251. ΥΣ ΚΑΙ ΚΥΩΝ [251.1] ὗς καὶ κύων περὶ εὐτοκίας ἤριζον. τῆς δὲ κυνὸς εἰπούσης, ὅτι μόνη τῶν τετραπόδων ταχέως ἀποκύει, ἡ ὗς ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽ ὅταν τοῦτο λέγῃς, γίνωσκε, ὅτι τυφλὰ τίκτεις».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐκ ἐν τῷ τάχει τὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ἐν τῇ τελειότητι κρίνεται.
252. ΥΣ ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[252.1] ὗς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. ἀλώπεκος δὲ ἐρομένης τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «ἀλλ᾽ οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ. ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι».
ὁ λόγος διδάσκει, ὅτι δεῖ πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι.
253. ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
[253.1] φιλάργυρός τις τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος βῶλον χρυσοῦν ὠνήσατο καὶ τοῦτον πρὸ τοῦ τείχους κατορύξας διετέλει συνεχῶς ἐρχόμενος καὶ ἐπισκεπτόμενος. τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον ἐργατῶν τις παρατηρησάμενος αὐτοῦ τὰς ἀφίξεις καὶ ὑπονοήσας τὸ ἀληθές, ἀπαλλαγέντος αὐτοῦ τὸ χρυσίον ἀνείλατο. ὁ δὲ ὡς ἐπανελθὼν εὗρε τὸν τόπον κενόν, ἔκλαιέ τε καὶ τὰς τρίχας ἐσπάρασσεν. ἰδὼν δέ τις αὐτὸν ὑπερπαθοῦντα καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν ἔφη πρὸς αὐτόν· «μὴ λυποῦ· λαβὼν δὲ λίθον κατάθες ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον κεῖσθαι. οὐδὲ γάρ, ὅτε ἦν, ἐχρῶ αὐτῷ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ μηδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ καὶ ἡ χρῆσις παρῇ.
254. ΧΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΛΑΓΩΟΣ
[254.1] χελώνη καὶ λαγωὸς περὶ ὀξύτητος ἤριζον. καὶ δὴ προθεσμίαν στήσαντες τοῦ τόπου ἀπηλλάγησαν. ὁ μὲν οὖν λαγωὸς διὰ τὴν φυσικὴν ὠκύτητα ἀμελήσας τοῦ δρόμου πεσὼν παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκοιμᾶτο. ἡ δὲ χελώνη συνειδυῖα ἑαυτῇ βραδύτητα οὐ διέλιπε τρέχουσα καὶ οὕτω κοιμώμενον τὸν λαγωὸν παραδραμοῦσα ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς νίκης ἀφίκετο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις φύσιν ἀμελοῦσαν πόνος ἐνίκησεν.
255. ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
[255.1] χελιδὼν ἔν τινι δικαστηρίῳ νεοττοποιησαμένη ἐξέπτη. δράκων δὲ προσερπύσας κατέφαγεν αὐτῆς τοὺς νεοττούς. ἡ δὲ ἐπανελθοῦσα καὶ τὴν καλιὰν κενὴν εὑροῦσα ὑπερπαθῶς ἔστενεν. ἑτέρας δὲ χελιδόνος παρηγορεῖν αὐτὴν πειρωμένης καὶ λεγούσης, ‹ὅτι› οὐ μόνον αὐτὴν τέκνα ἀποβαλεῖν συμβέβηκεν, ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω, ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι, ἐν ᾧ οἱ ἀδικούμενοι βοηθείας τυγχάνουσιν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι χαλεπώτεραι γίνονται τοῖς πάσχουσιν αἱ συμφοραί, ὅταν ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα προσεδόκησαν, ἐπιφέρωνται.
***
251. Η γουρούνα και η σκύλα.
[251.1] Ήταν κάποτε μια γουρούνα και μια σκύλα που μάλωναν μεταξύ τους, ποιά είναι η πιο καλή στη γέννα. Η σκύλα, λοιπόν, έφερε ως επιχείρημα ότι η ίδια είναι μοναδική ανάμεσα σε όλα τα τετράποδα όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία γεννάει. Πάνω εκεί όμως η γουρούνα την έκοψε λέγοντας: «Καλά, μωρή, έχεις το θράσος να το λες αυτό; Δεν ξέρεις ότι αυτά που φέρνεις στον κόσμο είναι θεόστραβα;».
Το δίδαγμα του μύθου: Η αξία μιας δουλειάς δεν κρίνεται από την ταχύτητα αλλά από την αρτιότητά της.
252. Το αγριογούρουνο και η αλεπού.
[252.1] Ήταν μια φορά ένα αγριογούρουνο που ακόνιζε τους χαυλιόδοντές του πάνω σε κάποιο δέντρο. Απόρησε, που λέτε, με τούτο η αλεπού και το ρώτησε για ποιόν λόγο τροχίζει έτσι τα δόντια του τέτοιαν ώρα, δίχως να υπάρχει εκεί κοντά ούτε κυνηγός ούτε κίνδυνος που να το απειλεί. Νά τί αποκρίθηκε τότε ο αγριόχοιρος: «Έγνοια σου και έχω τους λόγους μου που το κάνω αυτό. Αν υποθέσουμε ότι μου παρουσιάζεται ξαφνικά κάποιος κίνδυνος, δεν θα βρω εκείνη τη στιγμή καιρό να ασχοληθώ με το ακόνισμα. Τα δόντια μου όμως θα είναι έτοιμα για χρήση».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τον κίνδυνο από τα πριν.
253. Ο τσιγκούνης.
[253.1] Ήταν ένας τσιγκούνης που ρευστοποίησε όλη την περιουσία του και αγόρασε με τα χρήματα μια ράβδο χρυσού. Την έθαψε, που λέτε, σε ένα μέρος λίγο πιο έξω από τα τείχη και πηγαινοερχόταν συνέχεια εκεί για να επιθεωρήσει την κατάσταση. Έτσι όμως κάποιος από τους εργάτες που δούλευαν κάπου κοντά, παρατήρησε τις επανειλημμένες επισκέψεις του και φυσικά υποψιάστηκε την αλήθεια. Μόλις λοιπόν απομακρύνθηκε ο τσιγκούναρος, ο εργάτης πήγε και σήκωσε το χρυσάφι. Λίγο αργότερα ξαναγύρισε ο ιδιοκτήτης· τούτη τη φορά, ωστόσο, βρήκε την κρυψώνα αδειανή. Ευθύς τότε ξέσπασε σε λυγμούς και τράβαγε και μαδούσε τις τρίχες της κεφαλής του. Με τα πολλά, κάποιος περαστικός τον πρόσεξε που υπέφερε και χτυπιόταν έτσι, και ρωτώντας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Παρηγόρησε λοιπόν τον τσιγκούνη: «Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι τόσο. Πράξε ως εξής: Πάρε μια κοτρώνα και χώσε την στο ίδιο μέρος. Μετά κάνε σαν να είναι θαμμένο εκεί μέσα το χρυσάφι σου. Τί διαφορά θα έχει; Αφού και όταν υπήρχε ακόμη, δεν το χρησιμοποιούσες καθόλου».
Το δίδαγμα του μύθου: Η κατοχή ενός πράγματος δεν έχει κανένα νόημα άμα δεν το χρησιμοποιείς.
254. Η χελώνα και ο λαγός.
[254.1] Μια φορά μάλωναν μεταξύ τους η χελώνα και ο λαγός, ποιός είναι πιο γρήγορος. Όρισαν λοιπόν ένα τέρμα για αγώνα δρόμου και ξεκίνησαν και οι δύο από την αφετηρία. Κοιτάξτε τώρα τί έγινε. Ο λαγός, βέβαιος για τη φυσική του γρηγοράδα, δεν έδωσε πολλή σημασία στο τρέξιμο, παρά άραξε σε ένα σημείο παραπλεύρως της διαδρομής και το έριξε στον ύπνο. Η χελώνα, αντίθετα, είχε επίγνωση πόσο αργή είναι: γι᾽ αυτό δεν έκανε καθόλου διάλειμμα παρά έτρεχε αδιάκοπα. Έτσι, προσπέρασε τον λαγό, που κοιμόταν του καλού καιρού, και τελικά τερμάτισε πρώτη κερδίζοντας το βραβείο.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά όποιος προσπαθεί πολύ νικάει εκείνον που έχει φυσικό χάρισμα αλλά δεν το ασκεί.
255. Η χελιδόνα και το δρακοντόφιδο.
[255.1] Ήταν κάποτε μια χελιδόνα που έφτιαξε τη φωλιά της μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Άφησε, που λέτε, εκεί μέσα τα μικρά της και έφυγε πετώντας. Στο μεταξύ, το δρακοντόφιδο σύρθηκε κοντά και κατασπάραξε τα μικρά πουλάκια. Έτσι, όταν γύρισε η χελιδόνα, βρήκε τη φωλιά της αδειανή. Την έπιασε λοιπόν φοβερή θλίψη και ξέσπασε σε γοερούς θρήνους. Τότε προσπάθησε να την παρηγορήσει κάποιο άλλο χελιδόνι: «Καλά, βρε καημένη», της είπε, «δεν είσαι εσύ η μόνη στον κόσμο που έτυχε να χάσει τα παιδιά της». Όμως η χαροκαμένη δεν το άφησε να συνεχίσει: «Μωρέ δεν είναι αυτό — δεν κλαίω τόσο τα παιδιά που έχασα. Προπάντων με πνίγει που με χτύπησε το άδικο ακριβώς εδώ, στο μέρος όπου βρίσκουν συμπαράσταση όλα τα θύματα της αδικίας».
Το δίδαγμα του μύθου: Αλίμονο άμα κάνει το κακό εκείνος που από μέρους του δεν το περιμέναμε καθόλου — τότε η συμφορά γίνεται ακόμη πιο δυσβάσταχτη για όποιον την τραβάει.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐκ ἐν τῷ τάχει τὰ πράγματα, ἀλλ᾽ ἐν τῇ τελειότητι κρίνεται.
252. ΥΣ ΑΓΡΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[252.1] ὗς ἄγριος ἑστὼς παρά τι δένδρον τοὺς ὀδόντας ἠκόνα. ἀλώπεκος δὲ ἐρομένης τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν μηδενὸς αὐτῷ μήτε κυνηγέτου μήτε κινδύνου ἐφεστῶτος τοὺς ὀδόντας θήγει, ἔφη· «ἀλλ᾽ οὐ ματαίως τοῦτο ποιῶ. ἐὰν γάρ με κίνδυνος καταλάβῃ, οὐ τότε περὶ τὸ ἀκονᾶν ἀσχοληθήσομαι, ἑτοίμοις δὲ οὖσι χρήσομαι».
ὁ λόγος διδάσκει, ὅτι δεῖ πρὸ τῶν κινδύνων τὰς παρασκευὰς ποιεῖσθαι.
253. ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
[253.1] φιλάργυρός τις τὴν οὐσίαν ἐξαργυρισάμενος βῶλον χρυσοῦν ὠνήσατο καὶ τοῦτον πρὸ τοῦ τείχους κατορύξας διετέλει συνεχῶς ἐρχόμενος καὶ ἐπισκεπτόμενος. τῶν δὲ περὶ τὸν τόπον ἐργατῶν τις παρατηρησάμενος αὐτοῦ τὰς ἀφίξεις καὶ ὑπονοήσας τὸ ἀληθές, ἀπαλλαγέντος αὐτοῦ τὸ χρυσίον ἀνείλατο. ὁ δὲ ὡς ἐπανελθὼν εὗρε τὸν τόπον κενόν, ἔκλαιέ τε καὶ τὰς τρίχας ἐσπάρασσεν. ἰδὼν δέ τις αὐτὸν ὑπερπαθοῦντα καὶ μαθὼν τὴν αἰτίαν ἔφη πρὸς αὐτόν· «μὴ λυποῦ· λαβὼν δὲ λίθον κατάθες ἐν τῷ αὐτῷ τόπῳ καὶ νόμιζε τὸ χρυσίον κεῖσθαι. οὐδὲ γάρ, ὅτε ἦν, ἐχρῶ αὐτῷ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι τὸ μηδέν ἐστιν ἡ κτῆσις, ἐὰν μὴ καὶ ἡ χρῆσις παρῇ.
254. ΧΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΛΑΓΩΟΣ
[254.1] χελώνη καὶ λαγωὸς περὶ ὀξύτητος ἤριζον. καὶ δὴ προθεσμίαν στήσαντες τοῦ τόπου ἀπηλλάγησαν. ὁ μὲν οὖν λαγωὸς διὰ τὴν φυσικὴν ὠκύτητα ἀμελήσας τοῦ δρόμου πεσὼν παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκοιμᾶτο. ἡ δὲ χελώνη συνειδυῖα ἑαυτῇ βραδύτητα οὐ διέλιπε τρέχουσα καὶ οὕτω κοιμώμενον τὸν λαγωὸν παραδραμοῦσα ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς νίκης ἀφίκετο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλάκις φύσιν ἀμελοῦσαν πόνος ἐνίκησεν.
255. ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ
[255.1] χελιδὼν ἔν τινι δικαστηρίῳ νεοττοποιησαμένη ἐξέπτη. δράκων δὲ προσερπύσας κατέφαγεν αὐτῆς τοὺς νεοττούς. ἡ δὲ ἐπανελθοῦσα καὶ τὴν καλιὰν κενὴν εὑροῦσα ὑπερπαθῶς ἔστενεν. ἑτέρας δὲ χελιδόνος παρηγορεῖν αὐτὴν πειρωμένης καὶ λεγούσης, ‹ὅτι› οὐ μόνον αὐτὴν τέκνα ἀποβαλεῖν συμβέβηκεν, ὑποτυχοῦσα ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε οὐ τοσοῦτον ἐπὶ τοῖς τέκνοις κλαίω, ὅσον ὅτι ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ ἠδίκημαι, ἐν ᾧ οἱ ἀδικούμενοι βοηθείας τυγχάνουσιν».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι χαλεπώτεραι γίνονται τοῖς πάσχουσιν αἱ συμφοραί, ὅταν ὑφ᾽ ὧν ἥκιστα προσεδόκησαν, ἐπιφέρωνται.
***
251. Η γουρούνα και η σκύλα.
[251.1] Ήταν κάποτε μια γουρούνα και μια σκύλα που μάλωναν μεταξύ τους, ποιά είναι η πιο καλή στη γέννα. Η σκύλα, λοιπόν, έφερε ως επιχείρημα ότι η ίδια είναι μοναδική ανάμεσα σε όλα τα τετράποδα όσον αφορά την ταχύτητα με την οποία γεννάει. Πάνω εκεί όμως η γουρούνα την έκοψε λέγοντας: «Καλά, μωρή, έχεις το θράσος να το λες αυτό; Δεν ξέρεις ότι αυτά που φέρνεις στον κόσμο είναι θεόστραβα;».
Το δίδαγμα του μύθου: Η αξία μιας δουλειάς δεν κρίνεται από την ταχύτητα αλλά από την αρτιότητά της.
252. Το αγριογούρουνο και η αλεπού.
[252.1] Ήταν μια φορά ένα αγριογούρουνο που ακόνιζε τους χαυλιόδοντές του πάνω σε κάποιο δέντρο. Απόρησε, που λέτε, με τούτο η αλεπού και το ρώτησε για ποιόν λόγο τροχίζει έτσι τα δόντια του τέτοιαν ώρα, δίχως να υπάρχει εκεί κοντά ούτε κυνηγός ούτε κίνδυνος που να το απειλεί. Νά τί αποκρίθηκε τότε ο αγριόχοιρος: «Έγνοια σου και έχω τους λόγους μου που το κάνω αυτό. Αν υποθέσουμε ότι μου παρουσιάζεται ξαφνικά κάποιος κίνδυνος, δεν θα βρω εκείνη τη στιγμή καιρό να ασχοληθώ με το ακόνισμα. Τα δόντια μου όμως θα είναι έτοιμα για χρήση».
Το δίδαγμα του μύθου: Πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τον κίνδυνο από τα πριν.
253. Ο τσιγκούνης.
[253.1] Ήταν ένας τσιγκούνης που ρευστοποίησε όλη την περιουσία του και αγόρασε με τα χρήματα μια ράβδο χρυσού. Την έθαψε, που λέτε, σε ένα μέρος λίγο πιο έξω από τα τείχη και πηγαινοερχόταν συνέχεια εκεί για να επιθεωρήσει την κατάσταση. Έτσι όμως κάποιος από τους εργάτες που δούλευαν κάπου κοντά, παρατήρησε τις επανειλημμένες επισκέψεις του και φυσικά υποψιάστηκε την αλήθεια. Μόλις λοιπόν απομακρύνθηκε ο τσιγκούναρος, ο εργάτης πήγε και σήκωσε το χρυσάφι. Λίγο αργότερα ξαναγύρισε ο ιδιοκτήτης· τούτη τη φορά, ωστόσο, βρήκε την κρυψώνα αδειανή. Ευθύς τότε ξέσπασε σε λυγμούς και τράβαγε και μαδούσε τις τρίχες της κεφαλής του. Με τα πολλά, κάποιος περαστικός τον πρόσεξε που υπέφερε και χτυπιόταν έτσι, και ρωτώντας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Παρηγόρησε λοιπόν τον τσιγκούνη: «Έλα τώρα, μη στενοχωριέσαι τόσο. Πράξε ως εξής: Πάρε μια κοτρώνα και χώσε την στο ίδιο μέρος. Μετά κάνε σαν να είναι θαμμένο εκεί μέσα το χρυσάφι σου. Τί διαφορά θα έχει; Αφού και όταν υπήρχε ακόμη, δεν το χρησιμοποιούσες καθόλου».
Το δίδαγμα του μύθου: Η κατοχή ενός πράγματος δεν έχει κανένα νόημα άμα δεν το χρησιμοποιείς.
254. Η χελώνα και ο λαγός.
[254.1] Μια φορά μάλωναν μεταξύ τους η χελώνα και ο λαγός, ποιός είναι πιο γρήγορος. Όρισαν λοιπόν ένα τέρμα για αγώνα δρόμου και ξεκίνησαν και οι δύο από την αφετηρία. Κοιτάξτε τώρα τί έγινε. Ο λαγός, βέβαιος για τη φυσική του γρηγοράδα, δεν έδωσε πολλή σημασία στο τρέξιμο, παρά άραξε σε ένα σημείο παραπλεύρως της διαδρομής και το έριξε στον ύπνο. Η χελώνα, αντίθετα, είχε επίγνωση πόσο αργή είναι: γι᾽ αυτό δεν έκανε καθόλου διάλειμμα παρά έτρεχε αδιάκοπα. Έτσι, προσπέρασε τον λαγό, που κοιμόταν του καλού καιρού, και τελικά τερμάτισε πρώτη κερδίζοντας το βραβείο.
Το δίδαγμα του μύθου: Πολύ συχνά όποιος προσπαθεί πολύ νικάει εκείνον που έχει φυσικό χάρισμα αλλά δεν το ασκεί.
255. Η χελιδόνα και το δρακοντόφιδο.
[255.1] Ήταν κάποτε μια χελιδόνα που έφτιαξε τη φωλιά της μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου. Άφησε, που λέτε, εκεί μέσα τα μικρά της και έφυγε πετώντας. Στο μεταξύ, το δρακοντόφιδο σύρθηκε κοντά και κατασπάραξε τα μικρά πουλάκια. Έτσι, όταν γύρισε η χελιδόνα, βρήκε τη φωλιά της αδειανή. Την έπιασε λοιπόν φοβερή θλίψη και ξέσπασε σε γοερούς θρήνους. Τότε προσπάθησε να την παρηγορήσει κάποιο άλλο χελιδόνι: «Καλά, βρε καημένη», της είπε, «δεν είσαι εσύ η μόνη στον κόσμο που έτυχε να χάσει τα παιδιά της». Όμως η χαροκαμένη δεν το άφησε να συνεχίσει: «Μωρέ δεν είναι αυτό — δεν κλαίω τόσο τα παιδιά που έχασα. Προπάντων με πνίγει που με χτύπησε το άδικο ακριβώς εδώ, στο μέρος όπου βρίσκουν συμπαράσταση όλα τα θύματα της αδικίας».
Το δίδαγμα του μύθου: Αλίμονο άμα κάνει το κακό εκείνος που από μέρους του δεν το περιμέναμε καθόλου — τότε η συμφορά γίνεται ακόμη πιο δυσβάσταχτη για όποιον την τραβάει.