Τρίτη 30 Αυγούστου 2016

ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, ΒΑΚΧΥΛΙΔΗΣ - •Διθύραμβος II - [Ἡρακλῆς ἢ Δηϊάνειρα εἰς Δελφούς] (2.1-2.35)

Αποτέλεσμα εικόνας για ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II [ΗΡΑΚΛΗΣ Ή ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ ΕΙΣ ΔΕΛΦΟΥΣ]


. . .]ιου . ιο . . . ἐπεὶ [στρ.]
ὁλκ]άδ᾽ ἔπεμψε̣ν ἐμοὶ χρυσέαν
Πιερ]ίαθεν ἐ[ΰθ]ρονος [Ο]ὐρανία,
πολυφ]άτων γέμουσαν ὕμνων
5 . . . . .]νειτις ἐπ᾽ ἀνθεμόεντι Ἕβρῳ
. . . . . ἀ]γάλλεται ἢ δολιχαύχενι κύ[κνῳ
. . . . .]δεϊαν φρένα τερπόμενος
. . . . . .]δ᾽ ἵκῃ παιηόνων
ἄνθεα πεδοιχνεῖν,
10 Πύθι᾽ Ἄπολλον,
τόσα χοροὶ Δελφῶν
σὸν κελάδησαν παρ᾽ ἀγακλέα ναόν,

πρίν γε κλέομεν λιπεῖν [αντ.]
Οἰχαλίαν πυρὶ δαπτομέναν
15 Ἀμφιτρυωνιάδαν θρασυμηδέα φῶ-
θ᾽, ἵκετο δ᾽ ἀμφικύμον᾽ ἀκτάν·
ἔνθ᾽ ἀπὸ λαΐδος εὐρυνεφεῖ Κηναίῳ
Ζηνὶ θύεν βαρυαχέας ἐννέα ταύρους
δύο τ᾽ ὀρσιάλῳ δαμασίχθονι μέ[λ-
20λε κόρᾳ τ᾽ ὀβριμοδερκεῖ ἄζυγα
παρθένῳ Ἀθάνᾳ
ὑψικέραν βοῦν.
τότ᾽ ἄμαχος δαίμων
Δαϊανείρᾳ πολύδακρυν ὕφα[νε

25 μῆτιν ἐπίφρον᾽ ἐπεὶ [επωδ.]
πύθετ᾽ ἀγγελίαν ταλαπενθέα,
Ἰόλαν ὅτι λευκώλενον
Διὸς υἱὸς ἀταρβομάχας
ἄλοχον λιπαρὸ[ν] ποτὶ δόμον πέμ[π]οι.
30 ἆ δύσμορος, ἆ τάλ[αι]ν᾽, οἷον ἐμήσατ[ο·
φθόνος εὐρυβίας νιν ἀπώλεσεν,
δνόφεόν τε κάλυμμα τῶν
ὕστερον ἐχομένων,
ὅτ᾽ ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ
35 δέξατο Νέσσου πάρα δαιμόνιον τέρ[ας.

***

ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ II ΗΡΑΚΛΗΣ, ΙΟΛΗ ΚΑΙ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ


Κι αν η ομορφόθρονη Μούσα Ουρανία [στρ.]απ᾽ την Πιερία χρυσόένα πλεούμενο μου ᾽στειλε τώραέξοχους ύμνους γεμάτο,όμως για σένανε, Πύθιε Απόλλωνα,ύμνο δεν πρέπει να πω, δεν είν᾽ ώρα· γιατίή τη χαρά θα σου δίνει, θεέ, το κυνήγι αγριμιώνπέρα στα μέρη που ο Έβροςρέει ο πολύανθος ή ίσως του κύκνου,του μακρολαίμη του κύκνου, η λαλιά, η όλη γλύκα, σ᾽ ευφραίνει.10Ώσπου λοιπόν να ξανάρθεις, Απόλλωνα, εδώαναζητώντας λουλούδια παιάνων
— πόσους παιάνες για σε τραγουδούνε [αντ.]οι χορωδίες των Δελφώνστον κοσμοξάκουστο δίπλα ναό σου!—,ένα τραγούδι θα πούμεγια του Αμφιτρύωνα το γιο τον ατρόμητο:Την Οιχαλία μες στις φλόγες παράτησε αυτόςκαι στ᾽ ακρογιάλι κατέβηκε, ταύρους βαρύηχους εννιάγια να προσφέρει απ᾽ το κούρσοςστον πυκνοσύννεφο Δία τον Κηναίο,δυο στο θεό που δαμάζει τη γη και το πέλαο ταράζει,20και στην παρθέν᾽ Αθηνά, που ᾽χει αψιές τις ματιές,άζευτη ακόμα ορθοκέρα δαμάλα.
Τότε μια ακαταμάχητη [επωδ.]θεότητα ύφανε βουλή,βαθιά βουλή, δακρύων πηγή,μες της Δηιάνειρας το νου,σαν έμαθε το θλιβερόμαντάτο πως του Δία ο γιος, ο ατρόμητος στη μάχη,την Ιόλη τη χιονόκορφηγια ταίρι του μες στο λαμπρό θα ᾽στελνε σπίτι. Οϊμένα,τέτοια βουλή μέσα στο νου30της άμοιρης, της δύστυχης!Ζήλεια βαριά την έφαγε, και το σκουτίπου τα μελλούμενα έκρυβε μες στο σκοτάδι, απ᾽ τη στιγμήπου ολέθριο δώρο μαγικόαπό το Νέσσο δέχτηκεπλάι στου Λυκόρμα τα νερά, που είναι ζωσμένος ρόδα. 

Η οντολογική προδιαγραφή του έρωτος, έτσι όπως αυτή αναδεικνύεται στον πλατωνικό διάλογο «Συμπόσιον»

Αποτέλεσμα εικόνας για πλατωνικός διάλογος ΣυμπόσιοΟ Πλάτων αποτελεί έναν από τους κορυφαίους στοχαστές της παγκόσμιας ιστορίας. Η φιλοσοφική του σκέψη έχει αναμφίβολα σημαδέψει κατά τρόπο ανεπανάληπτο το στοχασμό γενικότερα στο πλαίσιο της δυτικής αλλά κατά προέκταση και σε έναν βαθμό και της παγκόσμιας φιλοσοφίας.

Το συγγραφικό έργο του Πλάτωνος θα λέγαμε πως είναι αρχικά μνήμη και φήμη, εξιδανικευτική του βίου και του θανάτου και του ήθους και της σκέψης εν γένει του ανθρώπου που τον σημάδεψε πνευματικά: του Σωκράτους. Την ίδια στιγμή, σε αυτό το ίδιο έργο, εκδιπλώνεται με μαεστρία και με ανάπτυξη, η οποία είναι ευμέθοδη και πολύπτυχη, η διδασκαλία του ίδιου του Πλάτωνος.

Η φιλοσοφία του Πλάτωνος είναι σε απόλυτη εχθρότητα προς κάθε δογματισμό, προς κάθε στατική θεώρηση. Όργανό της είναι η ερώτηση, σκοπός της ερώτησης είναι η ανα-ζωοποίηση όλων των δεδομένων που μπορούν να αποτελέσουν θέμα για τη σκέψη μας. Μόνο όταν αρχίζει ο άνθρωπος να ερωτά γιατί αυτό και όχι εκείνο, γιατί αυτό έτσι και όχι αλλιώς, εμφανίζονται τα αντικείμενα τα οποία αφορά η ερώτηση στην πραγματική τους δυναμικότητα. Μόνον ό, τι είναι προβληματικό έχει κάποια αξία, μόνον εκείνο που μας γίνεται πρόβλημα είναι άξιο να ελκύσει την προτίμησή μας, την αγάπη μας, το μίσος μας, τη συμπάθειά μας και την αντιπάθειά μας.

Τα πλατωνικά έργα, εκτός από την Απολογία Σωκράτους και τις Επιστολές, είναι γραμμένα σε μορφή διαλόγου και παράλληλα εμφανίζονται κατά κάποιο τρόπο σαν μια ζω­ντανή συζήτηση μεταξύ δύο συζητητών με κεντρική φιγούρα των έργων σχεδόν πάντα (εκτός από την περίπτωση του έργου Νόμοι) να εμφανίζεται ο Σωκράτης, ακόμα και όταν φαίνεται να είναι ένας απλός ακροατής.

Την ίδια στιγμή, είναι χαρακτηριστικό πως σε αυτούς τους διαλόγους, ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες τις ιδέες και απόψεις τις οποίες εκφράζει ο καθένας από τους συμμετέχοντες ομιλητές. Ο Πλάτων στο τέλος, και μέσα από το παιχνίδι της αντιπαράθεσης των επιχειρημάτων και των λεκτικών σχημάτων, δείχνει προτίμηση προς συγκεκριμένες θέσεις, οι οποίες εκφράζονται με το στόμα του διδασκάλου του Σωκράτους.

Στο Συμπόσιον ο Πλάτων ακολουθεί μια μέθοδο εντελώς ιδιαίτερη, γιατί, ενώ οι άλλοι διάλογοι είναι δυνατόν να έχουν συντεθεί σύμφωνα με μια μέθοδο διαλεκτικής πορείας και επιτρέπουν απόηχους προγενέστερων απόψεων, στο Συμπόσιον μπορεί να εξεικονίζει μια πορεία αποκάλυψης, κριτικής και ανάλυσης για να φτάσει στην αποκάλυψη της αλήθειας του έρωτα.

Το χρόνο της συγγραφής του Συμποσίου μπορούμε να υπολογίσουμε από το λόγο του Αριστοφάνη, στον οποίο αναφέρεται στο έτος 385 π.Χ.. Το Συμπόσιον ανήκει σε μια περίοδο της ζωής του Πλάτωνος θεμελιώδους σημασίας για την εξέλιξη της σκέψης αλλά και της ψυχικής του κατάστασης. Μόλις είχε γυρίσει από το πρώτο του ταξίδι (388 π.Χ.) και είχε ιδρύσει την Ακαδημία. Μετά το δράμα του 399 π.Χ., την καταδίκη δηλαδή και το θάνατο του Σωκράτους, η επιτυχία της Ακαδημίας ήταν τόσο μεγάλη ώστε ένα πλήθος συγκλονίζει το κήρυγμά του. Ο Έρως γίνεται χειραγωγός προς τη φιλοσοφία, λαχτάρα μαζί και χαρά, πόθος και όλβος του απολύτου.

Το συγκεκριμένο κείμενο είναι μια αφήγηση κάποιου ατόμου, του Απολλόδωρου, προς κάποιον φίλο του τον Εταί­ρο, ενώ κατευθύνονται προς την Αθήνα περί το 400 π.Χ. ζώντος του Σωκράτους. Το Συμπόσιον του Αγάθωνα πραγματοποιήθηκε το 416 π.Χ., όπως μας ενημερώνει ο συγγραφέας, η αναδιήγηση περί το 400 π.Χ. και η συγγραφή περί το 385 π.Χ.. Προς τι αυτό; Ο Πλάτων μας μεταφέρει σε μια εποχή δόξας και ακμής της πόλης και ήθελε να περιγράψει μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ευτυχίας. Ο Σωκράτης απέχει πολύ, 17 ολόκληρα χρόνια από τη συμφορά του 399 π.Χ.. Είναι ακόμα γελαστός και αγαπητός, τύπος γεμάτος παραδοξότητες στη διαγωγή και στα λόγια του, αλλά πάντως ο περιζήτητος σύντροφος, ο εύθυμος συζητητής . Όλη αυτή η αναπόληση των ωραίων ημερών και η υποδήλωση της θλιβερής συνέχειας δεν είναι παρά ένα σκηνικό βάθος, από το οποίο θα προβάλλει περισσότερο ανάγλυφη η προσωπικότητα του Σωκράτους.

Από τη βραδιά που ακούστηκαν οι ερωτικοί λόγοι χρόνια πια έχουν περάσει. Ό, τι ήταν συμπτωματικό έχει σβήσει και έχει μετατοπιστεί στη σκοτεινιά της λήθης. Έτσι θα παρουσιαστεί μόνο ό,τι ήταν αξιομνημόνευτο, ό, τι ξεφεύγοντας από το τυχαίο αξίζει να τοποθετηθεί στον κόσμο που αντιστέκει στη λήθη και στο θάνατο. Και είναι αυτό λόγοι ερωτικοί: όχι στη σημασία ότι πρόκειται για «λόγους περί έρωτος», αλλά στη σημασία ότι μέσα από αυτούς ακούγεται η φωνή και η ομιλία του ίδιου του έρωτος, αποκαλυπτική αυτοεμφάνιση της θεϊκής οντότητας μέσα στην περιοχή του ανθρώπινου λόγου.

Οι λόγοι περί Έρωτα είναι το κύριο περιεχόμενο του Συ­μποσίου. Το υποδηλώνει ο ίδιος ο συγγραφέας στην αρχή (172b «τῶν ἄλλων τῶν τότε ἐν τῷ συνδείπνῳ παραγενομένων, περί τῶν ἐρωτικῶν λόγων τίνες ἦσαν»). Η συζήτηση αρχίζει με το λόγο του Φαίδρου, που υποστηρίζει, ότι ο Έρωτας είναι ένας από τις αρχαιότερες θεότητες. Ενώ ένας πιστός φίλος είναι η μεγαλύτερη ευτυχία, ο έρωτας είναι αυτός που μας κάνει να κάνουμε τις ηρωικότερες πράξεις. Ο Έρωτας είναι μέγας θεός και αυτή η διακήρυξη θα αποτελέσει το σύνθημα όλων των κατοπινών λόγων, μέχρι ότου ο Σωκράτης αποδείξει ότι ο έρωτας είναι όχι θεός, αλλά δαίμων.

Ο Παυσανίας φέρνει τον έρωτα σε σχέση με τη θεά Αφροδίτη, και υποστηρίζει ότι όπως η Αφροδίτη έχει δύο φύσεις, την ανθρώπινη και τη θεϊκή, έτσι και ο έρωτας έχει δύο μορφές. Ο σαρκικός έρωτας αποσκοπεί στην απλή ικανοποίηση, ενώ ο ανώτερος έρωτας επιφέρει την παντοτινή ένωση με τον αγαπημένο ή την αγαπημένη.

Ο γιατρός Ερυξίμαχος από ιατρικής άποψης βλέπει τον έρωτα σαν μια συγκυρία τεσσάρων ερωτικών δυνάμεων που κατοικούν μέσα στο ανθρώπινο σώμα: η ζέστη, το κρύο, η πίκρα και η γλύκα. Ο Αριστοφάνης επιχειρεί να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα με το μύθο των σφαιρικών ανθρώπων, που ήταν ερμαφρόδιτοι. Είχαν τόσο μεγάλη δύναμη, που οι θεοί τούς έκοψαν στην μέση και από τότε το ένα μισό ανα­ζητάει το άλλο. Ο Αγάθων με μεγάλη ρητορική ικανότητα και με τη βοήθεια λογικών αποδείξεων λέει πως ο έρωτας είναι ένας θεός που είναι αιώνια νεαρός, τρυφερός, πανέμορφος, δίκαιος, σώφρων, τολμηρός και σοφός. Προς τιμή του τραγουδάει και έναν ύμνο. Είναι εκείνος που μιλά για τον έρωτα καθεαυτόν και όχι για τον έρωτα ως θεσμό. Μας προετοιμάζει για τις θεωρίες της Διοτίμας: την υπέρβαση δηλαδή της διανθρώπινης σχέσης προς τις αιώνιες πραγματικότητες, που θα αποτελέσει την ειδική εισφορά της Διοτίμας.

Εκείνη την στιγμή παρουσιάζεται ο Σωκράτης, συγκεντρωμένος στις σκέψεις του, καθυστερεί και λησμονείται. Δημιουργεί έτσι την ατμόσφαιρα του μυστηριώδους, εντός της οποίας πρέπει να ακουσθούν τα μυσταγωγήματα της Διοτίμας. Ο Σωκράτης εμφανίζεται στην είσοδο τελευταίος, τελευταίος όχι από ματαιόδοξη επιθυμία να αφήσει να τον περιμένουν, αλλά από την ζήτηση της αλήθειας.

Ο Ερυξίμαχος έχει δίκιο: το θέμα το έχουν εξαντλήσει οι προλαλήσαντες, από άποψης ρητορικής. Ένα μόνο μένει για το Σωκράτη: η αλήθεια. Έτσι για μας οι προηγούμενοι λόγοι παρουσιάζονται ως κάτι αρνητικό και ολόκληρη η αισθηματολογία τους ως ανεδαφική, αφού δεν έχει ό, τι εξασφαλίζει νόημα και διάρκεια σε κάθε είδους συγκίνηση: την αλήθεια. Η περιέργεια του αναγνώστη αυξάνει. Πρόκειται να ακούσει κάτι όχι απλώς ανώτερο από τα λεχθέντα, αλ­λά και τελείως διαφορετικό. Και αισθάνεται ο αναγνώστης μαζί με τους παριστάμενους την αγωνία κατ αρχάς, αν θα τηρήσει ο Σωκράτης την υπόσχεσή του, και την ανακούφιση μαζί, όταν επιτέλους αποφασίζει να μιλήσει.

Ο Σωκράτης ανησυχεί αν θα έχει τίποτα να προσθέσει σε όσα ωραία ειπώθηκαν. Η ειρωνεία την οποία χρησιμοποιεί ο Σωκράτης και η οποία στη συνέχεια του διαλόγου θα εκ­φραστεί μέσα από το στόμα και τα λεγόμενα της Διοτίμας, είναι στοιχείο αλλαγής με την οποία θα διαφανεί η διαφορά με τα όσα έχουν ειπωθεί για τον Έρωτα έως τώρα και με αποτέλεσμα να αυξηθεί ο θαυμασμός μας. Εξαίρεται περισσότερο η σπουδαιότητα των ανακοινωμένων, καθ' όσον προβάλλουν από ένα φευγαλέο πλήθος άλλων λόγων, οι οποίοι αφήνονται στο ημίφως και την αοριστία. Νιώθουμε, πώς όλοι οι προηγούμενοι λόγοι, που με τόση χλιδή ειπώθηκαν, μαραίνονται, γιατί η ρίζα τους δεν ήταν φιλοσοφική, δηλαδή δεν έφτανε ως την ιδέα.

Ο Σωκράτης λέει ότι δεν ξέρει να πει τίποτα και δηλώνει ότι οφείλει στη δασκάλα του, τη Διοτίμα, τις απόψεις του για τον έρωτα, ως πόθο και κίνητρο για το ωραίο και αληθινό. Στο ίδιο έργο ο Σωκράτης αναφέρεται σ' αυτήν ως δασκάλα του λέγοντας ότι ήταν ιέρεια στην Μαντίνεια και ότι ανέβαλε για δέκα έτη με θυσίες το λοιμό το 440 π.Χ.. Ο Πλάτων βέβαια δεν ανέφερε τυχαία αυτό. Πρόθεσή του ήταν να δείξει σε συγκεκριμένο της κατόρθωμα ότι κατείχε και η ίδια τη δαιμόνια εκείνη δύναμη, την οποία αποδίδει στους μάντεις και να προσδώσει κατά αυτόν τον τρόπο κύρος στις αποκαλύψεις της. Σε ένα μεγάλο μέρος ο λόγος του είναι η αφήγηση του διαλόγου περί Έρωτος που είχε με αυτήν. Ουσιαστικά πρόκειται για το λόγο και τη διδασκαλία της Διοτίμας. Το διάλογο αυτό ο Σωκράτης μεταφέρει στους φίλους του, διδάσκοντας ό, τι ο ίδιος είχε προηγουμένως μάθει για τον Έρωτα από αυτήν, η οποία «σε αυτό το θέμα ήταν πολύ σοφή» (201d «ταϋτά τε σοφή ήν και άλλα πολλά»).

Ο Έρωτας λοιπόν δεν είναι ωραίος όπως οι Θεοί αλλά ούτε και άσχημος. Είναι κάτι ανάμεσα, όπως η σωστή δοξασία μεταξύ της γνώσης και της άγνοιας (202 a «ἔστιν τι μεταξύ σοφίας και ἀμαθίας»). Είναι λοιπόν ανάμεσα στους ανθρώπους και στους Θεούς (202d «μεταξύ θνητοῦ και ἀθανάτου»). Ένας δαίμονας μεσάζων και οι άνθρωποι επι­κοινωνούν με τους Θεούς μέσω αυτού, χρησιμοποιώντας την Ιερατική και τη Μαντική τέχνη.

Ο Έρωτας είναι γιος του Πόρου και της Πενίας, που η σύλληψή του έγινε στα γενέθλια της Αφροδίτης (203c «ἅτε οὖν Πόρου καί Πενίας ὑιός ὤν ὁ Ἔρως ἐν τοιαύτῃ τύχῃ καθέστηκεν»). Έτσι είναι πάντα φτωχός, άσχημος και στερημένος. Κυνηγάει όμως τα ωραία και τα αγαθά με ορμή, ανδρεία και εξυπνάδα. Αγαπάει τη γνώση και είναι εφευρέτης της. Πάντα φιλοσοφεί. Το αντικείμενο του Έρωτα εί­ναι η παντοτινή κατοχή του αγαθού και η αθανασία (206 a «Ἔστιν ἄρα συλλήβδην, ἔφη, ὁ ἔρως τοῦ τό ἀγαθόν αὐτῷ εἶναι ἀεί»). Και η αθανασία αρχικά επιτυγχάνεται μέσα από την αναπαραγωγή των σωμάτων, που διαιωνίζει το εί­δος (206c «ἔστι δε τοῦτο θεῖον τό πρᾶγμα, καί τοῦτο ἐν θνητῷ ὄντι τῷ ζῴῳ ἀθάνατον ἔνεστιν, ἡ κύησις καί ἡ γέννησις. τά δε ἐν τῷ άναρμόστῳ ἄδύνατον γενέσθαι»).

Αυτός όμως που εγκυμονεί ψυχικά δηλαδή (φρόνηση, δι­καιοσύνη, σωφροσύνη) αναζητάει μια όμορφη, έξυπνη και ευγενική ψυχή για να γεννήσει τις αρετές του. Στη συνέχεια το γεννημένο ανατρέφεται από κοινού και αυτό δημιουργεί ένα πιο σπουδαίο δεσμό από αυτό των παιδιών και μια πολύ πιο σταθερή φιλία.

Αυτά βέβαια τα παιδιά (οι αρετές) είναι πιο ωραία και πιο αθάνατα ώστε καθένας θα προτιμούσε τέτοια να γεννή­σει και όχι ανθρώπινα. Για παράδειγμα τα «παιδιά» του Λυκούργου σώζουν τη Σπάρτη και οι «νόμοι» του Σόλωνα σώζουν και γεννούν αρετή στην Αθήνα. Γι' αυτά τα παιδιά τους έχουν τιμηθεί και τους έχουν αφιερωθεί πολλά ιερά (209e «τίμιος δε παρ' ὑμῖν καί Σόλων διά τήν ταῶν νόμων γέννησιν, καί ἄλλοι ἄλλοθι πολλαχοῦ ἄνδρες, καί ἐν Ἕλλησι καί ἐν βαρβάροις, πολλά καί καλά ἀποφηνάμενοι ἔργα, γεννήσαντες παντοίαν ἀρετήν»).

Στη συνέχεια σ' αυτό το λόγο η Διοτίμα διδάσκει στο Σωκράτη το σωστό δρόμο για τη μύηση στα «τέλεια και εποπτικά» μυστήρια του Έρωτα. Πρώτα λοιπόν πρέπει από νεαρή ηλικία κάποιος να πλησιάσει νέους με ωραία σώματα, να αγαπήσει κάποιον και σ' αυτόν να γεννήσει ωραίους λόγους, μετά να διευρύνει την αγάπη του προς όλα τα ωραία σώματα, ανακαλύπτοντας την ομορφιά του είδους, έπειτα ν' ανακαλύψει την ομορφιά των ψυχών που είναι ανώτερη από αυτή των σωμάτων και που εκδηλώνεται στους ωραίους τρόπους ζωής και στους νόμους (210a «δεῖ γάρ, ἔφη, τόν ὀρθῶς ἰόντα ἐπι τοῦτο τό πρᾶγμα ἄρχεσθαι μέν νέον ὄντα ἰέναι ἐπι τά καλά σώματα, και πρῶτον μέν, ἐάν ὀρθῶς ἡγῆται ὁ ἡγούμενος, ἑνός αὐτόν σώματος ἐρᾶν καί ἐνταῦθα γεννᾷν λόγους καλούς»).

Στη συνέχεια αναζητώντας την ομορφιά των επιστημών, θα στρέψει το βλέμμα του στη μια και μοναδική επιστήμη (210e «Ὅς γάρ ἄν μέχρι ἐνταῦθα πρός τά ἐρωτικά παιδαγωγηθῇ, θεώμενος ἐφεξῆς τε καί ὀρθῶς τά καλά, πρός τέλος ἤδη ἰών ταῶν ἐρωτικῶν ἐξαίφνης κατόψεταί τι θαυμαστόν τήν φύσιν καλόν»). Την επιστήμη της ομορφιάς καθ' αυτής. Με αυτό λοιπόν το δρόμο της παιδεραστίας φτάνει κανείς ως τη θέαση της ίδιας της ιδέας της ομορφιάς ώστε να μπορεί πια να γεννήσει όχι είδωλο αρετής παρά αληθινή αρετή. Έτσι θα γίνει αγαπημένος στους Θεούς και αθάνατους περισσότερο από κάθε άλλον.

Ακολουθεί ο λόγος του Αλκιβιάδη που θα εγκωμιάσει τον ίδιο τον Σωκράτη. Αναφέρει ότι ο Σωκράτης ήταν ο μόνος που τον έκανε να ντραπεί, εκθειάζει την ανωτερότητα και τις αρετές της ανδρείας και της φρόνησης του Δαιμόνιου Σωκράτους, που όμοιος ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει.

Στο Συμπόσιον ο έρως αποκαλείται δαίμων και, ως τέτοιος ευρίσκεται «εγκαθιδρυμένος» μεταξύ του θείου και του κοσμικού χώρου, μεταξύ δηλαδή θεού ή θεών και ανθρώπων. Ως ενδιάμεση αυτών οντότητα, είναι σαφές πως αντλεί την καταγωγή του από τους θεούς και μάλλον, ως προς τις οντολογικές αναφορές του, έρχεται να επιτελέσει έναν εργαλειακού τύπου ρόλο, αφού αποβλέπει στην αναγωγή των κατωτέρων όντων προς την ευδαιμονία, προς την περιοχή δηλαδή των ανωτέρων υποστάσεων. Οπότε, ως ενδιάμεση οντότητα διαθέτει χαρακτήρα ενοποιητικό. Κατά την γνωσιολογική εκδοχή τής εν λόγω θέσης, ο έρως ως ενδιάμεση οντότητα ενέχει στην υπόστασή του χαρακτηριστικά γνωρίσματα των δύο ακραίων υποστάσεων και, επί του προκειμένου, της σοφίας και της αμαθείας. Οπότε ο έρως χαρακτηρίζεται και ως φιλόσοφος, καθότι θα «γευματίσει» μετά της σοφίας, εάν και εφόσον υπερβεί την αρνητική όψη που τον διακατέχει, εκείνη της αμαθείας. Αναφορικά με την ανθρώπινη ψυχή η ανωτέρω άποψη σημαίνει πως η ίδια θα είναι σε θέση, εφόσον το γνωστικό μέρος της πληρωθεί διά της φιλοσοφίας, διά του φιλοσοφικού δηλαδή έρωτος, να διάγει και εγκόσμιο βίο ευδαίμονα αλλά και, έτι περαιτέρω, θείο.

Ο πλατωνικός έρωτας έχει πολλά χαρακτηριστικά του Σωκράτη. Είναι πάντα άπορος, δεν είναι μαλακός, ούτε όμορφος αλλά τραχύς. Είναι πάντα ξυπόλητος και άστεγος. Είναι ανδρείος, τολμηρός, κυνηγάει πάντα την ομορφιά και την καλοσύνη. Είναι όμως, δεινός κυνηγός και παγιδευτής, εφευρετικός. Είναι σε όλη του τη ζωή φιλόσοφος, είναι ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ενσυνείδητη άγνοια. Ο πλατωνικός Σωκράτης είναι σαν να γνέφει στον έφηβο να αφή­σει τα βάναυσα και να βαδίσει προς τα θεία.. Η ψυχή του Σωκράτη είναι γεμάτη πάθος και έρωτα γα τη νεότητα και με αυτά ανασκαλεύει την ψυχή του εφήβου, αποφεύγοντας ο ίδιος να είναι ένας ψυχρός ορθολογιστής.

Συμπέρασμα

Βλέπουμε λοιπόν ότι για τη Φιλοσοφία ο Έρωτας ταυτίζεται με τη δύναμη που τείνει στην ολοκλήρωση και στην κατάκτηση της αθανασίας. Σαν πρωταρχική ελκτική δύναμη ο Θεός Έρωτας είναι μια δύναμη ικανή να ταξινομεί και να δίνει ζωή στα πάντα. Πλάθει διαφορετικά σκαλοπάτια από ένα λεπτότατο ουρανό σε μια απτή γη, όπου σε κάθε επί­πεδο υπάρχει και μια διαφορετική μορφή Έρωτα.

Και για να φτάσουμε στην ουσία του Έρωτα, πρέπει να μάθουμε να ανακαλύπτουμε τη σκάλα ανάβασης ξεκινώντας από την ομορφιά. Αυτή που υπάρχει στα σώματα, στις ψυχές, στις δράσεις, στους Νόμους της φύσης, στην Επιστήμη και στην Τέχνη και ακόμα πιο πέρα φτάνουμε στο Ωραίο καθ' αυτό, στην αγνή ιδέα, στην αφηρημένη ομορφιά καθαρή και άψογη, η οποία όμως συμπίπτει και με το Καλό, το Δίκαιο και το Αληθές. Με τον έρωτα υπερνικάει η ανθρώπινη ατέλεια τον εαυτό της, και , επειδή η παιδεία δε θέλει τίποτα άλλο παρά να φέρει τον άνθρωπο προς την ολότητά του, είναι φανερό, ότι ο έρωτας είναι ο θεμελιωτής της παιδείας.

 

Ερμηνεύοντας τον πλατωνικό Τίμαιο

Αποτέλεσμα εικόνας για τίμαιοςΤο ενδιαφέρον μου για τον πλατωνισμό ήταν κατ' αρχήν το ενδιαφέρον του ιστορικού της επιστήμης της φιλοσοφίας, και μάλιστα του ιστορικού που προσπαθεί να αναλύσει τις συνιστώσες της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και του 17ου αιώνα. Μελετώντας την πορεία των ιδεών από τον Κοπέρνικο στον Νεύτωνα, υπέθεσα ότι ο καλύτερος τρόπος για να αναλυθεί η πολύπλοκη αυτή συγκυρία ήταν να ειδωθεί ως διαμάχη αριστοτελισμού και πλατωνισμοί. H ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης είναι η βαθμιαία επικράτηση του Πλάτωνα επί του Αριστοτέλη, η μετάβαση από τον κλειστό κόσμο της ανθρώπινης εμπειρίας στο ανοικτό σύμπαν της μαθηματικής τάξης, η διάδοση της πεποίθησης ότι το βιβλίο της φύσης έχει γραφεί με γεωμετρικούς χαρακτήρες. Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής ο Τίμαιος αντιπροσώπευε το ευαγγέλιο του πλατωνισμού,
 
Γρήγορα ωστόσο αντιλήφθηκα ότι ο πλατωνισμός που με ενδιέφερε, ο πλατωνισμός του Γαλιλαίου και του Κέπλερ, ήταν ένας μόνο από τους πολλούς ιστορικούς πλατωνισμούς. Στον Τίμαιο βεβαίως βρήκα διατυπωμένη την οπτική που αναζητούσα. O πλατωνικός Δημιουργός του κόσμου είναι πάνω απ' όλα ένας προικισμένος γεωμέτρης που εγκαθιστά μαθηματική τάξη σε ένα σύμπαν αταξίας και αναρχίας. Βρήκα όμως κατά κάποιο τρόπο και την άρνηση αυτής της οπτικής, όταν διαπίστωσα ότι αυτό που ο Πλάτων στον Τίμαιο περιγράφει ως αταξία, αναρχία και τύχη - ο χώρος δράσης της πλατωνικής «ανάγκης» - δεν είναι παρά το μηχανιστικό κοσμοείδωλο των φυσικών νόμων που με τόσο κόπο και τόσες αντιστάσεις προσπάθησαν να θεμελιώσουν 20 αιώνες αργότερα οι πρωταγωνιστές της επιστημονικής επανάστασης.
 
Υποψιάζομαι ότι κάτι παρόμοιο πρέπει να συμβαίνει και σε όσους οδηγούνται στον Tίμαιο από άλλες διαδρομές - σε όποιον λ.χ. αναζητά στον πλατωνισμό τις ρίζες του μεταγενέστερου μυστικισμού. του Χριστιανισμού ή του δυτικού ιδεαλισμού. Το αναχρονιστικό οπτικό πρίσμα συνήθως δικαιώνεται: ο ενήμερος αναγνώστης γοητεύεται ανακαλύπτοντας πίσω από τις γραμμές του πλατωνικού κειμένου άλλοτε τον Ficino. άλλοτε τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο και άλλοτε τον Καντ. Η γοητεία διατηρείται παρά τη διαπίστωση ότι το πλατωνικό έργο φαίνεται εκ των υστέρων να στηρίζει ακόμη και αποκλίνουσες ή και αντιφατικές κοσμοθεωρήσεις.
 
Δεν αμφιβάλλω ότι μια τέτοια, ευθεία ή υπόρρητη «προκατειλημμένη». ανάγνωση μπορεί να είναι ιδιαίτερα γόνιμη για τη διαμόρφωση της προσωπικής μας σκέψης. Ούτε αμφισβητώ ότι. αν ο Πλάτων διαβάζεται ακόμη σήμερα με τόσο ενδιαφέρον, αυτό οφείλεται στον πλούτο των νοημάτων και την υπαινικτικότητα των διατυπώσεων που προφυλάσσουν σε μεγάλο βαθμό τα κείμενά του από την απονέκρωση. Αν δεν υπήρχε αυτή η διάσταση, το πλατωνικό έργο θα ήταν ένα ακόμη δευτερεύον και λησμονημένο κεφάλαιο της παλαιότερης φιλοσοφίας - και ευτυχώς δεν είναι. Είμαι λοιπόν πρόθυμος να συμφωνήσω ότι το κίνητρο για να στραφούμε προς τον Πλάτωνα, τόσο σήμερα όσο και στο παρελθόν, μας το προσφέρει η ελπίδα ότι θα βρούμε στα κείμενά του κάποια κλειδιά για την ερμηνεία του δικού μας παρόντος.
 
Παρ' όλα αυτά. εξακολουθώ να πιστεύω ότι. όσο κι αν είναι εύλογες αυτές οι διαπιστώσεις, δεν νομιμοποιούν την μετατροπή της προσωπικής διαδρομής σε ερμηνευτικό πρίσμα. Επιμένω ότι αξίζει να διατηρήσουμε ενεργή τη διάκριση δημιουργικής ανάγνωσης (ή έμπνευσης) και αποδεκτής ερμηνείας ενός φιλοσοφικού κειμένου του παρελθόντος, μολονότι είναι δύσκολη η αμοιβαία οριοθέτησή τους. Εκτός και αν είμαστε συμφιλιωμένοι με τον αυτάρεσκο μηδενισμό που επιφέρει η αποδοχή της ισοδυναμίας και της νομιμότητας όλων των δυνατών προσεγγίσεων. Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης. ο Πλωτίνος. ο Heidegger ή ο Derrida διάβασαν δημιουργικά τον Πλάτωνα είναι αναμφισβήτητο - με την έννοια ότι η ανάγνωση αυτή συνέτεινε στην οικοδόμηση των δικών τους φιλοσοφικών ιδεών. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι φιλόσοφοι αυτοί είχαν την πρόθεση να λειτουργήσουν και ως σχολιαστές, να ανοίξουν δηλαδή μια δίοδο για την πρόσβαση του αναγνώστη στα ίδια τα πλατωνικά κείμενα. Και πρακτικά, αν έχει νόημα να πλησιάζει κάποιος τον Πλάτωνα μέσω αυτών των διασήμων μεσαζόντων. Διαβάζοντας τις πλατωνικές σελίδες του Heidegger, κατανοείς καλύτερα τον Πλάτωνα ή τον Heidegger; Αντιθέτως δύσκολα θα υποστήριζε κανείς ότι εμβαθύνεις στον Cornford διαβάζοντας το πολύτιμο υπόμνημά του στον πλατωνικό Τίμαιο.[1]
 
Γιατί όμως να μην προτιμηθεί η άμεση πρόσβαση στο πλατωνικό κείμενο χωρίς τη βοήθεια οποιουδήποτε σχολιαστή ή μεσάζοντα; Στο κάτω κάτω ο Πλάτων κατέθεσε ολοκληρωμένα και περίτεχνα έργα. γεγονός που υποδηλώνει ότι τον ενδιαφέρει αυτή η μοναδική συνάντηση έστω και ως πάγκαλη παιδιά και εϊδωλον της πραγματικής επικοινωνίας των ζωντανών ψυχών (Φαιδρός 276a-e). Η συνάντηση με το αυθεντικό κείμενο είναι αναγκαία και αναντικατάστατη, δεν μπορεί όμως να λειτουργήσει παρά μόνο σε ένα δεύτερο στάδιο. Θα πρέπει ο αναγνώστης να υπερβεί πρώτα δυο τουλάχιστον εμπόδια: την ανοικειότητα της γλώσσας, που καθιστά τη μετάφραση αναγκαία (χρειάζεται να επιμείνουμε στη θέση ότι κάθε μετάφραση είναι και ερμηνεία;)· και την ασάφεια του διανοητικού πλαισίου που ο κάθε διάλογος συστήνει, καθώς ο Πλάτων δεν διευκρινίζει τις αναφορές του και απεχθάνεται την ειδική ορολογία. Για την υπέρβαση αυτών των εμποδίων πιστεύω ότι απαιτείται ένας οδηγός. Και η κριτική τοποθέτηση του αναγνώστη απέναντι στον οδηγό - η βαθμιαία αποδέσμευση από τον σχολιαστή - καταλήγει στη συγκρότηση μιας προσωπικής μεθόδου πρόσβασης στο αυθεντικό πλατωνικό κείμενο.[2]
 
Έναν τέτοιο οδηγό θέλησα να προσφέρω όταν κάποτε αποφάσισα να μεταφράσω και να σχολιάσω τον Τίμαιο. Δεν είμαι σίγουρος αν τα κατάφερα. αν δηλαδή πέτυχα να καταστήσω αδιαφανή τα προσωπικά μου κίνητρα. Η βοήθεια στην περίπτωσή μου ήρθε από τη βαθμιαία αλλαγή των ίδιων των ενδιαφερόντων μου, καθώς η πολύχρονη συναναστροφή μου με το πλατωνικό κείμενο - και η σημασία της διδακτικής πρακτικής είναι στο σημείο αυτό καθοριστική - το μετέτρεψε σε αντικείμενο ιδιαίτερης γοητείας και εμμονής· τόσο ώστε εκ των υστέρων να φοβάμαι όχι τόσο τον κίνδυνο της αναχρονιστικής ανάγνωσης όσο την πιθανή μείωση της κριτικής αντιμετώπισης που επιφέρει η υπερβολική οικείωση.[3]
 
Στις παραγράφους που ακολουθούν θα προσπαθήσω να δείξω ότι. πέρα από την αμφισβητήσιμη «επαγγελματική» δεοντολογία. υπάρχει ένας ακόμη λόγος για «να τοποθετήσουμε το πλατωνικό κείμενο στα συμφραζόμενα του 4ου αιώνα και να το ερμηνεύσουμε με τα διανοητικά εργαλεία της εποχής του».[4]
 
Ας έρθουμε λοιπόν στον επίδοξο ερμηνευτή του Τίμαιου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
 
Η πρώτη του διαπίστωση είναι ότι έχει στα χέρια του ένα ιδιαίτερα αξιόπιστο κείμενο. Οι φιλόλογοι βεβαίως εξακολουθούν να διαφωνούν για την ακριβή γραφή επιμέρους σημείων - διαφωνίες που αποκρυσταλλώνονται στο κριτικό υπόμνημα κάθε στερεότυπης έκδοσης, διαφωνίες που κατ' ανάγκην απασχόλησαν και μένα. Η πλούσια ωστόσο δευτερογενής παράδοση του κειμένου - το γεγονός δηλαδή ότι ο Τίμαιος πολύ νωρίς. αμέσως μετά τη συγγραφή του, παρατίθεται από άλλους συγγραφείς, σχολιάζεται εκτενώς. και αργότερα μεταφράζεται - μας βεβαιώνει ότι το αρχαίο κείμενο των σύγχρονων εκδόσεων του διαλόγου είναι πάρα πολύ κοντά σε αυτό που όντως έγραψε ο Πλάτων. Αρκεί να κάνει κανείς μια σύγκριση με τα κείμενα των Προσωκρατικών ή των Στωικών. τα οποία στη μορφή που τα διαβάζουμε σήμερα συνετέθησαν (κυριολεκτικά) μόλις τον 19ο αιώνα, ή με τα διάσημα κείμενα του Αριστοτέλη που ουδέποτε εκδόθηκαν ή και γράφηκαν με τη σημερινή τους δομή και ονομασία, για να αντιληφθεί την ανακούφιση του ερμηνευτή όταν βρίσκεται μπροστά, στο συγκεκριμένο πλατωνικό έργο.
 
Πρωτοφανώς πλούσια, αναμφίβολα χρήσιμη αν χρησιμοποιηθεί με κριτικό πνεύμα και περίσκεψη, ίσως όμως και διασπαστική είναι η σωζώμενη σχολιαστική παράδοση του Τίμαιου. Αποκαλύπτει με τον καθαρότερο δυνατό τρόπο την ποικιλία και την αντιφατικότητα των ερμηνειών που κατά καιρούς προκύπτουν από την ανάγνωση του ίδιου κειμένου. Στη δική μου τουλάχιστον περίπτωση πρέπει να ομολογήσω ότι λειτούργησε περισσότερο ως προτροπή για προσήλωση στο ίδιο το πλατωνικό κείμενο.
 
Υποθέτουμε λοιπόν ότι ο Πλάτων συλλαμβάνει το σενάριο του Τίμαιου, του δίνει τη γραπτή μορφή που και σήμερα γνωρίζουμε και, κατά κάποιον τρόπο, το εκδίδει - πιθανόν γύρω στο 357 π.Χ.. 10 χρόνια δηλαδή πριν από τον θάνατό του. Ας προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τη διανοητική συγκυρία θέτοντας τα ερωτήματα που τίθενται σε κάθε παρόμοια περίσταση:
 
Τι προϋπάρχει από τη λεγόμενη φιλοσοφική παράδοση και σε ποια μορφή; Σε ποιους απευθύνεται ο Πλάτων; Ποιούς πολεμά και ποιούς προσπαθεί να πείσει; Για ποιο πράγ­μα προσπαθεί να πείσει και με ποιον τρόπο;
 
Μας είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε πόσο πρόσφατη ήταν η περιπέτεια της ελληνικής φιλοσοφίας τον καιρό που αρχίζει να γράφει ο Πλάτων - αλλά και πόσο μικρή προϊστορία είχε η γραπτή παράδοση στην Ελλάδα. Από τους τρεις στοχαστές που τον επηρέασαν και που δείχνει να τους αντιμετωπίζει με μεγάλο σεβασμό, ο Πυθαγόρας (ή οι πρώτοι Πυθαγόρειοι) και ο Σωκράτης δεν έγραψαν τίποτε. ενώ ο Παρμενίδης έγραψε μόνο ένα αποκαλυπτικό ποίημα. Στους χρησμούς του Ηράκλειτου δίνει μικρή σημασία. τους αντιμετωπίζει ως προφορική παράδοση και μάλλον τους παρερμηνεύει. Το σίγουρο είναι ότι ο Πλάτων είχε διαβάσει ένα τουλάχιστον βιβλίο, το βιβλίο του Αναξαγόρα - μας το αναφέρει ο ίδιος στο αυτοβιογραφικό χωρίο του Φαίδωνα (98b). Από τις ιδέες που κυκλοφορούν και κρίνονται στα γραπτά του μπορεί κανείς να υποθέσει με βεβαιότητα ότι ο Πλάτων γνώριζε από πρώτο χέρι. ίσως από ανάλογα βιβλία, τις θεωρίες του Ζήνωνα, του Δημόκριτου, του Εμπεδοκλή, του Φιλολάου και των Ιπποκρατικών, και σίγουρα τους φημισμένους λόγους όλων των γνωστών σοφιστών και ρητόρων (του Πρωταγόρα, του Πρόδικου. του Ιππία, του Τεισία. του Γοργία, του Λυσία, του Ισοκράτη).
 
Η παράθεση όλων αυτών των διάσημων ονομάτων δημιουργεί ψευδείς εντυπώσεις· η μακρά παράδοση γραπτού στοχασμού που αυτοί εμφανίζονται να αντιπροσωπεύουν εξαντλείται στα όρια μιας μόνο γενιάς, της αμέσως προηγούμενης από τον Πλάτωνα, της γενιάς του Σωκράτη. Ο γραπτός πεζός αποδεικτικός λόγος έχει την εποχή του Πλάτωνα προϊστορία μόλις 40 ή 50 χρόνων. Αν μάλιστα προσπαθήσουμε μέσα σε αυτήν τη σχετικά σύντομη παράδοση αποδεικτικοί; λόγου να οριοθετήσουμε το ειδικό βάρος εκείνου του λόγου που θα μπορούσε να ονομαστεί φιλοσοφικός. αντιδιαστέλλοντάς τον λ.χ. από τον ρητορικό λόγο ή τον ιατρικό, φοβάμαι ότι κάθε προσπάθειά μας θα ήταν καταδικασμένη. Πρέπει λοιπόν να παραδεχτούμε ότι ο Πλάτων καταθέτει το ευρύ (ακόμη και για τον σημερινό αναγνώστη) και επιβλητικό φάσμα των διαλόγων του σε ένα κοινό που ήταν ελάχιστα εθισμένο στην ανάγνωση φιλοσοφικών επιχειρημάτων ή φιλοσοφικών πραγματειών. Θα ήταν ίσως πιο ακριβής ο ισχυρισμός ότι ο Πλάτων είναι αυτός που με τα γραπτά του εγκαινειάζει ένα νέο πεδίο έκφρασης του στοχασμού, είναι αυτός που στην ουσία δημιουργεί τη φιλοσοφία.
 
Πώς εκφράζεται αυτή η ιδιοτυπία στα ίδια τα γραπτά του Πλάτωνα;
 
Τα πλατωνικά γραπτά είναι εμφανώς πολεμικά. Η διαλογική μορφή είναι ιδανική για να εκφραστεί η πολεμική αυτή ατμόσφαιρα. Ο Πλάτων όμως δεν αντιμάχεται φιλοσοφικές ιδέες, αφού η προηγούμενη φιλοσοφική παράδοση είναι ισχνή ή ανύπαρκτη· αντιμάχεται τρόπους ζωής. Η διαφορά με τον Αριστοτέλη είναι ήδη τεράστια. Ο προνομιακός άξονας ερμηνείας της αριστοτελικής φιλοσοφίας είναι ο πλατωνισμός - η συνεχεία και η απόκκλιση από το πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα -, αφού από τον Αριστοτέλη και μετά ο σημαντικός φιλόσοφος διαλέγεται κατά κύριο λόγο με σημαντικά φιλοσοφικά κείμενα. 0 άξονας όμως ερμηνείας της πλατωνικής φιλοσοφίας δεν είναι ένα προϋπάρχον φιλοσοφικό σύστημα αλλά μια ιστορική πολιτική συγκυρία: είναι τα ρεύματα ιδεών που διατρέχουν την αθηναϊκή κοινωνία μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου. Αυτό εννοούμε όταν λέμε ότι η πλατωνική φιλοσοφία είναι πάνω απ’ όλα πολιτική φιλοσοφία.
 
Η πλατωνική φιλοσοφία μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης ενός νέου τρόπου ζωής: του φιλοσοφικού βίου απέναντι στον βίο που ευαγγελίζονται αφενός οι ποιητές και αφετέρου οι σοφιστές. Η πολυσυζητημένη εξορία των ποιητών από την πλατωνική πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη μιας παιδείας και ενός τρόπου ζωής που στηριζόταν στη μνήμη, την προφορικότητα και το εθιμικό δίκαιο υπέρ μιας νέας παιδείας που στηρίζεται στο έλλογο επιχείρημα, στη γραφή και στον νόμο. Ο Πλάτων είναι ο πρώτος στοχαστής που θεματοποιεί την πρόσφατη ανάδυση της ατομικής ψυχής, με την έννοια της αυτόνομης συνείδησης και του σκεπτόμενου εγώ. της ατομικής ψυχής που δεν ταυτίζεται πλέον συγκινησιακά με το αντικείμενό της όπως στην επική ποίηση, αλλά τοποθετείται απέναντι του. το συγκροτεί ως αυτόνομη οντότητα και το ελέγχει.[5] Από την άλλη πλευρά, η έντονη και ως έναν βαθμό υπερβολική αντίθεση του Πλάτωνα προς τους σοφιστές δείχνει την αγωνία του να οριοθετήσει τον φιλοσοφικό βίο -τον βίο που έζησε ο Σωκράτης- από μορφές ζωής που στα μάτια των συμπολιτών του ήταν φυσικό να θεωρούνται παράλληλες. Για τον Πλάτωνα ο σοφιστής είναι καινοτόμος, είναι έλλογος, είναι πολιτικός, δεν είναι όμως φιλόσοφος: αδιαφορεί για το ενοποιητικό στοιχείο που βρίσκεται πίσω από τη νέα θριαμβεύουσα εμπιστοσύνη στον Λόγο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι χωρίς σταθερές αρχές -οι περίφημες πλατωνικές Ιδέες- η νέα στάση ζωής εκφυλίζεται σε έναν απλό σχετικισμό και οδηγεί στην επιβολή του φορέα όχι της αλήθειας αλλά της ισχύος.
 
H επιλογή του διαλόγου ως όχημα μετάδοσης της φιλοσοφίας είναι σημαίνουσα. Πιστεύω ότι πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά τις επικρίσεις κατά της γραφής που διατυπώνει ο Πλάτων στον Φαιδρό (274c-277a). Η πραγματική φιλοσοφία θα έπρεπε να μεταδίδεται μόνο με τον προφορικό λόγο. αφού είναι πρωτίστως ανταλλαγή βιωμάτων και κρίσεων ανάμεσα σε ζωντανές ψυχές. Τα γραπτά κείμενα στην ιδανική αυτή περίπτωση θα λειτουργούσαν απλώς ως «υπομνήματα» που θα βοηθούσαν την παράθεση και την αποκρυστάλλωση των επιχειρημάτων. Καθώς όμως το φιλοσοφικό επιχείρημα μέσα από το ίδιο το πλατωνικό έργο καθίσταται όλο και πιο πολύπλοκο, τα γραπτά αυτά υπομνήματα γίνονται εντελώς απαραίτητα. 0 Πλάτων καταφεύγει συστηματικά στη γραφή, επινοεί όμως ένα είδος γραφής το οποίο τείνει να διατηρήσει την προφορικότητα αναιρώντας τα μειονεκτήματα του γραπτού λόγου. Ο φιλοσοφικός διάλογος θα δώσει τη θέση του στη φιλοσοφική πραγματεία αμέσως μετά τον θάνατο του Πλάτωνα. Είναι ωστόσο λάθος να αντιμετωπίζουμε τη διαλογική μορφή στην οποία μας παραδόθηκε η πλατωνική φιλοσοφία ως απλό συγγραφικό καπρίτσιο. Η μορφή του πλατωνικοί; λόγου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το περιεχόμενο του πλατωνικού επιχειρήματος. Και είναι καθήκον του ερμηνευτή να παίρνει σοβαρά υπόψη του αυτήν τη μορφή, αντιμετωπίζοντας κάθε πλατωνικό έργο ως αποκρυστάλλωση μιας δεδομένης και ανεπανάληπτης εμπειρίας λόγου και όχι ως ένα από τα διαδοχικά κεφάλαια μιας ενιαίας πραγματείας.
 
Φθάνοντας τώρα στον Τίμαιο θα απομονώσω τρία γνωστά και κεντρικά προβλήματα. Συνδέονται με τα προκαταρκτικά ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως, δηλαδή για ποιον λόγο γράφει ο Πλάτων τον Τίμαιο και γιατί τον γράφει έτσι όπως τον γράφει. Θα επιχειρήσω να δείξω, με σχηματικό κατ’ ανάγκην τρόπο, ότι ικανοποιητική απάντηση σε αυτά τα προβλήματα δεν μπορεί να δοθεί μόνο με τα δεδομένα του συγκεκριμένου έργου. Ο ερμηνευτής θα πρέπει να καλύψει συλλογιστικά κενά. να αποκαταστήσει χαμένα νοήματα και άρρητες προθέσεις καταφεύγοντας σε υλικά και εργαλεία που δεν θα μπορούσαν ούτε καν να χαρακτηριστούν φιλοσοφικά - με τη σημερινή τουλάχιστον αντίληψη της φιλοσοφίας.
 
Το πρόβλημα. Αν κάποιος επιχειρούσε να απομονώσει τον βασικό στόχο του πολύπλοκου αυτού κειμένου, ίσως η πειστικότερη απάντηση να ήταν ότι αποσκοπεί στην κατάδειξη της προτεραιότητας της τελεολογίας απέναντι στη μηχανική αιτιότητα. Κρίνοντας από τα τελευταία γραπτά του Πλάτωνα αλλά και από τα φυσικά συγγράμματα του Αριστοτέλη, υποθέτουμε ότι το ρεύμα του μηχανιστικού υλισμού, σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει σχεδιασμός και έλλογη τάξη στη δομή του σύμπαντος, θα πρέπει να είχε αποκτήσει μεγάλη διάδοση στις αρχές του 4ου αιώνα για να αποτελεί κοινό στόχο της ευρύτερης Ακαδημίας. Η απάντηση αυτή είναι μεν σωστή αλλά είναι πολύ φτωχή. Στόχος του Πλάτωνα στον Τίμαιο δεν είναι απλώς οι μηχανιστικές ιδέες, τις οποίες άλλωστε ενσωματώνει και ο ίδιος στο σύστημά του ως δευτερεύουσα πλευρά της πραγματικότητας. όσο οι συνέπειες αυτών των ιδεών στο επίπεδο της πολιτικής και της ηθικής· δεν είναι τόσο οι εισηγητές αυτών των ιδεών όσο οι πρόθυμοι αποδέκτες τους και η τρέχουσα πρακτική τους. Αν δεν υπάρχει τάξη στον κόσμο, κάθε προσπάθεια να εμπεδοθεί τάξη στην πολιτεία και στην ανθρώπινη ψυχή είναι εξ ορισμού καταδικασμένη. Η φυσική και η κοσμολογία δεν επιζητούν την αυτονομία τους' συνδέονται κατ’ ανάγκην με την πολιτική και την ηθική και υποτάσσονται ουσιαστικά σ' αυτές. Η τελεολογία ανήκει στο οπλοστάσιο της πλατωνικής πολιτικής φιλοσοφίας. Το γεγονός ότι ο Πλάτων αγνοεί επιδεικτικά τους προσωκρατικούς «φυσιολόγους», μολονότι δανείζεται πολλές από τις ιδέες τους, σημαίνει ότι δεν τους θεωρεί εχθρούς· τους τοποθετεί απλώς στην προϊστορία της φιλοσοφίας. Η διαφορά με τον Αριστοτέλη είναι χαρακτηριστική.
 
2ο πρόβλημα. Έχει συζητηθεί πολύ το ερώτημα γιατί ο Πλάτων επιλέγει να παρουσιάσει τον εγγυητή της κοσμικής τάξης ως θείο δημιουργό, να του προσδώσει δηλαδή τα αινιγματικά και εκ πρώτης όψεως αντιφατικά κατηγορήματα του χειρώνακτα τεχνίτη και του θεού. Είναι ένα από τα σημεία όπου συνειδητοποιούμε καθαρά ότι καμία βοήθεια δεν μπορεί να μας προσφέρει η ιστορία της φιλοσοφίας, ενώ οι μεταγενέστερες χριστιανικές συνεκδοχές λειτουργούν εμφανώς αποπροσανατολιστικά. Γι' αυτό άλλωστε και πολλοί σύγχρονοι σχολιαστές προσπάθησαν να δείξουν ότι η αμηχανία μας ανάγεται ουσιαστικά στη δυσκολία να κατανοήσουμε μια κοινωνία, που οι εξειδικευμένες ανάγκες της έχουν καταστήσει σημαντικό τον ρόλο της τεχνικής (και του εμπορίου) χωρίς όμως ποτέ να αποκτήσει ο τεχνίτης (και ο έμπορος) το ελάχιστο κοινωνικό κύρος. Εξίσου δύσκολη φαίνεται και η κατανόηση της επιλογής του Πλάτωνα να παρουσιάσει έναν θεό σε δημιουργική δράση, τη στιγμή που απευθύνεται σε μια κοινωνία που ουσιαστικά στερείται θρησκείας. Η λύση που πρότεινα ήταν ότι ο τεχνίτης, παρά την ταπεινή κοινωνική του θέση και τον μονομερή προσανατολισμό του στην πρακτική, αντιπροσωπεύει στον πλατωνικό μύθο το υπόδειγμα της σκόπιμης δραστηριότητας, της υποταγής των μέσων στην επίτευξη του τελικού σκοπού. Η θεϊκή του φύση - όπου το «θεός» χρησιμοποιείται, όπως σε όλη την ελληνική παράδοση, ως επίθετο και όχι ως ουσιαστικό - εγγυάται την τελειότητα των έργων του. Ανεξάρτητα από το αν η ερμηνεία αυτή είναι σωστή ή όχι. το σημαντικό είναι ότι προσπαθεί να συνδυάσει την εσωτερική νομοτέλεια του πλατωνικού εγχειρήματος με τον διανοητικό περίγυρο του πλατωνισμού.
 
3ο πρόβλημα. Η υποκατάσταση του έντονου διαλόγου από τη μονολογική εύλογη εξιστόρηση. η προσφυγή στην αφηγηματική τεχνική του μύθου, αλλά και ο φαινομενικά μετέωρος πρόλογος με την παρουσία του Κριτία και του Ερμοκράτη και την αναφορά στην ιδανική πολιτεία και την Ατλαντίδα είναι δεδομένα με τα οποία είναι υποχρεωμένος να αναμετρηθεί ο ερμηνευτής του Τίμαιου. Όλα αυτά τα στοιχεία εντάσσονται τυπικά στη μορφή του συγκεκριμένου έργου. Η πεποίθησή μου όμως είναι, όπως ήδη είπα. ότι η μορφή δεν ντύνει απλώς το φιλοσοφικό περιεχόμενο αλλά το διαμορφώνει. Αν δεν αντιληφθούμε τι σημαίνει η προγραμματική δήλωση του Τίμαιου ότι θα εκθέσει την κοσμολογία του με την μορφή «εἰκότος λόγου» (29cd). δεν μπορούμε να αξιολογήσουμε το επιστημολογικό κύρος των προτάσεων του. Ο πλατωνικός όμως «εἰκώς λόγος» θα μπορούσε να ειδωθεί ως ένα νέο λογοτεχνικό είδος που συνδυάζει τους κανόνες της ακμάζουσας κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα επαγγελματικής ρητορικής με τις συλλογιστικές τεχνικές και την εσωτερική συνέπεια των αναδυόμενων μαθηματικών επιστημών. Από την άλλη πλευρά, αν δεν πάρουμε σοβαρά υπόψη μας την προσφυγή στον μύθο. είμαστε υποχρεωμένοι, να θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων εγκαταλείπει στον Τίμαιο την εμπιστοσύνη του προς την κοινή γλωσσική χρήση και εισάγει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο καινοφανών οντοτήτων και εννοιών: «εικός». «δημιουργός», «ανάγκη», «ψυχή του κόσμου», «υποδοχή» ή «χώρα». Είναι ωστόσο προφανές ότι οι ίδιες εκφράσεις θα είχαν διαφορετικό νόημα έξω από το μυθικό πλαίσιο, στα συμφραζόμενα λ.χ. ενός σωκρατικού ή ενός κριτικού διαλόγου. Τέλος. αν δεν αντιληφθούμε ότι ο πρόλογος του Τίμαιου αποτελεί οργανικό κομμάτι της όλης σύνθεσης, θα προσπεράσουμε χωρίς ιδιαίτερη σημασία τις υπαινικτικές αντιθέσεις που διατρέχουν τον πρόλογο ανάμεσα στον μύθο και τον λόγο. ανάμεσα στην επινοημένη ιστορία και την αλήθεια, ανάμεσα στη γέννηση του κόσμου και τη λειτουργία της πολιτείας. Στην περίπτωση αυτή θα θεωρήσουμε ότι ο Πλάτων καλύπτει με τον Τίμαιο ένα σημαντικό κενό στη φιλοσοφία του αναπτύσσοντας μια φυσική επιστήμη και μια κοσμολογία. Η έκπληξή μας όμως και η απογοήτευση θα είναι μεγάλη, όταν θα τον δούμε να υπονομεύει το θαυμαστό οικοδόμημα που μόλις ύψωσε δηλώνοντας προς το τέλος του διαλόγου ότι η φυσική του θεωρία είναι απλό παιχνίδι που στόχο έχει την ανάπαυση του πνεύματος από τις σοβαρές του αναζητήσεις (59cd). ένα παιχνίδι χωρίς αξιώσεις αντικειμενικής αλήθειας.
 
Η παράθεση αυτών των προβλημάτων δείχνει κατ’ αρχήν ότι η ανασύνθεση του διανοητικού πλαισίου μέσα στο οποίο εντάσσεται ο Τίμαιος προηγείται και διαφωτίζει την ανάλυση των επιμέρους επιχειρημάτων που ο Πλάτων αναπτύσσει στο συγκεκριμένο έργο. Δεν πρόκειται όμως απλώς για μια προκαταρκτική εργασία. Η υπέρβαση του κειμένου και της συλλογιστικής το ο είναι μια διαδικασία από την οποία δεν μπορεί να αποδεσμευτεί ο σχολιαστής του Τίμαιου. Για να αναφέρω μερικά παραδείγματα: μάταια 0α αναζητήσει κανείς τους φιλοσοφικούς λόγους που αιτιολογούν την προτεραιότητα της τάξης επί της αταξίας (30a), την κυκλική και ομαλή κίνηση του ουρανού (ή την ισοδύναμη θέση στην ορολογία του Τίμαιου ότι η κίνηση του νου είναι η ομαλή περιστροφή, 34a) ή την τριγωνική δομή των στοιχειωδών σωμάτων (53c). Οι θέσεις αυτές δεν αποδεικνύονται στο κείμενο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είναι παράλογες ή αυθαίρετες. Ούτε σημαίνει ότι βρίσκονται έξω από το βεληνεκές της δυνατής ερμηνείας - αρκεί να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι το φιλοσοφικό πρόβλημα δεν τίθεται σε όλες τις εποχές με τον ίδιο τρόπο.
 
Είναι προφανές ότι όλα αυτά τα ζητήματα αποτελούν ερμηνευτικά. προβλήματα μόνο για όσους πιστεύουν ότι έχει ακόμη ενδιαφέρον και νόημα η αναζήτηση των στόχων, των προθέσεων και των εκφραστικών τρόπων που ο ίδιος ο Πλάτων προέκρινε. Οι υπόλοιποι δικαιούνται να θεωρούν την πλατωνική σκέψη παρωχημένη ή παράλογη· ή να ασκούν την αναλυτική τους δεξιότητα για να καταδείξουν τις ατέλειες και τα λάθη της πλατωνικής «φιλοσοφικής» συλλογιστικής.[6]
--------------------
[1] Cornford [1937]. 
[2] Όταν έχει πλέον κανείς κατοχυρώσει μια προσωπική μέθοδο πρόσβασης στον Πλάτωνα, μόνο τότε μπορεί να εκτιμήσει τις απρόσμενες πλευρές του πλατωνισμό») που έρχονται στο φως από αναγνώσεις σαν αυ­τές του Heidegger ή του Derrida - με την προϋπόθεση ότι το ενδιαφέρον του παραμένει επικεντρωμένο στον Πλάτωνα. 
[3] Την αφορμή για τις σκέψεις αυτές την έδωσε η κριτική του βιβλίου μου (Πλάτων Τίμαιος, εκδ. Πόλις. Αθήνα 1995) από τον Ηλία Μαρκολέφα στο περιοδικό Νεύσις, τεύχος 3. σελ. 214-24. Ας πω ότι θεωρώ τη βιβλιοκριτική αυτή πρότυπο δημιουργικής ανάγνωσης, με την έννοια που αναπτύσσεται παραπάνω. Θα ήμουν πρόθυμος να συμμεριστώ την τελική προτροπή του Μαρκολέφα προς τους αναγνώστες του Τίμαιου «να προχωρήσουν κατευθείαν στο ερώτημα που αφορά τη σημασία του παρόντος καθώς αυτό στέκεται αντιμέτωπο με τον Πλάτωνα» (σελ. 224), αρκεί να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα: ότι αυτό το «παρόν» είναι το δικό τους παρόν, δεν είναι δηλαδή και πολύ περισσότερο αντικειμενικό ή δια- γνώσιμο από το παρόν του Πλάτωνα· και ότι μπορεί. για ορισμένους τουλάχιστον (ίσως και λόγω επαγγελματικής διαστροφής), να είναι και λιγότερο ενδιαφέρον από το παρόν του Πλάτωνα. 
[4] Κάλφας [1995], 12, με μια σημαίνουσα παράλειψη: τα «φιλοσοφικά συμφραζόμενα» του αρχικού κειμένου γίνονται εδώ απλά «συμφραζόμενα». Ο λόγος ελπίζω ότι θα φανεί παρακάτω. 
[5] Πρβ. Havelock [1963], 
[6] Ένα πρόσφατο δείγμα τέτοιας αντιμετώπισης: «Αλλά οι φιλοσοφικές θέσεις τοο Πλάτωνα είναι συνήθως λανθασμένες, και στην πλειοψηφία τους εμφανώς λανθασμένες· τα επιχειρήματα του είναι συνήθως κακά. και στην πλειοψηφία τους εμφανώς κακά. Η μελέτη του Πλάτωνα σε κάνει όντως να καταλάβεις πόσο δύσκολο πράγμα είναι η φιλοσοφία, και είναι ιδιαίτερα γοητευτική και ευχάριστη. Μπορεί όμως να είναι και αποθαρρυντική: κατά κανόνα ο μελετητής του Πλάτωνα καταπιάνεται με ένα ιδιότυπο ερώτημα: πώς και γιατί έφθασε ο Πλάτων σε τέτοιες εξωτικές απόψεις, πώς και γιατί αναπτύσσει τέτοια παράδοξα επιχειρήματα;» (Barnes [1995]. xvi).

Το μαζί είναι όμορφο μα θέλει κόπο

Το ξέρεις ότι δεν είμαι κι ο πιο εύκολος άνθρωπος σε αυτόν τον κόσμο.

Γνώριζες απ’ την αρχή ότι είμαι δύσκολος στο χειρισμό μου. Κυκλοθυμικός μέχρι το σημείο που κι εγώ ο ίδιος δεν αντέχω τον εαυτό μου. Και πραγματικά απορώ με την υπομονή σου. Πώς γίνεται εγώ να μην αντέχω τον ίδιο μου τον εαυτό κι εσύ να με αντέχεις και να με ανέχεσαι;

Αυτή είμαι όμως, αγάπη μου. Σε κουράζω με όλες αυτές τις απότομες εναλλαγές τις διάθεσής μου. Γνωρίζω πως σου σπάω τα νεύρα κι ότι σε βασανίζω με όλα αυτά. Είναι φορές που τα θέλω όλα δικά μου και σε πιο απλή μετάφραση, θέλω και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη. Δεν είναι όμως λογικό να γίνεται πάντα αυτό που θέλω εγώ.

Πολλές φορές είμαι ο πιο εγωιστής άνθρωπος που υπάρχει σε αυτόν τον πλανήτη κι ακόμη ξέρω ότι μπορεί να κάνω όλα τα λάθη του κόσμου. Αλλά κανείς δεν είναι αλάνθαστος, σωστά; Όχι, όχι μην προ τρέχεις και μη βγάζεις γρήγορα συμπεράσματα. Δεν προσπαθώ να μου δώσω άλλοθι, απλά ξέρω τα ελαττώματά μου και τα λάθη μου.

Το μόνο που σου ζητάω είναι όταν μας χτυπάει την πόρτα ο άσχημός μου εαυτός, εσύ όσο μπορείς να κοιτάς αλλού! Αν θες πραγματικά να δουλέψει αυτό που έχουμε εμείς οι δύο, κοίτα απ’ την άλλη πλευρά όταν έρχονται αυτές οι ώρες που δε σου αξίζω. Όμως όταν τρομάζω κι είμαι στα χειρότερά μου εσύ όσο μπορείς να είσαι εκεί και να μ’ αγαπάς.

Στο είχα πει απ’ την αρχή ότι το «μαζί» μου φαίνεται άπιαστο κι ακατόρθωτο. Με έκανες όμως να σε ερωτευτώ και να διώξω όλη αυτή τη θολούρα που υπήρχε μέσα στο μυαλό και τις σκέψεις μου. Άνθρωποι είμαστε και προσπαθούμε να δημιουργήσουμε κάτι ξεχωριστό, κάτι μοναδικό.

Γνωρίζουμε κι οι δύο μας ότι θα έχουμε και καλές κι άσχημες μέρες. Θα περάσουμε όμορφες και δύσκολες στιγμές. Αρκεί όμως όταν έρχονται τα δύσκολα και τα άσχημα να μην τα παρατάμε. Το μυστικό είναι να συνεχίσουμε να πιστεύουμε ο ένας στον άλλον. Πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς όπως θα κάνω κι εγώ.

Όσα ελαττώματα κι αν έχω, όσα λάθη και να κάνω, πάντα θα κάνω υποχωρήσεις. Γιατί έτσι λειτουργεί το μαζί. Με υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Θα μάθω να μετράω τα λόγια μου και κάθε φορά που θα θέλω να σου κλείσω το τηλέφωνο στα μούτρα, θα μπαίνω στη θέση σου. Γιατί γνωρίζω ότι αν ποτέ σου μου έκανες κάτι τέτοιο, δε θα μου άρεσε καθόλου. Τότε κι εγώ θα προσπαθήσω να μην πράττω σπασμωδικά.

Όσο αστείο και να σου φανεί, εγώ θα στο πω. Οι σχέσεις μου θυμίζουν τσίρκο, αλλά όχι με την κακιά έννοια. Η σχέση είναι το τσίρκο κι οι άνθρωποι μέσα σε αυτήν είναι οι ακροβάτες. Σε κάθε τσίρκο το πιο εντυπωσιακό σημείο είναι εκείνο όπου οι ακροβάτες περπατάνε πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί κι από κάτω τους απλώνεται το τεράστιο κενό.

Έτσι είμαστε κι εμείς. Σε αυτή τη σχέση είμαστε οι ακροβάτες. Προσπαθούμε να ισορροπήσουμε. Εμείς οι δύο πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Κι ο στόχος μας είναι να μην πέσει κανείς απ’ τους δύο. Ποιο θα είναι το νόημα αν πέσεις εσύ; Ποιο θα είναι το νόημα αν πέσω εγώ; Δεν υπάρχει κανένα απολύτως νόημα αν μένει μόνο ο ένας. Να είμαστε κι οι δύο, αυτό μετράει.

Το θέμα μας εδώ είναι το «μαζί», εμείς οι δύο μαζί.

Όταν η σιωπή δεν είναι χρυσός

Έχω δει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους να μην δέρνουν, να μην απειλούν, να μην βρίζουν, να μην κατηγορούν. Κάνουν όμως μούτρα, βυθίζονται στη μιζέρια τους, βλέπουν τηλεόραση με τις ώρες, βγαίνουν για περίπατο και δε μιλούν σε κανέναν. Οι μεγάλοι περίπατοι δεν τους βοηθούν σε τίποτα. Τους κάνουν μελαγχολικούς και κατηφείς. Αν κάποιος τους ρωτήσει τι συμβαίνει, αυτοί συνήθως λένε «Τίποτα» ή «Άμα δεν καταλαβαίνεις από μόνος σου, τι να σου πω» ή «Θέλω να μείνω για λίγο μόνος μου.»

Αυτοί δεν κάνουν διάλειμμα.. Διάλειμμα σημαίνει να ηρεμήσεις, για να μπορέσεις να μιλήσεις μετά. Αυτό είναι διαφορετικό. Είναι άμεση χρήση θυμού. Σκοπός είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο είναι η σιωπή. Η σιωπή λέει στους άλλους ότι δεν αξίζει ούτε καν να τους μιλήσεις.

Τα περισσότερα είδη θυμού είναι θυμός που βράζει. Αυτός εδώ δεν είναι έτσι. Αυτός ο θυμός είναι παγωμένος. Μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αποστροφή και μίσος. Το βασικότερο πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι τίποτα δε λύνεται με τη σιωπή.

Να λες στους άλλους τι σε ενοχλεί.

Να είσαι ευθύς, συγκεκριμένος και ευγενικός.

Κομμένη η αδιαφορία, κομμένα και τα κηρύγματα. Απλά πες την αλήθεια. «Αγάπη μου, είμαι θυμωμένος επειδή είπες ότι θα γυρίσεις σπίτι στις δέκα και τώρα είναι μεσάνυχτα.»

Αυτό ήταν όλο. Δε χρειάζεται να παραμένεις σιωπηλός και ταυτόχρονα θυμωμένος με τις ώρες.

Να είσαι συγκεκριμένος. Μην είσαι αόριστος.

Να είσαι ευγενικός. Ευγενικός σημαίνει να έχεις καλούς τρόπους με τους άλλους. Οι ευγενικοί άνθρωποι είναι διακριτικοί και προσέχουν τους τρόπους τους, δηλαδή είναι το αντίθετο από τους αγενείς και τους χοντροκομμένους. Μπορείς να είσαι ευγενικός ακόμα κι όταν είσαι θυμωμένος…

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ ΚΑΙ ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Κλυταιμνήστρα τρέχει να σώσει τον Αίγισθο,
 ενώ προσπαθεί να τη συγκρατήσει ο Ταλθύβιος
Ερυθρόμορφη αττική πελίκη (β' όψη).

Βρέθηκε στην Ετρουρία, περίπου 500 π.Χ.
Βιέννη, Kunsthistorisches Museum
ΑΙΓΙΣΘΟΣ, κατ’ επίφασιν ΒΑΣΙΛΙΑΣ
Ο Αίγισθος του Πελοπίδη Θυέστη κάθεται πια στο θρόνο που κάποτε πήραν από τον πατέρα του και βασιλεύει για επτά χρόνια. Πιστεύει πως έχει δικαίωμα στην άσκηση αυτού του αξιώματος, εκπροσωπώντας τον οίκο του Θυέστη
Όσο βασιλεύει, οδηγεί το άρμα του Αγαμέμνονα, κρατά το σκήπτρο του, φορά τα ρούχα του, κοιμάται στο κρεβάτι του και σπαταλά ασυλλόγιστα το βιος του.
Όλα όμως αυτά είναι εξωτερικά σημάδια, είναι τα επιφαινόμενα.
Στην ουσία είναι ο σκλάβος της Κλυταιμνήστρας.
Αυτή κυβερνά τις Μυκήνες, χρησιμοποιώντας τον μόνο για τα σατανικά της εκδικητικά σχέδια, που την έφεραν στο θρόνο και στην εξουσία.
Σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους που βαθαίνουν στο μύθο, η Κλυταιμνήστρα, όπως και η Πηνελόπη του Οδυσσέα, είναι η τελευταία έκφραση της Μητριαρχίας, πριν περάσουμε στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας.

ΟΙ ΛΕΟΝΤΑΡΙΣΜΟΙ του ΑΙΓΙΣΘΟΥ
Ο Αίγισθος εκτονώνεται και δείχνει τη δύναμή του, κυρίως όταν μεθά... Τότε και βεβηλώνει το μνήμα του Αγαμέμνονα:
Το πετροβολά ή χοροπηδά πάνω του, προκαλώντας τον Ορέστη να έρθει αν τολμά, ν’ αναμετρηθεί μαζί του.
Κι όμως το γιο του Αγαμέμνονα, που δήθεν καλεί σε αναμέτρηση, κατά βάθος τον φοβάται.
Τρέμει την ώρα και τη στιγμή που θα εμφανιστεί, για να πάρει την εκδίκηση για τη δολοφονία του Αγαμέμνονα.
Όλη η συμπεριφορά του Αίγισθου είναι ένας λεονταρισμός!
Ούτε μια νύχτα δεν κοιμάται ήσυχος και πάντα γύρω του υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σωματοφυλάκων να τον προσέχει και να επέμβει στην εμφάνιση του Ορέστη, τον οποίο μάλιστα επικηρύσσει, τάζοντας άφθονο χρυσάφι σ' όποιον τον βρει και τον σκοτώσει.
Η Ηλέκτρα τα έβλεπε όλα αυτά, το ήξερε, γι' αυτό και ο δειλός Αίγισθος ήθελε να την εξοντώσει.
Η Κλυταιμνήστρα όμως δεν ήθελε να γίνει και παιδοκτόνος και περιοριζόταν σε απειλές:
Θα την έκλεινε σε μπουντρούμι ή θα την εξόριζε, αν δεν συμμορφωνόταν, όπως η αδελφή της, η Χρυσόθεμη.
Τελικά την αναγκάζει να παντρευτεί με κάποιον αγρότη, που τη σέβεται ως βασιλοπούλα, μέχρι που η Ηλέκτρα κάνει ουσιαστικό γάμο με τον Πυλάδη, μετά την εκδίκηση του Ορέστη.


Η Κλυταιμνήστρα με το τσεκούρι στα χέρια
προσπαθεί να σκοτώσει τον Ορέστη,
 ενώ προσπαθεί να την εμποδίσει ο Ταλθύβιος.
Ερυθρόμορφος αττικός καλυκωτός κρατήρας, περίπου 470 π.Χ
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ του ΟΡΕΣΤΗ
Η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την εκδίκηση που φοβόταν.
Πράγματι ήρθε να τους ανταμώσει 7 χρόνια μετά το αμάρτημά τους και είχε ακριβώς το πρόσωπο αυτού που πάντα τους τρόμαζε και πάντα τον περίμεναν.
Ο Ορέστης επιστρέφει στο παλάτι του και, χωρίς κανένας πληρωμένος σωματοφύλακας να τον εμποδίσει, αποκαθιστά την τιμή στον οίκο των Ατρειδών.
Αυτός είναι, φίλοι μου, ο μύθος ανάμεσα σε πολλές άλλες εκδοχές που έχουν θέμα τους τα παιδιά του Αγαμέμνονα.
Όλοι οι μύθοι συγκλίνουν, αφαιρώντας τις λεπτομέρειες, στην αποτρόπαια δολοφονία του Αγαμέμνονα από την Κλυταιμνήστρα και στην αυτοδικία του Ορέστη...
Ο Ευριπίδης βάζει τον Ορέστη να δικαιολογεί «κοινωνικά» τη μητροκτονία, μια που αλλάζει η κοινωνική δομή και το δίκιο του «πατέρα» κυριαρχεί:
ΟΡΕΣΤΗΣ
«.Άμα οι γυναίκες
φτάσουν σε τόσο θράσος να σκοτώνουν
τους άντρες τους κι ύστερα στα παιδιά τους
να καταφεύγουν με γυμνά τα στήθη
για να τα συγκινήσουν, τότε θα’ναι
για κείνες ένα τίποτα να σφάζουν
τους άντρες μ’ όποια αιτία κι αν βρίσκουν.
Μα κάνοντας εγώ τη φριχτή πράξη,
καθώς την ονομάζεις, έχω βάλει
τέρμα στο νόμο αυτόν. Με δίκαιο μίσος
τη μάνα μου έσφαξα που’χει προδώσει
τον άντρα της φευγάτο απ’ το παλάτι,
τον πρώτο στρατηγό όλης της Ελλάδας,
κι ατίμασε την κλίνη του...»
(Ευριπίδη:Ορέστης)


Θάνατος Αίγισθου.Αττικός ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας
 Ο Ορέστης ετοιμάζεται να ξαναχτυπήσει τον Αίγισθο,
που ήδη αιμορραγεί και πέφτει προς τα πίσω.
Δεξιά του Αίγισθου εικονίζεται η Ηλέκτρα,
που τον ενθαρρύνει, ενώ αριστερά του Ορέστη,
με διπλό πέλεκυ στο χέρι η Κλυταιμνήστρα
 ετοιμάζεται να επιτεθεί στο γιο της,
 ο οποίος τελικά θα τη δολοφονήσει.
Βοστόνη, Μουσείο Καλών τεχνών
Η Κλυταιμνήστρα, η κόρη του Τυνδάρεω, περνά στη γνώση μας ως μια διάσημη μοιχός, κατά την υπόσχεση της Αφροδίτης, αλλά και ως ανδροκτόνος μιαρή.
Αυτή την εικόνα φρόντισε να τη φιλοτεχνήσει και η επική και η δραματική ποίηση με αριστουργήματα, που θέτουν ζητήματα υπαρξιακά, που απασχολούν τον άνθρωπο.
Το κράτος, η εξουσία και η δύναμη που αποκτά κάποιος απ' αυτά σπρώχνουν τον άνθρωπο στην παραβίαση ηθικών νόμων, προκειμένου να ελέγχει το περιβάλλον του.
Στην προσπάθεια να μετριάσει όμως το μέγεθος του κρίματος, ο πρόγονός μας βρίσκει έναν ωραίο τρόπο, να απαλλάσσεται από τη προσωπική ευθύνη.
Οι θεοί ορίζουν τις αποφάσεις του, από τη στιγμή που γεννιέται, όταν η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος ορίζει την ποιότητα και τη διάρκεια ζωής.

Μετά μπλέκουν κι άλλους, π.χ, Δία, Αφροδίτη, όποιον τους εξυπηρετεί, για το κάθε παράπτωμα και συγχρόνως εφευρίσκουν και ελαφρυντικά για τους εαυτούς τους..
Έτσι μια χαρά, με τις θεοδικίες, βολεύουν τις περισσότερες από τις ευθύνες που τους βαραίνουν.
Απ' αυτή την άποψη και η Κλυταιμνήστρα ξοφλούσε γραμμάτια του Τυνδάρεω προς την Αφροδίτη, μετά, σαν πήρε τον Αγαμέμνονα, χρεώθηκε κι άλλα, των Ατρειδών, απογόνων του Τάνταλου, που δεν τα υπολόγιζε.
Έτσι διαμορφώθηκε η ζωή της, όπως εμείς τη μάθαμε από τους μύθους, τον Όμηρο, τη δραματική ποίηση, και προσπαθήσαμε να σας την περιγράψουμε.
Η ευθύνη των πράξεων είναι προσωπική, όταν ο πράττων, ως νοήμων, έχει επίγνωση της δράσης και των συνεπειών της.
Άλλη παράμετρος είναι η αστάθμητη Τύχη, που ανατρέπει τη ροή των πραγμάτων και τα μεταβάλλει απροσδόκητα...

Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δίαιτας και διατροφικής διαταραχής

Αποτέλεσμα εικόνας για Οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δίαιτας και διατροφικής διαταραχήςΟι πιο συνηθισμένες διατροφικές διαταραχές είναι η νευρική ανορεξία (ΝΑ) και η νευρική βουλιμία και αποτελούν πολυπαραγοντικά φαινόμενα, των οποίων τα αίτια είναι σύνθετα και αλληλοσυνδυάζονται μεταξύ τους.

Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο μπορεί να πάσχει ταυτόχρονα και από τις δύο διαταραχές, είτε από βουλιμία να μεταπέσει σε ανορεξία και αντίστροφα. Κάτι τέτοιο ισχύει κυρίως στο δεύτερο τύπο νευρικής ανορεξίας (ανορεξία περιοριστικού - βουλιμικού τύπου), όπου οι περίοδοι στέρησης φαγητού εναλλάσσονται από επεισόδια βουλιμίας με υπερφαγία, που ακολουθούνται όμως από προκλητούς εμετούς. Επιπρόσθετα, τη βουλιμία διαδέχεται η ανορεξία σε περιπτώσεις ατόμων που έχουν υπάρξει παχύσαρκοι, στη συνέχεια αδυνάτισαν, αλλά δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι πλέον βρίσκονται σε φυσιολογικό βάρος σώματος.

Κάτι τέτοιο ερμηνεύεται από το γεγονός ότι και οι δύο διαταραχές πρόσληψης τροφής έχουν κοινά σημεία αιτιολογίας και συμπτώματα.

Συγκεκριμένα και στις δύο περιπτώσεις το άτομο:

Πάσχει από διαταραγμένη εικόνα σώματος, δηλαδή δεν έχει αντικειμενική εικόνα για το πραγματικό του βάρος και συνήθως έχει έντονη ενασχόληση με το βάρος και την εικόνα του σώματος, εμμονή με τον συνήθως μη ρεαλιστικό στόχο της μεγάλης απώλειας βάρους.

Καταφεύγει σε εξοντωτικές συμπεριφορές όπως ασιτία ή ακραίες δίαιτες, χρήση διουρητικών ή καθαρτικών και εμετό, οι οποίες ενώ αρχικά φαίνεται πως ανακουφίζουν και επιτυγχάνουν προσωρινά τον πολυπόθητο στόχο της απώλειας βάρους, στη συνέχεια ισχυροποιούν τα ψυχογενή συμπτώματα, εγκαθιδρύουν σταδιακά μια εμμονή με το φαγητό και το βάρος.

Εμφανίζει πάντα σύνδρομο υπερφαγίας, δηλαδή την κατανάλωση μεγάλης ποσότητας φαγητού σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, το οποίο ακολουθείται από ακούσιο ή προκαλούμενο εμετό και εναλλάσσεται στη συνέχεια με αφαγία για την υπόλοιπη μέρα.

Συνεπώς, η προσωπική σωστή αντίληψη για την εικόνα του σώματος μας είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση του σωματικού βάρους σε φυσιολογικά επίπεδα, εφόσον η δυσαρέσκεια για το σώμα μας σχετίζεται με διατροφικές διαταραχές (βουλιμία, ανορεξία), πρώιμη διακοπή κάποιας δίαιτας ή ακόμα και εφαρμογή εξαντλητικών διατροφικών προγραμμάτων. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τις συνεχείς αυξομειώσεις βάρους και την ανεπαρκή λήψη θρεπτικών συστατικών, με ευρύτερες αρνητικές επιδράσεις στη σωματική και πνευματική υγεία μας.

Επιπλέον, η διαταραγμένη εικόνα σώματος αποτελεί εμπόδιο στις θετικές αλλαγές της εξωτερικής εμφάνισης, μιας και για να βελτιώσουμε οποιοδήποτε χαρακτηριστικό μας, πρέπει αρχικά να το αποδεχτούμε.

Τέλος, είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχουμε ορθή αντίληψη για την εικόνα σώματος μας, αφού σύμφωνα με έρευνες οι άνθρωποι με υγιή εικόνα σώματος και υψηλή αυτοεκτίμηση έχουν λιγότερο άγχος, είναι πιο θαρραλέοι και διεκδικητικοί στις σχέσεις τους με τους άλλους και είναι περισσότερο πιθανό να προωθήσουν θετικές αλλαγές στο σώμα τους και να τις διατηρήσουν.

Σε κάθε περίπτωση, μείζονος σημασίας είναι η επιστημονική διάγνωση να συνοδεύεται απαραίτητα από ολοκληρωμένη συμβουλευτική και θεραπεία από μια ομάδα ειδικών, κατά την οποία το άτομο να χαίρει διατροφικής, ψυχολογικής και ιατρικής παρακολούθησης προκειμένου να αποκτήσει ένα υγιές βάρος αλλά, πάνω απ' όλα, μια υγιή σχέση με το φαγητό.

Όταν λες σε κάποιον 'σ’ αγαπώ,' στην πραγματικότητα ζητάς αγάπη

Κανένας σας δεν μπορεί να αγαπήσει, επειδή μέσα σας δεν ρέει αγάπη. Όταν λες σε κάποιον 'σ’ αγαπώ,' στην πραγματικότητα δεν δίνεις αγάπη, ζητάς αγάπη. Όλοι σας ζητάτε αγάπη. Και πώς μπορεί να δώσει αγάπη εκείνος που ζητάει αγάπη; Πώς μπορούν οι ζητιάνοι να είναι βασιλιάδες; Πώς μπορούν να δώσουν αγάπη οι άνθρωποι που ζητούν αγάπη;

Όλοι σας ζητάτε αγάπη από τους άλλους. Είστε ζητιάνοι, που ζητάτε από τους άλλους να σας αγαπήσουν. Η σύζυγος ζητάει αγάπη από τον άντρα της, ο σύζυγος ζητάει από τη γυναίκα του να τον αγαπήσει, η μητέρα ζητάει αγάπη από το γιο της, ο γιος ζητάει αγάπη από τη μητέρα του, οι φίλοι ζητούν αγάπη από τους φίλους τους.

Όλοι σας ζητάτε αγάπη από τους άλλους, χωρίς να αντιλαμβάνεστε ότι οι άνθρωποι από τους οποίους ζητάτε αγάπη, ζητούν και οι ίδιοι αγάπη για τον εαυτό τους. Είστε σαν δυο ζητιάνοι, που στέκονται ο ένας μπροστά απ’ τον άλλο, κρατώντας τις κούπες της ελεημοσύνης.

Όσο κάποιος ζητάει αγάπη, δεν μπορεί να είναι ικανός να δώσει αγάπη, επειδή το ίδιο το γεγονός ότι ζητάει, είναι ένδειξη ότι δεν υπάρχει καμία πηγή αγάπης μέσα του. Αλλιώς, γιατί να τη ζητάει απ’ έξω;

Μόνο ο άνθρωπος που έχει ανέβει πάνω από την ανάγκη να ζητάει αγάπη, μπορεί να δώσει αγάπη. Η αγάπη είναι μοίρασμα, δεν είναι ζητιανιά. Η αγάπη είναι βασιλιάς, δεν είναι ζητιάνος. Η αγάπη ξέρει μόνο να δίνει, δεν ξέρει να ζητάει. Εσύ γνωρίζεις την αγάπη;

Η αγάπη που ζητιέται δεν μπορεί να είναι αγάπη. Και να θυμάσαι, εκείνος που ζητάει αγάπη, δεν θα πάρει ποτέ καμία αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο. Ένας από τους βασικούς νόμους της ζωής είναι ότι εκείνος που ζητάει αγάπη; δεν θα την πάρει ποτέ.

 Η αγάπη έρχεται στην πόρτα του σπιτιού από το οποίο έχει εξαφανιστεί η επιθυμία για αγάπη. Η αγάπη πλημμυρίζει το σπίτι που έχει σταματήσει να ζητάει αγάπη. Καμία βροχή όμως δεν θα πέσει στο σπίτι εκείνου που εξακολουθεί να διψάει για αγάπη. Η αγάπη δεν θα κυλήσει σε μια καρδιά που ζητάει. Η καρδιά που ζητάει δεν έχει το είδος της δεκτικότητας που κάνει εφικτή την είσοδο της αγάπης. Μόνο μια καρδιά που μοιράζεται, μια καρδιά που δίνει, έχει το είδος της δεκτικότητας για να έρθει η αγάπη στην πόρτα της και να πει: «Άνοιξε την πόρτα, έχω έρθει!»

Έχει χτυπήσει ποτέ η αγάπη την πόρτα σου; Όχι, επειδή μέχρι στιγμής, δεν είσαι σε θέση να δώσεις αγάπη. Και να θυμάσαι επίσης πως οτιδήποτε δίνεις, σου έρχεται πίσω. Ένας από τους θεμελιώδεις νόμους της ζωής είναι πως οτιδήποτε δίνουμε, έρχεται πίσω σ’ εμάς.

Όλος ο κόσμος δεν είναι τίποτε άλλο από μια ηχώ. Δίνεις μίσος και μίσος έρχεται πίσω σ’ εσένα. Δίνεις θυμό κι έρχεται πίσω σ’ εσένα θυμός. Εξαπατάς τους άλλους κι έρχεται πίσω σ’ εσένα εξαπάτηση. Οτιδήποτε έχεις δώσει, επιστρέφει σ’ εσένα αιώνια. Και αν μοιράζεσαι αγάπη, τότε αγάπη θα έρχεται σ’ εσένα αιώνια.

Αν η αγάπη δεν έχει επιστρέψει σ’ εσένα με αμέτρητους τρόπους, τότε ξέρε πως αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχεις δώσει αγάπη. Πώς όμως μπορείς να δώσεις αγάπη; Δεν την έχεις για να τη δώσεις.
Αν έχεις αγάπη, τότε γιατί γυρίζεις από πόρτα σε πόρτα, ζητώντας την; Γιατί γίνεσαι ζητιάνος και γυρίζεις από το ένα μέρος στο άλλο; Γιατί ζητάς αγάπη;

...Είσαστε ζητιάνοι κι όλοι σας ζητάτε από άλλους ζητιάνους να σας δώσουν αυτό που δεν έχουν. Κι όταν δεν το παίρνεις, στενοχωριέσαι. Κλαις και θρηνείς και νιώθεις πως δεν παίρνεις αγάπη.

Η αγάπη δεν είναι κάτι που παίρνεις απ’ έξω. Αγάπη είναι η μουσική που βγαίνει από μέσα σου. Κανένας δεν μπορεί να σου δώσει αγάπη. Η αγάπη μπορεί να βγει από μέσα σου, μα δεν μπορείς να την πάρεις απ’ έξω.

Δεν υπάρχει κανένα μαγαζί, καμία αγορά, κανένας πωλητής από τον οποίο να μπορείς να αγοράσεις αγάπη. Η αγάπη δεν μπορεί να αγοραστεί σε καμία τιμή. Η αγάπη είναι ένα εσωτερικό άνθισμα. Βγαίνει από κάποια κοιμισμένη ενέργεια μέσα σου. Όλοι μας εξακολουθούμε να ψάχνουμε την αγάπη απ’ έξω. Όλοι μας αναζητούμε έναν αγαπημένο, μια αγαπημένη, πράγμα που είναι εντελώς λάθος και μάταιο.

Αναζήτησε την αγάπη μέσα σου. Δεν μπορείς ούτε να το φανταστείς πως μπορεί να υπάρχει αγάπη μέσα στον εαυτό σου, επειδή η αγάπη συνδέεται πάντοτε με την ιδέα του αγαπημένου. Σου δίνει την ιδέα κάποιου άλλου, απ’ έξω. Κι επειδή δεν θυμάσαι πώς μπορεί η αγάπη να βγει από μέσα σου, η ενέργεια της αγάπης παραμένει κοιμισμένη.

Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι συνεχώς αναζητάς απ’ έξω κάτι που ήδη βρίσκεται μέσα σου. Κι επειδή το αναζητάς απ’ έξω, δεν κοιτάζεις μέσα σου. Τότε, αυτό που θα μπορούσε να έχει εμφανιστεί μέσα σου, δεν εμφανίζεται ποτέ.

Η αγάπη είναι ο ουσιαστικός θησαυρός, με τον οποίο γεννιέται κάθε άτομο. Ο άνθρωπος δεν γεννιέται με χρήματα. Τα χρήματα είναι μια κοινωνική συσσώρευση. Ο άνθρωπος όμως γεννιέται με αγάπη. Είναι δικαίωμα που το έχει από τη γέννησή του, είναι ο ατομικός του πλούτος, βρίσκεται μέσα του.

Είναι ένας σύντροφος, που του έχει δοθεί στη γέννησή του και ο οποίος τον συνοδεύει όλη του τη ζωή. Πολύ λίγοι όμως είναι αρκετά τυχεροί για να κοιτάξουν μέσα τους και να δουν πού βρίσκεται η αγάπη, που μπορούν να τη βρουν και πώς μπορούν να την αναπτύξουν. Έτσι, γεννιέσαι μ’ αυτήν, όμως αυτός ο πλούτος παραμένει ανεξερεύνητος. Είναι απολύτως ανεξερεύνητος κι εσύ εξακολουθείς να ζητιανεύεις στις πόρτες των άλλων, απλώνοντας το χέρι, επειδή θέλεις αγάπη.

Σε όλο τον κόσμο, υπάρχει μόνο μία επιθυμία: Επιθυμία για αγάπη. Και σ’ ολόκληρο τον κόσμο, υπάρχει μόνο ένα παράπονο: «Δεν παίρνω αγάπη.»

Κι όταν δεν παίρνεις αγάπη, κατηγορείς τους άλλους πως είναι δικό τους λάθος, επειδή δεν παίρνεις αγάπη. Η σύζυγος λέει στον άντρα της: «Κάτι πάει λάθος μ’ εσένα, γιατί δεν παίρνω αγάπη.» Ο σύζυγος λέει. στη γυναίκα του «Κάτι πάει λάθος μ’ εσένα, γι’ αυτό δεν παίρνω αγάπη». Και κανένας δεν αναρωτιέται αν είναι ποτέ εφικτό να πάρει αγάπη απ’ έξω.

Η αγάπη είναι ο εσωτερικός θησαυρός και η ίδια η αγάπη είναι η μουσική της καρδιάς.

Η ανθρώπινη καρδιάς έχει γίνει πολύ διαταραγμένη. Δεν βγαίνει η μουσική για την οποία δημιουργήθηκε.

Πώς μπορεί να δημιουργηθεί αυτή η μουσική; Ποιο είναι το εμπόδιο που στέκεται στο δρόμο για τη δημιουργία αυτής της μουσικής; Ποιο είναι το εμπόδιο που δεν της επιτρέπει να συμβεί; Έχεις σκεφτεί ποτέ γι’ αυτό;

Η Αιώνια Σύγκρουση των Κόσμων

Για την αρχαία ελληνική πραγματικότητα, σε επίπεδο συμβόλων, αισθητικής και κοσμοθέασης υπήρχαν δυο διαφορετικοί κόσμοι: αυτός του ονείρου και αυτός της μέθης. Από τη μια, αυτός της γαλήνιας σοφίας που απορρέει από τον εσωτερικό κόσμο της φαντασίας. Από την άλλη, αυτός της μέθης που οδηγεί σε εκστατικό χορό, παραλήρημα και λήθη που συγκλονίζει το ανθρώπινο σώμα και τις αισθήσεις. Ο κόσμος του Απόλλωνος και ο κόσμος του Διονύσου. Τέκνα του ίδιου θεού (Διός), ο πρώτος ήρθε από τη μυθική Υπερβορέα, που εκτείνονταν πέρα από το Βορρά, όπου ο ήλιος δεν έδυε ποτέ για μισό χρόνο, ενώ για το δεύτερο οι επικρατέστερες απόψεις περί της καταγωγής του είναι αυτές της Μικράς Ασίας και της Θράκης (πανάρχαια κέντρα μητριαρχικής λατρείας). Ο κόσμος των εικόνων του ονείρου, της ομορφιάς, της αρμονίας και της αισθητικής καλλιέργειας, ενάντια σε αυτό των αχαλίνωτων παθών, του τρόμου, της οδύνης και της αβύσσου. Γνώση, Αρμονία, Επιστήμη, Τέχνη, Μουσική και Πολιτισμός, ενάντια σε επιθυμίες, συναισθήματα, ένστικτα, υπέρβαση μέτρων και ορίων, ορμές και πάθη. Ο Απόλλωνας είναι ο θεός της Μορφής, της Ποίησης, της Ζωής και του Φωτός, ενώ o Διόνυσος είναι ο θεός των Μυστηρίων, ο θεός του Θεάτρου, ο θεός του Θανάτου και της Αναγέννησης.

O Διόνυσος: Σημαντικότερα σύμβολά του: αυλός, τύμπανα, άμπελος, κισσός, θύρσος, πυρσός, φαλλός. Ιερά του ζώα: λεοπάρδαλη, πάνθηρας, ταύρος, γάιδαρος, φίδι. Ακολουθία του: Μαινάδες, Σάτυροι, Σειληνοί, Βάκχες.

O Απόλλωνας: Σημαντικότερα σύμβολά του: λύρα, κιθάρα, δάφνη, τρίποδας, τόξο. Ιερά του ζώα: δελφίνι, κοράκι, πετεινός, κύκνος, γεράκι, γρύπας, λύκος. Ακολουθία του: οι 12 Μούσες

Το φωτεινό Ολύμπιο στοιχείο που βρισκόταν σε αιώνια διαμάχη με το βαρβαρικό στοιχείο των Τιτάνων και των τεράτων. Για την απολλώνια κοσμοαντίληψη, ο άνθρωπος ως καλλιτέχνης, πλάθει τις εικόνες και τις καμαρώνει μ’ ευχαρίστηση και βλέμμα ονειροπόλο - δεν συγχωνεύεται όμως μαζί τους. Για τη διονυσιακή, ο άνθρωπος με διαφόρους τρόπους γίνεται ο ίδιος το έργο τέχνης και κοιτάζει από μέσα τον εαυτό του, όπως μας λέει ο Νίτσε. Η τέχνη μεταμορφώνει την αηδία για τη φρίκη σε (απολλώνια) εικόνα, σώζει τον άνθρωπο και την απειλούμενη βούλησή του και μέσω αυτής τον κατακτά ξανά η ζωή. Μονάχα η μορφή, διαυγής, καθαρή και ωραία «μπορεί να γιατρέψει το τραυματισμένο, από την φριχτή νύχτα, βλέμμα». Έτσι η Ευμορφία (Ομορφιά), ως πνευματική ανάγκη, δίνει νόημα στην ανθρώπινη ύπαρξη, ενάντια στο χάος. Η ποιητική δημιουργία, ως φωτεινή εικόνα που μας προσφέρει η φύση, μπορεί να μας γιατρέψει από τη στιγμιαία ματιά μας στην άβυσσο, μαρτυρά ο Νίτσε. Μαζί η ευγένεια και η δημιουργία, κάθε φορά μπορούν να θεμελιώσουν ένα νέο (ολύμπιο) κόσμο, στα ερείπια του παλαιού.

Στον αρχαίο κόσμο το Ολύμπιο στοιχείο κυριάρχησε αυτού των Τιτάνων. Η πατριαρχία και οι ηλιακοί θεοί επιβλήθηκαν της μητριαρχίας και της Μεγάλης Μητέρας, του διονυσιακού μαιναδισμού και του άμετρου της φύσης. Ο Ομηρικός πρωτο-ελληνικός κόσμος γεννήθηκε κάτω από την επίδραση του Απολλώνιου πολιτισμού και ο Ήλιος έγινε ο Θεός-Προστάτης του Ανθρώπου. Παρόλα αυτά, οι μαινάδες του Διονύσου ήταν πάντοτε έτοιμες να σκίσουν ανθρώπινες σάρκες κάτω από τους ήχους του φρυγικού αυλού και των κυμβάλων και να επιβάλλουν τη θρησκεία του θεανθρώπου Διονύσου, η οποία είχε παλαιότερη μητριαρχική προέλευση. Οι σάτυροι, ως άφθαρτα φανταστικά φυσικά όντα που γεννήθηκαν από τη νοσταλγία της πρωτόγονης φύσης, βρίσκονταν στα μετόπισθεν του πολιτισμού και υπηρετούσαν τον τραγικό υπέρμετρο χορό και το Διόνυσο, έξω από κάθε κοινωνική σφαίρα. Μέσω του χορού αυτού, το άτομο συναισθάνονταν την αρχέγονη σύγκρουση, εξολοθρεύονταν, υποτάσσονταν στο Διόνυσο, απορροφούνταν από το πρωταρχικό Ον, γίνονταν εγκληματικό και υπέφερε. Ο Απόλλωνας ήταν που φρόντιζε τη χάραξη και ενδυνάμωση των συνόρων γύρω από τα ατομικά όντα, επιζητώντας να τα ηρεμήσει, απαιτώντας από αυτά την τήρηση του μέτρου και το «γνώθι σαυτόν». Τα παρακάτω λόγια του Απόλλωνα στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου αποκαλύπτουν μετάβαση σε πατριαρχική τάξη και φέρουν ιδιαίτερο συμβολικό φορτίο:

«∆εν είναι όπως λεν' ότι η µάνα γεννάει. Μόνο τροφός του σπόρου είναι. Ο σπορέας γεννάει. Η µάνα τον φιλεύει µόνο.»

Ο άλλος μεγάλος τραγικός ποιητής, ο Ευριπίδης, είναι εξίσου αποκαλυπτικός, αλλά και συγκλονιστικός:

«Οι λόγχες των άντρων δεν τις ματώναν,
μα αυτές, ρίχνοντας θύρσους, τους λάβωναν,
κι απάνω στη φευγάλα τους βαρούσαν
στις πλάτες, ναι! Τους άντρες οι γυναίκες·
κάποιος θεός τους έδινε ένα χέρι!

Κατόπι, όθε κινήσανε γύρισαν,
στις βρύσες που ο θεός τους είχε ανοίξει.
Νίφτηκαν από το αίμα, και τις στάλες
στα μαγουλά τους γλείφανε τα φίδια.» (Ευρυπίδης, Βάκχες)

Στον παραπάνω πίνακα υπάρχουν δυο διαφορετικές ομάδες γυναικών στο ντύσιμο και στο παρουσιαστικό. Η μια ομάδα είναι οι μαινάδες, που είναι τυλιγμένες σε δέρματα λεοπάρδαλης φορώντας κισσούς στα μαλλιά και μετά από τη διονυσιακή τελετή είναι εμφανώς εξουθενωμένες. Η άλλη ομάδα είναι οι γυναίκες που κοιτάζουν τις μαινάδες σκεπτικές και σχηματίζουν ένα ανθρώπινο τείχος για να τις γλυτώσουν από τη θέα των αντρών που στέκουν λίγο παραπέρα. Η όρθια επιβλητική γυναίκα στο κέντρο, κάτω από το στρογγυλό έμβλημα του τοίχου, με τα πιασμένα μαλλιά, το καφέ φόρεμα και το βαθύ βλέμμα που εμφανίζεται ως η πιο μελαγχολική και σκεπτική όταν κοιτά τις άλλες είναι ...η γυναίκα του ζωγράφου. Η Άμφισσα ήταν η πρωτεύουσα του ετήσιου φεστιβάλ προς τιμή του Βάκχου.

Ο Πενθέας, γιος της Αγαύης συνέλαβε το μεταμορφωμένο Διόνυσο αλλά εκείνος ελευθερώθηκε. Στην αρχή αρνήθηκε να φορέσει γυναικεία ρούχα και να συμμετάσχει σε βακχικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου. Στη συνέχεια υποκύπτει και το πληρώνει με τη ζωή του από την ίδια του τη μητέρα-μαινάδα που είχε καταληφθεί από διονυσιακή μανία. Ακολουθούν περιγραφές από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη που σώζουν παραλλαγή του μύθου αυτού.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ: Γυναίκες, φέρνω αυτόν που εσάς και μένα
και τη δικιά μου αναγελάει λατρεία·
εσείς παιδέψετε τον!

Πρώτη η μάνα του βάνει αρχή στο φόνο
και πέφτει απάνω του· και κείνος λύνει
απ' τα μαλλιά του το ανάδεμα, μήπως
η δύστυχη η Αγαύη τον γνωρίσει
και δεν τόνε σκοτώσει, και της λέγει,
πιάνοντας της το μάγουλο: “Μητέρα,
εγώ 'μαι το παιδί σου, εγώ, ο Πενθέας,
που γέννησες στου Εχίονα το παλάτι·
λυπήσου με, μητέρα, για δικό μου
αμάρτημα το γιο σου μη σκοτώσεις !”
Εκείνη βγάνει αφρούς, στριφοκυλάει
τ' αλλοπαρμένα μάτια της, τη γνώση
ξαστοχά, γιατί ο Βάκχος την ορίζει,
και πού ν' ακούσει τότε τον Πενθέα!
Απ' του ζερβού χεριού του τον αρπάζει
τον πήχη, και πατώντας τα πλευρά του,
του αρμοχωρίζει τον ώμο, του δόλιου,
όχι απ' τη δύναμη της· μες στα χέρια
της έβανε ο θεός τη γεροσύνη.

Απ' την άλλη, η Ινώ χερομαχούσε
να του ξεσκίζει τις σάρκες, κι αντάμα
η Αυτονόη και το λεφούσι οι Βάκχες·
κ' ήταν μιά ανάκατη βοή: να βογκεί
ο μαύρος με όση ανάσα αποκρατούσε,
και κείνες ν' αλαλάζουν ! Μια βαστούσε
το καλαμόχερό του, μια το πόδι,
με το σαντάλι ακόμα· κι απόμεναν
ξέσαρκα, σπαραγμένα τα πλευρά του·
κι όλες μαζί, με ματωμένα χέρια,
κάναν τόπι τις σάρκες του Πενθέα.

Ξεσκίδια τώρα κείτεται· άλλα κάτω
από βράχους τραχιούς κι άλλα στου λόγκου
τα χαμόδεντρα μέσα σκορπισμένα,
όλα δυσκολογύρευτα· και το άθλιο
κεφάλι του, στα χέρια της το πήρε
η μάνα του, σε θύρσου το 'μπήξε άκρη
σα λιονταριού βουνίσιου, και το φέρνει
μεσ' απ' τον Κιθαιρώνα, παρατώντας
τις αδερφές της σε χορούς μαινάδων.


Εκστασιασμένη μαινάδα που κρατάει θύρσο στο ένα χέρι και
λεοπάρδαλη στο άλλο, ενώ στα μαλλιά της είναι τυλιγμένο ένα φίδι.
Αναπαράσταση σε αττικό βάζο που βρίσκεται στην Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή του Μονάχου.


Χαρακτηριστική η διαμάχη της Απολλώνιας Αθηνάς με τις προελληνικές Ερινύες στην «Ορέστεια» του Αισχύλου. Οι Ερινύες είναι έτοιμες να σηκωθούν από τη Γη για να αποκάνουν το μητροκτόνο Ορέστη, καθώς το είδωλο της Κλυταιμνήστρας τις προστάζει: «κάντε αυτό που είσαστε». Έτσι ο Ορέστης ζητάει καταφύγιο στο ναό του Απόλλωνα. Του λέει, λοιπόν, ο Ακτινοβόλος Απόλλων στις «Ευμενίδες», ενώ του δηλώνει την ηθική αυτουργία του:
«Δε θα σ' αφήσω. Μέχρι το τέλος προστάτης σου θα 'µαι. Και δίπλα σου.
Όπου και να 'µαι, στους εχθρούς σου θα σταθώ ανήλεος. Τώρα τις
ξέφρενες τούτες µαινάδες τις δάµασα. Βλέπεις; Πέσαν στον ύπνο οι Γριές
οι Πανάρχαιες κόρες της Φρίκης. Που ούτε θεές ούτε θνητός τις σµίγει.
Μήτε θεριό. Του κακού γεννημένες, το κακό σκοτάδι βόσκουν κάτω στα
Τάρταρα των Ολύμπιων θεών και των ανθρώπων το Σίχαµα.»

Στη συνέχεια ο Θεός φωνάζει στις Ερινύες:
«Έξω. Προστάζω. Έξω απ' το ναό µου. Σαΐτα. Φίδι φτερωτό θα ρίξει
επάνω σας το κατάργυρο τόξο µου. Θα βογκήξετε. Σαν µαύρο αφρό θα το
ξεράσετε το αίµα του φόνου που ήπιατε. Σ' αυτό το ναό δεν έχετε θέση.
Εκεί που δικάζουν και σφάζουν να πάτε. Που βγάζουν µάτια. Που
παίρνουν κεφάλια. Που ευνουχίζουν τα παιδιά για να σβήσουν γενιές.
Στους λιθοβολισµούς, στους ακρωτηριασµούς στα παλουκώµατα που
μουγκρίζουν. Με τέτοια ευφραίνεστε. Και οι θεοί σας σιχαίνονται.»

Και μετά την απόφαση της Αθηνάς που «με την ψυχή της τον πατέρα υποστηρίζει», ο Ορέστης αναφωνεί: «Παλλάδα Αθηνά. Και σωτήρα µου! Στην πατρική µου γη που την πήραν
µε ξανάστησες.»

Ενώ η Ερινύα, Κόρη της Νύχτας, κραυγάζει:
«Καινούργιοι θεοί! Τους αιώνιους νόµους µας αρπάξατε. Και
τους ρίξατε κάτω. Ντροπή σε µας φέρατε και ατίµωση. Φαρµάκι. Πικρή
πληρωµή θα χύσω. Χολή. Θα τη ρημάξω τη γη σας.
Μαρασµού και θανάτου αρρώστια θα πέσει.»
[…]
«Εγώ να τα πάθω αυτά! Η πρώτη πανάρχαια θεά! Και να ζω
ντροπιασµένη και άτιµη. Αλίµονο. Μανία κι οργή ξεφυσώ και εκδίκηση.
Στα πλευρά µου συστρέφεται πόνος.
Νύχτα µου. Μάνα µου. Άκουσε. Τις τιµές τις πανάρχαιες ανίκητοι δόλοι
των θεών µου τις άρπαξαν. Ένα τίποτα µ' έκαναν.»

Στο τέλος όμως η θεά Αθηνά την εξευμενίζει. Τις αφήνει να μείνουν υπό τον όρο να τιμάνε την Πειθώ, τάζοντας τες σεβασμό και «στερέωμα σπιτιού». Έτσι κάνει την Ερινύα να πει: «Θα δεχτώ να συνοικώ µε την Παλλάδα και στην πόλη της δε θ' ασεβήσω.»


Ο Διόνυσος πάνω σε πάνθηρα, συνοδεία του Σειληνού πίσω
που παίζει χειροκρόταλο και της μαινάδας μπροστά που παίζει φλάουτο
δίπλα σε ένα μικρό σάτυρο. Μεταφέρουν κεφάλια σε πασσάλους. Η φιγούρα
είναι από βάζο του 370-360 π.Χ. και βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.


Ωστόσο, με κάθε επανάπαυση του ελληνικού-πατριαρχικού στοιχείου, το προελληνικό-μητριαρχικό προσπαθούσε να διεκδικήσει το χώρο του. Σημαντική εορτή μνήμης ήταν το Σεπτήριον, κατά την οποία ένα αγοράκι σκότωνε συμβολικά τον πύθωνα/όφι που έρπονταν στο χώρο του Απόλλωνα, στο Μαντείο των Δελφών. Τελούνταν κάθε 7 χρόνια για να θυμίσει αυτή την υποχρέωση εγρήγορσης του Απολλώνιου στοιχείου.

Απόλλωνας και Διόνυσος αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις, εκφράσεις και στάδια ζωής και πολιτισμού, διαφορετικά πρότυπα και διαφορετικά κοσμικά αρχέτυπα. Η σύγκρουση, αλλά και αρκετές φορές η αλληλοσυμπλήρωσή τους (σε κάποιες περιπτώσεις υπάρχει και ταύτιση) λαμβάνει χώρα τόσο στο ενσυνείδητο, αλλά και στο ασυνείδητό μας, τόσο στην καθημερινότητά μας όσο και σε επίπεδο μεταφυσικής. Ποτέ δεν υπήρξε πλήρης επικράτηση του ενός. Η ισχύς του Απολλώνιου στοιχείου ήταν μεγαλύτερη σε αρκετούς τόπους και πολλές περιόδους του ενδόξου παρελθόντος. Ωστόσο, αρκετοί σήμερα θα πουν ότι οι ακόλουθοι του Διονύσου και οι φίλιες δυνάμεις τους έχουν πλέον κατακτήσει την …εκθηλυσμένη εποχή μας.

Ναι, ο αυλός του Μαρσύα ηχεί ξανά. Και 'μεις, μολονότι ζούμε σκλαβωμένοι σε παράξενο χωροχρόνο, συναντηθήκαμε ξανά και βαδίζουμε κάτω από το ίδιο λάβαρο… λίγοι πιστοί και αμετανόητοι φρουροί, με το ξίφος και την πένα κόντρα στους ανέμους και τις σειρήνες των καιρών μας. Γνωρίζουμε ότι παρόλο που τα χρόνια είναι σκοτεινά, ο Ήλιος είναι Ανίκητος.

O πόλεμος των τεράτων

Η Ολύμπια Τάξη δεν εγκαθιδρύθηκε μέσω διαπραγμάτευσης, αλλά μέσω επιβολής και ενσωμάτωσης. Ο φόνος του Τυφώνος από το Δία και του Πύθωνα από τον Απόλλωνα, ο θρίαμβος του Περσέα επί της Μέδουσας, οι άθλοι του Ηρακλέους, η σφαγή του Μινώταυρου από το Θησέα και της Χίμαιρας από τον Βελλεροφόντη, ήταν μερικά από τα ελληνικά έπη των θεών και των ηρώων που αφορούσαν επικράτηση σε προελληνικά τέρατα και ορισμό νέων ηλιακών αξιών. Υπήρξαν πολλές και συνεχείς διαμάχες σε διαφορετικά επίπεδα… Διαμάχες που καθόρισαν την πορεία του Ανθρώπινου Πολιτισμού.

Τα τέρατα όμως δεν εξαφανίστηκαν. Κολύμπησαν σε αχαρτογράφητες θάλασσες, χύθηκαν σε απέραντους ωκεανούς, αποσύρθηκαν σε απόμερες σπηλιές, πέταξαν σε ψηλά κορφοβούνια, κρύφτηκαν σε πυκνά δάση… Βρυχήθηκαν, ούρλιαξαν, πλεύρισαν καράβια, πέταξαν φωτιά… και άσκησαν γοητεία!

Ο άνθρωπος θαυμάζει τις άγριες πλευρές και την άγρια μεγαλοπρέπεια της Φύσης: τους απόκρημνους βράχους, τους ορμητικούς χείμαρρους, τη μανιασμένη θάλασσα. Όμως, για εμάς, η Ομορφιά της Τέχνης στέκει ακόμα υψηλότερα από τη Φύση, όπως υποστηρίζει ο Χέγκελ, που πιστεύει ότι το Ωραίο είναι η αισθητή εμφάνιση της Ιδέας και ότι η Τέχνη είναι η σάρκα της Ιδέας, όπου το Πνεύμα συλλαμβάνεται στην «αμεσότητά» του. Ο Σοπενχάουερ διακηρύττει ότι η Ιδέα φτάνει πιο εύκολα σε εμάς μέσα από το έργο τέχνης παρά από τη φύση και τον πραγματικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο Άγιος Βερνάρδος, τον 12ο αιώνα, δηλώνει ότι δεν μπορεί να αποφύγει την τρομακτική γοητεία των διακοσμημένων τεράτων στις αυλές και στους τοίχους των μοναστηριών, στη λογοτεχνία και στη ζωγραφική. Η ποικιλία αυξάνει το Κάλλος του σύμπαντος και το τερατώδες συμβάλλει στην ισορροπία της τάξης, λέει, ένα αιώνα αργότερα, ο Γουλιέλμος της Οβέρνης.

Ο μεγάλος θεωρητικός και φιλόσοφος Edmund Burke θεώρησε τη «σκοτεινότητα» ως απαραίτητο στοιχείο για το «τρομερό» και το τρομερό ως πηγή του «υπέροχου». Το «ωραίο» και το «υπέροχο» συνδέονται στενά. Είναι μεταξύ τους αντιφατικά αλλά και όμοια. Εγείρουν συναισθήματα υποκινώντας συνειρμικές ιδέες και γεννώντας εικόνες στο νου, κατά το συγγραφέα Archibald Alison. Για τον Καντ, το ωραίο συνδέεται με τη μορφή, ενώ το υπέροχο με το βίωμα. Το υπέροχο όμως εμπεριέχει και μια οδύνη και μετασχηματίζεται σε ηδονή. Αν μέσα από την ομορφιά κατακτάμε την ελευθερία του πνεύματος προς πραγμάτωση του ανώτερου εγώ, όπως λέει ο Σίλλερ, τότε μέσα από την αίσθηση του υπέροχου και την παρόρμηση του παιχνιδιού κατακτάμε την υπέρτατη ευχαρίστηση, της οποίας η κατάληξη μπορεί να είναι και τραγική. Ιδέα και πνευματική ελευθερία. Βίωμα και ηδονή. Ιδεαλισμός και αισθητισμός. Στη σύζευξή τους βρίσκεται το ρομαντικό στοιχείο και ο βυρωνικός ήρωας που μάχεται με κάθε λογής τέρατα.

Τα τέρατα ως σύμβολα ή θεματοφύλακες του «υπέροχου», άφησαν την παρακαταθήκη τους. Πάντοτε υπήρχαν αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και στο επέκεινα: στον κόσμο της άγριας φύσης και των αχαλίνωτων ενστίκτων. Ορισμένοι άνθρωποι επηρεάστηκαν από τη συμπεριφορά των τεράτων, ενώ κάποια τέρατα εξανθρωπίστηκαν στα μάτια του ανθρώπου… ειδικά μέσω της τέχνης. Γράφει ο Νίτσε: «είμαστε κιόλας εικόνες και αισθητικές προεκτάσεις του αληθινού δημιουργού αυτού του κόσμου της τέχνης, κι ότι σαν έργα τέχνης, καταχτάμε τις υψηλότερες βαθμίδες αξιοπρέπειας γιατί η ύπαρξη και ο κόσμος δικαιολογούνται αιώνια μονάχα στο μέτρο που αποτελούν ένα αισθητικό φαινόμενο». Έτσι και τα τέρατα --ως έργα Τέχνης, ως σύμβολα υψηλής Αισθητικής και ως φύλακες τροπαίων μιας αρχέγονης Αναζήτησης-- βρίσκονται σε έναν άλλο κόσμο του οποίου νομοθέτες είναι οι ζωγράφοι, οι μουσικοί και οι ποιητές.

Μέχρι τον 16ο αιώνα, τα τέρατα έφεραν συμβολισμούς. Αποκάλυπταν τα ανεξερεύνητα μυστήρια της Φύσης και ανύψωναν τον ανθρώπινο ιδεαλισμό μέσω ενδυνάμωσης της αρρενωπής βούλησης για μάχη. Αργότερα, απ’ τους φυσιοδίφες, αντιμετωπίστηκαν ως αξιοπερίεργα πλάσματα. Μελετήθηκε η μορφή και η ανατομία τους και χάθηκε το μυστήριο. Η επιστήμη και η εξέλιξή της έβαλε το χέρι της… Μηδέν καλό αμιγές κακού. Μαζί με την επιστήμη, όμως, επιβλήθηκε μια διαφορετική κοσμοαντίληψη, μια διαφορετική θέαση του κόσμου. Έτσι, σιγά-σιγά άρχισαν να αποσύρονται… Για πολλά από αυτά ο χρόνος πάγωσε σ’ εκείνο το σημείο… Τα μάγια ήταν ισχυρά.

Τα τέρατα συνεχίζουν να ζουν, με την παλιά τους μορφή, σ’ έναν παράλληλο φαινομενικό κόσμο: σε παλιές αφηγήσεις μέσω της προφορικής παράδοσης, μέσω της μουσικής, σε έργα λογοτεχνικής φαντασίας και στις εικαστικές τέχνες, όπου μάλιστα γίνονται γοητευτικότερα. Ορίζουν τον ανθρώπινο πολιτισμό, το Ωραίο και το Άσχημο, το Άξιο και το Ανάξιο, το Καλό και το Κακό. Ακόμα προσκαλούν τον άνθρωπο σε μεγάλη μάχη, έσωθεν και έξωθεν του. Λίγοι ανταποκρίνονται το κάλεσμα… Εκεί, στον παράλληλο αυτό κόσμο, κρύβεται η άλλη πραγματικότητα, από την οποία βιαίως αποκόπηκε ο σύγχρονος πολιτισμός μας. Εκεί ίσως βρίσκεται και μια ξεχασμένη όψη του, μια κρυμμένη του ΟΥΣΙΑ και ίσως η χαμένη του εξέλιξη. 

Περιπλανώμενοι Φύλακες ακροβατούν ανάμεσα στους κόσμους αναζητώντας το μαγικό κρίκο που έχει χαθεί… αυτόν που θα ενώσει το πραγματικό με το φανταστικό, το «εδώ» με το «επέκεινα», το παρελθόν με το μέλλον. Στον ένα, τα χαμένα ξίφη τους αναζητάνε και τους παλιούς συντρόφους. Στον άλλο, μάταια πολεμάνε, κανένας δεν τους βλέπει. Μονάχα τα τέρατα μπορούν και τους αναγνωρίζουν. Σε κάθε τους ανάσα, τους αισθάνονται και με μανία τους καρτερούν. Το ίδιο και εκείνοι που ζουν στα σύνορα των κόσμων. Γιατί άνθρωποι-φύλακες και τέρατα έχουν χύσει ο ένας το αίμα του άλλου… Τόσο στην πραγματικότητα, όσο και στη φαινομενικότητα. Τα τέρατα γνωρίζουν την αρχέτυπη εικόνα του ανθρώπου και το ανθρώπινο ένστικτο γνωρίζει τις αρχέτυπες εικόνες των τεράτων.

Τα κραταιά μυθικά θηρία της Ευρώπης, που βρίσκονται ακόμα και σήμερα πετρωμένα σε κήπους, σε καθεδρικούς, σε μουσεία και πλατείες, περιμένουν μέχρι να λυθούν τα μάγια… για να περπατήσουν ξανά, να βρυχηθούν, να τρέξουν και να πετάξουν. Κάποια θα πάρουν το μέρος του Ανθρώπου, κάποια θα μείνουν ουδέτερα και κάποια θα τον προκαλέσουν σε μάχη σκορπώντας όλεθρο και τρόμο.

Τότε θα σημάνει ξανά η ώρα... και θα απελευθερωθούν οι φύλακες… αυτή τη φορά, τους δράκους για να ιππεύσουν!