεράστιο επιστημονικό και ακαδημαϊκό προϊόν της έχει χαρακτηριστεί ως περιέχον «πλούτο και ποικιλομορφία», αλλά αυτή η ποικιλομορφία συχνά σημαίνει ότι ο φιλελευθερισμός αποκτά διαφορετικές μορφές εκφυλισμού και αποτελεί μια πρόκληση για όποιον αναζητά έναν σαφή ορισμό.
Τα βασικά στοιχεία της σύγχρονης κοινωνίας έχουν ρίζες στο φιλελευθερισμό
Τα πρώτα κύματα φιλελευθερισμού κατέστησαν δημοφιλή τον
οικονομικό ατομισμό, ενώ εξάπλωσαν τη συνταγματική διακυβέρνηση και την κοινοβουλευτική εξουσία. Η αντικατάσταση της ιδιότροπης φύσης της μοναρχικής ή απολυταρχικής εξουσίας με μια διαδικασία λήψης αποφάσεων κωδικοποιημένη σε γραπτούς νόμους αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του φιλελευθερισμού. Οι φιλελεύθεροι επιδίωξαν και καθιέρωσαν μια συνταγματική τάξη που καταξίωσε σημαντικές ατομικές ελευθερίες, όπως την ελευθερία του λόγου και του συνεταιρίζεσθαι, ένα ανεξάρτητο δικαστικό σύστημα και δημόσιο ορκωτό δικαστήριο και την κατάργηση αριστοκρατικών προνομιών.
Αυτές οι σαρωτικές αλλαγές στην πολιτική εξουσία σηματοδότησαν τη σύγχρονη μετάβαση από την απολυταρχία στη (φαινομενική) συνταγματική τάξη. Η επέκταση και προώθηση των ελεύθερων αγορών ήταν ένα άλλο σημαντικό φιλελεύθερο επίτευγμα. Προτού να καθιερώσουν αγορές, ωστόσο, οι φιλελεύθεροι έπρεπε να συντρίψουν τις παλιές οικονομικές δομές του κόσμου. Σε αυτό το πνεύμα, οι φιλελεύθεροι έληξαν τις μερκαντιλιστικές πολιτικές, τα βασιλικά μονοπώλια, και ποικίλους άλλους περιορισμούς στις οικονομικές δραστηριότητες. Επιδίωξαν, επίσης, την κατάργηση των εσωτερικών φραγμών στο εμπόριο, εξαλείφοντας στην πορεία συντεχνίες, τοπικούς δασμούς, τα κοινά (αγαθά) και τις απαγορεύσεις σχετικά με την πώληση της γης.
Η ανάγκη εξάπλωσης πολιτικών δικαιωμάτων άσκησε σημαντική επιρροή σε μεταγενέστερα κύματα σύγχρονων φιλελεύθερων στοχασμών και αγώνων. Στις δεκαετίες 1960 και 1970, ο φεμινισμός δεύτερου κύματος στις Ηνωμένες Πολιτείες προχώρησε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε φιλελεύθερες φεμινιστικές οργανώσεις όπως ο Εθνικός Οργανισμός Γυναικών. Πέραν της στήριξης της ισότητας των δύο φύλων, οι φιλελεύθεροι υπερασπίστηκαν τη φυλετική ισότητα στην προσπάθειά τους να προωθήσουν πολιτικά δικαιώματα, και ένα παγκόσμιο κίνημα πολιτικών δικαιωμάτων στον 20ό αιώνα σημείωσε επιτυχία στην επίτευξη πολλών από αυτούς τους σκοπούς.
Ανάμεσα στα πολλαπλά κινήματα, τοπικά και εθνικά, το κίνημα για πολιτικά δικαιώματα στις Ηνωμένες Πολιτείες τη δεκαετία του 1960 τόνισε σημαντικά τις φιλελεύθερες προσπάθειες για ίσα δικαιώματα. Περιγράφοντας τις πολιτικές προσπάθειες της περιόδου, oρισμένοι ιστορικοί έχουν ισχυριστεί ότι «η εκστρατεία για τα δικαιώματα ψήφου σημείωσε τη σύγκλιση των δύο πολιτικών δυνάμεων στο ζενίθ τους: η εκστρατεία των μαύρων για ισότητα και το κίνημα για φιλελεύθερη μεταρρύθμιση» παρατηρώντας επιπλέον πως «ο αγώνας για την εξασφάλιση ψήφου στους μαύρους συνέπεσε με τη “φιλελεύθερη” έκκληση για
ενισχυμένη ομοσπονδιακή δράση για την προστασία των δικαιωμάτων όλων των πολιτών».
Το πρόγραμμα Great Society που ξεκίνησε υπό τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον επιμελήθηκε τη δημιουργία του Medicare και Medicaid, την ίδρυση του Head Start και το Job Corps, στο πλαίσιο του Πολέμου κατά της Φτώχειας, και το πέρασμα του Νόμου-ορόσημο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων (Civil Rights Act) του 1964— μια ταχεία σειρά γεγονότων που ορισμένοι ιστορικοί έχουν ονομάσει «φιλελεύθερη ώρα».
Μια άλλη σημαντική φιλελεύθερη επιτυχία περιλαμβάνει την άνοδο του φιλελεύθερου διεθνισμού, ο οποίος έχει πιστωθεί με τη δημιουργία παγκόσμιων οργανισμών, όπως η Κοινωνία των Εθνών και, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Ηνωμένα Έθνη. Από τον 18ο αιώνα, η ιδέα της εξαγωγής φιλελευθερισμού σε όλο τον κόσμο και η δόμηση μιας αρμονικής και φιλελεύθερης διεθνιστικής τάξης έχει κυριαρχήσει στη σκέψη των φιλελευθέρων. Ένας ιστορικός γράφει: «Όπου ο φιλελευθερισμός άνθισε εγχώρια, συνοδεύτηκε από τα οράματα του φιλελεύθερου διεθνισμού». Αλλά η αντίσταση στο φιλελεύθερο διεθνισμό υπήρξε πικρή και ευρεία, με τους κριτικούς να υποστηρίζουν ότι η αυξανόμενη παγκόσμια αλληλεξάρτηση θα είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας και ότι οι δημοκρατίες αντιπροσώπευαν μια διεφθαρμένη τάξη ανεπίδεκτη διακυβέρνησης, εγχώριας ή διεθνούς.
Άλλοι μελετητές έχουν επαινέσει την επιρροή του φιλελεύθερου διεθνισμού, υποστηρίζοντας ότι η άνοδος της παγκοσμιοποίησης «αποτελεί θρίαμβο της φιλελεύθερης αντίληψης, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 18ο αιώνα», γράφοντας επίσης ότι ο φιλελευθερισμός είναι «το μοναδικό ολοκληρωμένο και ελπιδοφόρο όραμα στη διεθνή πολιτική». Τα οφέλη του φιλελευθερισμού υπήρξαν σημαντικά. Το 1975, περίπου 40 χώρες σε όλο τον κόσμο χαρακτηρίζονταν φιλελεύθερες δημοκρατίες, αλλά ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σε πάνω από 80 ώς το 2008.
Οι περισσότερες από τις πλουσιότερες και πιο ισχυρές χώρες του κόσμου είναι φιλελεύθερες δημοκρατίες με εκτενή προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.
Στην Ευρώπη ο φιλελευθερισμός έχει μακρά παράδοση που ξεκινάει από τον 17ο αιώνα. Οι οπαδοί του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού επιθυμούν την όσο το δυνατόν μικρότερη έκταση του κράτους και παρέμβασή του στην οικονομική και κοινωνική ζωή, μικρότερη φορολογία, χαμηλότερες κρατικές δαπάνες, μικρότερες επιδοτήσεις, αλλά και την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων οικονομικής ή μη φύσης (ποινικό και οικονομικό έγκλημα, ανεξιθρησκία, σεξουαλικά δικαιώματα κ.λπ.).
Θεωρούν ότι οι μεγάλες κρατικές δαπάνες συνεπάγονται κατασπατάληση πόρων, διαφθορά, συναλλαγή πολιτικού με πολίτη και δημιουργία διογκωμένης κρατικοδίαιτης κομματοκρατίας (δεν πιστεύουν στη λογική του «άγγελου που θα μας κυβερνήσει»), και κατά συνέπεια σταδιακή καθίζηση της παραγωγικότητας, του ανταγωνισμού και τελικά της ίδιας της οικονομίας, με αποτέλεσμα τη σμίκρυνση της «πίτας» και τη μείωση του εισοδήματος όλων. Στο ίδιο πνεύμα, αντιτίθενται στην απευθείας κρατική οικονομική ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων και των τραπεζών (όπως π.χ. κατά την οικονομική κρίση του 2008/9— την οποία θεωρούν απότοκο του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία), που πιστεύουν ότι στρεβλώνει την πραγματική οικονομία.
Στην αντίληψη των οπαδών του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού κεντρική θέση κατέχει η ανάγκη απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας από τις υποχρεωτικές και ανελαστικές προστατευτικές δομές και η εξ αυτού ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (ελεύθερα ωράρια, ελεύθερες εργάσιμες ημέρες, ελεύθερες διαπραγματεύσεις σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης των εργατικών και εργοδοτικών ομάδων, καθιέρωση θεσμού μαθητείας για νέους και ανειδίκευτους, απελευθέρωση των μετακινήσεων μεταξύ θέσεων εργασίας) ώστε να καθίσταται πιο κινητική η αγορά και να μην προστατεύονται από το νόμο όσοι έχουν εργασία εις βάρος εκείνων που δεν έχουν. Επίσης, οι Ευρωπαίοι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως ο συνδικαλισμός (νοούμενος ως διεκδίκηση εργασιακών βελτιώσεων εκ μέρους του συνόλου των εργαζομένων) αποτελεί υπερβολική στρέβλωση για την οικονομία.
Οι επιστήμονες χωρίζουν τις φιλελεύθερες ευρωπαϊκές παραδόσεις σε αγγλικές και γαλλικές εκδοχές, με την πρώτη να δίνει έμφαση στην εξάπλωση των δημοκρατικών αξιών και τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και τη δεύτερη να απορρίπτει τις εξουσιαστικές (αυταρχικές) πολιτικές και κοινωνικές δομές, καθώς και να εμπλέκεται στην οικοδόμηση της εθνικής συνείδησης. Η ηπειρωτική γαλλική εκδοχή είναι βαθιά διαχωρισμένη σε συντηρητικούς και προοδευτικούς, με τους συντηρητικούς να τείνουν στον ελιτισμό και τους προοδευτικούς να υποστηρίζουν την ενοποίηση των θεμελιωδών οργανισμών, όπως καθολικό δικαίωμα ψήφου, καθολική εκπαίδευση, και την επέκταση των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Με τον καιρό, οι συντηρητικοί εκθρόνισαν τους προοδευτικούς ως κύριοι προστάτες του ηπειρωτικού ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού. Ένα εξέχον παράδειγμα αυτών των διαχωρισμών είναι το γερμανικό FDP, το οποίο ιστορικά ήταν διαχωρισμένο μεταξύ κοινωνικών και εθνικών φιλελεύθερων ομάδων.
Πριν από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα φιλελεύθερα κόμματα κυριαρχούσαν στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, αλλά σταδιακά παραμερίστηκαν από τους σοσιαλιστές και τους σοσιαλδημοκράτες στις αρχές του 20ού αιώνα. Μέχρι το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάποια φιλελεύθερα κόμματα κέρδιζαν ισχύ, ενώ άλλα υπέφεραν από συνεχόμενες απορρίψεις. Παρ’ όλα αυτά, η πτώση της Κομμουνιστικής ανελεύθερης Σοβιετικής Ένωσης και η διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας στα τέλη του 20ού αιώνα ευνόησε την δημιουργία πολλών φιλελεύθερων σχηματισμών σε όλη την ανατολική Ευρώπη. Αυτοί οι σχηματισμοί ανέπτυξαν διάφορα ιδεολογικά χαρακτηριστικά. Μερικοί, όπως οι Σλοβένοι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» ή οι Λιθουανοί «Κοινωνικοί Φιλελεύθεροι» χαρακτηρίστηκαν ως κεντροαριστεροί. Άλλοι, όπως το ρουμανικό «Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα», χαρακτηρίστηκαν ως κεντροδεξιοί.
Στη Δυτική Ευρώπη, μερικά φιλελεύθερα κόμματα έκαναν ανανεωτικές αλλαγές και μετασχηματισμούς, επιστρέφοντας στην πολιτική σκηνή μετά από ιστορικές απογοητεύσεις. Το πλέον αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» (Liberal Democrats) στη Βρετανία. Οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» είναι οι διάδοχοι ενός πάλαι πότε ισχυρού φιλελεύθερου σχηματισμού, που υπέφερε από τεράστια διαρροή υποστηρικτών προς το «Εργατικό Κόμμα» (Liberal Party) στις αρχές του 20ού αιώνα. Αφού σχεδόν εξαφανίστηκαν από τη βρετανική πολιτική σκηνή, οι φιλελεύθεροι τελικά ενώθηκαν με το «Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» (Social Democrat Party), μια φράξια του εργατικού κινήματος, το 1988, σχηματίζοντας έτσι τους «Φιλελεύθερους Δημοκράτες», ένα κοινωνικά φιλελεύθερο κόμμα.
Οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» κέρδισαν σημαντική λαϊκή υποστήριξη στις γενικές εκλογές του 2005 και στις εκλογές για τα τοπικά συμβούλια, σηματοδοτώντας την πρώτη φορά σε δεκαετίες που ένα βρετανικό κόμμα με φιλελεύθερη ιδεολογία είχε τέτοια εκλογική επιτυχία. Μετά τις γενικές εκλογές του 2010, οι «Φιλελεύθεροι Δημοκράτες» σχημάτισαν κυβέρνηση συνεργασίας με τους Συντηρητικούς, με αποτέλεσμα ο αρχηγός του κόμματος, Νικ Κλεγκ, να γίνει Αναπληρωτής Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου και πολλά άλλα μέλη υπουργοί.
Στη Βρετανία και σε άλλα μέρη της Δυτικής Ευρώπης, τα φιλελεύθερα κόμματα έχουν συνεργαστεί συχνά με σοσιαλιστικά και κοινωνικά δημοκρατικά κόμματα, όπως αποδεικνύεται από τη «Μωβ Συμμαχία» στην Ολλανδία στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές του 21ου αιώνα. Η «Μωβ Συμμαχία», μία από τις σημαντικότερες στην Ολλανδική ιστορία, σύζευξε τους προοδευτικούς αριστερούς φιλελεύθερους του κόμματος «D66» τους οικονομικά φιλελεύθερους κεντροδεξιούς του κόμματος «VVD» και το κοινωνικό δημοκρατικό «Εργατικό Κόμμα» (Partij van de Arbeid), δημιουργώντας έναν
ασυνήθιστο υβριδικό συνδυασμό που νομιμοποίησε τον ομοφυλοφιλικό γάμο, την ευθανασία και την πορνεία, ενώ παράλληλα εισήγαγε μια μη αποθαρρυντική πολιτική ως προς τη μαριχουάνα.
Στην Ασία, ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολύ πιο πρόσφατο πολιτικό ρεύμα σε σχέση με την Ευρώπη ή την Αμερική. Σε ηπειρωτικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι οργανώνονται μέσω του Συμβουλίου Φιλελευθέρων και Δημοκρατών της Ασίας, το οποίο περιλαμβάνει ισχυρά κόμματα, όπως το Φιλελεύθερο Κόμμα των Φιλιππίνων, το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα της Ταϊβάν και το κόμμα Pheu Thai της Ταϊλάνδης. Δύο αξιοσημείωτα παραδείγματα φιλελεύθερης επιρροής υπάρχουν στην Ινδία και την Αυστραλία, αν και αρκετές ασιατικές χώρες έχουν απορρίψει βασικές φιλελεύθερες αρχές.
Στην Αυστραλία, ο φιλελευθερισμός εκπροσωπείται κατά κύριο λόγο από το κεντροδεξιό Φιλελεύθερο Κόμμα. Οι φιλελεύθεροι στην Αυστραλία υποστηρίζουν την ελεύθερη αγορά και έχουν κοινωνικά συντηρητικές καθώς και κοινωνικά φιλελεύθερες συνιστώσες.
Στην Ινδία, την πολυπληθέστερη δημοκρατία στον κόσμο, το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο κυριαρχεί εδώ και καιρό στις πολιτικές υποθέσεις. Το ΙΕΚ ιδρύθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από φιλελεύθερους εθνικιστές που απαιτούσαν τη δημιουργία μιας πιο φιλελεύθερης και αυτόνομης Ινδίας. Ο φιλελευθερισμός εξακολούθησε να είναι το κύριο ιδεολογικό ρεύμα της ομάδας στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ο σοσιαλισμός σταδιακά επικράτησε στην πολιτική σκέψη εντός του κόμματος στις επόμενες δεκαετίες. Ένας διάσημος αγώνας που διεξήχθη με επικεφαλής το ΙΕΚ πέτυχε τελικά την ανεξαρτησία της Ινδίας από τη Βρετανία. Τον τελευταίο καιρό, το κόμμα έχει υιοθετήσει σειρά φιλελεύθερων προτάσεων, υπερασπιζόμενο τις ανοικτές αγορές, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει την κοινωνική δικαιοσύνη. Στο «Μανιφέστο του 2009», το ΙΕΚ υποστήριξε έναν «κοσμικό και φιλελεύθερο» ινδικό εθνικισμό έναντι των πρωτογονιστών, κοινοτιστών και των λοιπών συντηρητικών ιδεολογικών τάσεων που ισχυρίζεται ότι υιοθετήθηκαν από τα δεξιά.
Σε γενικές γραμμές, το κύριο ζήτημα του ασιατικού φιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες ήταν η άνοδος του εκδημοκρατισμού ως μέθοδος που θα διευκολύνει τον ταχύτερο οικονομικό εκσυγχρονισμό της ηπείρου. Σε χώρες όπως η Μιανμάρ, ωστόσο, η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει αντικατασταθεί από στρατιωτική δικτατορία.
Στην Αφρική, ο φιλελευθερισμός είναι συγκριτικά αδύναμος. Το Κόμμα Wafd (Αντιπροσωπευτικό Κόμμα) ήταν ένα εθνικιστικό φιλελεύθερο πολιτικό κόμμα στην Αίγυπτο. Λεγόταν ότι ήταν το πιο δημοφιλές και ισχυρό πολιτικό κόμμα της Αιγύπτου στις δεκαετίες του 1920 και του ’30. Πρόσφατα, ωστόσο, τα φιλελεύθερα κόμματα και ιδρύματα έχουν επιδείξει σημαντική ώθηση προς την πολιτική εξουσία. Σε ηπειρωτικό επίπεδο, οι φιλελεύθεροι οργανώνονται στο Αφρικανικό Φιλελεύθερο Δίκτυο, το οποίο περιλαμβάνει κόμματα που ασκούν επιρροή, όπως το Λαϊκό Κίνημα του Μαρόκου, το Δημοκρατικό Κόμμα της Σενεγάλης και τον Ρεπουμπλικανικό Συναγερμό της Ακτής Ελεφαντοστού.
Μεταξύ των αφρικανικών εθνών, η Νότια Αφρική ξεχωρίζει για το γεγονός ότι διαθέτει μια αξιοσημείωτη φιλελεύθερη παράδοση την οποία στερούνται οι άλλες χώρες. Στα μέσα του 20ού αιώνα, το Φιλελεύθερο και το Προοδευτικό Κόμμα είχαν σχηματιστεί για να αντιταχθούν στις πολιτικές απαρτχάιντ της κυβέρνησης. Οι Φιλελεύθεροι σχημάτισαν ένα πολυφυλετικό κόμμα το οποίο κέρδισε αρχικά σημαντική υποστήριξη από τους μαύρους αστούς και τους μορφωμένους λευκούς. Είχε επίσης αποκτήσει υποστηρικτές από τις «εξευρωπαϊσμένες αγροτικές περιοχές», και οι δημόσιες συναθροίσεις του είχαν μεγάλη συμμετοχή μαύρων. Το κόμμα είχε 7.000 μέλη στο αποκορύφωμά του, αν και η απήχησή του στον λευκό πληθυσμό στο σύνολό του ήταν πολύ μικρή για να καταφέρει να κάνει οποιεσδήποτε σημαντικές πολιτικές αλλαγές. Οι Φιλελεύθεροι διαλύθηκαν το 1968, αφού η κυβέρνηση ψήφισε ένα νόμο που απαγόρευε στα κόμματα να έχουν μέλη από περισσότερες από μία φυλές. Σήμερα, ο φιλελευθερισμός στη Νότια Αφρική εκπροσωπείται από τη Δημοκρατική Συμμαχία, το επίσημο κόμμα της αντιπολίτευσης στο κυβερνών Εθνικό Αφρικανικό Κογκρέσο. Η Δημοκρατική Συμμαχία είναι το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Εθνική Συνέλευση και σήμερα ηγείται της επαρχιακής κυβέρνησης του Δυτικού Ακρωτηρίου.
Οι αυταρχικές και αντιφιλελεύθερες χώρες κατέχουν τα σκήπτρα και στο οικονομικό έγκλημα
Ενώ τα χρέη που προκύπτουν από τις νομισματικές χαλαρώσεις των κεντρικών τραπεζών απειλούν εκ νέου την παγκόσμια οικονομία, ο φιλελευθερισμός θα κατηγορηθεί ξανά για όλα τα δεινά του πλανήτη! Είναι πλέον μόδα. Μετά την παταγώδη κατάρρευση του κομμουνισμού και την παρεξηγημένη «προφητεία» του Φράνσις Φουκουγιάμα περί του τέλους της ιστορίας, οι κάτοχοι των «απόλυτων αληθειών» και οι λοιποί «σωτήρες» του ανθρώπινου γένους βρήκαν τον νέο …εχθρό.
Για όλα φταίει η ελευθερία.
Έτσι, ο φιλελευθερισμός, που είναι ο φιλοσοφικός και πολιτικός εκφραστής της, από καιρό τώρα κατηγορείται για όλα τα δεινά που πλήττουν την ανθρωπότητα. Η φτώχεια, η ανεργία, η χρηματοοικονομική κρίση, η καταστροφή του περιβάλλοντος, ακόμα και οι φυσικές καταστροφές, οφείλονται στον φιλελευθερισμό. Ο τελευταίος ευθύνεται επίσης για την απληστία και την απαξίωση των ανθρωπιστικών αξιών, φαινόμενα που κυριαρχούν στην αποκαλούμενη νεοφιλελεύθερη οικονομία. Στην βάση αυτού του σοβαρού κατηγορητηρίου και θεωρώντας ότι οικονομία και πολιτική είναι επιστήμες, θελήσαμε να επαληθεύσουμε το κατηγορητήριο, όπως επιβάλλει η επιστημονική μέθοδος.
Ξεκινήσαμε από την οικονομία. Πρώτη διαπίστωσή μας είναι ότι, στην κατάταξη των φτωχότερων χωρών του πλανήτη μας, καμμία από αυτές δεν επικαλείται τον φιλελευθερισμό. Η Κίνα έχει κομμουνιστικό καθεστώς, στην Βραζιλία πάνω από δεκαετία κυβερνούν οι σοσιαλιστές, στην Κούβα ο κομμουνισμός συμπλήρωσε πενήντα και πλέον χρόνια, στην Αφρική τα περισσότερα καθεστώτα θεωρούν εκτός νόμου τον φιλελευθερισμό και ορκίζονται στο όνομα του σοσιαλισμού. Στον δε αραβικό κόσμο κυριαρχούν αντιφιλελεύθερες μοναρχίες και στο Ιράν δεσπόζει ο θεοκρατικός αυταρχισμός. Έτσι, από αριθμητικής πλευράς, από τα 7 δισεκατομμύρια ψυχές που είναι ο πληθυσμός του πλανήτη μας, τα 5,2 δισεκατομμύρια τελούν υπό αντιφιλελεύθερα καθεστώτα.
Μία άλλη σημαντική διαπίστωση είναι ότι
οι μεγαλύτερες περιβαλλοντικές ζημιές καταγράφονται στην Κίνα, στην Αφρική, στον Αμαζόνιο, στην Ρωσία και στην Κεντρική Ασία –περιοχές που ουδέποτε γνώρισαν τον φιλελευθερισμό και είναι πολύ αμφίβολο αν ποτέ θα τον γνωρίσουν. Παρατηρώντας επίσης την ετήσια κατάταξη για τις χώρες με την μεγαλύτερη διαφθορά στον κόσμο, την οποία καταρτίζει η οργάνωση Διεθνής Διαφάνεια, παρατηρούμε ότι στις 50 πρώτες θέσεις δεν υπάρχει καμμία χώρα με φιλελεύθερο καθεστώς, ή ακόμα και κατ’ επίφασιν φιλελεύθερο. Αντιθέτως, οι χώρες με ανύπαρκτο ή πολύ χαμηλό δείκτη διαφθοράς (Φινλανδία, Δανία, Σουηδία, κ.α.) είναι όλες δημοκρατικές και πολιτικο-οικονομικά φιλελεύθερες.
Η ίδια ακριβώς παρατήρηση ισχύει και για την προστασία και
τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην σχετική κατάταξη που δημοσιεύει κάθε χρόνο η οργάνωση Freedom House, η υπεροχή των χωρών με φιλελεύθερα καθεστώτα είναι συντριπτική και σχεδόν σε καμμία από αυτές δεν ισχύει η θανατική ποινή. Όσον αφορά δε στην ελευθερία εκφράσεως και Τύπου, σύμφωνα με τα στοιχεία των οργανώσεων Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα και Ένωση Ευρωπαίων Δημοσιογράφων,
οι διαφορές μεταξύ φιλελεύθερων και αντιφιλελεύθερων χωρών είναι κραυγαλέες.
Οι αυταρχικές και αντιφιλελεύθερες χώρες κατέχουν επίσης τα σκήπτρα και στο οικονομικό έγκλημα. Στο εμπόριο ναρκωτικών πρωταγωνιστούν οι σοσιαλιστικές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Στην εμπορία όπλων και λευκής σαρκός τα πρωτεία κατέχουν αφρικανικές δεσποτείες, αυταρχικά καθεστώτα της Κεντρικής Ασίας και η Ρωσία. Η δε ιδιωτική πειρατεία οργιάζει στην Αφρική, εκεί όπου κυριαρχούν τα πιο ολοκληρωτικά εγκληματικά καθεστώτα.
Ας επανέλθουμε στην οικονομία. Οι εχθροί του φιλελευθερισμού υποστηρίζουν ότι η κρίση του 2007 είναι αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερων επιλογών που υιοθετήθηκαν από τις κυβερνήσεις Ρήγκαν-Θάτσερ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και που οδήγησαν στην απελευθέρωση της παγκόσμιας κίνησης κεφαλαίων. Ο ισχυρισμός αυτός, αν και έχει κάποια θεωρητική βάση, δεν επαρκεί καθόλου ως επιστημονική επαλήθευση διότι τα πραγματικά γεγονότα άλλα δηλούν.
Πρώτον, η μεγάλη διεθνής κίνηση κεφαλαίων ξεκίνησε το 1971, με την κατάργηση της Συμφωνίας του Μπρέττον-Γουντς και την ανάδειξη του δολλαρίου σε παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα. Στόχος της τότε κυβερνήσεως των ΗΠΑ ήταν η τόνωση της δημοσιονομικής δραστηριότητας μέσω της έκδοσης κρατικού χρήματος, η άνοδος του δημόσιου χρέους για την χρηματοδότηση του πολέμου στο Βιετνάμ και η αύξηση της κατανάλωσης με διαφόρων μορφών δανεισμό. Με άλλα λόγια, η τότε πολιτική του προέδρου Νίξον ήταν αμιγώς κεϋνσιανής εμπνεύσεως, δηλαδή
σαφώς αντιφιλελεύθερη, γι αυτό και είχε δεχθεί αυστηρή κριτική από οικονομολόγους όπως ο Μίλτον Φρήντμαν, ο Μωρίς Αλλαί και ο Τζαίημς Μπιουκάναν –άπαντες νομπελίστες.
Αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι το 1971, μετά την κατάργηση του Μπρέττον-Γουντς, ο μέγας φιλελεύθερος οικονομολόγος Λούντβιχ φον Μίζες (άγνωστος στην Ελλάδα), αν και 90 ετών, δήλωνε τα εξής προφητικά: «Η κατάργηση του Μπρέττον-Γουντς δίνει την ευκαιρία στις κρατικές κεντρικές τράπεζες να ακολουθούν επεκτατικές νομισματικές πολιτικές, οι οποίες σε βάθος χρόνου θα δημιουργούν την μία μετά την άλλη οικονομική κρίση».
Στην μετά το Μπρέττον-Γουντς εποχή, ήλθε να προστεθεί η πετρελαϊκή κρίση του 1973 –η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Άραβες δικτάτορες και μονάρχες να ρίξουν στις διεθνείς αγορές περί τα 200 δισεκατομμύρια δολλάρια, τα οποία ζητούσαν ασφάλεια και καλές αποδόσεις. Στην βάση αυτού του πακτωλού πετροδολλαρίων άρχισαν να δημιουργούνται και τα πρώτα «περίεργα» τραπεζικά προϊόντα, κύριο αντικείμενο των οποίων ήταν η χρηματοδότηση κρατών.
Σημειώνουμε ότι την περίοδο 1974-1981 το κρατικό χρέος των ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 40% κα το αντίστοιχο της τότε Σοβιετικής Ένωσης κατά 100%. Στην Ευρώπη, στην διάρκεια της δεκαετίας του 1980, που είναι και αυτή της σταδιακής απελευθερώσεως της κίνησης κεφαλαίων, οι σοσιαλιστικές κυβερνήσεις Μιττεράν στην Γαλλία, Γκονζάλες στην Ισπανία, Κράξι στην Ιταλία, Σοάρες στην Πορτογαλία και Ανδρέα Παπανδρέου στην Ελλάδα, τριπλασίασαν κατά μέσον όρο τα δημόσια χρέη των χωρών τους και τα ανέβασαν κατά μέσον όρο, από 26% του ΑΕΠ το 1981, σε 81% το 1989. Η συνέχεια είναι γνωστή –στην δε Ελλάδα υπήρξε η αφετηρία της «Μεγάλης Ληστείας», για την οποία ετοιμάζουμε ειδικό πόνημα.
Ερώτημα: Περί ποίας ευθύνης του φιλελευθερισμού γίνεται λόγος όταν η κρίση που σήμερα πλήττει κυρίως την Δύση είναι το πιο αυθεντικό νεοκεϋνσιανό φρούτο; Ο Τζων Στιούαρτ Μιλλ είχε γράψει: «Δεν είναι αρκετό να λέμε ότι ο άνθρωπος υπόκειται στο λάθος. Πρέπει να του δείχνουμε ποιο είναι αυτό το λάθος».