Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 12. ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

ΠΑΡΑΤΑΚΤΙΚΗ ΣΥΝΔΕΣΗ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΜΕΣΩ ΑΝΑΦΟΡΙΚΩΝ ΑΝΤΩΝΥΜΙΩΝ


§12.24. Η αναφορική αντωνυμία δεν χρησιμοποιείται όμως μόνο για την υποτακτική σύνδεση μιας κύριας με μιαν εξαρτημένη αναφορική πρόταση ή μιας εξαρτημένης αναφορικής με μιαν άλλη δευτερεύουσα πρόταση. Μερικές φορές το αναφορικό συνδέει δύο προτάσεις, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να διατυπωθούν παρατακτικά, ως δύο κύριες προτάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές η αναφορική αντωνυμία ισοδυναμεί με μια δεικτική ή προσωπική αντωνυμία που συνοδεύεται από έναν σύνδεσμο, όπως καί, ἀλλά, δέ, γάρ, οὖν, ἄρα.

§12.25. Η χρήση των εγκλίσεων σε τέτοιες αναφορικές προτάσεις είναι αντίστοιχη με αυτήν των κύριων προτάσεων επιθυμίας καθώς εκφέρονται σε προτρεπτική και αποτρεπτική υποτακτική, ευχετική ευκτική ή προστακτική:

ΣΟΦ Φιλ 314-316 τοιαῦτ' Ἀτρεῖδαί μ' ἥ τ' Ὀδυσσέως βία, ὦ παῖ, δεδράκασ'· οἷ' Ὀλύμπιοι θεοὶ δοῖέν ποτ' αὐτοῖς ἀντίποιν' ἐμοῦ παθεῖν || τέτοιο κακό, παιδί μου, μου έχουν κάνει οι Ατρείδες και ο Οδυσσέας∙ οι θεοί του Ολύμπου να τους δώσουν να πάθουν κάποτε τα ίδια!

ΠΛ Μεν 89e καὶ δὴ καὶ νῦν, ὦ Μένων, εἰς καλὸν ἡμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, ᾧ μεταδῶμεν τῆς συζητήσεως || και έτσι, Μένωνα, ο Άνυτος μας ήρθε τώρα και κάθισε εδώ δίπλα μας ακριβώς πάνω στη ώρα, τον οποίον ας αφήσουμε να πάρει μέρος στη συζήτηση.

§12.26. Οι αναφορικές αντωνυμίες χρησιμοποιούνται κατ' αυτόν τον τρόπο, να συνδέουν δηλαδή δύο προτάσεις, οι οποίες κανονικά θα έπρεπε να διατυπωθούν παρατακτικά, ως δύο κύριες προτάσεις, στις ακόλουθες κυρίως περιπτώσεις:

§12.27. Σε προτάσεις που δηλώνουν την αιτία, προπαντός μετά από μια ερωτηματική πρόταση. Το ὅς ισοδυναμεί εδώ με το οὗτος (αὐτὸς) γάρ:

ΞΕΝ Απομν 1.2.64 πῶς οὖν ἂν ἔνοχος εἴη τῇ γραφῇ; ὃς [= οὗτος γὰρ] ἀντὶ μὲν τοῦ μὴ νομίζειν θεούς, ὡς ἐν τῇ γραφῇ ἐγέγραπτο, φανερὸς ἦν θεραπεύων τοὺς θεοὺς μάλιστα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων || πώς λοιπόν είναι δυνατόν να είναι ένοχος ως προς την κατηγορία που του αποδόθηκε; Aφού αυτός αντί του να μη πιστεύει στους θεούς, όπως είχε κατηγορηθεί, ήταν πρόδηλο ότι λάτρευε τους θεούς περισσότερο από τους άλλους ανθρώπους.

ΞΕΝ Απομν 3.5.15-16 πότε γὰρ οὕτως Ἀθηναῖοι ὥσπερ Λακεδαιμόνιοι ἢ πρεσβυτέρους αἰδέσονται, οἳ ἀπὸ τῶν πατέρων ἄρχονται καταφρονεῖν τῶν γεραιτέρων, ἢ σωμασκήσουσιν οὕτως, οἳ οὐ μόνον αὐτοὶ εὐεξίας ἀμελοῦσιν, ἀλλὰ καὶ τῶν ἐπιμελομένων καταγελῶσι; πότε δὲ οὕτω πείσονται τοῖς ἄρχουσιν, οἳ καὶ ἀγάλλονται ἐπὶ τῷ καταφρονεῖν τῶν ἀρχόντων; ἢ πότε οὕτως ὁμονοήσουσιν, οἵ γε ἀντὶ μὲν τοῦ συνεργεῖν ἑαυτοῖς τὰ συμφέροντα ἐπηρεάζουσιν ἀλλήλοις καὶ φθονοῦσιν ἑαυτοῖς μᾶλλον ἢ τοῖς ἄλλοις ἀνθρώποις || γιατί πότε άραγε οι Αθηναίοι, σαν τους Λακεδαιμονίους, ή τους πιο ηλικιωμένους θα σεβαστούν, αφού αυτοί αρχίζουν να περιφρονούν τους γεροντότερους ξεκινώντας ήδη από τους πατέρες τους, ή πότε θα γυμνάσουν τόσο τα σώματά τους, αφού όχι μόνον οι ίδιοι παραμελούν τη σωματική υγεία, αλλά και περιγελούν εκείνους που την φροντίζουν; Πότε πάλι θα πείθονται τόσο στους άρχοντες, αφού περηφανεύονται κιόλας γιατί περιφρονούν τους άρχοντες∙ ή πότε θα ομονοήσουν έτσι, αφού αντί να συνεργάζονται για τα συμφέροντά τους, αλληλοτρώγονται και αλληλοφθονούνται πιο πολύ μεταξύ τους παρά με τους ξένους ανθρώπους.

§12.28. Όταν παρεμβάλλεται στον λόγο μία ή περισσότερες προτάσεις:

ΗΡΟΔ 7.105 οὕτω δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληίη, καὶ διότι πρότερος ἐγεγόνεε Κλεομβρότου (οὗτος γὰρ ἦν νεώτατος Ἀλεξανδρίδεω παῖς) καὶ δὴ καὶ εἶχε Κλεομένεος θυγατέρα. ὃς τότε ἤιε ἐς Θερμοπύλας || έτσι λοιπόν ανέλαβε ο Λεωνίδας την βασιλεία, και γιατί γεννήθηκε πριν από τον Κλεόμβροτο (αφού αυτός ήταν ο πιο μικρός γιος του Αλεξανδρίδα) και γιατί είχε παντρευτεί τη θυγατέρα του Κλεομένη∙ αυτός τότε βάδιζε προς τις Θερμοπύλες.

§12.29. Σε προσφωνήσεις και ερωτήσεις (στην ποίηση):

ΣΟΦ ΟΤ 1352-1356 νῦν δ' ἀξιωθεὶς εἶσι κἀκούσας γ' ἐμοῦ τοιαῦθ' ἃ τὸν τοῦδ' οὔποτ' εὐφρανεῖ βίον∙ ὅς γ' [= σύ γ'] , ὦ κάκιστε, σκῆπτρα καὶ θρόνους ἔχων, ἃ νῦν ὁ σὸς ξύναιμος ἐν Θήβαις ἔχει, τὸν αὐτὸς αὐτοῦ πατέρα τόνδ' ἀπήλασας || τώρα όμως φεύγει, αφού αξιώθηκε ν' ακούσει από μένα τέτοια πράγματα που δεν πρόκειται να ευφράνουν τη ζωή του∙ γιατί εσύ, πανάθλιε, όταν είχες τα σκήπτρα και τον θρόνο που τώρα τα έχει ο αδελφός σου στη Θήβα, εσύ ο ίδιος εξόρισες τούτον εδώ τον πατέρα σου.

ΕΥΡ Ορ 756-757 Ορ. ψῆφον ἀμφ' ἡμῶν πολίτας ἐπὶ φόνῳ θέσθαι χρεών. - Πυ. ἣ κρινεῖ τί χρῆμα; [= αὕτη δὲ τί χρῆμα κρινεῖ;] || Ορέστ. Θα μας δικάσουν με ψηφοφορία για φόνο. - Πυλάδ. Τί απόφαση θα βγάλει [η ψηφοφορία];

§12.30. Και σε άλλες περιπτώσεις όμως εμφανίζεται στους Αττικούς μια ως προς το περιεχόμενό της κύρια πρόταση υπό τη μορφή μιας εξαρτημένης αναφορικής πρότασης:

ΘΟΥΚ 1.39.2-3 καὶ δεῦρο ἥκουσιν οὐ τἀκεῖ μόνον αὐτοὶ ἁμαρτόντες, ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς νῦν ἀξιοῦντες οὐ ξυμμαχεῖν, ἀλλὰ ξυναδικεῖν καὶ διαφόρους ὄντας ἡμῖν δέχεσθαι σφᾶς· οὓς χρῆν, ὅτε ἀσφαλέστατοι ἦσαν, τότε προσιέναι || και έρχονται τώρα εδώ σαν να μην τους έφτανε το κακό που έκαναν εκεί, αλλά έχοντας την απαίτηση όχι να συμμαχήσετε, αλλά να γίνετε συνένοχοι στις αδικίες τους και, επειδή υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας, να τους δεχτείτε· αυτοί έπρεπε όμως να έρθουν τότε, όταν δεν διέτρεχαν κανέναν κίνδυνο.

ΑΡΙΣΤ Ρητ 1390a5 καὶ ζῶσι [οἱ πρεσβύτεροι] τῇ μνήμῃ μᾶλλον ἢ τῇ ἐλπίδι· τοῦ γὰρ βίου τὸ μὲν λοιπὸν ὀλίγον τὸ δὲ παρεληλυθὸς πολύ, ἔστι δὲ ἡ μὲν ἐλπὶς τοῦ μέλλοντος ἡ δὲ μνήμη τῶν παροιχομένων· ὅπερ αἴτιον καὶ τῆς ἀδολεσχίας αὐτοῖς || οι ηλικιωμένοι ζουν επίσης πιο πολύ στη κατάσταση της μνήμης παρά της ελπίδας· γιατί η ζωή που τους απομένει είναι λίγη, ενώ το παρελθόν πολύ, και η ελπίδα συνδέεται με το μέλλον ενώ η μνήμη με τα περασμένα· αυτό ακριβώς είναι και το αίτιο της φλυαρίας τους.

Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, σε αυτήν τη συνάφεια και η στερεότυπη κατακλείδα των αποδείξεων στα Στοιχεῖα του Ευκλείδη, η οποία επίσης μπορεί να ενταχθεί εδώ, π.χ.

ΕΥΚΛ 1.4 ὅπερ ἔδει δεῖξαι

Η πλάνη της καψούρας

Κατά τον Theodore Zeldin, ο εξιδανικευμένος έρωτας επινοείται από τους Άραβες και τους Πέρσες και μεταλαμπαδεύεται μέσω αραβικής Ισπανίας στους τροβαδούρους της Προβηγκίας.

Με το πέρασμα των αιώνων έφτασε σχεδόν κάθε μορφή έρωτα να ταυτιστεί στανικώς κι εκ των υστέρων με τον ρομαντικό έρωτα· μόνον ο έρωτας των άκρως αισθητών αντιστέκεται ακόμα.

Ο ρομαντικός έρωτας για τους θιασώτες και τους αρχιερείς του υπερβαίνει περιγραφές κι ορισμούς: όντας τα πάντα, ταυτόχρονα ο ρομαντικός έρωτας δεν είναι τίποτα.

Η καψούρα ως όρος επινοείται μάλλον από τους Έλληνες της δεκαετίας του 1960, ενώ στις αρχές του 21ου αιώνα έφτασε σχεδόν κάθε μορφή έρωτα μέσα στον Ελληνόφωνο κόσμο να ταυτιστεί εκ των υστέρων με την καψούρα, ιδίως αν αφορά έρωτα των άκρως αισθητών.

Η καψούρα για τους αφιερωμένους σε αυτή και για τους κήρυκές της υπερβαίνει περιγραφές κι ορισμούς: όντας σχεδόν τα πάντα (υπάρχει άλλωστε και η αγάπη), ταυτόχρονα δεν είναι τίποτα.

Αλλά να επιμείνουμε. Τι είναι καψούρα;

Δεν είναι πάντως η καθαρτική φωτιά του πόθου που καίει σκοτάδια και κάνει τους ατμούς να κινούν πιστόνια και φτερωτές. Δεν είναι καν η τυφλή έπαξη της επιθυμίας, κάτι που λεγόταν τύφλα και τυφλοβδομάδα και πια λέγεται καύλα.

Καψούρα είναι η διαβρωτική εκδοχή της φωτιάς του πόθου, που καίει σκοτάδια και αφήνει στάχτες και καπνιά. Η καψούρα είναι φλόγα που τελικά αναλίσκεται και ξεψυχάει.

Το χρονολόγιο, η ιστορία, της καψούρας περιλαμβάνει ενδεχομένως την απόρριψη (τη χυλόπιτα) και το ανεκπλήρωτο, και αν δεν υπάρξει απόρριψη οπωσδήποτε την αποστέρηση (ιδανικά λόγω του ότι υπάρχει και τρίτος ή και τέταρτος ή και πέμπτος άνθρωπος).

Καψούρα πάντως δεν νοείται δίχως εγκατάλειψη και κακό χωρισμό. Από αυτήν την άποψη η καψούρα αποτελεί μια επιμέρους και πολύ πλατωνική εκδοχή του έρωτα: ο έρωτας είναι κάτι που θα μας βγει σε κακό κι άτεγκτος δυνάστης, είναι αυτοκαταστροφική μανία.

Στην καψούρα δεν ασχολούμαστε με τις άγριες χαρές της λαγνουργίας, ούτε με τη μη αλκοολική μέθη του πόθου (άλλωστε η καψούρα συνοδεύεται από φτηνά ουίσκια).

Η καψούρα παραγκωνίζει ή σνομπάρει την χαρά της συντροφιάς, το παιχνίδι με τα βλέμματα, χαμουρέματα και κρυφές κινήσεις, αφοσίωση ή το μειδίαμα του χορτασμού και τη ραστώνη της χάλασης.

Η καψούρα πραγματώνει την επιθυμία και θριαμβεύει με την απόρριψη ("δεν σε θέλει η γκόμενα")· η καψούρα πλαισιώνει τις ερωτοπραξίες ως στέρηση και πόνος (ώστε οι ερωτοπραξίες, τα γαμήσια, να είναι απλώς διαλείμματα κι ανάπαυλες στην καψούρα)· η καψούρα δικαιώνεται και θριαμβεύει με τον χωρισμό ("σε παράτησε η γκόμενα").

Η καψούρα δεν ξέρει από ζευγάρια (της μισής ώρας, του μισού μήνα, του μισού χρόνου...) μόνον από άντρες μονάχους, που είναι επιρρεπείς στο να προδίδονται.

Η καψούρα παραγνωρίζει και αγνοεί την όποια ερωτική χαρά. Οι γυναίκες που οι άντρες καψουρεύονται είναι ανάξιες, άπιστες και αναξιόπιστες -- σπανίως όμως "πουτάνες": επειδή η καψούρα είναι υποκατάστατο και της οργής, οπότε δεν φτάνουνε μέχρι τα κόκκινα οι βελόνες της, αρκείται στο να υπάρχει θόρυβος, έκο και γρέζι στον "πόνο".

Η καψούρα, πλατωνική και στωική, απεχθάνεται τελικά τον έρωτα, αφού τον ταυτίζει με την απουσία ή με τον θάνατό του.

Η καψούρα είναι αρσενική (όπως υπαινίχθηκα πριν), αρσενική και στο ότι ψάχνει να εκτονωθεί: σε ξύδια, με συμβολικούς αυτοχειριασμούς, παρέα με αδερφοποιτούς, ξεστομίζοντας μεγάλα κούφια λόγια ή και μαχαιρώνοντας καναπέδες και στερεοφωνικά.

Η καψούρα τελικά πασχίζει να υποκαταστήσει το σεξουαλικό πάθος ως "τον πυρήνα της βούλησης για ζωή", αν και η ίδια αποτελεί ενός είδους συμβολικό Todestrieb.

Πάντως εικάζω πως όταν οι γυναίκες λένε ότι "καψουρεύονται" είτε ποθούν άγρια κι αμείωτα, είτε φουρτουνιάζουν από οργή και μανία, είτε μαραίνονται σιγοβράζοντας μέσα σε καθαρή θλίψη· μπορεί απλώς να ακυρολεκτούν.

Τι είναι το πιο όμορφο σε αυτή τη ζωή

Το να συναντάς στο διάβα σου ανθρώπους που οι καρδιές σας να πάλλονται στον ίδιο ρυθμό…

Να παίζουν μαζί στην ίδια ορχήστρα της ζωής…
Να χορεύουν στην ίδια πίστα, να εναρμονίζονται και μαζί να δημιουργούν την τέλεια συγχορδία…

Πόσο υπέροχο είναι να βρεις ανθρώπους που να μιλάνε κατευθείαν στη ψυχή σου, που να αναδύονται με ευκολία όλο και περισσότερο στα πιο βαθιά της ψυχής σου αταξίδευτα νερά, χωρίς να χάνονται , χωρίς να παραπονιούνται, παρά μόνο να διψάνε και για άλλο βάθος. Να λαχταράνε να καταδυθούν στα πιο απομακρυσμένα, στα πιο φουρτουνιασμένα δικά σου νερά…και εσύ στα δικά τους.

Πόσο υπέροχο να βρεις ανθρώπους που να μιλάτε στην ίδια γλώσσα, στην ίδια συχνότητα, που να επικοινωνείτε με ένα βλέμμα, με ένα άγγιγμα.. Που να επικοινωνείτε κυρίως τηλεπαθητικά.

Και ξέρεις ποιο είναι το πιο μαγικό;

Πως όταν εσύ συντονιστείς με το μέσα σου, με την πιο βαθιά της ψυχής σου ουσία, με της καρδιάς σου τον ρυθμό… Όταν εσύ αποδεχτείς πλήρως την μοναξιά σου και την μετατρέψεις σε μοναχικότητα.. Τότε τσουπ…

…Κάπου εκεί αναπάντεχα, απροσδόκητα, λες και η ζωή σου φύλαγε ένα δώρο για όλα αυτά που κατάφερες... εμφανίζονται από το πουθενά σαν από μηχανής Θεοί οι άνθρωποι αυτοί.. Οι δικοί σου άνθρωποι.. Που πάλλεστε σε αυτή την ίδια συχνότητα, την δική σου συχνότητα, της καρδιάς σου, της καρδιάς σας… Ο απόλυτος συντονισμός και η πιο γλυκιά αρμονία, μελωδία στη ψυχή.

Και κάπου εκεί έρχεται και Εκείνος ο άνθρωπος που μαζί του ο χρόνος χάνεται, που νιώθεις ότι μια ζωή είναι πολύ λίγη για να χωρέσει όλα όσα έχετε να μοιραστείτε και να ζήσετε μαζί.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή αντιλαμβάνεσαι γιατί με τους άλλους χαθήκατε, γιατί έκλεισαν όλοι οι άλλοι κύκλοι…
Ναι, έκλεισαν για να κοιτάξεις μέσα σου…
Για να δεις εσένα…
Να ανακαλύψεις και να αγκαλιάσεις εσένα…
Της ψυχής σου το ολόκληρο και έτσι να ελκύσεις και άλλα ολόκληρα…

Γιατί όλοι μας ερχόμαστε και φεύγουμε ολόκληροι..
Οπόταν και η αναζήτηση του άλλου μισού είναι απλά ένας μύθος…

Ένας άνθρωπος θα παραμείνει αδύναμος, και άθλιος, μόνο όταν αρνείται να ανυψώσει τις σκέψεις του

Όλα όσα ο άνθρωπος επιτυγχάνει
και όλα όσα αποτυγχάνει να επιτύχει είναι το άμεσο αποτέλεσμα των σκέψεών του.
Σε ένα δίκαια διευθετημένο σύμπαν, όπου η απώλεια ισορροπίας θα σήμαινε
ολοκληρωτική καταστροφή, η ατομική ευθύνη πρέπει να είναι απόλυτη.

Η αδυναμία και η δύναμη ενός
ανθρώπου, η εντιμότητα και η ανεντιμότητα, είναι δικές του ιδιότητες, και όχι
κάποιου άλλου. Αυτές τις αποκτά μόνος του και όχι μέσω κάποιου άλλου· και
μπορούν να μεταβληθούν μόνο από τον ίδιο, ποτέ από κάποιον άλλον. Η κατάστασή
του είναι επίσης δική του, και όχι κάποιου άλλου. Ο πόνος του και η ευτυχία του
εξελίσσονται από μέσα του. Όπως σκέφτεται, έτσι και είναι· όπως συνεχίζει να
σκέφτεται, έτσι παραμένει.

Ένας δυνατός άνθρωπος δεν
μπορεί να βοηθήσει έναν πιο αδύναμο εκτός και εάν ο πιο αδύναμος είναι πρόθυμος
να βοηθηθεί, αλλά ακόμα και τότε ο αδύναμος άνθρωπος πρέπει να επιβληθεί στον
εαυτό του. Αυτός πρέπει, με τις δικές του προσπάθειες, να αναπτύξει την δύναμη
την οποία θαυμάζει στον άλλον. Κανένας εκτός από τον εαυτό του δεν μπορεί να
αλλάξει την κατάστασή του.

Είναι συνηθισμένο για τους ανθρώπους να σκέφτονται
και να λένε, «Πολλοί άνθρωποι είναι σκλάβοι επειδή κάποιος είναι δυνάστης· ας
μισούμε τον δυνάστη».

Τώρα, όμως, υπάρχει σε μια
μικρή μερίδα ανθρώπων μια αυξανόμενη τάση να αντιστραφεί αυτή η κρίση και να
λένε, «Ένας άνθρωπος είναι δυνάστης επειδή πολλοί είναι σκλάβοι· ας
περιφρονούμε τους σκλάβους».

Η αλήθεια είναι ότι δυνάστης
και σκλάβος είναι συνεργάτες εν αγνοία, και, ενώ φαίνεται να αντιπαλεύει ο ένας
τον άλλον, στην πραγματικότητα αντιπαλεύουν τους εαυτούς τους. Μια τέλεια Γνώση
διακρίνει την επίδραση του δικαίου στην αδυναμία των καταπιεζόμενων και την
εσφαλμένη εφαρμογή της δύναμης του δυνάστη. Μια τέλεια Αγάπη, βλέποντας τον
πόνο που συνεπάγονται και οι δυο καταστάσεις, δεν αποδοκιμάζει καμία. Μια
τέλεια Ευσπλαχνία αγκαλιάζει και τον καταπιεστή και τον καταπιεζόμενο.

Εκείνος που έχει υπερνικήσει
την αδυναμία, και έχει αποβάλλει όλες τις εγωιστικές σκέψεις, δεν ανήκει ούτε
στον δυνάστη ούτε στον καταπιεζόμενο. Είναι ελεύθερος.

Ένας άνθρωπος μπορεί να
ανυψωθεί, να υπερνικήσει και να επιτύχει μόνο όταν ανυψώσει τις σκέψεις του.

Θα παραμείνει αδύναμος, και
άθλιος, και φουκαράς μόνο όταν αρνείται να ανυψώσει τις σκέψεις του.

Ο μνησίκακος άνθρωπος

Η λαχτάρα για εκδίκηση είναι η πιο σημαντική από τις πηγές της μνησικακίας. 

Η λέξη «μνησικακία» υποδεικνύει αφ’ εαυτής ότι έχουμε μια θυμική παρόρμηση που άρχεται από τη σύλληψη της θυμικής κατάστασης ενός άλλου προσώπου, ότι πρόκειται δηλαδή για μιαν αντί-δραση. Και για να διαπιστώσουμε ότι η λαχτάρα για εκδίκηση ανήκει όντως σε αυτήν την τάξη, αρκεί να την αντιτάξουμε στις άμεσες και ενεργείς ροπές, στην εχθρότητα ή στη φιλία. 

Η λαχτάρα για εκδίκηση συνεπάγεται προσβολή ή πρότερη βλασφημία. Σημειωτέον όμως ότι, εν προκειμένω, αυτή η λαχτάρα δεν συγχέεται επ’ ουδενί με μια ροπή για απόκρουση ή άμυνα, που θα συνοδεύεται από θυμό, λύσσα ή αγανάκτηση. 

Το ζώο που πιάστηκε και δαγκώνει τον κυνηγό δεν ζητάει να εκδικηθεί. Παρόμοια, η άμεση ανταπόδοση μιας γροθιάς δεν συνιστά εκδίκηση. Για να υπάρξει αληθινή εκδίκηση απαιτείται ένα μακρύ σχετικά «διάστημα χρόνου», στη διάρκεια του οποίου η ροπή για άμεση ανταπόδοση και οι συναφείς ορμές του μίσους και του θυμού θα παραμείνουν συγκρατημένες και ανεσταλμένες∙ από την άλλη μεριά, απαιτείται η πράξη της ανταπόδοσης να επιχειρηθεί σε πιο κατάλληλη ευκαιρία και στιγμή («περίμενε και θα δεις την άλλη φορά!»). Μάλιστα αυτό που συγκρατεί την άμεση ανταπόδοση είναι η πρόβλεψη για μιαν ενδεχόμενη αποτυχία η οποία υποθάλπεται από ένα διακριτό συναίσθημα «ανημποριάς» και «ανικανότητας». 

Συνεπώς βλέπουμε ότι η εκδίκηση καθ’ εαυτή βασίζεται σε ένα αίσθημα ανημποριάς∙ ανήκει πάντα και προπάντων σε κάποιον «αδύναμο» (όποια κι αν είναι η μορφή της αδυναμίας του). Κατ’ ουσίαν δεν περιέχει ποτέ το φρόνημα του ανθρώπου που αντιδρά επί τόπου και ουδέποτε εκδηλώνεται σαν θυμική αντίδραση. Ετούτα τα γνωρίσματα καθιστούν τη λαχτάρα για εκδίκηση ένα πεδίο τόσο ευνοϊκό για το θέριεμα της μνησικακίας.

Ο κάλπικος εξερευνητής και ο κλέφτης ευνούχος του

Οι εξερευνήσεις σε θάλασσες και στεριές δεν είναι ανακάλυψη των νεώτερων χρόνων. Τις πραγματοποιούσαν από αμνημονεύτων ετών όχι μόνο οι αρχαίοι ημών πρόγονοι αλλά και άλλοι αρχαίοι λαοί, με πρώτους και καλύτερους τους Αιγύπτιους και τους Κινέζους.

Ο διάδοχος του Δαρείου, ο Ξέρξης, θέλησε να ακολουθήσει τις εξερευνητικές αποστολές του πατέρα του αλλά και του Νεχώ. Είχε φαίνεται ακούσει πως οι Καρχηδόνιοι έστελναν εξερευνητές στις δυτικές ακτές της Αφρικής και θέλησε να τους μιμηθεί. Αντί όμως να προσλάβει κάποιον έμπειρο Έλληνα ή Φοίνικα θαλασσόλυκο, εμπιστεύθηκε έναν Πέρση αριστοκράτη, που επί πλέον ήταν μαλθακός και κακομαθημένος.

Ο Σατάσπης, γιος του Τεάσπιος ήταν από την ίδια με τον Ξέρξη γενιά, δηλαδή Αχαιμενίδης και καθώς ήταν αριστοκράτης από σόι, φανταζόταν πως ήταν υπεράνω των νόμων. Έτσι έφτασε κάποτε να βιάσει μια παρθένα, την κόρη του Ζωπύρου, του γιου του Μεγάβυζου. Ο περσικός νόμος σε τέτοιες περιπτώσεις ήταν ρητός και άτεγκτος: ο ένοχος καταδικαζόταν σε ανασκολοπισμό, δηλαδή σε παλούκωμα – έναν φρικτό τρόπο θανάτωσης.

Η μητέρα του, που ήταν αδελφή του Δαρείου, θεία δηλαδή του Ξέρξη, έπεσε στα πόδια του βασιλιά και του πρότεινε μια, κατά τη γνώμη της, μεγαλύτερη ποινή: να στείλουν τον Σατάσπη να περιπλεύσει την Αφρική, από τις εκβολές του Νείλου ως την Ερυθρά θάλασσα. Ο Ξέρξης δέχτηκε και ο Σατάσπης πήγε στην Αίγυπτο, αρμάτωσε ένα πλοίο και ξεκίνησε με δυτική κατεύθυνση. Περιέπλευσε τις ακτές της Βόρειας Αφρικής, έφτασε στις Στήλες του Ηρακλέους (τα Στενά του Γιβλαρτάρ), ακολούθησε την ακτή προς νότον, πέρασε το ακρωτήριο Σολόεις (το σημερινό ακρωτήριο Καντίν του Μαρόκου) και προχώρησε ακόμα νοτιότερα. Τότε όμως βαρέθηκε ή φοβήθηκε να συνεχίσει. Ήδη θαλασσοδερνόταν πολλούς μήνες και η προοπτική να ταξιδεύει άλλα δύο ή τρία χρόνια δεν του άρεσε καθόλου.

Αποφάσισε λοιπόν να γυρίσει πίσω. Όταν κάποτε έφτασε μπροστά στον Ξέρξη, άρχισε να του αφηγείται σημεία και τέρατα για τις περιπέτειες που δήθεν αντιμετώπισε στο ταξίδι του, βγάζοντας τις περισσότερες από το μυαλό του. Του είπε πως έφτασε σε μια χώρα νάνων με κόκκινα φορέματα που όταν έβλεπαν τους Πέρσες ναύτες να βγαίνουν στη στεριά άφηναν τα σπίτια τους και παίρναν τα βουνά. Ύστερα το καράβι του κόλλησε κάπου και δε μπορούσε να προχωρήσει άλλο. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει πίσω.

Ο Ξέρξης δεν έχαψε τα παραμύθια του Σατάσπη και αποφάσισε να επαναφέρει την αρχική ποινή. Έτσι ο κάλπικος εξερευνητής ανασκολοπήθηκε. Την ιστορία του φαίνεται πως ο Ηρόδοτος την άκουσε από τον ευνούχο του Σατάσπη, που όταν το αφεντικό του θανατώθηκε, δραπέτευσε στη Σάμο, με πολλά λεφτά, που του τα είχε εμπιστευθεί πριν τον σκοτώσουν. Δεν χάρηκε όμως τα ξένα λεφτά, γιατί του τα έκλεψε ένας Σαμιώτης, το όνομα του οποίου, μολονότι το ήξερε ο Ηρόδοτος, (που μας λέει όλη αυτή την ιστορία στο 4ο βιβλίο του – Μελπομένη – παράγραφοι 41-45) μεγαλοψύχως φερόμενος το αποσιωπά.

Ο Αριστοτέλης για τη σωφροσύνη

Αναφερόμενος στη σωφροσύνη ο Αριστοτέλης υπενθυμίζει αυτό που έχει ήδη ξεκαθαρίσει: «Ότι η σωφροσύνη είναι μεσότητα στις ηδονές, το έχουμε ήδη πει. Στην ίδια περιοχή κάνει την εμφάνισή της και η ακολασία». (1117b 10, 29-30 και 31-32).

Όσο για το διαχωρισμό των ηδονών, είναι κι αυτός ήδη γνωστός: «Ας δεχτούμε ότι οι ηδονές διακρίνονται σε σωματικές και ψυχικές, όπως είναι π.χ. η αγάπη της τιμής και η αγάπη της γνώστης». (1117b 10, 33-34).

Είναι φανερό ότι οι ψυχικές απολαύσεις έχουν να κάνουν περισσότερο με το πνεύμα σε αντίθεση με τις σωματικές που σχετίζονται με τη σάρκα. Με δεδομένη την ανωτερότητα του πνεύματος δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ψυχικές απολαύσεις είναι ανώτερες, αφού υπηρετούν έναν ανώτερο σκοπό.

Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο άνθρωπος που επιδίδεται σ’ αυτές είναι κατ’ ανάγκη και σώφρων: «Και στη μία και στην άλλη από τις δύο αυτές περιπτώσεις» (της αγάπης και της τιμής εννοείται) «ο άνθρωπος χαίρεται με αυτό που αγαπάει, χωρίς να συμμετέχει στη χαρά αυτή το σώμα του, αλλά κατά κύριο λόγο το μυαλό του. Για τους ανθρώπους όμως που επιδιώκουν αυτού του είδους τις αρετές δεν προορίζεται ούτε η λέξη “σώφρονες” ούτε η λέξη “ακόλαστοι”· το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους που επιδίδονται στις υπόλοιπες αρετές που δεν είναι σωματικές». (1117b 10, 34-38).

Κι αν κάποιος χρειάζεται περισσότερες εξηγήσεις, ο Αριστοτέλης θα φέρει και παραδείγματα: «… τους φιλόμυθους ανθρώπους, τους διηγητικούς ανθρώπους, καθώς και όλους αυτούς που ξοδεύουν τις ώρες τους μιλώντας για τυχαία πράγματα, τους λέμε “φλύαρους”, όχι όμως “ακόλαστους”, όπως και όλους αυτούς που λυπούνται γιατί έχασαν χρήματα ή φίλους». (1117b 10, 38-40 και 1118a 10, 1-2).

Με δυο λόγια, δε φτάνει να προτιμά και να επιλέγει κανείς τις πνευματικές απολαύσεις για να χαρακτηριστεί σώφρων. Πρέπει οι απολαύσεις αυτές να έχουν ποιότητα συντελούμενες με τον τρόπο που πρέπει, τη στιγμή που πρέπει, για το λόγο που πρέπει και με τα πράγματα που πρέπει, ώστε να λειτουργούν προς την κατεύθυνση της αρετής. Είναι καλό να αφηγείται κανείς όμορφες ιστορίες, αλλά είναι κακό να είναι φλύαρος. Από την άλλη, ακόμη και οι φλύαροι ή οι φιλοχρήματοι δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ακόλαστοι.

Όμως, ακόμη κι αν είχαν αδιαπραγμάτευτη ποιότητα οι πνευματικές-ψυχικές απολαύσεις κάποιου, και πάλι δε θα αποτελούσαν εχέγγυο σωφροσύνης. Το ότι μπορεί να ασχολείται κανείς με την ποιοτική μουσική έχοντας καλλιεργήσει υψηλά αισθητικά κριτήρια δε σημαίνει ότι είναι και σώφρων, αφού δεν αποτελεί τεκμήριο ότι διατηρεί σχέσεις ισορροπίας με τις σωματικές ηδονές.

Κι αντιστρόφως, όποιος δεν ασχολείται με τη μουσική ή έχει χαμηλής ποιότητας μουσικές προτιμήσεις δε σημαίνει ότι είναι και ακόλαστος. Οι ψυχικές απολαύσεις στο σύνολό τους αποτελούν σαφέστατη πιστοποίηση πνευματικότητας, αλλά όχι σωφροσύνης, αφού δεν έχουν καμία σχέση ούτε με την εγκράτεια ούτε με τη μεσότητα σε σχέση με τις παρορμήσεις του σώματος.

Τελικά, το κριτήριο της σωφροσύνης για τον Αριστοτέλη αφορά πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικά) τις ισορροπίες που διατηρεί κάποιος στις σαρκικές απολαύσεις: «Με τις σωματικές ηδονές λοιπόν σχετίζεται, λέω, η σωφροσύνη, και ούτε όμως πάλι με όλες τους». (1118a 10, 3-4).

Κι επειδή το σώμα αντιλαμβάνεται την ευχαρίστηση με τις αισθήσεις, αυτό που μένει είναι να εξεταστούν όλες ξεχωριστά, ώστε να εντοπιστεί ποια είναι αυτή που έχει τη δύναμη να οδηγεί τον άνθρωπο προς το ακόλαστο. Και βέβαια δεν είναι η όραση: «Αυτούς, πράγματι, που χαίρονται με όσα προσφέρει στους ανθρώπους η όραση (χρώματα, σχήματα, ζωγραφιές) δεν τους λέμε ούτε “σώφρονες” ούτε “ακόλαστους” – παρόλο ότι μπορεί κανείς και σ’ αυτές τις περιπτώσεις να ευχαριστιέται είτε με τον τρόπο που πρέπει είτε σε υπερβολικό ή ελλιπή βαθμό». (1118a 10, 4-8).

Με τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται και η ακοή, καθώς είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακόλαστος αυτός που απολαμβάνει την ευχαρίστηση του ήχου. Αλλά και η όσφρηση δε φαίνεται να συντελεί στην ακολασία: «Ούτε, επίσης, χρησιμοποιούμε τις λέξεις αυτές» (σώφρων-ακόλαστος) «για τους ανθρώπους που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές, παρά μόνο συμπτωματικά: αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των μήλων, των τριαντάφυλλων ή των θυμιαμάτων δεν τους λέμε “ακόλαστους” λέμε όμως αυτούς που ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των αρωμάτων ή των διάφορων μεζέδων». (1118a 10, 11-14).

Η αναφορά στα αρώματα και τους μεζέδες δεν είναι παρά η κατάδειξη του αχαλίνωτου στον έρωτα και στο φαγητό. Θα έλεγε κανείς ότι αυτές είναι οι κύριες πληγές για τον ακόλαστο. Γιατί ακόλαστος δεν έχει εγκράτεια. Κι ο άνθρωπος που αδυνατεί να συγκρατηθεί θα ριχτεί στους μεζέδες όσο χορτάτος κι αν είναι.

Γι’ αυτό και η μυρωδιά μπορεί να προδώσει τον ακόλαστο: «Ο λόγος είναι ότι οι ακόλαστοι με τις μυρωδιές αυτές, επειδή μέσω αυτών αναθυμούνται τα αντικείμενα των επιθυμιών τους. Μπορεί, φυσικά, να δει κανείς και άλλους ανθρώπους που, όταν πεινούν, ευχαριστιούνται με τις μυρωδιές των φαγητών· το να ευχαριστιέται όμως κανείς σε μόνιμη βάση με αυτού του είδους τα πράγματα δηλώνει ακόλαστο άνθρωπο· γιατί γι’ αυτόν όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο των επιθυμιών του». (1118a 10, 14-19).

Το ότι ο πεινασμένος που θα ξεσηκωθεί από τη μυρωδιά του φαγητού δεν είναι ακόλαστος είναι απολύτως προφανές, αφού το φαγητό είναι ανάγκη και οφείλει κανείς να εκπληρώνει τις ανάγκες του. Η ακολασία έγκειται στην υπερβολή κι όχι στην εκπλήρωση των σωματικών λειτουργιών. Εκτός αυτού, είναι μάλλον αβάσιμο να θεωρεί κανείς την όσφρηση πηγή της ακολασίας, αφού η όσφρηση δεν αποτελεί την πηγή της ηδονής, αλλά την ενθύμησή της.

Εξάλλου, ο ακόλαστος μπορεί να εκδηλωθεί όχι μόνο με τη μυρωδιά, αλλά και με την όραση, καθώς και η θέα των εκλεκτών μεζέδων θα τον αναστατώσει. Ακόμη και το άκουσμα των πιατικών ή των ποτηριών που τσουγκρίζουν είναι σε θέση να τον κάνει άνω κάτω. Όπως λοιπόν η όραση και η ακοή δε θεωρούνται ότι επιφέρουν ακολασία, έτσι και η όσφρηση είναι αδύνατο να εκληφθεί ως γενεσιουργός αιτία της ακόλαστης συμπεριφοράς.

Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις που οδηγούν τον άνθρωπο στην ακολασία είναι η αφή και η γεύση: «… η σωφροσύνη και η ακολασία σχετίζονται με εκείνες τις ηδονές που και τα άλλα ζώα τις έχουν κοινές με τον άνθρωπο (κάτι που τις κάνει να φαίνονται ότι προσιδιάζουν σε δούλους και σε κτήνη): πρόκειται για την αφή και τη γεύση». (1118a 10, 27-30).

Και η γεύση κρίνεται επουσιώδης: «Είναι όμως φανερό ότι και τη γεύση λίγο τη χρησιμοποιούν οι ακόλαστοι, ή και καθόλου. Δουλειά της αίσθησης της γεύσης είναι, πράγματι, η διάκριση των γεύσεων (αυτό δεν κάνουν οι δοκιμαστές των κρασιών και όλοι αυτοί που ξέρουν να νοστιμίζουν τα φαγητά με καρυκεύματα;), δε βρίσκεται όμως καθόλου – τουλάχιστο των ακόλαστων – σ’ αυτή τη διάκριση η ευχαρίστησή τους, αλλά στην απόλαυση, που σε όλες τις περιπτώσεις προέρχεται από την αφή: στα φαγητά, στα ποτά, σ’ αυτό που λέμε: “χαρές της Αφροδίτης”». (1118a 10, 30-37).

Η αφή παρουσιάζεται ως αναντίρρητη πηγή της ακολασίας: «Αυτός είναι και ο λόγος που ευχήθηκε κάποτε ένας καλοφαγάς να ήταν ο οισοφάγος του μακρύτερος και από του γερανού, θέλοντας να πει ότι την ευχαρίστηση την αισθανόταν με την αφή. Η αίσθηση λοιπόν με την οποία σχετίζεται η ακολασία είναι από όλες τις αισθήσεις η πιο κοινή σε όλα τα ζώα, και άρα δικαιολογημένα, λέω, η ακολασία θεωρείται επονείδιστη, αφού υπάρχει μέσα μας όχι γιατί είμαστε άνθρωποι, αλλά γιατί είμαστε ζώα. Το να χαίρεται λοιπόν κανείς με τέτοιου είδους πράγματα και να τα αγαπάει περισσότερο από όλα τα άλλα, είναι κάτι το ζωώδες». (1118a 10, 37-38 και 1118b 10, 1-5).

Κι αυτός είναι ο λόγος που η ακολασία είναι κατακριτέα, καθώς υποβαθμίζει τον άνθρωπο στα ζωώδη ένστικτά του. Ο σώφρων είναι αυτός που ξέρει να κρατά τις ορθές αποστάσεις δίνοντας βαρύτητα στα πράγματα που αρμόζουν περισσότερο στους ανθρώπους.

Φυσικά, θα ήταν παράλογο να απαιτήσει κανείς την πλήρη απάρνηση των ενστίκτων. Κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στην ανθρώπινη φύση: «Επιπαραδείγματι, η επιθυμία της τροφής είναι φυσική· ο καθένας, πράγματι, επιθυμεί ξερή ή υγρή τροφή, άμα του λείπει – καμιά φορά τις επιθυμεί και τις δύο· και αν είναι νέος και ακμαίος επιθυμεί επίσης, όπως λέει ο Όμηρος, και το “κρεβάτι”». (1118b 11, 11-14).

Και βέβαια, είναι επίσης φυσικό να υπάρχουν διαφορές στις προτιμήσεις του καθενός. Δε χρειάζεται να έχουν όλοι το ίδιο αγαπημένο φαγητό ούτε τα ίδια πρότυπα στην επιλογή ερωτικού συντρόφου. Αυτού του είδους οι αποφάσεις είναι αυστηρά προσωπικές και δεν αποτελούν κριτήριο σωφροσύνης ή ακολασίας.

Το ακόλαστο δεν έχει να κάνει με τις επιλογές, αλλά με την υπερβολή που ξεπερνά τις φυσικές ανάγκες: «Στις φυσικές λοιπόν επιθυμίες λίγοι συμπεριφέρονται λανθασμένα, και μάλιστα προς μία μόνο κατεύθυνση: προς την κατεύθυνση της υπερβολής· γιατί το να τρώει και να πίνει κανείς ό,τι βρεθεί μπροστά του ώσπου να κορεσθεί, σημαίνει ότι ξεπερνάει σε ποσότητα αυτό που έχει ορίσει η φύση: η φυσική επιθυμία πάει ως την ικανοποίηση της ανάγκης». (1118b 11, 18-22).

Η ακολασία ταυτίζεται με την κατάχρηση παίρνοντας διαστάσεις παθολογίας. Γιατί ακόλαστος δεν είναι ο άνθρωπος που θα τσιμπήσει ένα μεζεδάκι παραπάνω, αλλά εκείνος που θα συμπεριφερθεί με βουλιμία. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος είναι έρμαιο των ηδονών σε βαθμό που να λειτουργεί βλαπτικά για την ίδια του την υγεία. Κατά κανόνα τέτοιες ακραίες συμπεριφορές έχουν ψυχολογικό υπόβαθρο.

Η έννοια της μεσότητας, που διαμορφώνει την ψυχική ισορροπία βασιζόμενη στη λογική και την επιθυμία εκπλήρωσης του ωραίου (ως τελικό σκοπό), ματαιώνεται ολοκληρωτικά: «Αυτός είναι ο λόγος που τους ανθρώπους αυτούς τους λέμε “γαστρίμαργους”, θέλοντας να πούμε ότι γεμίζουν την κοιλιά τους πέρα από όσο πρέπει – έτσι, πάντως, καταντούν οι απολύτως ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι». (1118b 11, 22-24).

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται απολύτως περιφρονητικά στους ακόλαστους («ευτελείς και τιποτένιοι άνθρωποι») αποδίδοντας τη συμπεριφορά τους στη διαμόρφωση του χαρακτήρα (που είναι ευτελής) κι όχι σε ψυχολογικούς παράγοντες που θα μπορούσαν και να ξεπεραστούν. (Η ψυχανάλυση θα έρθει πολλούς αιώνες αργότερα). Ο Αριστοτέλης αγγίζει το θέμα διαισθητικά. Αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για αρρώστια της ψυχής, αλλά δε συλλαμβάνει το μέγεθος του επιστημονικού πεδίου, που ο ίδιος ανοίγει.

Δεν είναι τυχαίο ότι για πολλούς θεωρείται ο πρώτος ψυχολόγος. Και μόνο ο διαχωρισμός της ψυχής (λόγον έχον μέρος, άλογον έχον μέρος κι επιθυμητικόν, λόγον-άλογον έχον μέρος) αποδεικνύει ότι εισάγεται μια νέα οπτική στην ερμηνεία του ανθρώπου, η οπτική της ψυχολογικής του υπόστασης.

Ο Αριστοτέλης έχει ξεπεράσει κατά πολύ το πλαίσιο της εποχής του προσεγγίζοντας ζητήματα που (ως ένα βαθμό) δεν έχουν ξεκαθαριστεί ακόμη και σήμερα. Το να ασκηθεί οποιαδήποτε κριτική για ελλιπή ερμηνεία των ψυχοπαθολογικών αιτιών της βουλιμίας και την έλλειψη προτάσεων για την αντιμετώπισή της δεν είναι απλώς υπερβολικό, είναι παράλογο.

Για τον Αριστοτέλη ο ακόλαστος είναι άνθρωπος τιποτένιος που διαμορφώθηκε από αρνητική έξη στα ζητήματα των ηδονών. Και η υπερβολή στην αναζήτηση της σωματικής ευχαρίστησης έχει να κάνει τόσο με τον αχαλίνωτο τρόπο που πραγματώνεται, όσο και με την ευτέλεια των πραγμάτων που την προκαλεί, τα οποία πολλές φορές είναι κατακριτέα και μισητά: «Γιατί, ενώ όλοι αυτοί που λέγονται “παθιασμένοι φίλοι του τάδε ή του τάδε πράγματος” λέγονται έτσι ή γιατί ευχαριστιούνται με πράγματα που δεν πρέπει ή γιατί ευχαριστιούνται με αυτό ή με εκείνο το πράγμα περισσότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι ή γιατί ευχαριστιούνται με τρόπο που δεν είναι σωστός, οι ακόλαστοι φτάνουν σε υπερβολή και από τις τρεις αυτές απόψεις: ευχαριστιούνται με κάποια πράγματα με τα οποία δεν πρέπει να ευχαριστιέται κανείς (γιατί είναι πράγματα μισητά), και στην περίπτωση που ευχαριστιούνται με πράγματα με τα οποία θα έπρεπε πράγματι κανείς να ευχαριστιέται, αυτοί το κάνουν σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι πρέπει ή σε σύγκριση με τους περισσότερους ανθρώπους». (1118b 11, 26-31).

Ο ακόλαστος είναι απολύτως κατακριτέος άνθρωπος όχι μόνο γιατί δε γνωρίζει καμία αίσθηση του μέτρου, αλλά και γιατί μπορεί να εισπράττει χαρά από μισητά πράγματα, ανέντιμα ή ανήθικα. Κι αν ως εδώ το πορτρέτο του ακόλαστου πλάθεται από την πλευρά της εσφαλμένης χαράς, ο Αριστοτέλης θα το αποδώσει κι από την πλευρά της λύπης: «Όσο για τις λύπες, δε λέγεται κανείς – όπως στην περίπτωση της ανδρείας – σώφρων, αν τις αντιμετωπίζει, και ακόλαστος, αν δεν τις αντιμετωπίζει· ακόλαστος λέγεται αυτός που λυπάται περισσότερο από ό,τι πρέπει, επειδή δεν πετυχαίνει τα ευχάριστα πράγματα (και τη λύπη η ηδονή τού την προκαλεί), ενώ σώφρων λέγεται αυτός που δε λυπάται για την απουσία των ευχάριστων πραγμάτων [και για την αποχή του από αυτά]». (1118b 11, 33-38).

Από αυτή την άποψη, ο ακόλαστος είναι πρωτίστως άνθρωπος δυστυχής. Ο φόβος μήπως στερηθεί την υπερβολή των ηδονών παίρνει διαστάσεις εμμονής σκιαγραφώντας την εικόνα του εξαρτημένου-ανελεύθερου ανθρώπου. Η λύπη μήπως χάσει το αντικείμενο της ηδονής είναι η συναισθηματική έξαρση του άμετρου που γίνεται πλέον μοναδικό νόημα για τη ζωή. Σε τελική ανάλυση, ο ακόλαστος βρίσκεται σε διαρκή αγωνία. Γι’ αυτό είναι ευάλωτος.

Υπό αυτές τις συνθήκες είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία. Ο σώφρων, ως άνθρωπος του μέτρου, θα απολαύσει τις ηδονές στο βαθμό που πρέπει, χωρίς να εξαρτά την ευτυχία του στην εκπλήρωσή τους. Είναι σε θέση να παραμείνει ευτυχής, ακόμη κι αν χρειαστεί να στερηθεί κάτι. Τελικά, η ακολασία τείνει στο αξιολύπητο.

Και βέβαια, οι δυσάρεστες παρενέργειες στην αναζήτηση των ηδονών έχουν να κάνουν μόνο με την υπερβολή: «Ελλιπείς στις ηδονές, άνθρωποι που να τις ευχαριστιούνται λιγότερο από ό,τι πρέπει, δεν υπάρχουν· μια τέτοια αναισθησία δεν είναι, πράγματι, ανθρώπινη». (1119a 11, 6-8).

Και συμπληρώνει: «Το να μη νιώθει, πάντως, κανείς ευχαρίστηση με τίποτε και να μην κάνει διάκριση ανάμεσα σε ένα και σε άλλο πράγμα, αυτός απέχει πάρα πολύ από το να είναι άνθρωπος». (1119a 11, 10-11). Η γενική έλλειψη ευχαρίστησης που ισοπεδώνει τα πάντα εκμηδενίζοντας κάθε έννοια προτίμησης ή επιθυμίας προσομοιάζει σ’ αυτό που σήμερα ονομάζεται κατάθλιψη.

Η έλλειψη στη χαρά των ηδονών αποτελεί επίσης ψυχική δυσαρμονία, και σε πολλές περιπτώσεις καταστροφικότερη κι από την υπερβολή. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γνωρίζει ούτε τη νευρική ανορεξία ούτε την παθολογία της ολοκληρωτικής παραίτησης. Οι σύγχρονες διαπιστώσεις των αρνητικών επιπτώσεων από την πλευρά της έλλειψης θα έλεγε κανείς ότι ενισχύουν εκ νέου την αριστοτελική προτροπή της μεσότητας.

Αυτό που μένει είναι ο προσδιορισμός του σώφρονα ανθρώπου: «Ο σώφρων άνθρωπος κατέχει τη μέση θέση σ’ αυτά τα πράγματα, αφού ούτε ευχαριστιέται με τα πράγματα με τα οποία ευχαριστιέται πάρα πολύ ο ακόλαστος (ίσα ίσα τα πράγματα αυτά τον δυσαρεστούν), ούτε γενικά ευχαριστιέται με πράγματα με τα οποία δε θα έπρεπε να ευχαριστιέται· επίσης, δεν ευχαριστιέται σε βαθμό υπερβολής με οποιοδήποτε από τα πράγματα αυτά». (1119a 11, 13-15).

Κι όχι μόνο αυτό: «Από την άλλη ο σώφρων άνθρωπος δεν αισθάνεται λύπη, όταν τα πράγματα αυτά του λείπουν, ούτε και τα επιθυμεί, ή τα επιθυμεί σε μέτριο βαθμό· δεν τα επιθυμεί, επίσης, περισσότερο από ό,τι πρέπει, ούτε σε στιγμή που δεν πρέπει – θυμήσου και όλα τα παρόμοια πράγματα που έχουμε ήδη πει». (1119a 11, 16-18). Εν κατακλείδι ο σώφρων «ενεργεί όπως ο ορθός λόγος ορίζει». (1119a 11, 21-22).

Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει μεγαλύτερο κακό από την ακολασία. Ακόμη και η δειλία θεωρείται λιγότερο περιφρονητέα. Ο ακόλαστος είναι αδύνατο να φτάσει στην εσωτερική γαλήνη που προϋποθέτει η ευτυχία. Η σωφροσύνη παρουσιάζεται ως ύψιστη αρετή, που είναι σε θέση να καθοδηγήσει και στην απόκτηση όλων των άλλων.

Μόνο ο σώφρων μπορεί να είναι αληθινά ανδρείος, αφού μόνο εκείνος θα φερθεί σωστά εκπληρώνοντας τις επιταγές της μεσότητας. Ο ακόλαστος δεν μπορεί παρά να επιδείξει το παράτολμο θράσος, αν νιώσει ότι υπάρχει κίνδυνος να στερηθεί την ηδονή που στρεβλά έχει ταυτίσει με την ευτυχία. Γι’ αυτό είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της ανθρώπινης ανισορροπίας.

Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει τα παιδιά να διαπαιδαγωγούνται από πολύ μικρή ηλικία, ώστε να μπορούν να χαλιναγωγούν τις επιθυμίες τους: «Γιατί και των παιδιών η ζωή κατευθύνεται από την επιθυμία, και κυρίως σ’ αυτά γίνεται εμφανής η επιδίωξη του ευχάριστου. Αν λοιπόν η επιθυμία δεν είναι υπάκουη και υποταγμένη σ’ αυτό που άρχει,» (δηλαδή στο λόγον έχον μέρος της ψυχής) «τότε η επιδίωξη του ευχάριστου θα προχωρήσει πολύ μακριά· γιατί η επιθυμία του ευχάριστου είναι αχόρταγη, και έρχεται στον δίχως νου άνθρωπο από παντού, και η άσκηση της επιθυμίας αυξάνει την έμφυτη, την εσωτερική δύναμη, με αποτέλεσμα, αν οι επιθυμίες είναι μεγάλες και δυνατές, μπορούν ακόμη και να αχρηστεύσουν τη σκέψη». (1119b 12, 6-12).

Ο σώφρων είναι ο άνθρωπος που πετυχαίνει τη σύμπλευση των επιθυμιών με τη λογική: «Όπως το παιδί πρέπει να ζει σύμφωνα με τις προσταγές του παιδαγωγού, έτσι και το επιθυμητικό στοιχείο που υπάρχει μέσα μας πρέπει να ακολουθεί τις οδηγίες του λόγου. Γι’ αυτό το επιθυμητικό στοιχείο του σώφρονα ανθρώπου πρέπει να βρίσκεται σε αρμονική σχέση με το λογικό στοιχείο· γιατί ο στόχος και των δύο είναι το ηθικά ωραίο, και ο σώφρων άνθρωπος επιθυμεί αυτά που πρέπει, με τον τρόπο που πρέπει και τη στιγμή που πρέπει: αυτό ακριβώς ορίζει και ο λόγος». (1119b 12, 15-20).

Αποδεχόμενοι ότι η εκπλήρωση των επιθυμιών αποτελεί τη συναισθηματική ολοκλήρωση του ανθρώπου, είναι φανερό ότι οι επιθυμίες που είναι ενάντιες στη λογική είναι το αδιέξοδο της αντίθεσης ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Κι αυτή είναι η κύρια πηγή της ανθρώπινης δυστυχίας. Όταν το συναίσθημα συγκρούεται με τη λογική, ο άνθρωπος είναι αδύνατο να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Ή δε θα νιώθει χαρά καταπιέζοντας το συναίσθημα για χάρη της λογικής ή η χαρά του θα τον οδηγεί στην ενοχή, καθώς η λογική θα την υπονομεύει.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ψυχική γαλήνη κι αγάπη για τον εαυτό, που είναι η βάση της ευτυχίας. Με άλλα λόγια, προκύπτει ένας ορισμός: Ευτυχία είναι η ισορροπία της ψυχής που απορρέει από τη σύμπλευση του συναισθήματος και της λογικής σύμφωνα με τον τρόπο του σώφρονα ανθρώπου.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 4.8.12–4.8.19

Αποτυχημένη προσπάθεια των Σπαρτιατών για προσέγγιση με τους Πέρσες

Από το 4.8.1 ο Ξενοφώντας επιστρέφει στην αφήγηση των γεγονότων στο Αιγαίο και τη Μ. Ασία. Μετά τη νίκη τους στη ναυμαχία της Κνίδου (394 π.Χ.) οι Φαρνάβαζος και Κόνωνας έπλευσαν στο Αιγαίο και προκάλεσαν την ανατροπή των φιλολακωνικών καθεστώτων. Έτσι, οι Σπαρτιάτες, που διαπίστωσαν πλέον ότι οι νίκες τους στην ξηρά δεν επαρκούσαν για την τελική τους επικράτηση, αποφάσισαν να κλείσουν ειρήνη με τον Πέρση βασιλιά, ώστε να σταματήσει αυτός να χρηματοδοτεί και να επικουρεί τον αθηναϊκό στόλο. Επιθυμώντας τη διάλυση του Βοιωτικού Κοινού και της ένωσης Άργους–Κορίνθου, ήταν έτοιμοι να αποδεχτούν το ενδεχόμενο αυτονομίας των ελληνικών πόλεων στη συνθήκη ειρήνης που θα υπογραφόταν στο μέλλον. Στις Σάρδεις στέλνεται ως διαπραγματευτής ο Ανταλκίδας και υποβάλλει τις προτάσεις των Σπαρτιατών στον διάδοχο του Τιθραύστη, τον Τιρίβαζο.

[4.8.12] Οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἀκούοντες ὅτι Κόνων καὶ τὸ τεῖχος
τοῖς Ἀθηναίοις ἐκ τῶν βασιλέως χρημάτων ἀνορθοίη καὶ
τὸ ναυτικὸν ἀπὸ τῶν ἐκείνου τρέφων τάς τε νήσους καὶ τὰς
ἐν τῇ ἠπείρῳ παρὰ θάλατταν πόλεις Ἀθηναίοις εὐτρεπίζοι,
ἐνόμισαν, εἰ ταῦτα διδάσκοιεν Τιρίβαζον βασιλέως ὄντα
στρατηγόν, ἢ καὶ ἀποστῆσαι ἂν πρὸς ἑαυτοὺς τὸν Τιρίβαζον
ἢ παῦσαί γ’ ἂν τὸ Κόνωνος ναυτικὸν τρέφοντα. γνόντες
δὲ οὕτω, πέμπουσιν Ἀνταλκίδαν πρὸς τὸν Τιρίβαζον, προσ-
τάξαντες αὐτῷ ταῦτα διδάσκειν καὶ πειρᾶσθαι εἰρήνην τῇ
πόλει ποιεῖσθαι πρὸς βασιλέα. [4.8.13] αἰσθόμενοι δὲ ταῦτα οἱ
Ἀθηναῖοι ἀντιπέμπουσι πρέσβεις μετὰ Κόνωνος Ἑρμογένη
καὶ Δίωνα καὶ Καλλισθένη καὶ Καλλιμέδοντα. συμπαρεκά-
λεσαν δὲ καὶ ἀπὸ τῶν συμμάχων πρέσβεις· καὶ παρεγένοντο
ἀπό τε Βοιωτῶν καὶ Κορίνθου καὶ Ἄργους. [4.8.14] ἐπεὶ δ’ ἐκεῖ
ἦσαν, ὁ μὲν Ἀνταλκίδας ἔλεγε πρὸς τὸν Τιρίβαζον ὅτι
εἰρήνης δεόμενος ἥκοι τῇ πόλει πρὸς βασιλέα, καὶ ταύτης
οἵασπερ βασιλεὺς ἐπεθύμει. τῶν τε γὰρ ἐν τῇ Ἀσίᾳ Ἑλλη-
νίδων πόλεων Λακεδαιμονίους βασιλεῖ οὐκ ἀντιποιεῖσθαι,
τάς τε νήσους ἁπάσας καὶ τὰς ἄλλας πόλεις ἀρκεῖν σφίσιν
αὐτονόμους εἶναι. καίτοι, ἔφη, τοιαῦτα ἐθελόντων ἡμῶν,
τίνος ἂν ἕνεκα πρὸς ἡμᾶς [οἱ Ἕλληνες ἢ] βασιλεὺς πολεμοίη
ἢ χρήματα δαπανῴη; καὶ γὰρ οὐδ’ ἐπὶ βασιλέα στρατεύεσθαι
δυνατὸν οὔτε Ἀθηναίοις μὴ ἡγουμένων ἡμῶν οὔθ’ ἡμῖν αὐτο-
νόμων οὐσῶν τῶν πόλεων. [4.8.15] τῷ μὲν δὴ Τιριβάζῳ ἀκούοντι
ἰσχυρῶς ἤρεσκον οἱ τοῦ Ἀνταλκίδου λόγοι· τοῖς δὲ ἐναντίοις
λόγοι ταῦτ’ ἦν. οἵ τε γὰρ Ἀθηναῖοι ἐφοβοῦντο συνθέσθαι
αὐτονόμους εἶναι τὰς νήσους, μὴ Λήμνου καὶ Ἴμβρου καὶ
Σκύρου στερηθεῖεν, οἵ τε Θηβαῖοι, μὴ ἀναγκασθείησαν
ἀφεῖναι τὰς Βοιωτίας πόλεις αὐτονόμους, οἵ τ’ Ἀργεῖοι, οὗ
ἐπεθύμουν, οὐκ ἐνόμιζον ἂν τὴν Κόρινθον δύνασθαι ὡς Ἄργος
ἔχειν τοιούτων συνθηκῶν καὶ σπονδῶν γενομένων. αὕτη μὲν
ἡ εἰρήνη οὕτως ἐγένετο ἀτελής, καὶ ἀπῆλθον οἴκαδε ἕκαστος.

[4.8.16] Ὁ μέντοι Τιρίβαζος τὸ μὲν ἄνευ βασιλέως μετὰ Λακε-
δαιμονίων γενέσθαι οὐκ ἀσφαλὲς αὑτῷ ἡγεῖτο εἶναι· λάθρᾳ
γε μέντοι ἔδωκε χρήματα Ἀνταλκίδᾳ, ὅπως ἂν πληρωθέντος
ναυτικοῦ ὑπὸ Λακεδαιμονίων οἵ τε Ἀθηναῖοι καὶ οἱ σύμμαχοι
αὐτῶν μᾶλλον τῆς εἰρήνης προσδέοιντο, καὶ τὸν Κόνωνα ὡς
ἀδικοῦντά τε βασιλέα καὶ ἀληθῆ λεγόντων Λακεδαιμονίων
εἶρξε. ταῦτα δὲ ποιήσας ἀνέβαινε πρὸς βασιλέα, φράσων
ἅ τε λέγοιεν οἱ Λακεδαιμόνιοι καὶ ὅτι Κόνωνα συνειληφὼς
εἴη ὡς ἀδικοῦντα, καὶ ἐρωτήσων τί χρὴ ποιεῖν περὶ τούτων
ἁπάντων. [4.8.17] καὶ βασιλεὺς μέν, ὡς Τιρίβαζος ἄνω παρ’ αὐτῷ
ἦν, Στρούθαν καταπέμπει ἐπιμελησόμενον τῶν κατὰ θάλατταν.
ὁ μέντοι Στρούθας ἰσχυρῶς τοῖς Ἀθηναίοις καὶ τοῖς συμ-
μάχοις τὴν γνώμην προσεῖχε, μεμνημένος ὅσα κακὰ ἐπεπόνθει
ἡ βασιλέως χώρα ὑπ’ Ἀγησιλάου. οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ἐπεὶ
ἑώρων τὸν Στρούθαν πρὸς ἑαυτοὺς μὲν πολεμικῶς ἔχοντα,
πρὸς δὲ τοὺς Ἀθηναίους φιλικῶς, Θίβρωνα πέμπουσιν ἐπὶ
πολέμῳ πρὸς αὐτόν. ὁ δὲ διαβάς τε καὶ ὁρμώμενος ἐξ
Ἐφέσου τε καὶ τῶν ἐν Μαιάνδρου πεδίῳ πόλεων Πριήνης
τε καὶ Λευκόφρυος καὶ Ἀχιλλείου, ἔφερε καὶ ἦγε τὴν βασι-
λέως. [4.8.18] προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου κατανοήσας ὁ Στρούθας
ὅτι Θίβρων βοηθοίη ἑκάστοτε ἀτάκτως καὶ καταφρονητικῶς,
ἔπεμψεν ἱππέας εἰς τὸ πεδίον καὶ καταδραμόντας ἐκέλευσε
περιβαλλομένους ἐλαύνειν ὅ τι δύναιντο. ὁ δὲ Θίβρων
ἐτύγχανεν ἐξ ἀρίστου διασκηνῶν μετὰ Θερσάνδρου τοῦ αὐ-
λητοῦ. ἦν γὰρ ὁ Θέρσανδρος οὐ μόνον αὐλητὴς ἀγαθός,
ἀλλὰ καὶ ἀλκῆς [ἰσχύος], ἅτε λακωνίζων, ἀντεποιεῖτο. [4.8.19] ὁ δὲ
Στρούθας, ἰδὼν ἀτάκτως τε βοηθοῦντας καὶ ὀλίγους τοὺς
πρώτους, ἐπιφαίνεται πολλούς τε ἔχων καὶ συντεταγμένους
ἱππέας. καὶ Θίβρωνα μὲν καὶ Θέρσανδρον πρώτους ἀπ-
έκτειναν· ἐπεὶ δ’ οὗτοι ἔπεσον, ἐτρέψαντο καὶ τὸ ἄλλο
στράτευμα, καὶ διώκοντες παμπλήθεις κατέβαλον, ἦσαν δὲ
καὶ οἳ ἐσώθησαν αὐτῶν εἰς τὰς φιλίας πόλεις, καὶ πλείους
διὰ τὸ ὀψὲ αἰσθέσθαι τῆς βοηθείας. πολλάκις γάρ, καὶ
τότε, οὐδὲ παραγγείλας τὴν βοήθειαν ἐποιήσατο. καὶ ταῦτα
μὲν οὕτως ἐγεγένητο.

***
Οι Λακεδαιμόνιοι άκουσαν ότι ο Κόνων ξόδευε τα χρήματα του Βασιλέως για να ξαναχτίζει τα τείχη των Αθηναίων και για να συντηρεί το ναυτικό που εξασφάλιζε την προσχώρηση των νησιών και των παραθαλασσίων πόλεων της στεριάς στους Αθηναίους. Τότε σκέφτηκαν ότι αν ειδοποιούσαν γι' αυτά τον Τιρίβαζο, τον στρατηγό του Βασιλέως, ο Τιρίβαζος ή θα πήγαινε με το μέρος τους ή τουλάχιστον θα έπαυε να συντηρεί το ναυτικό του Κόνωνος. Αποφάσισαν λοιπόν να του στείλουν τον Ανταλκίδα, με οδηγίες να του μιλήσει με τέτοιο πνεύμα και να προσπαθήσει να πετύχει ειρήνη ανάμεσα στην πόλη και στον Βασιλέα. Όταν το έμαθαν οι Αθηναίοι, έστειλαν κι εκείνοι πρέσβεις ―μαζί με τον Κόνωνα― τον Ερμογένη, τον Δίωνα, τον Καλλισθένη και τον Καλλιμέδοντα. Ζήτησαν κι από τους συμμάχους τους να στείλουν κι εκείνοι πρέσβεις, κι ήρθαν από τους Βοιωτούς, από την Κόρινθο και το Αργός.

Αφού έφτασαν στην έδρα του Τιριβάζου, ο Ανταλκίδας του είπε ότι είχε έρθει με προτάσεις ειρήνης ανάμεσα στην πόλη του και στον Βασιλέα ― και μάλιστα τέτοιας ειρήνης, όπως από καιρό την επιθυμούσε ο Βασιλεύς: γιατί οι Λακεδαιμόνιοι, είπε, δεν διεκδικούσαν από τον Βασιλέα τις ελληνικές πόλεις της Ασίας· όσο για τις υπόλοιπες πόλεις κι όλα τα νησιά, αρκούσε στους Λακεδαιμονίους να μείνουν ανεξάρτητα. «Αφού λοιπόν», είπε, «είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε τέτοιους όρους, τι λόγο έχει ο Βασιλεύς να μας πολεμάει και να ξοδεύει χρήματα; Ούτε οι Αθηναίοι θα μπορούν να οργανώσουν εκστρατεία εναντίον του Βασιλέως δίχως εμάς αρχηγούς, ούτε όμως κι εμείς εφόσον θα είναι ανεξάρτητες οι πόλεις».

Οι προτάσεις του Ανταλκίδα άρεσαν πολύ στον Τιρίβαζο όταν τις άκουσε. Στους αντιπάλους του Ανταλκίδα, αντίθετα, δεν βρήκαν απήχηση· οι Αθηναίοι φοβήθηκαν ότι αν συμφωνούσαν να δοθεί ανεξαρτησία στα νησιά θα 'χαναν τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο· οι Θηβαίοι ότι θ' αναγκάζονταν ν' αφήσουν ανεξάρτητες τις πόλεις της Βοιωτίας· οι Αργείοι, τέλος, ότι αν γινόταν τέτοια συνθήκη ειρήνης δεν θα μπορούσαν ―όπως ήθελαν― να κρατήσουν προσαρτημένη την Κόρινθο. Έτσι ματαιώθηκε τότε η σύναψη ειρήνης, κι όλοι γύρισαν στις πατρίδες τους.

Ο Τιρίβαζος έκρινε επικίνδυνο να πάρει το μέρος των Λακεδαιμονίων χωρίς τη συγκατάθεση του Βασιλέως· έδωσε ωστόσο, κρυφά, χρήματα στον Ανταλκίδα για να φτιάξουν ναυτικό οι Λακεδαιμόνιοι, με τη σκέψη ότι τότε οι Αθηναίοι κι οι σύμμαχοί τους θα 'δειχναν περισσότερη διάθεση για ειρήνη. Ταυτόχρονα φυλάκισε τον Κόνωνα με τη δικαιολογία ότι οι κατηγορίες των Λακεδαιμονίων ήταν βάσιμες κι ότι είχε παραβεί το καθήκον του προς τον Βασιλέα. Ύστερα πήγε στον Βασιλέα να του διαβιβάσει τις προτάσεις των Λακεδαιμονίων, να του αναφέρει ότι είχε φυλακίσει τον Κόνωνα για παράβαση καθήκοντος και να του ζητήσει οδηγίες για όλ' αυτά.

Όσο ο Τιρίβαζος βρισκόταν στο εσωτερικό της χώρας κοντά στον Βασιλέα, τούτος έστειλε τον Στρούθα ν' αναλάβει τη διοίκηση των παραθαλασσίων περιοχών. Ο Στρούθας όμως, που δεν λησμονούσε πόσα κακά είχε πάθει η χώρα από τον Αγησίλαο, ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Αθηναίων και των συμμάχων τους. Όταν είδαν οι Λακεδαιμόνιοι πόσο εχθρικά φερόταν απέναντί τους και πόσο φιλικά στους Αθηναίους, έστειλαν τον Θίβρωνα εναντίον του. Αυτός πέρασε στην Ασία κι άρχισε να λεηλατεί τα εδάφη του Βασιλέως με ορμητήρια την Έφεσο και τις πόλεις της πεδιάδας του Μαιάνδρου Πριήνη, Λεύκοφρυ και Αχίλλειο.

Σε λίγον καιρό ο Στρούθας πρόσεξε ότι ο Θίβρων ξεκινούσε πάντα τις επιχειρήσεις του ακατάστατα και δίχως προφυλάξεις· έστειλε λοιπόν ιππικό στην πεδιάδα να κάνει επιδρομή, να περικυκλώσει τον εχθρό και ν' αρπάξει ό,τι μπορέσει. Εκείνη την ώρα ο Θίβρων, που μόλις είχε γευματίσει, έκανε δισκοβολία με τον αυλητή Θέρσανδρο (γιατί ο Θέρσανδρος δεν ήταν μονάχα καλός αυλητής, αλλά σαν οπαδός των λακωνικών εθίμων παρίστανε και τον αθλητή). Όταν είδε ο Στρούθας ότι οι αντίπαλοι έβγαιναν ν' αντιμετωπίσουν τους άνδρες του μ' ακατάστατο τρόπο, κι ότι ήταν λιγοστοί στην πρώτη γραμμή, παρουσιάστηκε ξαφνικά με πολύ και καλά συνταγμένο ιππικό. Πρώτ' απ' όλους σκότωσαν τον Θίβρωνα και τον Θέρσανδρο· μετά τον θάνατο τους καταδίωξαν τον υπόλοιπο στρατό, που τράπηκε σε φυγή, και σκότωσαν πολλούς. Μερικοί ωστόσο σώθηκαν καταφεύγοντας στις φιλικές πόλεις, και περισσότεροι επειδή δεν είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα για την επιχείρηση ― γιατί όπως έκανε συχνά ο Θίβρων, έτσι κι εκείνη τη φορά είχε ξεκινήσει δίχως καν να 'χει εκδώσει διαταγές. Έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.