Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (21.1-21.79)

Ραψωδία φ' Τόξου θέσις


Τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,
κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον
ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
5 κλίμακα δ᾽ ὑψηλὴν προσεβήσετο οἷο δόμοιο,
εἵλετο δὲ κληῗδ᾽ εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ
καλὴν χαλκείην· κώπη δ᾽ ἐλέφαντος ἐπῆεν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν
ἔσχατον· ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος,
10 χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος.
ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη
ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,
δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας
Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.
15 τὼ δ᾽ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν
οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαΐφρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε·
μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν
νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾽ ἠδὲ νομῆας.
20 τῶν ἕνεκ᾽ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς
παιδνὸς ἐών· πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.
Ἴφιτος αὖθ᾽ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο
δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾽ ἡμίονοι ταλαεργοί·
αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,
25 ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,
φῶθ᾽ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,
ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,
σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν αἰδέσατ᾽ οὐδὲ τράπεζαν,
τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν· ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,
30 ἵππους δ᾽ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι.
τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,
τὸ πρὶν μὲν ῥ᾽ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ
κάλλιπ᾽ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.
τῷ δ᾽ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,
35 ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος· οὐδὲ τραπέζῃ
γνώτην ἀλλήλων· πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν
Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,
ὅς οἱ τόξον ἔδωκε. τὸ δ᾽ οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς
ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν
40 ᾑρεῖτ᾽, ἀλλ᾽ αὐτοῦ μνῆμα ξείνοιο φίλοιο
κέσκετ᾽ ἐνὶ μεγάροισι, φόρει δέ μιν ἧς ἐπὶ γαίης.
Ἡ δ᾽ ὅτε δὴ θάλαμον τὸν ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο, τόν ποτε τέκτων
ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,
45 ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θύρας δ᾽ ἐπέθηκε φαεινάς·
αὐτίκ᾽ ἄρ᾽ ἥ γ᾽ ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης,
ἐν δὲ κληῗδ᾽ ἧκε, θυρέων δ᾽ ἀνέκοπτεν ὀχῆας
ἄντα τιτυσκομένη· τὰ δ᾽ ἀνέβραχεν ἠΰτε ταῦρος
βοσκόμενος λειμῶνι· τόσ᾽ ἔβραχε καλὰ θύρετρα
50 πληγέντα κληῗδι, πετάσθησαν δέ οἱ ὦκα.
ἡ δ᾽ ἄρ᾽ ἐφ᾽ ὑψηλῆς σανίδος βῆ· ἔνθα δὲ χηλοὶ
ἕστασαν, ἐν δ᾽ ἄρα τῇσι θυώδεα εἵματ᾽ ἔκειτο.
ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον
αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο φαεινός.
55 ἑζομένη δὲ κατ᾽ αὖθι, φίλοις ἐπὶ γούνασι θεῖσα,
κλαῖε μάλα λιγέως, ἐκ δ᾽ ᾕρεε τόξον ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,
βῆ ῥ᾽ ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς
τόξον ἔχουσ᾽ ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην
60 ἰοδόκον· πολλοὶ δ᾽ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί.
τῇ δ᾽ ἄρ᾽ ἅμ᾽ ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος
κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος.
ἡ δ᾽ ὄτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,
στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,
65 ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα.
ἀμφίπολος δ᾽ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.
αὐτίκα δὲ μνηστῆρσι μετηύδα καὶ φάτο μῦθον·
«κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, οἳ τόδε δῶμα
ἐχράετ᾽ ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ἐμμενὲς αἰεὶ
70 ἀνδρὸς ἀποιχομένοιο πολὺν χρόνον· οὐδέ τιν᾽ ἄλλην
μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε,
ἀλλ᾽ ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα.
ἀλλ᾽ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾽ ἄεθλον·
θήσω γὰρ μέγα τόξον Ὀδυσσῆος θείοιο·
75 ὃς δέ κε ῥηΐτατ᾽ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,
τῷ κεν ἅμ᾽ ἑσποίμην νοσφισσαμένη τόδε δῶμα
κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,
τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»

***
Έβαλε τότε στο μυαλό της την ιδέα, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά
(της ξύπνιας Πηνελόπης, κόρης του Ικαρίου)
να δοκιμάσει τους μνηστήρες με το τόξο
και τα πελέκια από γκρίζο σίδερο — μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι,
άθλημα και μαζί του φόνου αρχή.
Ανέβαινε λοιπόν ψηλά του παλατιού τη σκάλα,
σφιχτά στο χέρι της κρατώντας καλόστροφο, ωραίο, χάλκινο κλειδί
με φιλντισένια τη χερολαβή του.
Τράβηξε με τις παρακόρες της ίσα στην κάμαρη, την τελευταία
στο βάθος, όπου ασφαλίζονται πολύτιμα κειμήλια
10 του βασιλιά· χρυσός, χαλκός και σφυρηλατημένος σίδηρος.
Εκεί και το παλίντονο τόξο ακουμπούσε, πλάι η φαρέτρα
με τα βέλη, μέσα της οι σαΐτες, πολλές και πολυστέναχτες.
Φιλοξενίας δώρα από τον Ίφιτο, του Ευρύτου γιο θεόμορφο,
κάπου στη Λακεδαίμονα, όπου από τύχη αντάμωσαν.
Οι δυο τους βρέθηκαν κάποτε στη Μεσσήνη κι έσμιξαν μεταξύ τους
στο αρχοντικό του εμπειροπόλεμου Ορτιλόχου.
Είχε προφτάσει ο Οδυσσέας εκεί, να πάρει πίσω κάποιο χρέος,
όλου του δήμου οφειλή· αφού οι Μεσσήνιοι ξεσήκωσαν
τρακόσα πρόβατα απ᾽ την Ιθάκη, μαζί και τους βοσκούς,
φορτώνοντας τη λεία σε καλόσκαρμα καράβια.
20 Έτσι, είχε πάρει ο Οδυσσέας δρόμο μακρύ,
ασυνήθιστο, μικρός στην ηλικία ακόμη — τον έστειλαν
οι γέροντες του τόπου κι ο πατέρας του.
Από δικό του λόγο πάλι βρέθηκε εκεί κι ο Ίφιτος,
γυρεύοντας τις δώδεκα χαμένες του φοράδες, που θηλυκές
του βύζαιναν ισάριθμα καματερά μουλάρια.
Σε λίγο αυτές θα γίνονταν αιτία του μοιραίου χαμού του,
όταν μια μέρα βρέθηκε στο σπίτι του άγριου Ηρακλή, γιου του Διός,
που ήξερε να κατορθώνει έργα μεγάλα κι άσχημα.
Αυτός φιλοξενούμενο τον ξένο σκότωσε μέσα στο ίδιο του το σπίτι —
άθλιος, δεν φοβήθηκε μήτε τη θεία νέμεση μήτε και το φιλόξενο τραπέζι·
κι όμως τον σκότωσε,
30 και τις φοράδες με τις δυνατές οπλές τις κράτησε για πάρτη του.
Τότε λοιπόν ο Ίφιτος, γυρεύοντας τις δώδεκα φοράδες, τον Οδυσσέα αντάμωσε
κι εκεί του χάρισε το τόξο, που πρώτα το φορούσε
ο μεγάλος Εύρυτος, αλλά πεθαίνοντας στο αρχοντικό παλάτι του
στον γιο του το παρέδωσε.
Ο Οδυσσέας πάλι οξύτομο σπαθί και άλκιμο δόρυ
του αντιχάρισε, αρχή της αμοιβαίας φιλίας τους.
Μόνο που δεν τη σφράγισαν με αμοιβαίο τραπέζι·
πρόλαβε του Διός ο γιος κι αφάνισε τον Ευρυτίδη Ίφιτο,
ωραίο σαν θεό, τον δωρητή του τόξου.
Αυτό το τόξο ο θείος Οδυσσεύς ποτέ δεν το ᾽σερνε μαζί του
πηγαίνοντας στον πόλεμο με μελανά καράβια·
40 το φύλαγε στο σπίτι του (του φίλου ενθύμιο και της φιλίας)
και το φορούσε μόνο εκεί, στον τόπο του.
Όταν μπροστά σ᾽ αυτή την κάμαρη η θεία γυναίκα βρέθηκε,
το δρύινο πάτησε κατώφλι, που κάποιος μαραγκός
με τέχνη το μαστόρεψε· το ᾽ξυσε και το στάθμισε σωστά,
ύστερα σήκωσε τους παραστάτες κι έστησε ανάμεσα
θυρόφυλλα γυαλιστερά να λάμπουν.
Λάσκαρε εκείνη αμέσως της κορώνης το λουρί,
έχωσε σημαδεύοντας στην τρύπα το κλειδί, τους σύρτες
τράβηξε κι απελευθέρωσε τις πόρτες. Τότε ακούστηκε μουκανητό,
λες κι ήταν ταύρος που βοσκούσε στο λιβάδι·
τέτοιο τριγμό τα ωραία πορτόφυλλα έβγαλαν με του κλειδιού
50 το βίαιο γύρισμα, κι άνοιξαν στη στιγμή.
Εκείνη τότε στο πατάρι ανέβηκε — ήσαν εκεί στημένες
κασέλες με ρούχα μέσα μοσχομυρισμένα. Σηκώνοντας
το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξο απ᾽ το παλούκι, μαζί και τη γυαλιστερή του θήκη,
που γύρω γύρω το προστάτευε.
Κάθησε προς στιγμή, τ᾽ ακούμπησε στα γόνατά της
και πήρε να θρηνεί πικρά και γοερά, απογυμνώνοντας
το τόξο από τη θήκη, κειμήλιο του βασιλιά.
Όταν απόλαυσε το πολυδάκρυτό της κλάμα,
κίνησε προς την αίθουσα, να βρει τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
στο χέρι της κρατώντας το παλίντονο δοξάρι
και τη φαρέτρα με τα βέλη — μέσα της οι σαΐτες
60 πολλές και πολυστέναχτες.
Μαζί της πήγαιναν κι οι παρακόρες, ένα σεντούκι κουβαλώντας,
μ᾽ άφθονο μέσα του χαλκό και σίδερο — βασιλικά πελέκια, αεθλοφόρα.
Κι όταν πλησίασε η θεία γυναίκα τους μνηστήρες, ήλθε
και στάθηκε πλάι στην κολόνα που συγκρατούσε τη στέγη στέρεη —
τα μάγουλά της σκεπασμένα με λαμπρό μαγνάδι.
Δεξιά κι αριστερά της έστεκαν πιστές οι παρακόρες,
όταν τον λόγο πήρε μιλώντας στους μνηστήρες:
«Ακούστε με, μνηστήρες αλαζόνες, όσοι, το σπίτι αυτό
καταπατώντας, τρώτε και πίνετε χωρίς σταματημό,
70 γιατί από χρόνια τώρα λείπει ο αφέντης του·
άλλη καμιά δεν έχετε να πείτε πρόφαση εκτός εμένα,
που με θέλετε σε γάμο, κάποιος να μ᾽ έχει στο κρεβάτι του.
Αλλά, μνηστήρες, βλέπουν το άθλημα τώρα τα μάτια σας:
θα στήσω, εδώ μπροστά, του ένθεου Οδυσσέα το τόξο·
όποιος απ᾽ όλους ευκολότερα θα το τανύσει στις παλάμες του,
όποιος περάσει τη σαΐτα κι από τα δώδεκα πελέκια στη σειρά,
αυτόν θ᾽ ακολουθήσω, εγκαταλείποντας το σπίτι μου,
το νυφικό ωραίο παλάτι μου, γεμάτο πλούτη,
που κάποτε θα το θυμάμαι, φάντασμα ονείρου.»

Το γέλιο μας ενώνει

Εδώ και λίγα χρόνια, το γέλιο έχει γίνει αντικείμενο επιστημονικών συζητήσεων. Η ιατρική και η ψυχολογία ανακαλύπτουν τις ευεργετικές του ιδιότητες και μας συνιστούν να γελάμε γιατί μας κάνει καλό. Με ποιο τρόπο όμως κάνει καλό το γέλιο;

Καταρχήν σε καθαρά σωματικό επίπεδο, επειδή όταν γελάμε η αρτηριακή πίεση πέφτει, οι αρτηρίες της καρδιάς διευκολύνουν την είσοδο αίματος και οξυγόνου, οι δύο «κλάδοι» του αυτόνομου νευρικού συστήματος έρχονται σε ισορροπία, ακόμη και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού είναι πιο δραστήρια ενάντια σε ιούς ή τον καρκίνο. Έπειτα, σε συναισθηματικό επίπεδο, είναι αυτή η ευχαρίστηση, η ελαφρότητα, η χαρά, η χαλάρωση που αισθανόμαστε όταν γελάμε.

Εκτός απ' αυτά όμως, το γέλιο έχει και έντονα κοινωνικό χαρακτήρα: δυναμώνει τους δεσμούς μας με τους ανθρώπους, μας φέρνει πιο κοντά.

Μιλάμε βέβαια για το «αληθινό» γέλιο, το αυθόρμητο, αυτό που δεν μπορούμε ούτε να το αναγκάσουμε να έρθει ούτε και να το σταματήσουμε πριν περάσει η επίδραση αυτού που μας το έφερε. Αρκεί να δούμε ή να ακούσουμε ανθρώπους να σκάνε στα γέλια κι αισθανόμαστε αυτό το γαργάλημα στην κοιλιά που κάνει το διάφραγμα να συσπάται ρυθμικά, και παίρνει τον έλεγχο της αναπνοής μας, της φωνής, των μυών του προσώπου.

Φυσικά, γελάμε και μόνοι μας, όταν διαβάσουμε μια αστεία ιστορία, όταν θυμηθούμε ένα κωμικό γεγονός, όταν βλέπουμε μια ταινία. Συνήθως όμως αυτό το γέλιο που κάνουμε όταν είμαστε μόνοι κρατάει λίγο και δεν είναι πολύ έντονο, ακόμη κι όταν είναι πραγματικά αυθόρμητο και απολαυστικό. Κι αυτό που κάνουμε πολλές φορές είναι ότι αργότερα, κάποια άλλη στιγμή που μιλάμε μ' ένα φίλο, του διηγιόμαστε το αστείο στιγμιότυπο για να γελάσουμε μαζί ή το «κρατάμε» για να το πούμε αργότερα στο σύντροφο μας, στα παιδιά, στους συναδέλφους μας με σκοπό να μοιραστούμε μαζί τους και να ευχαριστηθούμε ακόμα μια φορά και ακόμα πιο έντονα τη στιγμή του γέλιου.

Μπορεί αυτό που επιδιώκουμε να είναι λίγες παραπάνω στιγμές ελαφρότητας και χαράς, όμως ταυτόχρονα –ακόμη κι αν δεν το κάνουμε συνειδητά- με τον τρόπο αυτό δυναμώνουμε τους δεσμούς μας με τους άλλους. Πώς;

Καταρχήν γιατί όταν γελάμε αληθινά δείχνουμε τον εαυτό μας όπως πραγματικά είναι. Όσο προσποιητό και τυπικό μπορεί να είναι το χαμόγελο, τόσο αυθεντικό είναι το αληθινό γέλιο. Οι μάσκες πέφτουν, το «εγώ» ξεγυμνώνεται, είναι σαν να λέμε «αυτός είμαι, εδώ είμαι, με βλέπεις ως μέσα στην ψυχή μου». Όταν γελάμε δεχόμαστε να αφήσουμε για λίγο τον έλεγχο, τα παιχνίδια δύναμης, τον φόβο «πώς θα φανούμε».

Είναι σαν μια βαθιά εκμυστήρευση και ως γνωστόν, οι εκμυστηρεύσεις μας φέρνουν πιο κοντά στους άλλους. Οι καλοί φίλοι λένε τα μυστικά τους, οι καλοί φίλοι γελάνε μαζί.

Επίσης, όταν γελάμε είναι σαν να χρησιμοποιούμε μια μυστική γλώσσα, έναν κώδικα που δεν μοιραζόμαστε με όλους.

Δεν μπορούμε να γελάσουμε απολαυστικά με όλους τους ανθρώπους αλλά μόνο με αυτούς που καταφέρνουμε να εγκαταστήσουμε τους «κατάλληλους κωδικούς». Αυτό γίνεται με άλλους περισσότερο και με άλλους λιγότερο, σε κάποιες σχέσεις απ' την πρώτη στιγμή και σε άλλες ποτέ.

Όταν όμως γίνεται, τότε δημιουργείται μια μυστική συμμαχία, κάτι που μας ενώνει με αυτούς με τους οποίους γελάμε μαζί. Γυρνάμε, τους κοιτάμε για μια στιγμή, βλέπουμε ότι «είναι μαζί μας» και το γέλιο δυναμώνει, η ευχαρίστηση πολλαπλασιάζεται.

Αυτή η υπέροχη επίδραση του γέλιου είναι πολλές φορές σωτήρια για τις σχέσεις, προσωπικές ή επαγγελματικές. Ένας καβγάς, μια ένταση σ΄ ένα ζευγάρι μπορεί να εξατμιστεί σε λίγα λεπτά όταν ο ένας απ' τους δύο ή και οι δύο βρουν κάτι που θα τους κάνει να ξεκαρδιστούν.

Ένας προϊστάμενος με χιούμορ έχει πολύ περισσότερες πιθανότητες να έχει ευχαριστημένους και αποτελεσματικούς υφισταμένους από έναν πολύ σοβαροφανή, βλοσυρό και δύσκαμπτο.

Γι' αυτό είναι καλό να μοιραζόμαστε στιγμές γέλιου με τους ανθρώπους που μας είναι σημαντικοί.

Πώς; Βλέποντας με παρέα την αγαπημένη μας κωμική σειρά, κρατώντας ζωντανά όσα μας κάνουν να γελάμε μαζί με τον σύντροφο μας, διαβάζοντας στα παιδιά μας ή βάζοντας τα να μας διαβάσουν αυτά την αγαπημένη τους αστεία ιστορία. Άλλωστε το παιδικό γέλιο είναι ιδιαίτερα μεταδοτικό!

Η πολυπλοκότητα του έρωτα

Ο έρωτας είναι ίσως η πιο αληθινή μας θρησκεία και συγχρόνως η πιο αληθινή μας πνευματική νόσος.

Αμφιρρέπουμε ανάμεσα σ' αυτούς τους δύο πόλους που είναι εξ' ίσου πραγματικοί.

Αλλά, σ' αυτή τη ταλάντευση, το υπέροχο είναι πως η προσωπική μας αλήθεια αποκαλύπτεται και φέρεται από τον άλλον.

Ταυτόχρονα, ο έρωτας μας κάνει να ανακαλύπτουμε την αλήθεια του άλλου.

Η γνησιότητα του έρωτα δεν έγκειται μόνο στο να προβάλουμε την αλήθεια μας στον άλλον και τελικά να μη βλέπουμε τον άλλον παρά μόνο σύμφωνα με τα μάτια μας, έγκειται και στο να μας αφήσει να μολυνθούμε από την αλήθεια του άλλου.

Δεν πρέπει να είμαστε όπως εκείνοι οι πιστοί που βρίσκουν αυτό που ψάχνουν επειδή έχουν σχεδιάσει την απάντηση που περιμένουν.

Κι αυτό είναι, επίσης, η τραγωδία: φέρουμε μία τέτοια ανάγκη για έρωτα που μερικές φορές μια συνάντηση μια καλή στιγμή – ή ίσως μια κακή στιγμή – απελευθερώνει τη διαδικασία της κεραυνοβόλησης, της σαγήνης.

Εκείνη τη στιγμή, προβάλουμε στον άλλον την ανάγκη μας για έρωτα, τη σταθεροποιούμε, και αγνοούμε τον άλλον που έγινε η εικόνα μας, το τοτέμ μας.

Τον αγνοούμε πιστεύοντας πως τον αγαπάμε.

Εκεί βρίσκεται, πράγματι, μια από τις τραγωδίες του έρωτα: η μη κατανόηση του εαυτού μας και του άλλου.

Αλλά η ομορφιά του έρωτα είναι η αμοιβαία διείσδυση της αλήθειας του άλλου στον εαυτό μας και της δικής μας στον άλλον, είναι να βρούμε την αλήθεια του μέσω του άλλου.

Καταλήγω. Το ζήτημα του έρωτα παλινωδεί σ' αυτή την αμοιβαία κατοχή: να κατέχουμε αυτό που μας κατέχει.

Είμαστε άτομα που έχουμε φτιαχτεί από διαδικασίες που είναι προγενέστερες από μας∙ κατεχόμαστε από πράγματα που μας ξεπερνούν και που θα φθάσουν μακρύτερα από μας, αλλά, με κάποιον τρόπο, είμαστε ικανοί να τα κατέχουμε.

Παντού, πάντα, η διπλή κατοχή συνιστά το νήμα και την ίδια την πείρα των ζωών μας.

Και θα τελειώσω δίνοντας στην αναζήτηση του έρωτα της διατύπωση του Ρεμπώ, αυτή της αναζήτησης μιας αλήθειας που θα βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα σε μια ψυχή και μέσα σ' ένα σώμα.

Αναποφασιστικότητα: Η αυτοκαταστροφική συμπεριφορά

Όταν τείνουμε να καθυστερούμε τη λήψη σημαντικών και στρεσογόνων αποφάσεων, όταν αναπτύσσουμε εμμονή με τις επιλογές που μας δίνονται και όταν καταλήγουμε είτε να μην αποφασίζουμε ποτέ είτε να κάνουμε μια επιλογή και αργότερα να κατηγορούμε εξωτερικούς παράγοντες, αν η απόφασή μας τελικά οδήγησε σε ανεπιθύμητες συνέπειες – αυτό σημαίνει αναποφασιστικότητα. Από αυτό τον ορισμό, η αναποφασιστικότητα φαίνεται σαν μια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά και οι έρευνες δείχνουν ότι πράγματι έτσι είναι.

Αν αναρωτιέστε για τι θα μπορούσατε να κάνετε για να μειώσετε την αναποφασιστικότητα και να βελτιωθείτε στο να χειρίζεστε στρεσογόνα σενάρια και επιλογές, εδώ δίνουμε ορισμένα tips. Οι παρακάτω «παρεμβάσεις στην αναποφασιστικότητα» εστιάζουν περισσότερο στο να μας ωθήσουν να αποφασίζουμε ευκολότερα και ύστερα στο να πράττουμε.

Πώς να βελτιωθούμε στο να παίρνουμε αποφάσεις και να μη χρονοτριβούμε
Θέτουμε αυστηρό πρόγραμμα ως προς τις αποφάσεις

Οι αναποφάσιστοι άνθρωποι αντιμετωπίζουν παράλληλα το ζήτημα της αναβλητικότητας· αναβάλλουν συνεχώς να αποφασίσουν. Οι ερευνητές όμως έχουν συμπεράνει ότι η εγκαθίδρυση ενός αυστηρού, συνεκτικού, βραχύχρονου και ξεκάθαρου σχεδίου για τη λήψη της απόφασης μειώνει ελαφρώς την αναβλητικότητα και προάγει την επιτυχία (π.χ. θα ξοδέψω 5 ώρες αύριο για να αποφασίσω τι θα κάνω με το παλιό μου αυτοκίνητο), αντί να επιτρέπουμε στη σκέψη αυτή να μένει μετέωρη και να επιστρέφει καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας χωρίς αποτέλεσμα.

Ελέγχουμε τον εσωτερικό διάλογο

Μια από τις σημαντικότερες αιτίες της αναποφασιστικότητας είναι η χαμηλή αυτοπεποίθηση και οι αρνητικές/ επικριτικές σκέψεις για τις ικανότητές μας. Όπως και με σχεδόν τα πάντα στη ζωή, βελτιωνόμαστε μέσω της εξάσκησης και ξεκινάμε να λαμβάνουμε μικρές αποφάσεις, παρατηρώντας συνειδητά τα θετικά αποτελέσματα που έχει στο χτίσιμο της αυτοεκτίμησής μας.

Χρειάζεται να επιτρέπουμε στον εσωτερικό διάλογο να ξεδιπλωθεί, δεν τον καταπιέζουμε. Όμως, το ζητούμενο είναι μπορούμε να αμφιβάλλουμε για εκείνη τη σκέψη που εντείνει την ανασφάλεια και που χτίζει το φόβο της αποτυχίας και του αδιεξόδου. Σε έναν διάλογο χρειαζόμαστε και τον υγιή αντίλογο.

Περιορίζουμε τις επιλογές μας

Μια άλλη σύσταση από έρευνα πάνω στις δυνατότητες παρέμβασης στην αναποφασιστικότητα είναι να περιορίζουμε τις επιλογές μας. Οι πολλές επιλογές μπορούν εύκολα να μας τρομοκρατήσουν και έτσι μας δυσκολεύουν στο να ξεκινήσουμε να τις εξετάσουμε. Αν μια επιλογή δεν πλησιάζει καν στην ικανοποίηση των αναγκών σας, απαλείψτε τη άμεσα. Μην ξοδεύετε παραπάνω χρόνο ψάχνοντας πληροφορίες γι’ αυτή στο διαδίκτυο.

Στη συνέχεια, καταγράψτε σε ένα ημερολόγιο τις σκέψεις σας: αυτό σχετίζεται με την προηγούμενη πρόταση να αφουγκραζόμαστε τον εσωτερικό μας διάλογο. Τι λέτε στον εαυτό σας όταν πρέπει να αποφασίσετε ανάμεσα σε δύο εξίσου αγχωτικές εναλλακτικές; Γεμίζει ο νους σας με «τι θα γίνει αν», δηλαδή με τα πιο καταστροφικά σενάρια, αναλωνόμενοι στα αρνητικά και μην αφήνοντας χώρο για τα θετικά; Η επίγνωση όλων αυτών των μοτίβων σκέψης είναι το πρώτο βήμα προς την αλλαγή τους.

Ζυγίζουμε επακριβώς τα υπέρ και τα κατά

Βγάλτε το παλιό σας σημειωματάριο και καταγράψτε τα υπέρ και τα κατά κάθε επιλογής και σκεφτείτε τι έχει μεγαλύτερη αξία για εσάς. Αυτό το εργαλείο εξυπηρετεί ως ένα μέσο υπενθύμισης σε περίπτωση που στο μέλλον αμφιβάλλετε για την επιλογή σας. Όμως, προσέξτε το περιεχόμενο των υπέρ και των κατά. Ορισμένες φορές, τα κατά σημαίνουν περισσότερο για εμάς από τα υπέρ, οπότε εξετάστε την προσωπική αξία που έχει για εσάς.

Δίνουμε χρόνο στον εαυτό μας

Αυτό το εργαλείο μπορεί να φαίνεται λίγο αλλόκοτο, αλλά χρειαζόμαστε αρκετό χρόνο για να αποφασίσουμε, αλλά όχι για να χρονοτριβήσουμε. Συλλέξτε όλες τις πληροφορίες που χρειάζεστε για να κάνετε μια απολύτως συνειδητή απόφαση, προγραμματίστε ακριβώς αυτό το χρόνο εκ των προτέρων. Το ευκολότερο είναι απλώς να αποφεύγουμε, να χρονοτριβούμε και να περνάμε τις ώρες μας στο διαδίκτυο και στο Netflix· όμως, η ζωή, ό,τι κι αν κάνουμε, περιλαμβάνει αναγκαστικά σκληρές αποφάσεις και η αποφυγή τους δεν τις «σβήνει από τον χάρτη».

Προχωράμε μπροστά

Τέλος, μια σημαντική σύσταση: Δεν κοιτάμε πίσω. Αφού πάρουμε την απόφαση, προχωράμε προς τα εμπρός. Είμαστε προγραμματισμένοι να προχωράμε μπροστά, να αποφασίζουμε και να εξελισσόμαστε.

Και ποιος είναι ακώλυτος; Αυτός που δεν επιθυμεί τίποτε από τα ξένα.

O ανεμπόδιστος άνθρωπος, αυτός, στον οποίο τα πράγματα έρχονται όπως θέλει, είναι ελεύθερος. Αυτός όμως, που μπορεί ή να τον ανακόψουν ή να τον εξαναγκάσουν ή να τον εμποδίσουν ή, παρά τη θέλησή του, να τον μπλέξουν σε κάτι, είναι δούλος.

Και ποιος είναι ακώλυτος; Αυτός που δεν επιθυμεί τίποτε από τα ξένα. Και ποια πράγματα είναι ξένα; Αυτά που δεν εξαρτάται από εμάς ούτε να τα έχουμε ούτε να μην τα έχουμε ούτε να τα έχουμε σε μια ορισμένη κατάσταση ή με έναν ορισμένο τρόπο. Επομένως, το σώμα είναι ξένο, τα μέρη του είναι ξένα, η περιουσία είναι ξένο πράγμα. 

Αν, λοιπόν, πάσχεις για κάτι από αυτά σαν να είναι δικό σου, θα τιμωρηθείς όπως αξίζει σε αυτόν που επιθυμεί ξένα πράγματα. Αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ελευθερία, αυτή μόνο είναι η απαλλαγή από τη δουλεία, να μπορείς κάποτε με όλη σου την ψυχή να πεις το: οδήγησέ με Δία, και συ Πεπρωμένο, εκεί που από παλιά με έχετε ορίσει.

Επίκτητος, Δ’ Διατριβή α΄, «Περί ελευθέριας», §128-131

Ο δρόμος της ψυχής δεν εγγυάται ασφάλεια αλλά…

Η ζωή είναι όμορφη, αρκεί να τη ζει κανείς. Να τη ζει ελεύθερα χωρίς μιζέρια και υποκρισία. Οι ανθρώπινες ψυχές φτιάχτηκαν για να ταξιδεύουν ελεύθερες.

Γαλήνεψε την καρδιά σου. Ο πόνος είναι απλά μια ψευδαίσθηση, στην οποία βρισκόμαστε παγιδευμένοι. Η δυστυχία είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο της ύπαρξής μας, κάτι που δυστυχώς οι περισσότεροι αγνοούμε! Όπως αγνοούμε βέβαια, πως τόσο η κατάσταση της δυστυχίας όσο και της ευτυχίας είναι αποκλειστικά στο δικό μας χέρι, αφού είναι αποτέλεσμα των δικών μας επιλογών. Το να απελευθερωθούμε από τα αρνητικά συναισθήματα εξαρτάται από εμάς και μόνο. Πρέπει να μάθουμε λοιπόν να λειτουργούμε έτσι ώστε να μην γινόμαστε σκλάβοι των συναισθημάτων μας.

Να είσαι τρυφερός με τον εαυτό σου, ευγενής και υπομονετικός. Αποδέξου τον, αγάπησέ τον και πίστεψέ τον. Άσε τη μαγεία της ζωής να καθαρίσει το μονοπάτι σου και να σου δείξει τον προορισμό. Ξέχνα το χρόνο. Η δουλειά του είναι να μετρά λεπτά και δευτερόλεπτα. Εσύ να μετράς στιγμές, στιγμές γεμάτες χαρά και ικανοποίηση, αγάπη και ευγνωμοσύνη. Τότε και ο χρόνος θα γίνει σύμμαχός σου. Η ευτυχία μοιάζει με τις δροσοσταλίδες του ανοιξιάτικου πρωινού, προορισμένες να χαθούν σε μια στιγμή. Αν το θυμόμαστε αυτό, δε θα αφήνουμε τις στιγμές να φεύγουν μέσα από τα χέρια μας χωρίς να τις ζούμε!

Το μυαλό μας είναι η φυλακή μας. Έρχεται όμως κάποια στιγμή που η ποινή τελειώνει. Δε θα υπομένουμε τη ζωή αλλά θα ζούμε τη ζωή μας! Καθημερινά δίνεις πολλά και παίρνεις πολλά, αλλά δεν τολμάς να δώσεις κομμάτια της ψυχής σου. Όταν φτάσεις λοιπόν στο μηδέν, όπου θα νομίζεις ότι τίποτα άλλο δεν έχεις να δώσεις, άνοιξε τα μονοπάτια της ψυχής σου, άνοιξε μονοπάτια χαράς και απόλαυσης. Τότε θα καταλάβεις ότι ποτίζεις τον κόσμο γύρω σου με το άρωμα της ψυχής σου και ο κόσμος γίνεται η ίδια σου η ψυχή.

Βρες τον χαμογελαστό μάγκα πιτσιρικά μέσα στα βάθη της ψυχής σου. Νιώσε το κορμί σου να λάμπει, νιώσε τη ψυχή σου να πετά στην ομορφιά του δειλινού. Δε χρειάζεται να ζηλεύεις κανέναν, δε χρειάζεται να μοιάζεις με κανέναν! Είσαι υπέροχος και μοναδικός από μόνος σου! Δε χρειάζεσαι το χέρι κανενός για το μονοπάτι της ζωής. Έχεις εσένα και μπορείς να γευτείς τη μαγεία της με όλο σου το είναι!

Η αιτιότητα και η αναιτιότητα. Η Επικούρεια θέση

Θα αναπτύξω το θέμα μέσα από τρία κεφάλαια: 1) Η Αιτιότητα & η Αναιτιότητα στη φιλοσοφία και στην κλασσική φυσική, 2) Η Κβαντομηχανική και η στατιστική πιθανολογία, 3) Επίκουρος: Φυσική θεωρία – Παρέγκλιση και Τυχαιότητα

Αιτιότητα – Αναιτιότητα στη φιλοσοφία και την κλασσική φυσική

Αιτιότητα ονομάζεται η σχέση μεταξύ αιτίας και αιτιατού (αποτελέσματος). Αποτελεί σημαντικό ζήτημα του φιλοσοφικού στοχασμού ήδη από την ύστερη αρχαιότητα. Σήμερα είναι ζητούμενο σε όλες τις σύγχρονες Επιστήμες, θετικές και θεωρητικές, σ’ όλο σχεδόν το φάσμα τους.

Ο Πλάτωνας, στον διάλογο «Τίμαιος», κάνει λόγο για Αιτιών, τις οποίες διαιρεί σε Πρώτες Αιτίες, όπου κατατάσσει τις «Ιδέες», και Δεύτερες ή Ξυναίτια, που αναφέρονται τα υλικά πράγματα.

Ο Αριστοτέλης, στα έργα του “Φυσικά” και “Μετά τα φυσικά”, γράφει πως το να γνωρίζεις, σημαίνει να γνωρίζεις για τις αιτίες. Έργο δε της φυσικής επιστήμης είναι να μάθει τα αίτια της φυσικής μεταβολής….

“Διό καϊ τούς άρχιτέκτονας περί έκαστον, τιμιωτέρους καϊ μάλλον είδέναι νομίζομεν τών χειροτεχνών καϊ σοφωτέρους, ότι τάς αίτίας τών ποιουμένων ίσασιν” .

Και στο ερώτημα ποια είναι; τα είδη των αιτιών που πρέπει να αναζητήσει ο φυσικός, ο Αριστοτέλης απαντά πως υπάρχουν τέσσερα είδη αιτιών:Αυτό της Ύλης (“εξ ου γίνεταί τι”, δηλ. αυτό από το οποίο γίνεται ένα πράγμα, και που υπάρχει και στο παράγωγο ως συστατικό του στοιχείου),
Αυτό της Μορφής (“τι ήν είναι”. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη μορφή ή το πρότυπο),

Το Ποιητικής αιτίας («εξ ου η μεταβολή». Χρησιμοποιείται για να δηλώσει εκείνο από το οποίο προέρχεται η πρώτη αρχή της κίνησης ή της ηρεμίας) και

Η Τελικής αιτίας. (Όπου ο όρος «αίτιο» χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τέλος, δηλ. τον σκοπό μιας αλλαγής, ή κίνησης).

Για τον Αριστοτέλη, και τα τέσσερα «αίτια» του είναι αναγκαία για την παραγωγή, όποιου αποτελέσματος. Και η, υπό τις τέσσερες αυτές μορφές, εκδοχή της αιτιότητας των φυσικών μεταβολών ήταν ευρέως γνωστή, και αποδεκτή, μέχρι τον Μεσαίωνα.

Ήδη όμως, και από τις απαρχές των συζητήσεων περί Αιτίας, διαμορφώνονται δύο αντίθετες απόψεις πάνω στο θέμα. Η πρώτη δέχεται ότι ο,τι συμβαίνει στον κόσμο, είναι συνέπεια μιας προ-υπάρχουσας αιτίας, ή μιας ακολουθίας αιτιών. Ότι δηλαδή, πίσω από κάθε επακόλουθο υπάρχει, κρύβεται πολλές φορές, ένα τουλάχιστον αίτιο. Έτσι, στον άπειρο κόσμο, κάθε συμβάν θεωρείται ταυτόχρονα απόρροια, αλλά και γενεσιουργός αιτία άλλου. Η Ζωή εξηγείται σαν μια φυσική-χημική διαδικασία που καθορίζεται από το Νόμους, που υποτάσσεται πλήρως στην Αιτιότητα.

Τέτοιες απόψεις είναι αυτές που συνιστούν την θεωρία της Αιτιοκρατίας (Ντετερμινισμού). Ακριβώς αντίθετη θεωρία, είναι αυτή της Αναιτιοκρατίας (Ιντετερμινισμού), η οποία μόνο χρονική αλληλουχία και τυχαιότητα αναγνωρίζει στα γεγονότα και καμία μεταξύ τους σκοπιμότητα.

Δεν είναι λίγοι οι διανοούμενοι που, επιφυλασσόμενοι, δεν εντάσσονται σε καμιά από τις δυο πιο πάνω βασικές θεωρίες. Άλλοι πάλι ποσοτικοί προβληματίζονται περί αιτίας, αφού δεν δέχονται ότι στον κόσμο συμβαίνει μεταβολή, ή κίνηση.

Φερ’ ειπείν οι Ελεάτες (Παρμενίδης, 6ος/5ος αι. π.Χ. κ.ά.) δίδασκαν πως ό,τι βλέπουμε ως αλλαγή, δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Σε πολλές περιπτώσεις, εξάλλου, δεν είναι σαφές, ποιο από δύο συ-σχετιζόμενα γεγονότα αποτελεί το αίτιο, ή είναι το παρεπόμενο του άλλου…

Δεν υπάρχουν ανεξήγητα, ή τυχαία γεγονότα στην Αιτιοκρατία. Η ιδέα μάλιστα ότι το σύμπαν ολόκληρο διέπεται από μια -μόνη- Νομοτέλεια , δηλαδή ότι αποτελεί ένα ενιαίο ντετερμινιστικό σύστημα, έχει καθοριστεί με καθοριστικό τρόπο στις Δυτικές φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις.

Η Αρχή της Αιτιοκρατίας, απαντάται το πρώτον στον Ηράκλειο όταν αυτός λέει ότι τα πάντα γίνονται “κατά λόγον (με λογική (αιτία) και κατά χρεών (από αναγκαιότητα)”.

Όμοια και σαφέστερα εκφράζεται στους Ατομικούς φιλόσοφους Λεύκιππο (ιδρυτή της Ατομικής θεωρίας) και Δημόκριτο (θεμελιωτή της Ατομικής θεωρίας)….

– “Ουδέν χρήμα (πράγμα) μάτην γίγνεται, αλλά πάντα εκ λόγου τε και υπ’ ανάγκης”,

– «Μηδέν εκ του μη όντος γίνεσθαι, μηδ’ ες το μη ον φθείρεσθαι», και

– “Πάντα τε κατ’ ανάγκην γίνεσθαι”.

Η Δημοκρίτεια φυσική θεωρία, λοιπόν, είναι αιτιοκρατική.

Η Αριστοτελική σκέψη προχώρησε ακόμη πιο πέρα ​​από την απλή (τυφλή) αναγκαιότητα του Δημόκριτου. Ο Αριστοτέλης, όπως είπαμε, προσδίδει σ’ όλα τα πράγματα της φύσης ένα σκοπό για τον οποίο συμβαίνουν, μια “ τελική αιτία (αιτία όλων των αιτιών)” για την οποία γίνονται. ( Άνευ αιτίου ουδέν εστίν). Στην Αριστοτελική φυσική όλες οι αιτιακές σχέσεις είναι τελεολογικές. Για τον Σταγειρίτη φιλόσοφο, η Αιτιοκρατία είναι καθαρή “Τελεολογία”, χωρίς μεταφυσικές έννοιες.

Οι Στωικοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ο κόσμος διέπεται από μια θεία τάξη και από μια αδήριτη αναγκαιότητα, την «Ειμαρμένη», σύμφωνα με την οποία ο,τιδήποτε συμβαίνει στο σύμπαν είναι αυστηρά προκαθορισμένο και δεν αλλάζει με τίποτα.

Αμφισβήτηση της αρχής της Αιτιότητας, στα πλαίσια της αμφισβήτησης των πάντων της θεωρίας τους, εξέφραζαν στην Αρχαιότητα – πρωταρχικά – οι “Σκεπτικιστές / Πυρρωνικοί” φιλόσοφοι. Σύμφωνα με τις απόψεις τους, δεν υπάρχει στην πραγματικότητα συνάφεια, δεσμός, μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, καθότι αυτός είναι επινόημα των ανθρώπων.

Ο Επίκουρος , στα πλαίσια της ορθολογικής φυσικής του φιλοσοφίας, της βασισμένης στην παρατήρηση και το πείραμα , πίστευε ότι όλα στη φύση γίνονται, όχι βέβαια κάτω από την επενέργεια θεϊκών ή άλλων μυστηριωδών δυνάμεων και κατά τα «καπρίτσια» τους, αλλά επί τη βάσει σταθερών. και ακλόνητων (φυσικών) νόμων. Χαρακτηριστικά, Λουκρήτιου “De Rerum Natura”, ο ύμνος προς τον Επίκουρο.

Ωστόσο, προκειμένου να αιτιολογήσει το απρόοπτο στη Φύση, τις απειράριθμες κάθε είδους μεταβολές και μεταλλάξεις που συμβαίνουν χωρίς σταματημό στον κόσμο, καθώς και την ελεύθερη βούληση των ανθρώπων, διατύπωσε την όλως ιδιοφυή θεωρία της “παρέκκλισης”, κατά την κίνηση των ατόμων της ύλης. Ιδέα πρωτότυπη, η οποία εκπληκτικά προσιδιάζει στη σύγχρονη θεωρία της κβαντικής φυσικής και στα συμπεράσματα της για την ανάγκη και την τυχαιότητα των φυσικών φαινομένων.

Έτσι, η Φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ως προς το θέμα Αιτιότητας – Αναιτιότητας άπτεται, κάνει λόγο – συμπεριλαμβάνει, και των δύο αποψεών, όπως αναλυτικά στη συνέχεια που θα δούμε.

Στα νεότερα χρόνια:

Στην αντίληψη φιλοσόφων όπως των: Φράνσις Μπέικον, Γαλιλαίου, Καρτέσιου, Νεύτωνα, Λομονόσοφ, Λαπλάς, Σπινόζα και Γάλλων υλιστών του 18ου αι., η Αιτιοκρατία ταυτίζεται με την Αναγκαιότητα, χαρακτηρίζεται από μηχανικές και αφηρημένες ιδέες, ενώ η αντικειμενική της έννοια.

Ο Ντέιβιντ Χιούμ αμφισβήτησε την Αιτιοκρατία. Σύμφωνα με τον Σκώτο φιλόσοφο, καμία αντίφαση δεν υπάρχει εάν για μια αιτία ισχυρίζεται κάποιος, ότι δεν συνεπάγεται το αποτέλεσμα που αποδίδεται. Παραδεχόταν, πάντως, ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας – αποτελέσματος.

Στους φυσικούς και φιλοσόφους, η φιλοσοφία της «Αιτιότητας» είναι συνδεδεμένη με την έννοια της «Δημοκρατίας», δηλαδή με την αντίληψη ότι όλα όσα συμβαίνουν στη φύση, υπόκεινται σε νόμους που ισχύουν χωρίς εξαίρεση. Και συνάδει με την «Καντιανή» έννοια της αιτίας (ως συμμόρφωσης στο νόμο), κυρίως όμως με τη Φυσική του Νεύτωνα, σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις συνθήκες που έχουν εγκατασταθεί στο σύμπαν από το ξεκίνημα του, γεγονότα, ή άλλες αναπόφευκτες συνθήκες και με τρόπο μονοσήμαντο.

Έτσι, που ήταν δυνατόν να γνωρίζουμε την ύλη και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο, θα ήταν εφικτό να προσαρμόσουμε κάθε σημείο του σύμπαντος, σε σύνολο χρόνο!

Η φυσική επιστήμη (η φυσιογνωσία) είναι οπωσδήποτε πειραματική επιστήμη, ως δίδαξε ο Επίκουρος. Ο Νεύτωνας δήλωνε πως δεν έκανε υποθέσεις και πως, από τα πειραματικά ευρήματα, είχε συμπεράνει τις βασικές του έννοιες και νόμους κατά τρόπο αιτιακό. Αλλά και, η κατά τα άλλα ρηξικέλευθη, θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν δεν αμφισβήτησε την καθιερωμένη αρχή της Αιτιότητας – Αιτιοκρατίας.

Η Νευτώνεια και η Σχετικιστική Φυσική, λοιπόν, εντάσσονται στη Ντετερμινιστική λογική και με την αντίληψη αυτή υπηρέτησαν και υπήρξαν την επιστήμη και τη θεωρητική σκέψη με μεγάλη επιτυχία. Η έννοια της αστοχίας, της πιθανότητας και του τυχαίου, στις πιο πάνω θεωρίες Νεύτωνα και Αϊνστάιν, λογίζονται – υπάγονται, μόνον, στη γενική «θεωρία σφαλμάτων».

Η Κβαντομηχανική και η στατιστική πιθανολογία

Ωστόσο, στο μεταίχμιο του 20ου αι., τόσο στην κλίμακα του σύμπαντος (μεγάκοσμος), όσο και σ’ αυτήν του ατόμου της ύλης (μικρόκοσμος), εμφανίζονται σοβαρά προβλήματα στην εκτέλεση πληθώρας πειραμάτων, στα οποία η καθιερωμένη φυσική του Νεύτωνα, καθώς και η αντίληψη πως ο φυσικός μπορεί να συνάγει θεωρητικές έννοιες από πειραματικά δεδομένα, αμφισβητήθηκαν, καθώς βρέθηκαν σε αδυναμία να απαντήσουν και να δώσουν λύσεις. Συναφώς, αμφισβητήθηκε και ο συνεπαγόμενος της Νευτώνειας φυσικής, Ντετερμινισμός.

Το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης αμφισβήτησης της Αιτιοκρατίας, στη όλη συζήτηση γύρω απ’ αυτήν, παρουσιάζεται με επίκεντρο τα σύγχρονα πορίσματα της Κβαντομηχανικής.

Η πλήρης διατύπωση της Κβαντικής θεωρίας με την Κβαντομηχανική , συντελέστηκε το 1926 στην Κοπεγχάγη, και το 1927 στο περίφημο συνέδριο του Σολβέυ. Και αυτή, η Κβαντομηχανική δηλ. θεωρία, προπαντός, ερμηνεύτηκε από την λεγόμενη «Σχολή της Κοπεγχάγης», ερμηνεία που υποστηρίχθηκε από μια πολύ δυνατή πλειοψηφία επιστημόνων, οι οποίοι εγκατέλειψαν τις αιτιοκρατικές εξηγήσεις των φυσικών φαινομένων (στο μικρόκοσμο) και τάχθηκαν με την άποψη της τυχαιότητας , ακριβέστερα, με την, στη φύση.

Τον ακρογωνιαίο λίθο ερμηνείας της Κβαντικής Μηχανικής από τη «Σχολή της Κοπεγχάγης», συνίσταται η «Αρχή της βεβαιότητας (ή της απροσδιοριστίας)» του Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, μαζί με την «Αρχή της Συμπληρωματικότητας» του Νιλς Μπορ.

Κατά την «Αρχή της αβεβαιότητας » του Χάιζενμπεργκ, η γνώση για τη θέση ενός σωματιδίου είναι συμπληρωματική της γνώσης για την ταχύτητα ή την ορμή του, και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε και τις δύο με την ίδια ακρίβεια. Αυτή δε, η σχέση αβεβαιότητας, είναι άμεση συνέπεια του κυματοσωματιδιακού δυϊσμού της ύλης, που περιγράφει η “Αρχή της Συμπληρωματικότητας” του Μπορ.

Εξαιρετικά σημαντικό όμως είναι ότι:

Το τετράγωνο του μέτρου της Κυματοσυνάρτησης (ως συνάρτησης πυκνότητας πιθανότητας στην εξίσωση Σρέντινγκερ) έχει φυσικό νόημα, καθώς, κατά τον Μαξ Μπορν, (μαθηματικά) εκφράζει την πυκνότητα πιθανότητας να βρεθεί ένα σωματίδιο που περιγράφεται από την κυματοσυνάρτηση αυτή, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο στοιχειώδες όγκος.

Η ανωτέρω διαπίστωση του Μαξ Μπορν είναι ακριβώς αυτή που καίρια κλονίζει την «Αιτιότητα».

Ανακοινώνοντας τη δική του ερμηνεία για την κυματική συνάρτηση του ηλεκτρονίου του Σρέντινγκερ, με βάση την εύρος πιθανότητας, ο Μαξ Μπορν παρατηρεί τα εξής:

«Εδώ βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το πρόβλημα του Ντετερμινισμού στο σύνολο του. Από την πλευρά της δικής μας Κβαντομηχανικής όμως, δεν υπάρχει ποσότητα που να παραμένει αιτιακή στην περίπτωση ενός μεμονωμένου φαινομένου κρούσης. Και στην πράξη δεν έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι υπάρχουν εσωτερικές ιδιοκαταστάσεις του ατόμου που υπαγορεύουν μια καθορισμένη διαδρομή κρούσης.

Μπορούμε, άραγε, να ελπίζουμε ότι θα έχουμε τέτοιες ιδιοκαταστάσεις αργότερα και ότι θα είμαστε σε θέση να ορίσουμε για κάθε μεμονωμένη περίπτωση; Ή μήπως πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η συμφωνία θεωρίας και πειράματος σχετικά με την αδυναμία να καθοριστούν οι παράγοντες της αιτιακής μεταβολής είναι μια προκαθορισμένη αρμονία, που βασίζεται στην μη ύπαρξη τέτοιων παραγόντων;

Προσωπικά κλείνω προς την άποψη ότι ο ντετερμινισμός δεν ισχύει στον ατομικό κόσμο. Όμως αυτό παραμένει ένα φιλοσοφικό ερώτημα, διότι τα φυσικά επιχειρήματα δεν έχουν καταλήξει τελεσίδικα».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα όμως, πάνω στο θέμα της υπάρξεως ή όχι Αιτιότητας στη φύση, είναι και η διάλεξη του Max Born κατά την τελευταία βράβευση του με τον Νόμπελ, (1954) για τη θεμελιώδη έρευνα του στην κβαντομηχανική. Μάλιστα βραβεύτηκε, ακριβώς για τη στατιστική ερμηνεία της Κυματοσυνάρτησης του Έρβιν Σρέντιγκερ, ένα πεδίο στο οποίο είχε εργαστεί μόνος του. Το Ενδεικτικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την ομιλία του Μπορ, όπου εξετάζει τα φιλοσοφικά συμπεράσματα του έργου του:

«Πιστεύω ότι ιδέες όπως η απόλυτη βεβαιότητα, η απόλυτη ακρίβεια, η τελική αλήθεια, κ.λπ. αποτελούν επινοήματα της φαντασίας που δεν πρέπει να αναμειγνύονται σε κανένα πεδίο της επιστήμης. Από την άλλη πλευρά, κάθε πρόταση πιθανότητας είναι είτε ορθή, είτε λανθασμένη, από την οπτική γωνία της θεωρίας πάνω στην οποία βασίζεται. Αυτή η «χαλαρωτική σκέψη» (γερμ.: «Lockerung des Denkens». Υπονοεί και τη κινητοποίηση της συνείδησης) μου φαίνεται ότι είναι η μεγαλύτερη ευλογία που μας προσφέρει η σύγχρονη επιστήμη.

Γιατί η πίστη σε μία μοναδική αλήθεια και στην κατοχή της από κάποιον άνθρωπο, αποτελεί τη ρίζα όλων των κακών στον κόσμο».

Έτσι, στο ατομικό επίπεδο, τα στοιχεία που περιγράφουν τις κινήσεις και τη δυναμική των στοιχειωδών σωματιδίων, δεν μπορούν να προσδιοριστούν «αιτιακά», δηλ. γνωρίζοντας την προηγούμενη κατάσταση, σ’ ένα μονωμένο σύστημα, να καθορίσουμε και τη μελλοντική.

Αυτό μπορεί να γίνει μόνον πιθανολογικά – στατιστικά . Μάλιστα, μπορούμε να προβλέψουμε τη θέση ενός σωματιδίου, αλλά όχι ταυτόχρονα και την ταχύτητά του.

Και το συμπέρασμα που συνάγεται από την έρευνα τέτοιων φαινομένων, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δείχνει ότι αυτή η αδυναμία δεν έχει να κάνει με το επιστήμονα να παρατηρήσει και να μελετήσει τα φυσικά φαινόμενα, αλλά σε συγκεκριμένη ιδιότητα της ύλης. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα περίεργο είδος φυσικής πραγματικότητας, που χαρακτηρίζεται από μια “εγγενή ανορθολογικότητα”.

Ο λόγος που δεν βλέπουμε αυτή την αβεβαιότητα – τυχαιότητα στην καθημερινότητα, παρά μόνον το σκληρό πρόσωπο της Αιτιοκρατίας, είναι ότι εμφανίζεται σε φαινόμενα εξαιρετικά μικρής κλίμακας. Εμφανής γίνεται στον μικρόκοσμο, και αυτό δεν αποτελεί καμία ιδιαιτερότητα, αφού κάθε φυσική θεωρία έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής.

Πάντως ισχύει: Όταν οι κβαντικοί αριθμοί του παρατηρούμενου συστήματος είναι μικροί, όπως στην περίπτωση των υπατομικών φαινομένων, τότε η αβεβαιότητα που καθορίζεται από την αρχή της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, για τις θέσεις και τις ορμές των μαζών του συστήματος, γίνεται σημαντική.

Όταν όμως οι κβαντικοί αριθμοί του συστήματος είναι μεγάλοι, τότε το ποσοτικό μέγεθος της απροσδιοριστίας, που καθορίζεται από την αρχή του Χάιζενμπεργκ, γίνεται ασήμαντο και οι αριθμοί της πιθανότητας στη συνάρτηση κατάστασης μπορούν να συγκεντρωθούν. Αυτό αληθεύει στα μεγάλα, κατά την κοινή αντίληψη, αντικείμενα.

Είναι τότε που η κβαντομηχανική παράγει, σαν ειδική περίπτωση της, η Νευτώνεια και Αϊνστάνεια μηχανική, και η «ανίσχυρη αιτία» – Πιθανοκρατία της Κβαντομηχανικής, καθίσταται «ισχυρή αιτιότητα» – Ντετερμινισμός στη Νευτώνεια και Αϊνστάνεια φυσική.

Οπωσδήποτε, η Κβαντομηχανική άλλαξε την κατάσταση. Οι φυσικές επιστήμες πλέον δεν περιγράφουν και δεν εξηγούν απλώς τη φύση. Είναι μέρος από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στη φύση και τους εαυτούς μας. Περιγράφουν τη φύση, όπως αυτή φανερώνεται στη μέθοδο των ερωτήσεων μας.

Φάνηκε, ότι η υλική φύση δεν είναι ένα κλειστό σύστημα που βασίζεται σε αυστηρούς νόμους, και τα φυσικά φαινόμενα δεν ερμηνεύονται πλέον, με συνεπή τρόπο, σ’ ένα μαθηματικό τετραδιάστατο χωροχρόνο. Ωστόσο, ότι ο ανθρώπινος νου δεν θα αποκτήσει ποτέ την ικανότητα να κατανοήσει τον κόσμο με την λογική.

Η Κβαντομηχανική, είναι αλήθεια, εκδηλώνεται μέσα και από πολλά «παράδοξα». Ωστόσο, δεν συνιστά, απλά, μια αφηρημένη φυσική θεωρία, αφού οι εφαρμογές της σήμερα είναι μεγάλης σπουδαιότητας και κυριολεκτικά αμέτρητες. Ο,τιδήποτε κρατάμε στα χέρια μας ή εξαρτόμαστε απ’ αυτό – Το διαδίκτυο, η κινητή τηλεφωνία, η μαγνητική τομογραφία, ο φακός LED, η ακτίνα λέιζερ κ.λπ. κλπ. – οφείλουν την υπάρξη τους στην κβαντομηχανική.

Διαπιστώνεται, ακόμα, ότι συνάρτηση πιθανότητας, αυτή που στην θεωρία της κβαντομηχανικής υποκαθιστά τους αιτιακούς νόμους της κλασσικής φυσικής, περιέχει και το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της με το μηχάνημα μέτρησης. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματικότητα (σε πειράματα παρατήρησης μικροσωματιδίων) μεταβάλλεται, εξαρτώμενη από το αν παρατηρούμε ή όχι!

Τα δεδομένα αυτής της σύγχρονης φυσικής (δηλ. της κβαντομηχανικής), επιφέρουν τεράστια μεταβολή στις αντιλήψεις των επιστημόνων περί της Αιτιοκρατίας. Έτσι, οι επιστήμονες, στην πλειονότητά τους, συνειδητοποιούν ότι το σχήμα “Αιτιότητα = Μηχανικισμός = Ορθολογισμός” δεν ήταν πλέον λειτουργικό. Στη συνέχεια, πεπεισμένοι ότι: “η Κβαντομηχανική αποδεικνύει οριστικά το γεγονός ότι ο νόμος της αιτίας δεν ισχύει”, άρχισαν, σταδιακά όλο και περισσότερο, να εγκαταλείψουν και να προσφύγουν στην «Αναιτιοκρατία», πιο σωστά την «Πιθανολογία», η οποία μαθηματικά εκφράζεται με «στατιστικές μήτρες», ή «συναρτήσεις πιθανότητας», ή «κύματα πιθανότητας» (κατά τον Μπορν) στο χώρο των πολλών διαστάσεων, είναι μια μάλλον αφηρημένη μαθηματική ποσότητα.

Υπάρχουν, βέβαια και αυτοί που επιμένουν στην Αιτιοκρατία, όπως ο πατέρας της Κβαντικής Θεωρίας Max Planck και ο θεμελιωτής της Θεωρίας της Σχετικότητας Albert Einstein, ο οποίος πεπεισμένος ότι “o θεός δεν παίζει ζάρια” αναζητεί -χωρίς επιτυχία- κάποιες “κρυμμένες μεταβλητές”. που θα δώσουν στη σύγχρονη (κβαντική) φυσική αυτό που της λείπει για να την κάνει ντετερμινιστική. Άλλοι, πάλι, ζητούν να αναγνωριστεί ισότιμα ​​δίπλα στον (φυσικό) νόμο και η τυχαιότητα, άλλοι να τεθούν «βαθμοί / διαβαθμίσεις» στο ζήτημα της αιτιότητας και της φυσικής αλήθειας, κ.λπ.

Οι προβληματισμοί αυτοί, και εν τέλει το ερώτημα: Υπάρχει “Αιτιοκρατία, ή Αναιτιοκρατία”; σοβαρή “κρίση στην επιστήμη της φυσικής”, με επίκεντρο, φυσικά, τις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης, όπου αίφνης εγείρεται και ένα πελώριο ηθικής τάξεως ζήτημα:

“Αν και κατά πόσον, η δραματική αυτή στροφή της ιστορίας της φυσικής, δηλ. η μαζική αποδοχή του Ιντετερμινισμού στην Κβαντική θεωρία, ήταν απόρροια των εσωτερικών εξελίξεων στη Φυσική, ή μήπως σ’ αυτό συνέβαλαν οι κοινωνικοί – πολιτικοί – ιδεολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες της εποχής, του μεσοπολέμου στην ηττημένη του Α’ Π.Π. Γερμανία, το γενικότερο δηλαδή πνεύμα της εποχής”.

Η συζήτηση για το θέμα αυτό υπήρξε, και ακόμη είναι, μεγάλη. Καταγράφονται δε ποικίλες απόψεις, όλες τις ενδιαφέρουσες. Ένα κοκτέιλ παραγόντων, όπου η Κβαντομηχανική εμπλέκεται με την τρέχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση, τον εθνικοσοσιαλισμό ιδιαίτερα, και διάφορα φιλοσοφικά ρεύματα, όπως η νέο-ρομαντική, υπαρξιστική «Φιλοσοφία της ζωής» (H “Lebensphilosophie” την οποίαν ο Γκέοργκ Λούκατς θεωρεί ως την κυρίαρχη ιδεολογία ολόκληρης της ιμπεριαλιστικής περιόδου στη Γερμανία), ο θετικισμός, ανορθολογικά ρεύματα, η ψυχανάλυση κ. ά.

Κλίνοντας το κεφάλαιο για τη σύγχρονη φυσική, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ακόμα και οι απλές γενικές έννοιες, όπως «η ύπαρξη», «ο χώρος», «ο χρόνος», δεν θα μπορέσουν ποτέ να καθοριστούν με καθαρή-κατανοητή λογική και να φτάσουν. σε μια “απόλυτη αλήθεια”. Ωστόσο, για όλες τις έννοιες μπορούν να καθοριστούν, με ακρίβεια, “σχέσεις” ανάμεσά τους. Και αυτές οι έννοιες, αν αποτελούν μέρος ενός συστήματος αξιωμάτων και ορισμών, αυτό το σύστημα μπορεί να εκφραστεί με συνέπεια από ένα μαθηματικό σχήμα.

O Χάιζενμπεργκ προτρέπει, “ανοιχτές τις πόρτες να φυλάμε” για την είσοδο καινούργιων εννοιών, ακόμα και σε εκείνα τα μέρη της επιστήμης όπου οι παλιές έννοιες υπήρξαν πολύ πρόσφορες στην κατανόηση των φαινομένων, και χρήσιμες. Άλλωστε οι γνώσεις που έχουμε κατακτήσει, ένα πολύ μικρό (εντελώς μηδαμινό) μόνο μέρος αποτελούν στο σύνολο τους.

Όσο για την “Αιτιότητα”, μέγα θέμα της φυσικής και της φιλοσοφίας, διαφαίνεται να (συν)υπάρχουν οι δύο βασικές αντιτιθέμενες απόψεις , αλλά με σοβαρές αποχρώσεις στην εφαρμογή τους, όπως και με σημεία σύγκλισης.

Κατά τον Χάιζενμπεργκ, το ζήτημα της «Αιτιότητας» τοποθετείται ακριβώς στη μέση πραγματικότητα και πιθανότητας, δηλαδή ανάμεσά του Νευτώνειου τύπου Ντετερμινισμού και του Ιντετερμινισμού της Κβαντομηχανικής. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ας έχουμε υπ’ όψιν μας ότι: “Πρώτη πράξη του επιστήμονα θα είναι πάντα η πνευματική εντιμότητα”.

Ο Επίκουρος: Φυσική θεωρία – Παρέγκλιση και Τυχαιότητα

«Χάμω σερνόταν η ανθρώπινη ζωή, να την κλαις βλέποντας την μπρος στα μάτια, πλακωμένη κάτω από το βάρος μιας θρησκείας, που προβάλλει κεφάλι απ’ τις χώρες τ’ ουρανού απείλησε τους θνητούς με την τρομερή της όψη.

Οπότε πρώτος ένας Έλληνας, ένας άνθρωπος, τόλμησε να σημαδέψει τα μάτια του κατεπάνω και πρώτος να σταθεί μπροστά της.

Αυτόν δεν τον κράτησαν των θεών τα παραμύθια, ούτε οι κεραυνοί, ούτε ο ουρανός με τ’ απειλητικό μουρμουρητό του. Περίσσια του κέντρισαν της ψυχής το αψύ θάρρος και πιο πολύ του άναψαν τον τρόπο να ξετινάξει πρώτος τις σφιχτές της φύσης κλειδωνιές.

Η ζωντανή ορμή του νου θριάμβευσε. Διάβηκε τους φλογισμένους φράχτες του σύμπαντος και το αμέτρητο όλο περπάτησε με το νου και τη σκέψη. Κείθε μας γύρισε νικητής, για να μας πει τι μπορεί να γίνει και τι όχι, και τους κανόνες που ορίζουν κάθε πράξη, σύμφωνα μ’ ατράνταχτους νόμους.

Έτσι, δαμασμένη ή θρησκεία πατιέται με τη σειρά της κάτω από τα πόδια μας, κι εμείς η νίκη μας υψώνει στα ουράνια».

Τίτου Λουκρήτιου Κάρου (Ύμνος προς τον Επίκουρο): “De rerum natura” I , 62 – 79).

Ο Επίκουρος, υλιστής φιλόσοφος, ήταν οπαδός της ατομικής θεωρίας των Λεύκιππου – Δημόκριτου (με κάποιες θεωρητικές διαφορές). Τα μόνα πράγματα που υπάρχουν είναι άτομα και κενό, δίδασκε ο Επίκουρος, και τα δύο αυτά είναι άπειρα. Επομένως και το σύμπαν είναι απεριόριστο, και το διέπουν οι φυσικοί νόμοι ακλόνητοι και απαραβίαστοι, όπως βεβαιώνει και ο Λουκρήτιος, που πιστά τον εκφράζει.

Κατά τον Επίκουρο “τίποτα δεν προκύπτει ποτέ από το τίποτα” και υποδεικνύει ότι: Όλα τα γεγονότα έχουν αιτίες, γνωστές ή άγνωστες. Οι δε αιτίες κατά τον Αθηναίο σοφό, όπως και κατά τον Σταγειρίτη, είναι τρεις. “Κάποια πράγματα συμβαίνουν εξ ανάγκης, άλλα κατά τύχη, άλλα μέσω της δικής μας πράξης”.

Από τις τρεις επιστολές του Επίκουρου, που ο Διογένης Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.) μας διέσωσε, σταχυολογώ:

Επιστολή προς Μενοικέα:

«Ο (φιλοσοφημένος) άνθρωπος περιγελά το πεπρωμένο {που κάποιοι (σημ.: Οι Στωικοί) το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων}, λέγοντας μάλλον πως, από τα πράγματα που γίνονται από ανάγκη, κάποια άλλα από, άλλα τύχη από τη δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξηγείται από κανέναν άλλον, και φυσικά επιδέχεται τον ψόγο όσο και τον έπαινο».

Επιστολή προς Ηρόδοτο:

«εξ αιτίας του αρχικού σχηματισμού της ύλης σε τέτοιες συσσωρεύσεις, στη φάση της γέννησης του κόσμου, προκαλείται και αυτός ο νόμος της περιοδικότητας στην κίνηση του. Επιπλέον, πρέπει να θεωρούμε ότι το έργο της «φυσιολογίας» (δηλ. της φυσικής) είναι να εξακριβώσουμε την αιτία των πιο βασικών φαινομένων της.

Και πρέπει να εξετάσουμε με προσοχή, με πόσους τρόπους ένα φαινόμενο εμφανίζεται στη γη, όταν ερευνούμε τη λογική των αιτιών των ουρανίων φαινομένων και όλων αυτών που είναι πέραν της ικανότητας των αισθήσεων.

Επειδή, αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε ορθά τις αιτίες που προκαλούν την ταραχή και τον φόβο μας, και καθορίζοντας τις πραγματικές αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όλων των άλλων φαινομένων που συμβαίνουν τυχαία κάθε τόσο, θα απαλλαγούμε από όλα αυτά που φοβούνται στον ύψιστο. βαθμό τους άλλους ανθρώπους».

Επιστολή προς Πυθοκλή:

«και ούτε πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε με τη βία μια απίθανη θεωρία, και ούτε πρέπει να επιζητούμε η θεωρία αυτών των (ουρανίων) φαινομένων να είναι σε όλα τα όμοια, είτε με τη συζήτηση των θεωριών αυτών πάνω στα διάφορα είδη της ανθρώπινης ζωής. , είτε με τη λύση των άλλων φυσικών προβλημάτων. Γιατί δεν πρέπει να μελετήσουμε τη φύση σύμφωνα με τις υπάρχουσες υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, αλλά σύμφωνα με αυτά που απαιτούν τα φαινόμενα».

«Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε τη μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Κι’ αυτό, προκειμένου να καταλήξουμε – με διαφορετικούς τρόπους και κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός – μοναδικού τρόπου εξήγησης».

«Αυτοί που δέχονται μία μόνο εξήγηση και μάχονται ενάντια στη μαρτυρία των φαινομένων έχουν υποβάλει σε λάθη σχετικά με τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιτύχει τη γνώση.

Διότι, αν και οι δύο εξηγήσεις δεν αντιμάχονται τα φαινόμενα, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε ποιες περιπτώσεις οφείλονται σε μία (εξήγηση) τα αίτια, και σε ποιες στην άλλη (επί δε ποιοίς παρά τούτο ή τούτο το αίτιον γίνεται ουκ έστι συνιδείν)

Αλλά το να αποδίδει κανείς μία μοναδική αιτία σε φαινόμενα, όταν αυτά υποβάλλονται σε πολλές, είναι παραφροσύνη. Και γίνεται εντελώς εσφαλμένα, από άτομα που είναι οπαδοί αστρολογικών αντιλήψεων, που δίνουν ερμηνείες σε μάτην, για τις αιτίες κάποιων από τα φαινόμενα, ενώ δεν απαλλάσσουν πάντα τη θεία φύση από βάρος».

Η επινόηση της “παρέγκλισης”

Όμως, η ιδιοφυία του Επίκουρου, προχώρησε ακόμα πιο πέρα ​​από τις πιο πάνω έξοχες παρατηρήσεις και νουθεσίες, όπου σαφώς η Φυσιολογία (Φυσική) καθορίζεται ως πειραματική επιστήμη, ενώ διακρίνεται αιτιοκρατική θεμελίωση και τεκμηρίωση της.

Συγκεκριμένα, διατυπώνοντας την ρηξικέλευθη και την πρωτότυπη ιδέα της “παρέγκλισης” (λατ.: clinamen) των ατόμων, ο Επίκουρος “παρεκκλίνει” από το αιτιοκρατικό φυσικό μοντέλο για την τυχαιότητα των φυσικών γεωγραφικών.

Πρέπει να τονίσουμε: Το φαινόμενο της παρέγκλισης αναφέρεται στην κίνηση των στοιχειωδών σωματιδίων (των ατόμων) της ύλης. Είναι μια – από τις τρεις – μορφή κίνησης των ατόμων. Πουθενά ο Επίκουρος δεν σημειώνει απροσδιοριστίες στον μεγάλο κόσμο. Έτσι, σε μακροσκοπικό (όπως θα λέγαμε σήμερα) επίπεδο δεν χάνονται αναγκαίως οι λογικές ερμηνίες, η τάξη και η κανονικότητα.

Με αυτήν, την (μεγαλειώδη) επινόηση της “παρέγκλισης”, πρώτη και κυριότερη αρχή της δημιουργίας (όπως το BING BANG; – ίσως), ο Επίκουρος καταφέρνει να ερμηνεύσει καλλίτερα: Την πορεία – εξέλιξη της δημιουργίας, το τυχαίο, το απρόοπτο, το απροσδόκητο, τον αυθορμητισμό, την ενδεχομένη στα φυσικά φαινόμενα.

Την ύπαρξη ελευθερίας βούλησης και συνεπακόλουθα την ελευθερία του ατόμου – τη χειραφέτησή του από τα δεσμά της μοίρας, καθώς και την έννοια της υπευθυνότητας και ηθικής ευθύνης του.

Κατά τον Επίκουρο, τα άτομα της ύλης προσδεμένα – συσσωματωμένα στην μάζα που ανήκουν μέσα σε (νοητό) πλέγμα, το «πλεκτικόν», κινούμενα «κατά πάλσιν και περίπαλσιν», και βρισκόμενα σε κατακόρυφη πτώση μέσα στα πελωρίων διαστάσεων μεταξύ τους κενό λόγω του βάρους. τους, σε κάποιο απροσδιόριστο, τυχαίο, σημείο της διαδρομής τους και κατά χρονικά διαστήματα παντελώς ανύποπτα, “παρεκκλίνουν” της κατακόρυφης πορείας τους.

Στο έργο του Λουκρήτιου (94-55 π.Χ.): “De Rerum Natura” (II, 216-224), υπάρχει εκτενέστατη σχετική αναφορά, που εστιάζεται ακριβώς στην αναίτια (sine causa) Επικούρεια “παρέγκλιση (Declinatio)”.

Μετά ταύτα, το «κρίσιμο συμπέρασμα» μας είναι: Το σύστημα του Επίκουρου, στο σύνολο του, απορρίπτει κάθε ιδέα αρχικής αιτίας και τελικής αιτίας.

Η «παρέγκλιση» των ατόμων της ύλης, έχει συνέπεια η όλη (φυσική και ηθική) φιλοσοφία του Επίκουρου να καθίσταται -επιπροσθέτως- και τυχαιοκρατική, μη αυστηρά και καθ' ολοκληρίαν αιτιοκρατική. Και αυτό δεν συνιστά καμία αντίφαση!

Είναι γνωστό, βέβαια, ότι ο Επίκουρος είναι ανοιχτός στην έρευνα και δεκτικός σε πολλαπλές ερμηνίες φαινομένων, αρκεί βέβαια τα πειραματικά δεδομένα τους να μην «αντιμαρτυρώνονται» .

«Και πρέπει πάντα να θυμόμαστε τη μέθοδο των πολλαπλών αιτίων, και να ερευνούμε τις υποθέσεις και τις αιτίες που είναι σύμφωνες με αυτές, και να μην αποβλέπουμε σε ανακόλουθες εξηγήσεις που διογκώνουμε χωρίς αιτία. Πρόκειται να καταλήξουμε – με διαφορετικούς τρόπους κατά περίπτωση – στη μεθοδολογία του ενός – μοναδικού τρόπου εξήγησης». (Επιστολή προς Πυθοκλή 95)

Η παρέγκλιση – δημιουργός δεν έρχεται, δηλ. δεν ενεργεί, αντίθετα με την κατεύθυνση της φύσης, ούτε πραγματικά αντιβαίνει ή παρεμποδίζει τους νόμους της (όπως χωρίς κανένα περιορισμό κάνει ένα θαύμα μιας θεότητας). Και είναι βέβαιο ότι η «τάξη» του σύμπαντος κατά κανένα τρόπο – ούτε κατ’ ελάχιστον – διασαλεύεται από την υιοθέτηση της τύχης στην Επικούρεια φυσιολογία.

Ο Μητρόδωρος, θωρακισμένος με την ακαταμάχητη φιλοσοφία του φίλου-δασκάλου του Επίκουρου, δεν πτοείται από τα τυχόν εμπόδια (τις αναποδιές) που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Δεν σκιάζεται από ατυχήματα του τυχαίου. “ Ω τύχη ”, αναφωνεί, “σε πρόλαβα και έφραξα κάθε σου πέρασμα”!

Πάντως, με την παρέκκλιση, η ατελέσφορη Νομοκρατία θέλει να διαφέρει τον κόσμο και η λογική Αιτιοκρατία δεν συνιστά τον μοναδικό κανόνα των αλλαγών στη Φύση, η οποία δεν χρειάζεται δημιουργό θεό, ή κάποια ρυθμιστική νόηση.

Κατά την άποψή μας:

Η κάθε, αυθόρμητη και τυχαία, παρέκκλιση, και είναι αυτές πραγματικά απειράριθμες, που είναι μια δύναμη εσωτερικών ατόμων ως την όρισε ο Επίκουρος, μετά την επέλευση της εξαφανίζεται και στη συνέχεια αφήνει ξανά τον ανοιχτό χώρο στην αναγκαιότητα, στο νόμο.

Με αυτόν τον τρόπο, αν δηλ. κάτι τέτοιο ισχύει, μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι: Αιτιοκρατία και Αναιτιοκρατία συνυπάρχουν και συγκυβερνούν τον κόσμο.

Ως προς την «Ελεύθερη βούληση»: Είναι γενικά παραδεκτό ότι η Φυσική δεν είναι ούτε επιστημονικά, ούτε οντολογικά ουδέτερη. Και οι “αληθές” των Φυσικών επιστημών ταυτίζεται με το “δίκαιο” των Ανθρωπιστικών. Πιο πάνω επανειλημμένα είπαμε ότι, κατά τους ντετερμινιστές, οι φυσικοί νόμοι και όσα εξ αυτών συνεπάγονται, γίνονται εκδηλώσεις σκληρής αναγκαιότητας.

Άρα, κατ’ επέκταση, και ο άνθρωπος, αναπόσπαστο μέρος της φύσεως, διαγράφει πορεία προκαθορισμένη από αδιάκοπη αλληλουχία αιτιών και αποτελεσμάτων, σε μια ατελεύτητη αιτιοκρατική αλυσίδα, απ’ την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Και η ζωή, λοιπόν, σαν όλα τα φυσικά φαινόμενα που υπακούουν στην αδυσώπητη αιτιοκρατία – αναγκαιότητα, βρίσκεται κι’ αυτή σε μονόδρομο, χωρίς διαφυγή.

Μετά από αυτή την ανάλυση στο “λογικό συμπέρασμα” είναι ότι στους ανθρώπους δεν φαίνεται να λειτουργεί η λεγόμενη “Ελεύθερη βούληση”, και κατά συνέπεια….

Δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ποτέ καμία ευθύνη, σε κανέναν άνθρωπο, για την πράξη του!

Πρόκειται για σοβαρό επακόλουθο του άκρατου και χωρίς εξαιρέσεις Ντετερμινισμού, που όπως καθαρά βλέπουμε έχει τρομακτικές συνέπειες και εκτός της Φυσικής περιοχής, όπως είναι αυτά της Ηθικής, της Κοινωνιολογίας, της Νομικής και του Δικαίου.

Και τίθεται το αμείλικτο ερώτημα: Ανεξήγητη, λοιπόν, είναι (;) και θα παραμείνει έτσι εσαεί (;), η από τη φυσική πραγματικότητα, τη θρησκεία και τους κειμένους αστικούς νόμους εγνωσμένης «ελευθερία βούλησης» του ανθρώπου;

Ο Επίκουρος έδωσε απάντηση σ’ αυτό το πολύ δύσκολο ερώτημα, στα πλαίσια της λογικής και των δυνατοτήτων της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας. Η «Ελευθερία βούλησης» του ανθρώπου, που βέβαια αποδίδεται ο Επικουρισμός, ερμηνεύεται ομοίως με την τυχαία και απρόβλεπτη συμπεριφορά των ατόμων της ύλης, όπως διατυπώνεται στην θεωρία του, αυτή της «παραγωγής». Με άλλα λόγια, η “παρέγκλιση” (στην ύλη) είναι και η πηγή της ελευθερίας βούλησης (στον άνθρωπο).

Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης γράφει: «Ο αυθορμητισμός, αρχίζοντας στα άτομα της ύλης με την παρέκκλιση, φτάνει στον θρίαμβο του στην ανθρώπινη συνείδηση». “ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου”, σελ. 368)

Σωστά, λοιπόν, διατείνεται ο Λουκρήτιος (DRN. 254-260) ότι τα άτομα με την απόκλιση τους από την ευθεία κίνηση σπάζουν τα “δεσμά της οικουμένης” (fati foedera), έτσι που πια, να μην ακολουθεί επ’ άπειρον η μία αιτία. την άλλη. Έτσι που πια, η δύναμη της βούλησης, αποσπασμένη από το πεπρωμένο, να μας οδηγεί και να προχωρούμε εκεί, όχι επειδή είναι προκαθορισμένο, αλλά επειδή έτσι θέλουμε!

Επίλογος:

Ολοκληρώνεται η τοποθέτησή μας, μικρή συνεισφορά στον μεγάλο προβληματισμό, πάνω σ’ ένα τεράστιο θέμα, με μια Επικούρεια παράθεση, προς τον σοφό άνθρωπο, ο οποίος:

«περιγελά το πεπρωμένο – που κάποιοι το παρουσιάζουν σαν απόλυτο κυρίαρχο των πάντων – λέγοντας, μάλλον, ότι από τα πράγματα κάποια από ανάγκη, κάποια άλλα από τύχη και κάποια άλλα, τέλος, από τη δική μας βούληση. Γιατί η μεν ανάγκη δεν υπόκειται σε ευθύνη, η τύχη από την άλλη μεριά είναι άστατη, αλλά η ελευθερία μας δεν εξηγείται από κανέναν άλλον.

Την τύχη εξάλλου (ο σοφός άνθρωπος) ούτε θεό την θεωρεί όπως πιστεύουν οι πολλοί, αφού τίποτα δεν γίνεται από τον θεό χωρίς τάξη, ούτε πάλι την θεωρεί ως αβέβαιη αιτία. Ούτε πιστεύει ότι από την τύχη δίνεται το καλό ή το κακό στους ανθρώπους για μια ευτυχισμένη ζωή, όμως αυτή (η τύχη) παρέχει την ευκαιρία και την αρχή για μεγάλα καλά, ή για μεγάλα δεινά.

Και πιστεύει, τελικά (ο σοφός), ότι είναι καλύτερα να ατυχήσει σε κάτι που σκέφτηκε σωστά (εὐλογίστως ἀτυχεῖν), παρά να ευτυχήσει χωρίς να έχει συλλογιστεί (ἢ ἀλογίστως εὐτυχεῖν). Γιατί είναι καλύτερο στις ανθρώπινες πράξεις να αποτύχει εκείνος που επιλέχθηκε σωστά, παρά να επιτύχει από ευνοϊκή τύχη, εκείνος που κακώς επιλέχθηκε….». (Επιστολή προς Μενοικέα 133-135)

Νίτσε: Τι πραγματικά “ΕΙΝΑΙ” ο κόσμος;

Μία σύντομη απάντηση μας δίνει ο Νίτσε στο βιβλίο του Χαρούμενη Επιστήμη:

Το καινούργιο μας «άπειρο». Μέχρι πού φτάνει ο προοπτικός χαρακτήρας της ύπαρξης; Έχει η ύπαρξη άλλον χαρακτήρα εκτός απ’ αυτόν; Μήπως δεν μετατρέπεται σε «ανοησία» μια ύπαρξη δίχως ερμηνεία, δίχως «νόημα»; Μήπως, από την άλλη μεριά, κάθε ύπαρξη δεν είναι ουσιαστικά ενεργά αναμεμειγμένη στην ερμηνεία-, Σ’ αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να απαντήσει ακόμη και η πιο επιμελής και ευσυνείδητη ανάλυση και αυτοεξέταση της διάνοιας· γιατί στην πορεία της ανάλυσης αυτής, η ανθρώπινη διάνοια δεν μπορεί να αποφύγει να δει τον εαυτό της κάτω από τις δικές της προοπτικές, και μόνο κάτω απ’ αυτές. Δεν μπορούμε να δούμε γύρω γύρω τη γωνιά στην οποία βρισκόμαστε: είναι καταδικασμένη περιέργεια να θέλεις να μάθεις τι άλλα είδη διανοιών και προοπτικών μπορεί να υπάρχουν: για παράδειγμα, αν κάποια όντα μπορούν να αισθάνονται τον χρόνο να κυλάει προς τα πίσω, ή άλλοτε προς τα μπρος και άλλοτε προς τα πίσω (πράγμα που θα συνεπαγόταν μιαν άλλη κατεύθυνση της ζωής και μιαν άλλη έννοια της αιτίας και του αποτελέσματος). Νομίζω όμως πως απέχουμε πολύ σήμερα τουλάχιστον από τον γελοίο ισχυρισμό ότι μπορεί να έχει κανείς προοπτικές μόνο από τη δική μας γωνιά. Αντίθετα, για μας ο κόσμος έχει ξαναγίνει «άπειρος», στο βαθμό που δεν μπορούμε να αποκλείσουμε τη δυνατότητά του να περικλείει άπειρες ερμηνείες. (Χαρούμενη Επιστήμη)

Ο κόσμος «έχει γίνει άπειρος». Άραγε δεν ήταν άπειρος παλαιότερα; Φυσικά και ήταν μόνο που παλαιότερα ο άνθρωπος τον έβλεπε «από τη δική του οπτική γωνία» και δεν κατάφερνε να αναγνωρίσει ή να αποδεχτεί ή – γιατί όχι; – να απαιτήσει άλλες γωνίες.

Πώς φαίνεται λοιπόν ο κόσμος από τη γωνιά του Νίτσε; Σε ένα άλλο απόσπασμα από τη Χαρούμενη Επιστήμη με τον τίτλο «Να φυλαχτούμε!» μας προειδοποιεί:

Να φυλαχτούμε από τη σκέψη ότι ο κόσμος είναι ένα ζωντανό ον. Ως πού θα εκτεινόταν; Από τι θα τρεφόταν; Πώς θα μπορούσε να μεγαλώσει και να πολλαπλασιαστεί;…

Πρέπει να φυλαχτούμε από την πίστη ότι το σύμπαν είναι μια μηχανή· είναι βέβαιο όχι τo σύμπαν δεν έχει κατασκευαστεί για έναν σκοπό, και το τιμούμε υπερβολικά όταν το αποκαλούμε «μηχανή»…

Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι είναι άκαρδο ή άλογο ή, αντίθετα, προικισμένο με καρδιά και λογικό: το σύμπαν δεν είναι τέλειο ούτε ωραίο, ούτε ευγενικό, ούτε θέλει να γίνει κάτι απ’ όλα αυτά- δεν πασχίζει να μιμηθεί τον άνθρωπο! Δεν το αγγίζει καμιά αισθητική και ηθική κρίση μας! Δεν έχει ένστικτο αυτοσυντήρησης ή κάποιο άλλο ένστικτο και δεν γνωρίζει κανένα νόμο. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι υπάρχουν νόμοι στη φύση. Υπάρχουν μόνο αναγκαιότητες: στο σύμπαν δεν υπάρχει κανείς που να διατάζει, κανείς που να υπακούει, κανείς που να καταπατά. Μόλις καταλάβει κανείς ότι δεν υπάρχουν σκοποί καταλαβαίνει επίσης ότι δεν υπάρχει τυχαίο: η λέξη αυτή έχει νόημα μόνο δίπλα σ’ έναν κόσμο σκοπών. Πρέπει να φυλαχτούμε και να μην πούμε ότι ο θάνατος ανατίθεται στη ζωή. Το ζωντανό είναι απλώς ένας τύπος (και μάλιστα πολύ σπάνιος) αυτού το οποίο είναι νεκρό. (Χαρούμενη Επιστήμη)

Ο άνθρωπος θέλει να αποδώσει στον κόσμο την αιτία αυτού που συμβαίνει μέσα στο νου του. Τον θέλει «εξανθρωπισμένο»· τον θέλει σαν τον εαυτό του· θέλει να τον κατανοήσει με τον ίδιο τρόπο που κατανοεί τον εαυτό του. Ας φυλαχτούμε από το γεγονός όχι νομίζουμε πως μιλάμε για τον κόσμο όταν στην πραγματικότητα μιλάμε για τον εαυτό μας.

Η ζωή δεν είναι επιχείρημα. Φτιάξαμε για τους εαυτούς μας έναν κόσμο μέσα στον οποίο μπορούμε να ζούμε – με την παραδοχή της ύπαρξης σωμάτων, γραμμών, επιφανειών, αιτιών και αποτελεσμάτων, κίνησης και ακινησίας, μορφής και περιεχομένου· χωρίς αυτά τα άρθρα πίστης κανείς δεν θα άντεχε τη ζωή! Αυτό όμως δεν τα αποδεικνύει με τίποτα. Η ζωή δεν είναι επιχείρημα- οι συνθήκες της ζωής μπορεί να περιλαμβάνουν το λάθος. (Χαρούμενη Επιστήμη)

Το γεγονός ότι ο άνθρωπος υπάρχει ήδη στον κόσμο εδώ και αρκετό καιρό δεν σημαίνει ότι κρατά στα χέρια του το κλειδί της πραγματικής ουσίας του κόσμου. Τα ψάρια, οι κατσίκες, οι χήνες και τα βακτήρια πιθανόν να έχουν επιδείξει την ίδια ή μεγαλύτερη μακροζωία και σίγουρα κανείς δεν τολμά να ισχυριστεί ότι «γνωρίζουν» τι «είναι». Ο Νίτσε θέλει να βάλει τον άνθρωπο στη θέση του – όπου ή όποια κι αν είναι αυτή. Θέλει να πάψουμε να ζούμε μέσα στην αυταπάτη· αν δεν γνωρίζουμε ή δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την πραγματική ουσία του κόσμου, τουλάχιστον ας φανούμε γενναίοι και ας το αντιμετωπίσουμε με καθαρή συνείδηση.

Η καλύτερη ιδέα του Νίτσε: Η θέληση για δύναμη

Ο Νίτσε υποστηρίζει ότι ο κόσμος, κατά βάθος, είναι μια σύγκρουση δυνάμεων ή αλλιώς «θελήσεων για δύναμη».

…Η ίδια η ζωή είναι ουσιαστικά οικειοποίηση, επίθεση, υποδούλωση του ξένου και του πιο αδύνατου, καταπίεση, σκληρότητα, επιβολή των ιδίων μορφών, ενσωμάτωση, και, τουλάχιστον, εκμετάλλευση. Η «εκμετάλλευση» δεν αναφέρεται μόνο σε μια ατελή ή πρωτόγονη κοινωνία: αναφέρεται και στην ουσία του όντος ως θεμελιώδη οργανική λειτουργία, αποτελεί το αποτέλεσμα της εγγενούς θέλησης για δύναμη, αυτής ακριβώς που αποτελεί τη θέληση για ζωή. (Πέραν του Καλού και του Κακού)

Αυτή όμως η επιθυμία για ζωή δεν είναι επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας:

Η επιθυμία να διατηρήσουμε τον εαυτό μας είναι έκφραση μιας απελπιστικής κατάστασης, ενός περιορισμού του πραγματικά θεμελιώδους ενστίκτου της ζωής που αποβλέπει στην επέκταση της δύναμης, και που γι’ αυτό το λόγο συχνά θέτει υπό αμφισβήτηση ή και θυσιάζει την αυτοσυντήρηση. Στη φύση δεν κυριαρχούν συνθήκες απελπισίας αλλά το ξεχείλισμα και η σπατάλη, μέχρι σημείου παραλογισμού. Ο αγώνας για την ύπαρξη είναι μόνο μια εξαίρεση, ένας προσωρινός περιορισμός της θέλησης για ζωή. Ο μεγάλος και μικρός αγώνας γίνεται πάντα γύρω από την υπεροχή, γύρω από την αύξηση και την ανάπτυξη, γύρω από τη δύναμη – σε συμφωνία με τη θέληση για δύναμη που είναι η θέληση για ζωή. (Χαρούμενη Επιστήμη)

Αύξηση, ανάπτυξη, σπατάλη, υπεροχή, ξεχείλισμα: αυτά είναι η ουσία της θέλησης για δύναμη που βλέπει ο Νίτσε ως βάση της ζωής. Κατά κανόνα, αυτό που είναι δεν αγωνίζεται να είναι και να μείνει αυτό που είναι, αλλά παλεύει να γίνει κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό, να αναπτυχθεί.

Τι είναι καλό; – Καθετί που ανυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της δύναμης, τη θέληση για δύναμη, την ίδια τη δύναμη.

Τι είναι κακό; – Καθετί που ξεπηδά από την αδυναμία.

Τι είναι ευτυχία; – Το αίσθημα ότι μεγαλώνει η δύναμη – ότι μια αντίσταση υπερνικιέται. (Αντίχριστος)

Όπως συμβαίνει και με το πρόβλημα του «σκεπτόμενου» και του «σκέπτεσθαι» (δεν υπάρχει «εγώ» που «σκέπτεται»), μπορούμε αντιστοίχως να αναρωτηθούμε: τι είναι αυτό που έχει «θέληση» για δύναμη; Απ’ ό,τι φαίνεται, η καλύτερη υπόθεση του Νίτσε μοιάζει λίγο πολύ με εκείνου του φυσικού στη Γενεύη: δεν υπάρχουν πράγματα, μόνο δυνάμεις· και τι κάνουν οι δυνάμεις; Πιέζουν, ωθούν, προσπαθούν να κερδίσουν χώρο, επεκτείνονται.

Το σύμπαν κοιτάζοντάς το απ’ τα μέσα, το σύμπαν ορίζοντάς το και προσδιορίζοντάς το από το «νοητό χαρακτήρα», θα ήταν ακριβώς αυτή η «θέληση για δύναμη» και τίποτα άλλο. (Πέραν του Καλού και του Κακού)

Από εδώ και στο εξής, βλέπουμε την καλύτερη υπόθεση του Νίτσε σχετικά με τη μεταφυσική ουσία του κόσμου.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.86.1–7.87.6

(ΘΟΥΚ 7.75.1–7.87.6: Η καταστροφή του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος) 

Η τύχη των Αθηναίων αιχμαλώτων και των δύο στρατηγών – Γενική αποτίμηση της εκστρατείας

[7.86.1] Ξυναθροισθέντες δὲ οἱ Συρακόσιοι καὶ οἱ ξύμμαχοι, τῶν
τε αἰχμαλώτων ὅσους ἐδύναντο πλείστους καὶ τὰ σκῦλα
ἀναλαβόντες, ἀνεχώρησαν ἐς τὴν πόλιν. [7.86.2] καὶ τοὺς μὲν
ἄλλους Ἀθηναίων καὶ τῶν ξυμμάχων ὁπόσους ἔλαβον κατε-
βίβασαν ἐς τὰς λιθοτομίας, ἀσφαλεστάτην εἶναι νομίσαντες
τήρησιν, Νικίαν δὲ καὶ Δημοσθένη ἄκοντος τοῦ Γυλίππου
ἀπέσφαξαν. ὁ γὰρ Γύλιππος καλὸν τὸ ἀγώνισμα ἐνόμιζέν
οἱ εἶναι ἐπὶ τοῖς ἄλλοις καὶ τοὺς ἀντιστρατήγους κομίσαι
Λακεδαιμονίοις. [7.86.3] ξυνέβαινε δὲ τὸν μὲν πολεμιώτατον αὐ-
τοῖς εἶναι, Δημοσθένη, διὰ τὰ ἐν τῇ νήσῳ καὶ Πύλῳ, τὸν
δὲ διὰ τὰ αὐτὰ ἐπιτηδειότατον· τοὺς γὰρ ἐκ τῆς νήσου
ἄνδρας τῶν Λακεδαιμονίων ὁ Νικίας προὐθυμήθη, σπονδὰς
πείσας τοὺς Ἀθηναίους ποιήσασθαι, ὥστε ἀφεθῆναι. [7.86.4] ἀνθ’
ὧν οἵ τε Λακεδαιμόνιοι ἦσαν αὐτῷ προσφιλεῖς κἀκεῖνος οὐχ
ἥκιστα διὰ τοῦτο πιστεύσας ἑαυτὸν τῷ Γυλίππῳ παρέδωκεν.
ἀλλὰ τῶν Συρακοσίων τινές, ὡς ἐλέγετο, οἱ μὲν δείσαντες,
ὅτι πρὸς αὐτὸν ἐκεκοινολόγηντο, μὴ βασανιζόμενος διὰ τὸ
τοιοῦτο ταραχὴν σφίσιν ἐν εὐπραγίᾳ ποιήσῃ, ἄλλοι δέ, καὶ
οὐχ ἥκιστα οἱ Κορίνθιοι, μὴ χρήμασι δὴ πείσας τινάς, ὅτι
πλούσιος ἦν, ἀποδρᾷ καὶ αὖθις σφίσι νεώτερόν τι ἀπ’ αὐτοῦ
γένηται, πείσαντες τοὺς ξυμμάχους ἀπέκτειναν αὐτόν. [7.86.5] καὶ
ὁ μὲν τοιαύτῃ ἢ ὅτι ἐγγύτατα τούτων αἰτίᾳ ἐτεθνήκει,
ἥκιστα δὴ ἄξιος ὢν τῶν γε ἐπ’ ἐμοῦ Ἑλλήνων ἐς τοῦτο
δυστυχίας ἀφικέσθαι διὰ τὴν πᾶσαν ἐς ἀρετὴν νενομισμένην
ἐπιτήδευσιν.

[7.87.1] Τοὺς δ’ ἐν ταῖς λιθοτομίαις οἱ Συρακόσιοι χαλεπῶς τοὺς
πρώτους χρόνους μετεχείρισαν. ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας
καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι
ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐ-
ναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν
ἐνεωτέριζον, [7.87.2] πάντα τε ποιούντων αὐτῶν διὰ στενοχωρίαν
ἐν τῷ αὐτῷ καὶ προσέτι τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ’ ἀλλήλοις
ξυννενημένων, οἳ ἔκ τε τῶν τραυμάτων καὶ διὰ τὴν μετα-
βολὴν καὶ τὸ τοιοῦτον ἀπέθνῃσκον, καὶ ὀσμαὶ ἦσαν οὐκ
ἀνεκτοί, καὶ λιμῷ ἅμα καὶ δίψῃ ἐπιέζοντο (ἐδίδοσαν γὰρ
αὐτῶν ἑκάστῳ ἐπὶ ὀκτὼ μῆνας κοτύλην ὕδατος καὶ δύο
κοτύλας σίτου), ἄλλα τε ὅσα εἰκὸς ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ
ἐμπεπτωκότας κακοπαθῆσαι, οὐδὲν ὅτι οὐκ ἐπεγένετο αὐτοῖς·
[7.87.3] καὶ ἡμέρας μὲν ἑβδομήκοντά τινας οὕτω διῃτήθησαν ἁθρόοι·
ἔπειτα πλὴν Ἀθηναίων καὶ εἴ τινες Σικελιωτῶν ἢ Ἰταλιω-
τῶν ξυνεστράτευσαν, τοὺς ἄλλους ἀπέδοντο. [7.87.4] ἐλήφθησαν
δὲ οἱ ξύμπαντες, ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν, ὅμως δὲ
οὐκ ἐλάσσους ἑπτακισχιλίων. [7.87.5] ξυνέβη τε ἔργον τοῦτο
[Ἑλληνικὸν] τῶν κατὰ τὸν πόλεμον τόνδε μέγιστον γενέ-
σθαι, δοκεῖν δ’ ἔμοιγε καὶ ὧν ἀκοῇ Ἑλληνικῶν ἴσμεν, καὶ
τοῖς τε κρατήσασι λαμπρότατον καὶ τοῖς διαφθαρεῖσι δυστυ-
χέστατον· [7.87.6] κατὰ πάντα γὰρ πάντως νικηθέντες καὶ οὐδὲν
ὀλίγον ἐς οὐδὲν κακοπαθήσαντες πανωλεθρίᾳ δὴ τὸ λεγό-
μενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀπώλετο, καὶ
ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν ἐπ’ οἴκου ἀπενόστησαν. ταῦτα μὲν τὰ
περὶ Σικελίαν γενόμενα.

***
[7.86.1] Αφού συγκεντρώθηκαν τότε οι Συρακούσιοι κ' οι σύμμαχοί τους, παίρνοντας μαζί τους όσους μπόρεσαν περισσότερους από τους αιχμαλώτους, καθώς και τα λάφυρα, ξεκίνησαν πίσω για την πολιτεία. [7.86.2] Τους άλλους Αθηναίους κι όσους έπιασαν από τους συμμάχους τους, τους κατέβασαν αμέσως στα λατομεία, θεωρώντας πως ήταν ο πιο σίγουρος τόπος να τους κρατήσουνε φυλακισμένους. Το Νικία όμως και το Δημοσθένη, μ' όλο που ο Γύλιππος δεν το ήθελε, τους έσφαξαν. Γιατί ο Γύλιππος θεωρούσε πως θα ήταν ένδοξο κατόρθωμα, αν, πρόσθετα στις άλλες του επιτυχίες, έφερνε στους Λακεδαιμονίους και τους δυο στρατηγούς που είχε νικήσει. [7.86.3] Και σύντυχε ο ένας τους, ο Δημοσθένης, να τους είναι ο πιο μισητός εχτρός, για όσα είχανε σταθεί στην Πύλο και στη Σφακτηρία, ο άλλος όμως, ακριβώς για τα ίδια γεγονότα, ο πιο αγαπητός· γιατί είχε δείξει μεγάλο ζήλο πείθοντας τους Αθηναίους να κλείσουν ειρήνη με τους Λακεδαιμονίους, ώστε ν' αφεθούν ελεύτεροι οι Λακεδαιμόνιοι στρατιώτες που είχαν συλληφθεί στο νησί. [7.86.4] Γι' αυτό τον τιμούσαν οι Λακεδαιμόνιοι πολύ, κι αυτός, από μέρους του, τους είχε μεγάλη εμπιστοσύνη, γι' αυτό παραδόθηκε στο Γύλιππο. Αλλά μερικοί από τους Συρακουσίους φοβήθηκαν, έτσι διαδίδεται, μήπως, επειδή είχαν έρθει σ' επικοινωνία μαζί του, θα τα μαρτυρούσε αν τον εβασάνιζαν, και θα τους δημιουργούσε φασαρίες, τώρα που είχαν όλα τελειώσει καλά· άλλοι πάλι φοβούνταν, και περισσότερο απ' όλους οι Κορίνθιοι, μήπως δωροδοκήσει μερικούς, γιατί ήταν πλούσιος, και τον αφήσουνε να ξεφύγει, και κάποτε, εξ αιτίας του, τους γίνει κανέν' άλλο κακό. Γι' αυτό έπεισαν τους συμμάχους και τον σκότωσαν. [7.86.5] Έτσι λοιπόν θανατώθηκε αυτός από κάποια τέτοια, ή παρόμοια αφορμή υποψίας, ο άνθρωπος που λιγότερο απ' όσους Έλληνες έζησαν στον καιρό μου άξιζε να φτάσει στην άκρα αυτή συμφορά· γιατί είχε φερθεί σ' όλη του τη ζωή ενάρετα σύμφωνα με τα καθιερωμένα.

[7.87.1] Τους αιχμαλώτους στα λατομεία τους μεταχειρίστηκαν στην αρχή εξαιρετικά απάνθρωπα οι Συρακούσιοι. Γιατί καθώς ήτανε σε βαθύ λάκκο της γης και πολλοί μαζί σε στενό χώρο, τους έψηνε στην αρχή ο ήλιος και τους βασάνιζε η πνιγερή ζέστη, γιατί δεν είχαν σκεπή για σκιά· και οι φθινοπωρινές νύχτες που ακολούθησαν ήταν πολύ κρύες, και οι απότομες αυτές αλλαγές της θερμοκρασίας έφεραν πολλές αρρώστιες· [7.87.2] κι όλα τους τυραννούσαν από τη στενότητα του χώρου, όπου τα έκαναν όλα στριμωγμένοι όλοι στο ίδιο μέρος· κι ακόμα χειρότερα γιατί οι νεκροί στοιβάζονταν ο ένας απάνω στον άλλο κοντά στους ζωντανούς, όσοι πέθαιναν από τις λαβωματιές τους ή από τις αρρώστιες του καιρού κι άλλους τέτοιους λόγους, και η βρώμα ήταν ανυπόφορη· εξόν απ' αυτά τους βασάνιζε η πείνα και η δίψα (γιατί έδιναν στον καθένα επί οχτώ μήνες ένα κύπελλο νερό την ημέρα και δυο κύπελλα αλεύρι), κι όλα τ' άλλα, όσα είναι επόμενο να υποφέρουν άνθρωποι ριγμένοι σε τέτοιον τόπο, τίποτα δεν έμεινε που να μην το πάθουν. [7.87.3] Και πέρασαν έτσι κάπου εβδομήντα μέρες όλοι μαζί, έπειτα όμως έκτος από τους Αθηναίους, κι όσους τυχόν Σικελιώτες ή Ιταλιώτες είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία μαζί τους, όλους τους άλλους τους πούλησαν για δούλους. [7.87.4] Είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι όλοι μαζί, ακριβώς βέβαια θα ήταν αδύνατο να το καθορίσει κανείς, οπωσδήποτε όμως όχι λιγότεροι από εφτά χιλιάδες. [7.87.5] Όλη αυτή η συμφορά ήταν η μεγαλύτερη που σύντυχε στο διάστημα του πολέμου αυτού, κ' εγώ τουλάχιστο θαρρώ και σ' όλες τις Ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις όσες ξέραμε απ' ακουστά, και που στάθηκε τόσο περίδοξη για τους νικητές και τόσο φοβερή γι' αυτούς που χαλάστηκαν· [7.87.6] γιατί νικήθηκαν απ' όλες τις απόψεις, και ολοκληρωτικά, και κανένα τους πάθημα δεν ήτανε σχετικό και μικρό. Και χάθηκαν όλα σε μια, κατά πώς λένε, πανωλεθρία, και το πεζικό και ο στόλος και δεν έμεινε τίποτα που να μην καταστράφηκε, και πολύ λίγοι από τους πολλούς που ξεκίνησαν κατάφεραν να γυρίσουνε στην πατρίδα. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν στη Σικελική εκστρατεία.