«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -
Φρανσουά Μιυριάκ
To 1738 ο νεαρός Μιραμπώ στέλνει μια επιστολή στον φίλο του τον Βωβενάργκ, όπου τον επικρίνει πως ζει καταπώς του τα φέρνει η κάθε μέρα, δίχως ένα πρόγραμμα ευτυχίας: «Αγαπητέ μου, στοχάζεστε και μελετάτε αδιάκοπα, οι νοητικές σας δυνάμεις είναι απεριόριστες, κι όμως δεν σκέπτεστε μήτε στιγμή να εκπονήσετε ένα σταθερό πλάνο σχετικά με αυτό που πρέπει να είναι το μοναδικό μας μέλημα: η ευτυχία». Και ο Μιραμπώ εκθέτει στον σκεπτικιστή φίλο του τις αρχές που διέπουν την συμπεριφορά του: να μην έχει προκαταλήψεις, να προτιμά την ευθυμία από την μελαγχολία, να ακολουθεί τις παρορμήσεις του, αποκαθαίροντάς τες. Ίσως αυτός ο νεανικός ενθουσιασμός να προκαλεί το γέλιο μας. Παιδί μιας εποχής που φιλοδοξούσε να ξαναανακαλύψει τον άνθρωπο και να διώξει όλα τα κακά του Παλαιού Καθεστώτος, ο Μιραμπώ νοιάζεται για την ευτυχία του, έτσι καθώς άλλοι πριν από αυτόν νοιάζονταν για τη σωτηρία της ψυχής τους. Άραγε έχουμε αλλάξει πάρα πολύ;
Ας φανταστούμε τους σημερινούς Μιραμπώ: νέοι άντρες και νέες γυναίκες κάθε κοινωνικής τάξης και κάθε ιδεολογίας, που αδημονούν να εγκαινιάσουν μια καινούρια εποχή, να τραβήξουν μια γραμμή πάνω από τα ερείπια ενός φρικιαστικού 20ού αιώνα, να ριχτούν στην ζωή, απαιτώντας να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και πρώτα πρώτα να φτιάξουν τη ζωή τους έτσι καθώς την θέλουν, σίγουροι πως στον καθένα τους έχει δοθεί μια υπόσχεση πληρότητας. Από τα πολύ τρυφερά τους χρόνια πρέπει να τους είπαν: να είστε ευτυχισμένοι, αφού σήμερα δεν κάνουμε πια παιδιά για να τους μεταδώσουμε αξίες ή ένα πνευματικό κληροδότημα, αλλά για να πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των ευτυχισμένων επί της γης.
Να είστε ευτυχισμένοι!
Όμως, πίσω από αυτή την ευχάριστη προτροπή δεν κρύβεται η πιο παράδοξη, η πιο τρομακτική προσταγή; Πρόκειται για μια εντολή από την οποία δύσκολα γλιτώνουμε και που στερείται αντικειμένου. Πώς να ξέρουμε αν είμαστε ευτυχισμένοι; Ποιος καθορίζει την νόρμα; Γιατί πρέπει να είμαστε, γιατί αυτή η σύσταση παίρνει τον χαρακτήρα της προσταγής; Και τι να απαντήσουμε σε εκείνον που ομολογεί περίλυπος: δεν τα καταφέρνω;
Κοντολογίς, αυτό το προνόμιο θα γίνει γρήγορα ένα φορτίο για τους νέους μας: ανακαλύπτοντας πως είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τις ατυχίες ή τις επιτυχίες τους, θα διαπιστώσουν πως η τόσο πολυπόθητη ευτυχία τούς ξεφεύγει όσο περισσότερο την κυνηγούν. Όπως όλος ο κόσμος, ονειρεύονταν την θαυμαστή σύνθεση, αυτήν που συμπεριλαμβάνει την επαγγελματική, την ερωτική, την ηθική και την οικογενειακή επιτυχία και επιπλέον, σαν ένα είδος ανταμοιβής, την τέλεια ικανοποίηση. Λες και η απελευθέρωση του ατόμου, που μας υπόσχεται η σύγχρονη εποχή, θα πρέπει να επιστέφεται με την ευτυχία, που είναι το επιστέγασμα της όλης διαδικασίας.
Όμως η σύνθεση διαλύεται καθώς προσπαθούν να την ολοκληρώσουν. Και θα βιώσουν την υπόσχεση της ευδαιμονίας όχι σαν ένα καλό νέο αλλά σαν μια οφειλή σε μια απρόσωπη θεότητα την οποία δεν θα καταφέρουν ποτέ να ξεπληρώσουν. Τα χίλια δυο θαύματα που τους είχαν αναγγελθεί, θα έρθουν με το σταγονόμετρο και δίχως καμιά τάξη και σειρά, πράγμα που κάνει πιο κοπιαστική την αναζήτηση, πιο βαριά τη δυσφορία. Θα τα βάλουν με τον εαυτό τους, που δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν στο καθιερωμένο ζητούμενο, που δεν κατάφεραν να συμμορφωθούν με τον κανόνα. Ο Μιραμπώ μπορούσε ακόμα να ονειρεύεται, να κάνει φρούδα σχέδια. Περίπου τρεις αιώνες αργότερα, το κάπως εξημμένο ιδανικό ενός αριστοκράτη του Διαφωτισμού μεταμορφώθηκε σε τιμωρία. Στο εξής έχουμε όλα τα δικαιώματα πλην του δικαιώματος να μην είμαστε μακάριοι.
Τίποτα το πιο ακαθόριστο απ’ όσο η ιδέα της ευτυχίας· αυτή η παλιά λέξη είναι τόσο εκπορνευμένη, νοθευμένη, τόσο δηλητηριασμένη, που θα θέλαμε να την αποβάλουμε από το λεξιλόγιό μας. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ιστορία των διαφόρων νοημάτων που αποκτούσε διαδοχικά: ήδη, στην εποχή του, ο Αυγουστίνος απαριθμούσε τουλάχιστον 289 γνώμες σχετικά με αυτό το θέμα, ο 17ος αιώνας θα του αφιερώσει σχεδόν πενήντα πραγματείες και εμείς δεν παύουμε να προβάλλουμε πάνω σε παλιές εποχές και διαφορετικούς πολιτισμούς μια έννοια και μια ψύχωση που δεν ανήκουν παρά μόνο στην δική μας εποχή και στον δικό μας πολιτισμό.
Η ευτυχία είναι από τη φύση της ένα αίνιγμα, μια μόνιμη πηγή αντεγκλήσεων, ένα ρευστό που μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιοδήποτε σχήμα, αλλά που κανένα σχήμα δεν μπορεί να το καθορίσει. Υπάρχει η ευτυχία της δράσης όπως και η ευτυχία του διαλογισμού, η ευτυχία της ψυχής όπως και των αισθήσεων, του πλούτου ή της φτώχειας, της αρετής όπως και του εγκλήματος.
Οι θεωρίες της ευτυχίας, έλεγε ο Ντιντερό, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να αφηγούνται την ιστορία των δημιουργών τους. Εδώ μας ενδιαφέρει μια άλλη ιστορία: η ιστορία της βούλησης για ευτυχία σαν ένα πάθος που χαρακτηρίζει ειδικά τον Δυτικό κόσμο, μετά την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση. Η επιδίωξή μας για ευτυχία συναντά τρία παράδοξα. Ο στόχος της είναι τόσο ακαθόριστος, ώστε να γίνεται αποθαρρυντικός λόγω της ασάφειάς του. Η πραγματοποίησή της έχει ως αποτέλεσμα την πλήξη ή την απάθεια (υπό αυτή την έννοια, η ιδανική ευτυχία θα ήταν μια ευτυχία διαρκώς πραγματοποιούμενη και διαρκώς αναγεννώμενη, πράγμα που θα μας απάλλασσε από τη διπλή παγίδα της απογοήτευσης και του κορεσμού). Και, τέλος, η επιδίωξη αυτή παραβλέπει την οδύνη σε σημείο να βρισκόμαστε εντελώς άοπλοι απέναντι της όταν εμφανιστεί μπροστά μας.
Στην πρώτη περίπτωση ο ίδιος ο αφηρημένος χαρακτήρας της ευτυχίας εξηγεί τη γοητεία που εξασκεί επάνω μας και την αγωνία που μας προκαλεί. Όχι μόνο δυσπιστούμε απέναντι στους προκατασκευασμένους παραδείσους, αλλά δεν είμαστε ποτέ σίγουροι πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι. Όταν αναρωτιόμαστε αν είμαστε ή όχι, έχουμε αυτομάτως παύσει να είμαστε. Εξ ου και το πάθιασμά μας με αυτή την κατάσταση συνδέεται επίσης με δυο στάσεις, τον κομφορμισμό και τον φθόνο, τις δυο ασθένειες της δημοκρατικής κουλτούρας: την ευθυγράμμιση με τις ηδονές της πλειονότητας και τον υπερβολικό θαυμασμό για τους εκλεκτούς, τους ευνοούμενους της τύχης.
Στην δεύτερη περίπτωση, η επιδίωξη της ευτυχίας, στην λαϊκή της μορφή, στην Ευρώπη συμπίπτει με την έλευση της πεζότητας αυτού του καινούριου εγκόσμιου καθεστώτος που εγκαθιδρύεται στην αυγή της σύγχρονης εποχής όπου, μετά την απόσυρση του Θεού, έχουμε τον θρίαμβο της άθρησκης ζωής συρρικνωμένης στην απόλυτη πεζότητά της. Η πεζότητα ή η νίκη της αστικής τάξης: μετριότητα, ανουσιότητα, χυδαιότητα.
Τέλος, ένας τέτοιος σκοπός όπως είναι η ευτυχία, καθώς αποβλέπει στην εξαφάνιση της οδύνης, την μεταθέτει ακούσια στο κέντρο του συστήματος. Σε σημείο που ο σημερινός άνθρωπος υποφέρει επίσης κι από την επιθυμία του να μη θέλει πια να υποφέρει, έτσι καθώς μπορούμε να αρρωστήσουμε επιζητώντας επίμονα την τέλεια υγεία. Η εποχή μας αφηγείται μια αλλόκοτη ιστορία: την ιστορία μιας κοινωνίας απόλυτα δοσμένης στον ηδονισμό, για την οποία τα πάντα γίνονται δυσφορία, μαρτύριο. Η δυστυχία δεν είναι πια απλώς και μόνον η δυστυχία: ακόμα χειρότερα, είναι η αποτυχία της ευτυχίας.
Σαν καθήκον για ευτυχία, εννοώ λοιπόν αυτή την κυρίαρχη ιδεολογία του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, που μας ωθεί να αξιολογούμε τα πάντα από την οπτική γωνία της ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας, αυτήν την κλήτευση στην ευφορία, που ρίχνει στην ντροπή και στην δυσφορία εκείνους που δεν την προσυπογράφουν. Διπλή επιταγή: από τη μια, πρέπει να αντλούμε ό,τι το καλύτερο από την ζωή· από την άλλη, να θλιβόμαστε, να τιμωρούμαστε αν δεν τα καταφέρουμε. Διαστροφή μιας από τις ωραιότερες ιδέες: πως ο καθένας μας έχει την δυνατότητα να διαχειρίζεται το πεπρωμένο του και να βελτιώνει την ζωή του. Πώς ένα χειραφετικό σύνθημα του Διαφωτισμού, το δικαίωμα στην ευτυχία, μπόρεσε να μεταμορφωθεί σε σκληροπυρηνικό δόγμα;
Το Υπέρτατο Αγαθό έχει τόσα πολλά νοήματα, ώστε το κολλάμε επάνω σε ορισμένα συλλογικά ιδανικά: την υγεία, τον πλούτο, το σώμα, τις ανέσεις, την ευμάρεια, όλα αυτά τα βλέπουμε σαν τάλισμαν που πάνω τους το Υπέρτατο Αγαθό θα επικαθίσει σαν πουλί σε ξόβεργα. Τα μέσα γίνονται σκοποί κι αποκαλύπτουν την ανεπάρκειά τους όταν η αναμενόμενη αγαλλίαση δεν εμφανιστεί στο ραντεβού. Τόσο ώστε — τι παρανόηση — συχνά μας απομακρύνουν από την ευτυχία ακριβώς εκείνα τα μέσα που υποτίθεται πως θα μας βοηθούσαν να την προσεγγίσουμε.
Εξ ου και οι συχνές παρανοήσεις σχετικά με αυτήν, πως πρέπει να την διεκδικήσουμε σαν κάτι που μας το οφείλουν, να την μάθουμε σαν μια σχολική ύλη, να την κατασκευάσουμε όπως χτίζεται ένα σπίτι· πως είναι κάτι που αγοράζεται, που μεταφράζεται σε χρήμα, πως κάποιοι την κατέχουν από σίγουρη πηγή και πως αρκεί να τους μιμηθούμε για να μας αγκαλιάσει κι εμάς η αύρα που τους τυλίγει. Αντίθετα με μια κοινοτοπία που επαναλαμβάνεται ακούραστα από τον Αριστοτέλη ως σήμερα (αλλά στον Αριστοτέλη ο όρος είχε μια άλλη σημασία), δεν είναι αλήθεια πως όλοι μας επιζητούμε την ευτυχία, η οποία αποτελεί μια Δυτική αξία, ιστορικά χρονολογημένη.
Υπάρχουν και άλλες, η ελευθερία, η δικαιοσύνη, ο έρωτας, η φιλία, που μπορούν να τεθούν πάνω από την ευτυχία- και πώς να γνωρίζουμε τι επιζητούν όλοι οι άνθρωποι από τότε που υπάρχουν; Απλώς διατυπώνουμε κούφιες γενικεύσεις. Δεν είμαστε εναντίον της ευτυχίας, αλλά εναντίον της μεταλλαγής αυτού του εύθραυστου συναισθήματος σε ένα πραγματικό συλλογικό ναρκωτικό — κάτω από χημικές, πνευματικές, ψυχολογικές, θρησκευτικές μορφές — στο οποίο θα πρέπει να εθιστούμε όλοι μας.
Οι πιο προχωρημένες φιλοσοφίες και επιστήμες οφείλουν να ομολογήσουν την αδυναμία τους να εγγυηθούν την ευδαιμονία των λαών ή των προσώπων. Κάθε φορά που η ευτυχία μάς αγγίζει, είναι η έκφραση μιας δωρεάς, μιας εύνοιας κι όχι αποτέλεσμα ενός υπολογισμού, μιας ειδικής συμπεριφοράς. Κι ίσως να γνωρίζουμε πολύ περισσότερο τις χαρές αυτού του κόσμου, την καλοτυχία, τις ηδονές, τις επιτυχίες, όταν παραιτηθούμε από το όνειρο να συναντήσουμε τη μακαριότητα με κεφαλαίο Μ. Σήμερα νιώθουμε την επιθυμία να απαντήσουμε στον νεαρό Μιραμπώ: αγαπώ πάρα πολύ την ζωή για να θέλω να είμαι μονάχα ευτυχισμένος!
«Αυτός ο κόσμος δεν είναι παρά ένα γεφύρι. Διάσχισε το, αλλά μην κτίσεις πάνω του την κατοικία σου». -Χενν., Απόκρυφα, 35.
Στον 15ο αιώνα, στην Γαλλία και την Ιταλία διοργανώνονταν συλλογικά άουτο ντα φε όπου άντρες και γυναίκες, με την πλήρη θέλησή τους, σε ένδειξη απάρνησης των εγκοσμίων έριχναν στις «πυρές των ηδονών» τραπουλόχαρτα, βιβλία, κοσμήματα, περούκες, αριόματα. Σε αυτήν την εποχή του τέλους του Μεσαίωνα, που διακατεχόταν από ένα έντονο πάθος για ζωή, η αμφιβολία ήταν ανεπίτρεπτη, δεν υπάρχει πληρότητα παρά μόνο εν Θεώ, εκτός Θεού τα πάντα είναι απάτη και ψέμα. Έπρεπε, λοιπόν, κάθε ώρα και στιγμή, να υπενθυμίζεται στους θνητούς η ασημαντότητα των ανθρώπινων ηδονών σε σύγκριση με εκείνες που τους περίμεναν κοντά στον Κύριο.
Αντίθετα με τον διάσημο αφορισμό του Σαιν-Ζυστ, η ευτυχία δεν υπήρξε ποτέ μια καινούρια ιδέα στην Ευρώπη και ο χριστιανισμός, την αποδέχτηκε εξαρχής. Μόνο που την έθεσε έξω από την εμβέλεια του ανθρώπου, στον γήινο Παράδεισο ή στους ουρανούς (ο 18ος αιώνας θα αρκεστεί να την επαναπατρίσει εδώ κάτω). Όλοι μας θυμόμαστε πως ήμαστε ευτυχισμένοι πριν από την πτώση, λέει ο Αυγουστίνος· δεν υπάρχει ευτυχία παρά μόνο στην αναπόληση, γιατί στα βάθη της μνήμης ξαναβρίσκουμε την ζώσα πηγή του Θεού. Και ο Πασκάλ, μιλώντας για τις μάταιες προσπάθειές μας να αποκτήσουμε το υπέρτατο αγαθό, αποφαίνεται: «Τι άλλο λοιπόν μας κραυγάζουν αυτός ο πόθος και αυτή η αδυναμία παρά μόνο πως κάποτε υπήρχε εντός του ανθρώπου μια γνήσια ευτυχία από την οποία σήμερα δεν του απομένει παρά μόνο το αποτύπωμά της, το κενό ίχνος της;»
Αυτή η τριαδικότητα του χρόνου θα υιοθετηθεί στην συνέχεια από όλους τους συγγραφείς, πιστούς ή αγνωστικιστές, η ευτυχία ανήκει στο χθες ή στο αύριο, στην νοσταλγία ή στην ελπίδα, ποτέ στο σήμερα. Νομιμοποιούμαστε να τείνουμε προς αυτήν την κατάσταση, αλλά είναι τρέλα να θέλουμε να την βιώσουμε σε αυτόν τον κόσμο. Ο άνθρωπος, πλάσμα εκπεσόν, πρέπει καταρχάς να εξαγοράσει το σφάλμα της ύπαρξής του, να μοχθήσει για την σωτηρία του. Και η σωτηρία γίνεται ακόμα πιο αγωνιώδης, μια και κερδίζεται άπαξ και διά παντός, καθώς έχει σημειώσει ο Ζωρζ Ντυμε- ζίλ: για τον χριστιανό δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία, σε αντίθεση με τον ινδουιστή ή τον βουδιστή, που θα ακολουθήσουν έναν κύκλο μετενσαρκώσεων, έως ότου να κερδίσουν την απελευθέρωση.
Το στοίχημα της αιωνιότητας παίζεται μες στο στενό μεσοδιάστημα της επίγειας διαμονής μου, και αυτή η προοπτική προσδίδει στην τυχαιότητα της ύπαρξής μου τον χαρακτήρα μιας πραγματικής πρόκλησης. Ένα τυπικό γνώρισμα του χριστιανισμού είναι το γεγονός πως δραματοποίησε στο έπακρο αυτή την ζωή θέτοντάς τη κάτω από τον αστερισμό της Κόλασης ή του Παραδείσου. Η ζωή του πιστού είναι μια δίκη που εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου μπροστά στον Θείο Κριτή. «Όλο το κακό που διαπράττουν οι κακοί είναι καταγραμμένο κι εκείνοι δεν το ξέρουν», λένε οι Ψαλμοί. Τα σφάλματά μας, οι καλές μας πράξεις, καταγράφονται, ώρα με την ώρα, μες στο μεγάλο τεφτέρι των λογαριασμών με χρεωστικό και πιστωτικό υπόλοιπο. Ακόμα κι αν οι αμαρτωλοί, οι άπιστες γυναίκες, οι διεφθαρμένοι άντρες, «καλύπτονται με όλα τα σκότη της νύχτας, θα αποκαλυφθούν και θα κριθούν» (Μποσσυέ).
Τρομακτική δυσαναλογία: ένα μικρό ανθρώπινο σφάλμα μπορεί να μας επιφέρει μια αιώνια τιμωρία και, αντιστρόφως, όλοι οι πόνοι μας μπορούν να ανταμειφθούν στο υπερπέραν, αν βεβαίως έχουμε ζήσει μια θεάρεστη ζωή. Περνάς τις εξετάσεις ή απορρίπτεσαι: ο Παράδεισος έχει όλη την δομή του σχολικού θεσμού. Επειδή η λογική της σωτηρίας, αν και αξιώνει μια σχετική ελευθερία εκ μέρους του πιστού που μπορεί να αυτοτελειωθεί ή να παραδοθεί στα εγκόσμια πάθη, δεν συνιστά καθόλου έναν ευθύγραμμο δρόμο. Ανήκει στον χώρο του μισόφωτου, και ακόμα και ο πιο ειλικρινής πιστός βιώνει την πίστη του σαν μια περιπλάνηση μέσα σε έναν λαβύρινθο.
Επειδή είναι πολύ κοντινός και ταυτόχρονα απείρως μακρινός, ο Θεός είναι ένα δρόμος γεμάτος παγίδες και ενέδρες. «Γνωρίζουμε τον Θεό μόνον όταν τον γνωρίζουμε ως έναν άγνωστο», έλεγε ο Άγιος Θωμάς. Οφείλουμε λοιπόν να εγκαταβιώνουμε εδώ κάτω σύμφωνα με τους νόμους ενός άλλου κόσμου και ετούτη η γη, που μας θαμπώνει με τα χίλια δυο μάγια της, είναι ταυτόχρονα η εχθρά και η σύμμαχος της σωτηρίας. Γι’ αυτό και η γήινη ζωή μας, αν δεν μπορεί να σφετεριστεί την αξιοπρέπεια που ανήκει μονάχα στον Θεό, έχει εντούτοις έναν ιερό χαρακτήρα, συνιστά ένα υποχρεωτικό πέρασμα, το πρώτο σκαλί της αιώνιας ζωής. Για τον χριστιανό, ο χρόνος δεν είναι μια εξασφάλιση για το υπερπέραν, αλλά μια κατάσταση υπερέντασης, γεμάτη αγωνίες, αμφιβολίες, σπαραγμούς. Η ελπίδα της λύτρωσης συνυφαίνεται αδιαχώριστα με μια θεμελιώδη ανησυχία.
«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από τα έργα του Θεού αν δεν δεχθούμε ως αρχή πως θέλησε να τυφλώσει τους μεν και να φωτίσει τους δε. Υπάρχει πάντα αρκετό σκοτάδι έτσι που οι απορριγμένοι να μην μπορούν να δουν, και αρκετό φως για να κριθούν καταδικαστέοι και ασυγχώρητοι» Πασκάλ.
Και όταν ο Λούθηρος υποκαθιστά την σωτηρία διά των έργων με την σωτηρία διά της πίστεως — μονάχα ο Θεός αποφασίζει κυριαρχικά για την σωτηρία ή την καταδίκη μας, ασχέτως των πράξεων ή της θέλησής μας — διατηρεί ένα στοιχείο αβεβαιότητας για τους πιστούς. Δεν είναι ποτέ σίγουροι πως έγιναν οι εκλεκτοί, έστω κι αν πιστοποιούν τον ζήλο τους με ευσεβείς πράξεις. Όποια κι αν είναι η διαγωγή του, ο αμαρτωλός δεν μπορεί ποτέ να εξαγοράσει το χρέος του έναντι του Θεού, μπορεί μονάχα να επαφεθεί στην άπειρη ευσπλαχνία του. Με άλλα λόγια, η σωτηρία είναι μια στενή πύλη ενώ «πλατεία είναι η πύλη, και ευρύχωρος η οδός η φέρουσα εις την απώλειαν» (Ματθαίος 7, 13).
Απέναντι σε αυτή την τρομακτική απαίτηση να κερδίσουμε την αιωνιότητα ή να βυθιστούμε στην αμαρτία, τι βάρος έχουν οι μικρές απολαύσεις της ζωής; Κανένα! Όχι μόνον είναι εφήμερες και απατηλές -«Ο κόσμος, φτωχός σε εκπληρώσεις, είναι πάντα πλούσιος σε υποσχέσεις» (Μποσσυέ), αλλά μας βγάζουν και από τον ορθό δρόμο, μας ρίχνουν σε μια τρισάθλια δουλεία εν όψει των αγαθών αυτής της γης. «Κάθε πλούτος που δεν είναι ο Θεός μου, είναι για μένα ένδεια», γράφει μεγαλόπρεπα ο Αυγουστίνος. Διπλό ανάθεμα επί των γήινων απολαύσεων: είναι αξιοκαταφρόνητες μπροστά στην μακαριότητα που μας προσμένει στον ουρανό και δίνουν την εντύπωση μιας διάρκειας, μιας σταθερότητας που ανήκει μόνο στην θεία τάξη. Εκπροσωπούν το άσχημο άπειρο της φιληδονίας, την αντεστραμμένη εικόνα της ουράνιας ευτυχίας.
Το σφάλμα των ανθρώπων στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως θεωρούν ένα μη-ον σαν ον.
Επειδή οι εγκόσμιες χαρές κονιορτοποιούνται μπροστά στην φρικιαστική προοπτική του θανάτου, ο οποίος, καθώς μας λέει και πάλι ο Μποσσυέ, «καλύπτει τα πάντα με τη σκιά του». Ο θάνατος, ναι, αυτός καθιστά την υγεία απλώς μια αναβολή, την δόξα μια χίμαιρα, τις ηδονές ένα αίσχος και τη ζωή ένα όνειρο επικαλυμμένο με ένα ψέμα. Ο θάνατος δεν καταφτάνει από μακριά, αλλά από πολύ κοντά μας, διεισδύει στον αέρα που ανασαίνουμε, στην τροφή που καταπίνουμε, στα φάρμακα με τα οποία προσπαθούμε να προφυλαχτούμε από αυτόν.
Και λέει ο Πασκάλ: «Ο θάνατος που μας απειλεί την κάθε στιγμή, μέσα σε λίγα χρόνια θα μας οδηγήσει στην φρικιαστική αναγκαιότητα είτε του αφανισμού είτε της δυστυχίας». Απαξιώνοντας όλη την ύπαρξή μας κάτω από το φως του τάφου, δηλώνουμε πως, από την ημέρα της γέννησής μας κιόλας, βυθιζόμαστε μέσα σε μια νάρκη από την οποία θα μας αποτραβήξει μόνο η επιθανάτια αγωνία.
Η ζωή είναι ένα όνειρο από το οποίο πρέπει να αφυπνιστούμε: αυτή η μεταφορά, που μας έρχεται από την Αρχαιότητα και που είναι πανταχού παρούσα μες στη χριστιανική σκέψη, καθιστά τον θάνατο μια μοιραία λήξη με όλες τις έννοιες του όρου. Γιατί, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχουν τρεις θάνατοι: η φυσική εξαφάνιση αυτή καθεαυτήν ο εν ζωή θάνατος γι’ αυτούς που ζουν σε κατάσταση αμαρτίας, δηλαδή αποκοπής από τον Θεό, σε κατάσταση πνευματικού πένθους (σε ορισμένες βρετονικές εκκλησίες αναπαριστούν την Κόλαση σαν έναν ψυχρό, παγωμένο τόπο, τον τόπο του χωρισμού)· και τέλος ο θάνατος σαν απελευθέρωση και γέφυρα απ’ όπου περνούν οι δίκαιοι. Δεν είναι μια άβυσσος, αλλά μια πύλη που μας οδηγεί στο Βασίλειο και καθιστά την ψυχή «ικανή να απολαύσει μια απειρία ευχαριστήσεων που δεν βρίσκονται σε αυτή την ζωή».
Είναι παράλογο να φοβόμαστε την εκμηδένισή μας μια και, απελευθερώνοντας μας από το σαρκίο και τις παρεκτροπές του, σημειώνει την απαρχή μιας πρωτόφαντης περιπέτειας, της περιπέτειας της τελικής Κρίσης και της αιώνιας Ανάστασης. Αυτή είναι λοιπόν η χριστιανική τακτική: να αντιπαραθέτει απέναντι στον απολύτως φυσικό φόβο της οδύνης και του θανάτου τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο της απώλειας. Και να υπόσχεται μια ανταμοιβή για τις δυστυχίες του κόσμου τούτου, με μια ανακατανομή στον επάνω κόσμο, πράγμα που αποτελεί και τον μόνο τρόπο εξουδετέρωσης του σκανδάλου της ευημερίας του φαύλου και της ατυχίας του δίκαιου.
Ο χριστιανισμός παίζει τα πάντα υπέρ ενός αγαθού ή κατά ενός κακού που είναι και τα δυο τους το ίδιο άυλα -ο Παράδεισος και η Κόλαση- για να μπορεί να ρίχνει άνετα ένα ντροπαλό πέπλο πάνω στις απολύτως πραγματικές δοκιμασίες του σήμερα. Απαρνούμενοι τα ψεύτικα μεγαλεία του κόσμου, δικαιούμαστε να ελπίζουμε σε μιαν άμετρη ανταμοιβή στους ουρανούς. Ένας λεπτός υπολογισμός που επικαλύπτει την καρτερία με ένα ρούχο φωτός: αφού «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμμωνά», εγκαταλείπω τις συγκεκριμένες, άμεσες χαρές για μια υποθετική, μελλοντική ηδονή. Γιατί να κορφολογήσω κάποιες στιγμές χαράς σε αυτή την γη, διακινδυνεύοντας να ψήνομαι αιωνίως στις μονές του Διαβόλου;
Το μέγιστο αμάρτημα — όλοι οι άνθρωποι της εκκλησίας επιμένουν σε αυτό — δεν είναι να νιώθεις τον πειρασμό των καρπών αυτού του κόσμου, αλλά να προσκολλάσαι σε αυτούς, να γίνεσαι σκλάβος τους σε σημείο που να λησμονείς τον ουσιώδη δεσμό με τον Θεό. Αν δεν θέλουμε να χαθούμε, «τα πάντα πρέπει να υποτάσσονται μπροστά στην προοπτική της αιωνιότητας» (Μποσσυέ), αφού «το μόνο καλό που υπάρχει σε αυτή την ζωή είναι η ελπίδα για μια άλλη ζωή» (Πασκάλ). Όπως και να έχουν τα πράγματα, το πάθος για σωτηρία οφείλει να υπερισχύσει της επιθυμίας για ευτυχία.
Ευτυχώς η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν ήταν μονίμως τοποθετημένη κάτω από ένα αδιάλλακτο «ή το ένα ή το άλλο». «Τα άγια μυστήρια», και κυρίως η εξομολόγηση με το επιτίμιό της, έχουν ως σκοπό να ανακουφίζουν τον πιστό από το τρομερό άγχος και να του επιτρέπουν να ομολογεί το σφάλμα του, να μετανιώνει και να δέχεται την άφεση με ένα διαρκές πηγαινέλα που σκανδάλισε τον Καλβίνο αλλά και τον Φρόυντ. Κάτω από τη λαϊκή πίεση και σαν απάντηση στους χιλιασμούς, «η ιδιοφυία» της εκκλησίας επινόησε την έννοια του Καθαρτηρίου τον 12ο αιώνα, αυτή την μεγάλη αίθουσα αναμονής, τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ Κόλασης και Παραδείσου, που επιτρέπει σε εκείνους που η ζωή τους υπήρξε μέτρια, μήτε εντελώς καλή, μήτε εντελώς κακή, να ξοφλήσουν τα χρέη τους προς τον Ύψιστο. Αυτή η μεταθανάτια τάξη για μετεξεταστέους έδινε επίσης στους ζωντανούς την δυνατότητα να επηρεάζουν την μοίρα των νεκρών, και να συνομιλούν μαζί τους μέσω των προσευχών.
Το Καθαρτήριο δεν μαλάκωσε μόνο τον τρομακτικό εκβιασμό που ασκούσε η Εκκλησία σε βάρος των πιστών υποβάλλοντάς τους στην μέγγενη της λύτρωσης ή της καταδίκης (ας θυμηθούμε πως η Κόλαση, στην τρομακτική και πυρακτώδη μορφή της, είναι μια επινόηση της Αναγέννησης και όχι του Μεσαίωνα)· καθιέρωσε επίσης ένα ολόκληρο σύστημα «μετριασμού των ποινών», εισήγαγε στον χώρο της πίστης το στοιχείο του παζαρέματος με όλες τις γνωστές ακρότητες που προκάλεσαν την μήνιν των μεταρρυθμιστών, οι οποίοι αγανάκτησαν βλέποντας την Ρώμη να επιδίδεται στο εμπόριο των συχωροχαρτιών, να βλέπουν δηλαδή έναν ανθρώπινο θεσμό να εισπράττει προκαταβολές για την αιωνιότητα, να πειθαναγκάζει κατά κάποιον τρόπο το χέρι του Θεού.
Χάρη στο Καθαρτήριο, η γήινη ζωή μας αλαφρώνει, γίνεται πιο αξιαγάπητη. Η ιδέα του μη αναστρέψιμου απομακρύνεται· ένα σφάλμα περιορισμένο σε έναν συγκεκριμένο χρόνο παύει να επιφέρει την αιώνια καταδίκη. Τροποποιώντας την «γεωγραφία του υπερπέραν», το Καθαρτήριο αφήνει μια πόρτα ανοιχτή προς το μέλλον, μας απαλλάσσει από την αποκαρδίωση, «ψυχραίνει» την ανθρώπινη ιστορία. Χάρη σε αυτό το ψυχολογικό ηρεμιστικό, ο αμαρτωλός δεν νιώθει πια να τον καταδιώκουν κατά πόδας οι φλόγες της Κόλασης έτσι και παραβεί κάποια απαγόρευση. Η εξιλέωση μπορεί να επιτευχθεί και η σωτηρία χάνει τον ανεπανόρθωτο δογματικό χαρακτήρα της.
[Ζακ Λε Γκοφ, Η γέννηση τον Καθαρτηρίου, Folio-Histoire, Gallimard, 1981. Από τον 8ο αιώνα, το σύστημα της τιμολογημένης μετάνοιας εξαπλώνεται σε όλη την Γαλλία και μεταφράζεται με χρηματικές προσφορές, προσευχές ή λειτουργίες. Ο κόσμος αγοράζει τις τελευταίες ανά μονάδα, σαν ισάριθμα εισιτήρια για το υπερπέραν. Με την ανάπτυξη της ευσέβειας που αποβλέπει στην άφεση, ανθίζουν οι πιο ξέφρενες εμπορικές συναλλαγές: με μακρινά προσκυνήματα, με προσφορές στα τάγματα του Ελέους, με προσευχές και ψαλμούς, οι άνθρωποι ελπίζουν να κερδίσουν μια ελάττωση της ποινής, των χρόνων στο Καθαρτήριο. «Ο τάδε ναός, για παράδειγμα, έναντι μιας εξομολόγησης, χρηματικών προσφορών και προσευχών, υπόσχεται να σας γλιτώσει από 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα, ο δείνα από 40 φορές 40 χρόνια. Ένας οδηγός του προσκυνητή των Αγίων Τόπων μάς πληροφορεί πως μια επίσκεψη σε όλα τα μέρη των Αγίων Τόπων αποφέρει, αν μπορούμε να το πούμε έτσι, 43 φορές 7 χρόνια και 7 σαρανταήμερα» (αναφέρεται από τον Ζακ Σιφολώ στην «Κρίση της πίστης», Ιστορία της θρησκευτικής Γαλλίας, Seuil, 1988, τόμος II, σσ. 138 και 142). Ας θυμηθούμε πως η καθολική Εκκλησία εξακολουθεί να εφαρμόζει, αλλά δωρεάν, τα συγχωροχάρτια, προς μεγάλη απελπισία των Προτεσταντών. Η παπική βούλα του έτους 2000 παραχωρεί στους μετανοούντες που θα απόσχουν επί έναν χρόνο από το τσιγάρο και το ποτό, την πλήρη άφεση εκχωρητέα στους νεκρούς του Καθαρτηρίου.]
Η ίδια η Μεταρρύθμιση, παρά την θεωρητική αδιαλλαξία της, θα προβεί σε μια παράδοξη αποκατάσταση της γήινης ζωής με την βούλησή της να πραγματώσει εδώ κάτω τις αξίες της άλλης ζωής. Ο Λούθηρος ζητούσε από τους πιστούς να αποφεύγουν την οκνηρία και να εργάζονται για να αρέσουν στον Θεό, επειδή «ένας καλός και δίκαιος άνθρωπος κάνει καλά έργα» κι έτσι επικυρώνει τις πιθανότητες σωτηρίας του. Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αναπτύχθηκε ένας βολικός χριστιανισμός που δεν θέλησε να αντιπαραθέσει την γη με τον ουρανό, αλλά να τα κάνει να αλληλοσυμπληρωθούν. Δεν είναι πια ασύμβατα μεταξύ τους αλλά συνεχόμενα, και ο Μαλμπράνς, απορρίπτοντας τους όρους του πασκάλειου στοιχήματος, θα καταδείξει την ευτυχία σαν μια ανοδική κίνηση από τις κοσμικές απολαύσεις προς τις ουράνιες χαρές, όπου η ψυχή ταξιδεύει απρόσκοπτα ως την τελική φώτιση.
Εκεί όπου οι άλλοι υπογράμμιζαν μια τομή, ο Μαλμπράνς αποκαθιστά μια συνέχιση και, μέσα από μια πολύ μοντέρνα άποψη περί πίστεως, περιγράφει τον άνθρωπο να τείνει ταυτόχρονα τόσο προς την αιωνιότητα όσο και προς τα επίγεια αγαθά. Στο εξής, η Φύση και η Θεία Χάρη συνεργάζονται αρμονικά στην διαμόρφωση του ανθρώπινου πεπρωμένου: ένας χριστιανός μπορεί να είναι ένας άνθρωπος του κόσμου, να συνδυάζει «την ευγένεια με την ευλάβεια», να αφιερώνεται στις καθημερινές ασχολίες του δίχως να χάνει από τα μάτια του την προοπτική της σωτηρίας.
Η αθανασία εκδημοκρατίζεται, γίνεται προσιτή για την πλειονότητα. Ο χριστιανισμός παραμένει λοιπόν η θεωρία μιας σχετικής και λελογισμένης υποτίμησης του κόσμου: θεωρώντας αυτή την ζωή σαν έναν χώρο απώλειας και σωτηρίας, την καθιστά εμπόδιο και ταυτοχρόνως προϋπόθεση της απολύτρωσης και την ανυψώνει στην τάξη του υπέρτατου αγαθού· μας απελευθερώνει από το σώμα, αλλά του επαναδίδει τα δικαιώματά του χάρη στην θεία ενσάρκωση. Κοντολογίς, επικυρώνει την ανθρώπινη αυτονομία την στιγμή ακριβώς που την υποτάσσει στην θεία υπέρβαση. Σε κάθε περίπτωση ζητά από τον πιστό, τον διχασμένο ανάμεσα στους «κινδύνους της απόλαυσης» και την απάρνηση «της σαγηνευτικής και επίφοβης γλυκύτητας του βίου» (Αυγουστίνος), να αποδέχεται τον γήινο κόσμο δίχως να τον ειδωλοποιεί, δίχως να ανάγει τα εγκόσμια πράγματα σε απόλυτες αξίες. και να τον υποβάλουμε σε μια εξονυχιστική εξέταση.
Τι κάνεις; Τι γίνεσαι; Πώς είσαι; Πώς τα πας;
Μια διακριτική επιταγή που μας διατάζει να αποκαλύψουμε την μύχια αλήθεια μας. Το καθαυτό γεγονός της ύπαρξης δεν αρκεί πια, απαιτεί μια συνεχή εξέταση του εσωτερικού μας βαρόμετρου. «Δείχνεις στις φόρμες σου σήμερα». Αυτή η γλυκιά σαν μέλι φιλοφρόνηση ισοδυναμεί με μια καθαγίαση: μες στην αντιπαράθεση μεταξύ καταχαρούμενων και κατσουφιασμένων, εγώ βρίσκομαι στην σωστή πλευρά. Να που, χάρη στην μαγεία μιας φράσης, τοποθετούμαι, στην κορυφή μιας λεπτεπίλεπτης και διαρκώς μεταβαλλόμενης ιεραρχίας. Την επόμενη ημέρα θα υποστώ μιαν άλλη, αμείλικτη ετυμηγορία: «Σήμερα έχεις τα χάλια σου». Αυτή η παρατήρηση με πληγώνει κατάστηθα, με αποσπά άγρια από την εξαίσια θέση όπου νόμιζα πως είχα εγκατασταθεί για πάντα. Εξέπεσα από την κάστα των αρχόντων, είμαι ένας παρίας που πρέπει να κρύβει το πρόσωπό του απ’ όλους.
Σε τελική ανάλυση, το «τι κάνεις;» είναι η πιο επιφανειακή και η πιο βαθιά ερώτηση. Για να απαντήσουμε με ακρίβεια σε αυτή, πρέπει να διερευνήσουμε εξονυχιστικά τον ψυχισμό μας, να προβούμε σε λεπτότατες ζυγοσταθμίσεις. Όμως τι σημασία έχει: πρέπει να απαντήσουμε «καλά» από ευγένεια και να περάσουμε σε άλλο θέμα ή να μηρυκάζουμε την ερώτηση μια ολόκληρη ζωή και να φυλάξουμε την απάντησή μας για μετά.
Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ ΟΔΥΝΗ
Τι είναι η δυστυχία για τον χριστιανισμό;
Η εξαγορά της Πτώσης, το χρέος που πρέπει να εξοφλήσουμε εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. (sic) Όμως εδώ οι εκκλησίες το παράκαναν: όχι μόνο στηλιτεύουν τον εδώ κόσμο, αλλά θεωρούν την ζωή σαν εξιλέωση για ένα σφάλμα που μας σημαδεύει όλους από τη γέννησή μας, ένα σφάλμα που μόλυνε όλους τους απογόνους του Αδάμ και της Εύας. Όλοι είναι ένοχοι εκ των προτέρων, ακόμα και το έμβρυο μες στην κοιλιά της μητέρας του, εξ ου και η επείγουσα βάπτιση των νεογέννητων. Όμως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε γι’ αυτή τη δυστυχία που συνδέεται με την ατέλειά μας. Γιατί ο Κύριος, από αγάπη για μας, θυσίασε τον μοναχογιό του για να σώσει την ανθρωπότητα από το κακό. Το ότι το σύμβολο του χριστιανισμού είναι ένας εσταυρωμένος, σημαίνει πως η θρησκεία αυτή ενέγραψε τον θάνατο του Θεού στο κέντρο του τελετουργικού της.
Ο ψυχορραγών Ιησούς γίνεται «ιδιοκτήτης του θανάτου» (Πωλ Βαλερύ) και τον μετατρέπει σε χαρά. Θάνατος και ανάσταση: ο γιος του Θεού πάνω στον σταυρό του επικυρώνει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και την ανυψώνει στην υπεράνθρωπη τάξη της ελπίδας και της αγάπης. Τα πάθη του επιτρέπουν έτσι στον κάθε δυστυχισμένο να τα ξαναζήσει στο δικό του επίπεδο και να συμμετάσχει σε ένα θεμελιακό γεγονός που τον ξεπερνάει κατά πολύ. Οφείλει να φορτωθεί τον προσωπικό σταυρό του και να βρει στον Ιησού έναν οδηγό κι έναν συμπαραστάτη φίλο. Έτσι η οδύνη του δεν θα του είναι μια θανάσιμη εχθρά, αλλά μια σύμμαχος προικισμένη με μια δύναμη καθαρμού, τη δύναμη «να ανανεώνει την πνευματική ενέργεια» (Ιωάννης-Παύλος Β’).
Η οδύνη αυτή, καθώς λέει ο φιλόσοφος Μαξ Σελέρ, έχει την μοναδική ικανότητα να διαχωρίζει το γνήσιο από το ευτελές, το κατώτερο από το ανώτερο, να βγάζει τον άνθρωπο από την σύγχυση των αισθήσεων, από το χυδαίο περικάλυμμα του σώματος, και να κατευθύνει το βλέμμα του προς τα ουσιαστικά πλούτη. Δεν αρκεί λοιπόν να υφιστάμεθα την οδύνη, πρέπει και να την αγαπάμε, να την κάνουμε το μέσον μιας πραγματικής μεταμόρφωσης. Η οδύνη είναι εκείνη η αποτυχία που οδηγεί στην νίκη και, καθώς έλεγε ο Λούθηρος, τιμωρώντας τον αμαρτωλό, ο Θεός εξασφαλίζει την σωτηρία του. «Ο κάθε άνθρωπος γίνεται η οδός της Εκκλησίας, όταν μπαίνει στη ζωή του η δυστυχία».
Σε αυτό ο χριστιανισμός απορρίπτει τον αριστοκρατικό ηρωισμό και την ηθική των στωικών, που απαιτεί να αποδεχόμαστε αγόγγυστα πένθη και ασθένειες και μάλιστα ενθαρρύνει τον σοφό να υφίσταται το μαρτύριο με χαμόγελο. Ο Πασκάλ στηλίτευε την υπερηφάνεια του Επίκουρου απέναντι στην δυστυχία, θεωρώντας την σαν μια αλαζονική επικύρωση της ανθρώπινης ελευθερίας που αγνοεί την ένδειά της. Είναι αδύνατον να αποφύγουμε το κακό όπως οι Αρχαίοι, να το περικυκλώσουμε με κάθε είδους στρατηγήματα ή να αναφωνήσουμε ιερόσυλα σαν τους επικούρειους: «Ο θάνατος δεν υφίσταται για μας!» Πρέπει να ομολογήσουμε τον Γολγοθά μας, να κραυγάσουμε την ντροπή μας κι από τα βάθη αυτού του ευτελισμού να ανυψωθούμε ως τον Θεό.
«Η οδύνη σώζει την ύπαρξη, ποτέ δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά μεγάλη». Αφού μας ανοίγει τις πύλες της γνώσης και της σοφίας, όσο πιο άδικη, τόσο καλύτερη. Εξ ου και η αναπόφευκτη αλγοφιλία του προτεσταντικού, του ορθόδοξου ή του καθολικού χριστιανισμού. Αυτή η πολύ πραγματική μέριμνα για τον δυστυχισμένο, που συνδυάζεται με μια λαιμαργία για δυστυχία. «Ο Ιησούς δίδαξε να κάνουμε το καλό μέσω της οδύνης και να κάνουμε καλό σε αυτόν που υποφέρει». Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη να οικοπεδοποιούμαστε την δυστυχία των άλλων λες και η δική μας δεν μας αρκεί (όπως είναι η επιμονή του πολωνικού κλήρου να μεταμορφώσει το Άουσβιτς σε έναν μοντέρνο Γολγοθά ή η συλλογή ψυχών στην οποία — σύμφωνα με τα γραφόμενα ορισμένων δημοσιογράφων — επιδιδόταν η Μητέρα Τερέζα στα άσυλά της για ετοιμοθάνατους, στην Καλκούτα, άσχετα από τις οπωσδήποτε πιθανές αρετές της).
Δίχως να ξεχνάμε κι εκείνη την φανερή προτίμηση για το μαρτύριο, τα διαμελισμένα σώματα, την ψύχωση με τα πτώματα, τα κουφάρια, την σήψη, που παρατηρούμε σε μια συγκεκριμένη χριστιανική τέχνη, την προβολή της περιττωματικής φύσης του σώματος και, τέλος, την αισθητική του βασανιστηρίου και του αίματος στους μυστικιστές. Λίγες θρησκείες επέμειναν όπως η χριστιανική πάνω στην ανθρώπινη βρομιά, λίγες έχουν εκδηλώσει έναν τέτοιο «σαδισμό της ευλάβειας». έλεγε η Σιμόν Βέιλ
Έστω κι αν, από τον Πίο IB’ και μετά, η καθολική Εκκλησία δείχνει μεγαλύτερη κατανόηση γι’ αυτούς που υποφέρουν, για εκείνη η οδύνη συνιστά την νόρμα και η υγεία είναι μια οιονεί ανωμαλία. Μάρτυρας η παρακάτω σκέψη του Ιωάννη-Παύλου Β’: «Όταν το σώμα είναι βαθιά προσβεβλημένο από την ασθένεια, όταν έχει καταστεί ανίκανο, όταν ο άνθρωπος σχεδόν αδυνατεί να ζήσει και να δράσει, η εσωτερική ωριμότητα και το πνευματικό μεγαλείο γίνονται ακόμα πιο εμφανή και συνιστούν ένα συγκινητικό μάθημα για τα πρόσωπα που χαίρουν μιας φυσιολογικής υγείας».
Πρέπει να αγαπούμε τον άνθρωπο, αλλά πρώτα πρέπει να τον ταπεινώσουμε. Η οδύνη, πλησιάζοντας μας στον Θεό, γίνεται μοχλός προόδου, χάνει το χειρότερο χαρακτηριστικό της: την έλλειψη αιτίας. «Στην ερώτηση του Ιώβ: προς τι ο πόνος; γιατί εγώ;, δεν παίρνω απάντηση, λέει πάντα ο Ιωάννης-Παύλος Β’, παρά μόνο υποφέροντας μαζί με τον Ιησού, ανταποκρινόμενος στην έκκληση που μου απευθύνει από το ύψος του σταυρού: ακολούθησε με». Συνεπώς μόνο μες στην δυστυχία μου μπορώ να βρω την εσωτερική γαλήνη, την πνευματική αγαλλίαση.
Ο χριστιανικός κόσμος ίσως να φαντάζει απάνθρωπος στα μάτια μας, αλλά είναι ένας κόσμος κορεσμένος από νόημα (όπως και ο βουδισμός, που εξηγεί τον πόνο σαν αποτέλεσμα των σφαλμάτων μας σε προηγούμενες ζωές -σύμφωνα με την καθιερωμένη ρήση, τα βέλη που εκτοξεύσαμε οι ίδιοι, επιστρέφουν καταπάνω μας. Πρόκειται για μια βάρβαρη αλλά εξαιρετικά παρηγορητική σύλληψη).
Με την θρησκεία ο πόνος γίνεται ένα μυστήριο που το ξεδιαλύνουμε μονάχα υποφέροντας. Αλλόκοτο μυστήριο πράγματι, χάρη στο οποίο τα πάντα εξηγούνται! Και οι θεολόγοι αναπτύσσουν την ύπαρξη του κακού, δίχως να θίξουν την «καλοσύνη» του Θεού. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, την σπουδαιότητα που έχει η επίδειξη της επιθανάτιας αγωνίας κατά την κλασική περίοδο (και, μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, στα χωριά). Κάποτε, θεωρούνταν αυτονόητο ότι ένας άνθρωπος δεν γινόταν να πεθάνει παρά δημόσια, μπροστά στα βλέμματα των άλλων κι όχι μόνος σε νοσοκομείο, όπως σήμερα. Μέσα από την έσχατη δοκιμασία, ο πιστός έβρισκε την ευκαιρία να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τους κοντινούς του, να αναλογιστεί τις αμαρτίες του, να απελευθερωθεί από τα εγκόσμια δεσμά προτού να σαλπάρει για το αόρατο.
«Για τον άνθρωπο δεν είναι ντροπή να νικιέται από τον πόνο, είναι ντροπή να νικιέται από την ευχαρίστηση» -Πασκάλ.
Η επιθανάτια αγωνία είναι κεφαλαιώδους σημασίας: επιτρέπει στον πιστό να αποδώσει έναν τελευταίο φόρο σε αυτόν τον κάτω κόσμο, να εγκαταλείψει το σώμα του, διαμέσου της οδύνης· κάπως σαν ένα καράβι που του κόβουν ένα ένα τα παλαμάρια. Ο ρόγχος, τα αγκομαχητά πρέπει να μαρτυρούν για μια ζωή που ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη προς την ευλάβεια και το έλεος. Έτσι ο Μποσσυέ κατακεραυνώνει τους «χλιαρούς» που η πίστη τους αφυπνίζεται στο κατώφλι του θανάτου με μια αργοπορημένη μεταμέλεια- όμως πολλαπλασιάζει τα εγκώμια για την μικρή Εριέττα-Άννα της Αγγλίας, δούκισσα της Ορλεάνης, που, στα δεκατέσσερα χρόνια της, την ώρα που πεθαίνει δεν καλεί κοντά της τους γιατρούς αλλά τους παπάδες, φιλά τον εσταυρωμένο, ζητά το ευχέλαιο και αναφωνεί: «Ω Θεέ μου, μήπως πάντα δεν απέθετα σ’ εσένα την εμπιστοσύνη μου;»
«Το θαυμαστό του θανάτου», γράφει ο Μποσσυέ παραθέτοντας τα λόγια του Αγίου Αντωνίου, «είναι πως για τον χριστιανό δεν σημαίνει το τέλος της ζωής αλλά μόνο το τέλος των αμαρτιών του και των κινδύνων στους οποίους εκτίθεται. Μαζί με τις μέρες μας ο Θεός κόβει τους πειρασμούς μας, δηλαδή όλα τα ενδεχόμενα να χάσουμε την αληθινή ζωή, την αιώνια ζωή, μια και ο κόσμος δεν είναι παρά η κοινή μας εξορία». Και δεν εκπλησσόμαστε με τον Ιωάννη-Παύλο Β’ όταν, γράφοντας για την ευθανασία και τις ύστατες στιγμές του ανθρώπου, πλέκει το εγκώμιο «του πιστού που αποδέχεται με τη θέλησή του τον πόνο, απαρνούμενος τα μέσα καταπολέμησης του πόνου, για να διατηρήσει όλη του την διαύγεια και για να συμμετάσχει στα πάθη του Κυρίου», έστω και αν — και ο μικρός αυτός συμβιβασμός είναι σημαντικότατος — μια τέτοια ηρωική συμπεριφορά «δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν ένα καθήκον για όλους».
Είναι γνωστό πως η Εκκλησία της Ρώμης δέχεται τα αναλγητικά υπό τον όρο πως δεν αποστερούν από τον ετοιμοθάνατο την αυτοσυνειδησία του. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ένα τέτοιο επιχείρημα υπέρ της οδύνης δεν είναι και πολύ πειστικό, μια και, σιγά σιγά, με το πέρασμα του χρόνου, άρχισε να θεωρείται ως η σύνοψη της υποταγής και του σκοταδισμού (ακόμα και από τους πιστούς που, ως προς αυτό το σημείο, ασπάστηκαν τις λαϊκές αξίες). Η ανακάλυψη των αλκαλοειδών, η χρήση των αναισθητικών, ο αποκαθαρμός της ασπιρίνης και της μορφίνης σάρωσαν τις απόψεις των παπάδων σχετικά με τον πόνο σαν μια αναγκαία θεία τιμωρία.
Στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο χριστιανισμός προκάλεσε από μόνος του την διαμαρτυρία που θα τον αποδυνάμωνε. Από τη στιγμή που πρόβαλε την έννοια της μακαριότητας — έστω και τοποθετώντας την στον ουρανό — απελευθέρωσε μια δυναμική που θα στρεφόταν εναντίον του. (Ακόμα και οι Μακαρισμοί που καταγράφονται στα Ευαγγέλια συνδεδεμένοι με τα αναθέματα δεν είναι μια υπόσχεση γαλήνης αλλά δικαιοσύνης. Καλούν σε ένα αναποδογύρισμα του κόσμου, αφήνουν μια ευκαιρία γι’ αυτούς που πέφτουν, για τους αποτυχημένους: οι ισχυροί θα γκρεμιστούν από τα βάθρα τους, οι άθλιοι θα ανυψωθούν στην πρώτη σειρά.)
Η γνώση πως μια τέτοια κατάσταση τους περιμένει μετά θάνατον, κάνει τους ανθρώπους ανυπόμονους να τη γνωρίσουν λιγάκι εδώ κάτω. Γεννιέται μια πανίσχυρη ελπίδα για καλύτερη ζωή, μια ελπίδα που αντλεί την δυναμικότητά της από τις ίδιες τις Γραφές. Οι άνθρωποι θέλουν να επισπεύσουν την συντέλεια του κόσμου, όταν ο Μεσσίας θα επιστρέφει και οι συσσωρευμένες δυστυχίες θα εξαφανιστούν μέσα σε μια χαρούμενη Αποκάλυψη· μετρούν τα χρόνια, τους αιώνες που τους χωρίζουν από το τέλος, και οι υπολογισμοί αυτοί φλογίζουν τα πνεύματα.
Από αυτή την άποψη, οι αιρετικοί ή οι χιλιαστές δεν είναι παρά βιαστικοί αναγνώστες που παίρνουν κατά γράμμα τα λόγια της Βίβλου και πιστεύουν στο κυριολεκτικό τους νόημα. Βασίζονται στην αδιαλλαξία τού Ιησού για να αμφισβητήσουν τους απολιθωμένους τύπους του εκκλησιαστικού θεσμού. Το θέμα της ευτυχίας προέρχεται από τον χριστιανισμό, αλλά θα αναπτυχθεί ενάντια σε αυτόν. Καθώς είχε επισημάνει πρ’ωτος ο Χέγκελ, η θρησκεία αυτή εμπεριέχει όλα τα σπέρματα του ξεπεράσματος της και της εξόδου από την θρησκευτικότητα.
Το βασικό της λάθος για τους ανθρώπους της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού — που άλλωστε ήταν όλοι τους πιστοί — ήταν πως τύλιξε την δυστυχία μες στα πέπλα της ευγλωττίας, «αυτής της ευγλωττίας του σταυρού» που υπόσχεται την ανάσταση για να αποτρέψει τους ευλαβείς από το καθήκον να βελτιώσουν την γήινη ζωή τους. Κι επιπλέον, η λατρεία του πόνου και της θυσίας, καθώς θα το δείξει ο Νίτσε αναφορικά με τους Αρχαίους, δεν ανυψώνει τον άνθρωπο, αλλά τον βυθίζει μες στη σκληρότητα και την πικρία. Συνεπώς, σύμφωνα με το διάσημο ρητό του Καρλ Μαρξ, «καταργώντας την θρησκεία σαν ψευδαισθητική ευτυχία του λαού, σημαίνει πως απαιτείς την αληθινή ευτυχία του».
Η καθολική και η προτεσταντική σκληρότητα ασκούνταν απεγνωσμένα ενάντια στην ανθρώπινη φύση και τις χαρές της. Με τον Διαφωτισμό, η ηδονή και η ευμάρεια επιτέλους θα αποκατασταθούν και ο πόνος θα απορριφθεί σαν ένας αρχαϊσμός. Θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως γύρισε μια σελίδα της ιστορίας. Όμως, αντίθετα, εδώ αρχίζουν οι δυσκολίες.