Κυριακή 11 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (212-245)

ΟΡ. εὔχου τὰ λοιπά, τοῖς θεοῖς τελεσφόρους
εὐχὰς ἐπαγγέλλουσα, τυγχάνειν καλῶς.
ΗΛ. ἐπεὶ τί νῦν ἕκατι δαιμόνων κυρῶ;
215 ΟΡ. εἰς ὄψιν ἥκεις ὧνπερ ἐξηύχου πάλαι.
ΗΛ. καὶ τίνα σύνοισθά μοι καλουμένῃ βροτῶν;
ΟΡ. σύνοιδ᾽ Ὀρέστην πολλά σ᾽ ἐκπαγλουμένην.
ΗΛ. καὶ πρὸς τί δῆτα τυγχάνω κατευγμάτων;
ΟΡ. ὅδ᾽ εἰμί· μὴ μάτευ᾽ ἐμοῦ μᾶλλον φίλον.
220 ΗΛ. ἀλλ᾽ ἦ δόλον τιν᾽, ὦ ξέν᾽, ἀμφί μοι πλέκεις;
ΟΡ. αὐτὸς κατ᾽ αὐτοῦ τἄρα μηχανορραφῶ.
ΗΛ. ἀλλ᾽ ἐν κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς γελᾶν θέλεις;
ΟΡ. κἀν τοῖς ἐμοῖς ἄρ᾽, εἴπερ ἔν γε τοῖσι σοῖς.
ΗΛ. ὡς ὄντ᾽ Ὀρέστην τἄρ᾽ ἐγώ σε προὐννέπω;
225 ΟΡ. αὐτὸν μὲν οὖν ὁρῶσα δυσμαθεῖς ἐμέ·
κουρὰν δ᾽ ἰδοῦσα τήνδε κηδείου τριχὸς
228 ἰχνοσκοποῦσά τ᾽ ἐν στίβοισι τοῖς ἐμοῖς
227 ἀνεπτερώθης κἀδόκεις ὁρᾶν ἐμέ.
230 σκέψαι, τομῇ προσθεῖσα βόστρυχον τριχός,
229 σαυτῆς ἀδελφοῦ σύμμετρον τῷ σῷ κάρᾳ.
231 ἰδοῦ δ᾽ ὕφασμα τοῦτο, σῆς ἔργον χερός,
σπάθης τε πληγάς, ἒν δὲ θήρειον γραφήν—
ἔνδον γενοῦ, χαρᾷ δὲ μὴ ᾽κπλαγῇς φρένας·
τοὺς φιλτάτους γὰρ οἶδα νῷν ὄντας πικρούς.
235 ΗΛ. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός,
δακρυτὸς ἐλπὶς σπέρματος σωτηρίου,
ἀλκῇ πεποιθὼς δῶμ᾽ ἀνακτήσῃ πατρός.
ὦ τερπνὸν ὄμμα τέσσαρας μοίρας ἔχον
ἐμοί, προσαυδᾶν δ᾽ ἔστ᾽ ἀναγκαίως ἔχον
240 πατέρα σε, καὶ τὸ μητρὸς ἐς σέ μοι ῥέπει
στέργηθρον—ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται—
καὶ τῆς τυθείσης νηλεῶς ὁμοσπόρου·
πιστὸς δ᾽ ἀδελφὸς ἦσθ᾽, ἐμοὶ σέβας φέρων
μόνον Κράτος τε καὶ Δίκη σὺν τῷ τρίτῳ
245 πάντων μεγίστῳ Ζηνὶ συγγένοιτό μοι.

***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γνώριζε στους θεούς των ευχών σου το τέλος
κι ευχήσου και τα επίλοιπα σε καλό να ᾽βγουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Πως τάχα τί από χάρη τους καλό με βρήκε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Έχεις εμπρός σου αυτούς που από καιρόν ευχόσουν.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και πού γνωρίζεις συ, ποιον έκραζαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ξέρω πως μια ήταν όλη σου η λαχτάρα — ο Ορέστης.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Και σε τί τάχα να εισακούστηκαν οι ευχές μου;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εγώ είμαι ᾽κείνος· κι άλλον μη ζητάς πιο φίλο!
ΗΛΕΚΤΡΑ
220 Μήπως μου πλέκεις κάποιο δόλο εμένα, ω ξένε;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τότε θα πει πως για τον ίδιο εμέ τον πλέκω.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Μα μήπως με τις συμφορές μου θες να παίζεις;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με τις δικές μου τότες, αν με τις δικές σου.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ώστε να λέω πως μου μιλά εμπρός μου ο Ορέστης;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θες, ενώ τον ίδιο βλέπεις, να πιστέψεις.
μα όταν την πένθιμη κουρά των μαλλιών είδες
και των ποδιών μου αναμετρούσες τα σημάδια,
σα να ᾽βλεπες εμένα πέταξε η καρδιά σου.
Φέρ᾽ την κοντά και ιδές πὄχει κοπεί η πλεξίδα
230 απ᾽ τα μαλλιά μου αυτά, που είν᾽ όμοια τα δικά σου.
Δες και το φάδι αυτό, διάσιμο του χεριού σου,
με ξόμπλια της σαΐτας σου γραφτά κυνήγια.
Κράτα το νου σου κι η χαρά σου ας μη ξεσπάσει,
γιατί πικροί μάς είναι, ξέρω, οι φίλτατοί μας.
ΗΛΕΚΤΡΑ
Ω εσύ, του πατρικού σπιτιού γλυκύτατη έγνοια,
της σωτηρίας μας η πολύκλαυτη η ελπίδα,
έχε στη δύναμή σου θάρρος και θα πάρεις
πίσω το θρόνο του πατέρα μας· ω μάτια,
γλυκύτατά μου μάτια, πὄχετε για μένα
τέσσερ᾽ αγάπης μερδικά· γιατ᾽ έχω χρέος
240 πατέρα μου να σ᾽ ονομάζω, και μιας μάνας,
που ολόδικα μισώ, σε σένα πέφτει η αγάπη,
και της θυσιασμένης άσπλαχν᾽ αδερφής μου,
κι αδέρφι ᾽σαι πιστό που ήρθες να με τιμήσεις.
Μόνον η Δύναμη κι η Δίκη με τον τρίτο
τον Δία τον παντοδύναμο ας μου συντρέξουν.

Θουκυδίδης και σύγχρονες διεθνείς σχέσεις

1. Επιστημολογικές και μεθοδολογικές επιλογές του Θουκυδίδη
 
Η ανάλυσή μου θα περιστραφεί γύρω από τρις κυρίως θεματικές. Πρώτον, η σημασία της μεθοδολογίας και επιστημολογίας του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκυδίδου Ιστορίαι), δεύτερον, η συνάφεια του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σύγχρονο διεθνές σύστημα και τρίτον, οι προεκτάσεις των περιγραφών και ερμηνειών της ανάλυσης αυτής που αφορούν το καθεστώς του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής. Δηλαδή, το διεθνές σύστημα που έχει ως αρχή και ως οργανωτικό πυρήνα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών και για το οποίο, η (εθνική) ανεξαρτησία-κυριαρχία των κρατών-μελών αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κοινώς αποδεκτή (διεθνή) κοσμοθεωρία και κοινώς αποδεκτή και συμβατή με αυτή την κοσμοθεωρία (διεθνή) ηθικοκανονιστική δομή[1].   
 
            Κατά αρχάς, επιστημολογικά και μεθοδολογικά, ο Θουκυδίδης είναι απαράμιλλος και μοναδικός. Εισαγωγικά, έθεσε ο ίδιος τις πιο υψηλές προδιαγραφές και αποδεδειγμένα τις πέτυχε. Στην εισαγωγή του δήλωσε, «έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι ως έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Α22). Υπό αυτό το πρίσμα, η Jacqueline de Romilly[2] και ο Perez Zagorin[3], ορθά τονίζουν ότι η αναλλοίωτη διαχρονική αξία του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες του και την αλήθεια. Ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας που θεμελιώνει και ερμηνεύει τα αίτια των διακρατικών προβλημάτων, ο Θουκυδίδης διακρίνεται για τα εξής: 1) για την Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) την επιτυχή συνάρτηση των λεπτομερειών με την συνολική υπόθεση, 3) το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαπλέκει αναφέρονται σε σημαντικούς σκοπούς που αφορούν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους, 4) οι αναφορές συναρτώνται με καθολικά και διαχρονικά κριτήρια και παράγοντες, 5) γνώμες και προθέσεις αναφέρονται μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) η ανάλυση εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) τα συμπεράσματα είναι καθολικής και διαχρονικής σημασίας, 8) περιγράφει απλά, αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα με πληρότητα και αφήνει έτσι τα άτομα και τις ομάδες να συναγάγουν ηθικοπρακτικά συμπεράσματα που αφορούν τα δικά τους συμφέροντα[4].
 
            Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η θέση πολλών αναλυτών πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος του Θουκυδίδη είναι το πλέον επίκαιρο κείμενο διεθνών σχέσεων. Αυτή η πρωτιά θα συνεχιστεί όσο το διεθνές σύστημα θα είναι κρατοκεντρικό και όσο οι αξιώσεις αυτοκρατορίας δεν θα επιτυγχάνουν[5]. Η ανάλυση του Θουκυδίδη, υποστηρίζεται, θα είναι το πλέον κατάλληλο κείμενο κατανόησης των διεθνών σχέσεων όσο το διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης όπου η κυριαρχία, η λειτουργία των διεθνών θεσμών και η διεθνής τάξη συναρτώνται και επηρεάζονται από τα αίτια πολέμου, και κυρίως από την άνιση ανάπτυξη και τις ανακατανομές ισχύος που αυτή προκαλεί.
 
            Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι, για μια σειρά ουσιαστικών λόγων, όσο το διεθνές σύστημα θα παραμένει κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Θουκυδίδη θα αποτελεί πάντοτε την καταλληλότερη περιγραφή για την φύση, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα των διακρατικών σχέσεων[6]. Κατά κύριο λόγο, παρατηρούμε ότι διαχρονικά το κοσμοθεωρητικό και ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο μιας έκαστης κοινωνίας μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται, όμως, ανεξαρτήτως χώρας, τόπου, χώρου ή εποχής, για όλες τις κοινωνίες ο χαρακτήρας των δομών κυριαρχίας, των συμπεριφορών και των αξιώσεων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι πανομοιότυπος. Η φύση και ο χαρακτήρας της κυριαρχίας ως καθεστώτος ενδοκρατικού και διακρατικού βίου παραμένει απαράλλακτος και συνοψίζεται στην έννοια της «εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας». Έτσι, ουσιαστικά, αν και οι αξιώσεις και οι συμπεριφορές κάθε κοινωνίες είναι  διαφορετικού περιεχομένου ανάλογα με την κοινωνία και τις ιστορικές και άλλες συγκυρίες, υπάρχει μια διαχρονική μορφική ταυτότητα των θεσμικών-κανονιστικών δομών και του χαρακτήρα των εγγενών συλλογικών συμπεριφορών
 
            Αν κανείς προσπαθήσει να διακρίνει κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της κλασικής εποχής και της σύγχρονης εποχής, ενδέχεται να είναι οι αντίθετες αυτών που οι περί «συγχρόνου εποχής» συμβατικές θεωρήσεις αναφέρουν. Για παράδειγμα, η ανομοιογένεια, ετερογένεια και εν γένει ετερότητα-ετερονομία μεταξύ των σημερινών κρατών είναι πασίδηλα πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύστημα των ελληνικών Πόλεων οι κοινωνίες των οποίων είχαν πολλά κοινά όπως η θρησκεία, η γλώσσα και η συνείδηση κοινών ή συγγενών καταβολών.
 
Μια ακόμη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι σύγχρονες διαμορφωμένες κυρίαρχες κοινωνίες είναι προϊόν αγώνων ανεξαρτησίας-κυριαρχίας κατά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Νέων Χρόνων, γεγονός το οποίο, λόγω του καταστατικού χαρακτήρα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας, είναι βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων. Οι αγώνες αυτοί έγιναν με αξίωση όχι να ολοκληρωθεί η να ενοποιηθεί ο κόσμος αλλά για να κατακερματιστεί κοινωνικοπολιτικά ούτως ώστε μια έκαστη κοινωνία να μπορεί να απολαμβάνει την πολιτισμική ετερότητά της, να αναπτύσσει τα οικεία διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και να σφυρηλατεί δικούς της κοσμοθεωρητικούς, ηθικούς και κανονιστικούς προσανατολισμούς. Η ευόδωση αυτής της αξίωσης σηματοδότησε την πορεία προς μια ολοένα μεγαλύτερη ολοκλήρωση στο εσωτερικό των κρατών, μια διαρκώς εντεινόμενη ετερότητα των κοινωνιών τους και συνεπακόλουθα μια ανάλογα και αντίστοιχα μεγαλύτερη ανομοιομορφία του διεθνούς συστήματος.
 
Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι, αν θεωρήσουμε πως η αναζήτηση συστημάτων δημοκρατικής-πολιτισμένης διακυβέρνησης ενδοκρατικά και διακρατικά είναι ένα διαρκές άθλημα του ενδοκρατικού κατ’ αλήθειαν βίου της κοινωνίας κάθε κράτους και των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος[7] αντίστοιχα, η Πολιτεία ως ανεξάρτητη οντότητα όπως και το σύστημα Πόλεων ως διακρατικό σύστημα συγκρινόμενο με το σημερινό αντίστοιχο ήταν πολύ πιο ώριμα και αναπτυγμένα την κλασική εποχή.
 
Ακριβώς, οι πιο πάνω διαφορές μεταξύ της κλασικής και της σημερινής εποχής, εντείνουν εκείνα εγγενή χαρακτηριστικά όπως η ανομοιομορφία του διακρατικού συστήματος και η ετερότητα-ετερονομία των κρατών, γεγονός που καθιστά τις θεωρήσεις του Θουκυδίδη ακόμη πιο επίκαιρες και σημαντικές. 
 
Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, απόρροια των αγώνων ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας οδήγησαν στην δημιουργία εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών[8].
 
Μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει αντιστροφή αυτής της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας –αντιστροφή η οποία είναι πασίδηλα αδύνατο να συμβεί παρά μόνο αν εκτελεστεί μια πλανητική γενοκτονία για να επικρατήσει μια μόνο κοινωνία– η ανάλυση του Θουκυδίδη, για ένα ακόμη λόγο, θα αποτελεί το –μοναδικό ουσιαστικά– Παράδειγμα (Paradigm) της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, θα συνεχίσει να προσφέρει ένα σύνολο θεμελιωδών γενικών ερμηνευτικών νόμων και αξιόπιστων θεωρητικών προεκτάσεων. Όσον αφορά την περιγραφή και την επιστημολογία, οι θεωρητικές προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης ενσαρκώνονται στον αξιολογικά ελεύθερο Πολιτικό Ρεαλισμό, δηλαδή την αυστηρά περιγραφική και εν πολλοίς αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση συγγραφέων όπως, μεταξύ άλλων, οι Mackiavelli, Carr, Aron, Gilpin, Waltz και Mearsheimer. Θα πρόσθετα και τον Παναγιώτη Κονδύλη γιατί οι μοναδικές θεωρήσεις του –στην καθαρά περιγραφική τους διάσταση και αναγόμενες στο διεθνές επίπεδο όπου καταμαρτυρούμενα καθημερινά επαληθεύονται– πρόσφεραν μια παράλληλη περιγραφή των βαθύτερων και οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ένωσης που κερδίζει την κυριαρχία της. Προστίθεται ότι τα ακαδημαϊκά κείμενα του γράφοντος υιοθετούν πλήρως τους επιστημονικούς προσανατολισμούς και τις επιστημολογικές παραδοχές της αξιολογικής ελευθερίας και της περιγραφικής ανάλυσης[9].
 
Για την βιβλιογραφική συνάφεια της θουκυδίδειας ανάλυσης με την σημερινή ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχουμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές στοιχειώδεις αναφορές σε μερικά κύρια κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής παράδοσης. Παρακάμπτοντας θεμελιώδη κείμενα αυτής της παράδοσης που αυτονόητα κινούνται στο πλαίσιο της θουκυδίδειας παράδοσης, όπως οι Aron και Waltz[10], έργο σταθμός είναι αναμφίβολα το αριστούργημα του Gilpin Πόλεμος και Αλλαγή[11]. Με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, επαλήθευσε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Θουκυδίδειου επιστημονικού Παραδείγματος σε αναφορά με το σύγχρονο διεθνές σύστημα για να καταλήξει δηλώνοντας με εντιμότητα ότι δεν πρόσθεσε και πολλά στην ανάλυση του Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ σημαντικό συμπέρασμά του ότι, «έτσι ήταν και έτσι θα συνεχίσει να είναι μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστρέψουν τους εαυτούς τους είτε δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επίτευξης διεθνών αλλαγών με ειρηνικά μέσα[12]». Σε άλλη περίπτωση, διατυπώνει παρόμοια θέση: «όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ο πολιτικός ρεαλιστής βρίσκει πως είναι ενδιαφέροντα στην αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας μπορούν να βρεθούν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: μια ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξαρτώμενη “παγκόσμια οικονομία”, την πολιτική χρήση οικονομικών μοχλών, όπως τη “διαταγή των Μεγάρων”. Ακόμη και σύγκρουση για ενεργειακές πηγές[13]». «Ακριβώς όπως και στο παρελθόν, το θεμελιώδες πρόβλημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι το πρόβλημα της ειρηνικής προσαρμογής στις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της ισχύος στο διακρατικό σύστημα[14]». «Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να  χαρακτηρίζεται από τον αγώνα μικρών και μεγάλων δυνάμεων για ισχύ, φήμη-κύρος και πλούτο υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας. Μια παγκόσμια κοινωνία κοινών ηθικών αντιλήψεων και κοινών αξιών περιμένει ακόμη την ώρα που θα αντικαταστήσει τη διεθνή αναρχία ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος[15]».
 
            Το πολύ τελευταίο βιβλίο του John Mearsheimer, επίσης, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων[16], με το να περιγράψει τον ατερμάτιστο κύκλο ηγεμονικών συγκρούσεων των τελευταίων αιώνων για μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ, για ασφάλεια και για ηγεμονία, αφήνει ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθεί αυτό που ο υποφαινόμενος σε άλλη περίπτωση περιέγραψε ως Θουκυδίδειο αδιέξοδο[17]. Δηλαδή, αφενός το γεγονός ότι μια παγκόσμια αυτοκρατορία ή ηγεμονία είναι ανέφικτη και αφετέρου το γεγονός ότι λόγω βαθύτερων χαρακτηριστικών των δομών του διεθνούς συστήματος των Νέων Χρόνων βρισκόμαστε σ’ ένα ατερμάτιστο φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τα συμπεράσματα που θεμελιώνει με επιστημονικά ακλόνητο τρόπο ο Mearsheimer είναι πανομοιότυπα με αυτά του Θουκυδίδη: ανισότητα ισχύος, ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικές συγκρούσεις, φόβος επιβίωσης, στρατηγικές παρεμπόδισης άλλων ηγεμονιών και άνιση ανάπτυξη. Όλα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα θρέφουν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν τα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος που προκαλούν ανταγωνισμούς, αστάθεια και πολέμους.
 
            Η προηγηθείσα ανάλυση δεν προσφέρει, βεβαίως, μια αισιόδοξη περιγραφή της φύσης, του χαρακτήρα και της πορείας του διεθνούς συστήματος της σημερινής εποχής και αυτό είναι ένα ακόμη κριτήριο που καθιστά τις θουκυδίδειες θεωρήσεις συναφείς με την σημερινή εποχή. Το ζήτημα για ένα αντικειμενικό αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, όμως, δεν είναι το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος όταν αναλύει το διεθνές σύστημα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα λέει την αλήθεια και όχι ψέματα (μια άλλη εκδοχή του ψέματος είναι το ασυνείδητο ψέμα λόγω βλακείας ή πνευματικής αναπηρίας –που στην χειρότερη μορφή της είναι η πνευματική προκατάληψη[18]–, ιδιότητες, λυπούμαι να πω, βαθύτατα εμπεδωμένες στην λεγόμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων).
 
Ο διεθνολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο, άτομο που καλείται να κάνει διάγνωση των αιτίων της εγγενούς αστάθειας και συγκρούσεων που αυτή φέρνει. Αν δεν υπήρχε αστάθεια και συγκρούσεις δεν θα υπήρχε ανάγκη να υπάρχουν διεθνολόγοι των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων. Θα επαρκούσαν οι νομικοί διεθνολόγοι που θα καλλιεργούσαν μια ευθύγραμμη εξέταση των τρόπων εφαρμογής των  κανόνων διεθνούς δικαίου σ’ ένα κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν αίτια πολέμου. Όμως, ο καθείς γνωρίζει ότι πασίδηλα ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε και ίσως ποτέ δεν θα υπάρξει. Μόνο καλή διάγνωση των αιτίων οδηγεί σε θεραπεία μιας ασθένειας και ο πόλεμος είναι μια ασθένεια η γνώση των αιτίων της οποίας απαιτεί καλή διάγνωση και γι’ αυτό χρήσιμη είναι η ανάλυση των πολιτικών ρεαλιστών και όχι των φαντασιόπληκτων, των προπαγανδιστών και των αιθεροβαμόνων.
 
            Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τα άτομα ή τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λειτουργήσουν ιεραποστολικά αν το επιθυμούν για να τερματίσουν το φοβερό φαινόμενο του πολέμου αγωνιζόμενοι να εξαλείψουν τα αίτιά του. Πρέπει όμως και πάλιν να γνωρίζουν αυτά τα αίτια και όχι να προκαλούν σύγχυση με ανορθολογικά και εξωπραγματικά θεωρήματα που ρυπαίνουν τον, βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων και βαθύτατων συνεπειών όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου, διεθνολογικό στοχασμό. Η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, για παράδειγμα, είναι μια μεγάλη ασθένεια την οποία οποιοσδήποτε εμφορείται από ιεραποστολικές προθέσεις μπορεί κάλλιστα να εργαστεί για την εξαφάνισή της.
 
Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση των αιτιών πολέμου –που καθημερινά προκαλούν εκατόμβες– δεν είναι λιγότερο σημαντική από την διάγνωση των αιτίων μιας απλής ασθένειας ή μιας επιδημίας. Όσο μακάβρια και αν είναι η σύγκριση όσον αφορά τις προεκτάσεις των εκατέρωθεν διαγνώσεων, η αντιπαράθεση τους είναι απόλυτα αναγκαία: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε εκατόμβες και στην δεύτερη αποδήμηση ενός ατόμου ή το πολύ ενός μικρού αριθμού μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο υπεύθυνος γιατρός είναι τσαρλατάνος ή ανίκανος. Επίσκεψη σε κάθε νοσοκομείο θα βεβαιώσει ότι ασθενείς και συγγενείς τους αναζητούν όχι τσαρλατάνους για την θεραπεία των ασθενειών τους αλλά ιατρούς υψηλής κατάρτισης, επαγγελματικά αξιόπιστων, σοβαρών στην προσέγγιση του προβλήματος, ανιδιοτελών στην διαγνωστική διαδικασία λόγω προσήλωσης σε υψηλά κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας του λειτουργήματός τους και πρακτικά χρήσιμων γιατί οι διαγνώσεις τους προσφέρονται για αποτελεσματικές και γόνιμες αποφάσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα, μια κοινωνία δεν πρέπει να προσφεύγει σε τσαρλατάνους των διεθνών σχέσεων για την διαπίστωση των αιτιών πολέμου και για την συναγωγή συμπερασμάτων ηθικοπρακτικά χρήσιμων. Δηλαδή, δεν πρέπει να επηρεάζουν ζητήματα πολέμου και ειρήνης οι ουτοπιστές, οι ιδεολογικά συνεπαρμένοι, οι προκατειλημμένοι, οι στρατευμένοι σε ευτελείς ιδιοτελείς υποθέσεις και οι χείριστοι όλων των διεθνολόγων, οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές που προοδευτικά κατακλύζουν τους πανεπιστημιακούς χώρους επιτυγχάνοντας αριθμητική πλειονότητα[19]. Το τελευταίο σημείο είναι μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Σημειώνεται μόνο ότι, πλέον, ο πολιτικός ανορθολογισμός πολλών –τόσο μεγάλων όσο και μικρών– κοινωνιών οφείλεται στο γεγονός ότι τσαρλατάνοι και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι προπαγανδιστές και τσαρλατάνοι πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με ανάξια λόγου θεωρήματα και ιδεολογήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.   
 
2. «Ανθρώπινη Φύση», Πολιτειακή οργάνωση και διακρατικό σύστημα
 
Ποια είναι  λοιπόν η φύση του «Πολιτικού» και τι εν τέλει σημαίνει «Πολιτικό γεγονός»; Ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάλυσης[20] στο οποίο αναφερόμαστε, ποιος είναι ο συλλογικός τρόπος ζωής που προσαρμόζει την κάθε ατομική άβυσσο ανθρώπινης ετερότητας στις ανάγκες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου; Ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις υπό συνθήκες πολιτικές απαιτεί απάντηση σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα.
 
Ο Θουκυδίδης, αν και όχι ο κατεξοχήν στοχαστής του Πολιτικού γεγονότος, φαίνεται ότι κατανόησε βαθύτατα την σημασία της Πολιτείας ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου που αντιδιαστέλλεται με την βαρβαρική εποχή.
 
Εστιάζω την προσοχή στις αναφορές του Θουκυδίδη για τα τεκταινόμενα στην Κέρκυρα όταν η Πολιτεία αυτή καταλύθηκε[21]. Η κατάλυσή της, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, προκάλεσε αποδέσμευση των άγριων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης[22] και παραμέρισε «τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες». Απλώθηκε κάθε μορφής κακία στον ελληνικό κόσμο και «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα κάθε ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο και εξαφανίστηκε».  
 
            Αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη όσο και άλλων σύγχρονων αναλυτών, οι οποίοι λίγο πολύ ή με τον ένα ή άλλο τρόπο ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση, όπως οι Μακιαβέλι και Morgenthau, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν κάνουν αξιολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις. Καταγράφουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν με πραγματολογικά επαληθευόμενο τρόπο το αυτονόητο και διϋποκειμενικά  πασίδηλο γεγονός της ατομικής ανθρώπινης ετερότητας και των ορμών για κυριαρχία και για απόκτηση ισχύος ανάλογα με τις ανάγκες για επιβίωση.
 
Η κλασική φιλοσοφική και ιστορική πραγματεία, ακριβώς, περιγράφει το γεγονός ότι η απέραντη και απειθάρχητη σε μεταφυσικούς προσδιορισμούς ατομική ανθρώπινη ετερότητα για να διεξάγει ένα πολιτισμένο συλλογικό βίο απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού στην αρχαιότητα εκπληρωνόταν στο πλαίσιο της Πολιτείας. Στην σύγχρονη εποχή επιχειρείται να εκπληρωθεί στο πλαίσιο αυτού που επικράτησε να ονομάζεται ως έθνος-κράτος.
 
Οι κοινωνίες του πλανήτη είναι και συνεχίζουν να είναι διακριτές, ετερογενείς και ανομοιογενείς δημιουργώντας έτσι μια απροσμέτρητη κοινωνική ανομοιομορφία[23]. Γι’ αυτό, καίριας σημασίας κριτήριο για την κατανόηση του Πολιτικού γεγονότος είναι ότι λόγω κοινωνικού κατακερματισμού του πλανήτη ποτέ δεν ήταν εφικτό (και συνεχίζει να μην είναι εφικτό) να συντελεστεί οικουμενικά. Παρά τις κατά καιρούς δυναστικές αξιώσεις ή αφελείς διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες περί πλανητικής κοινωνικής ενότητας, αποδείχθηκε ότι το Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο διαμορφωμένων και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων κυρίαρχων κοινωνιών των οποίων η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκοκανονιστική ετερότητα μιας έκαστης εξ αυτών.   
 
3. Η σχέση ετερότητας, ελευθερίας και Πολιτείας
 
Όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Χρήστο Γιανναρά, η ανθρώπινη ετερότητα, η ανθρώπινη ελευθερία και το Πολιτικό γεγονός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο, επιπλέον, η ετερότητα, ατομική και συλλογική αντίστοιχα, είναι οντολογικού περιεχομένου. Έτσι, όπως εύστοχα τονίζεται από τον Χρήστο Γιανναρά, «το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης[24]». Υπό αυτό το σύνθετο και αληθές πρίσμα, «η πολιτική ήταν ένα οντολογικό ζητούμενο, όχι ένα χρηστικό μέσο. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος της πολιτικής ήταν να αληθεύει ο βίος: να αποτελεί η πόλη-πολιτεία δυναμική μίμηση του κοσμικού  προτύπου»[25].
 
Εξετάζοντας το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης από την σκοπιά των διεθνών σχέσεων, παρατηρείται ότι η ατομική ανθρώπινη ετερότητα εντάσσεται πολιτικά και προσαρμόζεται στον συλλογικό πολιτικό βίο χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ή την ελευθερία της απέναντι σε αλλότριες δυναστικές αναγκαιότητες μόνο όταν πληρούνται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά το αισθητό και πνευματικό περιεχόμενο της Πολιτείας, και η δεύτερη, την σχέση της με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες πολιτείες:
 
Πρώτη προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται πολιτική οργάνωση στο πλαίσιο μιας Πολιτείας με την αριστοτελική έννοια του όρου. Αυτό κατά βάση σημαίνει ότι τα μέλη και οι ομάδες της συλλογικής οντότητας διεξάγουν ένα διαρκή συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο ο οποίος αενάως προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον συλλογικό τρόπο ζωής στην βάση των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων που ιστορικά συνθέτουν την ετερότητα κάθε συγκεκριμένης κοινωνικής ένωσης.
 
Δεύτερη προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία[26].
 
Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συναρτημένες και εξαρτώμενες. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και αμφότερα δημιουργούν ένα ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό συμβατό με την κοινωνικοπολιτική μορφολογία του παγκόσμιου χώρου. Αυτός ο ορθολογισμός αποσταθεροποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από εξομοιωτικές και ισοπεδωτικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες. Οι τελευταίες, χωρίς ποτέ να έχουν παράγει μια αξιόπιστη πρόταση μη γενοκτονικής κοινωνικής εξομοίωσης και πολιτικής ενότητας, ταλάνισαν και συνεχίζουν να ταλανίζουν την πολιτική σκέψη στρέφοντάς την ενάντια στην ίδια την συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, ενάντια στην αξίωση κάθε κοινωνίας να αναπτύσσει κυρίαρχο πολιτικό σύστημα συμβατό με την κοσμοθεωρητική και ηθική διαμόρφωσή της.   
 
4. Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας ως αυτονόητη κατάκτηση
 
Συνέχεια των συλλογισμών που προηγήθηκαν, επισημαίνω και τονίζω το γεγονός ότι στην κλασική εποχή, το απόγειο δηλαδή των διακρατικών ρυθμίσεων όλων των εποχών, σ’ αντίθεση με την σύγχρονη εποχή που διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα είναι ευρέως διαδεδομένα, η ανεξαρτησία των Πόλεων ήταν σχεδόν αυτονόητο κεκτημένο, η αμφισβήτηση του οποίου, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης ήταν κύριο αίτιο της αντι-Αθηναϊκής συσπείρωσης και του μεγάλου καταστροφικού πολέμου.
 
Ο έλεγχος των αναθεωρητικών τάσεων, πάντως, διασφαλιζόταν όχι μόνο με την ανάπτυξη μιας διεθνούς κοινωνίας Πόλεων που δημιουργούσε ένα ευρύ πλέγμα διεθνών θεσμών και νορμών διακρατικής συμπεριφοράς (Κοινά, Αμφικτιονίες, Συνδέσμους κτλ), αλλά επίσης και με την διασφάλιση ισορροπίας ισχύος κατά των αναθεωρητικών τάσεων των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών της αρχαιότητας.  
 
Το Πολιτειακό γεγονός το οποίο και σηματοδότησε το μεγάλο άλμα που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την εποχή της βαρβαρότητας και τους έφερε στην εποχή του Πολιτικού γεγονότος, του πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών, συντελέστηκε, ακριβώς, επειδή επικράτησε η ιδέα του κατά κοινωνία κυρίαρχου συλλογικού βίου υπό συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας.
 
Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας, ακριβώς, ήταν υπέρτατη αξία στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της εποχής[27]. Η αμφισβήτησή αυτού του ιδεώδους αποτελούσε αίτιο πολέμου[28] το οποίο η Αθήνα αλλά τελικά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλήρωσε πολύ ακριβά, μιας και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέστρεψε το κλασικό σύστημα Πόλεων και έθεσε την ανθρωπότητα σε τροχιά αυτοκρατορικών συγκρούσεων δύο χιλιετιών μέχρι περίπου και τον 16ον αιώνα.
 
Μόνο μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 είναι που επιχειρείται η ανάδειξη του κράτους ως θεσμού που αναβιώνει την ιδέα της κλασικής πολιτείας, δηλαδή της ανάπτυξης Πολιτικού γεγονότος κατά κοινωνία και όχι κατά κόσμο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών, βεβαίως, αυτό δεν κατορθώθηκε πλήρως, και αντί αναβίωσης της Πολιτείας, δημιουργήθηκαν πολλά κακέκτυπά της, δηλαδή όσα σύγχρονα κράτη παραπαίουν λόγω πνευματικής και πολιτικής εξάρτησης ή υποδούλωσης[29]. Ταυτόχρονα, παρά την συντριπτική επικράτηση της κυριαρχίας ως διαμορφωτικού κριτηρίου και ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, οι άνθρωποι ποτέ δεν έπαψαν τους τελευταίους αιώνες να αναζητούν αντιστροφή της ανθρώπινης οντολογίας υιοθετώντας εξομοιωτικές παραδοχές. Δηλαδή ποτέ δεν έπαψαν να στρέφονται ενάντια στον συλλογικό εαυτό τους, δηλαδή, να στρέφονται ενάντια στην κυριαρχία της δικής τους κοινωνίας υιοθετώντας διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα. Αυτά τα ιδεολογήματα και θεωρήματα είναι σίγουρα σημαντικά αίτια πολέμου που αν και μορφικά μεταμφιέζονται την μια μετά την άλλη ομολογία πίστεως, ως προς το περιεχόμενό τους και κυρίως τις συνέπειές τους παραμένουν σταθερά εξομοιωτικά.
 
 5. Παράβλεψη των αιτιών πολέμου και πολιτική θεωρία
 
Λιγότερο στην κλασική εποχή και περισσότερο τα νεότερα χρόνια[30], κύριο αίτιο αναρίθμητων παραλογισμών της πολιτικής θεωρίας αποτέλεσε η αδυναμία κατανόησης των πραγματικών αιτιών πολέμου. Επειδή ακριβώς πολλοί αγνοούν τα πραγματικά αίτια πολέμου, ήταν και συνεχίζει να είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο τερματισμός του πολέμου, η ύπαρξη βιώσιμων κανονιστικών δομών και η ειρήνη-σταθερότητα –αγαθά που είναι μάλλον κεκτημένα και δεδομένα στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κυρίαρχου κράτους– είναι εύκολο να εκπληρωθούν στο πλαίσιο κάποιου είδους παγκόσμιας κανονιστικής δομής που θα μπορούσε, δήθεν, να λειτουργήσει εύρυθμα και παρά τον οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικό κατακερματισμού του πλανήτη.
 
Αυτή η θεμελιώδης πλάνη για πολλούς και ποικίλους λόγους βασικά παραβλέπει ή παρακάμπτει την προαναφερθείσα οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των κοινωνικών ενώσεων. Οδηγεί σε εξομοιωτικές παρωπίδες που εμποδίζουν την κατανόηση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ετερότητα (σ’ αυτό ουσιαστικά αναφερόμαστε, επαναλαμβάνουμε, όταν ομιλούμε για «ανθρώπινη φύση») για να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες του συλλογικού βίου, είναι αναγκαίο να ανήκει σε κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές που θα νομιμοποιούν και θα καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό τον συλλογικό τρόπο ζωής.
 
Κάθε στοχασμός στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων για να μην περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα απαιτείται να λαμβάνει υπόψη το οντολογικό γεγονός της ετερότητας κάθε ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας.
 
Η σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη ετερότητα κάθε ατόμου είτε όταν παράγει επιθετικές ορμές είτε όταν εκδηλώνεται δημιουργικά και ωφέλιμα, απαιτείται να εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική ηθικοκανονιστική δομή που φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περιέγραψαν ως Πολιτεία και που σήμερα ονομάζουμε έθνος-κράτος[31].
 
Η ένταξη κάθε ανθρώπινης ετερότητας σ’ ένα πολιτικά οργανωμένο συλλογικό βίο, εξάλλου, δεν προδιαγράφεται στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων ή παραγόντων. Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική επιλογή και συλλογική επιλογή στο στάδιο που μια διακριτή κοινωνία αγωνίζεται για να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.
 
6. Η αλληλένδετη φύση πολιτειακού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού
 
Μεγάλο μέρος των προβλημάτων των διεθνών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αναρίθμητοι αναλυτές παρακάμπτουν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι η πολιτική διαμόρφωση μιας κοινωνίας και οι αποφάσεις ενός εκάστου ατόμου να συμμετάσχει στον συνεπακόλουθο συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο δεν συντελείται στο εσωτερικό δοκιμαστικών σωλήνων κάποιου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου εργαστηρίου. Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο –η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα τέτοιο εργαστήριο– οι κοινωνίες αντιδρούν αξιώνοντας κυρίαρχη-ανεξάρτητη συλλογική πολιτική οργάνωση που αν και περιστασιακά την στερούνται διεκδικούν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μεταφυσικά κριτήρια που γεννιούνται στο μυαλό κάποιου μεμονωμένου εγκεφάλου ποτέ δεν αποτέλεσαν βάση μιας βιώσιμης Πολιτείας και όποτε αυτό επιχειρήθηκε η αναπόδραστη τελική αποτυχία προκαλεί αναρίθμητες ανθρώπινες καταστροφές ή ακόμη και εκατόμβες όταν λαμβάνουν χώρα εμφύλιες διενέξεις που σταθεροποιούν την κοινωνική ετερότητα στο εσωτερικό ενός κράτους.
 
Οι κοινωνικοπολιτικές οντότητες για να είναι πολιτειακά βιώσιμες προηγούνται σφυρηλατήσεις συλλογικών κοσμοεικόνων, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ανθρωπολογικών υπόβαθρων, συλλογικών ταυτοτήτων, στρατηγικών προσανατολισμών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων που στηρίζουν συμβατά με αυτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά είναι ορθολογικά διευθετημένα –ή κατατείνουν προς ένα τέτοιο ορθολογισμό– όταν αποτελούν προϊόν κοινωνικών μεθέξεων στο πλαίσιο ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου και ποτέ όταν ορίζονται αυθαίρετα και μεταφυσικά.
 
Η αποτυχία της αυτοκρατορικής ιδέας δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Κατέρρευσε μπροστά στις διαρκείς αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη[32]. Όπως καταμαρτυρεί κάθε αγώνας κυριαρχίας-ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, οφείλεται στο γεγονός της ετερότητας των συλλογικών οντοτήτων και των αέναων αξιώσεών τους για πολιτική κυριαρχία. Αυτό είναι το αίτιο της συντριβής των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και του συνεπακόλουθου κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού που προσάρμοσε σταδιακά τους τελευταίους αιώνες τις πολιτειακές δομές στην κοινωνική δομή του κόσμου. Σήμερα, υπενθυμίζω, υπάρχουν γύρω στα διακόσια κράτη έναντι μερικών δεκάδων τον περασμένο αιώνα και ακόμη λιγότερων αυτοκρατοριών των προγενέστερων αιώνων. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα κράτη βιώσιμες πολιτείες δεν οφείλεται στην αξίωση της κυριαρχίας αλλά κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από τις στάχτες των αυτοκρατοριών δεν γεννιόνταν πάντοτε κράτη προικισμένα με επαρκώς διαμορφωμένα κοινωνικά σύνολα. Στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, εξάλλου, δημιούργησαν τόσο τεχνητά κρατικά μορφώματα μεγάλης εσωτερικής ανομοιομορφίας όσο και συνοριακές και πληθυσμιακές κατανομές που αναπόδραστα αμφισβητήθηκαν.
 
Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιστορικά, η αξίωση για εθνική ανεξαρτησία σήμαινε στην πράξη ότι το Πολιτικό γεγονός εκδηλώνεται στο επίπεδο κάθε κοινωνίας και όχι στο επίπεδο της οικουμένης η οποία, οικουμένη, σήμερα όπως και στο παρελθόν, στερείται ενοποιημένου κοινωνικού υποβάθρου. Η αξίωση για κοινωνικοπολιτική δόμηση του κόσμου με τρόπο συμβατό με την συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνικής ένωσης, εξάλλου, σήμαινε ότι οι αγώνες ανεξαρτησίας ήταν ταυτισμένοι με την έννοια της ελευθερίας, δηλαδή με την απόρριψη αλλότριων κατεξουσιασμών. Ασφαλώς, αν υπήρχαν οι αναγκαίες κοσμοθεωρητικές, ηθικοκανονιστικές, ανθρωπολογικές και άλλες προϋποθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα ίσχυε ακριβώς το ίδιο οικουμενικά, θα είχαμε, δηλαδή, μια παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή, δηλαδή μια παγκόσμια Πολιτεία[33].
 
Αυτό όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι εφικτό μιας και ποτέ δεν υπήρξε μια παγκόσμια κοινωνία αλλά πολλές ετερογενείς και ανομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.
 
7. Ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας της θουκυδίδειας παράδοσης
 
Οι πιο πάνω πτυχές, είναι θεμελιώδεις και αφορούν ζωτικά τα διεθνή συστήματα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Σ’ αυτό οφείλεται και η αιώνια αξία του Παραδοσιακού Παραδείγματος που εδράζεται στην Θουκυδίδεια παράδοση, την παράδοση δηλαδή που περιγράφει την Υπαρκτική ετερότητα κάθε κοινωνίας και την συνεπακόλουθη ηθικοκανονιστική ετερότητα που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι[34].
 
Οι πιο σύγχρονες προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης και πιο συγκεκριμένα η ρεαλιστική παράδοση, εστιάζουν το ενδιαφέρον στην κρατοκεντρική κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου και στην απορρέουσα σημασία της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής οντότητας τόσο ως βάσης λειτουργίας του διεθνούς συστήματος όσο και ως βάσης ηθικής συγκρότησης του κόσμου.
 
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι, διόλου τυχαία, η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή των ρεαλιστικών θεωριών είναι σαφώς αντιηγεμονικών προεκτάσεων. Αναμενόμενα, επίσης, περιγράφοντας το αναπόδραστο γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου σύμφυτων με την δομή του διεθνούς συστήματος, με επιστημονική υπευθυνότητα και αξιοπιστία εξηγούν ότι η κατανομή ισχύος και η ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ηγεμονικές δυνάμεις στις διαφαινόμενες ανακατανομές ισχύος αποτελούν κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής.
 
Κείμενα όπως ο Πόλεμος και αλλαγή στην  διεθνή πολιτική του Gilpin και Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του Mearsheimer που αποτελούν έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογικά ουδέτερες ερμηνείες της σύγχρονης πολιτικής υπό το πρίσμα της θουκυδίδειας παράδοσης, προσφέρουν μια σχεδόν συνολική και σφαιρική ερμηνεία της σύγχρονης εποχής που κανείς σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ή να παρακάμψει.
 
Αν και κανείς από όσους είναι συνειδητοποιημένοι για τις φοβερές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην διεθνή πολιτική δεν θα μπορούσε εύκολα να προσυπογράψει την θέση πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακρών περιόδων σταθερότητας[35], η ειρήνη και η σταθερότητα, έστω και για κάποιες μόνο ιστορικές περιόδους, εξαρτώνται από την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος και μιας συναρτημένης με αυτή διεθνούς τάξης που δεν αμφισβητείται[36]. 
 
8. Ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και λιγότερο ισχυρά κράτη
 
Ένα εύλογο ερώτημα είναι η θέση και ο ρόλος ενός λιγότερου ισχυρού κράτους όταν είναι αληθές πως το εκ φύσεως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τιμωρεί ανελέητα όσα κράτη παραμελούν τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα το συμφέρον επιβίωσης. Αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ, θα τόνιζα το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να είναι ακόμη πιο ευαίσθητο για την κατανομή ισχύος, τα αίτια που προκαλούν ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην ανελέητη σύγκρουσή τους για ισχύ και ηγεμονία.
 
Ενώ μια μεγάλη δύναμη δύσκολα θα έχανε την ανεξαρτησία της[37] ακόμη και αν ηττηθεί[38], η αμέλεια μιας μικρής δύναμης να ελιχθεί ορθολογιστικά στα περιθώρια της ισχύος και να διασφαλίζει συνθήκες ισορροπίας και ασφάλειας, δυνατό να σημαίνει συνολική απώλεια της ελευθερίας της, δηλαδή της εθνικής της ανεξαρτησία.
 
Οι ατέλειες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος είναι ακόμη μεγαλύτερες και βαθύτερες σε σύγκριση με αυτές του κλασικού συστήματος Πόλεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω τεχνολογίας η άνιση ανάπτυξη είναι δραστικότερη και οι καταστροφές του πολέμου πιο εκτεταμένες.
 
Πιο καταστροφικές ακόμη και από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, όμως, είναι οι ιδέες που δηλητηριάζουν τον ορθολογισμό των συγχρόνων Πολιτειών αποσταθεροποιώντας το κονωνικοπολιτικό τους σύστημα και μπερδεύουν τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες. Ενώ κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων όλες οι κοινωνίες κατά βάση αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, δηλαδή την εθνική τους ανεξαρτησία όπως σήμερα ονομάζεται, παρατηρούμε ότι ταυτόχρονα, κυρίως οι κοινωνίες μικρότερων κρατών, αλλόκοτα και παράδοξα συχνά κυριαρχούνται από θεωρήματα και ιδεολογήματα που υπονομεύουν αυτή την εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για μια παραδοξότητα που ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να ερμηνεύσεις με λογικούς όρους. Ενώ δηλαδή η ανάδειξη του κράτους καθιέρωσε την σύγχρονη πολιτεία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και την κυριαρχία ως διεθνές καθεστώς που οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προορίζονται να διασφαλίσουν, όπως ήδη τονίστηκε, μύριες αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων μεταφυσικά προσδιορισμένων υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία χωρίς ασφαλώς να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός παγκόσμιου κράτους που θα την ενσαρκώνει. Ουσιαστικά, τονίζεται ξανά, πρόκειται για υπέρτατο παραλογισμό και σημαντικό αίτιο πολέμου του σύγχρονου κόσμου. Αν μια οποιαδήποτε θεώρηση διεθνών σχέσεων θέλει να είναι απαλλαγμένη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων, απαιτείται να αποδέχεται προγραμματικά τον οντολογικά θεμελιωμένο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και την ασυμβατότητα με αυτό τον χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών. Μια τέτοια επιστημολογική παραδοχή δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά επιλογή συμβατή με τις κρατοκεντρικές οντολογικές διαμορφώσεις του σύγχρονου κόσμου. Οι κοινωνίες με τους αγώνες ανεξαρτησίας έκαναν τις επιλογές τους τα αποτελέσματα των οποίων οριοθετούν και το πεδίο της διεθνολογικής ανάλυσης.
 
Θα προσθέταμε πως ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση ενός αναλυτή των διεθνών σχέσεων σε εξομοιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν, τον εξωθεί σε θανάσιμα επιστημονικά και λογικά σφάλματα που μηδενίζουν την ανάλυσή του και τον εντάσσουν στο ανορθολογικό σύστημα των ανορθολογικών δογμάτων που αντιβαίνουν στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και τη συλλογική ανθρώπινη ελευθερία[39]. Παράλληλα, είναι αληθές, όπως εύστοχα θεμελίωσαν αναλυτές όπως ο Edward H. Carr, ότι η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός γνήσιος διεθνισμός. Οι επαναστατικές ιδέες διεθνιστικού χαρακτήρα και οι α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που τις επικουρούν επιζητώντας την δημιουργία μιας παγκόσμιας κανονιστικής δομής είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων των οποίων μόνο το όνομα και το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την εποχή και την ιστορική συγκυρία.
 
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Carr, αναμφίβολα ο θεμελιωτής της σύγχρονης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, γρήγορα εγκατάλειψε αυτή την δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε αποτελεί πλέον εργαλείο των κυρίαρχων αγγλοσαξονικών αξιώσεων ισχύος[40]. Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην μεσογειακή χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Θουκυδίδης και στην οποία, όμως, τα Τμήματα διεθνών σχέσεων πολλαπλασιάζονται όπως τα μανιτάρια δεσμεύοντας τεράστιους κοινωνικούς πόρους που δεν είναι σίγουρο ότι τελικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά της ή την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όλως, περιέργως, βεβαίως, επιβεβαιώνοντας τον Carr, παρατηρείται πως αυτά τα Τμήματα και τα εξαρτώμενα από αυτά Ινστιτούτα, κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα την καλλιέργεια των οποίων πέραν των πόρων που αντλούνται από τους ιθαγενείς φορολογούμενους, παράσχουν ακόμη και αλλόκοτοι διεθνοπολιτικοί χρηματιστηριακοί αναρχικοί[41] –με γνωστές διασυνδέσεις με τις “υπηρεσίες” της υπερατλαντικής δύναμης– όπως ο George Soros.
--------------------------
[1] Ρητά, ή εμμέσως πλην σαφώς, το ιδεώδες της Ανεξαρτησίας αποτελεί αξίωση όλων των κυρίαρχων κρατών (και των κοινωνιών που αξιώνουν να αποχωριστούν από πολυεθνικά κράτη για να αποκτήσουν ανεξάρτητη Πολιτεία-κράτος. Η ανεξαρτησία ως αξίωση, ως αναλυτική έννοια, ως πολιτικό κριτήριο με νομικές προεκτάσεις και ως υπόβαθρο της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα ενσαρκώνεται στο καθεστώς της κυριαρχίας. Το καθεστώς της κυριαρχίας πάνω στο οποίο εδράζεται η οργάνωση της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, είναι αναμφίβολα, από νομικής-θεσμικής άποψης, πολύ πιο αναπτυγμένο σε σύγκριση με τους θεσμούς της κλασικής εποχής. Εν τούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι πολιτικά πιο εμπεδωμένο και πιο νομιμοποιημένο απ’ ότι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί το συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής. Η παρατήρηση αυτή είναι καίριας σημασίας. Αυτό γιατί το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα ενός οποιουδήποτε θεσμικού συστήματος είναι ο βαθμός νομιμοποίησης μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος στο οποίο ανήκει (δηλαδή, στο πλαίσιο της παρούσης συζήτησης, αφενός της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και αφετέρου της «διεθνούς κοινωνίας Πολιτειών» της κλασικής εποχής). Για την στενή σχέση και ομοιότητες ή διαφορές του κλασικού με το σύγχρονο διακρατικό σύστημα από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας βλ. Ernest Barker, Αρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007). 
[2] Jacqueline de Romilly, Ιστορία και μέθοδος στον Θουκυδίδη (Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988).
[3] Perez Zagorin, Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), ιδ. 47 κ.ε.,55 κ.ε.,69 κ.ε.,250-2,
[4] Τα σημεία που ακολουθούν αντλούν από τις σελ. 15,43,48,49,50,52 του βιβλίου της Romilly, ό.π. Οι εκτιμήσεις του Perez Zagorin, καθώς και πολλών άλλων αναλύσεων για την επιστημολογία και μεθοδολογία του Θουκυδίδη είναι συγκλίνουσες αν όχι πανομοιότυπες.
[5] Η θέση που υιοθετείται από τον υποφαινόμενο είναι ότι η εποχή των αυτοκρατοριών έχει παρέλθει ανεπίστροφα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός αφενός της δημιουργίας εκατοντάδων κρατών και αφετέρου, της ολοένα μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ετερότητάς τους, κάτι που καθιστά την κατάκτηση, διοίκηση και αφομοίωση απείρως δυσκολότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Επιπλέον, η τεχνολογία, η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισχύος το οποίο δεν είναι πάντοτε ευθύγραμμα προς όφελος των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα αν μιλάμε για απόπειρες κατάκτησης και ελέγχου. Οι δυνατότητες εφήμερης ηγεμονίας είναι, κατ’ ουσία, το μόνο που απέμεινε στις μεγάλες δυνάμεις για να συμπεριφέρονται άνομα και καταχρηστικά εις βάρος λιγότερο ισχυρών συντελεστών του διεθνούς συστήματος.
[6] Με την έννοια ότι είναι ενδελεχής, εξονυχιστική, πολλών αποχρώσεων, βαθύτατη και διαχρονικά αναλλοίωτης αξίας.
[7] Η θέση ότι οι σχέσεις των κρατών μπορούν να θεωρηθούν ως είδος συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου των διακρατικών σχέσεων δεν είναι αποδεκτή από όλους και για πολλές θεωρίες, ιδιαίτερα της Θουκυδίδειας παράδοσης, σίγουρα θα απορριφθεί εξαρχής. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίο οι αναλυτές της κυρίαρχης θεωρίας, δηλαδή του πολιτικού ρεαλισμού, είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις καταπληκτικές-τολμηρές θεωρητικές σχοινοβασίες της λεγόμενης «βρετανικής σχολής», δηλαδή, βασικά, των Wight, Bull και Watson. Αν και δεν είναι του παρόντος, αναφέρω ότι τα νήματα των επιφυλάξεων πολλών αναλυτών της ρεαλιστικής παράδοσης θα οδηγούσαν στο εύλογο ερώτημα του πως και πόσο μπορεί να συγκροτηθεί σταθερή νομιμοποιητική βάση για αρχές και κανόνες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου της «κοινότητας (ή κοινωνίας) των κρατών» μιας και αυτή θα βρισκόταν διαρκώς υπό την αίρεση διαβρωτικών εισροών που προκαλούν τα αίτια πολέμου και κυρίως των ανακατανομών ισχύος σε δομικό επίπεδο και των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που θα αποσταθεροποιούσαν την έμμεση νομιμοποίηση που παρέχουν οι κοινωνίες των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος διαμέσου των κυβερνήσεών τους. Μια πρώτη τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το εύλογο και βάσιμο ερώτημα, βεβαίως, είναι ότι αναλυτές που όντως ανήκουν στην Βρετανική σχολή όπως οι προαναφερθέντες (όχι όμως και πολλοί άλλοι, κυρίως στον χώρο των κριτικών κονστουκτιβιστών που την επικαλούνται λαθραία) ποτέ δεν υποτίμησαν αυτούς του αποσταθεροποιητικούς παράγοντες. Διαβάζοντας το Άναρχη κοινωνία του Hedley Bull, για παράδειγμα, κανείς θα προσέξει ότι πουθενά δεν περιγράφει ένα ιδεατό κόσμο προικισμένο με σταθεροποιημένες ηθικοκανονιστικές δομές ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων. Το αντίθετο: Η περιγραφή της διαχρονικής ανάπτυξης κανονιστικών δομών μεταξύ των κρατών (διόλου κοσμοπολίτικων με την έννοια της διεθνικής αποδυνάμωσης των κρατικών οντοτήτων) εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο σοβαρού προβληματισμού που δεν εξαιρεί τα αίτια πολέμου, που συνεκτιμά το φαινόμενο του ηγεμονισμού (και των αδιεξόδων του) και που περιγράφει τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες, κυρίως του επαναστατισμού (το τελευταίο ζήτημα εξετάζεται εξαντλητικά από τον Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Αναμφίβολα, βεβαίως, οι επιφυλάξεις των «mainstream ρεαλιστών» είναι εύλογες αν όχι απολύτως αναγκαίες για να κατανοήσουμε ότι η «έσχατη πραγματικότητα» είναι πως λόγω αιτιών πολέμου δεν  μπορούμε να φανταστούμε ένα  κόσμο «χωρίς κινδύνους». Οι καταληκτικές θεωρήσεις του Κονδύλη στο Ισχύς και απόφαση (Στιγμή, 1991) είναι συναφείς: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις,  άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για την διεύρυνση της ισχύος τους.  Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι και ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και την διεύρυνση της ισχύος τους ... Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει την βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους» (σελ. 213 και 231). Κάθε κανονιστική (και όχι κατ’ ανάγκη ηθικοκανονιστική) ρύθμιση στις διακρατικές σχέσεις βρίσκεται αναμφίβολα υπό την αίρεση των συχνών σεισμικών δονήσεων διαφόρων εντάσεων που προκαλούν οι υποκείμενες σεισμικές πλάκες των αιτιών πολέμου. Εν τούτοις, με την προϋπόθεση ότι αυτό στερείται λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων (και αλμάτων), ο καθένας είναι νομιμοποιημένος να περιγράφει από την μια πλευρά, τόσο τις ενδιάμεσες κανονιστικές δομές όσο και την μετεξέλιξή τους, και από την άλλη πλευρά, να υπογραμμίζει την ασταθή τους φύση. Ο υποφαινόμενος, αποδεχόμενος πλήρως και ανεπιφύλακτα το θουκυδίδειο-ρεαλιστικό επιχείρημα για την ασταθή τους βάση –ή ακόμη και κάτι παραπάνω με το να υιοθετώ τις ακόμη σφοδρότερες επιφυλάξεις του Παναγιώτη Κονδύλη για τον χαρακτήρα όλων των ανθρωπίνων εγχειρημάτων– επιχειρώ εν τούτοις να θεμελιώσω τον οντολογικό χαρακτήρα της αξίωσης ανεξαρτησίας-ελευθερίας μιας κοινωνίας. Η σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκτιμάται, είναι σημαντική, μιας και (σ’ αντίθεση με την καταληκτική επιστημολογική προσέγγιση του Παναγιώτη Κονδύλη) αναζητούνται οντολογικά θεμελιωμένα ηθικά κριτήρια που μπορεί να βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο λόγω της «έσχατης πραγματικότητας» (τα οποία όμως θα μπορούσαν εν τούτοις να παράσχουν ηθιοκοπρακτικό προσανατολισμό για κάθε μαχόμενη ύπαρξη, ατομική ή συλλογική. Το κεντρικό ζήτημα και η ουσία, εν  κατακλείδι, δεν είναι η αμφισβήτηση μιας πασίδηλης «έσχατης πραγματικότητας» (αυτή σε κάθε περίπτωση δύσκολα αμφισβητείται ενόσω κανένας δεν προτείνει αξιόπιστη πρόταση εξάλειψης των ατιών πολέμου), αλλά η περιγραφική διαπιστωτική εξέταση της ύπαρξης αξιώσεων θεμελιωμένων στο συλλογικό Είναι και ο περιγραφικός προσδιορισμός του απορρέοντος –ασταθούς έστω, και αμφισβητούμενου λόγω αιτιών πολέμου– Δέοντος. Δέοντος το οποίο είναι αναγκαίο για τον ηθικοπρακτικό προσανατολισμό των ανθρώπων στις σχέσεις τους με άλλους που αμφισβητούν την συλλογική τους ελευθερία.
[8] Για ανάλυση αυτής της διάστασης του ιστορικού γίγνεσθαι βλ. Π. Ήφαιστος, Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), ιδ. κεφ. 2 και 3.
[9] Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται ότι ανάλογα με άλλες επιστημολογικές παραδοχές κάποιου δυνατό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς ορισμένα ζητήματα ενόσω δεν δημιουργούνται επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Για παράδειγμα, ο υποφαινόμενος υποστηρίζει ότι, οντολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα δεν παραβιάζουν την αξιολογική ελευθερία και ούτε αποτελούν έκφραση αυθαίρετης ηθικής κρίσης. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η αξίωση ελευθερίας είναι οντολογικού περιεχομένου και η αξίωση πολιτικής κυριαρχίας των κοινωνιών συνυφασμένη με αυτή. Βλ. ό.π., ιδ. κεφ. 2, 7.
[10] To International Politics του Kenneth Waltz, είναι αναμφίβολα μια κορυφαία θεωρητική στιγμή, μιας και προεκτάθηκαν οι θεωρήσεις του Θουκυδίδη για τον ρόλο της κατανομής ισχύος ίσαμε τις ακραίες και λογικές συνέπειές τους.
[11] Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004.
[12] R. Gilpin, Πόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική (Εκδ. Ποιότητα, Αθήνα 2005), σ. 210
[13] R. Gilpin, The Richness of the “Tradition of Political Realism”, στο R. Keohane (ed.), Neorealism and its critics (Columbia Un. Press 1986), σελ. 308-9
[14] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 230.
[15] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π. σελ. 230
[16] John Mearsheimer, Η πολιτική τραγωδία των μεγάλων δυνάμεων, (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).
[17] Βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), κεφ. 1.
[18] Παραθέτω την έξοχη διατύπωση του Χρήστου Γιανναρά που περιγράφει-φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπόδειγμα προκατειλημμένου κατασκευάσματος της ελληνικής ακαδημαϊκής πραγματικότητας: «Δεν μας εκπλήσσει που ο ιδεολογικά προκατειλημμένος άλλα διαβάζει και άλλα καταλαβαίνει. Όταν διαβάζει με προκατάληψη ο ιδεολογικά παγιδευμένος, καταλαβαίνει αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να λέει το κείμενο δίχως να αντιλαμβάνεται αυτά που το κείμενο πράγματι λέει. Αν του χρειαστεί να παραπέμψει στο κείμενο που διάβασε, επιλέγει αποσπασματικές λέξεις και διατυπώσεις για να συγκροτήσει, με γλωσσικό υλικό του κειμένου, τις θέσεις που η ιδεολογική του προκατάληψη έχει αποφασίσει ότι πρέπει να εκφράζει το κείμενο. Η εκλογή και εξέλιξη ενός διδάσκοντος διευκολύνεται καίρια αν έχουν κατατεθεί δημόσια από τον υποψήφιο δηλώσεις ή τεκμήρια πιστότητας στην ιδεολογία που συσπειρώνει την πλειοψηφία των διδασκόντων [σημείωση: Που συμμετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα]. Διευκολύνεται η εκλογή και εξέλιξη αν προϋπάρχουν δημοσιεύματα σε συγκεκριμένες (όχι οποιεσδήποτε) εφημερίδες. Αν ο υποψήφιος έχει επανειλημμένα συνυπογράψει στις λίστες των ίδιων πάντα “διανοουμένων” που διαμαρτύρονται για κάθε παραβίαση ή αμφισβήτηση των ιδεωδών του νεοταξικού διεθνισμού. (…) Όταν θυσιάζεται η κριτική σκέψη στον βωμό οποιασδήποτε στράτευσης, πρώτο και θλιβερό θύμα είναι ο θύτης. Δεν υπάρχει τραγικότερο κατάντημα από τον αυτοευνουχισμό του “διανοούμενου” ανθρώπου («Προκατάληψη, δηλαδή αυτοευνουχισμός», Η Καθημερινή, 18.3.2001).
[19] Σε άλλη περίπτωση, υποστηρίχθηκε πως οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης είναι πολύ διαφορετικές σε ένα μεγάλο κράτος όπου κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη επειδή το κράτος διαθέτει αξιόπιστους και αποτελεσματικούς θεσμούς ανάλυσης και λήψης αποφάσεων και σε ένα μικρό και εξαρτημένο κράτος όπου αναπόδραστα καθίστανται εργαλείο ηγεμονικής ισχύος εις βάρος της κοινωνίας της οποίας ονομαστικά ανήκουν.
[20] Αναφερόμαστε στα δύο κυρίως επίπεδα ανάλυσης, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Όσον αφορά το πρώτο η κλασική φιλοσοφική πραγματεία δημιούργησε φιλοσοφικό κεκτημένο πάνω στο οποίο κτίζονται οι περί κράτους θεωρίες. Βασικά, πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων δεν υπάρχει ή είναι ελλειμματική. Βλ. ιδ. Martin Wight, Διεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998) ιδ. την εισαγωγή του συγγραφέα. Ουσιαστικά, αρχίζοντας από την σχεδόν τέλεια περιγραφή του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο μέχρι και τα έξοχα έργα μερικών πολιτικών ρεαλιστών όπως των Hedley Bull [ιδιαίτερα το Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000)], E.H.Carr, Kenneth Waltz, Robert Gilpin, et al, παρατηρούμε ότι αυτό που αναλύεται είναι η διεθνής τάξη, η φύση των διεθνών δομών, τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου, ο εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών, η φύση της κυριαρχίας και η εν γένει σχέση αιτίων και αιτιατών στις διακρατικές σχέσεις. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ρεαλιστές ως ζήτημα θεμελιώδους επιστημολογικής και μεθοδολογικής προσέγγισης σταματούν στην περιγραφή εξηγώντας ότι αυτό επιτάσσει η φύση και ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος. Μερικοί πολιτικοί ρεαλιστές, μάλιστα, εύλογα διερωτώνται κατά πόσο υπάρχει και το παραμικρό περιθώριο για πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων μιας και η ηθική και η δικαιοσύνη και όλα τα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα που τις διέπουν είναι καταμερισμένα στα κυρίαρχα κράτη. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να διερωτώνται, ίσως το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραμείνεις στην ανάλυση της διεθνούς τάξη, την φύση της, τον χαρακτήρα της και τα προβλήματά της. Σημειώνεται ότι αυτό βασικά κάνει και το προαναφερθέν έργο-σταθμός του Hedley Bull αλλά και άλλα έργα της λεγόμενης Βρετανικής Σχολής όπως των Carr, Wight και Watson. Ο σχολιασμός αυτής της εύλογης θέσης απαιτεί στοχαστική εντιμότητα και καθαρότητα σκέψης, χαρίσματα που δυστυχώς που δυστυχώς απουσιάζουν σε πολλές ουτοπικές και νομικίστικες αναλύσεις (ίσως αριθμητικά κυρίαρχες πλέον). Στο πλαίσιο μιας βάσιμης ανάλυσης των διεθνών σχέσεων απαιτείται τουλάχιστον διάκριση μεταξύ των συνόρων που δημιουργούν οι έννοιες «διεθνές σύστημα» (που λειτουργεί στην βάση κάποιων συμφωνιών των κρατών), «διεθνή κοινότητα» (που συμβολίζει την μετεξέλιξη αυτών των συμφωνιών σε κάποιου είδους, ρευστή έστω και αστάθμητη, δεσμευτικότητα) και «διεθνούς κοινωνίας» (που συμβολίζει μια μεγαλύτερη και πιο εμπεδωμένη δεσμευτικότητα σε μερικές περιπτώσεις εν πολλοίς ενσωματωμένη στην ενδοκρατική δικαιοταξία). Δυστυχώς ακόμη και επιφανείς αναλυτές χρησιμοποιούν με χαλαρότητα την δεύτερη και τρίτη έννοια προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Σε κάθε περίπτωση, ένας συνεπής πολιτικός ρεαλιστής που σέβεται τους αναγνώστες του ακόμη και αν αναζητά κριτήρια πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων απόρροια της ανάπτυξης και μετεξέλιξης του διεθνούς συστήματος ενσωματώνει πλήρως την ανάλυσή του το αναπόδραστο γεγονός των αιτιών πολέμου και την παραδοχή ότι κανείς σοβαρά μιλώντας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει κάποια απάντηση για τον τερματισμό τους. Τέλος, τα στοχαστικά εγχειρήματα του υπογράφοντος προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός του ότι είναι δοκιμαστικά και διανθισμένα με πλήθος ερωτημάτων διαλεκτικά διαπλεγμένων, αρχίζουν και τερματίζονται στην προσπάθεια διακρίβωσης των οντολογικών ιδιοτήτων του διεθνούς συστήματος, των μόνων πάνω στα οποία μπορούν να εδραιωθούν ηθικά αμάχητα κριτήρια, και των οποίων η εφαρμογή και πάλιν βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμου. Πάντως, η επιθυμία για προσεκτικές επιστημολογικές επιλογές που δεν απομακρύνονται από τον πυρήνα του περιγραφικού Παραδοσιακού Παραδείγματος δυναμώνει ακόμη περισσότερο όποιος διαβάσει το ύστερο αριστούργημα του John Mearsheimer, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, ό.π.. Ο Mearsheimer, όπως ήδη αναφέρθηκε, με αξιοθαύμαστη αξιοπιστία και εγκυρότητα περιγράφει την αδιέξοδη τροχιά του διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα της αέναης σύγκρουσης των ηγεμονικών δυνάμεων για ισχύ, ηγεμονία και επιβίωση. Κανείς μπορεί μόνο να αναλύει το διεθνές σύστημα όπως πραγματικά είναι αναζητώντας βάσιμες και ορθολογικές εκτιμήσεις ή αντίστροφα να νεφελοβατεί ανόητα και αφελώς (ή υστερόβουλα όταν είναι συνειδητά προπαγανδιστής) προκαλώντας έτσι ποταμούς πολιτικού ανορθολογισμού στην πολιτική σκέψη ενδοκρατικά και διακρατικά.        
[21] Βλ. Γ84-5
[22] Για άλλα εδάφια αναφορών στην ανθρώπινη φύση βλ. Α22, Γ39,84, Δ19,108.
[23] Αυτή η απλή, πασίδηλη και διυποκειμενικά αντιληπτή θεμελιώδης πραγματικότητα σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεωδών είναι στην καλύτερη περίπτωση λογικά εσφαλμένες και πολιτικά ατελέσφορες. Το γεγονός ότι αναρίθμητοι επιφανείς στοχαστές –και ακόμη μεγαλύτερος αριθμός φανατικών υποστηρικτών τους– δεν το αντιλήφθηκαν είναι επιστημονικά αδιάφορο. Η επιστημονική συνέπεια και ο ορθολογισμός των επιχειρημάτων ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών. Χρέος ενός στοχαστή είναι να μην κλονίζεται ή επηρεάζεται από ευρέως διαδεδομένους στοχαστικούς παραλογισμούς και την περιρρέουσα ανορθολογική ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας ακλόνητης επιστημολογικής συνέπειας ήταν, εκτιμώ, ο Παναγιώτης Κονδύλης.
[24] Η απανθρωπία του δικαιώματος, (Δομός 1998) σελ. 30,31.
[25] Ό.π., σελ. 70
[26] Σε άλλη περίπτωση[26]τονίσαμε ότι η εθνική ανεξαρτησία στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις.
[27] Όπως σημειώνει ο Adam Watson, «η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες,  «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας» (Watson, A., Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005, σελ. 98). Ο Victor Ehrenberg, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek State, Methuen, London, 1969, σελ. 111). Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς», αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς της συναλλαγές της εποχής.
[28] Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70.
[29] Ο Γιανναράς, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της εξατομίκευσης στο πλαίσιο του νεωτερικού κράτους, ορθώς επισημαίνει πως αν και συνιστά πρόοδο σε σχέση με τον Μεσαίωνα στη Δύση, είναι ταυτόχρονα τραγική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το ιστορικό προηγούμενο της αρχαιοελληνικής πολιτικής και της προσωποκεντρικής ελληνοχριστιανικής ανθρωπολογίας. Μάλιστα, «οπισθοδρόμηση κοινωνική σε στάδιο προ-πολιτικό». Βλ. Η Απανθρωπία του δικαιώματος (Δόμος, Αθήνα 1998) σελ. 47. Τονίζοντας τις συναρτήσεις της κλασικής εποχής με τις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις, ο Ernest Barker σημειώνει ότι «καμία ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι περισσότερο σύγχρονη από αυτή της κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι Έλληνες υπήρξαν με τη μορφή που το γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους, ισχύει το παράδοξο η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα να είναι πιο μοντέρνα απ’ ό,τι η Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ένας Άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον Επιτάφιο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα πολίτη της κλασικής περιόδου μας αγγίζουν ακόμη και σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας» (Barker ό.π. 1961, σ. 17, 18, βλ. επίσης Watson ό.π. κεφ. 5).
[30] Η ιδέα της κρατοκεντρικής δόμησης ως υπέρτατης προσέγγισης μιας κατά κοινωνία πολιτικής οργάνωσης αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά την διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, μετά δηλαδή την αποτυχία του συστήματος Πόλεων, γεγονός που συμβολίζεται από την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι αμφισβητήσεις καλλιεργήθηκαν στο πλαίσιο μιας παράλληλης, αμφίπλευρης και αντιθετικής σχέσης μεταξύ επικούρειων και κυνικών κοσμοπολίτικων ιδεών κοσμικής ενότητας (εν πολλοίς απολιτικής μιας και αγνοεί τον κοινωνικό κατακερματισμό του πλανήτη) και αυτοκρατορικών αξιώσεων κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Στην ενδιάμεση σύντομη εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφενός η Ελληνική Συμμαχία δεν σήμαινε ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος Πόλεων –μάλλον περί εφήμερης ηγεμόνευσης ενός θεσμού πρόκειται, βλ. JFC Fuller, Η ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004)– και αφετέρου, ο ίδιος ο μακεδόνας στρατηλάτης τα τελευταία χρόνια του βίου του συνέτεινε στην ιδέα του αυτόνομου κατά κοινωνία πολιτικού βίου με το να παλινορθεί τα κράτη των κοινωνιών που κατακτούσε στην πορεία συντριβής της Περσικής Αυτοκρατορίας. Το πως θα εξελισσόταν αυτό το σύστημα αν ο Αλέξανδρος δεν αποδημούσε νεότατος, είναι κάτι που μάλλον μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
[31] Αν και είναι γεγονός ότι το σύγχρονο κράτος είναι απείρως ατελέστερο από την κλασική Πόλη, αμφότερες οι Πολιτειακές εμπειρίες έπασχαν. Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται απλά ότι κύριο αίτιο τότε και τώρα είναι οι ποικίλες αμφισβητήσεις της ιδέας για κατά κοινωνία οργάνωση που προκαλεί κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη. Τρία κύρια αίτια είναι τα ποικίλων αποχρώσεων συγκοινωνούντα δοχεία του διεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού και του ηγεμονισμού. 
[32] Για τα ραγδαία ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα βλ. κεφ. 2-4 στο Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π.
[33] Ο Morgenthau είχε γράψει ότι το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό ή φιλοσοφικό αλλά αφορά μόνο την κοινωνική δομή του κόσμου. Η θέση του ήταν: δώστε μου μια παγκόσμια κοινωνία και θα σας δώσω μια παγκόσμια κυβέρνηση.
[34] Χαρακτηριστικά είναι εκείνα τα εδάφια που ο Θουκυδίδης θεωρεί ως δεδομένο τον ηθικό κατακερματισμό και τις απορρέουσες από αυτόν τον κατακερματισμό διαφορετικών περί δικαίου θεωρήσεων. Βλ. ιδ. τον διάλογο Μηλίων και Αθηναίων πρέσβεων.
[35] Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά μεταξύ Waltz (International Politics) και Mearsheimer (Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων). Ο πρώτος ισχυρίζεται ότι συνθήκες ισορροπίας φέρνουν σταθερότητα και ο δεύτερος ότι αυτή η σταθερότητα είναι επιρρεπής σε κλονισμό λόγω μιας ανελέητης εγγενούς τάσης των μεγάλων δυνάμεων να επιδιώκουν αενάως μερίδιο της παγκόσμιας ισχύος που διασφαλίζει ηγεμονία ή παρεμπόδιση περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων. Το πρόβλημα για την διεθνή πολιτική είναι ότι η ανάλυση του Mearsheimer είναι βαθύτατα θεμελιωμένη, ορθολογικά δομημένη και εκτεταμένα αιτιολογημένη.
[36] Ο Gilpin στο αριστούργημά του Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική περιέγραψε με πληρότητα τα αίτια που προκαλούν ταλαντώσεις και πολέμους λόγω αμφισβήτησης μιας ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
[37] Ο Mearheimer στο Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, υπογραμμίζει το ιστορικά επαληθευμένο γεγονός ότι η κατάληψη μιας μεγάλης δύναμης είναι δύσκολη ή και ανέφικτη  πρακτικά αδύνατη.
[38] Αυτό τόνισαν χωρίς δισταγμό οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο των αθηναίων πρέσβεων με τους αντιπροσώπους των Μηλίων (Ε84-116)
[39]. Ήδη υποστηρίξαμε πως τέτοια ολισθήματα οφείλονται είτε σε ηχηρή αμάθεια είτε σε καταναγκασμούς και εξαναγκασμούς που προκαλεί η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα που υποχρεώνει πολλούς αναλυτές να νοθεύουν την καθαρότητα των στοχασμών του Παραδοσιακού Παραδείγματος.
[40] Σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό γράμμα του Edward H. Carr προς τον Stanley Hoffmann στις 30 Σεπτεμβρίου 1977, ο πρώτος σημειώνει το αναντίρρητο και πασίδηλο πλέον γεγονός, ιδιαίτερα ορατό σε μικρά και εξαρτημένα κράτη που αναμασούν μεταπρατικά τα θεωρήματα αγγλοσαξόνων δασκάλων τους, ότι «δεν υπάρχει επιστήμη των διεθνών Σχέσεων. Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στον αγγλόφωνο κόσμο είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνούν τον κόσμο από θέσεως ισχύος». [“No science of International Relations exists. The study of International relations in the English speaking word is simply a study of the best way to run the world from positions of strength”]. Παρατίθεται στο M.Cox (ed), E.H.Carr, A critical appraisal (Palgrave, NY 2000), σ. 16 (σημ. 5).
[41] Με την έννοια ότι οι δραστηριότητές του στερούνται επαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Ουσιαστικά, το συγκεκριμένο πρόσωπο όχι μόνο διαφεύγει αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων αλλά επιπλέον οι διεθνικές τους δραστηριότητες κατευθύνουν ολόκληρες κοινωνίες ακόμη και μεγάλες. Πρόκειται για χαρακτηριστικά φαινόμενα που συνιστούν πολιτική ανωμαλία στο υπέρτατο στάδιό της.

Η ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1866 - 1869)

Η ΚΡΗΤΗ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ο 19ος αιώνας σε σχέση με την ιστορία της Κρήτης αναμφίβολα μπορεί να θεωρηθεί ως ο αιώνας των Κρητικών Επαναστάσεων. Από το 1821 ως το 1898 η Ιστορία της Μεγαλονήσου είναι η Ιστορία της Ελευθερίας. Όλες οι Κρητικές Επαναστάσεις είχαν ως σκοπό την απελευθέρωση και την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Εύκολα διαπιστώνει κανείς από το ένα μέρος τους ιδεολογικούς αγώνες προς αυτές τις κατευθύνσεις και από το άλλο την επαναστατική προπαρασκευή, μια ζωντανή ιστορική εμπειρία που είχε τις ρίζες της βαθιά μέσα στο χρόνο, αρκεί να θυμηθεί κανείς τον Δασκαλογιάννη των Σφακιών το 1770 - 1771. Δεν είναι υπερβολή να κάνει κανείς λόγο για μια Διαρκή Κρητική Επανάσταση, που δεν είχε όρια ούτε ικανοποίηση αν αναλογιστούμε ότι το έτος 1898 μπορεί να αποτελεί ιστορική τομή για τη Μεγαλόνησο...

ΔΕΣ: Η ΚΡΗΤΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΙΑΣ (1204 – 1669)

Ωστόσο οι αγώνες θα συνεχιστούν στην Ήπειρο, στη Μακεδονία και τη Θράκη ως το 1912 - 1913, στο Μικρασιατικό μέτωπο ως το 1922, την περίοδο της Κατοχής και της Αντίστασης το 1940 - 1944. Εξηγείται έτσι γιατί οι Κρητικές Επαναστάσεις προκαλούν το ενδιαφέρον των ερευνητών, γιατί στρέφονται με ιδιαίτερη μέριμνα ή φροντίδα προς το όντως τολμηρό πολιτικό εγχείρημα, το νέο πολίτευμα της Κρητικής Πολιτείας. Από μια άλλη οπτική γωνία το Κρητικό Ζήτημα, που κάνει την εμφάνισή του από την εποχή ακόμη της Βενετοκρατίας, αποκαλύπτει ότι η Μεγαλόνησος, καθώς ζούσε μέσα στην ορμή και με πάθος μιας αδιάκοπης επανάστασης, είχε προδοθεί από όλους.

Αρχικά από τους κατακτητές της, γεγονός «λογικό» και αυτονόητο, από τη διπλωματία γενικώς και ειδικότερα, και τέλος από την ίδια την Ιστορία. Γι’ αυτό ο Κρητικός 19ος αιώνας, η εποχή της Διαρκούς Κρητικής Επανάστασης, παρουσιάζει αυξημένο ενδιαφέρον. Ωστόσο δεν είναι εύκολο να προβλέψει κανείς τις εξελίξεις, να αιχμαλωτίσει το μέλλον και να το αποκαλύψει. Αλλά οι Κρητικοί Επαναστάτες είχαν και αυτή την ικανότητα, να προεικάσουν το μέλλον, να το ελέγξουν και να κάνουν πράξη τα οράματα, τους πόθους και τις ελπίδες των προγόνων τους.

Από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας το 1821 εμφανίστηκε το σημαντικότερο για την ανατολική Μεσόγειο Κρητικό Ζήτημα, που επρόκειτο να είναι στη διαρκή επικαιρότητα της Ελληνικής και της Ευρωπαϊκής διπλωματίας. Ο λαός της Μεγαλονήσου συμμετέχει στην επανάσταση, αλλά η Μεγαλόνησος δεν επρόκειτο να ενσωματωθεί στο Ελληνικό κρατίδιο του 1830. Οι επανειλημμένες Κρητικές Επαναστάσεις (1833, 1841, 1858, 1866 - 1869, 1878, 1889, 1895, 1897, 1898) διήρκεσαν ως το καλοκαίρι του 1898 με τη δραματική σφαγή του Ηρακλείου στις 25 Αυγούστου, γεγονός που προκάλεσε τον άμεσο αποκλεισμό του λιμένα από τον Αγγλικό στόλο.

Στις αρχές Νοεμβρίου του 1898 οι Τούρκοι αποχώρησαν οριστικά από την Κρήτη και στις 9 Δεκεμβρίου ο Γεώργιος, ως ύπατος αρμοστής της Μεγαλονήσου, εγκαινίαζε την κρίσιμη περίοδο της αυτονομίας. Το Κρητικό Ζήτημα λύθηκε μετά τη νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους το 1912 - 1913. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα τελικά ανακοινώθηκε επίσημα την 1η Δεκεμβρίου του 1913. Χωρίς αμφιβολία το σημαντικότερο αλλά και το πιο δραματικό γεγονός των επαναστάσεων της Κρήτης του 19ο αιώνα είναι η ανατίναξη της Μονής Αρκαδίου στις 9 Νοεμβρίου 1866.

Είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στα δύο Ψηφίσματα της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών που έγινε στα Σφακιά την 21η Αυγούστου του 1866. Στο πρώτο Ψήφισμα γίνεται διεξοδικά λόγος για την «εσφαλμένη Διπλωματία» των Μεγάλων Δυνάμεων, για τις Επαναστάσεις που επακολούθησαν (1833, 1841 και 1858), και για τα απραγματοποίητα προνόμια. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι ο Χριστιανικός λαός της Μεγαλονήσου ζει μέσα σε συνθήκες βαρβαρότητας, ιεροσυλίας και εκβιασμών, χωρίς ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας του, με αποτέλεσμα να καταφεύγει στα όρη και «εις την φιλόξενον γην της Ελλάδος».

Για τους λόγους αυτούς η Γενική Συνέλευση των Κρητών καταργεί την Τουρκική εξουσία τόσο στο νησί της Κρήτης όσο και στα «εξαρτήματά του», διακηρύσσει την «αδιάσπαστον και παντοτεινήν ένωσιν της Κρήτης» με την Ελλάδα και αναθέτει την εκτέλεση του Ψηφίσματος στη ανδρεία του Κρητικού λαού, στη βοήθεια των ομογενών και των φιλελλήνων, στη μεσολάβηση των Μεγάλων Δυνάμεων και στην παντοδυναμία του Θεού. Το Ψήφισμα υπογράφεται από 68 μέλη της Συνέλευσης. Το Ψήφισμα αυτό δόθηκε στον Έλληνα Πρόξενο και στους Προξένους των τριών Δυνάμεων Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας.

Το δεύτερο Ψήφισμα αποτελεί περίληψη του πρώτου και δόθηκε στους Προξένους των άλλων Δυνάμεων. Φέρει τις υπογραφές 78 μελών της Συνέλευσης.

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ

1821 - 1830: Επανάσταση κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας

1830: Η διοίκηση της Κρήτης παραχωρείται στην Αίγυπτο

1830 - 1840: Αιγυπτιακή κυριαρχία 1833: Κίνημα διαμαρτυρίας των χριστιανών κατοίκων

1840: Επαναφορά της Κρήτης στην Οθωμανική κυριαρχία

1841: Επαναστατικό κίνημα

1858: Επαναστατικό κίνημα

1866 - 1869: Μεγάλη Κρητική Επανάσταση

1868: Οργανικός Νόμος. Διοικητικές μεταρρυθμίσεις, ευνοϊκές για τους Χριστιανούς

1878: Επαναστατικό κίνημα. Σύμβαση της Χαλέπας, με την οποία παραχωρούνται στους Χριστιανούς προνόμια

1889: Επαναστατικό κίνημα. Ανάκληση ορισμένων προνομίων της Σύμβασης της Χαλέπας

1895 - 1897: Επαναστατικό κίνημα. Επέμβαση των Ευρωπαϊκών δυνάμεων

1898: Η Κρήτη ανακηρύσσεται Αυτόνομη Πολιτεία με ηγεμόνα τον πρίγκιπα της Ελλάδας Γεώργιο

1898 - 1913: Αυτόνομη Κρητική Πολιτεία

1905: Επαναστατικό κίνημα (Επανάσταση Θερίσου) με ηγέτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο

1913: Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα


Η ΚΡΗΤΗ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ (1829 - 1869)

Ακολουθώντας το παράδειγμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, η Κρήτη είχε εξεγερθεί το 1821 κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας αλλά, παρά τις πρώτες επιτυχίες, ο αγώνας για τρία χρόνια καρκινοβατούσε, καθώς κανένα σημαντικό κέντρο δεν αλώθηκε από τους επαναστάτες, που περιορίστηκαν στην κατοχή δύο περιορισμένης σημασίας φρουρίων στο δυτικό άκρο του νησιού, της κωμόπολης της Κισσάμου και της νησίδας Γραμπούσας. Η παρουσία συμπαγούς Μουσουλμανικού πληθυσμού -οι μισοί σχεδόν κάτοικοι ήσαν Τουρκοκρητικοί και οι περισσότεροι από αυτούς τάχθηκαν στο πλευρό του Σουλτάνου- υπήρξε ασφαλώς ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης.

Η απομόνωση, εξαιτίας της απόστασης, του νησιού από το κυρίως επαναστατικό κέντρο - απομόνωση που κατά περίσταση αντιμετωπίστηκε με την αποστολή από την Ελλάδα «αρμοστών», ξένων προς τις τοπικές συνθήκες και ιδιαιτερότητες - έπαιξε επίσης το ρόλο της. Στην απουσία τέλος αξιόλογου στόλου οφειλόταν η αδυναμία να αντιμετωπιστεί η συνεχής άφιξη ενισχύσεων του εχθρού. Με τη συνδρομή των Αιγυπτίων οι οποίοι, πολύ πριν την επέμβαση του Ιμπραήμ Πασά στο Μοριά, αποβιβάστηκαν στην Κρήτη το 1822 και το 1823, η Επανάσταση εγκλωβίστηκε σύντομα στις δυτικές επαρχίες, όπου λαθροβίωσε ως την οριστική συντριβή της.

Η Κρήτη υπό Αιγυπτιακή Διοίκηση

Οι διεθνείς Συνθήκες του 1829,1830 και 1832, απέκλεισαν την Κρήτη από το νέο Ελληνικό Βασίλειο, εξέλιξη που προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες τόσο στην Κρήτη όσο και στην Ελλάδα, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οι περισσότεροι Κρήτες αναγκάστηκαν κατόπιν αυτού να αποδεχθούν το τετελεσμένο, κάποιοι όμως, κυρίως μεταξύ εκείνων που είχαν εκτεθεί με τη δράση τους στο νησί καθώς και ορισμένες οικογένειες θυμάτων του Αγώνα, προτίμησαν να παραμείνουν στην Ελλάδα, όπου είχαν καταφύγει μετά τη συντριβή της Επανάστασης. Αυτοί και οι απόγονοι τους έμελλε να αποτελέσουν ένα αξιόλογο Κρητικό lobby, που θα διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στα Ελληνικά πολιτικά πράγματα, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Στο μεταξύ, ο βαλής της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλη, εκτιμώντας ότι οι υπηρεσίες που είχε προσφέρει για την καταστολή της Ελληνικής Επανάστασης δεν είχαν ανταμειφθεί όπως τους άξιζε από την Υψηλή Πύλη, αποφάσισε να διεκδικήσει δυναμικά ό,τι δεν του είχε δοθεί οικειοθελώς. Το 1831, τα Αιγυπτιακά στρατεύματα εισέβαλαν νικηφόρα στη Συρία και, ένα χρόνο αργότερα, ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στον Μωχάμετ Άλη τη διοίκηση της Συρίας και της Κρήτης.

Οι Εξελίξεις στην Κρητική Κοινωνία

Κατά την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας, που διήρκεσε δέκα χρόνια, η διοίκηση της νήσου ανατέθηκε στον Αλβανικής καταγωγής Μουσταφά Πασά, ο οποίος βρισκόταν ήδη επί τόπου με τα Αιγυπτιακά στρατεύματα από το 1822 και από το 1824 διοικούσε το Πασαλίκι των Χανίων. Αλλά και μετά την αποκατάσταση της απευθείας Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη το 1841, η Υψηλή Πύλη τον διατήρησε στη θέση του, ούτως ώστε η αλλαγή δεν έγινε ιδιαίτερα αισθητή από τον πληθυσμό.

Ο Μουσταφά Πασάς παρέμεινε συνολικά επί τριάντα σχεδόν χρόνια στο νησί, ως το Σεπτέμβριο του 1851, λαμβάνοντας και την προσωνυμία του «Γκιριτλή» (Κρητικού). Αντιμετωπίστηκε μάλιστα το ενδεχόμενο να διοριστεί ισόβιος Βαλής της Κρήτης αλλά η σχετική πρόταση προκάλεσε την έντονη Βρετανική αντίδραση, και άλλωστε η Υψηλή Πύλη ήταν αρνητικά επηρεασμένη από την περίπτωση της Αιγύπτου. Στο διάστημα αυτό στην Κρητική κοινωνία πραγματοποιήθηκαν σημαντικές μεταβολές, των οποίων οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Το τέλος της Επανάστασης του 1821 είχε βρει την Κρήτη γεμάτη «ερείπια και χήρες».

Ικανό τμήμα του πληθυσμού είχε χαθεί ή εγκαταλείψει το νησί ενώ η ανελέητη πάλη είχε προκαλέσει τη σχεδόν ολοκληρωτική εξολόθρευση των ανδρών σε ορισμένες περιοχές. Η μέση πυκνότητα του πληθυσμού είχε πέσει στους 13 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο περίπου. Στοχεύοντας στην ειρήνευση της νήσου, ο Μουσταφά Πασάς εγκατέστησε το δικό του διοικητικό μηχανισμό, αποφεύγοντας να δώσει σημαντικές θέσεις στους ντόπιους Μουσουλμάνους. Τηρώντας ορισμένες στοιχειώδεις αρχές ισοπολιτείας, διόρισε μεικτά συμβούλια σε κάθε σαντζάκι και εισήγαγε τη χρήση της Ελληνικής γλώσσας στα δημόσια έγγραφα. Η Αλβανική χωροφυλακή, που μεταφέρθηκε από την Αίγυπτο, ανέλαβε την τήρηση της τάξης.

Επεμβαίνοντας συχνά υπέρ των Χριστιανών και περιστέλλοντας, όχι χωρίς σκληρότητα, τις αυθαιρεσίες και την αντίσταση των Τουρκοκρητικών και «πολλοί των απειθαρχούντων Μουσουλμάνων ή απεκεφαλίσθησαν ή ενεκλείσθησαν τότε εις τας ειρκτάς του φρουρίου της Γραμβούσης». Μέχρι την εποχή εκείνη, η συλλογή των φόρων βρισκόταν κυρίως υπό τον έλεγχο αγάδων, που είχαν ενοικιάσει την κατ'αποκοπή είσπραξη τους (mukataa), έχοντας την, ως επί το πλείστον, εξασφαλίσει διά βίου (malikiane aghasi) και μετατρέψει κατ'ουσίαν σε κληρονομική δραστηριότητα, οικειοποιούμενοι κατ' αυτό τον τρόπο μέγα μέρος της αγροτικής παραγωγής.

Η εξουσιαστική φυσιογνωμία αυτού του μηχανισμού ολοκληρωνόταν τόσο στο οικονομικό επίπεδο, μέσω της διαδικασίας του δανεισμού και της καταχρέωσης, όσο και στο πολιτικό, στο βαθμό που κατά κανόνα ο κάτοχος του μουκατά ανήκε στην κυρίαρχη Μουσουλμανική κοινότητα και στηριζόταν στις διοικητικές δομές της. Εφαρμόζοντας την πολιτική που είχε με επιτυχία επιβάλει στην Αίγυπτο ο Μωχάμετ Άλη είκοσι χρόνια νωρίτερα, ο Μουσταφά Πασάς αφαίρεσε μέγα μέρος των μουκατάδων από τους Αγάδες, στερώντας τους κατ'αυτό τον τρόπο από μια συμαντική πηγή οικονομικής και κοινωνικής εξουσίας.

Η αναδιοργάνωση του Οθωμανικού τιμαριωτικού συστήματος προκάλεσε επίσης αναστάτωση. Η επικαιροποίηση της στρατιωτικής υποχρέωσης των τιμαριωτών, που αποφάσισε η Υψηλή Πύλη το 1828, υποχρεώνοντας τους να ενταχθούν σε νέα τάγματα τακτικού στρατού, τα οποία ασκούσαν συνολικά τη διαχείριση των τιμαριωτικών τους προσόδων, με την παράλληλη αποθάρρυνση του δικαιώματος χρήσης αντικαταστάτη, οδήγησε πρακτικά στη βαθμιαία αφαίρεση στη διάρκεια της δεκαετίας του 1830 των τιμαρίων από εκείνους που δεν ήταν σε θέση ή δεν επιθυμούσαν να εκπληρώσουν τις νέες υποχρεώσεις τους και να υπαχθούν στους νέους κανονισμούς.


Συμπερασματικά, η Μουσουλμανική κοινότητα της Κρήτης βρέθηκε την επαΰριο της Επανάστασης όχι μόνο αποδεκατισμένη αλλά και με μειωμένη πρόσβαση στον εξουσιαστικό μηχανισμό ενώ ταυτοχρόνως η άρχουσα τάξη της αποστερήθηκε σε μεγάλο βαθμό την ιδιοποίηση ενός σημαντικού μεριδίου των παραγομένων από την κατακτημένη κοινωνία αγαθών. Η αποθάρρυνση που δημιουργήθηκε υπ’ αυτές τις συνθήκες οδήγησε στην εμφάνιση δύο φαινομένων στο εσωτερικό της Μουσουλμανικής κοινότητας. Αφενός ένας αριθμός Τουρκοκρητικών, επιστρέφει στο Χριστιανισμό και αφετέρου πολλοί από τους υπόλοιπους εγκαταλείπουν βαθμιαία την ύπαιθρο και αποσύρονται στις πόλεις και τα περίχωρα τους.

Μιλώντας για επιστροφή στο Χριστιανισμό, λαμβάνομε υπόψη το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των Μουσουλμάνων της Κρήτης προέρχονταν όχι από Τούρκους εποίκους -η κατάκτηση της Κρήτης τον ύστερο 17ο αιώνα πραγματοποιήθηκε σε μια περίοδο που είχε κοπάσει η πρώτη ορμητικότητα του Οθωμανικού εποικισμού- αλλά από Χριστιανούς γηγενείς που εξισλαμίστηκαν, κατά βάση ηθελημένα, τον πρώτο αιώνα της κατάκτησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι «Τουρκοκρητικοί» αυτοί, όπως επικράτησε να ονομάζονται, εξακολουθούσαν να μιλούν Ελληνικά και να πίνουν το κρασί των αμπελιών τους, αρκούμενοι στη μηχανική αποστήθιση κάποιων στίχων του Κορανίου για την κάλυψη των νέων θρησκευτικών τους αναγκών.

Κάποτε ο εξισλαμισμός ήταν προσποιητός και υπάρχουν αναφορές για οικογένειες που εξακολουθούσαν επί δύο αιώνες να βαπτίζουν τα παιδιά τους και να συμμετέχουν σε παράλληλες θρησκευτικές τελετές («κρυπτοχριστιανοί»), πρόκειται όμως για μεμονωμένες περιπτώσεις. Τουρκοκρητικοί που επέστρεψαν στο Χριστιανισμό εμφανίζονται περιστασιακά ήδη στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των Κουρμούληδων που, με επικεφαλής τον αρχηγό της πάτριας Χουσέίν αγά (Μιχαήλ Κουρμούλη), εγκατέλειψαν όλοι μαζί -περισσότεροι από 60 άνδρες- το Ισλάμ και έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην επανάσταση.

Το φαινόμενο όμως πύκνωσε αργότερα, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1850, ιδίως μετά την υπογραφή του Χάττι - Χουμαγιούν. Υπάρχουν παραδείγματα ολόκληρων χωριών που βαπτίστηκαν μαζικά στις επαρχίες Μυλοποτάμου και Πεδιάδας. Αν και λείπουν τα πλήρη ποσοτικά δεδομένα για να καταμετρηθεί η διάσταση του φαινομένου, είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό αύξησης της χριστιανικής κοινότητας στο διάστημα 1834 - 1881, είναι υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου της Μουσουλμανικής.

Μια τέτοια αύξηση της χριστιανικής κοινότητας, έστω και λαμβάνοντας υπόψη τη βαθμιαία επιστροφή των προσφύγων του 1821 -που ήταν κυρίως Χριστιανοί- δύσκολα θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα της δικής της μόνο δημογραφικής ανάπτυξης. Η Οθωμανική διοίκηση προσπάθησε να ανακόψει το ρεύμα αυτό, λαμβάνοντας κάποια κατασταλτικά μέτρα, που όμως προκάλεσαν την εξέγερση του πληθυσμού και στάθηκαν ο κύριος λόγος της απομάκρυνσης του τότε γενικού διοικητή Βελή Πασά. Αυτό το περιστατικό είναι ενδεικτικό της παρακμής του οθωμανικού καθεστώτος στην Κρήτη.

Στη διάρκεια του 19ου αιώνα συγκροτήθηκε βαθμηδόν μια Χριστιανική ύπαιθρος -82,4% του αγροτικού πληθυσμού το 1881 ήσαν Χριστιανοί- που περιέσφιγγε τις Μουσουλμανικές πόλεις - οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν το 70% του αστικού πληθυσμού. Η βαθμιαία αυτή φυγή των Μουσουλμάνων από την ύπαιθρο, ιδίως την απομακρυσμένη από τα κάστρα, είναι αποτέλεσμα τόσο της αλλαγής των όρων εκμετάλλευσης όσο και της αίσθησης ανασφάλειας που δημιουργήθηκε στους κόλπους του Μουσουλμανικού στοιχείου. Η εξέλιξη αυτή συνοδεύθηκε από ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο, την αγορά της γης από τους Χριστιανούς.

«Από του έτους 1829, μέγα τμήμα των γαιών των τελουσών άλλοτε υπό Μουσουλμανικήν κυριότητα, εις τας πλέον εύφορους πεδιάδας, περιήλθεν εις χείρας των Χριστιανών. Η πλήρης αποστέρησις των Τούρκων δι'αυτής της ειρηνικής επαναστάσεως», σημειώνει ο Georges Perrot το 1867, «είναι ζήτημα χρόνου. Αγάδες και μπέηδες, απογυμνωθέντες των κτημάτων των έναντι ευτελούς αντιτίμου, πλημμυρούν τας πόλεις, αναζητώντες την επιβίωσιν μέσω αργομισθίας τίνος, εξ εκείνων ας η Τουρκική διοίκησις κατασπαταλεί, αδυνατούσα εν τούτοις να ικανοποιήσει όλους τους φυγόπονους οίτινες την εκλιπαρούν».

Είναι στο σημείο αυτό ενδεικτική η επισήμανση του γενικού διοικητή της νήσου Ισμαήλ Χακίμ Πασά ότι, ενώ προ σαράντα ετών τα Χριστιανικά κτήματα έφθαναν το ένα πέμπτο του συνόλου, ήδη (το 1866) έφθαναν κατά τους υπολογισμούς του τα τρία πέμπτα, επισήμανση που κατέληγε με την εκτίμηση ότι, αν οι Χριστιανοί συνέχιζαν με υπομονή και σύστημα, θα κατέληγαν να αγοράσουν χωρίς επανάσταση την Κρήτη από τους Τούρκους. Η συστηματική και μαζική αγορά της γης από τους χΧιστιανούς είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο σημάδι της αλλαγής που συντελείται στην Κρήτη του 19ου αιώνα.

«Είναι σπάνιον παράδειγμα Κρητός χωρικού», τονίζει ο υπεύθυνος της επίσημης απογραφής της νήσου το 1881, «μη έχοντος ιδιόκτητον οικίαν και μέγα ή μικρόν σχετικώς προσοδοφόρον αγροτικόν κτήμα». Η ανάπτυξη αυτή της μικρής και μεσαίας ιδιοκτησίας, αλληλένδετη με τη μη δημιουργία μεγάλων εγγείων ιδιοκτησιών στηριγμένων σε τσιφλικικές σχέσεις -με την εξαίρεση ορισμένων περιπτώσεων εκκλησιαστικής περιουσίας- προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό την Κρήτη στα δεδομένα που επικρατούσαν στην ελεύθερη τότε Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, προσαρτώμενη στην Ελλάδα το 1912 η Μεγαλόνησος, δεν συνεκόμισε στις αποσκευές της προβλήματα αναδιανομής της γης, ανάλογα προς εκείνα της Θεσσαλίας ή της Ηπείρου.

Παράλληλα, η εκμίσθωση των φόρων, αφότου έφυγε από τα χέρια των κατόχων των μουκατάδων, πέρασε σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο Χριστιανών, ιδίως των αναγνωρισμένων καπετάνιων των επαρχιών, οι οποίοι ανέλαβαν ως επί το πλείστον τη συλλογή της δεκάτης και του κεφαλικού -στρατιωτικού μετά το 1856- φόρου. Σημειωτέον εν κατακλείδι ότι η πλειοψηφία των Μουσουλμάνων της νήσου (60%) κατοικούσαν στην ανατολική Κρήτη: στο Λασίθι και, κυρίως, στο Ηράκλειο και στις δΰο Ρεθυμνιώτικες επαρχίες που συνορεύουν με το Ηράκλειο, το Μυλοπόταμο και το Αμάρι. Στην ύπαιθρο της δυτικής Κρήτης, της επαρχίας δηλαδή Ρεθύμνου και του νομού Χανίων, κατοικούσε το 20% των Μουσουλμάνων, που αποτελούσαν μόλις το 16% του αγροτικού πληθυσμού.


Όλες αυτές οι εξελίξεις συντέλεσαν στη διαμόρφωση της κάποιας ιδιαιτερότητας της Κρήτης μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ιδιαιτερότητας προσδιοριζόμενης από τις ακόλουθες συνιστώσες: Σε μια περιοχή σαφώς οριοθετημένη γεωγραφικά -ένα νησί- συγκροτήθηκε ένας πληθυσμός σε μεγάλη πλειοψηφία ομογενής σε ό,τι αφορά τη γλώσσα (Ελληνική), τη θρησκεία (Ορθόδοξη) και τη σαφή συνείδηση ότι ανήκε σε μια συγκεκριμένη εθνική ομάδα, η οποία διέθετε ήδη ανεξάρτητη κρατική υπόσταση σε απόσταση λίγων δεκάδων ναυτικών μιλίων.

Οι στατιστικές της εποχής προ του 1881, αν και σπάνια συμφωνούν μεταξύ τους στους ακριβείς αριθμούς, συμπίπτουν μολαταύτα στη διαπίστωση μιας σαφούς και ολονέν ογκούμενης Χριστιανικής πλειοψηφίας που κυμαινόταν, ανάλογα με τη δεκαετία και την προέλευση των πληροφοριών, ανάμεσα στο 62,5 και το 77,4%. Πρόκειται για έναν πληθυσμό στέρεα ριζωμένο στη γη του, που έχει επιπλέον αποκτήσει επίσημα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, το δικαίωμα της οπλοκατοχής. Τα δεδομένα αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση του φαινομένου των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων ποικίλου βεληνεκούς και έντασης, που ξεσπούν σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα (1821, 1833, 1841, 1858, 1866, 1878, 1889, 1895, 1897) , κυρίως στη δυτική Κρήτη.

Εν μέρει ίσως με τη συνδρομή των Ελληνικών κυβερνήσεων, αλλά ακόμη και παρά τη θέληση του επίσημου Ελληνικού κράτους. Το φαινόμενο αυτό απουσιάζει από άλλες Οθωμανικές επαρχίες, όπου οι κυριαρχούμενοι πληθυσμοί δεν ήσαν συμπαγείς και δεν παρουσίαζαν θρησκευτική, γλωσσική και συνειδησιακή ομοιογένεια, και όπου οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Απέναντι σε αυτό τον πληθυσμό βρίσκονταν η Μουσουλμανική κοινότητα και η Οθωμανική εξουσία.

Η πρώτη, άλλοτε ισχυρή πληθυσμιακά και πολιτικο-οικονομικά, έδινε σε όλη τη διάρκεια του αιώνα μάχες οπισθοφυλακών, ώσπου να περιοριστεί στα τέλη του στο ρόλο μιας αποθαρρημένης μειονότητας του 11%, περιορισμένης στις πόλεις και τα περίχωρα τους, αποκομμένης από την ενδοχώρα και την παραγωγή. Η Οθωμανική εξουσία αφετέρου, βρίσκεται από τα μέσα του αιώνα σε διαρκή κρίση, σε αδυναμία να χαράξει με συνέπεια μια πολιτική, άλλοτε επικίνδυνα υποχωρητική κι άλλοτε άκαιρα αυταρχική, καθώς η μετριοπάθεια και η αλαζονεία εναλλάσσονταν με την ίδια συχνότητα που αποπέμπονταν οι εκάστοτε ιθύνοντες.

Μετά τον Μουσταφά πασά, 37 Γενικοί Διοικητές διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλο σε διάστημα 46 ετών, με δεκαπεντάμηνο μέσο όρο θητείας.

Τα Κινήματα του 1833 και του 1841

Το πρώτο πολιτικό κίνημα των Κρητών μετά την Επανάσταση του 1821 πραγματοποιήθηκε ήδη το Σεπτέμβριο του 1833, όταν μερικές χιλιάδες Χριστιανοί συγκεντρώθηκαν άοπλοι στο χωριό Μουρνιές, κοντά στα Χανιά, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τα φορολογικά μέτρα και τις άλλες αυθαιρεσίες του Μουσταφά Πασά. Οι παρευρισκόμενοι συνέταξαν στις 20 Σεπτεμβρίου μια αναφορά προς τις Μεγάλες Δυνάμεις όπου διεκτραγωδούσαν την κατάσταση τους, ενώ παράλληλα επιδίωξαν με αποφασιστικότητα να διαφυλάξουν τον ειρηνικό χαρακτήρα της εκδήλωσης, εμποδίζοντας χαρακτηριστικά- τη συμμετοχή οπλοφόρων Σφακιανών.

Εν τούτοις η αντίδραση της Διοίκησης υπήρξε άμεση. Το ιππικό διέλυσε βίαια τη συγκέντρωση και στη συνέχεια 41 από τους πρωτοτατήσαντες στο κίνημα αλλά και αρκετοί άλλοι Χριστιανοί σε όλο το νησί, συνελήφθησαν και απαγχονίσθηκαν, χάριν παραδειγματισμού. Η επόμενη κίνηση έλαβε χώρα το 1839 - 1841, όταν με αφορμή την εκ νέου όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στις κεντρομόλες επιθυμίες της Υψηλής Πύλης και στις κεντρόφυγες κινήσεις του Μωχάμετ Άλη, τέθηκε εκ νέου επί τάπητος όλο το Ανατολικό Ζήτημα.

Η Κωνσταντινούπολη ένιωθε όλο και περισσότερο τον κίνδυνο που αποτελούσε για το μέλλον της Αυτοκρατορίας το γεγονός ότι οι Αιγυπτιακές, Αραβικές, Συριακές και Κρητικές επαρχίες της βρίσκονταν στην πραγματικότητα υπό την εξουσία του φιλόδοξου Βαλή του Καΐρου. Από την άλλη μεριά, ο Μωχάμετ Άλη επιθυμούσε να παγιώσει τη θέση του, επιτυγχάνοντας την αναγνώριση κληρονομικού δικαιώματος για το πασαλίκι στους απογόνους του. Η νέα ρήξη ήταν αναπόφευκτη και τον Απρίλιο του 1839 τα Οθωμανικά στρατεύματα διέβησαν τον Ευφράτη αλλά νικήθηκαν ξανά από τους Αιγυπτίους τον Ιούλιο (μάχη Νετζίμπ).

Ο σουλτάνος Μαχμούτ πέθανε μια εβδομάδα αργότερα, ενώ ο Καπετάν Πασάς του Οθωμανικού στόλου οδηγούσε τα πλοία του στην Αλεξάνδρεια και τα παρέδινε στο Βαλή της Αιγύπτου. Αλλά, προ της ζωηρής αντίδρασης των Μεγάλων Δυνάμεων -με την εξαίρεση της Γαλλίας- ενάντια στην επικείμενη πλήρη ανατροπή του status quo της Εγγύς Ανατολής, και υπό την απειλή βομβαρδισμού της Αλεξάνδρειας από τους Ευρωπαϊκούς στόλους, ο Μωχάμετ Άλη αναγκάστηκε να οπισθοχωρήσει.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση του Λονδίνου (15 Ιουλίου 1840), που υπέγραψαν η Αγγλία, η Ρωσία, η Αυστρία και η Πρωσία, «ενεργούσαι κατόπιν αιτήσεως του Σουλτάνου», ο Μωχάμετ Άλη θα διατηρούσε μεν την Αίγυπτο για λογαριασμό του ίδιου προσωπικά, καθώς και των απογόνων του κατά σειρά πρωτοτοκίας, αλλά υπό τον όρο να επιστρέψει τις υπόλοιπες επαρχίες, μεταξύ των οποίων και την Κρήτη. Με την ανακωχή της Αλεξάνδρειας (15 Νοεμβρίου 1840), η Μεγάλη Βρετανία εξανάγκασε το Βαλή της Αιγύπτου να αποσύρει τα στρατεύματα του και να επιστρέψει το στόλο ενώ οι τελευταίες λεπτομέρειες του συμβιβασμού προσδιορίστηκαν τον Ιούνιο του 1841.

Με αφορμή τη σοβαρότατη αυτή κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, αναπτερώθηκαν οι ελπίδες των Ελλήνων για μια προώθηση των εθνικών διεκδικήσεων, κατεύθυνση προς την οποία κινήθηκε και η προσωποπαγής τότε Κυβέρνηση του Όθωνα, με υπουργό Εξωτερικών τον Κωνσταντίνο Ζωγράφο και στη συνέχεια τον Ανδρόνικο Πάικο. Μέσα σε αυτό το κλίμα, αρκετοί Κρήτες, κυρίως μεταξύ εκείνων που βρίσκονταν εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, θεωρώντας ότι η ευκαιρία ήταν κατάλληλη για να τεθεί εκ νέου το Κρητικό ζήτημα, αποφάσισαν να μεταβούν στην Κρήτη και να υποδαυλίσουν μια εξέγερση.


Έτσι, στα τέλη του 1840 και τις αρχές του 1841, οι αυτοεξόριστοι οπλαρχηγοί Βασίλης Χάλης, Γιώργης και Αναγνώστης Τσουδερός, Ιάκωβος Κουμής, Μανώλης Δεικτάκης, Μανώλης Πατελλάρος και Αριστείδης Χαιρέτης, αποβιβάστηκαν στο νησί μαζί με μερικές εκατοντάδες Κρήτες και Έλληνες εθελοντές - ανάμεσα τους και ένας 24χρονος δικηγόρος από τη Λακωνία, ονόματι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος. Με αλλεπάλληλα υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις, η Κρητική Επιτροπή ζητούσε την ένωση της νήσου με την Ελλάδα ή, εναλλακτικά, την παραχώρηση καθεστώτος εσωτερικής αυτονομίας.

Ελπίζοντας στην παρέμβαση των Δυνάμεων, ειδικότερα της Γαλλίας, που αρχικά φάνηκε να κρατά μια ευμενή στάση και σε κάποια φάση, της Μεγάλης Βρετανίας, για την οποία υπήρχαν φήμες ότι ενδιαφερόταν να θέσει τη νήσο υπό την «προστασία της», οι Κρήτες προχώρησαν σε εξέγερση, που ξέσπασε το Φεβρουάριο του 1841, έμεινε γνωστή ως ο «καιρός του Χαιρέτη» -λόγω του Αριστείδη Χαιρέτη που διετέλεσε πρόεδρος της επαναστατικής επιτροπής- και διήρκεσε έξι μήνες περίπου, στη διάρκεια των οποίων έγιναν ορισμένες φονικές συγκρούσεις, κυρίως στη δυτική Κρήτη, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ήδη οι αυταπάτες για τη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων διαλύονταν ραγδαία, ενώ η νέα Ελληνική κυβέρνηση, υπό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο (Ιουνιος - Αυγουστος 1841), αν και για λόγους δημοτικότητας απέφευγε να καταδικάσει ευθέως το κίνημα, ήταν φανερό ότι δεν είχε την πρόθεση αλλά ούτε και τη δυνατότητα να το υποστηρίξει αποφασιστικά. Στα τέλη του καλοκαιριού, οι περισσότεροι εθελοντές είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, κυρίως επιβιβαζόμενοι σε Βρετανικά και Γαλλικά πλοία, που είχαν καταπλεύσει στα Κρητικά ύδατα.

Έκτοτε ακολούθησε μια σχετικά μακροπερίοδος ηρεμίας, η οποία είναι αξιοπρόσεκτο ότι δεν διαταράχθηκε ούτε κατά τη διάρκεια της μεγάλης κρίσης του Ανατολικού Ζητήματος, που ξέσπασε την δεκαετία του 1850 και αποκορυφώθηκε με τον Κριμαϊκό πόλεμο.

Το Χάττι Χουμαγιούν του 1856 και τα Φιρμάνια του 1858 - 1859

Βάσει του 7ου άρθρου της Συνθήκης των Παρισίων που υπογράφηκε στις 30 Μαρτίου 1856, μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, η Γαλλία, η Αγγλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Σαρδηνία ανέλαβαν την υποχρέωση να εγγυηθούν από κοινού την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε εφαρμογή αυτής της αρχής, κάθε σύγκρουση στην Ανατολή θα ήγειρε ζήτημα Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Στην ίδια Συνθήκη προβλεπόταν αφετέρου η βελτίωση των συνθηκών ζωής των Χριστιανών υπηκόων της Πύλης. Ύστερα από επίμονα διαβήματα των Συμμάχων, ο Σουλτάνος είχε ήδη εκδώσει ένα Αυτοκρατορικό διάταγμα (Χάττι Σερίφ), το κείμενο του οποίου είχε κατ'ουσίαν υπαγορευθεί από τους πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη.

Επιδιώκοντας να προσδώσουν σε εκείνο το έγγραφο την ισχύ υποχρέωσης αναληφθείσας έναντι των Μεγάλων Δυνάμεων, τα Κράτη που υπέγραψαν τη Συνθήκη των Παρισίων το μνημόνευσαν ρητά στο 9ο άρθρο. «Το φιρμάνιον», σημειώνεται, «εκοινοποιήθη προς τας Δυνάμεις, αίτινες διεπίστωσαν την μεγάλην σπουδαιότητα της κοινοποιήσεως ταύτης». Το Χάττι Σερίφ του 1856, που είναι ευρύτερα γνωστό ως Χάττι Χουμαγιούν, επικύρωνε και παγίωνε τις μεταρρυθμίσεις για τις οποίες είχε ήδη αναληφθεί υποχρέωση με τον χάρτη του Γκιουλ Χανέ του 1839.

Παρείχε εγγυήσεις για την ασφάλεια των προσώπων και των αγαθών όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας «άνευ διακρίσεως τάξεως ή θρησκείας», επικυρώνοντας όλα τα προνόμια που είχαν παραχωρηθεί «από αρχαιοτάτων χρόνων» σε όλες τις μη Μουσουλμανικές κοινότητες που ήταν εγκατεστημένες στην Αυτοκρατορία. Κάθε διάκριση που είχε ως στόχο να καταστήσει οποιαδήποτε ομάδα του πληθυσμού κατώτερη από κάποια άλλη λόγω θρησκείας, γλώσσας ή φυλής «θα διεγράφετο του διοικητικού πρωτοκόλλου» ενώ όλοι οι υπήκοοι αδιακρίτως θα γίνονταν δεκτοί στις δημόσιες υπηρεσίες καθώς και στις πολιτικές και στρατιωτικές σχολές.

Όλες οι εμπορικές, πολιτικές και ποινικές διαφορές μεταξύ Μουσουλμάνων και μη Μουσουλμάνων θα υπάγονταν σε μεικτά δικαστήρια και θα εξασφαλιζόταν η ελευθερία εκπροσώπησης των διαφόρων θρησκευτικών κοινοτήτων στα επαρχιακά και κοινοτικά συμβούλια καθώς επίσης και η αρχή της φορολογικής ισότητας για όλους. Άλλες διατάξεις υπόσχονταν την κατασκευή οδών, την πρόοδο των δημοσίων έργων, τη μεταρρύθμιση του νομισματικού και δημοσιονομικού συστήματος και την ίδρυση τραπεζών. Το Χάττι Χουμαγιούν ήταν μόνο ένα θεωρητικό κείμενο, που υποσχόταν μεταρρυθμίσεις, καθορίζοντας τις αρχές τους.

Δεν είχε πρακτική αξία χωρίς την έκδοση και την επιβολή των νόμων που θα μεριμνούσαν για την εφαρμογή του στην πράξη. Κάτι τέτοιο όμως προϋπέθετε την αντίστοιχη πολιτική βούληση. Ακόμη και αν ο Σουλτάνος είχε τη θέληση να πραγματοποιήσει τέτοιες μεταρρυθμίσεις, ακόμη και αν περιστοιχιζόταν από πολιτικούς με σύγχρονες αντιλήψεις και πάλι θα έπρεπε να τα βάλει με τα ίδια τα ήθη και τις μουσουλμανικές πεποιθήσεις καθώς και με τους αναρίθμητους κρατικούς υπαλλήλους, που είχαν προσκολληθεί στην παλαιά κατάσταση των πραγμάτων. Αυτή η αντίσταση ήταν επόμενο να εκμηδενίσει όλες τις προσπάθειες για αλλαγή.

Την άνοιξη 1858, αρκετές χιλιάδες Κρητών συγκεντρώθηκαν στη θέση Μπουτσουνάρια του χωρίου Περβόλια, κοντά στα Χανιά, ζητώντας από τη διοίκηση να πάρει τα κατάλληλα μέτρα για την εκτέλεση του προγράμματος των υπεσχημένων μεταρρυθμίσεων. Η κινητοποίηση αυτή έμεινε γνωστή ως «το Κίνημα του Μαυρογένη», λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου που διαδραμάτισε σε αυτό ο οπλαρχηγός Μανώλης Μαυρογένης. Η Υψηλή Πύλη, που αντιμετώπιζε τότε δυσκολίες στην υπόθεση του Μαυροβουνίου, υποχώρησε στις διεκδικήσεις αυτές και εξέδωσε σειρά διακηρύξεων και φιρμανιών (μεταξύ της 26ης Μαΐου 1858 και της 11ης Οκτωβρίου 1859).

Διακηρύξεις, με φορολογικές ρυθμίσεις και εγγυήσεις για την ελεύθερη εκλογή των δημογεροντιών και των επαρχιακών συμβουλίων. Απαντώντας, εξάλλου, στο αιτημάτων Κρητών «να μη συναχθώσι τα όπλα των», όπως είχε απαιτηθεί, οι απεσταλμένοι του Σουλτάνου δήλωσαν ότι «όσον δε δια τα όπλα, επειδή και η Αυτοκρατορική Διοίκησις θεωρεί ίσους όλους τους υπηκόους της, Οθωμανούς και μη Οθωμανούς, δια τούτο καθώς οι Οθωμανοί κρατούν τα όπλα των, ούτω και οι Χριστιανοί θέλουν έχει τα ιδικά των», διαβεβαίωση που επικυρώθηκε στη συνέχεια και με τον Αυτοκρατορικό ορισμό της 7ης Ιουλίου 1858.


Σύμφωνα με τον οποίο «επειδή το Υψηλόν Δοβλέτι έχει μεγίστην εμπιστοσύνην εις τους υπηκόους του, είναι αδιάφορον εάν έχουν τα όπλα ή όχι, αλλά γενικώς απαγορεύεται ώστε κανείς, είτε Οθωμανός είτε Χριστιανός, να μην περιφέρεται ένοπλος». Βρισκόμαστε ενδεχομένως εδώ ενώπιον της γενέθλιας διάταξης της προσδίδουσας θεσμικό υπόβαθρο στη νοοτροπία που θέλει αδιαπραγμάτευτο το δικαίωμα οπλοκατοχής των Κρητών, νοοτροπία που επιβιώνει ως τις μέρες μας. Η εφαρμογή όμως των φιρμανιών του 1858 - 1859 έμελλε να καταστρατηγηθεί από έναν ανίκανο διοικητικό μηχανισμό και από ένα μουσουλμανικό πληθυσμό εχθρικό προς οποιαδήποτε μεταρρύθμιση.

Ο διορισμός, το 1861, του Ισμαήλ Χακίμ Πασά στη θέση του Γενικού Διοικητή του νησιού δε βελτίωσε καθόλου την κατάσταση. Παλαιός υπουργός Εμπορίου στην Κωνσταντινούπολη, Ελληνικής καταγωγής, ο Ισμαήλ προσπαθούσε να προσελκύσει τους πάντες, «υποσχόταν τα πάντα σε όλους, χωρίς ποτέ να τηρεί τις υποσχέσεις του», αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό, εν τέλει, τον αριθμό των δυσαρεστημένων. Οι σχέσεις μεταξύ χριστιανών και Μουσουλμάνων ολοένα οξύνονταν, με αποτέλεσμα στα τέλη του 1865 η δυσαρέσκεια να έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις, ώστε η σύγκρουση να φαίνεται αναπόφευκτη.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ (1866 - 1869)

ΓΕΝΙΚΑ - Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 

H βαριά φορολογία και η καταπίεση που υφίσταντο οι Κρητικοί Χριστιανοί από την Οθωμανική εξουσία, προκάλεσαν την επανάσταση του 1866 - 1869, αποκορύφωμα της οποίας ήταν η ηρωική θυσία στο Αρκάδι. H στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, που ήθελαν τη διατήρηση του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και η αδυναμία του Ελληνικού κράτους να ενισχύσει ουσιαστικά τους εξεγερμένους, αποτέλεσαν τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η επανάσταση έληξε το 1869. Μετά το τέλος της, ένας νέος διοικητικός κανονισμός (ο Οργανικός Νόμος) εφαρμόστηκε στο νησί.

Tο έναυσμα για την έκρηξη της μεγάλης Κρητικής επανάστασης του 1866 - 1869 έδωσε η μη εφαρμογή των μεταρρυθμιστικών μέτρων του Αυτοκρατορικού διατάγματος Χάττι Χουμαγιούν στο νησί. Tο διάταγμα αυτό, που εκδόθηκε σε εφαρμογή του 7ου άρθρου της Συνθήκης των Παρισίων (30 Mαρτίου 1856), ήταν ένα θεωρητικό κείμενο, με το οποίο ο σουλτάνος υποσχόταν τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των Χριστιανών υπηκόων της Πύλης. Oι Κρητικοί Χριστιανοί, την άνοιξη του 1858, συγκεντρώθηκαν στη θέση Μπουτσουνάρια του χωριού Περιβόλια των Χανίων και απαίτησαν από την Οθωμανική διοίκηση την εφαρμογή των διατάξεων του διατάγματος.

H κινητοποίηση αυτή, γνωστή και ως "το Κίνημα του Μαυρογένη", από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που διαδραμάτισε ο οπλαρχηγός Μανώλης Μαυρογένης, κατέληξε στην έκδοση του φιρμανιού του 1858, με το οποίο διευρύνθηκε η έκταση των μεταρρυθμίσεων του Χάττι Χουμαγιούν. Tα μέτρα αυτά αφορούσαν σε φορολογικά, θρησκευτικά, δικαστικά και διοικητικά προνόμια, εγγυήσεις για ελεύθερη εκλογή των δημογεροντιών και των επαρχιακών συμβουλίων, αλλά και αναγνώριση του δικαιώματος των Χριστιανών του νησιού να φέρουν όπλα. Ωστόσο, η κατάσταση του Χριστιανικού πληθυσμού επιδεινώθηκε μετά την έλευση στο νησί (1861), ως γενικού διοικητή, του Ισμαήλ Χακίμ Πασά, που ήταν Ελληνικής καταγωγής και πρώην υπουργός Εμπορίου.

Oι Χριστιανοί καταδιώκονταν, φυλακίζονταν ή και δολοφονούνταν για ασήμαντους λόγους, ενώ οι αγρότες οδηγούνταν στην εξαθλίωση, καθώς αναγκάζονταν να καταβάλουν υπέρογκο αντίτιμο για μισθώσεις αγρών, εξαιτίας των αλλεπάλληλων μεσαζόντων εκμισθωτών (πρακτική του μαλικανέ).
H επιβολή υπέρογκης φορολογίας στα γεωργικά προϊόντα, η κακοδιοίκηση, η συνεχιζόμενη δωροδοκία των αξιωματούχων, η διπρόσωπη πολιτική του Ισμαήλ Πασά -"υποσχόταν τα πάντα σε όλους, χωρίς ποτέ να τηρεί τις υποσχέσεις του", λένε γι' αυτόν οι πηγές- και η ανάμειξή του στο μοναστηριακό ζήτημα, που είχε δημιουργηθεί στην ανατολική Κρήτη, έδωσαν τις αφορμές για την επανάσταση του 1866. Η διεθνής κατάσταση έδειχνε ευνοϊκή.

Στο Βουκουρέστι, το Φεβρουάριο του 1866, μια συνωμοσία προκάλεσε την πτώση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Κούζα. Σύμφωνα με τους όρους της ισχύουσας Σύμβασης του 1858, οι ενωμένες πλέον ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας -η μελλοντική Ρουμανία - παρέμεναν μεν υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά το καθεστώς αυτονομίας τους ετίθετο υπό τη συλλογική εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων και ο ηγεμόνας, εκλεγόμενος από τη Συνέλευση, έπρεπε οπωσδήποτε να είναι αυτόχθων. Μετά την πτώση του Κούζα, οι Μεγάλες Δυνάμεις συνήλθαν σε διάσκεψη στο Παρίσι και αποφάσισαν να διατηρηθεί η ενότητα της Ρουμανίας, κάλεσαν δε στο θρόνο έναν ξένο πρίγκιπα, τον Κάρολο Χοεντσόλλερν (Karl von Hohenzollern-Sigmaringer).

Αυτή η εκλογή θεωρήθηκε ως προσβολή της Οθωμανικής επικυριαρχίας και η Πύλη διαμαρτυρήθηκε έντονα αλλά ο νέος ηγεμόνας είχε τη συναίνεση του Ναπολέοντα Γ' και του Βίσμαρκ. Στη Σερβία αφετέρου, ο πρίγκιπας Μιχαήλ συνέχιζε τις προσπάθειες του, που απέβλεπαν στην εκκένωση του εδάφους του από τις τελευταίες Οθωμανικές φρουρές του Δούναβη, του Σαμπάκ, του Αντα-Καλέ και του Βελιγραδίου. Ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά Νικόλαος Σακόπουλος περιέγραφε ως εξής το πνεύμα που επικρατούσε στην Κρήτη, σε μια εμπιστευτική αναφορά του, που απηύθυνε στον Σπυρίδωνα Βαλαωρίτη, τότε υπουργό Εξωτερικών, στις 9 Απριλίου 1866:

«Γνωσταί εισίν εις την Υμετέρα Εξοχότητα αι ιδέαι και τα αισθήματα των Κρητών. Ο διακαέστερος αυτών πόθος, ως πολλάκις απέδειξαν, είναι να ενωθώσι μετά της Ελλάδος και προς πραγματοποίησιν αυτού έτοιμοι είναι ανά πάσαν στιγμήν να θυσιάσωσι τα πάντα και αν συνεχέστερον δεν εκδηλούσι τα αισθήματα των δια σπουδαίων πράξεων, τούτο αποδοτέον εις το ότι αναχαιτίζονται υπό περιεσκεμμένων τινών ανδρών εν Ελλάδι. 

Τινές λοιπόν εκ των επισημότερων Κρητών και των εξασκούντων επιρροήν εν ταις επαρχίαις συνεννοηθέντες συνήλθον κρυφίως επί το αυτό δια να συσκεφθώσι, άλλοι μεν φρονούσι ότι πρέπει δια μιας να σηκωθή ο λαός εις τα όπλα και να ζητήση απροκαλύπτως την μετά της Ελλάδος ένωσιν της Κρήτης απευθύνων υπομνήματα εις τας δυνάμεις. Άλλοι δε θεωρούντες τούτο ακατόρθωτον ήδη, να ζητήσωσι να κηρυχθή η νήσος ηγεμονία υποτελής υπό την διοίκησιν ηγεμόνος Χριστιανού, φρονούντες ότι τούτο έσεται εν μέγα βήμα προς την εντελή απελευθέρωσι. 

Εν περιπτώσει δε καθ' ην ίδωσιν ότι δεν συμφέρει ούτε το εν ούτε το άλλο να ενεργήσωσι, ας περιορισθώσιν εις το να ζητήσωσι την απαλλαγήν των από τους επιβληθέντος νέους φόρους και την ανάκλησιν του Γ. Διοικητού. Δεν λείπουσι δε και οι ρίπτοντες την ιδέαν εν αμηχανία να ζητηθή η προστασία καμμιάς των δυτικών δυνάμεων και ιδίως της Αγγλίας. Η τελευταία όμως ιδέα ευτυχώς ούτε σπουδαία είναι ούτε οπαδούς ευρίσκει».


Είναι αξιοσημείωτο να επισημάνομε εδώ, ότι από τα διαζευκτικά σενάρια που περιέχονται στη διεισδυτική αυτή αναφορά του Σακόπουλου, τελικώς όλα επρόκειτο να επιχειρηθούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό, κατά τη διάρκεια των επομένων τριών ετών. Πριν από την εκτέλεση των σχεδίων τους, οι Κρητικοί ήλθαν σε επαφή με τους προξένους της Ρωσίας και της Ελλάδας στα Χανιά. Ο μεν πρόξενος της Ρωσίας, ο Ελληνικής καταγωγής Σπυρίδων Δενδρινός, αν και εκφραζόμενος «κατά των επαναστατικών κινημάτων», τους συμβούλεψε εν τούτοις να επιδιώξουν ειρηνικά ορισμένες μεταρρυθμίσεις, μεταξύ των οποίων την κατάργηση των νέων φόρων, την ελεύθερη εκλογή δημογερόντων κ.τ.λ., υποσχόμενος «την πιθανήν υποστήριξίν του».

Ο δε Σακόπουλος «απέφυγε να τους ενθαρρύνει», παρατηρώντας ότι η παρούσα πολιτική κατάσταση της Ευρώπης δεν ήταν «πρόσφορος προς επιχείρησιν τοιαύτης σοβαρός πράξεως», μετά δε από συνεννόηση με την Ελληνική κυβέρνηση, τους συμβούλευσε να αρκεστούν στο να ζητήσουν «μετριοπαθώς, την ανακούφισίν των από τινας δυσφόρητους φόρους και ουδέν πλέον». Πράγματι στην Αθήνα, η εξέλιξη της κατάστασης ανησυχούσε την κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ροΰφου, που βρισκόταν στην αρχή από την 29η Νοεμβρίου 1865.

Τόσο η κυβέρνηση όσο κι ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος αποδοκίμαζαν έντονα την έγερση ενός τέτοιου ζητήματος εκείνη τη στιγμή, όπως προκύπτει και από τις οδηγίες του Βαλαωρίτη προς τον Σακόπουλο, σύμφωνα με τις οποίες ο Έλληνας πρόξενος έπρεπε να μεταπείσει τους Κρητικούς «παντός απονενοημένου και απερίσκεπτου κινήματος». Ωστόσο, αρκετοί σημαίνοντες παράγοντες του Χριστιανικού πληθυσμού την νήσου είχαν ήδη συναθροιστεί στην Αγία Κυριακή, μετόχι της Μονής Χρυσοπηγής κοντά στα Χανιά και, στις 14 Μαΐου 1866, έστειλαν στον Ισμαήλ Πασά μία μακροσκελή αναφορά, με την παράκληση να διαβιβαστεί στην «Αυτού Αυτοκρατορική Μεγαλειότητα Σουλτάν Αβδούλ Αζίζ Χαν, τον Τρισέβαστον ημών Βασιλέα».

Στην αναφορά αυτή υποβάλλονταν «ευσεβάστως» δέκα αιτήματα, μεταξύ των οποίων η ανακούφιση από τους υπέρογκους φόρους, η βελτίωση των μέσων συγκοινωνίας, η ελεύθερη εκλογή των δημογεροντιών, η σύσταση δανειστικής Τράπεζας, η βελτίωση του δικαστικού συστήματος και η επανεισαγωγή της Ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, η εξασφάλιση εγγυήσεων της προσωπικής ελευθερίας, η δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων, η άδεια διεξαγωγής εμπορίου από όλους τους λιμένες της νήσου και, τέλος -προνοητικά- η γενική αμνήστευση των συμμετεχόντων «εις το γενικό τούτο κίνημα της Πατρίδος μας».

Παράλληλα με την αναφορά προς τον Σουλτάνο, οι συγκεντρωμένοι υπέγραψαν και ένα εμπιστευτικό υπόμνημα προοριζόμενο για τις τρεις προστάτιδες Δυνάμεις της Ελλάδας, στο οποίο, ανατρέχουν στη συμμετοχή τους στην Επανάσταση του 1821 και την, παρά ταύτα, «υποδούλωση» εκ νέου εις τον Οθωμανικόν ζυγόν», παρακαλώντας τες να συναινέσουν στην ένωση τους «μετά των αδελφών Ελλήνων» ή, «αν τούτο είναι σήμερον αδύνατον», στη χορήγηση τουλάχιστον πολιτικού οργανισμού που να εγγυάται διακυβέρνηση «Χριστιανικήν και φιλάνθρωπον». Μετά την υπογραφή αυτών των εγγράφων, η Συνέλευση διαλύθηκε, αφήνοντας μια Επιτροπή να αναμένει την επίσημη απάντηση.

Ήδη όμως η κατάσταση χειροτέρευε. Οι Μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειες τους στις οχυρωμένες πόλεις ενώ οι Χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν στα βουνά και ο Ισμαήλ Πασάς καλούσε την Επιτροπή να διαλυθεί, θεωρώντας τη διατήρηση της ως επαναστατική ενέργεια. Στην Αθήνα, η νέα Κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη, που σχηματίστηκε την 9η Ιουνίου του 1866, ρυμουλκούμενη από τους υπουργούς των Εξωτερικών Επαμεινώνδα Δεληγεώργη και των Στρατιωτικών αντισυνταγματάρχη Χαράλαμπο Ζυμβρακάκη,κρητικής καταγωγής, έδειχνε ευνοϊκότερες διαθέσεις απέναντι στο Κρητικό ζήτημα.

Η απάντηση της Υψηλής Πύλης τοιχοκολλήθηκε στις 20 Ιουλίου, με τη μορφή επιστολής του μεγάλου βεζίρη Μωχάμετ Ρουσδή προς τον Ισμαήλ Πασά. Ήταν απορριπτική και απειλητική. «Περισσότερον από όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας», επισήμαινε ο Μεγάλος Βεζίρης, «οι Κρήτες απολαύουσιν ευεργετημάτων» και «δεν έχουν ούτε δικαίωμα ούτε κανέν λόγον να ζητώσι την κατάργησιν των φόρων», ενώ «όσον αφορά τους δρόμους, τα σχολεία, τα νοσοκομεία κ.τ.λ.», οι βελτιώσεις «δεν δύνανται να εκτελεστούν ταυτοχρόνως αλλά πολύ βαθμιαίως».

Αφετέρου, προβάλλοντας αυτά τα αιτήματα, οι Κρήτες «εξηγέρθησαν, έκαμαν συγκεντρώσεις, και συμπεριεφέρθησαν κατά τρόπον ο οποίος δεν ηδύνατο να χαρακτηριστεί ή ως ανταρσία», συνεπώς η Γενική Διοίκηση της νήσου διατασσόταν να στείλει στρατεύματα και συλλάβει τους αρχηγούς αυτής της «ανταρσίας», διασκορπίζοντας τους υπόλοιπους «διά της βίας», εκτός και αν «υποταχθούν και δώσουν εγγυήσεις εγγράφους της υποταγής αυτών εις το μέλλον». Μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 13 Ιουλίου, ένας στολίσκος ατμόπλοιων, προερχόμενος από την Αλεξάνδρεια, κατέπλεε στα νερά της Κρήτης, αποβιβάζοντας για άλλη μία φορά Αιγυπτιακά στρατεύματα στο νησί, υπό τη διοίκηση του Σαχίν Πασά.

Κατόπιν αυτού οι επαναστάτες, ήδη συγκροτημένοι σε «Γενική Συνέλευση των Κρητών», συγκεντρώθηκαν στου Ασκύφου Σφακιών, όπου στις 21 Αυγούστου του 1866 ψήφισαν την κατάλυση της Τουρκικής εξουσίας και «την αδιάσπαστον και παντοτεινήν ένωσιν της Κρήτης και πάντων των εξαρτημάτων αυτής μετά της Μητρός Ελλάδος», αναθέτοντας την εκτέλεση του ψηφίσματος «εις την ανδρείαν του Γενναίου λαού της Κρήτης, εις την συνδρομήν των ομοφύλων και ομογενών και πάντων των φιλελλήνων, εις την Κραταιάν μεσολάβησιν των Προστάτιδων και Εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και εις την παντοδυναμίαν του Υψίστου θεού».

Η Επανάσταση κηρύχθηκε στα χαρτιά με το ψήφισμα αλλά και στην πράξη με τον ένοπλο αγώνα. Οι εξεγερμένοι Χριστιανοί προχώρησαν στη συγκρότηση ένοπλων σωμάτων κατά επαρχίες, υπό την ηγεσία τοπικών οπλαρχηγών, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν οι Μιχαήλ Κόρακας (Ηρακλείου) Χατζημιχάλης Γιάνναρης (Κυδωνιάς), Κωνσταντής Κριάρης (Σελίνου), Κωσταρός Βολουδάκης (Αποκορώνου), Ιωσήφ Μανουσογιαννάκης (Σφακιών), Μιχαήλ Τσουδερός (Αγίου Βασιλείου), Αντώνιος Ζωγράφος (Πεδιάδος), Κωνσταντίνος Σφακιανάκης (Λασιθίου), κ.ά..


Ενώ στην πολιτική ηγεσία του κινήματος διακρίθηκαν, μεταξύ των άλλων, οι ιερομόναχοι Παρθένιος Κελάίδής και Παρθένιος Περίδης («οι δύο Παρθένιοι») και ο Λεωνίδας Γεωργιάδης - Λόγιος (Πεδιάδος). Πέντε μέρες μετά το ψήφισμα, οι επαναστάτες πολιορκούσαν ήδη τις Οθωμανικές δυνάμεις στις Βρύσες του Αποκόρωνα, αναγκάζοντας τες να υποχωρήσουν ενώ σε άλλες περιοχές του νησιού έρχονταν αντιμέτωποι με τον τακτικό στρατό και με τους άτακτους Τουρκοκρητικούς, οι οποίοι, οχυρωμένοι μέσα στα φρούρια, έκαναν συχνές εξόδους, χτυπώντας τα γύρω χωριά.

Στις 30 Αυγούστου αποβιβαζόταν στα Χανιά ο άλλοτε γενικός διοικητής Μουσταφά Πασάς, ενώ την 1η Σεπτεμβρίου ο Ισμαήλ Πασάς εγκατέλειπε την νήσο. Την επομένη από την άφιξη του, ο «Γκιριτλής» δημοσίευε προκήρυξη προς τους κατοίκους της «δευτέρας πατρίδος» του, εκφράζοντας τη λύπη του για το γεγονός ότι παρασύρθηκαν από τις ψευδείς εισηγήσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των αυτοαποκαλούμενων Κρητών «εν τη αλλοδαπή», οι οποίοι δεν θα συμμερίζονταν τα δεινά τους, διαβεβαιώνοντας τους ότι ήταν «έτοιμος να υποδεχθή όλας τας δικαίας αιτήσεις» τους και τάσσοντας πενθήμερη προθεσμία στους επαναστάτες για να δηλώσουν υποταγή.

Και με την προσθήκη ότι, αν αρνηθούν, θα λάβει τα αναγκαία μέτρα για την «επανόρθωσιν της τάξεως». Με την άπρακτη εκπνοή της προθεσμίας, ο Μουσταφά Πασάς συγκρότησε εκστρατευτικό σώμα και, εγκαταλείποντας το φρούριο των Χανίων, άρχισε τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στις περιφέρειες της Κυδωνιάς, της Κισσάμου, του Σελίνου και του Αποκόρωνα, πυρπολώντας και λεηλατώντας τα χωριά στο πέρασμα του. Πέρα από τη θάλασσα, η κραυγή της επαναστατημένης Κρήτης συνήγειρε την Ελληνική κοινή γνώμη.

Ήδη στις 29 Ιουλίου 1866 είχε συγκροτηθεί στην Αθήνα η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή», με πρωτοβουλία του Κρητικής καταγωγής υποδιοικητού της Εθνικής Τραπέζης Μάρκου Ρενιέρη, η οποία ανέλαβε να συγκεντρώνει συνδρομές και να στέλνει όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα στην Κρήτη, μέσω της ειδικής «Επιτροπής επί των αποστολών» που δημιουργήθηκε στη Σύρο, με υπεύθυνο τον επίσης κρητικής καταγωγής Μίνωα Μπογιατζόγλου. Κάθε νύχτα τα καΐκια, που εξασφάλιζαν το σύνδεσμο ανάμεσα στην Ελλάδα και το ξεσηκωμένο νησί, κατόρθωναν να ξεφορτώνουν τα εφόδια τους στις βραχώδεις ακτές, παρά τον αποκλεισμό του Οθωμανικού στόλου.

Ενώ σύντομα, από το Σεπτέμβριο του 1866, η Επιτροπή απέκτησε δύο μικρά ατμόπλοια, την «Ύδρα» και το «Πανελλήνιον», τα οποία πραγματοποίησαν 11 συνολικά πλόες προς την Κρήτη, προτού αντικατασταθούν από τρία μεγαλύτερα και ταχύτερα, το «Αρκάδι» (1867,23 πλόες), την Κρήτη (1867 - 1868, 10 πλόες) και την «Ένωση» (1867 - 1868, 46 πλόες). Μαζί με τα εφόδια, τα πλοία αυτά αποβίβασαν κατά καιρούς στο νησί και ομάδες εθελοντών, ως επί το πλείστον αξιωματικούς και υπαξιωματικούς του Ελληνικού στρατού οι οποίοι, προσωρινά υπέβαλαν εικονική «παραίτηση» ή «έλαβον άδειαν» από την υπηρεσία.

Αποβίβασαν επίσης και φοιτητές αλλά και επαγγελματίες των όπλων, υπό τους Πάνο Κορωναίο, Χρήστο Βυζάντιο, Ιωάννη Ζυμβρακάκη (αδελφό του τότε υπουργού των Στρατιωτικών), Δημήτριο Πετροπουλάκη, Γεώργιο Κουρμούλη κ.ά. Σε αυτούς προστέθηκαν και μερικές εκατοντάδες ξένοι εθελοντές, κυρίως Γαριβαλδινοί αλλά και άλλοι ποικίλης προέλευσης και κινήτρων από την Ευρώπη και την Αμερική, καθώς το ενδιαφέρον όχι μόνο της Ελληνικής αλλά και της διεθνούς κοινής γνώμης στράφηκε προς την Κρήτη, ιδίως μετά την έντονη συγκίνηση που προκάλεσε το προσήλθαν ολοκαύτωμα του Αρκαδίου.

Ακολούθησε η πλέον επίμονη και αιματηρή από όλες τις Επαναστάσεις της Κρήτης του 19ου αιώνα. Διήρκεσε περίπου τρία χρόνια και στη διάστημα αυτό δόθηκαν αρκετές αιματηρές μάχες στο Βαφέ Αποκορώνου (12 Οκτωβρίου 1866), το Καστέλι Κισσάμου (20 Νοεμβρίου 1866), το Σαβουρέ Κυδωνιάς (30 Νοεμβρίου 1866), το Γερακάρι Αμαρίου (1 Φεβρουαρίου 1867), τα Περβόλια Κυδωνιάς (21 Μαρτίου 1867), την Τύλισο Μαλεβιζίου (7 Απριλίου 1867), το οροπέδιο Λασιθίου (20-30 Μαΐου 1867), τον Καλλικράτη και την Αράδαινα Σφακιών (26 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 1867).

Τον Πρασέ Ρεθύμνου (26 Απριλίου 1868), το Γαζί Μαλεβιζίου (16 Μαΐου 1868), το Φόδελε Μαλεβιζίου (20 Σεπτεμβρίου 1868), την Επιτροπή Ρεθύμνου (8 Δεκεμβρίου 1868) κ.α., από τις οποίες όμως καμία δεν υπήρξε αποφασιστικής σημασίας.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η πρώτη μετά την επανάσταση του 1821 μεγάλη κρίση του Κρητικού Ζητήματος σημειώθηκε το 1866, με μια νέα μεγάλη επανάσταση. Η επανάσταση του 1866 - 1869, το «δεύτερο '21», όπως ονομάστηκε, αποτελεί την κορυφαία έκφραση του πόθου των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Το κυρίαρχο σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος», που υποκατέστησε το παλαιό «Ελευθερία ή Θάνατος», εκφράζει εύγλωττα και επιγραμματικά τον εθνικό χαρακτήρα του Κρητικού Ζητήματος, που γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε σοβαρότατα την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή διπλωματία, ως σημαντική πτυχή του όλου Ανατολικού Ζητήματος.

Οι συνθήκες ήταν δυσμενείς, όχι μόνο από την άποψη των στρατιωτικών προπαρασκευών και της αναλογίας των δυνάμεων των επαναστατών με εκείνες της Τουρκίας, αλλά κυρίως από την άποψη της γενικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, και ιδιαίτερα η Αγγλία και η Γαλλία, ήταν από την αρχή αντίθετες προς κάθε κίνημα που θα έθετε σε κίνδυνο την ακεραιότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μόνο η Ρωσία, που είχε ταπεινωθεί με τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη συνθήκη των Παρισίων (1856), έδειχνε να ευνοεί την επανάσταση της Κρήτης και την υποκινούσε, μάλιστα, μέσω των αντιπροσώπων της στο νησί.

Η Ελληνική πολιτική παρουσιάστηκε από την αρχή διχασμένη. Ο Δημήτριος Βούλγαρης, που συμπαθούσε την αγγλική πολιτική, ήταν διστακτικός, ενώ ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, οπαδός της Ρωσικής πολιτικής και δεδηλωμένος φιλοκρητικός, ήταν περισσότερο αποφασιστικός. Η επίσημη όμως κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου ήταν σαφώς αντίθετη. Παρ' όλες αυτές τις αντιξοότητες η Κρήτη βρισκόταν σε διαρκή επαναστατικό πυρετό. Το αίτημα της ένωσης με την Ελλάδα υποβλήθηκε με επίσημη αναφορά της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών (14 Μαΐου 1866) στον σουλτάνο καί στις Μεγάλες Δυνάμεις ως «ομόθυμος και διαρκής πόθος» του Κρητικού λαού.


Η επανάσταση, που εξερράγη τον Αύγουστο του 1866, πήρε αμέσως μεγάλες διαστάσεις. Στην πρώτη επίσημη επαναστατική προκήρυξη της Γενικής Συνελεύσεως των Κρητών στο χωριό Ασκύφου Σφακιών (21 Αυγούστου 1866) δηλώνεται σαφώς ότι η επανάσταση είναι η φυσική συνέχεια του 1821. Η έκρηξη νέας επανάστασης στην Κρήτη δημιούργησε γενικό εθνικό ενθουσιασμό στην άλλη Ελλάδα. Στην Αθήνα ιδρύθηκε η «Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή» και στη Σύρο η «Ειδική επί των Αποστολών Επιτροπή», για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα με αποστολές όπλων, χρημάτων και εφοδίων, αλλά και εθελοντών που έσπευδαν από παντού να ενισχύσουν τους Κρήτες.

Βέβαια, ήταν σε όλους φανερό ότι ο πατριωτισμός και ο ενθουσιασμός δεν αρκούσαν για να αντισταθμίσουν τις κατά πολύ υπέρτερες Τουρκικές δυνάμεις. Το μεγάλο όμως πρόβλημα ήταν ο άμαχος πληθυσμός, που έμενε τις περισσότερες φορές ανυπεράσπιστος στην εκδικητική μανία του εχθρού και έπρεπε να καταφεύγει στα βουνά ή στον εκπατρισμό. Η μεγάλη αυτή επανάσταση έμελλε να εξελιχθεί σε αληθινή τραγωδία, που την αντιμετώπισε εντούτοις ο κρητικός λαός με αξιοθαύμαστη αποφασιστικότητα και καρτερία.

ΣΤΑ ΠΡΟΘΥΡΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Την ίδια περίοδο, πέντε Οθωμανοί Γενικοί Διοικητές αντικαταστάθηκαν ο ένας κατόπιν του άλλου, προσπαθώντας να καταστείλουν την εξέγερση, ενώ έξι ελληνικές κυβερνήσεις διαδέχθηκαν η μια την άλλη, λόγω των κλυδωνισμών που προκαλούσε κάθε φορά η στάση τους έναντι του κρητικού ζητήματος. Η κυβέρνηση Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, που ανήλθε στην εξουσία στις 18 Δεκεμβρίου 1866 - και στην οποία υπουργοποιήθηκε για πρώτη φορά ο Χαρίλαος Τρικούπης, αναλαμβάνοντας το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών - επιχείρησε ουσιαστικές ποιοτικές αλλαγές στη μέχρι τότε πολιτική του αλυτρωτισμού.

Αναδιοργάνωσε τις ένοπλες δυνάμεις, εκσυγχρονίζοντας τον οπλισμό τους και αναλαμβάνοντας παράλληλα συντονισμένες διπλωματικές πρωτοβουλίες, με αποκορύφωμα τη συμμαχία με τη Σερβία (Συνθήκη Φεσλάου, 14 Αυγούστου 1867), προάγγελο της ιδέας μιας Βαλκανικής συνεννόησης ως απαραίτητης προϋπόθεσης για οποιαδήποτε αποτελεσματική δράση κατά της Τουρκικής παρουσίας στα Βαλκάνια και το Αιγαίο. Οι επιλογές αυτές εκινούντο προς τη σωστή κατεύθυνση αλλά το περιβάλλον ήταν πολύ πρώιμο ακόμη, ενώ παράλληλα τους έλειπε άλλη μια εξίσου απαραίτητη συνθήκη, η ευμενής, τουλάχιστον, στάση μερίδας των Μεγάλων Δυνάμεων, όπως επρόκειτο να αποδειχθεί 45 χρόνια αργότερα.

Το ζήτημα της Ελληνο-Σερβικής συνθήκης και οι αντιδράσεις που προκάλεσε, αποτέλεσαν εξάλλου την ουσιαστική αιτία του εξαναγκασμού του Κουμουνδούρου σε παραίτηση (20 Δεκεμβρίου 1867). Η κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη, που ανέλαβε τα ηνία στις 25 Ιανουαρίου 1868, εγκαταλείποντας το ανορθωτικό πρόγραμμα του προκατόχου της, επανήλθε στις συνήθεις παλινωδίες της παραδοσιακής Ελληνικής πολιτικής, κινούμενη εναλλάξ μεταξύ των προσπαθειών αποθάρρυνσης των επαναστατών και της φιλοπόλεμης αλυτρωτικής ρητορείας.

Ήταν ήδη προφανές ότι η Κρητική Επανάσταση, παρά την απομόνωση στην πορεία των μαξιμαλιστών ενωτικών και την επικράτηση των μετριοπαθών οπαδών της αποδοχής καθεστώτος αυτόνομης Κρητικής ηγεμονίας, και παρά τη συμπάθεια που κέρδισε στη παγκόσμια κοινή γνώμη με τους αγώνες και τις θυσίες της, δεν μπόρεσε να αναστρέψει το διεθνές διπλωματικό κλίμα, που ευνοούσε τη διατήρηση του status quo στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - με εξαίρεση την πρόσκαιρη μεταστροφή της Γαλλίας, που όμως αποτελούσε διπλωματικό ελιγμό του Ναπολέοντα Γ ' στο πλαίσιο του Γαλλο-Πρωσικού ανταγωνισμού και διήρκεσε ως τη διευθέτηση της κρίσης του Λουξεμβούργου.

Η όξυνση των Ελληνο-Τουρκικών σχέσεων έφθασε στο αποκορύφωμα της, όταν το ατμόπλοιο «Ένωση», επιστρέφοντας από την Κρήτη, στις 2 Δεκεμβρίου 1868, κατέφυγε στη Σύρο καταδιωκόμενο και κανονιοβολούμενο από τρία Τουρκικά πολεμικά, τα οποία εισήλθαν στο λιμάνι της Ερμούπολης, απαιτώντας τη σύλληψη του πληρώματος. Την επομένη, το Ελληνικό Βασίλειο και η Οθωμανική Αυτοκρατορία διέκοπταν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφθασαν στα πρόθυρα ανοικτής πολεμικής σύρραξης, η οποία αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή, με την παρέμβαση διεθνούς διάσκεψης που συγκλήθηκε στο Παρίσι (28 Δεκεμβρίου 1868-9 Ιανουαρίου 1869), προκειμένου να προσδιορίσει τους όρους εξόδου από την κρίση που είχε δημιουργηθεί.

Με την καταληκτική της διακήρυξη, η διάσκεψη καλούσε την Ελλάδα να πάψει πλέον να υποθάλπει, ή έστω να ανέχεται, το σχηματισμό ανταρτικών ομάδων στο έδαφος της και τον εφοδιασμό στους λιμένες της πλοίων που βοηθούσαν απόπειρες εξεγέρσεων σε Οθωμανικά εδάφη. Επακολούθησε παραίτηση της κυβέρνησης Βούλγαρη (20 Ιανουαρίου) και η νέα κυβέρνηση υπό τον Θρασύβουλο Ζαΐμη αποδέχθηκε τους επιβληθέντες όρους, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την αποκατάσταση των μεταξύ Αθηνών και Άγκυρας διπλωματικών σχέσεων.

TO MONAΣTHPIAKO ZHTHMA

Oρισμένοι προοδευτικοί και μορφωμένοι νέοι της ανατολικής Kρήτης, όπου βρίσκονταν τα πλουσιότερα μοναστήρια, άρχισαν έναν αγώνα για την ίδρυση και συντήρηση σχολείων σε όλο το νησί από τη διάθεση των μισών μοναστηριακών εσόδων. Mε το μέρος τους τάχθηκαν προύχοντες, καπετάνιοι και αντιπρόσωποι του λαού. Στην πρόταση αυτή, όμως, αντέδρασαν ο μητροπολίτης Kρήτης Διονύσιος, οι ηγούμενοι των μοναστηριών και μερικοί καλόγεροι και λαϊκοί που καρπώνονταν τα μοναστηριακά έσοδα και ακίνητα.

Σε αυτή τη διαμάχη των Χριστιανών, ο Iσμαήλ Πασάς ευνόησε την παράταξη του μητροπολίτη, καθώς εξυπηρετούσε τα ύπουλα σχέδια της Πύλης, που αποσκοπούσαν να κρατήσουν τους Κρητικούς "εις παντελήν απαιδευσίαν". Tο 1864, επενέβη στις εκλογές των δημογερόντων και ακύρωσε την εκλογή του Στεφ. Nικολαΐδη στο M. Kάστρο και του Aντ. Ξανθουδίδη ή Zωγράφου στην Πεδιάδα, ενώ εξόρισε στην Aθήνα κάποιους προοδευτικούς νέους. Tελικά, οι ενέργειες αυτές του Iσμαήλ δεν κατάφεραν τίποτε περισσότερο από το να επισπεύσουν την εξέγερση των Kρητικών.


ΔIXAΣMENOI OI KPHTIKOI

Στις παραμονές της επανάστασης του 1866, στο Χριστιανικό πληθυσμό της Κρήτης κυριαρχούσαν διαφορετικές τάσεις και απόψεις ως προς την εθνική ολοκλήρωση, οι οποίες δεν ήταν απαλλαγμένες από την επιρροή των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων και του σουλτάνου. Λίγοι Χριστιανοί Κρητικοί, που υποκινούνταν από το μητροπολίτη Διονύσιο, τον επίσκοπο Λάμπης Παΐσιο και "μερικούς πουλημένους", επιθυμούσαν τη διαιώνιση της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί και την κατάπνιξη κάθε εξέγερσης. Κάποιοι άλλοι, οι λεγόμενοι "ηγεμονικοί", υποστήριζαν ένα καθεστώς ημιαυτονομίας, όπως της Σάμου, υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και την ηγεμονία δυτικοευρωπαίου πρίγκιπα.

Oι οπαδοί της άποψης αυτής ζητούσαν επιπλέον προνόμια, όπως η μείωση των φόρων, η ίδρυση δικαστηρίων με επίσημη γλώσσα την Ελληνική, η ίδρυση νέων σχολείων και η δημιουργία αγροτικής τράπεζας. Αναμφίβολα, η μεγάλη πλειονότητα των Κρητικών Χριστιανών ανήκε στους "ενωτικούς" ή "φιλοπόλεμους", οι οποίοι βασιζόμενοι στο παράδειγμα των Ιονίων νήσων, ζητούσαν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Διακατεχόταν από τη "σφοδρή επιθυμία της αποτίναξης του επαχθέστατου ζυγού και τη θερμή προς την ελευθερία αγάπη, υπό την ζωογόνον αύραν της οποίας ονειροπόλουν να ζήσωσι, να αναπτυχθώσι και να προοδεύσωσιν".

EYNOΪKH ΔIEΘNHΣ ΣYΓKYPIA

H διεθνής κατάσταση φαινόταν ευνοϊκή για την επίλυση του κρητικού ζητήματος. Oι Αυστριακοί έπαυσαν να υποστηρίζουν τη διατήρηση του status quo στα Βαλκάνια και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, καθώς ήθελαν να ενσωματώσουν στην επικράτειά τους τη Βοσνία - Ερζεγοβίνη. Tο Φεβρουάριο του 1866, μία συνωμοσία στο Βουκουρέστι προκάλεσε την ανατροπή του Αλέξανδρου Kούζα, ηγεμόνα των ενωμένων ηγεμονιών της Μολδαβίας και της Βλαχίας (σημερινή Ρουμανία). Mέχρι τότε, οι ηγεμονίες παρέμεναν υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου με αυτόχθονα ηγεμόνα, ενώ οι Mεγάλες Δυνάμεις εγγυώνταν την αυτονομία τους.

Μετά την πτώση του Κούζα, οι εγγυήτριες Δυνάμεις αποφάσισαν να διατηρήσουν την ενότητά τους, ωστόσο όρισαν ως ηγεμόνα τους έναν ξένο πρίγκιπα, τον Κάρολο Χοεντσόλλερν, ο οποίος στέφθηκε στις 10 Μαΐου 1866. O σουλτάνος διαμαρτυρήθηκε έντονα, πλην όμως, ήταν εμφανής η αδυναμία του να ανακαταλάβει τις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Για να αποφευχθεί η γενίκευση της κρίσης, τον Μάρτιο συγκλήθηκε διάσκεψη στο Παρίσι, στην οποία οι Κρητικοί προσδοκούσαν ότι θα εξεταζόταν και το δικό τους ζήτημα. Στη Σερβία, ο πρίγκιπας Μιχαήλ ζητούσε τη συνδρομή των Μεγάλων Δυνάμεων, ώστε οι τελευταίες Οθωμανικές φρουρές να αποχωρήσουν από τα φρούρια του Δούναβη, του Σαμπάκ, του Aντα-Καλέ και του Βελιγραδίου.

Τελικά, ο μεγάλος βεζίρης Aαλί Πασάς δέχτηκε να ενσωματώσει η Σερβία τα φρούρια στην επικράτειά της, ωστόσο απέκλεισε κάθε συμβιβασμό για το Κρητικό ζήτημα. Oι Mεγάλες Δυνάμεις είχαν διαφορετικές βλέψεις στη λεκάνη της ανατολικής Mεσογείου. Tα αποικιακά συμφέροντα της M. Βρετανίας απαιτούσαν την ελευθερία της θαλάσσιας οδού προς τις Ινδίες και συνεπώς ουδόλως η χώρα αυτή επιθυμούσε τη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων στην περιοχή. H Ρωσία διάκειτο ευνοϊκά σε μία εξέγερση των Κρητικών Χριστιανών, καθώς ήθελε να αναλάβει μία γενικότερη πρωτοβουλία υπέρ των Βαλκανικών λαών.

Μετά, όμως, την ήττα της στον Κριμαϊκό πόλεμο, είχε καταστεί ανίσχυρη και ουδεμία άποψη μπορούσε να επιβάλει, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων Δυνάμεων. H Γαλλία, καθώς επιδίωκε την ενίσχυση της επιρροής της στην Αίγυπτο, ευθυγραμμίστηκε για λίγο διάστημα με τη Ρωσία, επειδή ήλπιζε στη βοήθειά της ή τουλάχιστον στην ουδετερότητά της σε ενδεχόμενο πόλεμο με την Πρωσία. Δεν άργησε, όμως, να συμπλεύσει με τις Αγγλικές απόψεις. Πριν από την έναρξη της Κρητικής επανάστασης, ο Ελληνικής καταγωγής Ρώσος πρόξενος στα Χανιά, Σπυρίδων Δενδρινός, αλλά και ο υποπρόξενος της Ρωσίας στο Ηράκλειο, Ιωάννης Μητσοτάκης, υπόσχονταν αμέριστη Ρωσική βοήθεια στους Κρητικούς Χριστιανούς σε περίπτωση εξεγέρσεώς τους.

H Ελληνική κυβέρνηση του Μπενιζέλου Ρούφου βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Επειδή ήταν προσδεμένη στο άρμα της Αγγλικής πολιτικής, δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει ένα τέτοιο επαναστατικό κίνημα. Από την άλλη, όμως, υπό την πίεση της κοινής γνώμης δεν θα μπορούσε να μείνει αμέτοχη στην επανάσταση των Κρητικών. Σύμφωνα με τις οδηγίες του υπουργού Εξωτερικών, Σπ. Βαλαωρίτη, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στα Χανιά, Nικ. Σακόπουλος, έπρεπε να μεταπείσει του Κρητικούς "παντός απονενοημένου και απερισκέπτου κινήματος".

H ANAΦOPA ΠPOΣ TO ΣOYΛTANO KAI OI ΣYNEΠEIEΣ THΣ

H πρώτη ενέργεια των επαναστατών ήταν να συγκεντρωθούν στις 10 Aπριλίου 1866 στον Oμαλό και τελικά, ύστερα από πολλές μετακινήσεις και διαβουλεύσεις, να καταλήξουν στις 14 Mαΐου 1866, στην Aγ. Κυριακή (μετόχι της Μονής Χρυσοπηγής, κοντά στα Χανιά), στη σύνταξη ενός υπομνήματος προς το σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ Χαν, με το οποίο "ευσεβάστως", ανάμεσα στα άλλα, ζητούσαν ανακούφιση από τους υπέρογκους δασμούς και φόρους, βελτίωση των μέσων συγκοινωνίας, τροποποίηση της διαδικασίας εκλογής συμβούλων και δημογερόντων ώστε να εκλέγονται ελεύθερα, ίδρυση δανειστικής τράπεζας

  • Αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και επανεισαγωγή της Ελληνικής γλώσσας στις δικαιοπραξίες, σεβασμό της προσωπικής ελευθερίας και εξασφάλιση της ανεξιθρησκίας, δημιουργία σχολείων και νοσοκομείων.
  • Άδεια διεξαγωγής εμπορίου και από τα δευτερεύοντα λιμάνια του νησιού.
  • Γενική αμνήστευση των συμμετεχόντων "εις το γενικό τούτο κίνημα της Πατρίδος μας".

H επαναστατική επιτροπή απέστειλε αντίγραφο του ίδιου υπομνήματος στους προξένους της M. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας στα Χανιά, στο οποίο πρόσθεσε εμπιστευτική παράγραφο, με την οποία ζητούσε να ανατεθεί η διοίκηση του νησιού "εις την φιλάνθρωπον και πατρικήν μέριμναν των τριών Μεγάλων Κυβερνήσεων". Την επόμενη ημέρα, οι περισσότεροι από τους Κρητικούς ηγέτες συνέταξαν "μυστικό" υπόμνημα προς τους μονάρχες της M. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο ζητούσαν τη συνδρομή τους ώστε να πραγματοποιηθεί "η ένωση μετά των αδελφών ημών Ελλήνων".


Ή, εάν τούτο δεν ήταν δυνατόν, "να μας χορηγηθή οργανισμός πολιτικός, να μας δοθώσι νόμοι, να συσταθώσι τακτικά δικαστήρια, η βαρεία φορολογία μας να μετριασθή και να τακτοποιηθή". Oι ενέργειες αυτές των Χριστιανών της Κρήτης ενίσχυσαν την πεποίθηση των Τούρκων ότι ο πραγματικός στόχος τους ήταν η επανάσταση και η ένωση με την Ελλάδα. H κατάσταση αναπόφευκτα οδηγούνταν στη σύγκρουση. Oι Μουσουλμάνοι κατέφευγαν με τις οικογένειές τους στα φρούρια των Χανίων, του Ρεθύμνου και του Ηρακλείου. Στις 13 Ιουλίου, ατμόπλοια που κατέφθαναν από την Αλεξάνδρεια, αποβίβασαν στη Σούδα 4.600 Αιγυπτίους στρατιώτες υπό το Σαχίν Πασά.

Oι Χριστιανοί οπλίζονταν και συγκεντρώνονταν για ασφάλεια στα βουνά, ενώ πολλοί, με μικρά ιστιοφόρα, έπλεαν προς τα Κύθηρα και από εκεί, για τη Σύρο και τον Πειραιά. Στην Αθήνα, η νέα κυβέρνηση του Δ. Βούλγαρη (Ιούνιος 1866) -με υπουργούς Εξωτερικών τον Eπ. Δεληγιώργη και Στρατιωτικών τον Κρητικής καταγωγής αντισυνταγματάρχη Χαρ. Ζυμβρακάκη- αν και επίσημα τηρούσε ουδετερότητα για το Κρητικό ζήτημα, ωστόσο ευνοούσε τις επαφές και τις συνεννοήσεις με τους Κρητικούς επαναστάτες. Στις 20 Ιουλίου, ο μέγας βεζίρης Μωχάμετ Ρουσδή ανακοίνωσε με επιστολή του στον Ισμαήλ Πασά την απάντηση της Πύλης στα αιτήματα των επαναστατών.

Όπως αναμενόταν, ήταν απειλητική και απορριπτική, καθώς υποστήριζε ότι "περισσότερον από όλους τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας, οι Κρήτες απολαύουσι των ευεργετημάτων της Κυβερνήσεως". Χαρακτήριζε ως "ανταρσία" τις κινήσεις των Κρητικών επαναστατών, τους οποίους απειλούσε ότι αν δεν συμμορφώνονταν, "ο στρατός θα βαδίση εναντίον των, θα συλλάβη τους αρχηγούς και θα τους στείλετε υπό αυστηράν φυλακήν εις τα φρούρια, διασκορπίζοντες τους άλλους διά της βίας". Στις 29 Ιουλίου, συγκροτήθηκε στην Αθήνα η "Κεντρική υπέρ των Κρητών Επιτροπή", με πρωτοβουλία του Κρητικού στην καταγωγή, νομομαθούς και υποδιοικητή της Εθνικής Τράπεζας, Μάρκου Ρενιέρη.

Αποστολή της ήταν η συγκέντρωση χρημάτων με εράνους για την ενίσχυση του κρητικού αγώνα, καθώς και η αποστολή τροφίμων, πολεμοφοδίων και εθελοντών στο νησί. Στις 3 Αυγούστου, δημιουργήθηκε στη Σύρο η "Eιδική επί των Αποστολών Επιτροπή", με υπεύθυνο τον επίσης Κρητικής καταγωγής Μίνωα Μπογιατζόγλου, που ανέλαβε το δύσκολο έργο της αποστολής των εφοδίων στην Κρήτη. Aπό τον Σεπτέμβριο του 1866, η επιτροπή απέκτησε δύο μικρά ατμόπλοια, την "Υδρα" και το "Πανελλήνιον", τα οποία πραγματοποίησαν, συνολικά, 11 ταξίδια προς την Κρήτη. Αργότερα, τα πλοία αυτά αντικαταστάθηκαν με το "Αρκάδι" (1867, 23 ταξίδια), την "Κρήτη" (1867 - 1868, 10 ταξίδια) και την "Ένωση" (1867 - 1868, 10 ταξίδια).

Στις 21 Αυγούστου, οι επαναστάτες, συγκροτημένοι, πλέον, σε "Γενική Συνέλευση των Kρητών", συγκεντρώθηκαν στο χωριό Ασκύφου των Σφακιών και με ψήφισμά τους, που απέστειλαν στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων και της Ελλάδας, διακήρυτταν:

  • Την κατάλυση της Τουρκικής εξουσίας στην Κρήτη.
  • Την ένωση της Κρήτης "μετά της μητρός Ελλάδος υπό το σκήπτρο της Αυτού Μεγαλειότητος του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου A'".
  • Την ανάθεση της εκτέλεσης του ψηφίσματος "εις την ανδρείαν του γενναίου λαού της Κρήτης, εις την συνδρομήν των ομοφύλων και ομοεθνών και πάντων των φιλελλήνων, εις την κραταιάν μεσολάβησιν των προστατίδων και εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και εις την παντοδυναμίαν του Υψίστου Θεού".

H Γενική Συνέλευση όρισε τους αρχηγούς για τις επαρχίες του νησιού. Επικεφαλής των 4 επαρχιών των Χανίων διορίσθηκε ο ταγματάρχης του γενικού επιτελείου, Ιωάννης Ζυμβρακάκης (αδερφός του υπουργού Στρατιωτικών). Αρχηγός των 4 επαρχιών του Ρεθύμνου διορίσθηκε ο συνταγματάρχης του πυροβολικού, Πάνος Κορωναίος, και ο παλαίμαχος οπλαρχηγός, Μιχ. Κόρακας, ορίσθηκε αρχηγός των 11 επαρχιών της Ανατολικής Κρήτης, μαζί με το Χρ. Βυζάντιο, ως αρχηγό των εθελοντών του Ηρακλείου.

Αναγνωρίσθηκαν, επίσης, ως κατά τόπους αρχηγοί στην επαρχία Κυδωνίας ο Χατζημιχάλης Γιάνναρης, στην επαρχία του Αποκόρωνα ο Κωσταρός Βολουδάκης, στην επαρχία Σελίνου οι K. Κριάρης και Γ. Κορκίδης και στην επαρχία Κισάμου ο Aν. Σκαλίδης και ο Καμπουράκης ή Καμπούρης. Στα Σφακιά, λόγω των φιλοδοξιών των τοπικών οπλαρχηγών, καθυστέρησε η εκλογή αρχηγού. Τελικά, ηγέτης της εξέγερσης ορίσθηκε ο Σταμάτιος Χιονιουδάκης από τον Εμπρόσγιαλο, που ήταν τμηματάρχης του Υπουργείου Οικονομικών.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866

Η Κρήτη, λόγω γεωγραφικής θέσης, κατέχει δεσπόζουσα στρατηγική θέση· κομβικό σημείο στη θαλάσσια οδό προς τη Μέση Ανατολή και την ανατολική Μεσόγειο. Οι Μεγάλες Δυνάμεις του 19ου αιώνα (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία) κατανοούσαν τη στρατηγική σπουδαιότητα της Μεγαλονήσου αλλά και τη ραγδαία αποδυνάμωση του «Μεγάλου Ασθενούς», της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η ισορροπία δυνάμεων δεν επέτρεπε την κατοχή της Κρήτης από οποιαδήποτε εκ των τριών Μεγάλων Δυνάμεων. Κάθε σκέψη για ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ήταν απαγορευτική, διότι συνεπαγόταν την αναβάθμιση της Ελλάδας στη νοτιανατολική Ευρώπη.

Η Επανάσταση του 1821 είχε αναδείξει ένα νέο, δυναμικό και φιλόδοξο έθνος, με μακρά παράδοση, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε ισχυρή περιφερειακή δύναμη και ναυτικό κράτος εις βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των Μεγάλων Δυνάμεων στην ευρύτερη γεωπολιτική περιοχή. Στην εξίσωση όμως εισέρχονταν τρεις παράγοντες που περιέπλεκαν την κατάσταση: ο πόθος των Κρητών για ένωση με την Ελλάδα, η αμέριστη συμπαράσταση του Ελληνισμού στο σκοπό αυτό και η παρουσία Μουσουλμανικής μειονότητας στη Μεγαλόνησο που εναντιωνόταν στην Ένωση.


Τηρουμένων των αναλογιών, το Κρητικό Ζήτημα του 19ου αιώνα θα μπορούσε να συγκριθεί με το Κυπριακό Ζήτημα που εξακολουθεί να ταλανίζει τον Ελληνισμό ως σήμερα. Φαινομενικά, το 1866, στη Μεγαλόνησο επικρατούσε ησυχία, εν αναμονή της εφαρμογής των όρων του σουλτανικού φιρμανιού Χατί Χουμαγιούν του 1858, μια σειρά φορολογικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων και παραχωρήσεων προς τον χριστιανικό πληθυσμό, που όμως η σουλτανική κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ. Ζυμώσεις για νέα επανάσταση ξεκίνησαν στην ηγεσία των Χριστιανών της Κρήτης.

Δημιουργήθηκε δίκτυο επαφών με τους εξόριστους Κρητικούς στην Αθήνα. Παράλληλα, οι επαναστατικές πρωτοβουλίες των Κρητικών λάμβαναν θερμή ενθάρρυνση από την κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου. Τον Μάιο του 1866 ξέσπασε η επανάσταση. Με υπόμνημά τους προς τις τρεις Μεγάλες Δυνάμεις οι επαναστάτες πρότειναν ένα ευρύ φάσμα πιθανών λύσεων, από την παραμονή υπό διαλλακτικότερη Οθωμανική κυριαρχία ως μια εγγυημένη από τις ξένες Μεγάλες Δυνάμεις αυτονομία και την πλήρη ένωση με την Ελλάδα. Η αντίδραση των Μεγάλων Δυνάμεων στο υπόμνημα υπήρξε η απόλυτη σιωπή, ενώ η Υψηλή Πύλη αποφάσιζε να καταπνίξει την Κρητική εξέγερση.

Η Ελλάδα του 1860 δεν ήταν ισχυρή στρατιωτικά, οικονομικά και διπλωματικά ώστε να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις με τους Τούρκους. Επιπρόσθετα, η Ελληνική κυβέρνηση Βούλγαρη - Δεληγιώργη δεχόταν πιέσεις από τις Μεγάλες Δυνάμεις να μην αναμειχθεί ενεργότερα υπέρ των εξεγερμένων Κρητών. Ο νέος βασιλιάς Γεώργιος Α' είχε προσδεθεί στο άρμα των Μεγάλων Δυνάμεων. Η επίσημη Ελλάδα μπορούσε να κινηθεί μόνο διπλωματικά (π.χ. υπόμνημα Δεληγιώργη προς τις Μεγάλες Δυνάμεις και απόπειρα σύναψης Ελληνοσερβικής συμμαχίας από τον μετέπειτα πρωθυπουργό Κουμουνδούρο).

Ωστόσο, το λαϊκό αίσθημα στην Ελλάδα ήταν αταλάντευτα με το μέρος των Κρητών αδελφών τους, το οποίο εκφραζόταν με συλλαλητήρια υπέρ των Κρητών. Παρά την αδιάλλακτη στάση του Παλατιού και του Βούλγαρη, ο Δεληγιώργης ανέλαβε πρωτοβουλίες για τον καλύτερο συντονισμό της επανάστασης. Με υπόδειξή του συγκροτήθηκαν δύο αρχηγεία, το ένα στις ανατολικές επαρχίες και το άλλο στις δυτικές. Επανέφερε το θέμα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, εκμεταλλευόμενος τον αναβρασμό που επικρατούσε μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων.

Στόχευε στη διπλωματική ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων, που θα έσπευδαν να αποσοβήσουν την εξάπλωση της επανάστασης στα Βαλκάνια, φοβούμενες την ανεξέλεγκτη ανακίνηση του Ανατολικού Ζητήματος. Η τακτική αυτή ήταν ορθή, αλλά προσέκρουσε στην άρνηση του Γεωργίου Α', οποίος, σε αντίθεση με τον Όθωνα που συνηγορούσε υπέρ μιας ενεργητικής - επιθετικής πολιτικής, υποστήριζε την εφαρμογή μιας «σώφρονος» πολιτικής, εναρμονισμένης με τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Εθελοντικά σώματα Ελλήνων στρατιωτικών και Κρητικών αποβιβάστηκαν στην Κρήτη για να ενισχύσουν τον Αγώνα.

Μεταξύ των ηγετών της επανάστασης του 1866 ξεχωρίζουν οι Ιωάννης Ζυμβρακάκης, Παναγιώτης Κορωναίος και ο καπετάν - Κόρακας. Παρά τις πρώτες νίκες των επαναστατών, ο καλύτερα οργανωμένος και πολυπληθέστερος Οθωμανικός στρατός (45.000 στρατιώτες έναντι 20.000 επαναστατών), ενισχυμένος από τον στόλο που επέβαλε τον ναυτικό αποκλεισμό της Μεγαλονήσου, επικράτησε στρατιωτικά. Ελληνικά πλοία διέσπασαν αρκετές φορές τον κλοιό, αλλά αυτό δεν έφτανε. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κλιμακώθηκαν επικίνδυνα.

Με τελεσίγραφο προς την κυβέρνηση Βούλγαρη στις 29 Νοεμβρίου 1868, η Οθωμανική κυβέρνηση απαιτούσε, μεταξύ άλλων, τη διάλυση των εθελοντικών σωμάτων, τον αφοπλισμό των Ελληνικών πλοίων που μετέφεραν πολεμοφόδια στην Κρήτη και την τιμωρία όσων ευθύνονται για το θάνατο Τούρκων στρατιωτών. Η Αθήνα απέρριψε το τελεσίγραφο και οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών διεκόπησαν. Οι εξελίξεις θορύβησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις. Στις 2 Ιανουαρίου ο Ναπολέων Γ' συγκάλεσε έκτακτη συνδιάσκεψη στο Παρίσι.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ ΑΝΕΦΟΔΙΑΖΕΙ ΤΗΝ ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Όταν ξεκίνησε η επανάσταση των Ελλήνων στην Κρήτη το 1866, ένα από τα σοβαρότερα προβλήματα των επαναστατών ήταν ο ανεφοδιασμός τους με πολεμοφόδια και εθελοντές από την Ελλάδα. Αυτή η δυσκολία δεν προερχόταν τόσο από τη γεωγραφική απομόνωση του νησιού σε σχέση με τον Ελλαδικό χώρο ή τη σχετική επισφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών, αλλά κυρίως από τον ναυτικό αποκλεισμό των παραλίων της Κρήτης από τον ισχυρό Οθωμανικό στόλο. Για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό, οι σύλλογοι που βρίσκονταν στην Αθήνα και συντόνιζαν τη βοήθεια για την Κρήτη, μίσθωσαν δύο ευέλικτα μικρά ταχύπλοα ατμοκίνητα πλοία.

Το "Πανελλήνιο" και την "Ύδρα", με σκοπό να διασπούν τον αποκλεισμό, να εφοδιάζουν τα απαραίτητα για τον αγώνα και να διατηρούν ακμαίο το φρόνημα των επαναστατών. Οι Ελληνικές Κυβερνήσεις αν και επισήμως τηρούσαν ουδετερότητα έναντι της Κρητικής Επανάστασης ανέχονταν τα ταξίδια αυτά, όπως και τις δραστηριότητες των επιτροπών υπέρ του Κρητικού Αγώνα. Αρχικά, ο Τουρκικός ναυτικός αποκλεισμός ήταν χαλαρός, καθώς η εξέγερση δεν έδειχνε ικανή να επιτύχει τους σκοπούς της, έτσι τα ταξίδια ανεφοδιασμού ήταν σχετικά εύκολα και ασφαλή.

Το "Πανελλήνιο" έκανε δεκάδες ταξίδια διεκπεραιώνοντας την αποστολή του με ταχύτητα και ασφάλεια χάρις τους ικανούς πλοιάρχους του (Αναστάσιο Κουρεντή, Νικ. Αγγελικάρα, Ανδρ. Κοτζιά, Νικ. Σαχτούρη), αποκτώντας μεγάλη φήμη ανάμεσα στους Έλληνες. Οι Τούρκοι το αποκαλούσαν "Ντελή Παντελή" (τρελοπαντελή) για τις παράτολμες ναυτικές αποστολές που εκτελούσε. Στις αρχές του 1867 αναλαμβάνει το βάρος των αποστολών αυτών το "Αρκάδι", ένα μικρό ταχύτατο ατμοκίνητο σκάφος που αγοράστηκε από εισφορές πλουσίων Ελλήνων εμπόρων της Αγγλίας.


Ο αποκλεισμός όμως είχε καταστεί ασφυκτικότερος, με το μεγαλύτερο τμήμα του Οθωμανικού στόλου να περιπολεί τις Κρητικές ακτές. Το "Αρκάδι" μέσα σε 7 μήνες πραγματοποίησε 26 επικίνδυνα ταξίδια κρατώντας άσβεστο το πυρ της Επανάστασης στην πιο κρίσιμη περίοδό της. Στο 13ο ταξίδι του επισημάνθηκε και καταδιώχθηκε από τα Τουρκικά καταδρομικά "Ιτζεδδίν" και "Τάλια" και αναγκάστηκε να καταφύγει στο λιμάνι των Αντικυθήρων με τα Τουρκικά πλοία να πολιορκούν το νησί. Το νέο πανικόβαλλε την κυβέρνηση Κουμουνδούρου που έστειλε διπλωματική διακοίνωση στις Μεγάλες Δυνάμεις αναφέροντας πως οι Τούρκοι απειλούσαν Ελληνικό έδαφος.

Την λύση του δράματος έδωσε ο πλοίαρχος του "Αρκαδίου" Αγγελικάρας που διέταξε επίθεση ολοταχώς κατά των πάνοπλων καταδρομικών με ταυτόχρονα εύστοχα πυρά. Τα Τουρκικά καταδρομικά αιφνιδιάστηκαν ενώ είχαν σημαντικές απώλειες στα πληρώματά τους και έτσι δεν μπόρεσαν να καταδιώξουν το "Αρκάδι", το οποίο γύρισε στην Σύρο, επισκεύασε τις φθορές από την ναυμαχία και έφυγε για νέο ταξίδι. Ο πλοίαρχος του "Ιτζεδδίν" επέδωσε έγγραφη διαμαρτυρία στις αρχές των Κυθήρων όπου αναφερόταν στο "Αρκάδι" με τον όρο "κλέφτικος αυτός βαπόρις".

Οι Τούρκοι ναυτικοί αποκαλούσαν το "Αρκάδι" "Σειτάν Βαπορού", "πλοίο του διαβόλου". Στις 7 Αυγούστου 1867 το "Αρκάδι" παγιδεύτηκε νοτιοδυτικά της Κρήτης από μοίρα Τουρκικών πολεμικών υπό το "Ιτζεδδίν". Μετά από ολοήμερη ναυμαχία και συνεχείς ελιγμούς με αντιπάλους τρία εχθρικά πλοία και αφού προξένησε μεγάλες απώλειες στα πληρώματα τους, μια σφαίρα από το "Ιτζεδδίν" αχρήστευσε το δεξί τροχό του Ελληνικού πλοίου. Ο Έλληνας πλοίαρχος Κουρεντής το οδήγησε σε αβαθή νερά για να αποφύγει τον εχθρό, αποβίβασε τους εθελοντές και τα γυναικόπαιδα και πυρπόλησε το πλοίο.

Οι Τούρκοι απέσπασαν έναν ξύλινο κορμό από τα αποκαΐδια του πλοίου το μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη και το χρησιμοποίησαν στην ναυπήγηση νέου πλοίου, ισχυριζόμενοι ότι αιχμαλώτισαν το "Αρκάδι". Την συνέχιση του ανεφοδιασμού των επαναστατών ως το τέλος του Αγώνα ανέλαβε το ατμόπλοιο "Κρήτη" με 10 ταξίδια αλλά κατ΄εξοχήν το πλοίο με το εύγλωττο όνομα "Ένωσις" υπό τον έμπειρο πλοίαρχο Νικόλαο Σουρμελή που έκανε 46 ταξίδια προσφέροντας ανεκτίμητες υπηρεσίες, ενώ το όνομα του κατέστη κυριολεκτικά θρύλος σε όλο το πανελλήνιο.

Στα τέλη του 1868 η Κρητική Επανάσταση έπνεε τα λοίσθια. Η "Ένωσις" όμως συνέχιζε ακατάβλητη τα ταξίδια της ταπεινώνοντας συνεχώς τον Οθωμανικό στόλο. Ο Σουλτάνος και η Οθωμανική Πύλη θεώρησαν ζήτημα τιμής την σύλληψη της "Ενώσεως". Κάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη τον ικανό Βρετανό ναυτικό Χόβαρτ Πασά, τον προβίβασαν σε αντιναύαρχο και του ανέθεσαν πάση θυσία και υπό οποιοδήποτε κόστος να συλλάβει ή να βυθίσει την "Ένωση". Για τον σκοπό αυτό του έδωσαν την ναυαρχίδα του Οθωμανικού Στόλου "Χουδαβενδικιάρ", φρεγάτα με 50 κανόνια. Ο Χόρβαρτ αντελήφθη ορθά πως δεν είχε ελπίδα να συλλάβει την "Ενωση" περιπολώντας στην Κρήτη.

Έτσι απέσπασε από τον αποκλεισμό μια μοίρα πλοίων (ανάμεσα τους και το "Ιτζεδδίν") και περίμενε μυστικά έξω από την Σύρο την επιστροφή του Ελληνικού πλοίου από την αποστολή του. Στις 2 Δεκεμβρίου η "Ένωσις" έπλεε προς την Σύρο όταν ο πλοίαρχος της, Σουρμελής, εντόπισε το "Ιτζεδδίν" και την Τουρκική ναυαρχίδα να πλέουν ολοταχώς προς το μέρος του. Ο Σουρμελής ανέκρουσε πρύμνη και ξεκίνησε η απηνής καταδίωξη. Όταν το "Ιτζεδδίν" πλησίασε και ετοιμάστηκε να πλήξει την "Ένωση", μια τυχερή βολή από το Ελληνικό πλοίο προκάλεσε ζημιές στον αριστερό τροχό του Τουρκικού πλοίου που έχασε ταχύτητα. Ο Χόβαρτ όμως με την ναυαρχίδα είχε πλευρίσει το Ελληνικό ταχύπλοο και ήταν έτοιμος να το βυθίσει.

Ο Σουρμελής με έναν γρήγορο ελιγμό απέφυγε τα πυρά, ενώ εύστοχες βολές από το πλήρωμα και το μικρό κανόνι της "Ενώσεως" επέφεραν σύγχυση στο πλήρωμα της Τουρκικής ναυαρχίδας. Μια σφαίρα λίγο έλειψε να σκοτώσει τον ίδιο τον Χόβαρτ. Η "Ένωσις" εκμεταλεύτηκε τη σύγχιση και εισήλθε θριαμβευτικά στο λιμάνι της Σύρου. Ο Χόβαρτ σε έξαλλη κατάσταση μπήκε με την Τουρκική ναυαρχίδα στο λιμάνι απαιτώντας από τις Ελληνικές αρχές την παράδοση του "πειρατικού πλοίου" απειλώντας ότι θα βύθιζε την "Ένωση" ακόμη και εντός του λιμανιού. Τότε έγινε επέμβαση από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, που ζήτησαν από τον Χόβαρτ να αποχωρίσει.

Ο Γάλλος πλοίαρχος του "Βαλλ" που ελλιμενιζόταν στην Σύρο, προειδοποίησε τον Χόβαρτ να μην πειράξει την "Ένωση", γιατί αλλιώς θα επενέβαινε και ο ίδιος. Η Ελληνική Κυβέρνηση έστειλε την φρεγάτα "Ελλάς" υπό τον πλωτάρχη Σταματέλο με την διαταγή να πλήξει τον Χόβαρτ αν τολμούσε να επιτεθεί στην "Ένωση". Ο Χόβαρτ βγήκε από το λιμάνι μετά από παραινέσεις των ξένων προξένων επειδή ο ντόπιος πληθυσμός είχε εξαγριωθεί από το θέαμα της Τουρκικής ναυαρχίδας, αλλά περιπολούσε στην είσοδο του λιμανιού ενισχυμένος από 7 πολεμικά πλοία της Τουρκίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία έστειλε τελεσίγραφο στην Ελληνική Κυβέρνηση Βούλγαρη να πάψει να ενισχύει την Κρητική επανάσταση.

Ο Βούλγαρης απέρριψε το τελεσίγραφο, οι δυο χώρες διέκοψαν τις διπλωματικές τους σχέσεις και έφτασαν στο χείλος του πολέμου. Η Πύλη σχεδίαζε μετά τον επερχόμενο πόλεμο να εκδιώξει όλους τους Χριστιανούς από την επικράτειά της, κλείνοντας τα λιμάνια της στο Ελληνικό εμπόριο. Τότε οι Μεγάλες Δυνάμεις επενέβησαν δραστήρια με τη διάσκεψη στο Παρίσι (4 Ιανουαρίου 1869) με την οποία καλούσαν την Ελλάδα να ικανοποιήσει τον Σουλτάνο σε ζητήματα που αφορούσαν την παύση της ενίσχυσης της επανάστασης στην Κρήτη.

Ενώ ταυτόχρονα επέβαλλαν στον Σουλτάνο μια σειρά από φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις στην Κρήτη, που όταν εφαρμόστηκαν έμειναν γνωστές ως "Οργανικός Νόμος". Στην Ελλάδα σχηματίστηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Θρασύβουλο Ζαίμη που υποχώρησε και αποδέχτηκε όλους τους όρους του συμβιβασμού, καθώς δεν είχε τις δυνατότητες ακόμη να αντιπαρατεθεί στην ισχυρή Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τα ταχύπλοα ατμόπλοια "Πανελλήνιον", "Αρκάδι" και "Ένωσις", οι κυβερνήτες και τα πληρώματα τους έμειναν στην Ιστορία για τα ναυτικά κατορθώματα, τις ικανότητες και την ευψυχία τους.


Κατάφεραν να φέρουν εις πέρας πολύ επικίνδυνες ναυτικές αποστολές αντιμετωπίζοντας ένα πολύ ισχυρότερο αντίπαλο και έτσι να κρατήσουν ζωντανή την προσπάθεια των Κρητών για Ένωση με την Ελλάδα. Ο λαός εξύμνησε τις ηρωικές τους προσπάθειες, οι οποίες απαθανατίστηκαν και στα ποιήματα του μεγάλου Αχιλλέα Παράσχου.

H ENAPΞH TΩN EXΘPOΠPAΞIΩN

Τα πολεμικά γεγονότα άρχισαν τον Αύγουστο του 1866 με συγκρούσεις στην περιοχή των Χανίων. Ο σουλτάνος ανέθεσε το έργο της καταστολής της επανάστασης στον Μουσταφά Πασά, που και άλλοτε είχε πολεμήσει στην Κρήτη και είχε λάβει την επωνυμία «Γκιριτλής». Ο Μουσταφά Πασάς κάλεσε με προκήρυξή του τους Κρήτες να καταθέσουν τα όπλα, με την υπόσχεση της ικανοποίησης των δίκαιων αιτημάτων τους. Την απάντηση έδωσε η Γενική Συνέλευση των Κρητών: «Το σύνθημα "Ένωσις ή Θάνατος", το οποίον άπασα η Κρήτη ανακήρυξε, δίδει την πρέπουσαν απάντησιν».

Τη γενική αρχηγία του αγώνα είχαν αναλάβει παλαίμαχοι στρατιωτικοί, ενώ λόγιοι ιερωμένοι ανέλαβαν το λεπτό και δυσχερές έργο της αλληλογραφίας με τους ξένους Προξένους και τη διπλωματική διαχείριση του αγώνα. Οργανώθηκε επίσης «Προσωρινή Κυβέρνησις Κρήτης», χωρίς μόνιμη έδρα. Η διαρκής μετακίνηση της έδρας της στα βουνά, ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα, ήταν η αιτία να της δοθεί η επωνυμία «Κυβέρνησις του βουνού». Με κινητό τυπογραφείο εξέδιδε προκηρύξεις προς τον Κρητικό λαό και επίσημη εφημερίδα, την πρώτη Ελληνόφωνη εφημερίδα στο νησί, με τον τίτλο «Κρήτη» και τον υπότιτλο «Ένωσις ή Θάνατος».

Oι εχθροπραξίες είχαν, ήδη, αρχίσει στις 17 Αυγούστου, όταν οι Σελινιώτες Τούρκοι επιτέθηκαν εναντίον του οπλαρχηγού Κριάρη, που είχε καταλάβει τη θέση Σταυρός και είχε εκδιώξει την Οθωμανική φρουρά. Στη μάχη αυτή σκοτώθηκε ο πρώτος Έλληνας αγωνιστής, ο Κουμής Κληρονομάκης. Oι Τούρκοι απωθήθηκαν στην Κάνδανο, την οποία πολιορκούσαν οι επαναστάτες, που στο μεταξύ ενισχύθηκαν με δυνάμεις από τη γειτονική Κίσσαμο. Ταυτόχρονα, στις Βρύσες της επαρχίας Αποκόρωνα, στις 24 Αυγούστου, οι Κρητικοί επιτέθηκαν εναντίον των Αιγυπτίων, υπό το Σαχίν Πασά, που είχαν στρατοπεδεύσει στην περιοχή, με σκοπό να τους αποκλείσουν και να τους αναγκάσουν να παραδοθούν.

O Σαχίν Πασάς δεν ήθελε να εμπλακεί σε αιματηρές συγκρούσεις, για να μην επιδεινωθούν οι σχέσεις του Αιγυπτίου αντιβασιλέα με την Ελληνική κυβέρνηση. Oι Κρητικοί κατέλαβαν όλες τις διαβάσεις, από τις οποίες ανεφοδιάζονταν οι αντίπαλοί τους και οι Αιγύπτιοι άρχισαν τους κανονιοβολισμούς. Oι επαναστάτες κατάφεραν να κόψουν την υδροδότηση του στρατοπέδου των Αιγυπτίων και με αιφνιδιαστικές επιθέσεις προκαλούσαν μεγάλες απώλειες στο στρατό του Σαχίν Πασά. Eνα Αιγυπτιακό απόσπασμα, υπό τον Τουρκοκρητικό Xασάν Mπαντρή, που προσπάθησε να διασπάσει τον αποκλεισμό, υπέστη πανωλεθρία στο χωριό Βάμο από 150 Αποκορωνιώτες.

O ίδιος ο Χασάν Μπαντρή σκοτώθηκε, ενώ ο στρατός του διαλύθηκε. Oι Αιγύπτιοι προσπαθούσαν με διαπραγματεύσεις να κερδίσουν χρόνο, ελπίζοντας σε βοήθεια από τα Χανιά. Μάταια, όμως, οπότε στις 31 Αυγούστου αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν, αφήνοντας στους Κρητικούς επαναστάτες πολεμοφόδια, ζώα και 600 περίπου όπλα. O Σαχίν Πασάς ανακλήθηκε εσπευσμένα στην Αλεξάνδρεια και αντικαταστάτης του ορίσθηκε ο ίδιος ο υπουργός Στρατιωτικών της Αιγύπτου, ο Ισμαήλ Φερίκ Πασά, ο οποίος έφθασε στην Κρήτη με νέο Αιγυπτιακό στρατό. H δύναμη του Τουρκοαιγυπτιακού στρατού ανερχόταν σε 42.000 - 45.000 άντρες, από τους οποίους οι 15.000 ήταν Αιγύπτιοι.

Ενώ επίσης είχαν στρατολογηθεί και 8.000 - 10.000 άτακτοι Tουρκοκρητικοί. Oι Oθωμανοί, προσπαθώντας να ελέγξουν την κατάσταση, ανέθεσαν στο Mουσταφά Ναϊλί Πασά, τον αποκαλούμενο "Γκιριτλή" (δηλαδή, Κρητικό, λόγω της μακράς παραμονής του στην Κρήτη), τη γενική διοίκηση και αρχηγία του νησιού (ο Ισμαήλ Πασάς αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη την 1η Σεπτεμβρίου). Μόλις έφθασε στην Κρήτη (30 Αυγούστου), εξέδωσε προκήρυξη προς τους Κρητικούς, σε φιλικό και κολακευτικό ύφος, με την οποία τους καλούσε να μην παρασύρονται από τους λίγους, που αυτοαποκαλούνται Κρητικοί, αλλά μένουν στην "αλλοδαπή".

Συγχρόνως, για να διχάσει τους εξεγερμένους, υποσχόταν αμοιβές και αξιώματα στους οπλαρχηγούς, εάν κατέθεταν τα όπλα και, τέλος, έτασσε πενθήμερη προθεσμία στους επαναστάτες για να δηλώσουν υποταγή, διαφορετικά απειλούσε ότι "Θα καταφύγω εις τα αναγκαία μέσα, όπως επανορθώσω την τάξιν". H Γενική Συνέλευση απάντησε αρνητικά με δύο προκηρύξεις.
Τότε, ο Μουσταφά Πασάς επιτέθηκε εναντίον των θέσεων που κατείχαν οι επαναστάτες και πυρπόλησε αρκετά χωριά. Κατόπιν, με το στρατό του, διά ξηράς και με πλοία, κατευθύνθηκε στην Κάνδανο, για να απελευθερώσει τους πολιορκημένους Τούρκους.

Kι ενώ οι Τούρκοι στρατιώτες επιβίβαζαν στα πλοία τις Οθωμανικές οικογένειες, για να μεταφερθούν στα Χανιά, δέχθηκαν την επίθεση των επαναστατών, οι οποίοι τους καταδίωξαν έως έξω από τα Χανιά. H Κάνδανος παρέμεινε ελεύθερη και οι Τούρκοι είχαν 120 νεκρούς και 800 τραυματίες, ενώ οι Κρητικοί είχαν μικρές μόνο απώλειες. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου είχαν φθάσει στο νησί 800 εθελοντές από την Ελλάδα, με επικεφαλής τον Π. Κορωναίο και τον I. Ζυμβρακάκη. Oι εθελοντές που αποβιβάζονταν στην Κρήτη, καθ' όλη τη διάρκεια της επανάστασης, ήταν κυρίως αξιωματικοί και υπαξιωματικοί του Ελληνικού στρατού, που λάμβαναν άδεια από την υπηρεσία ή υπέβαλαν "εικονική" παραίτηση.

Υπήρχαν, επίσης, επαγγελματίες των όπλων, φοιτητές και ξένοι, κυρίως Γαριβαλδινοί, αλλά και άλλοι, διαφορετικών εθνικοτήτων, τα κίνητρα των οποίων ποίκιλλαν, καθώς το Κρητικό ζήτημα συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινής γνώμης. O Μουσταφά Πασάς συνέχισε την επιχείρηση εκφοβισμού των ντόπιων χριστιανών και μέχρι τις 9 Οκτωβρίου, σύμφωνα με το Σακόπουλο, είχε πυρπολήσει και λεηλατήσει 90 χωριά. Στις 8 Οκτωβρίου κατέλαβε το Βάμο και κατόπιν κινήθηκε προς τα Σφακιά, για να χτυπήσει την καρδιά της Κρητικής επανάστασης. Oι επαναστάτες, μαζί με τους εθελοντές του Ζυμβρακάκη, είχαν συγκεντρωθεί στο χωριό Βαφέ.

Διαφωνούσαν, όμως, ως προς την τακτική αντιμετώπισης των Οθωμανών. Oι Κρητικοί, συνειδητοποιώντας ότι η δύναμή τους ήταν ελάχιστη (500 - 1.000 άντρες) απέναντι στον υπέρτερο αριθμητικά στρατό του Μουσταφά (10.000 - 12.000), αλλά και ότι η περιοχή ήταν ακατάλληλη για ανάπτυξη τακτικής μάχης, πρότειναν να κρατήσουν τα υψώματα πάνω από το Βαφέ, απ' όπου θα προξενούσαν ζημιές στους εχθρούς, εφαρμόζοντας την τακτική του ανταρτοπόλεμου. Aντίθετα, οι αξιωματικοί των εθελοντών, διακατεχόμενοι μεν από ενθουσιασμό, αλλά με πλήρη άγνοια της κατάστασης, ήθελαν να αντιμετωπίσουν τους Tούρκους στα προ του Bαφέ χαμηλά υψώματα και στους γύρω χαμηλούς λόφους.


H απόφαση αυτή αποδείχθηκε ολέθρια. Oι επαναστάτες, μπροστά στον κίνδυνο να κυκλωθούν, δύο ώρες μετά την έναρξη της μάχης, υποχώρησαν με αταξία. Aν και οι απώλειές τους ήταν μικρές, σε αντίθεση με τους Τούρκους που έχασαν 300 - 700 άντρες, το ηθικό τους έπεσε στο ναδίρ. H μάχη είχε δυσμενέστατο αντίκτυπο στις υπόλοιπες περιοχές της Κρήτης και στην Αθήνα. O Μουσταφά Πασάς πρότεινε, πάλι, γενική αμνηστία με την προϋπόθεση ότι οι εθελοντές θα επέστρεφαν στην Ελλάδα και ότι οι επαναστάτες θα κατέθεταν τα όπλα.

Ζήτησε, μάλιστα, από τους Σφακιανούς να διώξουν τους επαναστάτες από την περιοχή, να δηλώσουν υποταγή και να παραδώσουν τα όπλα τους, απειλώντας σε διαφορετική περίπτωση με εισβολή στα Σφακιά. Τότε, 31 πρόκριτοι της περιοχής υπέγραψαν δήλωση υποταγής προς το Μουσταφά Πασά, χωρίς να αναφέρουν τίποτε για την παράδοση των όπλων.

H HPΩIKH ΘYΣIA TOY APKAΔIOY

H αντίσταση των Κρητικών, όμως, δεν είχε καμφθεί και ο ξεσηκωμός συνεχιζόταν αλλού. O Μουσταφά Πασάς κατευθύνθηκε προς το Ρέθυμνο για να αντιμετωπίσει τις εκεί εστίες των επαναστατών. Από το χωριό Επισκοπή, με επιστολή του, απείλησε τον ηγούμενο της μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκη ότι θα εισβάλει στο μοναστήρι, αν δεν παραδίνονταν οι επαναστάτες. H μονή αποτελούσε κέντρο και ορμητήριο Κρητικών επαναστατών, ενώ συγχρόνως φιλοξενούσε πολλά γυναικόπαιδα και ηλικιωμένους από τα γειτονικά χωριά, που κατέφυγαν σε αυτό για ασφάλεια, μόλις άρχισε η εξέγερση.

O ηγούμενος είχε αποφασίσει να αντιμετωπίσει το Μουσταφά στο Αρκάδι, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Κορωναίου να τον πείσει να εγκαταλείψει τη μονή, η οποία δεν ήταν ιδιαίτερα οχυρωμένη και γρήγορα θα υπέκυπτε. Στις εκκλήσεις του Γαβριήλ για αποστολή βοήθειας από τα γειτονικά χωριά, ανταποκρίθηκαν λίγοι Μυλοποταμίτες, οι οποίοι κατέλαβαν τους γύρω από το Αρκάδι λόφους. Στις αρχές Νοεμβρίου μέσα στο μοναστήρι υπήρχαν 705 γυναικόπαιδα και 259 πολεμιστές, από τους οποίους οι 40 ήταν εθελοντές, υπό την αρχηγία του γενναίου ανθυπολοχαγού από τη Γορτυνία της Πελοποννήσου, Ιωάννη Δημακόπουλου, τον οποίο ο Κορωναίος είχε ορίσει ως φρούραρχο.

O Κορωναίος είχε εγκαταλείψει τη μονή λίγες ημέρες πριν, καθώς θεωρούσε ως βέβαιη την εκπόρθησή της από τους Τούρκους. Tο βράδυ της 7ης προς 8ης Νοεμβρίου ο Μουσταφά Πασάς με 15.000 στρατό και 30 κανόνια ξεκίνησε από το Ρέθυμνο για να καταλάβει το Αρκάδι. H επίθεση των Τούρκων, υπό την αρχηγία του Σουλεϊμάν μπέη (γαμπρού του Μουσταφά), εναντίον της μονής άρχισε τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου. Oι Τούρκοι προσπαθούσαν να καταστρέψουν την πύλη, αλλά οι πολιορκούμενοι αντιστέκονταν στις επιθέσεις τους. Tη μεγαλύτερη φθορά στους εχθρούς προκαλούσαν 7 γενναίοι Κρητικοί, οι οποίοι είχαν κλειστεί στον ανεμόμυλο.

Μέχρι το μεσημέρι, όμως, όλοι τους έπεσαν ηρωικά, οπότε οι Τούρκοι κατέλαβαν τον ανεμόμυλο και τους στάβλους του μοναστηριού. Aν και ο κλοιός γύρω από τους αμυνόμενους έσφιγγε όλο και περισσότερο, αυτοί απέρριψαν τις προτάσεις του Σουλεϊμάν για παράδοση και ύστερα από πολεμικό συμβούλιο, αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Κορωναίο και τους άλλους καπετάνιους του Αμαρίου: "Προφθάσατε μία ώραν ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς". Tα σχετικά γράμματα μετέφεραν ο πατήρ Κρανιώτης και ο Αδάμ Παπαδάκης, τους οποίους οι πολιορκημένοι κατέβασαν με σχοινιά από το παράθυρο, που ήταν πάνω από τη μικρή πόρτα του νότου.

Στη συνέχεια, προσποιούμενοι τους Τούρκους, πέρασαν μέσα από τις εχθρικές γραμμές και κατάφεραν να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Tα μεσάνυχτα επέστρεψε ο Παπαδάκης φέρνοντας την απάντηση του Κορωναίου: "Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν, όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου πράξατε ό,τι η συνείδησίς σας υπαγορεύει". Oι Τούρκοι έφεραν τη νύχτα από το Ρέθυμνο δύο βαριά κανόνια. Tο ένα, μήκους 2 - 2,50 μ., το ονόμασαν "μπουμπάρδα κουτσαχείλα" και το τοποθέτησαν μαζί με το άλλο στους στάβλους. Tο ξημέρωμα της 9ης Νοεμβρίου, το μοναστήρι συγκλονίσθηκε συθέμελα από τους κανονιοβολισμούς.

Κατά το απόγευμα η δυτική πύλη υποχώρησε και τα άγρια στίφη με αλαλαγμούς όρμησαν στην αυλή. Oι αμυνόμενοι τους χτυπούσαν, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες. Όμως, τα πολεμοφόδιά τους τέλειωναν και αναγκάζονταν να παλεύουν σώμα με σώμα με τους πρώτους Τούρκους που είχαν καταφέρει να εισέλθουν στον περίβολο. Kι ενώ εξελίσσονταν σκηνές αλλοφροσύνης, όσα γυναικόπαιδα γλίτωναν από τη σφαγή, έτρεχαν προς τα κελιά της ανατολικής πύλης και προς την πυριτιδαποθήκη. Τότε δόθηκε το σύνθημα της γενικής επίθεσης. O Δημακόπουλος και οι άλλοι πολεμιστές όρμισαν με τα ξίφη και θέρισαν πολλούς εχθρούς.

Oι Οθωμανοί, όμως, ήταν αμέτρητοι και όσοι επαναστάτες δεν είχαν σκοτωθεί, κλείστηκαν στα Μεσοκούμια. Όταν πλέον είχε βραδιάσει, τα περισσότερα γυναικόπαιδα, αρκετοί πολεμιστές και καλόγεροι είχαν καταφύγει στην πυριτιδαποθήκη. Μόλις ακούστηκε το τελευταίο σάλπισμα της εφόδου των εχθρών, έξω από την πόρτα, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης (ή κατ' άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς) έβαλε φωτιά στα βαρέλια με την πυρίτιδα και όσα γυναικόπαιδα βρίσκονταν μαζί του ή στα γειτονικά κελιά, καθώς και πολλοί Τούρκοι, θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια του μοναστηριού.

Από τους 964 πολιορκημένους, μόλις 3 - 4 διέφυγαν, μεταξύ των οποίων και ο Αδάμ Παπαδάκης, και 114 αιχμαλωτίσθηκαν, οι οποίοι αργότερα εκτελέστηκαν στο χωριό Μέση. Oι υπόλοιποι σκοτώθηκαν κατά την επίθεση ή σφάχτηκαν από τους Τουρκοαιγύπτιους όταν εισέβαλαν στη μονή. O ηγούμενος Γαβριήλ φονεύτηκε πριν ανατιναχθεί η πυριτιδαποθήκη. O I. Δημακόπουλος λογχίστηκε μαζί με άλλους 8 εθελοντές. Θα μπορούσε να αποφύγει το θάνατο, αν, όπως του είχαν προτείνει, φορούσε Κρητικό ένδυμα αντί για την Ελληνική ενδυμασία του, που πρόδιδε την αποστολή του ως εθελοντή.


Το συγκεκριμένο περιστατικό προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση στην διεθνή κοινή γνώμη και απέχθεια προς την Τούρκικη ηγεσία. Δραματικές λεπτομέρειες από τη φρίκη του ολοκαυτώματος διέσωσε ο Αμερικανός πρόξενος στα Χανιά, Stillman και συγκέντρωσε από πολλές πηγές ο Τιμόθεος Βενέρης στο έργο του "Το Αρκάδι δια των αιώνων" (Αθήνα 1938). Φιλέλληνες κινήθηκαν υπέρ των Κρητών με τη συγκρότηση επιτροπών και τη δημιουργία εράνων.

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΠΗΧΗΣΗ

Κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης διεξάγονταν επικές μάχες σε όλη την Κρήτη. Τα γεγονότα του πρώτου έτους κορυφώθηκαν με την πολιορκία και το ολοκαύτωμα της ιστορικής Μονής Αρκαδίου (8 Νοεμβρίου 1866). Το γεγονός αυτό προκάλεσε ισχυρή συγκίνηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη. «Η ηρωική Μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον. Τα Ψαρά δεν είναι επικώτερα, το Μεσολόγγι δεν ίσταται υψηλότερον», έγραφε ο μεγάλος Γάλλος συγγραφέας Βίκτωρ Ουγκώ, από τους θερμότερους υποστηρικτές του Κρητικού αγώνα. Επιστολές, ανταποκρίσεις και άρθρα στο διεθνή τύπο δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα υπέρ της αγωνιζόμενης Κρήτης στους λαούς της Ευρώπης και της Αμερικής.

Πολλοί ξένοι φιλοκρητικοί και φιλέλληνες ήλθαν στην Κρήτη για να πολεμήσουν ή για να εργαστούν ως πολεμικοί ανταποκριτές ευρωπαϊκών και αμερικανικών εφημερίδων. Ο Κρητικός αγώνας προκάλεσε αληθινή έκρηξη φιλελευθερισμού. Ιδρύθηκαν Εταιρείες και Σύλλογοι για την υποστήριξη του Κρητικού αγώνα και κυρίως για την προστασία του δοκιμαζόμενου άμαχου πληθυσμού και την περίθαλψη των προσφύγων, που κατά χιλιάδες κατέφευγαν στον Πειραιά και στα νησιά του Αιγαίου, κυρίως στη Σύρο. Εθελοντές από τη Σερβία, την Ιταλία, την Ουγγαρία και από άλλες περιοχές, ζήτησαν να έλθουν στην Κρήτη, καθώς και πολλοί γνωστοί δημοσιογράφοι της εποχής.

Τολμηροί Έλληνες ναυτικοί πραγματοποιούσαν αποστολές όπλων, τροφίμων και εφοδίων και μετέφεραν εθελοντές από την άλλη Ελλάδα στα παράλια της Κρήτης με τα πλοία «Αρκάδιον» και «Πανελλήνιον». Παρά τις στρατιωτικές επιτυχίες των Τούρκων, η επανάσταση διατηρήθηκε ζωντανή σε όλη την Κρήτη. Η Υψηλή Πύλη, έχοντας να αντιμετωπίσει την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης και την πρόσκαιρη μεταστροφή της Γαλλικής διπλωματίας υπέρ των Κρητών, προέβη σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Τον Ιανουάριο του 1867 απέστειλε στην Κρήτη αντιπρόσωπο του σουλτάνου, με δύο κύριες προτάσεις:

α) Την κατάπαυση των εχθροπραξιών και

β) Την αποστολή στην Κωνσταντινούπολη δύο αντιπροσώπων, ενός Χριστιανού και ενός Μουσουλμάνου, οι οποίοι θα συνεργάζονταν με την Υψηλή Πύλη για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Παράλληλα, ανακάλεσε τον Μουσταφά Πασά και διόρισε στη θέση του ως σερασκέρη της Κρήτης τον Ομέρ, που είχε τη φήμη ενός από τους καλύτερους στρατηγούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ομέρ έφτασε στην Κρήτη το Μάρτιο του 1867 και άρχισε αμέσως εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Εντούτοις, οι επιτυχίες του δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Απέδειξαν απλώς ότι οι επαναστάτες δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν τον τακτικό Τουρκικό στρατό. Όμως, η μονιμοποίηση της Τουρκικής κατοχής στις διάφορες περιοχές δεν ήταν εφικτή. Μόλις αποχωρούσε ο Τουρκικός στρατός, οι επαναστάτες επέστρεφαν από τα απρόσιτα κρησφύγετά τους.

ΣYNEXIΣH TΩN ΠOΛEMIKΩN EΠIXEIPHΣEΩN
Ύστερα από την άλωση του Αρκαδίου, ο Μουσταφά Πασάς επιτέθηκε εναντίον των επαναστατών στο Καστέλι της Κίσσαμου (20 Νοεμβρίου) και στην περιοχή των Λάκκων (30 Νοεμβρίου), επιτυγχάνοντας σημαντικές νίκες εναντίον τους. Στις 8 Δεκεμβρίου προέλασε στην επαρχία Σελίνου, εκμεταλλευόμενος τη βαρυχειμωνιά, την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων των Κρητικών, αλλά και τις έριδες των αρχηγών της επανάστασης. Όμως, στις 8 Ιανουαρίου 1867, 2.000 περίπου επαναστάτες επιτέθηκαν εναντίον του Τουρκικού στρατού, που βρισκόταν στην Aγ. Ρούμελη, και του προξένησε βαρύτατες απώλειες (600 άντρες).

Στη συνέχεια, καθώς ο Τουρκικός στρατός κατευθυνόταν στα Χανιά, η οπισθοφυλακή του δέχτηκε την επίθεση των Σφακιανών και των επαναστατών, στα στενά του Κατρέ. Oι Τούρκοι, στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν, εγκατέλειψαν πολεμοφόδια και ζώα, ενώ έχασαν 400 - 500 άντρες. Ωστόσο, ο Μουσταφά Πασάς πίστευε ότι η λήξη της επανάστασης ήταν, πλέον, ζήτημα χρόνου. H πεποίθησή του αυτή είχε ενισχυθεί και από την ενέργεια ορισμένων εθελοντών, οι οποίοι, απογοητευμένοι από τις διενέξεις των αρχηγών τους και τις κακουχίες, του ζήτησαν με επιστολή να τους βοηθήσει να γυρίσουν στην Ελλάδα.

Στο μεταξύ, στην Αθήνα, στις 18 Δεκεμβρίου 1866, είχε σχηματισθεί νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, η οποία ανέλαβε ουσιαστικές πρωτοβουλίες για την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων. Τότε, στάλθηκε στην Κρήτη ο παλαίμαχος συνταγματάρχης Δημήτριος Πετροπουλάκης, επικεφαλής 550 περίπου εθελοντών. H εξέγερση στην Κρήτη συνεχιζόταν, παρά τις διαβεβαιώσεις του Μουσταφά Πασά προς την Yψηλή Πύλη ότι την είχε καταστείλει. Oι επαναστατημένοι Κρητικοί πέτυχαν σημαντικές νίκες κατά των Τούρκων στην περιοχή του Μαλεβιζίου (15 - 16 Ιανουαρίου 1867), στο Γερακάρι (2 - 3 Φεβρουαρίου 1867), στο Αμπελάκι (19 Mαρτίου 1867).

Αλλά και στο δυτικό τμήμα της Κρήτης, οι Τούρκοι απέτυχαν στις επιχειρήσεις τους στο Σέλινο, στον Αποκόρωνα και στην Κίσσαμο. H αδυναμία του Μουσταφά Πασά να καταστείλει την επανάσταση, αλλά και η ενέργεια των εξεγερμένων να σχηματίσουν οκταμελή κυβέρνηση για να κερδίσουν την εύνοια των Ευρωπαίων προξένων, προκάλεσαν την αντίδραση των Τούρκων. O σουλτάνος έστειλε στην Κρήτη στρατό, αποτελούμενο από 15.000 άντρες, και βαρύ πυροβολικό, με επικεφαλής τον ικανό στρατηγό Ομέρ Πασά, που έφθασε στα Χανιά στις 28 Mαρτίου 1867. Oι Κρητικοί κατάφεραν να νικήσουν τις δυνάμεις του, που προσπάθησαν να εισβάλουν στα Σφακιά, από την Κράπη και τον Καλλικράτη (23 - 25 Απριλίου 1867).


Μεγάλες απώλειες (250 άντρες) υπέστη, επίσης, ο Τούρκος στρατηγός και στο Μελιδόνι (6 Μαΐου 1867). Στη συνέχεια επιτέθηκε στο Λασίθι, το οποίο κατέλαβε, ύστερα από συνεχείς μάχες, στις 28, 30 και 31 Μαΐου. Oι απώλειες των επαναστατών ήταν ελάχιστες και οι κάτοικοι της περιοχής, όταν έφυγαν οι Τούρκοι, ξεσηκώθηκαν και πάλι. Κατόπιν, ο Ομέρ Πασάς επιτέθηκε στα Σφακιά (οι κυριότερες μάχες έγιναν στον Καλλικράτη και στην Αράδαινα, στις 26 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 1867, αντίστοιχα) και κατάφερε να καταλάβει, προσωρινά, το ανατολικό τμήμα τους.

H αφόρητη ζέστη, η έλλειψη νερού και η δυσεντερία ανάγκασε τις Οθωμανικές δυνάμεις να εκκενώσουν γρήγορα την περιοχή, στην οποία επανήλθε η προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Παράλληλα, τον Αύγουστο και στις αρχές Σεπτεμβρίου, οι επαναστάτες πέτυχαν σημαντικές νίκες κατά των Τούρκων στην ανατολική Κρήτη. Επειδή ο Ομέρ Πασάς δεν μπορούσε να κάμψει την αντίσταση των Κρητικών, προέβη σε φοβερές ωμότητες κατά των αμάχων και των γυναικόπαιδων, που συγκλόνισαν τους Ευρωπαίους. Για να γλιτώσουν από τη μανία των Τούρκων, χιλιάδες γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν με Γαλλικά, Ρωσικά, Ιταλικά, Πρωσικά και Αυστριακά πλοία στον Πειραιά.

Στις 7 Αυγούστου, το ηρωικό ατμόπλοιο "Αρκάδι" βυθίσθηκε στα νοτιοδυτικά παράλια του νησιού, όταν βλήθηκε από τις βολές του Τουρκικού πλοίου "Ιτζεδδίν". Στις 14 Αυγούστου 1867, η Ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε συνθήκη συμμαχίας με τη Σερβία, ώστε τα δύο κράτη να πολεμήσουν, ενωμένα, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για την απελευθέρωση των Χριστιανικών πληθυσμών των Βαλκανίων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η Ελλάδα θα συγκέντρωνε στρατό 30.000 αντρών και στόλο και η Σερβία στρατό 60.000 αντρών, ενώ οι εχθροπραξίες ορίσθηκε να αρχίσουν τον Μάρτιο του 1868.

H AΦIΞH ΣTHN KPHTH TOY AAΛI ΠAΣA

O σουλτάνος, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, προέβη σε προσωρινή αναστολή των εχθροπραξιών και έστειλε στην Κρήτη τον Ααλί πασά, για να προσφέρει αμνηστία και ένα βελτιωμένο σύστημα διοίκησης. Όταν έφθασε στα Χανιά (22 Σεπτεμβρίου 1867) ζήτησε την εκλογή αντιπροσώπων, Χριστιανών και Μουσουλμάνων από κάθε επαρχία, για να συζητήσουν την εφαρμογή των διατάξεων του ειδικού διοικητικού κανονισμού, γνωστού ως Οργανικού Νόμου. Επίσης, αποφυλακίστηκαν πολλοί κρατούμενοι και δόθηκαν τρόφιμα και εφόδια στους κατοίκους του νησιού.

Στις 11 Νοεμβρίου, σε ψευδοσυνέλευση στα Χανιά, στην οποία συμμετείχαν 30 Μουσουλμάνοι και 20 Χριστιανοί, που εκλέχτηκαν ύστερα από πιέσεις και δωροδοκίες, αναγνώσθηκαν οι 14 διατάξεις του Οργανικού Νόμου. Σύμφωνα με αυτές, η Κρήτη ορίσθηκε ως ένα και μοναδικό βιλαέτι με 5 επαρχίες και 20 περιφέρειες. Tο διοικητή (βαλή) του νησιού θα βοηθούσαν ένας Χριστιανός και ένας Μουσουλμάνος πάρεδρος και ένα συμβούλιο με μικτή σύνθεση, στο οποίο θα συμπεριλαμβανόταν και ο Έλληνας Μητροπολίτης. Tη γενική συνέλευση θα αποτελούσαν 40 εκπρόσωποι των δημογερόντων, μαζί με τους 12 αντιπροσώπους από τις τρεις μεγάλες πόλεις.

Παράλληλα, προέβλεπαν τη συμμετοχή Χριστιανών σε όλη την κλίμακα του διοικητικού μηχανισμού και στη σύνθεση των δικαστηρίων, καθώς και την αναγνώριση ως επίσημης γλώσσας και της Ελληνικής. O νόμος αυτός ψηφίστηκε από το σουλτάνο στις 8 Ιανουαρίου 1868. Ακόμη, ο Ααλί Πασάς, στις 23 Δεκεμβρίου, εξήγγειλε την απαλλαγή των Κρητικών από την καταβολή της δεκάτης για δύο χρόνια και για τα επόμενα δύο χρόνια την καταβολή του μισού της αξίας της. Ωστόσο, οι προτάσεις αυτές δεν έγιναν δεκτές από τους επαναστάτες. O μεγάλος βεζίρης αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη στις 14 Φεβρουαρίου 1868, ορίζοντας ως γενικό διοικητή της Κρήτης το βαλή Χουσεΐν Αυνή Πασά.

Στην Αθήνα, η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, αν και έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή στις 20 Νοεμβρίου 1867, τελικά εξαναγκάστηκε σε παραίτηση στις 20 Δεκεμβρίου, εξαιτίας της αντίδρασης που προκάλεσε η υπογραφή της συνθήκης συμμαχίας με τη Σερβία. H νέα κυβέρνηση Δημητρίου Βούλγαρη (20 Δεκεμβρίου 1867) αρχικά, φαινόταν προσανατολισμένη στην πολιτική αποθάρρυνσης των επαναστατών. Tους πρώτους μήνες του 1868, οι επιθέσεις των Κρητικών εναντίον των Τουρκικών στρατευμάτων συνεχίζονταν με αμείωτο ρυθμό, σε όλο το νησί. Ξεχώρισαν ιδιαίτερα οι νίκες των εξεγερμένων στον Πρασέ Ρεθύμνου (26 Απριλίου) και στο Γάζι Μαλεβιζίου, δυτικά του Ηρακλείου (16 Μαΐου).

Oι Τούρκοι, αντιμέτωποι με την άκαμπτη στάση των αγωνιστών, προέβησαν στη λεηλασία και στο κάψιμο χωριών στα περίχωρα του Ηρακλείου και σε μαζικές σφαγές στις 3 Ιουνίου, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση στην Ελλάδα. Mία στρατηγική κίνηση των Οθωμανών, όμως, φαίνεται ότι άλλαξε τα δεδομένα του πολέμου και συνέβαλε καθοριστικά στην καταστολή της εξέγερσης. Από τα τέλη του 1867, για να κάμψουν την αντίσταση των επαναστατών, έκτισαν πύργους σε στρατηγικά σημεία του νησιού, ώστε να αποκόψουν τη μεταξύ τους επικοινωνία, και κατασκεύασαν στρατιωτικούς δρόμους.

Ως το Σεπτέμβριο του 1868 κτίστηκαν 150 τέτοιοι πύργοι, με αποτέλεσμα ο έλεγχος των παραλίων να περάσει στους Οθωμανούς και ο εφοδιασμός των επαναστατών, από τα Ελληνικά πλοία, να καθίσταται σχεδόν αδύνατος.

H EΠANAΣTAΣH ΠNEEI TA ΛOIΣΘIA
 
H επανάσταση των Κρητικών εξασθένιζε διαρκώς και πολλοί οπλαρχηγοί δήλωναν υποταγή στην Τουρκική εξουσία. Τότε, ο Βούλγαρης αποφάσισε να υιοθετήσει επιθετικότερη πολιτική και έστειλε στην Κρήτη ισχυρό εθελοντικό σώμα 1.000 αντρών, με επικεφαλής, για δεύτερη φορά, το Δημ. Πετροπουλάκη. Tο ότι οι εθελοντές έφεραν Ελληνικές στρατιωτικές στολές, σε συνδυασμό με τη φανερή προετοιμασία τους για την κάθοδο στο νησί, προκάλεσε την αντίδραση της Πύλης, η οποία στις 20 Νοεμβρίου 1868 αποφάσισε να απελάσει τους Έλληνες υπηκόους από τα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Oι Οθωμανοί με τελεσίγραφο απειλούσαν με διακοπή των διπλωματικών σχέσεων, αν οι Έλληνες εθελοντές δεν εγκατέλειπαν την Κρήτη μέσα σε πέντε ημέρες και οι πρόσφυγες από την Κρήτη δεν επέστρεφαν στα σπίτια τους. H Ελληνική κυβέρνηση απέρριψε στις 3 / 15 Δεκεμβρίου το τελεσίγραφο και οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις διακόπηκαν. H όξυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών έφθασε στο αποκορύφωμά της στις 2 Δεκεμβρίου, όταν τρία Τουρκικά πλοία, υπό την ηγεσία του πρώην αξιωματικού του Βρετανικού ναυτικού, Χόμπαρτ, καταδίωξαν και επιτέθηκαν στο Ελληνικό ατμόπλοιο "Ένωση", το οποίο κατέφυγε στη Σύρο.


O Τουρκικός στολίσκος εισήλθε στο λιμάνι της Ερμούπολης, απαιτώντας από το διοικητή του νησιού να του δοθεί η άδεια να συλλάβει το πλοίο. O διοικητής αρνήθηκε και η Ελλάδα αντέδρασε με την αποστολή ενός στολίσκου, ζητώντας ταυτόχρονα από τον Άγγλο ναύαρχο να αποσυρθεί από τα Ελληνικά χωρικά ύδατα. Τελικά, η κρίση αποφεύχθηκε χάρη στην επέμβαση των Γάλλων. Ωστόσο, ο Χόμπαρτ παρέμεινε κοντά στη Σύρο και όχι μόνο δεν επέτρεψε στην "Ένωση" να ταξιδέψει στην Κρήτη, αλλά και παρεμπόδιζε τις αποστολές νέων πλοίων με εφόδια και πολεμοφόδια στο νησί, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των επαναστατών.

H αποστολή του Πετροπουλάκη είχε άδοξο τέλος. Χωρίς την υλική υποστήριξη από την Ελλάδα, αλλά και χωρίς τη συμπαράσταση των ντόπιων, οι εθελοντές ηττήθηκαν διαδοχικά στον Κισσό, στον Aγιο Βασίλειο και στο Ασκύφου. H προσωρινή κυβέρνηση, επειδή αρνήθηκε να παραδώσει τα όπλα -παρά τη μεσολάβηση του Γάλλου προξένου Σαμπυαζώ- δέχθηκε την επίθεση Οθωμανικού αποσπάσματος στην Ασή Γωνιά, στο σπήλαιο όπου είχε βρει καταφύγιο, με αποτέλεσμα τα περισσότερα μέλη της να αιχμαλωτισθούν και ελάχιστα, μόνο, να καταφέρουν να διαφύγουν. Δύο μέλη της, ο B. Μπουμπουλάκης και ο M. Σκουλούδης, σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν από τους Τούρκους.

Τελικά, οι εθελοντές αναγκάσθηκαν να παραδοθούν και 600 από αυτούς, στις 18 Δεκεμβρίου, μεταφέρθηκαν με Τουρκικό πλοίο στη Σύρο. Αλλά και οι αρχηγοί των επαναστατών παραδόθηκαν στους Τούρκους ή έφυγαν στην Ελλάδα και μόνο κάποιες μεμονωμένες ομάδες εξακολουθούσαν να περιπλανιούνται στα φαράγγια και να συμμετέχουν σε μικροσυμπλοκές, μέχρι τα τέλη της άνοιξης του 1869.

Ο ΟΡΓΑΝΙΚΟΣ ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου 1867 ο σουλτάνος είχε διατάξει διακοπή των εχθροπραξιών για πέντε εβδομάδες, προτείνοντας γενική αμνηστία και πολιτική λύση στο Κρητικό Ζήτημα. Αργότερα, έστειλε στην Κρήτη τον πρωθυπουργό του, τον μεγάλο βεζίρη Ααλή Πασά, κομιστή διοικητικών και άλλων παραχωρήσεων, που αποτέλεσαν τη βάση ενός νέου καταστατικού χάρτη διοίκησης της Κρήτης, του λεγόμενου «Οργανικού Νόμου». Οι επαναστάτες απέρριψαν τις τουρκικές προτάσεις, αλλά ο Ααλή Πασάς προχώρησε με ταχύτητα στην επεξεργασία του Οργανικού Νόμου.

Προκήρυξε εκλογές στις κατεχόμενες από τους Τούρκους περιοχές και συγκρότησε μια συνέλευση από 30 Μουσουλμάνους και 20 Χριστιανούς, ανθρώπους χωρίς κανένα κύρος και καμιά επιβολή, εκλεγμένους με υποσχέσεις και δωροδοκίες. Έτσι προχώρησε στην ψήφιση του Οργανικού Νόμου, που τέθηκε σε εφαρμογή στις 3 Φεβρουαρίου 1868. Οι βασικές διατάξεις του Οργανικού Νόμου ήταν οι εξής:

  • Η Κρήτη αποτελούσε ένα βιλαέτι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, διοικούμενο από Γενικό Διοικητή (βαλή) Μουσουλμάνο, τον οποίο διόριζε ο σουλτάνος.
  • Το νησί διαιρέθηκε σε πέντε διοικήσεις και είκοσι επαρχίες.
  • Στην κεντρική και στις επαρχιακές διοικήσεις θα μπορούσαν να διορίζονται και Χριστιανοί υπάλληλοι.
  • Στη σύνθεση των δικαστηρίων θα μετείχαν Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι, ενώ αιρετοί σύμβουλοι θα μετείχαν στο κεντρικό συμβούλιο της Γενικής Διοίκησης και στα διοικητικά συμβούλια των νομών και των επαρχιών.
  • Αναγνωρίστηκε η ισοτιμία των δύο γλωσσών.
  • Θεσμοθετήθηκαν διάφορες φορολογικές ελαφρύνσεις.

Τα σκιώδη αυτά προνόμια του Οργανικού Νόμου, που έθεταν το Κρητικό Ζήτημα σε νέες βάσεις, αποτέλεσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για όλα τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού, ως την αυτονομία.

H ΔIAΣKEΨH TOY ΠAPIΣIOY

Oι Μεγάλες Δυνάμεις (M. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία), για να αποτρέψουν μία μεγαλύτερη ένταση των σχέσεων Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, συγκάλεσαν διεθνή διάσκεψη στο Παρίσι (28 Δεκεμβρίου 1868 - 9 Ιανουαρίου 1869). H συνδιάσκεψη συνέταξε δήλωση, σύμφωνα με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα επέτρεπε την επιστροφή των προσφύγων του πολέμου στην Κρήτη, ενώ η Ελλάδα θα σταματούσε να υποθάλπει ή να εξοπλίζει ένοπλες ομάδες ή πλοία, με σκοπό να λάβουν μέρος σε εξεγέρσεις σε Οθωμανικά εδάφη. Στην Αθήνα προκλήθηκε κυβερνητική κρίση, με την παραίτηση της κυβέρνησης Βούλγαρη (20 Ιανουαρίου 1869).

H νέα κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη, που σχηματίσθηκε την επόμενη ημέρα, αποδέχτηκε στις 25 Ιανουαρίου τη δήλωση των Μεγάλων Δυνάμεων. Στις 6 / 18 Φεβρουαρίου αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τέσσερις ημέρες αργότερα έληξε ο θαλάσσιος αποκλεισμός του νησιού. Στη συνδιάσκεψη συμμετείχαν η Αυστρία, η Βρετανία, η Γαλλία, η Πρωσία, η Ρωσία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αρχικά, η Ελλάδα αποκλείστηκε από τη συνδιάσκεψη - η επίσημη εξήγηση ήταν ότι δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο τα κράτη που είχαν υπογράψει τη συνθήκη του Παρισίου το 1856.


Κατόπιν, με Ρωσική παρέμβαση, η Ελλάδα προσκλήθηκε με συμβουλευτική ψήφο, αλλά η κυβέρνηση Βούλγαρη αρνήθηκε να συμμετάσχει στη συνδιάσκεψη, διότι θεωρούσε ότι θα μειονεκτούσε σε σχέση με την Οθωμανική αντιπροσωπεία. Στις 8 Ιανουαρίου 1869, ανακοινώθηκαν οι αποφάσεις της Συνδιάσκεψης του Παρισίου:

α) Απαγόρευση της συγκρότησης άτακτων σωμάτων στο Ελληνικό έδαφος για τη διεξαγωγή επιθετικών επιχειρήσεων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,

β) Απαγόρευση εξοπλισμού σε Ελληνικά λιμάνια πλοίων που θα εφοδίαζαν εξεγέρσεις σε Οθωμανικά εδάφη,

γ) Διευκόλυνση επιστροφής στην Κρήτη όσων προσφυγικών οικογενειών το επιθυμούσαν,

δ) Αποζημίωση όσων Οθωμανών υπηκόων ζημιώθηκαν κατά την εξέγερση.

Η αποδοχή των αποφάσεων της Συνδιάσκεψης από την Ελλάδα έπρεπε να γίνει σε μία εβδομάδα. Οι όροι αυτοί επέβαλλαν ουσιαστικά τη λήξη της Κρητικής Επανάστασης. Τα νέα από το Παρίσι προκάλεσαν πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις πίεσαν τον Γεώργιο να αποδεχθεί τις αποφάσεις τους. Ωστόσο, ο νεαρός βασιλιάς φοβήθηκε ότι μια τέτοια πράξη θα είχε ως αποτέλεσμα την πτώση του, όπως είχε συμβεί με τον Οθωνα. Πανικόβλητος εξαιτίας της λαϊκής οργής ο Βούλγαρης παραιτήθηκε.

Τελικά, έπειτα από πολλές απόπειρες, στις 24 Ιανουαρίου σχηματίστηκε κυβέρνηση από τον Ζαΐμη και την επομένη η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε τα αποτελέσματα της Συνδιάσκεψης. Στις 6 Φεβρουαρίου αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις ηρωικές θυσίες του Κρητικού λαού και τον ολομέτωπο αγώνα για τρία ολόκληρα χρόνια η Επανάσταση απέτυχε. Το Κρητικό Ζήτημα παρέμεινε ένα ενεργό ηφαίστειο, το οποίο εξερράγη τρίτη και τελευταία φορά το 1897.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Η Ευρωπαϊκή διπλωματία αναζητούσε πολιτική λύση στο Κρητικό ζήτημα. Ήδη οι αποστολές εθελοντών, εφοδίων και όπλων από την Ελλάδα είχαν εξαγριώσει την Τουρκία. Με τελεσίγραφο της η Τουρκία στα τέλη Δεκεμβρίου 1868 κατηγορούσε την Ελλάδα για ενεργό ανάμειξη στην Κρητική επανάσταση και επέσειε την απειλή ενός Ελληνοτουρκικού πολέμου, ο οποίος αποφεύχθηκε μόνο με την επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Ελλάδα, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων, αναγκάστηκε να δεχθεί τους όρους του Τουρκικού τελεσιγράφου και να σταματήσει τις αποστολές εθελοντών και εφοδίων στην Κρήτη.

Η Τουρκία από το άλλο μέρος υποχώρησε στις υποδείξεις της Αγγλίας και πρότεινε στους επαναστάτες μια έντιμη λύση, με την παραχώρηση γενικής αμνηστίας και νέων προνομίων στον Κρητικό λαό. Τον Ιανουάριο του 1869 τα γεγονότα εξελίχθηκαν ραγδαία. Η Ευρωπαϊκή διπλωματία είχε πια οριστικά στραφεί υπέρ της Τουρκίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν με τη Συνθήκη των Παρισίων (9 - 20 Ιανουαρίου) να απαγορευθεί στην Ελλάδα ο σχηματισμός εθελοντικών σωμάτων για δράση στα τουρκικά εδάφη, καθώς και ο εφοδιασμός από τα Ελληνικά λιμάνια πλοίων «προορισμένων να βοηθήσουν υπό οιανδήποτε μορφήν πάσαν απόπειραν εξεγέρσεως εις τας κτήσεις της Α. Μ. του σουλτάνου».

Η επανάσταση είχε πλέον εκπνεύσει, χωρίς να πραγματοποιηθεί ο πόθος των Κρητών για ελευθερία και εθνική αποκατάσταση. Οι ανθρώπινες απώλειες και οι υλικές καταστροφές υπήρξαν για την Κρήτη ανυπολόγιστες, αλλά και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το γόητρο υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα, καθώς φάνηκε ανίκανη να δαμάσει ένα νησί, παρά τον τρομακτικό όγκο των δυνάμεών της σε άνδρες και οπλισμό.

ΣYNEΠEIEΣ THΣ EΠANAΣTAΣHΣ

Εγκαταλελειμμένοι πλέον από παντού, οι περισσότεροι από τους επαναστάτες της Κρήτης, υποχωρώντας μπροστά στην υπεροχή των εχθρικών δυνάμεων και μη έχοντας ούτε τρόφιμα ούτε πολεμοφόδια, υποτάχθηκαν στους Τούρκους ή έφυγαν στην Ελλάδα ενώ μερικές μεμονωμένες ομάδες εξακολουθούσαν να περιπλανιώνται στα φαράγγια. Και να παίρνουν μέρος σε μικροσυμπλοκές μέχρι τα τέλη του 1869. Όσο κράτησε ο ξεσηκωμός, χιλιάδες σκοτώθηκαν και από τις δύο πλευρές, εκατοντάδες χωριά πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν και η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα.

Ενώ περίπου 50.000 γυναικόπαιδα βρέθηκαν πρόσφυγες στην Ελλάδα - ανάμεσα τους η επταμελής οικογένεια του Χανιώτη έμπορου Κυριάκου Βενιζέλου, που κατέφυγε στα Κύθηρα και από εκεί στη Σύρο, μαζί με το στερνοπαίδι τους, τον μόλις τριετή Ελευθέριο Βενιζέλο. Παρά την αποτυχία στις άμεσες επιδιώξεις της, η Επανάσταση του 1866 - 1869 είχε εν τούτοις ένα «παράπλευρο» αποτέλεσμα, που τη στιγμή εκείνη δεν εκτιμήθηκε στις πραγματικές του διαστάσεις και συνέπειες.

Προσπαθώντας να στερήσει την εξέγερση από τη διεκδικητική της βάση, η Οθωμανική κυβέρνηση είχε εξαγγείλει, ήδη από το Νοέμβριο του 1867, δια στόματος του ιδίου του Μεγάλου Βεζύρη Ααλή Πασά, που είχε μεταβεί επί τούτου στην Κρήτη και χειριζόταν προσωπικά την όλη υπόθεση, έναν ειδικό διοικητικό κανονισμό, που υπογράφηκε από το Σουλτάνο στις 8 Ιανουαρίου 1868 κι έμεινε γνωστός ως ο Οργανικός Νόμος της Κρήτης. Πέραν της διοικητικής αναδιάρθρωσης του νησιού, ο νόμος αυτός πρόβλεπε τη συμμετοχή Χριστιανών σε όλη την κλίμακα του διοικητικού μηχανισμού και στη σύνθεση των δικαστηρίων, την ισότιμη χρήση της Τουρκικής και της Ελληνικής γλώσσας ενώπιον της Διοίκησης, την ίδρυση τοπικής Τράπεζας.


Και, το σημαντικότερο ίσως, την εκλογή Γενικής Συνέλευσης με νομοθετικές αρμοδιότητες τοπικού χαρακτήρα. Τα μέτρα αυτά, που θα ήταν δυνατόν να είχαν αποφορτίσει κάπως το κλίμα, αν είχαν ληφθεί εγκαίρως ως απάντηση στα αρχικά αιτήματα των Κρητών, είχαν έλθει πλέον πολύ αργοπορημένα μετά από ενάμιση χρόνο αιματηρών συγκρούσεων και είχαν απορριφθεί αμέσως, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν αποδυθεί πλέον σε έναν αγώνα με ευρύτερους στόχους. Μετά όμως από την ήττα της Επανάστασης, η εφαρμογή του Οργανικού Νόμου επρόκειτο να εγκαινιάσει μια νέα περίοδο στην Κρητική ιστορία του 19ου αιώνα, αν και τελικώς, όχι προς την κατεύθυνση που είχαν ελπίσει οι εμπνευστές του.

Kατά τη διάρκεια της Κρητικής επανάστασης, οι απώλειες και για τις δύο πλευρές ήταν μεγάλες. Σύμφωνα με τον Κριάρη, 8.000 αγωνιστές χάθηκαν και τριπλάσιοι τραυματίστηκαν, ενώ σύμφωνα με το Σταυράκη, οι απώλειες ανέρχονταν σε 30.000. Χιλιάδες σπίτια είχαν καταστραφεί, η παραγωγική βάση του νησιού υπέστη ισχυρό πλήγμα και 50.000 γυναικόπαιδα αναγκάστηκαν να καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα. Tα αίτια της αποτυχίας της επανάστασης πρέπει, κυρίως, να αναζητηθούν:

  • Στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες δεν επιθυμούσαν τη μεταβολή του status quo στην Ανατολική Μεσόγειο.
  • Στην αδυναμία του Ελληνικού κράτους να υποστηρίξει το επαναστατικό κίνημα, εξαιτίας της δεινής οικονομικής θέσης στην οποία είχε περιέλθει.
  • Στις έριδες και στις διαφωνίες των αρχηγών των επαναστατών, που εμπόδισαν την ανάδειξη γενικού αρχηγού.
  • Στην πλημμελή οργάνωση του αγώνα, με συνέπεια την έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, που ήταν απαραίτητα για την επιτυχή έκβαση του αγώνα.
  • Στη μη εφαρμογή, στην πράξη, της Ελληνοσερβικής συνθήκης συμμαχίας.

Αναμφίβολα, όμως, ο αγώνας των επαναστατών πρόβαλε έντονα σε όλο τον κόσμο το Κρητικό Ζήτημα, το οποίο έμελλε να βρει οριστικά τη δικαίωσή του μετά τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων, όταν η Κρήτη ενώθηκε με την Ελλάδα (1913). Επίσης, η παραχώρηση και εφαρμογή του "Οργανικού Νόμου" θα πρέπει να συμπεριληφθεί στα θετικά αποτελέσματα της Κρητικής επανάστασης του 1866 - 1869.

''ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ'' ΤΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ (1866 - 1869)

ΠΡΩΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 1866

Έναρξη της Επανάστασης 

Η υπερβολική φορολογία, το Μοναστηριακό Ζήτημα και οι καταπιέσεις του Χριστιανικού πληθυσμού οδήγησαν σε μια σειρά από συγκεντρώσεις προεστών των πεδινών χωριών. Οι Μεγάλες δυνάμεις αυτή την εποχή ήταν διχασμένες, οι Ρώσοι μέσω των προξένων τους στο νησί σιγόνταραν μια νέα επανάσταση, αντίθετα οι Άγγλοι και οι Γάλλοι ούτε να ακούσουν δεν ήθελαν. Η μικρή τότε Ελλάδα δεν είχε την δυνατότητα ούτε οικονομικά ούτε στρατιωτικά να βοηθήσει τον Κρητικό λαό.

Τα Σφακιά αυτή την περίοδο έχουν αποδυναμωθεί από τις μετοικήσεις των οικογενειών στα πεδινά αλλά και οι απομείναντες δεν έχουν την οικονομική άνεση που είχαν το 1821. Με τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες οι άμαχοι πεδινοί χριστιανοί μαζεύτηκαν στα Σφακιά, κάθε Σφακιανή οικογένεια φιλοξενούσε και μία τουλάχιστον από τους κάμπους. Ακόμα και τα σπήλαια γέμισαν πρόσφυγες μερικοί από τους οποίους πέθαναν από την πείνα. Από την άλλη πλευρά οι Μουσουλμάνοι έφυγαν από τα χωριά τους και κλείσθηκαν στα κάστρα των πόλεων. Οι δύο φυλές είχαν χωρισθεί και ήταν έτοιμες για την μεγάλη σφαγή που θα ακολουθούσε τον τριετή αγώνα λευτεριάς.

Επαναστατικές Συγκεντρώσεις

Οι Σφακιανοί έκαναν μια διερευνητική σύναξη στο Καλλικράτη αρκετοί προκρίτοι συντάχθηκαν με την άποψη ότι είναι μονόδρομος μια καινούργια επανάσταση. Λίγο αργότερα αρκετοί Σφακιανοί με αρχηγό τον Κωσταρό Βολουδάκη και Λακιώτες με αρχηγό τον Χατζημιχάλη Γιάνναρη μαζεύτηκαν στον Ομαλό και απεφάσισαν ότι πρέπει να γίνει επανάσταση. Κοντά τους ήταν και οι Εμμ. Α. Μανουσογιαννάκης, ο Αναγνώστης Βουγιούκαλος, ο Λ. Τσόντος, ο Γ. Καρκαβάτσος, ο Α. Βαρδουλάκης, Στρ. Ρ. Βουρδουμπάς, Α. Παπαγεωργίου ή Αραδενιώτης, ο Α. Κοφινάκης, ο Γιαννακάκης Ιωάννης, ο Μυλωνογιαννάκης, ο Γιανναρομιχάλης και άλλοι Σφακιανοί και Λακιώτες.

22 Απριλίου 1866

Μια μικρή συγκέντρωση προεστών λαμβάνει χώρα στα Μπουτσουνάρια Χανίων. Ο σκοπός είναι να επιδοθεί ένα ψήφισμα στο πασά για το σουλτάνο ώστε να γίνουν σεβαστά τα προνόμια των Χριστιανών που είχανε ορισθεί από το 1858. Ο ιστορικός της επαρχίας μας ηγούμενος Γρ. Παπαδοπετράκης αντιλαμβάνεται ότι αν δεν έχουν φαί σύντομα θα διαλυθούν και αποστέλλει στην σύναξη ψωμί αξίας πέντε οθωμανικών λιρών. Για την ενέργεια του λίγο έλλειψε να χάσει τη ζωή του, όταν το έμαθε ο Ισμαήλ Πασάς.

Επειδή δεν είχαν προσέλθει από τις ανατολικές επαρχίες, οι πρόκριτοι Α. και Π. Πωλογεωργάκης, Σ. Ρ. Βουρδουμπάς, Σ. Α. Μανουσογιαννάκης, Α. Παπαγεωργίου, Σ. Παπαδάκης, Φιωτάκης, Εμμ. Φουντουλάκης και άλλοι, έστειλαν 65 άνδρες τους να ειδοποιήσουν όλους τους προκρίτους του νησιού ώστε να προσέλθουν στη συγκέντρωση στα Μπουτσουνάρια Χανίων. Στο Ρέθυμνο συνέστησαν Επιτροπή με πρόεδρο τον μετέπειτα ήρωα ηγούμενο του Αρκαδιού Γαβριήλ.


14 Μαΐου 1866

Οι συγκεντρωμένες κεφαλές του νησιού στα Μπουτσουνάρια Χανίων εξέλεξαν 99 πληρεξούσιους οι οποίοι και συνέταξαν υπόμνημα προς το σουλτάνο με κοινοποίηση στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων. Το υπόμνημα μιλούσε για τις καταπιέσεις και τις αδικίες που διαπράττονταν κατά του Χριστιανικού πληθυσμού. Ο σουλτάνος απάντησε στα μέσα Ιουλίου αρνητικά στα αιτήματα των Κρητών και παράλληλα ενίσχυσε το στρατό του με αποστολή 4500 ανδρών στο νησί. Επίσης στη Γενική Συνέλευση ήταν μέλη 23 Σφακιανοί. Επιπλέον στις ανατολικές επαρχίες του νησιού είχε συσταθεί ιερός λόχος από 400 άνδρες υπό την αρχηγία των Σφακιανών Μάρκου Βουγιουκαλάκη και του Π. Ντεντιδάκη.

Αποστέλλεται επιστολή στο σουλτάνο με την οποία οι πληρεξούσιοι του νησιού αναφέρουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και αυτά ήταν:

α) Η υπέρογκη φορολόγηση.

β) Η ανεπαρκής συγκοινωνία και η έλλειψη δρόμων και γεφυρών.

γ) Οι Δημογεροντίες, τα συμβούλια και οι Εφορείες δεν είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του λαού.

δ) Δημιουργία δανειστικής τράπεζας.

ε) Αναδιοργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και οι αποφάσεις να εκδίδονται και στην ομιλουμένη Ελληνική.

στ) Σεβασμός στην προσωπική ελευθερία.

ζ) Ίδρυση σχολείων στην επαρχία και ενίσχυση των νοσοκομείων.

η) Ελευθερία στη διακίνηση προϊόντων δια θαλάσσης πέραν των τριών κυρίων λιμένων.

θ) Ανεξιθρησκεία.

ι) Αμνηστία στους συμμετέχοντες στο κίνημα αυτό.

20 Ιουλίου 1866

Οι πληρεξούσιοι των Κρητικών επαρχιών συγκεντρώθηκαν στο χωριό Εμπρόσνερος Χανίων και υπέγραψαν την πρώτη επαναστατική διακήρυξη την οποία και έστειλαν στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων

12 Αυγούστου 1866

Αποβιβάζεται στη Σπάθα Ροδοπού τμήμα αγωνιστών ανάμεσα τους ο Παντελής Παπαδάκης, ο Αναγνώστης Βουγιουκαλάκης κα.

Έναρξη Εχθροπραξιών

17 Αυγούστου 1866

Πριν την έναρξη της επανάστασης ο καπετάνιος Κριάρης χτυπά τους κατακτητές. Στη δεύτερη αψιμαχία μεταξύ των Τούρκων και των Σελινιωτών στη περιοχή της Κανδάνου, παίρνουν μέρος οι Σφακιανοί καπετάνιοι Τσοντολάμπης (Τσόντος) και Γ. Καρκαβάτσος.

21 Αυγούστου 1866

Η Γενική των Κρητών Συνέλευση καλεί με διακήρυξη το λαό της Κρήτης από το όρος Συκιάς του Ασκύφου Σφακίων σε ένοπλη εξέγερση με τα λόγια: Επιμένοντες καρτερικά στον όρκο μας του 1821, εμπνεόμενοι από το εθνικό αίσθημα του Ελληνικού μεγαλείου και της εθνικής ενότητας και γεμάτοι ελπίδα για το δίκαιο αγώνα μας διακηρύσουμε ενώπιον Θεού και ανθρώπων ως το μόνο πόθο μας την ένωση με την μητέρα πατρίδα. Η σημαία των επαναστατών αναγράφει το σκοπό τους ΕΝΩΣΙΣ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ. .

Πολιτική Αρχή

Ως γενική αρχή ορίσθηκε η Γενική των Κρητών Συνέλευση η ανώτερη αρχή του αγώνα μέχρι 18 Φεβρουαρίου 1867 οπότε ιδρύθει στο Καλλικράτη σωματείο με τίτλο, Προσωρινή Κυβέρνηση Κρήτης. Η Προσωρινή Κυβέρνηση αποτελείτο από 4 άτομα ένα από τα Σφακιά ένα από τις τέσσερεις επαρχίες των Χανίων, ένα από το Ρέθυμνο και ένα από το Ηράκλειο.

Στρατιωτική Αρχή

Γενικοί αρχηγοί διαμερισμάτων ορίσθηκαν στα Χανιά ο Ιωάννης Ζυβρακάκης, στο Ρέθυμνο ο Πάνος Κορωναίος και στο Ηράκλειο ο Μιχαήλ Κόρακας. Στα Σφακιά αρχηγός μετά τους πρώτους μήνες ορίσθηκε ο Σταμάτης Χιονουδάκης.

23 Αυγούστου 1866

Οι Σφακιανοί καπετάνιοι Α. Βαρδουλές, Εμμ. Μανουσέλης, Ι. Μπυράκης, Λάμπης Τσόντος και Γ. Καρκαβάτσος ενισχύουν τους Σελινιώτες αγωνιστές στις νικηφόρες μάχες κατά των Τούρκων στο Αννισαράκι και Στροβιλίων Κανδάνου. Από τους επαρχιώτες μας σκοτώθηκε ο Τσερμιρής και τραυματίσθηκε ο Ι. Μπυράκης.

26 Αυγούστου 1866 Μάχη στο Βάμο

Οι Σφακιανοί με τους Αποκορωνιώτες χτυπούν δύο τάγματα Τούρκων του αγά Μπάντρη στο Βάμο Αποκορώνου, οι οποίοι πήγαιναν να βοηθήσουν τους πολιορκημένους στις Βρύσες ομόθρησκους τους. Η νίκη πήγε με το μέρος των επαναστατών και οι απομείναντες εχθροί αναγκάσθηκαν να γυρίσουν στα Χανιά. Στη μάχη έπεσε ένα γενναίο παλικάρι των Σφακιών ο Πωλογεωργάκης Αλέξανδρος.

25 - 27 Αυγούστου 1866 Μάχη στις Βρύσες Αποκορώνου

Οι αγωνιστές περικύκλωσαν τον Σαχίν Πασά στις Βρύσες και τον χτυπούσαν επί τρεις μέρες. Την επομένη οι νικητές του Βάμου πολιόρκησαν στενότερα τους 4500 Τούρκους του Σαχίν στις Βρύσες. Ο Σφακιανός καπετάνιος Νικολός Χριστοδουλάκης αιχμαλώτισε πέντε Αιγύπτιους στρατιώτες με σκοπό να τους ανταλλάξει με το φυλακισμένο γιό του Παύλο, όπως και έγινε αργότερα. Στις 31 Αυγούστου οι Τούρκοι φοβούμενοι πανωλεθρία, συνθηκολόγησαν και έφυγαν για τα Χανιά με τα όπλα τους αφήνοντας στους αγωνιστές πλήθος εφοδίων.

Στη μάχη των Βρυσών έλαβαν μέρος επτά ομάδες Σφακιανών σημαιοφόρος δε των Ασκυφιωτών ήταν ο Κωστής Εμμ. Πωλιουδάκης. Δίκαιο είναι να αναφέρουμε και τρεις αγωνιστές οι οποίοι αν και δε είναι Σφακιανοί αξίζουν μνεία γιατί ανδραγάθησαν τους Τζιτζικαλάκη Νικόλα από το Φρε, τον ατρόμητο Κλίνη από τα Ανώγεια και το Τζίμπουκα. Η νίκη των Ελλήνων αναπτέρωσε το ηθικό τους. Οι απώλειες των Τούρκων στις δύο μάχες Βάμου και Βρυσών ήταν πάνω από δύο χιλιάδες άνδρες. Από λάθος συνεννόηση, οι ομάδες των αγωνιστών που βρίσκονταν στο Καρύδι Αποκορώνου χτύπησαν την οπισθοφυλακή του Σαχίν και την αποδεκάτισαν.

29 Αυγούστου και 1 Σεπτεμβρίου 1866 Μάχη στο Βρύσινα

Η μάχη συνήφθη μεταξύ Σφακιανών και Ρεθυμνίων εναντίων των κατακτητών και κέρδισαν οι Έλληνες. Ανάμεσα στους τραυματίες της μάχης ήταν οι Καλλικρατιανοί Ι. Προκοπάκης και Ι. Τσούγκρος. Έλαβαν μέρος οι Σφακιανοί οπλαρχηγοί Γ. Σφηνιαδάκης, Θ. Πενθερουδάκης και ο αρχηγός των Αμαριωτών Ι. Δεληγιαννάκης.


Αποπομπή του Ισμαήλ Πασά και Έλευση του Μουσταφά

4 Σεπτεμβρίου 1866

Τα γεγονότα ανάγκασαν το σουλτάνο να αλλάξει διοικητή και να φέρει στη Κρήτη το γιό του γνωστού από το 1821 Μουσταφά Πασά, Μουσταφά και αυτόν.

19 - 20 Σεπτεμβρίου 1866

Απελευθέρωση των Τούρκων της Κανδάνου. Οι αγωνιστές πολιορκούσαν τους Τούρκους του Σελίνου, στην έδρα τους την Κάνδανο. Ο Μουσταφάς με την άφιξη του στη Κρήτη κινήθηκε για να τους ελευθερώσει. Οι επαναστάτες μη έχοντας ικανό αριθμό για κατά μέτωπο επίθεση όντας μόλις 3000 εκ των οποίων 615 Σφακιανοί τον ακολουθούσαν κατά πόδα και τον κτυπούσαν σε ενέδρες. Αυτός όπου προσβαλόταν παρέδιδε το κοντινό χωριό στις φλόγες, πρώτο έκαψε το ηρωικό χωριό τη Μαλάξα και ακολούθως την ίδια τύχη είχαν αρκετά χωριά της Κυδωνίας. Με την δύναμη των 15000 ανδρών του κατάφερε να ελευθερώσει τους ομόθρησκους του στη Κάνδανο και να τους μεταφέρει στην ασφάλεια του κάστρου των Χανίων.

Οι συνεπαρχιώτες μας οπλαρχηγοί συμμετείχαν και στο κλεφτοπόλεμο φθοράς του Μουσταφά κατά την επιστροφή του προς Χανιά. Ο Τσόντος μάλιστα με τη βοήθεια των Μάντακα και Ν. Νικολούδη έσωσαν τα Ρούματα από σώμα Τούρκων που επιχείρησε να τα καταστρέψει. Στον αγώνα αυτό της Κανδάνου έπεσαν τρεις Σφακιανοί ανάμεσα τους και ο εικοσάχρονος οπλαρχηγός Εμμανουήλ Μανουσέλης, που ομοίαζε στις χάρες του ήρωα πατέρα του, Ανδρέα. Οι καπετάνιοι των Σφακιών που έλαβαν μέρος στις επιχειρήσεις της Κανδάνου ήταν οι: Βαρδινογιάννης, Καβρός, Καρκαβάτσος, Τσόντος, Μανουσογιαννάκης, Μοράκης, Βουγιουκαλάκης, Καυκαλάς και Παπαδιανοί.

27 Σεπτεμβρίου 1866

Ο καπετάνιος Εμμ. Βουγιουκαλάκης συμμετέχει στις αψιμαχίες στο Ατσιπόπουλο και μέχρι το Αρκάδι. Την ίδια ημέρα οι υπόλοιποι Σφακιανοί βοηθούν τους Λακκιώτες να σώσουν το χωριό τους από τις ορδές του Μουσταφά.

30 Σεπτεμβρίου 1866

Μάχη στις Αλιάκες Χανίων. Η καταστροφή του ηρωικού χωριού των Λάκκων αναγκάζει τους αγωνιστές να ανέβουν υψηλότερα στη θέση Αλιάκες. Εδώ δόθηκε μια φονική μάχη όπου συμμετείχε το σύνολο των Σφακιανών καπετάνιων και αγωνιστών ( Κωσταρός, Καρκαβάτσος, Τσοντολάμπης, Καυκαλάδες, Πωλογεώργηδες, Βουγιουκαλάκης, Παπαδοπετράκης, Καβρός, Παύλος Μοράκης) κα. Ο Μουσταφάς απειλεί με εισβολή τα Σφακιά.

Μάχη στο Βάμο. Τέλη Σεπτεμβρίου ο Μουσταφάς με 20.000 στρατιώτες κατασκήνωσε στο Νίπος και έγραψε στους Σφακιανούς να δηλώσουν υποταγή διαφορετικά θα τους επισκεφτόταν και ότι ήθελε ας γίνει. Σε απάντηση οι Σφακιανοί τον κτύπησαν στο Βάμο σκοτώνοντας του 300 άνδρες αλλά και οι επαναστάτες έχασαν αρκετούς αγωνιστές.

Μάχη στο Στύλο Αποκορώνου. Στις 3 Οκτωβρίου οι καπετάνιοι Τσοντολάμπης και Καρκαβάτσος παρατάχθηκαν στη περιοχή του Στύλου για να αναχαιτίσουν την ορμή του Μουσταφά χωρίς επιτυχία.

Μάχη στο Βαφέ. 12 Οκτωβρίου 1866 Την πρώτη Οκτωβρίου απεβιβάσθηκε στο Λουτρό ο αρχηγός Χανίων Ζυμβρακάκης Ιωάννης, και τάχθηκαν μαζί του 200 Σφακιανοί αγωνιστές. Ο Ζυμβρακάκης δια μέσου Ανώπολης και Μουρίου έφθασε και εγκαταστάθηκε στο Ασκύφου. Στις 12 Οκτωβρίου έδωσε τη πρώτη του μάχη κατά του Μουσταφά στο Βαφέ με τραγικό αποτέλεσμα για τους Έλληνες οι οποίοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή. Ο ηρωικός καπετάνιος Καβρός είχε ταχθεί στις πρώτες θέσεις της μάχης, και βέβαια δεν έλλειπαν οι Τσοντολάμπης, Ι. Καρκαβάτσος, Ν. Χριστοδουλάκης, Ε. Γιαπιτζάκης και ο νεαρός σημαιοφόρος Κ. Πωλιουδάκης.

Η μάχη ήταν τραγωδία, σκοτώθηκαν από τους αγωνιστές 32, τραυματίσθηκαν αρκετοί και αιχμαλωτίσθηκαν οι Εμμ. Βαρδίδης, Θ. Μάνος και Λ. Βούλγαρης. Ακολούθως όλοι οι αγωνιστές κατηφής μαζεύτηκαν στο Ασκύφου.

Η Κατάσταση στο Ασκύφου

Η συσσώρευση στο Ασκύφου χιλιάδων αγωνιστών καθώς και προσφύγων οικογενειών από τους κάμπους χωρίς προμήθειες έφερε την επαναστατική αρχή σε πλήρη απόγνωση. Από την άλλη ο Μουσταφάς ήταν έτοιμος να εισβάλει στην επαρχία. Μια από τις κεφαλές του Ομπρόσγιαλου ο Τσιριντάνης που είχε ταχθεί από την αρχή κατά της επανάστασης προσέλκυσε μερικούς ακόμα προκρίτους οι οποίοι αγωνιούσαν για την τύχη των 20.000 γυναικοπαίδων Σφακιανών και πεδινών προσφύγων και συνθηκολόγησαν με το Μουσταφά.

Από την πλευρά των Σφακιανών που ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα ήταν και ο προηγούμενος Παπαδοπετράκης ο οποίος και έπεισε το Παπά Σήφη του Καλλικράτη για χάριν των αμάχων να πάει και αυτός στο Νίπος, στο πασά. Βέβαια αυτή η πλευρά ήθελε να κερδίσει χρόνο και σε καμμία περίπτωση να διακόψει τον αγώνα. Ο Β. Ψιλάκης στην Ιστορία της Κρήτης αναφέρει: Ονομάζομε την ουδετερότητα αυτή μερική και στιγμιαία, και γιατί οι Σφακιώτες οπλαρχηγοί δεν έπαυσαν να αγωνίζονται, και διότι οι Ασκυφιώτες δεν πήραν μέρος στην ουδετερότητα, και γιατί τέλος και αυτοί που δήθεν συνθηκολόγησαν, κατήλθαν και πάλι μετά ορισμένο χρόνο στην πάλη.

Ο Μουσταφάς αφού πίστευσε ότι υπέταξε τα Σφακιά κατευθύνθηκε και κατασκήνωσε στην Αρχοντική Ρεθύμνης τότε Αρκούδαινα. Από εδώ προσκάλεσε τους Καλλικρατιανούς Χατζή Σήφη, Μανουσέλη Μανούσο, και Κατζούρη Ιωάννη άνδρες διακεκριμένους σε σύνεση και πατριωτισμό για να τους πει ότι άδικα γίνεται ο αγώνας και οι ξένοι δεν θέλουν αλλαγές στις συνθήκες. Επιπρόσθετα ο Μουσταφάς έστειλε ένα κρατικό υπάλληλο τον Α. Κοπάση να περιοδεύσει τα χωριά των Σφακιών και να τους προτρέπει να ησυχάζουν. Ο Ανδρ. Κοπάσης όπου είχε εμπιστοσύνη έλεγε συνεχίστε τον αγώνα και μην ακούτε εμένα.

Εμφυλιοπολεμικές Καταστάσεις στα Σφακιά

Η μερίδα του Τσιριντάνη κατάφερε να διώξει από τα Σφακιά τους εθελοντές αγωνιστές. Σε αντίποινα οι Καλλικρατιανοί κατέβηκαν στην Επισκοπή Ρεθύμνης και εξεδίωξαν, όσους δεν σκότωσαν, Τουρκαλβανούς, στον ίδιο ρυθμό και οι Ασκυφιώτες με τους Ιμπριώτες που συμμετείχαν στο πόλεμο με ολιγομελείς ομάδες, στις άλλες επαρχίες του νησιού. Δύο μέρες μετά την αναχώρηση του Ζυμβρακάκη από τα Σφακιά, εκατό πενήντα Σφακιανοί αγωνιστές κατέβηκαν και ενώθηκαν μαζί του. Κάποια στιγμή η κατάσταση ξέφυγε και μιά εξακοσαριά αγωνιστές κατέβηκαν στον Ομπρόσγιαλό με σκοπό να κάψουν το σπίτι του Τσιριντάνη, αλλά αυτός κατάφερε και τους μετέπεισε.

Οικονομικά

Εξ αιτίας της υποταγής αρκετών χωριών ακόμα και επαρχιών στο νησί σώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι από το βαρύ χειμώνα και την πείνα, αφού είχαν κατάλυμα να μείνουν και κατάφεραν να μαζέψουν τον ελαιόκαρπο ο οποίος είχε αφθονία και καλή τιμή. Αυτό όμως δεν ωφέλησε ιδιαίτερα τα Σφακιά όπου πέθαναν από την πείνα 75 ντόπιοι κάτοικοι, 27 εθελοντές και 16 από τις οικογένειες των προσφύγων. Αυτή την εποχή προσορμίσθηκε στο Σέλινο ένα Αγγλικό ατμόπλοιο με καπετάνιο τον ευγενή Πήμ και μετέφερε γυναικόπαιδα προς την ελεύθερη Ελλάδα. Την πράξη του τίμιου καπετάνιου ακολούθησαν και άλλα Ευρωπαϊκά πλοία αναπτερώνοντας το ηθικό των αγωνιστών.


28 Οκτωβρίου 1866 

Το ατμόπλοιο Πανελλήνιο αποβίβασε στην Αγιά Ρουμέλη, 400 εθελοντές και εφόδια τα οποία φυλάχθηκαν σε αποθήκες αλλά μετά από πίεση των αγωνιστών διαμοιράστηκαν.

30 Οκτωβρίου 1866 Επίθεση στα Πεμόνια

Εξακόσιοι περίπου επαναστάτες κτυπούν τους Τούρκους στο χωριό Πεμόνια, παρά την γενναιότητα των αγωνιστών, μια δυνατή βροχή αχρήστευσε τα όπλα τους και στο τέλος τράπηκαν σε φυγή. Οι Τούρκοι τους ακολουθούσαν εξολοθρεύοντας τους. Την ώρα που είχε αρχίσει η πυρπόληση του Μελιδονιού η κατάσταση σώθηκε με την άφιξη 150 Σφακιανών που ήλθαν από τη Ρέντα. Οι Σφακιανοί υπό τους Τσοντολάμπη και Καρκαβάτσο κυνήγησαν τους Τούρκους μέχρι τις οχυρώσεις τους στα Πεμόνια και Φρε. Σε αυτή τη μάχη οι εχθροί έχασαν δύο αξιωματικούς και δεκαπέντε στρατιώτες.

8 Νοεμβρίου 1866

Ο Μουσταφάς κατευθύνθηκε και κατέστρεψε το Αρκάδι μετά επανήλθε στην Κυδωνία όπου κατέστρεψε παρά την ηρωική αντίσταση των Κρητών τους Λάκκους και τη Ζούρβα. Σε αυτές τις μάχες υπέρ των δύο ηρωικών χωριών πολέμησε ισχυρό σώμα Σφακιανών με αρχηγούς τους Βουγιουκαλάκη, Καβρό Καρκαβάτσο, και Τσοντολάμπη κάνοντας μεγάλη ζημιά στους Τούρκους αλλά αφήνοντας και αρκετούς νεκρούς. Εδώ έπεσε ο αξιόλογος Καλλικρατιανός Γεώργιος Σαριδάκης και τραυματίσθηκαν οι καπετάνιοι Τσοντολάμπης και Αναγνώστης Βουγιουκαλάκης ο οποίος και απέθανε από το τραύμα του στην Αθήνα.

8 Νοεμβρίου 1866

Ανατίναξη της μονής Αρκαδίου. Σύμφωνα με το συγγραφέα Στρατή Π. Γιαννετάκη όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Περιβόλια αποτυπώματα του τόπου μου», ο πυρπολητής της Μονής Αρκαδίου προστατεύθηκε και έμεινε για πολύ καιρό στα Σφακιά. Συγκεκριμένα όταν ο Γιαμπουδάκης συγκρούσθηκε με το πασά (προφανώς του Ρεθέμνου), ένας φίλος του Τουρκοκρητικός τον έκρυψε και ακολούθως με τη συνοδεία Σφακιανών αγωνιστών μεταφέρθηκε για προστασία στα Σφακιά.

Η καταστροφή του Αρκαδιού επέφερε πτώση της επαναστατικής ορμής στις ακραίες επαρχίες του νησιού. Οι αρχηγοί Κόρακας, Κορωναίος, Τσουδερός, Γ. Δασκαλάκης, Ρωμανός μετέβησαν στο Ασκύφου με σκοπό να συσκεφθούν περί του αγώνα. Από το Ασκύφου ο Κορωναίος γράφει στο Ζυμβρακάκη να του στείλει 100 άνδρες να τους συνοδέψουν μέχρι τα χωριά της Ρίζας. Ο Ζυμβρακάκης του απαντά ότι ο δρόμος είναι ανοικτός και να πάει αφού παραλάβει πρώτα τους έτοιμους να εκστρατεύσουν Ασφενδιώτες, Καλλικρατιανούς και Ασκυφιώτες.

8 Δεκεμβρίου 1866 Μάχη στις Φώκιες

Στις 30 Νοεμβρίου ο Α. Κοπάσης ενημέρωσε τους αγωνιστές μέσω του έντιμου Λακιώτη Κανδυλοχριστόδουλου για αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση που ετοίμαζε ο Μουσταφάς. Ο Κοπάσης έπεισε τον πασά να πληρώσει το Κανδυλοχριστόδουλο για να τους οδηγήσει από μονοπάτι στους επαναστάτες αλλά ταυτόχρονα είπε στο Λακιώτη να ειδοποιήσει τους επαναστάτες να στήσουν ενέδρα στο Μουσταφά. Ο Κανδυλοχριστόδουλος ενημέρωσε τον Κριάρη ο οποίος όμως δεν τον πίστεψε και τον κράτησε ως όμηρο. Για το αποτέλεσμα της επιχείρησης ο Κοπάσης λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του από το Μουσταφά.

Τη νύκτα της 7ης προς 8ης Δεκεμβρίου ο εχθρός κινήθηκε κατά των επαναστατών οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν. Μετά από ώρες αψιμαχιών οι αγωνιστές υποχώρησαν αφού άφησαν αρκετούς νεκρούς ανάμεσα τους τον Ιωάννη Ζαμπετάκη. Ο Σφακιανός Μαλικούτσης με 26 άνδρες του αντιστάθηκε όσο μπορούσε στις ορδές του Μουσταφά χάνοντας τους περισσότερους άνδρες του.

Σερβέρ Εφέντης

Αυτή την περίοδο του αγώνα ήλθε στο νησί απεσταλμένος τους σουλτάνου, ο Σερβέρ Εφέντης, με εντολή να βρει δύο αντιπροσώπους ανά επαρχία και να τους φέρει στη Κωνσταντινούπολη για να συζητήσουν πως θα τελειώσει ο πόλεμος. Από τα Σφακιά δεν πήγε κανένας, και έτσι προσπάθησε να πάρει τον άξιο αγωνιστή του 1821 Νικόλαο Μαριδάκη που διέμενε στα Χανιά τα τελευταία 30 χρόνια. Ο Μαριδάκης αρνήθηκε και διέφυγε στην Σύρο.

Ο Μουσταφάς στη Λιβάδα Σελίνου

Μετά την νίκη του Μουσταφά στις Φώκιες κατευθύνθηκε και κατασκήνωσε στη Λιβάδα Σελίνου, από εκεί έστειλε με ατμόπλοιο επιστολή στους Σφακιανούς γράφοντας τα παρακάτω.

«Καπεταναίοι των Σφακιών και λοιποί κάτοικοι!

Πληροφορούμαι ότι παρά τας υποσχέσεις σας διατρέχετε όλοι εις τας άλλας επαρχίας καί πολεμάτε ομού με τους ξένους τα βασιλικά στρατεύματα. Σας το συγχωρώ και ταύτην τη φορά και σας συμβουλεύω πάλι δια το συμφέρο σας να με ακούσετε και να στείλετε με το ίδιο βαμπόρι δύο ανθρώπους από κάθε χωριό, οι οποίοι να παίρνουν και να δίνουν λόγο δι’ όσα θα τους ομιλήσω».

Λιβάδα Σελίνου 6 Δεκεμβρίου 1866
Ο Απεσταλμένος Μουσταφά Πασάς

Επειδή οι συνεπαρχιώτες απουσίαζαν τότε σε διάφορες επαρχίες καί στα στρατόπεδα, απάντησαν όσοι βρέθηκαν στους Κωμητάδες όπως παρακάτω:

«Εξοχότατε Μουσταφά πασά. Οι επαρχιώτες είναι διασκορπισμένοι εδώ και εκεί στις εργασίες των και εμείς οι λίγοι παρευρεθέντες, δεν μπορούμε να σας δώσουμε οριστική απάντηση. Θα προσπαθήσωμε δε να κοινοποιήσουμε τά γραφόμενα σας σε όλους και πιστεύομε ότι θα έχετε σε λίγες ημέρες απάντηση».

Κωμητάδες 8 Δεκεμβρίου 1866
Γρηγόριος Παπαδοπετράκης, Προηγούμενος
Α. Μανουσογιαννάκης , Α. Μπιράκης, Λ. Λόγιος

Σε δεύτερη επιστολή ο Μουσταφά πασάς γράφει στους Σφακιανούς:

«Σφακιανοί, εγώ δεν θέλησα να έλθω αυτού με τα στρατεύματα μου για να μην σας ανησυχήσω, αλλά σας έστειλα το βαπόρι να έλθετε εδώ δύο πρόκριτοι από κάθε χωριό να μιλήσουμε για το συμφέρον σας. Όμως αν και σας υποσχέθηκα τόσες χάρες από το βασιληά μας, εσείς φαίνεται να ακούεται καλύτερα των κατεργάριδων και δεν ήλθετε. Σας στέλνω πάλι το βαπόρι αν θέλετε να έλθετε, αλλιώς έρχομαι εγώ με τα στρατεύματα μου όλα και ότι πάθετε το κρίμα στο λαιμό σας».


18 Δεκεμβρίου 1866 Σούγια

Πρώτη εισβολή των Τούρκων στα Σφακιά τον Ιανουάριο του 1867. Αφού οι Σφακιανοί δεν απέστειλαν κανένα πληρεξούσιο στον πασά αυτός διέταξε τον καπετάνιο ενός από τα ατμόπλοια του να διερευνήσει από που θα μπορούσε να κάνει απόβαση στα Σφακιά. Το ατμόπλοιο διερεύνησε την περιοχή του Φραγκοκάστελου και γύρισε στη Σούγια στις 22 Δεκεμβρίου 1866.

Αψιμαχίες Κοντά στο Κουστογέρακο

Το στρατόπεδο των επαναστατών διαλύθηκε και κάθε αρχηγός πήρε τους άνδρες του και κατευθύνθηκε στην επαρχία που είχε ευθύνη. Ο μόνος που έμεινε απέναντι στο Μουσταφά ο οποίος εν τω μεταξύ είχε εισχωρήσει στο Κουστογέρακο ήταν ο Κριάρης με τους άνδρες του και ένα τμήμα των Σφακιανών αγωνιστών. Αυτοί οι λίγοι στις 25 και 28 Δεκεμβρίου, ανάγκασαν τον Τούρκικο στρατό να αποσυρθεί από την περιοχή της Ώχρας.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 1867

1η Ιανουαρίου 1867

Την πρωτοχρονιά του 1867 επτά ατμόπλοια το ένα μετά το άλλο κατευθύνθηκαν στη θέση Σκηνάρια δυτικά του Φραγκοκάστελου και αποβίβασαν το στρατό του Μουσταφά. Την επομένη και ενώ οι Σφακιανοί περίμεναν επίθεση οι Τούρκοι κινήθηκαν ειρηνικά προς τον Εμπρόσγιαλο. Στην περιοχή του Εμπρόσγιαλου έμειναν οι Τούρκοι επί δεκαπέντε μέρες συνεχώς ενισχυόμενοι από θαλάσσης με νέες επικουρίες. Ο Πασάς αυτές τις ημέρες προσπάθησε με προνόμια για την επαρχία και αμοιβές ανά άτομο να δελεάσει τους Σφακιανούς να μείνουν ουδέτεροι.

Μερικά προνόμια από τα οποία ήταν το αυτοδιοίκητο, τέλεια ασυδοσία, ατέλεια, διορισμός όλων των ικανών σε θέσεις του νησιού και διανομή 4000 κιλών σταριού στις οικογένειες. Μερικοί από τον κομπανία του Τσιριντάνη δέχθηκαν τους όρους και διέτρεχαν τα χωριά να πείσουν τον κόσμο, μερικά χωριά δέχθηκαν την υποταγή άλλα όχι. Οι καμπίτες που δεν συμμετείχαν στον αγώνα αλλά και κόσμος στην ελεύθερη Ελλάδα βρήκαν ευκαιρία να κακολογήσουν κάθε Σφακιανό. Τούτη την περίοδο 200 από τους εθελοντές λόγω της πείνας και των στερήσεων κατέβησαν από τα βουνά και δήλωσαν υποταγή, ακολούθως ο Μουσταφάς τους απέστειλε με βαπόρι στην Ελλάδα.

Ο κόσμος όμως των Σφακιών είχε άλλη άποψη και προετοιμαζόταν για την άνιση αναμέτρηση. Παρά τον άσχημο χειμώνα οι καπετάνιοι Π. Μοράκης, Αναγνώστης Μανουσέλης, Παντελής Παπαδάκης, Ιωάννης Παπαδοπετράκης διέτρεχαν τα χωριά για να συνάξουν αγωνιστές. Ο Παπαδοπετράκης ήταν στο Ασκύφου και έγραφε όπου μπορούσε ζητώντας βοήθεια αλλά και ενημερώνοντας το κοινό των Αθηνών για την επανάσταση. Η Γενική Συνέλευση ευρισκόταν στην Αράδενα. Η μερίδα του Τσιριντάνη έπεισε το πασά ότι όλη η επαρχία είναι σε υποταγή και αυτός σχεδίασε την αναχώρηση του.
 
5 και 8 Ιανουαρίου 1867

Μάχες στην Αγία Ρουμέλη. Εν όσο ο Μουσταφάς είχε αποβιβαστεί στα Σφακιά, έστειλε με πλοία, ικανή δύναμη του να καταλάβει την Αγία Ρουμέλη, καθώς σε αυτή έδρευαν η έδρα της Γεν. Συνέλευσης, το κέντρο εφοδιασμού των επαναστατών και το νοσοκομείο. Οι Τούρκοι αποβιβάσθηκαν νωρίτερα από τις 6 Ιανουαρίου πιθανόν την προηγούμενη, παρά την αντίσταση των λίγων αγωνιστών, οι οποίοι όμως κατάφεραν να τους κρατήσουν μακριά από την είσοδο του φαραγγιού της Σαμαριάς.

Στις 8 Ιανουαρίου μαζεύτηκε το σύνολο των Σφακιανών αγωνιστών υπό τους Γ. Τσελεπή ή Δασκαλάκη, Βαρδή Βοτζάκη, Μανουσογιαννάκη, Τσόντο, Καρκαβάτσο καθώς και αγωνιστές από άλλες επαρχίες όπως ο Γιανναρομιχελής (στο σώμα του υπήρχαν αρκετοί επαρχιώτες μας) καθώς και εθελοντές από την Ελλάδα. Η μάχη άρχισε νωρίς το πρωί και τελείωσε το βράδυ με νίκη των επαναστατών και ιδιαίτερη φθορά των Τούρκων παρά την βοήθεια που είχαν από τα κανόνια ενός πολεμικού πλοίου τους.

Ακολούθως ο Μουσταφάς φοβούμενος την ολοκληρωτική καταστροφή του σώματος, τους ανακάλεσε στον Εμπρόσγιαλο. Έτσι απαλλάχθηκε η Αγία Ρουμέλη από τους εισβολείς. Η Επαναστατική Συνέλευση μετά την πρώτη μάχη στην οποία συμμετείχαν και τα μέλη της έφυγε από την Αγιά Ρουμέλη, έμεινε για λίγο στην Αράδενα και μετά κατευθύνθηκε στο Μουρί και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του παλαιού αγωνιστή του 1821, Δημητρίου Σκορδύλη ή Παπαδάκη. Κατάφεραν και μετέφεραν το μικρό τυπογραφείο που είχαν στήσει και εκδίδανε πατριωτική εφημερίδα.

Εν όσο ήταν στην Αγιά Ρουμέλη η Γεν. Συνέλευση για αποτελεσματικότερη λειτουργία του αγώνα σύστησε ένα ολιγομελές όργανο με την ονομασία Προσωρινή Κυβέρνηση. Γύρω στις 10 Ιανουαρίου στην Ίμπρο εκλέχθηκε πρόεδρος της Γεν. Συνέλευσης ο Παρθένιος Περίδης αφού δεν δέχθηκε την αρχηγία λόγω της ηλικίας του, ο αρχιστράτηγος Κρήτης το 1821 Αν. Μανουσογιαννάκης.

6 Ιανουαρίου 1867 Αράδενα

Η Γενική Συνέλευση ευρισκόμενη στην Αράδενα Σφακίων στέλνει επιστολή στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων σε μια προσπάθεια να φανεί ότι η επανάσταση υφίσταται και δεν έχει καταπέσει. (Είχε προηγηθεί λιποψυχία μερικών εθελοντών από τις κακουχίες και στη συνέχεια η συμφωνία τους με το Μουσταφά για αναχώρηση προς την Ελλάδα όπως και έγινε με Τούρκικο πλοίο από τον Εμπρόσγιαλο). Η επιστολή τελείωνε με τις παρακάτω φράσεις: ''Η επανάσταση υφίσταται ακμαιότερα παρά ποτέ, παρά τις ενάντιες φήμες τις κακόβουλα διαφημιζόμενες, και η απόφαση των κατοίκων της Κρήτης, με όλες τις κακουχίες και τις καταστροφές από τον εχθρό, είναι η ίδια η από την αρχή διατυπωθείσα Ένωση ή Θάνατος''.


16 Ιανουαρίου 1867

Μάχη στο Καμαριώτη. Ο Ρεσίτ πασάς έχει βγει από το Ηράκλειο και κινείται κατά των επαναστατών στη περιοχή της Τυλίσσου. Στις 15 Ιανουαρίου κοντά στη Τύλισο έγινε μια δυνατή σύγκρουση η οποία επαναλήφθηκε την επόμενη μέρα στη περιοχή του Καμαριώτη με τη συμμετοχή των Σφακιανών καπετάνιων Μαρινάκη και Βουγιουκαλάκη, οι οποίοι πολέμησαν από την περιοχή των Γωνιών. Σε αυτή τη μάχη τραυματίσθηκε βαριά ο δραστήριος και ικανός αρχηγός Μαλεβιζίου και Τεμένους Παυλής Ντεντιδάκης, ο ήρωας μεταφέρθηκε για νοσηλεία στη Κράνα όπου και απεβίωσε. Ο Ντεντιδάκης ήταν γέννημα και θρέμμα των Κομιτάδων. Οι άνδρες του και συναγωνιστές του Μαλεβιζιώτες και Τεμενιανοί τίμησαν τον άξιο αρχηγό τους.

18 Ιανουαρίου 1867

Μάχη Φαζού Ασκύφου. Αφού ο Πασάς πείσθηκε ότι όλη η επαρχία είναι σε ησυχία θεώρησε ασφαλές να αναχωρήσει πεζοπορώντας, διασχίζοντας από άκρη σε άκρη τα Σφακιά. Ο Τσιριντάνης του έδωσε ως οδηγό, τον ανιψιό του, Ρούσο Χριστοδουλάκη και ο στρατός των 18.000 ανδρών ξεκίνησε την αναχώρηση του από τον Εμπρόσγιαλο στις 17 Ιανουαρίου του 1867. Την ίδια ημέρα, με απώλειες δύο μόνο ανδρών μέσω της εκκενωμένης Ίμπρου έφθασαν και διανυκτέρευσαν στο Ασκύφου. Το πρωί της 18ης Ιανουαρίου πριν ξημερώσει δόθηκε το σύνθημα της αναχώρησης του στρατεύματος.

Οι καπετάνιοι του Ασφένδου Μ. Μπολιώτης, και Μ. Μαρινάκης, του Καλλικράτη οι Αν. Μανουσέλης, Ι. Παπαδοπετράκης, Μιχάλης και Εμμανουήλ Βουγιουκαλάκης, και Παντελής Παπαδάκης, είχαν αποφασίσει να μη φύγει ατουφέκιστος ο Μουσταφάς. Κοντά τους οι Ιμπριώτες και οι Ασκυφιώτες με τους Αν. Μανουσογιαννάκη, Βουρδουμπά, Ιωσήφ Χ. Ρουσάκη, Κατζουλάκη, Καυκαλά, Τσόντο, Καρκαβάτσο. Από τα άλλα χωριά της επαρχίας οι Γ. Αναγνωστάκης, Αν Καβρός, Νικ. Χριστοδουλάκης, Ι. Παπαδημητράκης, Στυλ. Βαρδουλάκης και ο αρχηγός Γ. Τσελεπής ή Δασκαλάκης.

Στη θέση Φαζού χτύπησαν οι μάχιμοι Ασφενδιώτες με τους Καλλικρατιανούς την οπισθοφυλακή του εχθρού από κοντά έφθασαν και οι Ιμπριώτες με τους Ασκυφιώτες. Η μάχη που θα αποστόμωνε κάθε κακόβουλο εναντίων των Σφακιανών μόλις είχε αρχίσει. Οι μόλις 400 αγωνιστές Σφακιανοί κατάφεραν να τρέψουν σε φυγή τους Τούρκους, ακόμα και ο οδηγός Χριστοδουλάκης λοξοδρόμησε και ενώθηκε με τους αγωνιστές χτυπώντας θανατηφόρα τους Τούρκους. Κάποιοι φώναζαν Μουσταφά Πασά, ''Στάσου δα μη φεύγεις, στάσου να σου υπογράψωμε και μεις το χαρτί του Τσιριντάνη για να χει πλειά κύρος''.

 Ο σκύλος του Ανδρέα Γεωργιλή από το Καλλικράτη έκανε ότι και ο κύριος του κυνηγούσε και κατέτρωγε τους κατακτητές. Οι Σφακιανοί λιτοδίαιτοι και ευκίνητοι κινούνταν από λόφο σε λόφο πιέζοντας συνεχώς το μεγάλο ασκέρι σε σύμπτυξη και φυγή. Η μάχη διήρκησε περίπου τρεις ώρες και ήταν νικηφόρα για τους Σφακιανούς. Σύμφωνα με πληροφορίες από έναν αρμένιο ιατρό οι νεκροί των τούρκων ήταν 1013 και είχαν 1500 τραυματίες. Αντίθετα οι Σφακιανοί είχαν 9 νεκρούς εκ των οποίων οι 4 από το Καλλικράτη. Τραυματιστήκαν 25 άνδρες.

Εκτός των Σφακιανών στη μάχη συμμετείχε και ο καπετάνιος της Ασή Γωνιάς Πετράκης Νικόλαος ή Πετρονικόλας με 14 άνδρες καθώς και ο οπλαρχηγός Γ. Βαρδάκης με 5 άνδρες. Η ήττα του Μουσταφά που είχε διαλαλήσει την υποταγή των Σφακιών, ήταν και το διάταγμα ανάκλησης του από το σουλτάνο.

20 Ιανουαρίου 1867 Σφακιά

Η Γενική Συνέλευση απευθύνεται με εγκύκλιο της σε όλους τους κατοίκους του νησιού προτρέποντας τους να μην αποστείλουν αντιπροσώπους τους στον Σερφέρ Εφένδη απεσταλμένο του σουλτάνου, γράφοντας.

''Κρήτες

Τα βάσανα μας θα τελειώσουν. Η επέμβαση άρχισε ήδη και η νήσος προσεχώς θα ενωθεί με την Ελλάδα. Συνεπώς απαγορεύομε σε οποιαδήποτε επαρχία να αποστείλει αντιπροσώπους. Όποιος συναινέσει στην εκλογή θα θεωρείται προδότης της πατρίδας του και θα έχει κακό τέλος''.

Σφακιά 20 Ιανουαρίου 1867
 
Υπογεγραμμένοι
Παρθένιος Κελαιδής, Παρθένιος Περίδης, Ι. Α. Μανουσογιαννάκης, Α. Μανουσογιαννάκης, Π. Α. Μωράκης, Ι. Χατζή Βουρδουμπάκης, Δ. Παπαδάκης, Α.Σ. Μπούμπουλης, Α.Ι. Τσίχλης, Α. Γεωργιάδης, Α. Παπαγεώργιος, Μιχ. Κυριακίδης, Ν. Ν. Νικολουδάκης.

2 Φεβρουαρίου 1867

Μάχη στο Γερακάρι Αμαρίου. Ισχυρό σώμα Σφακιανών που βρέθηκε στη περιοχή του Αμαρίου με ηγεσία τους γενναίους οπλαρχηγούς Μαλικούτη και Παπαδογιάννη επιτέθηκε στην οπισθοφυλακή των Τούρκων και σκότωσαν 35 από αυτούς. Λόγω της πίεσης της μάχης οι Τούρκοι άφησαν 3000 αιγοπρόβατα και 80 ημίονους που είχαν αρπάξει από τους Αμαριώτες. Οι Σφακιανοί ακολούθως επέστρεψαν τα κλεμμένα ζώα στους κατόχους τους. Στη μάχη μαζί με τους Σφακιανούς πολέμησαν και δύο Ρεθεμνιώτες ένας από τους οποίους ήταν και ο Ι.Χ. Μανιουδάκης.

Μέσα Φεβρουαρίου 1867

Μάχη στο Βαθιακό Αμπαδιάς Αμαρίου. Με αρχηγό τον Μοράκη περίπου 2000 αγωνιστές Σφακιανοί, Αγιοβασιλειώτες και Ρεθεμνιώτες, κινήθηκαν κατά των εμπειροπόλεμων Αμπαδιωτών Μουσουλμάνων. Η έλλειψη κατάλληλου σχεδίου και η γενναιότητα των Αμπαδιωτών οδήγησε τους αγωνιστές σε ήττα. Οι Σφακιανοί έχασαν τον πεντακοσίαρχο Ιωάννη Παπαδοπετράκη καθώς και τον άριστο μαχητή Α. Πολέντα ανηψιό του καπετάνιου Εμμ. Μ. Πολέντα. Στη μάχη έπεσε και ένας εθελοντής Αιθίοπας Χριστιανός. Μετά το θάνατο του Παπαδοπετράκη τη θέση του πεντακοσίαρχου και αρχηγού των Καλλικρατιανών ανέλαβε το πρωτοξάδελφος του Παντελής Παπαδάκης.

Σε αυτή τη μάχη πήρε μέρος το μεγαλύτερο μέρος των αγωνιστών από τα ανατολικά χωριά της επαρχίας μας. Ο ίδιος ο αρχηγός περιστοιχιζόταν από τα μέλη της οικογένειας Κελαιδή, τον πρωτοξάδελφο του Μαν. Εμμ. Μοράκη, καθώς και τους Αναγν. Πωλογεωργάκη, Μαν. Μπολιώτη, Ιωσ. Μιστράκη, Ι. Παυλιουδάκη και Παύλο Πολέντα.


Άφιξη του Αρχηγού Σταμάτη Χιονουδάκη στα Σφακιά

Στις 18 Φεβρουαρίου 1867 ήλθε από την Αθήνα όπου ήταν κρατικός υπάλληλος ο Σταμάτης Χιονουδάκης κάτοικος Χώρας Σφακίων με συγκεκριμένες εντολές κύρια από τις οποίες ήταν να μην αφήσει την επανάσταση να ατονίσει. Με την άφιξη του ο αρχηγός εξύβρισε σφόδρα τον Τσιριντάνη. Η άφιξη του Χιονουδάκη έκανε πολλούς συγγενείς του Τσιριντάνη να πάνε με το μέρος των επαναστατών και να διακριθούν στις μάχες ιδιαίτερα στη θάλασσα. Τους προσεχείς μήνες οι Σφακιανοί κατά αποσπάσματα με τους Αποκορωνιώτες ή και μόνοι τους διέτρεχαν το νησί βοηθώντας όπου υπήρχε ανάγκη.

14 Μαρτίου 1867

Από το Βουβά Σφακίων μετά από προτροπή της Γενικής Συνέλευσης των Κρητών η Προσωρινή Κυβέρνηση εκδίδει διάγγελμα για σύσκεψη μεταξύ των Χριστιανών και Μουσουλμάνων του νησιού. Οι Τούρκοι σαμπόταραν την κίνηση λέγοντας καμμιά συναλλαγή με αντάρτες.

16 Μαρτίου 1867

Ο Χασάν πασάς με 5000 στρατιώτες κινείται από το Ρέθυμνο για να καταστείλει την επανάσταση στην επαρχία Αγίου Βασιλείου οι Σφακιανοί τον αντιμετώπισαν και τον ανάγκασαν να γυρίσει πίσω στο χωριό Αμπελάκι.

17 Μαρτίου 1867

Οι καπετάνιοι Καυκαλάκης και Μωράκης πολεμούν πολυάριθμο Τουρκικό στρατό στα χωριά Άγιο Ιωάννη και Καλή Συκιά με επιτυχία.

19 Μαρτίου 1867 

Στις μάχες κοντά στο Αμπελάκι θα πέσει και ο γενναίος Ι. Πολάκης ή Πολογιάννης.

20 Μαρτίου 1867

Οι Γ. Τσελεπής και Βαρδουλές με 150 Σφακιανούς συμμετέχουν στη μάχη πάνω από τις πηγές Μπουτσουναρίων στα Περβόλια Χανίων. Οι τραυματίες της μάχης μεταφέρθηκαν στα Σφακιά.

Δεύτερη Επίθεση κατά των Σφακιών την 23η Απριλίου 1867 

Ο σουλτάνος για να καταπνίξει την επανάσταση έστειλε το Σεπτέμβριο στο νησί τον αρχιστράτηγο του, Ούγγρο εξωμότη Ομέρ, το μέγεθος των καταστροφών που προξένησε συνοψίζεται στην αρχή του ΚΑΝΕΝΑΣ ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ. Ο Ομέρ βάζει στόχο την καταστροφή των Σφακιών αφού πρώτα εκτελέσει το σχέδιο του για στρατιωτικό αποκλεισμό τους. Ξεκίνησε την πολιορκία της επαρχίας από στεριά αλλά και από θάλασσα αφού διέθετε τεράστια για την εποχή ατμόπλοια. Από την Κράπη μέχρι και το Ρουμπάδο υπήρχε στρατός περισφίγγοντας τα Σφακιά.

Αυτή τη φορά οι Σφακιανοί δεν έμειναν μονάχοι όπως συνήθως, σε βοήθεια τους ήλθαν οι αρχηγοί Ζυμβρακάκης και Κορωναίος με τους άνδρες τους. Η Προσωρινή Κυβέρνηση που αυτή την εποχή είχε έδρα την Ίμπρο διεύθυνε με εύστοχο τρόπο την τροφοδοσία των αγωνιστών ώστε να μην είναι αναγκασμένοι να απασχολούνται και με αυτό. Την 23η Απριλίου δόθηκε από τον Ομέρ η διαταγή της γενικής επίθεσης από την ξηρά και την θάλασσα. Τα παραλιακά χωριά των Σφακιών κανονιοβολούνταν από τα πλοία του εχθρού. Ο Ζυμβρακάκης είχε αναλάβει να υπερασπίσει την είσοδο των Σφακιών από την μεριά της Κράπης ενώ ο Κορωναίος από την ανατολική πλευρά μέχρι το Ρουμπάδο.

Οι αγωνιστές απέκρουσαν τις επιθέσεις και από τις δύο πλευρές με επιτυχία μάλιστα από την άμυνα που είχαν διαταχθεί να κάνουν πέρασαν στην επίθεση. Το μέτωπο είχε ακτίνα 20 μιλίων και ιδιαίτερα σφοδρές ήταν οι μάχες που δόθηκαν από την πλευρά του Ρεθύμνου. Οι απώλειες των εχθρών ήταν αρκετές εκατοντάδες ενώ από τους Σφακιανούς στα ανατολικά έπεσαν 8 Ασκυφιώτες και άλλοι στον Αλίκαμπο αλλά δεν γνωρίζουμε πόσοι. Στο δυτικό μέτωπο έπεσε ο γενναίος Ν. Μαλικούτσης και ο Εμμανουήλ Καρκαβάτσος ενώ στο ανατολικό (από τη μεριά του Καλλικράτη), ο Ι.Θ. Πενθερουδάκης.

Η 23η Απριλίου αν και ημέρα νίκης για τους αγωνιστές, εξελίχθηκε σε αληθινή πανωλεθρία για τους αμάχους Σφακιανούς και πρόσφυγες. Τα γυναικόπαιδα των Σφακιών και των προσφύγων, κινήθηκαν προς απρόσιτες κορφές και σπήλαια για να κρυφθούν, κακή τύχη έγινε απίστευτη κακοκαιρία με χιονιά, περίπου 500 γυναικόπαιδα πέθαναν από το κρύο. Ο Γρ. Παπαδοπετράκης αναφέρει ότι είδε γυναίκα με τα τρία παιδιά της να είναι πεθαμένα από το κρύο. Λόγω της σκληρής αντίστασης από τους αγωνιστές ο Ομέρ έλυσε την πολιορκία των Σφακιών και κατευθύνθηκε προς τις ανατολικές επαρχίες.

Την 1η Μαίου 1867 καταπλέει το πλοίο Αρκάδι και αποβιβάζει εφόδια στη παραλία των Κομητάδων συγχρόνως παραλαμβάνει γυναικόπαιδα για την ελεύθερη Ελλάδα. Τα πλοία των Τούρκων το ανακαλύπτουν και αρχίζουν καταδίωξη το Αρκάδι με πλοίαρχο το Κοτζιά κρύβεται πίσω από τη Γαύδο. Ο Κοτζιάς τη νύκτα ξαναγυρνά και ξεφορτώνει το φορτίο του στους Κομητάδες και ακολούθως πηγαίνει στο Ροδάκινο από όπου παραλαμβάνει ακόμα 350 αμάχους. Μετά την επιτυχή υπεράσπιση των Σφακιών οι καπετάνιοι, Παντελής Παπαδάκης, Μπολιώτης, Μοράκης, Κουτρουμπάς ή Κουτρουμπαδάκης, Βουγιουκαλάκης και Καβρός με 470 Σφακιανούς ακολουθούσαν τον Ομέρ στην πορεία του προς το Λασίθι.

Οι παραπάνω καπετάνιοι συμμετείχαν στην παραλίγο πανωλεθρία του Ομέρ στο Μυλοπόταμο. Η εισβολή του Ομέρ (21 - 27 Μαΐου 1867) στο οροπέδιο του Λασιθίου και οι από κοντά παρενοχλήσεις του από τις ομάδες των Σφακιανών καπετάνιων στοίχισαν την ζωή σε επτά Σφακιανούς. Φροντιστής και τροφοδότης όλων των αγωνιστών της Κρήτης αυτή την περίοδο ήταν ο δραστήριος αγωνιστής Παρθένιος Κελαιδής. Ο παραπάνω κληρικός μαζί με τον Αναγν. Πωλογεωργάκη και άλλους αποστέλλονται από την Προσωρινή Κυβέρνηση ως πληρεξούσιοι για να βοηθήσουν τα μέλη της στην ανατολική Κρήτη( 19 Μαΐου 1867).

Τέλη Μαίου με προτροπή του Δ. Πετροπουλάκη συστήνεται επιτροπή με πρόεδρο τον Γάλλο φιλέλληνα Φλουράνς και ένα από τα μέλη της, τον Σφακιανό Γεώργιο Νικολαίδη Βουρβαχάκη με σκοπό να ενημερώσει την κυβέρνηση της Ελλάδας και να ζητήσει πρόσθετη βοήθεια. Την ίδια περίοδο στο Λουτρό ο Αμερικανός φιλέλληνας Συνδευ δε Καυ προσπαθεί με αυτοσχέδια τορπίλη να βουλιάξει μια Τούρκικη φρεγάτα χωρίς επιτυχία.


Τρίτη Επίθεση κατά των Σφακίων Ιούνιος 1867

Με την κατάπνιξη της επανάστασης στο Λασίθη ο Ομέρ κινήθηκε προς το Τυμπάκι και εκεί σχεδίασε την μεγάλη επίθεση κατά των Σφακίων. Ο σκοπός του Ομέρ ήταν η επαρχία μας να κτυπηθεί ταυτόχρονα από τρεις μεριές, οι Τούρκοι είχαν το απαιτούμενο ανθρώπινο δυναμικό, ενώ οι αγωνιστές λίγοι όπως ήταν δεν θα μπορούσαν να αντέξουν σε τρία μέτωπα. Ο γενναίος Ρεσίτ Πασάς θα κτυπούσε από τα ανατολικά, από τον Καλλικράτη, ο Μεχμέτ Πασάς από την Κράπη και ο ίδιος ο Ομέρ με το κύριο όγκο του στρατού θα αποβιβαζόταν στα νώτα των αγωνιστών στο Φραγκοκάστελο.

Κινούμενος νύκτα ο Μεχμέτ πασάς με 10.000 στρατιώτες εμφανίζεται στο Ασκύφου οι αγωνιστές τον πολιορκούν στο οροπέδιο και αρχίζει να εμφανίζει σημεία κάμψης. Γράφτηκε ότι αν οι αγωνιστές είχαν σύγχρονα όπλα όπως τα Σασεπώ, θα καταστρεφόταν ολοκληρωτικά αυτό το σώμα στρατού. Ο Ομέρ στις 23 Ιουνίου αποβίβασε με 13 ατμόπλοια το στρατό του, στη θέση Αποπλείστρα, ανατολικά του Φραγκοκάστελλου. Στο ναό του Αγίου Χαραλάμπου εγκατέστεισε το στρατηγείο του και διεύθυνε από εκεί τις επιχειρήσεις. Οι άνδρες του Ομέρ κινήθηκαν από τρεις μεριές από το Καψοδάσος, από το Πατσιανό και από τα Κολοκάσια, καταλαμβάνοντας τα πλησίων των βουνά.

Η περιοχή ήταν αφύλακτη από αγωνιστές γιατί πολεμούσαν στο Ασκύφου, ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης. Το δράμα ήταν τα γυναικόπαιδα των γύρω του Φραγκοκάστελλου χωριών, έτρεξαν να κρυφθούν για να σωθούν στις γύρω σπηλιές μιας και δεν προλάβαιναν να φύγουν μακρυά, οι μάχιμοι άνδρες έλλειπαν για να τα καθοδηγήσουν. Εναντίον των 55000 Τούρκων κινήθηκε πάνω από το Πατσιανό ο καπετάνιος του Ασφένδου Μπολιώτης και πάνω από το Καψωδάσος ο καπετάνιος του Καλλικράτη Παντελής Παπαδάκης με όλους και όλους 200 άνδρες. Οι αγωνιστές σε κάθε βήμα τους κινδυνεύουν να κυκλωθούν έτσι υποχωρούν πολεμώντας.

Στο τέλος οι Τούρκοι ανέβηκαν μέχρι το Περυσινάκι και το Τρουλλωτό Κεφάλι. Οι Μάρκος Παπαδοπετράκης και Κανάκης Πετρουλάκης δεν δίσταζαν να πηδάν μέσα στα ταμπούρια των Τούρκων και να τους μακελεύουν. Γύρω από το Τρουλλωτό κεφάλι σκοτώθηκαν 4 Καλλικρατιανοί ένας από τους οποίους ήταν ο γιος του Πατεροφραγκιά και τραυματίσθηκαν οι Μ. Πολενάκης, Πώλος Νικολάου και Μάρκος Παπαδοπετράκης και άλλοι πολλοί. Σε ενίσχυση των Σφακιανών ήλθε ο Κορωναίος με 350 άνδρες του από την μεριά του Καλλικράτη.

Ενώ φαινόταν ότι ο Ομέρ θα έκανε τρεις μέρες να φθάσει στο Ασκύφου και να βοηθήσει τον πολιορκημένο Μεχμέτ μια τρίτη στρατιά από 8.000 στρατό αυτή του Ρεσίτ πασά εισβάλει από το Καλλικράτη. Οι αγωνιστές πλέον βρίσκονται ανάμεσα σε τρία πυρά και υποχωρούν μαζί με τα γυναικόπαιδα προς τα δυτικά χωριά των Σφακιών για να ορίσουν νέα σημεία αντίστασης. Σκηνές φρίκης εκτυλίχθηκαν τότε, δεν υπήρχε χρόνος να πάρουν τους τραυματίες οι οποίοι έμειναν αβοήθητοι στο έλεος του εχθρού και της φύσης. Οι Τούρκοι όλοι μαζεύτηκαν στο βουνό Φράτσια μια απίστευτη σε όγκο στρατιά αποτελούμενοι από 73.000 άνδρες.

Οι Άμαχοι της Γιαλιάς στις Σπηλιές

Η ξαφνική απόβαση του Ομέρ ανάγκασε τις οικογένειες να κρυφθούν στις σπηλιές πάνω από τα χωριά τους. Ένα τμήμα των 200 αμάχων του Πατσιανού μπήκε σε σπηλιά στη θέση Καβαλαρέ, ένα άλλο στην απόρθητη σπηλιά Σχιστή, οι Καψωδασιανοί κρύφθηκαν σε σπηλιά στη θέση Αγιασμάτσι. Όλοι δεν είχαν προλάβει να πάρουν νερό και τροφή. Οι εχθροί στο Αγιασμάτσι έβαλαν φωτιά στην είσοδο της σπηλιάς έτσι τους ανάγκασαν να παραδοθούν, στη Σχιστή αναγκάσθηκαν να παραδοθούν λόγω της δείψας και της πείνας. Επειδή η Προσωρινή Κυβέρνηση είχε κάνει γνωστό στους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων την κατάσταση των αμάχων στις σπηλιές δεν τους πέρασαν από το μαχαίρι.

Αντίθετα οι άμαχοι που είχαν κρυφθεί σε σπηλιά του φαραγγιού της Ίμπρου, και δεν ήταν γνωστό στα Προξενεία, ο Ομέρ τους πέρασε όλους από το μαχαίρι. Στη Σχιστή συνελήφθησαν οι: Αναγνώστης Χ. Παπαδάκης πληρεξούσιος, Ανδρέας Αναγνωστάκης, Ανδρέας Μανουσοπετράκης, ο ηγούμενος του προφήτου Ηλίου Ρουστίκων και ένας ιερέας Ρεθεμνιώτης οι οποίοι οδηγήθηκαν στις φυλακές της Σούδας. Ένα μεγάλο μέρος των γυναικόπαιδων κατέφυγε στην Αγιά Ρουμέλη από όπου με δύο Ευρωπαϊκά πλοία μεταφέρθηκε στην ελεύθερη Ελλάδα.

15 Ιουλίου 1867

Μάχη της Αράδενας. Οι 1000 επαναστάτες όρισαν ως νέο σημείο αντίστασης το φαράγγι της Αράδενας. Σύντομα έφθασε και το μεγάλο ασκέρι του Ομέρ, λέγεται ότι αριθμούσε τις 73.000, από τα δυτικά οι αγωνιστές της λευτεριάς από τα ανατολικά οι κατακτητές. Στη μάχη συμμετείχαν και εννέα θωρηκτά πλοία τα οποία βομβάρδιζαν τους Σφακιανούς από το νότο. Και τούτη τη φορά έγινε ότι έγινε και το 1770 ανέβηκαν οι Τούρκοι από τη θάλασσα και κύκλωσαν τους επαναστάτες.

Εσπευσμένα οι επαναστάτες αναδιπλώθηκαν προς τα Κρούσια όμως η οπισθοφυλακή έχασε 25 από τα παλικάρια της. Μετά την μάχη της Αράδενας και την ολοκληρωτική καταστροφή των χωριών των Σφακιών ο Ομέρ θεώρησε ότι κατέστειλε την επανάσταση στη Κρήτη αναγγέλλοντας το γεγονός στο σουλτάνο.

Αποτελέσματα της Εκστρατείας στα Σφακιά

Υλικά τα Σφακιά υπέστησαν πρωτοφανή καταστροφή, δεν έμεινε τίποτα, ούτε σπίτι, ούτε ναός, ούτε δένδρο, πλήρης διάλυση. Οι Τούρκοι θεώρησαν ότι καταστρέφοντας τα Σφακιά τελείωσαν την επανάσταση, η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη. Μόλις αυτοί έφυγαν οι αγωνιστές βγήκαν από τα γκρεμνά και τα φαράγγια και τους ακολουθούσαν κάνοντας τους κλεφτοπόλεμο. Κανείς από τους Σφακιανούς αγωνιστές δεν δήλωσε υποταγή. Ο σκληρός αγώνας εντός των Σφακιών έκανε τους καπετάνιους να αντιληφθούν ότι πρέπει να ορίσουν γενικό αρχηγό στην επαρχία και έτσι ανέθεσαν την αρχηγία στο Σταμάτη Χιονουδάκη.

6 Αυγούστου 1867

Οι Γεώργιος Μαυροθοδωράκης, Ν. Κορδόνης και Ρ. Χριστοδουλάκης με μερικούς άλλους αγωνιστές έκαψαν το καταδρομικό Αρκάδι στις 6 Αυγούστου του 1867 ώστε να μην πέσει στα χέρια του εχθρού. Στη μάχη αυτή έπεσαν 4 Σφακιανοί καθώς και 23 Κρήτες και εθελοντές.


Αποστολή του Αντιπροέδρου της Γενικής Συνέλευσης στην Αθήνα

Στις 14 Αυγούστου 1867 ο τότε αντιπρόεδρος της Γεν. Συνέλευσης μαζί με το γραμματέα Λεωνίδα Λόγιο, στάλθηκαν στην Αθήνα για να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση. Συναντήθηκαν με τον πρωθυπουργό Κουμουνδούρο και μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Ο πρωθυπουργός τους προέτρεψε να συνεχίσουν τον αγώνα όπως φαίνεται από τους δημοσιευμένους διαλόγους με τον Παπαδοπετράκη.

''Μην απελπίζεστε Ηγούμενε μου, οι ισχυροί δεν είναι τόσο άδικοι και σκληροί, ώστε να μη λάβουν υπ όψη τους ποταμούς των αιμάτων, που χύνονται για την ελευθερία, αλλά πρέπει να έχετε υπομονή και καρτερία για λίγο ακόμη. Το ζήτημα έγινε πολύπλοκο και πρέπει να γίνει συνενόηση των Μεγάλων Δυνάμεων πριν γίνει η οριστική διευθέτηση του. Έχετε την ιδέα ότι και εμείς δεν παύουμε νύκτα μέρα να εργαζόμαστε σε ότι είναι δυνατό. Κρατείστε λοιπόν λίγο ακόμα και οι πόθοι μας θα στεφανωθούν''.

ΤΡΙΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 1868

Διχασμός Αλλαγή του Αντικειμενικού Σκοπού της Επανάστασης

Ο Παπαδοπετράκης με το Λόγιο παρέλαβαν δέκα άνδρες από την Αθήνα και με Ρώσικο ατμόπλοιο έφθασαν στο Φραγγοκάστελο. Το πλοίο πήρε τις οικογένειες που είχαν σωθεί στις σπηλιές και αναχώρησε για την ελεύθερη Ελλάδα. Οι δύο τους μεταβήκανε στην Αργυρούπολη όπου ήταν η Γεν. Συνέλευση και την διαφώτισαν για την κατάσταση. Ένα μέρος των μελών της Γεν. Συνέλευσης βλέποντας ότι δεν οδηγούνται πουθενά άλλαξαν τον αρχικό αντικειμενικό σκοπό που ήταν η ένωση με την Ελλάδα με άλλο που όριζε το εφικτό που ήταν η αυτονομία της Κρήτης.

 Η συνέλευση χωρίσθηκε σε αυτούς που ήθελαν να συνεχίσουν τον αγώνα για ένωση και σε αυτούς που επιθυμούσαν την ειρήνευση με το ελάχιστο την αυτονομία. Τελικά επικράτησαν αυτοί που επιθυμούσαν την συνέχιση του αγώνα για Ένωση με την Ελλάδα.

Άφιξη στη Κρήτη του Βεζύρη Ααλή

Αρχές Οκτωβρίου του 1868 ήλθε στην Κρήτη ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, πρώτη ενέργεια του ήταν η χορήγηση 40ήμερης ανακωχής ταυτόχρονα ελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους αγωνιστές και μοίρασε θέσεις και μετάλλια στους προσκυνημένους. Προσκάλεσε δε το φυλακισμένο Σφακιανό και μέλος της Γεν. Συνέλευσης Αναγνώστη Χ. Παπαδάκη λέγοντας του: . Ο Παπαδάκης μετέφερε τις υποσχέσεις του Ααλή στη συνέλευση αυξάνοντας περισσότερο τους φιλειρηνιστές. Τον ίδιο χρόνο στάλθηκε από την Αθήνα επιτροπή αποτελούμενη από τους Γεώργιο Νικολαίδη Βουρβαχάκη(νομικό και αρχαιολόγο), Α. Παπαδάκη, Φ. Λιμπρίτη και Σ. Αντωνιάδη.

Η επιτροπή είχε εντολή να εμψυχώσει τους αγωνιστές ώστε να συνεχίσουν τον αγώνα και να μην συνδιαλλαγούν με τον Ααλή. Φαίνεται ότι λίγο έλειψε στη Γεν. Συνέλευση να σκοτωθούν μεταξύ τους. Με ιδιαίτερα έντονο τρόπο λογομάχησε ο Γεώργιος Βουρβαχάκης που ήθελε να συνεχιστεί ο αγώνας για Ένωση με το Λόγιο που ήθελε να συνδιαλλαγούν με το Πρωθυπουργό της Τουρκίας για την παραχόρηση αυτονομίας. Εν τέλει με τη επέμβαση των ψυχραιμότερων αποσωβήθηκε ο κίνδυνος εμφυλίου. Και οι δύο ήταν αγνοί πατριώτες απλός έβλεπαν τα πράγματα διαφορετικά.

Αρχές Οκτωβρίου ο Ααλής προσκάλεσε γενική συνέλευση με μέλη, τέσσερα από κάθε επαρχία, από τα Σφακιά δεν προσήλθε κανένας. Με το που προσήλθαν τους έδωσε διορία οκτώ ημέρες, να του προτείνουν λύσεις. Ο αγώνας τους προσεχείς μήνες μετατράπηκε από στρατιωτικό σε διπλωματικό προσπαθώντας ο Ααλής με τους προσκυνημένους να θέσουν στο περιθώριο του λαού της Κρήτης τα μέλη της Προσωρινής Κυβέρνησης και τους αγωνιστές.

Μάχη στην Ανώπολη και Θάνατος του Ήρωα Καπετάνιου Γ. Τσελεπή του 2ου

Ο Ομέρ μετά την καταστροφή των Σφακιών άφησε 6000 άνδρες στον Εμπρόσγιαλο να παρακολουθούν από κοντά τα Σφακιά. Η ύπαρξη τόσου στρατού δυσκόλεψε τους Σφακιανούς οι οποίοι πλέον είχαν τον εχθρό κοντά τους και έπρεπε να είναι πάντα σε ετοιμότητα. Κατά διαστήματα οι Τούρκοι έβγαζαν αποσπάσματα προς τα ορεινά Σφακιά τα οποία έρχονταν σε συγκρούσεις με τους αγωνιστές. Σε μια τέτοια μάχη στην Ανώπολη έπεσε και ο ήρωας αρχηγός του δυτικού τμήματος των Σφακιών Γεώργιος Τσελεπής ή Δασκαλογιάννης.

Ο θάνατος του αρχηγού εξόργισε τους Σφακιανούς οι οποίοι έκαναν λάθος κίνηση και επιτέθηκαν εναντίων των Τούρκων στους πύργους και τα οχυρώματά τους. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν να χαθούν 10 Σφακιανοί και πολλοί να τραυματισθούν και οι Τούρκοι να αναθαρρίσουν περισσότερο. Αυτή την περίοδο κτίσθηκαν οι πύργοι στο Ασκύφου, Αγιά Ρουμέλη και Ανώπολη ενώ επισκευάσθηκαν οι παλαιότεροι Χώρας Σφακίων και Φραγγοκάστελου.

Μάχη στο Ασφένδου

Πέντε χιλιάδες Τούρκοι ανέβηκαν μέχρι την κορυφή Φράτσια και πέρασαν από το Ασφένδου. Τότε ενωθέντες οι Ασφενδιώτες, οι Καλλικρατιανοί και οι Ιμπριώτες τους επιτέθηκαν και τους ανάγκασαν να οπισθοχωρήσουν. Την κατάλληλη στιγμή εμφανίσθηκε και ο Κορωναίος με τους εθελοντές του και η μάχη εξελίχθηκε σε αληθινή πανωλεθρία για τους Τούρκους οι οποίοι το έβαλαν στα πόδια. Όπλα πολεμοφόδια και εφόδια έμειναν στους αγωνιστές. Οι Τούρκοι έχασαν 723 στρατιώτες ενώ οι Σφακιανοί 6, πληγώθηκαν και αρκετοί αγωνιστές ανάμεσα τους και ο αρχηγός των Ασφενδιωτών Μ. Μπολιώτης. Η νίκη αυτή φόβισε τους κατακτητές οι οποίοι δεν τόλμησαν να εξορμήσουν πλέον.

Συμπλοκή στη Κάινα

Αφού οι Τούρκοι δεν έβγαιναν από τα οχυρώματα τους, οι Σφακιανοί άρχισαν να εξορμούν εκτός της επαρχίας. Σε μιά συμπλοκή στη Κάινα τραυματίσθηκε στο πόδι ο Σταυράκης Παπαδοπετράκης από το Καλλικράτη, ο ξάδελφος του και αρχηγός των Καλλικρατιανών Παντελής Παπαδάκης τον πήρε στον ώμο για να τον σώσει όμως μια ακόμα σφαίρα τραυμάτισε και τον αρχηγό. Ο μεν Στ. Παπαδοπετράκης έμεινε κουτσός ο δε ήρωας αρχηγός πέθανε μετά από τριών ετών θεραπεία. Ο Γρ. Παπαδοπετράκης διερευνόντας τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων σχημάτισε πλέον την γνώμη ότι ο αιματοβαμένος αγώνας ήταν πια χαμένος.


15 Ιουλίου 1868 

Σύναξη στο Αμάρι. Μια σύναξη αρχηγών στο Αμάρι όπου ήταν η Συνέλευση σκοπό είχε να ορίσει νέο δόγμα αυτό της Αυτονόμου Πολιτείας. Με το άκουσμα του από τους μπαρουτοκαπνισμένους οπλαρχηγούς έγινε πανικός δεν το δέχθηκαν πολλοί και παραλίγο να γίνει εμφύλιος αιματοχυσία. Λογικό πως να ακούσουν οι συνεπαρχιώτες το τέλος του αγώνα όταν μόνο από το Ασκύφου είχαν πέσει οι μισοί άνδρες των αρμάτων. Στο τέλος οι Πληρεξούσιοι υποσχέθηκαν στο πλήθος ότι θα κάνουν ότι θέλει και έτσι διαλύθηκαν.

24 Σεπτεμβρίου 1868

Σύναξη στη Κράνα. Η Συνέλευση μετάβηκε στο Μυλοπόταμο όπου ήλθαν και αρκετοί οπλαρχηγοί. Εκεί υπό την προεδρία του Παπαδοπετράκη ψήφισαν να εργασθούν για την Ανεξάρτητη Ηγεμονία. Ο ίδιος ο Παπαδοπετράκης εργάσθηκε για αυτή αν και γνώριζε ότι δεν υπήρχε πλέον ελπίδα ούτε και για αυτό. Τα έγγραφα της Σύναξης στάλθηκαν στο σουλτάνο και στις Μεγάλες Δυνάμεις αλλά ο καιρός είχε παρέλθει και ούτε απάντηση δεν έλαβαν.

Το Τέλος του Τριετή Αγώνα 1866 - 1869

12 Νοεμβρίου 1868 

Ασφένδου διάλυση Γ. Συνέλευσης. Μια μια οι επαρχίες του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου δήλωναν υποταγή. Λίγοι ήρωες αγωνιστές έμεναν στα κρύα των βουνών να συνεχίζουν ένα άνισο αγώνα. Αρχές Οκτωβρίου 1868 η Συνέλευση θεωρώντας ότι δεν είναι πιά ασφαλής κατευθύνθηκε προς τα Σφακιά που διατηρούσαν την επανάσταση όχι από ελπίδα πια, αλλά από φιλοτιμία. Δεν είχαν περάσει 40 μέρες και στις 12 Νοεμβρίου 1868 στο Ασφένδου Σφακίων, ο προεδρεύον της Γ. Συνέλευσης Γρ. Παπαδοπετράκης διαβλέποντας ότι είναι αδύνατο να διατηρηθεί το πολυμελές σωματείο γιατί κινδύνευαν όλοι, (οι Τούρκοι ήταν στον Εμπρόσγιαλο), προέβηκε στη διάλυση της, χωρίς να υπάρξει καμμία διαφωνία από τα μέλη.

 Παρέμεινε σε ενέργεια η Προσωρινή Κυβέρνηση ως ολιγομελής. Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ενώ η Πρ. Κυβέρνηση ήταν πάνω από την Ασή Γωνιά προδόθηκε η θέση της και την νύκτα κυκλώθηκαν από τους Τούρκους. Όσοι αντιλήφθηκαν νωρίς την παρουσία των εχθρών κατάφεραν να διαφύγουν, από τους υπόλοιπους άλλοι σκοτώθηκαν στη προσπάθεια τους να φύγουν από τα γρεμνά και άλλοι συνελήφθηκαν και κατακρεουργήθηκαν. Τα έγγραφα και οι σφραγίδες του αγώνα περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων. Ο γενναίος Μανιάτης καπετάνιος Πετροπουλάκης περικυκλώθηκε στον Αποκόρωνα και παραδόθηκε. Οι Σφακιανοί και λίγοι αγωνιστές άλλων επαρχιών μένουν περιπλανόμενοι δίνοντας τις δικές τους μάχες σε ένα χαμένο αγώνα.

11 Δεκεμβρίου 1868

Μερικά σώματα αγωνιστών του Ψηλορείτη αφού καταδιώκονταν επί τρεις μέρες και έχασαν 150 άνδρες, έφθασαν στο Καλλικράτη να ξαποστάσουν. Όμως ο εχθρός ήταν πανίσχυρος και ανήλθε στο Καλλικράτη, πάνω από το χωριό παρατάχθηκαν οι Σφακιανοί, οι εναπομείναντες επαναστάτες των άλλων επαρχιών του νησιού και μερικοί εθελοντές για να δόσουν την τελευταία μάχη του τριετή αγώνα. Η μάχη ήταν πανωλεθρία για τους Έλληνες δώδεκα που συνελήφθηκαν κατακρεουργήθηκαν οι υπόλοιποι διασκορπίσθηκαν στα χιονισμένα βουνά όπου πολλοί βρήκαν οικτρό θάνατο, ανάμεσα τους ήταν και άμαχοι που πάγωσαν στα όρη. Βαρειά τραυματισμένος βρέθηκε την επομένη ο Μάρκος Παπαδοπετράκης, ο νεαρός ήρωας τάφηκε μαζί με τον οκτάχρονο ανηψιό του που πάγωσε στα όρη.

14 Δεκεμβρίου 1868

Τα λείψανα του Αγώνα όπως ήταν σχηματισμένα σε σώματα κατέβηκαν πρώτα τα προεδρεία, μετά τα αρχηγεία και τέλος οι αγωνιστές με την πολεμική μουσική του εχθρού να παιανίζει, τιμής ένεκεν, και με δάκρυα στα μάτια, δήλωσαν υποταγή. Μόνο στο πρόεδρο Γρηγόριο Παπαδοπετράκη και στον αντιπρόεδρο Γ. Χ. Μανιουδάκη δεν επέτρεψε ο πασάς να φύγουν από την Κρήτη για να μην ισχυριστούν ότι δεν τελείωσε ο αγώνας.

Απολογισμός για τα Σφακιά

Το τέλος του τριετή αγώνα θα βρει τα Σφακιά αγνώριστα, η καταστροφή όλων των χωριών, εκτός του Εμπρόσγιαλου ήταν ολοκληρωτική. Οι αγωνιστές έψαχναν τις οικογένειες τους στα νησιά και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Το ένα τρίτο των Σφακιανών που κρατούσε άρματα έπεσε στον αγώνα, 325 ήταν οι ήρωες που έδωσαν τα Σφακιά και δεν αναφέρονται οι εγκατεστημένοι στα κατωμέρια. Ιδιαίτερα χτυπήθηκαν τα ανατολικά χωριά της επαρχίας, το Ασκύφου θρήνησε εβδομήντα τέσσερεις ήρωες, και ο Καλλικράτης εξήντα τρεις, χάθηκαν μόνο από τα δύο χωριά οι μισοί άνδρες των, εκτός των αμάχων. Τα λόγια του εθελοντή Ανθυπασπιστή Ν. Ψύχα δείχνουν τι απέμεινε από τα Σφακιά.

«Δεν υπάρχει πλέον εις τα Σφακιά κατάλυμα ή ναός, αμπελών ή φυτεία, κτήνος ή πρόβατον. Δεν εφώνησεν πλέον αλέκτωρ. Πανταχού τέφρα και ερημία φρικώδης».

Εδώ αξίζει να παρατηρήσομε ότι και σε αυτό τον αγώνα οι Σφακιανοί συνεχώς έπαιζαν και κατά την ποιότητα και κατά την ποσότητα το σπουδαιότερο ακόμη ρόλο, στις διάφορες αρχές, αν και από τους συνεχείς αγώνες του τόπου και την καθημερινώς ευρύτερη και ευχερέστερη χρήση των όπλων δεν καθυστερούσαν και οι άλλες επαρχίες και προπαντός οι των Χανίων και Ρεθύμνης. Ανάμεσα στις 13 ηγετικές φυσιογνωμίες του Κρητικού Αγώνα 1866 - 1869 οι έξι ήταν Σφακιανοί.

Απολογισμός για την Κρήτη

Δεν ξέρουμε ακριβώς τον αριθμό των νεκρών του αιματηρού τριετή αγώνα αν και κάποιοι μιλούν για 30.000 νεκρούς Κρήτες και εθελοντές. Το κυριότερο κέρδος του τριετή αγώνα ήταν ότι στην διεθνή κοινότητα τίθεται πλέον το ΚΡΗΤΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ που απαιτεί λύση. Κέρδος ήταν και τα σκιώδη προνόμια του Οργανικού Νόμου, όπως φαίνονται παρακάτω, τα οποία όμως γρήγορα θα καταπατούνταν.

α) Ο Γενικός Διοικητής Κρήτης εδιορίζετο από τον σουλτάνο, μα είχε δύο συμβούλους, έναν Χριστιανό και ένα Μουσουλμάνο.

β) Το συμβούλιο εδιαχειρίζετο διοικητικά, οικονομικά και εφοριακά ζητήματα.

γ) Οι νομοί της Κρήτης από τρεις δηλαδή Χανίων, Ρεθύμνης και Ηρακλείου πλέον γίνονται πέντε με την προσθήκη δύο νέων νομών αυτών των Σφακίων και του Λασιθίου. Ο νομός Σφακίων περιελάμβανε τα Σφακιά, τον Αποκόρωνα και την επαρχία Αγίου Βασιλείου. Έδρα του νομού Σφακίων ήταν ο Βάμος και ο νομός διαλύθηκε δύο χρόνια μετά την Ένωση με την Ελλάδα, το 1915.

δ) Η Κρήτη θα είχε πλέον 80 αντιπροσώπους όπου οι 250.000 Χριστιανοί εκλέγανε τους 49 και οι Μουσουλμάνοι με τους 70.000 εκλέγανε 31.

Βέβαια για τις αποφάσεις, χρειαζόταν πλειοψηφία κατά τα 2/3 και έτσι ουσιαστικά αχρηστεύετο η πλειοψηφία των Χριστιανών.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το νησί της Κρήτης είναι σημαδεμένο από τον Χρόνο και την Ιστορία. Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν απ’ αυτό και θέλησαν να το καταλάβουν: Ρωμαίοι, Σαρακηνοί, Γενουάτες, Ενετοί, Οθωμανοί, Άραβες, Γερμανοί, Άγγλοι. Άλλοι φανερά και άλλοι κρυφά και δόλια. Έναντι όλων αυτών οι Κρήτες αντέταξαν το ανάστημά τους. Τους μέτρησαν και τους αισθάνθηκαν καλά οι κατακτητές, επίδοξοι και κακόδοξοι. Στα 230 χρόνια (16691 - 1898), που η Κρήτη ήταν υπόδουλη στους Οθωμανούς, έγιναν πλήθος επαναστατικών εξεγέρσεων κινημάτων και μαχών, κατά των κατακτητών, που δεν μπορούν να μετρηθούν. Υπολογίζονται σε περισσότερες από 400.

 Ο 19ος αιώνας υπήρξε για την Κρήτη μια περίοδος συνεχών εντάσεων και επαναστατικών αναταραχών. Η σταδιακή παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα φαινόμενα τοπικής κακοδιοίκησης, η καταπίεση των χριστιανών κατοίκων του νησιού από τις Οθωμανικές αρχές και από τους Μουσουλμάνους συντοπίτες τους, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη Ελληνικής εθνικής συνείδησης, συντελούν στη δημιουργία ενός κλίματος διαρκούς αναστάτωσης. Οι ιστορικοί λένε πως έγιναν εξ αιτίας των σκληρών μέτρων του κατακτητή, της απάνθρωπης συμπεριφοράς, της εξαντλητικής φορολογίας.

Και βάζουν παράμερα την Κρητική ψυχή, την κατ’ εξοχήν ελεύθερη και Ελληνική. Διότι οι λέξεις «Ελευθερία - Θάνατος - Ένωση», είναι μία και το αυτό στην Κρητική ψυχή. Παράλληλα, ο οικονομικός και πολιτικός ανταγωνισμός των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων της εποχής και η επίδραση των Ευρωπαϊκών ιδεολογικών ρευμάτων (φιλελευθερισμός, ρομαντισμός, εθνικισμός), που δημιουργούν συνθήκες εξέγερσης σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, διαμορφώνουν και στο νησί της Κρήτης ανάλογη επαναστατική ατμόσφαιρα και ενθαρρύνουν την αμφισβήτηση της Οθωμανικής εξουσίας.

Κύριος στόχος των κινημάτων αυτών ήταν η απελευθέρωση του νησιού από την Οθωμανική κυριαρχία και, μετά από το 1830 (έτος ίδρυσης του νέου Ελληνικού κράτους), η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα. Ως ενδιάμεσος στόχος προβαλλόταν η βελτίωση της θέσης των Χριστιανών κατοίκων με τη θεσμοθέτηση διοικητικών μεταρρυθμίσεων υπέρ του Χριστιανικού πληθυσμού. Η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Χριστιανών πραγματοποιήθηκε το 1770 (επανάσταση Δασκαλογιάννη). Την καταστολή της ακολούθησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας, αλλά και καταπίεσης του Χριστιανικού πληθυσμού.

Η οργανωμένη αντίσταση του Κρητικού κατά του κατακτητού, αρχίζει πολύ νωρίς, από τα Χανιά από μια άγνωστη επανάσταση, το 1692, μόλις σχεδόν 20 χρόνια μετά την κατάκτηση. Πότε υποδαυλιζόμενη από τους Ενετούς, πότε από τους Ρώσους, έως την επανάσταση του Σφακιανού Γιάννη Δασκαλογιάννη το 1770, με 1.300 παλληκάρια. Συνελήφθη και οι Οθωμανοί τον έγδαραν ζωντανό (17 Ιουνίου 1771) στην πλατεία Ατ Μεϊντάν του Ηρακλείου μπροστά στα μάτια του πλήθους, προς παραδειγματισμόν. Οι αποτυχίες αυτών των επαναστάσεων, όμως, έφεραν πιο καταπιεστικές συνέπειες για τους υποδουλωμένους.

Πίστευαν πως έτσι θα φοβίσουν και θα καθυποτάξουν τον ανυπότακτο Κρητικό πληθυσμό, που είχε μάθει λεύτερος πάνω στις Μαδάρες του. Και έρχεται η μεγάλη ελληνική επανάσταση του 1821. Η οποία στην Κρήτη αγκαλιάζεται και εξαπλώνεται αμέσως. Οι αγώνες των Κρητών, εναντίον των πάνοπλων Οθωμανών, διαρκούν 10 σχεδόν χρόνια. Έχουν επιτυχίες και αποτυχίες. Και νέες οδυνηρές συνέπειες.  Το 1821, στο πλαίσιο της μεγάλης Ελληνικής Επανάστασης, οι Κρητικοί κηρύσσουν επανάσταση στο νησί, η οποία θα λήξει εννέα χρόνια αργότερα, το 1830, χωρίς να επιτευχθεί ο στόχος της απελευθέρωσης από την Οθωμανική κυριαρχία. Οι επαναστατικές εξεγέρσεις αρχίζουν από τα απάτητα Σφακιά.

Ήταν 7 Απριλίου 1821, όταν πραγματοποιήθηκε η επαναστατική συνέλευση στα απόμακρα Γλυκά Νερά των Σφακίων. Στις 15 Απριλίου, νέα συνέλευση στην Παναγία Θυμιανή, που γίνεται η «Αγία Λαύρα της Κρήτης» (συμβατικώς). Στην συνέλευση παίρνουν μέρος 1.500 επαναστάτες απ’ όλη την Κρήτη. Έτσι, στις αρχές Ιουνίου αρχίζει και επίσημα πια ο Κρητικός Αγώνας, με τ’ όνομα. Έως το 1824, οι Οθωμανοί τα βρίσκουν σκούρα. Γι’ αυτό καλούν σε βοήθεια τις Αιγυπτιακές δυνάμεις του Τουρκαλβανού (γεννημένου στην Καβάλα) Μεχμέτ Αλή Πασά, οι οποίες κατορθώνουν, μετά από φονικές μάχες, εν τέλει να καταπνίξουν τα επαναστατικά κινήματα της Κρήτης.

Η δεύτερη φάση της Κρητικής επαναστάσεως αρχίζει από την ακριτική Γραμβούσα το 1825. Το 1828 μένει στην Ιστορία για τις φονικές μάχες στο Φραγκοκάστελλο των Σφακίων, με τον Χατζημιχάλη Νταλιάνη, που με 700 στρατιώτες έπεσαν σχεδόν όλοι ηρωικά. Μάλιστα ο θάνατος των παλληκαριών αυτών εγέννησε τον θρύλο των Δροσουλιτών, οι οποίοι κάθε χρόνο, αρχές Μαΐου ή Ιουνίου οι καιρικές και ατμοσφαιρικές συνθήκες ευνοούν και οι ψυχές τους εμφανίζονται ως σκιές στα τείχη του κάστρου, όπου εχάθησαν. Οι μάχες συνεχίζονται έως το 1830. Τότε υπογράφεται το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου». Η Ελλάς κερδίζει την ανεξαρτησία της.

Όχι όμως και το πολύπαθο νησί. Έτσι το θέλησε η Ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η Αγγλία, που ποτέ δεν θέλησε σε καμμιά φάση της Ιστορίας την Ελλάδα ελεύθερη, για να μπορεί χρησιμοποιεί ο Αυτοκρατορικός αποικιοκρατικός στόλος της το λιμάνι της Σούδας. Έτσι, οι αγώνες του Κρητικού λαού δεν δικαιώθηκαν σε πολιτικό επίπεδο. Με το ίδιο «Πρωτόκολλο», η Ευρώπη «κλείνει το μάτι» στην Αίγυπτο: Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφερε ο αντιβασιλεύς της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλής, στον σουλτάνο, του παραχωρείται η Κρήτη, στην τιμή των 21.000.000 γροσίων. Έτσι ξεκινά μια νέα περίοδος σκλαβιάς για το νησί και τους κατοίκους του, η οποία διαρκεί έως το 1840.


«Εστιλβωμένη δουλεία», την αποκαλεί ο Β. Ψιλάκης. Νέες αυθαιρεσίες των γενιτσάρων. Εξ ίσου βαρειά η νέα κατοχή. Οι Ευρωπαίοι σύμβουλοι διδάσκουν πως, «όσο περισσότερο εξαθλιώνεται οικονομικά ένας λαός, τόσο ασφαλέστερα εδραιώνεται η εθνική του υποδούλωση». Εκτελούνται κοινωφελή έργα (γέφυρες, δρόμοι, υδραγωγεία, λιμάνια), αλλά όχι με χρήματα των κατακτητών, αλλά με μια εξαντλητική φορολογία του Κρητικού λαού. Όσοι θαυμάζουν αυτά τα έργα σήμερα και τα επαινούν, ξεχνούν να αναφέρουν πως είναι κτισμένα με τον ιδρώτα του Κρητικού λαού. Ο λαός αντιδρά: Μεγάλη συγκέντρωση αντιπροσώπων στις Μουρνιές (1833).

Αποτέλεσμα; Συλλαμβάνονται και απαγχονίζονται 41 Κρήτες, ως πρωταίτιοι της συγκεντρώσεως. Η «Συνθήκη του Λονδίνου» (1840) ξαναδίνει και πάλι την Κρήτη στον σουλτάνο. Νέοι αγώνες. Ώσπου, τo 1841 κηρύσσεται νέα επανάσταση. Αρχηγοί είναι ο οπλαρχηγός Γ. Βασιλογιώργης (απ’ το Λασύθι στις Ανατολικές επαρχίες) και οι αδελφοί Χαιρέτη (στις Δυτικές). Άδοξο τέλος. Αλλά ξυλογραφίες με θέμα εξεγερμένους Κρητικούς στα βουνά της νήσου, και με τίτλο «Κρητική επανάσταση» αρχίζουν και κάνουν την εμφάνισή τους και στον διεθνή Τύπο, και από επώνυμους καλλιτέχνες (Matursia, κ.ά.).

Εκδίδεται το Χάττι Χουμαγιούν, που παραχωρεί σημαντικά προνόμια στους Χριστιανούς. Αλλά οι Οθωμανοί δεν το τηρούν - δεν είναι η μόνη φορά που οι Τούρκοι δεν τηρούν κάτι που έχουν υπογράψει, ακόμη και διεθνώς. Το Χάττι Χουμαγιούν παραβιάζεται πολλαπλώς και γι’ αυτό έως το 1898 γίνονται πολλές εξεγέρσεις. Το Κίνημα του Εμμ. Μαυρογένη (1858) αναγκάζει τον κατακτητή να εκδώσει ειδικό φιρμάνι, με το οποίο να παραχωρεί στους Κρητικούς φορολογικά, θρησκευτικά, διοικητικά και δικαστικά προνόμια. Μια πρώτη νίκη διαφαίνεται. Στην μάχη του 1860 η Τουρκία πήγε να παραπλανήσει τον διεθνή Τύπο στέλνοντας δελτίο Τύπου με ψευδή νέα.

Και έρχεται η μεγάλη Κρητική επανάσταση (1866 - 1869). Κορυφαία έκφραση της επιθυμίας ελευθερίας του Κρητικού λαού και Ενώσεώς του με την λοιπή μητέρα Ελλάδα. Την πυροδότησαν δύο αφορμές: „ Η επιβολή νέων φόρων, και „ το «Μοναστηριακό ζήτημα». Και εκδίδεται και εφημερίδα: Η «Κρήτη» είναι η πρώτη Ελληνική εφημερίδα της μεγαλονήσου, η οποία εκδίδεται λίγο μετά την επανάσταση, το 1866. Θεωρείται «η πρώτη γραπτή κρητική φωνή ελευθερίας». Ο Κρητικός λαός επιδεικνύει για μια ακόμη φορά ηρωισμό και αυτοθυσία. Τόσο που απασχολεί σοβαρά ακόμη και την Ευρωπαϊκή διπλωματία, η οποία εντάσσει το θέμα ως σημαντικό, στην ατζέντα του «Ανατολικού Ζητήματος».

Κορυφαίες στιγμές το «Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου» (Νοέμβριος 1866), η μάχη που έμεινε στην Ιστορία ως «Γιγαντομαχία του Λασυθίου» (Μάιος 1867), αλλά και πολλές άλλες μικρές φονικές μάχες σε πολλά χωριά. Αλλά το Αρκάδι ήταν αυτό που ξεκόλλησε το σταματημένο και σκουριασμένο ρολόϊ της Ιστορίας: 954 άνθρωποι (259 πολεμιστές και 705 γυναικόπαιδα) ήταν κλεισμένα στο μοναστήρι. Το σχέδιο εκπορθήσεως της μονής εκπόνησε ο υπουργός Στρατιωτικών της Αιγύπτου Φερίκ Ισμαήλ Σελίμ Πασάς, ο οποίος καταγόταν από το Ψυχρό Λασυθίου. Γεννήθηκε Έλλην Χριστιανός στο Ψυχρό, πέθανε Μουσουλμάνος Αιγύπτιος στο χωριό του, το Ψυχρό, πολεμώντας συγχωριανούς του.

Η οικογένεια Παπαδάκη επλήρωσε τα αντίποινα των Οθωμανο-Αιγυπτίων της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821. Αιχμαλώτισε τον ίδιο και τ’ αδέλφια του (8 - 14 ετών) το 1823 και τους μετέφερε στην Αίγυπτο, όπου τους εξισλάμισαν. Εκεί είχε ζηλευτή στρατιωτική εξέλιξη.Ο Λασυθιώτης Εμμανουήλ Παπαδάκης μετονομάζεται Ισμαήλ και λαμβάνει εντολή να καταπνίξει τους επαναστατημένους του Οροπεδίου Λασυθίου. Ξεκίνησε στις 20 Μαΐου και ευρίσκεται να πολεμά κατά των συγχωριανών του. Το έρημα μιαρόν. Οι Κρήτες επαναστάτες είχαν παρατάξει 3.000 οπλοφόρους, κυρίως από την Ανατ. Κρήτη, μαζί με 700 περίπου εθελοντές από την λοιπή Ελλάδα.

Πολυαριθμότεροι οι Τούρκοι στις ομηρικές μάχες που ακολούθησαν κατορθώνουν και εισβάλλουν στο οροπέδιο και οι επαναστάτες καταφεύγουν στην πάντα με ανοικτές αγκάλες Δίκτη. Οι Τούρκο-Αιγύπτιοι κατακαίγουν τα χωριά του Λασυθίου και την Ι.Μ. Κρυσταλλένιας. Κατασφάζουν τους κατοίκους. Κι έρχεται η Μάχη του Ψυχρού, της 26ης Μαΐου 1867. Σε αυτήν την μάχη, στην γενέτειρά του, εκεί που ο σφαγιασθείς πατέρας του παπα-Φραγκιάς τραυματίζεται και μεταφέρεται τραυματισμένος στο Καστέλλι Πεδιάδος, όπου και μετά από μερικές ημέρες εκπνέει.

Το αιματηρό δεκαήμερο 21 - 30 Μαΐου 1867 έχει καταγραφεί από τους ιστορικούς ως «Η γιγαντομαχία του Λασυθίου». Και εκεί πέθανε ο Εμμανουήλ ή Ισμαήλ, πολεμώντας το χωριό του. Αυτός, λοιπόν ο τραγικός ανήρ εσχεδίασε την πολιορκία του Αρκαδίου. Τους κλεισμένους στο Αρκάδι περικύκλωσε ο Αλβανός Μουσταφά Ναϊλή Πασάς με μια δύναμη 15.000 Τουρκοαιγυπτίους και Αλβανούς και 30 κανόνια. Παρόλ’ αυτά, οι πολιορκημένοι δεν σκέπτονται ούτε στιγμή να παραδοθούν. Ο εχθρός ενισχύεται συνεχώς από Τουρκικά ασκέρια. Και τότε, ο Κωστής Γιαμπουδάκης (ή κατ’ άλλην εκδοχή ο Εμμανουήλ Σκουλάς) ανατινάσσουν την πυριτιδαποθήκη.

Το μοναστήρι τινάζεται στον αέρα: Σκορπά τον θάνατο σε περισσότερα από 2.500 άτομα (864 Χριστιανούς και 164 αιχμαλώτους). Τα 37 παλληκάρια που εσφαγιάσθησαν στην Τράπεζα του μοναστηριού έμεναν άταφα έως το 1869. ''Άνοιξαν οι θόλοι τ’ ουρανού για να καταγραφεί εις μνημόσυνον αιώνιον η ηρωική πράξις του Αρκαδίου. Μία φοβερά επέμβασις η έκρηξις, βοηθά τους ηττημένους, η αγωνία μετατρέπεται εις θρίαμβον, η δε ηρωική μονή, η δίκην φρουρίου αγωνισαμένη, αποθνήσκει ως ηφαίστειον'' (Βίκτωρ Ουγκώ Ελληνόφωνη εφημερίδα «Κλειώ» Τεργέστης, 1867).

Το Αρκάδι, το «Κούγκι της Κρήτης» έστελνε αντιλάλημα σ’ ούλη την οικουμένη, στην Κρήτη η ελευθεριά δεν στέκεται δεμένη Οι αλλεπάλληλες Κρητικές επαναστάσεις - εκρήξεις της Κρητικής ψυχής, δίνουν και αλλεπάλληλα ηχηρά ραπίσματα στους Τούρκους, αλλά και επηρεάζουν την Ευρωπαϊκή διπλωματία. Έτσι, δίνονται κάποιες παραχωρήσεις στον αιματοκυλισμένο λαό. Ψηφίζεται ο «Οργανικός Νόμος» (1868 - 1877). Η Κρήτη ονομάζεται Γενική Διοίκηση: „


Ο διοικητής διορίζεται από τον σουλτάνο, „πλαισιώνεται από έναν Μωαμεθανό και έναν Χριστιανό σύμβουλο, „το νησί διαιρείται σε 5 διοικήσεις και 20 επαρχίες, με ίση αντιπροσώπευση και των δύο στοιχείων, ιδρύονται μεικτά δικαστήρια, και „ αναγνωρίζεται η ισότητα των δύο γλωσσών. Αλλά τύποις όλα αυτά και πάλι. Διότι ξανα-παραβιάζεται από τους Τούρκους. Οι συχνές και αιματηρές εξεγέρσεις προκαλούσαν, βέβαια, οδυνηρές συνέπειες. Μεγάλες ήταν οι ανθρώπινες απώλειες, ιδίως για τον άμαχο πληθυσμό, καθώς και οι υλικές καταστροφές. Η δημογραφία επηρεάστηκε επίσης από τα μεταναστευτικά ρεύματα που συνόδευαν τις επαναστατικές αναταραχές και αφορούσαν βέβαια ιδιαίτερα τον τοπικό πληθυσμό.

Το Κρητικό Ζήτημα, όπως ονομάσθηκε στη διεθνή διπλωματία ο καθορισμός της τύχης του νησιού, διευθετήθηκε προσωρινά στα τέλη της δεκαετίας του 1890 με την ανακήρυξη της αυτονομίας της Κρήτης. Η οριστική λύση του Κρητικού Ζητήματος επήλθε με την ένωση της Κρήτης με το Βασίλειον της Ελλάδος, το 1913.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)