1. ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΙΕΡΑ (1050 - 700 π.Χ.)
Για την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Τα αρχαιολογικά δεδομένα είναι λίγα και αποσπασματικά, ενώ οι φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες και η αξία τους για την ανασύσταση της ιστορίας αυτής της εποχής περιορισμένη. Κατ' ανάγκη, οι υποθέσεις των ιστορικών για την πρώιμη ιστορία της Σπάρτης συνιστούν προσπάθειες συνδυασμού αρχαιολογικών, φιλολογικών, γλωσσολογικών και μυθολογικών δεδομένων, που περισσότερο ως προτάσεις μελλοντικής έρευνας παρά ως ολοκληρωμένες θεωρίες μπορεί να θεωρηθούν. Κι αυτό για μια εποχή και μια περιοχή που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς σχετίζονται τόσο με το πολυσυζητημένο ζήτημα της «καθόδου των Δωριέων» όσο και με τη συγκρότηση της σπαρτιατικής πόλης-κράτους.
Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούμε στα αρχαιολογικά δεδομένα, καθώς αυτά αποτελούν μια απτή όαση για τη μελλοντική έρευνα, αλλά και για την ενδεχόμενη επαλήθευση ήδη διατυπωμένων ή μελλοντικών υποθέσεων.
Μετά το τέλος του μυκηναϊκού πολιτισμού (γύρω στο 1050 π.Χ.) ακολουθεί στην περιοχή της Σπάρτης (αλλά και σε ολόκληρη τη Λακωνία) ένας αιώνας περίπου πλήρους απουσίας αρχαιολογικών ευρημάτων, γεγονός που από ορισμένους ερευνητές έχει θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε σημαντική μείωση του πληθυσμού, αν όχι ερήμωση. Από το 950 π.Χ. εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα της λεγόμενης πρωτογεωμετρικής λακωνικής κεραμικής, που πιστοποιούν την κατοίκηση της περιοχής στην οποία αναπτύχθηκε αργότερα η πόλη της Σπάρτης. Πρόκειται για όστρακα και λίγα σχεδόν ακέραια αγγεία που έχουν βρεθεί στον περίβολο του μεταγενέστερου ναού της Αθηνάς Χαλκιοίκου στην Ακρόπολη της Σπάρτης, στο λεγόμενο Ηρώο στη δυτική όχθη του Ευρώτα, νότια της σύγχρονης γέφυρας, στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας λίγο νοτιότερα, καθώς και στο λόφο του ιερού του Απόλλωνα σας Αμυκλές, πέντε χιλιόμετρα περίπου νότια της Σπάρτης, και προέρχονται από αγγεία ποικίλων σχημάτων, κυρίως σκύφων και κυπέλλων διαφόρων μεγεθών. Η μελέτη των οστράκων αυτών έδειξε ότι παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η διευθέτηση των διακοσμητικών θεμάτων σε μετόπες, η διάκριση μεταξύ των διακοσμητικών ζωνών με εγχαράξεις, η προτίμηση για δικτυωτή διακόσμηση, η έναρξη της διακόσμησης αμέσως κάτω από το χείλος, καθώς και ο περιορισμός της διακόσμησης στο άνω τμήμα του αγγείου. Αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας της κεραμικής όμως, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα όστρακα προέρχονται από μη καθαρά αρχαιολογικά στρώματα, εμποδίζει την ακριβέστερη χρονολόγηση τους σε διάστημα μικρότερο των δύο αιώνων. Η πρωτογεωμετρική κεραμική της Σπάρτης (και της Λακωνίας ευρύτερα) χρονολογείται δηλαδή στο διάστημα 950-750 π.Χ. και δεν διευκολύνει έτσι την παρακολούθηση εξελίξεων, τα αποτελέσματα των οποίων μόλις διαφαίνονται στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα.
Όσον αφορά τους τόπους εύρεσης της κεραμικής, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα όστρακα προέρχονται από τους χώρους των σημαντικότερων ιερών της Σπάρτης. Με εξαίρεση την περίπτωση του ιερού της Αρτέμιδος Ορθίας, το γεγονός αυτό δεν έχει θεωρηθεί ότι σημαίνει κατ' ανάγκη την ίδρυση λατρείας σε μια τόσο πρώιμη εποχή. Οπωσδήποτε όμως δείχνει, όπως αναφέραμε, ότι η περιοχή της Σπάρτης ήταν ήδη κατοικημένη. Το ίδιο πιστοποιούν και εφτά τάφοι που ήλθαν στο φως τα τελευταία χρόνια και συμπληρώνουν την ένδειξη ενός που είχε βρεθεί παλαιότερα, στη δεξιά όχθη του Ευρώτα. Πρόκειται για τέσσερις πρωτογεωμετρικούς τάφους, τρεις από τους οποίους μπορεί να ανήκαν σε μία οικογένεια και οι οποίοι βρέθηκαν στην περιοχή των Λιμνών στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας.
Από τα μέσα του 8ου π.Χ. έως τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, στο διάστημα δηλαδή της μεσογεωμετρικής και της υστερογεωμετρικής κεραμικής φάσης της Λακωνίας, παρατηρείται μια αλλαγή, φανερή τόσο στο πλήθος και στην ποικιλία των ευρημάτων των ιερών (Αμυκλαίο, ιερό Αρτέμιδος Ορθίας) όσο κατ στα πρώτα κατάλοιπα οικοδομικής δραστηριότητας σε αυτά (ιερό Αρτέμιδος Ορθίας, Μενελάειο). Η έρευνα του Ταούντα στο ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα το 19ο αιώνα και οι διαδοχικές ανασκαφές των Γερμανών αρχαιολόγων μέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα έφεραν στο φως λιγοστά αντικείμενα - κεραμική, χάλκινους σφικωτήρες, μία χάλκινη περόνη - που μπορούν με σχετική βεβαιότητα να χρονολογηθούν πριν από τα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Στη συνέχεια, η εικόνα αλλάζει και τα χάλκινα κυρίως αναθήματα παρουσιάζουν ποικιλία και πλούτο. Σε αυτά περιλαμβάνονται τμήματα από μεγάλους τρίποδες, γνωστούς από όλα τα μεγάλα ιερά αυτήν την περίοδο, ζωόμορφα ειδώλια, ιδιαίτερα αλόγων, ταύρων και βοοειδών, πόρπες, περόνες, σφικωτήρες, δαχτυλίδια, καθώς κατ μικροσκοπικοί διπλοί πελέκεις.
Οι αρχαιότερες κατασκευές στο χώρο του ιερού της Αρτέμιδος Ορθίας, που ανασκάφτηκε από την αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα, χρονολογούνται πλέον γύρω στο 700 π.Χ. Πρόκειται για ένα λιθόστρωτο, καθώς και ίχνη του παλαιότερου βωμού του ιερού, που βρέθηκαν κάτω από ένα στρώμα άμμου. Στα λοιπά ευρήματα που χρονολογούνται την ίδια εποχή και μέχρι τα μέσα του 7ου π.Χ. αιώνα περιλαμβάνονται κεραμική και διάφορα αναθήματα, όπως οστέϊνες πόρπες, πλακίδια από ελεφαντόδοντο με παραστάσεις φανταστικών ζώων και θρησκευτικού περιεχομένου, μικροσκοπικές μορφές ανθρώπων και ζώων, ένθετες σε άλλα αντικείμενα από ελεφαντόδοντο και μόλυβδο, χάλκινες περόνες και ειδώλια ζώων από χαλκό, πήλινες πλάκες με παραστάσεις ανθρώπων και ζώων, σφραγίδες σε σχήμα σκαραβαίου και χάντρες.
Στο λόφο που υψώνεται πάνω από την αριστερή όχθη του Ευρώτα, στις νότιες παρυφές της σημερινής πόλης, που ονομάζεται από τους ντόπιους «Μενελάτα», η αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα και στη δεκαετία του ’70 ερεύνησε και ανέσκαψε ιερό αφιερωμένο στον Μενέλαο και στην Ελένη, το επονομαζόμενο Μενελάειο. Η αρχαιότερη φάση του ιερού τοποθετείται στα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Σε αυτήν ανήκουν αναθήματα από πηλό, χαλκό και μόλυβδο, αλλά η σύνδεση με αυτή τη φάση πώρινων δόμων που είχαν βρεθεί στις παλαιότερες ανασκαφές αμφισβητείται. Είναι πιθανόν να υπήρχε αρχικά εδώ ένας απλός βωμός, πολύ κοντά ή πάνω στο έξαρμα γης που αποτέλεσε τον πυρήνα του ιερού στη συνέχεια.
Η ανασκόπηση των αρχαιότερων φάσεων των σημαντικότερων σπαρτιατικών ιερών και των ευρημάτων τους δείχνει ότι από τα μέσα του 8ου αιώνα υπήρξε μια σημαντική αλλαγή στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση της περιοχής της Σπάρτης, η οποία έχει συνδεθεί από όλους τους ερευνητές με την εγκαθίδρυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας στην περιοχή αλλά και ευρύτερα, με τις απαρχές δηλαδή της ιστορίας της Σπάρτης ως εύρωστης και κυρίαρχης πόλης-κράτους. Πιο συγκεκριμένα, έχει θεωρηθεί ότι η οικοδομική δραστηριότητα στο ιερό της Αρτέμιδος Ορθίας προϋποθέτει ένα συγκροτημένο κοινωνικό σώμα για την ανάληψη κοινής προσπάθειας αναδιοργάνωσης και προβολής μιας παλαιότερης σημαντικότατης κοινής λατρείας, ενώ η αναβάθμιση του ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα προϋποθέτει την ενσωμάτωση των Αμυκλών ως πέμπτης κώμης της σπαρτιατικής πόλης. Η ίδρυση του Μενελαείου, εξάλλου, εντάσσεται σε μια συνήθη, αυτή την εποχή, προσπάθεια των αναδυομένων πόλεων-κρατών να συνδεθούν με το ηρωϊκό παρελθόν τους μέσω της ηρωολατρίας.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι η πρώιμη ιστορία της Σπάρτης είναι προς το παρόν γνωστή σχεδόν αποκλειστικά μέσω των πρώιμων φάσεων των ιερών της, τα περισσότερα στοιχεία για τα οποία προέρχονται μάλιστα από τα τελευταία χρόνια της περιόδου που εξετάσαμε σε αυτό το άρθρο. Σημαντικά ζητήματα που συνδέονται με την εμφάνιση και την πρώιμη εξέλιξη των δωρικών φύλων στην περιοχή, τη σχέση τους με τον υπόλοιπο πληθυσμό, την αρχική συγκρότηση της σπαρτιατικής κοινωνίας και τις προϋποθέσεις της σπαρτιατικής επιβολής στην υπόλοιπη Λακωνία, αλλά και πέραν αυτής, μένουν προς αρχαιολογική και ιστορική διερεύνηση. Θα ήταν ευχής έργο, η μελλοντική αρχαιολογική έρευνα να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που δημιουργεί η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Boardman, J., «Artemis Orthia and Chronology», BSA 58 (1963), 1-7.
Buschor Ε. - Massow W. von., «Vom Amyklaion», ΑΜ52 (1927),1-85.
Calligas Ρ. G., «From the Amyklaion»,
Φιλολάκων, Laconian Studies in Honour of Hector Catling (J. Motyka Sanders ed.), The Managing Committee of the British School at Athens, London 1992, 31.48.
Cartledge Ρ.Α., «Early Lakedaimon: The Making of a Conquest-State», Laconian Studies in Honour of Hector Catling (J. Motyka Sanders ed.), The Managing Committee of the British School at Athens,
London 1992, 49-55.
Catling Η. W., «Excavations at the Menelaion, Sparta 1973-1976», AR 23 (1976-77), 24-42.
Cavanagh W.C. - Laxton R.R., «Lead Figurines from the Menelaion and Seriation», BSA 79 (1984), 23-36.
Coulson W.D.E., «The Dark Age Pottery of Sparta», BSA 80 (1985), 29-84. Coulson W.D.E., The Greek Dark Ages. Α review oIthe Evidence and Suggestions ΙσΓ Future Research, Athens 1990.
Dawkins R.M. (00.), The Sanctuary σΙ Artemis Orthia at Sparta, JHS Suppl. 5, London 1929.
Dickins G., «The Hieron of Athena Chalkioikos», BSA 13 (1906-1907),145-156. Eder Β., Argolis, Lakonien, Messenien. Vom Ende der mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier, Verlag der Oesterreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1998.
Marangou E.L.I., Lakonische Elfenbein - und Beischnitzerein, Verlag Ernst Wasmuth, Tuebingen 1969.
Raftopoulou S., «New Finds from Sparta», Sparta in Laconia. ProceOOings oIthe 19th British Museum C1assical Cofloquium (W.G. Cavanagh - S.E.C. Walker eds.), British School at Athens (Studies 4), London 1998, 125-140.
2. ΜΥΘΟΙ - ΛΑΤΡΕΙΕΣ
Σε κάθε προσπάθεια ανασύνθεσης του σπαρτιατικού θρησκευτικού συναισθήματος συνήθως δίνεται έμφαση στς ιδιαιτερότητες τις οποίες παρουσιάζουν οι θρησκευτικές αντιλήψεις και πρακτικές και στο βαθμό που οι θεϊκές μορφές και οι λατρείες τους προσδιορίζονται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσμών και της ιδεολογίας της Σπάρτης, αλλά και εντάσσονται στο πανελλήνιο θρησκευτικό σύστημα. Η σύγκριση με τη θρησκεία άλλων ελληνικών πόλεων, και κυρίως με εκείνην της Αθήνας, είναι αναπόφευκτη.
Ο Όμηρος είχε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον για τη Σπάρτη, αφού ήταν η απαγωγή της βασίλισσας της Ελένης η οποία οδήγησε στη σύγκρουση Αχαιών και Τρώων και αποτέλεσε τη βασική αιτία του Τρωικού πολέμου στην Ιλιάδα και των περιπλανήσεων του Οδυσσέα στην Οδύσσεια. Η λατρεία της Ελένης μαρτυρείται στον ίδιο ακριβώς χώρο, εκεί όπου την τοποθέτησαν τα ομηρικά έπη, στη Σπάρτη. Στο Μενελάειο, στη θέση της αρχαίας Θεράπνης, υπήρχε κοινή λατρεία της Ελένης και του Μενέλαου (Παυσανίας, 3,19, 9). Σε αυτό το χώρο, στο λόφο του Μενε-λάειου, στράφηκε ο Ερρίκος Σλίμαν μετά τις μεγάλες ανακαλύψεις στην Τροία, τις Μυκήνες και την Τίρυνθα, αναζητώντας το ιερό όπου λατρεύονταν οι δύο επικοί ήρωες, αλλά και το μυκηναϊκό-ομηρικό ανάκτορο. Οι συστηματικές ανασκαφές οι οποίες έγιναν από τους διαδόχους του Σλίμαν έφεραν στο φως σημαντικά ευρήματα μαζί με αναθηματικές επιγραφές στον Μενέλαο και στην Ελένη: Δεινι[ς] τάδ’ ανέθεκε χάρι[.] Fελέναι ΜενελάFο (β΄ τέταρτο ή μέσα του 7ου αι.), Ται Fελέναι (6ος αι.), Ευθυκρενές ανέθεκε τοι Μενέλαι (5ος αι.), το]ι Μενέλαι (6ος αι.).
Η αναβίωση του ενδιαφέροντος για τις ηρωικές λατρείες αποδόθηκε ως ένα Βαθμό στην επίδραση της μετάδοσης των ομηρικών επών στον 8ο αιώνα, οπότε και καθιερώνονται οι περισσότερες από αυτές. Η περίπτωση, ωστόσο, της Ελένης και ίου Μενέλαου φαίνεται να διαφέρει ως προς το ότι τους αποδίδονταν θεϊκές τιμές (Ισοκράτης, 10,63), πράγμα ασυνήθιστο για τοπικούς ήρωες. Είναι πολύ πιθανό ότι το Μενελάειο εχρησιμοποιείτο ως χώρος λατρείας ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο. Φαίνεται ότι η ίδια θεότητα, μία τοπική θεά η οποία προϋπήρχε του Μενέλαου, εξακολούθησε να λατρεύεται εκεί και στην αρχαϊκή περίοδο και αργότερα ταυτίστηκε με την ηρωική μορφή της Ελένης. Κοινές ιδιότητες καθώς και ο μύθος της απαγωγής ήταν ίσως οι κυρτοί παράγοντες που έφεραν κοντά τις δύο μορφές, οι οποίες κατέληγαν στη συγχωνευμένη θεϊκή προσωπικότητα που έγινε το επίκεντρο μιας σημαντικής λατρείας στη Σπάρτη γύρω στο τέλος του 8ου αι.
Σημαντικό χαρακτηριστικό της λατρείας της Ελένης στην αρχαία Θεράπνη ήταν η ικανότητα να αποδίδει ομορφιά στις νέες της Σπάρτης. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η διήγηση του Ηρόδοτου (6,61, 2-5; πβ. Παυσανίας, 3,7,7) σύμφωνα με την οποία η θεά Ελένη μεταμόρφωσε τη μετέπειτα σύζυγο του βασιλιά Αρίστωνα από ένα άσχημο κοριτσάκι σε μια πανέμορφη νέα, έπειτα από επανειλημμένες επισκέψεις στο ιερό της μαζί με την τροφό της. Τα Ελένεια, τα Ελενηφόρια, τα θεραπν(αι)ί-δια ήταν γιορτές αφιερωμένες στην Ελένη. Χαρακτηριστικά της θεϊκής της λατρείας στη Σπάρτη επισημαίνουμε στο 18ο ειδύλλιο του Θεόκριτου (Ελένης επιθαλάμιος). Σε αθηναϊκές πηγές (Αριστοφάνης, Λυσιστράτη, 1314-15, Ευριπίδης, Ελένη 1465 κ.ε.), η Ελένη είναι η «χοραγός» σε τελετουργικούς χορούς Λακεδαιμονίων παρθένων. Η λατρεία της Ελένης αποτελεί μια ιδιαιτερότητα για τη Σπάρτη επειδή, όπως παρατηρεί και ο ελληνιστής Μ. Ουεστ (M. West), «εάν στην Ελλάδα γενικά αυτή ανήκε στο χώρο της μυθολογίας ως μία από τις πρώτες βασίλισσες της Σπάρτης, στην ίδια τη Σπάρτη η Ελένη ανήκε στο χώρο της θρησκείας».
Άλλη σημαντική λατρεία ήταν εκείνη της Αθηνάς Χαλκιοίκου στο ναό της στη σπαρτιακή ακρόπολη. Η παράδοση αποδίδει στο Σπαρτιάτη ποιητή και καλλιτέχνη Γιτιάδα την κατασκευή του περίφημου χάλκινου αγάλματος της θεάς (Παυσανίας, 3, 17, 2) καθώς και τη διακόσμηση με μυθολογικές σκηνές των τοίχων του ναού, που όπως φαίνεται είχαν χάλκινη επένδυση. Πομπή νέων πολεμιστών κατευθυνόταν κάθε χρόνο σ’ αυτό το ναό στο πλαίσιο μιας γιορτής που ονομάζονταν Αθήναια, αντίστοιχης ίσως προς τα αθηναϊκά Παναθήναια. Λατρεία της Αθηνάς Εργάνης υπήρχε στη σπαρτιατική ακρόπολη, όπως και στην αθηναϊκή, αποδεικνύοντας έτσι ότι και στη Σπάρτη η θεά προστάτευε τις ειρηνικές δραστηριότητες, τις τέχνες και τους τεχνίτες. Το ιερό της Αθηνάς Χαλκιοίκου ήταν ένα από τα κεντρικά ιερά της Σπάρτης, προσιτό σε όλους τους οικισμούς της, η δε λατρεία της εμφανίζεται κι εδώ ως πανελλήνια μάλλον παρά ως ιδιαίτερα σπαρτιατική. Η θεϊκή προσωπικότητα της ορίζονταν μέσα στο πλαίσιο της πόλης της Σπάρτης και του συστήματος της με το οποίο ταίριαζε η σοβαρότητα της λατρείας της. Η σπαρτιατική Αθηνά ήταν κυρίως η θεά με το «χάλκινο οίκο», δηλαδή το «χάλκινο ναό», αλλά και η θεά του πολέμου. Ωστόσο, ο πολεμικός χαρακτήρας της Αθηνάς ήταν κι εδώ αναπόσπαστα συνδεδεμένος με τον πολιτικό και κοινωνικό της χαρακτήρα, με την κατ' εξοχήν ιδιότητα της ως «θεάς της πόλης και της ακρόπολης».
Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος θεωρείται ως μία από τις πιο περίεργες και πολυσυζητημένες λατρείες του αρχαίου ελληνικού κόσμου, κυρίως εξ αιτίας του εθίμου της διαμαστίγωσης των Σπαρτιατών εφήβων στο βωμό της θεάς. Φαίνεται ότι η Ορθία ήταν αρχικά ανεξάρτητη τοπική θεά που αργότερα συνδέθηκε με την Ολύμπια Άρτεμη. Στις πρώιμες απεικονίσεις της στη σπαρτιατική τέχνη και στη λατρευτική πρακτική η Ορθία-Άρτεμις διατήρησε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά με τα οποία είναι γνωστή στην πανελλήνια λατρεία της.
Είναι η «πότνια θηρών», n θεά των ζώων και της άγριας φύσης. Στη Σπάρτη είναι επίσης η κουροτρόφος θεά η οποία προστατεύει τη γέννηση και την ανάπτυξη, καθώς και η θεά της βλάστησης και της γονιμότητας (βλ. τα επίθετα της Κορυθαλία, Καρυάτις, Λυγόδεσμα). Η λατρεία της Ορθίας-Αρτέμιδος περισσότερο από κάθε άλλη τοπική λατρεία συνδέθηκε με το κοινωνικό σύστημα της πόλης και ιδιαίτερα με την αγωγή των αγοριών, ο δε ρόλος του ιερού της ήταν κυρίως μυητικός. Τελετουργικοί χοροί παρθένων αποτελούσαν μέρος της λατρείας της, η δε πρώτη απαγωγή της Ελένης από τον Θησέα και τον Πειρίθοα έγινε την ώρα που αυτή χόρευε προς τιμήν της Αρτέμιδος Ορθίας (Πλούταρχος, θησεύς 31).
Η λατρεία του Αμυκλαίου Απόλλωνα ήταν επίσης μία από τις σημαντικότερες λατρείες. Στο ιερό του, το Αμυκλαίο, υπήρχε κοινή λατρεία Υάκινθου και Απόλλωνα. Ο ιδιόμορφος σύνδεσμος των δύο θεών αποτυπώνεται στη λατρεία με ξεχωριστές ιερουργίες: τελετουργικός θρήνος και πένθος για τον Υάκινθο, μουσική, χορός και ύμνοι για τόν Απόλλωνα (Αθηναίος, 4,139d). Η γιορτή των Υακινθίων ήταν πολύ σημαντική για τη θρησκευτική ζωή των αρχαίων Σπαρτιατών. Σ’ αυτή συμμετείχαν όλες οι κοινωνικές ομάδες: γυναίκες, νέοι και νέες, ακόμη και δούλοι. Κανένας δεν απουσίαζε σύμφωνα με τις πήγες: ουδείς δ’ απολείπει την θυσίαν, αλλά κενουσθαι συμβαίνει την πόλιν προς την θέαν (Αθήναιος, 4. 139f). H ιδιότυπη σχέση των δύο θεών, Υάκινθου και Απόλλωνα, και τα έθιμα της λατρείας τους εισηγούνται μία διαφορετική από την παραδοσιακή ερμηνεία του μύθου, σύμφωνα με τον οποίο ο Απόλλωνας σκότωσε κατά λάθος τον Υάκινθο με το δίσκο του. Ο θάνατος του Υάκινθου και ο θρήνος γι’ αυτόν, καθώς και η σκηνή της αποθέωσης του στη βάση του αγάλματος του Απόλλωνα στις Αμυκλές, όπως περιγράφεται από τον Παυσανία (3,19. 4), υπαινίσσονται στοιχεία ενός μυητικού εθίμου. Στην ίδια συμβολική διαδικασία μύησης, θανάτου και αποθέωσης, υποβάλλονται και οι νέοι κατά τη μετάβαση τους με την ενηλικίωση στην ώριμη κοινωνική ομάδα.
Τα Κάρνεια ή Κάρνεα, η σπουδαιότερη ίσως γιορτή των Δωριέων, ήταν επίσης αφιερωμένη στον Απόλλωνα Κάρνειο. Οι Γυμνοπαιδιαί συνδέθηκαν επίσης με τον Απόλλωνα, αν και δεν μπορούν να ενταχθούν στις γιορτές με την αυστηρή έννοια του όρου. Επρόκειτο για μια σειρά αγωνισμάτων που διαρκούσαν για πολλές μέρες.
Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό της σπαρτιατικής θρησκευτικής ζωής είναι ότι δεν υπήρχαν αγροτικές γιορτές στο σπαρτιατικό εορτολόγιο, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στην Αθήνα. Γύρω στον 5ο αιώνα λατρευτικά έθιμα προς τιμήν της Δήμητρας και του Διονύσου κατείχαν ένα μεγάλο μέρος του αθηναϊκού και γενικότερα του αττικού εορτολογίου. Και οι δύο θεοί λατρεύονταν στη Σπάρτη, μόνο που η λατρεία τους δεν είχε την ίδια μορφή και σημασία όπως στην Αθήνα. Μερικά χαρακτηριστικά στη λατρεία του Διονύσου, όπως η τελετουργική δημόσια οινοποσία, δεν ταίριαζαν με την αυστηρότητα και τους περιορισμούς του σπαρτιατικού κοινωνικού συστήματος. Όσον αφορά τη Δήμητρα, η σχέση της με τη γεωργία και την καλλιέργεια των αγρών δεν ήταν από τα στοιχεία που ενδιέφεραν τους Σπαρτιάτες. Συγκεκριμένα, ωστόσο, τελετουργικά έθιμα προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης τελούνταν αποκλειστικά από τις γυναίκες όπως ακριβώς και στην υπόλοιπη Ελλάδα
.
Η θρησκεία ήταν κυρίαρχη ιδεολογική μορφή στη Σπάρτη, όπως άλλωστε σε όλες τις αρχαίες κοινωνίες. Χαρακτηριστική ήταν η μεγάλη σημασία που έδιναν οι Σπαρτιάτες στη λατρεία των ηρώων, η συχνότητα στην τέλεση θυσιών, η έκταση της συμμετοχής τους σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Κι όμως, όλα αυτά αποτελούσαν χαρακτηριστικά της θρησκευτικής ζωής και άλλων πόλεων, μόνο που ήταν μοναδικά ως προς τον τρόπο που επικρατούσαν στη σπαρτιατική πολιτεία, δηλαδή σε ένα συνεχές και συστηματικό επίπεδο που διαπερνούσε όλες τις όψεις της καθημερινής Ζωής. Γενικά η σπαρτιατική θρησκεία δεν διέφερε από τη θρησκεία άλλων ελληνικών πόλεων, γιατί οι σημαντικότερες πανελλήνιες θεότητες λατρεύονταν κι εκεί, συχνά με παρόμοιες τελετές. Ωστόσο, υπήρχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στις θρησκευτικές εκδηλώσεις, στη συμμετοχή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων, στην επικοινωνία του θείου με το ανθρώπινο στοιχείο, τα οποία ήταν κατ’ εξοχήν σπαρτιατικά.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
S. Wide, Lakonische Kulte. Λειψία 1893
Μ.L. West, Immortal Helen, Inaugural Lecture,
Πανεπιοιήμιο ίου Λονδίνου 1965
J.T. Hooker, The ancient Spartans. Λονδίνο 1980
L.F. Fitzhardinge, The Spartans. Λονδίνο 1980
R. Parker, «Spartan Religion» oio Classical Sparta:
techniques behind her Success, ed. A. Powell, Λονδίνο 1989
S. Constantinidou, Lakonian Cults: the main
sanctuaries of Sparta, διδ. διαιρ., Πανεπιστήμιο του Λονδίνου 1988
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΩΗ ΣΤΗ ΣΠΑΡΤΗ
Οι μεγάλες κατευθύνσεις των πολιτικών θεσμών της Σπάρτης είναι σχετικά ελάχιστα γνωστές, αλλά η λειτουργία τους και η φύση της πολιτείας έδωσαν αφορμή, από την αρχαιότητα κιόλας, για πλήθος αμφισβητήσεων, συνδυαζόμενες μάλιστα με το σπαρτιατικό μύθο. Αφού υπενθυμίσουμε κάποια σημεία λίγο-πολύ γνωστά, θα εξετάσουμε ορισμένες από τις προτεινόμενες γενικές ερμηνείες και θα προχωρήσουμε σε μερικές υποθέσεις.
Η Συνέλευση, που ονομάστηκε Απέλλα στη Μεγάλη Ρήτρα την αρχαϊκή εποχή και Εκκλησία (όπως και στην Αθήνα) στα κείμενα της κλασικής εποχής, περιλαμβάνει αυτοδικαίως όλους τους πολίτες, τους Σπαρτιάτες ή Ίσους, στους οποίους απαγορευόταν κάθε οικονομική δραστηριότητα και οι οποίοι αφιέρωναν όλο το χρόνο τους στον πόλεμο, τη στρατιωτική εκπαίδευση και την πολιτική. Σύντομα ο αριθμός αυτών των Ομοίων γνώρισε ταχύτατη μείωση, από 8.000 περίπου το 479 σε λιγότερο από 1.500 oto 371. Η Συνέλευση συνεδρίαζε τακτικά, πιθανόν κάθε μήνα. Δεν φαίνεται όλοι οι Σπαρτιάτες να χαίρουν του δικαιώματος λόγου ίσου για όλους (ισηγορία), που έκανε τόσο υπερήφανους τους Αθηναίους: εκτός από τους βασιλείς, τη Γερουσία και τους εφόρους, δεν ελάμβαναν το λόγο παρά μόνο αυτοί που ο προεδρεύων έφορος επέλεγε. Η ψήφος δεν γινόταν με την ανάταση των χειρών ούτε με μυστικά ψηφοδέλτια, όπως στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, αλλά συνηθέστερα σύμφωνα με την δια βοής αρχαϊκή και υποτυπώδη διαδικασία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ο πρόεδρος της συνεδρίασης μπορούσε να ζητήσει από τους πολίτες να εκφράσουν τη γνώμη τους μετακινούμενοι προς τη μία ή την άλλη πλευρά της συνέλευσης: αυτό έκανε ο Σθένελος το 432. Η μέθοδος αυτή επέτρεπε τόσο την άρση των αμφισβητήσεων όσο και τον εκφοβισμό.
Η Γερουσία ή Συμβούλιο των Γερόντων περιελάμβανε τους δυο βασιλείς και είκοσι οκτώ) γέροντες πάνω από εξήντα ετών. Αυτοί οι παλαιοί έδρευαν δια βίου. Η εκλογή τους γινόταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη, κατά τρόπο «παιδαριώδη»: ο κάθε υποψήφιος παρουσιαζόταν μπροστά στη Συνέλευση και οι πάρεδροι, κλεισμένοι σε ένα γειτονικό οίκημα, εκτιμούσαν την ένταση των επιδοκιμασιών. Κατά τον Ξενοφώντα η είσοδος στη Γερουσία ήταν η ανταμοιβή μιας ενάρετης ζωής, αλλά σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν αποτέλεσμα σκληρού ανταγωνισμού στο στενό πλαίσιο μιας ομάδας ανδρών και επιβράβευε περισσότερο τη φιλοδοξία παρά την αξία. Το να εμπιστευτούν σημαντικές εξουσίες σε άνδρες τόσο ηλικιωμένους αποτελούσε για το φιλόσοφο σφάλμα, επειδή «υπάρχει το γήρας του πνεύματος όπως υπάρχει το γήρας του σώματος»· επιπλέον, μην έχοντας να λογοδοτήσουν, οτ γέροντες ήταν επιρρεπείς στη διαφθορά.
Η Γερουσία ασκεί σημαντικές νομικές εξουσίες: ιδιαίτερα εκδικάζει, μαζί με τους εφόρους, τις κορυφαίες υποθέσεις. Το Συμβούλιο έχει επίσης την ευθύνη της προετοιμασίας ίων αποφάσεων της Συνέλευοης και οφείλει να υποβάλλει τα νομοσχέδια στο λαό. Αυτή η λειτουργία, ανάλογη της Βουλής πολλών ελληνικών πόλεων, πιστοποιείται στη Σπάρτη ήδη από τη Μεγάλη Ρήτρα, που πιθανόν χρονολογείται το αργότερο κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα. Αυτό έκανε τον Άντονι Άντριους (Athony Andrewes) να υποδείξει την προβούλευση, τόσο σπουδαία στην ελληνική πολιτική Ζωή, σαν σπαρτιατική επινόηση.
Η βασιλεία ίων πρώτων αρχαϊκών χρόνων επέζησε στη Σπάρτη με τη μορφή δυαρχίας. Οι δυο δυναστείες των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών - και οι δύο των Ηρακλείδων - βασιλεύουν από κοινού επί πέντε αιώνες, από τον 8ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ. Η απαρχή αυτής της δυαρχίας προκάλεσε σειρά συζητήσεων στους σύγχρονους ιστορικούς- οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες πίστευαν ότι οι δυο δυναστείες κατάγονταν από διδύμους (στο ερώτημα ποιο από τα δύο αδέρφια έπρεπε να βασιλεύει, ο χρησμός των Δελφών είχε απαντήσει ορίζοντας την εκχώρηση της βασιλείας και στους δύο) και υπάρχει ένας πολύ ισχυρός δεσμός, που αναφέρει ο Ηρόδοτος (5, 75), μεταξύ της δυαδικής βασιλείας και της προστασίας που ασκούν στη Σπάρτη οι δίδυμοι θεοί Διόσκουροι. Στους κόλπους των δύο βασιλικών οικογενειών, η διαδοχή είναι αυστηρά κληρονομική, χωρίς ο κανόνας της διαδοχής να είναι η πρωτοτοκία: σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (7, 3), ο γιος που γεννήθηκε έπειτα από την άνοδο του πατερά του στο βασιλικό αξίωμα έχει περισσότερα δικαιώματα από τον πρωτότοκο που γεννήθηκε από έναν πατέρα που ήταν τότε απλός ιδιώτης.
Τα προνόμια των βασιλέων είναι γνωστά χάρη στους δύο καταλόγους που μας napéöojoav o Ηρόδοτος (6, 56-58) και ο Ξενοφών (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 130 και 115). Οι σύγχρονοι ιστορικοί, αναλύοντας τις δικαιοδοσίες των βασιλέων της Σπάρ-της, τείνουν να εξετάζουν διαδοχικά τις «εξουσίες», τις «τιμές» και τα «υλικά προνόμια» τους. Παρόμοιες διακρίσεις είναι τεχνητές. Οι όροι που χρησιμοποιούνται από τον Ηρόδοτο (γέρεα) και τον Ξενοφώντα (τιμαί) συνδυάζουν αυτές τις έννοιες. Η διατύπωση δε του Ηροδότου είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτη, καθότι προσεγγίζει τους βασιλείς της Σπάρτης με τους ομηρικούς βασιλείς: Γέρεα δη τάδε τοισι βασιλευσι Σπαρτιηται δεδώκασι, «να τα προνόμια που οι Σπαρτιάτες έχουν προσφέρει στους βασιλείς τους» (ο Παρακείμενος υπογραμμίζει τον οριστικό χαρακτήρα αυτής της προσφοράς). Αυτά τα γέρεα συνδυάζουν αντιλήψεις περί τιμής και εξουσίας και εμφανίζονται σαν «πατρώοι νόμοι» - αξιοσέβαστοι -και κατατάσσονται από τον Ηρόδοτο σε τρεις κατηγορίες: τις δικαιοδοσίες σε περίοδο πολέμου, τις αντίστοιχες σε περίοδο ειρήνης, τις αποδιδόμενες τιμες στους βασιλείς μετά θάνατον. Ο Ξενοφών ακολουθεί την ίδια τάξη. Οι δυο συγγραφείς σημειώνουν τη διπλή αντίθεση μεταξύ της σπουδαιότητας του βασιλιά ευρισκομένου σε εκστρατεία και της μετριοπάθειας των εξουσιών του στη Σπάρτη, μεταξύ της υποταγής του εν ζωή βασιλιά στους νόμους και τη μετά θάνατον ηρωοποίησή του.
Η Μεγάλη Ρήτρα δεν μνημονεύει τους εφόρους, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως η ανάδυση τους στο πρώτο επίπεδο του πολιτικού σπαρτιατικού βίου είναι μεταγενέστερη. Από πολλές πλευρές η Εφορεία αποτελεί ένα αξίωμα κλασικού τύπου, όπως οι αρχαί πλήθους άλλων πόλεων: οι πέντε έφοροι εκλέγονται για ένα έτος από και μέσα από το λαό. Η εξουσία που ασκούν -συγκρίθηκε με την τυραννία (Ξενοφών. Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4)- και οι σχέσεις των κυβερνώντων με τους κυβερνώμενους αναδεικνύουν την Εφορεία σε εντελώς ιδιαίτερη περίπτωση.
Η διπλωματία και ο πόλεμος αποτελούν το ευρύτερα γνωστό πεδίο της σπαρτιατικής ζωής, χάρη στο πλήθος των ενδείξεων, υπαινικτικών και άλλοτε λεπτομερειακών των αρχαίων ιστορικών. Μερικά μείζονα γεγονότα ξεχωρίζουν. Στην κλασική περίοδο η Συνέλευση είναι αυτή που αποφασίζει περί ειρήνης ή πολέμου· είναι αυτή που επιλέγει το βασιλιά ή το στρατηγό που θα αναλάβει την αρχιστρατηγία. Οι έφοροι κηρύσσουν την επιστράτευση ή καθορίζουν τον αριθμό των κλάσεων που πρέπει να αναχωρήσουν σε εκστρατεία και συνεπώς το μέγεθος της αποστολής· οι ίδιοι επίσης διεξάγουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις, τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και εν καιρώ πολέμου.
Επειδή οι εκστρατείες από ξηράς δέσμευαν τον τακτικό στρατό της πόλης, η φρουρά επανδρωμένη με πολίτες και περιοίκους λογικά διοικείται από τον έτερο βασιλιά. Ως τα τέλη του 6ου αιώνα οι δυο βασιλείς διοικούσαν από κοινού το στρατό, όμως κατά την εισβολή το 506 στην Αττική, ο Κλεομένης Α΄ και ο Δημάρατος δίνουν αντικρουόμενες διαταγές, με αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατεύματος. Από τότε ένας νέος νομός ορίζει ότι ένας μόνο από τους βασιλείς θα αναχωρεί σε εκστρατεία, ενώ ο άλλος θα παραμένει στη Σπάρτη. Βεβαίως εδώ υπάρχει ένας παράγοντας ανισότητας μεταξύ των βασιλέων: ο ένας αναλαμβάνει μεν εντολή που εμπεριέχει πολλούς κινδύνους, μα που μπορεί να του προσφέρει δόξα και επιρροή, ενώ ο άλλος αδημονεί στη Σπάρτη. Ένας βασιλιάς με κύρος που απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του «δόμου» και που έχει το απαραίτητο πολιτικό βάρος να επιβάλλει την εκλογή των φίλων του στο αξίωμα του εφόρου, κατορθώνει μερικές φορές να εμπνεύσει και να διευθύνει άμεσα ή έμμεσα όλη την εξωτερική πολιτική της πόλης: είναι η περίπτωση για πολλά χρόνια του Κλεομένη Α΄ και του Αγησίλαου και, για μικρότερη χρονική περίοδο, του Αρχίδαμου Β΄, του Πλειστοάνακτα και του Παυσανία. Παραφράζοντας τον Θουκυδίδη, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε συχνά τη σπαρτιατική κυβέρνηση «αρχή υπό τον πρώτον βασιλέως».
Αντίθετα, σπάνια οι ιστορικοί μνημονεύουν τη Γερουσία όσον αφορά την εξωτερική πολιτική· προφανώς αυτό δεν σημαίνει πως δεν προϋπήρχε η απόφαση των γερό-. ντων, απλά για τους εξωτερικούς παρατηρητές η συζήτηση στη Συνέλευση και η ψήφος του δάμον ήταν καθοριστικοί παράγοντες. Παραμένει το γεγονός ότι η Γερουσία, που εκδικάζει πολλές κατηγορίες προδοσίας εναντίον των βασιλέων και των στρατιωτικών αρχηγών, διαθέτει αξιοσημείωτη ισχύ πίεσης. Κάποιοι γέροντες συμπράττουν ή συμμαχούν με τη μια ή την άλλη βασιλική οικογένεια και σχηματίζουν φατρίες προσκείμενες άνευ όρων σε ένα βασιλιά· σ’ αυτές έρχονται να προστεθούν και άλλοι γέροντες για λόγους προσωπικούς ή πολιτικούς. Ένας βασιλιάς που θέλει να αποφύγει τη θανατική καταδίκη του ή κάποιου από τους συγγενείς του, οφείλει είτε να κερδίσει την υποστήριξη των ανεξάρτητων από τις φατρίες γερόντων είτε να έρθει σε συνεννόηση με τον άλλο βασιλιά και τους φίλους του (οι δυο βασιλικές φατρίες ενωμένες φαίνεται να διαθέτουν την πλειοψηφία). Αν πιστέψουμε την με έντονα χρώματα αφήγηση του Ξενοφώντα (Ελληνικά 5, 4, 24-33), ο Σφοδρίας, φίλος του βασιλέα Κλεόμβροτου, απαλλάχθηκε μετά την άτυχη εκστρατεία του κατά του Πειραιά, επειδή ο γιος του ήταν ο ερωμένος του Αρχίδαμου, γιου του Αγησίλαου.
Η Εκκλησία λαμβάνει τις κύριες αποφάσεις σε θέματα εξωτερικής πολιτικής· οι εντολές κατ η επιρροή προέρχονται στην πλειονότητα τους από την εμπιστοσύνη του λαού. Στα δύο αυτά σημεία, το σπαρτιατικό σύστημα δεν είναι στις βασικές του δομές διαφορετικό από αυτό της Αθήνας. Ωστόσο όταν ο Αριστοτέλης κάνει μνεία στα «δημοκρατικά» στοιχεία της Λακεδαιμόνιας Πολιτείας, επιμένει σχετικά με τη συμμετοχή των ανδρών του λαού στην Εφορεία, την κοινή εκπαίδευση για όλους και τα συσσίτια, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τη Συνέλευση. Ακόμη περισσότερο, βεβαιώνει ότι στη Σπάρτη, όπως επίσης στην Κρήτη, ο λαός δεν έχει το δικαίωμα παρά να επικυρώνει με την ψήφο του [συνεπηψηφίσα, Πολιτικά 2,1271b] τις αποφάσεις των γερόντων και υπογραμμίζει ότι, αντίθετα από τους Καρχηδόνιους, οι Σπαρτιάτες πολίτες δεν έχουν το δικαίωμα να συζητούν τις προτάσεις που τους διαβιβάζονταν. Οι παρατηρήσεις του Αριστοτέλη μοιάζουν να απηχούν την περίφημη προσθήκη της Μεγάλης Ρήτρας που αποδίδεται στους βασιλείς Πολύδωρο ή Θεόπομπο: αι δέ σκολιάν ο δάμος εροιτο, τους πρεσβυγενέας και αρχαγέτας αποστατήρας ημεν, αν ο λαός διατυπώνει στρεβλό αίτημα, οι γέροντες και οι βασιλείς λύουν τη συνεδρίαση (Πλούταρχος, Λυκούργος 6, 8).
Αυτές οι μαρτυρίες μας ωθούν στη μη γενίκευση των παρατηρήσεων που δημιουργεί η μελέτη της σπαρτιατικής εσωτερικής πολιτικής: σε άλλους τομείς, που αφορούν τη διανομή γης, την παιδεία και γενικά την εσωτερική τάξη της πόλης, πιθανά οι αποφάσεις λαμβάνονταν από μικρές ομάδες και ενίοτε εν κρύπτω.
Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο καταστολής ίων συνωμοσιών ή υποτιθέμενων συνωμοσιών. Το 397, ο Αγησίλαος παρατηρεί κατά τη διάρκεια μιας θυσίας κάποια ανησυχητικά σημεία - πέντε μέρες αργότερα, έρχονται να καταγγείλουν στους εφόρους τη συνωμοσία του Κινάδωνα. Οι έφοροι δεν καλούν καν τη «μικρή συνέλευση», παρά αρκούνται στο να συμβουλευτούν ατομικά κάποιους γέροντες, συλλαμβάνουν και ανακρίνουν με άκρα μυστικότητα τον Κινάδωνα. Η υπόθεση παίρνει δημοσία διάσταση όταν πια ο Κινάδων και οι συνένοχοι του σιδηροδέσμιοι περιφέρονται στους δρόμους της πόλης πριν εκτελεστούν (Ξενοφών, Ελληνικά. 3.3). Το 369, κατά την εισβολή των Θηβαίων, ο Αγησίλαος υποψιάζεται τα επαναστατικά σχέδια μιας ομάδας Σπαρτιατών πολιτών που συγκεντρώνονταν συχνά σε ένα σπίτι. Έπειτα από μια σύσκεψη με τους εφόρους, δίνει εντολή να θανατώσουν τους συνωμότες ή υποτιθέμενους συνωμότες. (Πλούταρχος, Αγησίλαος 32, 10-11). Σίγουρα επρόκειτο για εξαιρετικό μέτρο καθώς φαίνεται, μα κανένας δεν μέμφθηκε τον Αγησίλαο για κατάχρηση εξουσίας.
Όταν η σπαρτιατική τάξη απειλείται, υπάρχει σειρά διαδικασιών που επιτρέπουν στις «αρχές» (οι εν τέλει, ο όρος είναι ευρύς κατά Βούληση) να δρουν γρήγορα και διακριτικά: σύγκληση της μικράς εκκλησίας, συγκέντρωση της Γερουσίας, συμβουλή κάποιων γερόντων ή μονό των εφόρων. Πάντως υπάρχει συνεννόηση, αλλά μερικές φορές σε πολύ κλειστό κύκλο· ελάχιστοι κανόνες θεσμοθετημένοι περιορίζουν τη δράση των «αρχών».
Η εξαιρετική πολιτική σταθερότητα της Σπάρτης, η οποία δεν γνώρισε ούτε τυραννία ούτε εμφύλιο πόλεμο (τουλάχιστον προς τον 3ο αιώνα), δεν ερμηνεύεται μόνο μέσα από την έννοια της πειθαρχίας που τους εμπέδωσε η σπαρτιατική παιδεία, αλλά οφείλεται, όπως υπογράμμισαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, εν μέρει στο μικτό χαρακτήρα ίου συντάγματος (áv0pojnoi του λαού, ευγενείς και βασιλείς είναι εξ ίσου αφοσιωμένοι σε ένα καθεστώς στο οποίο συμμετέχουν), εν μέρει δε και ίσως ακόμη περισοοιερο στη διαρκή επαγρύπνηση «αρχών» που τους ακολουθεί ο φόβος των εξεγέρσεων.
Υπήρχαν στη Σπάριη θέματα για διαρκή συζήτηση - η ομορφιά των νεαρών αγοριών, η αξία του τάδε ή του δείνα- υπήρχαν ερωτήματα που υποβάλλονταν σε δημόσια ψη- φοφορία, όπως οι αποφάσεις σχετικά με την ειρήνη ή τον πόλεμο, υπήρχε το τεράστιο θέμα της εσωτερικής ασφάλειας της πόλης - οι είλωτες, οι υπομείονες (τα κατώτερα στρώματα), τα φατριαστικά σχεδία κάποιων - το οποίο μονό με μισόλογα ανέφεραν αφήνοντας το στη διακριτική ευχέρεια των αρχών. Τέλος, υπήρχε η διατήρηση των οικονομικών και πολιτικών προνομίων μιας κρυφής ολιγαρχίας, διατήρηση που απασχολούσε ορισμένους χωρίς ποτέ να μιλούν γι’ αυτή, τουλάχιστον μέχρι nou ξέσπασαν οι επαναστάσεις του 3ου αιώνα.
Δεν γίνονταν όλα κρυφά στη Σπάρτη, αλλά ο Θουκυδίδης έχει πολλούς λόγους για να επισημάνει το κρυπτόν της πολιτείας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Andrewes Α.. Probouleusis Sparta's contribution to the technique of government. Oxford, 1954.
«The government of classical Sparta», Mélanges V. Ehrenberg, Oxford, 1966, p.p. 1-20.
Carlier P. «La vie politique à Sparte sous le règne de Cléomene 1er. Essai d' interprétation», Ktèma 2 (1977),p.p. 65-84.
«La royauté en Grèce avant Alexandre», Strasbourg 1984.
Cartledge P.. «Agesilaos and the crisis of Sparta», Cambridge, 1985.
Richer N.. «Les Ephores». Paris 1998.
Roussel P.. «Sparte», Paris, 1ère ed 1939 ·
4. Ο ΚΑΙΑΔΑΣ
Από τα μέσα του 17ου αιώνα μέχρι σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις ή αποκλίσεις, η έκθεση των δύσμορφων βρεφών στη Σπάρτη χαρακτηρίζεται ως βάρβαρη και απάνθρωπη πράξη, η οποία υπαγορεύεται από την αρχή της ευγονίας και της χρησιμότητας στο κράτος (τροφοδοτείται έτσι η αντίληψη περί σπαρτιατικής επιλεκτικότητας και στρατοκρατούμενης πόλης) και από την αρχή πως κάθε Σπαρτιάρτης ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην πόλη.
Η άποψη αυτή ταυτίστηκε με μια σειρά στερεοτύπων που ακολουθούν συνήθως τους χαρακτηρισμούς της σπαρτιατικής κοινωνίας και συνδέθηκε με μια συγκεκριμένη εικόνα-παράσταση για τη σπαρτιατική πολιτεία. Απομονώνει επίσης τη σπαρτιατική πρακτική από το ευρύτερα διαδεδομένο φαινόμενο της έκθεσης των βρεφών στην αρχαιότητα, αποδίδοντας της ιδιαίτερο σημασιολογικό φορτίο.
Παραδόξως, καμιά από αυτές τις αντιλήψεις-απόψεις περί σπαρτιατικής ιδιαιτερότητας ή «αγριότητας» δεν καταγράφονται στις μαρτυρίες των αρχαίων. Οι αιτίες που οδηγούσαν κάποια οικογένεια στην έκθεση ενός αρτιμελούς παιδιού ήταν συνήθως κοινωνικές και οικονομικές, και υπάρχουν διαφορές από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή ως προς τις διαστάσεις και τον τρόπο εφαρμογής της. Αντίθετα, η έκθεση των παιδιών με κάποια γενετική δυσπλασία ή δυσμορφία αποτελούσε κοινή πρακτική και δεν παρατηρούνται διακρίσεις ή πολυνομία από πόλη σε πόλη και από εποχή σε εποχή. Το τερατόμορφο βρέφος θεωρούνταν ανεπιθύμητο και προκαλούσε το φόβο της κοινότητας.
Η μελέτη της μοναδικής φιλολογικής μαρτυρίας που διαθέτουμε (Πλούτ., Λυκ., 16, 1-3) εμφανίζει μεγάλη συνάφεια και πνευματική συγγένεια με τις απόψεις του Πλάτωνα, οι οποίες όμως δεν αναφέρονται στη σπαρτιατική πρακτική. Ο Πλάτωνας, όπως συχνά κάνει και σε άλλα Ζητήματα, καινοτομεί και στο σημείο αυτό. θεωρητικοποιεί την ευγονία, τη συνδέει με την έκθεση και εισάγει στη διαδικασία της έκθεσης μια ειδική επιτροπή «αξιολόγησης» των νεογέννητων. Παράλληλα, αποκλείει την έκθεση των υγιών παιδιών και επικεντρώνει την προσοχή και το ενδιαφέρον του στα δύσμορφα. Τη λογική αυτή κατάταξη του θέματος, καθώς και τον τρόπο περιγραφής της διαδικασίας της έκθεσης από τον Πλάτωνα, τη συναντάμε στον Πλούταρχο για την περίπτωση της Σπάρτης.
Το χωρίο του Πλουτάρχου εγείρει πέντε ουσιαστικά προβλήματα: την εξέταση, την ευγονία, την απονομή κλήρου στο υγιές παιδί, τη ρίψη του δύσμορφου στον Καιάδα, και το ρόλο των φυλετών που συνδυάζεται με το βαθμό εξουσίας του πατέρα πάνω στο παιδί του.
Σε μια κλειστή κοινωνία, όπως αυτή των Ομοίων στη Σπάρτη, όπου επικρατούσαν ενδογαμικές σχέσεις, το φαινόμενο ως προς τη διαμαρτία περί της διάπλασης των παιδιών δεν πρέπει να ήταν σπάνιο και ίσως για το λόγο αυτό μέτρα προστασίας να κρίθηκαν από την κοινότητα απαραίτητα και αναγκαία. Εκεί, ίσως, να βρίσκεται και η αιτία της ιατρικής εξέτασης του παιδιού από τους γεροντότερους.
Η ορθολογική ερμηνεία της ευγονίας, πολιτικά μεταφράζεται στη διάθεση των Σπαρτιατών να απομακρύνουν μόνο τα τερατόμορφα, βασιζόμενοι στην αρχή πως κάθε υγιές παιδί είναι συγχρόνως και ένας μελλοντικός πολίτης.
Με την ευκαιρία της διαδικασίας εξέτασης του παιδιού από τους φυλέτες, συνδυάζονταν και η απονομή του κλήρου από τον πατέρα. Ο χαράκτηρας, η σημασία όμως αυτής της απονομής ήταν διαφορετική πριν και μετά το νόμο του Επιταδέα. Πριν από το νόμο του Επιταδέα, η απονομή κλήρου ίσως είχε συμβολικό χαρακτήρα, μια και το παιδί αποκτούσε αυτοδίκαια την πατρική περιουσία. Μετά το νομό του Επιταδέα, η απονομή γης στο νεογέννητο πρέπει να αποκτά ουσιαστικό χαρακτήρα για το μελλοντικό πολίτη. Η δημοσιοποίηση της απονομής κλήρου αποτελούσε ίσως μια δεσμευτική υπόσχεση του πατέρα, παρουσία των μελών της φυλής, ότι 8α αφήσει τον κλήρο στο παιδί που αναγνωρίζει και αναλαμβάνει να αναθρέψει και όχι σε κάποιον άλλον.
Στη νεότερη και σύγχρονη ιστοριογραφία επικρατεί η άποψη που ταυτίζει τους Αποθέτες με τον Καιάδα. Ο Πλούταρχος, όπως και καμιά άλλη μαρτυρία, δεν συσχετίζει τους Αποθέτες με τον Καιάδα. Αν μεταξύ Καιάδα και Αποθετών - δυο ονοματολογικοι προσδιορισμοί που δηλώνουν βαραθρώδη τόπο - επήλθε εννοιολογική ταύτιση, οφείλεται στο συνειρμικό συλλογισμό που απορρέει από τη διαμορφωμένη αντίληψη περί σπαρτιατικής σκληρότητας. Η θρυλική ρίψη στον Καιάδα αφορά τους καταδικασμένους σε θάνατο ή τα πτώματα τους και όχι τα εκ γενετής δύσμορφα παιδιά. Η ταύτιση του με τους Αποθέτες ανταποκρίνεται περισσότερο στην παράσταση-εικόνα της πόλης αυτής έτσι όπως κατασκευάστηκε στη σύγχρονη εποχή και λιγότερο στην ιστορική της πραγματικότητα.
Και μόνο το γεγονός πως ο Σπαρτιάτης, με την ιδιότητα του πατέρα, παρουσιάζει το παιδί στους φυλέτες, προϋποθέτει ένα προηγούμενο στάδιο αναγνώρισης του βρέφους εκ μέρους του (κάτι αντίστοιχο με τη γιορτή των Αμφιδρομίων στην Αθήνα). Ο πατέρας δηλαδή έφερνε στη λέσχη μόνο όσα παιδιά επιθυμούσε να αναθρέψει. Το γιατί στη Σπάρτη η έκθεση των αρτιμελών παιδιών δεν εκφραζόταν με την κλασική μορφή της εγκατάλειψης τους, όπως συνέβαινε στην Αθήνα, ίσως να οφειλόταν στη διαφορετική δομή που είχε η κοινωνική διαστρωμάτωση των πολιτών. Στο γεγονός, δηλαδή, πως στην τάξη των Σπαρτιατών υπήρχαν θεσμοθετημένα κοινωνικά στρώματα, που μπορούσαν να «υποδεχθούν» το εκτιθέμενο παιδί, κάτι που δεν συναντάμε στην Αθήνα.
Η παρουσία των φυλετών δεν αφορά τη διαδικασία αναγνώρισης του παιδιού από τον πατέρα, που ήταν καθαρά οικογενειακή υπόθεση. Αφορά τη διαδικασία εισόδου και εγγραφής του παιδιού στη φυλή, η οποία δεν ανήκει στη δικαιοδοσία της οικογένειας. Ετσι ερμηνεύεται ο αναβαθμισμένος ρόλος των φυλετών, ανεξάρτητα από το βαθμό εξουσίας του πατέρα (κάτι αντίστοιχο με τη γιορτή των Απατουρίων στην Αθήνα). Τη γενικότερη χαλάρωση των παραδοσιακών θεσμών της Σπάρτης στη μακρόχρονη περίοδο, από την αρχαϊκή έως τη ρωμαϊκή εποχή, ακολούθησε κατ η ισχύς των φυλετών.
Η σπαρτιατική συνήθεια της έκθεσης εντάσσεται στη γενικότερα διαδεδομένη συνήθεια της έκθεσης των ανεπιθύμητων παιδιών στον αρχαίο κόσμο. Καμιά «σπαρτιατική ανωμαλία», τίποτα το ιδιαίτερο ή το αξιοπερίεργο δεν σημειώνεται στην αρχαία ελληνική γραμματεία για την εφαρμογή αυτής της πρακτικής στη Σπάρτη. Η μοναδική ιδιαιτερότητα που εμφανίζεται στην περίπτωση της Σπάρτης είναι ότι η έκθεση περιορίζεται και επικεντρώνεται μόνο στα τερατόμορφα παιδιά και δεν επεκτείνεται και στα αρτιγενή, όπως ευρύτατα εφαρμοζόταν στις άλλες πόλεις.
Η μαρτυρία του «ηθικολόγου» Πλούταρχου μέσα από το σπαρτιατικό πρότυπο λειτουργεί παράλληλα και ως παρότρυνση και προτροπή για τον περιορισμό των διαστάσεων της έκθεσης των υγιών βρεφών, που την εποχή του παρουσίαζε τρομακτική έξαρση, επικεντρώνοντας τη μόνο σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αυτή των δύσμορφων εκ γενετής παιδιών. Τα συμπεράσματα περί ευγονίας των Σπαρτιατών, στο πλαίσιο μιας στρατοκρατούμενης κοινωνίας, ο υπερβάλλων ρόλος των φυλετών στις οικογενειακές και ατομικές υποθέσεις, στο πλαίσιο του κοινοβιακού χαρακτήρα της σπαρτιατικής κοινωνίας, προέρχονται και αποτελούν αναπόσπαστα μέρη του σπαρτιατικού μύθου, του οποίου ένας από τους σημαντικότερους αρχιτέκτονες ήταν και ο Πλούταρχος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πέτρος Θέμελης, «Καιάδας», Αρχαιολογία, 15,1985, οελ. 5-62
5. ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ
Σπάρτη, η πόλη των «ίσων». Έτσι παρουσιάζεται αιώνες τώρα η ελληνική πόλη που προκάλεσε ταυτόχρονα το μεγαλύτερο ενθουσιασμό σε ορισμένους και τις περισσότερες ίσως επιφυλάξεων στους άλλους. Απέδιδαν δε αυτή την «ισότητα» σε άξιο έργο του νομοθέτη Λυκούργου, ο οποίος, με σκοπό να αποσοβήσει μία σοβαρή κρίση που απειλούσε την ενότητα της πόλης, μοίρασε το έδαφος της Λακωνίας σε ίσους κλήρους και επέβαλε στους Σπαρτιάτες μια εκπαίδευση και έναν τρόπο ζωής που ενίσχυαν αυτή την ισότητα.
Ωστόσο, από την αρχαιότητα υπήρχαν ερωτήματα για την ιστορική αλήθεια σχετικά με τόν Λυκούργο. Ο Πλούταρχος, συγγραφέας μιας Βιογραφίας του Σπαρτιάτη νομοθέτη, στην οποία οφείλουμε ένα μεγάλο μέρος από την πληροφόρηση μας, αναγνώριζε το γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα την περίοδο που έζησε και παραδεχόταν πως οποιαδήποτε αναφορά σε αυτόν είναι ασαφής. Τόσο σύνθετο πρόβλημα αποτελεί η σπαρτιατική ισότητα και δεν είναι πανιά εύκολο να ξεχωρίσουμε την πλευρά που αντιστοιχεί στο «μύθο» από αυτή που εκφράζει μια κάποια πραγματικότητα. Πέραν τούτου η δυσκολία συνδέεται με τη σπανιότητα των πηγών σπαρτιατικής προέλευσης. Πιο συχνά μέσα από τα μάτια των άλλων και ιδιαίτερα των Αθηναίων, πρέπει να αποτολμήσει κανείς να αντιληφθεί τη φύση του σπαρτιατικού βίου. Και τη μοναδικότητα της στον αρχαϊκό και κλασικό ελληνικό κόσμο.
Σε πείσμα της παράδοσης που κρατούσε το ρόλο του νομοθέτη, το σπαρτιατικό καθεστώς φαίνεται να εγκαθιδρύεται κατά το ήμισυ του 7ου αιώνα ή το τέλος του 6ου αιώνα. Τον 7ο αιώνα διεξήχθησαν οι Μεσσηνιακοί πόλεμοι που θα επέτρεπαν στους Σπαρτιάτες να επεκταθούν σε αυτήν την πλούσια γη. Είναι τότε επίσης που θα εκδηλωθεί στις γραμμές των οπλιτών, αυτών των βαριά οπλισμένων στρατιωτών, η αναφερόμενη από τον ποιητή Τυρταίο διεκδίκηση μιας ισότιμης διανομής, όχι βέβαια της γης της Λακωνίας, αλλά της κατακτημένης γης στη Μεσσήνη. Η ίση μοιρασιά της λείας των οπλιτών συνδεόταν με την ίδια τη φύση της φάλαγγας των οπλιτών και αυτό ακριβώς αποτελεί παράδοση, η οποία θα διατηρηθεί για πολύ καιρό. Άλλωστε, η αμοιβή μέσω του κλήρου γης της στρατιωτικής υπηρεσίας αποτελεί εξίσου μια πρακτική που συναντάται μέχρι την ελληνιστική περίοδο, σε βασίλεια που ίδρυσαν Μακεδόνες άρχοντες. Μπορούμε λοιπόν να δεχτούμε πως με την κατάκτηση της Μεσσηνίας και τη μετατροπή ίων κατοίκων της σε είλωτες, το μεσσηνιακό έδαφος κατανεμήθηκε σε κλήρους ίσους. Αργότερα, η ανάμνηση αυτής της ισομοιρίας θα τροφοδοτήσει το μύθο ενός συστήματος ισότιμης διανομής της πατρώας γης που νομοθετήθηκε από τον Λυκούργο, ένα μοίρασμα σε κλήρους που θα εξασφάλιζαν σε κάθε Σπαρτιάτη τη δυνατότητα συμμετοχής στα συνδεόμενα με την ιδιότητα ίου Σπαρτιάτη πολίτη συσσίτια.
Μια τέτοια ερμηνεία της ίσης μοιρασιάς, που αφορούσε μόνο το μεσσηνιακό έδαφος. αποδίδει καλύτερα την εικόνα μιας κοινωνικής ανισότητας την οποία άλλωστε αποκαλύπτουν τα ευρήματα σε τάφους πολύτιμων αντικείμενων και όπλων που μαρτυρούν την ύπαρξη μιας αριστοκρατικής τάξης στους κόλπους της σπαρτιατικής κοινωνίας. Ωστόσο αυτές οι μαρτυρίες σπανίζουν από τα μέσα του 6ου αιώνα. Πιθανώς τότε μια μεταρρύθμιση, που η παράδοση συνέδεε με τον έφορο Χίλωνα, να επέβαλε στο σύνολο των Σπαρτιατών ένα τρόπο διαβίωσης και μια κοινή αγωγή που αποσκοπούσαν στην κατασκευή «ομοίων», ενώ απαγορεύεται η κυκλοφορία χρυσών και αργυρών νομισμάτων. Αυτή η μεταρρύθμιση είχε για αντικείμενο, όπως ενίοτε υποθέτουμε, τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της μάζας των εξαρτημένων, των ειλώτων της Λακωνίας και κυρίως της Μεσσηνίας, με αντιστάθμισμα το μετασχηματισμό της κοινότητας ίων Σπαρτιατών σε στρατό και μάλιστα διαρκή. Δύσκολο να πάρει κανείς θέση. Παραμένει το γεγονός πως αυτή η «ισότητα» μεταξύ των Σπαρτκπών όχι μονό εξασφάλισε την ισχύ της πόλης σχεδόν επί δύο αιώνες, αλλά αποτέλεσε πρότυπο στα μάτια ορισμένων Ελλήνων και στην Αθήνα ιδιαίτερα του Σωκράτη και των μαθητών του.
Κι όμως, αυτή η δύναμη που οδήγησε τη Σπάρτη σε νίκη κατά της Αθήνας και γκρέμισε την ηγεμονία της στο Αιγαίο, επρόκειτο επίσης να φέρει την κρίση του συστήματος των ίσων. Οι επιδοτηθείς από τον Πέρση Βασιλιά και τους σατράπες του. χάρη στις οποίες η Σπάρτη μπόρεσε να αντιπαραθέσει στην Αθήνα ένα ισοδύναμο στόλο, επέφερε αυτό που οι σύγχρονοι καταγγέλλουν σαν «φιλοχρηματία». Η αναφορά του Πλούταρχου στο στρατηγό Γύλιππο, που μετέφερε κρυμμένες στις αποσκευές του αθηναϊκές «κουκουβάγιες», νομίσματα αργυρά ιδιαίτερης αξίας σε όλο τον ελληνικό κόσμο, είναι ως προς αυτό χαρακτηριστική. Παρ’ ότι, σύμφωνα επίσης με τον Πλούταρχο, εκείνη την περίοδο ο Λύσανδρος είχε επιβάλει ένα νόμισμα από σίδερο και είχε απαγορέψει εκ νέου την κυκλοφορία πολύτιμων μετάλλων, παραμένει το γεγονός της εισαγωγής του νομίσματος στη Σπάρτη.
Κάτι ακόμα, επίσης από την αφήγηση του Πλούταρχου: ο νόμος του Επιταδέα που επιτρέπει την κατά βούληση διάθεση του κλήρου, αντί της μεταβίβασης του στους άμεσους κληρονόμους, επιτάχυνε την τάση της συγκέντρωσης γης, τάση που με τη σειρά της ενέτεινε η δυνατότητα που η Σπάρτη παρείχε στην επίκληρο θυγατέρα, μοναδική κληρονόμο ενός και μόνο περιουσιακού στοιχείου, να νυμφευθεί εκτός της πατρικής γενιάς. Σε κάθε περίπτωση αυτό βεβαιώνει ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολιτικά περιγράφοντας ένα ιδιαίτερα άνισο σπαρτιατικό σύστημα με συνέπεια την αριθμητική μείωση των Σπαρτιατών.
Για να εξηγήσουμε αυτή τη μείωση πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η οριστική απώλεια της Μεσσηνίας μετά τη νίκη του Θηβαίου Επαμεινώνδα, κάτι που ερμηνεύθηκε με τον αποκλεισμό στην πράξη ίων πλέον πτωχών από το σώμα των πολιτών που δεν είχαν να συνεισφέρουν στα συσσίτια παρά μονό τον κλήρο τούς.
Η πραγματικότητα αυτών των κοινωνικών ανισοτήτων δεν επιδέχεται αμφισβήτηοη. Εξηγούν δε τις απόπειρες των μεταρρυθμιστών βασιλέων του 3ου αιώνα. Άγη και Κλεομένη, οι οποίοι θα θέσουν υπό τη νομοθετική κηδεμονία του μυθικού νομοθέτη της Σπάρτης το σχέδιο μιας κοινής χρήσης των αγαθών, προάγγελο μιας ίσης κατανομής που παρουσιάστηκε σαν επιστροφή στους «νόμους του Λυκούργου». Αυτή η εμβάθυνση των ανισοτήτων δεν μπορούσε να μην αντανακλά σε πολιτικό επίπεδο. Ο Αριστοτέλης άλλωστε αυτό αφήνει να εννοηθεί στο ίδιο σημείο του 2ου βιβλίου στα Πολιτικά. Όμως το πρόβλημα της πολιτικής ισότητας τίθεται με όρους πολύ πιο σύνθετους. Είναι γεγονός πως η Σπάρτη θεωρούνταν στην κλασική εποχή η κατ’ εξοχήν ολιγαρχική πόλη-κράτος. Πράγματι, η πολιτική ισότητα ήταν για πολλούς θεωρητικούς ίδιον της δημοκρατίας, θεμελιωμένη πάνω στην ισονομία και την ισηγορία, δηλαδή μια πολιτική ισότητα που να μην είναι ασυμβίβαστη με τις κοινωνικές ανισότητες κατ που όμως να εκφράζεται μεσω του δικαιώματος λόγου που εκχωρούσε σε όλους στη διάρκεια μιας Συνέλευσης. της οποίας οι αποφάσεις ήταν κυρίαρχες.
Η πολιτική οργάνωση της Σπάρτης ήταν σύμφωνα με την παράδοση δομημένη από τη Μεγάλη Ρήτρα, το χρησμό που είχε λάβει ο Λυκούργος από τους Δελφούς. Πολύ αργότερα κατεγράφη κατ αυτή ακριβώς η καταγραφή αναφέρεται από τον Πλούταρχο στο Βίο του Λυκούργου. Υποδήλωνε πως ο λαός κατανεμημένος σε φυλές κατ οβάς θα συγκεντρώνεται κάποιες περιόδους κατόπιν καλέσματος ενός Συμβουλίου, αποτελουμένου από τριάντα μελη, εκ των οποίων δύο «αρχηγέτες», δηλαδή τους δυο βασιλείς. Αργότερα θα δημιουργούσαν το σώμα των πέντε αξιωματούχων, τους εφόρους, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο. Το σύνταγμα των Λακεδαιμονίων παρουσίαζε λοιπόν καθαρά ολιγαρχικό χαρακτήρα, αφού οι κάτοχοι της αρχής, βασιλείς. Γερουσία και έφοροι, αποτελούσαν μια μικρή μειονότητα. Οι δυο βασιλείς, γόνοι των δυο βασιλικών οικογενειών των Αιγειάδων και των Ευρυπωντιδών εναλλάσσονταν στην εξουσία κληρονομικά. Οι γέροντες, ηλικίας εξήντα και πλέον ετών, ήταν εκλεγμένοι δια βίου. Μόνο οι έφοροι εκλέγονταν κάθε χρόνο και επιλέγονταν μέσα από το σύνολο των Σπαρτιατών, γεγονός που δικαιολογεί ορισμένους να βλέπουν στο πρόσωπο τους το «δημοκρατικό» στοιχείο του λακεδαιμονικού συντάγματος. Είναι προφανές πως απέχετ πάρα πολύ από ιόν τύπο της ισότιμης στελέχωσης, δηλαδή της ετήσιας κλήρωσης, των μελών της Βουλής και ίου μεγάλου αριθμού αξιωματούχων στην Αθήνα. Μα τι ακριβούς ήταν η σπαρτιατική Συνέλευση; Στο κείμενο της Μεγάλης Ρήτρας που αναφέρει ο Πλούταρχος, εμφανίζεται σαν κυρίαρχη Συνέλευση, κυρίαρχη του κράτους. Ωστόσο ο ίδιος ο Πλούταρχος παραθέτει στη συνέχεια μία τροπολογία την οποία προσέθεσαν οι βασιλείς Πολύδωρος και Θεόπομπος. Σύμφωνα με αυτή, αν ο λαός εκφραζόταν «λανθασμένα», οι βασιλείς και η Γερουσία δεν θα επικύρωναν την πρόταση και θα διέλυαν τη Συνέλευση. Ο Πλούταρχος ερμηνεύει την τροπολογία σαν περιστολή των εξουσιών της Συνέλευσης. Και το μεγαλύτερο μέρος των σχολιασμών ευθυγραμμίστηκαν με την ερμηνεία του. Πρόσφατα ωστόσο αμφισβητήθηκε από τη Φ. Pizé (F. Ruzé) (Διαβούλευση και Εξουσία στην ελληνική πολιτεία από τον Νέστορα ως τον Σωκράτη, Παρίσι 1997), που διαφορετικά αντιλαμβάνεται την προσθήκη, βλέποντας σε αυτή μία απλή ανασύνταξη της Γερουσίας που είχε αφήσει την τελική απόφαση στη Συνέλευση και μόνο.
Πράγματι, όπως η Φ. Pizé αποδεικνύει δανειζόμενη πλείστα παραδείγματα ιδιαίτερα από τους ιστορικούς, τον Ηρόδοτο, τον Θουκυδίδη, τον Ξενοφώντα, η Συνέλευση μοιάζει να είναι κυρίαρχη όταν πρόκειται να συζητηθούν θέματα ειρήνης και πολέμου, και κατά συνεπεία μπορεί κανείς να παραδεχτεί πως αυτή η κυριαρχία επεκτεινόταν και σε άλλα επίπεδα. Η ύπαρξη μάλιστα της μικρής εκκλησίας που επικαλείται ο Ξενοφών αναφορικά με m συνωμοσία του Κινάδωνα, δεν αντιτίθεται σε αυτή την ανεξαρτησία της Συνέλευσης: η μικρή εκκλησία μπορεί να αναλάβει μία επείγουσα κατάσταση.
Άρα. σε πείσμα του ολιγαρχικού χαρακτήρα του συμβουλίου και της κληρονομικής εξουσίας των βασιλέων της, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι στη Σπάρτη υπήρχε μια πραγματική πολιτική ισότητα μεταξύ των πολιτών. Η Φ. Pizé πάει ακόμα παραπέρα. Υποδεικνύει, χωρίς να είναι απόλυτη, ότι αυτή η Συνέλευση μπορεί επίσης να ήταν ανοικτή στους περίοικους, τους ελεύθερους κατοίκους της Λακωνίας που τελούσαν κάτω από την εξάρτηση των Σπαρτιατών, αλλά απολάμβαναν μια σχετική αυτονομία, καθώς και στις άλλες κατηγορίες «ελεύθερων κατώτερων στρωμάτων». Πράγματι, ο όρος Λακεδαιμόνιοι περιελάμβανε κατά την κλασική εποχή όχι μόνο τους όμοιους, τους αποκαλούμενούς απλά Σπαρτιάτες, μα εξίσου τους περίοικους. Αυτό είναι βεβαιωμένο για τον 4ο αιώνα και πιθανά ο λόγος για τον οποίο ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης συγκρίνει τους περίοικους με τον αθηναϊκό δήμο, ένα δήμο που δεν είχε ένα Σόλωνα για να του αποδώσει την πλήρη ιδιότητα του πολίτη. Πρόκειται για ένα πρόσφατο στοιχείο, που σχετίζεται με τη μείωση του αριθμού των γνήσιων Σπαρτιατών ή ανάθετα για μια αρχαία παράδοση; Όπως συμβαίνει πάντα, δεδομένου της φύσης των πηγών, είναι δύσκολο να τοποθετηθεί κανείς κατηγορηματικά. Το συμπέρασμα που προτείνεται από τη Φ. Ριζέ είναι ότι «οι Σπαρτιάτες στηρίζονταν ταυτόχρονα στην κυβέρνηση των αρίστων, μικρή ομάδα εξ, ορισμού, και την εξουσία ενός δήμου που αποτελούνταν τόσο από Ίσους, που ποτέ κανείς δεν διανοήθηκε να αποκλείσει από τις αποφάσεις, όσο και από πολίτες δεύτερης ζώνης, στους οποίους θα ήταν επικίνδυνο να αρνηθούν μια κάποια συμμετοχή: το πνίξιμο της φωνής μέσα στη συνέλευση α-ντιπροσώπευε μικρότερο κίνδυνο» (σελ. 239). Αν υποτεθεί πως οι περίοικοι και οι διάφορες κατηγορίες κατώτερων στρωμάτων, «υπομείονες», είχαν το δικαίωμα να μετέχουν στη Συνέλευση, στην πλειονότητα τους σπάνια είχαν αυτή τη δυνατότητα. Από την άλλη, η στενή εποπτεία ασκούμενη από τη Γερουσία και τους εφόρους περιόριζε στην πράξη αυτή τη φαινομενική ισότητα, όχι μόνο μεταξύ «ομοίων», αλλά κατά μείζονα λόγο ανάμεσα στην κατηγορία των με πλήρη δικαιώματα πολιτών κατ των άλλων Λακεδαιμονίων.
Η σπαρτιατική ισότητα ήταν λοιπόν εντελώς σχετική. Οικονομικά και κοινωνικά επιζούσε χάρη σε αυτές τις κοινές πρακτικές, που ωστόσο η «φιλοχρηματία» υλικών αγαθών έκανε όλο κατ περισσότερο τεχνητές. Πολιτικά. αφορούσε μόνο τους γνήσιους πολίτες, όλο και περισσότερο μειοψηφία στους κόλπους των Λακεδαιμονίων. Ο «μύθος» εξακολουθούσε να λειτουργεί όταν οι μεταρρυθμιστές βασιλείς του 3ου αιώνα θα προσπαθούσαν να τον αναβιώσουν.
5. ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟ
Μία αγροτική οικονομία
Είναι γεγονός ότι ο χαρακτήρας της σπαρτιατικής οικονομίας ήταν κατ’ εξοχήν αγροτικός. Ακρογωνιαίος λίθος της οικονομίας της ήταν το μέγεθος και η ποιότητα των αγροτικών γαιών. Μεταξύ του 9ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες κέρδισαν τον έλεγχο του συνόλου του εδάφους όχι μόνον της Λακωνίας, αλλά και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τη γονιμότητα της Μεσσηνίας εξήραν οι αρχαίοι συγγραφείς. Ο Τυρταίος κάνει λόγο για τη «Μεσσηνία, καλή για όργωμα και για σπορά». Ο Ευριπίδης περιγράφοντας την περιοχή λέει ότι «παράγει πλουσιοπάροχα, υδρεύεται από αμέτρητα ρεύματα και στολίζεται από πλούσιους βοσκότοπους για αγελάδες και πρόβατα». Το μεγαλύτερο τμήμα της αχανούς αυτής έκτασης ήταν ιδιωτικό και ανήκε στους πολίτες της Σπάρτης, τους «Σπαρτιάτες». Πηγές στην Αθήνα της κλασικής εποχής αντιμετώπιζαν την ιδιοκτησία των Σπαρτιατών με φθόνο. Σύμφωνα με τον ψευδό-πλατωνικό διάλογο, Αλκιβιάδης Ι, «ούτε ένα από τα κτήματα μας δεν μπορούσε να συγκριθεί με τα δικά τους σε έκταση και υπεροχή ούτε σε αριθμό δούλων, που προέρχονταν κυρίως από την τάξη των ειλώτων, ούτε σε άλογα ούτε σε οποιοδήποτε άλλο ζώο που βόσκει στη Μεσσηνία».
Οι Σπαρτιάτες ήταν εισοδηματίες γαιοκτήμονες και όλοι τους ζούσαν μέσα στη Σπάρτη, συχνά σε σημαντική απόσταση από τα κτήματα τους. Η ζωή τους όλη ήταν αφιερωμένη στις πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις και δεν χρειάζονταν να ασχοληθούν με χειρωνακτικές ή αγροτικές εργασίες. Τα κτήματα τους καλλιεργούσε κυρίως ο γηγενής πληθυσμός των δούλων, οι είλωτες. Τα δικαιώματα κάθε Σπαρτιάτη επί των ειλώτων που εργάζονταν στα κτήματα του περιστέλλονταν από τη σημαντική περί κολεκτίβας πρόνοια του καθεστώτος υποτέλειας των ειλώτων. Οι οικογένειες των ειλώτων ήταν κατά πάσα πιθανότητα δεμένες με συγκεκριμένα κομμάτια γης, τα οποία συνέχιζαν να καλλιεργούν ακόμη κι όταν τα χωράφια αυτά άλλαζαν χέρια και πέρναγαν από ένα Σπαρτιάτη σε άλλον. Έτσι, δεν υφίστατο εμπόριο ειλώτων και πιθανόν μόνον περιορισμένος αριθμός δούλων ovopazótav έξω από τη σπαρτιατική κοινωνία.
Η έτερη μεγάλη ομάδα της σπαρτιατικής επικράτειας ήταν ο ελεύθερος πληθυσμός, που ήταν γνωστός με το όνομα περίοικοι και κατοικούσε στις πιο ορεινές κατ οτις παράκτιες περιοχές. Παλαιότερες περιγραφές ανέφεραν ότι οι οικονομικές δραστηριότητες των περιοίκων περιστρέφονταν κυρίως γύρω από τη Βιοτεχνία και το εμπόριο. Είναι αλήθεια ότι οι περίοικοι εκμεταλλεύονταν τέτοιες θεσούλες, μια και οι Σπαρτιάτες ήταν κατ' εξοχήν πολεμιστές και οι είλωτες ασχολούνταν με τις αγροτικές εργασίες- ωστόσο, πρόσφατη ερευνά έδειξε ότι ο πληθυσμός των περιοίκων ήταν άκρως διαφοροποιημένος. Οι περισσότεροι από τους περίοικους, κυρίως όσοι κατοικούσαν σε μεσόγεια χωριά, ζούσαν από τη γεωργία είτε ως εργαζόμενοι αγρότες είτε ως αργόσχολοι κτηματίες. Μόνο σε μεγάλες κοινότητες περιοίκων ή σε εκείνες που βρίσκονταν κοντά σε σημαντικά λιμάνια, μεγάλη μερίδα πληθυσμού είχε ευκαιρίες να ασχοληθεί με τη βιοτεχνία και το εμπόριο. Οι γενικώς περιορισμένες ευκαιρίες για τέτοιες δραστηριότητες ήταν αποτέλεσμα του μεγάλου βαθμού οικονομικής αυτάρκειας της περιοχής: σε εργατικά χέρια δούλων, σε αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα και σε σιδηρομετάλλευμα.
Δημόσια οικονομικά
Και η δημοσιονομική πολιτική στη Σπάρτη ήταν σχετικά μη αναπτυγμένη. Στις περισσότερες ελληνικές πόλεις, τα επίπεδα των δημόσιων δαπανών ήταν συνάρτηση του βαθμού σύνθεσης του κράτους, των στρατιωτικών υποχρεώσεων του και του εύρους των δημόσιων υπηρεσιών. Κατά το μεγαλύτερο διάστημα της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου, οι δημόσιες δαπάνες της Σπάρτης στους τομείς της άμυνας, της εσωτερικής διοίκησης και της αγοράς τροφίμων ήταν σχετικά χαμηλές. Με ναυτικές επιχειρήσεις περιστασιακές και μικρής κλίμακας, ένα στρατό ξηράς που λειτουργούσε μέσω επιτάξεων και προσωπικής θητείας και δίχως ειδικές αστυνομικές δυνάμεις ή οχυρά που να απαιτούν συντήρηση, οι οικονομικές απαιτήσεις των ένοπλων δυνάμεων της Σπάρτης την εποχή πριν από τον Πελοποννησιακό πόλεμο ήταν μικρές. Μόνο με την έλευση του διαρκούς και μακρόχρονου πολέμου μετά το 431 π.Χ., που απαιτούσε σημαντικό αριθμό μισθοφόρων και έντονη ναυτική εκστρατεία, αυξήθηκε ουσιαστικά το στρατιωτικό κόστος. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική διοίκηση, η περιορισμένη έκταση των δημόσιων κτιρίων και το γεγονός ότι δεν προβλεπόταν μισθός για τους κρατικούς αξιωματούχους, συγκράτησε γενικά το κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Εν τέλει, σε ένα κράτος με πλούσιες αγροτικές γαίες δεν χρειαζόταν να γίνουν δαπάνες για εισαγωγή τροφίμων.
Αντίθετα, η δυνατότητα της Σπάρτης να εξασφαλίσει προσόδους ήταν περιορισμένη. Κατά πάσα πιθανότητα οι Σπαρτιάτες εφήρμοζαν σύστημα έμμεσης φορολογίας στο εμπόριο, αλλά και τελωνειακών δασμών, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν χαμηλός ο όγκος ίων εσόδων που προέρχονταν από την πώληση μη πολύτιμων αγροτικών και βιοτεχνικών προϊόντων. Δεδομένης της αυτάρκειας της περιφερειακής οικονομίας είναι μάλλον απίθανο να έμπαιναν στα ταμεία σημαντικά ποσά από φόρους επί των εισαγωγών και των εξαγωγών. Επιπλέον, σε αντίθεση με τις περισσότερες κοσμοπολίτικες πόλεις, η Σπάρτη δεν ήταν τόπος διαμονής αξιοσημείωτου αριθμόν ξένων στους οποίους θα εφαρμοζόταν σύστημα άμεσης φορολογίας. Οι περίοικοι ήταν φόρου υποτελείς αλλά τα λεφτά τους πήγαιναν στους βασιλείς και όχι στο δημόσιο ταμείο.
Σε αντίθεση με την Αθήνα του 5ου αιώνα, που εισέπραττε φόρο υποτέλειας από τους από τους συμμάχους της, οι εταίροι της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία συνεισέφεραν με ανθρώπινο δυναμικό και όχι με χρήματα. Όταν η Σπάρτη είχε αυτοκρατορικές κτήσεις κατά τα τέλη του 5ου και τις αρχές του 4ου αιώνα, η πόλη επιχείρησε να επιβάλει έκτακτους στρατιωτικούς φόρους (εισφορές) στους πολίτες της. Όπως όμως σημειώνει στα Πολιτικά του ο Αριστοτέλης, μεγάλο ήταν το ποσοστό εκείνων που δεν πλήρωναν. Ως εκ τούτου, το δημόσιο ταμείο έπασχε από χρόνια έλλειψη πόρων. Για τις υπερπόντιες επιχειρήσεις της, η Σπάρτη ήταν υποχρεωμένη να βασιστεί στις ξένες πήγες χρηματοδότησης, όπως οι περσικές επιχορηγήσεις που της επέτρεψαν να κερδίσει τον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Νομισματοκοπία και νόμισμα
Η εικόνα της μη αναπτυγμένης οικονομίας, που έχουμε σχηματίσει ως τώρα. ενισχύεται από το γεγονός ότι σε αντίθεση με πολλές άλλες ελληνικές πόλεις, η Σπάρτη δεν είχε προχωρήσει σε κοπή ασημένιου νομίσματος μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με ορισμένους αρχαίους συγγραφείς, η Σπάρτη των κλασικών χρόνων συνειδητά διατήρησε ένα δύσχρηστο σιδερένιο νόμισμα μεγάλου βάρους κατ μικρής αξίας, ώστε να μείνει έξω από τη σφαίρα των εμπορικών συναλλαγών με ξένους. Πράγματι, πολλές μεταγενέστερες πήγες αναφέρουν ότι ως το 404 π.Χ. απαγορεύονταν τελείως στη Σπάρτη τα χρυσά και ασημένια νομίσματα. Εκείνη τη χρονιά, ο Λύσανδρος έστειλε πίσω στη Σπάρτη τα αμέτρητα λάφυρα που είχε αποκομίσει μετά τη νίκη του στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και τεράστια ποσότητα αθηναϊκών νομισμάτων. Ελήφθη τότε η απόφαση να γίνει για πρώτη φορά αποδεκτό αυτό το νόμισμα για δημόσια χρήση στη Σπάρτη. να απαγορευτεί όμως η κατοχή του από ιδιώτες. Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο Βίο Λυσάνδρου, από τη στιγμή που το νόμισμα επιτράπηκε στην πόλη, πέρασε εύκολα στα χέρια ιδιωτών, με αποτέλεσμα να υπάρξουν κρούσματα απληστίας και διαφθοράς. Μια εξέλιξη που υπονόμευσε την εξουσία της Σπάρτης.
Τούτα τα στοιχεία όμως και οι συνέπειες ιούς απαιτούν ενδελεχή μελέτη. Η μη χρήση νομίσματος στη Σπάρτη δεν ήταν ασυνήθιστη πρακτική. Υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 50° ο του συνόλου των ελληνικών πόλεων δεν είχαν ποτέ κόψει νομίσματα. Πολλές άλλες δε, ακόμη και μετά την εισαγωγή του τον 6ο αιώνα, καθυστέρησαν για μεγάλο διάστημα να κόψουν νόμισμα. Μεταξύ αυτών και σημαντικές πόλεις όπως το Βυζάντιο. που δραστηριοποιούνταν έντονα στο διεθνές εμπόριο εξαιτίας της στρατηγικής θέσης του στη θαλασσιά οδό μεταξύ Αιγαίου και Μαύρης θάλασσας. Εν πάση περιπτώσει, οι πόλεις που έκοβαν νομίσματα ήταν πάντα μειονότητα. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι η πόλη χρειαζόταν πολύ σοβαρούς λόγους για να κόψει νόμισμα. Έτσι, η αποχή της Σπάρτης από την κοπή νομίσματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι συνειδητά ακολουθούσε πολιτική οικονομικού απομονωτισμού .
Ένας λόγος για ιόν οποίο ορισμένες άλλες πόλεις δεν έκοψαν νομίσματα, ήταν ότι υπήρχαν διαθέσιμα νομίσματα από γειτονικές πόλεις που γίνονταν ευρέως δεκτά. Και εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το νόμισμα της Αίγινας κυκλοφορούσε σε μεγάλη κλίμακα α την Πελοπόννησο. Παρομοίως, δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητεί κανείς ότι στη Σπάρτη εφαρμοζόταν ένα σύστημα κυκλοφορίας σιδερένιων νομισμάτων. Ωστόσο, τα στοιχεία για την ύπαρξη ενός αποδεκτού συστήματος ανταλλαγής των σιδερένιων νομισμάτων της Σπάρτης με ξένα ασημένια νομίσματα που χρησιμοποιούνταν με βάση τα μέτρα της Αίγινας, καταδεικνύουν ότι η χρήση των σιδερένιων νομισμάτων δεν συνεπαγόταν αποκλεισμό των ξένων νομισμάτων από τη Σπάρτη. Πράγματι, η χαμηλή αξία του σιδερένιου νομίσματος συνεπάγεται ότι είχε επικρατήσει σύστημα παράλληλης χρήσης, μια και οι συναλλαγές πάνω από κάποια αξία απαιτούσαν τη χρήση πολυτιμότερων μετάλλων.
Αρκετά είναι τα στοιχεία που συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι γινόταν χρήση ξένων νομισμάτων και ασημένιων ράβδων πριν από το 404 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, για παράδειγμα, η πόλη χρησιμοποιούσε ασημένια νομίσματα για την πληρωμή των μισθοφόρων στρατιωτών και των ερετών του στόλου. Μέσα στη Σπάρτη, η πόλη επέβαλε χρηματικά πρόστιμα στους πολίτες της και τα υποχρεωτικά μηνιαία κοινά συσσίτια κόστιζαν 10 οβολούς της Αίγινας. Χρυσά νομίσματα αλλά και ακατέργαστος χρυσός και ασημί διανεμήθηκαν στους Σπαρτιάτες στρατιώτες από τα περσικά λάφυρα μετά τη μάχη των Πλαταιών, το 479. Κατά συνέπεια, όταν το 404 π.Χ αποφασίστηκε να επιτραπεί η χρήση ασημένιων νομισμάτων αλλά όχι και η κατοχή τους, το μέτρο ήρθε όχι ως χαλάρωση, αλλά ως περιορισμός της προηγούμενης πρακτικής. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι Σπαρτιάτες πολίτες πολύ σύντομα ξεγλίστρησαν από τον επιχειρούμενο περιορισμό. Ωστόσο, ο ισχυρισμός του Πλουτάρχου, ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε τη διάβρωση των ηθικών αξιών, είναι υπερβολικός από τη στιγμή που η ατομική ιδιοκτησία ασημένιων νομισμάτων δεν ήταν κάτι καινούργιο.
Δώρα, εμπορικές συναλλαγές και αγορά
Εκ πρώτης όψεως, η αρχέτυπη μορφή των συναλλαγών στη Σπάρτη ήταν η προσφορά δώρων. Η προσφορά δώρων, που δεν περιελάμβανε νόμισματα και ήταν ενταγμένη σε ένα πλαίσιο κοινωνικότητας, είναι εμφανής σε διάφορους τομείς της σπαρτιατικής ζωής. Στα συσσίτια οι πολίτες δεν ξόδευαν χρήματα για τους συνδαιτυμόνες τους. Αντίθετα, οι πλούσιοι προσέφεραν σταρένιο ψωμί και οι κυνηγοί τα θηράματα τους. Οι βασιλείς τιμούσαν άλλους Σπαρτιάτες, μοιραζόμενοι τη δεύτερη μερίδα τους. Κατά κανόνα, ο βασιλιάς Αγησίλαος δώριζε ένα βόδι και ένα μανδύα στα νεοεκλεγμένα μέλη της Γερουσίας. Την ατμόσφαιρα αυτής της πρόθυμης γενναιοδωρίας μεταφέρει ο Ξενοφών, όταν χαρακτηρίζει τον Αγησίλαο ως «κάποιον που χαίρεται να προσφέρει τα δικά του για το καλό των άλλων». Σε ορισμένους τομείς της κοινωνικής Ζωής άλλων πόλεων γινόταν χρήση νομισμάτων, σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Χρηματικά έπαθλα και υλικά βραβεία δίνονταν στους νικητές αθλητικών αγώνων σε διάφορες πόλεις, όχι όμως και στη Σπάρτη, όπου η μόνη επιβράβευση για τους Ολυμπιονίκες ήταν η τιμή να αγωνιστούν με την προσωπική φρουρά του βασιλιά. Σ την Αθήνα η προίκα δινόταν σε μετρητά, ενώ στη Σπάρτη σε γη.
Η κυριαρχία της προσφοράς δώρων και των συναλλαγών δίχως τη χρήση νομίσματος είναι, ωστόσο, μόνον μέρος της ιστορίας. Παρά το γεγονός ότι η εσωτερική οικονομία της Σπάρτης δεν χρησιμοποιούσε τόσο τα νομίσματα όσο η Αθήνα, οι εμπορικές συναλλαγές δεν ήταν επ’ ουδενί απούσες από τη ζωή της Σπάρτης. Υπάρχουν στοιχεία για τακτική ενασχόληση των πολιτών με εμπορικές συναλλαγές.Με την εντατική εκμετάλλευση των γαιών που τους ανήκαν, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες συσσώρευαν σημαντικά πλεονάσματα σε αγροτικά προϊόντα. Η υποχρέωση των πολιτών να προμηθεύουν με τρόφιμα τα συσσίτια καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κατά πασά πιθανότητα δημιουργούσε συνεχή ζήτηση για τα πλεονάσματα αυτά. Τέτοιες συναλλαγές δεν επικροτούνταν μόνον από την πόλη. Η αναφορά του Θουκυδίδη, ότι η στέρηση των δικαιωμάτων ενός πολίτη (ατιμία) σήμαινε πως «δεν θα μπορούσε να κατέχει δημόσιο αξίωμα ούτε να έχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης», δείχνει ότι το δικαίωμα στην αγοραπωλησία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ιδιότητας του πολίτη της Σπάρτης, ισάξιο με την κατοχή δημοσίου αξιώματος.
Η Σπάρτη δεν διαχώριζε πολιτικές κατ οικονομικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη θεσσαλική «ελεύθερη αγορά», από την οποία οι τεχνίτες και οι αγρότες ήταν αυστηρά αποκλεισμένοι. Το εμπόριο και οι δημόσιες υποθέσεις διεξάγονταν στη σπαρτιατική αγορά. Ο Ξενοφών περιγράφει μια σκηνή στη σπαρτιατική αγορά, όπου οι δικαστές διηύθυναν τις πολιτικές υποθέσεις κοντά 40 Σπαρτιατών και άνω των 4.000 μη Σπαρτιατών που ασχολούνταν με εμπορικές συναλλαγές. Η περιγραφή του Ξενοφώντα δείχνει ότι η σπαρτιατική αγορά ήταν μια ζωηρή, περιφερειακή αγορά. Κατά συνεπεία, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος εξακόντισε την κριτική του κατά των δραστηριοτήτων της ελληνικής αγοράς και είπε σε αγγελιαφόρο από τη Σπάρτη: «ποτέ μέχρι τώρα δεν έχω φοβηθεί τους ανθρώπους που έχουν ένα σταθερό σημείο στο κέντρο της πόλης τους. όπου συναθροίζονται για να ανταλλάξουν βρισιές και να κοροϊδέψουν ο ένας τον άλλον». ο σαρκασμός του δεν ήταν άστοχος αλλά απευθυνόταν σε μια πόλη, για τους πολίτες της οποίας οι εμπορικές συναλλαγές ήταν μέρος της Ζωής τους.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
A.M. Andreades. A History of Greek Public Finance. Cambridge. Mass. 1933
P.A. Cartledge. Sparta and Lakonia: a regional history. 1300-362. BC London. 1979 Stephen Hodkinson. Property and Wealth in Classical Sparta. Duckworth and the Classical Press of Wales. London 2000. ch. 5
6. ΤΟ ΣΙΔΕΡΕΝΙΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Συναντάμε στον Ξενοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία 7, 5 -άηχος 380;) ένα θέμα που θα διευρύνουμε και θα διευκρινίσουμε στη συνέχεια. Κατά τη γνώμη του το λακεδαιμονικό νόμισμα είναι από σίδηρο, βαρύ και άβολο. Κι ο Πλούταρχος εμπλουτίζει τη θεματολογία μας διευκρινίζοντας πως αυτό που αποκαλούμε σιδερένιο νόμισμα έχει ένα τετράχαλκο που ζυγίζει μία μνα αιγινήτικη (Πλούταρχος, Λακ. 226,3), ωστόσο ο ίδιος (Λύσανδρος, 17,4-5) μιλά επίσης για τους οβολούς, ία γνωστά σιδερένια σουβλιά που άλλωστε σαν προσφορές ανασκάφτηκαν σε ναούς αρχαϊκής περιόδου. Ελάχιστα γνωρίζουμε σχετικά με αυτό που οι Λακεδαιμόνιοι ονόμαζαν παραδοσιακό νόμισμα τον πρώιμο 4ο αιώνα.
Πράγματι ο συγκεκριμένος τύπος εμφανίζεται στην αρχή του 4ου αιώνα. Μέχρι τότε η Σπάρτη δεν έχει νομίσματα, χωρίς να αποτελεί μοναδική περίπτωση. Οι πόλεις της Κρήτης άρχισαν να συναλλάσσονται πολύ αργότερα με το νόμισμα όπως το αντιλαμβάνονται τέτοιο οι Αθηναίοι και οι πόλεις όπου η νομισματοποίηοη του συστήματος τους είχε ήδη γίνει.
Ωστόσο δεν έχουμε την εντύπωση κατά τον 5ο αιώνα ότι οι Σπαρτιάτες κρατούν κάποια ιδιαίτερη στάση νομοθετικής αντίθεσης απέναντι στα πολύτιμα μέταλλα και το νόμισμα. Μάλιστα οι Βασιλείς τους κατηγορούνται για διαφθορά. Ο Παυσανίας είναι οικονομικά εύρωστος χάρη στις προσφορές των Περσών. Δεν υπάρχει σχετική απαγόρευση. Απλά το οικονομικό τους σύστημα λειτουργεί Βάσει της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών στο εσωτερικό της χώρας, πολεμικών λεηλασιών κατά τους πολέμους και ανταλλαγή σε περιπτώσεις ανάγκης που η κοινότητα τους δεν μπορεί να ικανοποιήσει. Εξάλλου τι τους λείπει πέρα από τα ευγενή μέταλλα; Παράγουν σιτάρι, λάδι, κρασί, σύκα για τη διατροφή τους. Μαλλί και δέρμα από τα Ζώα τους για τα ρούχα τους, ξυλεία από τα δάση τους στα Βουνά και το σίδηρο από τα ορυχεία (στο Ακρωτήριο Μαλέας) για τα εργαλεία τους· έχουν και λίγο χαλκό (κοντά στο ναό του Απόλλωνα Υπερτελεάτη και του Απόλλωνα Τυρίτη), καθώς και μόλυβδο. Ο κόλπος της Λακωνίας προμηθεύει τα πορφυρά χρώματα για τις στολές.
Το ζήτημα τίθεται όταν χρειάστηκε να κατασκευάσουν ένα στόλο· σε αυτή την περίπτωση πρέπει να βρεθούν η κατάλληλη ξυλεία, η πίσσα, να προσληφθούν πλοηγοί και έμπειροι ναυτικοί που θα πληρωθούν. Ο πόλεμος στη Μικρά Ασία τροφοδοτήθηκε κατά το μάλλον ή ήττον από περσικό χρήμα που αλλοτρίωσε τους Λακεδαιμονίους που υπηρέτησαν εκεί. Στο εξής το μη νομισματικό σύστημα φαντάζει απαρχαιωμένο.
Όταν ο Λύσανδρος συντρίβει την Αθήνα, μαζεύει σχολαστικότατα όσα νομίσματα μπορεί να βρεθούν στην αυτοκρατορία και τα στέλνει με την ίδια φροντίδα τοποθετημένα μέσα σε τσουβάλια στη Σπάρτη - είναι φανερό ότι γνωρίζει την κυκλοφορία του χρήματος, αφού έχει συνηθίσει τη χρήση του νομίσματος, όπως επίσης και ο άλλος μεγάλος Σπαρτιάτης στρατηγός, ο Γύλιππος, που έζησε κάποια στιγμή στις Συρακούσες. Οι δυο άνδρες ξέρουν πως στο εξής η Σπάρτη δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον κόσμο που ανοίγεται μπροστά της, τόσο προς τα ανατολικά όσο και προς τα δυτικά, χωρίς να εισέλθει στον κόσμο της νομισματοποιημένης οικονομίας.
Είναι περισσότερα από αυτά που ήλπιζαν οι πολιτικοί μηχανισμοί της Σπάρτης. Πράγματι, οι στρατιωτικοί αρχηγοί στους οποίους οφείλεται η νίκη δεν είναι παρά στρατηγοί, όχι πολιτικοί ηγέτες του κράτους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι βασιλείς, η Γερουσία, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, ακολουθούν μια σταδιοδρομία περισσότερο πολιτική παρά στρατιωτική και δεν επιθυμούν διόλου παρόμοια περιπέτεια. Διαχει-ρίζονται ήδη ένα μεγάλο κράτος για το ελληνικό σύστημα, που σαν από θαύμα επέζησε στις κακοτυχίες των πολέμων και θέλουν να εξασφαλίσουν την επιβίωση τους.
Τα ιστορικά γεγονότα της Σπάρτης μας έγιναν γνωστά από τον Διόδωρο (13b) και ιδιαίτερα τον Πλούταρχο (Λύσανδρος, 16, 17, 1-3). Ο Πλούταρχος αποκαλύπτει τις πηγές του, τον Έφορο και τον Θεόπομπο· ωστόσο αυτοί από πού ompizouv την αφήγηση τους; Σε κάθε περίπτωση έχουμε μία ιστορική απόδοση της γέννησης ενός μύθου. Η Συνέλευση της Σπάρτης απορρίπτει πράγματι τις προτάσεις του Λύσανδρου (προτάσεις άγνωστες σε μας) και αποφασίζει πως το σπαρτιατικό κράτος θα εξακολουθήσει το μη εμπλουτισμό του με δικό του νόμισμα. Παρά ταύτα, το κράτος διατηρεί αυτά που ο Λύσανδρος έφερε στη Σπάρτη για τα εξωτερικά του έξοδα, αλλά απαγορεύει την ιδιωτική κατοχή νομίσματος. Αρχίζει το κυνήγι των δυστροπούντων που έφεραν από τις εκστρατείες τους (και μάλιστα κράτησαν τα λάφυρα τους) ποσά λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά. Ο Γύλιππος εξορίστηκε. Φίλοι του Λύσανδρου θανατώθηκαν. Παρά ταύτα, πολλοί άνθρωποι εξοικειώθηκαν με τη χρήση του νομίσματος και το παλαιό σύστημα αλλοιώθηκε. Επιχειρείται τότε να βρεθεί ένα υποκατάστατο. Εμφανίστηκαν στοιχεία από μέταλλο (οβολοί;) που προϋπήρχαν σε ορισμένους τύπους ανταλλαγών. Στοιχεία που θεωρήθηκαν ικανά να προσεγγίσουν την ιδέα που συνιστά ένα νόμισμα: άφθαρτο, μετρήσιμο, συμβολικό. Έτσι γεννήθηκε το σπαρτιατικό νόμισμα από σίδηρο. Το αστείο είναι ότι σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου, συνδεδεμένες με τη Σπάρτη και που έκοβαν νόμισμα, φαίνεται ότι ήδη το είχαν κατασκευάσει για μικρή χρονική περίοδο.
Ούτως ή άλλως η κοπή νομίσματος από τη Σπάρτη αποτελεί στο εξής απαγορευμένο καρπό για όλη τη διάρκεια του 4ου αιώνα, τροφοδοτώντας το θαυμασμό των ηθικολόγων. Ο πρώτος θησαυρός θα βρεθεί κατά τη βασιλεία του Ατρέα. Και αυτός καθώς φαίνεται έκοψε νόμισμα μόνο για τις ανάγκες του πολέμου των Χρεμονιδών και όχι στη Σπάρτη. Ο μύθος θα γνωρίσει εξάλλου το απόγειο της δημοτικότητας του τη στιγμή που η πραγματικότητα αλλάζει όψη. Εκείνος που θα εισαγάγει την κοπή νομίσματος στη Λακεδαίμονα, είναι ο βασιλιάς που ο Πλούταρχος (Φύλαρχος) μας παρουσιάζει σαν τον αναμορφωτή του παλαιού προτύπου. Τα νομίσματα της Σπάρτης θα ανθίσουν την εποχή του Κλεομένη Γ.
ΤΟ ΟΔΙΚΟ ΔΙΚΤΥΟ
Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν και δημιούργησαν πυκνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και πρωτοποριακό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη αμαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο. Οι οδοποιοί χάραζαν στα βραχώδη μέρη αυλάκια με σταθερό μετατρόχιο 1,40 μ., μέσα στα οποία κυλούσαν οι τροχοί της δίτροχης ή τετράτροχης άμαξας. Οι αρχαίοι ονόμαζαν αυτά τα αυλάκια αρματροχιές ή αμαξοτροχιές. Η άμαξα δηλαδή είχε προκαθορισμένη διαδρομή και κινιόταν με τους τροχούς μέσα στις αρματροχιές, χωρίς να μπορεί να λοξοδρομήσει. Αυτό ήταν και το μείζον επίτευγμα των Ελλήνων οδοποιών.
Προφανώς εκτός από τους ειδικά κατασκευασμένους δρόμους για τις άμαξες, υπήρχαν - όπως και σήμερα - και οι ατραποί, τα πολυπατημένα δηλαδή μονοπάτια, που προορίζονταν μόνο για τους πεζοπόρους και τα υποζύγια.
Το αμαξήλατο οδικό σύστημα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αι. Το πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πελοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και πρέπει να υπήρξε έργο μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, απολύτως αναγκαίας και ικανής για το σχεδιασμό, την πραγμάτωση και τη διαρκή συντήρηση του. Αυτή η εξουσία δεν μπορεί να είναι άλλη από την Πελοποννησιακή Συμμαχία με κινητήρια δύναμη τη Σπάρτη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δίκτυο εκπληκτικής πυκνότητας, το πολυσχιδέστερο μάλιστα στον ελλαδικό χώρο.
Η Σπάρτη είναι γνωστό ότι αποκτά την εικόνα συγκροτημένου κράτους σε κάθε τομέα της δημόσιας και της ιδιωτικής ζωής μετά τα μέσα του 7ου αι. και τη νικηφόρα γι' αυτήν έκβαση του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέμου, που της απέφερε τη Μεσσηνία. Η υπαγωγή μάλιστα της Μεσσηνίας στις περιοικίδες περιοχές της Σπάρτης εξασφάλισε έκτοτε στην τελευταία το οικονομικό υπόβαθρο για τη συγκρότηση σε κράτος- επιπλέον συνέβαλε καθοριστικά στην έξοδό της στον υπόλοιπο κόσμο με αξιοζήλευτες διπλωματικές και οικονομικές σχέσεις με χώρους όπως λ.χ. η Ιωνία και με συνακόλουθη την πολιτιστική έκρηξη της Λακωνίας τα χρόνια που ακολουθούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν δημιουργήθηκε το θαυμαστό οδικό δίκτυο της Σπάρτης. Ο «στρατιωτικός» χαρακτήρας του αμαξήλατου οδικού δικτύου είναι πασιφανής. Επιγραμματικώς θα έλεγα ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακολούθησαν οι έμποροι. Δεν υπήρχε άλλωστε η δυνατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέτοιας κλίμακας έργα· ήταν όμως πάντοτε έτοιμη να τα εκμεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη. Σημασία λοιπόν για τη δημιουργία του οδικού δικτύου είχε η ύπαρξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Σπάρτη. Η Περσία και η Ρώμη αποτελούν τα ακριβή παράλληλα παραδείγματα με τη Σπάρτη. Και οι δύο εξουσίες διέθεταν αξιοθαύμαστο, οε πυκνότητα και ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι μόνον την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπηρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όμορο χώρο. Και οι δύο ισχυρές συγκεντρωτικές εξουσίες δημιούργησαν πρωτίστως το οδικό δίκτυο τους για την ευχερή και απρόσκοπτη κίνηση των στρατιών τους, όπως άλλωστε και η Σπάρτη. Η τελευταία μάλιστα έχει να επιδείξει και μία ειδοποιό διαφορά επιπλέον από την Περσία και τη Ρώμη, αφού είχε ορίσει ως υπεύθυνη για τις οδούς της την ανωτάτη πολιτειακή αρχή της, τους δύο βασιλείς (Ηροδ. VI 57, 4). Αυτοί δηλαδή που ηγούνταν μιας εκστρατείας ήταν ταυτοχρόνως και οι υπεύθυνοι άρχοντες για το οδικό δίκτυο, μέσω του οποίου επιτυγχανόταν η διεκπεραίωση της όποιας στρατιωτικής επιχειρήσεως.
Σήμερα λοιπόν κατανοούμε ότι όταν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να μεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου υπήρχε ανάγκη, και να εκπλήσσει η αξιοθαύμαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινήσεων, αυτό οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος στο αμαξήλατο οδικό της δίκτυο και όχι μόνον στην πειθαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. Είναι μία παράμετρος που έως σήμερα δεν έχει εκτιμηθεί δεόντως, όταν σπουδάζουμε τα της ιστορίας της Σπάρτης. Υποθέτουμε μάλιστα παράλληλα με το σκευοφορικόν (Ξεν., Λακ. Πολ. 13, 4), και την ύπαρξη αντιστοίχου σώματος της οδοποιίας, κάτι ανάλογο με το σημερινό «μηχανικό», επιφορτισμένο κατ υπεύθυνο για τα οδικά έργα.
Στην αδήριτη επομένως ανάγκη για επέκταση και συνεχή προάσπιση της εξουσίας μιας υπερδυνάμεως, όπως η Σπάρτη, πρέπει να αποδώσουμε πρωτίστως τη δημιουργία του οδικού δικτύου με το σαφή κατ αδιαμφισβήτητο στρατιωτικό χαρακτήρα του.
Σήμερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στην ύπαιθρο γνωρίζουμε, με βάση τις χαρτογραφημένες αρματροχιές που εντοπίσαμε κατά τόπους, ότι το δίκτυο της Σπάρτης, τουλάχιστον στην επικράτειά της, διέθετε περίπου εκατό (100) αμαξηλάτους οδούς. Για να εννοήσουμε την πυκνότητα του, αρκεί να αναφέρουμε ότι ενώ σήμερα η επικοινωνία της Σπάρτης με το Βορρά εξασφαλίζεται με έναν άξονα, οι αρχαίοι διέθεταν τέσσερις: έναν όπως η σημερινή λεωφόρος Σπάρτη - Τρίπολη, και τρεις δυτικότερα, διά μέσου της αρχαίας Σκιρίτιδος (σήμερα περιοχή Κολλινών-Βλαχοκερασιάς), κατά μήκος του Ευρώτα ως τη Μεγαλοπολιτική, που ήταν και η κύρια στρατιωτική οδός (Πελλάνα - Ανεμοδούρι - Ασέα..), και τον δυτικότατο, που διέτρεχε την κορυφογραμμή του βόρειου Ταύγετου οε υψόμετρο 1.600 μ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Α. Πίκουλας, Οδικό δίκτυο και άμυνα, Ηόρος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 2, Αθήνα 1995. |
8. ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΑΜΟΣ
Τα αγγλικά επίθετα «σπαρτιατικός» και «λακωνικός» έχουν τις ρίζες τους στην ασυνήθιστη κοινότητα που εγκαταστάθηκε σης όχθες του Ευρώτα, στη Νότια Πελοπόννησο, γύρω στο 1000 π.Χ. Κάπου πεντακόσια χρόνια αργότερα, το 480 π.Χ., 300 πολεμιστές της Σπάρτης έγραψαν το όνομα τους ανεξίτηλα στο Βιβλίο της Ιστορίας. Η μάχη των Θερμοπυλών σηματοδότησε μια ελληνική ήττα στον πόλεμο κατά των Περσών εισβολέων. Ήταν όμως η ενδοξότερη ήττα που μπορεί κάποιος να φανταστεί και το πλέον ακλόνητο θεμέλιο στην - κατά τα άλλα - μεταβαλλόμενη και με αναλαμπές χίμαιρα, μύθο ή θρύλο της αρχαίας Σπάρτης που φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Πίσω από αυτούς τους 300 άνδρες - κατά περισσότερες της μίας έννοιες - βρίσκονται; οι σπουδαίες γυναίκες της Σπάρτης. Στους λάτρεις του Ομήρου δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι πριν η Ελένη γίνει Ελένη της Τροίας ήταν η Ελένη της Σπάρτης, σύζυγος του καλού βασιλιά Μενέλαου και νύφη του Αγαμέμνονα. Χάρη στο μοναδικό κάλλος της, ένας δελφικός χρησμός μπορούσε με ασφάλεια να προβλέψει ότι απ’ όλη την Ελλάδα οι γυναίκες της Σπάρτης ήταν οι πιο όμορφες -εικόνα που δεν ευτελίζεται διόλου από τα βασανιστικά άσματα των κοριτσιών (παρθένεια) που γράφτηκαν στη Σπάρτη από τον Αλκμάνα για να τραγουδιούνται από το χορό των νεαρών παρθένων λίγο πριν περάσουν το κατώφλι του γάμου.
Ο γάμος ήταν για μια Σπαρτιάτισσα ό,τι ο πόλεμος για ένα Σπαρτιάτη: αντιπροσώπευε το στόχο της ενηλικίωσης και την ευκαιρία να πραγματώσουν το ρόλο για τον οποίον τους προόριζε η κοινότητα. Ωστόσο, για τον έξω κόσμο, τους άλλους Ελληνες, οι Σπαρτιάτισσες κοπέλες και γυναίκες ήταν το ίδιο περίεργες και ακατανόητες όσο και οι Σπαρτιάτες που έδωσαν μάχη μέχρι θανάτου στις Θερμοπύλες. Βάλτε στο μυαλό σας το χαρακτήρα της Λαμπιδούς (ένα όνομα όμορφο και βασιλικό στην πραγματικότητα, που συνηθίζουν οι Σπαρτιάτες), της Σπαρτιάτισσας συζύγου που ο Αριστοφάνης ανεβάζει στην κωμική σκηνή των Αθηνών αμέσως μετά την πρεμιέρα της Λυσιστράτης το 411. Η Λαμπιδώ είναι ο ορισμός του καλοσχηματισμένου θηλυκού σώματος και αξιοθαύμαστη όχι μόνον για τα στητά στήθη της, αλλά και για το σύνολο της σωματικής της διάπλασης. Με άλλα λόγια εκφράζει - φυσικά με κάποια κωμική υπερβολή - την πραγματικότητα στη Σπάρτη, που ήθελε τα κορίτσια να γυμνάζονται και σε καμία περίπτωση να είναι περιορισμένα σε αμιγώς οικιακές και στατικές εργασίες. Για παράδειγμα, ήταν εκπληκτικές αθλήτριες. Μια σειρά θαυμαστών ορειχάλκινων αγαλματιδίων του 6ου αιώνα π.Χ. παριστάνουν γυμνές ή ημίγυμνες Σπαρτιάτισσες, κορίτσια και κοπέλες, να τρέχουν, ακριβώς όπως έκαναν και στην πραγματικότητα, όχι μόνο στη Σπάρτη αλλά και στην Ολυμπία (βεβαίως όχι στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αφού αυτοί ήταν αποκλειστικά για άνδρες).
Σκοπός της κοπιαστικής φυσικής άσκησης, όπως μαθαίνουμε από αρχαίους συγγραφείς που θα πρέπει να ήταν γνώστες - όπως ο Ξενοφών - ήταν ο ευγονισμός. Με άλλα λογία, αποσκοπούσε στην ανατροφή γυναικών που θα γίνονταν ρωμαλέες μάνες για ία παιδιά ίσος - ιδανικά μάλιστα αρσενικά παιδιά -για την επόμενη γενιά ενήλικων πολεμιστών της Σπάρτης που θα μάχονταν για λογαριασμό της τους εξωτερικούς εχθρούς, αλλά και τους εσωτερικούς: τον πληθυσμό των σκλάβων, τους είλωτες. Ορισμένες επιτύμβιες επιγραφές, που διασώζονται, αναγράφουν το όνομα κάποιας Σπαρτιάτισσας και πλάι «πέθανε στη γέννα» - επισήμανση τιμής, δόξα για τη νεκρή γυναίκα, όπως για τον άνδρα Σπαρτιάτη ήταν τιμή να αναγράφεται «πέθανε στον πόλεμο» αν έχανε τη ζωή του στα πεδία των μαχών. Οι Σπαρτιάτες ανεπιφύλακτα απέδιδαν δημόσιες τιμές και εξέφραζαν δημοσίως επαίνους σης γυναίκες, σε κραυγαλέα αντίθεση με την Αθήνα, επί παραδείγματι, όπου ο Περικλής λέει - δίχως φόβο να διαψευστεί - ότι οι πιότερο αξιοσέβαστες Αθηναίες ήταν εκείνες για τις οποίες δεν είχε ακουστεί δημόσια έπαινος ή ψόγος.
Ούτε και οι ίδιες οι Σπαρτιάτισσες δείλιαζαν να μιλήσουν. Αναπτύχθηκε παράδοση που ανιχνεύεται στην εποχή του Ηρόδοτου ακόμη, η οποία αποδίδει σης γυναίκες της Σπάρτης εξαιρετικά οξυδερκείς ή πνευματώδεις παρατηρήσεις. Πολλές από αυτές συγκεντρώθηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Αποφθέγματα Λακωνικά» που αποδίδεται στον Πλουταρχο. Όταν μια ξένη γυναίκα ρώτησε τη Γοργώ, θυγατέρα του βασιλιά Κλεομένη του Α΄ και σύζυγο του βασιλιά Λεωνίδα (του σπουδαίου ήρωα των Θερμοπυλών), γιατί οι Σπαρτιάτισσες ήταν οι μόνες που εξουσίαζαν τους άντρες τους, εκείνη απάντησε «γιατί είμαστε οι μόνες γυναίκες που γεννάμε (πραγματικούς) άντρες». Όταν ένα αγόρι γύριζε από τη μάχη μόνο, δίχως τ’ αδέλφια του, η μητέρα, αντί να τον καλωσορίσει με τρυφεράδα, τον σφυροκοπούσε με προσβολές: «Σε μεγάλωσα για να γίνεις εσύ ο μόνος δειλός από τα παιδιά μου;». Η λακωνική φράση «ή ταν ή επί τας» λέγεται ότι εκστομιζόταν από την τυπική Σπαρτιάτισσα μητέρα ή τη σύζυγο και απευθυνόταν στο γιο ή τον άντρα της όταν εκείνος έφευγε για τον πόλεμο. Σήμαινε: «γύρνα πίσω με την ασπίδα σου, ζωντανός και νικητής φέροντας την ασπίδα σου, ή γύρνα νεκρός, να σε κουβαλούν πάνω στην ασπίδα οι νικηφόροι συμπολεμιστές σου».
Σαν ερχόταν η ώρα μιας Σπαρτιάτισσας να παντρευτεί, σε ηλικία 18 ετών (πολύ μετά την ήβη και αργότερα από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας), το τελετουργικό και οι εκδηλώσεις ήταν διαφορετικές από εκείνες της υπόλοιπης Ελλάδας. Το δίχως άλλο οι πηγές μας είχαν μια τάση εντυπωσιασμού, φαίνεται όμως ότι πράγματι τελούνταν μια μορφή γάμου ύστερα από αρπαγή. Ακόμη κι αν ο πατέρας ή ο άντρας κηδεμόνας ενός κοριτσιού την είχε αρραβωνιάσει με κάποιον, ένας άλλος άντρας μπορούσε να την αρπάξει και να την κάνει om συνέχεια γυναίκα του δια της βίας. Αν ο αρραβώνας ακολουθούνταν -κατά τα συνήθη- από το γάμο, η τελετή ήταν μια περίεργα άχαρη υπόθεση, σε αντίθεση με τη χαρούμενη ατμόσφαιρα από τα τραγούδια των παρθένων που προηγούνταν. Τα μαλλιά της νύφης ξυρίζονταν σχεδόν και έπειτα την έκλειναν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο με μόνη φορεσιά ένα μακρύ ανδρικό χιτώνα και μια ζώνη. Μετά θα ερχόταν ο άντρας, θα έλυνε τη ζώνη, θα της έβγαζε το χιτώνα και θα τη διακόρευε.
Ο έγγαμος βίος δεν ήταν ιδιαίτερα θερμός για το ζευγάρι. Μέχρι την ηλικία των 30 ετών ο σύζυγος θα περνούσε κάθε βράδυ στη συσκηνία μαζί με τους συντρόφους του και οι συζυγικές σεξουαλικές συνευρέσεις θα γίνονταν λαθραία και μυστικά. Ακόμη και μετά τη συμπλήρωση των τριάντα χρονών του συζύγου και αφού το ζεύγος είχε με επιτυχία φέρει στον κόσμο νόμιμα και υγιή παιδιά, η σεξουαλική εμπειρία μιας Σπαρτιάτισσας ήταν πολύ διαφορετική από εκείνην μιας μέσης Ελληνίδας. Με ή δίχως τη συναίνεση της, ο σύζυγος μπορούσε να τη δανείσει σε έναν άλλο άντρα με τον οποίο και για τον οποίο θα γεννήσει, νομίμως, γνήσια τέκνα. Σε οποιοδήποτε άλλο ελληνικό κράτος κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μοιχεία, η οποία επέσυρε αυστηρότατη τιμωρία - στην Αθήνα ακόμη και το θάνατο.
Σε άλλες περιπτώσεις, κάποιος γηραιότερος Σπαρτιάτης που είχε μείνει χήρος, αλλά δεν ήθελε να ξαναπαντρευτεί και να κάνει νέα οικογένεια, μπορούσε να πάρει στο σπίτι του ως οικονόμο και σύντροφο τη σύζυγο κάποιου άλλου. Λέγεται ότι η γυναίκα που συμμετείχε σ’ αυτό το τρίγωνο ήταν ευτυχής με τη ρύθμιση αυτή, αφού της δινόταν η δυνατότητα να έχει υπό τον έλεγχο της περισσότερα του ενός νοικοκυριά.
Ο Ευριπίδης και ο Αριστοτέλης δεν ήταν σε καμία περίπτωση οι μόνοι μη Σπαρτιάτες Έλληνες που θεωρούσαν την κατάσταση των Σπαρτιατισσών σκανδαλιστική, ο λόγος τους όμως εκφράζει όλους. Ο Ευριπίδης στην «Ανδρομάχη» του βάζει τον Πελέα να ισχυρίζεται ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν μπορούν ποτέ να είναι αγνές. Ο Αριστοτέλης, στα «Πολιτικά» του, στο δεύτερο βιβλίο, αποδύεται σε ακόμη σφοδρότερη κριτική της απείθαρχης ακολασίας του γυναικείου μισού της σπαρτιατικής πολιτείας. Φθάνει μάλιστα σε σημείο να επιρρίψει στις γυναίκες την ευθύνη για την ύστατη παρακμή της Σπάρτης ως μεγάλης δύναμης τον 4ο αιώνα π.Χ. Για παράδειγμα, όταν οι Θηβαίοι εισέβαλαν στη Λακωνία το 370, στην πρώτη τέτοια εχθρική εισβολή σε σπαρτιατικό έδαφος από την εποχή της ίδρυσης της, οι Σπαρτιάτισσες - κατά τον Αριοτοτέλη - προξένησαν πολύ μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ότι οι εισβολείς!
Ένα άλλο πράγμα που ο Αριστοτέλης απεχθανόταν αναφορικά με τις Σπαρτιάτισσες, ήταν το γεγονός ότι κατείχαν και μπορούσαν να διαθέσουν γαίες, θα προτιμούσε να ίσχυε το νομικό καθεστώς που επικρατούσε για τις γυναίκες στην Αθήνα, όπου τους δινόταν δικαίωμα σε μια μικρή περιουσία, ήταν όμως υποχρεωμένες να υποτάσσονται στη βούληση του άρρενα κηδεμόνα τους (κυρτού) για κάθε νόμιμη συναλλαγή. Αντίθετα στη Σπάρτη, οι γυναίκες, καθώς φαίνεται, είχαν καταφέρει μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη να κατέχουν κατ να ελέγχουν το ένα τρίτο των ιδιωτικών γαιών. Ο Αριστοτέλης υπαινίσσεται, δε, ότι οι Σπαρτιάτισσες δεν δίσταζαν να εκμεταλλευτούν τη δύναμη που τους έδινε η ιδιοκτησία για να ασκήσουν επιρροή στη σφαίρα των δημόσιων πολιτικών πραγμάτων - σφαίρα που είχε αποκλειστικά εκχωρηθεί στους άνδρες. «Πολλά πράγματα», λέει με μυστήριο, «ελέγχονταν από τις γυναίκες κατά την εποχή της αυτοκρατορίας (αρχής) των Σπαρτιατών» (το 371).
Είχε άραγε δίκιο ο Αριστοτέλης; Ήταν η Σπάρτη γυναικοκρατούμενη, μια πόλη όπου οι γυναίκες εξουσίαζαν τους άνδρες; Μάλλον απίθανο. Η πεμπτουσία ίων δημόσιων αξιών ήταν ανδροκρατούμενη και μάλιστα με σοβινισμό. Οι γυναίκες ενθαρρύνονταν να μοιάσουν όσο το δυνατόν περισσότερο στους άντρες και όχι το αντίστροφο. Ήταν ο σύζυγος που δάνειζε τη γυναίκα του σε άλλον άντρα με σκοπό την αναπαραγωγή και έπειτα από συμφωνία, και όχι η γυναίκα που ελεύθερα αναζητούσε σεξουαλικούς συντρόφους όπως, όταν, και όποτε το επιθυμούσε. Οι «κατώτεροι» Σπαρτιάτες που αποκαλούνταν υπομείονες ήταν οι γιοι ενός πολίτη της Σπάρτης και μιας ανελεύθερης που προερχόταν από είλωτες - τυπικά προϊόντα μιας κοινωνίας σκλάβων. Είναι άκρως αποκαλυπτική η ιστορία της Σπαρτιάτισσας πριγκίπισσας Κυνίσκας, αδελφής του βασιλιά Αγησίλαου ίου Β΄, όπως τη διηγείται στη βιογραφία του ο Ξενοφών.
Σε μια προσπάθεια να αποδείξει ότι η νίκη σε έναν αγώνα με τέθριππο στην Ολυμπία δεν συνδέεται με την ικανότητα ενός άνδρα αλλά με τον πλούτο του, ο Αγησίλαος έδωσε οδηγίες στην Κυνίσκα να μεγαλώσει και να προετοιμάσει για αγώνες ένα κοπάδι άλογα. Το 396 και το 392 εκείνη, καθώς και τα άλογα και οι ηνίοχοι της. κέρδισαν το δάφνινο στεφάνι. Ήταν πραγματικό κατόρθωμα. Στην Ολυμπία ανεγέρθηκε μνημείο προς τιμήν της Κυνίσκας με μια επιγραφή που πληροφορεί όποιον θέλει ή μπορεί να το διαβάσει ότι εκείνη ήταν η πρώτη γυναίκα σε ολόκληρη την Ελλάδα που κέρδισε το βραβείο και μάλιστα δύο φορές διαδοχικά. Στη Σπάρτη την τίμησαν ως npojiöa. της αφιέρωσαν μάλιστα ιερό βωμό. Οι παγερές κουβέντες του Αγησίλαου όμως δεν μπορούν να αμφισβητηθούν. Γι’ αυτόν, η πραγματική αρετή του άνδρα θα μπορούσε να επιδειχτεί μόνον στο πεδίο της μάχης -με τα πολεμικά άλογα που εκτρέφει και όχι με τα άλογα επίδειξης της Κυνίοκας.
Από την άλλη, όμως. δεν μπορούμε να υποβαθμίσουμε το ξεχωριστό καθεστώς που είχε παραχωρηθεί στις Σπαρτιάτισσες. Οι Σπαρτιάτες σοφά έκριναν ότι, εάν ήθελαν η πόλη τους να διατηρήσει το στρατιωτικό τρόπο Ζωής, δεν μπορούσαν να αγνοήσουν η να βάλουν στο περιθώριο, πόσο μάλλον να καταπιέζουν. τις γυναίκες. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι τα κορίτσια της Σπάρτης είχαν πρόσβαση σε ένα είδος δημόσιας εκπαίδευσης, που περιελάμβανε σκληρή - και στα μάτια των περισσότερων Ελλήνων αταίριαστη στη γυναικεία φύση- άθληση. Έτσι εξηγείται επίσης ότι οι Σπαρτιάτισσες είχαν δικαίωμα σε περιουσιακά στοιχεία, που περιελάμβαναν γη. Σε αντάλλαγμα, οι Σπαρτιάτισσες - γιαγιάδες, μάνες, σύζυγοι, αδελφές, θείες και ανιψιές- με αίσθηση καθήκοντος προσέφεραν στους άντρες τους την αδιαμφισβήτητη αφοσίωση τους, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι αυτοί οι άντρες πραγμάτωναν τα ρωμαλέα φιλοπόλεμα ιδεώδη που οι ίδιοι είχαν καθορίσει. «Ή ταν ή επί τας» - αυτή ήταν πράγματι η ημερησία διάταξη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ξενοφών. Λακεδαιμονίων Πολιτεία, Αγησίλαος, Αποφθέγματα Λακωνικά
P. Cartledge. Agesilaos and the Crisis of Sparta (Duchworth 1987) The Greeks: Crucible of Civilization (TV Books N.Y. 2000)
9. ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Πληροφορίες για τη μνημειακή τοπογραφία της αρχαίας Σπάρτης παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέφθηκε περίπου το 160 μ.Χ. και αφιέρωσε στη λεπτομερή περιγραφή της εφτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του.
Η Σπάρτη, στο μέσον της Κοίλης Λακεδαίμονος και στη δεξιά όχθη του ποταμού Ευρώτα, εκτεινόταν σε πεδινή έκταση με ενδιάμεσους λοφίσκους, σαφώς οριοθετημένη από τον Ευρώτα και τα Ρέματα της Μαγουλίτσας και της Μούσγας. Δεν υπάρχουν κατάλοιπα προδωρικού οικισμού στη θέση όπου αναπτύχθηκε η πόλη ίων ιστορικών χρόνων. Την τελευταία συγκροτούσαν πέντε κώμες: οι πλησιόχωρες Πιτάνη, Λίμνες, Μεσόα, Κυνό(σ)ουρα και οι Αμυκλές νοτιότερα. Η Σπάρτη παρέμεινε προσηλωμένη σε αυτό το οικιστικό σχήμα έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια.
Η πόλη παρέμεινε ατείχιστη έως το δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ., οπότε απέκτησε τείχος, στο πλαίσιο αμυντικού προγράμματος ίου Κλεομένη Γ'. Το τείχος επισκευάστηκε και επεκτάθηκε αρκετές φορές. Στα τέλη του 3ου ή 4ου αι. μ.Χ. ο ερχομός των Ερούλων και του Αλάριχου έκαναν αναγκαίο τον ιδιαίτερο τειχισμό δύο κεντρικών λόφων της Σπάρτης, της Ακροπόλεως και του Παλατοκάστρου. Το ελληνιστικό τείχος ήταν κατασκευασμένο από λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδομή, προφυλαγμένη από τη βροχή με το καταστέγασμα, του οποίου οι κεραμίδες ήταν ενσφράγιστες. Παρ’ ότι ελάχιστα είναι τα ορατά σήμερα τμήματα του ελληνιστικού τείχους, με περίμετρο 48 στάδια (±9 χλμ.), η διαδρομή του είναι γνωστή χάρη στις ανασκαφές και στις κεραμίδες του. Στο τείχος υπήρχαν έξι πύλες με κυριότερες τη Β πύλη (βόρεια από την Ακρόπολη), τη ΒΑ πύλη (κοντά στη σημερινή γέφυρα του Ευρώτα) και τη Ν πύλη, όπου κατέληγε η Αφεταΐς οδός (στα νότια της Σπάρτης, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου). Στις παραπάνω περιοχές υπήρχαν κατ γέφυρες για τη Ζεύξη του ποταμού και των δύο ρεμάτων.
Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό των μνημείων της πόλεως, που περιγράφει ο Παυσανίας, λίγα είναι εκείνα που ταυτίζονται σήμερα με βεβαιότητα.
Από τα κτίρια και ιερά στην Ακρόπολη της Σπάρτης, το σημαντικότερο ήταν το ιερό της πολιούχου Αθηνάς Χαλκιοίκου, που ιδρύθηκε πιθανότατα non από το 10 αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του λόφου της Ακροπόλεως βρίσκεται το θέατρο, που κατασκευάστηκε τον 10ο αι. π.Χ. Η αρχική σκηνή του δεν ήταν μόνιμη κατασκευή, αλλά κινητή με τροχούς ξυλοκατασκευή· σία τέλη του 1ου αι. μ.Χ. αντικαταστάθηκε με μνημειακή μαρμάρινη σκηνή.
Η Αγορά της πόλεως βρισκόταν στο πλάτωμα του Παλαιόκασιρου - Α από την Ακρόπολη - και την κοσμούσαν πλήθος λαμπρών μνημείων. Φημισμένη ήταν η ιδρυμένη από τα λάφυρα των Μηδικών πολέμων Περσική Στοά, που οριοθετούσε την Αγορά από τα Δ. Το εντυπωσιακό «κυκλικό οικοδόμημα», που καταλαμβάνει τη ΝΔ γωνία της Αγοράς, είναι ο Χορός, είδος εξέδρας, όπου κατά την εορτή των Γυμνοπαιδιών οι έφηβοι χόρευαν γύρω από τα αγάλματα του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και της Λητούς. Η μεγάλη ρωμαϊκή στοά βρισκόταν στη Ν πλευρά της Αγοράς. Στην ίδια πλευρά βρισκόταν η αφετηρία της παλαιότερης οδού της Σπάρτης, της Αφεταΐδος, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη· κατά μήκος της υπήρχαν σημαντικά ιερά, όπως του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που ταυτίζεται βόρεια από τη Δημοτική Αγορά της σύγχρονης πόλεως (γωνία οδών Γκορτσολόγου και Διοσκούρων).
Το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος βρίσκεται στην περιοχή των Λιμνών, κοντά στον Ευ ρώτα. Ιδρύθηκε το 10ο αϊ π.Χ. Ο πρώτος ναός και βωμός οικοδομήθηκαν τον 3ο αϊ μ.Χ. Ξαναχτίστηκαν στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η τρίτη οικοδόμηση ίου ναού χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. μ.Χ. κατασκευάστηκε το μνημειώδες αμφιθέατρο, που περιέβαλλε τον αύλειο χώρο του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε o ναός είχε θέση προσκηνίου για τα λατρευτικά δρώμενα. Στις Λίμνες, κοντά στη ΒΑ έξοδο της Σπάρτης. σημερινή γέφυρα, βρισκόταν το τέμενος της Αθήνας Αλέας· το μεγάλο ναόσχημο οικοδόμημα, στην ίδια περιοχή, νότια από τη γέφυρα του Ευρώτα, γνωστό ως «μεγάλος βωμός» ή «βωμός του Λυκούργου» παραμένει ανερμήνευτο.
Στη ΝΑ περιοχή, εκτός των τειχών, βρισκόταν το σημαντικό ιερό Φοιβαίον, που σχετιζόταν με την εκπαίδευση των εφήβων ταυτίζεται με το μνημειακό βωμό νότια από το σημερινό νεκροταφείο.
Πολλά μνημεία της Σπάρτης παραμένουν προβληματικά ως προς την ταύτιση τους. Παράδειγμα είναι ο λεγόμενος «τάφος του Λεωνίδα», το επιβλητικό ερείπιο νότια από την Ακρόπολη, nou n τοπική παράδοση συνδέει με το βασιλέα της Σπάρτης Λεωνίδα, και σύμφωνα με τις ενδείξεις ταυτίζεται με το ναό του Καρνείου Απόλλωνος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις.
Κορινθιακά - Λακωνικά, Αθήνα 1976.
Ε. Κουρίνου, Σπάρτη. Συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία της.
Ηόρος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 3, Αθήνα 2000.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δασκαλακης Α Β,
Ο άγων των Θερμοπυλών: Αι δυνάμεις των Ελλήνων και η ευθύνη της Σπάρτης, εκδ. Μυρτίδου Αθήνα 1956
Δουκας Π. Χ.,
Η Σπάρτη δια μέσου των αιώνων, Εθνικός Κήρυξ, Νέα Υόρκη 1922
ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ Ν. ι.
Η επίδρασις της περιβαλλούοης φύσεως επί τους αρχαίους κατοίκους της Αττικής και της Σπάρτης, [χ.τ.], [χ.χ.]
green r.l.,
Νικόσιρατος, το βασιλόπουλο της Σπάρτης, Αλκαίος, [Αθήνα] 1972
ΘΕΜΕΛΗΣ Π., «Καιάδας». Αρχαιολογία, 15, 1985, σ. 55-62
καλοποθακησ μ. δ.,
Επιτομή ελληνικής αρχαιολογίας: ήτοι σύντομος πραγματεία περί του πολιτεύματος των Αθηνών και της Σπάρτης, της θρησκείας, των γυμνασίων, αγώνων και διασκεδάσεων, του χρόνου, στρατού και του ναυτικού, του οικιακού του βίου, της εκπαιδεύσεως, της τροφής, των συναναστροφών, της ενδυμασίας, της ταφής κ.τ.λ., και τέλος περί των βαρών, νομισμάτων και μέτρων των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1877
Η ελληνική κοινωνία κατά την αρχαιότητα: Πραγματεία περί των πολιτευμάτων των Αθηνών και της Σπάρτης, της ελληνικής θρησκείας, της λατρείας, των μαντείων, των εορτών, των αγώνων, της οικογενειακής Ζωής, της τέχνης, των δικαστηρίων, των ποινών, του στρατού, των νομισμάτων, των μέτρων και σταθμών, των αριθμητικών συμβόλων κ.ά., Δημιουργία, Αθήνα 1996
καρδαρα Χ. Π.
Ιστορία της Σπάρτης (1200 π.Χ,-146 π.Χ.), Καρδαμίτσα, Αθήνα [χ.χ.]
Αχαϊκή πολιτική της Σπάρτης: η υπό της Σπάρτης αναβίωσις της ηγεμονίας των Ατρειδών, Αθήνα 1975
καρζησ θ.,
Η παιδεία στην αρχαιότητα: προφορικοί πολιτισμοί - Σπάρτη, οι παιδαγωγοί της Ευρώπης - Αθήνα, τα φώτα της ελληνικής παιδείας - Ρώμη, Φιλιππότης, Αθήνα 1997
κουτουλασ δ.,
Αρχαία Σπάρτη, Δίον, Θεσσαλονίκη 1999
MACDOWELL D. M.,
Το Σπαρτιατικό δίκαιο, Παπαδήμας, Αθήνα 1988
νεστοριδησ Κ..
Τοπογραφία της αρχαίας Σπάρτης: ήτοι περιγραφή των κωμών, των ιερών, των ναών, των ηρώων, των τάφων και των άλλων μνημείων αυτής, Αθήνα 1892
ξενοφων,
Λακεδαιμονίων Πολιτεία
παναγοπουλοσ α.,
Αρχαία Σπάρτη: κοινωνία και δίκαιο.
Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1995
παπαδοπουλοσ ν. κ.,
Τυρταίος, ο εθνικός ποιητής της Σπάρτης: Γραμματολογική και αισθητική μελέτη, Αθήνα 1957
Πλουτάρχου Βίοι, Λυκούργος. Γαλατίας, Αθήνα 1968
ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Α.Σ.
Εγχειρίδιον της ελληνικής Αρχαιολογίας: κατά τας πηγάς και τα άριστα βοηθήματα προς στοιχειώδη μάθησιν του βίου της αρχαίας Ελλάδος. Αθήνα 1875
σβορονοσ Ι. Ν.,
Ο Λυκούργος και η Αμβροσία. Barth et
von Hirst, Αθήνα 1898
ΣΙΓΑΛΟΣ Δ.Ι,
Η Σπάρτη και η Λακεδαίμων, Ιστορία των Λακώνων από των μυθικών χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς (1862). Αθήνα 1959
ταϊφακοσ ι.γ.,
Ρωμαϊκή πολιτική εν Λακωνία: έρευναι επί των πολιτικών σχέσεων Ρώμης και Σπάρτης, τυπογραφείον «Ελλάς», Αθήνα 1974
verhaeren ε.,
Η Ελένη της Σπάρτης, λυρική τραγωδία με 4 μέρη, Εκδοτική Εταιρεία «Τα έργα», Αθήνα 1916
χρηστου Χ.,
Αρχαία Σπάρτη: σύντομος οδηγός για την ιστορία, τα μνημεία και το μουσείο της, Σπάρτη 1960
atkinson Κ.,
Ancient Sparta, a re-examination of the evidence, Greenwood Press, Westport, Conn. 1971
cartledge P.,
Agesilaos and the crisis of Sparta, Duckworth, Λονδίνο 1987
david e.,
Sparta between empire and revolution (404-243 B.C.): internal problems and their impact on contemporary Greek consciousness, Arno Press, Νέα Υόρκη 1981
hamilton c.d..
Sparta's bitter victories: politics and diplomacy in the Corinthian War,
Cornell University Press, Ithaca, N. Υόρκη 1979
henderson b.w.,
The great war between Athens and Sparta, Arno Press, Νέα Υόρκη 1973
hooker J.T.,
The ancient Spartans, J.M. Dent, Λονδίνο 1980
lazenby j.f.,
The Spartan army, Aris & Phillips, Warminster, England 1985
POWEL A..
Athens and Sparta: constructing Greek political and Social history from 478 B.C., Rhoutledge, Λονδίνο 1988
TlGERSTEDT E.N., The legend of Sparta in classical antiquity, Almqvist & Wiksell, Στοκχόλμη [1965-1978]
WOODHOUSE W.J., King Agis of Sparta and his campaign in Arkadia in 418 B.C.: a chapter in the history of the art of war among the Greeks, AMS Press, Νέα Υόρκη 1978
xenophon,
La République des Lacedemoniens,
Arno Press, New York 1979
Β΄ ΜΕΡΟΣ
1. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Το κράτος των Λακεδαιμονίων είναι το μεγαλύτερο από τα μικρά ελληνικά κράτη της κλασικής εποχής, νότια της Μακεδονίας. Καλύπτει τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, δηλαδή 8.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Σε αυτήν την έκταση είναι αρκετά φυσιολογικό να συναντήσει κανείς μια γεωγραφική και κοινωνική δομή σύνθετη. Η διατήρηση παρόμοιου εδαφικού συνόλου έχει επίσης επιφέρει τη διατήρηση ενός ξεχωριστού πολιτικού συστήματος.
Ο συνταγματικός μύθος των Λακεδαιμονίων τους θέλει αργοπορημένους επισκέπτες της Πελοποννήσου, αφού θεωρούνταν απόγονοι του Δώρου, ερχόμενοι από το Νότο μετά την πτώση των μυκηναϊκών βασιλείων οι κάτοικοι της νότιας Πελοποννήσου, την πρώτη χιλιετία, θεωρούνταν συνεπώς όλοι τους Μεσσήνιοι, Λακεδαιμόνιοι και Αργείοι, όπως επίσης και οι Δωριείς.
Παρά ταύτα, οι μύθοι που γνωρίζουμε αναφέρονται σε μινωικούς πληθυσμούς, που εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο (ακρωτήριο Ταίναρο) και στη συνέχεια εκδιώχθηκαν (ίδρυση της θήρας και της Μήλου).
Συνολικώς λοιπόν πρόκειται για κατοίκηση ενός έθνους ομογενούς. Αν και οι Λακεδαιμόνιοι είχαν μια κοινωνική δομή έντονα διαφοροποιημένη και απόλυτα άνιση.
Α. Πρώτα δεδομένα
Μέσα από το μύθο διακρίνουμε την πορεία mr διαφοροποίησης. Πράγματι οι Δωριείς της Λακωνίας, την ίδια στιγμή που οι άλλες ελληνικές πόλεις ανακάλυπταν ένα καινούργιο επεκτατικό δρόμο με μία κίνηση που ονομάσουμε αποίκηση, εφορμούν στη γειτονική Μεσσήνη και οίον κάμπο της Στενυκλάρου και του Αυλώνα- η Κάτω Μεσσηνία δεν φαίνεται να ανήκε ποτέ στο Βασίλειο του Κρεσφόντη και χωρίς αμφιβολία είχε στραφεί προς τους Ηρακλειδείς της Σπάρτης - αντίθετα η κατάσταση στην περιοχή της Πύλου δεν είχε ξεκαθαρίσει. Η διαιρεμένη Μεσσηνία ήταν εύκολο θήραμα και οι Λακεδαιμόνιοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Σ’ αυτή τη χρονική περίοδο τοποθετείται η πορεία διαφοροποίησης των κοινωνικών δομών με τη μορφή που τις γνωρίζουμε. Από τη μία πλευρά οι ηττημένοι Μεσσήνιοι γίνονται Είλωτες, προορισμένοι να καλλιεργούν τη γη και να υπηρετούν μια πολιτικοστρατιωτική τάξη, τους Σπαρτιάτες, Οι τελευταίοι, δε, προσδιορίστηκαν μέσα από ένα σύστημα που αντανακλάται στο μύθο της ίδρυσης του Τάραντα.
Ο Τάραντας ιδρύθηκε στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. από εξόριστους Λακεδαιμονίους, τούς αποκαλούμενους Παρθενίες. Πράγματι, στο τέλος του πολέμου έπρεπε να μοιραστούν τους καρπούς της νίκης και να οριστούν οι κατηγορίες εκείνες που μπορούσαν να απαιτήσουν έναν κλήρο. Εγκρίθηκαν μονό οι γόνοι μιας ορισμένου τύπου οικογένειας. Σ m συνέχεια η συγκεκριμένη κατηγορία θα αναγνωρίσει σαν νόμιμα τέκνα μόνο ία παιδιά που προέρχονται από το γάμο ενός Σπαρτιάτη και μιας θυγατέρας Σπαρτιάτη.
Το κριτήριο που επελέγη για να καθοριστεί η προνομιούχος κατηγορία, κριτήριο που δεν γνωρίζουμε, είχε συνεπεία ένας αριθμός υποψηφίων να μην αναγνωριστούν ως νόμιμα παιδιά νόμιμου γάμου και άρα ικανοί να εισέλθουν στο σύστημα ιδιοκτησίας που δημιουργούσαν. Οι Παρθενίες από το να υποστούν αυτό το μειωτικό καθεστώς προτίμησαν να φύγουν και να ιδρύσουν τον Τάραντα. Στα τέλη λοιπόν του 8ου π.Χ. αιώνα έχουμε κιόλας τρεις μεγάλες κατηγορίες: Τους Σπαρτιάτες, μια πολύ κλειστή κάστα, ενδογαμική, κυρίαρχη της πολιτικής, σχηματισμένη από ιδιοκτήτες tgjv πλουσιότερων γαιών κατ εξαρτημένων στρωμάτων. Τους περίοικους, ελευθέρους πληθυσμούς, που ζούσαν σε κοινότητες γύροι από τη Σπάρτη, ιδιαίτερα στα βουνά και ία ακρωτήρια. Η κατοίκηση του ακρωτηρίου Ακρίτας διαφυλάχθηκε με την εκεί εγκατάσταση των κατοίκων της Ασίνης που εκδιώχθηκαν από την Αργολίδα και μετά από ιούς κατοίκους του Ναυπλίου που εγκαταστάθηκαν στη Μεθώνη. Τους Είλωτες, που αν και η θεσμική τους θέση προϋπήρχε, στο εξής εξελίσσονται στο σημαντικότερο αριθμητικά πληθυσμό του συστήματος, κατ δύσκολα κατατάσσονται σε κατηγορία, ευρισκόμενοι μεταξύ ελευθερίας κατ σκλαβιάς.
Β. Η σπαρτιατική κοινωνία υπό το φως των Μηδικών πολέμων. Οι Είλωτες
Οι Είλωτες πολύ συχνά εμφανίζονται να περιστοιχίζουν τους Σπαρτιάτες κυρίους τους. Λογικά, δεν μάχονταν. Παρά ταύτα είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ηρόδοτος (9, 28) ρητά τους καταμετρά σαν μαχητές στις Πλαταιές και ότι είχαν το μνήμα τους (Ηρόδοτος. 9, 85)· συνεπώς μπορεί να υποτεθεί πως ο' αυτή την περίπτωση οι Σπαρτιάτες προχώρησαν σε μαζική στρατολόγηση. Οι Είλωτες είναι μεν μη ελεύθεροι, από την άλλη όμως είναι το ίδιο Λακεδαιμόνιοι ή Μεσσήνιοι όσο και οι Σπαρτιάτες ή οι Περίοικοι. Δεν πρόκειται για υποτελείς, αλλά για άτομα με κατώτερη κοινωνική θέση. Συνεπώς μπορεί να κληθούν να υπερασπιστούν, ενάντια σε κάθε ξένο εισβολέα. τους θεούς τους, την περιουσία τους, τις οικογένειες τους. Ωστόσο, τους βλέπουμε να παρατάσσονται όχι ως οπλίτες αλλά ως ελαφρά τμήματα. Το κράτος των Λακεδαιμονίων κατορθώνει, χωρίς να χρησιμοποιηθούν Είλωτες, να επιστρατεύει ικανό αριθμό ελεύθερων ανδρών για το σχηματισμό της ισχυρότερης φάλαγγας οε όλη την Ελλάδα. Οι Αθηναίοι παρέταξαν πράγματι 8.000 οπλίτες στις Πλαταιές, οι Λακεδαιμόνιοι 10.000. Επιπλέον ο οπλισμός των οπλιτών απαιτεί ένα ορισμένο επίπεδο ικανότητας και ενάσκησης.
Οι Περίοικοι
Οι Περίοικοι είναι ελεύθεροι άνθρωποι εγκατεστημένοι σε ορεινές περιοχές που περιβάλλουν τις πεδιάδες πλην ίσως της Μεσσηνίας, όπου μεγάλες περιοικίδες περιοχές καταλαμβάνουν τη Μακαριά (κάτω πεδιάδα του Πάμισου). Το μεγαλύτερο μέρος της γης είναι ελάχιστα ευνοϊκό σε μεγάλες καλλιέργειες δημητριακών κατ ιδιαίτερα στην εκμετάλλευση των ελαιόδενδρων. Οι Περίοικοι έχουν Είλωτες σε μικρό και γενικά ανεπαρκή αριθμό, τόσους όσους χρειάζεται ο ιδιοκτήτης ώστε να απασχολείται μονός του. Οι ρίζες τους ποικίλλουν στο λακεδαιμονιακό κράτος του 5ου αιώνα π.Χ. Στο σύνολό τους θεωρούνται Δωριείς στη Λακωνία και στη Μεσσηνία· ωστόσο ορισμένοι είναι Αρκάδες όπως οι Σκιρίτες, άλλοι θέλουν να θυμούνται ότι υπήρξαν φιλοξενούμενοι των Σπαρτιατών, όπως οι Περίοικοι του ακρωτηρίου Ακρίτας. Οι Σπαρτιάτες θα υποδεχθούν παρομοίως στη Θυρεατίδα. νοτίως του Αργούς, το 431 π.Χ., τους Αιγινήτες (τουλάχιστον όσους αποδέχθηκαν την υποταγή τους στο σύστημα) τους διωγμένους από τον τόπο τους. την Αίγινα, από τους Αθηναίους. Ο Ηρόδοτος βλέπει στους Ορειάδες (κοντά στην πόλη Πρασιαί) Ίωνες «που έγιναν Δωριείς» από τους Αργείους. Ούτως η άλλως παντού εφαρμόζονται οι ίδιοι νομοί. Οι Περίοικοι είχαν στενούς δεσμούς με τους βασιλείς στους οποίους όφειλαν το βασιλικό φόρο υποτέλειας, εκτάσεις γης στις παλιές πόλεις τους και επικήδειες τιμές. Προφανώς ήταν υπόλογοι σε αυτούς, παρ’ ότι στην κλασική εποχή οι Έφοροι είναι υπεύθυνοι για την αστυνόμευση σε όλη την επικράτεια των Λακεδαιμονίων.
Οι Σπαρτιάτες
Πρόκειται για μία ομάδα σκληρά επιλεγμένη από τη γέννηση τους, που η εκπαίδευση τους προετοιμάζει για πόλεμο (εφηύραν τη δημόσια εκπαίδευση, συμπεριλαμβανομένων των κοριτσιών), για τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις. Έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή αυτά της συμμετοχής στη συνέλευση και την ψηφοφορία, καθώς επίσης της υποψηφιότητας στα αξιώματα. Έχουν κατοικία σε ένα από τα πέντε χωριά που αποτελούν τη Σπάρτη και γαιοκτησίες στις πεδιάδες της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Κυριαρχούν στην κοινωνία, αφού οι πλουσιότερες εκτάσεις γης είναι στα χεριά τους. καλλιεργημένες γι’ αυτούς από τους Είλωτες. Ωστόσο, ορισμένοι είναι σημαντικότεροι από ιούς άλλους και είναι γνωστό ότι υπήρχαν ανάμεσα τους ομάδες όπως οι Ηρακλειδείς, ιδιαίτερου κύρους.
Στη μάχη των Πλαταιών, ο Ηρόδοτος τους απαριθμεί ξεχωριστά. Στο στρατό εκείνη την ήμερα σχημάτιζαν ένα σώμα οπλιτών από 5.000 άνδρες, σε απόσταση από τους Περίοικους και θεωρούμενο ανώτερης αξίας. Παράλληλα, χωρίς να εκτελούν χρέη κωπηλατών παρά μόνο αυτά των στρατευμένων ναυτικών κατ αξιωματικών, ένας ορισμένος αριθμός από αυτούς συνόδευε τον Λεωτυχίδη στη θάλασσα. Αν κρατήσουμε τον αριθμό των 8.000 στρατιωτών που έδωσε ο Δημάρατος, πρέπει να παραδεχθούμε ότι εκτός από τους αξιωματούχους και τους γηραιότερους οπλίτες που φυλάνε τόν τόπο τους, βρίσκονται όλοι στη μάχη του 479 π.Χ. Ο Ηρόδοτος μας επισημαίνει κάποια χαρακτηριστικά τους. Παρ’ όλη τη στρατιωτική ομοιογένεια τους. ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά αφορά την άμιλλα.
Οι ένδοξοι
Έτσι αναφέρεται ο Ηρόδοτος κατ’ επανάληψη για τους επονομαζόμενους άλλοτε Τριακόσιους και άλλοτε Ιππείς. Στο στρατό οι Τριακόσιοι αποτελούν μια επίλεκτη ομάδα που μάχεται σε ιδιαίτερα δύσκολες περιστάσεις. Τους βλέπουμε επί το έργον στις Θερμοπύλες γύρω από τον Λεωνίδα. Οι Ιππείς, που τους γνωρίζουμε χάρη στον Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 4, 3), εμφανίζονται σε ένα άλλο πλαίσιο από αυτό των μαχών.
Πρόκειται για μια ομάδα επιλεγμένων Σπαρτιατών που υπόκεινται στους Εφόρους, οι οποίοι με τη σειρά τους διορίζουν τους ιππαγρέτες που τους διοικούν και τους στρατολογούν. Στο κείμενο του Ηρόδοτου, οι δυο σχηματισμοί φαίνεται να έχουν διαφορετικές λειτουργίες. Οι Σπαρτιάτες γνώριζαν συνεπώς δύο τύπους ομάδων Τριακοσίων, έναν πολιτικό (με παρουσία ενίοτε στο πεδίο της μάχης, όπως στη Μαντινεία το 418 π.Χ.) και επίλεκτα τμήματα για ειδικές αποστολές.
Ο πόλεμος επιφυλάσσει μια άλλη διάκριση. Μπορεί κανείς να γνωρίσει τη δόξα εν Ζωή, μα ακόμη περισσότερη στο θάνατο. Στις Πλαταιές οι Λακεδαιμόνιοι θάβουν τους νεκρούς τους σε τρεις τάφους (Ηρόδοτος, 9, 33). Ο τρίτος από αυτούς φιλοξενεί τις σορούς των Ειλώτων και το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι πράγματι πολέμησαν. Το υπόλοιπο κείμενο θέτει πρόβλημα. Ο πρώτος τάφος υποδέχεται τα λείψανα των Σπαρτιατών, αφού ο Ηρόδοτος ονομάζει τέσσερις από αυτούς, ενώ στο δεύτερο φαίνεται ότι είναι ενταφιασμένοι άλλοι Σπαρτιάτες. Το πλέον λογικό θα ήταν να υπήρχε ένας τάφος για τους Σπαρτιάτες, ένας για τους Περίοικους και ένας για τους Είλωτες, ωστόσο το κείμενο δεν αναφέρεται στους Περίοικους, σαν να μην είχαν λάβει μέρος στις μάχες (ακολουθούσαν σε δεύτερη διάταξη;). Σε κάθε περίπτωση στον πρώτο τάφο βρίσκονται άνθρωποι άξιοι μιας ιδιαίτερης τιμής, είτε γιατί πρόκειται για άτομα ιερατικού αξιώματος είτε γιατί η θέση τους, για κάποιο άλλο λόγο, ήταν ήδη ανώτερη από άλλους και ο θάνατος τους αγγίζει την ηρωοποίηση.
Οι δειλοί
Η απόδοση τιμών είχε την αντίθετη όψη, που έπληττε όσους είχαν ατιμαστεί. Αυτοί υπέκειντο σε κάθε είδους μειώσεις πολιτικές και προσωπικές. Τόσο ο Ηρόδοτος όσο ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών μιλούν για το φαινόμενο αυτό, έκφραση σκληρότητας μιας κοινωνίας που τιμωρεί αυστηρά τις παραλείψεις σχετικά με τους κανόνες που διέπουν τα προνόμια της τάξης τους. Αλίμονο σ’ αυτόν που αποκαλείται τρεμουλιάρης. Αν κάποιος θεωρηθεί ότι φοβήθηκε ίο θάνατο, ακόμη και αν είχε τους καλύτερους λόγους αποφυγής ενός άδικου θανάτου, παραδίδεται στην περιφρόνηση της καλής κοινωνίας. Η φαντασία ίων Σπαρτιατών μοιάζει δημιουργική τόσο σε πειράγματα σκωπτικά, με τα οποία τούς σφυροκοπούσαν, όσο και σε συμπεριφορές περιφρόνησης. Σ’ αυτά ας προσθέσουμε την απώλεια των πολιτικών και αστικών δικαιωμάτων. Ο Θουκυδίδης (5, 34, 2) σημειώνει ότι οι διασωθέντες της Σφακτηρίας, μετά τη διάσωσή τους, βλήθηκαν από αυτό το είδος κοινωνικής καταδίκης. Παρά ταύτα, δεν αποκλείονται από το σώμα των Σπαρτιατών και έπειτα από μία ανδρεία συμπεριφορά μπορούν να αποκαταστήσουν τη χαμένη τιμή τους και τα πλήρη δικαιώματα της θέσης τους. Δεν είναι ατιμία με την έννοια που προσδίδουν στη λέξη οι Αθηναίοι (γι’ αυτό το λόγο ο Θουκυδίδης αναγκάζεται να διευκρινίσει τον όρο), αφού δεν απώλεσαν την ιθαγένεια τους. Οι οπλίτες της Σφακτηρίας ενσωματώθηκαν και πάλι. Παρατηρούμε στο κείμενο του Ξενοφώντα (Λακ. Πολ. 9) ότι συνεχίζουν να συμμετέχουν στην καθημερινή ζωή (συμπόσια, αγώνες με μπάλα, χορωδία), αλλά η συμμετοχή τους απαιτεί σκληρές δοκιμασίες.
Οι βασιλείς
Οι Λακεδαιμόνιοι έχουν επικεφαλής του κράτους και ιδιαίτερα του στρατού δύο διαδόχους βασιλείς, απογόνους του Ηρακλή. Είναι επίσης κατά κάποιον τρόπο οι κληρονόμοι του φαινομένου των δίδυμων που οι Διόσκουροι αντιπροσωπεύουν. Εξάλλου, έχουν θρησκευτική εξουσία και είναι οι πρώτοι ιερείς-θυσιαστές της χώρας. Ο Περίοικος μεριμνά προσφέροντας για φόρο ένα χοιρίδιον σε κάθε κύηση ζώου. Θυσιάζουν λοιπόν υπέρ της ευημερίας του συνόλου. Ο Π. Καρλιέρ (P. Carlier) βλέπει στο πρόσωπο τους τους μοναδικούς ιερείς της πόλης. Οι ειδωλολατρικές θρησκείες και οι ιεροί χώροι είχαν τους δικούς τους, ωστόσο τις πολιτειακές λατρείες ασκούσε ο βασιλιάς. Σε αυτή την περίπτωση διαφωτίζεται το γεγονός που ήθελε έναν μόνο από τους βασιλείς να μπορεί να εκστρατεύει όταν οι εκστρατείες έχουν μια διάρκεια.
Πράγματι κατέχουν σημαντική στρατιωτική ισχύ. Ένας βασιλιάς οδηγεί το στρατό στην εκστρατεία όπου όλοι του οφείλουν υποταγή. Δεν είναι αυτός που κηρύσσει πόλεμο η ειρήνη, αλλά κατευθύνει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις και, όντως, οι Αρχίδαμος, Άγης και Αγησίλαος αποτελούν μεγάλες προσωπικότητες. Επιπλέον, οι βασιλείς, όταν η διαδοχή εξελίσσεται ομαλά, έχουν λάβει ειδική αγωγή, ικανή να τους προετοιμάσει στη διοίκηση.
Οι πολιτικές εξουσίες τους είναι λιγότερο προφανείς και φαίνεται να εξαρτώνται από την προσωπικότητα και την ικανότητα των προσώπων. Ο θάνατος τους συνεπάγεται εξαιρετική κηδεία, που τους κατατάσσει στην τάξη των ηραίων. Έχουν δικαίωμα σε τελετή ταφής και μνήμα.
Γ. Τέλος και αρχή του 5ου αιώνα π.Χ.
Η κοινωνία χαρακτηρίζεται από μια παράλληλη κίνηση, από τη μια διαρκείας στις δομές της και από την άλλη βαθιών κοινωνικών αλλαγών.
Στη Μαντινεία το 418 π.Χ. ο στρατός των Λακεδαιμονίων, όπου Περίοικοι και Σπαρτιάτες ενώθηκαν (εκτός της ιδιάζουσας περίπτωσης των Σκιριτών), ενισχύθηκε από οπαδούς του Βρασίδα και από Νεοδαμώδεις. Ξέρουμε ότι, προηγουμένως, οι οπαδοί του Βρασίδα μαζί με τους Νεοδαμώδεις είχαν εγκατασταθεί στο Λέπρεον, και το σώμα που απαιτήθηκε από τους Ελατούς αποδεικνύει ότι ήταν μία χιλιάδα (ένας λόχος από οπαδούς του Βρασίδα κατ ένας από Νεοδαμώδεις).
Οι Βρασίδειοι (Είλωτες οπλισμένοι σαν οπλίτες για να ακολουθήσουν τον Βρασίδα στη Θράκη) ήταν 700 στην αρχή (δηλαδή ένας λόχος ενισχυμένος). Χωρίς αμφιβολία δεν επέστρεψαν όλοι και αντικαταστάθηκαν από στρατευμένους άλλης κατηγορίας. Δεν είναι γνωστός ο αριθμός των Νεοδαμωδών παρόντων στη Μαντινεία: εύλογο είναι ότι πρόκειται για αυτούς στο Λέπρεον, άρα περίπου 500. Στα πρώτα χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. θα δούμε τον Αγησίλαο να αναχωρεί για την Ασία με 2.000 Νεοδαμώδεις. Μπόρεσαν συνεπώς να στρατολογήσουν ένα σώμα σημαντικό.
Ποιοι είναι οι Νεοδαμώδεις;
Η γενικότερη απάντηση είναι ότι πρόκειται για απελεύθερους Είλωτες. Η απάντηση αυτή φαίνεται να επανεξετάστηκε. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουμε να κάνουμε δύο φορές με περιπτώσεις απελευθερωμένων Ειλώτων. Την πρώτη φορά, πριν να πολεμήσουν, αυτοαναγορεύονται ελεύθεροι και με τίμημα τη ζωή τους. Τη δεύτερη φορά πολεμούν σαν οπλίτες και απελευθερώνονται και γίνονται... οπαδοί του Βρασίδα. Επιπλέον, κατά την εισβολή στη Λακωνία το 370/369 π.Χ. (Ξενοφών, Ελληνικά 3.1, 4) αναγγέλλεται στους Είλωτες που θα δεχθούν να ενσωματωθούν οίον τακτικό στρατό ότι θα είναι ελεύθεροι... και από εκείνη τη στιγμή δεν βλέπουμε να εμφανίζεται πια ο όρος Νεοδαμώδης. Με άλλα λόγια, οίο εξής κάθε φορά που περιμένουμε λογικά να δημιουργούνται Νεοδαμώδεις, διαψευδόμαστε.
Άρα είναι φανερό πως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την άποψη ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Είλωτες προσφάτως ελευθερωμένοι, χωρίς προηγουμένως να έχουν προσφέρει κάποιες υπηρεσίες. Κλίνω λοιπόν προς την υπόθεση ότι οι Νεοδαμώδεις είναι Σπαρτιάτες ουσιαστικά, που κάποια στιγμή εγκατέλειψαν ένα δάμο (το συγκεκριμένο πολιτικό σώμα) και ίδρυσαν ένα νέο δάμο χωρίς πολιτικά δικαιώματα.
Ποιο γεγονός μπορεί να οδήγησε σε αυτό το φαινόμενο: Ο πόλεμος της Μεσσηνίας αναμφίβολα. Πράγματι, έπειτα από αυτόν μειώνεται το σώμα των Σπαρτιατών. Το κλειδί ιοοις να βρίσκεται στον Αριστοτέλη, που επισημαίνει ότι τα συσσίτια στην Κρήτη πληρώνονται από τα εισοδήματα των δημοσίων κτημάτων και από τους καταβαλλόμενους φόρους υποτέλειας από ιούς Περίοικους που τους εξομοιώνει με τους Λάκωνες Είλωτες (Πολιτικά: 1272 ά.). ενώ στη Λακεδαίμονα, οι Σπαρτιάτες οφείλουν να καταβάλλουν τη συνδρομή τους από το καθαρά δικό τους εισόδημα, αλλιώς εκπίπτουν των πολιτικών δικαιωμάτων τους. Ο Ηρόδοτος τοποθετεί τα συσσίτια μέσα στους θεσμούς που οι Λακεδαιμόνιοι μέσω του Λυκούργου δανείστηκαν από την Κρήτη στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Αν παραδεχθούμε ότι ο τρίτος Μεσσηνιακός πόλεμος δεν είχε μοναδική συνέπεια την αναχώρηση των εξεγερμένων, αλλά και την οικονομική ελάφρυνση για όσους παρέμειναν, τότε μπορούμε να έχουμε την εξήγηση του φαινομένου, αφού οι ελαφρύνσεις αφορούσαν όχι τις οφειλόμενες εισφορές προς το γαιοκτήμονα, αλλά αυτές προς το κράτος για τα συσσίτια. Εξ αυτού, πολύ γρήγορα, κάποιοι Σπαρτιάτες αποκλείστηκαν από το πολιτικό σώμα που αποτελούνταν έως τότε από πλούσιους και φτωχούς (το δάμος) και έγιναν Νεοδαμώδεις, δηλαδή μέλη μιας νέας κατηγορίας δάμου. Αυτό επιφέρει και άλλες κοινωνικές ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα τον περιορισμό του αριθμού των κληρονόμων στην κυρίαρχη κάστα και τον πολλαπλασιασμό των «νόθων». Επίσης αυτές οι ελαφρύνσεις δικαιολογούν τον αριθμό νέων ανάμεσα στους Είλωτες (Θουκυδίδης 5, 80, 3). λιγότερο οικονομικά συνθλιμμένων από πριν.
Οι Νεοδαμώδεις, φτωχά μέλη της κυρίαρχης ομάδας, σταδιακά βρέθηκαν στο περιθώριο, μετά τον τρίτο Μεσσηνιακό πόλεμο, Ομοίοι, από αδυναμία να κρατήσουν τη θέση τους, και ανασυντάχθηκαν σε νέα κατηγορία παραμένοντας ωστόσο κατά κάποιο τρόπο «παθητικοί πολίτες». Και είναι λογικό να καλούν αυτούς να υπηρετήσουν στρατιωτικά σε περιπτώσεις ανάγκης παρά μια άλλη κατηγορία. Η τάξη τους αυξάνεται προοδευτικά όσο οι Ομοίοι λιγοστεύουν.
Οι Νόθοι σχηματίζουν στα τέλη του 5ου, αρχή του 4ου αιώνα π.Χ., μία απειροελάχιστη αριθμητικά ομάδα, όμως εξίσου απείρως σκανδαλώδη, αν κρίνουμε από τις εξηγήσεις που ο Ξενοφώντας αισθάνεται υποχρεωμένος να δώσει. Οι κίνδυνοι έκπτωσης σε ένα σύστημα που εκ των πραγμάτων κατέληξε φοροεισπρακτικό, υποχρεώνουν τις οικογένειες να έχουν απόλυτη ανάγκη από την προίκα της συζύγου έτσι ώστε να εξασφαλίσουν την ταξική θέση των παιδιών· το διαζύγιο έγινε λοιπόν πολύ δύσκολο· άλλωστε χρειάζονται παιδιά για να μπορέσουν οι πρώτοι να διατηρήσουν τη θέση τους. Από εκεί πηγάζουν οι σκανδαλώδεις συμπεριφορές από ορισμένα μέλη αυτής της σπαρτιατικής αριστοκρατίας. Οι γυναίκες σύζυγοι παίρνουν επισήμως έναν εραστή της ίδιας κοινωνικής τάξης χωρίς να διαζευχθούν και τα μεταγενέστερα παιδιά δηλώνονται νόθα. Μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτά τα παιδιά, γόνοι ενός Σπαρτιάτη κατ μιας Σπαρτιάτισσας, σε περίπτωση θανάτου των νόμιμων τέκνων, καλούνται να τα αντικαταστήσουν.
Μετά το 369 π.Χ. υπήρξαν νεότερες προσαρμογές· χωρίς να αλλάξει το σύστημα, έγινε ανασύνθεση των κοινωνικών στρωμάτων. Η Κρυπτεία, όπως μας την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία από αυτές τις προσαρμογές. Ωστόσο είμαστε τόσο λίγο ενήμεροι στο θέμα αυτό, που είναι αδύνατον να αντιληφθούμε την προσαρμογή των κοινωνικών δομών στο διηνεκές των οικονομικών και πολιτικών δομών. Αυτές οι τελευταίες είναι τόσο ανθεκτικές που θα χρειαστεί να προκληθούν τόσο ο Λεωνίδας Β΄ όσο και ο Κλεομένης από το όραμα του ελληνιστικού βασιλείου με ένα μονάρχη για να αλλάξει το σύστημα κατ να οδεύσει προς την εξαφάνιση του.
2. ΠΛΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ
Στη σύγχρονη δυτική αντίληψη η λέξη «Σπάρτη» δημιουργεί την εντύπωση μιας αυστηρής, στρατιωτικής κοινωνίας, με πολίτες που αποστρέφονταν τα υλικά αγαθά. Μετά την εκ νέου ανακάλυψη της κλασικής αρχαιότητας στη διάρκεια της Αναγέννησης, επιφανείς διανοητές της Δυτικής Ευρώπης θεωρούσαν την αρχαία Σπάρτη προσωποποίηση της οικονομικής ισότητας και του κοινωνικού ελέγχου. Αυτή η εικόνα επηρέασε σημαντικά τη νεότερη κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη. Στα χρόνια της αγγλικής επανάστασης το 17ο αιώνα, ο ριζοσπάστης συγγραφέας Τζέιμς Χάρινγκτον στη μονογραφία του «The Commonwealth of Oceana» παρακινούσε τον Κρόμγουελ να ακολουθήσει το παράδειγμα του Σπαρτιάτη νομοθέτη Λυκούργου και να μοιράσει τα κτήματα σε ίσα μερίδια. Αυτή η θέση προκάλεσε έντονες πολιτικές συζητήσεις σχετικά με την αξία του σπαρτιατικού ιδιοκτησιακού συστήματος. Στη Γαλλία του 18ου αιώνα, οι κοινωνιολόγοι στην κριτική που ασκούσαν εναντίον της χλιδής και της πολυτέλειας του καιρού τους συχνά επικαλούνταν το λιτό τρόπο Ζωής και την απαγόρευση της χρήσης πολύτιμων μετάλλων στην αρχαία Σπάρτη.
Στη ναζιστική Γερμανία, ο υπουργός Γεωργίας Βάλτερ Νιαρέ διαμόρφωσε ένα νόμο για το κληρονομικό δίκαιο («Reichserbhofgesetz»), θέτοντας τα αγροκτήματα των χωρικών υπό κρατικό έλεγχο, αντλώντας την ιδέα από mv κοινωνική κατάσταση των πολιτών στη Σπάρτη, οι οποίοι ήταν ισόβιοι καταναλωτές των κοινών, δημόσιων αγαθών.
Οι έννοιες που συνάγονται από το σπαρτιατικό ιδιοκτησιακό σύστημα ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στους σύγχρονους διανοητές. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν η επίδραση που άσκησε ο αρχαίος συγγραφέας Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς. Στο έργο του «Η Ζωή του Λυκούργου» ισχυρίζεται ότι ο θρυλικός Σπαρτιάτης νομοθέτης αναδιένειμε τη γη. αντικατέστησε τα χρυσά και αργυρά νομίσματα με σιδερένια και απέβαλε τις περιττές τέχνες. Λέγεται ακόμη πως ο Λυκούργος εγκαινίασε τα συσσίτια και μια σειρά αυστηρών μέτρων, όπως απλότητα στους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και την εσωτερική διακόσμηση, σεμνές επικήδειες τελετές και λιτότητα στις θυσίες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στη σπαρτιατική κοινωνία ο πλούτος δεν αποτελούσε αντικείμενο επιθυμίας και ήταν άνευ σημασίας.
Στην πραγματικότητα τα πράγματα ήταν μάλλον διαφορετικά. Αν και μερικές από τις ιδέες του Πλούταρχου απηχούν με ακρίβεια τα γνωρίσματα της κλασικής σπαρτιατικής κοινωνίας, σε πολλές άλλες ο συγγραφέας εμφανίζεται προκατειλημμένος από το διαβόητο «σπαρτιατικό μύθο»: εν μέρει παραμορφωμένο, εν μέρει αποκύημα της φαντασίας κάποιων ξένων, οι οποίοι, όντας λάτρεις της Σπάρτης, επιχειρούσαν την εξιδανίκευση της κοινωνίας της. Ο σπαρτιατικός μύθος όμως αποτελεί και επινόηση της ίδιας της παράδοσης των Σπαρτιατών. Για παράδειγμα, η ιδέα της ίσης κατανομής της γης ήταν πιθανότατα πολύ μεταγενέστερη και επικράτησε τον 3ο αιώνα π.Χ., όταν οι βασιλείς Αγης Δ΄ και Κλεομένης Γ΄ θέλησαν να αναδιανείμουν τα κτήματα και απέδωσαν στον Λυκούργο ανάλογα μετρά, στην προσπάθεια τους να υποστηρίξουν την επαναστατική τους μεταρρύθμιση.
Άνισα κατανεμημένη ατομική ιδιοκτησία
Τα θέματα της ιδιοκτησίας και του πλούτου ήταν ουσιώδη στην πολιτική οργάνωση της Σπάρτης κατά την κλασική περίοδο. Η κατοχή της ιδιοκτησίας του πολίτη εξαρτιόταν από τη συμμετοχή του στα συσσίτια και αυτή η συμμετοχή εξαρτιόταν με τη σειρά της από μια ορισμένη μηνιαία συνεισφορά σε τρόφιμα. Η εξασφάλιση των συνεισφορών για τα συσσίτια βασιζόταν στην κατοχή από τους πολίτες της απαραίτητης έγγειας περιουσίας για να καλλιεργηθεί η απαιτουμένη ποσότητα προϊόντων. Ούτως ή άλλως η κατοχή ενός αξιόλογου κομματιού γης ήταν απαραίτητη προϋπόθεση ώστε ο κάθε Σπαρτιάτης να είναι σε θέση να ζήσει μια ανέμελη ζωή, απαλλαγμένη από χειρωνακτική εργασία, αφιερωμένη σε πολιτικές και πολεμικές ενασχολήσεις. Αυτό το οικονομικό σύστημα είχε ως υποδομή την κατοχή από τη Σπάρτη ενός εργατικού δυναμικού από δούλους, τους Είλωτες, οι οποίοι προέρχονταν από τους υποταγμένους πληθυσμούς της ίδιας της περιοχής οπού βρισκόταν η Σπάρτη, της Λακωνίας, καθώς και της γειτονικής Μεσσηνίας. Τέλος, οι απαιτήσεις της σπαρτιατικής κοινής, δημόσιας ζωής σχετίζονταν στενά με το θέμα του βιοπορισμού και επέβαλλαν ένα βαθμό ομοιογενείας ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς. Κατά συνέπεια, τα θέματα του πλούτου και της ιδιοκτησίας παρεισεφρεαν σχεδόν σε κάθε πτυχή της σπαρτιατικής ζωής.
Σε αντίθεση με τη μεταγενέστερη εικόνα της ισότητας, η ιδιοκτησία πάντα διανεμόταν άνισα στην αρχαϊκή και κλασική Σπάρτη. Ο αρχαϊκός ποιητής Αλκαίος αναφέρεται σε ένα ρητό, σπαρτιατικής προέλευσης: «ο άνθρωπος είναι ο,τι κατέχει, δεν υπάρχει φτωχός άνθρωπος που να είναι καλός και έντιμος». Ακόμη, οι Σπαρτιάτες ποιητές Τυρταίος και Αλκμάν αναφέρουν και αυτοί σημαντικές διαφορές στην κατοχή του πλούτου. Στους 5ο και 4ο αιώνες ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών αναφέρουν «εύπορους ανθρώπους», «ανθρώπους με μεγάλη περιουσία, «πλουσίους» και «πολύ πλουσίους». Το σύστημα της ιδιοκτησίας είχε κυρίως ατομικό χαρακτήρα».
Στα Πολιτικά του Αριστοτέλη βρίσκουμε σαφείς αναφορές σύμφωνα με τις οποίες τη γη την κατείχαν ιδιώτες και κληροδοτούνταν από γενιά σε γενιά σύμφωνα με το σύνηθες αρχαιοελληνικό σύστημα διανομής της κληρονομιάς. Επιπλέον οι γαιοκτήμονες είχαν την ευχέρεια να διαθέσουν τα κτήματα τους σε όποιον επιθυμούσαν μέσω ισόβιων δωρεών ή να τα κληροδοτήσουν συντάσσοντας διαθήκες. Και οι γυναίκες στη Σπάρτη δικαιούνταν να κατέχουν κτήματα. Ο Αριστοτέλης σχολιάζει το γεγονός ότι οι γυναίκες κατείχαν σχεδόν τα δύο πέμπτα της ακίνητης περιουσίας. Ένας λόγος γι’ αυτό ήταν οι γυναίκες κληρονόμοι, θυγατέρες δίχως αρσενικά αδέλφια μπορούσαν να κληρονομήσουν το σύνολο της γονικής κτηματικής περιουσίας. Ένας άλλος λόγος ήταν η ύπαρξη μεγάλων προικοδοτήσεων. Οι σύγχρονοι ερευνητές διαφωνούν για το αν αυτή η προίκα ήταν απλώς δώρο που δινόταν κατά βούληση από τους γονείς της νύφης ή αν αντιπροσώπευε κληρονομικά δικαιώματα των κοριτσιών. Υπάρχει μία θεωρία σύμφωνα με την οποία το κληρονομικό σύστημα της Σπάρτης ήταν παρόμοιο με αυτό της Γόρτυνος στην Κρήτη, οπού τα κορίτσια κληρονομούσαν από την πατρική περιουσία ίο μισό της κληρονομιάς που έπαιρναν τ’ αγόρια.
Η ανισότητα στην ιδιοκτησία της γης επέφερε και άνιση πρόσβαση και εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης των Ειλώτων. Οι πιο πλούσιοι Σπαρτιάτες με μεγαλύτερα κτήματα και περισσότερους Είλωτες στην υπηρεσία τους καλλιεργούσαν μεγαλύτερη ποικιλία αγροτικών προϊόντων και διατηρούσαν μεγαλύτερα κοπάδια Ζώων. Ένα αμφιλεγόμενο Ζήτημα είναι ο ακριβής τρόπος που οι σοδειές μοιράζονταν μεταξύ των Σπαρτιατών γαιοκτημόνων και των Ειλώτων που τις καλλιεργούσαν. Σύμφωνα πάντως με τον Τυρταίο, το πιθανότερο ήταν ότι η σοδειά μοιραζόταν 50/50. Ο σημαντικός αριθμός των Ειλώτων σήμαινε ότι με την εργασία τους δημιουργούσαν ένα μεγάλο πλεόνασμα προϊόντων για τους κυρίους τους. Αυτό το πλεόνασμα μπορούσε να μετατραπεί σε μόνιμο περιουσιακό στοιχείο. Οι Σπαρτιάτες μπορούσαν να κατέχουν μια μεγάλη ποικιλία κινητής περιουσίας, που συμπεριελάμβανε τιμαλφή, ράβδους πολύτιμων μετάλλων και ξένα νομίσματα. (Βλ. το άρθρο «Οικονομία και Εμπόριο στην Αρχαία Σπάρτη», Ιστορικά, τχ. 61).
Περιορισμοί στη χρήση του πλούτου
Ο ιδιωτικός χαρακτήρας της ατομικής περιουσίας μετριαζόταν από την ύπαρξη συγκεκριμένων συλλογικών δικαιωμάτων που περιέστελλαν την ατομική ιδιοκτησία. Έγιναν προσπάθειες να επιβληθεί άμεση φορολογία με τη μορφή των «εισφορών» (περιστασιακοί φόροι εισοδήματος για την εξασφάλιση στρατιωτικών πόρων). Η συνεισφορά στα συσσίτια περιλάμβανε και μια σημαντική φορολόγηση του μεριδίου των πολιτών από την αγροτική παραγωγή των κτημάτων τους. Οι πιο φτωχοί Σπαρ-τιάτες είχαν το δικαίωμα να δανείζονται άλογα και κυνηγετικούς σκύλους από τους πλουσιότερους συμπολίτες τους. Πάντως κανένα από αυτά τα δικαιώματα δεν επέφερε αξιοσημείωτη αναδιανομή της ιδιοκτησίας.
Αντί της αναδιανομής της ατομικής ιδιοκτησίας. η πόλη της Σπάρτης επιχείρησε να επιβάλει περιορισμούς στη χρήση του πλούτου. Με αυτό τον τρόπο η ανισότητα της ιδιοκτησίας εξισορροπούνταν με την ιδεολογία μιας κοινότητας ομοίων. Το κράτος ασκούσε μονοπωλιακά την παροχή δημόσιων υπηρεσιών. Συνεπώς, αντίθετα με ιούς Αθηναίους ομολόγους τους, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες δεν είχαν τη δυνατότητα να προβαίνουν σε ευεργεσίες προς τους συμπολίτες τους ούτε να χρηματοδοτούν επίσημες τελετές. Ακόμη η πόλη επέβαλλε έναν κοινό, δημόσιο τρόπο Ζωής σε κάθε πολίτη, όπως ουσιαστική ομοιογένεια στην εκπαίδευση και λιτότητα στη διατροφή και την ένδυση. Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Θουκυδίδης, «πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι άρχισαν να ντύνονται απλά και σύμφωνα με το σύγχρονο γούστο, κατ γενικότερα όσοι κατείχαν μεγάλη περιουσία υιοθετούσαν έναν τρόπο ζωής όσο το δυνατόν όμοιο με εκείνο των πολλών». Κατά τον Αριστοτέλη, «οι γιοι των πλουσίων και των φτωχών ανατρέφονταν με τον ίδιο τρόπο και η εκπαίδευση τους ήταν κοινή...το ίδιο εξακολουθούσε να συμβαίνει και μετά την ενηλικίωση τους. αφού δεν υπήρχε καμιά διάκριση ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους. Η διατροφή στα συσσίτια ήταν η ίδια για όλους κατ η ενδυμασία ομοιόμορφη». Το ίδιο κατ τα κορίτσια στη Σπάρτη, τα οποία υποβάλλονταν σε κοινή, δημόσια φυσική άσκηση. Οι ενήλικες γυναίκες, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους κατάστασης, δεν επιτρεπόταν να φορούν κοσμήματα ή να στολίζονται με χρυσαφικά.
Ανάλογες με την ομοιομορφία της σπαρτιατικής ζωής ήταν και οι επικήδειες και ταφικές τελετές. Λιτές και αυστηρές. Στις σπαρτιατικές κηδείες δεν επιτρέπονταν κτερίσματα. Απαγορευόταν στις οικογένειες οι επιτύμβιες επιγραφές στη μνήμη των νεκρών τους. Μοναδική εξαίρεση αποτελούσε η περίπτωση όσων έχαναν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Ορισμένα τέτοια μνημεία εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης: είναι πολύ απέριττα και φέρουν μία απλή επιγραφή ότι ο νεκρός σκοτώθηκε στη μάχη. Μόνο για τους νεκρούς βασιλείς προβλεπόταν μεγαλοπρεπής επικήδεια τελετή.
Έξοδα των πλουσίων
Παρ’ όλους τους περιορισμούς, αρκετοί ήταν οι εναπομείναντες τομείς όπου οι πλούσιοι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν την οικονομική τους επιφάνεια. Μπρούντζινα αρχαιολογικά ευρήματα στα ιερά φανερώνουν πως οι Σπαρτιάτες και οι Σπαρτιάτισσες ξόδευαν σημαντικά ποσά σε θρησκευτικά αναθέματα στους θεούς: τρίποδες και άλλα αγγεία, κοσμήματα, αγαλματίδια κ.λπ. Οι πιο εύποροι κατέφευγαν σε παρόμοιες επιδεικτικές δαπάνες κατ σε ξένα ιερά, όπως για παράδειγμα στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Δωδώνη και στη Σάμο.
Οι πιο πλούσιοι πολίτες εξέτρεφαν και διατηρούσαν άλογα, κυρίους για τη συμμετοχή τους σε αρματοδρομίες. Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα δαπανηρή δραστηριότητα, που απαιτούσε μεγάλη έγγεια περιουσία και σημαντικά έξοδα. Στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα, οι Σπαρτιάτες ιδιοκτήτες αρμάτων κέρδισαν τουλάχιστον 12 φορές στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Οι νικηφόροι ιδιοκτήτες γιόρταζαν την επιτυχία τους με την ανέγερση ακριβών μνημείων, αν και πριν από τον 4ο αιώνα τέτοια μνημεία περιορίζονταν στο χώρο της Ολυμπίας και δεν επιτρέπονταν στη Σπάρτη. Οι επιτυχίες στις αρματοδρομίες προσέδιδαν στους νικητές έναν αέρα υπεροχής που τους βοηθούσε να προωθηθούν σε σημαντικά πολιτικά αξιώματα. Μετά το 400 π.Χ. υπήρξαν και αρκετές γυναίκες που σημείωσαν ιππικές νίκες, πρωτοστατούσης της Κυνίσκας, αδελφής του βασιλιά Αγησίλαου Β΄.
Τέλος, οι πλούσιοι Σπαρτιάτες μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα τους για να συνάψουν προσωπικές σχέσεις και να πατρονάρουν διάφορες ομάδες, όπως χειρώνακτες υποτελείς, ξένους επισκέπτες, ακόμη και συμπολίτες τους. Αυτοί οι δεσμοί επέτρεπαν στους πλούσιους πολίτες και ιδιαίτερα στους βασιλείς να επηρεάζουν την εξωτερική πολιτική της Σπάρτης κατ να ελέγχουν τη λήψη πολιτικών αποφάσεων. Ανακεφαλαιώνοντας, η χρήση του ιδιωτικού πλούτου δημιουργούσε ένα σημαντικό χάσμα ανάμεσα στους εύπορους Σπαρτιάτες και τους φτωχότερους συμπολίτες τους.
Η συσσώρευση της ιδιοκτησίας και η μείωση του αριθμού ίων πολιτών
Η σημαντική σε μέγεθος επικράτεια υπό την ηγεμονία της Σπάρτης σήμαινε πως ακόμη κατ οι συνηθισμένες αστικές οικογένειες δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν φτωχές, συγκρινόμενες με αντίστοιχες οικογένειες άλλων πόλεων. Κατά τον 6ο αιώνα και στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. τα περισσότερα αστικά νοικοκυριά κατείχαν επαρκή έγγεια περιουσία ώστε να αντεπεξέρχονται στις βιοποριστικές ανάγκες τους και την υποχρεωτική συνεισφορά στα συσσίτια. Αυτό το εύρωστο σύστημα ιδιοκτησίας, όμως, προοδευτικά άρχισε να υπονομεύεται από τη συσσώρευση της γης στα χέρια των ολίγων. Στην αύξηση των ανισοτήτων συνέτεινε και η φιλοδοξία ίων πλουσίων Σπαρτιατών, κυρίως στη διάρκεια της υπερπόντιας ηγεμονίας της Σπάρτης στα τέλη του 5ου και στην αρχή rou 4ου αιώνα π.Χ., όταν οι προεξάρχοντες πολίτες ανταγωνίζονταν για τον προσπορισμό πολιτικού κύρους και αξιωμάτων στην εξωτερική διοίκηση. Συνέπεια ήταν να φτωχύνουν πολλά νοικοκυριά πολιτών. Καθώς οι φτωχότεροι Σπαρτιάτες αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις εισφορές για τα συσσίτια, αποκλείονταν από το σώμα ίων πολιτών. Ο αριθμός των Σπαρτιατών πολιτών σημείωσε κατακόρυφη πτώση από 8.000 το 480 π.Χ. σε λιγότερους από χίλιους σία μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. Ήδη κατά τον 4ο και στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. η κοινότητα των Ομοίων είχε αντικατασταθεί από μια πλουτοκρατική κοινωνία, στην οποία κυριαρχούσαν οι πλούσιοι άντρες κατ οι πλούσιες γυναίκες. Αυτές οι εξελίξεις υπονόμευσαν την ενότητα κατ την ταυτότητα των στόχων των Σπαρτιατών πολιτών και διάβρωσαν τα θεμέλια της εσωτερικής επιρροής και ισχύος της Σπάρτης. Με τόσο περιορισμένο κοινωνικό ιστό, η Σπάρτη δεν κατάφερε να ορθοποδήσει μετά την ήττα της από τη Θήβα στη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ. Η εχθρική εισβολή στα εδάφη που έλεγχε η Σπάρτη οδήγησε στην απελευθέρωση των Μεσσηνίων Ειλώτων. Το αποτέλεσμα ήταν η δραματική παρακμή της Σπάρτης και η απώλεια της δύναμης της στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Paul Cartledge. Agesilaos and the Crisis of Sparta,Duckworth. London 1987.
Anton Powell (edj. Classical Sparta: techniques behind her success. Routledge. London 1989.
Anton Powell and Stephen Hodkinson (eels.), The Shadow of Sparta. Routledge. London & Xew York, 1994.
Stephen Hodkinson and Anton Powell (erts.), Sparta:New Perspectives. Duckworth and The Classical Press of Wales. London 1999.
Paul Cartledge. Spartan Reflections. Duckworth, London 2000.
Stephen Hodkinson. Property and Wealth in Classical Sparta. Duckworth and The Classical Press of Wales, London 2000.
3. ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ
Παρά τόν εξαιρετικά ελλειμματικό χαρακτήρα των γνώσεων μας σχετικά με τη Σπάρτη, κατέχουμε κάποιο αριθμό συγκεκριμένων πληροφοριών για το θεσμικό σύστημα και τις δικαστικές πρακτικές της μεγάλης πολιτείας των Λακεδαιμονίων της κλασικής εποχής. Φαίνεται πως οι εξουσίες της Δικαιοσύνης κατανέμονταν στη Σπάρτη μεταξύ των δικαστικών αρχών, οι οποίες γενικά έχουν και πολιτικές αρμοδιότητες.
Οι δικαστικές αρχές και οι αρμοδιότητες τους
Η Συνέλευση, η Εκκλησία (που κατά μια επίμονη παράδοση καλύτερα να μην αποκαλείται Απέλλα), αποτελείται από πολίτες με πλήρη δικαιώματα, και μπορεί μάλιστα να γνωρίσει περιπτώσεις έκτακτες κατά τις οποίες καταλογίζονται ευθύνες για κατάχρηση θέσης σε στρατιωτικούς ηγέτες. Αυτοί οι αρχηγοί μπορεί να είναι βασιλείς, όπως ο Κλεομένης Α΄ το 494 π.Χ., ο Άγης Β΄ το 418 π.Χ.: και στις δύο αυτές περιπτώσεις, ένας βασιλιάς κατηγορείται ότι δεν μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μία ευνοϊκή, όπως θεωρήθηκε, στρατιωτική συγκυρία ενάντια στους Αργείους. Ο Ηρόδοτος μας αναφέρει (6,82) ότι ο Κλεομένης αθωώθηκε [η δίκη του όμως ώθησε τους Σπαρτιάτες να καθιερώσουν έλεγχο otn χρησιμοποίηση, από ένα βασιλιά, ενός στρατού πολιτών: Έφοροι εμφανίζονται στις Πλαταιές, ίο 479 π.Χ., πλαισιώνοντας τον αντιβασιλέα Παυσανία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (9, 76), ενώ ο Ξενοφών βεβαιώνει (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 13, 5), ότι δύο Έφοροι συνοδεύουν ένα βασιλιά κατά την εκστρατεία]. Σχετικά με τον Άγη, ο Θουκυδίδης μας πληροφορεί (5, 63) ότι οι Λακεδαιμόνιοι σκέφθηκαν να γκρεμίσουν το σπίτι του και να του επιβάλουν ένα πρόστιμο εκατό χιλιάδων δραχμών τελικά, του επιβλήθηκε η παρουσία μιας επιτροπής δέκα συμβούλων, εντεταλμένων να επιβλέπουν την καλή χρήση του στρατού των πολιτών.
Η Συνέλευση δικάζει και άλλους στρατιωτικούς αρχηγούς πέρα από τους βασιλείς, όπως - πιθανότατα - τον Σφοδρία, ο οποίος το 378 π.Χ. επιχείρησε να οργανώσει αποστολή βοηθείας στον Πειραιά. Το επεισόδιο έγινε γνωστό από τον Ξενοφώντα (Ελληνικά, 5, 4, 24-33) και αποδεικνύει ότι έπειτα από πολιτικές διεργασίες ίου Αγησίλαου, ο Σφοδρίας, αν και φυγόδικος, αθωώθηκε από ιούς συμπολίτες του. Η Συνέλευση, εξάλλου, αποφασίζει για τα προβλήματα της διαδοχής [για παράδειγμα, περί το 400-398 π.Χ., ο Αγησίλαος προτιμήθηκε από τον Λεωτυχίδη, εικαζόμενο γιο του Άγη (Ξενοφών, 3, 3, 1-4)].
Αξιοσημείωτο είναι ότι η Συνέλευση των Λακεδαιμονίων μπορεί να επιλέγει m μη τιμωρία κάποιου ύποπτου προσώπου αλλά και να αυξάνει την επίβλεψη της οποίας ίσως αποτελεί αντικείμενο: εκτός της περίπτωσης της εποπτείας του Άγη το 418 π.Χ., μπορούμε να αναφέρουμε τον τρόπο, με τον οποίο το χειμώνα ίου 412-411 π.Χ. ο ναύαρχος Αστύοχος τιμωρήθηκε, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, με την τοποθέτηση στο πλευρό του μιας ενδεκαμελούς επιτροπής (σύμβουλοι): αυτοί οι τελευταίοι μπορούσαν να καθαιρέσουν τον Αστύοχο και να τον αντικαταστήσουν με τον Αντισθένη, αν to έκριναν σωστό (Θουκυδίδης, 8, 39, 3). Αυτός ο τρόπος δράσης είναι χαρακτηριστικός της σύνδεσης των Λακεδαιμονίων, κάτι που επισημαίνουν ο Θουκυδίδης (1, 132, 5) και ο Πλούταρχος (Ηθικά, 217 Α-B), και που τους οδηγεί σε μεγάλη περίσκεψη πριν λάβουν σοβαρά μέτρα.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, που δεν σχετίζονται με τη διαθεσιμότητα του στρατού στην εκστρατία αλλά είναι πολιτικής φύσης, ένας βασιλιάς δύναται να δικαστεί από ένα ειδικό δικαστήριο, αποιεΛουμενο από τους είκοσι οκτώ Γέροντες, ίο σνμβαοιλεα και τους πέντε Εφόρους (Παυσανίας, Περιήγηση, 3, 5, 2). Συνολικά γνωρίζουμε όη κπτήδηκαν οκτώ δικαστικές αγωγές εναντίον βασιλέων και ενός αντιβασιλέα στη Σπάρτη, από το 494 ως to 394 π.Χ. Όταν οι βασιλείς βρίσκονται κοντά στην καταδίκη τους, επιλέγουν, γενικά, τον αυτοεξοριομό τους, όπως ο Παυσανίας το 394 π.Χ.
Σε άλλες περιπτώσεις, πέρα από τις δίκες βασιλέων, είναι ξεκάθαρο πως οι Γέροντες (στους οποίους προσετίθεντο οι δύο βασιλείς) και οι Έφοροι συμπράττουν στην άσκηση της Δικαιοσύνης. Αυτό το συμπέρασμα πηγάζει από ένα έγγραφο που μας πληροφορεί ρητά για τις συνθήκες που διέπουν τις θανατικές ποινές στη Σπάρτη: πρόκειται για ένα παλίμψηστο του Βατικανού (Βατ. Ελληνικά. 2306) το οποίο έχει πολλές φορές εκδοθεί και η σχέση του με τις δικονομικές διαδικασίες των Λακεδαιμονίων βεβαιώθηκε από τον Tz. Tz. Κένι (J.J. Keaney) (« Théophrastus on Greek Judicial Procedure», TAPHA, 104,1974, σελ. 179-194). Ο Κένι σημειώνει, σελ. 187, κάποια κοινά σημεία μεταξύ αυτής της περικοπής και μιας ανάπτυξης του Πλάτωνα, Νόμοι, 6,766 d-e: o Πλάτων επηρέασε το συγγραφέα της περικοπής. Τα δύο μέρη του χειρογράφου έχουν ξεχωριστά αντικείμενα: το πρώτο πραγματεύεται τη σπουδαιότητα της ακρόασης των διαδίκων, έτσι ώστε με ακρίβεια να γίνουν κατανοητά τα γεγονότα. Και το δεύτερο αφορά τους τρόπους που 8α διασφάλιζαν την τιμωρία του ενόχου. Ο Κένι θεωρεί ότι και τα δύο σημεία αφορούν θανατικές ποινές, μολονότι δεν φαίνεται να είναι σαφές. Μελετώντας τη δεύτερη περικοπή, ο Κένι επισημαίνει ότι στη Σπάρτη η ακρόαση ενός προσώπου μπορεί να διαρκέσει ημέρες και ότι, από την άλλη, παραμένει υπό δικαστική κρίση για τις ίδιες πράξεις για τις οποίες ίσως αθωώθηκε προγενέστερα. Οι δύο αυτοί κανόνες επιβεβαιώνονται από τον Πλούταρχο (Ηθικά, 217 Α-B)· σχετικά με το παλίμψηστο του Βατικανού, επίσης δες Ν. Ρισέρ (Ν. Richer), Οι Έφοροι, Παρίσι 14, σ. 432-441, και σχετικά με τη δυνατότητα μιας δικαστικής αγωγής για ήδη δεδικασμένες πράξεις, σελ. 444-445. Σφαιρικά, υστέρα από τη μελέτη αυτών των κειμένων, μπορεί κανείς να κρατήσει ότι σε περιπτώσεις δικών που επισύρουν το θάνατο, χωρίς η κατηγορία να αφορά τον τρόπο που ο στρατιωτικός αρχηγός χρησιμοποίησε τις στρατιωτικές δυνάμεις της Σπάρτης, είναι οι Έφοροι που ανακρίνουν και κατόπιν οι Έφοροι και οι Γέροντες δικάζουν. Σε άλλες δικονομίες φαίνεται ότι Γερουσία και Έφοροι διαθέτουν ευδιάκριτα διαχωρισμένες δικαιοδοσίες.
Διαθέτουμε, πράγματι, πολλές ενδείξεις στο επίπεδο της Πολιτικής Δικαιοσύνης που καθώς φαίνεται ασκείται από τους Εφόρους. Σύμφωνα με τον Ξενοφώντα (Λακεδαιμονίων Πολιτεία, 8, 4) κατά το πρώτο τέταρτο του 4ου αιώνα Π.Χ., «οι Έφοροι έχουν τη δύναμη να επιβάλλουν σε όποιον θέλουν τιμωρία και έχουν την εξουσία αμέσως να την εκτελούν και άρχοντες πριν το τέλος της υπηρεσίας τους να παύουν και να τους φυλακίζουν μάλιστα και να τους δικάζουν περί ζωής ή θανάτου».
Αν αυτή η περικοπή του Ξενοφώντα παρουσιάζει το εύρος του πεδίου των αρμοδιοτήτων των Εφόρων, αστικής και πολιτικής φύσης, ένα κείμενο του Αριστοτέλη του 330 π.Χ. (Πολιτικά,1275 b,9-11) σημειώνει ότι «στη Λακεδαίμονα οι Έφοροι εκδικάζουν ο καθένας τους διαφορετικές υποθέσεις συμβολαίων, ενώ η Γερουσία δικάζει τις υποθέσεις για φόνους, ίσως δε κάποια άλλη αρχή άλλες υποθέσεις». Ο Ντ. Μακντάουελ (D. MacDowell) εκτιμά (Spartan Law, Εδιμβούργο, 1986, σελ. 127) ότι η δικαιοδοσία της Γερουσίας περιοριζόταν σε περιπτώσεις για τις οποίες η ποινή μπορούσε να είναι ο θάνατος, η εξορία ή η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Δέχεται ότι πιθανόν οι Έφοροι αποφάσιζαν ποιες υποθέσεις θα παρέπεμπαν στη Γερουσία, ανάλογα με τη σπουδαιότητά τους.
Άλλωστε, αν η διάκριση μεταξύ θεμάτων που αξιούν τη διαβούλευση του συνόλου του σώματος των Εφόρου ή την κρίση ενός μονό Εφόρου δεν είναι ορατή σε μας, πρέπει να ήταν για τούς Σπαρτιάτες. Πιθανώς το Σώμα εξέταζε το σύνολο των υποθέσεων για να προσδιορίσει το είδος της οικονομίας που αντιστοιχεί στην καθεμία ξεχωριστά.
Τέλος, ο υπαινιγμός του Αριστοτέλη ότι υπάρχουν θέματα που υπόκεινται σε κάποια άλλη αρχή πλην των Εφόρων ή της Γερουσίας ίσως είναι ένας υπαινιγμός στις κατά τόν Ηρόδοτο (6. 57) δικαιοδοσίες των βασιλέων: «Οι βασιλείς δικάζουν τις εξής μόνον δίκες: περί παρθένου, που είναι μονή κληρονόμος πατρικής περιουσίας, με ποιον πρέπει να παντρευτεί, αν δεν προφθάσει ο πατέρας της να την αρραβωνιάσει - και για τους δημόσιους δρόμους - και αν κανείς θέλει να υιοθετήσει ένα παιδί, να το κάνει μπροστά στους βασιλείς». Οπωσδήποτε και ο βασιλιάς, στρατηγός ων, μπορεί να ασκήσει δικαστική εξουσία: ο Αριστοτέλης, προσεγγίζοντας τη σπαρτιατική βασιλεία με τη βασιλεία του Αγαμέμνονα, κάνει μνεία στον δια «χειρός νόμον» (Πολιτικά. 1285 α. 8-10). που επιτρέπει στο βασιλιά να τιμωρεί με θάνατο το στρατιώτη που επέδειξε δειλία στη διάρκεια κάποιας στρατιωτικής επιχείρησης. Αλλά σε συνήθεις συνθήκες, μέσα στη Σπάρτη. η ποινή του θανάτου δεν επιβάλλεται με τη θέληση ενός βασιλιά.
Απόδοση ευθυνών
Συνολικά, τα γνωστά σε μας γεγονότα δείχνουν ότι συχνό χαρακτηριστικό των δικαστικών αγωγών που εκδικάζονται σιη Σπάρτη είναι η πολιτική τους φύση. Αυτό εξηγείται από το είδος των πηγών μας που ευνοούν αυτό το χώρο, σε αντίθεση με m δραστηριότητα της αστικής Δικαιοσύνης. Η σχετική σπουδαιότητα αυτού του χώρου στα μάτια των ίδιων των Σπαρτιατών επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη της δικονομίας της απόδοσης ευθυνών που εμπεριέχεται τόσο στο προαναφερόμενο κείμενο του Ξενοφώντα (ΛακεδαιμονίωνΠολιτεία. 8. 4) όσο και στον Αριστοτέλη.
Είναι γεγονός ότι ο Αριστοτέλης, θεωρώντας ότι εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Γερουσίας, που την ονομάζει αρχή, κρίνει ότι «είναι καλύτερα να είναι υπεύθυνοι - ενώ τώρα δεν είναι». Επίσης, ο Αριστοτέλης δηλώνει (Πολιτικά, 1271 α 6-8: «Και ίσως θα ενομίζετο ότι οι Έφοροι ζητούν ευθύνες από όλες τις αρχές. Αλλά αυτό θα ήταν μεγάλη δικαιοδοσία για τους Εφόρους και δεν υποδεικνύουμε αυτόν τον τρόπο για την απόδοση ευθυνών . Η κριτική του Αριστοτέλη αναφέρεται στο γεγονός ότι στη Σπάρτη υπάρχουν άτομα ήδη επιφορτισμένα να με τις πλέον δημοσιές σημαντικές λειτουργίες που δεν εξετάζουν την απόδοση ευθυνών, ενώ στην περίπτωση της Αθήνας υπάρχει εναλλαγή των ομάδων των πρυτάνεων και η μηνιαία κλήρωση. Αυτή η κριτική από τον Αριστοτέλη, χωρίς αμφιβολία, θέλει να πει ότι ο έλεγχος της Γερουσίας είναι πράγματι ανεπαρκής (επειδή δεν μπορούν να παυθούν, δεν μπορούν και να τιμωρηθούν, πρέπει να ερμηνεύσουμε). Το πιθανότερο είναι ότι ο Αριστοτέλης, έχοντας κατά νου την αθηναϊκή εμπειρία, κρίνει την, μάλλον ετησία στη Σπάρτη. περιοδικότητα στην απόδοση των ευθυνών. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του φιλοσόφου (Ρητορική, 1419 α. 31-35) οι Έφοροι επίσης μπορούν να λογοδοτήσουν στα μέλη του Σώματος που τους διαδέχθηκε και αυτό σύμφωνα με τον ορισμό του Πλάτωνα (Πρωταγόρας, 326 ε) περί απόδοσης ευθυνών, αφού στη Σπάρτη αυτή η απόδοση ευθυνών μπορεί να αφορά την κατά περίπτωση χρησιμότητα των προτεινόμενων από τούς Εφόρους μέτρων κατά τη διάρκεια της άσκησης της υπηρεσίας τους. Η έννοια αυτή της χρησιμότητας, της καταλληλότητας των μετρούν σε σχέση με τις περιστάσεις, απαντάται επίσης στη φύση ορισμένων συγκυριακών μέτρων.
Περιστασιακά κριτήρια κρίσης
Είτε πρόκειται για βασιλείς είτε για άλλους υπόδικους, συχνά τα εφαρμοζόμενα κριτήρια παρουσιάζουν ιδιαίτερο καιροσκοπικό χαρακτήρα. Έτσι, μετά την άλωση της Καδμείας το 382 π.Χ., ο βασιλιάς Αγησίλαος προτείνει, στη δίκη του Φοιδίδα, να εξεταστούν τα ευνοϊκά σημεία της κατάστασης, με το επιχείρημα ότι είναι μια παλαιά αρχή το να παίρνει κανείς θετικές πρωτοβουλίες (Ξενοφών, Ελληνικά 5. 2. 32). Και συλλογιζόμενοι τη δίκη του Σφοδρία το 372 π.Χ., σημειώνουμε ότι ο Ξενοφών προσπαθεί (Ελληνικά 5. 4, 32) να αποδείξει ότι η παρέμβαση του Αγησίλαου σε αυτή την υπόθεση δεν υποκινείται ύστερα από το αίτημα του γιου του Αρχίδαμου, αλλά από την αντίληψη του περί εθνικού συμφέροντος: η Σπάρτη δεν μπορεί να επιτρέψει το χαμό στρατιωτών της δικής του αξίας.
Κατά γενικό τρόπο, παρόμοια μέριμνα προσαρμογής των ποινών στις εφήμερες συνθήκες περιβάλλεται με χαρακτήρα σχεδόν θεσμικό και σε κάθε περίπτωση συστηματικό: «Κατά τον Αριστοτέλη πράγματι (Πολιτικά 1270 b, 28-31), οι Έφοροι λαμβάνουν καιροσκοπικές αποφάσεις, χωρίς αναφορά σε κανόνες που να τους αναγκάζουν σ’ αυτό. Ενώ από τους Εφόρους εξαρτώνται σοβαρές αποφάσεις, δεν είναι διαπρεπείς πολίτες, και γι’ αυτό θα ήταν προτιμότερο να κρίνουν βασιζόμενοι σε γραπτούς κανόνες και ορισμένους νόμους, και όχι αυθαίρετα».
Το εύρος των δικαστικών εξουσιών των Εφόρων και η ελευθερία δράσης που διαθέτουν σχετικά με ι ην άρση των ποινών τους δίνουν περίοπτη θέση στην πόλη της Σπάρτης. Ωστόσο, υπάρχει ένα όριο στη δικαστική τους εξουσία: το γεγονός ότι δεν είναι μόνον αυτοί που δικάζουν όλα τα πρόσωπα ενάντια στα οποία επιχειρείται η αγωγή, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις συνεργάζονται με τη Γερουσία και άλλοτε με τη Συνέλευση των πολιτών που αποφασίζει. Σε κάθε περίπτωση, είναι αλήθεια ότι κάθε δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψιν τις εκτιμήσεις περί συγκυριών πριν εκδώσει την απόφαση του.
Συμπέρασμα
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ολοφάνερα ότι το δικονομικό σύστημα της Σπάρτης είναι σχετικά γνωστό, παρ’ ότι οι πληροφορίες που διαθέτουμε είναι αριθμητικά λιγότερες από το αντίστοιχο αθηναϊκό σύστημα. Η δυνατότητα για κάθε πολίτη να δικαστεί δύο φορές για την ίδια υπόθεση αποτελεί ένα μεγάλο κίνητρο αποτροπής, έτσι ώστε ποτέ κανείς να μην απομακρυνθεί από τους κανόνες συμπεριφοράς που θέσπισαν οι Σπαρτιάτες. Κάθε άτομο που μία μέρα υπέπεσε σε, σφάλμα μπορεί ανά πάσα στιγμή να τιμωρηθεί. Αυτό αποδεικνύεται φανερά από κείμενα που μας ενημερώνουν για m Σπάρτη και όπως στην Αθήνα (ιδιαίτερα στον 4ο αιώνα π.Χ., στο πλαίσιο της εισαγγελικής διαδικασίας) η κοινότητα των πολιτών είναι πλαισιωμένη από θεσμούς που επιτρέπουν την άσκηση ελέγχου σε κάθε μέλος της.
Η συχνότητα των επιχειρούμενων προσφυγών στη Δικαιοσύνη ενάντια σε στρατιωτικούς αρχηγούς (και μάλιστα βασιλείς) τείνει να επιβεβαιώσει το δημοκρατικό χαρακτήρα των θεσμών της Σπάρτης, επειδή, όπως υπογράμμισε ο Μ. Χ. Χάνσεν [Μ.Η. Hansen («H αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή του Δημοσθένη», Οξφόρδη, 1991, μετάφρ. Γαλλ. 1993, σελ. 294)]: «Η δημοκρατία στην αρχαιότητα ήταν τρόπος διακυβέρνησης που τον χαρακτήριζε η συχνότητα των πολιτικών διώξεων, ενώ οι ολιγαρχίες υπέφεραν από το αντίθετο μειονέκτημα- ήταν πολύ δύσκολο να οδηγήσει κανείς τους διοικούντες σε απολογισμό των πράξεών τους. Κι όμως, στη Σπάρτη η απόδοση ευθυνών είναι πραγματικότητα».
Φυσικά, αν η φύση του πολιτικού καθεστώτος της Σπάρτης μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί δημοκρατική - είναι ευνόητο ότι πρόκειται για μια δημοκρατία ολιγάριθμων πολιτών σε σχέση με τον αριθμό των Περιοίκων και των Ειλώτων-, η κτηθείσα εξουσία της κοινότητας πάνω στα άτομα δεν εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στη Σπάρτη και στην Αθήνα: η σύνεση των Λακεδαιμονίων κατά τις οικονομικές διαδικασίες απέναντι σε κάποιον συμπατριώτη τους απαντά πράγματι σε ανάγκη εκφρασμένη από τον Δημοσθένη στον Πρώτο Φιλιππικό (4), όταν ο Αθηναίος ρήτορας υπογραμμίζει, το 351 π.Χ., τη συχνότητα των κατηγοριών που επισύρουν ενάντια σε στρατηγούς την ποινή του θανάτου.
4. ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ
Με τον όρο σπαρτιατική αγωγή εννοούμε ένα δημόσιο-κρατικό σύστημα εκπαίδευσης που έχει στόχο του την απόκτηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Έχει γίνει πολύ μεγάλη συζήτηση για το ρόλο, το χαρακτήρα και τους σκοπούς της σπαρτιατικής εκπαίδευσης. Το σημαντικό ωστόσο είναι πως η συμμετοχή και η επιτυχία στην αγωγή δεν ήταν μόνο ένας τρόπος κοινωνικοποίησης των νέων, αλλά ένα πολιτικό κριτήριο στην προσπάθεια κάποιου να γίνει Ομοίος. Η άρνηση να συμμετέχει κάποιος ή η αποτυχία σήμαινε τον οριστικό αποκλεισμό του από την τάξη των πολιτών. Στη Σπάρτη δηλαδή δεν γεννιέται κάποιος Σπαρτιάτης αλλά γίνεται. Το να λάβει ο νέος την αγωγή συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, δηλαδή Ομοίος. Η Σπάρτη επομένως ήταν η μοναδική ελληνική πόλη-κράτος που καθιέρωσε συνειδητά μια αμοιβαία αλληλεξάρτηση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης. Στο σημείο αυτό στηρίζεται όλη η διάσταση κατ όλη η πολιτική σημασία της σπαρτιατικής εκπαίδευσης: ένας κοινωνικός θεσμός του ελληνικού κόσμου, όπως ήταν η παιδεία των νέων, γίνεται προϋπόθεση / κριτήριο, και η πρώτη και αναγκαία συνθήκη για την άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Η παιδεία είναι υποχρεωτική, ομοιογενής και ομοιόμορφη για όλους, ανεξαρτήτως της καταγωγής τους, και αφορά αγόρια και κορίτσια. Η πόλη, με τη συμμετοχή της οικογένειας, φροντίζει για την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης των παιδιών. Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο νέος δεν αποκοβόταν από την οικογένεια του. Αντίθετα, η επιτυχία του στην αγωγή ήταν μια οικογενειακή υπόθεση ιδιαίτερα σημαντική, αφού από αυτή εξαρτιόταν η εκπροσώπηση της οικογένειας με ένα επιπλέον μέλος στην τάξη των Ομοίων και εξασφαλιζόταν η συνεχεία και η παραμονή της στην τάξη αυτή.
Η αγωγή διαρκούσε περίπου από την ηλικία των 7 ετών μέχρι 18 ετών. Τα παιδιά Ζούσαν τον περισσότερο χρόνο μια ομαδική Ζωή (κυρίως μετά το 12ο έτος της ηλικίας τους), χωρισμένα βασικά σε τρεις «σχολικούς» κύκλους και διακρίνονταν αντίστοιχα, σύμφωνα με τη φυσική τους ηλικία, σε παίδες, μειράκια και έφηβους. Σε κάθε κύκλο αντιστοιχούσαν συγκεκριμένες δοκιμασίες και διαφορετικό πρόγραμμα.
Το πρόγραμμα περιελάμβανε σωματική και πνευματική άσκηση. Η γραφή, η ανάγνωση, η μουσική, η ποίηση, ο χορός, οι ασκήσεις, ο ομαδικός τρόπος ζωής, οι δοκιμασίες (η κλοπή, η κρυπτεία), τα αγωνίσματα, η παιδεραστία, το λακωνίζειν, οι εορτές αποτελούν διάφορα πεδία έκφρασης, απόκτησης και εφαρμογής της κεκτημένης γνώσης, καθώς και μέσα που χρησιμοποιούνται για την κοινωνικοποίηση των νέων.
Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν συνηγορούν με την άποψη πως το σύστημα «κατέστρεφε» την ατομικότητα ή την προσωπικότητα του νέου. Αντίθετα, τονίζουν την προσπάθεια να μάθει ο νέος να ζει αρμονικά με τους άλλους, ως μέρος ενός συνόλου, μιας κοινωνίας. Προβάλλοντας ακατάπαυστα στο «Εγώ» του νέου το «Εμείς», το παιδί μαθαίνει να διευρύνει το «εγώ» του και να ορίζει την ταυτότητα του πάντα σε σχέση με το σύνολο και όχι σε σχέση με την ατομικότητα του. Η πρόθεση αυτή είναι σύμφωνη με το πνεύμα και τις αρχές της εποχής των 6ου και 5ου π.Χ. αιώνων. Τότε. σε κάθε ελληνική πόλη-κράτος, το άτομο-πολίτης ορίζεται και βιώνει την ύπαρξη του σε συνάρτηση με την πόλη του. Αναπαράγει την εικόνα της κοινωνίας του, υπάρχει και δρα στο πλαίσιο της πόλης του, έξω από την οποία η ύπαρξη του δεν νοείται. Τέλος, παρά την κοινοτική διάρθρωση του τρόπου ζωής των παιδιών, η επιτυχία στα διαφορά στάδια της αγωγής είναι προσωπική υπόθεση του κάθε παιδιού και ο επίδοξος τίτλος του πολίτη της Σπάρτης, με το τέλος της αγωγής, απονέμεται ατομικά.
Οι στόχοι συνεπώς της αγωγής συμβαδίζουν με το πρότυπο της πόλης και με το πνεύμα της εποχής μέσα στην οποία δημιουργήθηκε, αντιστοιχούν φυσικά στις κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να ικανοποιήσει.
Αυτή η μορφή παιδείας που περιγράψαμε, επινοήθηκε και λειτούργησε μια συγκεκριμένη εποχή προκειμένου να ανταποκριθεί σε καθορισμένες ανάγκες της σπαρτιατικής κοινωνίας. Η κλασική δηλαδή παιδεία της Σπάρτης (στην οποία συνήθως αναφέρονται οι φιλολογικές πηγές) επινοήθηκε την περίοδο που εμφανίζεται η φάλαγγα των οπλιτών (περίοδος Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου), διήρκεσε μέχρι τα μέσα με τέλη του 5ου αι. κατ ενσάρκωνε το πρότυπο κατ το ιδεώδες του πολίτη-οπλίτη.
Η εποχή του Β΄ Μεσσηνιακού πολέμου είναι η περίοδος που θεσπίζονται τα κριτήρια που καθόριζαν ποιος θα γινόταν και πως πολίτης-Ομοίος, καθώς και η περίοδος διεύρυνσης και αναδιοργάνωσης του πολιτικού σώματος που προήλθε με τη συμμετοχή σε αυτό ενός μεγάλου μέρους αγροτών, οι οποίοι είχαν επιφορτιστεί τα βάρη του μακρόχρονου πολέμου και που μέχρι τότε ήταν εκτοπισμένοι από την πολιτική ζωή. Για να αντιμετωπίσουν οι Σπαρτιάτες αυτή την κοινωνική και πολιτι-κή μεταρρύθμιση, που απαιτούσε κοινωνική και πολιτική ομοιογένεια, υιοθέτησαν ένα σύστημα παιδείας ως κριτήριο ταυτόχρονα έντασης στο νέο πολιτικό σώμα, αλλά και διάκρισης όσων το αποτελούσαν. Παράλληλα συνέβαλε στην κοινωνική συνοχή του νέου σώματος των πολιτών και συγχρόνως έδινε στο δήμο τη νέα ταυτότητα που επιζητούσε.
Ο στόχος της σπαρτιατικής αγωγής εκφράζει συνεπώς την ιστορική πραγματικότητα που σημαδοτείται από το τέλος της κοινωνίας των «αρίστων» μέχρι και την αρχή της κοινωνίας των «πολιτών». Αντανακλά δηλαδή τη μεταβατική περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας αναφερόμαστε στην κοινωνία των «οπλιτών». Ο οπλίτης υπαγορεύει τους κανόνες, τις αρχές και τούς τρόπους μιας αγωγής που έχει στόχο την κατάληξη στην κατάσταση του πολίτη. Το ιστορικό πλάισιο που διαμορφώνεται με την εμφάνιση της φάλαγγας των οπλιτών, ως χρονική αφετηρία του συστήματος εκπαίδευσης της Σπάρτης, ερμηνεύει και αιτιολογεί το πνεύμα της αγωγής, τον πολιτικό και πολεμικό της χαρακτήρα, την αντινομία μεταξύ αριστοκρατικών και οπλιτικών αξιών που παρατηρούνται στο σύστημα, το συγκεκριμένο τύπο σχέσης μεταξύ ατόμου και κοινωνίας που καλλιεργείται, καθώς και τη διάθεση πλαισίωσης του νέου από την πόλη.
Σε μια εποχή που πολιτική και πολεμική ιδιότητα ταυτίζονται, η καινοτομία της σπαρτιατικής παιδείας είναι η σύνδεση της παιδείας με την κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης. Κοινωνική, όσον αφορά τον τρόπο που αποτυπώνονται στο νέο οι κανόνες της κοινωνικής συμπεριφοράς και της θέσης του και πολιτική όσον αφορά την απόκτηση του τίτλου του πολίτη και της ανάδειξής του στις αρχές της πόλης. Τέλος, μία επιπλέον καινοτομία αποτελεί το γεγονός ότι η πόλη αναλαμβάνει το ρόλο του παιδαγωγού των πολιτών μέσα από ένα δημόσιο, κοινό και υποχρεωτικό σύστημα εκπαίδευσης, προσδιορίζοντας έτσι τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του Σπαρτιάτη πολίτη.
Ωστόσο η εκπαίδευση, ως προϋπόθεση για να αποκτήσει και να ασκήσει κάποιος τα πλήρη πολιτικά του δικαιώματα, είναι ταυτόχρονα κριτήριο αριστοκρατικό και δημοκρατικό. Αριστοκρατικό, γιατί η παιδεία ως προϋπόθεση πολιτικών δικαιωμάτων είναι κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της αριστοκρατικής κοινωνίας. Η ταύτιση επίσης της υποχρεωτικής συμμετοχής με την υποχρεωτική επιτυχία, καθιστά την τελευταία ρυθμιστικό παράγοντα, ώστε να διακρίνει και να απομακρύνει μερικά από τα μέλη της κοινωνίας τα οποία θα έπρεπε a priori να συγκαταλέγονται μεταξύ των πολιτών. Το γεγονός αυτό είχε αποτέλεσμα να προκαλέσει μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ιεραρχία, γιατί διαχωρίζει αφ’ ενός τους ίδιους τους Σπαρτιάτες μεταξύ τους και αφ’ ετέρου τους Σπαρτιάτες με τις άλλες κοινωνικές ομάδες. Δημοκρατικό, γιατί η συμμετοχή στο ίδιο σύστημα εκπαίδευσης αφορά το σύνολο του πολιτικού σώματος ανεξαρτήτως καταγωγής και φύλου. Κάθε ένα από τα δυο αυτά κριτήρια εκφράζει δύο διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Η συνύπαρξη τους εξηγείται εν μέρει από τη μεταβολή / αντικατάσταση της αριστοκρατικής κοινωνίας σε κοινωνία οπλιτών.
Στο πλαίσιο αυτό η αρετή του νέου δεν είναι πλέον συναφής με την εξ αίματος συγγένεια και ούτε κληρονομικά μεταβιβάσιμη, αλλά αγώνας για την κατάκτηση της. Το έπαθλο της αριστείας απευθυνόταν σε αυτόν που ήξερε να συνεισφέρει καλύτερα στην επιτυχία της ομάδας. Σε αυτόν που ανάμεσα στους άλλους γνώριζε πώς να επιτυγχάνει τη νίκη παραμένοντας μαζί τους, αλληλέγγυος, Ομοίος τους. Για να συντελεστεί λοιπόν η αντικατάσταση της ατομικής αριστοκρατικής ανδρείας από τη συλλογική τάξη, και για να γίνει εφικτή η πλαισίωση της «δημοκρατικοποίησης» των αριστοκρατικών αξιών και αρχών, έπρεπε ο νέος τύπος του πολίτη να διαπαιδαγωγηθεί κατάλληλα ώστε να είναι σε θέση να επιτελέσει τη διπλή του αποστολή: του πολίτη (πολιτικός ρόλος) και του οπλίτη (πολεμικός ρόλος). Στο εξής η πολεμική ιδιότητα έγινε το καθήκον όλων όσοι συμμετείχαν στο νέο σώμα των πολιτών, και ο πόλεμος έπαψε να είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας elite και εντάχθηκε στο νέο πλαίσιο της πόλης, το οποίο ενσωματώνει εξ ολοκλήρου τον πόλεμο στην πολιτική και αφομοιώνει στη μορφή του πολίτη το πρόσωπο του πολεμιστή. Έτσι εάν για τους άριστους της αριστοκρατικής κοινωνίας ο πόλεμος ήταν μια ευκαιρία για «κλέος και λάφυρα», μετά τη «φάλαγγα των οπλιτών» ο πόλεμος είναι η εκπλήρωση ενός καθήκοντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
D. M. MacDowell. Σπαρτιατιικό δίκαιο, μετ. Κονομή, Παπαδήμας. Αθήνα 1988.
Ν. Μπιργάλιας, L' odyssee de l’ éducation spartiate, Βασιλόπουλος, Αθήνα. 1999.
Ν. Μπιργάλιας. «Ο Μύθος του Καιάδα». Αρχαιογνωσία, τομ. 9 (1998). σελ. 207.
5. Η ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ
Η Σπάρτη ήταν μία μεγάλη πόλη λόγω της έκτασης της επικράτειάς της, όχι όμως και από τον πληθυσμό των πολιτών της, ο οποίος άλλωστε μειωνόταν διαρκώς κατά την κλασική περίοδο. Οι Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες φημίζονταν ως oι καλύτεροι, ωστόσο ο αριθμός τους ήταν σχετικά μικρός και η Σπάρτη δεν θα μπορούσε να διαδραματίσει το ρόλο της στον τότε ελληνικό κόσμο, αν δεν είχε επιτύχει να οργανώσει προς όφελος της το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Με τις σύμμαχες πόλεις, σχημάτισε τον 5ο αιώνα π.Χ. αυτό που σήμερα αποκαλούμε Πελοποννησιακή Συμμαχία και που απλά οι Έλληνες ονόμαζαν «Οι Πελοποννήσιοι» ή «Οι Λακεδαιμόνιοι και οι Σύμμαχοί τους». Άλλωστε δεν επρόκειτο μόνο για αριθμητικό ζήτημα - οι σύμμαχοι συνεισέφεραν στους Σπαρτιάτες ένα σημαντικό στοιχείο ισχύος στον ελληνικό κόσμο, τη ναυτική δύναμη. Διαφορετικά πώς θα μπορούσε να συσταθεί αυτή η ισχυρή δομή;
Η πρώτη φροντίδα των Σπαρτιατών ποτέ δεν ήταν το κτίσιμο μιας αυτοκρατορίας, αλλά η διαφύλαξη της ασφάλειας τους. Αυτό αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα για κάθε ελληνική πόλη, όπου ο κάθε γείτονας είναι εν δυνάμει εχθρός. Και η Σπάρτη είχε στην Πελοπόννησο, από τον 8ο αιώνα π.Χ., μία ανταγωνιστική δύναμη, ένα αδελφό εχθρό, το Αργός. Όσο μακριά κι αν ανατρέξουμε στην Ιστορία (και ακόμη παραπέρα), οι σχέσεις μεταξύ των δύο πόλεων ήταν τεταμένες. Αρχικά πολεμούσαν για μια όμορη περιοχή, τη Θυρεάτιδα. Αυτού του είδους οι πόλεμοι παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Διακυβεύουν για ένα πολύ μικρό έδαφος, που δεν αποτελεί τόπο-πέρασμα και μολονότι επίπεδο, δεν προσφέρει πραγματικό οικονομικό ενδιαφέρον- είναι πόλεμοι που διέπονται από κανόνες που σκοπό έχουν να περιορίσουν την εμβέλεια τους και τις συνέπειες τους, συνδέονται δε με μία κοινή λατρεία, αυτή του Πυθίου Απόλλωνα. Τελικά εμφανίζονται σαν διαμάχη με σειρά επεισοδίων. Αναφέρεται για παράδειγμα η ήττα των Σπαρτιατών στη μάχη των Υσιών το 669 π.Χ. Το γνωστότερο επεισόδιο (χάρη στον Ηρόδοτο, Ι, 82) συνέβη γύρω στο 545 π.Χ., ονομάζεται «η μάχη των πρωταθλητών», επειδή κατόπιν συμφωνίας οι δύο πόλεις «παραδόθηκαν» σε 300 πολεμιστές η κάθε μία και την τελική νίκη πήρε ένας υπέροχος πολεμιστής. Καταλαβαίνει κανείς ότι η αφήγηση αυτή βρίσκεται τουλάχιστον στα όρια του μύθου.
Άλλοι πόλεμοι μεταξύ Σπάρτης και Αργούς αποτελούν περισσότερο συνηθισμένα πρότυπα. Στην αρχή του δεύτερου μισού του 8ου αιώνα π.Χ., οι Σπαρτιάτες, καθοδηγούμενοι από τον Νίκανδρο, εισέβαλαν στην Αργολίδα, με συνέπεια την καταστροφή της Ασίνης που τους είχε βοηθήσει· η ανασκαφή της Ασίνης έφερε στο φως την πραγματική έκταση αυτής της καταστροφής, που η κεραμική της τη χρονολογεί γύρω στο 720 π.Χ.· με τη σειρά τους οι Αργείοι βοήθησαν τους Μεσσήνιους να εξεγερθούν στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα π.Χ. Η ένταση ανάμεσα στο Αργός και τη Σπάρτη φαίνεται να είναι η γραμμή του πυρός της Ιστορίας της Πελοποννήσου την αρχαϊκή εποχή.
Τον 6ο αιώνα, η Σπάρτη απέκτησε άλλη μία ισχυρή αντίπαλο, την Τεγέα, τη βασικότερη και νοτιότερη των αρκαδικών πόλεων. Ο Ηρόδοτος (Ι, 65-69) αφηγείται την παρακάτω ιστορία: σε πρώτη φάση, οι Σπαρτιάτες - η πρόθεση τους ήταν να κατακτήσουν την εύφορη κοιλάδα της Τεγέας - μειονεκτούσαν («ο πόλεμος των Πεδών» το 550 π.Χ. περίπου). Στη συνέχεια, αφού κατόρθωσαν με δόλο να επανακτήσουν τα οστά του Ορέστη, ήταν οι νικητές. Στο μεταξύ είχαν αλλάξει σχέδια και αρκέσθηκαν να συνάψουν συμμαχία με την Τεγέα, που τους έδινε κάποια πλεονεκτήματα. Γιατί αυτή η αλλαγή στάσης; Χωρίς αμφιβολία η Σπάρτη κατάλαβε on δεν είχε τα μέσα να κατακτήσει πόλεις τόσο απομακρυσμένες και τόσο σημαντικές και ότι ήταν καλύτερα να τις κάνει συμμάχους.
Η υπόλοιπη Αρκαδία, ιδιαίτερα ο Ορχομενός και η Μαντινεία, ακολούθησε το παράδειγμα της Τεγέας· ύστερα ήρθε η σειρά της Φλειούς, που η πίστη της σε όλο το χρονικό ορίζοντα της Ιστορίας 8α παραμείνει παραδειγματική. Η Εληά αντιπροσωπεύει το μόνο προς τα βορειοδυτικά προπύργιο της Σπάρτης. Ακολούθως θα πάρει ένα σημαντικό προβάδισμα έναντι του Αργούς, συνάπτοντας συμμαχίες με τις πόλεις Άκτιον, Tpoiznva, Ερμιόνη και Επίδαυρο, που όντας φιλικές προς μία μεγάλη, μακρινή δύναμη, προστατεύονταν από τις επίβουλες της επικίνδυνης γείτονας. Διαπιστώνουμε ότι :ο 525 π.Χ. η Κόρινθος είχε ήδη προσχωρήσει στη Σπαρτιατική Συμμαχία, σε άγνωστο χρόνο και η Σικυώνα τη μιμήθηκε. Από δυσπιστία προς την Αθήνα και η Αίγινα προσχώρησε, όπως επίσης τα Μέγαρα. πιθανόν κατά το τέλος του 6ου αιώνα π.Χ.· πρόκειται για τις μοναδικές επεκτάσεις της Συμμαχίας εκτός της Πελοποννήσου. Σε μισό αιώνα, η Σπάρτη, αρπάζοντας κάθε ευκαιρία, είχε πραγματοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τη συγκρότηση εκείνη που την καθιστούσε τη μεγαλύτερη δύναμη σε στεριά και θάλασσα του ελληνικού κόσμου. Και αυτό χωρίς να δώσει ούτε μία μάχη, μέσα από σειρά συμμαχιών, συμφωνημένων η μία μετά την άλλη.
Με το ξέσπασμα των Πελοποννησιακοί πολέμων, το συμμαχικό αυτό σύστημα πήρε την οριστική μορφή του, μιας πραγματικής ομοσπονδίας, με αρκετά καλά σχεδιασμένους κεντρικούς θεσμούς. Η Σπάρτη αποτελεί την ηγέτιδα δύναμη, έχει την πρωτοβουλία κατ την ευθύνη της διοίκησης, χωρίς ωστόσο να ασκεί απόλυτη εξουσία. Η δομή είναι δικέφαλη. Από τη μία υπάρχει το Συμβούλιο των Συμμάχων, όπου κάθε πόλη-μέλος έχει έναν αντιπρόσωπο ( η Σπάρτη όπως οι άλλες) και αποφασίζει κατά πλειοψηφία. Έτσι η Σπάρτη είναι δυνατόν να μειοψηφήσει, η απόφαση όμως δεν μπορεί να της επιβληθεί. Πράγματι, η άλλη αρχή είναι η Συνέλευση των πολιτών της Σπάρτης, η οποία επίσης είναι κυρίαρχη. Γενικά, η Σπάρτη έχει την πρωτοβουλία και αφού ψηφίσει, για παράδειγμα, πόλεμο ενάντια σε κάποιον, προτείνει αυτή την απόφαση της στο Συμβούλιο των Συμμάχων, το οποίο μπορεί να την αποδεχθεί η να την αρνηθεί. Το 431 π.Χ. συνέβη το ακριβώς αντίθετο: οι Σύμμαχοι πρότειναν στη Συνέλευση της Σπάρτης να αποφασίσει τον πόλεμο ενάντια στην Αθήνα· τότε η κατάσταση ήταν ιδιαίτερη καθώς οι Σύμμαχοι ήθελαν τον πόλεμο πολύ περισσότερο από τη Σπάρτη.
Η Συμμαχία δεν λειτουργούσε κατ' αυτόν τον τρόπο τον 6ο αιώνα π.Χ. Εκείνη την εποχή, η Σπάρτη αποφάσιζε μόνη: η συμμαχία με τον Κροίσο, οι διαδοχικές εκστρατείες κατά της Αθήνας (του Αγχίμολου πιθανά το 512/1, του Κλεομένη το 511/10, το 508/7 κατ το 507/6) και ο πόλεμος εναντίον του Άργους (μάχης της Σηπείας) κατά τα τελευταία χρόνια του αιώνα, αποτελούσαν αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία. Η μοναδική σύσκεψη των Συμμάχων πραγματοποιήθηκε στη Σπάρτη, σε άγνωστη χρονολογία (ίσως το 505-504) εν όψει μιας εκστρατείας κατά της Αθήνας, πρόταση που αρνήθηκαν. Αυτό διηγείται ο Ηρόδοτος (5, 90-93), αλλά το σπάνιο αυτό χαρακτηριστικό του επεισοδίου κάνει σήμερα πολλούς ιστορικούς να αμφιβάλλουν για το αν είναι αληθινό: ο Ηρόδοτος φαίνεται να φαντάστηκε αυτή τη συνέλευση σαν μια ευκαιρία να φέρει στο προσκήνιο το ζήτημα της τυραννίας, κάτι λιγότερο φανταστικό από το ζήτημα των Περσών ευγενών αναφορικά με τα πολιτικά καθεστώτα (3, 80-82). Πιστεύουμε ότι μάλλον κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ., ίσως την επομένη των Μηδικών πολέμων, η Πελοποννησιακή Συμμαχία θέσπισε διαδικασίες που βλέπουμε στον Θουκυδίδη να εφαρμόζονται.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
L. Moretti. Ricerche sulle leghe greche (1962).
G. L. Cawkwell, «Sparte and her Allies in the VIth Century». Classical Quarterly 43 (1993), σελ. 364-376.
6. Η ΥΠΕΡΣΥΓΧΡΟΝΗ ΔΙΑΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΠΑΡΤΗΣ
Ποια κοινότητα ήταν το σχολείο της κλασικής Ελλάδας;». Ο κάθε μορφωμένος άνθρωπος νομίζει ότι ξέρει: «Η Αθήνα, φυσικά». Αλλά, και προς τιμήν τους, οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν ήταν τόσο σίγουροι. Γνώριζαν κάποια άλλη ελληνική πόλη, πολύ μικρότερη, της οποίας η διάνοια επισκίαζε τα αθηναϊκά όνειρα.
Ο Περικλής έκανε ό,τι μπορούσε για να εξυψώσει την Αθήνα και να υποβαθμίσει τη Σπάρτη. Ο Θουκυδίδης τον κατέγραψε να ισχυρίζεται, στον Επιτάφιο του το 431/30 π.Χ., ότι η Αθήνα παρείχε της Ελλάδος παίδευσιν. Ήταν σίγουρο ότι ο Περικλής εννοούσε ότι η Αθήνα με τους φιλοσόφους της και τους περίπλοκα ομιλούντες δημόσιους άνδρες ήταν το σχολείο της Ελλάδας; Χωρίς αμφιβολία θα είχε ευχαρίστως ισχυριστεί αυτό, αν ήταν η αλήθεια. Αλλά δεν το κάνει. Η Αθήνα, σύμφωνα μ' αυτόν, παρείχε όχι το εκπαιδευτικό πρότυπο στην Ελλάδα, αλλά ένα εκπαιδευτικό πρότυπο (όχι την παίδευσιν αλλά απλά παίδευσιν). Ο λόγος της περιοριστικής διατύπωσης του Περικλή είναι ότι η Σπάρτη επίσης χρησίμευε ως πρότυπο, και πιθανά πιο χαρισματικό.
Οι παίδες της Σπάρτης, αντίθετα με εκείνους της Αθήνας, μορφώνονταν συστηματικά από την πολιτεία. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που δεν είχε σε ιδιαίτερη εκτίμηση τη Σπάρτη, αργότερα παραδέχτηκε διστακτικά ότι τιμούσε τη Σπάρτη που δεν εμπιστευόταν την εκπαίδευση στη γονική επιλογή, δηλαδή στην τύχη. Οι άλλοι Έλληνες, κατά κάποιο τρόπο, διαισθάνονταν ότι η επιτυχία των αραιοκατοικημένων, ανοχύρωτων χωριών οφειλόταν οε εκείνη την εκπαίδευση. Όμως το πώς ακριβώς η εκπαίδευση επέτρεπε στη Σπάρτη να είναι η μοναδική υπερδύναμη της Ελλάδας ήταν για τους σύγχρονους σκεπτικιστές αντικείμενο αμφισβήτησης και μυστηρίου. Ποιες ήταν αυτές, οι άξιες μίμησης, τεχνικές της Σπάρτης;
Η Σπάρτη χαιρόταν που έμενε μυστήριο. Οι ικανότητες της θα παρέμεναν κρυφές. Δεν είχε καμιά επιθυμία να γίνει ο δάσκαλος της Ελλάδας, αν μπορούσε να το αποφύγει. Μαθαίνουμε για ένα Σπαρτιάτη Βασιλιά, τον Αγησίλαο, που επικρίνεται από ένα συμπολίτη του ou πολεμάει πολύ συχνά εναντίον των Θηβών και έτσι «δίδασκε τους Θηβαίους πώς να πολεμούν». Ακόμη και το γεγονός της σπαρτιατικής διάνοιας έπρεπε να μείνει κρυφό. Ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος καυχιόταν ότι ο λαός του εκπαιδευόταν να έχει έλλειψη κριτικής αντίληψης. Μέχρι πρόσφατα Ευρωπαίοι μελετητές αποδέχονταν αυτή τη σπαρτιατική προπαγάνδα. Ο Tζορτζ Φόρεστ (George Forrest), καθηγητής Ελληνικής Ιστορίας στην Οξφόρδη στο τέλος του 20ού αιώνα, έγραψε: «Ένας πολύ ευφυής Σπαρτιάτης; Υπήρχε τέτοιο πράγμα; Αν όχι...». Όμως νέα έρευνα, βασισμένη σε διορατικές αναφορές των αρχαίων Ελλήνων, φέρνει στο φως τώρα τη σπαρτιατική διάνοια. Και τα ευρήματα μαρτυρούν ou, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, η Σπάρτη προκατέλαβε τις σύγχρονες μεθόδους.
Σε βαθμό μοναδικό στην Ελλάδα, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν την εξειδίκευση. Ο Περικλής το διαισθάνθηκε αυτό. Περιέγραψε με λαμπρά χρώματα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που έκαναν την Αθήνα διαφορετική από τη μεγάλη αντίπαλο της. Οι περιγραφές αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποκαλύψουν τη μορφή της σκιάς της Σπάρ-της. Εμείς οι Αθηναίοι, περηφανεύθηκε ο Περικλής, είμαστε ασυνήθιστα πολυτάλαντοι. Οι πολίτες μας μπορούν να στρέψουν με επιτυχία τα χέρια τους σε τόσο πολλά διαφορετικά πράγματα. Με άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν περιορισμένοι ή, με τη δική μας, θετική φρασεολογία, εξειδικευμένοι. Οι Αθηναίοι ήξεραν πώς να αυτοσχεδιάσουν, είπε ο Περικλής, ενώ οι Σπαρτιάτες ήταν κοπιαστικά εκπαιδευμένοι. Μ' άλλα λόγια, οι Σπαρτιάτες ήταν υψηλά εκπαιδευμένοι. Σαν τους σημερινούς ειδικευμένους σ’ ένα αντικείμενο, οι Σπαρτιάτες μπορεί να ήταν υπερβολικά αδαείς όταν βρίσκονταν έξω από το αντικείμενο τους. Οι μη Σπαρτιάτες κατεδείκνυαν με ευθυμία τις συνέπειες. Οι γυναίκες της Σπάρτης, όταν ήρθαν αντιμέτωπες με μια εχθρική εισβολή το 370 π.Χ., δεν φάνηκαν χρήσιμες, όπως θα έκαναν άλλες Ελληνίδες. Αντίθετα, είπε ο Αριστοτέλης, δημιούργησαν μεγαλύτερη σύγχυση από τον εχθρό. Αλλά οι γυναίκες της Σπάρτης δεν είχαν εκπαιδευτεί για να βοηθούν στη μάχη. Ήταν αθλητικά εκπαιδευμένες για να είναι δυνατές στην ανατροφή των παιδιών και για να ενθαρρύνουν την πολεμική αρετή. Και σ’ αυτούς τους εξειδικευμένους ρόλους είχαν τη φήμη των καλύτερων γυναικών στην Ελλάδα.
Η σύγχρονη ανάλυση εξειδικευμένων αθλητών εστιάζει στην επιλογή του κατάλληλου χρόνου (timing), δηλαδή σε ποια χρονική στιγμή της κούρσας δίνει ο αθλητής όλες τις δυνάμεις του. Παρομοίως, ισχύει για τους εξειδικευμένους πολιτικούς και τη διαχείριση των μέσων ενημέρωσης: η επιλογή του σωστού χρόνου είναι το παν -έχουν μάθει να δημοσιοποιούν τις άσχημες ειδήσεις όταν το κοινό είναι απορροφημένο από κάτι άλλο. Όπως για τους αθλητές του πολέμου και για τους πολιτικούς, η χρήση του «timing» από τη Σπάρτη ήταν πειθαρχημένη σε βαθμό αξεπέραστο ακόμη και σήμερα. Πρόσφατη ανάλυση έχει εξετάσει το «timing» όλων των περιπτώσεων κατά τον 5ο αιώνα που η Σπάρτη άνοιξε ή σκόπευε ν' ανοίξει έναν επιθετικό πόλεμο κατά της Αθήνας. Το αποτέλεσμα δημιουργεί μια εντυπωσιακή αντίληψη της σπαρτιατικής στρατηγικής ικανότητας. Όταν η Αθήνα είχε κάποια δυσκολία, για παράδειγμα όταν τα στρατεύματα έπρεπε να καταπνίξουν μια εξέγερση στην αυτοκρατορία της, η Σπάρτη συστηματικά εκμεταλλευόταν την ευκαιρία.
Το υπόδειγμα που ακολουθεί είναι καθαρό και εντυπωσιακό. Κάθε φορά που η Αθήνα είχε μια αδυναμία κατάλληλη για εκμετάλλευση σε εποχή ειρήνης, η Σπάρτη εκμεταλλευόταν την ευκαιρία και προσπαθούσε ν’ ανοίξει πόλεμο. Η εχθρότητα της Σπάρτης κατά της Αθήνας με άλλα λόγια ήταν διαρκής. Αλλά, δεδομένης εκείνης της εχθρότητας, η αυτοπειθαρχία της Σπάρτης αποδεικνύεται τώρα πέρα για πέρα αξιοσημείωτη. Οι Σπαρτιάτες ποτέ δεν επιτέθηκαν απλώς επειδή ήταν θυμωμένοι, αλλά ως εκπαιδευμένοι ειδικοί, πάντοτε περίμεναν συστηματικά την ευκαιρία. Η σπαρτιατική πολιτική είχε μια δική της κομψότητα.
Στη Σπάρτη φαινομενικά δεν υπήρχε μέρος για βιβλία. Ακόμη και τα μεγάλα επιχειρήματα που παραδίδονταν προφορικά απορρίπτονταν λόγω αρχής. Μια ομιλία που έγινε από Σαμιώτες επικρίθηκε περιφρονητικά σύμφωνα με τον Ηρόδοτο: «Έχουμε ξεχάσει την αρχή της και δεν καταλαβαίνουμε το υπόλοιπο». Αλλά η άγνοια αυτή, που χωρίς αμφιβολία διογκωνόταν από τους Σπαρτιάτες, δεν προερχόταν από ηλιθιότητα. Ήταν, και αυτή, η αντίστροφη πλευρά μιας εξειδίκευσης. Μέτριοι στα μεγάλα επιχειρήματα, οι Σπαρτιάτες παραμένουν παγκοσμίως γνωστοί για τα μικρά επιχειρήματα: λακωνική σοφία. Σήμερα, με την τηλεόραση να έχει κάνει τον κόσμο μας λιγότερο μορφωμένο και περισσότερο οπτικό, ο σπαρτιατικός τρόπος ομιλίας έχετ έρθει στην επικαιρότητα με ένα καινούργιο όνομα, «ο ήχος που δαγκώνει». Αλλά παράλληλα με τα αποφθέγματα τους, οι Σπαρτιάτες είχαν έναν άλλο τύπο πειθούς, έναν τύπο εμφανώς πιο σύγχρονο: το οπτικό σχήμα λόγου.
Ο στρατός της Σπάρτης ήταν σκηνοθετημένος με την επιδεξιότητα του Χόλιγουντ. Η εντυπωσιακή κόμη των στρατιωτών υπήρχε για να τρομοκρατεί, έλεγε ο Ξενοφών. Ο ευδιάκριτος κόκκινος μανδύας τραβούσε την προσοχή του εχθροί. Το μήνυμα του μανδύα ήταν ένα μήνυμα εκφοβισμού και αυτοπεποίθησης: «Αυτός δεν είναι απλά ο ενωμένος πελοποννησιακός στρατός, είναι ένας στρατός που οδηγείται από τους Σπαρτιάτες. Και οι Σπαρτιάτες δεν κρύβουν τη θέση τους. θέλουν να ξέρεις που ακριβώς είναι». Προχωρώντας προς τη μάχη υπό τον ήχο των αυλών, ο στρατός της Σπάρτης εντυπωσίαζε σαν αστραφτερή μηχανή. Ακόμη και πριν φύγουν για τη μάχη, οι Σπαρτιάτες δημιουργούσαν ένα οπτικό σκηνικό σχεδιασμένο για να εντυπωσιάζει. Ο Ξενοφών έγραψε γι’ αυτό το απόλυτο θέαμα: «Από αυτό που μπορούσες να δεις καθώς οι στρατιώτες της Σπάρτης γυμνάζονταν και προετοίμαζαν τις πανοπλίες, αληθινά πίστευες ότι η πόλη είναι ένα πολεμικό εργαστήρι».
Αιώνες αργότερα, όταν η Σπάρτη είχε γίνει μια μικροσκοπική μονάδα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τα οπτικά μαθήματα συνεχίστηκαν. Τουρίστες έρχονταν, για να παρακολουθήσουν τα αγόρια της Σπάρτης να υποφέρουν σιωπηρά, πολλές φορές να πεθαίνουν από το μαστίγωμα στον ιερό χώρο της Ορθίας Αρτέμιδος. Το πλέον αξιομνημόνευτο επιχείρημα των Σπαρτιατών παρέμενε το δικό τους σώμα, έντεχνα παρουσιαζόμενο.
Παράλληλα με την επιδέξια οπτική προπαγάνδα πήγαινε και μια άλλη πολύ γνωστή σε όλους σύγχρονη τεχνική. Το μεγάλο ψέμα: πιθανά όλες οι κοινωνίες παράγουν ψεύδη. Αλλά οι απάτες της Σπάρτης οργανώνονταν με ολοκληρωτική διάνοια. Σήμερα μελετώνται από τους λογίους σαν μια μορφή τέχνης. Δύο φορές πριν από τη μάχη Σπαρτιάτες αρχηγοί είχαν πάρει ειδήσεις για μια ήττα κάπου αλλού. Αλλά δεν έλεγαν την αλήθεια στους στρατιώτες. Αντίθετα. διέταζαν έναν «αγγελιαφόρο» να έρθει στεφανωμένος, για να φέρει τα νέα για μια «νίκη». Γίνονταν θυσίες για να ευχαριστήσουν τους θεούς. Πίστευαν ότι οι στρατιώτες ενθαρρυμένοι με ψεύτικα νέα θα πολεμούσαν καλύτερα. Ο Ξενοφών, ένας θαυμαστής της Σπάρτης, αρεσκόταν να πιστεύει ότι τον καιρό της ειρήνης η Σπάρτη ήταν αυστηρά τίμια στη διπλωματία της. «Αλλά ένας Σπαρτιάτης βασιλιάς», έγραφε περήφανα ο Ξενοφών, «απ' τη στιγμή που κηρυσσόταν ο πόλεμος, και η εξαπάτηση γινόταν αποδεκτή στη θρησκεία, υπερτερούσε εξ ολοκλήρου του εχθρού του σε δόλο».
Παραδοσιακά, η μελέτη της Σπάρτης έχει νοσηρά διαχωριστεί μεταξύ αντιπάλων Ζηλωτών. Οι υποστηρικτές των δικτατοριών του 20ού αιώνα θαύμαζαν τη Σπάρτη για την ήπια κυριαρχία της, τη σύνθλιψη του ακατάλληλου ατόμου. Οι εραστές της ελευθερίας ένιωθαν φρίκη με τις μεθόδους της. Καμία πλευρά δεν μπόρεσε να ερευνήσει ήρεμα την ικανότητα της Σπάρτης να πετυχαίνει τους σκοπούς της. Ιοως μόνο τώρα, σε μια καλλιεργημένη αλλά όλο πιο πολύ οπτική κοινωνία, να μπορέσουμε να κοιτάξουμε πιο βαθιά, με κατανόηση αλλά όχι πλήρη θαυμασμό, το σκοτεινό πλανήτη που επισκίασε τον αθηναϊκό ήλιο.
7. ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΑΓΗ - ΚΛΕΟΜΕΝΗ
Όταν ο Πλούταρχος, κατά τις δύο δεκαετίες πριν και μετά το 100 μ.Χ., κάθησε να γράψει το έργο του Βίοι Παράλληλοι με θέμα τους μεγάλους Έλληνες και Ρωμαίους, δύσκολα θα μπορούσε να παραβλέψει τη φήμη των αδελφών Γράκχων, Τιβέριου και Γάιου. Είχαν διατελέσει και οι δύο δήμαρχοι των πληβείων (το 133, και 123 και 122 αντίστοιχα). Κατ οι δύο είχαν δολοφονηθεί σε σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις, τιμωρημένοι έτσι επειδή επιχείρησαν να εισαγάγουν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις σ' ένα ρωμαϊκό δημοκρατικό σύστημα διακυβέρνησης που κυριαρχούνταν από μια βαθιά συντηρητική και ευρύτατα συνεκτική Γερουσία. Με ποιους Έλληνες, που θεωρητικά αποτελούσαν ένα Ζευγάρι αδελφών ή τέλος πάντων ένα ζευγάρι κατά μία έννοια, θα μπορούσε ο Πλούταρχος να συγκρίνει τις συγκλονιστικές ζωές και πιο πολύ τους συγκλονιστικούς θανάτους των Γράκχων; Η απάντηση του ήταν του Άγη και του Κλεομένη της Σπάρτης.
Ο παραλληλισμός ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ανακριβής και κάθε άλλο παρά καθολικός. Ο Άγης και ο Κλεομένης δεν ήταν αδέλφια, παρ’ όλο που δημιουργήθηκε μια συγγένεια μεταθανάτια: ο Κλεομένης παντρεύτηκε τη χήρα του Άγη, την Αγιάτιδα. Ούτε ήταν ο Άγης και ο Κλεομένης επίσημοι αντιπρόσωποι του λαού της Σπάρτης, όπως ήταν ο Τιβέριος και ο Γάτος Γράκχος εκλεγμένοι δήμαρχοι των Ρωμαίων πληβείων από μεταρρυθμιστικά ψηφοδέλτια. Ήταν κληρονομικοί βασιλείς που διαδέχθηκαν τους θρόνους των βασιλικών οίκων των Ευρυπωντιδών και των Αγιαδών και κυβέρνησαν περίπου τα 244-241 και 236-222 π.Χ. αντίστοιχα. Όμως -και ο Πλούταρχος δεν ήταν βέβαια ο πρώτος που το είδε- δεν ήταν λίγα τα κοινά σημεία ανάμεσα στους δύο Σπαρτιάτες βασιλείς και τους δύο Ρωμαίους δημοκρατικούς δημάρχους. Και οι δύο Σπαρτιάτες είχαν επίσης σκοτωθεί σε σφοδρές πολιτικές συγκρούσεις, και οι δύο είχαν ρητά ενστερνιστεί ένα ριζοσπαστικό, αν όχι επαναστατικό, κοινωνικό πρόγραμμα, το οποίο επιδίωκαν να εφαρμόσουν με την επιδέξια χρήση της δύναμης του αξιώματος τους - η μοναρχία στη Σπάρτη δεν ήταν με κανέναν τρόπο απόλυτη, αφού εκτός των άλλων ήταν διπλή (δύο βασιλείς) και θα μπορούσε φυσιολογικά να περιγραφεί ως ένα «αξίωμα» (αρχή), όπως για παράδειγμα ο θεσμός ιης αρχηγίας στην Αθήνα.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, ο Άγης Δ΄ και ο Κλεομένης Γ Ζουν και πεθαίνουν όπως έζησαν και πέθαναν; Φυσικά, δεν είναι αρκετό απλώς να Βασιστεί κανείς στην από κοινού αντιμετώπιση που κάνει ο Πλούταρχος στους Βίους για πιθανές απαντήσεις σ' αυτό το σύνθετο ερώτημα. Κατ' αρχάς, πρέπει να διερευνήσουμε τη φύση και ειδικότερα την αξιοπιστία των πηγών που ο Πλούταρχος επέλεξε να Βασιστεί. Η βασική πηγή του ήταν ο συγγραφέας-ιστορικός της ίδιας εποχής, του 3ου π.Χ. αιώνα, Φύλαρχος ο Αθηναίος. Αλλά πόσο αξιόπιστες ήταν οι εκτιμήσεις του; Αν πιστέψουμε τον Πολύβιο, το σφοδρότερο επικριτή του Φύλαρχου, θα πρέπει να πούμε: καθόλου. Το όνομα του Φύλαρχου επιλέχθηκε από το μεγάλο Αρκάδα ιστορικό της ακμής της Ρώμης ως παράδειγμα του πώς να μη γράψει κανείς καλή Ιστορία. Αυτό που φαίνεται να εξοργίζει τον Πολύβιο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι το ύφος τον Φύλαρχου, το κατηγορικό σφάλμα του να συγχέει την αντικειμενική ιστοριογραφία με το μυθιστορηματικό, συγκινησιακό λογοτεχνικό είδος της τραγωδίας. Υπήρξε όμως και ένα ιδεολογικό Ζήτημα ανάμεσα τους. Ο Πολύβιος από τη Μεγαλόπολη γεννήθηκε ανάμεσα στην αριστοκρατική ελίτ που εξουσίαζε την Αχαϊκή Συμπολιτεία κατά το τέλος του 3ου και αρχές του 2ου π.Χ. αιώνα. Είχε επίσης την άποψη ότι ο πατριωτισμός δικαιολογούσε την προκατάληψη κατά τη συγγραφή της ιστορίας της ίδιας της χώρας ή της πολιτείας του ιστορικού. Ο Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης ήταν ένας δηλωμένος εχθρός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, με αρκετές επιτυχίες εις βάρος της για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Είχε μάλιστα λεηλατήσει και γενικά αντίμετωπίσει η Μεγαλόπολη του Πολύβιου με μεγάλη αγριότητα, μόλις μια γενιά πριν από τη γέννηση του ιστορικού. Γι’ αυτό ο Πολύβιος δεν μπορούσε να αποδεχθεί και πραγματικά αισθανόταν ou έπρεπε να ανατρέψει την πολύ ευνοϊκή εικόνα τον Κλεομένη που βρήκε στην εργασία του Φύλαρχου.
Πού βρίσκεται η αλήθεια; Η επιλογή του Πλούταρχου να ακολουθήσει την καταγραφή των γεγονότων καθώς και την ερμηνεία που δίνει ο Φύλαρχος δεν είναι δυστυχώς κατηγορηματική. Αυτό που μπορούμε να ισχυριστούμε είναι ότι η δίκη μας σύγχρονη εκτίμηση δεν θα είναι ασύμφωνη τουλάχιστον με αυτά τα γεγονότα που ο Φύλαρχος. ο Πολύβιος και ο Πλούταρχος διασώζουν σχετικά μη εξωραϊσμένα, και ότι η δική μας ερμηνεία εκείνων των γεγονότων δημιουργεί τη σταθερή εντύπωση ενός από τα πιο δολοπλόκα και πιο σπουδαία επεισόδια στην ιστορία της Σπάρτης.
Ένας λόγος που αυτό το σχέδιο είναι τόσο δολοπλόκο είναι ότι αποτελεί ένα από εκείνα τα πολύ σπάνια επεισόδια σε όλη την αρχαία ελληνική (ή ρωμαϊκή) Ιστορία, όπου μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι ο ρόλος των γυναικών δεν ήταν μόνο ασυνήθιστα εξέχων, αλλά πραγματικά καθοριστικός. Ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, έναν αιώνα νωρίτερα, είχε γράψει ότι «την εποχή της κυριαρχίας της Σπάρτης (404-371 π.Χ.) πολλά πράγματα ελέγχονταν από τις γυναίκες». Στα χρόνια μεταξύ 244 κατ 221 π.Χ. εκείνος ο αμφισβητούμενος ισχυρισμός αποδεικνύεται πραγματικά αληθινός. Εχω ήδη αναφέρει ότι ο Κλεομένης Γ΄ παντρεύτηκε τη χήρα του Άγη Δ΄. Ο Πλούταρχος μας λέει επιπλέον ότι ήταν η Αγιάτιδα που δίψαγε για εκδίκηση για τη δολοφονία του άνδρα της και όχι λιγότερο ένθερμη υποστηρίκτρια απ’ αυτόν του μεταρρυθμιστικού του προγράμματος, για το οποίο άλλωστε είχε δολοφονηθεί, η οποία έκανε το δεύτερο σύζυγό της να αλλάξει στάση στην υπόθεση ίων μεταρρυθμίσεων. Εκτός αυτής, υπήρχαν η μητέρα και η γιαγιά του Άγη, η Αγησιστράτη και η Αρχιδάμεια, τις οποίες ο Πλούταρχος με βεβαιότητα χαρακτήρισε «οι πιο πλούσιες απ’ όλους τους Σπαρτιάτες» (άντρες και γυναίκες), και οι οποίες επιπλέον υποστήριξαν ξεκάθαρα τον Άγη. Και τελευταία αλλά όχι μικρότερης σημασίας, η τρομερή μητέρα του Κλεομένη η Κρατησίκλεια, η οποία προηγήθηκε τον γιου της στην εξορία ως όμηρος στην αυλή του Πτολεμαίου Γ΄ και επίσης δολοφονήθηκε εκεί σε ένα αιματηρό επεισόδιο σύγκρουσης φατριών.
Η ελληνική λέξη για την πολιτική σύγκρουση, πάλη φατριών ή εμφύλιο πόλεμο ήταν η λέξη στάσις. Ο Αριστοτέλης είχε κάνει την παρεμπόδιση ή την αποφυγή της στάσεως. η οποία θα μπορούσε μερικές φορές να απειλήσει την ίδια την ύπαρξη της ελληνικής πόλεως, κύριο θέμα του βιβλίου V των Πολιτικών του. Αλλά φάνηκε στην πορεία ότι, σχεδόν άσκοπα τις περισσότερες φορές, η στάσις συνέχισε να ταλανίζει την ελληνική κοινωνία όπως είχε κάνει τους 5ο και 4ο π.Χ. αιώνες. Μια προφανής καινοτομία παρ’ όλ’ αυτά ήταν ότι η Σπάρτη -η πόλη που κατά την προηγούμενη περίοδο ήταν φημισμένη για την πειθαρχημένη διακυβέρνηση, την ευνομία και τη σταθερότητα της- διαταρασσόταν τώρα από στάσεις όπως κάθε άλλη ελληνική πόλη. Η αιτία αυτής της κατάστασης εδώ όπως και οπουδήποτε αλλού ήταν η υπερβολική και όλο αυξανομένη ανισότητα στη διανομή και κατοχή της γης.
Η Σπάρτη κάποτε περηφανευόταν για το ακριβώς αντίθετο. Η περίφημη πολιτική ισότητα μεταξύ των Ομοίων υποτίθεται ότι βασιζόταν σε μια οικονομική ισότητα μεταξύ των πολιτών που αναγόταν αρχικά στην υποτιθέμενη νομοθεσία του Λυκούργου, η οποία περιελάμβανε την ισότιμη διανομή της γης στη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν καθόλου και ούτε ποτέ υπήρξε ισότιμα κατανεμημένη. Υπήρχαν πλούσιοι καθώς και φτωχοί Σπαρτιάτες, όπως στις άλλες ελληνικές πόλεις. Η οξεία και όλο αυξανόμενη ευαίσθητη διαφορά ήταν ότι αν ένας Σπαρτιάτης έπεφτε κάτω από το επίπεδο μιας συγκεκριμένης συνεισφοράς φυσικού προϊόντος σε ένα κοινό συσσίτιο (συσκήνιον, συσσίτιον), έχανε τη θέση του ως Ομοίου και γινόταν ένα μέλος της κατώτερης τάξης των Υπομειώνων. Αυτό είχε αποτέλεσμα την εξασθένηση της μάχιμης στρατιωτικής δύναμης της Σπάρτης, η οποία στη μάχη των Λεύκτρων είχε επιβεβαιώσει τη φήμη της ως μεγάλης δύναμης εντός και εκτός Ελλάδος.
Οποιοσδήποτε και να ήταν ο μηχανισμός συγκέντρωσης γης (οι σύγχρονοι μελετητές είναι τόσο διχασμένοι επ’ αυτού όσο και οι αρχαίες πηγές), αυτή ήταν πιθανόν η κύρια αττία της ολιγανθρωπίας της Σπάρτης, του γεγονότος δηλαδή ότι μεταξύ 400 και 250 π.Χ. το σώμα των πολιτών μειώθηκε από 3.000 άτομα που ήταν σε 700 μόνο, από τα οποία μόλις τα 100 κρατούσαν ένα σημαντικό μερίδιο ιδιοκτησίας γης. Ήταν αυτή η κατάσταση που ο Άγης Δ΄ έθεσε στόχο να διορθώσει, χρησιμοποιώντας τα αναγεννημένα συνθήματα μιας καταπιεσμένης αγροτιάς: παραγραφή των χρεών και αναδασμό της γης. Εκτός από μτα μειοψηφία πλούσιων συγγενών του ή άλλων ανθρώπων του περιβάλλοντος του, οι πλούσιοι συνενώθηκαν για να αντισταθούν σ’ αυτά τα μέτρα και στράφηκαν τυπικά στον άλλο βασιλέα, τον Λεωνίδα, για να υπεραμυνθούν της υπόθεσης τους. Ο Άγης ομως τους αντιμετώπισε αποτελεσματικά. Ο Λεωνίδας εξορίστηκε, τα χρέη παραγράφτηκαν κατ οι γραπτές υποθήκες, γνωστές ως κλήρια (από το κλήρος, που σημαίνει ένα κομμάτι γης), κάηκαν συμβολικά δημοσίως.
Αλλά οι επιτυχίες του Άγη έφτασαν μέχρις εκεί. Πριν προλάβει να στραφεί σοβαρά στο σχεδιαζόμενο αναδασμό της γης, υπέστη μια ταπεινωτική ήττα στον ισθμό της Κορίνθου, και κατά την επιστροφή του στη Σπάρτη δολοφονήθηκε από τους εχθρούς του, μαζί με τους άμεσους συγγενείς του. Η υπόθεση της μεταρρύθμισης, τόσο αναγκαία αντικειμενικά όσο και δικαιολογημένη ηθικά, έπρεπε να μείνει αδρανής για σχεδόν δεκαπέντε χρόνια. Ανέλπιστα καταπιάστηκε μ’ αυτήν ο γιος του Λεωνίδα, Κλεομένης, που ανέβηκε στα θρόνο των Αγιαδών το 236 π.Χ. Αντίθετα με τον Άγη, ο Κλεομένης αντιλήφθηκε ότι η εξωτερική πολιτική είχε τόση σημασία όση και η εσωτερική κατ ετοίμασε το έδαφος για μια εσωτερική μεταρρύθμιση με μια σειρά αξιοσημείωτων επιτυχιών. Η πλέον περίβλεπτη ήταν αυτή κατά του Αράτου από τη Σικυώνα και της Αχαϊκής Συμπολιτείας της οποίας ηγείτο. Η λεηλασία της Μεγαλόπολης το 223 π.Χ. που αναφέρεται πιο πάνω, ήταν το αποκορύφωμα αυτής της επιτυχούς επιχείρησης, γεγονός που δημιούργησε την εντύπωση για ένα διάστημα πως ο Κλεομένης θα μπορούσε να επαναφέρει τη Σπάρτη στη θέση της διεθνούς επικυριαρχίας που απολάμβανε το 371 π.Χ.
O Κλεομένης, όμως, δεν ήταν μονό ένας ικανός στρατιωτικός αρχηγός. Ήταν επίσης ένας πολύ αποτελεσματικός εσωτερικός μεταρρυθμιστής, και πιθανώς ένας κοινωνικός επαναστάτης. Ο Άγης είχε κυρίως προτείνει ένα ριζοσπαστικό αναδασμό της γης. Ο αριθμός των 4.500 μεριδίων γης για τούς Σπαρτιάτες και 15.000 για τους Περίοικους (ελεύθεροι Λάκωνες, οι οποίοι δεν ήταν ελεύθεροι πολίτες της Σπάρτης αλλά ζούσαν στις δικές τους ημιαυτόνομες κοινότητες μέσα στα σύνορα της πολιτείας της Σπάρτης) αναφέρεται ως ο τελικός στόχος του. Ο Κλεομένης όμως, που άρχισε το 227 π.Χ.. όντως πραγματοποίησε έναν αναδασμό γης περίπου σ’ αυτήν την κλίμακα. Επιπλέον, δεν περιέλαβε μόνο τούς Περίοικους στο σχέδιο του. Απελευθέρωσε επίσης περίπου 6.000 από τούς εναπομείναντες Λάκωνες Είλωτες, τους δουλοπάροικους της Σπάρτης. κυρίως εργάτες στους αγρούς, με αντάλλαγμα ένα τέλος απελευθέρωσης που πληρωνόταν απ’ αυτούς μετρητοίς. Υπήρχε έτσι το ενδεχόμενο να γίνουν ιδιοκτήτες της γης οπού πριν είχαν δουλέψει καταναγκαστικά. Στη σειρά ρυθμίσεων περιελήφθη αριθμός μισθοφόρων στρατιωτών του Κλεομένη - αυτοί αποτέλεσαν κλειδί για τις στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη, αφού μ’ αυτούς είχε προσπαθήσει να επαναφέρει τον παρακμασμένο και ξεπερασμένο σπαρτιατικό στρατό στα υψηλά ελληνιστικά πρότυπα που τέθηκαν από τούς Αντιγονίδες της Μακεδονίας ή τους Πτολεμαίους της Αιγύπτου.
Για να είναι βέβαιος ότι οι πολιτικοί του εχθροί δεν θα μπορούσαν να εμποδίσουν ή να ανατρέψουν τις μεταρρυθμίσεις του, τους δολοφόνησε και μετά έλεγξε προσωπικά τούς πολιτικούς θεσμούς και τις δομές που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να τον ανατρέψουν. Οι Έφοροι σκοτώθηκαν, η διπλή μοναρχία ουσιαστικά καταργήθηκε με την τοποθέτηση του αδελφού του Ευκλείδα στο θρόνο των Ευρυπωντιδών, η εξουσία της Γερουσίας περιορίστηκε έξυπνα με τη δημιουργία του αξιώματος του ΙΙατρονόμου Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεομένη δεν περιορίστηκαν μονό στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Ξεκίνησε επίσης μια ευρύτερη κοινωνική μεταρρύθμιση που στόχευε να αποκαταστήσει το υποτιθέμενο κοινωνικό σύστημα του Λυκούργου, της εκτεταμένης και ενιαίας δημοσίας εκπαίδευσης για όλους τούς άρρενες πολίτες, της δημοσίας διαβίωσης με συσσίτια και της διαρκούς εκπαίδευσης για τούς ενήλικους πολεμιστές. Μ’ αυτή την έννοια πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν ο Κλεομένης δεν ήταν μόνο ένας μεταρρυθμιστής, αλλά επίσης ένας κοινωνικός επαναστάτης, πιθανώς ένας ιδεολογικά η ακόμη και φιλοσοφικά πληροφορημένος και κινούμενος επαναστάτης.
O Σφαίρος από το Βορυσθένη (Δνείπερος) στη Μαύρη θαλαοοα ήταν ένας διακεκριμένος Στωικός φιλόσοφος, με ένα ασυνήθιστα πρακτικό ενδιαφέρον να αλλάξει τον κόσμο και να δει τις ιδέες των Στωικών να εφαρμόζονται στην πράξη. Ο Σφαίρος αναφέρεται ότι είχε επισκεφθεί τη Σπάρτη όταν ο Κλεομένης ήταν στην εξουσία και πραγματοποίησε τις μεταρρυθμίσεις του. Ο Άντριου Έρσκιν (Andrew Erskine) είναι ο πλέον πεπεισμένος και θερμός πρόσφατος υποστηρικτής της άποψης ότι πίσω από το σύνολο της πρακτικής κοινωνικής μεταρρύθμισης του Κλεομένη βρίσκονται οι ιδέες και η έμπνευση του Στωικού Σφαίρου. Ίσως. θα ήταν βέβαια ενδεικτικό της μαζικής πολιτιστικής αλλαγής που είχε υποστεί η Σπάρτη από την ακμή της εποχής του βασιλιά Αγησίλαου Β΄, για παράδειγμα (περ. 445-360 π.Χ.), εάν ο Κλεομένης πραγματικά υπήρξε τόσο φιλοσοφικά κινούμενος και εμπνευσμένος. Αλλά αυτό δεν μπορεί δυστυχώς να αποδειχθεί. Εν πάση περιπτώσει, οι μεταρρυθμίσεις είχαν σύντομη ζωή. Το 222 π.Χ. ο Κλεομένης ηττήθηκε οριστικά στη Σελλασια από τον Αντίγονο Γ' τον Μακεδόνα. Οι μεταρρυθμίσεις ακυρώθηκαν και τρία χρόνια αργότερα ο Κλεομένης είχε ένα κάθε άλλο παρά ένδοξο θάνατο στην εξορία, στην πρωτεύουσα των Πτολεμαίων Αλεξάνδρεια. Το γεγονός αυτό έβαλε ένα τέλος σ’ ένα αξιοσημείωτο και ανεπανάληπτο πολιτικό κατ κοινωνικό πείραμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Αρχαίες πηγές:
Plutarch's. Lives of Agis ami Cleomenes are included in Plutarch on Sparta, ed. R.Talbert (HannondsuTirth: Penguin Cla.ss.ics. 1988)
2. Σύγχρονες εργασίες:
A. S. Bradford, .-l Prosopography of Lacedaemonians from the death of Alexander the Grea,.323 B.C.. To the sack of Sparta by Alric (Munich: Beck. 1977).
Bradford. “Gynaikukratoumenoi: did Spartan women rule Spartan men?”. The Ancient World U. 1 -2 (1986) 13-18
P. Cartledge & A. Spawforth. Hellenistic and Roman Sparta. A Tale of two Cities (London & New York: Routledge 1989. rev. repr. 1992. new edition forthcoming 2Π01 ) ch.4.
A. Erskine. The Hellenistic Stoa. Political Thought and Action (London: Duckworth, 1990) ch.6
W.G. Forrest. A History of 'Sparta 950-192 B.C.. 2nd edn (London: Duckworth. 1980).
S. Hodkinson. Property and Wealth in Classical Sparta (London: Duckworth & The Classical Press Of Wales. 2000).
C. Mosse. «Women in the Spartan Revolutions of the Third Century B.C.» in S. Pomeroy ed.,
Womens History & Ancient History (Chapel Hill & London: University of North Carolina Press. 1991 ) 138-53.
G. Shipley. The Greek World After Alexander 323-30B.C. (London & New York: Routledge. 2000).
8. ΑΡΧΑΙΑ ΜΕΣΣΗΝΗ
Στη ΒΔ Μεσσηνία, την Ιθώμη και τη γύρω περιοχή του στενυκληρικού πεδίου, είχαν αναπτυχθεί μικρές πόλεις πριν από τη σπαρτιατική κατάκτηση της χώρας στα τέλη του 8ου π.Χ. αι., η οποία κατάκτηση διέκοψε την εξέλιξη τους προς πολυπλοκό-τερους αστικούς σχηματισμούς. Η σπαρτιατική κατοχή φαίνεται ότι δεν οδήγησε ταυτόχρονα και στην πλήρη απώλεια της ταυτότητας των κατοίκων των περιοικίδων αυτών πόλεων, δεν κατάφερε να αφομοιώσει όλους τους Μεσσηνίους. Σημαντικό ρόλο στην αντοχή και την αντίσταση των Μεσσηνίων ενάντια στον αφανισμό τους έπαιξαν η διατήρηση των τοπικών λατρειών και ιδιαίτερα των ηρώων, η μνήμη για τα κατορθώματα θρυλικών μορφών του παρελθόντος, όπως ο Αριστομένης, που σύμφωνα με την παράδοση έδρασε κατά το Β Μεσσηνιακό πόλεμο (640-620 π.Χ.), καθώς και ο διακαής πόθος των Μεσσηνίων της διασποράς για επιστροφή σε μια ελεύθερη πατρίδα.
Μετά το 369 οι Μεσσήνιοι προσπάθησαν με ταχείς ρυθμούς να κερδίσουν το χαμένο έδαφος και να γεφυρώσουν το χάσμα που είχε δημιουργήσει η πολύχρονη σπαρτιατική κατοχή. Εγκατέστησαν στη νέα πόλη λατρείες του απώτερου προδωρικού και δωρικού παρελθόντος τους, λατρείες που είχαν υιοθετήσει ζώντας σε περιοχές εκτός Μεσσηνίας, καθώς και νέες λατρείες, οι οποίες σχετίζονταν με την πιο πρόσφατη Ιστορία τους. Σύμφωνα με την περιγραφή του Παυσανία (4.27.6-7), κατά την προετοιμασία οικοδόμησης της νέας πόλης, οι Μεσσήνιοι πρόσφεραν θυσία στον Ιθωμάτα Δία και τους Διόσκουρους, ενώ οι ιερείς τους στις Μεγάλες θεές Δήμητρα και Κόρη και τον Καύκωνα, μυθικό ιδρυτή των μυστηρίων της Ανδανίας, εγγονό του Φλύου από την Αττική. Επικαλέστηκαν σε συνέχεια από κοινού όλους τους ήρωες και τις ηρωίδες της χώρας και τους ζήτησαν να επανέλθουν και να κατοικήσουν μαζί τους στη νέα πόλη. Ιδιαίτερα κάλεσαν την πρώτη μυθική βασίλισσα της Μεσσηνίας Μεσσήνη, κόρη του βασιλέως του Αργούς Τριόπα και σύζυγο του Λάκωνα Πολυκάονα, τον Εύρυτο και τον Αφαρέα με τους γιους του Ίδα και Λυγκέα και από τους Ηρακλείδες τον Κρεσφόντη και το γιο του Αίπυτο, πάνω από όλους όμως ζήτησαν την επιστροφή του θρυλικού ήρωα Αριστομένη.
Στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης είδε και περιέγραψε ο Παυσανίας (4.32.3-6) το «μνήμα» του Αριστομένη, που περιείχε τα οστά του, τα μεταφερμένα από τη Ρόδο.
Πάνω στον τάφο του, κέντρο λατρείας του ήρωος, τελούνταν μαντικά δρώμενα με δεμένο σε κίονα ταύρο, ο οποίος προοριζόταν για τη θυσία. Η τέλεση των δρώμενων επιβεβαιώνεται και από κείμενο επιγραφής του 1ου αι. μ.Χ. (SEG 23.205.207). Ο Αριστομένης δεχόταν τιμές ήρωος μέχρι και τα χρόνια της επίσκεψης του Παυσανία, 155-160 μ.Χ., ορισμένοι μάλιστα υποστήριζαν ότι η μητέρα του Νικοτέλεια τον γέννησε αφού είχε συνευρεθεί προηγουμένως με δαίμονα ή θεό σε μορφή δράκοντα, επιχειρώντας έτσι να του αποδώσουν υπερανθρώπινη, θεϊκή καταγωγή (4.14.7-8). Σε μικρή απόσταση ΝΑ της σκηνής του θεάτρου ήλθε πρόσφατα στο φως παλαιοχριστιανική βασιλική. Στα δύο πέρατα της αψίδας της κόγχης του ιερού έχουν τοποθετηθεί δύο ενεπίγραφα ασβεστολιθικά βάθρα χάλκινων ανδριάντων. Το ένα φέρει στο μέτωπο την επιγραφή [ΑΛ]έξανδρος, ενώ το δεύτερο την επιγραφή Αριστομένης. Η τοποθέτηση των βάθρων Gin βάοη του τόξου δεν είναι τυχαία. Ποιος άλλος μπορούσε να προστατεύσει αποτελεσματικότερα το λαμπρό οικοδόμημα της νέας θρησκείας, εκτός από τους δύο θρυλικούς στρατηγούς της αρχαιότητας; Η μορφολογική ομοιότητα των βάθρων και ο τύπος των γραμμάτων δείχνουν ότι είχαν ανιδρυθεί ταυτόχρονα στον ίδιο χώρο, είτε στο παρακείμενο θέατρο είτε στην αγορά της πόλης, και ότι η συσχέτιση των χαμένων ανδριάντων των δύο ηρώων είχε προηγηθεί της χρήσης των βάθρων τους από τους Πρώτους χριστιανούς. Είναι εμφανής η πρόθεση να εξομοιωθεί ο εθνικός ήρως των Μεσσηνίων με το μεγάλο Μακεδόνα στρατηλάτη. Στην επιχειρηθείσα εξομοίωση δεν έπαιξαν βέβαια ρόλο απλώς οι καλές σχέσεις που είχαν στο παρελθόν οι Μεσσήνιοι με τον ίδιο τον Αλέξανδρο και τον πατέρα του Φίλιππο, αλλά η τεράστια φήμη και η δόξα του Αλεξάνδρου και ο μετά θάνατον αφηρωισμός και θεοποίηση του. Από τις σχετικές με τον Αριστομένη παραδόσεις, ιδιαίτερα την παράδοση της «επιφάνειας» του στη μάχη των Λεύκτρων και της ανάθεσης της ασπίδας του με επίσημα τον αετό στο μαντείο του Τροφωνίου στη Λιβαδειά, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς ότι ο χαμένος ανδριάς του τον παρίστανε ως ήρωα οπλίτη.
Τα θρυλικά και παράτολμα ενίοτε κατορθώματα του Αριστομένη και οι νικηφόρες μάχες του ενάντια στους Σπαρτιάτες είχαν πάρει μυθικές διαστάσεις, απαγγέλλονταν ως έπος, ως δημοτικό τραγούδι κυρίως από τις Μεσσήνιες γυναίκες, όταν ο ήρωας ήταν ακόμη ζωντανός, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας. Το έπος άδονταν στη Μεσσηνία για πολλούς αιώνες, απαλύνοντας τον πόνο των υποδουλωμένων. Οι Μεσσήνιοι, άδοντας τα κατορθώματα του εθνικού τους ήρωα και συντηρώντας ταυτόχρονα τις λατρείες τοπικών ηρώων, ασκούσαν αντίσταση. Ήταν μια μορφή αντίστασης, που δεν αποτολμούσε την ανοιχτή αντιπαράθεση με τον κατακτητή, αποδείχθηκε ωστόσο ιδιαίτερα αποτελεσματική, καθώς επενεργούσε διαβρωτικά ενάντια στο εξ,ουσιαστικό σπαρτιατικό καθεστώς και συνέβαλλε ταυτόχρονα στη διαμόρφωση μιας μεσσηνιακής εθνικής ταυτότητας. Ήταν μια μορφή «μακράς επανάστασης» (long revolution), όπως την αντιλαμβάνεται ο Pέϊμοντ Oυiλλαμς (Raymond Williams) στο ομώνυμο βιβλίο του (1989,75-76) ή μιας «πολιτισμικής αντίστασης», όπως την όρισε ο Μάρσαλ Σάλινς (Marshall Sahlins, Culture and Practical Reasons, Chicago, London 1976). Ο Παυσανίας (4.16.6-7) άκουσε να απαγγέλλουν ακόμη στις μέρες του το επικό αυτό ποίημα και διέσωσε μάλιστα δύο στίχους του, έναν εξάμετρο και έναν πεντάμετρο. Μέσα από την «Αριστομενιάδα», κατά το παράδειγμα της «Αχιλληίδος» και άλλων παρόμοιων χαμένων επικών τραγουδιών, πρόβαλλε η μορφή του Μεσσήνιου ήρωα, επαινούνταν οι αρετές του, η μεγαλοφροσύνη και το απίστευτο θάρρος του. Θα πρέπει να περιγράφονταν ακόμη σε αυτό η θαυμαστή σωτηρία του από τον Καιάδα, που ισοδυναμούσε με επιστροφή από τον Άδη, η θυσία εκατομφονίων στον Ιθωμάτα Δία (Παυσανίας 4.18.4-19.3), η πτώση της Είρας και η προδοσία του Αριστοκράτη, η κατάχωση της «παρακαταθήκης» στην Ιθώμη, καθώς και άλλες περιπέτειές τουυ, όπου γυναίκες έπαιζαν πρωτεύοντα ρόλο. Η πιο ενδιαφέρουσα είναι η ιστορία με τη Σπαρτιάτισσα Αρχιδάμεια, ιέρεια της Δήμητρος στο ιερό της Αίγιλας στη Λακωνική, η οποία τον ελευθέρωσε από την αιχμαλωσία όχι για χρήματα, αλλά γιατί ήταν ερωτευμένη από καιρό μαζί του (Παυσανίας4.17.1).
Οι Μεσσήνιοι πίστευαν γενικά ότι ο Αριστομένης ήταν ο αγαθός τους δαίμων, αυτός που ανάμεσα στα άλλα συνέβαλε τα μέγιστα με την εμφάνισή του στο να κερδίσει ο Επαμεινώνδας την κρίσιμη μάχη στα Λεύκτρα το 371 π.Χ., μάχη καθοριστική για την ίδρυση της Μεσσήνης δύο χρόνια αργότερα στην πλαγιά της Ιθώμης (Παυσανίας 4.32.4). Η θαυμαστή επιφάνειά του εκεί, όταν «δεν βρισκόταν πια ανάμεσα στους ανθρώπους», αλλά ήταν προφανώς ήδη πάρεδρος και πρόπολος των θεών (Παυσανίας 4.32.5), σήμανε την επιστροφή της άυλης υπόστασής του για χάρη των Βοιωτών, την οποία ακολούθησε η επιστροφή των φυσικών του λειψάνων, των οστών του λίγα χρόνια αργότερα από τη Ρόδο (Παυσανίας 4.32.3). Το ίδιο ακριβώς είχε συμβεί και με τον Θησέα στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. και την επιστροφή των οστών του λίγο αργότερα, ω 475 π.Χ., από τη Σκύρο. Σύμφωνα με τον «μεσσήνιον λόγον», το μαντείο ωυ Τροφωνίου στη Λιβαδειά συμβούλευσε τους Βοιωτούς να στήσουν τρόπαιο πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα. αναρτώντας σε αυτό την ασπίδα του Αριστομένη (Παυσανίας 4.32.5). Με ανάλογο τρόπο, στη μάχη του Μαραθώνα είχε σηκωθεί από τη γη ο ίδιος ο Θησέας για να βοηθήσει το λαό του (Πλούταρχος 35.5).
Οι πρόσφατες ανασκαφές στο Γυμνάσιο της Μεσσήνης έφεραν στο φως ιερό ήρωος. εγκαταστημένο σε επιφανέστατο τοπίο δίπλα στην είσοδο στο Γυμνάσιο, είχε τη μορφή περιβόλου, που όριζε το «άβατο», και περιέκλειε κτίσμα και τον τάφο του ή-ρωος. Ανάλογη με του Αριστομένη, αλλά και του Επαμεινώνδα περίπτωση είναι αυτή του μεγάλου στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Φιλοποίμενα του Μεγαλοπολίτη. ο οποίος δέχτηκε ισόθεες τιμές (Διόδωρος Σικελιώτης 29.18.1). Ένα ψήφισμα των Μεγαλοπολιτών (IG Υ 2. 432) αναφέρεται στην ανέγερση αγαλμάτων του, στην κατασκευή μνήματος στην αγορά και τεμένους, στη θέσπιση γυμνικών και ιππικών αγώνων, στην απόδοση ισόθεων τιμών και στην αντίδρυση ενός βωμού από μάρμαρο λευκό, οπού να θυσιάζεται προς τιμήν του κάθε χρόνο, με την ευκαιρία της εορτής του Διός Σωτήρος, ταύρος, όπως για τον Αριστομένη. Ο Διόδωρος παραδίδει επί πλέον ότι «και ύμνους κατέδειξεν άδειν τους νέους», πράγμα που επιβεβαιώνει κατά τον καλύτερο τρόπο την ιδιαίτερη σχέση των ηρώων με τούς νέους και τούς αγώνες.
Οι Μεσσήνιοι, αγωνιζόμενοι για την ίδια τους την ύπαρξη, δεν είχαν τη δυνατότητα να πάρουν μέρος στους Περσικούς πολέμους της περιόδου 490-479 π.Χ. και να μοιραστούν με τους άλλους Έλληνες τη μνήμη της ένδοξης απόκρουσης των βαρβάρων. Οι μάχες στο Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες κατ τις Πλαταιές εξακολουθούσαν να ασκούν ιδιαίτερη αίγλη και να ξυπνούν πατριωτικά αισθήματα στους Έλληνες που ζούσαν κάτω από τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Ειδικά οι αιώνιοι αντίπαλοι των Μεσσηνίων Σπαρτιάτες όχι μονό καυχιόνταν για τη συμβολή τους. σε βάρος μάλιστα των Αθηναίων, αλλά την πρόβαλλαν δεόντως με μνημεία, όπως η «Περσική στοά» στην αγορά της Σπάρτης. με ειδικές εφηβικές τελετές και κυρίως με τα ταφικά μνημεία των νεκρών στις Θερμοπύλες και των πρωταγωνιστών των Περσικών πολέμων, όπως του ναυάρχου Ευρυβιάδη και των ηρώων Λεωνίδα και Παυσανία (Παυσ. 3.14-16). Για τους Μεσσήνιους δεν απέμενε άλλη διέξοδος παρά να αναδείξουν τον Αριστομένη σε εθνικό τους ήρωα. αυτόν που είχε επανειλημμένα ταπεινώσει τους Σπαρτιάτες, υποβάλλοντας σε δοκιμασία την πολεμική τους αρετή, και είχε αμαυρώσει τη φήμη τους ως ανίκητων πολεμιστών. Η θέση του τάφου-ηρώου του Αριστομένη μέσα στο Γυμνάσιο και ο χάλκινος ανδριάντας του στο Στάδιο παραδειγμάτιζε τους εφήβους, θυμίζοντάς τους μεταξύ άλλων το ηρωικό μεσσηνιακό παρελθόν και τονίζοντας την αντίθεση προς τον αιώνιο αντίπαλο, τη Σπάρτη. Η θητεία των εφήβων της Μεσσήνης επί τρία χρονιά στο Γυμνάσιο εντασσόταν μέσα στο γενικότερο πλαίσιο των διαβατηρίων εθίμων, που έπρεπε να τηρηθούν με ευλάβεια προκείμενου να περάσουν σταδιακά οι νέοι στην τάξη των ανδρών, να γίνουν δηλαδή πολίτες με πλήρη δικαιώματα. Η επαφή τους με τον κόσμο των ηρώων και ίων νεκρών και με ας παραδόσεις και τις υποχρεώσεις που αυτός συνεπάγεται αποτελούσε μέρος των μυητικών διαδικασιών.
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
andrewes α., «The government of classical Sparta», oro E. Badián (εκ.), Ancient Society and Institutions: Studies presented to Victor Ehrenberg on his 75th birthday, Οξφόρδη, 1966, o. 1-20.
BOMMELAER J. F., Lysandre de Sparte. Histoire et traditions, Boccard, Πάριοι, 1981.
boring τ. α., Literacy in Ancient Sparta, Leiden, 1979.
carlier P., La Royauté en Grèce avant Alexandre, AECR, Στρασβούργο, 1984.
cartledge p., Sparta and Laconia. A regional history 1300-362B.C., Boston and Henley, Λονδίνο, 1979.
cartledge p. - spawforth α., Hellenistic and Roman Sparta. A Tale of Two Cities, Routledge, Λονοίνο/Νέα Υόρκη (επ. της 2ης εκδ. του 1992), 2001.
christien J., «Sparta et le Péloponnèse après 369 B.C.», Πρακτικά Ε' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. 2, 1996-1997, ο. 433-467.
«Le mythe spartiate: Essai en historiographie», Λακωνικού Σπονδαί, 11, 1992, O. 93-104.
den boer W. Laconian Studies, North-Holland Publishing Co, Άμστερνταμ, 1954.
ducat J., LesHilotes, BCH Suppl XX, Écoles française d' Athènes, Παρίσι/Αθήνα, 1990.
FlTZHARDINGE I. F., The Spartans, Λονδίνο, Thames and Hudson Ltd, 1980.
FORREST W. G., A History of Sparta 950-192 B.C., 2η έκδ. Duckworth, Λονδίνο, 1980.
HODKINSON S., Property and Wealth in Classical Sparta, Duckworth with The Classical Press of Wales. Λονδίνο. 2000.
hodkinson s. - powell a. (επιμ.). Sparta New Perspectives, Duckworth with The Classical Press of Wales. Λονδίνο. 1999.
huxley g. l., Early Sparta, Faber & Faber. Λονδίνο. 1962.
JONES A. H. M., Sparta, Harvard Univ. Press. Κέμπριτζ. 1967.
KOYPINOY E., Σπάρτη: Συμβολή στη μνημειακή τοπογραφία της. Ηορος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 3. Αθήνα. 2000.
link S., Der Kosmos Sparta, Darmstadt. 1994.
meletatos p., «Idealisation du mythe de Sparte». Λακωνικοί Σπουδαί, 11. 1992. σ. 161- 176.
MlCHELL H., Sparta, Κεμπρίτζ. 1952.
MOSSE C., «Sparte archaïque». PP, 28. 1973. σ. 7-20.
ΜΠΑΝΟΥ AIM.. «Η κοιλάδα ίου Ευρώτα: To κέντρο της Μυκηναϊκής Λακωνίας». Πρακτικά Ε' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. 2. 1996-1997, ο. 17-32.
ΜΠΙΡΓΑΛΙΑΣ Ν. L' odyssee de l’ éducation spartiate, Βασιλόπουλος, Αθήνα. 1999.
«Ο Μύθος του Καιάδα». Αρχαιογνωσία, 9. 1998. ο. 207-234. «Το Σπαρτιατικό μοντέλο εκπαίδευσης στο Γαλλικό Διαφωτισμό». Πρακτικά Ε' Διεθνούς Συνεδρίου Πελοποννησιακών Σπουδών, τόμ. 3. 1996-1997. σ. 111-139.
«Machiavel et Sparte», Λακωνικοί Σπουδαί, 13, 1996, σ. 491-513. «Ερις περί Αρετής», Ελληνικά, 47. 1997, ο. 35-52.
oliva p., Sparta and her Social Problems, Ακαδημία Πράγας, Πράγα 1971.
ollier f., Le Mirage spartiate. Étude sur l' idéalisation de Sparte dans Γ Antiquité grecque, 2 τόμοι, Boccard, Πάριοι, 1933-1943.
ΠίΚΟΥΛΑΣ Γ., Οδικό δίκτυο και άμυνα, Ηορος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 2, Αθήνα, 1995.
powell α. (επιμ.), Classical Sparta: Techniques behind her succes, Routledge, Λονδίνο, 1989.
powell a. - hodkinson S. (επιμ.), The Shadow of Sparta, Routledge και The Classical Press of Wales, Λονδίνο/Νέα Υόρκη, 1994.
rawson e., The Spartan Tradition in European Thought, Clarendon Press, Οξφόρδη, 1969.
richer n., Les Éphores: Études sur l’ histoire et sur l’ image de Sparta (Vnie-UJe s. av. J. C.), Publications de la Sorbonne, Πάριοι, 1998.
θεμελησ Π., Ηρωες και Ηρώα στη Μεσσήνη,Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, αρ. 210, Αθήνα, 2000.