Η εκτίμηση της συμβολής αυτών των κάθε λογής κρίσεων δεν είναι εύκολη. Γιατί, από τη στιγμή που τις χωρίζει κανείς από τα συμφραζόμενά τους, φτωχαίνουν, σε σημείο που να φαίνονται αυταπόδεικτες αλήθειες ή απλές κοινοτοπίες, τουλάχιστον αμφισβητήσιμες. Πραγματικά, μόνο ο συνδυασμός των κρίσεων μεταξύ τους και ο έλεγχος, που ασκεί ο συσχετισμός με αντίθετες αναλύσεις και με τη διήγηση, δίνουν στις βεβαιώσεις αυτές μια συγκεκριμένη και κατά κάποιο τρόπο επιστημονική αξία· έτσι αποφεύγεται πραγματικά ο υπερβολικά βεβαιωτικός χαρακτήρας, που θα μπορούσαν να έχουν, αν ήταν απομονωμένες. Επίσης αυτός ο συνδυασμός είναι, που τους δίνει την πρωτοτυπία τους και το ενδιαφέρον τους δείχνοντας πού καταλήγουν.
Πρέπει, λοιπόν, να διατηρούμε στο νου μας αυτήν την ιδέα, κάθε φορά που εξετάζομε τις γενικές κρίσεις καθαυτές, και να θυμόμαστε πως είναι σαν τις λέξεις μέσα σε μια φράση, σαν τις νότες μέσα σε μια μελωδία, σαν τις εξισώσεις μέσα σ’ ένα θεώρημα.
Αυτό αληθεύει ακόμη περισσότερο, αν πιάσομε τα πρώτα στοιχεία, πάνω στα οποία στηρίζονται οι πιο δουλεμένες κρίσεις.
Τα πρώτα αυτά στοιχεία είναι, χωρίς συζήτηση, ψυχολογικού χαρακτήρα. Γιατί ο Θουκυδίδης δεν ξέρει σχεδόν καμιά άλλη κατηγορία ερμηνείας. Οι θεϊκές ερμηνείες δεν έχουν πια πέραση σ’ αυτόν και οι σύγχρονες ερμηνείες που επικαλούνται με κάθε ευσυνειδησία αίτια οικονομικά ή κοινωνικά, δεν υπήρχαν ακόμα.
Οι πρόοδοι της Αθήνας έκαναν τον πόλεμο αναγκαίο- αυτή όμως η αναγκαιότητα θεωρείται συναίσθημα· κάτι σαν ανησυχία, την οποία εμπνέει στους Λακεδαιμονίους αυτή η ανάπτυξη. Επίσης η οικονομία παίζει, βέβαια, ένα ρόλο· αλλά επεμβαίνει μόνο σαν επιθυμία για πλουτισμό, την οποία εμπνέει σε μερικούς, ή σαν άμιλλα, που γεννά σε άλλους, ή σαν τις συμπάθειες ή τις ζήλειες που ξυπνά. Ο ρόλος της θεωρείται «πλεονεξία» ή φροντίδα για την εξασφάλιση. Ακόμη και διαπιστώσεις τεχνικές και υλικές δέχονται ερμηνείες παρόμοιας φύσης. Έτσι, ο Θουκυδίδης παρατηρεί στο βιβλίο Ε με αφορμή τη μάχη της Μαντινείας την τάση που έχουν οι στρατοί να λοξοδρομούν προς τα δεξιά3· και το εξηγεί - ακόμη μια φορά - με ένα συναίσθημα: «Πραγματικά, ο καθένας από φόβο σφίγγει, όσο μπορεί περισσότερο, το απροστάτευτο πλευρό του πάνω στην ασπίδα του προς τα δεξιά συμπολεμιστή του πιστεύοντας πως η πυκνότητα της συμπαράταξης προσφέρει την καλύτερη κάλυψη». Κάθε φορά, λοιπόν, ανατρέχουν σε ένα θεμελιώδες συναίσθημα, όπως ο φόβος ή η φιλοδοξία.
Και το γεγονός είναι ότι, αν κοιτάξομε τις γενικές κρίσεις, που περιορίζονται στο να εκφράσουν παρατηρήσεις συνηθισμένες ή συχνές, βλέπομε πως σχεδόν πάντα συνοδεύονται αμέσως από μια ερμηνεία και πως πολύ συχνά η ερμηνεία αυτή είναι ψυχολογικής φύσεως. Οι Κορίνθιοι, π.χ., παρατηρούν πως έχει συμβεί, βέβαια, να αστοχούν καλά σχέδια- και προσθέτουν: «γιατί κανείς δεν έχει την ίδια αυτοπεποίθηση, όταν καταστρώνει το σχέδιό του και όταν το βάζει σε ενέργεια...» (Α, 120, 5). Επίσης ο Κλέων παρατηρεί πως η δημοκρατία συχνά φανερώνεται ανίκανη να ασκήσει την ηγεμονία· και προσθέτει ότι, επειδή το πολίτευμα της Αθήνας συνηθίζει τους ανθρώπους να ζουν στην πατρίδα τους, χωρίς να φοβούνται ούτε να μηχανορραφούν, φέρνονται με τον ίδιο τρόπο και στους συμμάχους τους (Γ, 37, 2). Ο Ερμοκράτης πάλι παρατηρεί πως σπάνια είδε κανείς να πετυχαίνουν οι μεγάλες θαλάσσιες εκστρατείες σε μακρινές χώρες· και προσθέτει ανάμεσα σε άλλες αιτίες πως ο φόβος, οδηγεί σε ένωση όλων εναντίον των επιδρομέων (Ζ, 33, 5). Ακόμα, λοιπόν, κι αυτό, που είναι παρατήρηση γεγονότος χωρίς αληθινή καθολικότητα, αντλεί τη σταθερότητά του από δικαιολογίες δανεισμένες από την ανθρώπινη ψυχολογία2. Μα αυτή η ανθρώπινη ψυχολογία πρέπει, όπως βλέπομε, να εννοηθεί πολύ πλατιά και αφηρημένα. Ο Θουκυδίδης είναι πολύ ικανός να επικαλείται με τρόπο λεπτό και διαφοροποιημένο τις ψυχολογίες των διαφόρων λαών και ακόμα, με λίγα λόγια, τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των ατόμων. Εδώ όμως δεν πρόκειται καθόλου για πορτρέτα· πρόκειται για ένα είδος άλγεβρας, που ορίζει ανθρώπινες αντιδράσεις κοινές σε όλους, μέσα σε καταστάσεις απλές και με αφετηρία απλά συναισθήματα· πρόκειται γι ’ αυτό, που ονομάζει μερικές φορές με ένα ωραίο ουδέτερο, πολύ αφηρημένο, το «ανθρώπειον»3, δηλαδή ένα είδος υποστρώματος, όσο γίνεται πιο καθολικού και όσο γίνεται πιο σταθερού- πάνω σ’ αυτό στηρίζονται πολλές γενικές κρίσεις διατυπωμένες από τους ρήτορές του.
Θα παρατηρήσει, λοιπόν, κανείς πως αυτές οι κρίσεις εγγράφονται χωρίς πρόσκομμα ούτε δυσκολία στη γραμμή της παραδοσιακής ελληνικής σκέψης. Αυτήν απηχούν - με τη διαφορά πως κάθε φορά η ιδέα γίνεται στο Θουκυδίδη λίγο πιο συγκεκριμένη παρά σ’ αυτήν την παραδοσιακή σκέψη και λίγο πιο συστηματική. Διαφέρει λίγο, αλλά στην πραγματικότητα αλλάζομε τόνο.
Έτσι, οι Έλληνες είχαν πάντα αντιπαραθέσει τη διαύγεια στην τύφλωση, την οποία προκαλούν οι συναισθηματικές παρορμήσεις· ο Θουκυδίδης το κάνει επίσης είτε μέσα στις γενικές κρίσεις των δημηγοριών είτε μέσα στις προσωπικές του παρατηρήσεις· αλλά από δω και πέρα θα τις λέγαμε έναν αιτιολογημένο πίνακα των αβεβαιοτήτων και των ασταθειών της ανθρώπινης κρίσης.
Αυτό αρχίζει με την ανακρίβεια της ανάμνησης, που τροποποιείται κατά τις περιστάσεις. Την εποχή του λοιμού, λέει, οι άνθρωποι «ερύθμιζαν τις αναμνήσεις τους σύμφωνα μ’ αυτό, που τους τύχαινε» (Β, 54, 3)4, Ο τρόπος κρίσης δεν είναι πιο σταθερός· κι αυτός επίσης είναι αόριστος και σχετικός· και ο Θουκυδίδης έγραφε για «την κοινή συνήθεια, που θέλει, όταν γίνεται πόλεμος, να τον θεωρούν σαν τον πιο σημαντικό και έπειτα, όταν τελειώνει, να θαυμάζουν περισσότερο τα παλιότερα γεγονότα» (Α, 21, 2). Αν όμως αυτό αληθεύει για τον καθένα χωριστά, ένα πλήθος, ακόμη λιγότερο νηφάλιο, αφήνεται πιο εύκολα να παρασυρθεί από τα συναισθηματικά στοιχεία· γι’ αυτό και οι ενθουσιασμοί του και οι μεταστροφές του. Ο Περικλής μιλά στους Αθηναίους για «το εύθραυστο της κρίσης τους» (Β, 62, 2), επειδή στην αρχή είχαν πειστεί να κάνουν τον πόλεμο, αλλά μπροστά στις δοκιμασίες άλλαξαν διάθεση. Στην πραγματικότητα είχε προβλέψει αυτήν την ευθραυστότητα λέγοντας από την αρχή με μια γενική διατύπωση: «Ξέρω πως οι άνθρωποι δεν έχουν τον ίδιο ζήλο, για να συμφωνήσουν με την ιδέα ενός πολέμου και για να δράσουν, όταν έρθει η ώρα- γιατί το περιστατικό έρχεται να τροποποιήσει το συναίσθημά τους»5. Στην ανάλυση όμως του βιβλίου Β οι αιτίες ξεκαθαρίζονται. Ο Περικλής το λέει: οι δοκιμασίες είναι από δω και πέρα «παρούσες στις αισθήσεις» επί πλέον υπάρχει η έκπληξη «εξαιτίας της μεγάλης μεταβολής, που μεσολάβησε». Αυτές οι δυο περιστάσεις παίζουν ρόλο. Και ο ρόλος αυτός είναι σπουδαιότερος, γιατί πρόκειται για ένα πλήθος.
Πραγματικά αυτό το πλήθος θ’ αλλάξει και πάλι τη στάση του απέναντι στον Περικλή ξαναδίνοντάς του την εμπιστοσύνη του, «όπως αγαπά ο λαός να κάνει» (Β, 65, 4),
Θα επισημάνομε μέσα στο διπλό αυτό παράδειγμα πως η οργή είναι που θολώνει έτσι το μυαλό και έρχεται να παραμορφώσει τα πάντα- ο λαός νιώθει οργή για τον εισβολέα, αλλά χάνει το θάρρος του· νιώθει οργή για τον Περικλή, αλλά παραιτείται. Γιατί γνώρισμα της οργής είναι να δυναμώνει και να σβήνει χωρίς μέτρο.
Και δεν το ξέρει ούτε το λέει μόνο ο Θουκυδίδης πως η οργή δυναμώνει και σβήνει- οι ρήτορες του λογαριάζουν επίσης γιατί και πώς- το παρατηρήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Ο Αρχίδαμος προβλέπει με τον τρόπο αυτό τι μπορεί να εξάψει την οργή των Αθηναίων. Και, όπως συμβαίνει με την αποθάρρυνση, που καταδικάζει ο Περικλής, πρόκειται κι εδώ ακόμη για αισθήματα και για την άμεση παρουσία των δυσκολιών, που η έκπληξη την εξογκώνει: «Πραγματικά, κάθε φορά που έχει κανείς τα πράγματα μπροστά στα μάτια του και βλέπει τον εαυτό του θύμα μιας ασυνήθιστης μεταχείρισης, τον πιάνει ο θυμός- και όταν σκέφτεται πολύ λίγο, περνά στη δράση με πάρα πολλή ορμή» (Β, 11, 7)- η διήγηση θα το επιβεβαιώσει: «Όπως ήταν φυσικό, όταν η χώρα βρέθηκε μπροστά στα μάτια τους έρμαιο των λεηλασιών - θέαμα χωρίς προηγούμενο για τους νεότερους, αλλά και για τους πιο ηλικιωμένους, αν εξαιρέσομε τους μηδικούς πολέμους, αυτό τους φάνηκε απαράδεκτο» (21, 2)6:
Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν δίχως άλλο θερμοί άνθρωποι με έντονες παρορμήσεις· γιατί η οργή στάθηκε γι’ αυτούς πάντα το πιο τυπικό στοιχείο συναισθηματικότητας. Είναι γνωστή η θέση, που έχει η οργή στην Ιλιάδα. Και πρέπει να θυμηθούμε πως η λέξη, που χρησιμοποιείται συνήθως για την οργή στα ελληνικά, ο «θυμός» εσήμαινε επίσης πολύ συχνά κάθε συναισθηματική παρόρμηση κάπως δυνατή- ο πληθυντικός μάλιστα δεν έχει πρακτικά στην αρχαία ελληνική παρά αυτήν την ευρύτερη σημασία, τα πάθη. Διαπιστώνεται εξάλλου πως και ο Ευριπίδης έχει ένα μεγάλο αριθμό κρίσεων και νουθεσιών σχετικά με τους κινδύνους της οργής· και αυτός γνωρίζει την τυφλή βιαιότητα της οργής του λαού. Ο λαός κινείται από δυνατά συναισθήματα, λύπηση ή μανία, που άλλοτε ξεσπούν ασυγκράτητα και άλλοτε ημερεύουν: «ο λαός πάνω στη μεγάλη έξαψη της οργής του μοιάζει με φωτιά υπερβολικά ζωηρή, για να σβηστεί» (Ορέστης, 696). Η ιδέα, λοιπόν, είναι η ίδια, αλλά η ανάλυση του Θουκυδίδη με το διπλό ρόλο της αίσθησης και της έκπληξης δίνει στο μηχανισμό αυτό περισσότερη ακρίβεια- και η ακρίβεια αυτή επιβεβαιώνεται, όπως σε μια μαθηματική απόδειξη, από τις απηχήσεις, που προσφέρει η διήγηση.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσομε αυτό το είδος της ανίχνευσης του ανθρώπινου παράλογου με αφορμή διάφορα συναισθήματα. Έτσι ο Θουκυδίδης προσφέρει μια ολόκληρη γκάμα παρατηρήσεων για τις παραλλαγές της ευγνωμοσύνης ή του θαυμασμού. Ευκολότερα θαυμάζει κανείς τους νεκρούς παρά τους ζωντανούς, επειδή η ζήλεια χαλιναγωγεί το θαυμασμό (Β, 45, 1)· περισσότερο εντυπωσιάζεται κανείς από το μακρινό (Ζ, 11, 4). Μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη νιώθει κανείς για την τελευταία ευεργεσία (Α, 42, 3) και για την ευεργεσία σε μια σοβαρή περίπτωση (Α, 33, 1· 41, 3· 43, 2). Αξίζει όμως περισσότερο να σταθούμε στα συναισθήματα, που παίζουν πρωταρχικό ρόλο στον πόλεμο και για τα οποία ο Θουκυδίδης έχει πει με τον καλύτερο τρόπο σε ποιους μηχανισμούς υπακούουν.
Ανάμεσά τους φιγουράρουν η αυτοπεποίθηση και η αποθάρρυνση. Γιατί υπάρχουν κίνητρα λογικά και προσδιορισμένα, που κάνουν να έχει κανείς αυτοπεποίθηση ή να χάνει το θάρρος του, αλλά υπάρχουν και συναισθηματικά, άλογα, ασταθή, που και αυτά αντανακλούν το αποτέλεσμα των περιστάσεων.
Λίγο πιο πριν συναντήσαμε το ζήλο, που λυγίζει, όταν υπάρχουν δοκιμασίες· μπορούμε επίσης να πούμε πως στην περίπτωση αυτή η αυτοπεποίθηση είναι που λυγίζει και που για το λόγο αυτό έρχεται να παραμορφώσει την κρίση. Οι Κορίνθιοι το λένε σε μια μακριά γενική ανάλυση, που τείνει στην καταδίκη της έπαρσης και δείχνει τους κινδύνους της: «Το γεγονός είναι πως7 πολλά σχέδια, που καταστρώθηκαν κάτω από συνθήκες δυσάρεστες, πετυχαίνουν, επειδή συνάντησαν έναν αντίπαλο, που εμπνεόταν χειρότερα- και υπάρχουν άλλα, ακόμα πιο πολλά, που φαίνονταν σαν αποτέλεσμα ευτυχών εμπνεύσεων και που, εντελώς αντίθετα, είχαν επαίσχυντη κατάληξη, - γιατί κανείς δεν έχει την ίδια σιγουριά, όταν καταστρώνει τα σχέδιά του και όταν τα εφαρμόζει· όταν σχηματίζει κανείς μια γνώμη, βρίσκεται σε ασφάλεια· πάνω στη δράση όμως επεμβαίνει ο φόβος και λιγοστεύει η απόδοση» (Α, 120, 5). Αφού είδαμε το ρόλο, που παίζει η παρουσία των δοκιμασιών, συναντούμε εδώ την παρουσία των κινδύνων. Αυτοί, λοιπόν, οι κίνδυνοι θολώνουν τα πάντα. Ακόμα και στη μάχη χάνει κανείς το μυαλό του: «ο φόβος διώχνει τη μνήμη» (Β, 87, 4). Και αυτά τα κρούσματα αποθάρρυνσης αναπηδούν μπροστά στην πραγματικότητα της μάχης. Αν όμως η συγκεκριμένη παρουσία έχει αυτό το ρόλο, το ίδιο συμβαίνει με τον άλλο παράγοντα, που έπαιζε ρόλο στην περίπτωση της οργής, δηλαδή με την έκπληξη. Καθετί που δεν είχαμε προβλέψει μας αιφνιδιάζει και μας ταράζει. Ο Περικλής το λέει με αφορμή το λοιμό: «Πραγματικά, το ξαφνικό και αναπάντεχο και ό, τι συμβαίνει εντελώς έξω από κάθε υπολογισμό τσακίζει την αυτοπεποίθηση- και αυτό είναι που περισσότερο από τα άλλα προκάλεσε σε μας η επιδημία» (Β, 61, 3). Αυτό αληθεύει περισσότερο στη μάχη. Είναι αυτό, που εξηγεί ο Λάμαχος στο βιβλίο Ζ: «αν κάποιος ορμήσει αναπάντεχα πάνω στον εχθρό, ενώ αυτός τρέμει ακόμα μέσα στην αναμονή, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να νικήσει»8. Σ’ αυτό επίσης, υπολογίζει ο Βρασίδας στο βιβλίο Ε: εννοεί να χτυπήσει ξαφνικά επωφελούμενος από την ταλάντευση του εχθρού ανάμεσα σε αντίθετα συναισθήματα και «πριν ακόμα σταθεροποιηθεί η απόφασή του» (Ε, 9, 6). Και εννοεί ακόμη να δευτερώσει την έκπληξη με μια επίθεση σε δυο χρόνους. Η διήγηση, λοιπόν, επιβεβαιώνει αυτήν την πρόβλεψη: αιφνιδιάζοντας τον εχθρό σκορπά στην παράταξή του τη σύγχυση και τη φυγή.
Ο καλός στρατηγός πρέπει να γνωρίζει όλες τις συνθήκες αυτής της άλγεβρας της αυτοπεποίθησης και της αποθάρρυνσης. Βλέπομε έτσι τον Ερμοκράτη να επιδίδεται σε μάκρους υπολογισμούς σε μια φράση σύνθετη και μπερδεμένη ακόμα, που καταλήγει στο να δείξει τι θα αποθαρρύνει περισσότερο τους Αθηναίους (Ζ, 34, 5).
Είναι γιατί όλα παίζουν ρόλο' και μερικές φορές όλα παίζουν ρόλο χωρίς μέτρο: μια επιτυχία και αποκτά κανείς υπερβολική αυτοπεποίθηση- μια αποτυχία και αποθαρρύνεται υπερβολικά! θα ξαναβρούμε την υπερβολικά μεγάλη αυτοπεποίθηση λίγο πιο πέρα με αφορμή τις τυφλές φιλοδοξίες· αλλά η αποθάρρυνση δε συνιστά μια λιγότερο άλογη αποπλάνηση. Και η ανάλυση του φαινομένου δεν είναι σπάνια.
Αυτό σκέφτονται οι στρατηγοί κατά τη μάχη της Ναυπάκτου· οι Λακεδαιμόνιοι μόλις είχαν πιαστεί σε μια πρώτη ναυμαχία- συνεπώς έχουν ανησυχία. Οι στρατηγοί τους το βλέπουν και προσπαθούν από τις πρώτες λέξεις των ομιλιών τους να παλέψουν εναντίον αυτού του συναισθήματος. Απέναντι οι Αθηναίοι τρομάζουν από τον αριθμό των αντιπάλων τους· και ο Φορμίων ανάμεσα σε άλλα επιχειρήματα περισσότερο τεχνικά σχετικά με το θάρρος και την ελπίδα υποστηρίζει πως οι Λακεδαιμόνιοι νιώθουν, σίγουρα, κατώτεροι και κλείνοντας την ανάλυσή του ξαναλέει: «Σας θυμίζω ακόμα πως έχετε νικήσει το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων αυτών σε ανθρώπους, λοιπόν, που νικήθηκαν μια φορά, δε βρίσκει κανείς πια την ίδια διάθεση για αντιμετώπιση του ίδιου κινδύνου» (Β, 89, 11). Στην πραγματικότητα της διήγησης οι Πελοποννήσιοι αρχίζουν τη μάχη χωρίς φόβο, ωσάν να είχαν ακούσει την παραίνεση των στρατηγών τους· αλλά με την πρώτη έκπληξη - πάλι η έκπληξη! - χαλαρώνουν και «τους πιάνει ο φόβος». Η πρόβλεψη, λοιπόν, του Φορμίωνα επαληθεύεται με καθυστέρηση, ενώ οι Αθηναίοι «πήραν θάρρος» (92, 1).
Η ίδια ιδέα συναντιέται σε μια αντίστροφη κατάσταση, όταν οι Αθηναίοι μετά από πολλές ήττες ετοιμάζονται να δώσουν την τελευταία τους μάχη στις Συρακούσες. Ο Νικίας νιώθει τον κίνδυνο και τους προειδοποιεί: «δεν πρέπει να χάσομε το θάρρος μας και να κάνομε όπως οι πιο άπειροι άνθρωποι, οι οποίοι, επειδή ατύχησαν στις πρώτες συγκρούσεις, διατηρούν έπειτα την ίδια αγωνιώδη αναμονή, που ανταποκρίνεται στις αναποδιές τους» (Η, 61, 2). Και οι αρχηγοί των δυνάμεων των Σικελιωτών λογαριάζουν ασφαλώς πως αυτό θα συμβεί —και τόσο περισσότερο, καθόσον οι Αθηναίοι έχουν δοκιμάσει μια αποτυχία στη θάλασσα: «Γιατί, όταν πάθουν μια ζημιά οι άνθρωποι στον τομέα, όπου νομίζουν πως είναι ασυναγώνιστοι, η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους γίνεται κατώτερη, από όσο θα γινόταν, αν δεν είχαν σχηματίσει αρχικά αυτήν την αυταπάτη· και. καθώς η αποτυχία διαψεύδει μέσα τους μια εγωιστική προσδοκία, υποχωρούν, ακόμα κι όταν το πραγματικό μέγεθος της δύναμής τους δε δικαιολογεί την υποχώρηση» (Η, 66, 3), Στην πραγματικότητα οι Αθηναίοι δεν έχασαν το θάρρος τους· ή μάλλον, μέσα από τη σοβαρότητα του κινδύνου άντλησαν την ενεργητικότητα της απελπισίας. Η ανάλυση, που γίνεται στις δυο ομιλίες, μετρά τις πιθανότητες κατά τρόπο καθαρά θεωρητικό- και το γεγονός πως δεν επαληθεύονται δείχνει τον εξαιρετικό χαρακτήρα της ύστατης αυτής μάχης.
Εξάλλου, σε τελευταία ανάλυση, η αυτοπεποίθηση ή η αποθάρρυνση είναι συνάρτηση εξωτερικών εντυπώσεων, που δε στηρίζονται σε τίποτα το σταθερό- και η στρατηγική τέχνη συνίσταται στην εκμετάλλευση αυτού του παράγοντος. Όποιος χτυπά πρώτος τρομάζει τον αντίπαλο· γιατί, κατά τον Ερμοκράτη, «τα συναισθήματα των ανθρώπων διαμορφώνονται ανάλογα με τις διαδόσεις που κυκλοφορούν» (Ζ, 34, 7)9.
Όλα αυτά υπονοούν μια ρεβάνς, δηλαδή ότι οι άνθρωποι παίρνουν εξίσου υπερβολική αυτοπεποίθηση μετά από μια πρώτη επιτυχία. Και εδώ συναντούμε το πλαίσιο της αρχαίας «ύβρης», δηλαδή της υπερβολής, που οφείλεται στην αλαζονεία.
Η εξελικτική πορεία της έννοιας της «ύβρης» είναι ξεκάθαρη και ενδιαφέρουσα. Στην αρχή η ύβρις είναι μια υπερβολή, την οποία τιμωρούν οι θεοί· η ύβρις επισύρει τη νέμεση. Αυτή η υπερβολή είναι καταδικαστέα μόνο με αυτήν την έννοια, πως οι θνητοί δεν πρέπει να υψώνονται υπερβολικά. Έπειτα βλέπομε την ύβρη να παίρνει ένα χαρακτήρα περισσότερο ηθικό· για τον Αισχύλο οι θεοί δεν τιμωρούν μια μεγάλη απλώς ευημερία, αλλά μια ευημερία, που αποκτήθηκε με το έγκλημα ή με την αδικία· ο χορός του Αγαμέμνονα το δηλώνει έντονα και σαν σκέψη καινούρια και προσωπική10. Να όμως που στο Θουκυδίδη, μια γενιά αργότερα, η ύβρις έγινε εντελώς ανθρώπινη: είναι μια πολιτική απερισκεψία, της οποίας η ποινή είναι μια αποτυχία.
Αυτή η κοσμικοποίηση της ύβρης θα ήταν ήδη αξιοσημείωτη. Αλλά η ανάλυση, που περιγράφει το μηχανισμό της, δεν είναι λιγότερο αξιοσημείωτη. Γιατί ξαναβρίσκομε σ’ αυτήν να προβάλλονται ξεκάθαρα όλα τα χαρακτηριστικά του παραλόγου. Οι χρήσεις της λέξης δεν είναι πολύ συχνές, αλλά είναι όλες αποκαλυπτικές.
Η πιο ξεκάθαρη απαντά στην ομιλία των Λακεδαιμονίων, στο βιβλίο Δ: ζητούν από τους Αθηναίους να συνθηκολογήσουν μετά την επιτυχία τους στην Πύλο και τους συμβουλεύουν να αποφύγουν τις απερίσκεπτες υπερβολές της ύβρης. Δίνουν, λοιπόν, μια περιγραφή της, ταυτόχρονα γενική και ακριβόλογη, καλώντας τους να μη γνωρίσουν «την τύχη των ανθρώπων, που τους συμβαίνει μια ευτυχία, στην οποία δεν είναι συνηθισμένοι· η ελπίδα τους κάνει πάντα να γυρεύουν πιο πολλά, επειδή τους χαμογέλασε μια φορά η τύχη εντελώς αναπάντεχα» (Δ, 17, 4) 11. Υπάρχει, εννοείται, η επιτυχία. Υπάρχει επίσης, όπως θα το είχε μαντέψει κανείς, η έκπληξη. Μα υπάρχει επί πλέον ένα είδος ερμηνευτικού συλλογισμού: όποιος γνώρισε μια επιτυχία αναπάντεχη, αρχίζει στο εξής να υπολογίζει στην τύχη. Και, τέλος, υπάρχει η ονομασία αυτής της παράλογης αυτοπεποίθησης με τη λέξη ελπίδα12. Αυτά τα διάφορα στοιχεία συγκροτούν σχεδόν άλλα τόσα πρώτα δεδομένα, ακριβή, όπως τα αλγεβρικά σύμβολα, που θα χρησιμεύσουν σαν βάση σε όλες τις περιγραφές της ύβρης.
Η σπουδαιότητα όμως της ανάλυσης φανερώνεται ακόμη από το γεγονός ότι ο ίδιος ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνει για λογαριασμό του την ιδέα μια πενηνταριά κεφάλαια πιο κάτω και φροντίζει, ώστε η ιδέα αυτή να κυβερνά τελικά όλη τη διήγηση. Συγκεκριμένα, γράφει: « Έτσι, μέσα στην άκρα ευτυχία, όπου βρισκόντουσαν τότε, οι Αθηναίοι νόμιζαν πως δε θα συναντούσαν πια κανένα εμπόδιο και πως μπορούσαν να πετύχουν εξίσου και τα δυνατά και τα πιο δύσκολα, είτε τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους ήταν σημαντικά είτε περιορισμένα13· και αιτία ήταν οι απρόβλεπτες επιτυχίες τους στις περισσότερες περιπτώσεις, που έδιναν δύναμη στις ελπίδες τους» (Δ, 65, 4). Χωρίς να μεσολαβεί η λέξη ύβρις, ο Θουκυδίδης επαναλαμβάνει εδώ για λογαριασμό του όλα τα στοιχεία της ανάλυσης από τη δημηγορία: τις επιτυχίες, τον απρόοπτο χαρακτήρα τους (πρόκειται για την επιτυχία του Κλέωνα στη Σφακτηρία) το λανθάνοντα συλλογισμό, που στηρίζεται πάνω σ’ αυτήν την επιτυχία, και την ελπίδα.
Έτσι όμως καταλαβαίνομε γιατί μπήκε σε τόσο κόπο, για να σημειώσει ακόμα και με τις λεπτομέρειες του ύφους, το ρόλο της τύχης στην υπόθεση της Πύλου. Καταλαβαίνομε επίσης γιατί παραλληλίζει με την ίδια φράση τα δυο επεισόδια, που προηγούνται: την Πύλο και την απογοήτευση των Αθηναίων με αφορμή τη Σικελία - απογοήτευση, που περιέχει ήδη, σε λανθάνουσα κατάσταση τη μεγάλη απερισκεψία της μελλοντικής εκστρατείας κατά των Συρακουσών. Ο αθηναϊκός ιμπεριαλισμός μπαίνει στους δρόμους της υπερβολής, δηλαδή της ύβρης.
Κατά κάποια έννοια αυτή η μεγάλη αλληλουχία, που οδηγεί από την επιτυχία στην υπερβολή και που, ενώ αποβλέπει μακριά, δεσπόζει στο μισό του βιβλίου Δ, αντιστοιχεί στην αντίθεση ανάμεσα στην οργή και στη λογική, η οποία κυριαρχεί στο βιβλίο Β· και στις δυο περιπτώσεις ο ιστορικός περιγράφει την κλιμάκωση ενός συναισθηματικού πειρασμού, τον οποίο προσπαθεί η λογική να συγκροτεί, χωρίς να το πετυχαίνει πάντα. Η στρατηγική του πολέμου, λοιπόν, και η ανάπτυξη του ιμπεριαλισμού παραπέμπουν σε όμοια διαγράμματα.
Το διάγραμμα της ύβρης ξαναβρίσκεται και σε άλλα αποσπάσματα- και ισχύει τόσο για τους υποτελείς των Αθηναίων, όσο και για τους ίδιους.
Στο βιβλίο Γ οι δυο Αθηναίοι, που έρχονται αντιμέτωποι, ο Κλέων και ο Διόδοτος, μιλούν για ύβρη με αφορμή την αποστασία της Μυτιλήνης. Πραγματικά η Μυτιλήνη είχε μέσα στο αθηναϊκό κράτος ένα ιδιαίτερο καθεστώς, μια σχετική ανεξαρτησία- αυτό τη μέθυσε. Πρώτος ο Κλέων το λέει ξεκάθαρα παρεμβάλλοντας όμως ένα στοιχείο, που, αν μας είναι πολύ γνωστό από τις προηγούμενες αναλύσεις, δεν έχει σχεδόν καμιά θέση εδώ· μιλά για το αναπάντεχο: «Συνήθως, λοιπόν, οι πόλεις, στις οποίες έρχεται πάρα πολύ αναπάντεχη και εντελώς ξαφνική επιτυχία, κλίνουν προς την αλαζονεία (την ύβριν)· αλλά η επιτυχία στους ανθρώπους είναι πιο σταθερή, όταν προέρχεται από υπολογισμό, παρά όταν είναι απροσδόκητη»14 (Γ, 39, 4). Αναγνωρίζομε το δρόμο, που οδηγεί από την επιτυχία στην υπερβολή· και η παρουσία του απρόοπτου ανταποκρίνεται σε ό,τι ξέρομε για την ύβρη. Κατά τι όμως η κατάσταση της Μυτιλήνης ήταν απρόοπτη ή κατά τι η σχετική ευημερία της μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ξαφνική; Φαίνεται πως εδώ η θεωρία της ύβρης εφαρμόζεται κατά τρόπο βιασμένο15· και το γνώρισμα αυτό δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον- δείχνει τη σπουδαιότητα της θεωρίας καθαυτής- και δείχνει επίσης πως ο Κλέων είναι ίσως κακόπιστος16.
Συμβαίνει τώρα να του απαντήσει ο Διόδοτος και του απαντά πάνω στο συγκεκριμένο αυτό σημείο. Ο Κλέων έβγαζε από την ανάλυσή του το συμπέρασμα πως θα είχε χρειαστεί να είναι από την αρχή πιο αυστηρός για τη Μυτιλήνη και πως οπωσδήποτε πρέπει να φανεί τώρα. Και στήριζε το συμπέρασμα αυτό σε ένα απόφθεγμα γενικού χαρακτήρα: «Η ανθρώπινη φύση περιφρονεί την κολακεία και σέβεται τη σταθερότητα». Σ’ αυτό απαντά ο Διόδοτος με μια μακριά αφηρημένη ανάλυση για την αναποτελεσματικότητα της τιμωρίας, ακόμα και της πιο βαριάς, για την πρόληψη των σφαλμάτων. Και έχει μια γενική διατύπωση ανάλογη στη μορφή της με τη διατύπωση του Κλέωνα: «Η ανθρώπινη φύση θέλει να κάνουν όλοι, ιδιώτες και κράτη, λάθη». Και εξηγεί γιατί γίνονται αυτά τα λάθη, χωρίς να επικαλείται τις περιστάσεις: όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: «Η φτώχεια, η οποία μέσα από την ανάγκη εμπνέει το θράσος, η αφθονία, που οδηγεί στην πλεονεξία μέσα από την υπερβολή (ύβρει) και την αλαζονεία, και οι διάφορες συγκυρίες μέσα από τα πάθη (ὀργῇ)των ανθρώπων, με το να διέπονται κάθε φορά από κάποια ασυγκράτητη δύναμη, σπρώχνουν προς τη διακινδύνευση. Και πάνω από όλα η επιθυμία και η ελπίδα, η πρώτη ανοίγοντας το δρόμο και η δεύτερη ακολουθώντας, η πρώτη με το να κεντρίζει τη φαντασία, ενώ η δεύτερη υπόσχεται χαμηλόφωνα την εύνοια της τύχης, προκαλούν τις μεγαλύτερες ζημιές» (Γ, 45, 4-5).
Αξίζει να σημειώσομε πως βλέπομε το κείμενο αυτό να υψώνεται, καθώς ανεβαίνει πάνω από όλες τις περιστάσεις, σε ένα ανώτερο βαθμό γενικότητας από το κείμενο του αντιπάλου του. Αλλά η ανάλυση του Διοδότου δεν απομακρύνεται κατά τα λοιπά από αυτό που συναντήσαμε αλλού· για το ρόλο της ελπίδας ή για το ρόλο της τυφλής εμπιστοσύνης στην τύχη. Ο ρόλος της ίδιας της έκπληξης εμφανίζεται στην επόμενη φράση17. Ο Διόδοτος, δηλαδή, αν και δηλώνει πως είναι αδύνατη η αποφυγή λαθών, παραδέχεται κι αυτός πως η ύβρη αποτελεί τουλάχιστον τον πιο κοινό τύπο τους.
Πραγματικά, με τη λέξη ή χωρίς τη λέξη, με το απροσδόκητο ή χωρίς αυτό, ο μηχανισμός αυτής της υπερβολής ξαναβρίσκεται σε πολλές περιστάσεις. Οι φρόνιμες πολιτείες ξέρουν να μην υποκύπτουν στους πειρασμούς της. Οι Λακεδαιμόνιοι ισχυρίζονται πως είναι οι μόνοι που αντιστέκονται σ’ αυτούς, στο Α, 84, 2: «Μόνοι εμείς, πραγματικά, μπορούμε εξαιτίας αυτού να μην αφηνόμαστε στην αλαζονεία (οὐκ ἐξυβρίζομεν) σε περίπτωση επιτυχίας και να λυγίζομε λιγότερο από τους άλλους σε περίπτωση αναποδιάς»). Αλλά ο Θουκυδίδης θα πει για τη Χίο στο βιβλίο Θ πως είναι η μόνη μετά τη Σπάρτη, που ξέρει να συνδυάζει ευημερία και φρονιμάδα». Και δεν υπάρχει κανείς, ως τους φτωχούς υποτελείς της Αθήνας, που να μην μπορεί σε περίπτωση επιτυχίας να γνωρίσει αυτό το μεθύσι- όταν η Αθήνα παθαίνει τη συμφορά της Σικελίας, είναι όλοι έτοιμοι να αποστατήσουν «ακόμα και παρά τις δυνάμεις του» (Θ, 2, 2).
Είναι εύκολο να αναγνωρίσομε το σχήμα αυτό μέσα σε κάθε απερίσκεπτη πολιτική- αυτό βοηθά τότε να τις κρίνομε τέτοιες- πρέπει να βοηθούσε ένα σκεπτόμενο άνθρωπο να φυλάγεται από αυτήν.
Διαπιστώνομε έτσι πως, αν καθεμιά από αυτές τις απλές ιδέες, που μερικές φορές αλληλεπικαλύπτονται, φαίνεται χωρίς μεγάλη εμβέλεια και ακόμα πολύ κοινή, η ακρίβεια, την οποία βάζει ο Θουκυδίδης στην περιγραφή του σχετικού ψυχολογικού μηχανισμού, και η αυστηρότητα, που μεταχειρίζεται, για να την επαναλαμβάνει, με τρόπο που οι διατυπώσεις απηχούν η μια την άλλη και παραλληλίζουν περιπτώσεις, που φαινομενικά είναι ανόμοιες, δίνουν στις ιδέες αυτές μια νέα δύναμη. Επί πλέον οργανώνονται ορατά σε σύστημα. Γιατί το να κυριεύεται κανείς από την «οργή» ή να παίρνει αυτοπεποίθηση κατά τρόπο παράλογο ή να αφήνεται να μεθά από την επιτυχία είναι στην πραγματικότητα οι διαφορετικές όψεις του ίδιου αγώνα, που επαναλαμβάνεται καθημερινά ανάμεσα στους πειρασμούς της συναισθηματικότητας και στην ισορροπία της λογικής. Μας έρχονται κάπως στο νου τα απλά εκείνα θέματα του Ιωάννη Σεβαστιανού Μπαχ, που ξαναβρίσκονται, συνεχίζονται, επαναλαμβάνονται σε διαφορετικές διατυπώσεις, για να προβάλουν τελικά τη λαμπρή βεβαίωση μιας τάξης.
Ταιριάζει εξάλλου να επισημάνομε πως αυτός ο αγώνας ανάμεσα στη λογική και στους τυφλούς πειρασμούς της συναισθηματικότητας είναι ο αγώνας της ελευθερίας του ανθρώπου. Όταν ο Θουκυδίδης περιγράφει τα ατυχήματα, που συμβαίνουν στον άνθρωπο, ό, τι παθαίνει, ό, τι δοκιμάζει «συχνά» ή «πάντα», δηλαδή αυτό, που είναι μέσα στη «φύση» του, δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να περιγράφει την κατηφόρα, προς την οποία σέρνεται αυτός ο άνθρωπος άθελά του, ωσάν από έναν ακατανίκητο αυτοματισμό· αλλά η αντίσταση είναι δυνατή. Και αυτό, χάρη στη λογική, στην πρόβλεψη, στην πείρα. Και, τελικά, το είδος του παθιασμένου ζήλου, τον οποίο δείχνει ο Θουκυδίδης στην προσπάθεια του να κερδίσει μια αληθινή εμπειρία από τα συγκεχυμένα δεδομένα της ιστορίας, εξηγείται χωρίς αμφιβολία από την τυφλή εμπιστοσύνη της εποχής σε μια δυνατότητα βελτίωσης της ανθρώπινης ζωής με την αιτιολογημένη γνώση των συνθηκών, μέσα στις οποίες λειτουργεί.
Σε διάφορες ιστορικές εποχές η ανθρωπότητα μαγεύτηκε από διάφορες προόδους στη γνώση· η δική μας εποχή σημαδεύεται ολόκληρη από την πρόοδο της βιολογίας και της αστροφυσικής· το τελευταίο τρίτο του 5ου αιώνα π.χ. σημαδευόταν από την αναζήτηση και την ανακάλυψη μιας επιστήμης του ανθρώπου. Και ο Θουκυδίδης είναι ένας από τους ανθρώπους, που αυτός ο ζήλος οδήγησε όσο γίνεται πιο μακριά.
Έτσι εξηγούνται οι υπομονητικές του προσπάθειες για εύρεση μιας γενικότητας μέσα στα δεδομένα της ιστορίας. Έτσι εξηγούνται αυτές οι σοφές διασταυρώσεις κρίσεων και αυτή η σαφήνεια διαγράμματος, που δίνεται στον ορισμό των πρώτων στοιχείων, τα οποία ξαναμπαίνουν μέσα σε όλους τους συνδυασμούς.
Μια επιστήμη του ανθρώπου τείνει να παραχθεί από τα νέα αυτά μέσα· και η επιχείρηση δεν είναι ασήμαντη.
Αμέσως επιβάλλεται στο πνεύμα ένας παραλληλισμός· πραγματικά, γύρω σ’ αυτήν την εποχή γεννιέται μια ιατρική, που προσπαθεί στα σοβαρά να είναι επιστημονική.
Από όλες, λοιπόν, τις μεριές η συγγένεια των δύο προσπαθειών - του Ιπποκράτη και του Θουκυδίδη - χτυπά στα μάτια. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για την απομάκρυνση των ερμηνειών θρησκευτικής φύσεως και των λίγο πολύ μαγικών φαρμάκων (θυμόμαστε τον εκνευρισμό του Θουκυδίδη απέναντι στην άτοπη εμπιστοσύνη του Νικία στις προφητείες και στις ιεροτελεστίες). Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για παρατήρηση με ακρίβεια και για επισήμανση των κοινών χαρακτηριστικών, που θα επιτρέψουν, αν συντρέξει περίσταση, να καταλαβαίνει κανείς αυτό που συμβαίνει και να ενεργεί ίσως με κάποια αποτελεσματικότητα. Και στις δυο περιπτώσεις ελπίζουν να κάνουν κατανοητά τα φαινόμενα στηριζόμενοι, για να τα εξηγήσουν, στη «φύση» του ανθρώπου (είναι γνωστό πως αυτός είναι ο τίτλος μιας διατριβής του Ιπποκράτη). Τέλος, και στις δυο περιπτώσεις μπαίνει ο στόχος να φτάσουν σε μια πιθανότητα, που θα αντλείται από την πείρα. Εκεί στηρίζονται οι επιστήμες, που δια- κρίνονται από τις θετικές επιστήμες και που αφορούν τον άνθρωπο. Η ιατρική μελετά το σώμα του και τις αρρώστιες, από τις οποίες υποφέρει· η γνώση, την οποία επιδιώκει ο Θουκυδίδης εφαρμόζεται στη συμπεριφορά του και στα λάθη που κάνει στην πολιτική ζωή.
Εξάλλου, αν και δεν είναι τίποτα γνωστό για τις σχέσεις ανάμεσα στους δυο άντρες, αυτός ο παραλληλισμός είναι σχεδόν ομολογημένος στο Θουκυδίδη.
Ξέρομε πως καταπιάστηκε με επίμονη φροντίδα με την περιγραφή της επιδημίας της πανούκλας. Μελέτησε, όχι χωρίς τεχνικότητα, τα συμπτώματα, συγκέντρωσε τα περιστατικά και προτίμησε την κλινική περιγραφή από την αναζήτηση των αιτιών. Έκανε αληθινά έργο γιατρού. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίο δικαιολογεί το νόημα της ιατρικής του περιγραφής, συμπίπτει κατά συναρπαστικό τρόπο με αυτό, που λέει, για να δικαιολογήσει το ιστορικό του έργο. Για την επιδημία λέει πως θέλει να προμηθεύσει «τα σημάδια, που πρέπει να παρατηρεί κανείς, για να μπορεί, αν κάποτε ξαναπαρουσιαστούν, να επωφεληθεί καλύτερα από μια προκαταρκτική γνώση και να μη βρίσκεται μπροστά στο άγνωστο» (Β, 48, 3). Για την ιστορία του δηλώνει: «Αν θέλει κανείς να δει καθαρά μέσα στα συμβάντα του παρελθόντος και μέσα σε όσα στο μέλλον, εξαιτίας του ανθρώπινου χαρακτήρα, που είναι και δικός τους, θα παρουσιάσουν ομοιότητες ή αναλογίες, που τότε θα κριθούν χρήσιμες, και αυτό θα είναι αρκετό» (Α, 22, 4)· ο στόχος είναι ακριβώς ο ίδιος. Και στις δυο περιπτώσεις ο Θουκυδίδης ξεκαθαρίζει πως τον βοήθησε η άμεση εμπειρία του (αρρώστησε ο ίδιος και εξορίστηκε, πράγμα που του έδωσε τη δυνατότητα να πάει να ενημερωθεί ακόμα και στον τόπο του εχθρού). Παρατήρηση και ανάλυση με την προοπτική μιας μελλοντικής αποτελεσματικότητας· ο Θουκυδίδης γράφει την ιστορία, σαν κλινικός γιατρός.
Εξάλλου το αίσθημα ενός παραλληλισμού αναδύεται μερικές φορές μέσα από το έργο του· και κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει το παθητικό ξέσπασμα, που χαρακτηρίζει την έκκληση του Νικία στον πρύτανη, από τον οποίο ζητά να ξαναβάλει για συζήτηση το θέμα της εκστρατείας στη Σικελία: «Γιατί, αν τρέμεις να επανέλθεις πάνω σε μια απόφαση που πάρθηκε, πες στον εαυτό σου ότι το να παραβιάσεις το νόμο έχοντας τόσους μάρτυρες με το μέρος σου δε θα μπορούσε να είναι αξιόποινο· ότι αντίθετα, η πολιτεία, που είχε μια κακή έμπνευση, θα εύρισκε σε σένα ένα γιατρό και πως καλός άρχοντας είναι όποιος προσφέρει στην πατρίδα του τις περισσότερες δυνατές υπηρεσίες - ή, τουλάχιστον, δεν της προξενεί θεληματικά καμιά ζημιά» (Ζ, 14). Αυτή η λέξη, γιατρός, χρησιμοποιείται εδώ για κείνον, που θα σταματούσε την ιμπεριαλιστική αρρώστια- και η επίκληση του πολιτικού καθήκοντος αντιστοιχεί σχεδόν κατά λέξη με τον όρκο του Ιπποκράτη.
Έχομε κάνει λεπτομερειακές επισημάνσεις συναντήσεων και συμφωνιών, λόγου χάρη, πάνω στην έννοια του μείγματος μέσα στο πολίτευμα και μέσα στις πολιτικές συνελεύσεις ή πάνω στις σχέσεις ανάμεσα στις συνθήκες ζωής και στην ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων18. Αλλά η συμφωνία των προοπτικών και των επιδιώξεων είναι αρκετά αποκαλυπτική από μόνη της· και αυτό είναι που υπολογίζεται εδώ.
Μαρτυρεί πως υπήρχε κατά την εποχή αυτή η ίδια εμπιστοσύνη στη λογική, που έσπρωχνε τα φωτισμένα πνεύματα να συλλάβουν από όσο γίνεται πιο κοντά ένα είδος επιστήμης του ανθρώπου, που θα συντελούσε σε έναν καλύτερο τρόπο ζωής.
Εδώ είναι, που παίρνουν όλο τους το νόημα αυτές οι συνδυασμένες αναλύσεις του Θουκυδίδη και οι δοκιμές, τις οποίες εκφράζουν, για να βγάλουν σαν συμπέρασμα έναν ορισμένο αριθμό από κανόνες, συνήθειες, πιθανότητες και, επομένους, αλληλουχίες προβλέψιμες, που βρίσκουν διέξοδο μέσα στους ίδιους τους κόλπους της ιστορικής διήγησης.
Αυτές που συναντήσαμε πιο πάνω αποτελούν τις συγκεκριμένες βάσεις και κάτι σαν θεωρήματα μιας ψυχολογικής διατριβής. Αλλά, όσο ξεκάθαρο και συστηματικό κι αν είναι το περιεχόμενό τους, μολαταύτα δε σχηματίζουν παρά τα πρώτα στοιχεία. Εξαιτίας της βαθιάς τάσης να κάνουν για την ανθρώπινη συμπεριφορά ό, τι κάνει ο γιατρός για την υγεία, αυτά τα στοιχεία πρέπει στη συνέχεια να οργανωθούν, για να εμφανιστούν πιο διαφοροποιημένες δοκιμές ερμηνείας, που να εφαρμόζονται στα διάφορα επίπεδα της ανθρώπινης δράσης και να παρουσιάζουν έτσι σαν ισάριθμα ορόσημα προς διάφορες επιστήμες, τις οποίες γνωρίζομε σήμερα.
Επειδή αυτές οι ιδέες ενσωματώνονται σε μια διήγηση, εκεί μέσα αμφισβητούνται και μερικές φορές αντικρούονται κατά ένα ποσοστό από το συμβάν, πρέπει να προσέχομε να μην τους δίνομε αξία γενικών κανόνων οι ιδέες του γιατρού πάνω στην πορεία της αρρώστιας και η δυνατότητα θεραπείας, που συνδέεται με το φάρμακο, δεν έχουν επίσης τέτοια αξία.
Είναι αυτονόητο πως οι κανόνες αυτοί σχετίζονται τις πιο πολλές φορές με την πολιτική. Είναι εκείνος από όλους τους τομείς, στον οποίο οι άνθρωποι της εποχής θα ήθελαν να είναι ικανοί για μια αποτελεσματική δραστηριότητα· έρχεται πρώτος. Και ο Πρωταγόρας, όταν τον ρωτούν τι διδάσκει, απαντά: «την πολιτική τέχνη». Αυτό είναι άλλωστε το θέμα, που διάλεξε ο Θουκυδίδης. Και αν μελετά γεγονότα πολιτικής φύσεως έχοντας την έγνοια να καταλήξει σε διδάγματα καθολικής εμβέλειας, είναι φυσιολογικό να μαζεύει επίσης τα στοιχεία μιας πολιτικής επιστήμης. Δίχως άλλο η επιστήμη αυτή είναι λιγότερο προσανατολισμένη προς την άμεση αποτελεσματικότητα, από όσο ήταν του Πρωταγόρα. Αλλά ο προσανατολισμός του συνόλου είναι ασφαλώς ο ίδιος.
Το γεγονός είναι πως, όταν έχει διαβάσει κανείς Θουκυδίδη, έχει την αίσθηση πως άγγιξε κάποιους μεγάλους νόμους στον τομέα αυτό.
Έτσι απομονώνοντας μέσα στην αθηναϊκή πολιτική τον ιμπεριαλισμό και επισημαίνοντας μέσα στον ιμπεριαλισμό αυτό τις κατανοητές αλληλουχίες, που οδηγούν από μια ευγενική φιλοδοξία στην ανάγκη για καθημερινή προώθηση και που δείχνουν τον κίνδυνο, που δημιουργεί το μίσος, ή τους φόβους, που γεννιούνται με τον τρόπο αυτό, ο Θουκυδίδης μας δίνει την αίσθηση πως έχει περιγράψει εδώ μια κατάσταση, κάποια αισθήματα, μια συνολική μοίρα, που την αναγνωρίζομε έπειτα μέσα σε άλλες εμπειρίες κατακτήσεων και συμφορών- ποιος δεν το σκέφτηκε βλέποντας το Χίτλερ μετά το Ναπολέοντα να πηγαίνει να πολεμήσει στη Ρωσία, ενώ η Ευρώπη γινόταν κάθε μέρα πιο απειλητική; Οι περιστάσεις διαφέρουν το πεπρωμένο φαίνεται να είναι το ίδιο· και φαίνεται τόσο περισσότερο να είναι το ίδιο, όσο οι αιτίες στο Θουκυδίδη παρουσιάζονται σαν πιο γενικές και σαν σχεδόν αναπόφευκτες.
Και να, που φτάνοντας στο τέρμα καταλαβαίνομε καλύτερα γιατί ο Θουκυδίδης φροντίζει19 με τόσα τεχνάσματα και λογοτεχνικά μέσα να ρίξει στη σκιά ό, τι ήταν στα μάτια του απλό τυχαίο περιστατικό, όπως η φυλετική αντιζηλία μεταξύ Ιώνων και Δωριέων, που ενισχύθηκε από τον αποικισμό- έδειχνε νόμιμα την ύπαρξή της, αλλά ρίχνοντάς την στη σκιά· οι σχέσεις ανάμεσα σε Ίωνες και Δωριείς δε θα είχαν ξυπνήσει σήμερα κανέναν αντίλαλο, σαν αυτούς που αναφέρθηκαν πριν από λίγο.
Το ίδιο συμβαίνει, αν πάρομε την αθηναϊκή δύναμη από μια άλλη άποψη· πραγματικά, διαπιστώνομε πως ο Θουκυδίδης αναλύει τη φύση της (ή βάζει τους ομιλητές του να συζητούν τη φύση της), σαν κυριαρχία της θάλασσας ή θαλασσοκρατία. Ο Περικλής στηρίζει την αυτοπεποίθησή του και την τακτική του σ’ αυτήν την ιδέα. «Μέγα το της θαλάσσης κράτος», λέει στο Α, 143, 4 με μια γενική διατύπωση. Όλα τα μέσα των εχθρών θα αποδειχτούν ανίσχυρα χάρη στην ευκινησία, που η θαλασσοκρατία εξασφαλίζει. Και η ευκινησία αυτή είναι απεριόριστη («και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα μπορούσε, αν ρίξετε στη θάλασσα τις ναυτικές δυνάμεις που διαθέτετε, να σας φράξει το δρόμο, ούτε ο βασιλιάς των Περσών, ούτε κανένας άλλος λαός από τους σημερινούς», Β, 62, 2). Από τ’ άλλο μέρος η θαλασσοκρατία αυτή στηρίζεται σε πόρους καν σε μια εμπειρία, που κανείς άλλος δεν μπορεί να αποχτήσει γρήγορα, για να την αντιμετωπίσει. Η υπεροχή αυτή απαιτεί μόνο να αρκείται κανείς σ’ αυτήν και να μην μπλέκεται ανώφελα σε αγώνες στην ξηρά ή σε μακρινές επιχειρήσεις. Σε όλα αυτά είναι φανερό πως ορισμένα χαρακτηριστικά είναι συνάρτηση των περιστάσεων· η Ελλάδα γενικά ήταν χώρα θαλασσινή καν νησιωτική· όσο για το επάγγελμα του ναυτικού, αυτό απαιτούσε τότε (και πρόσφατα) μια ειδική ατομική εξάσκηση και μακροχρόνια, για να το κατακτήσει κανείς. Αλλά, από τη στιγμή που μπαίνουν κατά μέρος οι διαφορές, απομένει ότι σε κάθε πόλεμο, όπου η θαλασσοκρατία παίζει ρόλο, αναφερόμαστε στο Θουκυδίδη, για να εκπλαγούμε από τον πάντοτε επίκαιρο χαρακτήρα των αναλύσεών του πάνω στο θέμα αυτό- το βιβλίο του Thibaudet “La campagne avec Thucidide” είναι ένα ωραίο σχετικό παράδειγμα.· η δύναμη και η πολιτική της Αγγλίας του 1914 - 1918 φωτίζονται στα μάτια του από τα κείμενα αυτά του 5ου π.Χ. αιώνα.
Θα μπορούσε κανείς να πει άλλα τόσα για πολλά μεγάλα θέματα, που δεσπόζουν στην ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου- για την ηθική επίδραση κάθε πολέμου, σαν πολέμου, για τους ενδεχόμενους κινδύνους του δημοκρατικού πολιτεύματος και γι’ αυτό, που μέσα στην ίδια τη λειτουργία του κινδυνεύει να το διαφθείρει, κ.α.π. Όλα αυτά τα προβλήματα, που αποτελούν αντικείμενο θεωρητικών αναλύσεων, οι οποίες συχνά υποστηρίζονται από γενικές κρίσεις, αντιμετωπίζονται και επισημαίνονται ξεκάθαρα μέσα στο έργο. Αυτό εξηγεί, εννοείται, τα αστραποβολήματα, που νιώθομε, κάθε φορά που συναντούμε μια οποιαδήποτε ομοιότητα με την επικαιρότητα. Θα ήταν απερίσκεπτο να μιλάμε για κανόνες· απλώς, όπως ευχόταν ο Θουκυδίδης, η διήγησή του είναι χρήσιμη για όποιον θέλει «να δει καθαρά» μέσα στα συμβαίνοντα μιας άλλης εποχής.
Αν όμως το ξετύλιγμα των γεγονότων δεν έχει τίποτα από έναν κανόνα, που πρέπει να επαναλαμβάνεται, και αν οι περιστάσεις επιβάλλουν οπωσδήποτε αρκετές διαφορές, ώστε κάθε ιδέα για σφαιρικό ξαναρχίνισμα να είναι παράλογη, αντίθετα, ο τρόπος, με τον οποίο ο Θουκυδίδης ορίζει σε κάθε περίσταση τα προβλήματα, που μπορούν να τεθούν, ή τα ζητήματα, που πρέπει να εξεταστούν, διατηρεί την αξία του για όλες τις εποχές. Και τα προβλήματα αυτά είναι πολλά.
Έτσι, όταν ο Διόδοτος στο βιβλίο Γ δείχνει πως οι κατηγορίες για χρηματισμό ζημιώνουν την καλή λειτουργία της δημοκρατικής πάλης (Γ, 42-43), η ανάλυσή του ισχύει για κάθε λογής συνέλευση ή συγκέντρωση· και τραβά αληθινά την προσοχή πάνω σε ένα μόνιμο κίνδυνο. Το ίδιο συμβαίνει, όταν ρήτορες, όπως ο Περικλής ή ο Αλκιβιάδης, δείχνουν ποιους κινδύνους πρέπει να αντιμετωπίσει όποιος ασκεί μια ηγεμονία, δε βγάζουν και οι δυο από τη διαπίστωση αυτή όμοια συμπεράσματα, αλλά επισημαίνουν ένα δεδομένο, που θα ισχύει για πολλές συγκρίσιμες καταστάσεις και θα βοηθά στην αντιμετώπισή τους. Κατά τον ίδιο τρόπο επίσης οι γνώμες και οι γενικές κρίσεις του ενός και του άλλου προβάλλουν μια ολόκληρη σειρά προϋποθέσεων αναγκαίων για τη σταθερότητα μιας συμμαχίας ή μιας ειρήνης· για τη συμμαχία ξεκινούν από την ισορροπία των δυνάμεων και φτάνουν ως τις σχέσεις εντιμότητας (έτσι στο Γ, 10, 1), ενώ για την ειρήνη απαιτούν να μη σπρώχνεται στα άκρα η ταπείνωση του ενός από τα δύο στρατόπεδα (Δ, 17-20). Όλα αυτά μένουν χρήσιμα για στοχασμό σε άλλες εποχές. Μερικές αναλύσεις μάλιστα αποσπώνται από τα ξεχωριστά επεισόδια του πελοποννησιακού πολέμου, για να διατηρήσουν την αξία τους για πάντα- π.χ. η ανάλυση του Διοδότου για την ανάγκη να τιμωρούν με επιείκεια τις πόλεις που αποστατούν και να ξέρουν να λησμονούν την οργή τους, για να οργανώνουν καλύτερα το μέλλον.
Γοητευτική στις μεγάλες εξελίξεις, τις οποίες αποτυπώνει, η ιστορία του Θουκυδίδη είναι, στις λεπτομέρειες, γεμάτη από χρήσιμα δεδομένα, σαν ένα εγχειρίδιο, από το οποίο θα μάθαινε κανείς να σκέφτεται πολιτικά.
Αυτή όμως η ιστορία δεν ασχολείται με οποιαδήποτε πολιτική· λίγο πιο πάνω αναφερθήκαμε σε παραδείγματα σχετικά με τη δημοκρατία ή τον ιμπεριαλισμό. Αλλά πριν απ’ όλα το έργο αναφέρεται σε έναν πόλεμο- και ορίστε δυο άλλες επιστήμες, που βλέπομε να ωριμάζει το σπέρμα τους στο Θουκυδίδη: η πολεμολογία και η στρατηγική,
Ο Θουκυδίδης διατυπώνει γνώμες, για τον τρόπο, με τον οποίο αρχίζουν συνήθως οι πόλεμοι και για το ζήλο, που δείχνουν οι εμπόλεμοι γι’ αυτούς στην αρχή. Επίσης για τη σημασία του χρήματος, και για την ακρίβεια, των χρηματικών αποθεμάτων: «Τα αποθέματα στηρίζουν τους πολέμους περισσότερο από τις εισφορές, που αποσπώνται με τη βία», λέει ο Περικλής στο Α, 141, 5. Η συνέχεια της διήγησης θα το επιβεβαιώσει πολλές φορές· μα αυτός ο ίδιος εξηγείται με μια άλλη γενική ιδέα για τον πόλεμο: «στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν» (142, 1). Και πρέπει να προσθέσομε πως η διήγηση περιέχει με ιδιαίτερη μορφή αυτή τη φορά ενδείξεις για τις ηλικίες ή τις κοινωνικές ομάδες, που μπορούν να επιθυμούν τον πόλεμο: η παρουσία των ενδείξεων αυτών μας παρακινεί να αναζητήσομε αν σε άλλες περιπτώσεις εφαρμόζονται ή όχι και γιατί.
Αλλά τι δε βρίσκει κανείς σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου! Βρίσκομε αρχές πολύ γενικές, όπως τη σπουδαιότητα του να γνωρίζει κανείς τι φοβάται περισσότερο ο εχθρός (Ζ, 91, 6) ή τη σπουδαιότητα του να καραδοκεί τα λάθη του εχθρού, για να επωφεληθεί από αυτά (Ε, 9, 4, με επιβεβαίωση στη διήγηση). Προπάντων όμως βρίσκομε παντού αναλυτικές περιγραφές των διαφόρων μορφών μάχης με τα πλεονεκτήματα τους και τους κανόνες τους. Έτσι έχομε μια ολόκληρη θεωρία της ναυμαχίας της εποχής μαζί με μια κρίση για τους χειρισμούς και για τη σχέση που έχουν με τις τοπογραφικές συνθήκες: από τις πρώτες ναυμαχίες κοντά στη Ναύπακτο ως την τελευταία ήττα στον όρμο των Συρακουσών κάθε διήγηση δείχνει με παραδειγματική ακρίβεια πως ο στόλος, που είναι επιδέξιος στους χειρισμούς, έχει ανάγκη από ένα πεδίο δράσης ευρύχωρο και πως χάνει κάθε πλεονέκτημα με τη στενότητα του πεδίου. Έτσι, αν ο αθηναϊκός στόλος με τις τριήρεις του καταδικάζεται σε ένα στενό πεδίο, πρέπει αμέσως να τροποποιήσει τους σχηματισμούς του και να τους ενισχύσει κάνοντας τους πιο βαριούς- η σχέση ανάμεσα στο όπλο και στο έδαφος αποδείχνεται ξεκάθαρα. Αλλού γίνεται λόγος για τις δυσκολίες μιας απόβασης σε χώρα, που κατέχεται από τον εχθρό, οι οποίες αναπτύσσονται και επιβεβαιώνονται από τη διήγηση (Δ, 10, 5) ή οι δυσκολίες των μεγάλων ναυτικών εκστρατειών σε μακρινές χώρες: Μαθαίνομε ακόμη από μια γενική έκθεση, που επιβεβαιώνεται αμέσως από τη διήγηση, πως οι βάρβαροι αρχίζουν τη μάχη εφορμώντας με κραυγές, για να αναδιπλωθούν αμέσως· και το γεγονός πως ο αντίπαλος είναι ενημερωμένος για την τακτική αυτή, του επιτρέπει να τους αντιμετωπίσει κατάλληλα (Δ, 126). Οι κοινοί κανόνες, τα αποτελεσματικά στρατηγήματα, οι επιδέξιες μέθοδοι για την εμπλοκή των φιλίων δυνάμεων (αιφνιδιαστικά ή από λίγο λίγο ή σε δυο κύματα), όλα είναι εδώ. Εξάλλου οι αρχαίες συλλογές τακτικής ή στρατηγικής δεν έχουν παραλείψει να αντλήσουν από εκεί πολλά στοιχεία, τα οποία τους πρόσφερε ο Θουκυδίδης, ντυμένα ήδη με ένα χαρακτήρα καθολικότητας και επί πλέον επιβεβαιωμένα από τη διήγηση. Και, καθώς συχνά οι στρατιωτικοί αρχηγοί εξηγούν στους στρατιώτες την αρχή της τακτικής, που θα εφαρμόσουν, για να είναι πιο τολμηροί, αφού την έχουν κατανοήσει, όλη αυτή η συσσωρευμένη εμπειρία, υποστηριγμένη από συλλογισμούς και επαληθευμένη από τα γεγονότα, συνιστά ολοφάνερα, σύμφωνα με την ευχή του Α, 22, ένα μάθημα χρήσιμο για τις καταστάσεις, οι οποίες «εξαιτίας του ανθρώπινου χαρακτήρα, που είναι και δικός τους, θα παρουσίαζαν ομοιότητες ή αναλογίες».
Ίσως όμως θα έχει παρατηρήσει κανείς, με την ευκαιρία, την ανάλυση, που δείχνει την υπεροχή κατά τον πόλεμο των οικονομικών αποθεμάτων πάνω στις εισφορές- αυτό δεν είναι μια αρχή, που θα μπορούσε να οδηγεί επίσης στην οικονομική επιστήμη; Μέσα στη δημηγορία του Περικλή, ο οποίος τη διατυπώνει, η ιδέα αυτή συνδέεται με έναν ολόκληρο διαλογισμό πάνω στην οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των Πελοποννησίων - ανθρώπων, που καλλιεργούν οι ίδιοι τη γη τους και δεν έχουν ούτε ατομική ούτε συλλογική ιδιοκτησία. Αμέσως, περνώντας στη γενίκευση ο Περικλής μιλά για τον τρόπο, με τον οποίο συμπεριφέρονται «οἱ τοιοῦτοι» (Α, 14!, 4). Αυτή, λοιπόν, η κοινωνική και οικονομική κατάσταση συνεπάγεται μια ολόκληρη συμπεριφορά πολιτική και, χωρίς αμφιβολία, ηθική. Αντίστροφα, σημειώνοντας έντονα την επανάληψη των όρων, ο Θουκυδίδης μέσα στα κεφάλαια που αφιερώνει στις παλιότερες εποχές (την «Αρχαιολογία») προβάλλει το είδος εκείνο νόμου, που συνδέει τη δύναμη, τα εισοδήματα και τα χρηματικά αποθέματα- η αθηναϊκή ηγεμονία δεν έκανε τίποτε άλλο, παρά να σπρώξει αυτήν την αρχή στο όριο. Και τί θα ήταν αυτή η ηγεμονία χωρίς τα περίφημα εισοδήματα, που αποφέρει ο φόρος, εισοδήματα, των οποίων τη σημασία για την Αθήνα υπενθυμίζουν όλοι οι Αθηναίοι ρήτορες;
Η ποιότητα του εδάφους επεμβαίνει επίσης. Συνδυάζεται με την πολιτική· η στειρότητα της Αττικής την προστατεύει από εσωτερικές αντιζηλίες, οι οποίες φτωχαίνουν τις πόλεις. Δεν υπάρχει τίποτα, από τη θέση των πόλεων (λιγότερο ή περισσότερο κοντά στη θάλασσα) ως την οργάνωσή τους και την ύπαρξή ή όχι τεχνών, που να μην το συνδέει ο Θουκυδίδης με τη συγκρότηση χρηματικών αποθεμάτων (Α, 7). Αυτός ο ιστορικός, τον οποίο μερικοί κατακρίνουν σήμερα πως δεν έδωσε αρκετή θέση στις οικονομικές πλευρές της ιστορίας, επειδή δεν όρισε τον ιμπεριαλισμό σαν αναζήτηση σιτοπαραγωγών γαιών ούτε έδωσε λεπτομέρειες για τα ποσά και τις παραλλαγές των φόρων, στην πραγματικότητα έβαλε τα θεμέλια της οικονομικής επιστήμης δείχνοντας γι’ αυτήν ένα αναντίρρητο ενδιαφέρον και προσφέροντας από την άποψη αυτή ένα πλήθος από γενικές θέσεις μαζί με αποδείξεις για τη στήριξή τους.
Αλλά το να δίνει κανείς τόση σημασία για τα έθιμα των ανθρώπων, για τη θέση των πόλεων ή για την αύξηση του χρήματος προϋποθέτει φυσικά ή μια κοινωνιολογία ή ακόμη μια ανθρωπολογία.
Θα μπορούσε να μην το παρατηρήσει κανείς μέσα στο ίδιο το σώμα της ιστορίας του, όπου η διήγηση του ξεχωριστού εναλλάσσεται με κρίσεις καθολικής φύσεως. Αρκεί όμοις να κοιτάξομε τα πρώτα κεφάλαια, για να δούμε πως η περιέργεια αυτή είναι ουσιαστικό γνώρισμα του Θουκυδίδη. Μιλήσαμε πρωτύτερα για τη θέση των πόλεων και για την ύπαρξη τειχών. Αλλά πραγματεύεται ακόμη στα κεφάλαια αυτά για την ενδυμασία, για την οπλοφορία, για την πειρατεία, για τη ναυσιπλοΐα20. Και συγκρίνει όχι μόνο μια εποχή με μια άλλη, αλλά και ορισμένους λαούς με άλλους. Κάνει ακόμη κάτι περισσότερο: δοκιμάζει να καταλήξει σε νόμους εξέλιξης με πολύ πλατιά σημασία. Για την πειρατεία κάνει σύγκριση με «ορισμένους λαούς της ηπείρου», που διατήρησαν τη συνήθεια, που είχαν εγκαταλείψει οι Έλληνες. Για την οπλοφορία κάνει σύγκριση με τους βαρβάρους. Και αναπλάθει το ελληνικό παρελθόν σύμφωνα με ορισμένες φυλές της εποχής του βεβαιώνοντας χωρίς δισταγμό: «αυτά τα μέρη της Ελλάδας, όπου ζουν ακόμα έτσι, μας διδάσκουν για τις πρακτικές, που άλλοτε εκτείνονταν σε όλους χωρίς διάκριση» (Α, 6, 2).
Αυτά τα κεφάλαια, που ανοίγουν το έργο, διατρέχουν πολύ γρήγορα μια ιστορία πολύ λίγο γνωστή· οι δηλώσεις αρχής και οι μεθοδικές έρευνες είναι εκεί περισσότερο ορατές από αλλού. Μα είναι φανερό πως η τάση είναι παντού η ίδια. Όταν με τη βοήθεια αναλύσεων και γενικών κρίσεων οι ρήτορες συζητούν για τα μέσα των δυο αντιπάλων και για τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες τους ή όταν ο Θουκυδίδης ο ίδιος δείχνει την ηθική επίδραση του πολέμου πάνω στα αισθήματα και στις κρίσεις των ανθρώπων, αυτό δεν ισοδυναμεί με πορεία προς την ίδια κατεύθυνση;
Από τη στιγμή που πιάσαμε το μίτο, τον οποίο συγκροτεί η παρουσία γενικών κρίσεων μέσα στη διήγηση, να που σιγά σιγά όλα φωτίζονται- και βλέπομε στους κόλπους του ιστορικού αυτού έργου να υπάρχει σε λανθάνουσα κατάσταση αυτό που έμελλε πολλούς αιώνες αργότερα να γίνει οι επιστήμες του ανθρώπου.
Δημιουργώντας μια ιστορία απόλυτα μοναδική στο είδος της, όπου το γενικό συναντιέται παντού με το μερικό, ο Θουκυδίδης άνοιξε με την ίδια κίνηση το δρόμο προς αυτή τη φανταστική ελπίδα γνώσης, η οποία έκτοτε γέμισε την ανθρώπινη σκέψη.
Μέσα στην αναπόληση των γεννήσεων αυτών παρουσίασα πάλι ευκαιριακά ορισμένες ενδείξεις, που είχα δώσει σε ένα άρθρο δημοσιευμένο στο Diogene: «La naissance des sciences humaines au Ve siecle avant J. -C21». Ξαναπαρουσίασα επίσης τη γενική ιδέα, που είχα ρίξει σχετικά με τους σοφιστές, στο βιβλίο μου με τον τίτλο Les grands sophistes dans l’ Athenes de Pericles22. Ταιριάζει όμως να προσδιορίσομε πως η γέννηση αυτή των επιστημών του ανθρώπου μπορεί να εξεταστεί από δυο απόψεις ελαφρά διαφορετικές, που μας κάνουν να τις βλέπομε, ανάλογα με τις περιστάσεις, δεμένες με τους σοφιστές και με τη ρητορική ή με το Θουκυδίδη και την ιστορία.
Η σύνδεση με τους σοφιστές και με τη ρητορική είναι ορισμένη και φανερή. Ήδη βρήκε την ευκαιρία να το επισημάνει ο Πρωταγόρας, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του ικανό να διδάξει την πολιτική. Οι σοφιστές είναι αυτοί, που εγκαινίασαν τη ρητορική, σαν θεωρητική μάθηση. Και η τέχνη της εύρεσης επιχειρημάτων από το ένα μέρος και από τ ’ άλλο δεν προκόβει χωρίς μια γνώση για καθετί, που αφορά τον άνθρωπο- μια γνώση, που να μπορεί κανείς να την εφαρμόσει εύκολα και να τη μεταβιβάσει. Άλλωστε είναι η εποχή, όπου αρχίζομε να αναγνωρίζομε την ύπαρξη πολλών τεχνών, που είναι μαζί επιστήμες και τεχνικές· έχομε αναφέρει σε άλλες εργασίες μας πιο ιδιαίτερες τέχνες, που χρωστούν πολλά στην ώθηση των σοφιστών λόγου χάρη, τη λογική.
Αυτού, λοιπόν, του πνεύματος της εποχής το καθρέφτισμα βρίσκομε στο έργο του Θουκυδίδη. Λέγεται πως υπήρξε μαθητής ενός από τους σοφιστές, του Προδίκου. Ολοφάνερα όμως το έργο του διαποτίζεται ολόκληρο από την πρόσφατη επίδραση της ρητορικής και της αγαπητής στον Πρωταγόρα τέχνης των «αντιλογιών», ή των αντιφατικών λόγων. Άσκησε μάλιστα την τέχνη αυτή κατά τον τρόπο του δασκάλου, με την ιδέα πως υπάρχουν για κάθε περίπτωση δυο αντίθετοι λόγοι και πως η τέχνη συνίσταται στο να κάνεις περισσότερο πιστευτό αυτόν που φαίνεται ή είναι λιγότερο. Από αυτό ξεκινά αυτή η καταπληκτική τεχνικότητα των επιχειρηματολογιών, των μεταστροφών, των αντιστροφών. Και αυτές οι ίδιες οι γενικές κρίσεις πήραν έναν καινούριο χαρακτήρα, σαν στοιχεία προβλεπόμενα και αναγκαία αυτής της διαλεκτικής.
Αν ο Θουκυδίδης οικοδόμησε έτσι τη διήγησή του με τη βοήθεια γενικών κρίσεων, που παρουσιάζονται σε αντίθεση ή σε συμφωνία με άλλες και σε αντίθεση ή σε συμφωνία με τη διήγηση, το έκαμε, γιατί είναι άνθρωπος του τέλους του 5ου αιώνα ο οποίος έχει γνωρίσει τους σοφιστές και έχει σαστίσει με τις δυνατότητες της ρητορικής. Η τιμή γι’ αυτό ανήκει σε πολύ μεγάλο βαθμό σ’ αυτούς τους δασκάλους και σε ό, τι έκαναν τότε γνωστό εκείνοι γύρω τους.
Ωστόσο κάτι ανήκει προσωπικά στο Θουκυδίδη και έχει για πάντα το σημάδι του. Πρώτα πρώτα το έργο του υπάρχει. Είναι το μόνο έργο που σώθηκε και μέσα στο οποίο μπορεί κανείς να αγγίξει με το δάχτυλο την πραγματικότητα αυτών των ανακαλύψεων. Ασφαλώς αναγνωρίζομε παρόμοιες τάσεις στο θέατρο του Ευριπίδη23· αλλά ο Ευριπίδης δεν κάνει έργο γνώσης και κανείς δε θα σκεφτόταν να δει μια αρχή επιστήμης του ανθρώπου στις τραγωδίες του, όποιες κι αν είναι οι ψυχολογικές τους αρετές. Όσο για τα γραφτά των σοφιστών, έχουν χαθεί. Και αν εξαιρέσομε έναν ορισμένο αριθμό από πολιτικές ή μεταφυσικές απόψεις, φαίνεται πως επρόκειτο προπάντων για τεχνικές πραγματείες και μεθόδους. Ασφαλώς, οι σοφιστές είναι οι εισηγητές, αλλά ο μόνος, που γνωρίζομε πως τις πραγματοποίησε, είναι ο Θουκυδίδης.
Και καταλαβαίνομε γιατί. Αντίθετα με τους ρήτορες, που αγωνίζονταν να πείσουν, ή τα πρόσωπα των δραμάτων, που κι αυτά ζητούσαν να υποστηρίξουν μια υπόθεση, ο Θουκυδίδης αποβλέπει μόνο στην αλήθεια. Και, αντίθετα με τους συγγραφείς τεχνικών πραγματειών, επιδιώκει μια αλήθεια ανθρώπινης φύσης, που να είναι στέρεη και μόνιμη. Κάνει την εφαρμογή στη μελέτη της πολιτικής και του ανθρώπου- και δίνει έτσι σ’ αυτές τις έρευνες μια εμβέλεια γενική και ένα ενδιαφέρον καθολικό. Επί πλέον, επειδή πρόκειται για μια υψηλή φιλοδοξία, βάζει όλη του τη δύναμη, για να συνθέσει ένα έργο αντάξιό της. Και η ποιότητα, που δίνει έτσι στη διήγησή του, την κάνει αποτελεσματικά άξια να επιζήσει. Δεν κάνει την ερευνά του σαν επιστήμονας, που απευθύνεται σε ειδικούς, αλλά σαν άνθρωπος, που θέλει να κάνει κατανοητή μια ουσιαστική εμπειρία της πολιτικής ζωής, η οποία επάθιαζε τότε τα πνεύματα και τα παθιάζει ακόμα και σήμερα- η φύση του θέματος συναντά την ποιότητα της λογοτεχνικής προσπάθειας.
Έτσι φτάνομε σ’ ένα παράδοξο. Γιατί, αν οι επιστήμες του ανθρώπου προαναγγέλλονται έτσι μέσα στο έργο του, φαίνεται πως αυτό γίνεται καλύτερα, επειδή το έργο του Θουκυδίδη θέλει - αληθινό, ζωντανό, βιωμένο - να είναι η ιστορία της δικής του εμπειρίας.
Μα είναι αυτό παράδοξο; Πραγματικά, η λογοτεχνική ποιότητα δεν είναι το παν. Και, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια ιστορία συγκεκριμένη και αντικειμενική, συμβαίνει επίσης οι διάφορες αναλύσεις, που εισάγονται έτσι μέσα σε μια έκθεση, που σε κάθε στιγμή τις φέρνει αντιμέτωπες μεταξύ τους ή με την πραγματικότητα, τις διορθώνει και τις συγκεκριμενοποιεί, να αποκτούν με τον τρόπο αυτό μια ποικιλία και μια ακρίβεια, που δε θα είχαν αποκτήσει μέσα σε μια πραγματεία για τον άνθρωπο ή μέσα σε κάθε άλλη μορφή παρουσίασης, που θα ήταν όλη μαζί βεβαιωτική, θεωρητική και ανεξέλεγκτη. Οι απαιτήσεις της ιστορικής έκθεσης επιτρέπουν στο Θουκυδίδη να εξετάζει όλες τις απόψεις, όλους τους συνδυασμούς. Του επιτρέπουν να μην παρουσιάζει τις ιδέες του ωσάν στον αέρα με μορφή βιαστικών και αμφισβητήσιμων γενικοτήτων παρουσιάζει ό,τι περιέχει μια αληθινή κατάσταση και προσκομίζει αυτός ο ίδιος την αμφισβήτηση βάζοντας να μιλούν αντίπαλοι ρήτορες. Έτσι ο έλεγχος γίνεται από την αρχή· και ενισχύεται ακόμα από τον έλεγχο των γεγονότων, που δεν είναι επινοήματα. Αν, λοιπόν, το έργο του Θουκυδίδη έχει αυτήν την αυστηρότητα θεωρητικής επιστήμης, αυτό γίνεται χάρη στον ίδιο αυτό συνδυασμό, του οποίου το μυστικό ζητήσαμε εδώ να εξιχνιάσομε, ανάμεσα στο ξεχωριστό και στο γενικό.
Η κατανόηση του μυστικού αυτού με τρόπο κάπως πιο συγκεκριμένο απαίτησε ίσως από τον αναγνώστη κάποιες προσπάθειες· αν του τις επιβάλαμε, είναι γιατί πιστεύοντας πως διακρίναμε τα χαρακτηριστικά ενός έργου πολύ διαφορετικού από τα άλλα, είδαμε πραγματικά να υψώνονται όλες οι πιο σύγχρονες προοπτικές - όπως φαίνεται μια ανατολή του ήλιου από μια βουνοκορφή.
---------------------
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ε, 71. Θα παρατηρήσει κανείς κι εδώ ακόμα την πολύ γενική διατύπωση: «οι στρατοί, όποιοι κι αν είναι, κάνουν αυτό»' αν και πρόκειται για τη διήγηση, ο Θουκυδίδης αγαπά να φωτίζει τους κανόνες του είδους αυτού. Και είναι φανερό πως η γνώση τους είναι πολύτιμο στοιχείο για την πρόβλεψη μιας τακτικής.
2. Φυσικά, δεν είναι αυτή η περίπτωση όλων των γενικών κρίσεων. Ορισμένες παραμένουν καθαρές και απλές παρατηρήσεις, όπως όταν οι Κορίνθιοι δηλώνουν «Μοιραία, όπως στην τεχνική, ο νεωτερισμός πάντα νικά» (Α, 71, 3) ή όταν ο Αλκιβιάδης συμπεραίνει: «Κατά την αντίληψή μου μια πόλη, που δε γνωρίζει την απραξία, μπορεί να χαθεί πολύ γρήγορα, αν παραιτηθεί από τη δράση».
3. Βλ. Δ, 61, 5.
4. Παράβ. Α, 22, 3: «Οι μάρτυρες κάθε γεγονότος παρουσίαζαν εκδοχές τους, που εποίκιλλαν ανάλογα με τις συμπάθειές τους προς τη μια ή την άλλη παράταξη και ανάλογα με τη μνήμη τους».
5. Και οπωσδήποτε - ο Θουκυδίδης το παρατηρεί στο Β, 8 - καθένας έχει περισσότερο ζήλο στις αρχές ενός πολέμου: «Πραγματικά, πάντα στην αρχή επιδίδεται κανείς σ’ αυτόν πιο ζωηρά».
6. Παράβ. πιο πάνω, σ. 84. Μπορούμε να επισημάνομε ότι, αντίστροφα, οι δοκιμασίες μπορούν να λυγίσουν αυτούς, που ήταν αποφασισμένοι κατά τρόπο αυθόρμητο. Οι Αθηναίοι το θυμίζουν στο Α, 78, 3: «Οι άνθρωποι, όταν ρίχνονται σ’ έναν πόλεμο, προσκολλώνται αρχικά σ’ αυτό, που θα έπρεπε να εφαρμόσουν στη συνέχεια, δηλαδή στη δράση, και, όταν πάθουν τη συμφορά, φτάνουν στο σημείο να συζητούν».
7. Η φράση είναι ήδη ερμηνευτική· για τη θέση, που θέλει να υποστηρίξει, βλέπε πιο πάνω, σ. 67.
8. Τα λόγια που προηγούνται θυμίζουν ήδη αυτές τις εναλλαγές της αυτοπεποίθησης και του φόβου λέγοντας πως ένας στρατός «είναι προπάντων φοβερός την πρώτη στιγμή και πως, αν αργήσει να φανεί, οι άνθρωποι ξαναγυρίζουν στα συναισθήματά τους, ως το σημείο να τον περιφρονούν μάλλον, ακόμα κι όταν τον βλέπουν». Όσο για τη συνέχεια, θυμίζει το ρόλο της συγκεκριμένης παρουσίας («η θέα του στρατού»).
9. Αυτό ανταποκρίνεται στον (από μια άποψη πιο σκληρά ρεαλιστικό) κανόνα, που διατυπώθηκε από το Βοιωτό Παγώνδα: όταν προσβάλλεται κανείς από ένα λαό, σαν τους Αθηναίους, τότε, αν μένει ακίνητος και περιορίζεται στην άμυνα της χώρας του, ο εχθρός βαδίζει εναντίον του με μεγαλύτερη σιγουριά- αλλά, αν έρχεται να τον συναντήσει έξω από τα σύνορα και αν, όταν παρουσιαστεί ευκαιρία, παίρνει την πρωτοβουλία του πολέμου, ο εχθρός είναι λιγότερο έτοιμος να επιβληθεί. Ο Παγώνδας και ο Ερμοκράτης συνιστούν και οι δυο μια στάση, που περιγράφεται με την πρόθεση προ-.
10. 750 κ.ε.: «Εδώ και πολύ καιρό οι θνητοί επαναλαμβάνουν ένα παλιό ρητό: αν η ανθρώπινη ευτυχία φτάσει σε μεγάλο ύψος, δεν πεθαίνει στείρα· από την ευημερία βλαστάνει αχόρταγη δυστυχία. Μακριά από τους άλλους, μένω μόνος και σκέφτομαι: Όχι, η ανόσια πράξη είναι που γεννά καινούριες ανόσιες πράξεις, όμοιες με τη μάνα, που τις γέννησε· γιατί στα δίκαια σπιτικά η ευημερία έχει μόνο ωραία παιδιά πάντα».
11. Η ανάπτυξη μακραίνει με την περιγραφή μιας συμπεριφοράς, αντίθετα, λογικής· και εκεί είναι που εμφανίζεται η λέξη, που μας ενδιαφέρει· αυτή η συμπεριφορά αποφεύγει «την αναίδεια, που γεννιέται από μια αύξηση δύναμης» (18, 2).
12. Για τους κινδύνους από την ελπίδα βλέπε, π.χ., (εκτός από τα κείμενα, που παραθέτομε παρακάτω) Ε, 103. Μερικές παραγράφους παρακάτω το θέμα της τιμής παίζει ρόλο εξίσου καταστροφικό.
13. Έχομε σχολιάσει αυτά τα κείμενα σε μια ανακοίνωση, που έγινε στις συναντήσεις του Αλίμου (Ελλάδα): «Le discours des Lacedemoniens (IV, 17-20) et la tendance a la generalite dans Γ histoire de Thucydide» (ανακοίνωση, που δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί).
14. Ο «λόγος» αντιπαραθέτει μια προβλέψιμη επιτυχία στην απρόοπτη επιτυχία.
15. Παράβ. το σχόλιο του Gomme στο σχετικό χωρίο· επισημαίνει ωστόσο πως το μόνο απροσδόκητο πράγμα στην καλή κατάσταση των Μυτι- ληναίων υπήρξε η κακοτυχία της Αθήνας με την επιδημία.
ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
131
16. Όπως ο Κρέων στην Αντιγόνη εκφράζει αρχές φιλοπατρίας πολύ δίκαιες και υγιείς, αλλά τις εφαρμόζει στραβά, έτσι και ο Κλέων παρουσιάζει μια σωστή ανάλυση, αλλά την παρουσιάζει σε ακατάλληλη ώρα.
17. 6: «Το τυχαίο, που προστίθεται σ’ αυτό, δε συντελεί λιγότερο στην παραπλάνηση· καθώς δίνει μερικές φορές ένα εντελώς αναπάντεχο στήριγμα, παρακινεί τους ανθρώπους να διακινδυνεύσουν, ακόμα και χωρίς να έχουν τις αναγκαίες δυνάμεις...».
18. Βλέπε, λόγου χάρη, J. Jouanna στα Hippocratica (Actes du colloque de Paris, 1980, σσ. 298-318).
19. Αυτός ο παρατατικός παραπέμπει, όπως θα έχετε καταλάβει, στο πρώτο μέρος της μελέτης μας. Το δρομολόγιο, που ακολουθήθηκε εδώ, επιβάλλει μια ανακάλυψη κατά στάδια· αλλά στο Θουκυδίδη όλα συμβαίνουν μαζί χάρη σε ένα μοναδικό στόχο.
20. Και ακόμα ο τρόπος ταφής, χάρη στον οποίο αναγνωρίζει τους αρχαίους κατοίκους μιας χώρας (Α, 8, 1).
21. Diogene, 144, 1988, σσ. 3-17. Ο τίτλος της αγγλικής έκδοσης δείχνει καλά το θέμα, που επαναλαμβάνεται εδώ. Αυτός ο τίτλος είναι: «From Aphorisms to theoritical Analyses· the Birth of Human Sciences in the Fifth Century B.C.».
22. B. de Fallois, 1988, στις σελίδες 32 ως 41 και 317 ως 320.
23. Βλέπε εξάλλου τη μελέτη μας: «Reflexions paralleles chez Euripide et Thucydide», Mededelingen der Kon. Nederl. Akademie van Wetenschappen (Letterkunde), 1984, σσ. 75-89.