Πέμπτη 28 Ιουλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (8.367-8.432)

Ταῦτ᾽ ἄρ᾽ ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
τέρπετ᾽ ἐνὶ φρεσὶν ᾗσιν ἀκούων ἠδὲ καὶ ἄλλοι
Φαίηκες δολιχήρετμοι, ναυσικλυτοὶ ἄνδρες.
370 Ἀλκίνοος δ᾽ Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε
μουνὰξ ὀρχήσασθαι, ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ οὖν σφαῖραν καλὴν μετὰ χερσὶν ἕλοντο,
πορφυρέην, τήν σφιν Πόλυβος ποίησε δαΐφρων,
τὴν ἕτερος ῥίπτασκε ποτὶ νέφεα σκιόεντα
375 ἰδνωθεὶς ὀπίσω· ὁ δ᾽ ἀπὸ χθονὸς ὑψόσ᾽ ἀερθεὶς
ῥηϊδίως μεθέλεσκε, πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι.
αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ σφαίρῃ ἀν᾽ ἰθὺν πειρήσαντο,
ὀρχείσθην δὴ ἔπειτα ποτὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ
ταρφέ᾽ ἀμειβομένω· κοῦροι δ᾽ ἐπελήκεον ἄλλοι
380 ἑσταότες κατ᾽ ἀγῶνα, πολὺς δ᾽ ὑπὸ κόμπος ὀρώρει.
δὴ τότ᾽ ἄρ᾽ Ἀλκίνοον προσεφώνεε δῖος Ὀδυσσεύς·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
ἠμὲν ἀπείλησας βητάρμονας εἶναι ἀρίστους,
ἠδ᾽ ἄρ᾽ ἑτοῖμα τέτυκτο· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.»
385 Ὣς φάτο, γήθησεν δ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο.
αἶψα δὲ Φαιήκεσσι φιληρέτμοισι μετηύδα·
«Κέκλυτε, Φαιήκων ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες·
ὁ ξεῖνος μάλα μοι δοκέει πεπνυμένος εἶναι.
ἀλλ᾽ ἄγε οἱ δῶμεν ξεινήϊον, ὡς ἐπιεικές.
390 δώδεκα γὰρ κατὰ δῆμον ἀριπρεπέες βασιλῆες
ἀρχοὶ κραίνουσι, τρισκαιδέκατος δ᾽ ἐγὼ αὐτός·
τῶν οἱ ἕκαστος φᾶρος ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα
καὶ χρυσοῖο τάλαντον ἐνείκατε τιμήεντος.
αἶψα δὲ πάντα φέρωμεν ἀολλέα, ὄφρ᾽ ἐνὶ χερσὶ
395 ξεῖνος ἔχων ἐπὶ δόρπον ἴῃ χαίρων ἐνὶ θυμῷ.
Εὐρύαλος δέ ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι
καὶ δώρῳ, ἐπεὶ οὔ τι ἔπος κατὰ μοῖραν ἔειπεν.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾽ ἐκέλευον,
δῶρα δ᾽ ἄρ᾽ οἰσέμεναι πρόεσαν κήρυκα ἕκαστος.
400 τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύαλος ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν,
τοιγὰρ ἐγὼ τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι, ὡς σὺ κελεύεις.
δώσω οἱ τόδ᾽ ἄορ παγχάλκεον, ᾧ ἔπι κώπη
ἀργυρέη, κολεὸν δὲ νεοπρίστου ἐλέφαντος
405 ἀμφιδεδίνηται· πολέος δέ οἱ ἄξιον ἔσται.»
Ὣς εἰπὼν ἐν χερσὶ τίθει ξίφος ἀργυρόηλον,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε· ἔπος δ᾽ εἴ περ τι βέβακται
δεινόν, ἄφαρ τὸ φέροιεν ἀναρπάξασαι ἄελλαι.
410 σοὶ δὲ θεοὶ ἄλοχόν τ᾽ ἰδέειν καὶ πατρίδ᾽ ἱκέσθαι
δοῖεν, ἐπεὶ δὴ δηθὰ φίλων ἄπο πήματα πάσχεις.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«καὶ σύ, φίλος, μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν,
μηδέ τί τοι ξίφεός γε ποθὴ μετόπισθε γένοιτο
415 τούτου, ὃ δή μοι δῶκας, ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν.»
Ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾽ ὤμοισι θέτο ξίφος ἀργυρόηλον.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος, καὶ τῷ κλυτὰ δῶρα παρῆεν·
καὶ τά γ᾽ ἐς Ἀλκινόοιο φέρον κήρυκες ἀγαυοί·
δεξάμενοι δ᾽ ἄρα παῖδες ἀμύμονος Ἀλκινόοιο
420 μητρὶ παρ᾽ αἰδοίῃ ἔθεσαν περικαλλέα δῶρα.
τοῖσιν δ᾽ ἡγεμόνευ᾽ ἱερὸν μένος Ἀλκινόοιο,
ἐλθόντες δὲ καθῖζον ἐν ὑψηλοῖσι θρόνοισι.
δή ῥα τότ᾽ Ἀρήτην προσέφη μένος Ἀλκινόοιο·
«Δεῦρο, γύναι, φέρε χηλὸν ἀριπρεπέ᾽, ἥ τις ἀρίστη·
425 ἐν δ᾽ αὐτὴ θὲς φᾶρος ἐϋπλυνὲς ἠδὲ χιτῶνα.
ἀμφὶ δέ οἱ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, θέρμετε δ᾽ ὕδωρ,
ὄφρα λοεσσάμενός τε ἰδών τ᾽ εὖ κείμενα πάντα
δῶρα, τά οἱ Φαίηκες ἀμύμονες ἐνθάδ᾽ ἔνεικαν,
δαιτί τε τέρπηται καὶ ἀοιδῆς ὕμνον ἀκούων.
430 καί οἱ ἐγὼ τόδ᾽ ἄλεισον ἐμὸν περικαλλὲς ὀπάσσω,
χρύσεον, ὄφρ᾽ ἐμέθεν μεμνημένος ἤματα πάντα
σπένδῃ ἐνὶ μεγάρῳ Διί τ᾽ ἄλλοισίν τε θεοῖσιν.»

***
Κι όπως τραγούδαγε ο φημισμένος αοιδός τούτο το ποίημα,
ο Οδυσσέας ακούγοντας γέμιζε αγαλλίαση· όπως
κι οι άλλοι Φαίακες, θαλασσινοί περίφημοι
με τα μακριά κουπιά τους.
370 Τότε ο Αλκίνοος παράγγειλε, ο Άλιος κι ο Λαοδάμας
μόνοι τους να χορέψουν,
αφού οι δυο τους στον χορό ήσαν ασυναγώνιστοι.
Πήραν λοιπόν στα χέρια τους μια σφαίρα ωραία, πορφυρή,
έργο της επιδέξιας τέχνης του Πολύβου·
όσο την έριχνε ψηλά στα σκούρα νέφη ο ένας,
λυγίζοντας συγχρόνως το κορμί του προς τα πίσω, ο άλλος,
υψωμένος στον αέρα, την έπιανε με μαεστρία και χάρη,
προτού τα πόδια του πατήσουνε το χώμα.
Κι όταν δοκίμασαν την τέχνη τους στη σφαίρα,
πετώντας την ψηλά και κατακόρυφα, άρχισαν τότε
οι δυο τους τον χορό,
τη γη πατώντας που μας τρέφει τους ανθρώπους,
αντικριστά και συναλλάσσοντας απανωτά λυγίσματα·
ενώ στο πλάι οι άλλοι, παλληκαράκια ακόμη,
μέσα στον ίδιο κυκλικό χορό στημένα, φώναζαν
και χτυπούσαν παλαμάκια. Κι αντιλαλούσε ο τόπος
380 απ᾽ το μεγάλο βουητό.
Γύρισε τότε στον Αλκίνοο ο θείος Οδυσσέας μιλώντας:
«Αλκίνοε κραταιέ, περίβλεπτε σ᾽ όλη τη χώρα,
καυχήθηκες πως είναι οι χορευτές σας άριστοι,
κι έχουμε τώρα την απόδειξη· τους βλέπω μπρος μου
και με πιάνει θάμβος.»
Τον άκουσε κι ευφράνθηκε του Αλκινόου η γενναία ψυχή,
κι αμέσως στράφηκε στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί:
«Ακούστε, των Φαιάκων αρχηγοί και σύμβουλοι·
νομίζω ο ξένος αποδείχτηκε έξυπνος και στοχαστικός,
γι᾽ αυτό προτείνω να προσφέρουμε δώρα φιλόξενα, καθώς
το θέλει κι η περίσταση.
390 Δώδεκα βασιλείς λαμπροί την εξουσία μοιράζονται
σ᾽ αυτή τη χώρα, δέκατος τρίτος βρίσκομαι εγώ στην κορυφή.
Λοιπόν, καθένας σας ας φέρει πανωφόρι καθαρό,
χιτώνα, κι από ένα τάλαντο πολύτιμου χρυσού.
Και λέω όλα να συγκεντρωθούν αμέσως, ώστε κι ο ξένος
με τα δώρα του στο χέρι, εύθυμος και χαρούμενος
στο δείπνο να προσέλθει.
Όσο για τον Ευρύαλο, μόνος ας βρει λόγο και δώρο
που θα φέρουν συμφιλίωση· γιατί τα λόγια που ξεστόμισε
δεν είχαν ασφαλώς κανένα μέτρο.»
Τον άκουσαν, κι οι πάντες συμφωνώντας συγκατένευσαν·
τότε ο καθένας δίνει εντολή στον κήρυκά του
να πάει να φέρει τα φιλόξενά του δώρα.
400 Στο μεταξύ τον λόγο ζήτησε ο Ευρύαλος κι απολογήθηκε:
«Αλκίνοε κραταιέ, περίβλεπτε σ᾽ όλη τη χώρα,
εγώ είμαι πρόθυμος, όπως το παραγγέλλεις, να δείξω
τη συγγνώμη μου στον ξένο·
θα του προσφέρω το σπαθί μου αυτό — χαλκός ατόφιος,
με λαβή ασημένια, η θήκη που το σφίγγει από καινούργιο
γυαλισμένο φίλντισι· μεγάλη η αξία του για κείνον που θα το κρατήσει.»
Τελειώνοντας, παρέδωσε στα χέρια του Οδυσσέα ξίφος
δεμένο με αργυρά καρφιά· ύστερα τον προσφώνησε,
και πέταξαν τα λόγια του σαν τα πουλιά:
«Χαίρε, πατέρα ξένε· κι αν απ᾽ το στόμα τούτο βγήκε λόγος βαρύς,
ανεμοθύελλες ας τον αρπάξουν τώρα, να τον ρίξουν
κάπου αλλού, μακριά. Κι εύχομαι οι θεοί
410 να δώσουν κι εσύ να δεις γυναίκα και πατρίδα
φτάνοντας στο νησί σου, που τόσα χρόνια βασανίζεσαι
και πάσχεις.»
Ανταποκρίθηκε με την πολύστροφή του γνώση ο Οδυσσεύς:
«Διπλό το χαίρε, φίλε μου, για σένα· κι αντεύχομαι οι θεοί
πάντοτε να σου δίνουν πλούτη, για να μη φτάσει η ώρα
να ποθήσεις αυτό το ξίφος που μου χάρισες, σφραγίζοντας
τον λόγο της συμπάθειάς σου.»
Μιλώντας, πέρασε στους ώμους του το ξίφος, δεμένο
μ᾽ αργυρά καρφιά. Κι έγερνε ο ήλιος προς τη δύση,
όταν κατέφθασαν και τ᾽ άλλα τιμημένα δώρα,
που τα μετέφεραν οι ξακουσμένοι κήρυκες στο σπίτι
του Αλκινόου, όπου τα υποδέχτηκαν οι γιοι του άψογου
Αλκινόου· τότε τα απίθωσαν, δώρα περίκαλλα,
420 στα πόδια της σεμνής τους μάνας.
Κι όπως πήγαινε πρώτος, με τους άλλους Φαίακες,
γενναία ψυχή ο Αλκίνοος, έφτασαν στο παλάτι κι έσπευσαν
να καθήσουν σε υψωμένους θρόνους.
Κι ευθύς γύρισε στην Αρήτη ο μεγαλόψυχος Αλκίνοος, της είπε:
«Γυναίκα, φέρε εδώ πολύτιμη κασέλα, την ωραιότερη που έχεις,
και βάλε μέσα πανωφόρι καθαρό κι ένα χιτώνα.
Ύστερα στήστε στη φωτιά λεβέτι χάλκινο, να ζεσταθεί νερό,
για να λουστεί ο ξένος· έτσι λουσμένος, βλέποντας
σε τάξη όλα τα δώρα που του πρόσφεραν οι τίμιοι Φαίακες,
το δείπνο θα χαρεί καλύτερα, ακούγοντας
και το υμνητικό τραγούδι.
430 Όσο για μένα, του χαρίζω αυτή την κούπα,
δική μου, ολόχρυση και πάγκαλη, να με θυμάται στην υπόλοιπη
ζωή του, όταν πια στο παλάτι του σπονδές στον Δία θα κάνει
ή και στους άλλους αθανάτους.»

Το ύφος της γλώσσας

Το ζήτημα του ύφους σε κάθε γλώσσα είναι λεπτό και περίπλοκο. Γενικώς θα έλεγα τούτο: γράφοντας τη δημοτική γλώσσα οφείλομε να φροντίζομε ώστε το ύφος μας να είναι όσο γίνεται δημοτικό και να αποφεύγουμε αρχαϊστικές συντάξεις ρημάτων τα οποία απαντούν και στη νέα γλώσσα. Γιατί οι αρχαϊστικές αυτές συντάξεις οδηγούν σε αφύσικα, καθόλου ζωντανά για το λόγο μας στοιχεία. Οι απαιτήσεις του καλού ύφους δεν περιορίζονται μόνο στην επιμελημένη επιλογή του λεξιλογίου. Ανάγκη είναι και να το αποθέτουμε την κάθε λέξη μέσα στο λόγο μας στην κατάλληλη θέση για να αποφεύγομε δυσάρεστες παρηχήσεις ενοχλητικά ακούσματα.

Να το πούμε και αλλιώς. Τι δε βοηθάει το καλό ύφος; Εχθρός του καλού ύφους είναι η επιτήδευση. Το να ζητώ δηλ. σώνει και καλά, και με μέσα πολλές φορές αμφίβολα, να συγκινήσω τον ακροατή μου ή τον αναγνώστη μου. Ένα και μόνο λεξίδιο καμιά φορά είναι ικανό να δημιουργήσει επικίνδυνη ασάφεια, γιατί βέβαια, κοντά στην επιτήδευση, και η ασάφεια είναι άλλος εχθρός του καλού ύφους. Φέρνω ένα παράδειγμα, αντλημένο από αθηναϊκή εφημερίδα: «Η φράση αυτή δε, σκόρπισε ευφορία -με γέλωτα και ειρωνεία- στο ακροατήριο των Τούρκων παρισταμένων». Πρόκειται για το «δε», που δεν το ξέρει η πραγματική δημοτική μας γλώσσα. Ο δημοσιογράφος θέλησε να το χρησιμοποιήσει εντελώς άτοπα και δημιούργησε μεγάλη ασάφεια στη φράση του.

Μια γενική σύσταση θα μπορούσε να γίνει: γράφοντας μην κάνετε κατάχρηση του μακροπερίοδου λόγου, των εκτενών φράσεων. Κουράζουν τον αναγνώστη. Δηλαδή κατ’ αρχήν είναι προτιμότερες οι πιο σύντομες περίοδοι στο λόγο μας. Πρέπει να αποφεύγομε κατά το δυνατόν τις δευτερεύουσες προτάσεις. Εύκολα διαπιστώνει σήμερα κανείς ότι πολλοί οικοδομούν τη φράση τους όπως την κατασκεύαζε άλλοτε η καθαρεύουσα. Προτιμούσε εκείνη πιο μακρές περιόδους, όχι απλώς τις μακρές προτάσεις. Σας δίνω ένα παράδειγμα με μακροπερίοδο λόγο: «Ελπίζω να μπορέσω να πληροφορηθώ, σχετικά με το ζήτημα που με απασχολεί από έναν φίλο μου, που πολύ ενδιαφέρεται να με βοηθήσει, γιατί αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλες τις εκδουλεύσεις που στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω». Η φράση αυτή είναι, νομίζω, άμεμπτη ως προς το λεξιλόγιο. Όμως το μάκρος της είναι βαρύ και κουραστικό για κείνον που ακούει και για κείνον που διαβάζει. Τέτοιες φράσεις συναντούμε και σε αξιόλογους συγγραφείς. Ο καλός όμως γραπτός λόγος απαιτεί πρώτα απ’ όλα σαφήνεια, όμως η σαφήνεια κλονίζεται με το μακροπερίοδο λόγο. Χρειάζεται να τηρήσομε κάποιους κανόνες. Πρώτος και βασικός είναι τούτος. Σχετίζεται όχι μόνο με το ποιες λέξεις χρησιμοποιούμε, αλλά με τι ρόλο παίζουν αυτές οι λέξεις μέσα στο λόγο μας. Για να το πω διαφορετικά: σε τι τμήματα κόβομε το λόγο μας; Τι σταματήματα θα έχομε; Πού δηλαδή θα βάζομε τελείες. Αυτό το γεγονός επηρεάζει την εντύπωση και το αίσθημα που θα αποκομίσει ο αναγνώστης ή ο ακροατής του λόγου μας. Θα έλεγα με κάποια υπερβολή ότι γλώσσα δεν είναι οι λέξεις με τις οποίες εκφραζόμαστε, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι λέξεις συναρμολογούνται μεταξύ τους. Γλώσσα είναι η σύνταξη κυρίως. Γι’ αυτό λοιπόν πρέπει να προτιμούμε τις κύριες προτάσεις και όχι τις δευτερεύουσες, τις υποτελείς. Θα με συγχωρέσετε να σας επαναλάβω τη φράση που σας διάβασα προηγουμένως. Είναι ανάγκη να τη θυμηθούμε. «Ελπίζω να μπορέσω να πληροφορηθώ, σχετικά με το ζήτημα που με απασχολεί, από έναν φίλο μου, που πολύ ενδιαφέρεται να με βοηθήσει, γιατί αισθάνεται ευγνωμοσύνη για όλες τις εκδουλεύσεις που στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω».

Πώς θα μπορέσω να αποδώσω το ίδιο νόημα σαφέστερα και ωραιότερα; «Ελπίζω ένας φίλος μου, που πολύ ενδιαφέρεται για μένα, να με βοηθήσει να πληροφορηθώ για το ζήτημα που με απασχολεί. Αισθάνεται απέναντι μου ευγνωμοσύνη. Στο παρελθόν μπόρεσα να του προσφέρω πολλές εκδουλεύσεις». Τα ρήματα που χρησιμοποίησα και στις δύο περιπτώσεις είναι τα ίδια σχεδόν ως προς τον αριθμό τους. Περιορίστηκαν τα πολλά «που». Η όλη διατύπωση κέρδισε σε ζωηρότητα και σε σαφήνεια. Χώρισα την εκφορά του λόγου σε τρία μικρότερα τμήματα. Η φράση μου κέρδισε και σε ποιότητα. Επομένως συμπερασματικά: Μη συγκροτείτε μακρές περιόδους. Ο μακροπερίοδος μάλιστα λόγος -συχνότατο το φαινόμενο- οδηγεί σε ασυνταξίες. Γιατί αυτός που γράφει δεν μπορεί πάντα να θυμάται ό,τι προηγουμένως έγραψε ώστε να μη γράψει κάτι που δεν ταιριάζει με τα προηγούμενα. Γιατί αυτό είναι η ασυνταξία, η ανωμαλία στη σύνταξη· να μην είναι το καθετί – και μάλιστα ορισμένες λέξεις στη θέση που πρέπει και στη μορφή που ταιριάζει. Συνιστάται η κάθε περίοδος να μην ξεπερνά τις δεκαπέντε το πολύ είκοσι λέξεις. Αποφεύγετε τους συνδέσμους που εισάγουν τις δευτερεύουσες προτάσεις. Χρησιμοποιείτε για λόγους βραχυλογίας τις δύο στιγμές (:) και όχι μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσουν παραδείγματα. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγομε το συχνότατο «που», το συχνότατο «ότι» και συχνά το «δηλαδή». Προσθέτω ακόμα: Αν είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσετε υποτελείς προτάσεις, φροντίσετε να μην είναι του ίδιου είδους. Έτσι αποφεύγετε τη μονοτονία και το «λαχανιαστό» ύφος.

Όμως ασυνταξίες δε δημιουργεί μόνο ο μακροπερίοδος λόγος. Ασυνταξία είναι και όταν λέμε: «η απόφαση του Συνασπισμού, κόμμα που δεν συνεργάζεται με την κυβέρνηση». Πρέπει να γράψομε όχι «κόμμα», αλλά «κόμματος» να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή γενική πτώση και στο «κόμματος» γιατί αυτή η λέξη συνδέεται στενά με το «Συνασπισμού» που είναι σε γενική πτώση.

Και κάτι άλλο πρέπει να προσέξουμε. Ο νεοελληνικός λόγος καταδυναστεύεται από την επαναληπτική χρήση της γενικής πτώσης. Παράδειγμα: «Οι δηλώσεις του υπουργού περί της επίσπευσης της πολιτικής ενοποίησης του σκληρού πυρήνα των ιδρυτικών χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης άνοιξαν τη μεγάλη συζήτηση». Διαπιστώνονται έξι αλλεπάλληλες γενικές! Η ικανοποιητική διατύπωση θα ήταν: «Οι δηλώσεις του υπουργού, προκειμένου να επισπευσθεί η πολιτική ενοποίηση του σκληρού πυρήνα που συγκροτούν οι ιδρυτικές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άνοιξαν τη μεγάλη συζήτηση».

Ένα ακόμη παράδειγμα «προς αποφυγήν» (από ανακοίνωση κομματικού γραφείου τύπου): «ανάκληση της παράνομης εκδοθείσας (!) οικοδομικής αδείας της κατασκευής της οικίας της υπουργού»… Εγώ θα έγραφα: «ανάκληση της οικοδομικής άδειας που εκδόθηκε παράνομα για την κατασκευή της οικίας της υπουργού». Ο συντάκτης της φράσης ασφαλώς καθαρευουσιάνισε ανεπιτυχώς. Στην ακαλαίσθητη φράση συναντούμε και τη γενική εκδοθείσας. Κλίνομε τάχα κατά τον κανόνα της δημοτικής το εκδοθείσα. Τέτοιες μετοχές παθητικού αορίστου δεν τις «χωνεύει» εύκολα η γλώσσα μας – μολονότι η παρουσία της μετοχής (αντί της αναλυτικής εκφοράς) οδηγεί σε κάποια λεξική οικονομία.

Περιπτώσεις με ατέλειωτη σειρά γενικών πτώσεων: καθήκοντα της ακέραιης απόδοσης και αναλλοίωτης καταγραφής των δηλώσεων των βουλήσεων των προσώπων· γράφε: καθήκοντα να αποδίδει με ακέραιο τρόπο και με αναλλοίωτη καταγραφή τις βουλήσεις των προσώπων· άλλο παράδειγμα: τρόπος άσκησης πολιτικής εξουσίας που και θεσμικά πλέον υφίσταται των θεμελιωδών κανόνων της δημοκρατικής αρχής νομιμοποίησης μιας εκτελεστικής εξουσίας και δη σοσιαλιστικής. Γράφε: τρόπος να ασκηθεί η πολιτική εξουσία, που και θεσμικά πια απομακρύνεται από τους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατικής αρχής που νομιμοποιεί μια εκτελεστική εξουσία και μάλιστα σοσιαλιστική. Και πάλι η φράση γίνεται μακροσκελής (από άποψη ύφους), όμως αποφεύγεται τουλάχιστον η συσσώρευση των γενικών. Αντί αφηρημένων ουσιαστικών χρησιμοποιήθηκαν ρήματα.

Έχουμε ήδη πει ότι πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν δημιουργούμε ή αποδεχόμαστε στη χρήση νεόπλαστες λέξεις. Οφείλουμε επίσης να αποφεύγομε την υπερβολική χρήση, την κατάχρηση ορισμένων καινότατων ρημάτων όπως τα ρήματα «γίνεται», «κάνει». Υπάρχει τρόπος να βρούμε μια συνώνυμη λέξη, μια λέξη με την ίδια σημασία, με την ίδια χρήση.

Κατά τη χρησιμοποίηση των συνδέσμων, λ.χ. του «ότι» ή του «να», θα αποφύγομε να χρησιμοποιήσομε το «ότι» εκεί που δε χρειάζεται λ.χ. δε θα πούμε: «έχει αποφασίσει ότι θα φύγει», αλλά «έχει αποφασίσει να φύγει». Συχνά επιβάλλεται να αποφεύγουμε ορισμένες λέξεις που έχουν ξενική προέλευση και να προτιμούμε την αντίστοιχη ελληνική λέξη. Το ξενικό «κόντρα», είτε ως ουσιαστικό είτε ως πρόθεση, δε μας χρειάζεται. 'Εχουμε το δικό μας «εναντίον» και ως ουσιαστικό το «αντίθεση».

Καμιά φορά κατά λάθος παραλείπαμε απαραίτητα στοιχεία στο λόγο μας. Το ρήμα «ιδρύω» είναι μεταβατικό. Χρειάζεται αντικείμενο. Και όμως διαβάζω: οι δημόσιοι υπάλληλοι ιδρύουν και μετέχουν σε πολιτικά κόμματα. Το ιδρύουν παραμένει εκκρεμές. Χρειαζόταν αντικείμενο: πολιτικά κόμματα· οπότε η συνέχεια θα ήταν (κανονικά) και μετέχουν ο’ αυτά.

Το για κάθε συνέπεια είναι κακόγουστο. Το ομαλό και σωστό: σε οποιαδήποτε μελλοντική περίπτωση.

Κατά την επιλογή των λέξεων για το γραπτό ή για τον προφορικό μας λόγο μπορούμε να καταφύγαμε στην ομιλούμενη σύγχρονη γλώσσα, στην αρχαΐζουσα καθαρεύουσα, ακόμη και στην αρχαία. Στην κάθε περίπτωση θα χρησιμοποιήσουμε τη λέξη που απαιτείται. Άλλοτε θα μας είναι χρήσιμη η λέξη «πρόσωπο», άλλοτε η λέξη «όψη» ή «ειδή»· μπορεί μάλιστα να χρειαστεί και η κοινότερη λέξη «μούτρο». Το πράγμα εξαρτάται από την περίσταση και από το θέμα μου. Με την επιτυχημένη επιλογή διαμορφώναμε το ύφος λόγου που χρειάζεται κάθε φορά. Είναι κάτι που δεν το προσέχομε πάντα· έτσι το ύφος του λόγου μας, προφορικού ή γραπτού, γίνεται βαρύ και ατημέλητο.

Οι λέξεις που κάθε φορά χρησιμοποιώ πρέπει να βρίσκονται σε αρμονική συμβίωση. Όταν με προσοχή διαλέγομε και χρησιμοποιούμε τη λέξη που χρειάζεται η στιγμή, δε θα χρησιμοποιήσαμε λχ. ένα πολύ αρχαϊστικό επίθετο κοντά σε ένα έκδηλα δημοτικό ουσιαστικό ή και το αντίθετο: ένα έκδηλα δημοτικό επίθετο κοντά σε ένα πολύ αρχαϊστικό ουσιαστικό. Αν κάμομε αυτό το λάθος, κλονίζεται η αρμονία της φράσης.

Κάνοντας επιλογή του λεξιλογίου μας παράλληλα αποφεύγομε ορισμένα λεξιλογικά στοιχεία, ορισμένες λέξεις, ακριβώς γιατί είναι περιττές. Δε θα πω: «ούτε αυτός δεν ήρθε», αλλά «ούτε αυτός ήρθε». Το δεν είναι περιττό. Η έννοια της άρνησης υπάρχει στο «ούτε».

Για το θέμα του ύφους θα μπορούσε να πει κανείς πολύ περισσότερα. Περιορίστηκα στα βασικότερα και τα απλούστερα.

Mονομαχία με το φόβο

Ήταν κάποτε μια νεαρή πολεμίστρια. Ο δάσκαλός της είπε ότι έπρεπε να μονομαχήσει με το φόβο. Η ίδια δεν ήθελε να το κάνει. Φαινόταν πολύ επιθετικό. Ήταν τρομακτικό και έμοιαζε εχθρικό. Αλλά ο δάσκαλος είπε ότι έπρεπε να το κάνει και της έδωσε οδηγίες για τη μάχη. Η μέρα έφτασε. Η μαθήτρια πολεμίστρια στάθηκε από τη μια πλευρά και ο φόβος από την άλλη. Η νεαρή γυναίκα ένιωθε πολύ μικρή και ο φόβος φαινόταν τεράστιος και άγριος. Ο καθένας είχε τα όπλα του.

Η νεαρή σηκώθηκε και πήγε προς το φόβο, έκανε τρεις βαθιές υποκλίσεις και ρώτησε: «Μπορώ να έχω την άδεια να πολεμήσω με σένα;»

Ο φόβος είπε: «Σ’ ευχαριστώ που μου δείχνεις τόσο σεβασμό και ζητάς την άδεια».

Τότε η νεαρή είπε: «Πώς μπορώ να σε νικήσω;»

Ο φόβος απάντησε: «Τα όπλα μου είναι ότι μιλάω γρήγορα και έρχομαι πολύ κοντά στα μούτρα σου. Τότε παραλύεις και κάνεις ό,τι κι αν σου πω. Αν δεν κάνεις ό, τι σου λέω, δεν έχω δύναμη. Μπορείς να με ακούσεις, να με σεβαστείς, ακόμη και να σε πείσω, αλλά αν δεν κάνεις ό,τι σου λέω, δεν θα έχω καμιά δύναμη».

Με αυτόν τον τρόπο η νεαρή πολεμίστρια έμαθε πώς να νικάει το φόβο.

Οι όμορφοι άνθρωποι (σε) κερδίζουν πάντα στις λεπτομέρειες

Είναι οι λεπτομέρειες που κάνουν τη διαφορά στους ανθρώπους. Οι περισσότεροι είμαστε λίγο απ’ όλα και τα έχουμε σχεδόν όλα σε μια στοιχειώδη διάσταση. Διαθέτουμε στοιχειώδη ευγένεια, στοιχειώδη ανθρωπιά, στοιχειώδη παιδεία…

Υπάρχουν, όμως, ανάμεσά μας κάποιοι άνθρωποι που ξεχωρίζουν γιατί αυτό το «στοιχειώδες» το έχουν λίγο παραπάνω…

Έχουν έναν δικό τους τρόπο να σε κερδίζουν, χωρίς καν να το προσπαθήσουν. Δεν έχουν χτίσει μέσα τους ένα καλούπι δοσοληψίας με τους άλλους. Δε διαθέτουν κανένα στημένο πλαίσιο μέσα στο οποίο οριοθετούν το χαμόγελό τους, την πρόθεσή τους να βοηθήσουν, ακόμα και τον τρόπο που θα σε κοιτάξουν.

Η αύρα τους είναι σαρωτική, φωτεινή και ζεστή. Τους συμπαθείς από την πρώτη στιγμή, χωρίς να τους έχεις καλά καλά γνωρίσει. Νιώθεις οικειότητα μαζί τους, αλλά κυρίως νιώθεις ασφαλής δίπλα τους.

Είναι λάθος μας να θεωρούμε ότι ένας άνθρωπος μπορεί να σε κερδίσει όταν προσπαθεί να «εξαγοράσει» μια φιλία, έναν έpωτα, μια συνεργασία. Θα συμφωνήσουμε ότι οι σημαντικές σχέσεις της ζωής μας έχουν ανάγκη από σεβασμό, εμπιστοσύνη και πράξεις για να επιβιώσουν και να αντέξουν στους κραδασμούς της καθημερινότητας και των προκλήσεων που απειλούν τις ισορροπίες τους. Κι όλα αυτά είναι όμορφα.

Δεν αναφέρομαι, όμως, στους δικούς μας ανθρώπους, αυτοί έτσι κι αλλιώς μας έχουν κερδίσει. Αναφέρομαι σ’ εκείνους που ίσως και να μη αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς μας, ίσως και να μην είναι κομμάτι της ζωής μας. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ξένους που τυχαία ή περιστασιακά αλληλοεπιδρούν μαζί μας, υπάρχουν κάποιοι όμορφοι άνθρωποι, που δε χρειάζεται να καταβάλλουν προσπάθεια για να τους εκτιμήσουμε. Ξεχώρισαν μέσα από μικρές λεπτομέρειες, ίσως ανεπαίσθητες, αλλά τέτοιες ώστε να θέλαμε να τους γνωρίζαμε λίγο παραπάνω, αν υπήρχε η δυνατότητα. Ή απλά και μόνο να νιώθουμε όμορφα όταν η αύρα τους σκορπίζεται πάνω μας.

Θα μου πεις τώρα, ποιες λεπτομέρειες κάνουν όμορφο έναν άνθρωπο…

Δεν υπάρχει κανόνας. Ο καθένας από μας προσδιορίζει διαφορετικά τι είναι αυτό που τον συναρπάζει και τον κερδίζει σε έναν άνθρωπο. Πέρα από αυτά τα στοιχειώδη και βασικά που μπορεί να τον χαρακτηρίζουν γενικά ευγενικό ή καλόψυχο, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που μπορεί να τον ξεχωρίσουν στα δικά μας μάτια. Κι από ένας καλός κι ευγενικός άνθρωπος, όπως τόσοι άλλοι που γνωρίζουμε, να φωτογραφηθεί στον σκληρό δίσκο του μυαλού μας ως ένας όμορφος άνθρωπος.

Δε συναντάμε πολλούς τέτοιους στη ζωή μας. Ίσως γι’ αυτό και να ξεχωρίζει τόσο ξεκάθαρα η φωτεινή τους αύρα ανάμεσα στις αύρες που μας πλαισιώνουν.

Το σίγουρο είναι πως ο όμορφος άνθρωπος (σε) κερδίζει πάντα στις λεπτομέρειες.

Νιώθεις μόνο τυχερός που τον συνάντησες. Ίσως γιατί ένιωσες ζεστασιά, ηρεμία και ασφάλεια δίπλα του, χωρίς φόβο, χωρίς πρόθεση και χωρίς αντίκρισμα…

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ

ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ: 287-212 π.Χ.

Ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς, φυσικούς και μηχανικούς της αρχαιότητας. Γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στις Συρακούσες, τη μεγάλη ελληνική αποικία της Σικελίας.

Πατέρας του Αρχιμήδη ήταν ο αστρονόμος Φειδίας, ενώ συγγενής του ήταν και ο βασιλιάς των Συρακουσών Ιέρων Α΄. Παρόλο που καταγόταν από ευγενική γενιά, ο Αρχιμήδης αρνήθηκε να πάρει οποιοδήποτε αξίωμα, επιμένοντας να διαθέτει όλο του τον χρόνο στη σπουδή και τη μάθηση. Γι’ αυτόν τον λόγο ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια και ήρθε σε επαφή με τους Ερατοσθένη και Δοσίθεο, ενώ ήταν φίλος και συμμαθητής του Κόνωνα του Σάμιου.

Το έργο του Αρχιμήδη υπήρξε τεράστιο, τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά, και η ερευνητική ματιά του κάλυψε πολλούς τομείς: γεωμετρία, οπτική (κατοπτρική), υδραυλική, μηχανική, αρχιτεκτονική και πολιορκητική. Συνέδεσε το όνομά του με τη γένεση της μηχανικής στην Αρχαία Ελλάδα, τη λύση περίφημων μαθηματικών προβλημάτων, καθώς και με τις αμυντικές εφευρέσεις του, που χρησιμοποιήθηκαν όταν οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν την πατρίδα του, τις Συρακούσες.

Ο Αρχιμήδης έγραψε τα πρώτα βιβλία για την επίπεδη γεωμετρία και στερεομετρία, την αριθμητική και τα μαθηματικά.

Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την ευρωπαϊκή επιστημονική σκέψη, καθώς και τους Άραβες επιστήμονες, οι οποίοι αντέγραψαν όλα τα έργα του στα αραβικά, γλώσσα στην οποία διασώθηκαν αρκετά, αφού τα πρωτότυπα χάθηκαν.

Ο Αρχιμήδης θεωρείται ότι είναι ο σπουδαιότερος από τους μαθηματικούς της αρχαιότητας και ένας από τους σπουδαιότερους όλων των εποχών. Χρησιμοποίησε τη μέθοδο της εξάντλησης, για τον υπολογισμό της περιοχής, κάτω από το τόξο παραβολής, με την άθροιση άπειρης σειράς και έδωσε μια εξαιρετικά ακριβή προσέγγιση για τον αριθμό π. Όρισε, επίσης, την επίπεδη έλικα (σπείρα) που έφερε το όνομά του, τύπους για τον όγκο των επιφανειών εκ περιστροφής και ένα ευφυές σύστημα για την έκφραση πολύ μεγάλων αριθμών.

Ο Αρχιμήδης πέθανε περίπου το 212 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Καρχηδονιακού Πολέμου, όταν οι ρωμαϊκές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο κυρίευσαν την πόλη των Συρακουσών μετά από πολιορκία δύο χρόνων. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Αρχιμήδης είχε κατά νου ένα μαθηματικό διάγραμμα όταν η πόλη είχε καταληφθεί και δεν είχε αντιληφθεί την άλωσή της. Ένας Ρωμαίος στρατιώτης τον διέταξε να πάει και να συναντήσει τον στρατηγό Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο αλλά αυτός αρνήθηκε λέγοντας ότι έπρεπε να τελειώσει με το πρόβλημα του. Ο στρατιώτης εξοργίστηκε και σκότωσε τον Αρχιμήδη με το σπαθί του. Άλλη εκδοχή που δίνει ο Πλούταρχος είναι ότι καθώς ο Ρωμαίος στρατιώτης ορμούσε κατά πάνω του με γυμνό το ξίφος, ο Αρχιμήδης τον παρακάλεσε, μάταια όμως, να περιμένει λίγο ώστε να μή μείνει άλυτο το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Τρίτη τέλος εκδοχή του Πλουτάρχου είναι ότι ο Αρχιμήδης μεταβαίνοντας προς τον Μάρκελλο είχε μαζί του μαθηματικά όργανά, και τον σκότωσαν στρατιώτες επειδή νόμιζαν ότι ήταν πολύτιμα αντικείμενα. Ο Μάρκελλος όταν πληροφορήθηκε τον θάνατο του Αρχιμήδη λυπήθηκε πολύ καθώς τον θεωρούσε ως ένα πολύτιμο κεφάλαιο για την επιστήμη και είχε διατάξει να μην πειραχτεί, εξοργίστηκε με τον στρατιώτη και ευεργέτησε τους οικείους του Αρχιμήδη.

Η επιφάνεια κι ο όγκος μιας σφαίρας είναι τα 2/3 των αντίστοιχων του κλειστού κυλίνδρου που την περιβάλλει. Μια σφαίρα και ένας κύλινδρος είχαν τοποθετηθεί στον τάφο του Αρχιμήδη, σύμφωνα με την επιθυμία του.

Οι τελευταίες λέξεις που του αποδίδονται είναι «μην ενοχλείτε τους κύκλους μου» (αρχαία: «μή μου τοὺς κύκλους τάραττε»), αναφερόμενος στους κύκλους στο μαθηματικό του σχέδιο το οποίο υποτίθεται ότι μελετούσε όταν τον διέκοψε ο Ρωμαίος στρατιώτης. Συχνά αυτό τιμητικά αποδίδεται στα λατινικά ως «Noli turbare circulos meos», αλλά δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία ότι ο Αρχιμήδης πρόφερε αυτές τις λέξεις και δεν εμφανίζονται στα γραπτά που μας έχουν διασωθεί από τον Πλούταρχο.

Ο τάφος του Αρχιμήδη είχε ένα γλυπτό που απεικόνιζε την αγαπημένη μαθηματική απόδειξή του, αποτελούμενη από μία σφαίρα και ένα κύλινδρο με το ίδιο ύψος και διάμετρο. Ο Αρχιμήδης είχε αποδείξει ότι η επιφάνεια κι ο όγκος μιας σφαίρας είναι τα 2/3 των αντίστοιχων του κλειστού κυλίνδρου που την περιγράφει. Το 75 π.Χ., 137 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ρωμαίος ρήτορας Κικέρων υπηρετούσε ως κυαίστορας στη Σικελία. Είχε ακούσει ιστορίες για τον τάφο του Αρχιμήδη, αλλά κανένας από τους ντόπιους δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τη θέση του τάφου. Ενδεχομένως βρήκε τον τάφο κοντά στην Ακραγαντινή πύλη των Συρακουσών, σε παραμελημένη κατάσταση και κατάφυτη από θάμνους. Ο Κικέρων διέταξε να καθαρίσουν τον τάφο, και ήταν σε θέση να δει το σκάλισμα και να διαβάσει μερικά από τα εδάφια, που είχαν προστεθεί ως επιγραφή.

Οι βασικές εκδοχές της ζωής του Αρχιμήδη γράφτηκαν πολύ καιρό μετά το θάνατό του από τους ιστορικούς της αρχαίας Ρώμης. Ο απολογισμός της πολιορκίας των Συρακουσών δίνεται από τον Πολύβιο στις Ιστορίες του που γράφτηκαν εβδομήντα χρόνια μετά τον θάνατο του Αρχιμήδη, και χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια ως πηγή από τον Πλούταρχο και τον Λίβιο. Αυτός έδωσε πληροφορίες για τον Αρχιμήδη ως πρόσωπο, και επικεντρώθηκε στις πολεμικές μηχανές που λέγεται ότι είχαν κατασκευαστεί για να υπερασπίσουν την πόλη.

Αν δεν έχεις τίποτα να πεις, μη λες τίποτα

Η διανοητική οκνηρία, η ανοησία ή η άγνοια είναι πηγές σύγχυσης και ασάφειας. Η λογόρροια εμφανίζεται για να καλύψει τη νεφελώδη σκέψη. Άλλοτε επιτυχώς, άλλοτε ματαίως. Όσο μας θαμπώνει η ευγλωττία, τόσο πέφτουμε στην παγίδα. Σε συνδυασμό με την πλάνη του κύρους, η πολυλογία μπορεί να δημιουργήσει επικίνδυνο κοκτέιλ.

Πόσες φορές έπεσα θύμα του πειρασμού της φλυαρίας! Τώρα που βλέπω τα πράγματα από χρονική απόσταση, μου φαίνονται ανώφελη πολυλογία. Μέσα στην άγνοιά μου, έγινα και ο ίδιος μια μηχανή παραγωγής νεφελώδους σκέψης.

Η φλυαρία βασιλεύει και στους πανεπιστημιακούς κύκλους. Όσο λιγότερα αποτελέσματα παράγει μια επιστήμη, τόσο μεγαλύτερη τάση έχει προς την αερολογία. Η οικονομία είναι το τέλειο παράδειγμα – αρκεί να ακούσει κανείς τα σχόλια και τις προβλέψεις των οικονομολόγων. Το ίδιο φαινόμενο εμφανίζεται στην οικονομία των επιχειρήσεων: όσο πιο άσχημα πηγαίνει μια επιχείρηση, τόσο ο πρόεδρός της χρησιμοποιεί μεγάλα λόγια κενά νοήματος, στα οποία προστίθενται συχνά πράξεις επίσης κενές νοήματος – αποκαλούμε αυτή τη στάση «πολύ κακό για το τίποτα».

Δεν ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να μιλάς καθαρά και απλά. Οι άνθρωποι φοβούνται μην τους περάσουν για βλάκες. Στην πραγματικότητα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Συμπέρασμα: Η πολυλογία καλύπτει την άγνοια. Αν ο ομιλητής δεν εκφράζεται καθαρά, είναι γιατί δεν ξέρει για τι πράγμα μιλάει. Η λεκτική έκφραση είναι ο καθρέφτης της σκέψης: αυτό που συλλαμβάνεται σωστά διατυπώνεται με σαφήνεια. Με άλλα λόγια, όταν η σκέψη είναι σαφής, το ίδιο είναι και η έκφρασή της. Όταν η σκέψη είναι θολή, το ίδιο είναι και τα λόγια, εξ’ ου και η τάση προς την περιττολογία. Δυστυχώς, πολύ σπανίως έχουμε σκέψεις πραγματικά σαφείς. Ο κόσμος είναι πολύπλοκος και για να καταλάβεις έστω και μία πλευρά του απαιτεί πολλή σκέψη. Περιμένοντας λοιπόν την έμπνευση, ακολουθήστε τη συμβουλή του Μαρκ Τουαίην: «Αν δεν έχεις τίποτα να πεις, μη λες τίποτα». Η απλότητα είναι το τέρμα ενός μεγάλου και κοπιαστικού δρόμου και όχι η αφετηρία του.

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν

Έτσι, όσο τελούμε υπό το κράτος των επιθυμιών, υπό την κυριαρχία της θέλησης, όσο αφηνόμαστε στις ελπίδες που μας καταπιέζουν, στους φόβους που μας κατατρύχουν, δεν υπάρχει για μας ούτε ανάπαυση ούτε μόνιμη ευτυχία. Είτε ριχνόμαστε με πάθος στην πραγματοποίηση κάποιας επιδίωξης, είτε φεύγουμε να σωθούμε από κάποιον επικείμενο κίνδυνο, αν δηλαδή αισθανόμαστε μεγάλη ταραχή από την αδημονία στην πρώτη περίπτωση ή από το καρδιοχτύπι στη δεύτερη, κατά βάθος είναι το ίδιο: οι έγνοιες που μας προξενούν οι απαιτήσεις της θέλησης σε όλες της τις μορφές, δεν παύουν να διαταράσσουν και να βασανίζουν την ύπαρξή μας. Έτσι, ο άνθρωπος, δούλος της θέλησης [του βουλητικού του στοιχείου], περιστρέφεται συνεχώς στον τροχό του Ιξίωνα, χύνει νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων, είναι ο Τάνταλος που τυραννιέται από την αιώνια δίψα.

Όταν όμως μια ξένη, ανεξάρτητη από μας περίσταση -ή η εσωτερική μας αρμονία- μας ανασηκώνει και μας βγάζει για μια στιγμή έξω από τον ατέλειωτο χείμαρρο της επιθυμίας, το πνεύμα απαλλάσσεται από την καταπίεση της θέλησης, η προσοχή μας εκτρέπεται από καθετί που την προσελκύει, και τα πράγματα μάς παρουσιάζονται απαλλαγμένα από τη γοητεία της ελπίδας, από κάθε προσωπικό συμφέρον, μας παρουσιάζονται δηλαδή ως αντικείμενα ανιδιοτελούς σκέψης και όχι ως αντικείμενα που εποφθαλμιούμε- είναι τότε ακριβώς που η ανάπαυλα αυτή, η οποία μάταια αναζητήθηκε στους ανοιχτούς δρόμους της επιθυμίας, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει συνεχώς, παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο από μόνη της και μας δίνει το αίσθημα της γαλήνης σε όλη του την πληρότητα. Είναι αυτή ακριβώς η, απαλλαγμένη από πόνους, κατάσταση που εξυμνούσε ο Επίκουρος ως το πιο μεγάλο απ’ όλα τα αγαθά, ως την ευδαιμονία των θεών διότι σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε προς στιγμήν απαλλαγμένοι από τη βαριά καταπίεση της θέλησης, γιορτάζουμε το Σάββατο της αργίας μετά τα καταναγκαστικά έργα που μας επιβάλλει η θέληση, ο τροχός του Ιξίωνα σταματάει… Τι σημασία έχει τότε αν βλέπει κανείς τη δύση του ηλίου από το παράθυρο ενός παλατιού ή μέσα από τα κάγκελα μιας φυλακής!

Εσωτερική αρμονία, επικράτηση της καθαρής σκέψης απέναντι στη θέληση – αυτό μπορεί να προκύψει σε κάθε τόπο. Μάρτυρες αυτοί οι θαυμάσιοι Ολλανδοί ζωγράφοι, οι οποίοι μπόρεσαν να δουν με τόσο αντικειμενικό τρόπο τα μικρά πράγματα και οι οποίοι μας άφησαν, στις σκηνές εσωτερικού χώρου, μια διαχρονική απόδειξη του ελεύθερου και γαλήνιου πνεύματός τους. Ο θεατής δεν μπορεί να παρατηρήσει τα έργα αυτά χωρίς να συγκινηθεί, χωρίς ν’ αναλογιστεί την ήσυχη, ειρηνική, γεμάτη γαλήνη πνευματική κατάσταση του καλλιτέχνη, μια κατάσταση απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να συγκεντρώσει την προσοχή του σε αντικείμενα ασήμαντα, αδιάφορα, και να τα αναπαραστήσει με τόση φροντίδα· και η εντύπωση είναι ακόμη πιο ισχυρή όταν, κάνοντας μιαν ενδοσκόπηση, μένουμε κατάπληκτοι από την αντίθεση μεταξύ αυτών των τόσο ήρεμων ζωγραφικών έργων και των πάντοτε σκοτεινών δικών μας αισθημάτων, που διαρκώς αναστατώνονται από ανησυχίες και επιθυμίες.

Αρκεί να εστιάσει κανείς την προσοχή του σε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, σε μια οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής και να τα αναπαραστήσει με το μολύβι ή το πινέλο: τότε, όλα θα φανούν ευθύς αμέσως εξαιρετικά ενδιαφέροντα, χαριτωμένα και επιθυμητά. Αν ωστόσο συμβεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εν λόγω σκηνή ή να μετέχουμε οι ίδιοι στη σκηνή, ε, τότε! Μόνο ο διάβολος θα μπορούσε, όπως λέει κανείς συχνά, ν’ αντέξει μια τέτοια κατάσταση.

Είναι η σκέψη του Γκαίτε:

Όλα εκείνα που μας θλίβουν στη ζωή,
όταν αναπαριστώνται από τη ζωγραφική μας θέλγουν


Κάποτε, υπήρξε μία περίοδος όπου προσπαθούσα διαρκώς να φαντάζομαι όλες τις πράξεις μου σαν να ήταν ενός άλλου – πιθανότατα για να τις απολαμβάνω καλύτερα.

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν. Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, υπάρχουν μόνο οι απεικονίσεις της ζωής που είναι ωραίες, όταν ο καθρέφτης της ποίησης τις φωτίζει και τις αντικατοπτρίζει, ιδίως στα νεανικά χρόνια της ζωής μας, όταν δεν ξέρουμε ακόμα τι σημαίνει να ζεις.

Πάψε να κοιτάζεις πλάι, δεξιά κι αριστερά, και χάραξε ίσια μπροστά τη μοίρα σου

Είναι απόλυτα αναγκαίο να αγαπάει κανείς τον εαυτό του, με υγιή αγάπη, για να μπορεί να τον υπομένει και να μην περιπλανιέται.

Ζήσε για σένα, όχι για τον κόσμο. Τα άτομα που δεν ξέρουν να αγαπούν τον εαυτό τους αναζητούν μονίμως την επιβεβαίωση στους άλλους και υποφέρουν στην ιδέα της απόρριψης. Για να σπάσουμε την εθιστική αυτή δυναμική, πρέπει να αποδεχτούμε ότι δε γίνεται να τους ικανοποιήσουμε όλους.

Απόφευγε τις συγκρίσεις. Είναι μια σημαντική πηγή δυστυχίας. Πολλοί άνθρωποι έχουν ιδιότητες και προτερήματα που λείπουν από εσένα, όμως κι εσύ έχεις αρετές που λείπουν από τους άλλους. Πάψε να κοιτάζεις πλάι, δεξιά κι αριστερά, και χάραξε ίσια μπροστά τη μοίρα σου.

Μην αναζητάς την τελειότητα. Μην την αναζητάς ούτε στους άλλους ούτε στον εαυτό σου, γιατί η τελειότητα δεν υπάρχει. Αυτό που όντως υπάρχει είναι ένα απέραντο περιθώριο για βελτίωση.

Συγχώρα στον εαυτό σου τα λάθη. Ειδικά τα λάθη του παρελθόντος, αφού πια δεν γίνεται να αλλάξουν ούτε έχουν κάποια χρησιμότητα. Απλώς μάθε από αυτά, ώστε να μην τα επαναλάβεις.

Σταμάτα να αναλύεις. Αντί να κοιτάς τι πήγε άσχημα, είναι πολύ καλύτερα να ενεργείς, αφού αυτό σου επιτρέπει να τελειοποιήσεις τις αρετές σου. Η κίνηση είναι ζωή και επομένως εξέλιξη.

ΝΙΤΣΕ

Γαληνός: Περί αλυπίας (ή περί ασημαντότητας των πραγμάτων)

«Έλαβα την επιστολή σου όπου με παρακάλεσες να σου δείξω ποια άσκηση ή ποιες θεωρίες ή γνώμες (τίς ἄσκησις ἢ λόγοι τίνες ἢ δόγματα) με προετοίμασαν για να μην λυπάμαι ποτέ.»
Γαληνός, Περί αλυπίας, εισαγωγή (1)

Έτσι ξεκινάει η περίφημη επιστολή του Γαληνού προς έναν φίλο του, που ανακαλύφθηκε τυχαία το 2005 στη Μονή Βλατάδων Θεσσαλονίκης από τον Γάλλο διδακτορικό φοιτητή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης Antoine Pietrobelli. Αν και το έργο του Γαληνού έχει επιζήσει σε μεγάλο βαθμό για 18 αιώνες, η επιστολή σε μορφή πραγματείας παρέχει πληροφορίες όχι μόνο για την εποχή του (λοιμός των Αντωνίνων, μεγάλη πυρκαγιά Ρώμης) αλλά και για τη στάση του εμβριθούς ιατρού απέναντι στη λύπη. «Ο πρώτος ανάμεσα στους γιατρούς, και μοναδικός ανάμεσα στους φιλοσόφους» (Primum sane medicorum esse, philosophorum autem solum) σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του Μάρκου Αυρήλιου (Praen 14: 660) δεν θα μπορούσε παρά να εντάξει τη φιλοσοφική του σκέψη στη θεωρία του και η ανακάλυψη της επιστολής αποτελεί ένα ξεχωριστό δείγμα αυτής του της στάσης. Για τον λόγο αυτό, συγγράφει μια μακροσκελή επιστολή προκειμένου να αιτιολογήσει την, άξια απορίας όλων, «αλυπία» του.

Ο Γαληνός τα έχασε «όλα». Ο φίλος του απορεί με τη ατάραχη στάση του Γαληνού απέναντι στην καταστροφή που του προξένησε η πυρκαγιά της Ρώμης το 192 μ.Χ. Και, πράγματι, ο φιλόσοφος αφιερώνει αρκετές γραμμές στην περιγραφή των απολεσθέντων ἐν τῇ μεγάλῃ πυρκαϊᾷ. Ο μακρύς κατάλογος (2-37) αριθμεί κατ’ αρχάς τα πιο ασήμαντα, την περιουσία του σε αργύρια και χρυσό και συμβόλαια δανείων για να προχωρήσει σταδιακά στα φάρμακα και εργαλεία (που μπορούν να αντικατασταθούν με «πολύ προσωπικό χρόνο και ενασχόληση») αλλά και ιατρικά συγγράμματα άλλων με τις προσωπικές σημειώσεις του Γαληνού, δικά του βιβλία, μία τεράστια συλλογή αντίδοτων (κανέλλα περισσότερη από όση μπορεί να βρεθεί σε όλη τη Ρώμη) και σπάνια φάρμακα και συνταγές. Για να υποστηρίξει περισσότερο τη θέση του αναφέρει την περίπτωση του Φιλιστίδη, που, έχοντας χάσει και αυτός όλα τα βιβλία του κυκλοφορούσε μαυροφορεμένος μέχρι που πέθανε από τη θλίψη του (7).

Σε ολόκληρη την επιστολή ο Γαληνός δεν παύει να επαναλαμβάνει ότι δεν αισθάνθηκε λύπη (11–12a, 29–30, 37) παρά την απώλεια τόσο πολύτιμων για τον ίδιο πραγμάτων που απαιτούσαν πολύ κόπο και χρόνο, ενώ άλλα είναι όντως αναντικατάστατα, αν και απαραίτητα για την άσκηση της ιατρικής. Αυτά όλα αποτελούν την εισαγωγή του Γαληνού για να αναπτύξει την προσωπική του θεωρία περί αλυπίας (αποφυγής της λύπης) που ακολουθεί στη ζωή του.

Η απάντησή του είναι διττή. Το πρώτο μέρος αφορά την απληστία των ανθρώπων, από την οποία ο ίδιος απέχει. Το δεύτερο, τη μεγαλοψυχία που επιδεικνύει ο ίδιος, ως αποτέλεσμα ανατροφής, μόρφωσης και άσκησης αλλά και εμπειρίας της ζωής (50-51):

«Το ότι έχασα όλα τα φάρμακα, όλα τα βιβλία και ακόμη τις συνταγές αξιόλογων φαρμάκων και επιπλέον τις πραγματείες που είχα ετοιμάσει για έκδοση και πολλές άλλες και το ότι σε όλη τη ζωή έδειξα ικανή φιλοπονία χωρίς να λυπηθώ (μὴ λυπηθῆναι) αυτό είναι πρωταρχικό δείγμα γενναιότητας και μεγαλοψυχίας. Εκείνο που με οδήγησε σε αυτή τη μεγαλοψυχία πρώτον το γνωρίζεις εσύ καθώς από την αρχή συναναστράφηκες και μορφώθηκες μαζί μου, δεύτερον είναι η εμπειρία μου από τα γεγονότα στη Ρώμη.»

Ο Γαληνός θα ξεκινήσει από το δεύτερο. Η «εμπειρία του στη Ρώμη» αντιστοιχεί στη διακυβέρνηση του Κόμοδου. Κανείς δεν μπορεί να μένει εφησυχασμένος. Ο σοφός οφείλει να προετοιμάζει τον εαυτό του για τα χειρότερα: εξορία από την πατρίδα του, άδικους θανάτους και άλλα δεινά, δηλαδή «να έχει γνώση των ανθρώπινων καταστάσεων» (53). Το ζοφερό κλίμα της εποχής δεν έχει προηγούμενο (55):

«Νομίζω ότι είσαι και εσύ πεπεισμένος ότι μέσα σε λίγα χρόνια τα κακά που διέπραξε ο Κόμοδος είναι χειρότερα από όλα όσα έχουν καταγραφεί στην Ιστορία σε όλα τα χρόνια, ώστε κάθε μέρα και εγώ βλέποντάς τα, άσκησα τη φαντασία μου για την απώλεια όλων. Έχοντας χάσει το ηθικό μου, προσδοκώ, όπως και άλλοι που δεν έχουν διαπράξει αδίκημα, να με στείλουν σε ένα έρημο νησί. Όταν κάποιος περιμένει να σταλεί σε ένα νησί, ταυτόχρονα με την απώλεια των πάντων, έχει προετοιμάσει τον εαυτό του να το αντέχει, και αν χάσει κάτι, χωρίς να του αφαιρεθούν και τα υπόλοιπα, δεν πρόκειται να λυπηθεί.»

Ο Γαληνός προτρέπει τον φίλο του να φαντάζεται το χειρότερο, προκειμένου να μπορεί να αντεπεξέλθει στις αλλαγές της ζωής. Αυτό δεν είναι εύκολο ούτε μπορούν να το κάνουν όλοι, αλλά μόνο όσοι είναι εκ φύσεως ανδρείοι ή έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν ο πατέρας του. Η ανάμνησή του ηρεμεί τον Γαληνό. Αν και δεν έλαβε φιλοσοφική παιδεία ούτε συναναστράφηκε με φιλοσόφους, δεν υπάρχει άλλος που να τίμησε τη δικαιοσύνη και τη σωφροσύνη όπως εκείνος. Ο Γαληνός ακολουθεί το παράδειγμά του (65-66):

«Έχοντας ανατραφεί με αυτές τις αρχές θεωρώ τα πάντα είναι ασήμαντα. Πώς θα μπορούσα να θεωρήσω άξια προσοχής τον ελεύθερο χρόνο, τα εργαλεία, τα φάρμακα και τα βιβλία, τη δόξα και τον πλούτο, και αν κάποιος θεωρεί ότι αυτά είναι ασήμαντα γιατί να ανησυχεί για αυτά ή από αυτά; Επόμενο λοιπόν είναι ότι κάποιος που θεωρεί ότι έχει στερηθεί τα μεγαλεία πάντοτε λυπάται και ανησυχεί, ενώ αυτός που πάντοτε περιφρονεί τα ασήμαντα δεν λυπάται ποτέ.»

Η περιφρόνηση των αγαθών διαφέρει από την αταραξία (ἀοχλησίαν). Η ζωή είναι ενέργεια. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι μεγάλη. Το αγαθό από τη φύση του πρέπει να είναι κάτι περισσότερο από την απαλλαγή από τον πόνο (62). Ο Επίκουρος αναφέρεται αυτή τη φορά ονομαστικά (68):

«Μερικοί θεωρούν ότι η αταραξία είναι αγαθό, αλλά εγώ γνωρίζω ότι ούτε ο εαυτός μου ούτε άλλος άνθρωπος ούτε ζώο αποβλέπει σ’ αυτό. Γιατί όλα τα βλέπω να επιθυμούν να ενεργούν και στο σώμα και στην ψυχή. Αλλά αυτό το γνωρίζουμε από πολλά γραπτά μας και ειδικά σ’ αυτά που είναι εναντίον του Επίκουρου.»

Ο φιλόσοφος ιατρός δεν ισχυρίζεται ότι στέκεται απαθής απέναντι στα γεγονότα, αλλά τα ιεραρχεί. Τώρα γίνεται κατανοητή η στάση του. Η αιτία της λύπης δεν θα είναι κάτι ασήμαντο. Περιμένει τα χειρότερα. Όσο αυτά δεν συμβαίνουν, δεν αισθάνεται λύπη. Η λογική μπορεί να ελέγξει το συναίσθημα. Αυτά που έχασε, αναντικατάστατα ή μη, δεν παύουν να είναι πράγματα (71-72):

«Καταφρονώ την απώλεια των πραγμάτων (χρημάτων). Αυτό που θα με λυπήσει είναι η καταστροφή της πατρίδας μου, το να τιμωρηθεί ένας φίλος μου από έναν τύραννο και άλλα παρόμοια πράγματα. Και εφόσον δεν μου έχει συμβεί τίποτε από αυτά, γι’ αυτό με βλέπεις να μην λυπάμαι.»

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΥΠΕΡ ΚΤΗΣΙΦΩΝΤΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

ΔΗΜ 18.42–49

Η προδοτική στάση του Αισχίνη και η ηθική κατάπτωση των αρχόντων στις υπόλοιπες Ελληνικές πόλεις οδήγησαν στην ενδυνάμωση του Φιλίππου

Συνεχίζοντας τη διήγησιν–πίστιν του λόγου του, ο ρήτορας δήλωσε ότι αποτέλεσμα της καθυστερημένης επικύρωσης της "ειρήνης του Φιλοκράτη" (βλ. σχετικά και ΔΗΜ 18.25–28) ήταν, κατά τον Δημοσθένη, η δημιουργία από τον Φίλιππο τετελεσμένων με την κατάληψη οχυρών θέσεων στη Θράκη. Την ίδια παρελκυστική πολιτική ακολούθησε ο Μακεδόνας βασιλιάς με τη βοήθεια της φιλομακεδονικής παράταξης της Αθήνας και ιδίως του Αισχίνη, μέχρι την κατάληψη και καταστροφή των φωκικών πόλεων.


[42] Ἀλλὰ γὰρ ἐμπέπτωκ’ εἰς λόγους, οὓς αὐτίκα μᾶλλον ἴσως
ἁρμόσει λέγειν. ἐπάνειμι δὴ πάλιν ἐπὶ τὰς ἀποδείξεις, ὡς
τὰ τούτων ἀδικήματα τῶν νυνὶ παρόντων πραγμάτων γέγον’
αἴτια.

Ἐπειδὴ γὰρ ἐξηπάτησθε μὲν ὑμεῖς ὑπὸ τοῦ Φιλίππου διὰ
τούτων τῶν ἐν ταῖς πρεσβείαις μισθωσάντων ἑαυτοὺς καὶ
οὐδὲν ἀληθὲς ὑμῖν ἀπαγγειλάντων, ἐξηπάτηντο δ’ οἱ ταλαί-
πωροι Φωκεῖς καὶ ἀνῄρηνθ’ αἱ πόλεις αὐτῶν, τί ἐγένετο; [43] οἱ
μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον,
εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο· πάντ’ ἐκεῖνος ἦν
αὐτοῖς· οὐδὲ φωνὴν ἤκουον εἴ τις ἄλλο τι βούλοιτο λέγειν.
ὑμεῖς δ’ ὑφορώμενοι τὰ πεπραγμένα καὶ δυσχεραίνοντες ἤγετε
τὴν εἰρήνην ὅμως· οὐ γὰρ ἦν ὅ τι ἂν ἐποιεῖτε. καὶ οἱ ἄλλοι
δ’ Ἕλληνες, ὁμοίως ὑμῖν πεφενακισμένοι καὶ διημαρτηκότες
ὧν ἤλπισαν, ἦγον τὴν εἰρήνην ἄσμενοι, καὶ αὐτοὶ τρόπον
τιν’ ἐκ πολλοῦ πολεμούμενοι. [44] ὅτε γὰρ περιιὼν Φίλιππος
Ἰλλυριοὺς καὶ Τριβαλλούς, τινὰς δὲ καὶ τῶν Ἑλλήνων
κατεστρέφετο, καὶ δυνάμεις πολλὰς καὶ μεγάλας ἐποιεῖθ’ ὑφ’
ἑαυτῷ, καί τινες τῶν ἐκ τῶν πόλεων ἐπὶ τῇ τῆς εἰρήνης
ἐξουσίᾳ βαδίζοντες ἐκεῖσε διεφθείροντο, ὧν εἷς οὗτος ἦν,
τότε πάντες ἐφ’ οὓς ταῦτα παρεσκευάζετ’ ἐκεῖνος ἐπολε-
μοῦντο. εἰ δὲ μὴ ᾐσθάνοντο, ἕτερος λόγος οὗτος, οὐ πρὸς
ἐμέ. [45] ἐγὼ μὲν γὰρ προὔλεγον καὶ διεμαρτυρόμην καὶ παρ’
ὑμῖν ἀεὶ καὶ ὅποι πεμφθείην· αἱ δὲ πόλεις ἐνόσουν, τῶν
μὲν ἐν τῷ πολιτεύεσθαι καὶ πράττειν δωροδοκούντων καὶ
διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι, τῶν δ’ ἰδιωτῶν καὶ πολλῶν
τὰ μὲν οὐ προορωμένων, τὰ δὲ τῇ καθ’ ἡμέραν ῥᾳστώνῃ καὶ
σχολῇ δελεαζομένων, καὶ τοιουτονί τι πάθος πεπονθότων
ἁπάντων, πλὴν οὐκ ἐφ’ ἑαυτοὺς ἑκάστων οἰομένων τὸ δεινὸν
ἥξειν καὶ διὰ τῶν ἑτέρων κινδύνων τὰ ἑαυτῶν ἀσφαλῶς
σχήσειν ὅταν βούλωνται. [46] εἶτ’, οἶμαι, συμβέβηκε τοῖς μὲν
πλήθεσιν ἀντὶ τῆς πολλῆς καὶ ἀκαίρου ῥᾳθυμίας τὴν ἐλευ-
θερίαν ἀπολωλεκέναι, τοῖς δὲ προεστηκόσι καὶ τἆλλα πλὴν
ἑαυτοὺς οἰομένοις πωλεῖν πρώτους ἑαυτοὺς πεπρακόσιν αἰ-
σθέσθαι· ἀντὶ γὰρ φίλων καὶ ξένων ἃ τότ’ ὠνομάζοντο
ἡνίκ’ ἐδωροδόκουν, νῦν κόλακες καὶ θεοῖς ἐχθροὶ καὶ τἆλλ’ ἃ
προσήκει πάντ’ ἀκούουσιν. [47] οὐδεὶς γάρ, ἄνδρες Ἀθηναῖοι,
τὸ τοῦ προδιδόντος συμφέρον ζητῶν χρήματ’ ἀναλίσκει, οὐδ’
ἐπειδὰν ὧν ἂν πρίηται κύριος γένηται τῷ προδότῃ συμβούλῳ
περὶ τῶν λοιπῶν ἔτι χρῆται· οὐδὲν γὰρ ἂν ἦν εὐδαιμονέστερον
προδότου. ἀλλ’ οὐκ ἔστι ταῦτα· πόθεν; πολλοῦ γε καὶ
δεῖ. ἀλλ’ ἐπειδὰν τῶν πραγμάτων ἐγκρατὴς ὁ ζητῶν ἄρχειν
καταστῇ, καὶ τῶν ταῦτ’ ἀποδομένων δεσπότης ἐστί, τὴν δὲ
πονηρίαν εἰδὼς τότε δή, τότε καὶ μισεῖ καὶ ἀπιστεῖ καὶ
προπηλακίζει. [48] σκοπεῖτε δέ· καὶ γὰρ εἰ παρελήλυθ’ ὁ τῶν
πραγμάτων καιρός, ὁ τοῦ γ’ εἰδέναι τὰ τοιαῦτα καιρὸς ἀεὶ
πάρεστι τοῖς εὖ φρονοῦσι. μέχρι τούτου Λασθένης φίλος
ὠνομάζετο, ἕως προὔδωκεν Ὄλυνθον· μέχρι τούτου Τιμόλαος,
ἕως ἀπώλεσε Θήβας· μέχρι τούτου Εὔδικος καὶ Σῖμος ὁ
Λαρισαῖος, ἕως Θετταλίαν ὑπὸ Φιλίππῳ ἐποίησαν. εἶτ’
ἐλαυνομένων καὶ ὑβριζομένων καὶ τί κακὸν οὐχὶ πασχόντων
πᾶσ’ ἡ οἰκουμένη μεστὴ γέγονεν. τί δ’ Ἀρίστρατος ἐν
Σικυῶνι, καὶ τί Πέριλλος ἐν Μεγάροις; οὐκ ἀπερριμμένοι;
[49] ἐξ ὧν καὶ σαφέστατ’ ἄν τις ἴδοι ὅτι ὁ μάλιστα φυλάττων
τὴν αὑτοῦ πατρίδα καὶ πλεῖστ’ ἀντιλέγων τούτοις, οὗτος ὑμῖν,
Αἰσχίνη, τοῖς προδιδοῦσι καὶ μισθαρνοῦσιν τὸ ἔχειν ἐφ’ ὅτῳ
δωροδοκήσετε περιποιεῖ, καὶ διὰ τοὺς πολλοὺς τουτωνὶ καὶ
τοὺς ἀνθισταμένους τοῖς ὑμετέροις βουλήμασιν ὑμεῖς ἐστὲ
σῷοι καὶ ἔμμισθοι, ἐπεὶ διά γ’ ὑμᾶς αὐτοὺς πάλαι ἂν ἀπω-
λώλειτε.

***
[42] Αλλά περιέπεσα βεβαίως εις λόγους, τους οποίους θα αρμόζη ίσως να αναπτύξω μετ' ολίγον· επανέρχομαι λοιπόν πάλιν εις τας αποδείξεις, ότι τα αδικήματα τούτων, υπήρξαν τα αίτια της σήμερον υπαρχούσης πραγματικής καταστάσεως. Αφ' ου λοιπόν εξηπατήθητε, σεις μεν υπό του Φιλίππου, μέσω αυτών, οι οποίοι κατά τας πρεσβείας εμίσθωσαν τους εαυτούς των, και οι οποίοι ουδέν αληθές σας είπον, είχον δε εξαπατηθή οι δυστυχείς Φωκείς, και είχον καταστραφή αι πόλεις των, τι συνέβη;

[43] Οι μεν κατάπτυστοι Θεσσαλοί, και οι ανόητοι Θηβαίοι, ενόμιζον τον Φίλιππον φίλον, ευεργέτην, σωτήρα· εκείνος ήτο το παν δι' αυτούς, ουδέ ήκουον λέξιν, εάν τις ήθελε να είπη κάτι άλλο. Σεις δε, οι οποίοι εβλέπατε με δυσπιστίαν τα γενόμενα, και οι οποίοι ηγανακτείτε, διετηρούσατε εν τούτοις την ειρήνην· διότι δεν ημπορούσατε να κάμητε τίποτε άλλο. Και οι άλλοι Έλληνες, καίτοι εξαπατηθέντες ομοίως, όπως σεις, και διαψευσθέντες εις ό,τι ήλπισαν, παρέμειναν ευχαριστημένοι εν ειρήνη, ενώ από πολλού, αυτοί οι ίδιοι, τρόπον τινά, επολεμούντο.

[44] Διότι, όταν ο Φίλιππος κατά τας πολλάς εξορμήσεις του, υπέτασσε τους Ιλλυριούς και τους Τριβαλλούς και μερικούς εκ των Ελλήνων, προσθέτων υπ' αυτόν, πολλάς και μεγάλας δυνάμεις, όταν διεφθείροντο τινές εξ εκείνων, οίτινες εκ των πόλεων, μετέβαινον εκεί λόγω της εκ της ειρήνης ελευθερίας κινήσεων, (εκ των οποίων είς ήτο ούτος), τότε επολεμούντο πάντες εκείνοι, εναντίον των οποίων ούτος παρεσκεύαζε ταύτα. Εάν δε δεν το αντελαμβάνοντο, τούτο είναι άλλο ζήτημα, δεν με αφορά. [45] Διότι εγώ μεν προέλεγον, και διεμαρτυρόμην πάντοτε, και προς σας, και όπου εστελλόμην. Αι δε πόλεις ενόσουν, διότι οι μεν πολιτικοί, και οι διαχειριζόμενοι τα κοινά εδωροδοκούντο, και διεφθείροντο διά χρημάτων, οι δε ιδιώται και ο λαός, το μεν δεν προέβλεπον τα γεγονότα, το δε παρεσύροντο από την πρόσκαιρον ησυχίαν και άνεσιν, και επειδή όλοι γενικώς είχον πάθει κάποιαν τοιαύτην τινά νόσον, να νομίζη, δηλαδή έκαστος από όλους, ότι η συμφορά θα έλθη, πλην όχι επ' αυτών, και ότι διά των κινδύνων των άλλων θα διατηρήσουν ασφαλώς τα εαυτών, όταν θέλουν.

[46] Έπειτα, νομίζω, συνέβη, εις μεν τον πολύ κόσμον, λόγω της πολλής και ακαίρου ραθυμίας, να χάση την ελευθερίαν του, εις δε τους προεστώτας και τους νομίζοντας, ότι πωλούν όλα τα άλλα εκτός των εαυτών των, να αντιληφθούν, ότι επώλησαν πρώτον τους εαυτούς των· διότι αντί φίλων και ξένων, όπως ωνομάζοντο τότε, ότε εδωροδοκούντο, τώρα ακούουν κόλακες και εχθροί των Θεών και όλα τα άλλα, όσα τους αρμόζουν. [47] Διότι ουδείς, πολίται Αθηναίοι, εξοδεύει χρήματα επιζητών το συμφέρον του προδότου, ούτε όταν γίνη κύριος εκείνου που εξαγοράζει, χρησιμοποιεί πλέον τον προδότην, ως σύμβουλον εις άλλα ζητήματα. Διότι, ουδέν θα ήτο ευδαιμονέστερον προδότου. Αλλά δεν είναι δυνατόν αυτά τα πράγματα. Πώς; Πολλού γε και δει. Αλλ' όταν ο επιζητών να κυριαρχήση, καταστή κύριος των πραγμάτων, τότε γίνεται αυθέντης και εκείνων οι οποίοι επώλησαν ταύτα, επειδή δε γνωρίζει την κακοήθειάν των, τότε, ε! τότε πλέον, και μισεί και δυσπιστεί και εξευτελίζει.

[48] Προσέξατε δε· διότι, αν έχη παρέλθη ο καιρός των γεγονότων, είναι τουλάχιστον πάντοτε καιρός, διά να μάθουν οι ορθοφρονούντες τα τοιαύτα. Ο Λασθένης ωνομάζετο φίλος, μέχρι τότε, έως ότου επρόδωσε την Όλυνθον. Ο Τιμόλαος μέχρι τότε, έως ότου κατέστρεψε τας Θήβας. Ο Εύδικος και ο Σίμος ο Λαρισσαίος, μέχρι τότε, έως ότου υποδούλωσαν την Θεσσαλίαν εις τον Φίλιππον. Έπειτα όλη η οικουμένη εγέμισεν από προδότας, καταδιωκομένους, και υβριζομένους, και οι οποίοι τι δεν έπαθαν.

Τι δε έγινεν ο Αρίστρατος εις την Συκιώνα, τι έγινεν ο Πέριλος εις τα Μέγαρα; [49] Δεν είναι παραπεταμένοι; Από αυτά δύναται τις να ίδη σαφέστατα, ότι ο προφυλάσσων προ παντός την πατρίδα του, και ο αντιλέγων κατά το πλείστον εις τούτους, ούτος, Αισχίνη, προσφέρει εις σας τους προδότας και τους μισθάρνους το ότι έχετε εκείνο διά το οποίον θα δωροδοκηθήτε, και χάρις εις αυτόν εδώ τον πολύν λαόν, και τους ανθισταμένους εις τους σκοπούς σας, σεις είσθε σώοι και έμμισθοι, διότι, όσον εξηρτάτο τουλάχιστον από σας τους ιδίους, προ πολλού θα είχατε καταστραφή.