Παρασκευή 17 Ιουνίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (3.102-3.200)

Τὸν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί μ᾽ ἔμνησας ὀϊζύος, ἣν ἐν ἐκείνῳ
δήμῳ ἀνέτλημεν μένος ἄσχετοι υἷες Ἀχαιῶν,
105 ἠμὲν ὅσα ξὺν νηυσὶν ἐπ᾽ ἠεροειδέα πόντον
πλαζόμενοι κατὰ ληΐδ᾽, ὅπῃ ἄρξειεν Ἀχιλλεύς,
ἠδ᾽ ὅσα καὶ περὶ ἄστυ μέγα Πριάμοιο ἄνακτος
μαρνάμεθ᾽· ἔνθα δ᾽ ἔπειτα κατέκταθεν ὅσσοι ἄριστοι.
ἔνθα μὲν Αἴας κεῖται ἀρήϊος, ἔνθα δ᾽ Ἀχιλλεύς,
110 ἔνθα δὲ Πάτροκλος, θεόφιν μήστωρ ἀτάλαντος,
ἔνθα δ᾽ ἐμὸς φίλος υἱός, ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων,
Ἀντίλοχος, περὶ μὲν θείειν ταχὺς ἠδὲ μαχητής·
ἄλλα τε πόλλ᾽ ἐπὶ τοῖς πάθομεν κακά· τίς κεν ἐκεῖνα
πάντα γε μυθήσαιτο καταθνητῶν ἀνθρώπων;
115 οὐδ᾽ εἰ πεντάετές γε καὶ ἑξάετες παραμίμνων
ἐξερέοις ὅσα κεῖθι πάθον κακὰ δῖοι Ἀχαιοί·
πρίν κεν ἀνιηθεὶς σὴν πατρίδα γαῖαν ἵκοιο.
εἰνάετες γάρ σφιν κακὰ ῥάπτομεν ἀμφιέποντες
παντοίοισι δόλοισι, μόγις δ᾽ ἐτέλεσσε Κρονίων.
120 ἔνθ᾽ οὔ τίς ποτε μῆτιν ὁμοιωθήμεναι ἄντην
ἤθελ᾽, ἐπεὶ μάλα πολλὸν ἐνίκα δῖος Ὀδυσσεὺς
παντοίοισι δόλοισι, πατὴρ τεός, εἰ ἐτεόν γε
κείνου ἔκγονός ἐσσι· σέβας μ᾽ ἔχει εἰσορόωντα.
ἦ τοι γὰρ μῦθοί γε ἐοικότες, οὐδέ κε φαίης
125 ἄνδρα νεώτερον ὧδε ἐοικότα μυθήσασθαι.
ἔνθ᾽ ἦ τοι ἧος μὲν ἐγὼ καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς
οὔτε ποτ᾽ εἰν ἀγορῇ δίχα βάζομεν οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ,
ἀλλ᾽ ἕνα θυμὸν ἔχοντε νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ
φραζόμεθ᾽ Ἀργείοισιν ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένοιτο.
130 αὐτὰρ ἐπεὶ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν,
βῆμεν δ᾽ ἐν νήεσσι, θεὸς δ᾽ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς,
καὶ τότε δὴ Ζεὺς λυγρὸν ἐνὶ φρεσὶ μήδετο νόστον
Ἀργείοις, ἐπεὶ οὔ τι νοήμονες οὐδὲ δίκαιοι
πάντες ἔσαν· τῶ σφεων πολέες κακὸν οἶτον ἐπέσπον
135 μήνιος ἐξ ὀλοῆς γλαυκώπιδος ὀβριμοπάτρης,
ἥ τ᾽ ἔριν Ἀτρεΐδῃσι μετ᾽ ἀμφοτέροισιν ἔθηκε.
τὼ δὲ καλεσσαμένω ἀγορὴν ἐς πάντας Ἀχαιούς,
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐς ἠέλιον καταδύντα,
οἱ δ᾽ ἦλθον οἴνῳ βεβαρηότες υἷες Ἀχαιῶν,
140 μῦθον μυθείσθην, τοῦ εἵνεκα λαὸν ἄγειραν.
ἔνθ᾽ ἦ τοι Μενέλαος ἀνώγει πάντας Ἀχαιοὺς
νόστου μιμνήσκεσθαι ἐπ᾽ εὐρέα νῶτα θαλάσσης,
οὐδ᾽ Ἀγαμέμνονι πάμπαν ἑήνδανε· βούλετο γάρ ῥα
λαὸν ἐρυκακέειν ῥέξαι θ᾽ ἱερὰς ἑκατόμβας,
145 ὡς τὸν Ἀθηναίης δεινὸν χόλον ἐξακέσαιτο,
νήπιος, οὐδὲ τὸ ᾔδη, ὃ οὐ πείσεσθαι ἔμελλεν·
οὐ γάρ τ᾽ αἶψα θεῶν τρέπεται νόος αἰὲν ἐόντων.
ὣς τὼ μὲν χαλεποῖσιν ἀμειβομένω ἐπέεσσιν
ἕστασαν· οἱ δ᾽ ἀνόρουσαν ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοὶ
150 ἠχῇ θεσπεσίῃ, δίχα δέ σφισιν ἅνδανε βουλή.
νύκτα μὲν ἀέσαμεν χαλεπὰ φρεσὶν ὁρμαίνοντες
ἀλλήλοις· ἐπὶ γὰρ Ζεὺς ἤρτυε πῆμα κακοῖο·
ἠῶθεν δ᾽ οἱ μὲν νέας ἕλκομεν εἰς ἅλα δῖαν
κτήματά τ᾽ ἐντιθέμεσθα βαθυζώνους τε γυναῖκας.
155 ἡμίσεες δ᾽ ἄρα λαοὶ ἐρητύοντο μένοντες
αὖθι παρ᾽ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν·
ἡμίσεες δ᾽ ἀναβάντες ἐλαύνομεν· αἱ δὲ μάλ᾽ ὦκα
ἔπλεον, ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον.
ἐς Τένεδον δ᾽ ἐλθόντες ἐρέξαμεν ἱρὰ θεοῖσιν,
160 οἴκαδε ἱέμενοι· Ζεὺς δ᾽ οὔ πω μήδετο νόστον,
σχέτλιος, ὅς ῥ᾽ ἔριν ὦρσε κακὴν ἔπι δεύτερον αὖτις.
οἱ μὲν ἀποστρέψαντες ἔβαν νέας ἀμφιελίσσας
ἀμφ᾽ Ὀδυσῆα ἄνακτα δαΐφρονα, ποικιλομήτην,
αὖτις ἐπ᾽ Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ἦρα φέροντες·
165 αὐτὰρ ἐγὼ σὺν νηυσὶν ἀολλέσιν, αἵ μοι ἔποντο,
φεῦγον, ἐπεὶ γίγνωσκον ὃ δὴ κακὰ μήδετο δαίμων.
φεῦγε δὲ Τυδέος υἱὸς Ἀρήϊος, ὦρσε δ᾽ ἑταίρους.
ὀψὲ δὲ δὴ μετὰ νῶϊ κίε ξανθὸς Μενέλαος,
ἐν Λέσβῳ δ᾽ ἔκιχεν δολιχὸν πλόον ὁρμαίνοντας,
170 ἢ καθύπερθε Χίοιο νεοίμεθα παιπαλοέσσης,
νήσου ἔπι Ψυρίης, αὐτὴν ἐπ᾽ ἀριστέρ᾽ ἔχοντες,
ἦ ὑπένερθε Χίοιο, παρ᾽ ἠνεμόεντα Μίμαντα.
ᾐτέομεν δὲ θεὸν φῆναι τέρας· αὐτὰρ ὅ γ᾽ ἡμῖν
δεῖξε, καὶ ἠνώγει πέλαγος μέσον εἰς Εὔβοιαν
175 τέμνειν, ὄφρα τάχιστα ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν.
ὦρτο δ᾽ ἐπὶ λιγὺς οὖρος ἀήμεναι· αἱ δὲ μάλ᾽ ὦκα
ἰχθυόεντα κέλευθα διέδραμον, ἐς δὲ Γεραιστὸν
ἐννύχιαι κατάγοντο· Ποσειδάωνι δὲ ταύρων
πόλλ᾽ ἐπὶ μῆρ᾽ ἔθεμεν, πέλαγος μέγα μετρήσαντες·
180τέτρατον ἦμαρ ἔην, ὅτ᾽ ἐν Ἄργεϊ νῆας ἐΐσας
Τυδεΐδεω ἕταροι Διομήδεος ἱπποδάμοιο
ἔστασαν· αὐτὰρ ἐγώ γε Πύλονδ᾽ ἔχον, οὐδέ ποτ᾽ ἔσβη
οὖρος, ἐπεὶ δὴ πρῶτα θεὸς προέηκεν ἀῆναι.
ὣς ἦλθον, φίλε τέκνον, ἀπευθής, οὐδέ τι οἶδα
185 κείνων, οἵ τ᾽ ἐσάωθεν Ἀχαιῶν οἵ τ᾽ ἀπόλοντο.
ὅσσα δ᾽ ἐνὶ μεγάροισι καθήμενος ἡμετέροισι
πεύθομαι, ἣ θέμις ἐστί, δαήσεαι, οὐδέ σε κεύσω.
εὖ μὲν Μυρμιδόνας φάσ᾽ ἐλθέμεν ἐγχεσιμώρους,
οὓς ἄγ᾽ Ἀχιλλῆος μεγαθύμου φαίδιμος υἱός,
190 εὖ δὲ Φιλοκτήτην, Ποιάντιον ἀγλαὸν υἱόν.
πάντας δ᾽ Ἰδομενεὺς Κρήτην εἰσήγαγ᾽ ἑταίρους,
οἳ φύγον ἐκ πολέμου, πόντος δέ οἱ οὔ τιν᾽ ἀπηύρα.
Ἀτρεΐδην δὲ καὶ αὐτοὶ ἀκούετε νόσφιν ἐόντες,
ὥς τ᾽ ἦλθ᾽ ὥς τ᾽ Αἴγισθος ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον.
195 ἀλλ᾽ ἦ τοι κεῖνος μὲν ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,
ὡς ἀγαθὸν καὶ παῖδα καταφθιμένοιο λιπέσθαι
ἀνδρός, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐτίσατο πατροφονῆα,
Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα.
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ᾽ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε,
200 ἄλκιμος ἔσσ᾽, ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων ἐῢ εἴπῃ.»

***
Τότε του ανταποκρίθηκε ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ:
«Ω φίλε, αφού τη συμφορά μού θύμισες, ό,τι υποφέραμε
στη χώρα εκείνη εμείς οι αλύγιστοι βλαστοί των Αχαιών·
αλλά και τ᾽ άλλα πάθη πάνω στα καράβια, μες στην ομίχλη του πελάγου,
όταν, τη λεία γυρεύοντας, πηγαίναμε όπου ο Αχιλλέας μάς έσερνε·
κι ακόμη τους σκληρούς αγώνες μας μπροστά στο μέγα κάστρο
του βασιλιά Πριάμου, όπου κι οι πιο γενναίοι έπεσαν νεκροί —
εκεί φιλόνικος ο Αίας κείται, ο Αχιλλέας εκεί,
110 ο Πάτροκλος εκεί, φίλος θεόμορφος και σύμβουλος,
εκεί κι ο ακριβός μου γιος, τίμιο παλληκάρι,
ο Αντίλοχος, ασυναγώνιστος στο τρέξιμο, σπουδαίος μαχητής.
Τόσα και άλλα τόσα πάθη που μας βρήκαν, ποιος θα μπορούσε αλήθεια
συνηθισμένος άνθρωπος θνητός ένα προς ένα να ιστορήσει;
Μήτε κι αν έμενες εδώ πέντε ή κι έξι χρόνους,
κι όλο ρωτούσες το κακό που υπέμειναν οι θεϊκοί Αχαιοί,
δεν θα το άντεχες και πάλι· πιο πριν, βαρύς και κορεσμένος
θα γυρνούσες πίσω στην πατρίδα.
Γιατί, εννέα χρόνια ολόκληρα μηχανευόμαστε τη συμφορά τους,
με δόλους και με δόλους, ώσπου ο Κρονίδης μετά βίας
δέχτηκε το τέλος.
120 Εκεί λοιπόν, στην πανουργία του μυαλού άλλος κανείς
δεν μπόρεσε να παραβγεί μαζί του, αφού ο θείος Οδυσσέας
κατά πολύ τους νίκησε όλους με δόλους
που δεν τους βάζει ανθρώπου νους. Για τον πατέρα σου μιλώ, αν πράγματι είσαι
δικός του γιος. Ώρα σε βλέπω τώρα, και μένω εκστατικός·
μοιάζουν πολύ τα λόγια σας· και ποιος θα το ᾽λεγε
πως ένα τόσο νέο παλληκάρι θα μπορούσε τα πρέποντα
και τα σωστά να ομολογεί.
Εκεί λοιπόν, τόσον καιρό, ο θείος Οδυσσέας κι εγώ
ποτέ δεν βγήκαμε αντιμέτωποι, ούτε στην ανοιχτή συνέλευση
ούτε και στα κλειστά συμβούλια· πάντα στη σκέψη ομόθυμοι
και στη στοχαστική μας συμβουλή, οι δυο μαζί εξηγούσαμε
πώς θα πετύχουν το καλύτερο οι Αργείοι.
130 Αλλ᾽ όταν κάποτε πατήσαμε το απάτητο φρούριο του Πριάμου,
όταν βρεθήκαμε στα πλοία (ένας θεός μάς σκόρπισε),
ο Δίας διαλογίστηκε στον νου του νόστο βαρύ
για τους Αργείους. Γιατί αποδείχτηκε ότι δεν ήσαν όλοι
μήτε νοήμονες μήτε και δίκαιοι· γι᾽ αυτό τους βρήκε τους πολλούς
άθλιο τέλος, απ᾽ την ολέθρια οργή της θυγατέρας κραταιού πατέρα,
θεάς γλαυκόματης, που σήκωσε διχόνοια στους Ατρείδες.
Όταν οι δυο τους σε συνέλευση όλους τους Αχαιούς συγκάλεσαν,
απρογραμμάτιστα όμως, δίχως τάξη, την ώρα που έγερνε στη δύση ο ήλιος·
κι οι Αχαιοί προσήλθαν ζαλισμένοι, με το κεφάλι τους βαρύ
απ᾽ το κρασί, όπου οι Ατρείδες πήραν να εξηγούν
140 τον λόγο που το πλήθος συναθροίστηκε.
Κι ενώ ο Μενέλαος, φωνάζοντας, όλους τούς εξωθούσε
πως πρέπει τώρα να σκεφτούν οι Αχαιοί τον γυρισμό τους,
αμέσως ν᾽ ανοιχτούν στης θάλασσας τα πλάτη, στον Αγαμέμνονα
δεν άρεσε καθόλου η γνώμη αυτή· ήθελε να κρατήσει τον στρατό,
να θυσιάσουν ιερή εκατόμβη, να μαλακώσουν
τον σκληρό χόλο της Αθηνάς· μωρός, που δεν στοχάστηκε
πως η θεά δεν έμελλε να τον ακούσει —
όχι, δεν μεταστρέφεται εύκολα των αθανάτων η βουλή.
Όρθιοι λοιπόν εκείνοι κι αντιμέτωποι, αντάλλαξαν
λόγια βαριά, ώσπου πετάχτηκαν κι οι Αχαιοί οπλισμένοι
150 μ᾽ αλαλητόν ανήκουστο — η γνώμη τους τότε διχάστηκε.
Τη νύχτα εκείνη την περάσαμε στριφογυρίζοντας στον νου μας
άσχημες σκέψεις ο ένας για τον άλλον — ο Δίας μελετούσε ολέθριο κακό.
Μόλις λοιπόν ξημέρωσε, εμείς οι άλλοι σύραμε αμέσως
τα καράβια στο θείο νερό της θάλασσας, βάζοντας μέσα θησαυρούς
και τις βαθύζωνες γυναίκες.
Όμως οι υπόλοιποι μισοί μείναν εκεί προσηλωμένοι
στον Ατρείδη, τον στρατηλάτη Αγαμέμνονα.
Μόνο οι μισοί πηδήσαμε στα πλοία κι ανοιχτήκαμε,
που αρμένιζαν καλά και γρήγορα, γιατί ο θεός
έστρωνε ακύμαντο το άπατο πέλαγος.
Και μόλις προσαράξαμε στην Τένεδο, θυσίες στους θεούς προσφέραμε,
ποθώντας ο καθένας να γυρίσει σπίτι του. Ο Δίας όμως άσπλαχνος
160 δεν είχε ακόμη αποφασίσει για τον νόστο μας· άναψε τώρα
δεύτερη φιλονικία κακή.
Κάποιοι, τη γνώμη αλλάζοντας, μπήκαν στα αμφίκυρτά τους πλοία
και πήραν να γυρίζουν πίσω· τον Οδυσσέα ακολουθώντας,
έμπειρον αρχηγό και πολυμήχανο, θέλοντας να φανούν ευχάριστοι
στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα.
Όσο για μένα, με τα καράβια μου συγκεντρωμένα, όσα που είχα εξαρχής,
κίνησα κι έφευγα, γιατί το γνώριζα πως ένας δαίμονας κακός
κακό μάς μελετούσε.
Έφευγε αψίκορος και του Τυδέα ο γιος με τους συντρόφους του,
που τους ξεσήκωσε.
Κάπως αργότερα μας ακολούθησε κινώντας ο ξανθός Μενέλαος,
που μας απάντησε στη Λέσβο, την ώρα που μας παίδευε το μακρινό ταξίδι:
170 ή πάνω από τη Χίο να πλεύσουμε, γεμάτη βράχια, προς το νησί
Ψυρία, ώστε να το ᾽χουμε μετά στ᾽ αριστερά μας· ή κάτω απ᾽ τη Χίο
να παραπλεύσουμε, πλάι στον Μίμαντα που οι άνεμοι τον δέρνουν.
Κι όπως παρακαλούσαμε σημάδι να μας δείξει ο θεός, εκείνος
το φανέρωσε· μας οδηγούσε να σχίσουμε το πέλαγο στη μέση,
βάζοντας πλώρη προς την Εύβοια, για ν᾽ αποφύγουμε
χειρότερο κακό.
Κι όπως σηκώθηκε φυσώντας πρίμο αγέρι κι έτρεχαν τα καράβια
γρήγορα τον δρόμο της ψαρίσιας θάλασσας, μέσα στη νύχτα
αράξαμε στη Γεραιστό· όπου και κάψαμε πολλά μεριά ταυρίσια
στον Ποσειδώνα, που περάσαμε μετρώντας το μεγάλο πέλαγος.
180 Ήτανε πια η τετάρτη ημέρα, όταν οι εταίροι του ιππόδαμου
Τυδείδη, του Διομήδη, στο Άργος έδεσαν τα ισόβαρά τους πλοία.
Όσο για μένα, αρμένιζα γραμμή στην Πύλο,
κι ο ούριος άνεμος δεν έπεσε στιγμή, αφότου ένας θεός τον έστειλε
πίσω μας να φυσά.
Αλλά, καλό παιδί μου, γύρισα τελικώς απληροφόρητος, δεν ξέρω
τίποτε για κείνους, πόσοι Αχαιοί έχουν σωθεί,
πόσοι στο μεταξύ αφανίστηκαν.
Ωστόσο όσα μαθαίνω, καθισμένος στο παλάτι, αυτά,
όπως το θέλει και το δίκιο, τα δικαιούσαι να τα μάθεις —
δεν πρόκειται να τ᾽ αποκρύψω.
Λένε λοιπόν πως έχουν επιστρέψει οι δορυφόροι Μυρμιδόνες,
που τους οδήγησε λαμπρός του γενναιόψυχου Αχιλλέα ο γιος·
19 0πως έφτασε καλά κι ο Φιλοκτήτης, ένδοξος γιος του Ποία αυτός·
πως όλους τους συντρόφους του σώους τους έφερε ο Ιδομενέας
στην Κρήτη, όσοι του γλίτωσαν από τον πόλεμο —
η θάλασσα βαθιά κανένα δεν του πήρε.
Για τον Ατρείδη ακούσατε κι εσείς, ας είναι ο τόπος σας μακριά·
πώς έφτασε και πώς ο Αίγισθος μελέτησε τον άθλιο όλεθρό του —
αλλά κι εκείνος πλήρωσε το κρίμα του βαρύ.
Ω ναι, είναι καλό ν᾽ αφήνει κάποιος γιο πεθαίνοντας·
έτσι κι αυτός το αίμα πήρε πίσω από τον δόλιο, πατροκτόνο
Αίγισθο, που του κατέλυσε πατέρα φημισμένο.
Αλλά κι εσύ, καλέ μου φίλε (σε βλέπω ωραίο και δυνατό),
δείξε την αντρική σου αλκή, να σε δοξάσουνε κι εσένα
200 οι μέλλουσες γενιές.»

Το χιούμορ στη σχολική τάξη

Το χιούμορ αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι των διαπροσωπικών σχέσεων και αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ των ομάδων όπου επιλέγουμε να είμαστε μέλη. Δεδομένου αυτού, δε μπορεί να μην αποτελεί σημαντικό συστατικό της εκπαιδευτικής διαδικασίας και να συνδράμει στη διαδικασία της μάθησης και της στενής σύνδεση των μελών που εμπλέκονται σε αυτή.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χώρος της εκπαίδευσης πέρα από τις απαραίτητες γνώσεις που πρέπει να παρέχει, οφείλει να αποτελεί και χώρο προετοιμασίας για την πραγματική ζωή, καταλαβαίνουμε πόσο βασικό είναι να εφοδιάζονται οι νέοι άνθρωποι με δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν να αντιμετωπίσουν τις ποικίλες προκλήσεις της ζωής.

Ένα τέτοιο βασικό εφόδιο αποτελεί και το χιούμορ με την έννοια ενός γενικότερου τρόπου θεώρησης των δυσκολιών της ζωής. Έτσι, ο εκπαιδευτικός μπορεί είτε να χρησιμοποιεί χιούμορ που να σχετίζεται με το μάθημα που έχει να παραδώσει, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να το χρησιμοποιεί ως εργαλείο για τη δημιουργία ενός θετικούς δεσμού με τους μαθητές/μαθήτριες και ενός θετικού κλίματος στη τάξη.

Αναφορικά με την διαδικασία της μάθησης αυτής καθ' εαυτής, η χρήση χιούμορ από τον εκπαιδευτικό έχει βρεθεί ότι σχετίζεται θετικά με τα κίνητρα των μαθητών/μαθητριών και με τη συμμετοχή στην τάξη.

Επιπλέον, το χιούμορ κινητοποιεί το ενδιαφέρον για μάθηση, μειώνει το στρες και το άγχος που σχετίζεται με μαθησιακές διαδικασίες (όπως είναι οι εξετάσεις), συμβάλλει στη δημιουργία ενός κοινού ψυχολογικού δεσμού μεταξύ των συμμετεχόντων, βελτιώνει τις αντιλήψεις των μαθητών/μαθητριών για τον εκπαιδευτικό και ενισχύει το δεσμό μαθητή/μαθήτριας-εκπαιδευτικού.

Εκπαιδευτικοί που χρησιμοποιούν χιούμορ τείνουν να χαρακτηρίζονται αποτελεσματικοί και ικανοί στο ρόλο τους από τους μαθητές/μαθήτριες.

Πότε το χιούμορ στην τάξη δεν αποτελεί παιδαγωγικό εργαλείο

Από την άλλη μεριά, βιβλιογραφικά γίνεται λόγος και για χιούμορ που όχι μόνο δεν ενθαρρύνει όλα τα παραπάνω, αλλά αντιθέτως φαίνεται να έχει μη επιθυμητά αποτελέσματα και να μην αποτελεί ένα χρήσιμο παιδαγωγικό εργαλείο.

Ειδικότερα, η χρήση χιούμορ που μπορεί να περιέχει στοιχεία σαρκασμού, επιθετικότητας, προσβολής, ειρωνείας και τάση μείωσης της αξίας των μαθητών/μαθητριών, τείνει να αποτελεί εμπόδιο στη διαδικασία της μάθησης, να αποδυναμώνει τα κίνητρα για μάθηση, να συμβάλλει στη δημιουργία αρνητικού εκπαιδευτικού κλίματος και να επιδρά αρνητικά στην αυτοεικόνα των μαθητών/μαθητριών.

Τις ίδιες αρνητικές επιπτώσεις έχει και η χρήση χιούμορ που στοχεύει σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μαθητών/μαθητριών (για παράδειγμα το φύλο, η εθνικότητα, ο σεξουαλικός προσανατολισμός, η αναπηρία ή η κοινωνικο/οικονομική κατάσταση της οικογένειας που ανήκουν τα άτομα).

Τα παραπάνω, που αποτελούν ερευνητικά δεδομένα, καταδεικνύουν αρχικά τη σπουδαιότητα της χρήσης χιούμορ από τους εκπαιδευτικούς, σε όποια βαθμίδα και αν αυτοί βρίσκονται, αλλά παράλληλα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου όταν γίνεται χρήση μη κατάλληλου τύπου χιούμορ.

Οι εκπαιδευτικοί με χρήση κατάλληλου χιούμορ (κατάλληλο τόσο ως προς την ηλικία όσο και ως προς τη σύσταση των μαθητών της τάξης με όποια χαρακτηριστικά και ιδιαιτερότητες μπορεί να υπάρχουν) μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στη βελτίωση της ποιότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας, στη σύναψη στενών σχέσεων και σε ένα ευνοϊκό και ψυχικά υγιές κλίμα μέσα στη τάξη.

Επιπλέον, με αυτό τον τρόπο μειώνονται οι εντάσεις μέσα στη σχολική τάξη, ενθαρρύνεται η δημιουργικότητα των μαθητών/μαθητριών, η παραγωγή ιδεών και ενδυναμώνεται η αίσθηση ενότητας στην σχολική τάξη.

Το χιούμορ του εκπαιδευτικού, δεξιότητα ζωής για τους μαθητές

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι όταν το χιούμορ ενσωματώνεται στις παιδαγωγικές πρακτικές και συνδυάζεται με τα χαρακτηριστικά προσωπικότητας του εκπαιδευτικού, μπορεί μακροπρόθεσμα να αποτελέσει δεξιότητα ζωής για τον τρόπο αντιμετώπισης των αντιξοοτήτων στη ζωή των μαθητών/μαθητριών ως ενηλίκων.

Αυτό σημαίνει ότι δεν αρκεί η χρήση χιούμορ αλλά θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να έχει δεξιότητες επικοινωνίας με το κοινό του και να συμπεριλαμβάνει το χιούμορ στην δική του προσωπική κουλτούρα για να είναι αποτελεσματικός σε αυτό το κομμάτι.

Για παράδειγμα, ο εκπαιδευτικός μπορεί να χρησιμοποιεί με χιουμοριστικό τρόπο τον τρόπο που ενεργεί ένας μαθητής/μια μαθήτρια, αλλά δεν είναι ορθό να κάνει χιούμορ με τρόπο που να υποβαθμίζει τη προσωπικότητά του/της μαθητή ή να τονίζει στοιχεία της σωματικής ή νοητικής του/της κατάστασης.

Με λίγα λόγια ο τρόπος που ο εκπαιδευτικός θα χρησιμοποιήσει το χιούμορ τόσο στη διαδικασία μάθησης όσο και στη γενικότερη επικοινωνία με τους μαθητές/μαθήτριες είναι αυτός που καθορίζει εάν θα υπάρξουν ή όχι οφέλη του χιούμορ στη διαδικασία της μάθησης.

Κλείνοντας, δεδομένου ότι το χιούμορ θα πρέπει να αποτελεί ένα αποτελεσματικό εργαλείο στην εκπαιδευτική διαδικασία και όχι τον σκοπό, είναι σημαντικό να μην χρησιμοποιείται αλόγιστα και χωρίς μέτρο ώστε να χάνεται ο σεβασμός και η πειθαρχία μέσα στην τάξη.

Ως εκ τούτου, κρίνεται καλό να το εκμεταλλεύονται οι εκπαιδευτικοί με φειδώ ώστε να γίνονται πιο κατανοητοί και πιο προσιτοί στους μαθητές/μαθήτριες. Επίσης, καλό είναι οι εκπαιδευτικοί να είναι ευαισθητοποιημένοι και να έχουν τη δεξιότητα να κρίνουν εάν το χιούμορ του οποίου κάνουν χρήση έχει θετική ή αρνητική επίδραση στο συγκεκριμένο μαθητικό κοινό και αναλόγως να το τροποποιούν, λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των παιδιών.

Χρήση μη κατάλληλων τρόπων χιούμορ που στοχεύουν σε συγκεκριμένα άτομα μέσα στη τάξη κρίνονται αντιπαιδαγωγικοί, ενώ κατάλληλοι με το πλαίσιο, τα γνωρίσματα και την ηλικία των μαθητών/μαθητριών μόνο όφελος μπορούν να επιφέρουν.

Η θέση του Φρόιντ για την θρησκεία

Ο Φρόιντ αν και είχε υιοθετήσει μια αθεϊστική στάση στην ζωή του και δεν ήλπιζε σε κάποια μορφή αθανασίας, το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε αρκετά στο θέμα της θρησκείας και οι μελέτες του αφορούσαν τον λόγο για τον οποίο οι άνθρωποι έχουν τόση ανάγκη να πιστεύουν στον Θεό.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μεγάλο ψυχαναλυτή ήταν το γεγονός ότι ο Θεός στις περισσότερες θρησκείες είναι άντρας καθώς και η σύνδεση που ο ίδιος υποστήριξε πως έχει ο Θεός με το όνομά του πατερά. Συμφώνα με τον πατέρα της ψυχανάλυσης η θρησκεία δημιουργήθηκε από την αδυναμία του ατόμου να ελέγξει τις έξω δυνάμεις της φύσης αλλά και από την νοσταλγία που νιώθει το παιδί για τον πατέρα.
 
Το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Ο μύθος του τοτέμ και του ταμπού

Αρχικά είναι σημαντικό να αναφερθούμε στον μύθο του τοτέμ και του ταμπού με βάση τον οποίο ο Φρόιντ περιέγραψε διαφορετικά το οιδιπόδειο σύμπλεγμα . Πιο συγκεκριμένα στον μύθο ένας συμβολικός πατέρας απαγόρευε από τους γιους την απόλαυση των γυναικών της φυλής τους.

Οι γιοι αποφάσισαν να σκοτώσουν τον πατέρα και αντί να απολαύσουν τις γυναίκες γέμισαν ενοχές και έτσι θέσπισαν κανόνες και απαγορεύσεις για την ρύθμιση ανταλλαγής των γυναικών και ρύθμιση της σεξουαλικής απόλαυσης.

Οι νόμοι αυτοί καθιστούν όλους τους γιους της φυλής ίσους ενώ αυτή η νέα συμμαχία καθίσταται δυνατή με την αποδεδειγμένη ενοχή από τους αδελφούς που σκότωσαν τον πατέρα η από την επιστροφή της αγάπης μετά της πράξη δολοφονίας (superego).

Για τον Φρόιντ το υπερεγώ συμμετέχει στην δυνατότητας κοινωνικής σύνδεσης και επιτρέπει στον νόμο να είναι αποδεκτός επηρεάζοντας το υποκείμενο στο θέμα της ενοχής. Ο θάνατος του πατέρα που αποδεικνύει την έλευση του νόμου και την απαγόρευση της απόλαυσης καθώς το άτομο δεν μπορεί να απολαμβάνει αδικαιολόγητα.

Τα απαγορευμένα ταμπού της αιμομιξίας είναι καθολικής για εμάς σημασίας καθώς αποτελούν την βάση του πολιτισμού. Το σημαινόμενο του πατέρα δείχνει την μετάβαση από την φύση στον πολιτισμό, σημειώνοντας πως πλέον όλοι ενσωματώνουν το σημαινόμενο του ονόματος του πατέρα που φέρει μια απαγόρευση.

Ο καθένας έχει την ευθύνη για την αντιμετώπιση αυτού του νόμου. Ωστόσο κάτι ανακτήθηκε με την απαγόρευση της απόλαυσης. Η έλλειψη αντικειμένου απόλαυσης ( μητέρα) οδηγεί το άτομο στην αναζήτηση ενός νέου αντικειμένου για να ικανοποιήσει την επιθυμία του.

Το υποκείμενο αφήνει την μητέρα που είναι η πρώτη που αγάπησε και αναζητά ένα καινούργιο αντικείμενο.

Ο μύθος αυτός μας βοηθάει να καταλάβουμε ότι η απώλεια απόλαυσης αποτελεί το θεμέλιο για την είσοδο του κάθε ατόμου στον πολιτισμό.

Απώλεια απόλαυσης που δημιουργείται από την αγάπη στον νεκρό πατέρα και ως εκ τούτου στην ενοχή που αυτή δημιουργείται από την δολοφονία του. Κανένας δεν μπορεί να πάρει την θέση του νεκρού πατέρα και όλοι οφείλουν να απολαμβάνουν με μέτρο.

Ο ρόλος του πατέρα σε αυτόν τον μύθο έχει σημαντική λειτουργία στο ασυνείδητο του ατόμου. Ο Φρόιντ σε αυτόν τον μύθο κατασκεύασε αυτό που θα πει αργότερα ο Λακάν Όνομα του Πατέρα, που είναι ένα σημαινόμενο εγγεγραμμένο στην υποκειμενικότητα του παιδιού και το οποίο θα μεταφέρεται από γενιά σε γενιά.

Ο πατέρας παίρνει τα καθήκοντα από την μητέρα σε αυτή την οιδιπόδεια στιγμή . Είναι αυτός που έχει το αντικείμενο που ικανοποιεί την μητέρα και το παιδί δεν το έχει, δηλαδή τον φαλλό. Ο πατέρας είναι λοιπόν αυτός που απολαμβάνει τη μητέρα και δημοσιεύει τον νόμο του, απαγορεύοντας την αιμομιξία. Επίσης ο πατέρας είναι αυτός που θα ευνουχίσει το παιδί αν αυτό συνεχίσει να απολαμβάνει την μητέρα. Το παιδί λοιπόν διακατέχεται ακόμη από το άγχος του ευνουχισμού.

Το οιδιπόδειο είναι σύμφωνα με τον Φρόιντ το στάδιο αποδοχής της απώλειας όλης την απόλαυσης από το άτομο. Η πρόκληση του οιδιπόδειου συμπλέγματος είναι να αλλάζει την θέση του παιδιού. Το παιδί πλέον δεν ικανοποιεί την μητέρα, χωρίζεται από αυτήν και αναζητά αλλού το αντικείμενό της επιθυμίας του.

Η οιδιπόδεια κρίση είναι αυτή που επιτρέπει την υπόθεση επιθυμίας του υποκείμενου, αποδεχόμενοι την διαφορά των δυο φυλών, αρσενικού και θηλυκού. Γίνεται η επιλογή του σεξ η οποία συσχετίζεται με τον τρόπο απόλαυσης του υποκείμενου και αυτό πηγάζει από την σχέση του με τον ευνουχισμό. Σύμφωνα με τον Φρόιντ η οιδιπόδεια κρίση δημιουργείται από το γεγονός ότι ο φαλλός εισέρχεται στην οικονομία της απόλαυσης και από το γεγονός ότι ο πατέρας παίρνει πρώτη φορά θέση αναμεσά στην μητέρα και στο παιδί.

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως ο μύθος αυτός σηματοδοτεί επίσης την μετάβαση του ανθρώπου από την φύση στον πολιτισμό.

Ο πολιτισμός λοιπόν έχει δυο λειτουργίες, αρχικά να προστατεύει το άτομο από την δύναμη της φύσης και δεύτερον να διατηρεί την κοινωνική σύνδεση.

Ωστόσο πάρα την ύπαρξη πολιτισμού η φύση παραμένει παντοδύναμη και επίμονη σε φυσικές καταστροφές και στον θάνατο. Αυτή η δύναμη της φύσης, απέναντι στην οποία ο άνθρωπος είναι αδύναμος και απροστάτευτος οδήγησε σύμφωνα με τον Φρόιντ την δημιουργία της θρησκείας.

Η θρησκεία συμβολίζει την δύναμη που μπορεί να έχει το άτομο απέναντι στην φύση. Η θρησκεία αποτελεί ένα πέρασμα από την πραγματικότητα στην συμβολική τάξη. Είναι μια συμβολική δύναμη και προστασία απέναντι σε ότι δεν μπορεί να εξημερωθεί η να τροποποιηθεί από τις ανθρώπινες τεχνικές.

Η πρώτη προσπάθεια του ατόμου είναι να εξανθρωπίσει την φύση. Αυτή η προβολή πάνω στα φυσικά στοιχεία είναι μια ανθρώπινη λειτουργία που επέτρεψε σύμφωνα με τον Φρόιντ στον άνθρωπο να δώσει κάποιο νόημα στην δυναμική της φύσης.

Ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο άρχισε να κατανοεί τους φόβους του και να βρίσκει νόημα . Δεν είναι πλέον έρμαιο της δύναμης της φύσης. Σύμφωνα με τον Φρόιντ η αντικατάσταση μιας φυσικής κοινωνίας από μια ψυχολογική δεν μας παρέχει μόνο ηρεμία και ανακούφιση αλλά μας βοηθάει επίσης να κυριαρχήσουμε περισσότερο σε μια κατάσταση.

Ο Φρόιντ υποστήριξε πως το κάλεσμα των ανθρώπων στους θεούς και η θρησκευτική έκκληση αποτελεί μια ψευδαίσθηση για τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι δημιουργούν υποκατάστατά για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν κάτι που δεν βρίσκεται στον έλεγχο τους.

Στην θρησκεία οι άνθρωποι μέσω των προσευχών και των μετανιών, κάνουν έκκληση σε έναν σημαντικό πατέρα που γνωρίζει τις ανάγκες τους και μπορεί να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες της ζωής.

Στην ψυχανάλυση το Εγώ έχει πολύ συγκεκριμένη δομή και περιγράμματα και είναι διαφοροποιημένο από οτιδήποτε άλλο. Τα όρια αυτά του Εγώ κάποιες φορές είναι παραπλανητικά. Πιο συγκεκριμένα σε κάποιες καταστάσεις παθογένειας η σε μια κατάσταση αγάπης τα όρια αυτά δεν είναι τόσο σαφή. Ωστόσο το ενήλικο εγώ αναδύθηκε από τον αδιαφοροποίητο κόσμο στον οποίο πιάστηκε στην παιδική ηλικία .

Σύμφωνα με τον Φρόιντ το θρησκευτικό αίσθημα δημιουργήθηκε από την απολυτή εξάρτηση που είχε ο άνθρωπος ως παιδί και από την επιθυμία του παιδιού για πατέρα. Η νοσταλγία που νιώθει το παιδί για τον πατέρα αποτελεί ένα αίσθημα που το έχουν όλοι οι άνθρωποι και διατηρείται και στην ενήλικη ζωή τους.

Περί της τήρησης αποστάσεων

Η απόσταση ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ, ψυχή κάθε ιδιότητας, ζωή κάθε τελειότητας, ευπρέπεια των πράξεων, γλαφυρότητα του λόγου και γοητεία κάθε καλού γούστου, κολακεύει τη νοημοσύνη και αποξενώνει την εξήγηση.

Είναι η λάμψη αυτών των ίδιων των λάμψεων και είναι κάλλος της μορφής. Οι υπόλοιπες ιδιότητες καλλωπίζουν τη φύση, αλλά η τήρηση απόστασης εξαιρεί αυτές τις ίδιες τις ιδιότητες. Συμβαίνει να είναι η τελειότητα της ίδιας της τελειότητας, μια ομορφιά που υπερβαίνει [όλες τις ομορφιές] με οικουμενική χάρη.

Έγκειται σε κάτι το αέρινο, σε μιαν άφατη ευπρέπεια, τόσο στο λέγειν όσο και στο πράττειν, ακόμα και ως προς το σκέπτεσθαι.

[Αυτό το χαρακτηριστικό] είναι έμφυτο κατά το πλείστον και κατά το υπόλοιπο είναι αποτέλεσμα της παρατήρησης. Ως τώρα, ποτέ δεν υποτάχθηκε σε αυθεντίες, ανώτερο πάντα από πάσα τέχνη.

Ως σφετεριστής του γούστου, ονομάστηκε παγιδευτής- επειδή είναι αδιόρατο, ονομάστηκε ύφος· για την περηφάνεια του, ονομάστηκε μπρίο· για την ευπρέπεια του, απόσταση από τα πράγματα- για την ευκολία του, αταραξία. Όλες αυτές οι απαριθμήσεις ενίσχυσαν την επιθυμία της απόκτησής του και τη δυσκολία να οριστεί το περιεχόμενό του.

Υποτιμάται, όταν συγχέεται με την ευκολία. Αφήνει το εύκολο πολύ πίσω του και προχωρεί ως το παράτολμο. Παρ’ όλο που κάθε τήρηση απόστασης προϋποθέτει απαλλαγή [από δυσκολίες και υποχρεώσεις], στην ουσία προσθέτει τελειότητα.

Οι πράξεις έχουν τη δική τους Ειλείθυια- και οφείλεται στην τήρηση αποστάσεων το γεγονός ότι βλέπουν με επιτυχία το φως του κόσμου, επειδή αυτή η απόσταση τις γεννάει για να λάμψουν.

Δίχως [την απόσταση από τα πράγματα], η καλύτερη υλοποίηση μιας πράξης είναι νεκρή, η καλύτερη τελειότητα ανούσια. Επειδή ούτε εκ του μακρόθεν δεν πρόκειται για παρελκόμενο, ορισμένες φορές δεν είναι άλλο από το ουσιώδες. Δεν εξυπηρετεί μόνο το στολισμό [μιας πράξης], αλλά επιπλέον υπογραμμίζει τη σημασία της.

Γιατί αν είναι η ψυχή του ωραίου, είναι το πνεύμα της φρόνησης. Αν είναι η πνοή της λαμπρότητας, είναι η ζωή της ευψυχίας.

Η τήρηση αποστάσεων συνοδοιπορεί εξίσου στην περίπτωση ενός στρατηγού όταν βαδίζει στο πλευρό της αξιοσύνης του, όπως και στην περίπτωση ενός βασιλιά, βαδίζοντας παράλληλα προς τη φρόνησή του.

Δεν διακρίνεται λιγότερο την ώρα της μάχης από την ανέμελη ατρομησία απ’ ό,τι από τη δεξιότητα και την ανδρεία. Η τήρηση αποστάσεων καθιστά πρωτίστως έναν αρχηγό άρχοντα του εαυτού του- και στη συνέχεια, αφέντη των πάντων.

Δεν φτάνει στο επίπεδο της ισοστάθμισης· έτσι, δεν υπάρχει τρόπος να εκτιμήσει κανείς την αδιατάρακτη απόσταση από τα πράγματα που διατηρούσε εκείνος ο μέγας νικητής βασιλέων, ο καλύτερος ανταγωνιστής του Ηρακλή, ο δον Φερνάντο δε Αβάλος. Αυτό [το πλεονέκτημα] κατακραύγασε η επιδοκιμασία στο θέατρο της Παβίας.

Είναι τόσο περήφανη η τήρηση αποστάσεων όταν πηγαίνει κανείς καβάλα όσο είναι μεγαλοπρεπής όταν κανείς κάθεται στο θρόνο. Ως και επί καθέδρας ακόμα, προσφέρει [συμπλήρωμα] τόλμης στην οξύνοια.

Ηρωική υπήρξε η απαλλαγή εκείνου του Γάλλου Θησέα, [εννοώ] τον Ερρίκο Δ', αφού με τον χρυσό μίτο της απόστασης από τα πράγματα κατάφερε να ξεγλιστρήσει από τέτοιο πολύπλοκο λαβύρινθο.

Η τήρηση αποστάσεων έχει επίσης εφαρμογή στην πολιτική. Και προς επίρρωση αυτού, εκείνος ο πνευματικός μονάρχης της οικουμένης έφτασε να πει: «Υπάρχει άλλος κόσμος προς διακυβέρνηση;»

Το «λάβαρο» της Αυτοκυριαρχίας

Ποιοι πραγματικά είμαστε;

Η αγάπη για τον εαυτό μας, απαιτεί, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές, να έχουμε επίγνωση του ποιοι είμαστε – ή αλλιώς, του τι προσπαθούμε να αγαπήσουμε. Ωστόσο, υπάρχουν στιγμές που το να γνωρίζουμε ποιοι πραγματικά είμαστε, μπορεί να είναι σαν να λύνουμε έναν πολύπλευρο γρίφο. Για παράδειγμα, φαίνεται να είμαστε διαφορετικοί όταν είμαστε μαζί με συγκεκριμένα πρόσωπα ή σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Αναθεωρώντας το ποιοι είμαστε, διαμορφώνουμε το περίγραμμα ενός εαυτού που ταιριάζει καλύτερα σε αυτό που θεωρούμε ότι μας ζητείται, σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

Υπάρχουν στιγμές που το να γνωρίζουμε το ποιοι είμαστε μπορεί να μας κάνει να αισθανόμαστε πολύ άβολα. Ακόμα και σε αυτή τη συνθήκη, αυτό που είμαστε, «στεγάζεται» συμπαγώς στα πιο περίπλοκα σημεία του εγκεφάλου μας. Και ο εγκέφαλός μας έχει εξελιχθεί ώστε να είναι ευαίσθητος, ευέλικτος και προσαρμοστικός στις ιδιοτροπίες του περιβάλλοντος. Οπότε, ίσως αυτό που είμαστε θα μοιάζει λίγο δύσκολο να το κατανοήσουμε και εμείς οι ίδιοι. Παρά ταύτα, αξίζει να διερευνήσουμε το ποιοι είμαστε αληθινά, καθώς ένας «άγνωστος εαυτός» είναι μάλλον πιο δύσκολο να αγαπηθεί.

«Δέσμες» Αναγκών

Για να κατανοήσουμε την έννοια του ποιοι είμαστε, μπορούμε να σκεφτούμε μία συλλογή αναγκών διαφορετικού τύπου και «έντασης», μία διαρκώς μεταβαλλόμενη σύνθεση από θέλω, κίνητρα, ορμές, επιθυμίες, προτιμήσεις, κλίσεις και διάφορα ενδιαφέροντα. Κάθε μία από αυτές τις ευρέως καθορισμένες ανάγκες είναι παρούσα και καθεμία, με τη σειρά της, αγωνίζεται για έκφραση και ικανοποίηση. Έτσι, η δική μας συγκεκριμένη δέσμη αναγκών παρέχει ένα διακριτικό περίγραμμα του ποιοι είμαστε. Δημιουργεί την αίσθηση του εαυτού μας και μας διαφοροποιεί από τους άλλους, παρά το ότι, επί της ουσίας, μοιραζόμαστε πολλές από τις ίδιες ανάγκες με τους γύρω μας.

Ένας ορισμός του ποιοι είμαστε – μία ταυτότητα – αρχίζει να διαμορφώνεται με συγκεκριμένους όρους, τοποθετώντας τη μία ανάγκη πάνω στην άλλη. Τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτή τη δημιουργική διαδικασία είναι συνήθως θετικά. Για παράδειγμα, ας θυμηθούμε κάποια στιγμή που λάβαμε ένα κομπλιμέντο από κάποιον. Μας ξεχώρισαν και αναγνωρίσαμε ότι έχουμε μία συγκεκριμένη θετική ιδιότητα. Μας δόθηκε κάτι που καθορίζει τον εαυτό μας και μας έκανε να αισθανόμαστε πολύ όμορφα.

Το «λάβαρο» της Αυτοκυριαρχίας

Σίγουρα, ο καθορισμός των προσωπικών μας αναγκών είναι ένα κρίσιμο πρώτο βήμα στη «μηχανική» της αγάπης για τον εαυτό μας. Αυτή η διαδικασία καθορίζει και διατηρεί το ποιοι είμαστε σε σχέση με τους άλλους, και που διατρέχουμε τον μεγαλύτερο κίνδυνο να χάσουμε την αίσθηση του εαυτού μας.

Μεταφορικά μιλώντας, προσδιορίζοντας αποτελεσματικά τις ανάγκες μας, υψώνουμε ένα λάβαρο, μία σημαία η οποία διακηρύσσει περήφανα την κυριαρχία αυτού που είμαστε και δηλώνει ξεκάθαρα και με σαφή τρόπο: «Μην καταπατάτε τις ανάγκες μου». Ακριβώς όπως η σημαία που κυματίζει πάνω από την πρωτεύουσα ενός κράτους συμβολίζει τα δικαιώματα, τη διακριτή ταυτότητα και την κυριαρχία του εκάστοτε έθνους, η αναγνώριση των αναγκών μας, επιβεβαιώνει το δικαίωμά μας σε αυτές. Ενισχύει, επίσης, την αυτοεκτίμησή μας.

Η ερευνητική ομάδα των Greenberg και Paivio (2013) διαπίστωσε ότι η απλή αναγνώριση των αναγκών του ατόμου αυξάνει την πιθανότητα να τις εκπροσωπήσει ενεργά.

Βασικές Αρχές

Έστω ότι όλες οι ανάγκες που προσδιορίσουν αυτό που είμαστε, είναι, στο πιο θεμελιώδες επίπεδό τους, έγκυρες. Το πιο βασικό, είναι ότι καλλιεργούμε την αυτο-συμπόνια επικυρώνοντας τη βασική νομιμότητα των αναγκών μας. Για παράδειγμα, χρειάζεται να νιώθουμε αποδεκτοί και να αποδεχόμαστε τους άλλους, να αγαπάμε και να μας αγαπούν, χρειάζεται να αισθανόμαστε ότι μας καταλαβαίνουν με σεβασμό, ευαισθησία κλπ. Αναμφίβολα, αυτές είναι βασικές, σημαντικές ανάγκες και ως τέτοιες θα πρέπει να αντιμετωπιστούν. Σίγουρα, καθώς το κάνουμε αυτό με συνέπεια, η στοργή που τρέφουμε για τον εαυτό μας γίνεται ισχυρή, σταθερή και διαρκής. Και πάλι, ως αποτέλεσμα, ωθούμαστε περισσότερο να διεκδικούμε ενεργά τις ανάγκες μας

Ας επιλέξουμε μία ανάγκη, έστω και ασήμαντη, και ας κοιτάξουμε μέχρι τις βαθύτερες ρίζες της, το πιο αμετάκλητο επίπεδό της, για να επαληθεύσουμε τη «νομιμότητά» της. Για παράδειγμα, ο σύντροφος μας θα ήθελε κινέζικο φαγητό απόψε, ενώ εμείς, ιταλικό. Προφανώς, και οι δύο έχουμε την βασική ανάγκη για τροφή, αλλά και καθένας μας χρειάζεται να γίνει κατανοητός με ευαισθησία και σεβασμό για τις ατομικές του προτιμήσεις, παρά τις διαφορές μας. Στο επιφανειακό επίπεδο των προσωπικών μας διατροφικών προτιμήσεων και στο βαθύτερο επίπεδο αμοιβαίου σεβασμού και κατανόησης, κάθε σύντροφος φέρνει μία σημαντική ανάγκη στον άλλον. Το ζητούμενο είναι πόσο καλά διαχειρίζεται κάθε σύντροφος αυτή του την ανάγκη.

Αυτοκριτική ή «αυτο-έπαινος»;

Η εκμάθηση των απλών αλλά πολύτιμων μηχανισμών της κατοχύρωσης των βασικών μας αναγκών, έρχεται αντιμέτωπη με αυτά τα κρίσιμα ερωτήματα:

• Πόση στοργή τρέφουμε για τον εαυτό μας;

• Από πού θα έπρεπε ιδανικά να προέρχεται αυτή η αγάπη και φροντίδα για τον εαυτό;

• Πώς μπορεί να δημιουργηθεί;

• Πόσο εφικτό είναι και τι πρέπει να κάνουμε για να διατηρηθεί;

Με λίγα λόγια, χρειάζεται να μάθουμε ποια είναι η ποιότητα, η ανθεκτικότητα και η διάρκεια της αγάπης μας για τον εαυτό μας.

Για παράδειγμα, μας είναι πιο εύκολο να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας ή να τον επαινέσουμε; Όταν κάνουμε λάθη, είναι σημαντικό να μπορούμε να συγχωρήσουμε τον εαυτό μας και να μάθουμε από την εμπειρία μας. Να «μιλάμε» στον εαυτό μας ζεστά και όχι επικριτικά, και αν δεν το κάνουμε έχει σημασία να κατανοήσουμε τι ενορχηστρώνει αυτόν τον εσωτερικό μας διάλογο. Είναι απαραίτητο να βελτιώσουμε την ποιότητα της σχέσης μας με τον εαυτό μας.

Μία συνηθισμένη Παγίδα

Ας αναφερθούμε σε ένα υποθετικό παράδειγμα: Ένας άντρας βγαίνει βιαστικά από την εξώπορτα του σπιτιού του για να πάει στο γάμο ενός φίλου του. Τον ακολουθεί η σύζυγος του, την οποία ρωτά αν θα μπορούσε να βιαστεί ώστε να μην καθυστερήσουν στο γάμο. Προφανώς μην μπορώντας να τον ακούσει καλά μέσα από το σπίτι τον ρωτά, «Τι μου είπες;». Απογοητευμένος που έπρεπε να επαναλάβει την ερώτηση, ο σύζυγος, ενώ τρέχει μανιωδώς και σκεπτόμενος ότι η γυναίκα του μπορεί να μην συμμεριστεί την επείγουσα ανάγκη του, της φωνάζει με ένταση και θυμό: «Έλα, τελείωνε, πρέπει να φύγουμε τώρα αμέσως αλλιώς θα αργήσουμε!»

Ο θυμωμένος τόνος και το απότομο ύφος του συζύγου, αυτό που τελικά επιτυγχάνει, είναι το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής της να εστιαστεί στο πώς της μίλησε και όχι στην ουσία, στην πραγματική ανάγκη του να φτάσει στο γάμο εγκαίρως. Στη συνέχεια, συνειδητοποιώντας ότι πλήγωσε την σύζυγο του, έκανε την αυτοκριτική του. Η αναγνώριση της ανάγκης του, τον έκανε να δικαιολογήσει τη χρήση απότομης, ασεβούς ομιλίας προς τη σύζυγο του. Ο σύζυγος μετάνιωσε. Η ανάγκη του για έγκαιρη άφιξη στο γάμο ήταν αναμφισβήτητα βάσιμη, αλλά την είχε κακοδιαχειριστεί. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι.

Επιπλέον, όταν αποτυγχάνουμε να διακρίνουμε την ουσία της ανάγκης μας και την κακή διαχείρισή της, τελικά καταλήγουμε να επικρίνουμε τον εαυτό μας.

Για να μετριάσουμε την επίθεση στον εαυτό και να διατηρήσουμε ένα μέτρο αυτοεκτίμησης, τον μαθαίνουμε αυτό: Οι θεμελιώδεις ανάγκες μας παραμένουν έγκυρες, αν και μπορεί να μην τις διαχειριζόμαστε πάντα σωστά. Τώρα, ακόμα και στον θλιβερό απόηχο της κακής διαχείρισης των αναγκών μας – κάτι που είναι αναπόφευκτο, όλοι μας, μερικές φορές, διαχειριζόμαστε τις ανάγκες μας με λάθος τρόπο – μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοεκτίμησή μας με την συνειδητοποίηση ότι οι θεμελιώδεις ανάγκες μας παραμένουν έγκυρες παρά τον τρόπο με τον οποίο τις διαχειριζόμαστε. Οφείλουμε δηλαδή να επανορθώσουμε ως προς έναν πιθανό λανθασμένο χειρισμό μας, χωρίς να υποβιβάσουμε και να «υποτιμήσουμε» την αρχική ανάγκη μας.

Αλληλεπιδρούσες Ανάγκες

Η αγάπη για τον εαυτό, η κατανόηση του, η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός είναι σαφώς αλληλοσχετιζόμενες έννοιες. Τους αποτίουμε φόρο τιμής, σχεδόν θρησκευτικού χαρακτήρα, στον πολιτισμό μας. Βρίσκονται στην κορυφή της, προς επίτευξη, προσωπικής μας προσπάθειας. Πώς όμως επιτυγχάνονται καλύτερα;

Στο βαθμό που είναι δυνατόν να αποκτηθούν, μπορούμε να εξετάσουμε ξανά τα συγκεκριμένα βήματα για τον προσδιορισμό των αναγκών και την σημαντικότητα της ανάγκης. Προσδιορίζοντας τις ανάγκες μας, «δημιουργούμε» ενεργά τον εαυτό μας και με τη σκόπιμη αναγνώριση της θεμελιώδους νομιμοποίησης των αναγκών μας, τις κατοχυρώνουμε. Όλες οι προαναφερθείσες ανάγκες αποτελούν την σημαντικότερη και μακροβιότερη μορφή αγάπης προς τον εαυτό.

«Δοκιμάζοντας» την Αγάπη για τον εαυτό

Η αγάπη για τον εαυτό μας, έχει τη μεγαλύτερη χρησιμότητα αλλά και την πιο δύσκολη εφαρμογή της στο ανομοιόμορφο, συναισθηματικά φορτισμένο – και συχνά προκλητικό – «τοπίο» μίας στενής σχέσης. Σε αυτό το περίπλοκο πλαίσιο, το να δείξουμε στον εαυτό μας στοργή μπορεί να είναι ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Αυτό συμβαίνει επειδή πολλά από όσα πραγματικά είμαστε, ενεργοποιούνται, συγκεντρώνονται σε μια ατελείωτη ροή αμέτρητων αλληλεπιδράσεων με τον σύντροφό μας. Αυτή η συνεχής αλληλεπίδραση στενών επαφών, ενεργοποιεί ένα εκτεταμένο φάσμα αναγκών και των συνοδών συναισθημάτων τους, τα οποία μας βάζουν σε επιφυλακή, προσπαθώντας να διατηρήσουμε τις ανάγκες μας καλά καθορισμένες και επικυρωμένες. Ωστόσο, αντιμετωπίζοντας αυτές τις προκλήσεις, το κέρδος της αγάπης για τον εαυτό μας είναι ιδιαίτερα ικανοποιητικό.

Το να αγαπάμε τους άλλους ισοδυναμεί με το να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Θα αισθανθούμε ότι εισπράττουμε περισσότερη αγάπη από τους άλλους, ειδικά τους σημαντικούς άλλους, από όση μπορούμε να προσφέρουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας; Ίσως όχι. Και αυτό μοιάζει να ισχύει περισσότερο κατά την διάρκεια των μακροχρόνιων σχέσεων.

Το σημαντικό μήνυμα, λοιπόν, είναι: Η αγάπη των άλλων μπορεί να έρθει σε ευθεία αναλογία με την αγάπη για τον εαυτό μας, την φροντίδα και την στοργή που μαθαίνουμε να του παρέχουμε! Λειτουργούν περισσότερο παράλληλα, συμπληρωματικά και όχι ως σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

Μη μπορώντας να αγαπήσουμε τον εαυτό μας καταλήγουμε συχνά θύματα συνεξάρτησης από τους άλλους, με την απεγνωσμένη επιθυμία να μας αγαπήσουν, θεωρώντας ότι έτσι θα καλύψουμε την δίκη μας έλλειψη «αυτό-αγάπης». Δυστυχώς η συγκεκριμένη «φόρμουλα» δεν λειτουργεί, είναι αναποτελεσματική και συνήθως μας φέρνει αντιμέτωπους με την δίκη μας ανεπάρκεια, της μη αγάπης στον εαυτό.

Η αγάπη για τον εαυτό είναι ένας μακρύς, περιπετειώδης δρόμος.

Ας αναρωτηθούμε, τελικά πόσο αγαπάμε τον εαυτό μας και σε ποιο σημείο αυτού του δρόμου βρισκόμαστε;

Η φτώχεια του πνεύματος είναι η μόνη πραγματική φτώχεια

Ένας φτωχός ρώτησε τον σοφό: ”Γιατί είμαι τόσο φτωχός;”

Ο σοφός του απάντησε: ”Γιατί δεν έχεις μάθει να δίνεις.”

Ο φτωχός είπε: ”Αφού δεν έχω τίποτα να δώσω.

Ο σοφός απάντησε: ”Και όμως έχεις κάτι να δώσεις:

-το πρόσωπο, μπορείς να δώσεις στους άλλους ένα χαμόγελο.

-το στόμα, μπορείς να επαινέσεις ή να παρηγορήσεις τους άλλους.

-την καρδιά, μπορείς να “ανοίξεις” την καρδιά σου στους άλλους.

-τα μάτια, μπορείς να κοιτάξεις με τα μάτια της καλοσύνης.

-το σώμα, μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για να βοηθήσεις τους άλλους.”

Επομένως, στην πραγματικότητα δεν είσαι φτωχός, η “φτώχεια” του πνεύματος είναι η πραγματική φτώχεια.

Μη βάζεις τη ζωή σου στην αναμονή

Βίωσε έντονα και αυθεντικά κάθε συναίσθημά σου. Πάρε τα ηνία της ζωής σου στα χέρια σου και μην περιμένεις τίποτα από κανέναν. Μην προσμένεις το νόημα της ζωής σου από ξένες υπάρξεις. Να μην αρκείσαι στο λίγο. Σου αξίζει το μέγιστο. Μην επαναπαύεσαι στα μέτρια και χλιαρά. Να ψάχνεις πάντα τα πιο έντονα και τα πιο δυνατά.

Μη χαραμίζεις τη ζωή σου κάνοντας απολογισμούς. Μη σπαταλάς τις ώρες σου μετρώντας απώλειες. Πάψε να υπολογίζεις xαρές και λύπες. Μην ψηλαφίζεις αποτυπώματα που άφησαν στην ψυχή σου όσοι αγάπησες. Μη μένεις κολλημένος σε ανθρώπους και καταστάσεις. Προχώρησε στα καλύτερα που σε περιμένουν. Να μην αφήνεις ανοιχτούς λογαριασμούς με το παρελθόν σου. Καταστρέφεις το μέλλον σου. Και μην αθροίζεις όλες τις πληγές σου κάθε φορά που μία καινούργια αιμορραγεί. Να μάθεις να μην κρατάς λογαριασμούς στις ανθρώπινες σχέσεις. Να μην προσθέτεις αυτούς που έρχονται και να μην αφαιρείς αυτούς που φεύγουν από τη ζωή σου. Δεν επιδέχονται μέτρο τα συναισθήματα. Δε μετριέται ο πόνος και η στεναχώρια με αριθμούς. Δεν υπολογίζονται με την ποσότητα τα όμορφα και τα ωραία. Δε ζυγίζονται οι δυσκολίες και τα βάσανα. Δεν έχουν ένταση οι χαρές και οι λύπες.

Μη βάζεις τη ζωή σου στην αναμονή. Βγες μέχρι το ξημέρωμα. Κάνε βόλτες μέχρι το χάραμα. Συνάντησε φίλους παλιούς και αγαπημένους. Κάνε καινούργιες συμπάθειες και γνώρισε νέους ανθρώπους. Γύρισε στα σοκάκια της γης και διασκέδασε το ταξίδι σου. Να γελάς μέσα από την καρδιά σου. Να κλαις ολονυχτίς και να αφήνεις την ανατολή του ήλιου να στεγνώνει τα δάκρυά σου. Να τραγουδάς στα έρημα δρομάκια τη μοναξιά σου. Μέθυσε τους πόνους σου και γλέντησέ τους. Αλήτευσε τα δύσκολά σου και κέρασέ τους από τον τσαμπουκά σου. Φώναξε με όλο σου το ‘’είναι’’ και εκτονώσε το θυμό σου. Μην καταπιέζεις τα συναισθήματά σου και μην τα πνίγεις. Ζήσε έντονα την κάθε στιγμή σου. Στύψε την τρέλα σου μέχρι τις τελευταίες σταγόνες της και απόλαυσε τη δροσερή της γεύση. Γιατί, όλα ανατρέπονται σε αυτό τον κόσμο και όλα αναθεωρούνται. Άνθρωποι, σκέψεις, συναισθήματα, χαρακτήρες, καταστάσεις ζωής, όλα αλλάζουν μάτια μου.

Μία σύντομη βόλτα στη γειτονιά του κόσμου η ζωή μας, γι’ αυτό άδραξε τις μέρες. Ζήσε στα άκρα. Μη φοβάσαι τις δυσκολίες της. Αντιμετώπισέ τις. Μη σε τρομάζει ο αγώνας επιβίωσης. Κέρδισέ τον. Μη δειλιάζεις μπροστά στα εμπόδια. Υπερπήδησέ τα. Μη σταματάς μπροστά στις δυσκολίες. Ξεπέρασέ τις. Μην αναλώνεις και μη σκορπίζεις τον εαυτό σου. Προστάτευσέ τον. Και μην περιμένεις τις ευκαιρίες, δημιούργησε τις.

Πάψε να στεναχωριέσαι γι’ αυτά που πέρασαν. Μην κλαις γι’ αυτά που δεν έγιναν. Μην περιμένεις πια αυτούς που δε γύρισαν. Μη μεμψιμοιρείς για όσα έζησες. Σταμάτα να απαριθμείς όσα έδωσες, πόσα πήρες και πόσα άξιζες. Μην ψάχνεις αιτίες και αφορμές για τις λάθος σου επιλογές.

Ζήσε… Μπες στο βαγόνι της ζωής σου και απόλαυσε το ταξίδι, γιατί δεν έχει εισιτήριο επιστροφής και δεν εξαργυρώνονται τα ναύλα.

Μία παρτίδα σκάκι

Ένας νεαρός άντρας, χτυπημένος από τη δυστυχία, πήγε σ’ ένα μακρινό μοναστήρι και είπε στον ηλικιωμένο δάσκαλο:

«Η ζωή με έχει απογοητεύσει. Ήθελα να επιτύχω τη φώτιση για να ελευθερωθώ από τον πόνο, αλλά είμαι ανίκανος, το ξέρω. Δε θα μπορούσα ποτέ να περάσω χρόνια ατελείωτα με διαλογισμό, λιτότητα και μελέτη. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Υπάρχει ταχύ μονοπάτι για κάποιο άνθρωπο σαν κι εμένα;»

Ο δάσκαλος τον ρώτησε:

«Υπήρξε κάτι στη ζωή σου που πάνω του να συγκέντρωσες πραγματικά την προσοχή σου;»

«Γεννήθηκα σε πλούσια οικογένεια. Δε χρειάστηκε να δουλέψω ποτέ σκληρά. Το μόνο που με ενδιέφερε πραγματικά ήταν το σκάκι. Αφιέρωνα σ’ αυτό σχεδόν όλο το χρόνο μου.»

Ο δάσκαλος φώναξε έναν άλλο καλόγερο. Έφεραν μια σκακιέρα και ένα κοφτερό σπαθί που λαμπύριζε στον ήλιο. Ο δάσκαλος τοποθέτησε τα πιόνια του παιχνιδιού και είπε στον καλόγερο δείχνοντας το σπαθί:

«Μου υποσχέθηκες υπακοή. Ήρθε η στιγμή. Θα παίξεις μια παρτίδα σκάκι με το νεαρό άντρα. Αν χάσεις, θα σου κόψω το κεφάλι μ’ αυτό το σπαθί. Αν κερδίσεις, θα κόψω το κεφάλι του αντιπάλου σου. Δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή του, το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το σκάκι. Του αξίζει να του κόψουν το κεφάλι σε περίπτωση που χάσει.»

Οι δύο άντρες κοίταξαν το δάσκαλο στα μάτια και είδαν ότι ήταν αποφασισμένος. Άρχισαν την παρτίδα. Ο νεαρός άντρας αισθάνθηκε από την αρχή τον ιδρώτα να κυλάει στην πλάτη του, γιατί έπαιζε τη ζωή του στ’ αλήθεια. Η σκακιέρα γινόταν ολόκληρος ο κόσμος. Γινόταν ένα με τη σκακιέρα, ήταν η σκακιέρα.

Στην αρχή βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Μετά ο αντίπαλός του, ο καλόγερος, έκανε ένα λάθος που έφερε το νεαρό άντρα σε πλεονεκτική θέση. Εκείνος το εκμεταλλεύτηκε για να εξαπολύσει επίθεση. Η άμυνα του αντιπάλου του εξασθένησε, άρχισε να καταρρέει.

Ο νεαρός άντρας έριξε μια ματιά στον καλόγερο χωρίς να σηκώσει το κεφάλι. Είδε απέναντί του ένα πρόσωπο έξυπνο και τίμιο, που το είχαν σημαδέψει τα χρόνια των προσπαθειών. Σκέφτηκε τη δική του τη ζωή, που ήταν αργόσχολη και αδιάφορη. Και ξαφνικά αισθάνθηκε γεμάτος συμπόνοια.

Έκανε σκόπιμα μια λανθασμένη κίνηση, μετά και δεύτερη. Υπονόμευε έτσι την ίδια την άμυνά του. Θα έχανε.

Τότε ο δάσκαλος αναποδογύρισε απότομα τη σκακιέρα και τα πιόνια σκορπίστηκαν. Οι δύο παίκτες τον κοίταξαν έκπληκτοι.

«Δεν υπάρχει νικητής, ούτε ηττημένος», είπε ο δάσκαλος. «Κανένα κεφάλι δεν θα πέσει.»

Γύρισε προς το νεαρό άντρα και πρόσθεσε:

«Δύο πράγματα είναι αναγκαία: η συγκέντρωση και η συμπόνοια. Και σήμερα τα έμαθες και τα δύο».

O Πλάτων εναντίον της ηθικής αναρχίας

Αυτό όμως είναι μόνο τό πρώτο μέρος τής πλατωνικής ανάλυσης. Μετά άπό αύτό τό στοχασμό γιά τίς άρχές πού διέπουν τό δημοκρατικό πολίτευμα, καί μετά τήν περιγραφή τού είδους ζωής καί τού χαρακτήρα πού άντιστοιχούν σέ αύτόν, στό χώρο τού ατομικού, ό Πλάτων έπανέρχεται στή δημοκρατία γιά νά δείξει πώς αυτή καταστρέφεται. ‘Όπως συμβαίνει μέ όλα τά άλλα πολιτεύματα, οί δυσκολίες εμφανίζονται στό κοινωνικό καί στό ήθικό έπίπεδο.

Σέ δυόμισι σελίδες έχουμε μιά περίληψη-καταπέλτη γιά τήν έξέλιξη τής άναρχίας Καί πάλι ή ελευθερία είναι ή προέλευση τών πάντων, γιατί άν γίνεται κατάχρησή της, κάθε πειθώ καθίσταται άδύνατη: « Όταν τό δημοκρατικό κράτος, διψασμένο γιά έλευθερία, συμβεί νά έχει έπικεφαλής κακούς οινοχόους καί μεθύσει άπό άκρατη έλευθερία περισσότερο άπό όσο πρέπει, τούς κυβερνήτες του, άν δέν είναι πολύ ύποχωρητικοί καί δέν τοΰ παρέχουν πλήρη έλευθερία, τούς τιμωρεί τότε κατηγορώντας τους ώς μιασμένους καί ολιγαρχικούς.

-Τό κάνουν, βέβαια, αύτό, είπε.

-Καί μάλιστα, είπα, οί άνθρωποι φέρονται ύβριστικά σέ όσους δείχνουν ύπακοή στούς άρχοντες, γιατί τούς θεωρούν δουλοπρεπείς καί τιποτένιους, καί έπαινοΰν καί σέβονται καί στίς ιδιωτικές καί στίς δημόσιες συγκεντρώσεις τούς άρχοντες πού συμπεριφέρονται ώς άρχόμενοι, καί τούς άρχόμενους πού συμπεριφέρονται ώς άρχοντες. ’Άραγε σέ κράτος τέτοιου είδους ή έλευθερία δέν θά επεκταθεί ύποχρεωτικά παντού;

-Πώς όχι;». Γι αύτό έδώ τό κακό, ή λέξη είναι «άναρχία». Τήν ξαναβρίσκουμε σέ ένα στοχασμό, πού χρησιμεύει ώς μεταβατικός καί μάς κάνει νά περάσουμε άπό τήν άνυπακοή άπέναντι στούς άρχοντες στήν άνυπακοή γενικά, λέγοντας πώς εϊναι άναπόφευκτο αύτό τό πνεύμα νά περάσει «στό έσωτερικό τών οικογενειών καί τελικά ή άναρχία νά άναπτυχθει άκόμα καί στά ζώα».

Ακολουθεί ό πλήρης, ό περισσότερο άπό πλήρης, κατάλογος όλης τής κλίμακας τής ιεραρχίας, πού καταρρίπτεται μέ τήν ϊδια τή συγκατάθεση έκείνων πού θά όφειλαν νά τής έξασφαλίσουν τή διατήρηση.

«Εννοώ π.χ., είπε, πώς ό πατέρας συνηθίζει νά φέρεται όμοια μέ τό γιό του καί νά φοβάται τούς γιούς του, ό δέ γιος νά φέρεται όμοια μέ τόν πατέρα, καί ούτε νά ντρέπεται ούτε νά φοβάται τούς γονείς, γιά νά είναι τάχα έλεύθερος καί άκόμη ό μέτοικος να εξισώνεται μέ τόν πολίτη, όπως καί ό πολίτης μέ τόν μέτοικο, καί ό ξένος τό ϊδιο.

– ’Έτσι, βέβαια, συμβαίνει, είπε.

– Καί αύτά, είπα εγώ, συμβαίνουν, καί άλλα μικρότερα τέτοιου είδους. Γιατί σέ τέτοιο κράτος ό δάσκαλος φοβάται τούς μαθητές καί τούς κολακεύει, ένώ οί μαθητές άδιαφορούν γιά τούς δασκάλους καί όμοια γιά τούς παιδαγωγούς* καί γενικά οί μέν νέοι κάνουν τόν έαυτό τους ισο μέ τούς μεγαλύτερους καί τούς συναγωνίζονται σέ λόγια καί έργα, οί δέ γέροντες, άφου κατέβουν στό επίπεδο τών νέων, δείχνουν γεμάτοι εύθυμία καί άστεΐζονται μιμούμενοι τούς νέους γιά νά μή φαίνονται τάχα δυσάρεστοι καί αύταρχικοί.

– Βεβαιότατα, είπε.

– Καί ή μεγαλύτερη ύπερβολή, είπα, πού μπορεϊ νά φτάσει, άγαπητέ μου, ή έλευθερία τού λαού σέ κράτος τέτοιου είδους είναι, όταν πιά οί άγορασμένοι άντρες καί οί άγορασμένες γυναίκες έχουν τήν ϊδια έλευθερία μέ τούς άγοραστές τους. Καί παρά λίγο νά ξεχάσουμε νά πούμε πόση ισονομία καί έλευθερία υπάρχει στίς σχέσεις τών γυναικών πρός τούς άντρες καί τών άντρων πρός τίς γυναίκες… καί πόσο πιό ελεύθερα εΐναι εδώ τά ζώα πού χρησιμοποιούν οί άνθρωποι παρά οπουδήποτε άλλου, δέν θά μπορούσε νά τό πιστέψει κάποιος, άν δέν τό γνωρίζει. Πραγματικά, καί οί σκύλες, όπως λέει καί ή παροιμία, μοιάζουν μέ τίς κυρίες τους, καί μάλιστα καί τά άλογα καί τά γαϊδούρια έχουν συνηθίσει νά περπατούν μέ πολλή έλευθερία καί περηφάνια πέφτοντας πάνω σέ όποιον συναντούν στό δρόμο, άν δέν παραμερίσει, καί όλα τά άλλα έτσι ξεχειλίζουν άπό έλευθερία.

– Μαντεύεις τίς σκέψεις μου, είπε· όταν, βέβαια, πηγαίνω στήν έξοχή αύτό τό παθαίνω συχνά.

– Καί γενικά, λοιπόν, είπα, όλα αύτά μαζεμένα καταλαβαίνεις πόσο εύαίσθητη κάνουν τήν ψυχή τών πολιτών ώστε, άν επιχειρεί κάποιος νά τής έπιβάλει καί τόν παραμικρό έξαναγκασμό, νά έξεγείρονται καί νά μήν τόν άνέχονται; Καί στό τέλος, όπως ξέρεις, δέν νοιάζονται ούτε γιά τούς γραπτούς ούτε γιά τούς άγραφους νόμους, γιά νά μήν έχουν σέ καμιά περίπτωση κανέναν κύριο.

– Τό ξέρω πολύ καλά, είπε».

Ό δηκτικός οίστρος αύτής τής περιγραφής εξασφάλισε στό κείμενο τής Πολιτείας δίκαιη φήμη σέ όλες τίς έποχές. Διερμηνεύει μιά βίαιη έξαψη, άλλά έκφράζει έπίσης τή σκέψη στήν οποία ό Πλάτων παρέμεινε πιστός. Πολλά χρόνια αργότερα επαναλαμβάνει περιληπτικά στούς Νόμους τήν ϊδια ιδέα τής άναπόφευκτης έξέλιξης τής άναρχίας, πού, γεννημένη άπό τήν έλευθερία, κατακτά σύντομα όλους τούς τομείς τής ζωής. Ή μόνη διαφορά είναι ότι ό Πλάτων δέν άρκεΐται αύτή τή φορά μόνο στήν κοινωνική σάτιρα τής καθημερινής ζωής αλλά δείχνει τήν κακή επήρεια πού άσκει τελικά ή άναρχία στόν ήθικό καί θρησκευτικό τομέα.

Πραγματικά, άναφέροντας τίς ύπερβολές τής ελευθερίας στό τρίτο βιβλίο, άρχίζει μέ τήν έλευθερία στή μουσική καί στή συνέχεια γενικεύει συνοπτικά: «Μετά άπό αύτή τήν έλευθερία θά μπορει νά ύπάρχει ή έλευθερία τής άνυπακοής στίς άρχές τής έξουσίας καί άμέσως μετά τής άποφυγής τών ύποχρεώσεων πρός τόν πατέρα, τή μητέρα καί τούς ήλικιωμένους καί τής άρνησης τών συμβουλών τους, καί όταν βρίσκονται κοντά στά όρια (εννοεί τής πλήρους ελευθερίας) νά προσπαθούν νά μήν ύπακούουν στούς νόμους καί στό τέλος πιά νά μή λογαριάζουν τούς όρκους, τίς δεσμεύσεις καί γενικά τούς θεούς».

Επομένως, οι δύο άναλύσεις πού προσφέρει ό Πλάτων στην Πολιτεία άνταποκρίνονται χωρίς καμιά αμφιβολία στή βαθιά απέχθειά του πρός τή δημοκρατική άναρχία. Έτσι εξηγείται ή σκληρή πειθαρχία πού έννοει νά επιβάλει στήν ιδανική πολιτεία του. Χωρίς νά αφήνει στά άτομα καμιά πρωτοβουλία, ύποτάσσει τήν τύχη τους στή συλλογική φροντίδα καί τελικά, στούς Νόμους, έπιδοκιμάζει καί ενθαρρύνει, όπως πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα, τίς χαμερπεις καταγγελίες, στήν περίπτωση πού ή έκπαίδευση, οί νόμοι καί ή κρατική έπίβλέψη δέν θά ήταν άρκετά γιά νά άποφευχθοϋν τά λάθη.

Ανυπαρξία Επιθυμιών – Ενοχών & Τύψεων

«Η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος δεν επιθυμεί τίποτα, δεν έχει ενοχές ούτε τύψεις»

Όταν το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε και το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι γίνονται οδυνηρά επίκαιρα.

Αν το παιδί μου στεκόταν αναποφάσιστο ανάμεσα στο «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και το «Εν Ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, εγώ θα του σύστηνα το δεύτερο. Δεν έχει να κάνει με την αξία του συγγραφέα, αλλά με το γεγονός ότι ακόμα και τον κόσμο του παρελθόντος τον κατανοείς καλύτερα όσο πιο καλά κατέχεις τον κόσμο του παρόντος κι ας μας λένε ότι πάει αντίστροφα. Ξεκινάς από το γνωστό, και το παρελθόν σε σταθεροποιεί. Επιπλέον έχει να κάνει με τα κίνητρα, καθότι τα κίνητρα του συγγραφέα είναι εξίσου σημαντικά με τα κίνητρα του νομοθέτη, επειδή και στην μια και στην άλλη περίπτωση η καινούρια κατασκευή έχει στη βάση της την ηθική του ίδιου αλλά και την ηθική της εποχής του.

Ο Τρούμαν Καπότε μεταβαίνει στον νότο της Αμερικής για να καλύψει για την εφημερίδα ένα αληθινό γεγονός, την δολοφονία μιας συνηθισμένης τετραμελούς οικογένειας, μια συνηθισμένη νύχτα, σε μια συνηθισμένη ήσυχη επαρχία. Τότε δεν συνέβαιναν τέτοια εγκλήματα, επειδή τότε βρισκόταν στα σπάργανα το μοντέλο ζωής που, τελειοποιημένο πλέον, παράγει σωρηδόν τέτοια εγκλήματα και τέτοιους εγκληματίες. Στην εποχή της χαρακτηρίστηκε ανθρωποκτονία χωρίς φανερό κίνητρο -μια μελέτη στην αποδιοργάνωση της προσωπικότητας. Κι αν αυτό ακούγεται βαρύγδουπο, τα παρακάτω είναι πιο κατανοητά.

Μετά από έρευνες συνελήφθησαν οι φονιάδες.

Ήταν δυο λευκοί άντρες (είχε σημασία τότε αυτό στην Αμερική), στο ιστορικό των οποίων υπήρχε υπερβολική γονεϊκή βία. Επιπλέον υπήρχε στην παιδική τους ηλικία παρατεταμένη αποστέρηση του ενός ή των δύο γονιών και χαοτική οικογενειακή ζωή. Είχαν ρηχά συναισθήματα, και αυτά δεν είχαν να κάνουν μόνο με τους άλλους, αλλά και με την ίδια τους την μοίρα, δεν διαμαρτύρονταν υπερβολικά γι’ αυτήν. Παρότι το αρχικό κίνητρο για να μπουν στο ξένο σπίτι ήταν τα λεφτά, δολοφονούν όλα τα μέλη της οικογένειας χωρίς να είναι προσχεδιασμένο, και στην συνέχεια, ακόμα και πολύ καιρό μετά, δεν νιώθουν ενοχή απέναντι στα θύματά τους.

Η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με έναν ανθρώπινο τύπο ο οποίος δεν επιθυμεί τίποτα, δεν διαμαρτύρεται, ακόμα κι όταν έρχεται αντιμέτωπος με την θανατική του καταδίκη, δεν έχει ενοχές, ούτε τύψεις, δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή, ούτε καν την δική του.

Το θέμα με αυτό το βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας δεν σε αφήνει αυτούς τους φονιάδες να τους μισήσεις ολόψυχα, τουλάχιστον τον ένα από αυτούς, επειδή «…τα ποδαράκια του» μπροστά στον ανακριτή, μικρόσωμος και νέος όπως ήταν, «δεν αγγίζουν καλά καλά το δάπεδο».

«Πάντα τον φοβόμουν» λέει η μητέρα του, «μπορεί να δείχνει τόσο καλόκαρδος και συμπαθητικός. Ευγενικός. Κλαίει τόσο εύκολα. Μερικές φορές η μουσική τον αναστατώνει και όταν ήταν μικρός έκλαιγε γιατί το ηλιοβασίλεμα του φαινόταν όμορφο». «Με ξυλοφόρτωναν κάθε φορά που γυρνούσα την πλάτη» λέει αυτός. «Μεγάλωσε χωρίς καθοδήγηση, χωρίς αγάπη, χωρίς καν να του δοθεί κάποια στέρεη αίσθηση των ηθικών αξιών» λέει ο ψυχίατρος στην δίκη.

Το κίνητρο ήταν το υπόβαθρο, οικογενειακό και κοινωνικό, που γέννησε αυτούς τους εγκληματίες.

Αντίθετα ο Ντοστογιέφσκι, ο οποίος ζει σε μια εποχή και σε μια χώρα όπου ξεσπάει η Οκτωβριανή Επανάσταση και όπου ο Ρωσικός σοσιαλισμός ασχολείται με το ερώτημα αν υπάρχει ή όχι Θεός, καταλήγει να αντιμετωπίζει την επαναστατικότητα με κριτήρια μεταφυσικά και θρησκευτικά, επειδή δεν θέλει να πιστέψει (ούτε να αφήσει εμάς να πιστεύουμε) ότι το κακό εξοντώνει ολοκληρωτικά τον άνθρωπο. Στο ερώτημα αν υπάρχει Θεός, ο Ντοστογιέφσκι καταφάσκει, γι’ αυτό και ο δικός του δολοφόνος στο «Έγκλημα και Τιμωρία» μετά την πράξη του συναισθάνεται το μέγεθος του εγκλήματος.

Στον Ντοστογιέφσκι ο δικός του δολοφόνος στο «Έγκλημα και Τιμωρία» μετά την πράξη του συναισθάνεται το μέγεθος του εγκλήματος. Πιστεύει ότι μέσω της εσωτερικής καταστροφής το κακό μπορεί να μεταμορφωθεί σε καλό, και δεν μας στερεί την ελπίδα. Ο δικός του δολοφόνος μετανοεί, σπαράζει για την ανθρώπινη φύση, συναισθάνεται τα ανθρώπινα δεινά, αποκηρύσσει την πράξη του. Αν μπορούσε να γυρίσει το χρόνο πίσω, δεν θα ήταν δολοφόνος. Κατά κάποιον τρόπο μοιάζει να έχει την μοίρα του στα χέρια του, η μοίρα του μοιάζει σαν αποτέλεσμα διανοητικής και ψυχικής διεργασίας, της οποίας όμως είναι κύριος.

Αντίθετα, οι δολοφόνοι του Τρούμαν Καπότε παρουσιάζονται σαν να μην είναι κύριοι της μοίρας τους. Προκειμένου εκείνοι να μην διαπράξουν το έγκλημά τους, δεν αρκεί να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, πρέπει να αλλάξουμε κάθε τι που αφορά την γονεϊκή τους σχέση και την οικογενειακή τους κατάσταση, καθώς και την κατάσταση στην πολιτική και την κοινωνία. Το έγκλημα στο «Εν Ψυχρώ» είναι δημιούργημα εντελώς ανθρώπινων διεργασιών και παρότι εδώ τον Θεό κανείς δεν τον έχει εξορίσει, καθώς η Αμερική έχει περίσσιο πίστης στον Θεό, αυτό δεν παίζει κανένα ρόλο και δεν αλλάζει τίποτα στην πορεία των ηρώων του.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ, ΚΑΤΑ ΤΙΜΟΚΡΑΤΟΥΣ

ΔΗΜ 24.68–71

Γνωρίσματα του καλού νόμου – Αποδείξεις της ακαταλληλότητας του νόμου που προτείνει ο Τιμοκράτης

Ο Διόδωρος αντιστρατεύεται σε νόμο που επιχειρεί να εισαγάγει ο Τιμοκράτης (353 π.Χ), σύμφωνα με τον οποίο οι χρεώστες του κράτους μπορούν να παραμείνουν ελεύθεροι ως την ένατη πρυτανεία του χρόνου, με την προϋπόθεση να παράσχουν εγγυήσεις για τις οφειλές τους. Σημειώνεται ότι ο νόμος ευνοούσε, ανάμεσα σε άλλους, τους φίλους τού Τιμοκράτη, Γλαυκέτη, Μελάνωπο και Ανδροτίωνα, πολιτικό αντίπαλο του Δημοσθένη (εναντίον του οποίου είχε γράψει τον Κατ' Ανδροτίωνος λόγο του, που δύο χρόνια πριν είχε εκφωνήσει επίσης ο Διόδωρος): οι τρεις τους είχαν ιδιοποιηθεί τη λεία από ένα εχθρικό πλοίο, γεγονός που τους καθιστούσε οφειλέτες προς το δημόσιο. Από την αρχή της πίστεως ο ρήτορας προσπάθησε να τονίσει ότι ο συγκεκριμένος νόμος, αν τελικά εφαρμοζόταν, θα έβλαπτε τα συμφέροντα της πολιτείας. Άλλωστε, ερχόταν να καταργήσει νόμους που δοκιμάστηκαν από τον χρόνο και αποτέλεσαν στηρίγματα του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επιπλέον, κατά την πρόταση και ψήφισή του ο Τιμοκράτης δεν τήρησε τις καθιερωμένες διαδικασίες.


[68] Ὡς τοίνυν οὐδ’ ἐπιτήδειον νόμον ὑμῖν οὐδὲ συμφέροντ’
εἰσενήνοχεν, τοῦτ’ ἤδη πειράσομαι νυνὶ δεικνύειν. οἶμαι δὴ
πάντας ἂν ὑμᾶς ὁμολογῆσαι, δεῖν τὸν ὀρθῶς ἔχοντα νόμον
καὶ συνοίσειν μέλλοντα τῷ πλήθει πρῶτον μὲν ἁπλῶς καὶ
πᾶσι γνωρίμως γεγράφθαι, καὶ μὴ τῷ μὲν εἶναι ταυτὶ περὶ
αὐτοῦ νομίζειν, τῷ δὲ ταυτί. ἔπειτ’ εἶναι δυνατὰς τὰς
πράξεις ἃς δεῖ γίγνεσθαι διὰ τοῦ νόμου· εἰ γὰρ αὖ καλῶς
μὲν ἔχοι, μὴ δυνατὸν δέ τι φράζοι, εὐχῆς, οὐ νόμου διαπράτ-
τοιτ’ ἂν ἔργον. [69] πρὸς δὲ τούτοις μηδενὶ τῶν ἀδικούντων
φαίνεσθαι μηδεμίαν διδόντα ῥᾳστώνην. εἰ γὰρ δημοτικόν
τις ὑπείληφεν τὸ πράους εἶναι τοὺς νόμους, τίσιν τούτοις
προσεξεταζέτω, κἄνπερ ὀρθῶς βούληται σκοπεῖν, εὑρήσει
τοῖς κρίνεσθαι μέλλουσιν, οὐ τοῖς ἐξεληλεγμένοις· ἐν μὲν
γὰρ τοῖς ἄδηλον εἴ τις ἔστ’ ἀδίκως διαβεβλημένος, τοῖς δ’
οὐδὲ λόγος λείπεται τὸ μὴ οὐ πονηροῖς εἶναι. [70] τούτων τοίνυν
ὧν διεξελήλυθ’ ἐγὼ νῦν οὐδ’ ὁτιοῦν οὗτος ἔχων ὁ νόμος
φανήσεται, τἀναντία δ’ ἑξῆς πάντα. πολλαχόθεν μὲν οὖν ἄν
τις ἔχοι τοῦτο διδάσκειν, μάλιστα δὲ τὸν νόμον αὐτὸν ὃν
τέθηκε διεξιών. ἔστι γὰρ οὐ τὸ μὲν αὐτοῦ καλῶς κείμενον,
τὸ δ’ ἡμαρτημένον, ἀλλ’ ὅλος ἐξ ἀρχῆς, ἀπὸ τῆς πρώτης
συλλαβῆς μέχρι τῆς τελευταίας, ἐφ’ ὑμῖν κεῖται. [71] λαβὲ δ’
αὐτοῖς τὴν γραφὴν αὐτήν, καὶ μέχρι τοῦ πρώτου μέρους
ἀνάγνωθι τὸν νόμον· ῥᾷστα γὰρ οὕτως ἐγώ τε διδάξω καὶ
ὑμεῖς μαθήσεσθ’ ἃ λέγω.

***
[68] Ότι λοιπόν ούτε κατάλληλον νόμον, ούτε συμφέροντα εις σας επρότεινεν, τούτο θα προσπαθήσω τώρα να αποδείξω. Νομίζω λοιπόν ότι όλοι ηθέλετε συμφωνήσει, ότι πρέπει ο ορθώς έχων νόμος και μέλλων να ωφελήση την πόλιν να περιέχη διατάξεις απλάς και κατανοητάς από όλους, και να μη έχη ο μεν είς ταύτην την γνώμην περί αυτού, ο δε άλλος άλλην. Έπειτα πρέπει να είναι δυναταί αι πράξεις τας οποιας ούτος ορίζει· διότι, αν μεν έχη καλώς, ορίζει δε να γίνη κάτι αδύνατον, τότε η επιταγή αυτού είναι ευχή και όχι νόμος. [69] Προς τούτοις πρέπει ο νόμος να φαίνεται, ότι δεν δεικνύει ουδεμίαν αδυναμίαν απέναντι των ενόχων. Διότι αν τις νομίζη, ότι είναι δημοκρατικόν να είναι οι νόμοι πράοι, ας εξετάση συγχρόνως εις ποίους εκ τούτων πρέπει να είναι πράοι, και αν θέλη να εξετάζη ορθώς, θα εύρη ότι πρέπει να δεικνύεται πράος προς τους μέλλοντας να δικασθούν, όχι προς εκείνους, οι οποίοι έχουν κριθεί ως ένοχοι· διότι μεταξύ των πρώτων είναι άδηλον, αν θα ευρεθή κάποιος αδίκως κατηγορηθείς, διά δε τους δευτέρους δεν είναι πλέον επιτετραμμένον να ομιλώμεν περί της αθωότητός των. [70] Των προτερημάτων τούτων, τα οποία εγώ τώρα εξέθηκα, είναι φανερόν ότι ο νόμος ούτος ουδέν έχει, αλλά τουναντίον όλα τα ελαττώματα. Με πολλούς μεν λοιπόν και άλλους τρόπους δύναται τις να σας πείση περί τούτου, προ πάντων δε εξετάζων διεξοδικώς το κείμενον του νόμου του. Διότι δεν είναι το έν μεν τμήμα αυτού ορθόν, το δε άλλο εσφαλμένον, αλλ' όλος εξ αρχής, από της πρώτης συλλαβής μέχρι της τελευταίας, έχει τεθή προς βλάβην σας. [71] Πάρε, γραμματεύ, την έγγραφον καταγγελίαν μου και διάβασε εις το δικαστήριον όλον το πρώτον μέρος του νόμου. Διότι τοιουτοτρόπως, κύριοι δικασταί, και εγώ ευκόλως θα σας διαφωτίσω και σεις θα κατανοήσετε όσα λέγω.