1265 ΧΟ. πολλάκις δὴ ᾽δοξ᾽ ἐμαυτῷ [στρ.]
δεξιὸς πεφυκέναι καὶ
σκαιὸς οὐδεπώποτε·
ἀλλ᾽ Ἀμυνίας ὁ Σέλλου
μᾶλλον, οὑκ τῶν Κρωβύλου,
οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον
ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δει-
πνοῦντα μετὰ Λεωγόρου· πει-
1270 νῇ γὰρ ᾗπερ Ἀντιφῶν.
ἀλλὰ πρεσβεύων γὰρ ‹ἁνὴρ›
εἰς Φάρσαλον ᾤχετο·
εἶτ᾽ ἐκεῖ μόνος μόνοισι
τοῖς Πενέσταισι ξυνῆν τοῖς
Θετταλῶν, αὐτὸς πενέστης
ὢν ἐλάττων οὐδενός.
1275 ὦ μακάρι᾽ Αὐτόμενες, ὥς σε μακαρίζομεν.
παῖδας ἐφύτευσας ὅτι χειροτεχνικωτάτους.
πρῶτα μὲν ἅπασι φίλον ἄνδρα τε σοφώτατον,
τὸν κιθαραοιδότατον, ᾧ χάρις ἐφέσπετο·
τὸν δ᾽ ὑποκριτὴν ἕτερον ἀργαλέον ὡς σοφόν·
1280 εἶτ᾽ Ἀριφράδη πολύ τι θυμοσοφικώτατον,
ὅντινά ποτ᾽ ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενός,
ἀλλ᾽ ἀπὸ σοφῆς φύσεος αὐτόματον ἐκμαθεῖν
γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ᾽ εἰσιόνθ᾽ ἑκάστοτε.
‹. . . › [ἀντ]
εἰσί τινες οἵ μ᾽ ἔλεγον ὡς καταδιηλλάγην,
1285 ἡνίκα Κλέων μ᾽ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος
καὶ με κακίσας ἔκνισε· κᾆθ᾽ ὅτ᾽ ἀπεδειρόμην,
οὑκτὸς ἐγέλων μέγα κεκραγότα θεώμενοι,
οὐδὲν ἄρ᾽ ἐμοῦ μέλον, ὅσον δὲ μόνον εἰδέναι
σκωμμάτιον εἴποτέ τι θλιβόμενος ἐκβαλῶ.
1290 ταῦτα κατιδὼν ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα.
εἶτα νῦν ἐξηπάτηκεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον.
***
ΧΟΡ. Δείχτηκα, νομίζω εγώ,
έξυπνος πολλές φορές
κι ούτε μια φορά κουτός·
μα πολύ με ξεπερνά
ο Αμυνίας του Σέλλου ο γιος,
που κρατιέται απ᾽ τη γενιά
τη χρυσοκαρφίτσωτη·
ναι, τον είδα μια φορά
όχι μ᾽ ένα μήλο πια,
μ᾽ ένα ρόδι να δειπνά·
στου Λεωγόρα το λαμπρό
έτρωγε αρχοντόσπιτο!
Σαν τον Αντιφώντα δα
1270 ξέρετε κι αυτός πεινά.
Είχε πάει αποστολή
κάποτε στα Φάρσαλα·
μόνη συντροφιά του εκεί
φουκαράδες Θεσσαλοί,
μα στης φτώχειας στέκει αυτός
το ψηλότερο σκαλί.
Αυτομένη ευτυχισμένε, σε καλοτυχίζουμε.
Έκαμες τρεις γιους, τεχνίτες πρώτης και τους τρεις γραμμής.
Είναι πρώτα εκείνος ο άξιος, ο λαμπρός κιθαριστής,
που όλος τον λατρεύει ο κόσμος κι όλοι τον χειροκροτούν·
έρχεται κατόπι ο άλλος, ο έξοχος ηθοποιός·
1280 για την έμφυτη όμως τέχνη του Αριφράδη τί να πεις;
ο ίδιος του ο πατέρας είπε πως είν᾽ αυτοδίδαχτος·
από μια πηγαία του κλίση κι έτσι, δίχως δάσκαλο,
στα παλιόσπιτα γυρίζει κι όλο γλείφει η γλώσσα του.
Είναι μερικοί που λένε πως συνθηκολόγησα
τον καιρό που ο Κλέωνας άγρια καταπάνω μου έπεσε
και με λύσσα με κεντούσε και μ᾽ ανεμοτάραζε·
κι όταν μ᾽ έγδερναν κατόπι, τότ᾽ οι απέξω κοίταζαν
που έσκουζα απ᾽ τον πόνο ο δόλιος, και γελούσανε, χωρίς
να σκοτίζονται για μένα, μόνο πρόσμεναν να δουν
απ᾽ το ζούληγμα αν κανένα θ᾽ αμολούσα χωρατό.
1290 Όταν το ᾽δα, έκαμα λίγη γαλιφιά σαν της μαϊμούς·
τ᾽ αντιστύλι γέλασε όμως τώρα την κληματαριά.
δεξιὸς πεφυκέναι καὶ
σκαιὸς οὐδεπώποτε·
ἀλλ᾽ Ἀμυνίας ὁ Σέλλου
μᾶλλον, οὑκ τῶν Κρωβύλου,
οὗτος ὅν γ᾽ ἐγώ ποτ᾽ εἶδον
ἀντὶ μήλου καὶ ῥοᾶς δει-
πνοῦντα μετὰ Λεωγόρου· πει-
1270 νῇ γὰρ ᾗπερ Ἀντιφῶν.
ἀλλὰ πρεσβεύων γὰρ ‹ἁνὴρ›
εἰς Φάρσαλον ᾤχετο·
εἶτ᾽ ἐκεῖ μόνος μόνοισι
τοῖς Πενέσταισι ξυνῆν τοῖς
Θετταλῶν, αὐτὸς πενέστης
ὢν ἐλάττων οὐδενός.
1275 ὦ μακάρι᾽ Αὐτόμενες, ὥς σε μακαρίζομεν.
παῖδας ἐφύτευσας ὅτι χειροτεχνικωτάτους.
πρῶτα μὲν ἅπασι φίλον ἄνδρα τε σοφώτατον,
τὸν κιθαραοιδότατον, ᾧ χάρις ἐφέσπετο·
τὸν δ᾽ ὑποκριτὴν ἕτερον ἀργαλέον ὡς σοφόν·
1280 εἶτ᾽ Ἀριφράδη πολύ τι θυμοσοφικώτατον,
ὅντινά ποτ᾽ ὤμοσε μαθόντα παρὰ μηδενός,
ἀλλ᾽ ἀπὸ σοφῆς φύσεος αὐτόματον ἐκμαθεῖν
γλωττοποιεῖν εἰς τὰ πορνεῖ᾽ εἰσιόνθ᾽ ἑκάστοτε.
‹. . . › [ἀντ]
εἰσί τινες οἵ μ᾽ ἔλεγον ὡς καταδιηλλάγην,
1285 ἡνίκα Κλέων μ᾽ ὑπετάραττεν ἐπικείμενος
καὶ με κακίσας ἔκνισε· κᾆθ᾽ ὅτ᾽ ἀπεδειρόμην,
οὑκτὸς ἐγέλων μέγα κεκραγότα θεώμενοι,
οὐδὲν ἄρ᾽ ἐμοῦ μέλον, ὅσον δὲ μόνον εἰδέναι
σκωμμάτιον εἴποτέ τι θλιβόμενος ἐκβαλῶ.
1290 ταῦτα κατιδὼν ὑπό τι μικρὸν ἐπιθήκισα.
εἶτα νῦν ἐξηπάτηκεν ἡ χάραξ τὴν ἄμπελον.
***
ΧΟΡ. Δείχτηκα, νομίζω εγώ,
έξυπνος πολλές φορές
κι ούτε μια φορά κουτός·
μα πολύ με ξεπερνά
ο Αμυνίας του Σέλλου ο γιος,
που κρατιέται απ᾽ τη γενιά
τη χρυσοκαρφίτσωτη·
ναι, τον είδα μια φορά
όχι μ᾽ ένα μήλο πια,
μ᾽ ένα ρόδι να δειπνά·
στου Λεωγόρα το λαμπρό
έτρωγε αρχοντόσπιτο!
Σαν τον Αντιφώντα δα
1270 ξέρετε κι αυτός πεινά.
Είχε πάει αποστολή
κάποτε στα Φάρσαλα·
μόνη συντροφιά του εκεί
φουκαράδες Θεσσαλοί,
μα στης φτώχειας στέκει αυτός
το ψηλότερο σκαλί.
Αυτομένη ευτυχισμένε, σε καλοτυχίζουμε.
Έκαμες τρεις γιους, τεχνίτες πρώτης και τους τρεις γραμμής.
Είναι πρώτα εκείνος ο άξιος, ο λαμπρός κιθαριστής,
που όλος τον λατρεύει ο κόσμος κι όλοι τον χειροκροτούν·
έρχεται κατόπι ο άλλος, ο έξοχος ηθοποιός·
1280 για την έμφυτη όμως τέχνη του Αριφράδη τί να πεις;
ο ίδιος του ο πατέρας είπε πως είν᾽ αυτοδίδαχτος·
από μια πηγαία του κλίση κι έτσι, δίχως δάσκαλο,
στα παλιόσπιτα γυρίζει κι όλο γλείφει η γλώσσα του.
Είναι μερικοί που λένε πως συνθηκολόγησα
τον καιρό που ο Κλέωνας άγρια καταπάνω μου έπεσε
και με λύσσα με κεντούσε και μ᾽ ανεμοτάραζε·
κι όταν μ᾽ έγδερναν κατόπι, τότ᾽ οι απέξω κοίταζαν
που έσκουζα απ᾽ τον πόνο ο δόλιος, και γελούσανε, χωρίς
να σκοτίζονται για μένα, μόνο πρόσμεναν να δουν
απ᾽ το ζούληγμα αν κανένα θ᾽ αμολούσα χωρατό.
1290 Όταν το ᾽δα, έκαμα λίγη γαλιφιά σαν της μαϊμούς·
τ᾽ αντιστύλι γέλασε όμως τώρα την κληματαριά.