Πού όμως σημειώθηκε η απαρχή του ρομαντικού κινήματος; Σαφώς όχι στην Αγγλία, αν και, τυπικά, αυτό έχει μια κάποια αλήθεια - έτσι θα σας πουν και όλοι οι ιστορικοί. Δεν είναι πάντως στην Αγγλία που έκανε την εμφάνισή της η πλέον δραματική μορφή του ρομαντικού κινήματος. Ως εκ τούτου σκοπεύω να εστιάσω την προσοχή μου σε ό,τι συνέβη κατά το δεύτερο τρίτο του δέκατου όγδοου αιώνα. Κι είναι κάτι που δεν συνέβη ούτε στην Αγγλία ούτε στη Γαλλία, αλλά κατά μείζονα λόγο στη Γερμανία.
Η κοινή θεώρηση της ιστορίας και της ιστορικής αλλαγής μάς λέει τα εξής. Έχουμε, κατ' αρχάς, τον γαλικό dix-huitième - αιώνα καλαίσθητο, στον οποίο καθετί ξεκινά την πορεία του ήρεμα ήρεμα, ομαλά, οι άνθρωποι ακολουθούν συγκεκριμένους κανόνες στην τέχνη και στη ζωή, ο Λόγος εν γένει προωθείται, η ορθολογικότητα προοδεύει, η Εκκλησία υποχωρεί, το παράλογο υποκύπτει στα δεινά πλήγματα που δέχεται από τους Γάλλους philosophes. Επικρατεί ειρήνη, ηρεμία, οικοδομούνται καλαίσθητα κτίρια, κυριαρχεί η πεποίθηση ότι ο οικουμενικός Λόγος πρέπει να χαρακτηρίζει τόσο τις ανθρώπινες υποθέσεις, όσο και την καλλιτεχνική πρακτική, την ηθική, την πολιτική, τη φιλοσοφία. Και τότε επέρχεται μια αιφνίδια, καταφανώς ανεξήγητη αναστάτωση. Μια βίαιη έκρηξη συναισθημάτων, μια έκρηξη ενθουσιασμού. Οι άνθρωποι αρχίζουν να ενδιαφέρονται για τα γοτθικά κτίρια και την ενδοσκόπηση. Εντελώς ξαφνικά αποκτούν νευρώσεις και γίνονται μελαγχολικοί· αρχίζουν να θαυμάζουν τις ανεξήγητες εκφάνσεις του διανοητικού αυθορμητισμού. Σημειώνεται μια γενική απομάκρυνση από την υφιστάμενη συμμετρική, καλαίσθητη, άψυχη κατάσταση πραγμάτων. Παράλληλα όμως λαμβάνουν χώρα και άλλες αλλαγές. Μια μεγάλη επανάσταση ξεσπά· επικρατεί δυσαρέσκεια· το κεφάλι του βασιλιά πέφτει· η Τρομοκρατία είναι γεγονός.
Δεν είναι ξεκάθαρη η σχέση μεταξύ αυτών των δύο επαναστάσεων. Καθώς διαβάζουμε ιστορία, μας δημιουργείται γενικώς η αίσθηση πως κάτι καταστροφικό συνέβη περί τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Ενώ στην αρχή όλα έδειχναν ωραία και καλά, εντελώς ξαφνικά επήλθε μια επανάσταση. Άλλοι την καλοδέχονται, άλλοι την καταδικάζουν. Αυτοί που την καταδικάζουν θεωρούν πως η εποχή τους είναι μια εποχή καλαίσθητη και γαλήνια: όσοι δεν τη γνώρισαν, δεν γνώρισαν την πραγματική plaisir de vivre, όπως είπε ο Talleyrand. Κάποιοι άλλοι διατείνονται πως επρόκειτο για μια κίβδηλη και υποκριτική εποχή και πως η Επανάσταση ήταν απότοκη της γενικής ανάγκης για περισσότερη δικαιοσύνη, ανθρωπιά, ελευθερία, αλληλοκατανόηση. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το ερώτημα παραμένει εκκρεμές: Ποια η σχέση μεταξύ της καλούμενης ρομαντικής επανάστασης -της ξαφνικής επανάστασης στους κόλπους της τέχνης και της ηθικής αυτής της νέας και τρικυμιώδους τάσης- και της επανάστασης που έγινε κοινώς γνωστή ως Γαλλική Επανάσταση; Οι άνθρωποι που χόρεψαν πάνω στα ερείπια της Βαστίλης, οι άνθρωποι που πήραν το κεφάλι του Λουδοβίκου ΙΣΤ', ήταν άραγε οι ίδιοι που επηρεάστηκαν από την ξαφνική λατρεία του πνεύματος, την ξαφνική έκρηξη του αισθηματισμιού, για την οποία μαθαίνουμε, ή τις ξαφνικές αναταραχές που κατέκλυσαν τον δυτικό κόσμο; Προφανώς όχι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αρχές εν ονόματι των οποίων έγινε η Γαλλική Επανάσταση ήταν συνδεδεμένες με τον οικουμενικό Λόγο, την τάξη, τη δικαιοσύνη, αλλά κατ' ουδένα τρόπον με την αίσθηση της μοναδικότητας, τη βαθιά αισθηματική ενδοσκόπηση, τη συναίσθηση των διαφορών μεταξύ των πραγμάτων, των ανομοιοτήτων μάλλον παρά των ομοιοτήτων, με τις οποίες συνδέεται συνήθως το ρομαντικό κίνημα.
Κι ο Rousseau; Ο Rousseau, πολύ σωστά, τοποθετείται εντός του ρομαντικού κινήματος ως, κατά κάποιον τρόπο, ένας από τους πατέρες του. Εν τούτοις ο Rousseau που ήταν υπεύθυνος για τις ιδέες του Robespierre, ο Rousseau που ήταν υπεύθυνος για τις ιδέες των Γάλλων ιακωβίνων, δεν είναι, έχω την εντύπωση, ο Rousseau που συνδέεται τόσο έκδηλα με τον ρομαντισμό. Αυτός ο Rousseau είναι ο Rousseau που έγραψε το Κοινωνικό Συμβόλαιο, μια κατ' εξοχήν κλασική πραγματεία που μιλά για την επιστροφή του ανθρώπου σε εκείνες τις βασικές, θεμελιακές αρχές που είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους· την κυριαρχία του οικουμενικού Λόγου, που ενώνει τους ανθρώπους, σε αντίθεση με τα συναισθήματα, που τους χωρίζουν την κυριαρχία της οικουμενικής δικαιοσύνης και της οικουμενικής ειρήνης, σε αντίθεση με τις συγκρούσεις και τις θυελλώδεις αναταραχές που αποκολλούν την καρδιά από τον νου, χωρίζουν τον άνθρωπο από τον συνάνθρωπό του και τον στρέφουν εναντίον του.
Δεν είναι, λοιπόν, εύκολο να κατανοήσει κανείς τη σχέση της μεγάλης ρομαντικής εξέγερσης με τη γνωστή πολιτική επανάσταση. Από την άλλη μεριά, έχουμε και τη Βιομηχανική Επανάσταση, της οποίας ο ρόλος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να παραβλεφθεί. Γιατί είναι βέβαιο πως οι ιδέες δεν καλλιεργούν ιδέες. Στη ρίζα των μεγάλων εξεγέρσεων της ανθρώπινης συνείδησης βρίσκονται, χωρίς άλλο, κάποιοι κοινωνικοί και οικονομικοί παράγοντες. Ιδού, λοιπόν, ένα σημαντικό πρόβλημα. Έχουμε τη Βιομηχανική Επανάσταση, έχουμε τη μεγάλη γαλλική πολιτική επανάσταση που έγινε υπό κλασική αιγίδα, κι έχουμε, τέλος, και τη ρομαντική επανάσταση.
Tο ρομαντικό κίνημα, μας λεν όλοι οι ιστορικοί, ήταν μια παθιασμένη διαμαρτυρία ενάντια σε κάθε είδους οικουμενικότητα. Το πρόβλημα, συνεπώς, εντοπίζεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, στο να καταλάβει κανείς τι ακριβώς συνέβη.
Aπό το 1760 έως το 1830, έλαβε χώρα μια ριζική αλλαγή, ότι σημειώθηκε ένα μεγάλο ρήγμα στην ευρωπαϊκή συνείδηση - να σας δώσω, εν πάση περιπτώσει, κάποια προκαταρκτικά στοιχεία που θα στηρίξουν τη συλλογιστική μου. Για τον λόγο αυτόν, επιτρέψτε μου να ξεκινήσω με ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε πως ταξιδεύατε σε διάφορα μέρη της Δυτικής Ευρώπης -τη δεκαετία του 1820 και μιλούσατε εκεί με τους ανθρώπους. Θα είχατε τότε διαπιστώσει πως το ιδεώδες τους στη ζωή ήταν σε γενικές γραμμές το ακόλουθο:
§ Οι αξίες στις οποίες απέδιδαν τη μεγαλύτερη σημασία ήταν αξίες όπως η ακεραιότητα, η ειλικρίνεια, η προθυμία να θυσιάσουν τη ζωή τους στον βωμό ενός εσώτερου φωτός, η αφοσίωση σε κάποιο ιδεώδες για το οποίο αξίζει να θυσιάσεις όλα όσα είσαι και έχεις, για το οποίο αξίζει να ζήσεις ή να πεθάνεις.
§ Θα βλέπατε πως κατά βάση δεν τους ενδιέφερε η γνώση ή η εξέλιξη της επιστήμης, δεν τους ενδιέφερε η πολιτική εξουσία ή η ευτυχία - δεν τους ενδιέφερε, προπάντων, να προσαρμοστούν στη ζωή, να βρουν μια θέση μέσα στην κοινωνία, να συνυπάρξουν αρμονικά με την κυβέρνησή τους, να είναι πιστοί στον βασιλιά τους ή στη δημοκρατία τους.
§ Θα βλέπατε πως έννοιες όπως ο κοινός νους και η μετριοπάθεια δεν τους απασχολούσαν στο ελάχιστο.
§ Θα βλέπατε πως πίστευαν στην αναγκαιότητα του να παλεύεις για τα πιστεύω σου μέχρις εσχάτων, και θα βλέπατε επίσης πως πίστευαν στην αξία του μαρτυρίου αυτού καθ' εαυτό, ανεξάρτητα δηλαδή από τον λόγο για τον οποίο έστεργε κανείς το συγκεκριμένο μαρτύριο.
§ Θα διαπιστώνατε πως θεωρούσαν τις μειονότητες πιο ιερές από τις πλειονότητες, την αποτυχία πιο ευγενή από την επιτυχία, την οποία μάλιστα συνέδεαν με κάτι το αγοραίο και το χυδαίο. Αυτός τούτος ο ιδεαλισμός, όχι με τη φιλοσοφική του έννοια, μα με την έννοια που του δίνουμε συνήθως, ήτοι το πνεύμα του ανθρώπου ο οποίος είναι διατεθειμένος να θυσιάσει πολλά στον βωμό κάποιων αρχών ή κάποιων πεποιθήσεων, ο οποίος δεν είναι διατεθειμένος να ξεπουληθεί, ο οποίος είναι διατεθειμένος να καεί στην πυρά για κάτι που πιστεύει, διότι έχει βαθιά πίστη σε αυτό - η στάση αυτή ήταν σχετικά καινούργια.
§ Αν θαύμαζαν κάτι οι άνθρωποι, ήταν η ολόψυχη αφοσίωση, η ειλικρίνεια, η αγνότητα της ψυχής, η ένθερμη προσήλωση σε ένα ιδεώδες, όποιο κι αν ήταν αυτό.
Αυτό είναι το πνεύμα με το οποίο οι άνθρωποι πρέπει να λεν: «Αν εγώ πιστεύω ένα πράγμα κι εσύ ένα άλλο, τότε είναι σημαντικό να πολεμήσουμε ο ένας τον άλλον. Είναι, ίσως, καλό να με σκοτώσεις ή να σε σκοτώσω εγώ· κι ίσως, σε μια μονομαχία, το καλύτερο θα ήταν να σκοτωθεί και ο ένας και ο άλλος· το χειρότερο όμως απ' όλα θα ήταν ο συμβιβασμός, γιατί αυτό θα σήμαινε πως έχουμε και οι δύο προδώσει τα ιδεώδη που έχουμε στην καρδιά μας».
Μέχρι τη δεκαετία του 1820, παρατηρούμε πως κυριαρχεί η αντίληψη ότι το πνεύμα, το κίνητρο, είναι πιο σημαντικό από τη συνέπεια και η πρόθεση πιο σημαντική από το αποτέλεσμα. Η αγνότητα της ψυχής, η ακεραιότητα, η αφοσίωση, η αφιέρωση -όλα αυτά τα στοιχεία, που και οι ίδιοι θαυμάζουμε χωρίς κανένα δισταγμό και που έχουν εισχωρήσει στην ίδια την υφή της ηθικής μας στάσης- έγιναν, θα έλεγα, με τον καιρό, κοινοί τόποι: αρχικά μεταξύ των μειονοτήτων· κατόπιν εξαπλώθηκαν σταδιακά και προς τα έξω.
Επιτρέψτε μου να δώσω ένα παράδειγμα σχετικά με το τι σημαίνει για μένα αυτή η στροφή. Ας δούμε το θεατρικό έργο του Voltaire για τον Μωάμεθ. Ο Voltaire δεν έτρεφε κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Μωάμεθ και, με το συγκεκριμένο έργο, είχε, χωρίς καμιά αμφιβολία, την πρόθεση να επιτεθεί στην Εκκλησία. Παρ' όλα αυτά ο Μωάμεθ εμφανίζεται εδώ ως ένα δεισιδαίμον, άσπλαχνο και φανατισμένο τέρας, που συντρίβει οποιαδήποτε προσπάθεια γίνεται προς την κατεύθυνση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, του Λόγου· ως εκ τούτου, καταγγέλλεται ως εχθρός όλων εκείνων των στοιχείων που ο Voltaire θεωρεί περισσότερο σημαντικά: της ανοχής, της δικαιοσύνης, της αλήθειας, του πολιτισμού. Σκεφτείτε, τώρα, τι είπε πολύ αργότερα ο Carlyle. Ο Μωάμεθ περιγράφεται από τον Carlyle -ο οποίος, σημειωτέον, είναι χαρακτηριστικότατος, αν και κάπως ακραίος, εκπρόσωπος του ρομαντικού κινήματος- σε ένα βιβλίο με τίτλο On Heroes, Hero-Worship, and the Heroic in History [Περί ηρώων, ηρωολατρίας και ηρωικού στοιχείου στην ιστορία], στις σελίδες του οποίου απαριθμείται και αναλύεται μεγάλος αριθμός ηρώων. Ο Μωάμεθ περιγράφεται ως «πύρινη μάζα Ζωής που εκτινάχθηκε απ’ τον μεγάλο κόρφο της Φύσης». Ακτινοβολεί ειλικρίνεια και δύναμη, και για τούτο είναι αξιοθαύμαστος. Το στοιχείο στο οποίο αντιπαρατίθεται, στοιχείο διόλου αγαπητό, είναι ο δέκατος όγδοος αιώνας, ο αφυδατωμένος και ευτελής δέκατος όγδοος αιώνας που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Carlyle, είναι επίσης νοσηρός και υποδεέστερος. Ο Carlyle δεν ενδιαφέρεται καθόλου για τις αλήθειες του Κορανίου, δεν θεωρεί πως το Κοράνιο μπορεί να περιέχει κάτι που ο ίδιος θα έπρεπε να πιστεύει. Θαυμάζει τον Μωάμεθ επειδή είναι μια ανεξέλεγκτη δύναμη, φοβερή σαν στοιχείο της φύσης, επειδή ζει έντονη ζωή και έχει πάμπολλους οπαδούς. Κάτι φοβερό, ένα φαινόμενο τρομαχτικό, ένα άκρως συνταρακτικό κεφάλαιο γράφτηκε στη ζωή της ανθρωπότητας, κι ο Μωάμεθ αποτελεί την ενσάρκωσή του.
Σημασία, σχετικά με τον Μωάμεθ, έχει ο χαρακτήρας του και όχι οι πεποιθήσεις του. Το ερώτημα κατά πόσον τα όσα πίστευε ο Μωάμεθ ήταν σωστά ή εσφαλμένα θα είχε φανεί στον Carlyle εντελώς άσχετο.
Όποια κι αν ήταν η αιτία ή η αφορμή της, εμφανίστηκε, πιστεύω, κάπου μεταξύ 1760 και 1830. Ξεκίνησε στη Γερμανία και εξαπλώθηκε με γοργό ρυθμό.
Το σημαντικό είναι οι άνθρωποι να αφοσιώνονται ολόψυχα σε αυτές τις αξίες. Αν το κάνουν αυτό, τότε είναι ήρωες κατάλληλοι για τραγωδία. Αν όχι, τότε είναι φιλισταίοι, μέλη της μπουρζουαζίας· δεν ωφελεί και δεν αξίζει να γράψει κανείς γι' αυτούς.
Σκοπός της τέχνης είναι να υπηρετεί το ωραίο· έστω δε κι αν ο καλλιτέχνης είναι ο μόνος που αντιλαμβάνεται την ωραιότητα του δημιουργήματός του, αυτό δεν παύει να αποτελεί επαρκή στόχο στη ζωή.
Δεν χωρεί αμφιβολία πως κάτι σημαντικό πρέπει να συνέβη, για να σημειωθεί μια τόσο μεγάλη στροφή της συνείδησης: από την ιδέα ότι υπάρχουν οικουμενικές αλήθειες, οικουμενικοί κανόνες για την τέχνη, ότι όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες έχουν ως απώτερο σκοπό να κατανοήσουμε το καθετί σωστά, και ότι τα κριτήρια αυτής της κατανόησης είναι κοινά, αποδεικτά, ότι όλοι οι ευφυείς άνθρωποι μπορούν να τα ανακαλύψουν χρησιμοποιώντας τη διάνοιά τους - απ' αυτή, λοιπόν, την ιδέα, προς μιαν ολότελα διαφορετική στάση απέναντι στη ζωή και απέναντι στη δράση. Αναμφίβολα κάτι συνέβη. Ρωτώντας τι, μαθαίνουμε ότι σημειώθηκε μια μεγάλη στροφή προς την κατεύθυνση του αισθηματισμού, ότι επικράτησε ένα αιφνίδιο ενδιαφέρον για το πρωτόγονο και το απόμακρο -το απόμακρο τόσο σε χρονικό, όσο και σε χωρικό επίπεδο-, ότι επήλθε μια υπερεκχείλιση της νοσταλγίας για το άπειρο.
Επιτρέψτε μου να παραθέσω εδώ μερικούς ορισμούς του ρομαντισμού, τους οποίους ερανίστηκα από τα κείμενα μερικών από τους πλέον διακεκριμένους ανθρώπους που έγραψαν σχετικά με αυτό το θέμα. Οι ορισμοί αυτοί αφήνουν να φανεί πως το θέμα μας δεν είναι κατ' ουδένα τρόπον εύκολο.
v Ο Stendhal λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το μοντέρνο και το ενδιαφέρον, ενώ ο κλασικισμός είναι το παρωχημένο και το ανιαρό. Το σχόλιο αυτό δεν είναι ίσως τόσο απλό όσο φαίνεται: ο Stendhal εννοεί ότι ο ρομαντισμός στηρίζεται στην κατανόηση των δυνάμεων που κινούνται μέσα στην ίδια μας τη ζωή, και όχι στη φυγή προς κάτι το απαρχαιωμένο.
v Ο σύγχρονός του Goethe υποστηρίζει, από την άλλη, ότι ο ρομαντισμός είναι αρρώστια, αδυναμία, ευπάθεια, η πολεμική ιαχή μιας σχολής έξαλλων ποιητών και καθολικών αντιδραστικών, ενώ ο κλασικισμός είναι δυνατός, φρέσκος, χαρούμενος, υγιής, όπως ο Όμηρος και το Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν [Nibelungenlied].
v Ο Nietzsche λέει ότι δεν είναι αρρώστια, αλλά θεραπεία - ίαση της αρρώστιας.
v Ο Sismondi, ένας λίαν ευφάνταστος Ελβετός κριτικός, παρότι δεν διαπνέεται από τις πλέον φιλικές διαθέσεις για τον ρομαντισμό, καίτοι φίλος της Madame de Staël, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι μια σύζευξη αγάπης, θρησκείας και ιπποτισμού.
v Ο Friedrich von Gentz, ωστόσο, που ήταν ο κυριότερος πράκτορας του Metternich εκείνη την περίοδο και έζησε την ίδια ακριβώς εποχή με τον Sismondi, λέει πως ο ρομαντισμός είναι το ένα από τα κεφάλια μιας τρικέφαλης ύδρας, τα άλλα δύο από τα οποία είναι η μεταρρύθμιση και η επανάσταση.
v Ο Heine λέει ότι ο ρομαντισμός είναι το παθανθές που φύτρωσε από το αίμα του Χριστού, το ξύπνημα της ποίησης του υπνοβάμονος Μεσαίωνα, «ονειρικοί οβελίσκοι» που σε κοιτάζουν με τα βαθιά, πονεμένα μάτια χαμογελαστών φασμάτων.
v Οι μαρξιστές έρχονται να προσθέσουν πως ήταν πράγματι μια απόδραση από τα δεινά της Βιομηχανικής Επανάστασης, και ο Ruskin, συμφωνώντας, θα πει πως ήταν η αντίθεση του όμορφου παρελθόντος προς το τρομαχτικό και μονότονο παρόν: πρόκειται για τροποποίηση της άποψης του Heine, που όμως αφήνει ουσιαστικά ανέπαφο το νόημά της.
v Ο Taine, πάλι, λέει ότι ο ρομαντισμός εμφανίζεται ως επανάσταση της μπουρζουαζίας ενάντια στην αριστοκρατία από το 1789 και μετά· ο ρομαντισμός είναι η έκφραση της ενέργειας και της ορμής των νέων arrivistes - το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή. Είναι η έκφραση των επίμονων και σφοδρότατων δυνάμεων της νέας μπουρζουαζίας ενάντια στις παλαιές, αξιοσέβαστες, συντηρητικές αξίες της κοινωνίας και της ιστορίας. Δεν αποτελεί έκφραση αδυναμίας ή απόγνωσης, αλλά αδυσώπητου οπτιμισμού.
v Ο Friedrich Schlegel, ο μεγαλύτερος προάγγελος, ο μεγαλύτερος κήρυκας και προφήτης του ρομαντισμού που έζησε ποτέ, λέει ότι υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου ένας τρομερός κι ωστόσο ανεκπλήρωτος πόθος να εκτιναχθεί στο άπειρο· μια διακαής επιθυμία να σπάσει τα ασφυκτικά δεσμά της ατομικότητας. Παρόμοια συναισθήματα μπορεί κανείς να αναζητήσει στον Coleridge, όπως επίσης και στον Shelley.
v Ο Ferdinand Brunetière, εν τούτοις, γύρω στα τέλη του αιώνα, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι φιλολογικός εγωτισμός, υπερτονισμός της ατομικότητας εις βάρος του ευρύτερου κόσμου, το ακριβώς αντίθετο της αυτοϋπέρβασης: η αυτοπροβολή· ο βαρόνος Seillère συμφωνεί, προσθέτοντας την εγωμανία και τον πρωτογονισμό· κι ο Irving Babbit έρχεται να ενισχύσει την άποψη αυτή.
v Ο αδελφός τού Friedrich Schlegel, ο August Wilhelm Schlegel, και η Madame de Staël ήταν της γνώμης πως ο ρομαντισμός προέρχεται από τις χώρες της Ρομανίας ή, τουλάχιστον, από τις ρομανικές γλώσσες· ότι, κατ' ουσίαν, εκπηγάζει από μια παραλλαγή της ποίησης των τροβαδούρων της Προβηγκίας.
v Ο Renan όμως λέει πως ο ρομαντισμός είναι κελτικής καταγωγής· και ο Gaston Paris, βρετονικής.
v Ο Seillière λέει ότι προήλθε από ένα μείγμα Πλάτωνα και Ψευδοδιονύσιου του Αρεοπαγίτου.
v Ο Joseph Nadler, ελλόγιμος Γερμανός κριτικός, λέει ότι ο ρομαντισμός είναι, ουσιαστικά, η νοσταλγία των Γερμανών που ζούσαν μεταξύ 'Ελβα και Νέμαν - η νοσταλγία τους για την πάλαι ποτέ Κεντρική Γερμανία, όπου και είχαν τις ρίζες τους· πως είναι, δηλαδή, οι ονειροπολήσεις των εξορίστων και των αποίκων.
v Ο Eichendorff λέει ότι είναι η αποζήτηση της Καθολικής Εκκλησίας από μεριάς των προτεσταντών.
v Ο Chateaubriand, όμως, ο οποίος ποτέ δεν έζησε μεταξύ Έλβα και Νέμαν και άρα ποτέ δεν ένιωσε τα συγκεκριμένα συναισθήματα, λέει πως ο ρομαντισμός είναι η μυστική και ανέκφραστη απόλαυση της ψυχής που παίζει με τον εαυτό της: «Μιλώ εσαεί για τον εαυτό μου».
v Ο Joseph Aynard λέει ότι είναι η επιθυμία ν' αγαπήσεις κάτι· μια ορισμένη συμπεριφορά ή ένα ορισμένο συναίσθημα που σχετίζεται με τους άλλους, και όχι με τον εαυτό σου, το ακριβώς αντίθετο της επιθυμίας για εξουσία.
Αν εξετάσουμε με προσοχή τις ρήσεις αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι, αν μη τι άλλο, είναι αξιανάγνωστοι συγγραφείς και έχουν πλειστάκις αποδειχτεί εμβριθείς και λαμπροί αναλυτές πληθώρας θεμάτων, θα διαπιστώσουμε πως είναι σχετικά δύσκολο να ανακαλύψουμε ποιο είναι το κοινό σημείο όλων αυτών των γενικεύσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Northrop Frye στάθηκε αρκετά σώφρων, ώστε να αποθαρρύνει τη διατύπωση γενικεύσεων για τον ρομαντισμό. Όλοι αυτοί οι αλληλοαναιρούμενοι ορισμοί ποτέ, απ' όσο γνωρίζω, δεν αποτέλεσαν το αντικείμενο κάποιας διαμαρτυρίας· ποτέ δεν υπέστησαν το έντονο εκείνο κριτικό μένος το οποίο θα είχε εξαπολυθεί εάν κάποιος διατύπωνε γενικεύσεις ή ορισμούς που θα θεωρούνταν απ' όλους αβάσιμοι ή άσχετοι.