Σάββατο 9 Απριλίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (20.199-20.272)

Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Αἰνείας ἀπαμείβετο φώνησέν τε·
200 «Πηλεΐδη, μὴ δὴ ἐπέεσσί με νηπύτιον ὣς
ἔλπεο δειδίξεσθαι, ἐπεὶ σάφα οἶδα καὶ αὐτὸς
ἠμὲν κερτομίας ἠδ᾽ αἴσυλα μυθήσασθαι.
ἴδμεν δ᾽ ἀλλήλων γενεήν, ἴδμεν δὲ τοκῆας,
πρόκλυτ᾽ ἀκούοντες ἔπεα θνητῶν ἀνθρώπων·
205 ὄψει δ᾽ οὔτ᾽ ἄρ πω σὺ ἐμοὺς ἴδες οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐγὼ σούς.
φασὶ σὲ μὲν Πηλῆος ἀμύμονος ἔκγονον εἶναι,
μητρὸς δ᾽ ἐκ Θέτιδος καλλιπλοκάμου ἁλοσύδνης·
αὐτὰρ ἐγὼν υἱὸς μεγαλήτορος Ἀγχίσαο
εὔχομαι ἐκγεγάμεν, μήτηρ δέ μοί ἐστ᾽ Ἀφροδίτη·
210 τῶν δὴ νῦν ἕτεροί γε φίλον παῖδα κλαύσονται
σήμερον· οὐ γάρ φημ᾽ ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν
ὧδε διακρινθέντε μάχης ἒξ ἀπονέεσθαι.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις καὶ ταῦτα δαήμεναι, ὄφρ᾽ ἐῢ εἰδῇς
ἡμετέρην γενεήν, πολλοὶ δέ μιν ἄνδρες ἴσασι·
215 Δάρδανον αὖ πρῶτον τέκετο νεφεληγερέτα Ζεύς,
κτίσσε δὲ Δαρδανίην, ἐπεὶ οὔ πω Ἴλιος ἱρὴ
ἐν πεδίῳ πεπόλιστο, πόλις μερόπων ἀνθρώπων,
ἀλλ᾽ ἔθ᾽ ὑπωρείας ᾤκεον πολυπίδακος Ἴδης.
Δάρδανος αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν Ἐριχθόνιον βασιλῆα,
220 ὃς δὴ ἀφνειότατος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων·
τοῦ τρισχίλιαι ἵπποι ἕλος κάτα βουκολέοντο
θήλειαι, πώλοισιν ἀγαλλόμεναι ἀταλῇσι.
τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο βοσκομενάων,
ἵππῳ δ᾽ εἰσάμενος παρελέξατο κυανοχαίτῃ·
225 αἱ δ᾽ ὑποκυσάμεναι ἔτεκον δυοκαίδεκα πώλους.
αἱ δ᾽ ὅτε μὲν σκιρτῷεν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν,
ἄκρον ἐπ᾽ ἀνθερίκων καρπὸν θέον οὐδὲ κατέκλων·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ σκιρτῷεν ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης,
ἄκρον ἐπὶ ῥηγμῖνος ἁλὸς πολιοῖο θέεσκον.
230 Τρῶα δ᾽ Ἐριχθόνιος τέκετο Τρώεσσιν ἄνακτα·
Τρωὸς δ᾽ αὖ τρεῖς παῖδες ἀμύμονες ἐξεγένοντο,
Ἶλός τ᾽ Ἀσσάρακός τε καὶ ἀντίθεος Γανυμήδης,
ὃς δὴ κάλλιστος γένετο θνητῶν ἀνθρώπων·
τὸν καὶ ἀνηρείψαντο θεοὶ Διὶ οἰνοχοεύειν
235 κάλλεος εἵνεκα οἷο, ἵν᾽ ἀθανάτοισι μετείη.
Ἶλος δ᾽ αὖ τέκεθ᾽ υἱὸν ἀμύμονα Λαομέδοντα·
Λαομέδων δ᾽ ἄρα Τιθωνὸν τέκετο Πρίαμόν τε
Λάμπον τε Κλυτίον θ᾽ Ἱκετάονά τ᾽, ὄζον Ἄρηος·
Ἀσσάρακος δὲ Κάπυν, ὁ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀγχίσην τέκε παῖδα·
240 αὐτὰρ ἔμ᾽ Ἀγχίσης, Πρίαμος δὲ τέχ᾽ Ἕκτορα δῖον.
ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι.
Ζεὺς δ᾽ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε,
ὅππως κεν ἐθέλῃσιν· ὁ γὰρ κάρτιστος ἁπάντων.
ἀλλ᾽ ἄγε μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα νηπύτιοι ὥς,
245 ἑσταότ᾽ ἐν μέσσῃ ὑσμίνῃ δηϊοτῆτος.
ἔστι γὰρ ἀμφοτέροισιν ὀνείδεα μυθήσασθαι
πολλὰ μάλ᾽, οὐδ᾽ ἂν νηῦς ἑκατόζυγος ἄχθος ἄροιτο.
στρεπτὴ δὲ γλῶσσ᾽ ἐστὶ βροτῶν, πολέες δ᾽ ἔνι μῦθοι
παντοῖοι, ἐπέων δὲ πολὺς νομὸς ἔνθα καὶ ἔνθα.
250 ὁπποῖόν κ᾽ εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ᾽ ἐπακούσαις.
ἀλλὰ τίη ἔριδας καὶ νείκεα νῶϊν ἀνάγκη
νεικεῖν ἀλλήλοισιν ἐναντίον, ὥς τε γυναῖκας,
αἵ τε χολωσάμεναι ἔριδος πέρι θυμοβόροιο
νεικεῦσ᾽ ἀλλήλῃσι μέσην ἐς ἄγυιαν ἰοῦσαι,
255 πόλλ᾽ ἐτεά τε καὶ οὐκί· χόλος δέ τε καὶ τὰ κελεύει.
ἀλκῆς δ᾽ οὔ μ᾽ ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις μεμαῶτα
πρὶν χαλκῷ μαχέσασθαι ἐναντίον· ἀλλ᾽ ἄγε θᾶσσον
γευσόμεθ᾽ ἀλλήλων χαλκήρεσιν ἐγχείῃσιν.»
Ἦ ῥα, καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος,
260 σμερδαλέῳ· μέγα δ᾽ ἀμφὶ σάκος μύκε δουρὸς ἀκωκῇ.
Πηλεΐδης δὲ σάκος μὲν ἀπὸ ἕο χειρὶ παχείῃ
ἔσχετο ταρβήσας· φάτο γὰρ δολιχόσκιον ἔγχος
ῥέα διελεύσεσθαι μεγαλήτορος Αἰνείαο,
νήπιος, οὐδ᾽ ἐνόησε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν
265 ὡς οὐ ῥηΐδι᾽ ἐστὶ θεῶν ἐρικυδέα δῶρα
ἀνδράσι γε θνητοῖσι δαμήμεναι οὐδ᾽ ὑποείκειν.
οὐδὲ τότ᾽ Αἰνείαο δαΐφρονος ὄβριμον ἔγχος
ῥῆξε σάκος· χρυσὸς γὰρ ἐρύκακε, δῶρα θεοῖο·
ἀλλὰ δύω μὲν ἔλασσε διὰ πτύχας, αἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἔτι τρεῖς
270 ἦσαν, ἐπεὶ πέντε πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων,
τὰς δύο χαλκείας, δύο δ᾽ ἔνδοθι κασσιτέροιο,
τὴν δὲ μίαν χρυσέην, τῇ ῥ᾽ ἔσχετο μείλινον ἔγχος.

***
Κι είπε ο Αινείας προς αυτόν: «Πηλείδη, μην ελπίσεις
200 ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια να με σκιάξεις
ότι κι εγώ ξέρω καλά παρόμοια να προφέρω
πειρακτικά πικρότατα· κι εμείς ο ένας τ᾽ άλλου
την γενεάν γνωρίζομεν και τους γονείς ομοίως
από τες φήμες των θνητών, διότι τους δικούς μου
205 εσύ δεν είδες μήτ᾽ εγώ ποτ᾽ είδα τους δικούς σου.
Εσένα λέγουν γέννημα του σεβαστού Πηλέως
απ᾽ την θαλάσσιαν Θέτιδα με τες καλές πλεξίδες·
και ότ᾽ είμ᾽ εγώ πάλιν υιός του Αγχίση του γενναίου
καυχώμαι και μητέρα μου την Αφροδίτην έχω.
210 Ή τούτ᾽ ή εκείνοι σήμερα θα κλάψουν το παιδί τους·
ότι δεν θα χωρίσομεν, πιστεύω, εμείς οι δύο
με μόνα τα μωρόλογα και αυτού να παύσ᾽ η μάχη.
Και μάθ᾽, εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις
την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν·
215 πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει
την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν
πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν
και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.
Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος, εκείνον
220 τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη
που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες
περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.
Και κει που εβόσκαν άναψεν απ᾽ έρωτα ο Βορέας
και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ᾽ εκείνες·
225 και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.
Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα
στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν·
και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης
στην κορυφήν του κύματος ξακρίζουν τον αφρόν της.
230 Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας
ο Τρως γεννήθη και απ᾽ αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια
ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,
που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,
που τον σηκώσαν οι θεοί για κείνα του τα κάλλη
235 να ζει μ᾽ αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.
Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος
τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,
ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα·
τον Κάπυν ο Ασσάρακος, ο Κάπυς τον Αγχίσην,
240 τούτος εμέ και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον·
την γενεάν, το αίμ᾽ αυτό καυχώμ᾽ εγώ πως έχω.
Ο Ζευς αυξάνει των θνητών ή κόβει την αξίαν
ως θέλει ο δυνατότατος των αθανάτων όλων·
αλλ᾽ ας μη φλυαρούμ᾽ εμείς σαν νήπια μωρολόγα
245 ακίνητ᾽ εδώ μένοντας στην μέσην του πολέμου·
κι εμείς να ειπούμε ονειδισμούς αμέτρητους μπορούμε
που πλοίον εκατόσκαρμο το βάρος δεν σηκώνει·
στρεφτή ᾽ναι η γλώσσα των θνητών και πλήθος ομιλίες
γεννά, κι εδώ κι εκεί πλατύς των λόγων είναι ο τόπος.
250 Ώστ᾽ όποιον λόγον και αν ειπείς, όμοιον και συ θ᾽ ακούσεις·
αλλά τι ανάγκην έχομε ν᾽ αντιφιλονικούμεν
εμείς και να μολύνομεν, ως κάμνουν οι γυναίκες
όταν το πείσμα και η χολή μες στην καρδιά τους βράζει
και αντιγλωσσοδέρνονται του δρόμου μες στην μέσην,
255 μ᾽ αλήθειες και με ψέματα, ως η χολή τα πλάθει·
και συ την γενναιότητα με λόγια δεν θα κάμεις
να χάσω, ώσπου με τ᾽ άρματα μ᾽ εμέ θα πολεμήσεις.
Κι ευθύς με τα κοντάρια μας τώρ᾽ ας δοκιμασθούμε».
Κι έριξε μες στην φοβερήν ασπίδα το κοντάρι
260 το δυνατό κι εβρόντησεν εκείνη από τον κτύπον.
Και από το σώμα του μακράν τον κράτησε ο Πηλείδης
φοβούμενος μην εύκολα την σπάσει πέρα πέρα
του Αινείου το μακρόσκιον κοντάρι του ανδρειωμένου·
και δεν εννόησε ο μωρός ότι τα δοξασμένα
265 των θεών δώρ᾽ από θνητούς ευκόλως δε νικούνται,
μηδέ ποσώς υποχωρούν· και τότε την ασπίδα
δεν έσπασε το δυνατό κοντάρι του ανδρειωμένου.
Ότι την φύλαξε ο χρυσός, δώρο του Ηφαίστου θείον·
δυο δίπλες εδιαπέρασεν και τρεις ήσαν ακόμη,
270 τι πέντε δίπλες ο χωλός τεχνίτης είχε στρώσει,
δυο χάλκινες και μέσαθε του κασσιτέρου δύο,
μίαν χρυσήν, που εκράτησε το φράξινο κοντάρι.

Η ζωή είναι ωραία αρκεί να θυμηθείς να τη ζεις

Μερικές φορές νομίζουμε ότι τα πράγματα που μπορούν να μας κάνουν ευτυχισμένους κοστίζουν πολύ ή μας παίρνουν πολύ χρόνο για να τα αποκτήσουμε. Λάθος! Μπορείς να βρεις πολλά μικρά πράγματα που θα σε κάνουν να χαμογελάσεις, να δεις την ζωή με άλλο μάτι και έστω για μια στιγμή να θυμηθείς ότι η ζωή είναι ωραία αρκεί να την ζεις στο έπακρο.

Αντί να φοβάσαι τις επιπτώσεις , γιατί δεν ξεκινάς αλλάζοντας μικρές συνήθειες;

Κάνοντας μικρά βήματα προς την ευτυχία, θα αποκτήσεις την κατάλληλη αυτοπεποίθηση που χρειάζεσαι για να κάνεις πιο ριζικές αλλαγές με την πάροδο του χρόνου. Με αυτό στο μυαλό σου, ορίστε μερικοί διασκεδαστικοί τρόποι για να γίνεις πιο χαρούμενος και ευτυχισμένος αυτή την στιγμή.

Υιοθέτησε ένα κατοικίδιο

Το να ξοδεύεις τον χρόνο σου με ένα κατοικίδιο είναι άκρως θεραπευτικό αφού μπορείς να καταπολεμήσεις το στρες και το άγχος. Και μόνο που θα μπαίνεις στο σπίτι και ένα χνουδωτό πλασματάκι θα κάνει χαρές που θα σε βλέπει, η διάθεσή σου θα αλλάζει.

Κάνε μια βόλτα

Μια βόλτα μετά την δουλειά είναι ότι καλύτερο για να χαλαρώσεις. Το ιδανικό είναι να πας μόνος σου όμως, διότι καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με αρκετούς ανθρώπους και μέσα στην ημέρα χρειαζόμαστε να μείνουμε με τον εαυτό μας. Μια βόλτα στο πάρκο της γειτονιάς σου, θα σε βοηθήσει να καθαρίσεις λίγο το μυαλό σου από τις σκέψεις που το κατακλίζουν, να ηρεμήσεις, να αναπνεύσεις καθαρό αέρα και γιατί όχι να τρέξεις και λίγο.

Δες μια ωραία ταινία-σειρά

Το βράδυ μια καλή ιδέα είναι να βάλεις να δεις μια ταινία ή την αγαπημένη σου σειρά. Ειδικά αν είναι κωμωδία σίγουρα η διάθεσή σου θα αλλάξει , θα ξεχάσεις τα προβλήματά σου και θα περάσεις μια ευχάριστη ώρα. Μπορείς να καλέσεις και τους αγαπημένους σου φίλους να την δείτε μαζί. Τότε είναι σίγουρο ότι θα περάσεις καλά.

Βάλε τους φίλους στο πρόγραμμά σου

Τώρα που είπαμε για φίλους, σίγουρα χρειάζονται στο καθημερινό σου πρόγραμμα. Ένα τηλεφώνημα, ένα μήνυμα να μάθεις κάποιο νέο τους είναι ό,τι πρέπει. Το να περνάς στιγμές με τους αγαπημένους σου ανθρώπους θα σε κάνουν να νιώθεις όμορφα, διότι οι φίλοι είναι ικανοί να φωτίσουν την ημέρα σου. Ανταλλάξτε χαμόγελα, αναμνήσεις ή και αγκαλιές.

Δυνάμωσε την μουσική

Όλοι έχουμε κάποια τραγούδια που όταν τα ακούμε μας φτιάχνουν την διάθεση. Αυτό που έχεις να κάνεις είναι να συνεχίσεις να βάζεις τις αγαπημένες σου playlists, αυτή την φορά όμως λίγο πιο δυνατά. Ξεκίνα την ημέρα σου με μουσική! Φόρα τα ακουστικά σου στον δρόμο για την δουλειά αλλά και στην επιστροφή, στο τρέξιμο, όταν οδηγάς ακόμα και όταν μαγειρεύεις.

Διάβασε κάτι που θα εμπνεύσει

Έχουν βγει άπειρα βιβλία που αναφέρονται στο πώς να αλλάξεις την καθημερινότητά σου. Τα βιβλία αυτοβοήθειας έχουν όντως μεταμορφώσει πολλούς ανθρώπους σε αυτό που ονειρεύονταν. Αν όμως κάτι τέτοιο δεν σου ταιριάζει, υπάρχουν πολλά βιβλία μυθοπλασία που θα σε μεταφέρουν σε έναν άλλον κόσμο. Γιατί να μην διαβάσεις κάτι που θα σε εμπνεύσει ή θα σε παρακινήσει; Απορρόφησε σαν σφουγγάρι την σοφία και τις συμβουλές των βιβλίων και σίγουρα θα γίνεις καλύτερος.

Οργάνωσε τις διακοπές σου

Και αν τα budget σου δεν αρκεί, κάντο για πλάκα. Σκέψου που θα ήθελες να πας, τι να επισκεφθείς στο συγκεκριμένο μέρος, τι να φας και που να μείνεις. Μην επικεντρώνεσαι στα εμπόδια. Επικεντρώσου στα όνειρά σου και πίστεψε σε αυτά και σίγουρα κάποια στιγμή θα γίνουν και πραγματικότητα.

Σε πιέζω άρα (δε) σ’ αγαπώ

Πολλές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να νιώθει βάρος κι αργότερα να μελαγχολεί. Έτσι, χωρίς κανέναν σπουδαίο λόγο. Χωρίς να έχει συμβεί κάτι. Κάτι τουλάχιστον έντονο, ξαφνικό και μεγάλο, που να δικαιολογεί αυτά τα σκαμπανεβάσματα της διάθεσης. Είναι κάτι απροσδιόριστο, όμως καταβάθος μπορεί και να γνωρίζουμε τι ακριβώς μας συμβαίνει κι εντοπίζεται στον τρόπο που επιδρά πάνω μας μια σχέση. Στην ουσία, στην πίεση που μπορεί να νιώθουμε από οποιαδήποτε μορφή σχέσης που υπάρχει και την αφήνουμε εκούσια ή ακούσια να μας εξουσιάζει.

Υπάρχουν πολλές μορφές πίεσης. Ανάλογα με την περίοδο που εμείς βρισκόμαστε, γίνονται περισσότερο ή λιγότερο ανεκτές. Ορισμένοι άνθρωποι είμαστε φτιαγμένοι να λειτουργούμε υπό πίεση. Μερικοί δε, λειτουργούμε ακόμη καλύτερα όταν πιεζόμαστε. Προθεσμίες, ημερομηνίες, παραγωγικό χάος στη δουλειά, καριέρα, ηγεσία. Μέχρι να περάσουμε στον μικρόκοσμο των διαπροσωπικών σχέσεων

Όταν είμαστε ερωτευμένοι με τον άνθρωπό μας, η οποιαδήποτε μορφή πίεσης, έχει διαδοθεί στις συνειδήσεις πως μπορεί να λειτουργήσει ακόμη κι αφροδισιακά- ασχέτως ότι κάτι τέτοιο μπορεί να είναι από ψυχολογική βία ως και δείγμα ψυχικής αστάθειας. Μπορεί να εξιτάρει τον εγκέφαλό μας και να τη θεωρήσουμε μια μορφή ενδιαφέροντος χωρίς προηγούμενο. Εκεί που αρχίζει ουσιαστικά και ξετυλίγεται το νήμα, είναι όταν αντιληφθούμε πως η πίεση, είναι πίεση και δεν έχει γαρνιτούρες.

Η πίεση ποτέ δεν είναι συνειδητή επιλογή. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να πιεζόμαστε. Αρχίζουμε να νιώθουμε βάρος, κούραση κι άγχος εξαιτίας του ότι μπαίνουμε στη διαδικασία να μη στεναχωρήσουμε ή απογοητεύσουμε κάποιον, υπομένοντας μια συμπεριφορά και προσαρμόζοντάς την στην καθημερινότητά μας. Το ακόμη χειρότερο, συμβαίνει όταν προσπαθούμε κιόλας να μην καταλάβει ο άνθρωπός μας ότι μας πιέζει. Αντ’ αυτού καταβάλλουμε περισσότερο κόπο, κάνοντάς τον να πιστέψει ότι είμαστε οκ με μια κατάσταση που λίγο-λίγο μας εξουθενώνει.

Είναι απαραίτητο, όμως, σε οποιαδήποτε σχέση, να θέλεις να κάνεις πράγματα, όχι γιατί στα επιβάλει κάποιος, αλλά επειδή στα εμπνέει. Έτσι απλά, γιατί θέλεις να τον ευχαριστήσεις. Έτσι απλά, γιατί μέσω αυτού θα ευχαριστηθείς και εσύ. Είναι πολύ βλαβερό να κάνεις πράγματα, από την άλλη, για να γλιτώσεις την γκρίνια ή τους τσακωμούς με τη σχέση σου- πόσω μάλλον γιατί φοβάσαι ότι θα τη χάσεις. Να προσπαθείς να προλάβεις δηλαδή δυσάρεστες καταστάσεις προκειμένου να μην αισθανθείς απόρριψη.

Το σίγουρο είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να λειτουργήσει υπό πίεση για ένα πολύ συγκεκριμένο διάστημα. Ευτυχώς, η φύση έχει φροντίσει από μόνη της να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όταν η κατάσταση ξεφεύγει, με συμπτώματα όπως η ημικρανία, το τρέμουλο, η αϋπνία, το φάγωμα των νυχιών, ο τριγμός στα δόντια, οι δερματίτιδες και πάει λέγοντας. Το θέμα είναι να μη φτάσεις το σώμα σου σε σημείο να σου επιτεθεί, για να καταλάβεις πως πιέζεσαι.

Όταν η ζωή λοιπόν σε φέρει στο σημείο να νιώθεις αισθήματα φόβου και μιζέριας, μην το σκεφτείς δεύτερη φορά. Σίγουρα νιώθεις πίεση γιατί δε σε αφήνεις να ζήσεις όπως θέλεις. Τότε είναι που πρέπει να φύγεις μακριά απ’ ό,τι σε κάνει να μην είσαι ο εαυτός σου, μα κυρίως σε κάνει να μην ενεργείς όπως αυτόβουλα θα ενεργούσες, αν δεν επηρεαζόσουν και δη, πιεζόσουν από κανέναν. Γιατί η αγάπη, πρέπει να υπάρχει χωρίς πίεση. Αλλιώς, δεν είναι αγάπη.

Νίτσε: Να μην σκέφτεσαι πια τον εαυτό σου

Θα έπρεπε να σκεφτούμε σοβαρά: γιατί πηδούμε στο νερό για να ανασύρου­με κάποιον που βλέπουμε να πνίγεται, ενώ δεν τρέφουμε κα­μιά συμπάθεια γι' αυτόν;

Από έλεος: εδώ δεν σκέφτεσαι πια παρά τον πλησίον σου, - απαντά ο παραλογισμός. Η αλήθεια είναι ότι στον οίκτο, - εννοώ σ' αυτό που συνήθως αποκαλούμε εσφαλμένα οίκτο - δεν σκεπτόμαστε πια τον εαυτό μας συ­νειδητά, αλλά τον σκεφτόμαστε πολύ έντονα με ασυνείδητο τρόπο, όπως όταν το πόδι μας γλιστρά και κάνουμε ασυνείδη­τα τις αντίθετες κινήσεις που αποκαθιστούν την ισορροπία μας, χρησιμοποιώντας καταφανώς όλη μας τη λογική.

Το ατύ­χημα ενός άλλου προσώπου μας προσβάλλει γιατί μας κάνει να νιώσουμε την αδυναμία μας, ίσως και τη δειλία μας, αν δεν τον βοηθήσουμε. Ή μάλλον αυτό προκαλεί ήδη από μόνο του μείωση της τιμής μας μπροστά στους άλλους ή και στον ίδιο τον εαυτό μας.

Ακόμη περισσότερο βρίσκουμε στο ατύχημα και στον πόνο ένα σήμα κινδύνου που παραμονεύει για μας. Και ήδη αυτές οι ενδείξεις της ανθρώπινης αβεβαιότητας και αδυ­ναμίας μπορούν να μας προκαλέσουν οδυνηρές συνέπειες. Απωθούμε αυτό το είδος αθλιότητας και προσβολής και απα­ντούμε σ' αυτό με μια πράξη συμπόνιας που μπορεί να κρύβει μια λεπτή άμυνα και ακόμη μια εκδίκηση.

Μαντεύει κανείς ότι στο βάθος σκεφτόμαστε πολύ τον εαυτό μας, όταν βλέπουμε την απόφαση που παίρνουμε σε όλες τις περιπτώσεις όπου μπο­ρούμε να αποφύγουμε το θέαμα του άλλου που πάσχει, που στερείται, που οδύρεται: αποφασίζουμε να μην το αποφύγου­με όταν μπορούμε να το πλησιάζουμε ως άνθρωποι δυνατοί και συμπονετικοί, σίγουροι για την επιδοκιμασία, θέλοντας να νιώσουμε την αντίθεση της δικής μας ευτυχίας, ή καλύτερα ελ­πίζοντας να διασκεδάσουμε την πλήξη μας.

Οδηγούμε στην παραπλάνηση όταν αποκαλούμε οίκτο (Mitleid) την οδύνη (Leid) που μας προκαλεί ένα τέτοιο θέαμα και που μπορεί να είναι πολύ ποικιλόμορφο, επειδή σε κάθε περίπτωση, είναι μια οδύνη από την οποία λυτρώνεται αυτός που υποφέρει μπρο­στά μας: αυτό είναι δικό μας, όπως εκείνου είναι δικός του ο πόνος του.

Όταν λοιπόν επιδιδόμαστε σε συμπονετικές πρά­ξεις, απαλλασσόμαστε μόνο από τον προσωπικό πόνο. Ωστό­σο, δεν ενεργούμε ποτέ έτσι από ένα μόνο κίνητρο: όπως είναι βέβαιο ότι θέλουμε να λυτρωθούμε από ένα πόνο, το ίδιο βέ­βαιο είναι ότι, για την ενέργεια, υποχωρούμε σε μια παρόρμηση ευχαρίστησης - και η ευχαρίστηση προκαλείται από το θέα­μα μιας κατάστασης αντίθετης με τη δική μας, επειδή η σκέψη της δύναμης να βοηθούμε μόνο αν θέλουμε, αποσκοπεί σε επαίνους και σε αναγνώριση στην περίπτωση που θα βοηθού­σαμε, με την πράξη της ίδιας της βοήθειας, εφόσον η πράξη πετυχαίνει (και όπως πετυχαίνει προοδευτικά, προκαλεί από μόνη της χαρά στον εκτελεστή της), αλλά κυρίως από το αί­σθημα ότι η παρέμβασή μας θέτει ένα όρο σε μια εξοργιστική αδικία (η εκτόνωση της οργής αρκεί ήδη για να ανακουφίσει).

Όλα αυτά μαζί με πολλά ακόμη λεπτότερα στοιχεία, είναι «οί­κτος» («Mitleid»): -πόσο αδέξια επιτίθεται η γλώσσα μας μ' αυ­τή τη λέξη για ένα τόσο περίπλοκο οργανισμό! - Το ότι, αντίθε­τα, η συμπόνια είναι ταυτόσημη με την οδύνη που την προκα­λεί η θέα της, ή το ότι έχει γι' αυτό μια ιδιαίτερα διεισδυτική και ευαίσθητη κατανόηση - αυτά αντιτίθενται στην εμπειρία, κι εκείνος που έχει εγκωμιάσει τον οίκτο μ' αυτές τις δύο σχέ­σεις, στερείται αρκετής πείρας στο ηθικό πεδίο.

Γι' αυτό μου εγείρονται αμφιβολίες όταν διαβάζω τα απίστευτα πράγματα που αναφέρει ο Σοπενχάουερ για την ηθική: αυτός που θα ήθε­λε με όλα αυτά να μας πείσει να πιστέψουμε στην μεγάλη και­νοτομία της εφεύρεσής του, ότι δηλαδή ο οίκτος - αυτός ο οί­κτος που παρατηρεί τόσο επιπόλαια και που περιγράφει τόσο αδέξια - είναι η πηγή κάθε ηθικής πράξης για το παρόν και για το μέλλον - ακριβώς εξαιτίας των ικανοτήτων που αυτός πρώ­τος επινόησε γι' αυτόν.

Στο κάτω- κάτω, τι ξεχωρίζει τα άτομα χωρίς έλεος από τα συμπονετικά άτομα;

Πριν απ' όλα -για να δώσουμε ακόμη ένα σκίτσο με αδρές γραμμές- δεν έχουν την ευερέθιστη φαντασία που προκαλεί ο φόβος, ούτε την επιδεξιότητα να προαισθάνονται τον κίνδυνο. Έτσι, η ματαιοδοξία τους πληγώνεται πιο αργά αν γίνει κάτι που θα μπορούσαν να το είχαν αποφύγει (για να διαφυλαχτεί η περηφάνια τους, τους προστάζει να μην αναμιχτούν ανώφελα σε υποθέσεις των άλ­λων, και μάλιστα, εφόσον ενεργούν έτσι, τους αρέσει να βοη­θά ο καθένας τον εαυτό του και να παίζει με τα δικά του χαρ­τιά) . Επιπλέον, έχουν συνηθίσει γενικά να υπομένουν περισσό­τερα βάσανα απ' όσο οι συμπονετικοί άνθρωποι, και δεν τους φαίνεται άδικο να υποφέρουν οι άλλοι εφόσον έχουν υποφέ­ρει κι αυτοί οι ίδιοι.

Στο κάτω-κάτω, το θέαμα των ευαίσθητων αισθημάτων τους προκαλεί τον ίδιο πόνο που προκαλεί το θέα­μα της στωικής απάθειας στους συμπονετικούς ανθρώπους. Κι έχουν για τις ευαίσθητες καρδιές περιφρονητικά λόγια και φοβούνται ότι το αρρενωπό πνεύμα τους και η ψύχραιμη ανδρεία τους κινδυνεύουν: μπροστά στους άλλους κρύβουν τα δάκρυά τους και όταν είναι μόνοι τους τα σφουγγίζουν οργι­σμένοι με τον ίδιο τους τον εαυτό.

Αυτοί ανήκουν σε ένα άλλο είδος εγωιστών από τους συμπονετικούς ανθρώπους. Αλλά με το να τους χαρακτηρίσουμε κακούς με διακριτική σημασία και να αποκαλέσουμε τα συμπονετικά άτομα καλούς, δεν σημαίνει τίποτα άλλο από μια ηθική της μόδας: ακριβώς όπως είχε η αντίθετη μόδα στην εποχή της, μια πολύ μακρόχρονη εποχή!

Νίτσε: Αυγή, Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις

Φοβάστε την Απόρριψη Επειδή Απορρίπτετε Εσείς οι Ίδιοι τον Εαυτό Σας

Αν, όταν ήσασταν παιδί, νιώθατε πως δεν ανταποκρινόντουσαν στα συναισθήματά σας, φοβάστε την απόρριψη και αυτό το αίσθημα καθορίζει τις αντιδράσεις σας. Ο φόβος της εγκατάλειψης είναι κυρίαρχος και κάθε φορά που μια συμπεριφορά πυροδοτεί αυτόν τον φόβο, οι αντιδράσεις σας είναι απρόβλεπτες.

Όταν οι άνθρωποι με τους οποίους σχετίζεστε, δεν συμφωνούν με σας ή ακολουθούν τις δικές τους επιθυμίες, δυσφορείτε, νομίζοντας ότι θα απομακρυνθούν από σας. Φοβάστε πως δεν σας θέλουν, πως δεν τους αρέσετε αρκετά. Ο πόνος που βιώσατε έχει γίνει φόβος.

Δυσκολεύεστε να κατανοήσετε τη διαφορετικότητα του άλλου ανθρώπου, δυσκολεύεστε να έρθετε σε επαφή με τα δύσκολά του κομμάτια, παρόλο που δεν απειλούν αυτό που αισθάνεται για σας. Ενώ νιώθετε την ανταπόκρισή του, κάθε αρνητικό του στοιχείο το μεγαλοποιείτε, γιατί σας τρομάζει.

Ως παιδί κάνατε τα πάντα, ελπίζοντας πως έτσι θα είχατε την ανταπόκριση που χρειαζόσασταν. Μάθατε να λειτουργείτε τέλεια, μήπως και σας δοθεί αυτό που είχατε ανάγκη.

Κάθε ελάττωμα του ανθρώπου με τον οποίο σχετίζεστε, σας απομακρύνει από αυτήν την τελειότητα. Πως θα κερδίσετε την πολυπόθητη αποδοχή από εκείνους, αν έχετε ψεγάδια εσείς ή οι άνθρωποι με τους οποίους σχετίζεστε;

Αγάπη σημαίνει «αγαπώ το πληγωμένο κομμάτι του ανθρώπου μου όπως αγαπώ και εκείνο που με κάνει να νιώθω χαρά». Εσείς όμως αυτό το κομμάτι δεν το αντέχετε γιατί νιώθετε να επηρεάζει την εικόνα που θέλετε να διατηρήσετε, την εξάρτησή σας από πρόσωπα που έχετε ανάγκη την επιβεβαίωσή τους. Και όσο εξαρτάστε δεν μπορείτε να συνδεθείτε ειλικρινά με τον άνθρωπό σας. Λέτε πως ό,τι κάνετε το κάνετε γιατί νομίζετε πως σας απορρίπτει με τη στάση του, στην πραγματικότητα όμως είστε εσείς που απορρίπτετε.

Ένα μικρό παιδί μέσα σας, όλο παράπονο για αυτό που έχει υποστεί, διψά να το θέλει κάποιος με όλη την καρδιά του, με τρόπο όμως εγωιστικό και απόλυτο. Έτσι, κάθε φορά που δεν παίρνετε αυτό που θέλετε, με τον τρόπο που το θέλετε, λειτουργείτε επιθετικά, ίσως και λίγο άπληστα, από ανάγκη να πάρετε όσα δεν πήρατε.

Όταν ικανοποιείτε τις ανάγκες σας για αποδοχή και προσοχή, ανακουφίζετε το μικρό παιδί μέσα σας. Όταν αγκαλιάζετε τα συναισθήματά σας, τα συναισθήματα του μικρού παιδιού μέσα σας, νιώθετε ότι αξίζετε. Σας αποδέχεστε, χωρίς να επικρίνετε αυτό που είστε. Όταν δεν σας απορρίπτετε, δεν παρερμηνεύετε τις αδυναμίες των ανθρώπων σας ως έλλειψη ανταπόκρισης, ως απόρριψη.

Δεν πιέζετε τους άλλους ανθρώπους να σας δώσουν αυτά που θέλετε, γιατί, έχοντας επίγνωση της αξίας σας, τα κατακτάτε μόνοι σας. Συμφιλιώνεστε με τις αδυναμίες σας και μπορείτε να κατανοήσετε τις αδυναμίες των ανθρώπων σας. Αγκαλιάζετε κάθε πληγωμένο κομμάτι του εαυτού σας, κατανοείτε και νιώθετε κάθε πληγωμένο κομμάτι όσων αγαπάτε.

Όταν ηγείστε στα δικά σας θέλω, τολμάτε σε ό,τι επιθυμείτε, σε ό,τι σας κάνει να νιώθετε χαρά και ελευθερία. Δεν εξαρτάστε, αλλά ελεύθερος αναλαμβάνετε ό,τι αγαπάτε.

Πότε θα μεγαλώσεις;

Μεγαλώνεις όταν κατανοείς.

Όταν όλα πηγαίνουν στραβά και δεν έχει νόημα να γκρινιάζεις.

Μεγαλώνεις τη μέρα που δεν θα χτυπήσει το τηλέφωνο και κανείς δεν θα σε ρωτήσει αν είσαι καλά.

Μεγαλώνεις όταν σου λένε «Βγάλ' τα πέρα μόνος σου».

Όταν οι λογαριασμοί στο σπίτι δεν θα πληρωθούν μαγικά από άλλον, όταν σε παίρνουν από τις εισπρακτικές εταιρείες γιατί χρωστάς, και αναρωτιέσαι πώς θα τα βγάλεις πέρα.

Μεγαλώνεις όταν τα βγάζεις πέρα.

Μεγαλώνεις όταν απελπίζεσαι.

Όταν μένεις μόνος σου σε ένα σπίτι.

Όταν μάθεις να αποδέχεσαι τη φράση «δεν μπορείς να κάνεις τίποτα».

Όταν ξυπνάς μετά από μια νύχτα που έχασες το μυαλό σου, και είσαι ακόμα εκεί, έχοντας τα λογικά σου.

Μεγαλώνεις όταν αρρωσταίνεις.

Όταν περιμένουν από εσένα να βρεις τη λύση.

Όταν σε απογοητεύουν οι φίλοι, κι όταν μαθαίνεις να τους συγχωρείς.

Όταν χάνεις τα πιο κοντινά σου πρόσωπα.

Μεγαλώνεις όταν αγαπάς κάποιον περισσότερο κι από σένα.

Μεγαλώνεις όταν χωρίζεις. Όταν χωρίζεις από τον άνθρωπο που αγαπάς περισσότερο κι από σένα.

Όταν καταλαβαίνεις πως οι άνθρωποι δεν σκέφτονται όπως εσύ.

Μεγαλώνεις όταν σε αδικούν στη δουλειά, όταν δεν αναγνωρίζουν τις ικανότητές σου.

Μεγαλώνεις όταν ό,τι καλό κάνεις θεωρείται αυτονόητο, αλλά ένα λάθος σου γίνεται ολόκληρο θέμα.

Μεγαλώνεις τη μέρα που δεν έχει καμία σημασία τι πιστεύεις εσύ για τα πράγματα, όταν συνειδητοποιείς πως η ζωή σου εκτός από τις δικές σου επιλογές επηρεάζεται από τις επιλογές των άλλων, τη σωστή στιγμή και την τύχη. Κυρίως αυτή.

Όταν το «νιώθω μόνος» γίνεται «την παλεύω».

Μεγαλώνεις όταν συνειδητοποιείς πως η αγάπη δεν αρκεί.

Και όταν συνειδητοποιείς πως η αγάπη αρκεί.

Όταν καταλαβαίνεις πως όλες αυτές οι απόλυτες φιλοσοφίες για τη ζωή δεν είναι τόσο απόλυτες, και ούτε τόσο σωστές.

Όταν καταλαβαίνεις πως τελικά, δεν ξέρεις τίποτα.

Μεγαλώνεις όταν πρέπει να προσέξεις έναν άλλον άνθρωπο.

Μεγαλώνεις όταν δεν έχεις κανένα να σε προσέχει.

Όταν πρέπει να προσέξεις τον εαυτό σου.

Λιαντίνης: Η ζωή μας είναι ένας τελεστήριος αγνισμός απάνου στη φλόγα της αρετής

«Το συντριβάνι του κόσμου είναι το θαύμα του απλού, που για να το βλέπουμε χρειαζόμαστε το καθαρό μάτι.

Και για να το ακούμε, πρέπει να κρατάμε έναυλα ώτα στην κουβέντα του Αϊνστάιν: Το πιο ακατανόητο πράγμα είναι ότι ο κόσμος είναι κατανοητός.»

«Την απόκρυψη και την καταφυγή από τον πανικό φόβο του θανάτου ο άνθρωπος την εβάφτισε θεούς και θρησκείες.

Και ζωή μετά θάνατο. Προπαντός αυτό.

Η πίστη στη ζωή μετά θάνατο είναι το σύστημα ανάρτησης, είναι η ραχοκοκαλιά όλων των θρησκειών.

Βρες μου μια θρησκεία, που ο ιδρυτής της να μην εστερέωσε το οικοδόμημα της απάνου στην θεμέλια πέτρα της πίστης για μια ζωή μετά θάνατο, κι εγώ θα σου δείξω πως η θρησκεία αυτή δεν έχει οπαδό ούτε τον ίδιο τον ιδρυτή της.»

«Κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν.

Ή, για να μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι γεννιέται ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του.»

«Και ο ρυθμός της φύσης είναι αθάνατος, γιατί δεν έχει μέσα του την ανοησία, την αδικία, την τυχαιότητα, τον εγωισμό και την τύφλα που έχει ο ρυθμός των κοινωνιών και της ιστορίας.

Όλα εκείνα τα άνθη του κακού, που ο Έγελος τα ‘βαλε στο βάζο της πρότασης : οι κοινωνίες είναι ένας απέραντος θίασος μεθυσμένων.»

«Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο.

Νέκυια σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη.

Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν υπάρχεις.

Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα, ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο.

Η ζωή σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας σου. Όχι άλλο.»

«Η ζωή μας είναι ένας τελεστήριος αγνισμός απάνου στη φλόγα της αρετής.»

«Η εμορφιά είναι δύναμη νόησης.

Η εμορφιά δεν είναι απλά καμπύλες, και χρώτας, και λίκνισμα, και λαιμός και μαλλιά.

Η εμορφιά είναι δαιμονική κυριαρχία στον περίγυρο απο αιτίες απροσδιόριστες.

Είναι το “αμήχανον κάλος” που λέει ο Πλάτων.»

Δ. Λιαντίνη, Γκέμμα

Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει

Για να είμαστε ικανοποιημένοι με τον εαυτό μας, σύμφωνα με τον Τζέιμς, δεν είναι απαραίτητο να πετυχαίνουμε επί παντός επιστητού. Οι δε αποτυχίες μας δεν είναι πάντα ταπεινωτικές- ταπείνωση νιώθουμε μόνο όταν αδυνατούμε να κατορθώσουμε τα επιτεύγματα εκείνα, στα οποία προηγουμένως έχουμε επενδύσει όλη την περηφάνια και την αξιοσύνη μας. Οι στόχοι μας, λοιπόν, καθορίζουν τι ερμηνεύουμε ως θρίαμβο και τι αναγκαζόμαστε να θεωρήσουμε αποτυχία. Ο Τζέιμς, καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ, αντλούσε περηφάνια από το ότι ήταν διακεκριμένος ψυχολόγος. Επομένως, αν μάθαινε ότι κάποιοι γνώριζαν για την ψυχολογία περισσότερα απ’ όσα εκείνος, ομολογούσε ότι θα αισθανόταν φθόνο και ντροπή.

Επειδή όμως του ήταν αδιάφορα τα αρχαία ελληνικά, δεν τον πείραζε ότι άλλοι μπορούσαν να μεταφράζουν ολόκληρο το Συμπόσίον, ενώ αυτός δεν καταλάβαινε ούτε την πρώτη αράδα.

«Άνευ εγχειρήματος δεν υφίσταται αποτυχία, άνευ δε αποτυχίας δεν υφίσταται ταπείνωσις. Επομένως η αυτοεκτίμησις μας εις τον κόσμο αυτόν εξαρτάται απολύτως από το τι ωθούμε τον εαυτό μας να είναι και να πράττει. Προκύπτει από τον λόγον του τι είμεθα επί του παρόντος ως προς αυτά που δυνητικά είμεθα:

Αυτοεκτίμησις = Επιτυχία / Φιλοδοξίες

Η εξίσωση του Τζέιμς δείχνει καθαρά πώς με κάθε αύξηση των προσδοκιών μας επαυξάνεται ο κίνδυνος που διατρέχουμε να ταπεινωθούμε. Επομένως, η ευτυχία μας επηρεάζεται σε κρίσιμο βαθμό από το τι έχουμε φτάσει να θεωρούμε “φυσικό” κι αναμενόμενο. Γι’ αυτό , εξάλλου, ελάχιστα βάσανα είναι εφάμιλλα με το μαρτύριο της ξεπεσμένης ντίβας, του πολιτικού που δεν έχει πέραση ή, όπως θα μπορούσε να είχε σχολιάσει ο Τοκβίλ, του αποτυχημένου Αμερικανού.

Η εξίσωση αυτή, ωστόσο, υπαινίσσεται και δύο ελιγμούς με τους οποίους μπορούμε να αυξήσουμε την αυτοεκτίμησή μας. Από τη μια πλευρά, να προσπαθήσουμε για περισσότερες επιτυχίες κι από την άλλη, να μειώσουμε το πλήθος αυτών που θέλουμε να επιτύχουμε. Ο Τζέιμς μίλησε αναλυτικά για τα πλεονεκτήματα της δεύτερης προσέγγισης:

“Η παραίτησις από τις φιλοδοξίες μάς παρέχει πλήρη ανακούφισιν όσο και η εκπλήρωσίς του. Είναι παράξενο πόσο αλαφρώνει η καρδία μας όταν αποδεχόμεθα καλή τη πίστη ότι ουδέν είμεθα σε έναν συγκεκριμένο τομέα. Πόσο ευχάριστη η ημέρα κατά την οποία παύουμε να πασχίζουμε να διατηρηθούμε νέοι και λυγεροί. “Δόξα τω Θεώ!¨- αναφωνούμε – “χάθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις”. Οιαδήποτε προσθήκη εις τον εαυτόν είναι και άχθος εκτός από καύχος”.

Δυστυχώς όμως για την αυτοεκτίμησή μας οι δυτικές κοινωνίες δε φημίζονται ως αρωγοί μιας στάσης παραίτησης από τις βλέψεις μας – δεν επιτρέπουν να δεχτούμε “καλή τη πίστη” ότι γεράσαμε, ότι παχύναμε, πόσο μάλλον ότι είμαστε φτωχοί και αφανείς. Η διάθεση που επικρατεί σε αυτές μας ωθεί να επενδύουμε όλο μας το είναι σε δραστηριότητες και σε αποκτήματα που δε θα περνούσαν καν από το νου των προγόνων μας. Σύμφωνα με την εξίσωση του Τζέιμς, οι δυτικές κοινωνίες πολλαπλασιάζοντας τις φιλοδοξίες μας, το καθιστούν σχεδόν ανέφικτο να διατηρούμε σε ικανοποιητικό βαθμό την αυτοεκτίμησή μας.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Αλλά για τους φλύαρους αυτό είναι πολύ δύσκολο· επιθυμούν ακροατές, αλλά δεν μπορούν να τους βρουν

ΠΕΡΙ ΑΔΟΛΕΣΧΙΑΣ (ΦΛΥΑΡΙΑΣ)

Αν όμως είμαστε αποφασισμένοι να μην αφήσουμε τίποτε αχρησιμοποίητο, ας πούμε στον φλύαρο: “Σώπα, παιδί μου· πολλά καλά βρίσκονται στη σιωπή”, κι ανάμεσά τους δύο πρώτα και μεγαλύτερα, το ν’ ακούς και ν’ ακούγεσαι· κανένα από τα δύο δεν μπορεί να εμφανιστεί στους φλύαρους, αλλά ακόμα και σ’ αυτό που επιθυμούν ιδιαίτερα αποτυγχάνουν οικτρά.

Άλλες αρρώστιες της ψυχής, όπως η φιλαργυρία, η φιλοδοξία και η φιληδονία, έχουν τουλάχιστον την πιθανότητα να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους, αλλά για τους φλύαρους αυτό είναι πολύ δύσκολο· επιθυμούν ακροατές, αλλά δεν μπορούν να τους βρουν, αφού όλοι φεύγουν προτροπάδην· αν κάθονται κάποιοι σε δημόσιο χώρο ή κάνουν περίπατο στο περιστύλιο του γυμναστηρίου και δουν κάποιον φλύαρο να πλησιάζει, δίνουν με μιας ο ένας στον άλλον σύνθημα να τα μαζεύουν.

Και όπως ακριβώς όταν γίνεται σιωπή σε κάποια συγκέντρωση λένε πως ήρθε στην παρέα ο Ερμής, έτσι και όταν κάποιος φλύαρος μπει σε συμπόσιο ή συγκέντρωση όλοι σωπαίνουν, μη θέλοντας να του δώσουν λαβή· αν αρχίσει από μόνος του ν’ ανοίγει το στόμα του, “όπως όταν ο βοριάς φυσάει το θαλασσόδαρτο ακρωτήρι πριν την καταιγίδα”, υποψιαζόμενοι ότι θ’ αρχίσει το ταρακούνημα και η ναυτία, σηκώνονται και φεύγουν. Έτσι, η μοίρα των φλύαρων είναι, όταν ταξιδεύουν σε ξηρά ή θάλασσα, να μη βρίσκουν εθελοντές ακροατές, ούτε ανάμεσα σ’ αυτούς που μοιράζονται το τραπέζι τους ή τη σκηνή τους αλλά μόνο εξαναγκασμένους· ο φλύαρος, άλλωστε, σε καταδιώκει παντού, σε γραπώνει από τα ρούχα, σε πιάνει από τα γένια, σε σκουντάει στα πλευρά.

Τότε τα πόδια σου αξίζουν πολύ, κατά τον Αρχίλοχο, και, μα τον Δία, κατά τον σοφό Αριστοτέλη επίσης.

Όταν, δηλαδή, κάποιος φλύαρος τον ενοχλούσε και τον είχε κάνει να πλήξει με ανόητες ιστορίες, επαναλαμβάνοντάς του κάθε τόσο: “ Δεν είναι εκπληκτικό, Αριστοτέλη;” “Δεν είναι εκπληκτικά αυτά που λες”, του είπε ο Αριστοτέλης, “πέρα από το γεγονός ότι κάποιος που έχει πόδια κάθεται και σε υπομένει”.

Σε κάποιον άλλον τέτοιου είδους, που του είπε μετά από μεγάλη φλυαρία: “Σε κούρασα, φιλόσοφε, με τα λόγια μου;” “Όχι, μα τον Δία”, απάντησε ο Αριστοτέλης, “δεν σε πρόσεχα”.

Πραγματικά, όταν μας μιλούν με το ζόρι οι φλύαροι, η ψυχή μας τους παραδίδει τ’ αυτιά για να τα κατακλύζουν απ’ έξω, αλλά η ίδια ξετυλίγει σκέψεις άλλου είδους και τις παρακολουθεί μόνη της. Για τούτο δεν είναι εύκολο για τους φλύαρους να εξασφαλίσουν ακροατές που είτε προσέχουν είτε πιστεύουν τα λόγια τους· όπως λένε, δηλαδή, ότι το σπέρμα των ανθρώπων που έχουν πολύ συχνά ερωτικές επαφές είναι άγονο, έτσι και ο λόγος των φλύαρων είναι χωρίς αποτέλεσμα και άκαρπος.

Όταν, μάλιστα, ο Νέστωρ του Σοφοκλή, προσπαθεί να κατευνάσει τον Αίαντα που χρησιμοποιεί τραχιά γλώσσα, λέει με λόγια που δείχνουν καλή γνώση των χαρακτήρων, δεν σε μέμφομαι· άσχημα τα λόγια σου αλλά οι πράξεις σου καλές· για τον φλύαρο, όμως, δεν νιώθουμε έτσι· αντίθετα, το άκαιρο των λόγων του καταστρέφει και ακυρώνει κάθε ευγνωμοσύνη για οποιαδήποτε πράξη.

Κάποτε ο Λυσίας έγραψε λόγο για κάποιον διάδικο και του τον έδωσε. Εκείνος τον διάβασε πολλές φορές και μετά πήγε στον Λυσία απελπισμένος λέγοντας πως την πρώτη φορά που τον διάβασε του φάνηκε υπέροχος αλλά όταν τον ξαναδιάβασε δεύτερη και τρίτη φορά του φάνηκε εντελώς ανιαρός και αναποτελεσματικός. “Και λοιπόν;” του είπε ο Λυσίας γελώντας, “μια φορά μόνο δεν θα τον πεις μπροστά στους δικαστές;”

Απ’ όσα λέγονται για τον ποιητή το κατ’ εξοχήν αληθινό είναι ότι μόνο ο Όμηρος γλίτωσε από τον εύκολο κορεσμό των ανθρώπων, επειδή είναι πάντα καινούργιος και η γοητεία του είναι ακμαία· παρά ταύτα, είπε και αναφώνησε το περίφημο τούτο για τον εαυτό του:

“δεν καταδέχομαι ν’ αφηγηθώ ξανά
μύθο που κάποτε ειπώθηκε καθαρά” (ΟΜΗΡΟΣ)

και φοβάται και αποφεύγει τον κορεσμό που ενεδρεύει για κάθε μύθο, οδηγώντας την ακοή από τη μια αφήγηση στην άλλη και πραΰνοντας με το καινούργιο τον κόρο που φέρνει.

Οι φλύαροι όμως κουράζουν τα αυτιά μας με τις επαναλήψεις των ίδιων λόγων, σαν να μαυρίζουν παλίμψηστα.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν

Ο άνθρωπος μια μέρα των ημερών, πρέπει να μάθει να χτίζει όνειρα, εκεί που οι ελπίδες τελειώνουν.

Τα πράγματα έχουν τη δική τους ζωή, φτάνει μόνο να ξυπνήσεις την ψυχή τους.

Αισθάνθηκε ξεχασμένος, όχι με την επανορθώσιμη λησμονιά της καρδιάς, αλλά με την σκληρή και αμετάκλητη λησμονιά του θανάτου.

Είχε πάει στον άλλο κόσμο, αλλά γύρισε γιατί δεν άντεξε την μοναξιά.

Έφτασε να υποκρίνεται με τόση αληθοφάνεια, ώστε κατέληξε να παρηγορείται με τα ίδια της τα ψέματα.

Στην πραγματικότητα δεν τον ενδιέφερε ο θάνατος, μόνο η ζωή και για αυτό το συναίσθημα που αισθάνθηκε , όταν απήγγειλαν την καταδίκη (σε θάνατο), δεν ήταν φόβος αλλά νοσταλγία.

Το μυστικό για τα καλά γηρατειά δεν ήταν τίποτε άλλο από μια τίμια συμφωνία με τη μοναξιά.

Δεν πεθαίνει κανείς όταν πρέπει, αλλά όταν μπορεί.

Ο άλλος πόλεμος, ο αιματοκυλισμένος είκοσι χρόνια, δεν τους είχε στοιχίσει τόσο όσο ο διαβρωτικός πόλεμος των αιώνιων αναβολών.

Ο κόσμος θα έχει γαμηθεί πέρα για πέρα τη μέρα που οι άνθρωποι θα ταξιδεύουν στην πρώτη θέση και η λογοτεχνία στο βαγόνι με τα εμπορεύματα.

Είχε φύγει μακριά της, προσπαθώντας να την βγάλει από το μυαλό του, όχι μόνο με την απόσταση, αλλά και με μια απερίσκεπτη ορμή, που οι σύντροφοι του έπαιρναν για τόλμη.

Αλλά όσο περισσότερο βούταγε την εικόνα της στη λάσπη του πολέμου τόσο περισσότερο ο πόλεμος έμοιαζε με την Αμαράντα.

Έτσι, είχε βασανιστεί στην εξορία, ψάχνοντας να βρεί τρόπο να τη σκοτώσει με τον ίδιο το θάνατο του.

Έσκαψε τόσο βαθιά στα αισθήματα του και αναζητώντας το συμφέρον, συνάντησε τον έρωτα, γιατί προσπαθώντας να την κάνει να τον αγαπήσει, κατέληξε να την αγαπήσει αυτός.

Τη συνάντησε στην εικόνα που πλημμύριζε την ίδια την τρομερή του μοναξιά.

Μετά από τόσα χρόνια θάνατο, ήταν τόση η λαχτάρα για τους ζωντανούς, τόσο πιεστική η ανάγκη για συντροφιά, τόσο τρομακτική η προσέγγιση σε εκείνον τον άλλο θάνατο που υπάρχει μέσα στο θάνατο, που ο Προυδένσιο Αγκιλάρ είχε φτάσει να αγαπήσει τον χειρότερο εχθρό του.

Richard Dawkins: Tα γονίδια είναι άκρως συνεργατικά … για τον εαυτό τους

Ο εγωιστικός συνεργάτης

Η αναζήτηση… και όχι κάποια προσδοκία ωφέλειας από τις ανακαλύψεις της, είναι η πρώτη αρχή που ωθεί την ανθρωπότητα στην μελέτη της Φιλοσοφίας, της επιστήμης που φιλοδοξεί να αποκαλύψει τις απόκρυφες σχέσεις που συνδυάζουν τις διάφορες εκφάνσεις της φύσεως. Άνταμ Σμιθ , “The History of Astronomy” (1795)

Οι συλλογές μεσαιωνικών μύθων για τα ζώα υπήρξαν η συνέχεια μιας προγενέστερης παράδοσης που χρησιμοποιεί τη φύση ως πηγή ηθοπλαστικών ιστοριών. Η ίδια αυτή παράδοση, στη σύγχρονη μορφή της για την ανάπτυξη των εξελικτικών ιδεών, αποτελεί τη βάση μιας από τις πιο σκανδαλώδεις μορφές κακής ποιητικής επιστήμης.

Αναφέρομαι στην ψευδαίσθηση ότι υπάρχει μια απλή αντίθεση μεταξύ κακού και καλού, κοινωνικού και αντικοινωνικού, εγωιστικού και αλτρουιστικού, σκληρού και ήπιου· ότι αυτά τα δυαδικά ζεύγη αντιθέτων αντιστοιχούν όλα στα άλλα ζεύγη και ότι η ιστορία της εξελικτικής διαμάχης σχετικά με την κοινωνία περιγράφεται από την κίνηση ενός εκκρεμούς που ταλαντεύεται διαρκώς πέρα δώθε ανάμεσα σε αυτά τα αντίθετα.

Δεν αρνούμαι ότι εδώ γύρω υπάρχουν ενδιαφέροντα θέματα συζήτησης. Αυτό που κατακρίνω είναι η «ποιητική» ιδέα ότι υπάρχει μοναδική συνέχεια και ότι άξια λόγου επιχειρήματα πρέπει να υπάρχουν μεταξύ πλεονεκτικών σημείων κατά μήκος της. Για να επικαλεσθώ και πάλι τους βροχοποιούς, δεν υπάρχει μεγαλύτερη σύνδεση μεταξύ εγωιστικού γονιδίου και εγωιστή ανθρώπου, απ’ ό,τι μεταξύ βράχου και νέφους βροχής.

Για να εξηγήσω την ποιητική συνέχεια την οποία κατακρίνω, μπορώ να δανειστώ το στίχο ενός αληθινού ποιητή, του Τένισον, «Φύση, με νύχια και με δόντια κόκκινα», που προέρχεται από το In Memonam (1850), το οποίο γενικώς θεωρείται ότι εμπνεύσθηκε από την Καταγωγή των ειδών, αλλά που στην πραγματικότητα δημοσιεύθηκε εννέα χρόνια νωρίτερα.

Στο ένα άκρο της ποιητικής συνέχειας υποτίθεται ότι βρίσκονται ο Τόμας Χομπς, ο Άνταμ Σμιθ, ο Κάρολος Δαρβίνος, ο Τ. X. Χάξλεχ και όλοι εκείνοι που, όπως ο διακεκριμένος Αμερικανός ειδικός της εξέλιξης Τζορτζ Ουίλιαμς και οι σημερινοί υπέρμαχοι του «εγωιστικού γονιδίου», δίνουν έμφαση στο ότι η φύση πραγματικά έχει τα νύχια και τα δόντια κόκκινα.

Στο άλλο άκρο της συνέχειας βρίσκεται ο πρίγκιπας Πιότρ Κροπότκιν (Peter Kropotkin), ο Ρώσος αναρχικός και συγγραφέας του βιβλίου Mutual Aid (1902), η αφελής αλλά τεράστιας επιρροής Αμερικανίδα ανθρωπολόγος Μάργκαρετ Μιντ (Margaret Mead) και σήμερα πληθώρα συγγραφέων που αντιδρούν αγανακτισμένα στην ιδέα ότι η φύση είναι εγωιστική από γενετικής απόψεως, με αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο τον Φρανς ντε Βάαλ (Frans de Waal), συγγραφέα του βιβλίου Good Natured (1996).

Ο ντε Βαλ, ένας ειδικός στους χιμπαντζήδες, που είναι κατανοητό ότι αγαπά τα ζώα του, θλίβεται από αυτό που εσφαλμένος βλέπει ως νεοδαρβινική τάση, να τονίζει κανείς την «κακία του πιθηκίσιου παρελθόντος μας». Ορισμένοι από εκείνους που μοιράζονται τη ρομαντική του ψευδαίσθηση, άρχισαν πρόσφατα να συμπαθούν τον πυγμαίο χιμπαντζή του είδους Bonobo, ως ένα πιο καλοκάγαθο πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς.

Εκεί που οι κοινοί χιμπαντζήδες συχνά καταφεύγουν στη βία, μέχρι και στον κανιβαλισμό, οι Bonobo έχουν ως απάντηση το σεξ. Φαίνεται να συνουσιάζονται με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς και με κάθε ευκαιρία. Εκεί που εμείς θα δίναμε χειραψία, εκείνοι συνουσιάζονται. Το σύνθημά τους είναι «κάντε έρωτα, όχι πόλεμο». Η Μάργκαρετ Μιντ θα ενθουσιαζόταν μαζί τους. Ωστόσο, η ίδια η ιδέα τού να πάρει κανείς παράδειγμα τα ζώα ως πρότυπα συμπεριφοράς, όπως συμβαίνει στις συλλογές μεσαιωνικών μύθων, είναι δείγμα κακής ποιητικής επιστήμης. Τα ζώα δεν βρίσκονται εδώ για να γίνουν πρότυπα συμπεριφοράς, βρίσκονται εδώ για να επιβιώσουν και για να αναπαραχθούν.

Οι ηθικολόγοι θιασώτες των Bonobo έχουν την τάση να συνδυάζουν αυτό το λάθος με μια συνολική εξελικτική ανακρίβεια. Πιθανώς λόγω του ισχυρού «παράγοντα καλοσύνης» που τους χαρακτηρίζει, οι Bonobo θεωρούνται συχνά ως πιο στενοί πρόγονοί μας απ’ ό,τι οι κοινοί χιμπαντζήδες. Αυτό όμως δεν μπορεί να ισχύει εφόσον δεχόμαστε, όπως όλοι κάνουν, ότι οι Bonobo και οι κοινοί χιμπαντζήδες έχουν μεγαλύτερη σχέση μεταξύ τους παρά καθένας τους χωριστά με τον άνθρωπο.

Δεν απαιτείται τίποτε άλλο, εκτός από αυτή την απλή και αδιαμφισβήτητη προϋπόθεση, για να συμπεράνει κανείς ότι τόσο οι Bonobo όσο και οι κοινοί χιμπαντζήδες έχουν ακριβούς την ίδια κοντινή συγγένεια με εμάς. Συνδέονται με εμάς μέσω ενός κοινού δικού τους προγόνου, και όχι δικού μας. Ενδέχεται να μοιάζουμε σε ένα από τα δύο είδη λίγο περισσότερο για ορισμένα πράγματα (και είναι πολύ πιθανό να μοιάζουμε στο άλλο είδος για κάποια άλλα πράγματα), αλλά τέτοιες συγκρίσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να είναι κρίσεις που αντικατοπτρίζουν σκέψεις πάνω στη διαφορική εξελικτική συγγένεια.

Το βιβλίο του ντε Βάαλ βρίθει ανεκδοτικών αποδείξεων (που δεν θα έπρεπε να εντυπωσιάζουν κανέναν) ότι τα ζώα είναι πολλές φορές ευγενικά μεταξύ τους, ότι συνεργάζονται για το κοινό καλό, ότι φροντίζουν για την αμοιβαία ευημερία, ότι παρηγορούν το ένα το άλλο όταν βρίσκονται σε δύσκολη θέση, ότι μοιράζονται την τροφή και ότι κάνουν κι άλλα συγκινητικά καλά πράγματα.

Έχω και είχα πάντοτε τη θέση ότι, στο μεγαλύτερο μέρος της, η ζωική φύση είναι πράγματι αλτρουιστική, συνεργατική, ότι μάλιστα χαρακτηρίζεται από καλοπροαίρετα υποκειμενικά συναισθήματα, αλλά ότι αυτά μάλλον απορρέουν από τον εγωισμό στο γενετικό επίπεδο παρά αντίκεινται σ’ αυτόν. Τα ζώα είναι κάποτε φιλικά και κάποτε επικίνδυνα, δεδομένου ότι οποιαδήποτε από αυτές τις δύο συμπεριφορές μπορεί να υπηρετεί, σε διαφορετικές στιγμές, το ενδιαφέρον των γονιδίων για τον εαυτό τους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που αναφερόμαστε σε «εγωιστικά γονίδια» και όχι σε «εγωιστικούς χιμπαντζήδες». Οι αντιδράσεις που προβάλλονται από τον ντε Βάαλ και από άλλους, ότι δηλαδή υπάρχουν οι αντίπαλες παρατάξεις των βιολόγων οι οποίοι θεωρούν την ανθρώπινη και τη ζωική φύση ως θεμελιωδώς εγωιστική και εκείνων οι οποίοι την θεωρούν ως θεμελιωδώς «καλοκάγαθη», είναι ψευδείς αντιδράσεις -κακή ποίηση.

Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι ο αλτρουισμός στο επίπεδο του μεμονωμένου οργανισμού μπορεί να είναι τρόπος μέσω του οποίου τα εμπλεκόμενα γονίδια μεγιστοποιούν το ενδιαφέρον για τον εαυτό τους. Εντούτοις, δεν θέλω να επιμείνω σε πράγματα που έχω ήδη αναπτύξει σε προηγούμενα βιβλία, όπως το εγωιστικό γονίδιο.

Εκείνο που θέλω να τονίσω και πάλι από εκείνο το βιβλίο -κάτι το οποίο παρέβλεψαν οι επικριτές που φαίνεται ότι δεν διάβασαν παρά μόνο τον τίτλο- είναι η σημασία της έννοιας ότι τα γονίδια, αν και από μια πλευρά συμπεριφέρονται παντελώς εγωιστικά, συνεργάζονται ταυτόχρονα μεταξύ τους σχηματίζοντας συμμαχίες. Αν το θέλετε, αυτό είναι ποιητική επιστήμη, ελπίζω όμως να αποδείξω ότι είναι καλή ποιητική επιστήμη, η οποία μάλλον υποβοηθά την κατανόηση παρά την παρεμποδίζει. Θα κάνω το ίδιο με άλλα παραδείγματα στα υπόλοιπα κεφάλαια.

Το όραμα-κλειδί του δαρβινισμού μπορεί να εκφρασθεί με όρους της γενετικής. Τα γονίδια που υπάρχουν σε πολλά αντίγραφα στον πληθυσμό είναι εκείνα που έχουν την ικανότητα να παράγουν αντίγραφα, πράγμα που σημαίνει επίσης ότι έχουν την ικανότητα να επιβιώνουν.

Να επιβιώνουν όμως πού; Να επιβιώνουν σε μεμονωμένα σώματα, στο αρχέγονο περιβάλλον. Αυτό σημαίνει να επιβιώνουν στο περιβάλλον που τυπικά ταιριάζει στο είδος: στην έρημο οι καμήλες, στα δένδρα οι πίθηκοι, στα βαθιά νερά τα γιγάντια καλαμάρια, και πάει λέγοντας. Ο λόγος που μεμονωμένα σώματα είναι τόσο ικανά να επιβιώνουν στο περιβάλλον τους είναι κυρίως ότι έχουν δομηθεί από γονίδια που επέζησαν στο περιβάλλον αυτό επί πολλές γενιές, με τη μορφή αντιγράφων.

Οι έρημοι, τα παγόβουνα, οι θάλασσες και τα δάση δεν έχουν όμως σημασία, είναι απλώς μέρος της ιστορίας. Μια πολύ πιο σημαντική πλευρά του αρχέγονου περιβάλλοντος μέσα στο οποίο επέζησαν τα γονίδια, είναι τα άλλα γονίδια με τα οποία χρειάσθηκε να μοιρασθούν τη διαδοχή μεμονωμένων σωμάτων. Τα γονίδια που επιβιώνουν σε καμήλες περιλαμβάνουν, αυτό είναι βέβαιο, ορισμένα γονίδια που έχουν άριστες ικανότητες επιβίωσης στην έρημο, μπορεί μάλιστα να είναι και κοινά με τα αντίστοιχα γονίδια των αρουραίων και των αλεπούδων της ερήμου.

Έχει όμως πολύ μεγαλύτερη σημασία ότι τα επιτυχημένα γονίδια θα είναι εκείνα που έχουν αυξημένη ικανότητα να επιβιώνουν σε ένα περιβάλλον το οποίο αποτελείται από τα άλλα τυπικά γονίδια του είδους. Επομένως, τα γονίδια ενός είδους έχουν επιλεγεί ως προς την ικανότητά τους να συνεργάζονται μεταξύ τους. Η γενετική συνεργασία, ως καλή επιστημονική ποίηση εκεί που η παγκόσμια συνεργία δεν είναι, θα αποτελέσει το αντικείμενο αυτού του κεφαλαίου.

Το ακόλουθο γεγονός συχνά γίνεται αντικείμενο παρανόησης. Δεν είναι τα γονίδια του κάθε μεμονωμένου ατόμου που συνεργάζονται ιδιαίτερα καλά μεταξύ τους. Τα συγκεκριμένα γονίδια δεν έχουν βρεθεί μαζί ποτέ στο παρελθόν με το δεδομένο συνδυασμό, αφού το κάθε γονιδίωμα ενός είδους που αναπαράγεται με φυλετικό τρόπο είναι μοναδικό (με τη συνήθη εξαίρεση των ομοίων διδύμων). Είναι τα γονίδια του είδους γενικώς που συνεργάζονται μεταξύ τους, επειδή συνευρίσκονται πολλές φορές στο στενό κοινό ενδοκυτταρικό περιβάλλον, αν και πάντοτε σε διαφορετικούς συνδυασμούς. Η συνεργασία μεταξύ τους έγκειται στο ότι κατασκευάζουν άτομα του ιδίου γενικού τύπου με το συγκεκριμένο άτομο.

Δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να περιμένει κανείς ότι τα γονίδια κάποιου μεμονωμένου ατόμου θα έχουν ειδικές ικανότητες να συνεργάζονται το ένα με το άλλο αν συγκριθούν με οποιαδήποτε άλλα γονίδια του ιδίου είδους. Το ποιους συγκεκριμένους συνεργάτες τους επέλεξε γι’ αυτά η κλήρωση της φυλετικής αναπαραγωγής από τη γενετική δεξαμενή του συγκεκριμένου είδους, είναι κυρίως θέμα τύχης.

Τα άτομα που διαθέτουν δυσμενείς συνδυασμούς γονιδίων έχουν την τάση να πεθάνουν. Τα άτομα με ευνοϊκούς συνδυασμούς έχουν την τάση να κληροδοτήσουν τα γονίδια αυτά στις μελλοντικές γενιές. Μακροπρόθεσμα όμως, δεν μεταβιβάζονται οι ίδιοι οι ευνοϊκοί συνδυασμοί. Η φυλετική ανακατανομή μεριμνά για αυτό. Εκείνο που μεταβιβάζεται όμως είναι τα γονίδια που είναι μάλλον ικανά να σχηματίζουν ευνοϊκούς συνδυασμούς με τα άλλα γονίδια που είναι διαθέσιμα στη γενετική δεξαμενή του είδους. Με την πάροδο των γενεών, οποιαδήποτε και αν είναι η ικανότητα των γονιδίων που επιβιώνουν, αυτά θα είναι ικανά και στο να συνεργάζονται με τα άλλα γονίδια του είδους.

Απ’ όσο γνωρίζουμε, συγκεκριμένα γονίδια καμήλας μπορεί να είναι ικανά να συνεργασθούν με συγκεκριμένα γονίδια κυναίλουρου. Ποτέ όμως δεν τους ζητείται κάτι τέτοιο. Πιθανώς τα γονίδια των θηλαστικών να έχουν μεγαλύτερη ικανότητα συνεργασίας με άλλα γονίδια θηλαστικών απ’ ό,τι με γονίδια πτηνών. Η σκέψη αυτή όμως πρέπει να παραμείνει υποθετική, αφού ένα από τα χαρακτηριστικά της ζωής στον πλανήτη μας, αν εξαιρέσει κανείς τα προϊόντα της γενετικής μηχανικής, είναι ότι τα γονίδια αναμειγνύονται αποκλειστικά και μόνο εντός του είδους.

Τα υβρίδια αποτελούν υποδεέστερες εκδόσεις τέτοιων θεωρήσεων, που μπορούμε όμως να τις ελέγξουμε. Τα υβρίδια μεταξύ διαφορετικών ειδών, όταν υπάρχουν, επιβιώνουν συνήθως λιγότερο καλά, ή είναι λιγότερο γόνιμα, από τα καθαρόαιμα άτομα. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι, εν μέρει τουλάχιστον, η ασυμβατότητα μεταξύ των γονιδίων τους. Τα γονίδια του Είδους Α που λειτουργούν ικανοποιητικά στο γενετικό πλαίσιο ή «κλίμα» άλλων γονιδίων του Είδους Α, δεν λειτουργούν όταν μεταφυτεύονται στο Είδος Β και αντίστροφα. Παρόμοια αποτελέσματα παρατηρούνται ενίοτε όταν διασταυρώνονται και σχηματίζουν υβρίδια ποικιλίες ή φυλές εντός ενός είδους.

Αυτό το κατάλαβα για πρώτη φορά παρακολουθώντας διαλέξεις του εκλιπόντος Ε. Μπ. Φορντ (Ε. Β. Ford), του θρυλικού αυτού εστέτ της Οξφόρδης και εκκεντρικού ιδρυτή της σχολής των Οικολογικών Γενετιστών, η οποία σήμερα φθίνει.

Το μεγαλύτερο μέρος των ερευνών του Φορντ αφορούσε άγριους πληθυσμούς πεταλούδων και σκόρων. Ανάμεσά τους συγκαταλέγεται το μικρό κίτρινο λεπιδόπτερο Tnphaena comes. Αυτός ο σκόρος είναι συνήθως καστανοκίτρινος, υπάρχει όμως μια ποικιλία με το όνομα Tnphaena curtisii, που είναι μαυριδερή. Η ποικιλία curtisii δεν υπάρχει στην Αγγλία στη Σκοτία και στα Νησιά το είδος curtisii συνυπάρχει με το συνηθισμένο είδος comes. Το σκουρόχρωμο σχέδιο χρωμάτων του curtisii επικρατεί σχεδόν εντελώς του φυσιολογικού σχεδίου του comes. Ο όρος «επικρατεί» είναι τεχνικός, γι’ αυτό άλλωστε και δεν μπορώ να πω απλώς «κυριαρχεί». Ο όρος σημαίνει ότι τα υβρίδια μεταξύ των δύο ειδών μοιάζουν με το είδος curtisii έστω και αν φέρουν τα γονίδια αμφοτέρων των ειδών.

Ο Φορντ συνέλεξε δείγματα από τη νήσο Barra στις Έξω Εβρίδες, δυτικά της Σκοτίας, και από μία από τις νήσους Orkney, βορείως της Σκοτίας, καθώς και από την ενδοχώρα της Σκοτίας. Καθεμία από τις δύο νησιωτικές μορφές μοιάζει ακριβώς με το αντίθετό της στο άλλο νησί, ενώ το σκουρόχρωμο γονίδιο curtisii υπερισχύει και στα δύο νησιά, όπως και στην ενδοχώρα. Υπάρχουν άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι το γονίδιο curtisii είναι ακριβώς το ίδιο σε όλες τις τοποθεσίες.

Ενόψει όλων αυτών θα περίμενε κανείς, διασταυρώνοντας δείγματα από διαφορετικά νησιά, να εκφρασθεί το φυσιολογικό σχέδιο επικράτησης. Αυτό όμως δεν συμβαίνει, και αυτό είναι το ζήτημα. Ο Φορντ συνέλεξε άτομα από την Barra και τα διασταύρωσε με άτομα από την Orkney. Η επικράτηση του γονιδίου curtisii εξέλιπε εντελώς. Αντιθέτως, εμφανίσθηκε πλειάδα ενδιάμεσων μορφών στις οικογένειες υβριδίων, ακριβώς σαν να μην υπήρχε επικράτηση.

Αυτό που φαίνεται να συμβαίνει είναι το εξής. Το γονίδιο curtisii δεν κωδικοποιεί από μόνο του τον τύπο της χρωστικής ουσίας που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τους σκόρους. Η επικράτηση δεν είναι ποτέ αποκλειστική ιδιότητα ενός γονιδίου. Αντί γι’ αυτό, όπως συμβαίνει με κάθε άλλο γονίδιο, θα έπρεπε να θεωρούμε ότι το γονίδιο curtisii ασκεί τις επιδράσεις του μόνο στο πλαίσιο μιας σειράς άλλων γονιδίων, από τα οποία κάποια «ενεργοποιεί». Αυτή η σειρά άλλων γονιδίων είναι μέρος εκείνου που εννοώ με τον όρο «γενετικό πλαίσιο» ή «γενετικό κλίμα».

Θεωρητικά επομένως, οποιοδήποτε γονίδιο θα μπορούσε να ασκεί ριζικά διαφορετικές επιδράσεις σε διαφορετικά νησιά, παρουσία διαφορετικών σειρών άλλων γονιδίων. Στην περίπτωση των κίτρινων λεπιδοπτέρων του Φορντ τα πράγματα είναι λίγο πιο πολύπλοκα και πολύ διαφωτιστικά. Το γονίδιο curtisii είναι ένα «γονίδιο-διακόπτης» που φαίνεται να έχει την ίδια επίδραση και στις δύο νήσους Barra και Orkney, αλλά το επιτυγχάνει ενεργοποιώντας διαφορετικές σειρές γονιδίων στις διαφορετικές τοποθεσίες.

Το φαινόμενο αυτό δεν μπορεί να παρατηρηθεί παρά μόνον εάν διασταυρωθούν οι δύο πληθυσμοί. Το γονίδιο-διακόπτης curtisii βρίσκεται τότε σε ένα γενετικό κλίμα που δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά μείγμα των γονιδιακών συνδυασμών της Barra και της Orkney, με αποτέλεσμα να καταρρέει το σχέδιο χρωμάτων που θα μπορούσε να παράγει από μόνος του ο κάθε συνδυασμός.

Το ενδιαφέρον στην περίπτωση αυτή είναι ότι είτε το μείγμα Barra είτε το μείγμα Orkney μπορούν να συναρμολογήσουν το σχέδιο των χρωμάτων. Υπάρχουν περισσότεροι του ενός τρόποι να φθάσει κανείς στο ίδιο αποτέλεσμα. Και οι δύο τρόποι εμπλέκουν συνεργατικές σειρές γονιδίων, πρόκειται όμως για δύο διαφορετικές σειρές και τα μέλη της κάθε σειράς δεν συνεργάζονται καλά με την άλλη. Θεωρώ ότι αυτό αποτελεί πρότυπο του τι συχνά συμβαίνει με λειτουργικά γονίδια μέσα σε οποιαδήποτε δεξαμενή γονιδίων.

Στο Εγωιστικό γονίδιο, χρησιμοποίησα μια αναλογία με την κωπηλασία. Μια ομάδα οκτώ κωπηλατών χρειάζεται καλό συντονισμό. Οκτώ άνδρες που έχουν προπονηθεί μαζί μπορούν να ελπίζουν ότι θα λειτουργήσουν και καλά μαζί. Αν όμως αναμίξετε τέσσερις άνδρες μιας ομάδας με τέσσερις άνδρες μιας άλλης, εξίσου καλής ομάδας, δεν κολλάνε: η κωπηλασία τους αποσυντονίζεται. Αυτό είναι ανάλογο με την ανάμειξη δύο σειρών γονιδίων που λειτουργούσαν ικανοποιητικά όταν η καθεμιά τους βρισκόταν μαζί με τους προηγούμενους συντρόφους της, αλλά που ο συντονισμός τους κατέρρευσε όταν η καθεμιά τους αναγκάσθηκε να βρεθεί στο ξένο γενετικό κλίμα της άλλης.

Στο σημείο αυτό, πολλοί βιολόγοι παρασύρονται και λένε ότι η φυσική επιλογή πρέπει να λειτουργεί στο επίπεδο ολόκληρης της ενιαίας ομάδας, ολόκληρης της σειράς γονιδίων, ή ολόκληρου του οργανισμού του ατόμου. Έχουν δίκιο ότι ο κάθε οργανισμός είναι ιδιαίτερα σημαντική μονάδα στην ιεραρχία της ζωής. Και πράγματι εμφανίζει μοναδιαίες ιδιότητες. (Αυτό ισχύει λιγότερο για τα φυτά παρά για τα ζώα, τα οποία μάλλον έχουν σταθερά τμήματα, τακτικά διευθετημένα μέσα σε ένα περίβλημα με διακριτή μοναδιαία μορφή. Είναι συχνά πιο δύσκολο να ορίσει κανείς τα μεμονωμένα φυτά, καθώς αυτά φύονται άτακτα και πολλαπλασιάζονται με βλαστητική αναπαραγωγή, μέσα από χωράφια και χαμόκλαδα.)

Ωστόσο, όσο και διακριτό και μοναδιαίο να είναι ένα ζώο, όπως, ας πούμε, ένας μεμονωμένος λύκος, ή ένας βούβαλος, το περίβλημα είναι και παροδικό και μοναδικό. Οι βούβαλοι που ευημερούν δεν αναπαράγονται γύρω-γύρω στον κόσμο με τη μορφή πολλαπλών αντιγράφων, αντιγράφουν τα γονίδιά τους. Η αληθινή μονάδα της φυσικής επιλογής πρέπει να είναι μια μονάδα για την οποία να μπορεί κανείς να πει ότι έχει συχνότητα. Συχνότητα που αυξάνεται όταν ο τύπος της ευημερεί και που μειώνεται όταν ο τύπος της φθίνει.

Αυτό ακριβώς είναι που μπορεί να πει κανείς για τα γονίδια που βρίσκονται σε γονιδιακές δεξαμενές. Δεν μπορείτε όμως να πείτε το ίδιο και για μεμονωμένους βούβαλους. Οι βούβαλοι που ευημερούν δεν γίνονται πιο συχνοί. Κάθε βούβαλος είναι μοναδικός. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι 1. Μπορείτε όμως να ορίσετε έναν βούβαλο ως ευημερούντα εάν η συχνότητα των γονιδίων του αυξηθεί στις μελλοντικές γενιές.

Ο στρατηγός Μοντγκόμερι (Montgomery), που δεν υπήρξε και ο πιο ταπεινόφρων άνθρωπος, έκανε κάποτε την εξής παρατήρηση: «Ο Θεός είπε (και συμφωνώ μαζί Του)…» Κάπως έτσι αισθάνομαι όταν διαβάζω για τη συμφωνία που έκανε ο Θεός με τον Αβραάμ. Ο Θεός δεν υποσχέθηκε στον Αβραάμ ως άτομο αιώνια ζωή (αν και ο Αβραάμ ήταν μόλις 99 ετών τότε, φρέσκος φρέσκος με μέτρο τη Γένεση). Του υποσχέθηκε κάτι διαφορετικό.

Και θήσομαι την διαθήκην μου ανά μέσον εμού και ανά μέσον σου και πληθυνώ σε σφοδρά… και έση πατήρ πλήθους εθνών… και αυξανώ σε σφόδρα σφόδρα και θήσω σε εις έθνη, και βασιλείς εκ σου εξελεύσονται. Γένεσις 17

Ο Αβραάμ δεν έμεινε με καμία αμφιβολία ότι το μέλλον έγκειται στο σπόρο του και όχι στη μοναδικότητά του. Ο Θεός ήξερε καλά το δαρβινισμό του.

Για να συνοψίσω, το ζήτημα είναι ότι τα γονίδια, παρά το γεγονός ότι είναι χωριστές μονάδες, προϊόντα της φυσικής επιλογής κατά τη δαρβινική διεργασία, είναι άκρως συνεργατικά. Η επιλογή ευνοεί ή όχι μεμονωμένα γονίδια, ανάλογα με την ικανότητά τους να επιζήσουν στο περιβάλλον τους, αλλά το πιο σημαντικό μέρος του περιβάλλοντος αυτού είναι το γενετικό κλίμα που δημιουργείται από άλλα γονίδια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι σειρές συνεργατικών γονιδίων συγκεντρώνονται σε γονιδιακές δεξαμενές. Τα σώματα των ατόμων είναι τόσο μοναδιαία και συνεκτικά όπως είναι, όχι διότι η φυσική επιλογή τα διαλέγει ως μονάδες, αλλά διότι έχουν δομηθεί από γονίδια τα οποία έχουν επιλεγεί για να συνεργάζονται με άλλα μέλη της γονιδιακής δεξαμενής. Συνεργάζονται εξειδικευμένα για το έργο της δόμησης μεμονωμένων σωμάτων. Πρόκειται όμως για ένα είδος άναρχης συνεργασίας, του είδους «κάθε γονίδιο για τον εαυτό του».

Ρίτσαρντ Ντόκινς, Υφαίνοντας το ουράνιο τόξο

ΚΟΙΝΩΝΙΟΠΑΘΕΙΑ: Συνείδηση είναι μια αίσθηση ηθικού καθήκοντος που βασίζεται στην αγάπη

Ο όρος κοινωνιοπάθεια (ή πιο σωστά αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας) προέρχεται από την Αγγλοαμερικάνικη ψυχιατρική και χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που παρουσιάζουν αντικοινωνική συμπεριφορά. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε από τον George E. Partridge για να περιγράψει άτομα που δεν είναι ικανά να συναισθάνονται τους συνανθρώπους τους, να μπαίνουν στη θέση τους και να αναλαμβάνουν ευθύνες για τις πράξεις τους. Πρόσφατες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν με fMRI έδειξαν ότι οι μετωπιαίοι λοβοί, και συγκεκριμένα η μεσοκοιλιακή προμετωπιαία περιοχή του εγκεφαλικού φλοιού έχει μικρότερη δραστηριότητα σε άτομα με αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας σε σχέση με ψυχικά υγιή άτομα. Επιπλέον, η αμυγδαλή δεν παρουσιάζει καμία δραστηριότητα ή δυσλειτουργεί.

Κατηγοριοποίηση

Η κοινωνιοπάθεια είναι μια από τις συχνές ψυχικές ασθένειες που παρ’ όλη την ευρεία εξάπλωσή της (περίπου 4% του πληθυσμού) δεν είναι γνωστή στον ευρύ πληθυσμό. Γίνονται γνωστοί μόνο κάποιοι ακραίως βίαιοι κοινωνιοπαθείς (= ψυχοπαθείς) που περνούν στη συνείδηση των ανθρώπων ως φονιάδες, τύραννοι ή σαν προσωποποίηση του κακού. Τους υπόλοιπους κοινωνιοπαθείς δεν τους αναγνωρίζουμε καν γιατί εκ των προτέρων νομίζουμε ότι όλοι μας είμαστε γεννημένοι με μια συνείδηση και για να πράττουμε το καλό. Έτσι βρίσκουμε πάντα μια λογική εξήγηση για την “παράλογη” συμπεριφορά των κοινωνιοπαθών. Η κυριότερη διαφορά μεταξύ ψυχοπαθών και κοινωνιοπαθών είναι ότι οι πρώτοι παρουσιάζουν τις περισσότερες φορές βίαιες τάσεις και είναι έντονα επιθετικοί και μπορεί να φτάσουν στα άκρα. Λόγω βλάβης στην αμυγδαλή δεν δείχνουν μάλιστα μεταμέλεια για τις πράξεις τους. Οι κοινωνιοπαθείς, από την άλλη, μπορεί να παρουσιάζουν αντίστοιχες βλάβες στον εγκέφαλο, όμως η ανατροφή και οι κοινωνικοποίηση παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξή τους. Για αυτόν τον λόγο έχουν συχνά τάσεις απομόνωσης από τον κοινωνικό περίγυρο.

Ποια είναι τα σημεία-κλειδιά στη συμπεριφορά κάποιου έτσι ώστε να του διαγνώσουμε κοινωνιοπάθεια; Σύμφωνα με το Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders της “American Psychiatric Association” εάν πληρούνται τρία από τα παρακάτω χαρακτηριστικά μπορούμε να μιλάμε για αντικοινωνική συμπεριφορά:

Αποκλίνουσα κοινωνική συμπεριφορά: έλλειψη της αίσθηση του «σωστού» και του «λάθους». Συχνά παραβλέπουν τα δικαιώματα, τις επιθυμίες και τα συναισθήματα των άλλων.
  • Χειραγώγηση των ανθρώπων.
  • Παρορμητικότητα και ανικανότητα προγραμματισμού.
  • Οξυθυμία και επιθετική συμπεριφορά.
  • Απερίσκεπτη διακύβευση σημαντικών αποφάσεων που αφορούν την ασφάλεια του ίδιου και άλλων ανθρώπων.
  • Διαρκής ανευθυνότητα.
  • Έλλειψη τύψεων μετά από επίπληξη, βιασμό ή ληστεία άλλων ανθρώπων.
Άλλοι πάλι όπως ο ψυχολόγος Robert D. Hare αρκούνται στην διατύπωση μιας λίστας τυπικών συμπτωμάτων (χαρακτηριστικών) που εμφανίζει ένας κοινωνιοπαθής:

Έλλειψη συνείδησης: Συνείδηση είναι μια αίσθηση υποχρέωσης και ηθικού καθήκοντος που βασίζεται στην αγάπη και δίνει δομή και περιεχόμενο στις πράξεις μας. Η συνείδηση μας αποτρέπει να βρισκόμαστε συνεχώς σε ένα modus operandi διαμάχης και αντιπαράθεσης με τους συνανθρώπους μας. Η συνείδηση είναι μια γέφυρα που ενώνει όλους τους ανθρώπους. Δεν είναι όμως κάτι που μας συνοδεύει πάντα και με την ίδια ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας. Όταν ο οργανισμός μας εξασθενεί ή είναι άρρωστος η συνείδηση μπορεί για ένα διάστημα να υπολειτουργεί, π.χ. όταν ένας άνθρωπος δεν έχει να φάει για μέρες μπορεί να φάει τα πάντα για να επιβιώσει ή όταν είμαστε συνεπαρμένοι από τις σεξουαλικές μας ορμές αψηφούμε σχεδόν κάθε κίνδυνο.

Ένας κοινωνιοπαθής δεν έχει συνείδηση. Όταν δεν υπάρχει συνείδηση οι συνάνθρωποι γίνονται ξαφνικά κάτι το ουδέτερο, ένα πράγμα με το οποίο μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε χωρίς να νιώθουμε τύψεις, ενοχές ή ντροπή. Ένας κοινωνιοπαθής δεν ντρέπεται όταν συμπεριφέρεται εγωιστικά και δεν έχει τύψεις επειδή ζει εις βάρος των άλλων, επειδή είναι τεμπέλης ή επειδή συμπεριφέρεται ανήθικα. Οι κοινωνιοπαθείς παραμένουν μάλιστα απαθείς ακόμα και όταν βλέπουν τις μεγαλύτερες καταστροφές γύρω τους, π.χ. όταν άνθρωποι εξευτελίζονται δημοσίως ή όταν βιάζονται ψυχικά ή σωματικά. Αυτό δε σημαίνει ότι ένας κοινωνιοπαθής δεν είναι σε θέση να ξεχωρίζει το καλό και το κακό. Η διαφορά αυτή όμως δεν έχει καμία επίδραση στην συμπεριφορά του και δεν τον διεγείρει συναισθηματικά. Κάποιοι κοινωνιοπαθείς μπορούν μάλιστα να μάθουν να συμπεριφέρονται κόσμια έναντι των άλλων. Παρόλα αυτά η συμπεριφορά και οι δεσμοί τους με τους συνανθρώπους είναι καθαρά νοητικής (neocortex) και όχι συναισθηματικής φύσης [μεταιχμιακό σύστημα ή limbic system] όπως στους περισσότερους ανθρώπους.

Γοητεία: Ένα άτομο που δεν έχει συνείδηση μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε ότι η ζωή μας είναι βαρετή και απόλυτα ρυθμισμένη, ενώ ο κοινωνιοπαθής υπόσχεται την περιπέτεια και το καινούργιο αφού βαριέται εύκολα και έχει ανάγκη από μεγάλες συγκινήσεις. Θα σας κάνει να πιστεύετε ότι είναι ο πιο γοητευτικός άνθρωπος που έχετε γνωρίσει. Και πραγματικά ο κοινωνιοπαθής είναι αρχικά γοητευτικός, δείχνει πολύ κοινωνικός, πολύπλευρος και σε κάνει -εάν θέλει να σε κατακτήσει- να πιστεύεις ότι είστε πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Θέτει σωστές ερωτήσεις και δίνει την εντύπωση ενός χαρούμενου, αξιαγάπητου και ενδιαφέροντος ανθρώπου. Διηγείται ιστορίες για το ένδοξο παρελθόν του και για τα κατορθώματά του. Ξέρει να χειραγωγεί ανθρώπους έτσι ώστε να πετύχει αυτό που στοχεύει. Στόχος του είναι η νίκη και ο πλήρης έλεγχος άλλων ανθρώπων. Για αυτόν τον λόγο μπορεί να μιμηθεί συναισθήματα, να γελάει π.χ. και να αφήνει τους άλλους να πιστεύουν ότι είναι ανέμελος και χαρούμενoς. Αργότερα όταν πετύχει τον στόχο του γίνεται απρόβλεπτος και προκαλεί στον άλλον συναισθήματα φόβου. Παρόλο που προτρέπει ανθρώπους να κάνουν ασυνήθιστα για αυτούς πράγματα, που πολλές φορές μπορεί να αποβούν και μοιραία, ο κοινωνιοπαθής δεν αναλαμβάνει ποτέ τις ευθύνες του. Αυτός είναι ο “σαγηνευτικός” αυθορμητισμός των κοινωνιοπαθών. Μάλιστα, όταν κάτι πάει στραβά κατηγορεί τους άλλους για όσα συμβαίνουν. Η ανάληψη ευθυνών είναι κάτι ξένο για έναν κοινωνιοπαθή. Είναι κάτι που αφήνει στους άλλους να το διεκπεραιώσουν “τυφλά” για να επωμιστεί πολλές φορές αυτός τα οφέλη. Μάλιστα είναι ικανός να πληγώσει τους συνανθρώπους του ώσπου να καταφέρει να πετύχει τον στόχο του.

Ευφυΐα: Πολλοί κοινωνιοπαθείς είναι ιδιαίτερα ευφυείς, εύγλωττοι, ετοιμόλογοι, με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους. Φέρουν ακαδημαϊκούς τίτλους (κάποιες φορές πλαστούς) δίχως να έχουν πασχίσει για αυτούς ιδιαίτερα. Κάποιοι από τους κοινωνιοπαθείς έχουν μάλιστα την ικανότητα να σκέφτονται πολύ γρηγορότερα από άλλους ανθρώπους. Οι κοινωνιοπαθείς χρησιμοποιούν όμως την ευφυΐα τους για να πληγώσουν ή να χειραγωγήσουν άλλους ανθρώπους. Για αυτόν τον σκοπό είναι ικανοί να επιστρατεύσουν όλη τους την ευφυΐα.

Ανταλλαγή βλεμμάτων: Οι κοινωνιοπαθείς κοιτάζουν τους άλλους συνεχώς στα μάτια επειδή οι άνθρωποι αισθάνονται άβολα μιας και ενστικτωδώς αυτό θεωρείται σημάδι επίθεσης. Με τον τρόπο αυτό επιδιώκουν να επιβληθούν πάνω στους άλλους.

Ψευτιά: Ο κοινωνιοπαθής είναι αναξιόπιστος και λέει με μεγάλη ευκολία ψέματα. Όταν αυτά αποκαλυφθούν αισθάνεται άβολα και όταν κάποιος τον φέρνει αντιμέτωπο με την αλήθεια είτε θα αλλάξει θέμα, είτε θα κατηγορήσει κάποιον άλλον, είτε – αν τον πιέσεις πολύ- θα εξοργιστεί και θα του υποδείξει τα δικά του μειονεκτήματα, κατηγορώντας τον για όλα. Πάντως είναι μάλλον απίθανο να παραδεχτεί ότι ψεύδεται. Πολλές φορές προσεγγίζει τους ανθρώπους και τους ζητάει να κρατήσουν εχεμύθεια για το “μυστικό” που τους εκμυστηρεύτηκε παρουσιάζοντάς το σαν κάτι πολύ σημαντικό. Ακόμα και για το παρελθόν τους ψεύδονται οι κοινωνιοπαθείς και πολλές φορές πιστεύουν ότι τα ψέματα τους είναι μέρος της πραγματικότητας.

Χειραγώγηση: Ο κοινωνιοπαθής χειραγωγεί τους άλλους ώστε να του δώσουν αυτό που θέλει. Κατανοεί πολύ γρήγορα τις αδυναμίες άλλων ανθρώπων και ξέρει να τις χρησιμοποιεί. Για αυτό το λόγο οι κοινωνιοπαθείς αισθάνονται καλά με “απλούς” και ψυχικά “αδύναμους” ανθρώπους. Παρακολουθούν τη συμπεριφορά άλλων ανθρώπων και χρησιμοποιούν τις αδυναμίες τους για να πετύχουν τους στόχους τους. Τις περισσότερες φορές δεν έχουν πραγματικές φιλίες και σταθερούς δεσμούς με άλλους ανθρώπους.

Εγωκεντρισμός: Ο κοινωνιοπαθής είναι εγωκεντρικός, αδυνατεί να κατανοήσει τα συναισθήματα των άλλων και να δημιουργήσει ουσιαστικούς συναισθηματικούς δεσμούς μαζί τους. Οι δεσμοί του με τους άλλους ανθρώπους -ακόμα και με τους/τις συντρόφους τους- παραμένουν επιφανειακοί παρόλο που πολλές φορές κάνουν τους άλλους να πιστεύουν ότι γνωρίζουν όλα τα μυστικά των “φίλων” τους και είναι συνδεδεμένοι άρρηκτα μαζί τους. Ο κοινωνιοπαθής έχει συχνά την απατηλή ιδέα ότι είναι ο ποιο εύστροφος άνθρωπος του κόσμου για αυτό και προσδοκά μεγαλεία χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερες προσπάθειες. Ο κοινωνιοπαθής μπορεί επίσης να παρουσιάζει μια εξαιρετικά ναρκισσιστική συμπεριφορά. Ως εκ τούτου ενδιαφέρεται περισσότερο να μιλάει αυτός και οι άλλοι για τον ίδιο παρά να ακούει τους άλλους και τα προβλήματά τους. Επειδή εμφανίζει τον εαυτό του πάντα σαν το θύμα των περιστάσεων πρέπει οι άλλοι πάντα να τον συμπαραστέκονται και πολλές φορές εξαρτάται και οικονομικά από τους άλλους. Τον χαρακτηρίζει μια ανωριμότητα μια και σκέφτεται και προτάσσει πάντα τις δικές του ανάγκες. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που τον κάνουν να βαριέται εύκολα, να έχει ανάγκη από μεγάλες συγκινήσεις, αλλά και να είναι εν μέρει υποχονδριακός. Ακόμα και έναν μικρό πόνο τον μεγεθύνει και πολλές φορές τον χρησιμοποιεί σαν πρόφαση για να μην δουλέψει. Έτσι κι αλλιώς δεν του αρέσει η συνεχής απόδοση, να συγκεντρώνεται σε μια δουλειά με τις ώρες, να προγραμματίζει το μέλλον του. Η επιτυχία είναι για αυτόν κάτι τυχαίο ή κάτι που εξαρτάται μόνο από την ευφυΐα του. Επειδή δεν έχει κουράγιο, επιμονή και υπομονή για δουλειές που διαρκούν πολύ, πρέπει όλα να γίνονται γρήγορα. Για να καλύψει αυτή του την αδυναμία παρουσιάζει τον εαυτό του στους άλλους σαν κάποιον που δουλεύει γρήγορα ή σαν “σωτήρα” που βρίσκει γρήγορα λύσεις και στις πιο δύσκολες καταστάσεις.

Ο κοινωνιοπαθής σαν σύντροφος

Η σχέση με έναν κοινωνιοπαθή περνά συνήθως από τα εξής στάδια: εξιδανίκευση, υποτίμηση, απόρριψη. Στην αρχή είναι ο/η σύντροφος το επίκεντρο του κόσμου, στην συνέχεια θα είναι συνεχώς επικριτικός, ώσπου τελικά, όταν πια βαρεθεί ή θεωρήσει ότι δεν μπορείτε να του προσφέρετε κάτι άλλο, θα σας παρατήσει με μια απίστευτη ψυχρότητα. Φυσικά θέλει πάντα αυτός να ελέγχει τις καταστάσεις και αυτός και μόνο να σας απορρίψει. Αν φύγετε πρώτοι, θα τρέξει πίσω σας, θα σας παρακαλέσει, θα κλάψει, θα δηλώσει μετανιωμένος και ότι όλα θα αλλάξουν, μέχρι να γυρίσετε. Και σύντομα θα επιστρέψει στα συνηθισμένα του μοτίβα συμπεριφοράς, αυτά που σας έκαναν να θέλετε να εξαφανιστείτε από την ζωή του. Όταν σας χάσει δεν θα αισθανθεί ποτέ λύπη και δεν θα αναλάβει ποτέ τις ευθύνες του, παρά μόνο θα αισθανθεί θυμό που σας έχασε.

Ο κοινωνιοπαθής είναι στην αρχή σαγηνευτικός, δείχνει ότι νοιάζεται και τα δίνει όλα για σας. Ισχυρίζεται ότι σας καταλαβαίνει καλύτερα από όλους τους άλλους ανθρώπους. Επειδή οι σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους αποτελούν πηγή ανασφάλειας για αυτόν, προσπαθεί να σας απομονώσει από τον κοινωνικό περίγυρο. Οι κοινωνιοπαθείς έχουν τις περισσότερες φορές έντονη σεξουαλικότητα, δημιουργούν συχνά παράλληλες σχέσεις και δεν έχουν μακροχρόνιους δεσμούς.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

8.2.3. Αρχιτεκτονική και τοπίο: Το ιερό του Ασκληπιού στην Κω και το ιερό της Αθηνάς στη Λίνδο

Τα ιερά της ελληνιστικής εποχής διαμορφώνονται συνήθως ως μεγάλα αρχιτεκτονικά σύνολα, στα οποία οι ναοί, παρά το γεγονός ότι προβάλλονται ιδιαίτερα, δεν είναι πλέον τα σημαντικότερα ούτε τα πιο επιβλητικά οικοδομήματα. Στις περιπτώσεις που ένα ιερό μεγαλώνει και επεκτείνεται, ο αρχικός ναός χάνει την αυτοτέλειά του και μοιάζει να χάνεται ανάμεσα στις νέες κατασκευές. Ένα τέτοιο παράδειγμα μας προσφέρει το Ασκληπιείο στην Κω. Στο νησί υπάρχει ένα σημαντικό ιερό του Ασκληπιού, του οποίου η διαμόρφωση χρονολογείται στην ελληνιστική εποχή. Δεν γνωρίζουμε πότε εισήχθη στο νησί η λατρεία του θεραπευτή θεού, η σημασία της όμως ενισχύθηκε αναμφίβολα από τη λειτουργία μιας από τις σπουδαιότερες ιατρικές σχολές της Αρχαιότητας, γνωστότερος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Ιπποκράτης, που έζησε στο δεύτερο μισό του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. Βέβαιο είναι πάντως ότι στην πλαγιά ενός λόφου κοντά στην πόλη της Κω υπήρχε ήδη από τον 4ο αιώνα π.Χ. ένα άλσος από κυπαρίσσια αφιερωμένο στον Ασκληπιό. Στο πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ., σε ένα ανάλημμα που δημιουργήθηκε λίγο χαμηλότερα από το άλσος, χτίστηκαν ένας μικρός ιωνικός ναός και ένας βωμός. Δίπλα στον ναό υπήρχε ένας περίβολος με δύο μικρά δωμάτια, όπου πιθανότατα κοιμούνταν οι ασθενείς, και δίπλα στον βωμό μια μικρή στοά για τα αφιερώματα που έφερναν οι πιστοί. Όπως συμβαίνει συνήθως στα αρχαία ελληνικά ιερά, τα οικοδομήματα αυτά δεν έχουν οργανική σύνδεση μεταξύ τους.

Λίγο αργότερα, μέσα στον 3ο αιώνα π.Χ., η Κως γνώρισε μεγάλη άνθηση χάρη στην προστασία και τις δωρεές του βασιλιά Πτολεμαίου Β' (283-246 π.Χ.), που είχε γεννηθεί εκεί το 308 π.Χ. Σε αυτά τα χρόνια διαμορφώθηκε, 11 m ψηλότερα από το επίπεδο του ναού, ένα νέο ανάλημμα με διαστάσεις 80 m x 60 m περίπου, το οποίο πλαισιώθηκε στις τρεις πλευρές του με στοές σε σχήμα Π, οι οποίες είχαν ξύλινα στηρίγματα αντί για κίονες και ξύλινη στέγη. Τα διαστήματα ανάμεσα στα ξύλινα στηρίγματα ήταν φραγμένα, πράγμα που σημαίνει ότι οι στοές χρησιμοποιούνταν ως κλειστοί χώροι, πιθανότατα για την ἐγκοίμησιν των ασθενών. Τον 2ο αιώνα π.Χ. δημιουργήθηκε, 6 m χαμηλότερα από το επίπεδο του ναού και του βωμού, ένα τρίτο ανάλημμα, περίπου συμμετρικό με το ανώτερο. Το ανάλημμα αυτό διαμορφώθηκε σαν κλειστή πλατεία πλαισιωμένη στις τρεις πλευρές με στοές και με μία μόνο κεντρική είσοδο στη βόρεια πλευρά. Στη νότια πλευρά, που δεν είχε στοά, κατασκευάστηκε μια κρήνη, από την οποία οι ασθενείς μπορούσαν να αντλούν το ιαματικό νερό. Τότε ή λίγο αργότερα αναδιαμορφώθηκε και το ανώτερο ανάλημμα με την κατασκευή μιας εξ ολοκλήρου λίθινης στοάς και ενός περίπτερου δωρικού ναού στο κέντρο, σε αξονική θέση. Η πρόσβαση γινόταν πλέον από μια μεγάλη κεντρική κλίμακα. Με τον τρόπο αυτό ένα σχετικά μικρό ιερό επεκτάθηκε σε δύο διαδοχικές φάσεις και έγινε ένα μεγάλο οικοδομικό συγκρότημα με συμμετρική δομή, το οποίο απλώνεται σε τρία επίπεδα και καταλαμβάνει ολόκληρη την πλαγιά του λόφου. Ο αρχικός ναός και ο βωμός έχασαν την αυτοτέλειά τους και εντάχθηκαν στο νέο σύνολο, που μπορεί κανείς να το χαρακτηρίσει ως αρχιτεκτονικά διαμορφωμένο τοπίο.

Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η διαμόρφωση του ιερού της Αθηνάς στη Λίνδο της Ρόδου, όπου ένα επιβλητικό βραχώδες ύψωμα που δεσπόζει επάνω από τη θάλασσα μετατράπηκε στην ελληνιστική εποχή σε αρχιτεκτονική σύνθεση. Ο αρχαϊκός ναός, που κάηκε το 342 π.Χ., ξαναχτίστηκε στο τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. στην ίδια θέση, στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου που πέφτει κάθετα στη θάλασσα, και με το ίδιο ακριβώς μακρόστενο σχέδιο (7,75 m x 21,65 m), ως αμφιπρόστυλος δωρικός ναός. Λίγα χρόνια αργότερα δημιουργήθηκε γύρω από τον βωμό, στα ανατολικά του ναού, μια ευρύχωρη ορθογώνια πλατεία με στοές γύρω γύρω. Στη συμμετρική αυτή πλατεία, αν και όχι στον άξονά της, εντάχθηκε η πρόσοψη του ναού. Η πρόσβαση στην πλατεία γινόταν από την ανατολική πλευρά, απέναντι ακριβώς από τον ναό, μέσα από ένα μνημειακό πρόπυλο που είχε τη μορφή στοάς με προεξέχουσες πτέρυγες. Στο πρόπυλο οδηγούσε μια μεγάλη κλίμακα, ίση σε πλάτος με τη στοά. Στη βάση της κλίμακας χτίστηκε αργότερα, πιθανότατα τον 1ο αιώνα π.Χ., μια δεύτερη, ακόμη μεγαλύτερη στοά που περιβάλλει μια δεύτερη μνημειακή κλίμακα. Με τις παρεμβάσεις αυτές η απότομη βραχώδης ακρόπολη έχει μετατραπεί σε αρχιτεκτονικό τοπίο και ο επισκέπτης που πηγαίνει προς την κορυφή φτάνει στον ναό ανεβαίνοντας πολλά φαρδιά σκαλιά και περνώντας μέσα από διαδοχικές στοές χτισμένες σε επάλληλα επίπεδα.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΑΝΤΙΦΩΝ, ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΗΡΩΔΟΥ ΦΟΝΟΥ

ΑΝΤΙΦ 5.8–19

Ο κατηγορούμενος τονίζει την αθωότητά του και εγείρει δικονομικές ενστάσεις

Ο Ευξίθεος, ένας νεαρός από τη Μυτιλήνη, κατηγορείται για τον φόνο ενός αθηναίου πολίτη, του Ηρώδη, και δικάζεται σε αθηναϊκό δικαστήριο. Μετά το προοίμιον του λόγου του, όπου ζήτησε την επιείκεια του ακροατηρίου, επικαλούμενος την έλλειψη ικανότητας να απολογηθεί πειστικά για την τόσο σοβαρή κατηγορία, ο κατηγορούμενος περνά στην πρόθεσιν και το κύριο μέρος της απολογίας του.

[8] Πρῶτον μὲν οὖν, ὡς παρανομώτατα καὶ βιαιότατα
εἰς τόνδε τὸν ἀγῶνα καθέστηκα, τοῦτο ὑμᾶς διδάξω, οὐ
τῷ φεύγειν ἂν τὸ πλῆθος τὸ ὑμέτερον, ἐπεὶ κἂν ἀνωμότοις
ὑμῖν καὶ μὴ κατὰ νόμον μηδένα ἐπιτρέψαιμι περὶ τοῦ
σώματος τοῦ ἐμοῦ διαψηφίσασθαι, ἕνεκά γε τοῦ πιστεύειν
ἐμοί τε μηδὲν ἐξημαρτῆσθαι εἰς τόδε τὸ πρᾶγμα καὶ ὑμᾶς
γνώσεσθαι τὰ δίκαια, ἀλλ’ ἵνα ᾖ τεκμήρια ὑμῖν καὶ τῶν
ἄλλων πραγμάτων [καὶ] τῶν εἰς ἐμὲ ἡ τούτων βιαιότης καὶ
παρανομία.

[9] Πρῶτον μὲν γὰρ κακοῦργος ἐνδεδειγμένος φόνου
δίκην φεύγω, ὃ οὐδεὶς πώποτ’ ἔπαθε τῶν ἐν τῇ γῇ ταύτῃ.
καὶ ὡς μὲν οὐ κακοῦργός εἰμι οὐδ’ ἔνοχος τῷ τῶν κακούρ-
γων νόμῳ, αὐτοὶ οὗτοι τούτου γε μάρτυρες γεγένηνται.
περὶ γὰρ τῶν κλεπτῶν καὶ λωποδυτῶν ὁ νόμος κεῖται, ὧν
οὐδὲν ἐμοὶ προσὸν ἀπέδειξαν. οὕτως εἴς γε ταύτην τὴν
ἀπαγωγὴν νομιμωτάτην καὶ δικαιοτάτην πεποιήκασιν ὑμῖν
τὴν ἀποψήφισίν μου. [10] φασὶ δὲ αὖ τό γε ἀποκτείνειν μέγα
κακούργημα εἶναι, καὶ ἐγὼ ὁμολογῶ μέγιστόν γε, καὶ τὸ
ἱεροσυλεῖν καὶ τὸ προδιδόναι τὴν πόλιν· ἀλλὰ χωρὶς περὶ
αὐτῶν ἑκάστου οἱ νόμοι κεῖνται. ἐμοὶ δὲ πρῶτον μέν, οὗ
τοῖς ἄλλοις εἴργεσθαι προαγορεύουσι τοῖς τοῦ φόνου φεύ-
γουσι τὰς δίκας, ἐνταυθοῖ πεποιήκασι τὴν κρίσιν, ἐν τῇ
ἀγορᾷ· ἔπειτα τίμησίν μοι ἐποίησαν, ἀνταποθανεῖν τοῦ
νόμου κειμένου τὸν ἀποκτείναντα, οὐ τοῦ ἐμοὶ συμφέροντος
ἕνεκα, ἀλλὰ τοῦ σφίσιν αὐτοῖς λυσιτελοῦντος, καὶ ἐνταῦθα
ἔλασσον ἔνειμαν τῷ τεθνηκότι τῶν ἐν τῷ νόμῳ κειμένων·
οὗ δ’ ἕνεκα, γνώσεσθε προϊόντος τοῦ λόγου.

[11] Ἔπειτα δέ, ὃ πάντας οἶμαι ὑμᾶς ἐπίστασθαι, ἅπαντα
τὰ δικαστήρια ἐν ὑπαίθρῳ δικάζει τὰς δίκας τοῦ φόνου,
οὐδενὸς ἄλλου ἕνεκα ἢ ἵνα τοῦτο μὲν οἱ δικασταὶ μὴ ἴωσιν
εἰς τὸ αὐτὸ τοῖς μὴ καθαροῖς τὰς χεῖρας, τοῦτο δὲ ὁ διώκων
τὴν δίκην τοῦ φόνου ἵνα μὴ ὁμωρόφιος γίγνηται τῷ αὐθέντῃ.
σὺ δὲ τοῦτο μὲν παρελθὼν τοῦτον τὸν νόμον τοὐναντίον τοῖς
ἄλλοις πεποίηκας· τοῦτο δὲ δέον σε διομόσασθαι ὅρκον τὸν
μέγιστον καὶ ἰσχυρότατον, ἐξώλειαν σαυτῷ καὶ γένει καὶ
οἰκίᾳ τῇ σῇ ἐπαρώμενον, ἦ μὴν μὴ ἄλλα κατηγορήσειν ἐμοῦ
ἢ εἰς αὐτὸν τὸν φόνον, ὡς ἔκτεινα, ἐν ᾧ οὔτ’ ἂν κακὰ πολλὰ
εἰργασμένος ἡλισκόμην ἄλλῳ ἢ αὐτῷ τῷ πράγματι, οὔτ’ ἂν
πολλὰ ἀγαθὰ εἰργασμένος τούτοις ἂν ἐσῳζόμην τοῖς ἀγα-
θοῖς· [12] ἃ σὺ παρελθών, αὐτὸς σεαυτῷ νόμους ἐξευρών, ἀνώμο-
τος μὲν αὐτὸς ἐμοῦ κατηγορεῖς, ἀνώμοτοι δὲ οἱ μάρτυρες
καταμαρτυροῦσι, δέον αὐτοὺς τὸν αὐτὸν ὅρκον σοὶ διομοσα-
μένους καὶ ἁπτομένους τῶν σφαγίων καταμαρτυρεῖν ἐμοῦ.
ἔπειτα κελεύεις τοὺς δικαστὰς ἀνωμότοις πιστεύσαντας τοῖς
μαρτυροῦσι φόνου δίκην καταγνῶναι, οὓς σὺ αὐτὸς ἀπίστους
κατέστησας παρελθὼν τοὺς κειμένους νόμους, καὶ ἡγῇ χρῆ-
ναι αὐτοῖς τὴν σὴν παρανομίαν κρείσσω γενέσθαι αὐτῶν
τῶν νόμων.

[13] Λέγεις δὲ ὡς οὐκ ἂν παρέμεινα εἰ ἐλελύμην, ἀλλ’ ᾠχό-
μην ἂν ἀπιών, ὡσπερεὶ ἄκοντά με ἀναγκάσας εἰσελθεῖν εἰς
τὴν γῆν ταύτην. καίτοι ἐμοὶ εἰ μηδὲν διέφερε στέρεσθαι τῆσδε
τῆς πόλεως, ἴσον ἦν μοι καὶ προσκληθέντι μὴ ἐλθεῖν, ἀλλ’
ἐρήμην ὀφλεῖν τὴν δίκην, τοῦτο δ’ ἀπολογησαμένῳ τὴν προ-
τέραν ἐξεῖναι ἐξελθεῖν· ἅπασι γὰρ τοῦτο κοινόν ἐστι. σὺ δέ,
ὃ τοῖς ἄλλοις Ἕλλησι κοινόν ἐστιν, ἰδίᾳ ζητεῖς με μόνον ἀπο-
στερεῖν, αὐτὸς σαυτῷ νόμον θέμενος.

[14] Καίτοι τούς γε νόμους οἳ κεῖνται περὶ τῶν τοιούτων,
πάντας ἂν οἶμαι ὁμολογῆσαι κάλλιστα νόμων ἁπάντων
κεῖσθαι καὶ ὁσιώτατα. ὑπάρχει μέν γε αὐτοῖς ἀρχαιοτάτοις
εἶναι ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, ἔπειτα τοὺς αὐτοὺς ἀεὶ περὶ τῶν αὐτῶν,
ὅπερ μέγιστόν ἐστι σημεῖον νόμων καλῶς κειμένων· ὁ γὰρ
χρόνος καὶ ἡ ἐμπειρία τὰ μὴ καλῶς ἔχοντα ἐκδιδάσκει τοὺς
ἀνθρώπους. ὥστε οὐ δεῖ ὑμᾶς ἐκ τῶν τοῦ κατηγόρου λόγων
τοὺς νόμους καταμανθάνειν, εἰ καλῶς ὑμῖν κεῖνται ἢ μή,
ἀλλ’ ἐκ τῶν νόμων τοὺς τοῦ κατηγόρου λόγους, εἰ ὀρθῶς
καὶ νομίμως ὑμᾶς διδάσκουσι τὸ πρᾶγμα ἢ οὔ.

[15] Οὕτως οἵ γε νόμοι κάλλιστα κεῖνται οἱ περὶ φόνου, οὓς
οὐδεὶς πώποτε ἐτόλμησε κινῆσαι· σὺ δὲ μόνος δὴ τετόλμη-
κας γενέσθαι νομοθέτης ἐπὶ τὰ πονηρότερα, καὶ ταῦτα
παρελθὼν ζητεῖς με ἀδίκως ἀπολέσαι. ἃ δὲ σὺ παρανομεῖς,
αὐτὰ ταῦτά μοι μέγιστα μαρτύριά ἐστιν· εὖ γὰρ ᾔδεις ὅτι
οὐδεὶς ἂν ἦν σοι ὃς ἐκεῖνον τὸν ὅρκον διομοσάμενος ἐμοῦ
κατεμαρτύρησεν.

[16] Ἔπειτα δὲ οὐχ ὡς πιστεύων τῷ πράγματι ἀναμφισβη-
τήτως ἕνα τὸν ἀγῶνα περὶ τοῦ πράγματος ἐποιήσω, ἀλλὰ
ἀμφισβήτησιν καὶ λόγον ὑπελίπου ὡς καὶ τοῖσδε τοῖς
δικασταῖς ἀπιστήσων. ὥστε μηδέν μοι ἐνθάδε [μηδὲ]
πλέον εἶναι μηδ’ ἀποφυγόντι, ἀλλ’ ἐξεῖναί σοι λέγειν ὅτι
κακοῦργος ἀπέφυγον, ἀλλ’ οὐ τοῦ φόνου τὴν δίκην· ἑλὼν δ’
αὖ ἀξιώσεις με ἀποκτεῖναι ὡς τοῦ φόνου τὴν δίκην ὠφλη-
κότα. καίτοι πῶς ἂν εἴη τούτων δεινότερα μηχανήματα, εἰ
ὑμῖν μὲν ἅπαξ τουτουσὶ πείσασι κατείργασται ἃ βούλεσθε,
ἐμοὶ δ’ ἅπαξ ἀποφυγόντι ὁ αὐτὸς κίνδυνος ὑπολείπεται;

[17] Ἔτι δὲ μάλ’ ἐδέθην, ὦ ἄνδρες, παρανομώτατα ἁπάν-
των ἀνθρώπων. ἐθέλοντος γάρ μου ἐγγυητὰς τρεῖς καθισ-
τάναι κατὰ τὸν νόμον, οὕτως οὗτοι διεπράξαντο τοῦτο
ὥστε μὴ ἐγγενέσθαι μοι ποιῆσαι. τῶν δὲ ἄλλων ξένων
ὅστις πώποτε ἠθέλησε καταστῆσαι ἐγγυητάς, οὐδεὶς πώ-
ποτ’ ἐδέθη. καίτοι οἱ ἐπιμεληταὶ τῶν κακούργων τῷ αὐτῷ
χρῶνται νόμῳ τούτῳ. ὥστε καὶ οὗτος κοινὸς τοῖς ἄλλοις
πᾶσιν ὢν ἐμοὶ μόνῳ ἐπέλιπε μὴ ἀπολῦσαι τοῦ δεσμοῦ.
[18] τούτοις γὰρ ἦν τοῦτο συμφέρον, πρῶτον μὲν ἀπαρασκευό-
τατον γενέσθαι με, μὴ δυνάμενον διαπράσσεσθαι αὐτὸν
τἀμαυτοῦ πράγματα, ἔπειτα κακοπαθεῖν τῷ σώματι, τούς
τε φίλους προθυμοτέρους ἔχειν τοὺς ἐμαυτοῦ τούτοις τὰ
ψευδῆ μαρτυρεῖν ἢ ἐμοὶ τἀληθῆ λέγειν, διὰ τὴν τοῦ σώμα-
τος κακοπάθειαν. ὄνειδός τε αὐτῷ τε ἐμοὶ περιέθεσαν καὶ
τοῖς ἐμοῖς προσήκουσιν εἰς τὸν βίον ἅπαντα.

[19] Οὑτωσὶ μὲν δὴ πολλοῖς ἐλασσωθεὶς τῶν νόμων τῶν
ὑμετέρων καὶ τοῦ δικαίου καθέστηκα εἰς τὸν ἀγῶνα· ὅμως
μέντοι γε καὶ ἐκ τούτων πειράσομαι ἐμαυτὸν ἀναίτιον
ἐπιδεῖξαι. καίτοι χαλεπόν γε τὰ ἐκ πολλοῦ κατεψευσμένα
καὶ ἐπιβεβουλευμένα, ταῦτα παραχρῆμα ἀπελέγχειν· ἃ
γάρ τις μὴ προσεδόκησεν, οὐδὲ φυλάξασθαι ἐγχωρεῖ.

***
Tο αίτημά μου, λοιπόν, κύριοι, είναι σύμφωνο τόσο με τον ανθρώπινο όσο και με τον θεϊκό νόμο και εμπίπτει εξίσου στη δική σας και στη δική μου δικαιοδοσία· για όσα τώρα με κατηγορούν, θα απολογηθώ ένα προς ένα.

Aρχικά, λοιπόν, θα σας αναπτύξω πώς με ενέπλεξαν σε αυτόν τον δικαστικό αγώνα με εντελώς παράνομο και βίαιο τρόπο, όχι επειδή θέλω να αποφύγω την παρουσία μου ενώπιόν σας, καθώς, ακόμη και αν δεν είχατε ορκιστεί και δεν λειτουργούσατε νόμιμα, θα επέτρεπα να ψηφίσετε σχετικά με τη ζωή μου, αφού πιστεύω ότι δεν έχω κάνει κανένα σφάλμα σε αυτή την υπόθεση και ότι εσείς θα αποφασίσετε σύμφωνα με το δίκαιο, αλλά για να έχετε αποδείξεις, σχετικά με τα υπόλοιπα που μου καταλογίζουν, την βιαιότητα και την παρανομία τους.

Γιατί, κατά πρώτον, ενώ μου έχουν απαγγελθεί κατηγορίες ως εγκληματία, δικάζομαι για φόνο, κάτι που δεν το έχει υποστεί κανείς μέχρι τώρα σε αυτήν τη χώρα. Kαι πως δεν είμαι εγκληματίας ούτε ένοχος σύμφωνα με τον νόμο περί εγκληματιών, οι ίδιοι έχουν υπάρξει μάρτυρες. Γιατί ο νόμος αφορά τους κλέφτες και τους απατεώνες, ιδιότητες που δεν μπόρεσαν να μου προσάψουν με αποδείξεις. Έτσι, όσον αφορά την προσαγωγή μου, σας διευκόλυναν με κάθε δίκαιο και νόμιμο μέσο ώστε να αρνηθείτε να με καταδικάσετε. Iσχυρίζονται, όμως, πάλι ότι ο φόνος είναι μέγα έγκλημα ―συμφωνώ και επαυξάνω― όπως και η ιεροσυλία και η προδοσία της πατρίδας· για το καθένα όμως από αυτά υπάρχει διαφορετική νομοθεσία. Στη δική μου όμως περίπτωση, κατά πρώτον η ακροαματική διαδικασία γίνεται εκεί ακριβώς όπου δεν προβλέπεται να δικάζονται για φόνο, δηλαδή στην αγορά· κατά δεύτερον, προβάλλουν αξιώσεις χρηματικής αποζημίωσης, ενώ ο νόμος προβλέπει ο δολοφόνος να πληρώνει με τη ζωή του, όχι για το δικό μου συμφέρον αλλά για δική τους ωφέλεια, και σε αυτή την περίπτωση ο νεκρός λαμβάνει λιγότερα από όσα δικαιούται σύμφωνα με τη νομοθεσία· για ποιον λόγο θα μάθετε στη συνέχεια.

Kατά δεύτερον, κάτι που νομίζω είναι γνωστό σε όλους σας καλά, όλα τα δικαστήρια για φόνο συνέρχονται στο ύπαιθρο, όχι για κανέναν άλλο λόγο παρά μόνο για να μην βρεθούν στον ίδιο χώρο οι δικαστές με όσους δεν έχουν τα χέρια τους καθαρά, και επιπλέον ο κατήγορος να μην βρεθεί κάτω από την ίδια στέγη με τον κατηγορούμενο. Kαι εσύ παραβλέποντας αυτό το ζήτημα έφτιαξες έναν νόμο αντίθετο με τους υπόλοιπους· και καθώς έπρεπε για αυτό να δώσεις τον επισημότερο και βαρύτερο όρκο, που περιέχει την κατάρα να χαθείς εσύ και η γενιά σου και το σπίτι σου, στην περίπτωση βέβαια που με κατηγορήσεις και για άλλα πράγματα εκτός από τον φόνο, ότι δηλαδή σκότωσα, ενώ, ούτε αν είχα διαπράξει πολλά αδικήματα θα καταδικαζόμουν για κάτι άλλο πέρα από αυτό, ούτε αν είχα κάνει πολλές αγαθοεργίες, θα αθωωνόμουν για χάρη τους· για αυτά εσύ, παραβλέποντάς τα, επινοώντας προσωπικούς νόμους, χωρίς να έχεις ορκιστεί ο ίδιος, με κατηγορείς, και χωρίς να έχουν ορκιστεί οι μάρτυρες καταθέτουν εναντίον μου, ενώ έπρεπε να έχουν δώσει τον ίδιο όρκο με εσένα και να έχουν ακουμπήσει τα θυσιασμένα ζώα. Kαι μετά ζητάς από τους δικαστές, αφού πιστέψουν σε μάρτυρες που δεν έχουν ορκιστεί, να απαγγείλουν κατηγορία για φόνο, οι οποίοι δεν μπορούν να γίνουν πιστευτοί εξαιτίας σου, αφού παρέκαμψες τους θεσμοθετημένους νόμους, και θεωρείς ότι πρέπει για τους δικαστές η παρανομία σου να υπερβεί αυτούς τους νόμους.

Λες ότι, αν ήμουν ελεύθερος, δεν θα παρέμενα εδώ, αλλά θα έσπευδα να φύγω, σαν να με ανάγκασες να εισέλθω σε αυτήν τη χώρα χωρίς τη θέλησή μου. Aν, όμως, δεν είχε κάποια διαφορά για μένα να στερηθώ αυτή την πόλη, θα μπορούσα εξίσου να μην παρουσιαστώ στο δικαστήριο μετά την κλήση μου, αλλά να δικαστώ ερήμην και να χάσω, αφού επιπλέον μετά την πρώτη απολογία μου είχα τη δυνατότητα να εγκαταλείψω τη χώρα· γιατί ο καθένας έχει αυτό το δικαίωμα. Eσύ όμως, ό,τι αποτελεί δικαίωμα όλων των Eλλήνων, απαιτείς να το στερηθώ εγώ μόνο προσωπικά, θεσπίζοντας ο ίδιος νόμο για τον εαυτό σου.

Ωστόσο, νομίζω πως όλοι θα συμφωνήσουν ότι οι υπάρχοντες νόμοι για παρόμοιες υποθέσεις είναι οι ορθότεροι και οι δικαιότεροι της νομοθεσίας. Yφίστανται, βέβαια, από πολύ παλιά σε αυτήν τη χώρα, χωρίς να αλλάξουν ποτέ, κάτι που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι είναι ορθοί· γιατί ο χρόνος και η εμπειρία διδάσκουν στους ανθρώπους ό,τι δεν είναι ορθό. Δεν πρέπει, επομένως, να μαθαίνετε σε βάθος κατά πόσο οι νόμοι είναι ορθοί ή όχι από τα λόγια του κατηγόρου, αλλά από τους νόμους κατά πόσο τα λόγια του κατηγόρου σας διδάσκουν με ορθό και νόμιμο τρόπο το ζήτημα.

Oι νόμοι περί φόνου είναι τόσο ορθοί, ώστε κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να τους αλλάξει· εσύ είσαι, λοιπόν, ο μόνος που έχει τολμήσει να γίνει νομοθέτης για να αλλάξεις τους νόμους προς το χειρότερο και, αφού παρέκαμψες αυτά, επιδιώκεις να με εξοντώσεις με άδικο τρόπο. H παρανομία σου είναι η αποφασιστικότερη απόδειξη για την αθωότητά μου· γιατί καλά το ξέρεις ότι κανείς δεν θα κατέθετε εναντίον μου για χάρη σου, αν είχε δώσει εκείνον τον όρκο.

Έπειτα δεν πραγματοποίησες έναν δικαστικό αγώνα, όπως θα έκανε ένας άνθρωπος που πιστεύει στην υπόθεσή του χωρίς να αμφισβητεί, αλλά αμφισβήτησες και αποφάνθηκες εν μέρει, όπως θα έκανε κάποιος που δεν θα πίστευε ούτε σε αυτούς εδώ τους δικαστές. Συνεπώς, δεν αλλάζει τίποτε αν παραμείνω εδώ ή αθωωθώ, αλλά μπορείς να ισχυριστείς ότι αθωώθηκα ως εγκληματίας, όχι ως υπόδικος για φόνο· αν πάλι κερδίσεις, θα αξιώσεις τον θάνατό μου επειδή έχασα τη δίκη για φόνο. Ποιο τέχνασμα θα ήταν αποτελεσματικότερο, αφού αν εσείς πείσετε αυτούς εδώ μια μόνο φορά έχετε κατορθώσει αυτό που θέλετε, ενώ εγώ ακόμη και αν σωθώ μια φορά κινδυνεύω εξίσου;

Kαι σαν να μην έφταναν όλα αυτά, κύριοι, οδηγήθηκα στο κρατητήριο με τον πλέον παράνομο τρόπο. Γιατί, ενώ επρόκειτο να ορίσω τρεις εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, αυτοί μεθόδευσαν την υπόθεση με τέτοιον τρόπο ώστε να μην έχω τη δυνατότητα να το πράξω. Kαι όποιος από τους υπόλοιπους ξένους θέλησε ποτέ μέχρι τώρα να ορίσει εγγυητές, δεν τέθηκε ποτέ μέχρι τώρα υπό κράτηση. Aκόμη και όσοι έχουν την επιμέλεια των εγκληματιών χρησιμοποιούν αυτόν εδώ τον ίδιο νόμο. Oπότε, ενώ αυτός ισχύει σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, μόνο εμένα απέτυχε να με ελευθερώσει από το κρατητήριο. Γιατί αυτό τους συνέφερε, κατά πρώτον, να είμαι τελείως απροετοίμαστος, να μην μπορώ να χειριστώ προσωπικά τις υποθέσεις μου, κατά δεύτερον να υποστώ σωματικά βασανιστήρια, οπότε και οι φίλοι μου να δείξουν μεγαλύτερη προθυμία να καταθέσουν ως ψευδομάρτυρες για χάρη εκείνων από το να πουν την αλήθεια για χάρη μου, εξαιτίας των σωματικών βασανιστηρίων. Kαι επιπλέον ντρόπιασαν τόσο εμένα τον ίδιο όσο και τους οικείους μου για όλη μας τη ζωή.

Aφού με παρόμοιο τρόπο, λοιπόν, και σε πολλές περιπτώσεις βρέθηκα σε μειονεκτικότερη θέση σε σχέση με τους νόμους σας και το δίκαιο, μπλέχτηκα στον δικαστικό αγώνα· παρόλες τις αντιξοότητες όμως θα επιχειρήσω να αποδείξω την αθωότητά μου. Eίναι βέβαια δύσκολο να ανασκευάσει κανείς αμέσως ψευδείς κατηγορίες και σκόπιμες επιθέσεις· γιατί από όσα κανείς δεν περιμένει, δεν υπάρχει περιθώριο να προστατευθεί.