τρέφων δύ᾽ ἄτα κἀπαναστάσεις θρόνων,
φέρ᾽, εἰπὲ δή μοι, καὶ σὺ τοῦδε τοῦ τάφου
535 φήσεις μετασχεῖν, ἢ ᾽ξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι;
ΙΣ. δέδρακα τοὔργον, εἴπερ ἥδ᾽ ὁμορροθεῖ,
καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας.
ΑΝ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐάσει τοῦτό γ᾽ ἡ δίκη σ᾽, ἐπεὶ
οὔτ᾽ ἠθέλησας οὔτ᾽ ἐγὼ ᾽κοινωσάμην.
540 ΙΣ. ἀλλ᾽ ἐν κακοῖς τοῖς σοῖσιν οὐκ αἰσχύνομαι
ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη.
ΑΝ. ὧν τοὔργον Ἅιδης χοἱ κάτω ξυνίστορες·
λόγοις δ᾽ ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην.
ΙΣ. μήτοι, κασιγνήτη, μ᾽ ἀτιμάσῃς τὸ μὴ οὐ
545 θανεῖν τε σὺν σοὶ τὸν θανόντα θ᾽ ἁγνίσαι.
ΑΝ. μή μοι θάνῃς σὺ κοινά, μηδ᾽ ἃ μὴ ᾽θιγες
ποιοῦ σεαυτῆς. ἀρκέσω θνῄσκουσ᾽ ἐγώ.
ΙΣ. καὶ τίς βίος μοι σοῦ λελειμμένῃ φίλος;
ΑΝ. Κρέοντ᾽ ἐρώτα· τοῦδε γὰρ σὺ κηδεμών.
550 ΙΣ. τί ταῦτ᾽ ἀνιᾷς μ᾽ οὐδὲν ὠφελουμένη;
ΑΝ. ἀλγοῦσα μὲν δῆτ᾽, εἰ γέλωτ᾽ ἐν σοὶ γελῶ.
ΙΣ. τί δῆτ᾽ ἂν ἀλλὰ νῦν σ᾽ ἔτ᾽ ὠφελοῖμ᾽ ἐγώ;
ΑΝ. σῶσον σεαυτήν. οὐ φθονῶ σ᾽ ὑπεκφυγεῖν.
ΙΣ. οἴμοι τάλαινα, κἀμπλάκω τοῦ σοῦ μόρου;
555 ΑΝ. σὺ μὲν γὰρ εἵλου ζῆν, ἐγὼ δὲ κατθανεῖν.
ΙΣ. ἀλλ᾽ οὐκ ἐπ᾽ ἀρρήτοις γε τοῖς ἐμοῖς λόγοις.
ΑΝ. καλῶς σὺ μὲν τοῖς, τοῖς δ᾽ ἐγὼ ᾽δόκουν φρονεῖν.
ΙΣ. καὶ μὴν ἴση νῷν ἐστιν ἡ ᾽ξαμαρτία.
ΑΝ. θάρσει. σὺ μὲν ζῇς, ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι
560 τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν.
ΚΡ. τὼ παῖδέ φημι τώδε τὴν μὲν ἀρτίως
ἄνουν πεφάνθαι, τὴν δ᾽ ἀφ᾽ οὗ τὰ πρῶτ᾽ ἔφυ.
ΙΣ. οὐ γάρ ποτ᾽, ὦναξ, οὐδ᾽ ὃς ἂν βλάστῃ μένει
νοῦς τοῖς κακῶς πράσσουσιν, ἀλλ᾽ ἐξίσταται.
565 ΚΡ. σοὶ γοῦν, ὅθ᾽ εἵλου σὺν κακοῖς πράσσειν κακά.
ΙΣ. τί γὰρ μόνῃ μοι τῆσδ᾽ ἄτερ βιώσιμον;
ΚΡ. ἀλλ᾽ ἥδε μέντοι μὴ λέγ᾽· οὐ γὰρ ἔστ᾽ ἔτι.
ΙΣ. ἀλλὰ κτενεῖς νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου;
ΚΡ. ἀρώσιμοι γὰρ χἁτέρων εἰσὶν γύαι.
570 ΙΣ. οὐχ ὥς γ᾽ ἐκείνῳ τῇδέ τ᾽ ἦν ἡρμοσμένα.
ΚΡ. κακὰς ἐγὼ γυναῖκας υἱέσι στυγῶ.
ΙΣ. ὦ φίλταθ᾽ Αἷμον, ὥς σ᾽ ἀτιμάζει πατήρ.
ΚΡ. ἄγαν γε λυπεῖς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος.
ΧΟ. ἦ γὰρ στερήσεις τῆσδε τὸν σαυτοῦ γόνον;
575 ΚΡ. Ἅιδης ὁ παύσων τούσδε τοὺς γάμους ἔφυ.
ΧΟ. δεδογμέν᾽, ὡς ἔοικε, τήνδε κατθανεῖν.
ΚΡ. καὶ σοί γε κἀμοί. μὴ τριβὰς ἔτ᾽, ἀλλά νιν
κομίζετ᾽ εἴσω, δμῶες· ἐκδέτους δὲ χρὴ
γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ᾽ ἀνειμένας.
580 φεύγουσι γάρ τοι χοἱ θρασεῖς, ὅταν πέλας
ἤδη τὸν Ἅιδην εἰσορῶσι τοῦ βίου.
σαν οχιά μου ᾽πινες κρυφά το αίμα,
ουδ᾽ ήξερα πως θρέφω δυο κατάρες
και των θρόνων μου αναποδογυρίστρες,
έλα εδώ πε μας, θενα ομολογήσεις
πως έλαβες και συ στην ταφή μέρος,
ή θα ορκιστείς πως τίποτα δεν ξέρεις;
ΙΣΜ. Ναι το ᾽καμα, αν τ᾽ ομολογεί κι αυτή,
κι απάνω μου την ίδια ευθύνη παίρνω.
ΑΝΤ. Μα αυτό δε θα σου το επιτρέψει η Δίκη,
γιατί ούτε συ το θέλησες, μα κι ούτε
βοηθό μου εγώ σε πήρα. ΙΣΜ. Μα σ᾽ αυτές σου
540 τις φουρτούνες δεν ντρέπομαι να κάμω
της συφοράς μαζί σου το ταξίδι.
ΑΝΤ. Ποιοί κάμανε την πράξη, αυτό το ξέρουν
ο Άδης κι οι κάτω εκεί· και γω δε στρέγω
μια φίλη π᾽ αγαπά με λόγια μόνο.
ΙΣΜ. Μην μ᾽ αρνηστείς καν την τιμή, αδερφή μου,
μαζί σου ν᾽ αποθάνω και ξοφλήσω
το χρέος μου στο νεκρό. ΑΝΤ. Δεν έχω ανάγκη
να πεθάνεις με μένα και μη θέλεις
δικά σου όσα δεν άγγιξες να κάνεις·
φτάνει ο δικός μου ο θάνατος. ΙΣΜ. Μα ποιά
θα ᾽χει η ζωή μου χάρη, αν θα σε χάσω;
ΑΝΤ. Τον Κρέοντα ρώτα, γιατί αυτού μονάχα
την έγνοια έχεις. ΙΣΜ. Μα γιατί θέλεις έτσι
550 να με πικραίνεις, δίχως όφελός σου;
ΑΝΤ. Με πόνο μου γελώ, αν γελώ με σένα.
ΙΣΜ. Μα τουλάχιστο τώρα τί μπορούσα
να σ᾽ ωφελήσω; ΑΝΤ. Σώσ᾽ τον εαυτό σου·
δε σε ζηλεύω να γλιτώσεις. ΙΣΜ. Οϊμέ
της άμοιρης, και να μη μεραστούμε
την ίδια τύχη; ΑΝΤ. Γιατί διάλεξες
εσύ να ζήσεις, κι εγώ να πεθάνω.
ΙΣΜ. Μα όχι και δίχως να σου πω τους λόγους
που είχα. ΑΝΤ. Εσύ νόμιζες πως είχες
δίκιο μ᾽ αυτούς, κι εγώ με τους δικούς μου.
ΙΣΜ. Κι όμως είναι το φταίξιμό μας ίσο.
ΑΝΤ. Έννοια σου, εσύ ᾽σαι ζωντανή, μα εμένα
από καιρό η ψυχή μου έχει πεθάνει,
560 για να κάμει το χρέος της στους νεκρούς μας.
ΚΡΕ. Οι κόρες λέω αυτές, η μια τους τώρα
μας φανερώνεται τρελή, και η άλλη
αφού πρωτογεννήθηκε. ΙΣΜ. Γιατί
μήτ᾽ ο νους, βασιλιά, πὄχει κανένας,
του μένει, αν του έρθουν συφορές, μα φεύγει.
ΚΡΕ. Εσένα σου έφυγε, όταν διάλεξες
να σμίξεις με κακούς για κακές πράξεις.
ΙΣΜ. Μόνη χωρίς αυτήν και πώς να ζήσω;
ΚΡΕ. Αυτή — ούτε να τη λες, πια δεν υπάρχει.
ΙΣΜ. Μα του γιου σου τη νύφη θα σκοτώσεις;
ΚΡΕ. Βρίσκουνται κι άλλα για σπορά χωράφια.
570 ΙΣΜ. Μα έτσι δεν τα ᾽χαν ταιριασμένα οι δυο τους.
ΚΡΕ. Αποστρέφομαι εγώ κακές γυναίκες
για τα παιδιά μου. ΙΣΜ. Αίμον᾽ αγαπημένε,
τί προσβολή ο πατέρας σου σού κάνει.
ΚΡΕ. Με παρασκάς και συ κι αυτός σου ο γάμος.
ΧΟΡ. Αλήθεια θέλεις να του την στερήσεις
αυτήν του γιου σου; ΚΡΕ. Ο Άδης είν᾽ εκείνος,
που θα βάλει σ᾽ αυτούς τους γάμους τέλος.
ΧΟΡ. Ώστ᾽ έχεις φαίνεται αποφασισμένο
το θάνατό της. ΚΡΕ. Και με τη δική σας
μαζί την ψήφο. Μα ας τελειώνομε, έλα,
πάρτε τις, δούλοι, μέσα κι από τώρα
πρέπει δεμένες κι όχι απολυμένες
να ᾽ναι αυτές οι γυναίκες· γιατί μ᾽ όλο
580 το θράσος του κανείς, σα δει το Χάρο
να στέκεται κοντά, ζητά να φύγει.