Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Πέρσαι (1002-1037)

ΞΕ. βεβᾶσι γὰρ τοίπερ ἀγρέται στρατοῦ. [στρ. δ]
ΧΟ. βεβᾶσιν, οἴ, νώνυμοι.
ΞΕ. ἰὴ ἰή, ἰὼ ἰώ.
1005 ΧΟ. ἰὼ ἰώ, δαίμονες,
ἔθεσθ᾽ ἄελπτον κακὸν
διαπρέπον, οἷον δέδορκεν Ἄτα.

ΞΕ. πεπλήγμεθ᾽ οἵᾳ δι᾽ αἰῶνος τύχᾳ· [ἀντ. δ]
ΧΟ. πεπλήγμεθ᾽· εὔδηλα γάρ·
1010 ΞΕ. νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ·
ΧΟ. Ἰαόνων ναυβατᾶν
κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς.
δυσπόλεμον δὴ γένος τὸ Περσᾶν.

ΞΕ. πῶς δ᾽ οὔ; στρατὸν μὲν τοσοῦ- [στρ. ε]
1015 τον τάλας πέπληγμαι.
ΧΟ. τί δ᾽ οὐκ ὄλωλεν, μεγάλατε, Περσᾶν;
ΞΕ. ὁρᾷς τὸ λοιπὸν τόδε τᾶς ἐμᾶς στολᾶς;
ΧΟ. ὁρῶ ὁρῶ.
1020 ΞΕ. τόνδε τ᾽ ὀιστοδέγμονα—
ΧΟ. τί τόδε λέγεις σεσωμένον;
ΞΕ. θησαυρὸν βελέεσσιν.
ΧΟ. βαιά γ᾽ ὡς ἀπὸ πολλῶν.
ΞΕ. ἐσπανίσμεθ᾽ ἀρωγῶν.
1025ΧΟ. Ἰάνων λαὸς οὐ φυγαίχμας.

ΞΕ. ἄγαν ἄρειος· κατεῖ- [ἀντ. ε]
δον δὲ πῆμ᾽ ἄελπτον.
ΧΟ. τραπέντα ναύφρακτον ἐρεῖς ὅμιλον;
1030 ΞΕ. πέπλον δ᾽ ἐπέρρηξ᾽ ἐπὶ συμφορᾷ κακοῦ.
ΧΟ. παπαῖ παπαῖ.
ΞΕ. καὶ πλέον ἢ παπαῖ μὲν οὖν.
ΧΟ. δίδυμα γάρ ἐστι καὶ τριπλᾶ—
ΞΕ. λυπρά, χάρματα δ᾽ ἐχθροῖς.
1035 ΧΟ. καὶ σθένος γ᾽ ἐκολούθη—
ΞΕ. γυμνός εἰμι προπομπῶν.
ΧΟ. φίλων ἄταισι ποντίαισιν.

***

ΞΕΡΞΗΣ
Πάνε χαθήκαν όλ᾽ αυτοί, που μου οδηγούσαν το στρατό.
ΧΟΡΟΣ
Πάνε χαθήκαν, ω ντροπή, με θάνατο κακό.
ΞΕΡΞΗΣ
Αλί μου εγώ, αλί μου εγώ.
ΧΟΡΟΣ
Αλί μου, αλί, από το Θεό
τ᾽ ανόρπιστο ήβρε μας κακό.
πώς ξεχωρίζ᾽ η θεϊκιά
κατάρα, φανερά!

ΞΕΡΞΗΣ
Πόσο μας χτύπησε σκληρά για πάντα η συμφορά.
ΧΟΡΟΣ
Μας χτύπησε, φως φανερό,
ΞΕΡΞΗΣ
1010 Μ᾽ ανάκουστο ξολοθρεμό.
ΧΟΡΟΣ
Ώρα κακιά τα Ιωνικά
σκαριά αντικρίσαμε σκαριά
και βγήκε ο πόλεμος κακός
στο γένος των Περσών.

ΞΕΡΞΗΣ
Πώς όχι; ω χτύπημα βαρύ,
τόσος στρατός να μου χαθεί!
ΧΟΡΟΣ
Τί δεν εχάθη απ᾽ την πολλή
τη δύναμη την Περσική!
ΞΕΡΞΗΣ
Βλέπεις τί μένει τώρα πια
απ᾽ τη δική μου αρματωσιά.
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω, βλέπω, ναι!
ΞΕΡΞΗΣ
1020 Και τη σαϊτοδόχ᾽ αυτή –
ΧΟΡΟΣ
Τί λες ακόμα έχει σωθεί;
ΞΕΡΞΗΣ
Τη βελοθήκη μοναχή.
ΧΟΡΟΣ
Και πάρα λίγα από πολλά.
ΞΕΡΞΗΣ
Χάθηκε κάθε απαντοχή.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, των Ιώνων ο στρατός
δεν φεύγει στον εχθρόν εμπρός.

ΞΕΡΞΗΣ
Γενναίος αλήθεια, μα κακό
τέτοιο δεν έλπιζα να δω.
ΧΟΡΟΣ
Θέλεις να πεις για το φευγιό
του τόσου πλήθους καραβιών;
ΞΕΡΞΗΣ
Πόσχισ᾽ απάνω μου κι αυτά
1030 τα ρούχα από τη συμφορά.
ΧΟΡΟΣ
Το βλέπω, βλέπω ναι!
ΞΕΡΞΗΣ
Όσο να κλάψεις λίγο ᾽ναι.
ΧΟΡΟΣ
Διπλά κακά και τρίδιπλα.
ΞΕΡΞΗΣ
Λύπη σ᾽ εμάς, του εχτρού χαρά
ΧΟΡΟΣ
Και μας κοπήκαν τα φτερά·
ΞΕΡΞΗΣ
Πάει μου η κάθε συνοδειά.
ΧΟΡΟΣ
Που τους δικούς μας, τρισαλιά,
βρήκε στο κύμα ώρα κακιά.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΛΟΓΟΣ ΣΤΟΝ ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

Ὅσο πιό πολύ ἐξετάζει κανείς ἀπό κοντά τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη, τόσο περισσότερο ἡ δομή του ἀποκαλύπτει μιά λεπτόλογη ὀργάνωση. Φαίνεται πώς καμιά λέξη δεν ἔχει μπεῖ στήν τύχη· παντοῦ οἱ πράξεις ὀργανώνονται σέ σύνολα μέ συνοχή, οἱ γραμμές γίνονται ὅλο καί πιό σαφεῖς, οἱ στόχοι στέκουν ἀντιμέτωποι μέ τά ἐπιτεύγματα· τά ἐπιχειρήματα ὀξύνονται, ἀντιστρέφονται,  ἀφήνοντας νά προβάλλει, σιγά σιγά, μιά κρίση αὐστηρά ἀκριβόλογη· οἱ συλλογισμοί συμπλέκονται γιά νά ὑπηρετήσουν μιάν ἀλήθεια, γιά τήν ὁποία δέν ξέρουμε πιά νά ποῦμε ἄν τήν ἀποκαλύπτουν ἤ ἄν τήν ἐπινοοῦν.
 
Ὅλα ὅμως αὐτά ἔχουν πάντα ὥς στόχο να διευκολύνουν τή μεταφορά μέ τήν ὁποία, σιγά σιγά, ὅλα παίρνουν ἕνα νόημα, καθώς κάθε στοιχεῖο ἔρχεται νά ἐνταχθεῖ μέσα σέ ἕνα σαφές σύστημα ἀπό κατανοητές συσχετίσεις, ὅπου τό πῶς καί τό γιατί ἐγγράφονται μέ ἴση ἀκρίβεια.
 
Ὥστόσο, αὐτό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό δέν πρέπει νά μᾶς κάνει νά ξεχνάμε ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἔχει γράψει, πρίν ἀπό ὅλα, ἕνα ἔργο ἱστορικό. Καί ἡ μεγαλύτερη ἀξία τῆς μεταφορᾶς πού πραγματοποιεῖ εἶναι ἀκριβῶς ὅτι συντελεῖται μέσα σ’ ἕνα ἀφηγηματικό πλαίσιο, χωρίς ὁ ἴδιος νά ἐκβιάσει ἥ νά παραποιήσει τό παραμικρό μέσα στήν ἀφήγηση.
 
Πράγματι, ἡ αὐστηρή ἀκρίβεια δέν ἀποκλείει οὔτε τό χρῶμα οὔτε την προσαρμοστικότητα. Στις ἀφηγήσεις τοῦ Θουκυδίδη δέν ὕπάρχουν πλάσματα, γεγονότα, χειρονομίες, ὅλα ἐντελῶς ξεχωριστά. Τά προβλεπόμενα γιά τήν ἐξιστόρηση τῶν περιστατικῶν πλαίσια προσαρμόζονται ἀνάλογα  με τις περιστάσεις. Τήν ἄλφα μάχη ὁ Θουκυδίδης δέν τήν ἀφηγεῖται ὅπως τή βήτα, οὔτε αὐτή τή δημηγορία τήν ἔχει συνθέσει ὅπως τή διπλανή της. Καί πάνω ἀπ’ ὅλα ποτέ δέν περνᾶ ἀπότομα ἀπό τήν ἀφήγηση στόν ἀποδεικτικό συλλογισμό, ἀπό τό μεμονωμένο περιστατικό στό νόμο μέ τό καθολικό κύρος. Ἡ ἀφήγηση φαίνεται σάν λογική συνέπεια ἑνός ἀποδεικτικοῦ συλλογισμοῦ, τό μεμονωμένο περιστατικό ἀφήνει νά διαφανεῖ μιά ἐνδεχόμενη ἐπανάληψή του· ποτέ ὅμως ὁ Θουκυδίδης δέν ἐπιβεβαιώνει κάτι ὁ ἴδιος· ἑπομένως, δέν διατρέχει ποτέ τόν κίνδυνο νά πεῖ πάρα πολλά. Πιστεύει πώς ἡ ἀπόλυτη διαύγεια τῶν νοημάτων εἶναι ὁ στόχος πρός τόν ὁποῖο πρέπει νά τείνει ἡ ἱστορία, ἄν καί δέν μπορεῖ ποτέ νά τόν φτάσει.
 
Καί αυτό τό διπλό γνώρισμα τοῦ ἱστορικοῦ ἔργου, τῆς historica rerum gestarum, μπορεῖ ἐπίσης νά προσδιορίσει τή στάση τοῦ Θουκυδίδη ἀπέναντι στήν ἱστορική ἐξέλιξη, τίς «res gestae».
 
Πράγματι, ὁλόκληρο τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη ὑποδηλώνει τόν ὀρθολογικό χαρακτήρα του. Οἱ λογικές συσχετίσεις τίς ὁποίες ἐπισημαίνει ἡ ἀφήγηση τοῦ ἱστορικοῦ, ὑπάρχουν χωρίς ἀμφιβολία, στά μάτια του, ἀνάμεσα στά γεγονότα, ἀνεξάρτητα ἀπό τή σκέψη πού τά συλλαμβάνει.
 
Ὅταν φέρνει στό φῶς, μέ αὐστηρή ἀκρίβεια, ἕνα λεπτομερέστατο σύστημα ἀπό αἴτια καί ἀποτελέσματα, παραδέχεται, φυσικά, πώς τήν πραγματικότητα τήν κυβερνοῦσαν αὐτές οἱ λογικές ἀλληλουχίες. Μποροῦμε, μάλιστα, νά ποῦμε κάτι περισσότερο. Γιατί τά στοιχεῖα πού προσπαθεῖ νά βάλει σέ τάξη, δέν ἔρχονται, σάν κάτι τό ἀναπάντεχο, νά παίξουν κάποιο ρόλο πού θά μπορούσαμε μόνο νά τόν διαπιστώσουμε· ὅσο γίνεται, ὁ Θουκυδίδης τά τοποθετεῖ μέσα σέ ἕνα διαλεκτικό σύστημα. Ὑποδηλώνει ὥς ποιό βαθμό θά ἦταν δυνατό ἀπό πρίν νά ὑπολογιστεῖ ἡ σημασία τους, νά προβλεφτεῖ ἡ ἐπίδρασή τους, νά χρησιμοποιηθεῖ ἤ νά διορθωθεῖ ἡ παρέμβασή τους. Καί γι’ αὐτό παραδέχεται πώς μπορεῖ νά υπάρχουν ὅρισμένοι κανόνες, νά ὑπάρχουν σταθερές, στίς ὁποίες πρέπει, κανονικά, νά ὑπακούουν τά γεγονότα.
 
Τό πρόβλημα ὥς ποιο σημεῖο ἡ ἱστορία, ὅπως την ἀντιλαμβάνεται ὁ Θουκυδίδης, εἶναι σε θέση να ἐπισημαίνει αὐτούς τούς κανόνες, θα ἀπαιτοῦσε εἰδική μελέτη. Ὁπωσδήποτε μποροῦμε νά διαπιστώσουμε μιά διπλή παρατήρηση. Πρῶτα πρῶτα, εἶναι φανερό πώς ὁ Θουκυδίδης ἔχει τήν τάση νά ὑπακούει στούς κανόνες πού προαναφέραμε, ὅσο μπορεῖ συχνότερα. Οἱ δημηγορίες του εἶναι ὁλόκληρες διανθισμένες ἀπό παρατηρήσεις μέ καθολικό κύρος, ἀπό τίς κοινότοποες διαπιστώσεις ὥς τις μεγάλες πολιτικές ἀναλύσεις. Ἡ ἀφήγηση ὑποστηρίζεται ἀπό τίς ἀναλύσεις αὐτές· ἐπιπλέον συμβάλλει, μέ τό περιεχόμενό της, γιά νά ἐπισημαίνονται γενικές συσχετίσεις· καθώς ἀνάγονται στίς οὐσιαστικές τους γραμμές καί συνδέονται μέ τά βαθύτερά τους αἴτια, τά γεγονότα παίρνουν ἀπό μόνα τους ἀξία παραδειγμάτων· καί οἱ λογικές τους ἀλληλουχίες γίνονται πρόσφορες γιά ἐπανάληψη. Ἡ ἴδια πολιτική ἀναγκαιότητα προσδίδει ἑνότητα σέ μιά μεγάλη σειρά ἀπό περιστατικά· μιά στρατηγική δυσκολία ἑρμηνεύει ὁλόκληρη σειρά ἀπό στρατιωτικά γεγονότα. Ἄς προσθέσουμε ἀκόμα πώς τήν ἴδια εἰδοποιό διαφορά τήν ξαναβρίσκουμε σέ ὁλόκληρη τήν ἐξέλιξη τῆς Ἑλλάδας ἀπό τά παλιά χρόνια. Ἑπομένως τό ἀνθρώπινο γίγνεσθαι ἔχει νόμους· καί μποροῦμε νά βροῦμε, ἀνάμεσα στίς ποικίλες κρίσεις πού περνᾶ, συγγένειες πού μποροῦν να ταξινομηθοῦν καί νά προσφέρουν στή δράση καλύτερα ἐρείσματα.
 
Ἔχοντας τά γνωρίσματα αὐτά, ἡ ἀφήγηση τοῦ Θουκυδίδη μοιάζει καμιά φορά νά προσανατολίζεται πρός ἕνα εἶδος κοινωνιολογικῆς σκέψης· ὡστόσο εἶναι ἐπίσης ὁλοφάνερο ὅτι κανένας ἀπό τους κανόνες αὐτούς δέν προβάλλεται μέ τήν ἀπαίτηση τῆς καθολ ικῆς του ἐφαρμογῆς. Οἱ λογικές ἀλληλουχίες πού φέρνει στό φῶς ἡ ἀφήγηση ἐνδέχεται νά εἶναι πιθανές – μιά πιθανότητα πού ὁ ἱστορικός δέν ἔχει κάν διατυπώσει καθαρά· ὁπωσδήποτε δέν θά μποροῦσαν νά ἰσχυριστοῦν τίποτα περισσότερο. Δέν ἐπιτρέπουν, λοιπόν, σέ καμιά βαθμίδα νά προβλέψει τά μελλούμενα, οὔτε τοῦ μακρινοῦ μέλλοντος οὔτε τοῦ κοντινοῦ, οὔτε  κάν πῶς θά ἐξελισσόταν μιά ὁρισμένη κατάσταση πού ἐνδεχομένως θά θύμιζε ἀναφερόμενες στήν ἀφήγηση συνθῆκες. Οἱ τυχαῖες συνυπάρξεις καί ἡ ἐλευθερία τῶν ἀτόμων διατηροῦν πάντα τό ρόλο τους. Ἀκόμα καί οἱ πιό ἀνθεκτικές συνθήκες (ὅπως αὐτές πού φέρνει στό φῶς ἡ Ἀρχαιολογία)  δέν ἔχουν κανένα λόγο νά μή μεταβληθοῦν μιά μέρα.
      
Ἀπ’ αὐτά ὅμως δέν θά πρέπει νά συμπεράνουμε πώς ἡ λογική, τόσο ‘ποτελεσματική ἀπέναντι στά περασμένα, εἶναι ἀνίσχυρη ἀπέναντι στά μελλούμενα. Ἡ λογική δέν μπορεῖ νά τά ξέρει οὔτε νά τά προβλέψει, μπορεῖ ὅμως νά συνεργαστεῖ γιά ἕνα καλύτερο μέλλον.
 
Ἀκόμα κι ἄν ἡ λογική δέν εἶναι σίγουρη γιά τό ἀποτέλεσμα, πρέπει, φαίνεται, νά προσπαθεῖ νά χρησιμοποιεῖ ὅλα της τά μέσα, μέ στόχο μιά πιό συνετή δράση. Αὐτό, τουλάχιστο, ἀκτινοβολεῖ τό ἔργο τοῦ Θουκυδίδη. Γιατί, ὅταν ἀσχολεῖται, μέ τόσο ἀκριβόλογες ἀναλύσεις, γιά γεγονότα πού ἔχουν πιά συμβεῖ, ὁ ἱστορικός διδάσκει, χωρίς ἀμφιβολία, πώς πρέπει τέτοιες ἀναλύσεις νά γίνονται πρίν συμβοῦν τά γεγονότα.
 
Ὁλόκληρη ἡ ἱστορία του εἶναι, μέ δυό λόγια, μιά σειρά ἀπό ἐμπειρίες πού χρησιμεύουν ὡς ἀφετηρία γιά διάφορους ὑπολογισμούς περισσότερο ἤ λιγότερο σωστούς. Ἡ ἱστορία του παραδέχεται τήν ὕπαρξη μιᾶς πολιτικῆς καί στρατιωτικῆς νόησης, ἱκανῆς νά περιορίζει, σέ μεγάλο βαθμό, τήν ἀβεβαιότητα ταῦ μέλλοντος.
 
Αὐτό τό νόημα ἔχουν σίγουρα καί οἱ ὡραῖες δηλώσεις τοῦ Περικλῆ στόν Ἐπιτάφιο, ὅταν ἐπιβεβαιώνει την ἀξία τῆς συζήτησης: «…δέν πιστεύουμε πώς  φτάσουμε νά ἐνεργήσουμε ὅσα πρέπει, αὐτό εἶναι πού θαρροῦμε τό πιό βλαβερό» (Β 40.2). Καί ὁ Διόδοτος ξαναθυμίζει ἀργότερα τήν ἴδια ίδέα: «ὅποιος ἰσχυρίζεται ὅτι τά λόγια δέν διαφωτίζουν τά ἔργα, ἤ εἶναι ἀνόητος ἤ σκέπτεται μέ ἰδιοτέλεια· εἶναι ἀνόητος ἄν νομίζει πώς ὑπάρχει ἄλλος τρόπος να ρίξουμε φῶς στά ἀβέβαια μελλούμενα» (Γ.42.2).
 
Και οἱ συλλογισμοί ὅμως αὐτοί, πού θά τους ἔχουμε ἔτσι συζητήσει, μπορεῖ πάντα νά βγοῦν, χωρίς νά τό περιμένουμε, λανθασμένοι. Ὁ Περκλῆς, πού εἶναι μέσα σέ ὁλόκληρο τό ἔργο τό πιό ἀξιοθαύμαστο παράδειγμα ἑνός ἀνθρώπου πού ξέρει νά θεμελιώνει τήν πολιτική του πάνω στόν ὀρθό λόγο καί νά μελετᾶ ὅλη τή συμπεριφορέ του, τελειώνει, ὡστόσο, μέ μιά ἀποτυχία. Καί αὐτό δέν θά τόν εἶχε αἰφνιδιάσει καί πολύ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος θυμίζει: «Εἶναι ἐνδεχόμενο τά γεγονότα νά ἐξελιχθοῦν μέ τρόπο ἐξίσου ἀπρόβλεπτο ὅσο καί τά ἀνθρώπινα σχέδια· γι’ αὐτό, ἄλλωστε, συνηθίζουμε νά κατηγοροῦμε την τύχη γιά ὅσα συμβοῦν ἀντίθετα ἀπό τούς ὑπολογισμούς μας» (Α 140.1).
 
Συμπέρασμα: Στόν τρόπο πού ἀντικρίζει τή δράση, ὅπως καί στην ἱστορική μέθοδό του, ὁ Θουκυδίδης δείχνει τίς ἴδιες συνταιριασμένες τάσεις. Βάζει πάνω ἀπό ὅλα, τά δικαιώματα τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί προσπαθεῖ με ὅλα τά μέσα νά τά ἐξασφαλίσει ὅσο γίνεται περισσότερο. Ὡστόσο, ἡ πίστη μέ την ὅποία κάνει αύτή την προσπάθεια εἶναι ἀκόμα πιό ἀξιοθαύμαστη, γιατί, ποτέ, σέ κανένα πεδίο, ἐπειδή ἀκριβῶς πιστεύει στη λογική, δέν ξεχνᾶ τά ὅριά της.

Ο Αριστοτέλης για την έννοια και το περιεχόμενο του «αγαθού»

Ίσως, πράγματι, είναι προτιμότερο να εξετάσουμε σε βάθος το κορυφαίο αγαθό ως μια καθολική οντότητα και να αναρωτηθούμε τί ακριβώς θέλει αυτό να πει. Φυσικά, μια τέτοια συζήτηση καταντάει να είναι πολύ επίπονη, αφού αυτοί που παρουσίασαν τη θεωρία για τις Ιδέες ήταν φίλοι μας. Ίσως όμως κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι καλύτερο —κάτι παραπάνω: ότι είναι ανάγκη— να είμαστε έτοιμοι ακόμη και τις πιο προσωπικές μας αντιλήψεις να αναιρέσουμε, αν είναι με τον τρόπο αυτό να σωθεί η αλήθεια — έναν λόγο παραπάνω αφού είμαστε και φιλόσοφοι: έχοντας κανείς να διαλέξει ανάμεσα σε δύο φίλους, έχει το ιερό χρέος να προτιμήσει την αλήθεια.
 
Οι δημιουργοί λοιπόν αυτής της θεωρίας δεν παρουσίασαν Ιδέες για ομάδες πραγμάτων μέσα στις οποίες δέχονταν «αυτό που προηγείται» και «αυτό που έπεται»· αυτός είναι και ο λόγος που δεν υποστήριξαν την ύπαρξη μιας Ιδέας μέσα στην οποία να χωρούν όλοι οι αριθμοί. Η λέξη όμως αγαθό είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται και στην κατηγορία της ουσίας και στην κατηγορία της ποιότητας και στην κατηγορία της σχέσης, και το «καθεαυτό», δηλαδή η ουσία, προηγείται φύσει από το «ενσχέσει προς» (γιατί η σχέση μοιάζει με παραφυάδα και με συμπληρωματική, δευτερεύουσα ιδιότητα του όντος) — και άρα δεν μπορεί να υπάρχει μια κοινή Ιδέα για την ουσία και για τη σχέση.
 
Επίσης: Επειδή η λέξη «αγαθό» χρησιμοποιείται με όσες σημασίες και η λέξη «είναι» (λέγεται, πράγματι, στην κατηγορία της ουσίας, π.χ. για τον θεό και για τον νου, στην κατηγορία της ποιότητας, π.χ. για τις αρετές, στην κατηγορία της ποσότητας, π.χ. για το σωστό μέτρο, στην κατηγορία της σχέσης, π.χ. για το χρήσιμο, στην κατηγορία του χρόνου, π.χ. για την κατάλληλη στιγμή, στην κατηγορία του τόπου, π.χ. για την τοποθεσία διαμονής, και ούτω καθεξής), είναι φανερό ότι το «αγαθό» δεν μπορεί να είναι μια λέξη κοινή, κάτι το καθολικό και ένα· γιατί τότε δεν θα χρησιμοποιούνταν για όλες τις κατηγορίες, αλλά μόνο για μία.

Επίσης: Δεδομένου ότι για όλα όσα εμπίπτουν σε μία Ιδέα υπάρχει και μία επιστήμη, μία επιστήμη θα έπρεπε να υπάρχει και για όλα τα αγαθά. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπάρχουν πολλές, ακόμη και στην περίπτωση που ο προσδιορισμός «αγαθό» χρησιμοποιείται για πολλά επιμέρους πράγματα κάτω από την ίδια κατηγορία. Παράδειγμα η κατηγορία της κατάλληλης στιγμής: με την κατάλληλη στιγμή στον πόλεμο ασχολείται η επιστήμη της στρατηγικής, ενώ με την κατάλληλη στιγμή στην αρρώστια η ιατρική· με το μέτρο στην τροφή η ιατρική, ενώ με το μέτρο στην άθληση η γυμναστική.
 
Μπορεί επίσης κανείς να αναρωτηθεί τί θέλουν άραγε να πουν με αυτό το «καθεαυτό» που προσθέτουν στα επιμέρους πράγματα, δεδομένου ότι και για τον [1096b] «άνθρωπο καθεαυτόν» και για τον «άνθρωπο» ο ορισμός είναι ένας και ο αυτός — αφού είναι άνθρωποι, δεν μπορεί να υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στον έναν και στον άλλον. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε καμιά επίσης διαφορά και ανάμεσα στο «αγαθό καθεαυτό» και στο «αγαθό».
 
Αλλά και με το να είναι αιώνιο το «αγαθό καθεαυτό» δεν θα είναι πιο αγαθό από το αγαθό —μήπως το μακροχρόνιο λευκό είναι πιο λευκό από το λευκό που κρατάει μόνο μια μέρα;
 
Ίσως οι Πυθαγόρειοι μιλούν για το αγαθό με πιο πειστικό τρόπο, όταν τοποθετούν το Ένα στον κατάλογό τους των αγαθών. Αυτήν ακριβώς τη διδασκαλία τους φαίνεται ότι ακολούθησε και ο Σπεύσιππος. Ας αφήσουμε όμως το θέμα αυτό να το συζητήσουμε αλλού.
 
Διαφαίνεται, πάντως, μια αντίρρηση πάνω σε όσα είπαμε ως τώρα, με το σκεπτικό ότι οι υποστηρικτές των Ιδεών δεν μιλούν για όλα τα αγαθά, αλλ᾽ ότι με το νόημα της μιας Ιδέας μιλούν μόνο για τα αγαθά που επιδιώκονται και αγαπώνται γι᾽ αυτό που είναι τα ίδια, ενώ τα αγαθά που έχουν τη δύναμη να γεννούν τα αγαθά που είπαμε, να τα διαφυλάττουν —κατά κάποιο τρόπο— ή να εμποδίζουν το αντίθετο, λέγονται «αγαθά για χάρη εκείνων», και, πάντως, με ένα νόημα δευτερεύον.

Είναι, άρα, φανερό ότι για τα αγαθά μπορούμε να μιλούμε με δύο τρόπους: αγαθά καθεαυτά και αγαθά για χάρη εκείνων. Χωρίζοντας λοιπόν τα ωφέλιμα αγαθά από τα καθεαυτά αγαθά, ας εξετάσουμε αν τα καθεαυτά αγαθά ονομάζονται αγαθά με το νόημα της μιας Ιδέας.
 
Ποιά αγαθά θα βάζαμε στον αριθμό των καθεαυτά αγαθών; Θα ήταν αυτά που οι άνθρωποι τα επιδιώκουν ακόμη και όταν μένουν μόνα τους, π.χ. τη φρόνηση και την όραση, καθώς και κάποιες ηδονές και τιμές; Αυτά, πράγματι, τα αγαθά θα τα έβαζε κανείς στα καθεαυτά αγαθά, ακόμη και αν οι άνθρωποι τα επιδιώκουν για χάρη κάποιων άλλων. Ή μήπως αγαθό καθεαυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά μόνο η Ιδέα του αγαθού; Μόνο που στην περίπτωση αυτή η Ιδέα δεν θα έχει κανένα απολύτως περιεχόμενο.
 
Αν όμως ανήκουν στα καθεαυτά αγαθά και αυτά που αναφέραμε πρωτύτερα, τότε ο ορισμός του αγαθού θα πρέπει να εμφανίζεται σε όλα αυτά ο ίδιος, όπως π.χ. ο ορισμός της λευκότητας στις περιπτώσεις του χιονιού και του ψιμυθίου. Οι ορισμοί, ωστόσο, της τιμής, της φρόνησης και της ηδονής ως μορφών του αγαθού είναι χωριστοί και διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον. Το «αγαθό», επομένως, δεν είναι κάτι το κοινό με το νόημα της μιας Ιδέας.

Τί εννοούμε λοιπόν, τότε, όταν λέμε «αγαθό»; Ασφαλώς, η περίπτωση δεν μοιάζει καθόλου με την περίπτωση των πραγμάτων που έχουν κατά τύχη το ίδιο όνομα. Μήπως άραγε τότε πρόκειται για διαφορετικά πράγματα, που παίρνουν όμως το ίδιο όνομα επειδή προέρχονται από ένα αγαθό ή επειδή όλα τους κατατείνουν σε ένα αγαθό; Ή μήπως μάλλον πρόκειται για πράγματα που παίρνουν το ίδιο όνομα κατ᾽ αναλογίαν; Κάτι δηλαδή σαν το: ό,τι είναι η όραση στο σώμα, είναι ο νους στην ψυχή — παρόμοια και κάτι άλλο σε κάποιες άλλες περιπτώσεις.
 
Ίσως όμως θα ήταν καλύτερο τα θέματα αυτά να τα αφήσουμε για την ώρα στην άκρη: η λεπτομερής εξέτασή τους είναι, σκέφτομαι, έργο άλλου κλάδου της φιλοσοφίας. Το ίδιο ισχύει και για το θέμα της Ιδέας του αγαθού· Γιατί και αν ακόμη υπήρχε ένα αγαθό που να μπορεί να λέγεται από κοινού για τα αγαθά, ή ένα χωριστό αυθύπαρκτο αγαθό, είναι φανερό ότι δεν θα μπορούσε ούτε να γίνει πράξη ούτε να αποκτηθεί από τον άνθρωπο. Εμείς όμως ένα τέτοιο αγαθό αναζητούμε τώρα.
 
Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσε ίσως κανείς να το θεωρήσει σωστό να γνωρίσουμε [1097a] το απόλυτο αυτό αγαθό με το βλέμμα μας στραμμένο στα αγαθά που μπορούν να αποκτηθούν και να πραγματοποιηθούν: έχοντάς το ως πρότυπο και ως υπόδειγμα, θα γνωρίσουμε καλύτερα αυτά που είναι αγαθά για μας, και γνωρίζοντάς τα, θα τα επιτύχουμε και θα τα αποκτήσουμε ευκολότερα.
 
Η σκέψη αυτή έχει αρκετή αλήθεια μέσα της, μόνο που, καθώς φαίνεται, βρίσκεται σε αντίθεση με την πρακτική των τεχνών/επιστημών: μολονότι όλες τους επιδιώκουν κάποιο αγαθό και ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να καλύψουν το κενό που δημιουργεί η έλλειψή του, αφήνουν στην άκρη τη γνώση του απόλυτου, του καθεαυτό αγαθού — και, φυσικά, δεν είναι καθόλου εύλογο, μια τόσο μεγάλη βοήθεια όλοι ανεξαίρετα οι εκπρόσωποι των τεχνών να την αγνοούν και να μη ζητούν να ωφεληθούν από αυτήν.
 
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να δει τί όφελος θα έχει για την τέχνη του ο υφαντής ή ο μαραγκός από τη γνώση αυτού του απόλυτου αγαθού, ή πώς θα γίνει καλύτερος γιατρός ή καλύτερος στρατηγός αυτός που θα έχει αντικρίσει την ίδια τη σχετική Ιδέα. Προφανώς ούτε την υγεία την εξετάζει ο γιατρός με αυτόν τον τρόπο· αυτό που εξετάζει είναι η υγεία του ανθρώπου, ίσως μάλιστα η υγεία του συγκεκριμένου ανθρώπου· γιατί ο γιατρός θεραπεύει συγκεκριμένα άτομα.
Ας θεωρηθούν όμως αρκετά όσα είπαμε για το θέμα αυτό.
 
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, Ἠθικὰ Νικομάχεια

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ αλεπούΑλήθεια είναι η συμφωνία του νοείν και του είναι! -Πλάτων
 
Τελικά τι είναι Πραγματικότητα; Είναι Ένας Ανοιχτός Χώρος Αντίληψης, Χωρίς Ιδιότητες, Εντός του Οποίου «φανερώνονται» όλα.
 
Η Πραγματικότητα με αυτή την έννοια (σαν το Όλον) υπερβαίνει το «περιεχόμενό» της και ταυτόχρονα εμπεριέχει κι εμπεριέχεται στο κάθε τι που γίνεται «αντιληπτό».
Η Αντίληψη της Πραγματικότητας είναι τελείως διαφορετική από την «αντίληψη του συνόλου των πραγμάτων που εμπεριέχει η ύπαρξη», κι από την «μερική αντίληψη μιας ιδιαίτερης περιοχής» της ύπαρξης.
Αυτό σημαίνει πως υπάρχει εκ των πραγμάτων μια διαβάθμιση στην Αντίληψη της Πραγματικότητας, ή πολλές αντιλήψεις της Πραγματικότητας, ανάλογα με το αν «δεν τίθενται», ή «τίθενται» περιορισμοί στην διαδικασία της αντίληψης και της γνώσης.
Η Απελευθέρωση της Αντίληψης από όλους τους περιορισμούς που υφίστανται από επιμέρους διαδικασίες, λειτουργίες, εκδηλώσεις, είναι ο μόνος δρόμος προς την Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας. Τότε μόνο Αποκαλύπτεται η Αλήθεια για το τι συμβαίνει.
Σε κάθε άλλη περίπτωση υπάρχει μόνο μερική αντίληψη της Πραγματικότητας, δηλαδή σχετική, δηλαδή υφιστάμενη αλλά «μη αληθινή» (αφού «Αληθινή» είναι μόνο η Πλήρης Αντίληψη της Πραγματικότητας).
Όταν μια συνείδηση εκδηλώνεται σε κάποιο από τους κόσμους αντίληψης, και θεωρεί την πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται σαν την «όλη πραγματικότητα», προφανώς δεν κάνει λάθος (στην απομονωμένη αντίληψή της) αλλά αποκλείει την Αντίληψη από την Διεύρυνση, από την Πλήρη Αντίληψη της Πραγματικότητας.
Η Ζωή μεταδίδεται με τη Ζωή. Το Φως μεταδίδεται με το Φως. Κάθε Δύναμη στη Φύση μεταδίδεται με την μετατροπή της σε κάτι άλλο, με την μετατόπισή της σε άλλο τόπο.
Αυτοί που θέλουν να διδάξουν για την Ζωή, θα πρέπει να έχουν Βιώσει την Ζωή, να έχουν κάποια εμπειρία να μεταδώσουν. Μπορούν να μιλούν προσωπικά, αλλά χωρίς να διεκδικούν την μοναδικότητα της Αλήθειας… Όταν χρησιμοποιούν γνώσεις από δεύτερο χέρι και μιλάνε θεωρητικά για την Ζωή, ή την Πραγματικότητα, όσο και να μιλάνε και να τα εξηγούν με λόγια, δεν μεταδίδουν τίποτα άλλο από σκέψεις, από νοήματα…
Το Βίωμα είναι η μόνη αλήθεια. Όλα τα άλλα, φιλοσοφία, θεολογία, πρακτικές, λατρευτικές πράξεις, δεν οδηγούν παρά στην ανακύκλωση του αδιέξοδου της σκέψης.
Η Ζωή μεταδίδεται με τη Ζωή, όχι με λόγια…

Όταν οι γονείς διαφωνούν για τον τρόπο διαπαιδαγώγησης

Σχετική εικόναΈχουμε βρεθεί μπροστά σε πολλές συζητήσεις φίλων με παιδιά ή σε δικούς μας αντίστοιχους προβληματισμούς. Με το αίσθημα της προδοσίας και της απογοήτευσης παρουσιάζουμε συμβάντα καβγάδων του ζευγαριού, αφού οι διαφορετικές απόψεις, σε ζητήματα που αφορούν τα παιδιά, γεννούν εντάσεις. Ως αποτέλεσμα έχουμε πιτσιρίκια που ‘χουν πιάσει το νόημα πώς θ’ αποκτήσουν αυτό που θέλουν, ξέροντας κάθε φορά πού θ’ απευθυνθούν και στη συνέχεια μια μαμά ή έναν μπαμπά μέσα στα νεύρα, επειδή δε συμφωνούν με τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Ας πάρουμε μια ανάσα κι ας δεχτούμε ότι οι διαφορετικές αντιλήψεις για την ανατροφή των παιδιών μας δεν είναι κάτι λάθος, είναι απόλυτα φυσιολογικό να συμβαίνει μέσα στις οικογένειες. Το κλειδί είναι να μάθουμε πώς πρέπει να χειριστούμε αυτές τις διαφορετικές οπτικές κι όχι να επιμένουμε να συμφωνούμε.

Η σταθερότητα στη διαπαιδαγώγηση είναι απαραίτητη σε μια οικογένεια, γιατί βοηθάει τα παιδιά να ζουν σ’ ένα περιβάλλον που νιώθουν ασφάλεια και τους δίνει σωστά ερεθίσματα ν’ αναπτυχθούν, να γίνουν υπεύθυνα και ν’ αποκτήσουν αυτοπεποίθηση. Πώς δυο γονείς, λοιπόν, που έχουν σε κάποια θέματα διαφορετικά όρια, μπορούν να συνυπάρξουν αρμονικά σ’ αποφάσεις;

Το πρώτο βήμα είναι να ξεκαθαρίσουν τις σημαντικές αξίες που έχει ο καθένας, να επιλέξουν τις αξίες που είναι σημαντικές για την οικογένειά τους και στη συνέχεια μέσα απ’ τα δικά τους προσωπικά βιώματα να ορίσουν κανόνες που θεωρούν ότι είναι απαραίτητοι για την ανατροφή των παιδιών. Αν έχει συζητήσει το ζευγάρι τις βασικές γραμμές, το επόμενο βήμα είναι να εξηγήσει στα παιδιά, μ’ όσο το δυνατόν απλά λόγια, τις αξίες και τους κανόνες συμβίωσης.

Σίγουρα αυτοί οι κανόνες θέλουν συνεχή αξιολόγηση και τροποποίηση, ανάλογα με το χαρακτήρα των παιδιών και τις ηλικίες. Κάθε παιδί έχει τη δική του ιδιαιτερότητα, οπότε είναι απαραίτητο οι γονείς να δουν αν είναι εφικτό αυτά που είναι σημαντικά για εκείνους να τα περάσουν και στα παιδιά τους.

Επειδή, όσο και να ‘χουμε ορίσει τις αξίες και τους κανόνες, δυο άνθρωποι που είναι διαφορετικοί έχουν κι άλλα όρια, επίσης σημαντικό είναι να συμφωνήσει το ζευγάρι ποιες συμπεριφορές και ποιες αντιδράσεις είναι λογικές και μέσα στο πλαίσιο που είναι αποδεκτές κι απ’ τους δυο γονείς και ποιες όχι.

Πάντα, όσο και να ‘χει δουλέψει το ζευγάρι προς αυτή την κατεύθυνση, θα τύχουν θέματα που θα ‘ναι πιο δύσκολα στο χειρισμό. Επειδή τα παιδιά είναι συνήθως ανυπόμονα, οι γονείς θα πρέπει να εξηγήσουν ότι κάποια πράγματα ίσως χρειάζονται παραπάνω χρόνο για ν’ αποφασιστούν, οπότε θα χρειαστεί να το δουν και ν’ επανέλθουν. Αυτό θα βοηθήσει πολύ, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες παιδιών όπου τα αιτήματα είναι πολύ πιο ουσιαστικά κι οι γονείς δυσκολεύονται ν’ αποφασίσουν αμέσως για ένα «ναι» ή ένα «όχι».

Σημαντικό συστατικό επιτυχίας το κοινό μέτωπο! Όταν μεταφέρουμε σ’ ένα παιδί ότι αυτή η απόφαση είναι κοινή απ’ τη μαμά και τον μπαμπά, αυτόματα δεν αφήνουμε αμφιβολίες και παραθυράκια για διαπραγματεύσεις. Παράλληλα καταλαβαίνει το παιδί ότι λειτουργούμε ενιαία κι αυτό δίνει ασφάλεια κι εμπιστοσύνη.

Κλείνοντας, θα σταθώ στο σεβασμό. Θα υπάρξουν φορές που θα διαφωνήσει το ζευγάρι και το παιδί θα είναι μπροστά. Αν ακολουθήσει μία συζήτηση με τις απόψεις του καθενός χωρίς να αρχίσουν οι καβγάδες κι ο καθένας ακούσει και σεβαστεί την άποψη του άλλου, χωρίς αυστηρή κριτική, τότε το παιδί μαθαίνει πώς να λύνει τις διαφωνίες του και πώς με ηρεμία και σεβασμό μεθαύριο θα βγει στην κοινωνία.

Σε περιπτώσεις διαφορετικής οπτικής μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε απόφαση αρκεί να είναι ξεκάθαρο ότι σήμερα μπορεί να ισχύσει αυτό, αλλά σ’ ανάλογη περίπτωση δε θα γίνει πάλι το ίδιο. Κι αυτό το επισημαίνω γιατί δεν είναι λίγες οι φορές που τα παιδιά πιέζουν για να κατακτήσουν και κάτι παραπάνω και βιάζονται να μεγαλώσουν.

Έχοντας ως κοινό στόχο τη σωστή ανατροφή των παιδιών, οι γονείς καλούνται να αφιερώσουν χρόνο και να μάθουν ν’ ακούν, κάτι που φαίνεται εύκολο, αλλά απαιτεί υπομονή και συνεχή τριβή.

Γιατί οι νέοι χρειάζονται την επιθετικότητά τους

Υπάρχουν πολλοί νέοι των οποίων η επιθετικότητα τους δημιουργεί προβλήματα. Προκαλούν επιθέσεις λεκτικές, σωματικές και συναισθηματικές προσπαθώντας συνεχώς να υπερισχύουν των άλλων ανθρώπων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λες και η επιθετικότητα είναι ο μόνος τρόπος που γνωρίζουν για να υπάρχουν, λες και αυτό τους δίνει την αίσθηση ότι είναι ζωντανοί και αληθινοί. Υπάρχουν βέβαια κι άλλοι νέοι που αντιμετωπίζουν διαφορετικά προβλήματα επειδή ακριβώς δεν μπορούν να είναι επιθετικοί. Δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Παραιτούνται χωρίς να δώσουν μάχη. Δεν είναι σε θέση να ζητήσουν αυτό που έχουν ανάγκη με αποτέλεσμα να γίνονται αόρατοι και να θεωρούνται δεδομένοι από τους άλλους.

Όποιος ζει ή συνεργάζεται με νέους ανθρώπους πρέπει να βρει έναν τρόπο να εξηγήσει την επιθετικότητα. Είναι κάτι θετικό ή αρνητικό, απαραίτητο ή περιττό; Είναι θεμιτό να θέλει κάποιος να δώσει μια μάχη; Να δώσει μάχη για να κερδίσει; Να δώσει μάχη για πράγματα που έχουν σημασία; Στον κόσμο συμβαίνουν τραγικά πράγματα εξαιτίας της επιθετικότητας, άρα μήπως θα έπρεπε να την εμποδίζουμε να υπάρχει στους νέους ανθρώπους;

Ενώ ο Freud (1923) υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα είναι μια πρωταρχική ενστικτώδης ορμή που συνδέεται με το «ένστικτο θανάτου» και στην ουσία είναι καταστροφική, ο Winnicott (1958) υποστηρίζει ότι η επιθετικότητα στα μωρά είναι τρόπος αυτοπροστασίας. Ναι, τα μωρά γεννιούνται επιθετικά, αλλά η «επιθετικότητα είναι σχεδόν συνώνυμη της ζωντάνιας», γράφει. Τα μωρά απαιτούν να τα προσέχουν, ζητούν φαγητό, ουρλιάζουν και χτυπιούνται αν δεν γίνει το δικό τους. Αυτή η αρχική επιθετικότητα όμως δεν αποσκοπεί απαραίτητα στην καταστροφή. Είναι μια αντίδραση στην ενόχληση που νιώθουν, γιατί αν δεν πάρουν αυτό που χρειάζονται, θα πεθάνουν. Η επιθετικότητα, γράφει κάπου αλλού ο Winnicott (1965), είναι «απόδειξη της ζωής».

Έτσι, ακολουθώντας την άποψη του Winnicott, δεχόμαστε την επιθετικότητα ενός μωρού και δεν τη φοβόμαστε. Ωστόσο, δεν θέλουμε τα μωρά να μετατραπούν σε ναρκισσιστικούς τυράννους, γι’ αυτό όταν είναι έτοιμα, με τρόπο ήπιο και σταδιακό αρχίζουμε να τα μαλώνουμε διδάσκοντάς τους τα όρια του τι μπορούν και δεν μπορούν να ελέγξουν. Συγκρατούμε την επιθετικότητά τους καθώς προσαρμόζονται στην εκπλήρωση των επιθυμιών τους και τις απογοητεύσεις του περιβάλλοντος. Δεν εκμηδενίζουμε την επιθετικότητα, αλλά ούτε την αφήνουμε να φτάσει σε σημείο που να βλάψει τους άλλους ανθρώπους.

Αν όμως ανησυχήσουμε ή φοβηθούμε από την επιθετικότητα ενός μωρού, από την απαραίτητη αυτή ανάγκη ενός μωρού κι εκείνο το αισθανθεί, τότε μαθαίνει να κρύβει την επιθετικότητά του. Αν πάντοτε υποχωρούμε στην επιθετικότητα ενός μωρού, αν δεν αντιμετωπιστεί ποτέ, δεν συγκρατηθεί και δεν βιωθεί από το μωρό ως περιορισμένη και ασφαλής, και πάλι αυτό μαθαίνει να την κρύβει.

Η αντεπίθεση είναι εξίσου αναποτελεσματική. Αν αντιμετωπίσουμε την παιδιάστικη επιθετικότητα ενός μωρού με τη σαρωτική επιθετικότητα του ενήλικα, τότε – και πάλι – το μωρό σταματά να είναι επιθετικό επειδή η κατάσταση είναι πολύ επικίνδυνη. Η επιθετικότητά του – και πάλι –  δεν περιορίζεται και έτσι το μωρό σταματά να ζητά ό,τι χρειάζεται, παύει να ασχολείται με τους άλλους ανθρώπους, παραιτείται από τη δική του επιθετικότητα και επιδιώκει να λάβει ικανοποίηση από αλλού, βρίσκοντας έμμεσους τρόπους για να λάβει (ή όχι) ό, τι χρειάζεται.

Ένα μωρό που έχει παρελθόν μη συγκρατημένης επιθετικότητας, μπορεί είτε να εξελιχθεί σε ένα νεαρό άτομο που δεν θα μπορεί να ελέγξει την επιθετικότητά του ξεσπώντας ανεξέλεγκτα με την παραμικρή απογοήτευση, είτε σε ένα νεαρό άτομο που φοβάται την επιθετικότητα του, φοβάται να διεκδικήσει οτιδήποτε, φοβάται να πολεμήσει μήπως προκαλέσει κακό ή μήπως υποστεί κακό από τον αντίπαλο. Είναι πιθανό να γίνει εσωστρεφές, να κλειστεί στο δωμάτιό του, απρόθυμο να μιλήσει για τα πράγματα που έχουν σημασία, να χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να γίνει αόρατο. Ο Winnicott (1958) παρατηρεί το εξής: «αν η κοινωνία βρίσκεται σε κίνδυνο, αυτό δεν οφείλεται στην επιθετικότητα του ανθρώπου, αλλά στην καταπίεση της προσωπικής επιθετικότητας στα μεμονωμένα άτομα».

Υπάρχουν πολλοί νέοι των οποίων η επιθετικότητα φαίνεται ότι έχει καταπιεστεί. Συνήθως είναι ασυνήθιστα παθητικοί και αυτάρκεις ως παιδιά. Στη συνέχεια, καθώς η εφηβεία εμφανίζεται με τα επακόλουθα  συναισθήματα αυτοσυνειδησίας και τις σεξουαλικές ανησυχίες, γίνονται ακόμα πιο εσωστρεφείς και χωρίς να έχουν αναπτύξει αυτοπεποίθηση προκειμένου να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Οι νέοι που δεν μπόρεσαν ποτέ να βασιστούν αξιόπιστα και σταθερά στη συγκρατημένη επιθετικότητα των άλλων ανθρώπων, θα βασίζονται απόλυτα στον εαυτό τους, στη δική τους παρέα, στις δικές τους συμβουλές και (σε ορισμένες περιπτώσεις) ο εαυτός τους θα γίνει αντικείμενο αυτοτραυματισμού και μίσους. Μπορεί ακόμα και να θέσουν σε κίνδυνο τις σπουδές τους μένοντας στο δωμάτιό τους και αρνούμενοι να πάνε στο σχολείο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν οι γονείς και οι ειδικοί ανησυχούν για τα κλειστά, ντροπαλά, παθητικά παιδιά επειδή αισθάνονται κάτι δυνητικά επικίνδυνο για το παιδί: μια τρέλα ικανή να ξεσπάσει, μια βία ικανή να εξωτερικευτεί απότομα.

Ο κίνδυνος είναι ότι το παιδί που δεν μπορεί ποτέ να διεκδικήσει τον εαυτό του, γίνεται ο νεαρός που τελικά θα επιτεθεί σε κάποιον.

Πρέπει να κατανοήσουμε την επιθετικότητα ως έναν ουσιαστικά αμυντικό μηχανισμό, ως έναν τρόπο επικοινωνίας που πρέπει να γίνει κατανοητός. Δεν προτείνω να υποχωρούμε πάντα στην επιθετικότητα αλλά ούτε και να την εκμηδενίζουμε. Υποστηρίζω ότι πρέπει να κατανοήσουμε την επιθετικότητα ως μια μορφή άγχους, ένα είδος πανικού. Και φυσικά, αυτό που θα βοηθήσει περισσότερο ή θα εμποδίσει την ικανότητά μας να κατανοήσουμε την επιθετικότητα και να αντιδράσουμε κατάλληλα είναι η σχέση που εμείς έχουμε με τη δική μας.

Bertrand Russell: Ο δεκάλογος του δασκάλου

Οι δέκα εντολές ενός καλού δάσκαλου από τον μαθηματικό και φιλόσοφο Bertrand Russell,(1872 – 1970). Δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 1951 στο The New York Times Magazine σε ένα άρθρο για τον φανατισμό. Περισσότερο επίκαιρες όμως από ποτέ.
 
1. Μην αισθάνεσαι απόλυτα σίγουρος για αυτό που διδάσκεις.
2. Μην σκέπτεσαι ότι αξίζει να προχωράς κρύβοντας τις αποδείξεις, διότι είναι βέβαιο ότι οι αποδείξεις θα έρθουν στο φως.
3. Να μην προσπαθείς πότε να αποθαρρύνεις την σκέψη επειδή αν το κάνεις είναι σίγουρο ότι θα το πετύχεις.
4. Όταν συναντάς αντίδραση, ακόμη και αν αυτή προέρχεται από τον ή την σύζυγο σου ή από τα παιδιά σου να πασχίζεις να την ξεπεράσεις με επιχειρήματα και όχι μέσω της εξουσίας, διότι η νίκη η όποια εξαρτάται από την εξουσία είναι απατηλή.
5. Να μην δείχνεις σεβασμό στην εξουσία των άλλων, διότι είναι δυνατόν να βρει κάνεις αντίθετες εξουσίες.
6. Να μην χρησιμοποιείς ισχύ για να φιμώσεις απόψεις τις οποίες θεωρείς ολέθριες, διότι αν το κάνεις οι απόψεις θα εξαφανίσουν τελικά εσένα.
7. Να μην φοβάσαι αν είσαι εκκεντρικός στις απόψεις σου, διότι κάθε άποψη η οποία είναι αποδεκτή σήμερα κάποτε υπήρξε εκκεντρική.
8. Να βρίσκεις περισσότερη απόλαυση όταν ευφυείς συνομιλητές διαφωνούν μαζί σου από ότι αν παθητικοί συνομιλητές συμφωνούν μαζί σου, διότι, αν αξιολογείς την νόηση όπως θα όφειλες η πρώτη περίπτωση υποδηλώνει μια βαθύτερη συμφωνία από την δεύτερη.
9. Να είσαι ενσυνείδητα ειλικρινής, ακόμη και αν η αλήθεια είναι άβολη, διότι είναι περισσότερο άβολη όταν προσπαθείς να την αποκρύψεις.
10. Να μην ζηλεύεις την ευτυχία εκείνων οι οποίοι βλακωδώς θεωρούν ότι ζουν στον παράδεισο, διότι μόνο ένας βλάκας θα σκεφτεί ότι αυτή είναι η ευτυχία.

Κοίταξα τους εσωτερικούς δαίμονες μου στα μάτια και ανακάλυψα τι ήταν ο φόβος

Κοίταξα τους εσωτερικούς δαίμονες μου στα μάτια και ανακάλυψα τι ήταν ο φόβος. Αυτός ο παραλυτικός πόνος που προέρχεται από μέσα και παίρνει τον έλεγχο τόσο έντονα που ακόμα και η αναπνοή φαίνεται δύσκολη. Αυτή η κατάσταση που σε κάνει να νιώθεις πως τα πόδια σου είναι κολλημένα στο έδαφος και δεν μπορείς να περπατήσεις.

Να θυμάστε πως είστε πιο ευάλωτοι όταν γνωρίζετε τι φοβάστε. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την αδυναμία, μπορείτε επίσης να βρείτε την δύναμη σας επειδή ανακαλύπτετε αυτό που πραγματικά θέλετε.

Γι' αυτό κοίταξα τους δαίμονες μου στα μάτια, για να αντιμετωπίσω τους φόβους μου με ψηλά το κεφάλι. Ο στόχος ήταν να τα σταματήσω όλα αυτά, τον φόβο της αποτυχίας, της μοναξιάς, της αβεβαιότητας και της απόρριψης. Αντιθέτως, ο στόχος είναι να μετατρέψουμε όλα αυτά σε πυλώνες πάνω στους οποίους θα χτίσουμε τα ισχυρά θεμέλια για το παρόν και το μέλλον.

Δεν συνάντησα ποτέ κανέναν που να είναι απόλυτα σίγουρος για όλα όσα κάνει. Αντιθέτως, συνάντησα όλων των ειδών ανθρώπων που απλώς προσποιούνται ότι είναι. Πάντα ζήλευα αυτούς τους ανθρώπους επειδή είναι αυτοί που είχαν επιτυχίες.

Κοίταξα τους δαίμονες στα μάτια και γνώρισα τον εαυτό μου

Συνηθίζουμε να αποφεύγουμε την πραγματικότητα και να υποκρινόμαστε ότι είμαστε δυνατοί. Συνηθίζουμε επίσης να πιστεύουμε ότι το να κρύβουμε την πραγματικότητα πίσω από ένα χαμόγελο θα εξοντώσει τα τέρατα που μας βασανίζουν στην καθημερινότητα μας. Αλλά με αυτή την συμπεριφορά, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από τους φόβους μας αντί να τους αντιμετωπίσουμε, καταλήγουμε να τους κάνουμε δυνατότερους. Αν συνεχίσουμε έτσι, οι φόβοι μας δεν θα μας αφήσουν να προχωρήσουμε. Στο σκοτάδι, οι δαίμονες μεγαλώνουν και ελέγχουν την ζωή μας.

Ξέρω ότι δεν είμαι τέλειος και ότι δεν μπορώ να τα κάνω όλα σωστά. Αλλά εξακολουθώ να προσπαθώ να είμαι τέλειος. Ίσως εγώ είμαι αυτός που κάνει τους δαίμονες να εμφανίζονται επειδή δεν γνωρίζω την διαφορά ανάμεσα στο να είσαι άνθρωπος και στο να είσαι τέλειος.

Όταν κοίταξα τους δαίμονες μου στα μάτια, γνώρισα τον εαυτό μου και συνειδητοποίησα τους ενδοιασμούς μου. Έτσι ανακάλυψα ότι όλοι μας έχουμε τους ίδιους δαίμονες. Επίσης ανακάλυψα πως ο φόβος της αβεβαιότητας, του να μην ελέγχεις τα πάντα είναι ο μεγαλύτερος φόβος. Μετά από αυτό, αποφάσισα να σταματήσω να τρέφω τις ανασφάλειες μου υπολογίζοντας κάθε κατάσταση που θα μπορούσε να πάει λάθος ή να με κάνει να αποτύχω. Αποφάσισα να αναγεννηθώ από τις στάχτες και να πετάξω, πιστεύοντας ότι μπορώ να κάνω κάτι καλό και ευχάριστο.

Κοίταξα τους δαίμονες στα μάτια και αναγεννήθηκα από τις στάχτες μου

Έτσι μπόρεσα να κοιτάξω τους δαίμονες μου στα μάτια και να αναγεννηθώ από τις στάχτες. Από εκεί και πέρα, εγώ έλεγχα όλα όσα ένιωθα. Τελικά αποδέχτηκα το ότι δεν μπορούσα να έχω τον έλεγχο όσων συμβαίνουν γύρω μου. Έμαθα πως η ζωή είναι μια διαδοχή από ανεξέλεγκτα και απρόβλεπτα γεγονότα.

Ο φόβος συνήθως δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ερμηνεία που δίνετε σε αυτό που βιώνετε και δεν μπορείτε να ελέγξετε. Αφού το μάθετε αυτό, θα είστε ζωντανοί. Θα αρχίσετε να ζείτε ότι έχει η ζωή για σας και να απολαμβάνετε τα πάντα. Θα το κάνετε χωρίς να αφήνετε προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες να θρέψουν τους εσωτερικούς δαίμονες σας.

Ξέρω ότι δεν χρειάζεται να είμαι τέλειος και να ζήσω μια παραμυθένια ζωή. Γνωρίζω επίσης ότι δεν πρέπει να τα παρατήσω ή να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τους φόβους ή τις αδυναμίες μου. Εν τέλει, έμαθα ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένος παρόλο που δεν είμαι τέλειος.

Οι τελευταίες στιγμές της ζωής του Σενέκα

Σε αυτό το απόσπασμα από τα Χρονικά, ο Τάκιτος περιγράφει με τη σχολαστική επιδεξιότητα του ιστορικού, τις τελευταίες στιγμές της ζωής του Σενέκα. Το απόσπασμα, που παρουσιάζει μεγάλες αναλογίες με τη μαρτυρία του Πλάτωνα αναφορικά με τον θάνατο του Σωκράτη, τονίζει τον τρόπο που ο φιλόσοφος προσεγγίζει συνειδητά τον θάνατο.

Ο Σενέκας, επειδή το σώμα του έχει γεράσει και έχει αποδυναμωθεί από την πενιχρή διατροφή, δεν μπορεί να χυθεί γρήγορα το αίμα, άνοιξε και τις φλέβες στις γάμπες και στα γόνατα- ταπεινωμένος από τις φρικτές ταλαιπωρίες, για να μη χάσει η γυναίκα του το θάρρος της εξαιτίας των πόνων του και για να μη λιγοψυχήσει ο ίδιος βλέποντας την οδύνη της, την έπεισε να αποσυρθεί σε ένα άλλο δωμάτιο. Και καθώς δεν είχε λιγότερη ευγλωττία ούτε εκείνη την ύστατη στιγμή, φώναξε τους γραφείς και τους είπε σκέψεις που εγώ αρνούμαι να παρουσιάσω διαφορετικά, γιατί έχουν διαδοθεί με τις λέξεις του.

Στο μεταξύ, καθώς η αναμονή μεγάλωνε και ο θάνατος αργούσε να έρθει, παρακάλεσε τον Στάτζιο Ανναίο, από τον οποίο είχε δοκιμάσει τη μακρά του φιλία και την ιατρική του τέχνη, να του δώσει το δηλητήριο που είχε ετοιμάσει από καιρό, το ίδιο με το οποίο εξοντώνονταν στην Αθήνα όσοι είχαν καταδικαστεί με απόφαση του λαού. Του το έφερε, αλλά το ήπιε άσκοπα- τα άκρα του ήταν ήδη κρύα και το σώμα εμπόδισε τη δράση του δηλητηρίου. Τέλος, τον έβαλαν σε μια λεκάνη με ζεστό νερό και ενώ τον έπλεναν οι πιο κοντινοί του σκλάβοι, είπε ότι προσέφερε αυτή τη σπονδή στον απελευθερωτή Δία. Μπήκε σε ένα μπάνιο με ατμούς, πνίγηκε από τη ζέστη και αποτεφρώθηκε χωρίς καμία επικήδεια τελετή. Έτσι είχε ορίσει στη διαθήκη του, όταν, ακόμα πάμπλουτος και στην ακμή της δύναμής του, ήδη σκεφτόταν το τέλος του.

Κορνήλιος Τάκιτος Χρονικά, 63-64

Ο Σόλωνας στον Επιμενίδη

Ο Σόλωνας στον Επιμενίδη
Φαίνεται πως ούτε οι δικοί μου νόμοι επρόκειτο να ωφελήσουν πολύ την πόλη μου ούτε και εσύ την ωφέλησες καθαρίζοντάς την. Οι θεοί και οι νομοθέτες δεν μπορούν από μόνοι τους να ωφελήσουν τις πόλεις· αυτό μπορούν να το κάνουν εκείνοι που γίνονται πάντοτε οι οδηγοί του κόσμου με το μυαλό και τα σχέδια που έχουν.

Αν η διακυβέρνηση είναι σωστή, οι θεοί και οι νόμοι είναι ωφέλιμοι· αν, αντίθετα, είναι κακή, θεοί και νόμοι δεν ωφελούν σε τίποτε.

Ούτε είναι καλύτεροι από άλλους οι δικοί μου νόμοι και όσα εγώ νομοθέτησα· αυτοί που έκαναν υποχωρήσεις ήταν που έκαναν κακό στην πόλη, αυτοί που δεν εμπόδισαν τον Πεισίστρατο να πάρει την τυραννίδα. Κανένας δεν με πίστευε, όταν έκανα τις προβλέψεις μου· εκείνος, κολακεύοντας τους Αθηναίους, θεωρήθηκε πιο άξιος να του χαρίσουν την εμπιστοσύνη τους από ότι εγώ που τους έλεγα την αλήθεια.

Αποθέτοντας τα όπλα μου μπροστά στο οίκημα του στρατηγού, είπα πως είμαι πιο έξυπνος από εκείνους που δεν καταλάβαιναν ότι ο Πεισίστρατος θέλει να γίνει τύραννος και πιο γενναίος από αυτούς που διστάζουν να του αντισταθούν – κι αυτοί έλεγαν ότι ο Σόλωνας είναι τρελός.

Στο τέλος έβαλα μάρτυρα την πατρίδα μου: “Πατρίδα, εγώ ο Σόλωνας είμαι έτοιμος να σε υπερασπισθώ με λόγια και με έργα, αυτοί όμως με θεωρούν τρελό. Φεύγω λοιπόν από τη μέση ως ο μόνος εχθρός του Πεισίστρατου· κι αυτοί, αν έτσι θέλουν, ας γίνουν και σωματοφύλακές του”.

Γιατί, να ξέρεις, φίλε μου, ο άνθρωπος κυνήγησε την τυραννίδα με όλες τις δυνάμεις του.

Άρχισε με δημαγωγίες· ύστερα, αφού αυτοτραυματίστηκε, παρουσιάστηκε στην Ηλιαία και, φωνάζοντας ότι τα τραύματα του τα έκαναν οι εχθροί του, ζητούσε να του δώσουν φρουρά από τετρακόσιους νεότατους άντρες· κι εκείνοι, παρακούοντάς με, του έδωσαν τους άντρες που ζήτησε – άντρες που κρατούσαν ρόπαλα. Αμέσως μετά κατέλυσε τη δημοκρατία.

Αλήθεια, άδικα αγωνιζόμουν να απαλλάξω τους φτωχούς Αθηναίους από τη δουλεία τους· δες τους τώρα που έγιναν όλοι τους δούλοι ενός, του Πεισίστρατου.

Σόλων Ἐπιμενίδη
Οὔτε οἱ ἐμοί θεσμοί ἄρα Ἀθηναίους ἐπιπολύ ὀνήσειν ἔμελλον, οὔτε σύ καθήρας τήν πόλιν ὤνησας· τό τε γάρ θεῖον καί οἱ νομοθέται οὐ καθ’ ἑαυτά δύνανται ὀνῆσαι τάς πόλεις, οἱ δέ ἀεί τό πλῆθος ἄγοντες ὅπως ἄν γνώμης ἔχωσιν. οὕτω δέ καί τό θεῖον καί οἱ νόμοι, εὖ μέν ἀγόντων, εἰσίν ὠφέλιμοι· κακῶς δέ ἀγόντων, οὐδέν ὠφελοῦσιν…

Η αλεπού που ένιωθε στ’ αλήθεια τόσο μεγάλη

Υπάρχει μια ιστορία των Σούφι για μια πολύ πονηρή αλεπού… Όλες οι αλεπούδες είναι πονηρές, αλλά υπάρχουν και αλεπούδες πολιτικοί. Αυτό συνέβη σε μια αλεπού πολιτικό, πολύ πονηρή. Μια μέρα ξύπνησε, και νιώθοντας πολύ πεινασμένη, βγήκε από τη φωλιά της αναζητώντας πρωινό. Ο ήλιος ανέβαινε ψηλά, και είδε τη σκιά της τόσο μακριά ώστε δεν μπορούσε να το πιστέψει. Είπε:

«Θεέ μου! Τόσο μεγάλη είμαι; Πού θα βρω το πρωινό μου τώρα; Θα χρειαστώ τουλάχιστον μια καμήλα- δεν θα μου φτάσει κάτι λιγότερο. Η σκιά μου είναι πολύ μεγάλη, επομένως πρέπει να είμαι εξίσου μεγάλη».

Είναι λογικό, απολύτως αριστοτελικό. Δεν μπορείτε να πείτε ότι έκανε λάθος.

Κι εσείς γνωρίζετε τον εαυτό σας μόνο στον καθρέφτη δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Έχετε γνωρίσει τον εαυτό σας με κάποιον άλλο τρόπο παρά μόνο μέσα από μια σκιά;

Γι’ αυτό μη γελάτε με την καημένη την αλεπού. Πώς μπορεί να συλλάβει ότι ένα μικρό πράγμα μπορεί να δημιουργήσει μια τόσο μεγάλη σκιά; Είναι πολύ φυσικό να συμπεράνει ότι αν η σκιά είναι τόσο μεγάλη, πρέπει να είσαι κι εσύ το ίδιο μεγάλος.

Και όταν κάποιος αισθάνεται τον εαυτό του τόσο μεγάλο, ποιος θέλει να του φέρει αντίρρηση; Όταν κάτι σας δίνει την αίσθηση του μεγάλου, δεν θέλετε να ασχοληθείτε με τις λεπτομέρειες για να ανακαλύψετε αν είναι αλήθεια ή όχι, αν είναι λογικά σωστό, αν αποδεικνύεται επιστημονικά. Όχι, όλη σας η ύπαρξη είναι τόσο μαγική…

Η αλεπού ένιωθε στ’ αλήθεια τόσο μεγάλη. Μπορούσε κανείς να το δει, άλλαξε το περπάτημά της. Αλλά πού θα μπορούσε να βρει μια καμήλα για το πρωινό της; Και ακόμη κι αν καταφέρει να βρει μια καμήλα, θα είναι απολύτως άσκοπο· δεν μπορεί να φάει μια καμήλα για πρωινό. Ψάχνει, βρίσκει πολλά μικρά ζώα τα οποία οποιαδήποτε άλλη ημέρα θα της ήταν αρκετά, αλλά σήμερα είναι διαφορετικά. Δεν ασχολείται με όλα αυτά τα μικρά πλάσματα. Θα χαθούν ανάμεσα στα δόντια της. Χρειάζεται μια καμήλα, έναν ελέφαντα ή κάτι μεγάλο.

Αλλά δεν βρίσκει τίποτε μεγάλο. Ο ήλιος υψώνεται όλο και πιο ψηλά, και εκείνη πεινάει όλο και πιο πολύ. Όταν ο ήλιος είναι ακριβώς πάνω από το κεφάλι της κοιτάζει ξανά τη σκιά της: έχει συρρικνωθεί και έχει γίνει τόσο μικρή ώστε είναι ακριβώς από κάτω της. Λέει: «Θεέ μου! Η πείνα κάνει διάφορα στους ανθρώπους. Μόνο ένα πρωί έχασα το πρωινό γεύμα και κοιτάξτε τι έπαθα η καημένη! Το πρωί ήμουν τόσο μεγάλη· πέρασε μόνο μισή ημέρα και αυτή είναι η κατάστασή μου. Τώρα ακόμη κι αν μπορέσω να πιάσω κάποιο μικρό πλάσμα, ίσως και αυτό να είναι πάρα πολύ, ίσως να μη μπορέσω να το χωνέψω».

Αυτή η ιστορία των Σούφι είναι σημαντική. Είναι η ιστορία μας.

Το βαθύτερο νόημα

H δήλωση “η Ζωή δεν έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, τα πράγματα απλώς συμβαίνουν” δεν έρχεται ως αντίθετη προς τη δήλωση “πρέπει να βρω το βαθύτερο νόημα της ζωής” αλλά ως άρνηση αυτής της δήλωσης... άρνηση της αγωνίας του να βρεις κάποιο σπουδαίο, βαθύτερο, ξεχωριστό νόημα με το νου σου..

Κανείς δεν μπορεί να αποδείξει ότι η Ζωή έχει κάποιο βαθύτερο νόημα, ούτε ότι δεν έχει, όμως πράγματα γίνονται νευρωτικά όταν πιάνουμε μια ιδέα (όπως “πρέπει να βρω το νόημα της Ζωής” ή “το νόημα της Ζωής είναι να παντρευτείς, να κάνεις παιδιά και να τα μεγαλώσει σωστά”) και χτίζουμε όλη μας τη ζωή πάνω σε αυτή, αγωνιώντας, μαχόμενοι, πιέζοντας τους εαυτούς μας κλπ.

Είναι περίπου σαν να αρχίσω να πιστεύω ότι υπάρχει ένας αόρατος φτερωτός ελέφαντας και μετά, επειδή κανείς δεν μπορεί να μου αποδείξει ότι αυτός ο αόρατος ελέφαντας δεν υπάρχει, να πηγαίνω μαζί του για βόλτες, να πηγαίνουμε μαζί διακοπές και να τρώμε κάθε μεσημέρι μαζί το φαγητό μας!

Επίσης είναι απόλυτα βέβαιο ότι κάθε γεγονός έχει τη σημασία του, το νόημά του, που εξαντλείται στα όρια του γεγονότος... αυτό είναι αυταπόδεικτο, δεν χρειάζεται απόδειξη...

... όταν κοιτάζω ένα ποτήρι νερό, το απόλυτα βέβαιο νόημα του κοιτάγματος εξαντλείται στο ότι απλώς κοίταξα. Για τίποτα άλλο δεν είμαι σίγουρος. Με το μυαλό μπορώ να πηδήξω σε φαντασιώσεις που να με φέρουν σε μια αλυσίδα αλλόκοτων σκέψεων/δράσεων όπως “κοιτάζοντας αυτό το ποτήρια ένιωσα ότι είμαι ένα μαζί του, και έτσι αντιλήφθηκα την ενότητα του σύμπαντος”
η Ζωή είναι απόλυτα βέβαιο ότι έχει το νόημα που εξαντλείται στο αυτονόητο: στο να την Ζεις!

Παρατηρήσεις ερευνητών θέτουν υπό αμφισβήτηση κοσμολογικές θεωρίες

Η μελέτη που έγινε από το Πανεπιστήμιο της Βόννης εξετάζει πόσο καλά οι τρέχουσες μετρήσεις ταιριάζουν με τις προβλέψεις του Καθιερωμένου Κοσμολογικού Μοντέλου. Οι πρόσφατες παρατηρήσεις δημιουργούν πρόβλημα στους αστροφυσικούς: από την μεγάλη έκρηξη, έχουν διαμορφωθεί λιγότερα γαλαξιακά σμήνη κατά τη πάροδο του χρόνου από ότι ήταν πραγματικά αναμενόμενο. Φυσικοί από το Πανεπιστήμιο της Βόννης έχουν πρόσφατα επιβεβαιώσει το φαινόμενο. Για τα επόμενα τρία χρόνια, οι ερευνητές θα αναλύσουν τα δεδομένα τους με ακόμη μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Αυτό θα τους φέρει σε θέση να μπορούν να επιβεβαιώσουν αν οι θεωρίες που θεωρούνται έγκυρες σήμερα χρειάζεται επανεπεξεργασία. Η μελέτη είναι μέρος μιας σειράς 20 δημοσιεύσεων που παρουσιάζονται στο Astronomy and Astrophysics.

Πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια περίπου, η μεγάλη έκρηξη σηματοδότησε την αρχή του σύμπαντος στο οποίο ζούμε. Δημιουργήθηκε ο χώρος και ο χρόνος, αλλά επίσης και όλη η ύλη από την οποία συνίσταται το σημερινό σύμπαν. Από τότε, ο χώρος επεκτάθηκε με ένα τρομακτικό ρυθμό και έτσι διαμορφώθηκε η διάχυτη ομίχλη στην οποία η ύλη κατανεμήθηκε σχεδόν ομοιόμορφα.

Όμως όχι τελείως: σε ορισμένα μέρη η ομίχλη ήταν λίγο πυκνότερη από ότι σε άλλες. Ως αποτέλεσμα, οι περιοχές αυτές ασκούσαν μια ελαφρώς ισχυρότερη βαρυτική έλξη και σιγά-σιγά τράβηξαν υλικό από τα περιβάλλοντά τους. Κατά την πάροδο του χρόνου, η ύλη συγκεντρώνονταν όλο και περισσότερο σε αυτά τα σημεία συγκέντρωσης. Τη ίδια περίοδο, ο χώρος μεταξύ αυτών των σημείων βαθμιαία άδειαζε. Κατά τη διάρκεια 13 δισεκατομμυρίων χρόνων, αυτό διαμόρφωσε μια δομή όμοια με σφουγγάρι: μεγάλες «τρύπες» που δεν έχουν ύλη, χωρισμένες από μικρές περιοχές πλήρεις με χιλιάδες συσσωρευμένους γαλαξίες – τα γαλαξιακά σμήνη.

Έξι παράμετροι εξηγούν το όλο σύμπαν
Το Καθιερωμένο Κοσμολογικό Μοντέλο περιγράφει αυτή την ιστορία του σύμπαντος, από τα πρώτα δευτερόλεπτα μετά τη μεγάλη έκρηξη μέχρι την σημερινή ημέρα. Η ομορφιά του: το μοντέλο καταφέρνει να εξηγήσει, με μόνο έξι παραμέτρους, οτιδήποτε γνωρίζουμε σήμερα σχετικά με τη γένεση και την εξέλιξη του Σύμπαντος. Παρόλα αυτά, το μοντέλο ίσως τώρα να έχει φτάσει στα όριά του. «Νέα παρατηρησιακά στοιχεία δείχνουν την εκδοχή ότι η ύλη κατανέμεται σήμερα με διαφορετικό τρόπο από ότι προβλέπει η θεωρία», εξηγεί ο Dr. Florian Pacaud από το Ινστιτούτο Αστρονομίας του Πανεπιστημίου της Βόννης.

Όλα άρχισαν με τις μετρήσεις του δορυφόρου Planck, που εκτοξεύθηκε από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος (ESA) για να μετρήσει την κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου. Η ακτινοβολία αυτή είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένας απόηχος της μεγάλης έκρηξης. Μεταφέρει κρίσιμη πληροφορία για την κατανομή της ύλης στο πρώιμο σύμπαν, δείχνοντας την κατανομή όπως ήταν μόνο 380.000 χρόνια μετά από τη μεγάλη έκρηξη.

Σύμφωνα με τις μετρήσεις του Planck, η αρχική αυτή κατανομή ήταν τέτοια που, κατά την πάροδο του χρόνου, θα έπρεπε να έχουν σχηματιστεί περισσότερα γαλαξιακά σμήνη από αυτά που παρατηρούμε σήμερα. «Έχουμε μετρήσει με δορυφόρο ακτίνων-Χ των αριθμό των γαλαξιακών σμηνών σε διάφορες αποστάσεις από εμάς», εξηγεί ο Dr. Pacaud. Η ιδέα πίσω από αυτό: το φως από απομακρυσμένα γαλαξιακά σμήνη έχει ταξιδέψει για δισεκατομμύρια χρόνια πριν φθάσει σε μας και έτσι τα παρατηρούμε σήμερα όπως ήταν όταν το σύμπαν ήταν ακόμη νέο. Τα κοντινά σμήνη, αντιθέτως, παρατηρούνται όπως εμφανίστηκαν πολύ πιο πρόσφατα.

«Οι μετρήσεις μας επιβεβαιώνουν ότι τα σμήνη σχηματίστηκαν πολύ αργά», είπε ο Dr. Pacaud. «Έχουμε εκτιμήσει σε ποιο βαθμό αυτό το αποτέλεσμα συγκρούεται με τις βασικές προβλέψεις του Καθιερωμένου Κοσμολογικού Μοντέλου». Ενώ υπάρχει μια μεγάλη απόκλιση μεταξύ των μετρήσεων και των προβλέψεων, η στατιστική αβεβαιότητα στην παρούσα μελέτη δεν είναι ακόμη αρκετά αυστηρή για να θέσει πραγματικά τη θεωρία υπό αμφισβήτηση. Ωστόσο, οι ερευνητές αναμένουν να αποκτήσουν ουσιαστικά περισσότερο σαφή αποτελέσματα από το ίδιο πρόγραμμα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Αυτά θα αποκαλύψουν τελικά εάν το καθιερωμένο πρότυπο χρειάζεται να αναθεωρηθεί.

Σκοτεινή Ενέργεια – μια σταθερά;
Η μελέτη επίσης παρέχει μια κλεφτή ματιά στη φύση της σκοτεινής ενέργειας. Αυτό το μυστηριώδες συστατικό του σύμπαντος δρα ως ένα είδος διαστρικής μαγειρικής σόδας που αναγκάζει την κοσμική διαστολή να επιταχύνεται. Το «ποσό» της σκοτεινής ενέργειας – η κοσμολογική σταθερά – θα έπρεπε να έχει μείνει η ίδια από τη μεγάλη έκρηξη, ή έτσι υποθέτει το καθιερωμένο πρότυπο της κοσμολογίας. Πολλές παρατηρήσεις μοιάζουν να δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. «Οι μετρήσεις μας επίσης υποστηρίζουν αυτή τη θέση», εξηγεί ο Dr. Pacaud. «Όμως εδώ και πάλι θα έχουμε αποκτήσει πιο ακριβή αποτελέσματα στο κοντινό μέλλον».

Η μελέτη είναι μέρος ενός ευρύτερης κλίμακας προγράμματος με το κατάλληλο όνομα «XXL Survey», στο πλαίσιο του οποίου περισσότεροι από 100 επιστήμονες σε όλο τον πλανήτη συνεργάζονται. Οι 20 νέες δημοσιεύσεις από τη συνεργασία, συγκεντρώθηκαν σε μια ειδική έκδοση του Astronomy & Astrophysics, παρέχοντας μια γεύση της πλήρους ισχύος του προγράμματος. Η τωρινή ανάλυση βασίζεται σε ένα δείγμα 365 σμηνών, από τα οποία (μέχρι τώρα) μόνο 200 χρησιμοποιήθηκαν για τη στατιστική ανάλυση. Μέχρι το τέλος του προγράμματος – σχεδιάζεται για το 2020 – αυτή η βάση δεδομένων με κάπου 400 με 500 σμήνη.

H Επικούρεια φιλία

Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε πως όλες οι φιλοσοφικές σχολές του αρχαίου κόσμου εμφανίζονται σαν ομάδες φίλων. Παρ’ όλα αυτά, ορισμένα χαρακτηριστικά διακρίνουν τους Επικούρειους «φίλους» από τους προγενέστερούς τους στην Αθήνα ή στην Ιταλία· κι είναι αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν τις αλλαγές που η πίεση των συνθηκών είχε επιφέρει στη σκέψη και στους τρόπους, στο τέλος του τέταρτου αιώνα.

Ο Επίκουρος εμφανίζεται σαν πραγματικός άνθρωπος της νέας εποχής, άνθρωπος που είναι πεπεισμένος για την έντονη δυστυχία της ζωής και που αναζητεί καταφύγιο στην αταραξία. «Όλος ο κόσμος ζει μέσα στον πόνο, για τον πόνο έχει μεγαλύτερη ικανότητα. Δεν χρειάζεται να αποδείξουμε αυτό το γεγονός για το κάθε ζωντανό πλάσμα ξεχωριστά καθώς η μοίρα ακόμη και των ανώτερων υπάρξεων δεν αντιφάσκει μ’ αυτήν την οικουμενική αλήθεια». Αν, λοιπόν, η σωτηρία βρίσκεται στην απουσία των δυσάρεστων αισθημάτων θα ήταν παράλογο να παραδοθείς στις δυσαρέσκειες της πολιτικής ζωήςΑυτή ήταν η βασική πεποίθηση[1] και όχι η σεμνότητα που ώθησε τον Επίκουρο να απέχει από τις δημόσιες υποθέσεις και να ζήσει στην αφάνεια («λάθε βιώσας»). Ορίστε πως το έθεσε ο ίδιος:
«Μερικοί θέλουν να γίνουν διάσημοι και ιδιαίτερα σεβαστοί, πιστεύοντας πως μ’ αυτόν τον τρόπο διασφαλίζονται απέναντι στους ανθρώπους. Αν η ύπαρξή τους είναι πραγματικά ασφαλής, έχουν κερδίσει το αγαθό που αναζητά η φύση. Αν δεν είναι πραγματικά ασφαλής δεν κατέχουν αυτό το οποίο λαχταρούσαν αρχικά, ακολουθώντας τις φυσιολογικές παρορμήσεις της φύσης». (Κύρια Δόξα 7).
«Πρέπει να απελευθερωθούμε από την φυλακή των δημόσιων υποθέσεων και της πολιτικής» (Επικούρου Προσφώνησις 58).
«Ζώντας ελεύθερα είναι αδύνατον να αποκτήσεις μεγάλα πλούτη· μια τέτοια απόκτηση δεν είναι εύκολη χωρίς να υποδουλωθείς στον όχλο ή στους δυνάστες. Αλλά μια ζωή ελευθερίας έχει τα πάντα σε συνεχή αφθονία. Κι αν κατά τύχει αποκτήσεις μεγάλα πλούτη, είναι εύκολο να τα μοιράσεις ώστε να κερδίσεις την ευμένεια του πλησίον» (Επικ. Προσφ. 67).
«Η ταραχή της ψυχής δεν μπορεί να καταπραϋνθεί ούτε η αληθινή χαρά δημιουργείται από την κατοχή πλούτου ή από το θαυμασμό του πλήθους ή οτιδήποτε άλλο που τα αίτιά του έχουν ακαθόριστα όρια» (Επικ. Προσφ. 81).
Από αυτή τη βασική αρχή απορρέει η όλη συμπεριφορά του Σοφού κι ιδιαίτερα η λατρεία της φιλίας. Πρώτα απ’ όλα, καθώς η φιλοσοφική μόρφωση δεν αποβλέπει πια στη διάπλαση πολιτικών, ο κύκλος των μαθητών είναι ανοιχτός στις γυναίκες, είτε είναι παντρεμένες, είτε εταίρες. Ο μεγάλος αριθμός των εταίρων μπορεί αρχικά να μας εκπλήσσει –και είναι γνωστό πως η παρουσία τους στη σχολή έδωσε αφορμή για κάποιες δυσάρεστες φημολογίες-, αλλά πρέπει να θυμηθούμε πως η αρχαία ηθική δεν ήταν, σ’ αυτό το ζήτημα, ίδια με τη χριστιανική και πως είναι σωστό να την κρίνουμε σύμφωνα με τα δικά της δεδομένα. Ένας μαθητής του Επίκουρου, ο Μητρόδωρος, γράφει στο νεαρό Πυθοκλή που βασανίζεται από έντονες φυσικές επιθυμίες:
«Μου λες πως τα κεντρίσματα της σάρκας σε κάνουν να υπερβάλλεις στις απολαύσεις του έρωτα. Αν δεν παραβιάζεις τους νόμους ή δεν προσβάλλεις τους γενικά αποδεκτούς καλούς τρόπους, αν δεν ενοχλείς τους γείτονές σου, δεν εξαντλείς τη δύναμή σου και δεν σπαταλάς την ουσία σου, παραδόσου χωρίς ανησυχία στην κλίση σου. Αλλά είναι αδύνατον να μην αναχαιτιστείς τουλάχιστον από ένα από αυτά τα εμπόδια· οι ερωτικές απολαύσεις δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν· είναι πολύ σημαντικό αν τουλάχιστον δεν βλάπτουν».
Επιπλέον, αυτές οι νεαρές γυναίκες έβρισκαν στον Κήπο μια συντροφιά όπου τις μεταχειρίζονταν σαν ίσες […] πράγμα που αποτελούσε για κείνες μια εντελώς καινούρια εμπειρία.
 
Αλλά η αποδοχή των γυναικών στην ομάδα δεν είναι παρά ένα εξωτερικό γνώρισμα. Δεν αρκεί για να εξηγήσουμε την ουσία της Επικούρειας φιλίας. Η εσώτερη σημασία αυτής της φιλίας εμπεριέχεται στο εξής σημαντικό στοιχείο: δεν είναι μονάχα μέσον, όπως στην Ακαδημία, αλλά αποτελεί και αυτοσκοπό. Στο πλατωνικό σύστημα, ο έρως ή η φιλία εκτιμούνται μόνον ως μέσον (Συμπόσιον 201e 7-202b 4, 212b 3).
 
Το συναίσθημα που ξυπνάει στη θέα ενός αγαπημένου προσώπου πρέπει να αποτελεί το σημείο εκκίνησης μιας σειράς βημάτων προς τα μπρος, χάρη στα οποία ο άνθρωπος ανυψώνεται σ’ αυτό το απέραντο κάλλος που η διαυγής Ύπαρξη και, πέρα απ’ αυτό, στο Ένα που ενοποιεί όλες τις διαυγείς υπάρξεις. Τη φιλία που ένιωθαν ο ένας για τον άλλο τα μέλη της Ακαδημίας τη βίωναν σαν μια συνεχή πρόκληση για μια υψηλότερη μορφή αγάπης, την αγάπη της σοφίας. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον έτσι ώστε να αλληλοπαροτρύνονται στην περισυλλογή.
 
Η αγάπη είναι απαραίτητη στη διαλεκτική, που χωρίς αυτήν θα ήταν εριστική. Η συνδυασμένη προσπάθεια είναι απαραίτητη εκεί που υπάρχει ο κίνδυνος της αποθάρρυνσης. Η φιλία αποκτά μεγάλη αξία στη διάρκεια της εξέλιξης προς τα μπρος που απαιτείται για το μελλοντικό κυβερνήτη· αναζωογονεί, δυναμώνει και στηρίζει αυτή την παρόρμηση. Αλλά δεν αποτελεί στόχο. Ο στόχος είναι το αόρατο Ον και ο στοχασμός που αφιερώνεται στο Ον αυτό. Η πλατωνική φιλία μπορεί να συγκριθεί με τον ενθουσιασμό που μοιράζονται σε μια τάξη ο δάσκαλος και οι μαθητές του, όταν αγαπούν και οι δύο πλευρές τη σωστή  μάθηση.

Αντίθετα, η Επικούρεια φιλία είναι αυτοσκοπός. Δεν είναι απλώς ένα ενδιάμεσο στο μονοπάτι της σοφίας·αποτελεί από μόνη της σοφία. Πως προκύπτει αυτό; Για να το κατανοήσουμε αυτό πρέπει να επιστρέψουμε στην αφετηρία της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου.
 
Μπρος στις κακοδαιμονίες της ζωής, η στάση της ελληνικής σοφίας ήταν, και παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μετά, μια στάση υπομονής, υπομονής εμπνευσμένης όχι από κατάθλιψη αλλά από σθένος· ο Σοφός υπομένει τα χτυπήματα της Μοίρας αλλά αντιστέκεται και κρατιέται ακλόνητος.
 
Μπορείς να ξεφύγεις από τη Μοίρα με το να υιοθετήσεις μια στάση αδιαφορίας· μ’ αυτόν τον τρόπο, αποφεύγεις να της παραχωρήσεις την παραμικρή εξουσία πάνω σου· αρκεί να ξέρεις επακριβώς την αξία των επιθυμιών σου και να ικανοποιείς μονάχα εκείνες που αν παραμεληθούν απειλούν την ίδια σου την ύπαρξη (Κύριαι Δόξαι 29, Πρβλ. Κ. Δόξαι 26).
 
Σ’ αυτή τη βαθμιαία εξάλειψη, οι πρώτες επιθυμίες που πρέπει να αντιμετωπιστούν είναι εκείνες του στόματος. Τίποτα πιο εύκολο από το να τις ικανοποιήσεις.
«Το να αρκείται κανείς σ’ αυτά που έχει, το θεωρώ πολύ σπουδαίο αγαθό: όχι για να περιοριζόμαστε σώνει και καλά στα λίγα, αλλά για να αρκούμαστε στα λίγα όταν μας λείπουν τα πολλά –με τη γνήσια πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν πολύ καλύτερα οι άνθρωποι που δεν την έχουν και τόσο ανάγκη, και ότι τα φυσικά πράγματα, όλα, μπορεί εύκολα να τα αποκτά κανείς, ενώ το περιττό το αποκτάς δύσκολα· ότι μια σκέτη σούπα θα σου δώσει ίση ευχαρίστηση με ένα πολυτελές γεύμα, όταν θα έχει φύγει όλο το δυσάρεστο αίσθημα από την έλλειψη τροφής, και ότι το ψωμί και το νερό δίνουν τη μεγαλύτερη ηδονή όταν προσφέρονται σε κάποιον που τα έχει ανάγκη» (Κύριαι Δόξαι, 15, 21, Επ. Προσφ. 25, Επιστ. Προς Μενοικέα, 130- 1, Επ. Προσφ. 68).
«Η φωνή της σάρκας γυρεύει να μην πεινά, να μη διψά, να μην κρυώνει. Ο άνθρωπος που απολαμβάνει αυτήν την κατάσταση και ελπίζει να την απολαμβάνει και στο μέλλον, μπορεί να συναγωνιστεί σε ευτυχία τον ίδιο τον Δία» (Επικ. Προσφ. 33).
Ο Έλληνας, σε γενικές γραμμές, είναι εγκρατής και αυτές οι αντιλήψεις δεν έχουν τίποτα που να τον φοβίζει. Αλλά ο Έλληνας ενδιαφέρεται με πάθος για τις τιμές και τη δόξα. Ο επικούρειος σοφός είναι εξίσου απαλλαγμένος και από τις επιθυμίες αυτού του είδους. Όχι μονάχα δεν συμμετέχει στις δημόσιες υποθέσεις,[2]αλλά και δεν προσπαθεί να κερδίσει την επιδοκιμασία του πλήθους στη διδασκαλία του.
«Όταν μιλώ για τη φύση, ειλικρινά προτιμώ να μιλώ με παρρησία για αυτά που ωφελούν την ανθρωπότητα, έστω κι αν μοιάζω να λέω χρησμούς ακαταλαβίστικους, παρά να συμβιβάζομαι με την κοινή γνώμη και να δέχομαι τον έπαινο που ο πολύς κόσμος σκορπά τόσο σπάταλα» (Επικ. Προσφ. 29).
«Η μελέτη της φύσης δεν κάνει τους ανθρώπους αλαζόνες ούτε παραγωγούς κενών λόγων, δεν τους ωθεί να επιδεικνύουν τη μόρφωση που είναι τόσο αξιοζήλευτη από το πλήθος· αντιθέτως τους κάνει αξιοπρεπείς και αυτάρκεις και τους διδάσκει να περηφανεύονται για τα αγαθά που εξαρτώνται από τους ίδιους και όχι για εκείνα που εξαρτώνται από εξωτερικές περιστάσεις» (Επικ. Προσφ. 45).
«Τώρα στα γεράματα, συμμορφώθηκες με το πρότυπο που σε συμβούλευσα να ακολουθήσεις, και έμαθες τη διαφορά ανάμεσα στο να φιλοσοφείς για τον εαυτό σου και το να φιλοσοφείς για χάρη της Ελλάδας. Χαίρομαι και εγώ μαζί σου» (Επικ. Προσφ. 76).
Αυτάρκης όσον αφορά τις ανάγκες του, ανέγγιχτος από τα συνηθισμένα πάθη, ο Σοφός δεν αφήνεται να επηρεαστεί απ’ τους φόβους που βασανίζουν την πλειονότητα των ανθρώπων, το φόβο των θεών, του πόνου και του θανάτου. Αυτό είναι το πιο γνωστό κομμάτι της επικούρειας θεωρίας. Αρκεί μονάχα να θυμηθούμε την τετραφάρμακο 
 
Σε διαφορετικό κλίμα, με διαφορετικές ψυχοσυνθέσεις, ένα παρόμοιο σύστημα θα μπορούσε κάλλιστα να έχει οδηγήσει σ’ ένα είδος απάλειψης της προσωπικότητας, παρόμοιας με τη βουδιστική νιρβάνα. Αν αληθεύει ότι η σοφία συνίσταται στο να εξαλείψεις όλες σου τις επιθυμίες, στο να γίνεις αδιάφορος σε όλα τα ερεθίσματα για ανθρώπινη δραστηριότητα, το ιδανικό θα εύρισκε την πραγμάτωσή του στο να γίνεις εντελώς αναίσθητος, εντελώς ανέκφραστος και απαθής. Η καλύτερη ζωή θα ήταν αυτή στην οποία ζεις το λιγότερο· θα έμοιαζε ήδη με τον ύπνο του θανάτου. Παρ’ όλο που είναι πως αυτή η οπτική της ζωής έχει τα πλεονεκτήματά της, παραμένει γεγονός ότι δεν προσέλκυσε ποτέ το δυτικό πνεύμα και ειδικά τους Έλληνες και πως οι όποιες αντιστοιχίες με την επικούρεια θεωρία είναι επιφανειακές.
 
Η αδιαφορία για τα πλούτη και τις τιμές, η τετραφάρμακος, όλα αυτά είναι μονάχα το μέσον για να κατακτήσεις την αταραξίαΗ αταραξία δεν περικλείει από μόνη της την ευτυχία. Είναι η απαραίτητη προϋπόθεση· είναι αδύνατο να είσαι ευτυχισμένος αν πονάς σωματικά ή ψυχικά. Όμως υπάρχει ένα θετικό περιεχόμενο στη μακαριότητα· οι αρνητικοί όροι που υποδηλώνουν την απουσία της ανησυχίας, του φόβου, ή του πόνου (αταραξία, αφοβία, απονία) εξισορροπούνται με θετικούς όρους που υποδηλώνουν μια κατάσταση φυσικής και πνευματικής χαράς (ευθυμία, χαρά, ευφροσύνη).
 
Αυτές οι ενεργές απολαύσεις, προφανώς, δεν πρέπει να σημαίνουν εξάρτηση από ανθρώπους ή περιστάσεις, που η έλλειψή τους θα μας έκανε να υποτροπιάσουμε σε ταραχή της ψυχής – γιατί αυτές οι απολαύσεις, καθώς εξαρτώνται από άλλους, μπορεί να εκλείψουν και θα υποφέραμε από την έλλειψή τους. Θα είναι τέτοιες που ο Σοφός θα μπορεί πάντα να τις έχει στη διάθεσή του και που θα συμμορφώνονται στην ιδέα της «αυτάρκειας». Θα είναι πάνω απ’ όλα πνευματικές απολαύσεις.
 
Αλλά ποια είναι η φύση αυτών των απολαύσεων; Το να ρωτάς σημαίνει ότι θέτεις το ζήτημα του «τρόπου ζωής» που ταιριάζει περισσότερο στο Σοφό· και ξέρουμε πως ο Επίκουρος είχε γράψει ένα βιβλίο πάνω σ’ αυτό το θέμα (Περί Βίων).  Μερικά χρόνια πριν από τον Επίκουρο, ο Αριστοτέλης, στον Προτρεπτικό, είχε δείξει πόσο ανώτερη είναι μια ζωή μελέτης και περισυλλογής απ’ ό,τι η ζωή του πολιτικού ή του δημόσιου ανθρώπου.
 
Εκ πρώτης όψεως, ο φιλόσοφος του Κήπου δείχνει να συμμερίζεται αυτή την άποψη. «Ο Επίκουρος», μας λένε, «ήταν ο πολυγραφότερος συγγραφέας και ξεπέρασε όλους τους άλλους με τον αριθμό των έργων του. Υπάρχουν περισσότερα από τριακόσια έργα δικά του· και σε όλα, ο Επίκουρος διατυπώνει δικές του σκέψεις χωρίς να δανείζεται τίποτα από άλλους». Μόνον ο Χρύσιππος έδειχνε να συναγωνίζεται τον Επίκουρο απ’ αυτήν την άποψη (Ο Καρνεάδης τον αποκαλούσε άπληστο σκουλήκι που τρεφόταν από τα βιβλία του αντιπάλου του) μα τα γραπτά του ήταν γεμάτα παραθέματα όπως αυτά του Ζήνωνα και του Αριστοτέλη (Διογ. Λαέρτιος 26-27).
 
Ο Επίκουρος, συγγραφέας τριάντα επτά βιβλίων Περί Φύσεως και πολλών άλλων έργων πάνω σε παρόμοια θέματα, δεν μπορεί να θεωρούσε «τη μελέτη της φύσης» σαν εντελώς άσκοπη απασχόληση. Άλλωστε ο ίδιος δεν είχε πει στον Μενοικέα πως δεν θα έπρεπε ποτέ κανείς να σταματά τη μελέτη της φιλοσοφίας;
«Ο νέος άνθρωπος δεν πρέπει να αναβάλλει τη μελέτη της φιλοσοφίας ούτε πρέπει να τον κουράζει όταν μεγαλώνει. Γιατί δεν είναι ποτέ πολύ νωρίς ή πολύ αργά για να ασχοληθεί ο άνθρωπος με την υγεία της ψυχής του. Το να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμη η ώρα για να αφοσιωθούμε στη φιλοσοφία ή πως έχει περάσει, είναι σα να λέμε πως δεν έχει έλθει ακόμα η ώρα για να είμαστε ευτυχισμένοι ή πως έχει περάσει. Γι’ αυτό αποτελεί καθήκον μας να μελετάμε φιλοσοφία τόσο οι νέοι όσο και οι γέροι» (Επιστολή προς Μενοικέα 122).
Το να διαλογίζεται χωρίς ανάπαυλα στα πράγματα που φέρνουν την ευτυχία, το να διαλογίζεται μέρα νύχτα, μόνος ή παρέα με ανθρώπους σαν και κείνον, είναι, πίστευε ο Επίκουρος, η ουσιαστική υποχρέωση του Σοφού.
 
Αλλά πρέπει να καθορίσουμε επακριβώς τι σημαίνει αυτή η ζωή μελέτης και τι περιλαμβάνει. Κατ’ αρχήν, όχι μόνο δεν περιλαμβάνει αλλά κατηγορηματικά αποκλείει οτιδήποτε σηματοδοτούσε για τους Έλληνες η λέξη παιδεία, δηλαδή όλες τις «ελευθέριες τέχνες»· αυτό αποτελεί μια ριζική διαφορά μεταξύ της Επικούρειας Σοφίας και εκείνης, για παράδειγμα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. «Μακάριε», γράφει ο δάσκαλος στο νεαρό Πυθοκλή, «άνοιξε τα πανιά της βαρκούλας σου και σάλπαρε μακριά από κάθε παιδεία».
 
Οι επικούρειοι αντιμετωπίζονταν στην αρχαιότητα σαν εχθροί της μάθησης:
«Εκείνοι που έχουν δείξει την πιο ολοκληρωτική αντίθεση στη μάθηση είναι, όπως φαίνεται, οι Επικούρειοι, είτε γιατί πιστεύουν πως η μάθηση δεν προσφέρει τίποτα στην τελειοποίηση της σοφίας είτε, όπως πιστεύουν κάποιοι, γιατί ελπίζουν πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα καλύψουν τη δική τους άγνοια (πράγματι η άγνοια του Επίκουρου για πολλά θέματα είναι σκανδαλώδης) είτε ίσως γιατί οι δύσκολες σπουδές των μαθητών του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων σαν κι αυτούς τους δίνουνε στα νεύρα». (αποσπ. 227 Us.).
Ο Κικέρωνας μας πληροφορεί επίσης ότι αυτός ο αποκλεισμός επεκτεινόταν σε όλες τις ελευθέριες τέχνες·[3]
«Σας φαίνεται πως ο Επίκουρος δεν είναι τόσο μορφωμένος; Αυτό συμβαίνει γιατί σύμφωνα με την κρίση του δεν μετράει κανένα είδος μάθησης που δεν συνεισφέρει στην τέχνη του να ζεις ευτυχισμένος. Θα σπαταλήσει ο Σοφός το χρόνο του διαβάζοντας τους ποιητές που δεν προσφέρουν καμία στέρεη τροφή και από τους οποίους δεν αποκομίζεις τίποτα πέρα από μια παιδιάστικη απόλαυση; Θα γίνει σαν τον Πλάτωνα και θα ξοδεύεται στη μελέτη της μουσικής, της γεωμετρίας, της αριθμητικής και της αστρονομίας –σπουδές οι οποίες, ξεκινώντας από λαθεμένες αρχές, δεν μπορούν να είναι πραγματικές επιστήμες και οι οποίες, ακόμη, κι αν ήταν, δεν θα μας βοηθούσαν καθόλου στο να ζήσουμε όλοι πιο ευτυχισμένοι, δηλαδή, στο να ζήσουμε καλύτερα; Όσο καλλιεργεί αυτές τις τέχνες, δεν πρέπει να εγκαταλείψει εκείνη την άλλη τέχνη που είναι τόσο σημαντική, τόσο απαιτητική κι όμως, τόσο γόνιμη –την τέχνη του ζειν; Ας μην αποκαλούμε τον Επίκουρο αμαθή αλλά ανοήτους εκείνους τους ανθρώπους που πιστεύουν πως πρέπει να συνεχίζουν μέχρι τα γεράματα τις σπουδές που θα ήταν ατιμωτικό γι’ αυτούς να μην τις έχουν ακολουθήσει στη νεαρή τους ηλικία».
Κατά δεύτερο λόγο, αν απομένουν για το Σοφό μια σειρά από απαραίτητες σπουδές, αυτές από μόνες τους δεν συμποσούνται στη σοφία. Απλά σε προετοιμάζουν, απομακρύνοντας τα εμπόδια για την κατάκτηση της ευτυχίας. Αυτή είναι η αλήθεια της «Φυσικής» και της «Κανονικής» που εξαρτάται από τη «Φυσική». Τα κείμενα είναι σαφέστατα σ’ αυτό το σημείο:
«Αν δεν βασανιζόμασταν από τις ανησυχίες μας για τα ουράνια φαινόμενα, ή για το θάνατο, φοβούμενοι μήπως κατά κάποιο τρόπο μας αφορούν, και επιπλέον από την ανικανότητά μας να συλλάβουμε τα όρια των ταλαιπωριών και των επιθυμιών, δεν θα είχαμε ανάγκη τη μελέτη της φύσης (Κ. Δ. 11).
«Κάποιος που δεν γνωρίζει ποια είναι η φύση του σύμπαντος και ζει με το φόβο που προξενούν οι μύθοι, δεν μπορεί να απελευθερωθεί από το φόβο για τα πιο ουσιαστικά ζητήματα. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να απολαύσουμε τη χαρά στην αγνή της μορφή χωρίς τη μελέτη της φύσης» (Κ. Δ. 12).
«Δεν ωφελεί να ασφαλιζόμαστε απέναντι στους ανθρώπους αν τα πράγματα πάνω και κάτω από τη γη, και γενικά οτιδήποτε στο άπειρο σύμπαν, παραμένουν για μας αντικείμενο φόβου» (Κ. Δ. 13).
«Πρώτα απ’ όλα ας καταλάβουμε πως η γνώση των ουράνιων φαινομένων, κρινόμενη είτε σε σχέση με άλλες θεωρίες είτε από μόνη της, δεν έχει άλλο στόχο από την ηρεμία του νου και μια ακλόνητη πεποίθηση· ακριβώς αυτός είναι και ο σκοπός όλων των άλλων σπουδών» (Επιστ. Προς Πυθοκλή 85· πρβλ. Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78-82).
Μπορούμε τώρα να καθορίσουμε σε τι επίπεδο η μελέτη της φύσης αποκαλείται στοιχείο της μακαριότητας:
«Επιπλέον πρέπει να ξέρουμε πως το έργο της φυσικής επιστήμης είναι να μας οδηγήσει στην ακριβή γνώση των αιτίων των πιο ουσιαστικών ζητημάτων, και ότι η ευτυχία μας εξαρτάται ακριβώς από αυτή τη γνώση. Πρέπει να μάθουμε τι πραγματικά είναι τα ουράνια φαινόμενα και ό,τι σχετίζεται μ’ αυτά, για να φτάσουμε στην ευτυχία» (Επιστ. Προς Ηρόδοτο 78).
Για να ανακεφαλαιώσουμε, η ευτυχία έγκειται στην ηρεμία του νουΟι πρωταρχικές προϋποθέσεις για την πνευματική γαλήνη είναι ο περιορισμός των επιθυμιών –εξ’ ου και η αποδέσμευση από τα πλούτη και τις τιμές- και μια ακλόνητη αυτοπεποίθηση όσον αφορά τους θεούς, τον πόνο και το θάνατο. Αυτή η αυτοπεποίθηση μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την ακριβή γνώση της φύσηςΗ μελέτη της φύσης που απομακρύνει τις αιτίες του φόβου δεν έχει παρά μόνο «προοδευτική» αξία. Σαν τέτοια, παρ' όλα αυτά, είναι απαραίτητη για την απόκτηση της ευτυχίας.
 
Αλλά, θα ρωτήσει κανείς, αν η μελέτη της φύσης δεν αποτελεί την ουσία της ευτυχίας, σε τι συνίσταται η ευτυχία; Χωρίς αμφιβολία η απουσία του πόνου και της ανησυχίας αποτελούν από μόνα τους ευχαρίστηση, γιατί δεν υπάρχει ουδέτερη κατάσταση, σύμφωνα με τον Επίκουρο. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να ισχυριστούμε, χωρίς να παίζουμε με τις λέξεις, πως αυτή η αρνητική κατάσταση (α-πονία, α-ταραξία) προσδίδει κάποιο θετικό περιεχόμενο στην ιδέα της μακαριότητας. Επιπλέον, η ίδια η διδασκαλία και το παράδειγμα του Επίκουρου μας αναγκάζουν να ψάξουμε για κάτι παραπάνω.
 
Η επιστολή στον Μενοικέα παροτρύνει νέους και γέρους πάντα να διαλογίζονται. Στο φυσικό πόνο ο Σοφός παρηγορεί τον εαυτό του με τη θύμηση της περασμένης ευτυχίας. Και μάλιστα, σ’ έναν αφορισμό του (Επικ. Προσφ. 27), λέει:
«Σε πολλές άλλες ασχολίες, ο καρπός των προσπαθειών έρχεται αφού ολοκληρωθούν οι προσπάθειες· ενώστη φιλοσοφία η χαρά συμβαδίζει με τη γνώση. Γιατί η απόλαυση δεν έπεται της μάθησης, αλλά μάθηση και απόλαυση είναι ταυτόχρονες».
Οπότε η συζήτηση στρέφεται στην έννοια που δίνουμε σ’ αυτήν την «άσκηση της σοφίας». Στις αντίπαλες σχολές, ιδιαίτερα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, η φιλοσοφία συνεπάγεται μακροχρόνιες σπουδές, από τη ρητορική μέχρι την επιστήμη των αριθμών, των σχημάτων και των ουρανίων σωμάτων. Όπως είδαμε, ο Επίκουρος, δεν σταμάτησε ποτέ να διακηρύσσει την ματαιότητα αυτών των σπουδών. Είναι άχρηστες ως προς την τέχνην του ζειν. Και πέρα απ’ αυτό, το να ακολουθείς είναι σαν να επιδιώκεις τον έπαινο του κοινού ανθρώπου· προσδίδει κύρος το να περνάς σαν ειδικός. «Ας αφήσουμε τους άλλους», ανταπαντά, «να μας επαινέσουν, αν θέλουν, και να μας ακολουθήσουν· εμάς το μόνο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η θεραπεία της ψυχής μας» (Επικ. Προσφ. 64)[4].
 
Αυτό είναι το σημαντικό σημείο. Η σοφία σημαίνει πνευματική ζωή και η άσκηση της σοφίας είναι η εξάσκηση αυτής της ζωής. Αλλά ο Επίκουρος ήταν πολύ Έλληνας για να πιστεύει πως η γιατρειά της ψυχής μπορεί να επιτευχθεί στη μοναξιάΟ άνθρωπος χρειάζεται γιατρό, πρέπει να νιώθει τη ζεστασιά της φιλίας γύρω του· γι’ αυτό πρέπει να εδραιωθεί αυτή η ιδανική συντροφικότητα του Δασκάλου με τους μαθητές τουΤόσο τα λεγόμενα του Σοφού για τη φιλία όσο και η συμπεριφορά του προς τους μαθητές του δείχνουν πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος που παίζει η Επικούρεια Φιλία.
 
Ας ξεκινήσουμε μελετώντας τα ακόλουθα κείμενα:
  1. «Ο ευγενής αφοσιώνεται στη σοφία και στη φιλία· απ’ αυτές, η μια είναι θνητό αγαθό, η άλλη αθάνατο» (Επικ. Προσφ. 78). 
  1. «Απ’ όλα τα πράγματα που μας προσφέρει η σοφία για να γίνει η ζωή μας ολοκληρωτικά ευτυχισμένη, το πιο σημαντικό είναι η φιλία» (Κύρια Δόξα 27). 
  1. «Η φιλία χορεύει ολόγυρα από την οικουμένη καλώντας μας να ξυπνήσουμε για χάρη της ευτυχίας» (Επικ. Προσφ. 52). 
  1. «Κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή, παρ’ όλο που έχει τις ρίζες της στην ανάγκη για βοήθεια» [Επικ. Προσφ. 23 – πρβλ. Διογ. ΛαέρτιοI20: «Οι ανάγκες της ζωής γεννούν τη φιλία· οπωσδήποτε κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή (όπως ρίχνουμε το σπόρο στη γη). Αλλά η φιλία δι8αμορφώνεται και συντηρείται με τη συντροφικότητα στην απόλαυση των ηδονών της ζωής»]. 
  1. Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι τόσο η βοήθεια που μας δίνουν οι φίλοι μας όσο η πίστη μας σ’ αυτή τη βοήθεια» (Επικ. Προσφ. 34). 
  1. «Ούτε ο άνθρωπος που κοιτάζει πάντα το δικό του συμφέρον είναι φίλος ούτε ο άνθρωπος που δεν συνδέει ποτέ το συμφέρον με τη φιλία· γιατί ο πρώτος κάνει χάρες για να επωφεληθεί απ’ αυτές, ενώ ο δεύτερος ξεριζώνει κάθε ελπίδα για το μέλλον» (Επικ. Προσφ. 39). 
  1. «Η ίδια πεποίθηση που μας καθησυχάζει ότι κανένα κακό δεν μπορεί να κρατήσει για πάντα ή για πολύ καιρό, μας βοηθάει επίσης να αντιληφθούμε πως η ακλόνητη αντοχή της φιλίας έγκειται ειδικά σ’ αυτόν τον περιορισμό των κακών στη ζωή μας» (Κύρια Δόξα 28). 
  1. «Τόσο η μεγάλη βιασύνη όσο και η διστακτικότητα στη δημιουργία μιας φιλίας είναι εξίσου κατακριτέες· όμως για χάρη της φιλίας θα πρέπει να ’μαστε  διατεθειμένοι ακόμα και κινδύνους να διατρέξουμε» (Επικ. Προσφ. 28). 
  1. «Ο Σοφός υποφέρει περισσότερο όταν βλέπει τους φίλους του να βασανίζονται παρά όταν βασανίζεται ο ίδιος» (Επικ. Προσφ. 56). 
  1. «Συμπάσχουμε με τους φίλους μας όχι με θρήνους αλλά βοηθώντας τους» (Επικ. Προσφ. 66). 
  1. «Το να αντικρίζουμε τους κοντινούς μας συγγενείς είναι το ωραιότερο πράγμα, όταν οι δεσμοί αίματος είναι και δεσμοί της καρδιάς ή όταν μας ωθούν σε τέτοια σχέση» (Επικ. Προσφ. 61).
Από τα κείμενα αυτά, τα υπ’ αριθμ. 1-3 υπογραμμίζουν την αξία της φιλίας, τα 4-6 ορίζουν τη φύση της και τα 7-10 δείχνουν πόσο δυνατή είναι η πραγματική φιλία και σε τι επίπεδα μπορεί να φτάσει.
Αλλά αν τη πάρουμε συνολικά, ποια είναι η σημασία της Επικούρειας φιλίας; η κατανόηση των αναγκών εκείνης της εποχής θα μας βοηθήσει να συμπεράνουμε την πραγματική της φύση.
 
Το τέλος του τέταρτου αιώνα ήταν μια εποχή μεγάλης ηθικής σύγχυσης. Από τη μια, καθώς η πόλη είχε χάσει την ελεύθερη απόλαυση της ανεξαρτησίας της, η δομή του Κράτους, για την οποία μπορούσε κανείς να πει πως είχε την ακαμψία Εκκλησίας, είχε εξασθενίσει και δεν ήταν το ίδιο ικανή να υποστηρίξει το άτομο, να το καθοδηγήσει ή να το εμψυχώσει σε περίπτωση ανάγκης. Επιπλέον, οι δεσμοί της οικογένειας δεν ήταν το ίδιο ισχυροί στην Ελλάδα όσο τα προηγούμενα χρόνια. Από την άλλη, η δομή του κράτους και της οικογένειας εξασθενούσαν σε μια περίοδο που η ανάλυση των λεπτών διακρίσεων της σκέψης και του συναισθήματος, είχαν ήδη φτάσει στα άκρα και είχαν οδηγήσει σε μια εκλεπτυσμένη πολιτισμική κατάσταση που δεν μπορούσε παρά να κάνει τις συνειδήσεις πιο ευαίσθητες και πιο ανήσυχες. Σύντομα θα εμφανιζόταν η ανάγκη για ηθική καθοδήγηση· σύντομα ο Σοφός θα ήταν ουσιαστικά ένας πνευματικός καθοδηγητής.
 
Ο Επίκουρος είχε προετοιμαστεί ιδανικά γι’ αυτό το έργο. Κανείς δεν είχε υποφέρει περισσότερο από τις πολιτικές αναταραχές της εποχής. Στην ηλικία των δεκαεννιά χρόνων είχε διωχθεί από την πατρίδα του Αναγκάστηκε, χωρίς δάσκαλο, να οικοδομήσει το δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν την ευτυχία, αυτή, όμως, η οικουμενική επιδίωξη συνεχώς αναχαιτίζεται. Γιατί συνέβαινε αυτό; Μήπως γιατί, μέχρι τότε, οι άνθρωποι είχαν σχηματίσει μια λαθεμένη ιδέα της ευτυχίας; Ο Επίκουρος έλυσε το πρόβλημα για τον εαυτό του με τη θεωρία της αταραξίας· βρήκε τη σωτηρία και, σαν συνέπεια, θέλησε να γίνει ο σωτήρας της ανθρωπότητας, και ιδιαίτερα των νέων.
 
Οι νέοι, πράγματι, συνέρρεαν γύρω του. Γνώριζε πως μια από τις πιο βαθιές ανάγκες της εφηβείας είναι το να βρεις έναν καθοδηγητή του οποίου ο λόγος και το παράδειγμα θα είναι νόμος· και πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά σ’ αυτήν την ηλικία από τον ενθουσιασμό για έναν δάσκαλο. «Ο σεβασμός για τον Σοφό είναι μεγάλη ευλογία γι’ αυτούς που τον νιώθουν» (Επικ. Προσφ. 32). Επιπλέον η ζωή που ζούσε, η σίγουρη αυθεντία της θεωρίας του, και η ακλόνητη σταθερότητα του στα χτυπήματα της μοίρας έδινε την εντύπωση πως ήταν κάτι παραπάνω από άνθρωπος: «Η ζωή του Επίκουρου, συγκρινόμενη με τις ζωές των άλλων ανθρώπων, θα μπορούσε να θεωρηθεί μύθος· τόση ηρεμία και αυτάρκεια είχε». (Επικ. Προσφ. 36). Έτσι μιλούσαν οι πρώτης γενιάς μαθητές του.
Τρεις αιώνες αργότερα, ο Λουκρήτιος επαναλαμβάνει τον έπαινο:
 
«Ήταν θεός! Ναι, Μέμμιε, μονάχα ένας θεός θα μπορούσε να ανακαλύψει πρώτος αυτόν τον τρόπο ζωής που σήμερα ονομάζουμε Σοφία».
 
Βρισκόμαστε τώρα σε πλεονεκτικότερη θέση για να κατανοήσουμε τη σημασία της φιλίας που έδενε το Δάσκαλο με τους μαθητές του στη Σχολή και τους μαθητές μεταξύ τους.
 
Προστατευμένη από τον κόσμο και τα χτυπήματα της Μοίρας, αυτή η μικρή ομάδα είχε την αίσθηση πως είχε βρει ένα λιμάνι. Φώλιαζαν μαζί κάτω από την προστασία του Σοφού του οποίου τα λόγια εκλαμβάνονταν σαν χρησμοί. Δεν χρειαζόταν πια να αμφιβάλουν ή να επανεξετάζουν τα προβλήματά τους· ο Επίκουρος τους τα είχε λύσει άπαξ και δια παντός. Τους αρκούσε να πιστεύουν, να υπακούουν και να αγαπάνε ο ένας τον άλλον· «Ω δρόμε ανοιχτέ, εύκολε και ίσιε» (Κικέρων, Περί Ορίων…). Καθώς δεν είχαν πια άλλη φροντίδα πέρα από το να πασχίζουν να καταλαβαίνουν καλύτερα όσα έλεγε ο Δάσκαλος, η φιλία δεν ήταν μονάχα, όπως σε άλλες σχολές, ένα ερέθισμα στη διαδικασία της έρευνας· έγινε η πρωταρχική επιδίωξη των εκλεκτών. Ο καθένας έπρεπε να συνεισφέρει για να δημιουργηθεί εκείνη η ατμόσφαιρα στην οποία οι καρδιές θα άνθιζαν σαν λουλούδια. Το να είσαι ευτυχισμένος ήταν ζήτημα πρωταρχικής σημασίας και η αμοιβαία αγάπη και εμπιστοσύνη με την οποία οι μαθητές βασίζονταν ο ένας στον άλλο συνεισέφερε τα μέγιστα σ’ αυτήν την ευτυχία.
 
Αναμφίβολα ο Επικούρειος κύκλος δεν θα απέφυγε τα λάθη που είναι κοινά στις κλίκες.  Θεωρούσαν τους εαυτούς του ανώτερους από τους υπόλοιπους ανθρώπους και υπήρχε ένα πνεύμα κολακείας.[5] Αλλά όλα δείχνουν πως η Επικούρεια Φιλία παρέμεινε το κύριο θέλγητρο της Σχολής μέχρι και την εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
 
Ο Επικουρισμός ήταν περισσότερο ένα πνεύμα παρά θεωρία, ένα πνεύμα ενσαρκωμένο στους στενά δεμένους κύκλους των οποίων τα μέλη τηρούσαν ευσυνείδητα τα λόγια του Δασκάλου και λάτρευαν τη φιλία. Σ’ έναν κόσμο όπου η δομή της πόλης και της οικογένειας έτειναν να εξαφανιστούν, ο Επίκουρος πέτυχε να δημιουργήσει μια καινούργια οικογένεια. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως σ’ αυτό το σημείο κρύβεται το μυστικό της μακροχρόνιας γοητείας του.
----------------------

[1] Δ. Λαέρτιος, 10: Από υπερβολική εύνοια προς τους ανθρώπους, ο Επίκουρος δεν καταπιάστηκε με την πολιτική.

[2] Γι’ αυτή την περιφρόνηση των τιμών και της δημόσιας προβολής, πρβλ. Κύριαι Δόξαι 7 (ένδοξοι και περίβλεπτοι), Επικ. Προσφ. 81 (η παρά τοις πολλοίς τιμή και περίβλεψις).

[3] Κικέρων, Περί των Ορίων του Καλού και του Κακού (De Finibus I, 27,71).

[4] Πρβλ. Επιστολή προς Μενοικέα, 122. Επικ. Προσφ. 54.

[5] Αφθάρτους και ισοθέους αποκαλούντες αυτούς (Πλουτάρχου Ότι ουκ έστιν ηδέως ζην κατ’ Επίκουρον 7).