Με το τέλος του πολέμου άρχισε ο Ψυχρός Πόλεμος, εξαιτίας τoυ ανταγωνισμού ΗΠΑ - Σοβιετικής Ένωσης για την παγκόσμια κυριαρχία, ενώ η Μεγάλη Βρετανία αν και βρίσκονταν στο στρατόπεδο των νικητών, έχασε το μεγαλύτερο μέρος των αποικιών της. Οι Γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941, καταφέρνοντας να εισχωρήσουν σε βάθος μεγαλύτερο των 965 χλμ. έως τις πύλες της Μόσχας. Η δεύτερη Γερμανική επέλαση το 1942 έφερε τους Γερμανούς στρατιώτες μέχρι τις όχθες του ποταμού Βόλγα και την πόλη του Στάλινγκραντ.
Η Σοβιετική Ένωση, μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες που κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία το Δεκέμβριο του 1941, κατάφεραν να γυρίσουν την πλάστιγγα του πολέμου εις βάρος της Γερμανίας. Στην ανατολή, η μάχη του Στάλινγκραντ απετέλεσε αποφασιστικό σημείο καμπής. Μετά την ήττα στο Στάλινγκραντ το χειμώνα του 1942 - 1943, τα Γερμανικά στρατεύματα πήραν το μακρύ δρόμο της υποχώρησης. Τον Απρίλιο του 1945 οι Σοβιετικές δυνάμεις μπήκαν στο Βερολίνο. Στη δύση, στρατεύματα των Συμμάχων αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου 1944 (ημέρα γνωστή ως D-Day). Πάνω από 2 εκατομμύρια στρατιώτες των Συμμάχων ξεχύθηκαν στη Γαλλία.
Τον Ιούλιο, οι συμμαχικές δυνάμεις κατόρθωσαν να προελάσουν πέρα από το προγεφύρωμα της Νορμανδίας. Οι Σύμμαχοι συνέχισαν την επίθεσή τους εισβάλλοντας στη Γερμανία. Το Μάρτιο του 1945 οι συμμαχικές δυνάμεις πέρασαν τον Ρήνο και προέλασαν στην καρδιά της Γερμανίας. Η Ναζιστική Γερμανία συνθηκολόγησε το Μάιο του 1945.
.
Μετά την λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οι νικητές επέβαλαν με την Συνθήκη των Βερσαλλιών στην ηττημένη Γερμανία σκληρότατους όρους, με σκοπό να την γονατίσουν οικονομικά. Οι πολεμικές επανορθώσεις που επιβλήθηκαν στην Γερμανία ήταν τόσο υπέρογκες, που δημιούργησαν ένα κύμα αντιδράσεων στον Γερμανικό λαό, που πάντα πίστευε ότι δεν έχασε πραγματικά τον πόλεμο αλλά «προδόθηκε». Παράλληλα, ο κόσμος βρισκόταν σε μία οικονομική κρίση που ξεκίνησε με την κατάρρευση του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης η οποία ακολουθήθηκε από μια ταχεία κάμψη της παραγωγής, απασχόλησης και εξωτερικού εμπορίου των ΗΠΑ. Αλυσιδωτά, οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θέσπισε στη διάσκεψη της Οττάβας, το σύστημα της προτίμησης στο εμπόριο με κράτη της Κοινοπολιτείας, ενώ η φασιστική Ιταλία εφάρμοσε αυστηρούς έλεγχους στην παραγωγή και προχώρησε στην στρατιωτικοποίηση της χώρας. Η απελπισία από την οικονομική κρίση και το αίσθημα ότι οι Γερμανοί παρεμποδίζονταν να έχουν όλα αυτά που δικαιούνταν, οδήγησαν σε μια έξαρση του εθνικισμού και διευκόλυναν την άνοδο στην εξουσία του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος NSDAP με αρχηγό τον Χίτλερ.
Η πολιτική του Χίτλερ ήταν να αναδημιουργήσει την Γερμανία αποκτώντας τον αναγκαίο «ζωτικό χώρο» (Lebensraum) και να κάνει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με όλους εκείνους που θεωρούσε ότι είχαν φέρει την χώρα στην κακή αυτή κατάσταση. Το τελευταίο, πέρα από την Γαλλία, περιελάμβανε και τους Εβραίους και ήταν και το βασικό επιχείρημα του αντισημιτισμού του. Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησής του, ο Χίτλερ βεβαίωνε για τις ειρηνικές διαθέσεις του, αλλά στις 14 Οκτωβρίου 1933 ανακοίνωσε ότι δεν αναγνώριζε πλέον τους περιορισμούς όσον αφορά στους εξοπλισμούς που είχαν επιβληθεί στην Γερμανία και ότι ταυτόχρονα αποσυρόταν από την Κοινωνία των Εθνών.
Την παραπάνω εξαγγελία συνόδευσε με προσφορά για περιορισμό των εξοπλισμών βάσει διμερούς συμφωνίας με την Γαλλία, πράγμα που προκάλεσε αβεβαιότητα για τις πραγματικές του προθέσεις. Μετά την δολοφονία του Αυστριακού Καγκελάριου Ένγκελμπερτ Ντόλφους εξερράγη στην Αυστρία φιλοχιτλερικό κίνημα και οι κινήσεις του Γερμανικού στρατού δημιούργησαν υπόνοιες για ετοιμασίες επέμβασης στην Αυστρία, η οποία τελικά ματαιώθηκε από μια Ιταλική κινητοποίηση. Σε αντίδραση προς την Γερμανική επεκτατικότητα, η Γαλλία, μέσω του υπουργού της των Εξωτερικών Λουί Μπαρτού, προσπάθησε να συνασπίσει όλα τα μέρη, των οποίων τα συμφέροντα κινδύνευαν από την αναβίωση της Γερμανικής ισχύος.
Μετά την δολοφονία του, ο διάδοχός του Πιέρ Λαβάλ προσανατολίστηκε σε μία τετραμερή συμφωνία μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας. Αυτό, όμως, ευνοούσε τα Ιταλικά σχέδια για επίθεση κατά της Αιθιοπίας. Ο ηγέτης της Ιταλίας, Μουσολίνι, πέτυχε Γαλλοϊταλική συμφωνία που του έδινε ελευθερία δράσης στην Αιθιοπία. Η Ιαπωνία από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε ξεκινήσει μια επέκταση βασισμένη στην εκβιομηχάνιση και τον εκσυγχρονισμό της. Το 1905 νίκησε την Ρωσία και το 1910 κατέλαβε την Κορέα και την έκανε αποικία της.
Η πορεία εκδημοκρατισμού της χώρας ανακόπηκε την δεκαετία του 1930 από την οικονομική κρίση η οποία ανέδειξε πολλούς στρατιωτικούς ηγέτες που ανέλαβαν τον έλεγχο της χώρας στο όνομα του Αυτοκράτορα Χιροχίτο. Το 1931 η Ιαπωνία εισέβαλε στην Εσωτερική Μαντζουρία και το 1937 έκανε μια νέα εισβολή κατακτώντας και την υπόλοιπη περιοχή. Γι' αυτό τον λόγο πολλοί μελετητές θεωρούν ως σημείο έναρξης του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου το 1936 / 1937.
Παρόλο που τα παραπάνω οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια έπαιξαν μεγάλο ρόλο στην υποκίνηση του Β' Π.Π., θα ήταν λάθος να παραγνωρισθεί το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή διπλωματία στην περίοδο του Μεσοπολέμου έζησε τις χειρότερες στιγμές της, οι οποίες έδρασαν ως καταλύτης και επιταχυντής της καταστροφής που ακολούθησε. Τα προβλήματα στο τέλος του Α' Π.Π. περιέπλεξαν πολύ τα ίδια συμφέροντα των νικητών. Η Γαλλία απαίτησε την δια παντός εξασθένηση της Γερμανίας, τρομαγμένη και εξοργισμένη από τις καταστροφές που είχε υποστεί με τον συνεχή πολεμικό ανταγωνισμό μαζί της τα τελευταία 20 χρόνια.
Η Αγγλία όμως, δεν ευνοούσε (από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων ακόμα) την επικράτηση μίας χώρας στην ηπειρωτική Ευρώπη, βλέποντας την Γερμανία ως τον φυσικό ''μετριαστή'' της Γαλλικής επιρροής στην ήπειρο. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, που βρήκαν ευκαιρία για μια ακόμη φορά να αναμειχθούν στις υποθέσεις πέραν της δικής τους ηπείρου, προσπάθησαν να εξασκήσουν έμμεσα την διπλωματική τους επιρροή εναντίον των Αγγλο-Γάλλων, που ουσιαστικά ήταν οι δυο κύριες αποικιακές δυνάμεις στον κόσμο και είχαν υπό τον έλεγχό τους περιοχές, για τις οποίες η ίδια η Αμερική διατηρούσε αντίστοιχο ενδιαφέρον, ειδικά στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και Αραβίας.
Ιδιαίτερα η ιδέα των Αμερικανών για την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών απέδειξε την αμφίρροπη θέση τους, από την στιγμή που οι ίδιοι απέφυγαν τελικά να συμμετάσχουν σε αυτήν. (Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος της ΚτΕ, αλλά η Αμερικανική Γερουσία ψήφισε στις 19 Μαρτίου 1920 κατά της κύρωσης της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας έτσι την Αμερικανική συμμετοχή στον Σύνδεσμο). Οι ''μικροί'' νικητές του Α' Π.Π., Ιταλία και Ιαπωνία, αρχικά βρέθηκαν στο πλευρό των Αγγλο-Γάλλων με την ελπίδα να τους αναγνωριστούν μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη.
Τα οποία μεταπολεμικά γεωπολιτικά κέρδη όμως, δεν υλοποιήθηκαν γιατί και οι δυο αυτές χώρες αναζητούσαν τον δικό τους ''ζωτικό χώρο'' στην Μεσόγειο και τον Ειρηνικό, περιοχές που όμως έλεγχαν σθεναρά Άγγλοι και Αμερικανοί. Όσο για την Ρωσία, που τώρα ήταν η κοιτίδα των Σοβιέτ και είχε εμπειρίες από τις απόπειρες των Αγγλο-Γάλλων να σταματήσουν την επανάσταση της, αρχικά με στρατιωτική επέμβαση κι αργότερα με απόπειρα δολοφονίας του Λένιν, ένοιωθε την ανάγκη να εξασφαλίσει την επιρροή της στις γειτονικές χώρες.
Mάλιστα το 1920 - 1921 ενεπλάκη σε πόλεμο με την Πολωνία. Ταυτόχρονα οι Αγγλο-Γάλλοι φοβήθηκαν ότι πολύ εύκολα μια Σοβιετική επανάσταση θα μπορούσε να εξαχθεί και στις δικές τους χώρες, με την υποκίνηση της Ρωσίας. Οι Σοβιετικοί από την πλευρά τους, αν και θεωρούσαν τους Δυτικούς ως ιδεολογικούς τους εχθρούς, άλλοτε επιζήτησαν την συμμαχία τους εναντίον του Χίτλερ, και άλλοτε επιδίωξαν τον διαχωρισμό της θέσης τους από αυτούς. Αυτοί οι πολύπλοκοι ανταγωνισμοί επέτρεψαν στους Χίτλερ και Μουσολίνι να ελιχθούν διπλωματικά μεταξύ των νικητών του Α' Π.Π. και να αποκομίσουν τεράστια οφέλη.
Και κυρίως, ανοχή για μεγάλο διάστημα, πράγμα που τους επέτρεψε να οικοδομήσουν το περιβάλλον εκείνο, που θα τους επέτρεπε να εξαπολύσουν τον Β' Π.Π. Η Αγγλο-Γαλλική διπλωματία από την μία μεριά έβλεπε στα πρόσωπα των δυο δικτατόρων ένα ''αντισοβιετικό τείχος'', έναν αντικομμουνιστικό χωροφύλακα στην Ευρώπη, πράγμα που διευκόλυνε την ανοχή στο Ναζιστικό καθεστώς, ενώ πεισματικά ήθελαν να πιστεύουν (και ειδικά οι Άγγλοι) ότι απέφευγαν μια βέβαια πολεμική σύγκρουση, που διαφορετικά θα έθετε τελικά σε κίνδυνο τις αποικίες τους ανά τον κόσμο, που απαιτούσαν χρήμα και μέσα για να διατηρήσουν.
Παράλληλα, οι Αμερικανοί παρακολουθούσαν ήδη από την δεκαετία του 1920 τις κινήσεις της Ιαπωνίας στον Ειρηνικό και καταλάβαιναν ότι τελικά η σύγκρουση θα ήταν αναπόφευκτη αλλά οι πολιτικοί της είχαν υποσχεθεί να μην ξαναεπιτρέψουν να πεθάνουν τα παιδιά τους για τα συμφέροντα των χωρών έξω από την ήπειρό τους, πράγμα που τους έκανε να κρατήσουν μια επιφανειακά ουδέτερη στάση, που και αυτή ευνόησε τους δυο δικτάτορες στην Ευρώπη. Επιπλέον, Αμερικανικές εταιρείες είχαν επενδύσει στην μεσοπολεμική Γερμανία, που είχε πολύ φτηνά εργατικά χέρια, και υπήρξαν δηλώσεις υπέρ του Χιτλερικού καθεστώτος σε γνωστούς οικονομικούς κύκλους της χώρας.
Η στάση αυτή επέτρεψε και την απώλεια της Δημοκρατικής Ισπανίας, όπου Χίτλερ και Μουσολίνι απεκόμισαν τα μέγιστα σε εντυπώσεις και διπλωματία, ενώ οι ''ουδέτεροι'' Αγγλο-Γάλλοι βρέθηκαν τελικά σε πολύ δύσκολη θέση όταν με το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου το 1939, η Ισπανία υπέκυψε στον Φράνκο και βρέθηκαν περικυκλωμένοι από φιλοναζιστικά καθεστώτα, απέχοντας μόνο λίγους μήνες από τον αναπόφευκτο πλέον πόλεμο. Αυτή η πολύπλοκη και παράλογη διπλωματική κατάσταση έφτασε μάλιστα μέχρι το σημείο να γεννήσει και το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο, σχεδόν την ίδια ώρα που αποφασιζόταν από τον Χίτλερ η μοιραία επέκταση ανατολικά.
Εν πολλοίς, η διπλωματία εκείνη όχι μόνο προσέφερε έδαφος για την δημιουργία του Β' Π.Π., αλλά ως ένα βαθμό επηρέασε και τον Ψυχρό Πόλεμο και ίσως ακόμα και σήμερα τις τύχες ορισμένων περιοχών της υφηλίου.
Με τον Β' Π.Π. να έχει αιματοκυλήσει την Ευρώπη και να έχει διεκδικήσει 55 εκατομμύρια περίπου ζωές, είναι αναμφίβολα ο πλέον φονικός πόλεμος που είδε ποτέ η ανθρωπότητα. Η Ναζιστική Γερμανία εισβάλει στην Πολωνία το 1939 και αυτό είναι το ορόσημο για το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χώρες του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) ενάντια στις Συμμαχικές Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση κ.ά.) σε μια λυσσαλέα μάχη που δεν θα τελείωνε πριν από το 1945, και όχι προτού βομβαρδιστούν με ατομικές βόμβες η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι.
Σε έναν πόλεμο που ενέπλεξε κυριολεκτικά ολόκληρη την οικουμένη, οι φονικές μάχες περίσσευαν. Εκεί που η τεχνολογική ανωτερότητα ανταγωνίζεται τον πατριωτισμό και οι βίαιες συγκρούσεις είναι ανηλεείς, οι μάχες διεκδικούν χιλιάδες -και σε κάποιες περιπτώσεις και εκατομμύρια- ανθρώπινες ζωές. Ας σημειώσουμε ωστόσο ότι για τα ακριβή νούμερα των απωλειών (που περιλαμβάνουν όχι μόνο τον αριθμό των νεκρών, αλλά και των τραυματιών, των αγνοουμένων και των αρρώστων) δεν υπάρχει καθολική ιστορική συναίνεση και πολλές πηγές αμφισβητούν τους αριθμούς.
Επιπλέον, ο όρος «μάχη» δεν ορίζεται επακριβώς. Κάποιες ιστορικές αναφορές κάνουν λόγο για μικρότερης έκτασης μάχες που έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένη περιοχή, την ώρα που άλλες διατηρούν έναν πιο «χαλαρό» ορισμό της έννοιας, που περιλαμβάνει μαζικής έκτασης επιχειρήσεις σε μεγαλύτερα πεδία μαχών. Με τη συνείδηση των περιορισμών αυτών, ας αναφέρουμε λοιπόν μια σειρά από μάχες του Δευτέρου Παγκοσμίου που άφησαν πίσω τους ερείπια, αίμα και σπαραγμό.
Το εναρκτήριο λάκτισμα του Δευτέρου Παγκοσμίου, η Ναζιστική εισβολή στην Πολωνία, αποτέλεσε διαρκές θέατρο μαχών καθ' όλη τη διάρκεια του Πολέμου, με την Πολωνία με μετατρέπεται σε ανοιχτό πεδίο μάχης για τη Γερμανία στα ανατολικά της και τη Ρωσία στα δυτικά. Καθώς δεν είναι εύκολο λοιπόν να απομονωθούν οι μάχες που εκτυλίχθηκαν στην Πολωνία, οι ιστορικοί αναφέρονται μαζικά στις μάχες αυτές με τον όρο «εισβολή στην Πολωνία», συνοψίζοντας τις στρατιωτικές επιχειρήσεις σε μια μεγάλη αιματοβαμμένη μάχη. Η εισβολή ήταν αποτέλεσμα τόσο των Γερμανικών όσο και των Ρωσικών βλέψεων στη χώρα και η Πολωνία, που κείται ανάμεσά τους, δεν είχε ποτέ καμία ελπίδα.
Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, οι Γερμανοί θα επιτεθούν στην Πολωνία από τα δυτικά, με τις Πολωνικές δυνάμεις να αποσύρονται ταχύτατα και να πέφτουν πάνω στους Ρώσους, που καραδοκούσαν να επιτεθούν. Εγκλωβισμένοι στα διασταυρούμενα πυρά των δύο δυνάμεων και περιμένοντας τη Βρετανική και Γαλλική βοήθεια, που δεν έφτασε ποτέ, οι Πολωνοί ήταν μοιραίο να χάσουν. 65.000 Πολωνοί στρατιώτες από την ισχυρή δύναμη των 950.000 αντρών σκοτώθηκαν, περισσότεροι από 133.000 τραυματίστηκαν και οι υπόλοιποι θεωρούνται αγνοούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου. Όσο για τους Σοβιετικούς και Γερμανούς, μετρούν αθροιστικά πάνω από 59.000 απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες.
Δεν είναι μόνο από τις γνωστότερες μάχες του Πολέμου, είναι και μεταξύ των πλέον θανατηφόρων. Η πολυαναμενόμενη συμμαχική εισβολή σε Ναζιστικά εδάφη αποτέλεσε ζωτικής σημασίας νίκη για την έκβαση του πολέμου. Η επίθεση ξεκίνησε το πρωινό της 6ης Ιουνίου 1944, με Βρετανικές, Αμερικανικές και Καναδικές δυνάμεις να επιχειρούν απόβαση σε 5 παραλίες κατά μήκος των ακτών της Νορμανδίας. Συμμαχικοί βομβαρδισμοί προλείαναν το έδαφος για τη χερσαία εισβολή, και παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μυστική επιχείρηση, οι Γερμανοί ήταν προετοιμασμένοι για την απόβαση, γεγονός που σημαίνει ότι τα πράγματα δεν κύλησαν ομαλά για τους Συμμάχους.
Καθώς ο καιρός περνούσε, οι μάχες μαίνονταν για την κατάληψη Νορμανδικών πόλεων, με την όλη επιχείρηση να διαρκεί μέχρι τα τέλη Αυγούστου. Οι απώλειες ήταν τραγικές και για τις δύο πλευρές: οι εκτιμήσεις θέλουν τις Γερμανικές απώλειες να φτάνουν το δυσθεώρητο νούμερο των 320.000 (30.000 νεκροί, 80.000 τραυματίες και οι υπόλοιποι αγνοούμενοι), με τον αντίστοιχο αριθμό για τους Συμμάχους να αγγίζει τους 230.000 (περισσότεροι από 45.000 νεκροί).
Ο ανίερος «γάμος» Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης θα έφτανε γρήγορα στο τέλος του, με τους Γερμανούς να καταλαμβάνουν όλη την Πολωνία και ένα κομμάτι της ανατολικής Ρωσίας, που εκτεινόταν μέχρι τη Μόσχα σχεδόν. Αυτό σήμαινε ότι καθώς το Τρίτο Ράιχ παράπαιε το 1944, οι Σοβιετικοί ήταν ώρα να πάρουν εκδίκηση από τους πάλαι ποτέ συμμάχους τους. Η αιματοβαμμένη επιχείρηση του Σοβιετικού στρατού να εκδιωχθούν οι Γερμανοί από την Ανατολική Ρωσία και την Πολωνία θα διαρκούσε από τις 22 Ιουνίου μέχρι τις 19 Αυγούστου 1944, θα έμενε γνωστή ως «επιχείρηση Bagration» και ήταν από τις μάχες που έμελλε να αλλάξουν τον ρου των γεγονότων.
Η Ρωσική πίεση στην Πολωνία συνέπεσε με τη συμμαχική πίεση στη Γαλλία, κάνοντας τον αγώνα των Ναζί διμέτωπο. Στα μέσα Αυγούστου του 1944, οι Σοβιετικοί έφταναν στις παρυφές της Βαρσοβίας, στέφοντας την επιχείρηση Bagration με απόλυτη επιτυχία. Όχι βέβαια χωρίς τραγικές απώλειες: 350.000 για τους Γερμανούς και 765.000 για τους Σοβιετικούς.
Με την πετυχημένη απόβαση στη Νορμανδία, οι πρώτες αχτίδες ελπίδας έλαμψαν για τους Συμμάχους, καθώς προωθούνταν ολοένα και βαθύτερα στο Βέλγιο. Περίμεναν βέβαια ότι η αντίσταση των Ναζί θα εξασθενούσε, ο Άξονας ωστόσο θα εξαπέλυε μια μεγάλης έκτασης αντεπίθεση, την ώρα που οι συμμαχικές δυνάμεις περνούσαν μέσα από το πυκνό βελγικό δάσος στο δριμύ ψύχος του χειμώνα. Ήταν Δεκέμβριος του 1944 λοιπόν, με τις συμμαχικές αεροπορικές δυνάμεις καθηλωμένες, όταν ο Χίτλερ είδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να αντεπιτεθεί. Τις πρώτες εβδομάδες οι Γερμανοί επικρατούσαν στο πεδίο της μάχης, με τα άρματα μάχης τους να έχουν πιέσει τους Συμμάχους σε υποχώρηση μπόλικων χιλιομέτρων.
Μέχρι τα Χριστούγεννα ωστόσο το κλίμα είχε αλλάξει και στα μέσα Ιανουαρίου του 1945 οι Σύμμαχοι είχαν ανακτήσει την αρχική τους θέση στα δάση των Αρδεννών. Η μάχη θα αποδεικνυόταν μάλιστα η τελευταία -αποτυχημένη- προσπάθεια του Χίτλερ να ξανακερδίσει το πάνω χέρι στον Πόλεμο. Για τις Αμερικανικές δυνάμεις, η μάχη των Αρδεννών λογίζεται ως η πλέον φονική, με 19.000 στρατιώτες να χάνουν τη ζωή τους και άλλους 70.000 να τραυματίζονται ή να αγνοούνται. Για λόγους σύγκρισης, από τις 12.000 Βρετανικές απώλειες, μόνο 200 ήταν θανατηφόρες. Και οι Ναζί δέχτηκαν ωστόσο ισχυρότατο πλήγμα, με τις συνολικές απώλειες να φτάνουν τις 100.000.
Στα μέσα του 1942, οι Ναζί έστρεψαν το αδηφάγο βλέμμα τους στο Στάλινγκραντ, μια βιομηχανική πόλη που εκτεινόταν κατά μήκος του Βόλγα και αποτελούσε στρατηγικό σημείο για την κατάληψη της Ρωσίας. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στην πόλη με αεροπορικές επιδρομές και κατόπιν με χερσαίες δυνάμεις: πάνω από 150.000 στρατιώτες και 500 άρματα μάχης. Δεν περίμεναν ωστόσο την τόσο σθεναρή αντίσταση του σοβιετικού στρατού. Η μάχη μαινόταν για 5 μήνες περίπου και τον Νοέμβριο οι Σοβιετικοί θα εξαπέλυσαν δριμεία αντεπίθεση, που θα κατέληγε σε παράδοση των Γερμανών (αντίθετα στη θέληση του Χίτλερ) τον Φεβρουάριο του 1943.
Η αποφασιστικής σημασίας μάχη για την έκβαση του Δευτέρου Παγκοσμίου θα άφηνε πίσω της ποτάμια αίματος και τραγικές στατιστικές: οι δυνάμεις του Άξονα μέτρησαν 800.000 απώλειες, την ίδια ώρα που οι απώλειες των Ρώσων άγγιξαν το 1 εκατομμύριο. Και σαν να μην έφταναν τα θλιβερά αυτά νούμερα, 40.000 περίπου πολίτες έχασαν τη ζωή τους κατά τις εχθροπραξίες.
Όπως αναφέραμε, δεν είναι λίγες οι φορές που οι ιστορικοί χρησιμοποιούν τον όρο «μάχη» με την ευρύτερη έννοια. Αυτό πρέπει να το έχουμε στον νου μας όταν μιλάμε για τη μάχη του Λένινγκραντ, γνωστή και ως πολιορκία του Λένινγκραντ, που κράτησε κυριολεκτικά χρόνια, καλύπτοντας μια χρονική απόσταση 900 ημερών: από τον Σεπτέμβριο του 1941 έως τον Ιανουάριο του 1944. Όχι μόνο οι στρατιώτες, αλλά όποιος μπορούσε να βοηθήσει, πολίτες, γυναίκες και παιδιά, προσκλήθηκε στα οχυρωματικά έργα της πόλης, που θα απέτρεπαν την προέλαση των Ναζιστικών αρμάτων μάχης.
Παρά τα χρόνια της μανιώδους και ανηλεούς προσπάθειας των Γερμανών να καταλάβουν την πόλη, ο Σοβιετικός στρατός και οι πολίτες του Λένινγκραντ απέκρουσαν την πολιορκία και απέτρεψαν την ολική καταστροφή της πόλης. Όπως βέβαια θα περίμενε κανείς, οι απώλειες άγγιξαν αστρονομικά νούμερα, ενώ ακόμα τραγικότερο είναι το γεγονός ότι οι απώλειες των πολιτών άγγιξαν το 1 και πλέον εκατομμύριο: το 1/3 περίπου του πληθυσμού της πόλης εξαφανίστηκε εξαιτίας των εχθροπραξιών, των ασθενειών, της πείνας και του ψύχους, με τη γερμανική πολιορκία να έχει ανακόψει κάθε ανεφοδιασμό.
Ο Σοβιετικός στρατός μετρά θανάτους που επίσης φτάνουν στο 1 εκατομμύριο, με 2 ακόμα εκατομμύρια τραυματισμένους ή αρρώστους. Για τον αριθμό των Γερμανικών απωλειών δεν υπάρχει συναίνεση, κυμαίνεται πάντως σε εκατοντάδες χιλιάδες.
Στις αρχές της άνοιξης του 1945, ο Σοβιετικός στρατός προέλαυνε στο Βερολίνο, με τον Αδόλφο Χίτλερ να παρατηρεί από το υπόγειο καταφύγιό του την κατακρήμνιση του Τρίτου Ράιχ. Δεν θα κατέθετε ακόμη τα όπλα και με σύμμαχο τη Γερμανική προπαγάνδα θα καλούσε τους πολίτες του Βερολίνου να παλέψουν για την πόλη τους μέχρις εσχάτων. Η Wehrmacht, η Volkssturm, τα Waffen-SS και χιλιάδες νέοι - μέλη της Χιτλερικής νεολαίας (αγόρια ηλικίας 14 - 18) προσκλήθηκαν σε έναν ύστατο αγώνα, την ώρα που οι Ρωσικές δυνάμεις περικύκλωναν την πόλη: 300.000 Γερμανοί απέναντι στον σοβιετικό στρατό.
Στις 20 Απριλίου 1945, οι Ρώσοι θα ξεκινούσαν τις επιχειρήσεις για την κατάληψη της εξασθενημένης πόλης, που τα χρόνια των βομβαρδισμών την είχαν αφήσει ισοπεδωμένη. Λίγες μόνο μέρες αργότερα το Βερολίνο θα έπεφτε και ο Χίτλερ θα αυτοκτονούσε, με το ημερολόγιο να δείχνει 2 Μαΐου 1945. Οι Σοβιετικοί μέτρησαν στη μάχη του Βερολίνου απώλειες 70.000 αντρών, ενώ οι Γερμανοί που σκοτώθηκαν ανέρχονται σε 250.000.
Παρά το γεγονός ότι οι φονικότερες μάχες της λίστας έλαβαν χώρα στην Ευρώπη, το νησί της Οκινάβα έμελλε να γίνει το πλέον αιματοβαμμένο πεδίο μάχης στο θέατρο επιχειρήσεων του Ειρηνικού Ωκεανού. Η μάχη που δόθηκε εκεί, που θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες της Ιστορίας σε γη, αέρα και θάλασσα, θα κρατούσε μπόλικους μήνες και θα διεκδικούσε βαρύτατο φόρο αίματος. Το στρατηγικής σημασίας Ιαπωνικό νησί, απαραίτητος σταθμός στην Αμερικανική εκστρατεία κατά της Ιαπωνίας, θα έπαιζε τον ρόλο του τον Μάρτιο του 1945, όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στην Οκινάβα.
Οι Ιάπωνες αντέδρασαν αρχικά με καταστροφικές αεροπορικές επιδρομές, χρησιμοποιώντας ακόμα και πιλότους - καμικάζι που έπεφταν με τα αεροσκάφη τους πάνω στα Αμερικανικά πλοία. Και μετά περίμεναν. Περίμεναν την απόβαση των Αμερικανών στρατιωτών πάνω στο νησί πριν εξαπολύσουν τη δριμεία χερσαία αντεπίθεσή τους. Και παρά το γεγονός ότι οι Αμερικανικές δυνάμεις επικράτησαν τελικά, χρειάστηκαν μήνες μέχρι την τελική νίκη, που θα έρθει τον Ιούλιο. Περισσότεροι από 100.000 Ιάπωνες στρατιώτες και 12.000 Αμερικανοί έχασαν τη ζωή τους στην Οκινάβα.
Με το νούμερο να μην περιλαμβάνει τους τραυματίες, γεγονός που ισοδυναμεί για τις Αμερικανικές δυνάμεις με 36.000 στρατιώτες. Και βέβαια στην τραγική στατιστική πρέπει να προσμετρηθούν και οι πολίτες της Οκινάβα, που σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχονται σε 150.000 αδικοχαμένες ζωές.
Παρά το γεγονός ότι ο αριθμός των δυνάμεων που έχασε τη ζωή του στο περίφημο νησί δεν φτάνει στα δυσθεώρητα νούμερα των άλλων ξακουστών μαχών της λίστας μας, η μάχη παραμένει αξιομνημόνευτη για το ποσοστό των δυνάμεων που εξολοθρεύτηκαν. Γιατί στο νησί Ίβο Τζίμα οι Ιαπωνικές δυνάμεις θα μάχονταν μέχρι θανάτου: από τους 22.000 Ιάπωνες στρατιώτες που το υπερασπίζονταν μόνο 216 θα έπεφταν στα χέρια των Αμερικανών. Οι υπόλοιποι θα σκοτώνονταν. Και με τις 26.000 απώλειες των ΗΠΑ (νεκροί και τραυματίες), η μάχη της Ίβο Τζίμα είναι η μόνη στρατιωτική επιχείρηση του Β' Π.Π. στην οποία οι Αμερικανικές απώλειες ξεπερνούν τις Ιαπωνικές.
Η περίφημη απόβαση θα ξεκινούσε στις 19 Φεβρουαρίου 1945 και η αντίσταση των Ιαπώνων θα ήταν σθεναρή, αποφασιστική και καλά μελετημένη: ένας λαβύρινθος από υπόγεια τούνελ θα άλλαζε συνεχώς την έκβαση της μάχης, με τις δυνάμεις να καταλαμβάνουν και να χάνουν σχεδόν αμέσως τις θέσεις τους: 36 μέρες χρειάστηκαν για να καταληφθεί το νησάκι, ενώ εδώ τραβήχτηκε και η περίφημη φωτογραφία με τους Αμερικανικούς στρατιώτες να καρφώνουν τη σημαία στο ύψωμα.
Σε απόλυτους όρους του αιματοβαμμένου Β' Π.Π., είναι δύσκολο να εγκαταλείψει κανείς το ανατολικό μέτωπο, με τις μάχες Γερμανών και Σοβιετικών να αφήνουν 15 εκατομμύρια περίπου στρατιώτες νεκρούς και τουλάχιστον το διπλάσιο νούμερο σε πολίτες. Η μάχη της Σιγκαπούρης είναι πολύ ενδιαφέρουσα για άλλους λόγους. Το 1941 λοιπόν, ταυτόχρονα σχεδόν με την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, οι Ιάπωνες θα στρέψουν τα βλέμματά τους στη Σιγκαπούρη, που ήταν στρατηγικής σημασίας βάση των Βρετανών. Παρά το γεγονός ότι οι Ιαπωνικές δυνάμεις μετρούσαν τους μισούς στρατιώτες από τους Βρετανούς, διέθεταν ωστόσο τεχνολογική υπεροχή και μεγαλύτερη δύναμη αέρος.
Επρόκειτο λοιπόν για μια μάχη τακτικής και, δυστυχώς για τους Συμμάχους (Βρετανοί και Αυστραλοί), οι Ιάπωνες ήταν πιο ευκίνητοι και αποφασισμένοι. Η Ιαπωνική απόβαση κράτησε μόλις μία εβδομάδα (8 - 15 Φεβρουαρίου 1942), με την υπεροχή των Ιαπώνων στον αέρα να γέρνει τον ζυγό αποφασιστικά υπέρ τους. Το νησί έπεσε ευκολότερα απ' όσο περίμεναν: 5.000 Βρετανοί και Αυστραλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στη μάχη, ενώ 80.000 ακόμα θα μεταφέρονταν αιχμάλωτοι πολέμου στην Ιαπωνία.
Γερμανικές μονάδες, υποστηριζόμενες από περισσότερα από 2.000 τεθωρακισμένα και 1.000 αεροσκάφη, διέσπασαν τις Πολωνικές γραμμές άμυνας κατά μήκος των συνόρων και προέλασαν προς τη Βαρσοβία εκτελώντας μια πελώρια επιχείρηση περικύκλωσης. Η Βρετανία και η Γαλλία τιμώντας τις εγγυήσεις που είχαν δώσει για τα σύνορα της Πολωνίας, κηρύττουν τον πόλεμο στη Γερμανία στις 3 Σεπτεμβρίου 1939. Η Βαρσοβία παραδόθηκε στους Γερμανούς στις 28 Σεπτεμβρίου 1939. Ο Πολωνικός στρατός ηττήθηκε μέσα σε μερικές εβδομάδες μετά τη γερμανική εισβολή.
Η Γερμανία εισβάλλει στη Νορβηγία και τη Δανία εξαπολύοντας αστραπιαία επίθεση. Η Δανία καταλαμβάνεται μέσα σε μία ημέρα. Γερμανικές δυνάμεις αποβιβάζονται κοντά στο Όσλο, την πρωτεύουσα της Νορβηγίας και σε άλλα μέρη, εξασφαλίζοντας τον έλεγχο του νότου. Η Γερμανία κινείται επίσης για να εξασφαλίσει τα λιμάνια Νάρβικ και Τρόντχαϊμ στα βόρεια. Επενέβησαν Βρετανικές δυνάμεις που αποβιβάστηκαν στο Νάρβικ, το Νάμσος και το Αντάλσνες, ωστόσο την πρώτη εβδομάδα του Ιουνίου του 1940 αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Η Νορβηγία παραδόθηκε στη Γερμανία στις 10 Ιουνίου 1940.
Η εκστρατεία κατά των Κάτω Χωρών και της Γαλλίας διήρκεσε λιγότερο από έξι εβδομάδες. Η αιχμή της γερμανικής επίθεσης εστιάστηκε στο Λουξεμβούργο και το δάσος των Αρδεννών κοντά στη Γαλλική πόλη Σεντάν. Γερμανικά τεθωρακισμένα και πεζικό διέσπασαν τις Γαλλικές αμυντικές γραμμές και προέλασαν προς τις ακτές, παγιδεύοντας τα Γαλλικά και Βρετανικά στρατεύματα στο βορρά. Οι Σύμμαχοι κατόρθωσαν να εκκενώσουν πάνω από 300.000 στρατιώτες από την Δουνκέρκη στη Βρετανία, η Γαλλία όμως υπέστη αποφασιστική ήττα.
Το Παρίσι, η Γαλλική πρωτεύουσα, έπεσε στα χέρια των Γερμανών στις 14 Ιουνίου 1940. Στο πλαίσιο της συμφωνίας εκεχειρίας που η Γαλλία υπέγραψε με τη Γερμανία στις 22 Ιουνίου, η Γερμανία κατέλαβε τη βόρεια Γαλλία, ενώ η νότια Γαλλία παρέμεινε μη κατεχόμενη. Μια νέα Γαλλική κυβέρνηση (με έδρα το Βισύ) κήρυξε ουδετερότητα στον πόλεμο, ωστόσο υποσχέθηκε να συνεργαστεί με τη Γερμανία.
Γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα υποστηριζόμενες από στρατεύματα των συμμάχων της Γερμανίας (Ιταλία, Βουλγαρία, Ουγγαρία και Ρουμανία) και σύντομα υπέταξαν τα Βαλκάνια. Οι Βρετανικές δυνάμεις που είχαν σταλεί για τη στήριξη της Ελλάδας, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στην Κρήτη. Στα μέσα Μαΐου Γερμανοί αλεξιπτωτιστές προσγειώθηκαν στην Κρήτη και μετά από σφοδρές μάχες κατέβαλαν τη Βρετανική αντίσταση. Οι νικητές μοίρασαν τα εδάφη της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας μεταξύ τους.
Πάνω από τρία εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες, ενισχυμένοι από μισό εκατομμύριο εφέδρους από τους συμμάχους της Γερμανίας (Φινλανδικά, Ρουμανικά, Ιταλικά, Σλοβακικά και Κροατικά στρατεύματα και ένα απόσπασμα από την Ισπανία), επιτέθηκαν στη Σοβιετική Ένωση κατά μήκος ενός μεγάλου μετώπου που απλωνόταν από τη Βαλτική Θάλασσα στο βορρά έως τη Μαύρη Θάλασσα στο νότο. Τρία εκατομμύρια Γερμανοί στρατιώτες προέλασαν σε βάθος μέσα στο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης. Εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες περικυκλώθηκαν και αναγκάστηκαν να παραδοθούν.
Τα Γερμανικά στρατεύματα συνέχισαν την προέλασή τους μέχρι τα περίχωρα της Μόσχας. Το Δεκέμβριο του 1941 η Σοβιετική Ένωση εξαπέλυσε αντεπίθεση, αναγκάζοντας τους Γερμανούς να υποχωρήσουν από τη Μόσχα.
Οι Γερμανικές δυνάμεις αρχίζουν νέα προέλαση προς τα ανατολικά. Αυτή τη φορά στόχος ήταν οι πετρελαιοφόρες εκτάσεις του Καυκάσου και η πόλη Στάλινγκραντ στον ποταμό Βόλγα. Στις αρχές Ιουλίου οι Γερμανικές δυνάμεις είχαν πλέον διασχίσει τον ποταμό Ντον, ενώ στα μέσα Σεπτεμβρίου έφτασαν στα προάστια του Στάλινγκραντ. Το επιτελείο του Σοβιετικού στρατού αποφάσισε να υπερασπιστεί την πόλη με κάθε κόστος. Οι Σοβιετικές δυνάμεις μάχονταν για κάθε δρόμο στην πόλη.
Στα μέσα Νοεμβρίου 1942 οι Γερμανοί είχαν πλέον υπό τον έλεγχό τους το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης, δεν είχαν διασπάσει όμως τη γραμμή άμυνας των Σοβιετικών. Ο Σοβιετικός στρατός εξαπέλυσε αντεπίθεση κατά των Γερμανικών δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί στο Στάλινγκραντ στα μέσα Νοεμβρίου 1942. Σύντομα περικύκλωσαν μια ολόκληρη Γερμανική στρατιά που αριθμούσε περίπου 250.000 στρατιώτες.
Ο Σοβιετικός στρατός εξαπολύει αντεπίθεση κατά των Γερμανικών δυνάμεων που είχαν αναπτυχθεί στο Στάλινγκραντ στα μέσα Νοεμβρίου 1942. Σύντομα περικυκλώνει μια ολόκληρη Γερμανική στρατιά που αριθμούσε περίπου 250.000 στρατιώτες. Μετά από μήνες σκληρών μαχών με μεγάλες απώλειες, παραδίδονται οι εναπομείνασες Γερμανικές δυνάμεις, που πλέον αριθμούν μόλις 91.000 στρατιώτες. Το 1943 οι Σοβιετικές δυνάμεις ανάγκασαν τους Γερμανούς να υποχωρήσουν μέχρι τις όχθες του ποταμού Δνείπερου. Παρά κάποιες προσωρινές αναποδιές, ο Σοβιετικός στρατός συνέχισε να προελαύνει για το υπόλοιπο του πολέμου.
Πάνω από 150.000 στρατιώτες των Συμμάχων υπό τις εντολές του στρατηγού των ΗΠΑ Αϊζενχάουερ εκτελούν απόβαση στις Νορμανδικές ακτές της Γαλλίας. Οι Σύμμαχοι προέλασαν πέρα από το προγεφύρωμα της Νορμανδίας και μπήκαν στο Παρίσι στις 25 Αυγούστου 1944. Μέχρι το τέλος του Αυγούστου είχαν πλέον απελευθερώσει το μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας. Οι δυτικοί Σύμμαχοι δέχθηκαν αιφνιδιαστική επίθεση το Δεκέμβριο του 1944, όταν Γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν μέσα από το δάσος των Αρδεννών στο Βέλγιο στο πλαίσιο μιας προσπάθειας να διασπάσουν και να καταστρέψουν τις συμμαχικές δυνάμεις.
Η αεροπορία των Συμμάχων, μαζί με τη λυσσαλέα άμυνα των Αμερικανών κατόρθωσε να ανακόψει την προέλαση των Γερμανικών στρατιωτών και να τους αναγκάσει να υποχωρήσουν. Οι Σύμμαχοι πέτυχαν μια αποφασιστική νίκη στη μάχη, αυτή που έμεινε γνωστή ως η μάχη των Αρδεννών, και συνέχισαν την επίθεση εισβάλλοντας στα εδάφη της Γερμανίας.
Οι Σοβιετικές δυνάμεις εξαπολύουν μαζική επίθεση κατά μήκος του ανατολικού μετώπου. Στα τέλη Ιουλίου 1944 οι Γερμανικές δυνάμεις έχουν πλέον υποχωρήσει σχεδόν έως τη Βαρσοβία. Τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο του 1944 οι εναπομείναντες σύμμαχοι της Γερμανίας στην ανατολική Ευρώπη (Ρουμανία, Βουλγαρία και Φινλανδία) εγκαταλείπουν τον πόλεμο. Η Ουγγαρία, που καταλήφθηκε από τους Γερμανούς το Μάρτιο, παραμένει στο πλευρό της Γερμανίας.
Στα μέσα Απριλίου 1945, οι Σοβιετικές δυνάμεις εξαπέλυσαν μαζική επίθεση με στόχο το Βερολίνο. Στις 25 Απριλίου 1945, οι Σοβιετικές δυνάμεις συναντήθηκαν με Αμερικανικά στρατεύματα που επιτίθεντο από τα δυτικά στο Torgau, πάνω στον ποταμό Έλβα, στην κεντρική Γερμανία. Ο Χίτλερ αυτοκτόνησε στις 30 Απριλίου του 1945, ενώ οι Σοβιετικές δυνάμεις πλησίαζαν στο καταφύγιο απ’ όπου διοικούσε το στρατό του στο κεντρικό Βερολίνο. Το Βερολίνο παραδόθηκε στις Σοβιετικές δυνάμεις στις 2 Μαΐου 1945. Οι Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις συνθηκολόγησαν άνευ όρων στη δύση στις 7 Μαΐου και στην ανατολή στις 9 Μαΐου του 1945. Η 8η Μαΐου 1945 ανακηρύσσεται ως ημέρα νίκης στην Ευρώπη (V-E Day).
Η Ιαπωνία εισβάλλει στη Μαντζουρία.
Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Αιθιοπία, την κατακτά και την προσαρτά.
Η Ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία υπογράφουν σύμφωνο συνεργασίας στις 25 Οκτωβρίου. Την 1η Νοεμβρίου, ανακοινώνεται ο Άξονας Ρώμης - Βερολίνου.
Η Ναζιστική Γερμανία και η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία υπογράφουν το Σύμφωνο κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (Σύμφωνο Αντι-Κομιντέρν), το οποίο στρεφόταν εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Η Ιαπωνία εισβάλλει στην Κίνα, ξεκινώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ειρηνικό.
Η Γερμανία ενσωματώνει την Αυστρία στην Anschluss (Ένωση).
Η Γερμανία, η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία υπογράφουν τη Συμφωνία του Μονάχου, με την οποία αναγκάζουν τη Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας να εκχωρήσει τη Σουδητία, συμπεριλαμβανομένων των νευραλγικών αμυντικών στρατιωτικών θέσεων της Τσεχοσλοβακίας, στη Ναζιστική Γερμανία.
Υπό την πίεση της Γερμανίας, οι Σλοβάκοι κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και ιδρύουν τη Δημοκρατία της Σλοβακίας. Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τα υπόλοιπα εδάφη της Τσεχοσλοβακίας παραβιάζοντας τη Συμφωνία του Μονάχου και ιδρύουν το Προτεκτοράτο της Βοημίας και Μοραβίας.
Η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία εγγυώνται την ακεραιότητα των συνόρων της Πολωνίας.
Η φασιστική Ιταλία εισβάλλει στην Αλβανία και την προσαρτά.
Η Ναζιστική Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση υπογράφουν σύμφωνο μη επίθεσης και ένα μυστικό συμπληρωματικό πρωτόκολλο, μοιράζοντας την ανατολική Ευρώπη σε σφαίρες επιρροής.
Η Γερμανία εισβάλλει στην Πολωνία, ξεκινώντας τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Ευρώπη.
Τιμώντας την εγγύηση τους για τα Πολωνικά σύνορα, η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κηρύσσουν τον πόλεμο στη Γερμανία.
Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στην Πολωνία από τα ανατολικά.
Η Βαρσοβία συνθηκολογεί στις 27 Σεπτεμβρίου. Η Πολωνική κυβέρνηση καταφεύγει εξόριστη στη Ρουμανία. Η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση μοιράζουν την Πολωνία μεταξύ τους.
Η Σοβιετική Ένωση εισβάλλει στη Φινλανδία, ξεκινώντας τον λεγόμενο Πόλεμο του Χειμώνα. Οι Φιλανδοί ζητούν συνθηκολόγηση και αναγκάζονται να εκχωρήσουν στη Σοβιετική Ένωση τις βόρειες ακτές της λίμνης Λάγκοντα και τη μικρή φιλανδική ακτογραμμή στην Αρκτική Θάλασσα.
Η Γερμανία εισβάλλει στη Δανία και τη Νορβηγία. Η Δανία συνθηκολογεί την ημέρα της επίθεσης. Η Νορβηγία αντιστέκεται έως τις 9 Ιουνίου.
Η Γερμανία επιτίθεται στη δυτική Ευρώπη - τη Γαλλία και τις ουδέτερες Κάτω Χώρες. Το Λουξεμβούργο καταλαμβάνεται στις 10 Μαΐου. Η Ολλανδία συνθηκολογεί στις 14 Μαΐου, ενώ το Βέλγιο στις 28 Μαΐου. Στις 22 Ιουνίου, η Γαλλία υπογράφει συμφωνία εκεχειρίας, με την οποία το νότιο μισό της χώρας και ολόκληρη η ακτογραμμή του Ατλαντικού περνάει στην κατοχή των Γερμανών. Στη νότια Γαλλία, εγκαθιδρύεται ένα καθεστώς δωσίλογων, με πρωτεύουσα το Βισύ.
Η Ιταλία μπαίνει στον πόλεμο. Στις 21 Ιουνίου, η Ιταλία εισβάλλει στη νότια Γαλλία.
Η Σοβιετική Ένωση αναγκάζει τη Ρουμανία να εκχωρήσει την ανατολική επαρχία Βεσσαραβία και το βόρειο μισό της επαρχίας Βουκοβίνα στη Σοβιετική Ουκρανία.
Η Σοβιετική Ένωση καταλαμβάνει τα κράτη της Βαλτικής στις 14 - 18 Ιουνίου, σχεδιάζοντας κομμουνιστικά πραξικοπήματα σε κάθε ένα από αυτά στις 14 - 15 Ιουλίου και, στη συνέχεια, τα προσαρτά ως Σοβιετικές Δημοκρατίες στις 3 - 6 Αυγούστου.
Οι αεροπορικές επιθέσεις που έμειναν στην ιστορία με την ονομασία «Μάχη της Βρετανίας» λήγουν με ήττα της Ναζιστικής Γερμανίας.
Δεύτερη διαιτησία της Βιέννης: Η Γερμανία και η Ιταλία ενεργούν ως διαιτητές στη λήψη απόφασης σχετικά με την αμφισβητούμενη επαρχία της Τρανσυλβανίας μεταξύ Ρουμανίας και Ουγγαρίας. Η απώλεια της βόρειας Τρανσυλβανίας αναγκάζει τον Ρουμάνο βασιλιά Κάρολο να παραιτηθεί από το θρόνο υπέρ του γιου του Μιχαήλ. Την εξουσία αναλαμβάνει ένα δικτατορικό καθεστώς υπό τον στρατηγό Ίον Αντονέσκου.
Οι Ιταλοί εισβάλλουν στην υπό Βρετανικό έλεγχο Αίγυπτο μέσω της Λιβύης που βρισκόταν υπό τον έλεγχό τους.
Η Γερμανία, η Ιταλία και η Ιαπωνία υπογράφουν το Τριμερές Σύμφωνο.
Η Ιταλία εισβάλλει στην Ελλάδα από την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου.
Η Σλοβακία (23 Νοεμβρίου), η Ουγγαρία (20 Νοεμβρίου) και η Ρουμανία (22 Νοεμβρίου) προσχωρούν στον Άξονα.
Οι Γερμανοί στέλνουν το Afrika Korps (Σώμα της Αφρικής) στη Βόρεια Αφρική, για να ενισχύσουν τους Ιταλούς που παραπαίουν.
Η Βουλγαρία προσχωρεί στον Άξονα.
Η Γερμανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Βουλγαρία εισβάλλουν στη Γιουγκοσλαβία και τη διαμελίζουν. Η Γιουγκοσλαβία συνθηκολογεί στις 17 Απριλίου. Γερμανία και Βουλγαρία εισβάλλουν στην Ελλάδα, για να υποστηρίξουν τους Ιταλούς. Η αντίσταση της Ελλάδας τερματίζει στις αρχές Ιουνίου 1941.
Οι ηγέτες του τρομοκρατικού κινήματος Ουστάσι ανακηρύσσουν ανεξάρτητο κράτος, το επονομαζόμενο Ανεξάρτητο Κράτος της Κροατίας. Το νέο κράτος, το οποίο Γερμανία και Ιταλία αναγνωρίζουν αμέσως, περιλαμβάνει την επαρχία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης. Η Κροατία προσχωρεί επισήμως στις δυνάμεις του Άξονα στις 15 Ιουνίου 1941.
Η Ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα (πλην της Βουλγαρίας) εισβάλλουν στη Σοβιετική Ένωση. Η Φινλανδία, που αποζητά αποκατάσταση για τις εδαφικές απώλειες από τη συνθηκολόγηση που έδωσε τέλος στον Πόλεμο του Χειμώνα, προσχωρεί στον Άξονα λίγο πριν την εισβολή. Οι Γερμανοί νικούν γρήγορα τα κράτη της Βαλτικής και, με τους Φιλανδούς στο πλευρό τους, έως τον Σεπτέμβριο πολιορκούν το Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη). Στα κεντρικά, στις αρχές Αυγούστου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν το Σμόλενσκ και έως τον Οκτώβριο κατευθύνονται προς τη Μόσχα.
Στα νότια, Γερμανικά και Ρουμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τον Σεπτέμβριο το Κίεβο, ενώ τον Νοέμβριο καταλαμβάνουν το Ροστόφ επί του ποταμού Ντον.
Μια Σοβιετική αντεπίθεση αναγκάζει τους Γερμανούς σε άτακτη υποχώρηση από τα προάστια της Μόσχας.
Η Ιαπωνία βομβαρδίζει το Περλ Χάρμπορ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες κηρύσσουν τον πόλεμο στην Ιαπωνία και εισέρχονται στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιαπωνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις Φιλιππίνες, στη Γαλλική Ινδοκίνα (Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη) και στη Βρετανική Σιγκαπούρη. Μέχρι τον Απρίλιο του 1942, οι Φιλιππίνες, η Ινδοκίνα και η Σιγκαπούρη έχουν πέσει στην Ιαπωνική κατοχή.
Η Ναζιστική Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα κηρύσσουν πόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι Βρετανοί βομβαρδίζουν την Κολωνία, μεταφέροντας για πρώτη φορά τον πόλεμο στα εδάφη της Γερμανίας. Τα επόμενα τρία χρόνια, οι Αγγλοαμερικανικοί βομβαρδισμοί μετατρέπουν σε χαλάσματα τις αστικές περιοχές της Γερμανίας.
Το Βρετανικό και το Αμερικανικό ναυτικό σταματούν την Ιαπωνική ναυτική επέλαση στον κεντρικό Ειρηνικό στη νήσο Μίντγουεϊ.
Η Γερμανία και οι σύμμαχοί της στον Άξονα εξαπολύουν νέα επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης. Έως τα μέσα Σεπτεμβρίου, τα Γερμανικά στρατεύματα φτάνουν πολεμώντας στο Στάλινγκραντ (Βόλγκογκραντ) στον ποταμό Βόλγα και διεισδύουν βαθιά στον Καύκασο, έχοντας πρώτα εξασφαλίσει κυριότητα στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Τα Αμερικανικά στρατεύματα σταματούν τους Ιάπωνες που προέλαυναν μεταπηδώντας από νησί σε νησί προς την Αυστραλία στο Γκουανταλκανάλ των Νησιών του Σολομώντα.
Τα Βρετανικά στρατεύματα νικούν Γερμανούς και Ιταλούς στο Ελ Αλαμέιν της Αιγύπτου, αναγκάζοντας τις δυνάμεις τους Άξονα σε άτακτη υποχώρηση στα ανατολικά σύνορα της Τυνησίας μέσω Λιβύης.
Αμερικανικά και Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται σε διάφορα σημεία των ακτών της Αλγερίας και του Μαρόκου στη Γαλλική Βόρεια Αφρική. Η αποτυχία των στρατευμάτων της Γαλλίας του Βισύ να αμυνθούν εναντίον της εισβολής δίνει τη δυνατότητα στους Συμμάχους να κινηθούν γρήγορα προς τα δυτικά σύνορα της Τυνησίας και οδηγεί στη Γερμανική κατάληψη της νότιας Γαλλίας στις 11 Νοεμβρίου.
Τα Σοβιετικά στρατεύματα αντεπιτίθενται, διαπερνώντας τις Ουγγρικές και Ρουμανικές γραμμές βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά του Στάλινγκραντ, παγιδεύοντας τη Γερμανική Έκτη Στρατιά στην πόλη. Καθώς οι Χίτλερ τούς είχε απαγορεύσει να υποχωρήσουν ή να προσπαθήσουν να διαφύγουν από τον Σοβιετικό δακτύλιο, οι επιζώντες της Έκτης Στρατιάς παραδόθηκαν στις 30 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 1943.
Οι δυνάμεις του Άξονα στην Τυνησία παραδίνονται στους Συμμάχους, βάζοντας τέλος στην εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής.
Αμερικανικά και Βρετανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σικελία. Έως τα μέσα Αυγούστου, οι Σύμμαχοι θέτουν τη Σικελία υπό τον έλεγχό τους.
Οι Γερμανοί εξαπολύουν μια τεράστια επίθεση με τεθωρακισμένα στο Κουρσκ της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Σοβιετικοί αποκρούουν την επίθεση μέσα σε μία εβδομάδα και εξαπολύουν και αυτοί με τη σειρά τους επίθεση.
Το Μεγάλο Συμβούλιο του Ιταλικού φασιστικού κόμματος ανατρέπει τον Μπενίτο Μουσολίνι, δίνοντας τη δυνατότητα στον Ιταλό στρατάρχη Πιέτρο Μπαντόλιο να σχηματίσει καινούργια κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση Μπαντόλιο συνθηκολογεί άνευ όρων με τους Συμμάχους. Οι Γερμανοί αναλαμβάνουν αμέσως τον έλεγχο της Ρώμης και της βόρειας Ιταλίας, εγκαθιδρύοντας ένα φασιστικό καθεστώς - μαριονέτα υπό τον Μουσολίνι, τον οποίο είχαν απελευθερώσει Γερμανοί κομάντος στις 12 Σεπτεμβρίου.
Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις ακτές του Σαλέρνο κοντά στη Νάπολη.
Σοβιετικά στρατεύματα απελευθερώνουν το Κίεβο.
Συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάζονται επιτυχώς κοντά στο Άντσιο, λίγο νότια της Ρώμης.
Φοβούμενοι ότι η Ουγγαρία σκοπεύει να εγκαταλείψει τη συμμαχία του Άξονα, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Ουγγαρία και αναγκάζουν τον αντιβασιλιά, ναύαρχο Μίκλος Χόρθι, να διορίσει πρόεδρο έναν φιλογερμανό υπουργό.
Συμμαχικά στρατεύματα απελευθερώνουν τη Ρώμη. Εντός έξι εβδομάδων, για πρώτη φορά Αγγλοαμερικανικά βομβαρδιστικά καταφέρνουν να χτυπήσουν στόχους στην ανατολική Γερμανία.
Βρετανικά και Αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται επιτυχώς στις ακτές της Νορμανδίας στη Γαλλία, ανοίγοντας ένα «Δεύτερο μέτωπο» εναντίον των Γερμανών.
Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν μαζική επίθεση στην ανατολική Λευκορωσία, καταστρέφοντας τη Γερμανική Ομάδα Στρατιών «Κέντρο» και κατευθύνονται δυτικά προς τον ποταμό Βιστούλα και τη Βαρσοβία στην κεντρική Πολωνία έως την 1η Αυγούστου.
Αγγλοαμερικανικές δυνάμεις προελαύνουν πέρα από το προγεφύρωμα της Νορμανδίας και κατευθύνονται ανατολικά προς το Παρίσι.
Ο μη κομμουνιστικός αντιστασιακός Στρατός της Πατρίδας εξεγείρεται εναντίον των Γερμανών, σε μια προσπάθεια να απελευθερώσει τη Βαρσοβία πριν την άφιξη των Σοβιετικών στρατευμάτων. Η επέλαση των Σοβιετικών σταματά στην ανατολική όχθη του Βιστούλα. Στις 5 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί δέχονται την παράδοση των εναπομείναντων δυνάμεων του Στρατού της Πατρίδας που μάχονταν στη Βαρσοβία.
Συμμαχικές δυνάμεις αποβιβάζονται στη νότια Γαλλία κοντά στη Νίκαια και προελαύνουν γρήγορα προς τον ποταμό Ρήνο στα βορειοανατολικά.
Συμμαχικές δυνάμεις φτάνουν στο Παρίσι. Στις 25 Αυγούστου, δυνάμεις των Ελεύθερων Γάλλων, με τη στήριξη συμμαχικών στρατευμάτων, εισέρχονται στη Γαλλική πρωτεύουσα. Έως τον Σεπτέμβριο, οι Σύμμαχοι φτάνουν στα Γερμανικά σύνορα. Έως τον Δεκέμβριο, σχεδόν όλη η Γαλλία, το μεγαλύτερο τμήμα του Βελγίου και τμήμα της νότιας Ολλανδίας έχουν απελευθερωθεί.
Η εμφάνιση των Σοβιετικών στρατευμάτων στον ποταμό Προύθο οδηγεί τη Ρουμανική αντιπολίτευση να ανατρέψει το καθεστώς Αντονέσκου. Η νέα κυβέρνηση συνθηκολογεί και αμέσως συντάσσεται με την άλλη αντιμαχόμενη πλευρά. Η μεταστροφή της Ρουμανίας αναγκάζει στις 8 Σεπτεμβρίου τη Βουλγαρία να συνθηκολογήσει και τον Οκτώβριο τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, την Αλβανία και τη νότια Γιουγκοσλαβία.
Υπό την ηγεσία του Σλοβακικού Εθνικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από κομμουνιστές και μη κομμουνιστές, μονάδες της Σλοβάκικης αντίστασης εξεγείρονται εναντίον των Γερμανών και του εγχώριου φασιστικού Σλοβάκικου καθεστώτος. Στα τέλη Οκτωβρίου, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την πόλη Banská Bystrica, όπου βρίσκεται το αρχηγείο της εξέγερσης, και βάζουν τέρμα στην οργανωμένη αντίσταση.
Η Φινλανδία υπογράφει συνθηκολόγηση με τη Σοβιετική Ένωση, εγκαταλείποντας τον Άξονα.
Αμερικανικά στρατεύματα αποβιβάζονται στις Φιλιππίνες.
Το Ουγγρικό φασιστικό κίνημα Σταυρωτά Βέλη πραγματοποιεί πραξικόπημα με τη στήριξη των Γερμανών, με σκοπό να αποτρέψει την Ουγγρική κυβέρνηση από τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για παράδοση της στους Σοβιετικούς.
Οι Γερμανοί εξαπολύουν μια τελευταία επίθεση στη δύση, γνωστή ως Μάχη των Αρδεννών, σε μια απόπειρα να καταλάβουν εκ νέου το Βέλγιο και να διαχωρίσουν τις δυνάμεις των Συμμάχων κατά μήκος των Γερμανικών συνόρων. Έως την 1η Ιανουαρίου 1945, οι Γερμανοί έχουν αρχίσει να υποχωρούν.
Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν νέα επίθεση, απελευθερώνοντας τον Ιανουάριο τη Βαρσοβία και την Κρακοβία. Στις 13 Φεβρουαρίου καταλαμβάνουν τη Βουδαπέστη μετά από πολιορκία δύο μηνών, εκδιώκοντας τους Γερμανούς και τους Ούγγρους συνεργάτες τους από την Ουγγαρία στις αρχές Απριλίου. Με την κατάληψη της Μπρατισλάβα στις 4 Απριλίου, πετυχαίνουν την παράδοση της Σλοβακίας και στις 13 Απριλίου καταλαμβάνουν τη Βιέννη.
Αμερικανικά στρατεύματα διασχίζουν τον ποταμό Ρήνο στο Ρέμαγκεν.
Οι Σοβιετικοί εξαπολύουν την τελική τους επίθεση, περικυκλώνοντας το Βερολίνο.
Μονάδες παρτιζάνων, υπό την καθοδήγηση του Γιουγκοσλάβου κομμουνιστή ηγέτη Γιόσιπ Τίτο, καταλαμβάνουν το Ζάγκρεμπ και ανατρέπουν το καθεστώς των Ουστάσι. Τα κορυφαία στελέχη των Ουστάσι διαφεύγουν σε Ιταλία και Αυστρία.
Ο Χίτλερ αυτοκτονεί.
Η Γερμανία συνθηκολογεί με τους δυτικούς Συμμάχους.
Η Γερμανία συνθηκολογεί με τους Σοβιετικούς.
Συμμαχικά στρατεύματα καταλαμβάνουν την Οκινάουα, το τελευταίο νησί πριν τα νησιά της Ιαπωνίας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ρίχνουν μια ατομική βόμβα στη Χιροσίμα.
Η Σοβιετική Ένωση κηρύσσει πόλεμο στην Ιαπωνία και εισβάλλει στη Μαντζουρία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ρίχνουν μια ατομική βόμβα στο Ναγκασάκι.
Έχοντας συμφωνήσει επί της αρχής για άνευ όρων συνθηκολόγηση στις 14 Αυγούστου 1945, η Ιαπωνία συνθηκολογεί επισήμως, θέτοντας τέλος στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
H Μάχη των Αρδεννών, γνωστή και ως Επιχείρηση Σκοπιά στο Ρήνο (Unternehmen: Wacht am Rhein) από τον Γερμανικό στρατό, ήταν η τελευταία μεγάλης κλίμακας επίθεση του Γ' Ράϊχ στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ 16 Δεκεμβρίου 1944 και 25 Ιανουαρίου 1945, κατά μήκος των συνόρων του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, με σκοπό την κατάληψη του ποταμού Μεύση (Meuse) και του λιμανιού της Αμβέρσας. Η επιχείρηση στόχευε αφενός στην διακοπή του εφοδιασμού των Συμμάχων και αφετέρου στον πιθανό διαχωρισμό των Αμερικανικών και Αγγλικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο.
Την σχεδίαση της επιχείρησης επιμελήθηκε ο ίδιος ο Χίτλερ αλλά η αισιοδοξία του, ενώ αγωνιζόταν να αποδείξει ότι δεν είχε ακόμα υποκύψει, ήταν ιδιαίτερα υπερβολική και είχε ελάχιστες πιθανότητες να επιτύχει. Εντούτοις, μερικές συγκυρίες της τότε κατάστασης των Συμμάχων στο Δυτικό Μέτωπο επέτρεψαν την αρχική της επιτυχία. Σε συνδυασμό, πάντως με την κατασκευή νέων όπλων από την Γερμανία, όπως αεριωθουμένων αεροπλάνων και πυραύλων (βλήματα V1, V2 και V3) και, μάλιστα, επιπλέον και πυρηνικού όπλου, τυχόν επιτυχία της επιχείρησης αυτής είχε τις πιθανότητες να ανατρέψει την τελική έκβαση του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η τελική, ωστόσο, κατάληξή της ήταν η απώλεια κάπου 100.000 Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών και η υποχώρηση τους στα ενδότερα των συνόρων τους, αφήνοντας πλέον τη δυνατότητα εκτέλεσης αμυντικών μόνον επιχειρήσεων ως τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Η απόφαση για την επίθεση στις Αρδέννες ανακοινώθηκε από τον Χίτλερ στις 16 Σεπτεμβρίου του 1944, στην αίθουσα επιχειρήσεων του στρατηγείου του, όταν διέκοψε σε μια στιγμή τον αξιωματικό που έκανε την ενημέρωση, πήρε το δείκτη στα χέρια του, έδειξε τις Αρδέννες στο χάρτη και είπε: "Αποφάσισα να επιτεθώ στις Αρδέννες, με τελικό σκοπό την Αντβέρπ".
O Χίτλερ γνώριζε καλύτερα από τον καθένα ότι η τελική ήττα ήταν θέμα χρόνου. Δεν ήταν διατεθειμένος όμως να περιμένει απαθής την τελική έκβαση και γνώριζε ότι η άμυνα δεν οδηγεί ποτέ στη νίκη. Βέβαια, ο διμέτωπος πόλεμος δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να λήξει νικηφόρα για το Γ' Ράιχ, αλλά με σκοπό να αποφύγει μια ατιμωτική ήττα, κατέστρωσε το σχέδιο επίθεσης στο Δυτικό Μέτωπο, πιστεύοντας ότι θα ανάγκαζε τους Συμμάχους να σπεύσουν να συνθηκολογήσουν.
O Χίτλερ επέλεξε το Δυτικό Μέτωπο, γιατί γνώριζε ότι μια αντεπίθεση στο Ανατολικό, απέναντι στις 515 Σοβιετικές μεραρχίες που συνωθούνταν προς τα σύνορα της Γερμανίας, δεν μπορούσε να έχει καμία πιθανότητα επιτυχίας, ενώ μια νίκη στην IΙαλία δε θα μπορούσε να έχει καμία αποφασιστική σημασία για την έκβαση του πολέμου. Σύμφωνα με το σχέδιο, ισχυρές δυνάμεις θα διασπούσαν το μέτωπο στον πιο ασθενή Αμερικανικό τομέα του συμμαχικού μετώπου (στις Αρδέννες) και διασχίζοντας τον ποταμό Μεύση θα ανακαταλάμβαναν την Αντβέρπ, αποκόπτοντας στα βόρεια το μεγαλύτερο τμήμα της 21ης Ομάδας Στρατιών.
Ακόμα και αν οι Βρετανο-Καναδικές δυνάμεις απέφευγαν μια δεύτερη Δουνκέρκη, η Γερμανία θα είχε κερδίσει χρόνο κάποιων μηνών για να αντιμετωπίσει απερίσπαστη τη Σοβιετική απειλή στο Ανατολικό Μέτωπο. H μεγαλύτερη ελπίδα του Χίτλερ ήταν ότι η ήττα των Δυτικών Συμμάχων θα δημιουργούσε ρήξη στις σχέσεις τους και η συμμαχία τους θα διεσπάτο, οπότε η Γερμανία θα είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους Σοβιετικούς. O Χίτλερ επέλεξε τον τομέα αυτόν και για τους παρακάτω λόγους. Το εχθρικό μέτωπο στον τομέα των Αρδεννών ήταν πολύ αραιά επανδρωμένο και το κατείχαν Αμερικανοί, που τους θεωρούσε σαφώς κατώτερους αντιπάλους από τους Βρετανούς.
H απόσταση από το σημείο της επίθεσης προς τον κύριο στρατηγικό στόχο (Αντβέρπ) δεν ήταν πάρα πολύ μεγάλη και θα μπορούσε να καλυφθεί γρήγορα, ακόμη και με συνθήκες κακοκαιρίας. H διαμόρφωση της περιοχής ήταν τέτοια που το έδαφος για τον ελιγμό ήταν περιορισμένο και έτσι θα απαιτούσε τη χρήση σχετικά λίγων μονάδων. H περιοχή ήταν δασώδης και προσφερόταν για την κάλυψη των δυνάμεων κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης για την επίθεση. H επανάκτηση της πρωτοβουλίας σε αυτή την περιοχή θα έσβηνε την απειλή για τη βιομηχανική περιοχή του Pουρ.
Η ΤΕΛΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΚΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ ΣΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ Η απόβαση στην Νορμανδία είχε επιτύχει με σχετική ευκολία και σίγουρα πολύ ευκολότερα απ' όσο οι ηγέτες των Συμμάχων είχαν υπολογίσει, χάρη σε σφάλματα του ίδιου του Χίτλερ. Αλλά στη συνέχεια η αδημονία τους για τον γρήγορο τερματισμό του πολέμου μέχρι τα επόμενα Χριστούγεννα, ανέδειξε τα πολλά προβλήματα που υπήρχαν για να επιτύχει μια τέτοια γιγάντια επιχείρηση. Μικρές Γερμανικές φρουρές κρατούσαν ακόμη αποκλεισμένα ή είχαν επιφέρει σημαντικές καταστροφές στα σημαντικά οργανωμένα λιμάνια στις ακτές του Ατλαντικού.
Έτσι, οι Σύμμαχοι έπαιρναν ακόμα τα εφόδιά τους από πρόχειρες αποβάθρες που είχαν περιορισμένη χωρητικότητα και ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες στις καιρικές συνθήκες (λιμένες Mulberry) ή αναγκάζονταν να χρησιμοποιούν λιμάνια αρκετά μακριά από την ζώνη επιχειρήσεων. Η επιχείρηση στην οποία στηρίχτηκαν όλες οι ελπίδες για την τελική διάσπαση των Γερμανικών γραμμών μέσα στο 1944, μια μεγάλη συνδυασμένη συμμαχική κίνηση, ήταν η επίθεση στο Άρνεμ της Ολλανδίας (Επιχείρηση Market Garden), που έλαβε χώρα μεταξύ 17 Σεπτεμβρίου και 25 Σεπτεμβρίου.
Αλλά ο Στρατηγός Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ, που την είχε σχεδιάσει, λόγω της υπερβολικής αισιοδοξίας του, δεν έλαβε υπ' όψιν όλες τις λεπτομέρειες και τις πιθανές περιπλοκές, ενώ ταυτόχρονα σκόπιμα αγνοήθηκαν προειδοποιήσεις των υπηρεσιών πληροφοριών, που ανέφεραν σημαντική συγκέντρωση γερμανικών δυνάμεων στην περιοχή, δυσανάλογα μεγάλη για τις δυνατότητες των ελαφρά οπλισμένων αλεξιπτωτιστών, που θα έπεφταν στο Άρνεμ.
Η τελική αποτυχία του σχεδίου εκείνου, μαζί με τις δυσκολίες ανεφοδιασμού σε πυρομαχικά και, κυρίως, καύσιμα, καθήλωσε την Συμμαχική προσπάθεια κατά τον Νοέμβριο του 1944, ενώ δριμύ ψύχος σάρωνε την Ευρώπη, πράγμα που έκανε τις επιχειρήσεις ακόμα δυσκολότερες. Αποτέλεσμα ήταν ότι, ενώ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1944, αντί ο πόλεμος να έχει τελειώσει, είχε ουσιαστικά τελματωθεί στο Δυτικό Μέτωπο. Αυτή η κατάσταση ευνόησε την τελική επιλογή του Χίτλερ, που εξάλλου δεν έβλεπε κανένα ενθαρρυντικό στοιχείο με πιθανότητες επιτυχίας στο Ανατολικό μέτωπο.
Στην συνέχεια υπήρξε ένας σοβαρός διχασμός στους επόμενους στόχους των Αμερικανών και Άγγλων ηγετών. Ο Τσόρτσιλ ευνοούσε την κατάληψη των Βελγο-Ολλανδικών και Γερμανικών ακτών του Ατλαντικού, που ήταν οι βάσεις εκτόξευσης των βλημάτων V1 και V2 και στόχευαν αποκλειστικά το Λονδίνο, χωρίς να υπάρχει πρακτικός τρόπος ανακοπής τους από την αεροπορία. Οι Αμερικανοί προτιμούσαν μια μαζική επίθεση ευρέος μετώπου στα σύνορα της Νοτιοδυτικής Γερμανίας, απέναντι από την Αλσατία, η οποία εθεωρείτο το "μαλακό υπογάστριο" του Ράιχ.
Ένας πρόσθετος και όχι τόσο εμφανής λόγος ήταν το ότι οι Αμερικανοί διέθεταν σοβαρές ενδείξεις για Γερμανικό πυρηνικό πρόγραμμα και είχαν ενεργοποιήσει την Επιχείρηση ''ΑΛΣΟΣ'', έχοντας εντοπίσει πυρηνικό υλικό και επιστήμονες στην όχθη του Ρήνου απέναντι από την Αλσατία. Διετύπωναν, λοιπόν, ισχυρούς φόβους ότι υπήρχε σχέδιο να εξοπλίσουν τα βλήματα V2 με πυρηνικές κεφαλές. Αποτέλεσμα ήταν ο διαχωρισμός των Συμμάχων σε δύο διαφορετικά μέτωπα, πράγμα που οι Γερμανοί γρήγορα αντιλήφθηκαν. Η διαίρεση αυτή πολλαπλασίασε τα προβλήματα του συμμαχικού ανεφοδιασμού.
Επιπλέον ανέκυψε και ένα άλλο θέμα, που επέφερε πρόσθετες δυσκολίες. Με δεδομένη την αεροπορική τους υπεροχή, οι Σύμμαχοι είχαν βομβαρδίσει τις Γερμανικές μεταφορικές αρτηρίες και επικοινωνίες στην Δυτική Ευρώπη σε τόσο μεγάλο βαθμό, που, τώρα που βρίσκονταν στην κατοχή τους, αντιμετώπιζαν την έλλειψη αυτής της υποδομής, που καθυστερούσε την προώθησή τους. Και, ως επιστέγασμα όλων αυτών, το Συμμαχικό στρατηγείο είχε πέσει θύμα της προπαγάνδας των πολιτικών ηγετών του, με αποτέλεσμα να έχει και το ίδιο την πεποίθηση ότι πράγματι η Γερμανία είχε ήδη ολοκληρωτικά ηττηθεί και καμία σημαντική επιχείρηση δεν αναμενόταν από την πλευρά της.
Ως ένα βαθμό, τα αριθμητικά στοιχεία, στα οποία στηρίζονταν αυτές οι υποθέσεις, προέρχονταν και από την από σκοπού διόγκωση των αποτελεσμάτων των στρατηγικών βομβαρδισμών στις βιομηχανικές περιοχές, με σκοπό να δικαιολογηθούν ορισμένα στρατηγικά δόγματα που είχαν κοστίσει πολύ σε απώλειες μεταξύ 1943 - 1944 και είχαν κριθεί ως αποτυχίες. Υπήρχε σοβαρή διχογνωμία Άγγλων και Αμερικανών ειδικών στις εκτιμήσεις αυτές, και, όπως αποδείχτηκε στον τομέα υλικού, η Γερμανική παραγωγή άντεχε ακόμα εξαιρετικά, παρά το ότι υπέφερε πολύ στον τομέα του έμψυχου υλικού.
Η πολιτική ηγεσία των Συμμάχων, ωστόσο, ήθελε μετά από τόσο αίμα και απώλειες επί τέσσερα χρόνια, να εμφυσήσει έναν αέρα αισιοδοξίας στους δοκιμαζόμενους λαούς της, οπότε δεν επέτρεψε σε αυτές τις λεπτομέρειες να ληφθούν υπόψιν.
TΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ Το Γερμανικό σχέδιο, άκρως αισιόδοξο και υπερφίαλο, καταρτισμένο από τον ίδιον τον Χίτλερ, προέβλεπε την μαζική, αιφνιδιαστική προέλαση διαμέσου των διαβάσεων των Αρδεννών, την διάσπαση των συμμαχικών δυνάμεων, και, την κατάληξη στον βασικό στόχο που ήταν το σημαντικό λιμάνι της Αμβέρσας. Εάν όλα πήγαιναν καλά, η κατάληψη του λιμένα θα σήμαινε την διακοπή του ομαλού εφοδιασμού των συμμαχικών δυνάμεων και την σταδιακή αδρανοποίηση τους. Τότε, η Γερμανία, θα επεδίωκε τόσο την έναρξη διαπραγματεύσεων με τους δυτικούς συμμάχους, όσο και την ανάληψη κοινής δράσης έναντι των Σοβιετικών στρατευμάτων που προέλαυναν απο τα ανατολικά.
Το απλοϊκό αυτό όμως σχέδιο, ήταν πολύ δύσκολο να εφαρμοστεί και σχεδόν αδύνατο να πετύχει. Όλα, βασίζονταν στον χρόνο και στον καιρό. Ο Χίτλερ διατηρούσε πολύ καλές αναμνήσεις απ την επίθεσή του στις Αρδέννες το 1940, στην διάρκεια του αστραπιαίου πολέμου (blitzkrieg), οπότε και τις διέσχισε σχεδόν ακαριαία, παρά την αντίθετη άποψη του Γαλλικού Επιτελείου και, περνώντας το Σεντάν, έφτασε στο Παρίσι σε χρόνο μιας εβδομάδας, ενώ στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο το αντίστοιχο όνειρο των Γερμανών δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιηθεί. Επιπλέον, υπολόγιζε πολύ στον καλύτερο οπλισμό που διέθετε τώρα και έλαβε σοβαρά υπόψη του την μεγάλη κακοκαιρία, για να αποφύγει την αεροπορική υπεροπλία των Συμμάχων.
Ακόμα, αποφάσισε την ταυτόχρονη ενεργοποίηση τριών άλλων συμπληρωματικών επιχειρήσεων, που θα ενεργούσαν ως αντιπερισπασμοί και επέβαλε απόλυτη σιγή στις επικοινωνίες που αφορούσαν την όλη επιχείρηση. Παραδόξως, το τελευταίο, αν και μέρος του αιφνιδιασμού που ήθελε να πετύχει, έδρασε αρνητικά στο σχέδιό του, επειδή η ενημέρωση των κατωτέρων αξιωματικών και διοικητών των μικρών μονάδων παρέμεινε πρακτικά μηδενική μέχρι την τελευταία στιγμή. Αλλά οι Συμμαχικές υπηρεσίες πληροφοριών, που ήταν πολύ έμπειρες στις υποκλοπές και είχαν την βοήθεια πολλών αντιστασιακών δικτύων στην Ευρώπη, μπόρεσαν και πάλι να εντοπίσουν μέρος από τις κινήσεις προετοιμασίας του Χίτλερ.
Αλλά όπως και στην επιχείρηση στο Άρνεμ, η Ανώτατη Συμμαχική Διοίκηση δεν ήταν έτοιμη να ανεχτεί οτιδήποτε το μη αισιόδοξο και ειδικά τότε που οι πολιτικοί ηγέτες διέδιδαν ότι «Τα παιδιά μας φέτος θα κάνουν Χριστούγεννα στο σπίτι». Η κυρία επίθεση ονομάστηκε «Φρουρός στον Ρήνο» (Wacht am Rhein) και συνοδεύονταν από τρεις παράλληλες άλλες, την «Ισοπεδωμένη Γη» (Bodenplatte), όπου η Γερμανική αεροπορία θα έκανε μια γενική επίθεση καταστροφής στο έδαφος της Συμμαχικής αεροπορίας, την «Αρπαγή» (Greif).
Την χρήση δηλαδή, μεταμφιεσμένων Γερμανών σε Αμερικανούς στρατιώτες που θα προκαλούσαν σύγχυση και θα έκαναν δολιοφθορές (διοικητής ο συνταγματάρχης Οττο Σκορτσένυ) και την «Στέσερ» (Stösser), κατά την οποία θα ρίπτονταν νύχτα αλεξιπτωτιστές να καταλάβουν καίρια σημεία στην κομβική πόλη του Μαλμεντύ (Malmedy) στο ανατολικό Βέλγιο. Οι αιχμές επίθεσης θα ήταν τρεις. Η πρώτη, απέναντι από το Άαχεν, με σκοπό να εμποδίσει την 9η και 3η Αμερικανική Στρατιά από το να κινηθούν προς τα νότια και με τελικό στόχο να καταλάβει την Αμβέρσα. Η δεύτερη αιχμή θα γινόταν στην περιοχή των Αρδεννών, μεταξύ Ανατολικού Βελγίου και Λουξεμβούργου.
Αυτή ήταν επιφορτισμένη με την προώθηση προς τον ποταμό Μεύση, το πέρασμα του οποίου άφηνε πρακτικά αφύλακτο τον δρόμο για τις Βρυξέλλες. Η τρίτη θα προχωρούσε νοτιότερα και παράλληλα με τη δεύτερη, προστατεύοντας τα πλευρά της από τον νότο, μια και στην Γαλλία βρίσκονταν ήδη Αμερικανικές δυνάμεις με έδρα το Βερντέν. Ο Μεύσης και η Αμβέρσα αποτελούσαν το κλειδί των Συμμαχικών εφοδιασμών και όντως η απώλειά τους θα μπορούσε να διακόψει τις Συμμαχικές επιθέσεις τουλάχιστον για ένα εξάμηνο - διάστημα αρκετό για τον Χίτλερ να ελπίσει σε μια σοβαρή ανακατάταξη δυνάμεων και συμφερόντων που θα έφερναν στον πόλεμο μια άλλη τροπή.
Το σχέδιο αυτό, σαν σύλληψη επί χάρτου, απέσπασε εκ των υστέρων τον θαυμασμό των ιστορικών στρατιωτικών αναλυτών, αλλά στην εκτέλεση επί του πεδίου ο Χίτλερ δεν απέφυγε τις αλλεπάλληλες υποθέσεις, εξαιτίας της υπερβολικής του αισιοδοξίας, ή ίσως και της απελπισίας που τον κατέτρωγε μετά την απόβαση στην Νορμανδία. Οι ανώτατοι αξιωματικοί, που ανέλαβαν την εκτέλεση ήταν οι αρχιστράτηγοι Βάλτερ Μόντελ (Walther Model) και Γκερντ φον Ρούντστεντ (Gerd von Rundstedt). Και οι δύο εντόπισαν από νωρίς τα προβλήματα. Καταρχήν η κακοκαιρία δεν θα ήταν αιώνια και, αν οι Σύμμαχοι έβρισκαν την ευκαιρία να εξαπολύσουν την αεροπορία τους, οι γερμανικές μονάδες θα υπέφεραν σοβαρά, χωρίς ελπίδα να προχωρήσουν.
Επίσης, αριθμητικά οι Γερμανικές μονάδες είχαν μεγάλα κενά και πολύ μικρότερη επάνδρωση από το κανονικό. Αναγκάστηκαν, μάλιστα, να οργανώσουν και τμήματα, που περιελάμβαναν τραυματίες παλαίμαχους που μόλις είχαν ανανήψει και στρατιώτες με ηλικίες κάτω του στρατεύσιμου ορίου. Τυχόν απώλειες σε τόσο περιορισμένες δυνάμεις κινδύνευαν να αφήσουν τα άρματα απροστάτευτα από το συνοδευτικό πεζικό. Επιπλέον, η κατάσταση του εδάφους στις Αρδέννες, στο σημείο εκκίνησης, είναι πολύ λοφώδης με εξαιρετικά στενά περάσματα, στα οποία αρκούσε μια μικρή εμπλοκή για να σταματήσει ολόκληρες φάλαγγες αρμάτων.
Όντως, αρκεί κανείς ακόμα σήμερα να επισκεφθεί την περιοχή και θα διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι, ακόμα και για ένα αυτοκίνητο, να κάνει την διαδρομή, την οποία πρότεινε ο Χίτλερ, για τα μεγαλύτερα άρματα που διέθετε τότε, τα Τάιγκερ (τίγρεις), και πόσο εύκολα αποκόπτεται ένας τέτοιος δρόμος από ένα απλό εμπόδιο. Τέλος, στο θέμα του ανεφοδιασμού, ο Χίτλερ διέθετε καύσιμα μόνο για την μισή διαδρομή και πρότεινε απλά την χρήση των συμμαχικών καυσίμων που θα αιχμαλώτιζαν, εννοείται, οι εμπροσθοφυλακές του.
Οι δύο αρχιστράτηγοι, μετά από μια ώριμη μελέτη αντιπρότειναν μια παραλλαγμένη έκδοση του αρχικού σχεδίου, με πλησιέστερους στόχους σε ένα εφικτό πλαίσιο, την οποία όμως απέρριψε ο Χίτλερ ως ανάξια λόγου. Ηγέτες στο πεδίο της μάχης ορίστηκαν :
- Ο Στρατηγός των Ες Ες Ζεπ Ντήτριχ (Sepp Dietrich), βετεράνος των αρμάτων, ο οποίος, χωρίς να αποτελεί στρατηγική ευφυΐα, ήταν αρεστός και πιστός στον Χίτλερ και παρέμενε αγαπητός στους υφισταμένους του. Θα οδηγούσε την 6η Τεθωρακισμένη Στρατιά Ες Ες. Βασικοί σχηματισμοί της στρατιάς ήταν το Ιο Τεθωρακισμένο Σώμα Ες Ες (1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Leibstandarte και 12η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Hitlerjugend) και το ΙΙο Τεθωρακισμένο Σώμα Ες Ες (2α Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες Ες Das Reich και 9η Τεθωρακισμένη Μεραρχία Ες ΕςHohenstaufen). Οι περισσότεροι άνδρες των τεσσάρων μεραρχιών ήταν νέοι και άπειροι αλλά διοικούνταν από εξαιρετικά φανατικούς και σκληροτράχηλους αξιωματικούς. Στόχος της Στρατιάς ήταν η Αμβέρσα.
- Ο Στρατηγός Χάσο φον Μαντόιφελ (Hasso von Manteuffel) με την 5η Στρατιά Θωρακισμένων θα αναλάμβανε το κέντρο, με τελικό στόχο την κατάληψη των αποθηκών εφοδιασμού στην πόλη Ναμύρ στον Μεύση και, στην συνέχεια, θα καταλάμβανε τις Βρυξέλλες.
- Ο Ταξίαρχος Εριχ Μπράντενμπέργκερ (Erich Brandenberger) με την 7η Στρατιά Θωρακισμένων θα κάλυπτε την νότια πλευρά του Μαντόιφελ.
Την τελευταία στιγμή προστέθηκε και μια τέταρτη δύναμη, η οποία είχε ανασυσταθεί μετά τις μάχες στο Άρνεμ, και από την Ολλανδία θα μπορούσε να αντεπιτεθεί στα συμμαχικά στρατεύματα ανάλογα με τις περιστάσεις. Ήταν η 15η Στρατιά υπό τον Στρατηγό Γκούσταφ-Αντολφ φον Τσάνγκεν (Gustav-Adolf von Zangen). H κύρια προσπάθεια θα καταβαλλόταν στα βόρεια του τομέα των Αρδεννών από την 6η Στρατιά Tεθωρακισμένων του Ζεπ Ντήτριχ, που έπρεπε να διαβεί τον Μεύση στην περιοχή της Λιέγης, παρακάμπτοντας την τελευταία, και να καταλάβει την Αντβέρπ.
Στο κέντρο η 5η Στρατιά Tεθωρακισμένων του Χάσο φον Μαντόυφελ είχε την αποστολή να διαβεί τον Μεύση στα νότια της 6ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων και να κατευθυνθεί και αυτή προς την Αντβέρπ, προφυλάσσοντας το πλευρό της 6ης Στρατιάς, κατά μήκος της επίθεσής της, από μία αντεπίθεση των Αμερικανών από το Νότο. Στα νότια η 7η Στρατιά του Εριχ Μπραντενμπέργκερ, με πεζικό και μηχανοκίνητα τμήματα, είχε την αποστολή να προχωρήσει προς τον Μεύση και να καλύψει τις δύο άλλες στρατιές από αντεπιθέσεις της 3ης Στρατιάς των Αμερικανών από το νότο και νοτιοδυτικά.
O Χίτλερ, γνωρίζοντας ότι ο αποφασιστικός παράγοντας για την επιτυχία της επίθεσης θα ήταν ο αιφνιδιασμός, όρισε προσωπικά τους αξιωματικούς που θα επεξεργάζονταν το σχέδιο της επίθεσης και απείλησε με την ποινή του θανάτου για οποιαδήποτε παραβίαση της ασφάλειας. Oι μόνοι ανώτεροι αξιωματικοί που ενημερώθηκαν στη φάση της σχεδίασης ήταν ο φον Ρούντστεντ και ο Μόντελ και οι αρχηγοί των επιτελείων τους. Tο πολεμικό ημερολόγιο της Ανώτατης Διοίκησης Δύσεως (OΚ WEST) δεν περιείχε καμία αναφορά για την επίθεση και ένα χωριστό πολεμικό ημερολόγιο τηρούνταν χειρόγραφα από τους λίγους αξιωματικούς που εργάζονταν στο σχέδιο.
H ανταλλαγή των πληροφοριών μεταξύ των επιτελείων γινόταν μόνο με αξιωματικούς συνδέσμους, των οποίων κάθε μετακίνηση επιτηρούνταν από άνδρες της ασφάλειας του στρατού και πράκτορες της Γκεστάπο. O καθένας που συμμετείχε στο σχεδιασμό έδωσε όχι έναν, αλλά πολλούς όρκους να τηρήσει μυστικότητα, υπογράφοντας μια δήλωση με την οποία αποδεχόταν την ποινή του θανάτου για οποιαδήποτε παραβίαση της ασφάλειας.
H ονομασία που δόθηκε στο σχέδιο της επιχείρησης ήταν "Σκοπιά στο Ρήνο" (Wacht am Rhein) και οι συνεχείς επιθέσεις των Συμμάχων τον Νοέμβριο έπεισαν ακόμα και τους αμύητους διοικητές των Γερμανικών δυνάμεων στη Δύση, ότι το υλικό που προωθούνταν στην περιοχή και η προοδευτική απόσυρση μονάδων από την πρώτη γραμμή για αναδιοργάνωση, προοριζόταν να προετοιμάσει τα απαραίτητα στρατεύματα για την υπεράσπιση του Ρουρ και του Παλατινάτου. H πυκνά δασωμένη περιοχή του Σνέε Αϊφελ προσφερόταν απόλυτα για την απόκρυψη των δυνάμεων και του υλικού που συγκεντρωνόταν και τα μικρά διάσπαρτα χωριά προσέφεραν την όσο το δυνατόν καλύτερη διασπορά των δυνάμεων που έβρισκαν καταφύγιο σε αυτά.
H απόλυτη αεροπορική υπεροχή που είχαν οι Σύμμαχοι επάνω από ολόκληρο το Δυτικό Μέτωπο, περιόρισε την κυκλοφορία στρατευμάτων στην περιοχή αποκλειστικά στις ώρες του σκοταδιού. Tα τρένα που μετέφεραν στρατεύματα και υλικό παρέμεναν κρυμμένα στις σήραγγες στη διάρκεια της μέρας. Eπιβλήθηκε σιγή ασυρμάτου στις μονάδες που βρίσκονταν στην περιοχή συγκέντρωσης, εκτός από εκείνες που αντιμετώπιζαν τον εχθρό καλύπτοντας θέσεις στο μέτωπο. Kαμία βολή πυροβολικού δεν επιτράπηκε εκτός από τα πυροβόλα της πρώτης γραμμής.
Πάνω από όλα, όμως, η επιτυχία ή η αποτυχία της απόκρυψης εξαρτιόταν από τη δραστηριότητα των Συμμάχων στον αέρα. Θα μπορούσαν οι προετοιμασίες να ολοκληρωθούν, προτού να επισημάνουν τα εχθρικά αναγνωριστικά αεροπλάνα τη συγκέντρωση των στρατευμάτων και των οχημάτων;
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ Έχοντας αρχικά την πρόθεση η επιχείρηση να αρχίσει να πραγματοποιείται τον Νοέμβριο, οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να την αναβάλουν μέχρι το μετεωρολογικό δελτίο να εξασφαλίσει μακρά περίοδο χαμηλής νέφωσης και ομίχλης, η οποία προβλέφθηκε ότι θα εμφανιζόταν περίπου ένα δεκαήμερο πριν τα Χριστούγεννα. Αλλά στην μικρή αυτή διάρκεια πολλές προετοιμασίες δεν είχαν τον χρόνο να γίνουν και κυρίως η εκπαίδευση των στρατευμάτων, αφού ο περισσότερος χρόνος δαπανήθηκε απλά και μόνο για να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις.
Την ίδια ώρα, η επιβεβλημένη από τον Χίτλερ σιγή για το σχέδιο δεν επέτρεψε στους διοικητές μονάδων να εξηγήσουν τους στόχους τους στα στρατεύματά τους και μερικές μονάδες διατάχθηκαν να τοποθετηθούν αναμένοντας διαταγές αργότερα, ενώ οι πιλότοι των αεροσκαφών μεταφοράς των αλεξιπτωτιστών δεν ενημερώθηκαν για τα ακριβή σημεία ρίψεων. Στην ουσία, στον τομέα της προετοιμασίας, η επιχείρηση εκείνη ήταν καθαρή αποτυχία και θα ήταν καταδικασμένη από την αρχή αν από την συμμαχική πλευρά η κατάσταση ηγετικά ήταν λιγότερο αξιοθρήνητη.
Ένας μόνον Αμερικανός αξιωματικός πληροφοριών, ο συνταγματάρχης της 3ης Στρατιάς Οσκαρ Κόχ (Oscar Koch) τόλμησε να επιμείνει ότι τα Γερμανικά στρατεύματα που έβρισκε μπροστά του δεν έδειχναν καθόλου σε αποσύνθεση και, αντίθετα, το ηθικό τους ήταν παράδοξα ανεβασμένο, ενώ εμφάνισε φωτογραφίες καμουφλαρισμένων βαρέων αρμάτων κοντά στο μέτωπο. Αλλά οι υποδείξεις του, όπως κι εκείνες των πληροφοριών που ανέφεραν ότι υποκλάπηκαν σήματα που αναζητούσαν Αγγλομαθείς Γερμανούς για μια πολεμική επιχείρηση, αγνοήθηκαν επιδεικτικά, ως μη συμβαδίζοντα με τις απόψεις του Συμμαχικού Επιτελείου.
Ταυτόχρονα, κάποιες μικρές προσπάθειες να προκαλέσουν σύγχυση από Γερμανικής πλευράς φαίνεται να καρποφόρησαν ή, τουλάχιστον, ήταν αρεστές στα αυτιά που τις άκουγαν. Συνεργάτες των Γερμανών διέδιδαν επίτηδες ειδήσεις για μια επίθεση δυτικά της Φρανκφούρτης. Μάλιστα αναφέρεται ότι ο ίδιος ο Μαντόιφελ, ντυμένος με πολιτικά, κατέβηκε να πιει τον καφέ του στην συνοριακή πόλη του Λουξεμβούργου με την Γερμανία, Έχτερναχ και όπου φωναχτά άρχισε να συζητά με τους θαμώνες ειδήσεις για μια μεγάλη αντεπίθεση απέναντι από το Ντίσελντορφ, με σκοπό, φυσικά, να τον ακούσουν οι ντόπιοι πληροφοριοδότες των Συμμάχων.
Τώρα πια για τους Γερμανούς, ένα μεγάλο μέρος του πεζικού αποτελείτο από σμηνίτες και προσωπικό της πολεμικής αεροπορίας, αφού δεν υπήρχαν πια αεροσκάφη και πολλά αεροδρόμια είχαν αχρηστευθεί από βομβαρδισμούς. Οι άνδρες αυτοί, είχαν καλό ηθικό, αλλά η εκπαίδευση τους ήταν μόνο η ελάχιστη απαιτούμενη. Το ίδιο συνέβαινε και με τους συναδέλφους τους από το πολεμικό ναυτικό και άλλες υπηρεσίες του Γερμανικού Κράτους (ταχυδρομεία, αστυνομία, πυροσβεστική). Τα πράγματα γίνονταν πιο δύσκολα σε πιο εξειδικευμένα όπλα.
Τα βαριά άρματα μάχης χρειάζονταν άρτια εκπαιδευμένο προσωπικό για να αποδώσουν τα μέγιστα, όμως, η έλλειψη καυσίμων και πυρομαχικών είχαν περιορίσει δραστικότατα τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες σε αυτό το κρίσιμο όπλο. Έτσι, αν και οι ελλείψεις και οι αδυναμίες ήταν δεδομένες και δυσεπίλυτες, την 16η Δεκεμβρίου ο Γερμανικός Στρατός, έριξε την " τελευταία του ζαριά", όπως πολύ σωστά επεσήμανε ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων Στρατηγός Αϊζενχάουερ.
H ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ Στα μέσα Σεπτεμβρίου οι Σύμμαχοι πίστευαν ότι η τελική νίκη ήταν πια στα χέρια τους. Ενθουσιασμένοι από τις επιτυχίες τους μετά τη διάσπαση του μετώπου στη Νορμανδία, τις τρομακτικές απώλειες των Γερμανών στη Γαλλία και τις αιματηρές ήττες τους στο Ανατολικό Μέτωπο, έβλεπαν τη Βέρμαχτ να καταρρέει. H αισιοδοξία εξανεμίστηκε εν μέρει, όταν αντιμετώπισαν έναν αναγεννημένο και αναδιοργανωμένο γερμανικό στρατό στην υπεράσπιση του Δυτικού Τείχους και του Γερμανικού εδάφους εν γένει, αλλά δεν εξαφανίστηκε εντελώς ποτέ. Όταν ξανάρχισε η επίθεσή τους στα τέλη NΝεμβρίου, η προηγούμενη άκρατη αισιοδοξία τους επανεμφανίστηκε.
Μια σύνοψη των πληροφοριών της 12ης Ομάδας Στρατιών, με ημερομηνία 12 Δεκεμβρίου 1944, ανέφερε: "Είναι τώρα σίγουρο ότι η φθορά υποσκάπτει σταθερά τη δύναμη των Γερμανικών δυνάμεων στο δυτικό μέτωπο και ότι η γραμμή άμυνας είναι ασθενέστερη, πιο εύθραυστη και πιο τρωτή από ό,τι εμφανίζεται στους χάρτες πληροφοριών ή στα μάτια των στρατευμάτων στην πρώτη γραμμή". Αυτή η αισιοδοξία, ενισχυμένη από πληροφορίες ότι ο εχθρός δεν είχε πλέον τα απαραίτητα καύσιμα για να κινήσει τα άρματα μάχης και να πετάξει τα αεροσκάφη του, κυριαρχούσε σε όλες τις εκτιμήσεις των δυνατοτήτων του εχθρού.
H κεντρική αντίληψη ήταν η ακόλουθη: ο εχθρός είναι ακόμα ικανός να επιτεθεί, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι σημαντικό διότι στερείται τα απαραίτητα στρατεύματα, τα αεροπλάνα, τα άρματα, τα καύσιμα και τα πυρομαχικά. Γενικά όμως, ολόκληρο τον μήνα, πριν από την επίθεση της 16ης Δεκεμβρίου, υπήρχαν μόνο αποσπασματικές πληροφορίες για την εχθρική δύναμη στο μέτωπο της επίθεσης. Oι Γερμανοί ανώτατοι αξιωματικοί που ήταν αρμόδιοι για το σχεδιασμό της επιχείρησης είχαν προβλέψει σωστά ότι οι Αμερικανοί διοικητές θα θεωρούσαν ότι το έδαφος της περιοχής, ιδιαίτερα την περίοδο του χειμώνα, απέκλειε μια επίθεση μεγάλης κλίμακας, πράγμα που πίστευαν και οι ίδιοι.
Αλλά δεν είχαν κανένα περιθώριο να φέρουν αντιρρήσεις στην απόφαση του Χίτλερ. H κακοκαιρία κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του Δεκεμβρίου μείωσε τον αριθμό των αναγνωριστικών πτήσεων στο μέτωπο της 1ης Στρατιάς, αλλά η γερμανική συγκέντρωση δυτικά του Ρήνου επισημάνθηκε από τους πιλότους αναγνωρίσεως της 67ης Ομάδας Αναγνώρισης της 3ης Στρατιάς. Την τελευταία εβδομάδα του NΝεμβρίου ο αριθμός των εχθρικών μονάδων που κινούνταν στους δρόμους παρουσίασε χαρακτηριστική αύξηση, όπως δραματική αύξηση σημειώθηκε και στην κίνηση των σιδηροδρόμων.
Ένας μεγάλος αριθμός νοσοκομειακών τρένων και ειδικά βαγόνια για τη μεταφορά βαρέων αρμάτων Tiger εντοπίστηκαν στη δυτική όχθη του Ρήνου. H αλήθεια είναι ότι η αεροπορική αναγνώριση πάνω από την περιοχή του Σνέε Αϊφελ ήταν περιορισμένη, μια και σε αυτές τις αποστολές δόθηκε χαμηλή προτεραιότητα, αλλά και οι κινήσεις που εντοπίστηκαν ερμηνεύτηκαν ως κίνηση στρατευμάτων στο Βορρά και στο Νότο των Αρδεννών. Βέβαια, δεν έλειψαν εντελώς οι αναφορές πριν από την επίθεση που θα μπορούσαν να σημάνουν συναγερμό. H 28η Mεραρχία Πεζικού (MΠ) και η 106η MΠ ανέφεραν στις εκθέσεις τους ότι υπήρχε αυξανόμενη δραστηριότητα κινήσεων αρμάτων και τροχοφόρων τις νύχτες πριν από την επίθεση.
H έμπειρη 28η MΠ υποβάθμισε αυτή την παρατήρησή της, με τη σημείωση ότι θεωρούσε αυτές τις κινήσεις, κινήσεις αντικατάστασης μονάδων της πρώτης γραμμής και ότι το ίδιο πράγμα είχε συμβεί και όταν μια γερμανική μονάδα είχε αντικαταστήσει μία άλλη τρεις εβδομάδες πριν. H 106η MΠ ήταν μια άπειρη μεραρχία και οι αξιωματικοί της δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν τη σημασία τέτοιων κινήσεων. Ένας διοικητής συντάγματος έφτασε στο σημείο να επιπλήξει τον αξιωματικό των πληροφοριών για την υποβολή εκθέσεων που εκτιμούσαν τον θόρυβο αυτό ως "εχθρική μετακίνηση".
Στις 14 Δεκεμβρίου μια γυναίκα που πέρασε από τη Γερμανική πλευρά του μετώπου ανέφερε σε αξιωματικούς της 28ης MΠ ότι τα δάση κοντά στο Μπίτμπουργκ ήταν γεμάτα με υλικό γεφύρωσης και ιππήλατο πυροβολικό. Oι απαντήσεις της στις ερωτήσεις που της υπέβαλλε ο αξιωματικός πληροφοριών ήταν προφανώς αρκετά εντυπωσιακές για να κερδίσουν την προσοχή του και διέταξε να μεταφερθεί η γυναίκα στο στρατηγείο της 1ης Στρατιάς το πρωί της 16ης Δεκεμβρίου. Tο απόγευμα της 15ης Δεκεμβρίου άνδρες της 4ης και της 106ης MΠ συνέλαβαν τέσσερις αιχμαλώτους.
Και οι τέσσερις ανακρινόμενοι υποστήριξαν ότι νέα στρατεύματα συγκεντρώνονταν στο μέτωπο και ότι επίκειτο μια μεγάλη επίθεση, στις 16 ή στις 17 Δεκεμβρίου, σίγουρα πάντως πριν από τα Χριστούγεννα. Mόνο το γεγονός της αυξημένης κυκλοφορίας κρίθηκε άξιο προσοχής από τον επικεφαλής αξιωματικό πληροφοριών της 12ης Ομάδας Στρατιών, αλλά καμία μετακίνηση στρατευμάτων δεν διατάχθηκε. Tο πρόβλημα που παρουσιάστηκε στον τομέα της συλλογής πληροφοριών, δεν ήταν αυτό της έλλειψης των απαραίτητων πληροφοριών, αλλά της ερμηνείας τους.
Oι Αμερικανοί ανέμεναν ότι ο εχθρός θα ενίσχυε τους τομείς στο βόρειο και το νότιο τμήμα των Αρδεννών, όπου εκδηλωνόταν η επίθεση της 1ης και της 3ης Στρατιάς και ερμήνευαν με τον τρόπο αυτό όλες τις κινήσεις. Αλλά η ερμηνεία αυτή ήταν ακριβώς αυτό που επιθυμούσε ο εχθρός. Mία από τις μέγιστες δεξιότητες της στρατιωτικής τέχνης είναι η αποφυγή της τάσης να υπερτιμηθεί ή να υποτιμηθεί ο εχθρός. Στην περίπτωση των Αρδεννών η εχθρική ικανότητα για επιθετικές ενέργειες είχε υποτιμηθεί. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ και ο Ομάρ Μπράντλεϋ στις αρχές Νοεμβρίου είχαν συζητήσει την πιθανότητα μίας γερμανικής αντεπίθεσης στις Αρδέννες, αλλά είχαν συμφωνήσει ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν ασύμφορη για τον εχθρό.
Oι μεραρχίες της "εθνοφρουράς" (Volkssturm) δεν ήταν ικανές να φέρουν σε πέρας σοβαρές επιθετικές επιχειρήσεις, ο χειμώνας στις Αρδέννες περιόριζε σημαντικά τη Γερμανική διοικητική μέριμνα και οι συμμαχικές δυνάμεις ήταν αρκετές για να μην επιτρέψουν στους Γερμανούς να επιτύχουν ζωτικής σημασίας σκοπούς. H έλλειψη μεραρχιών πεζικού δεν άφηνε περιθώρια για τη μετακίνηση δυνάμεων στον ήσυχο αυτόν τομέα και καμιά απόφαση για την ενίσχυσή του δεν λήφθηκε.
ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΙΡΟΣ Οι Αρδέννες είναι μια περιοχή που καλύπτεται από ελικοειδείς κοιλάδες, βαθιά φαράγγια και απότομες λοφοσειρές, οι οποίες διακόπτονται από πολλά μικρά και μεγάλα ποτάμια, που αποτελούν φυσικές γραμμές αντίστασης για τον αμυνόμενο. Tο έδαφος είναι πυκνά δασωμένο και δυσχεραίνει τόσο την κίνηση όσο και την παρατήρηση. Tο 1944, οι "παντός καιρού" δρόμοι της περιοχής, από τα γερμανικά σύνορα με το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο μέχρι και τα σύνορα της Γαλλίας, ήταν περίπου δέκα, αλλά ακόμα και αυτοί ήταν γεμάτοι απότομες στροφές και βυθίζονταν στα φαράγγια, στη βάση των οποίων κυλούσαν τα ποτάμια.
Mε δύο λόγια, θεωρητικά ήταν εντελώς ακατάλληλοι να εξυπηρετήσουν τόσο την κίνηση μεγάλων τεθωρακισμένων μονάδων όσο και τον ανεφοδιασμό τους. Οι μετεωρολογικές προβλέψεις, έδιναν στους Γερμανούς σχεδόν μία εβδομάδα κακών καιρικών συνθηκών, στοιχείο που βοηθούσε, τόσο στην ανάπτυξη δυνάμεων για την επίθεση, όσο και στην διάρκεια αυτής, και καθιστούσε αδύνατη την δράση της συμμαχικής αεροπορίας. Από εκεί και πέρα οι δυνάμεις πεζικού και αρμάτων μάχης, θα έπρεπε να προελάσουν ταχύτατα σε ιδιαίτερα δύσκολο έδαφος, να καταλάβουν μία σειρά από αντικειμενικούς σκοπούς, και να διασχίσουν τον ποταμό Μεύση, καταλαμβάνοντας κατόπιν το λιμάνι.
Αυτό, όμως ήταν μία επιθετική ενέργεια που θα επιτύγχανε μόνο εάν οι στόχοι της, καταλαμβάνονταν μέσα στους αναγκαίους χρόνους. Καμία μονάδα δεν έπρεπε να καθυστερήσει σε άσκοπες συγκρούσεις, διακινδυνεύοντας έτσι όλη την επιχείρηση, αυτό με την σειρά του σήμαινε ο,τι οι αμυνόμενοι θα λειτουργούσαν ακριβώς όπως οι επιτιθέμενοι ήθελαν, και θα εγκατέλειπαν τις θέσεις τους δίχως να αντιτάξουν σοβαρή και χρονοβόρα άμυνα. Επιπρόσθετα, αναμενόταν, όταν θα καθάριζε ο καιρός, να υπάρξει για τους Γερμανούς ισχυρή αεροπορική υποστήριξη με αιχμή σημαντικούς αριθμούς από τα νεότευκτα αεριωθούμενα μαχητικά Messerchmit Me-262.
Τα οποία Me-262, θα προστάτευαν τις επίγειες δυνάμεις αποκτώντας την αεροπορική υπεροχή πάνω από τους χώρους των επιχειρήσεων. Γενικά, επρόκειτο για ένα σχέδιο, απλό στην σύλληψη, αλλά με μεγάλες απαιτήσεις σε υλικό και εφόδια, ανάγκη ταχύτατης προέλασης και εκκαθαριστικών επιχειρήσεων αλλά και ανάγκη γρήγορης αναπλήρωσης των απωλειών. Όλα αυτά, ήταν το 1944, δυσεύρετα ή και ανύπαρκτα αφού η Βέρμαχτ του 1944, δεν είχε καμία σχέση με την πανίσχυρη και άρτια εκπαιδευμένη μηχανή του 1940. Τον στρατό εκείνο που και πάλι διαμέσου της περιοχής των Αρδεννών είχε σαρώσει τις Γαλλο-Αγγλικές δυνάμεις καταλαμβάνοντας την χώρα σε 15 ημέρες.
Δεν υπάρχει καμία μεγάλη πόλη στις Αρδέννες, εκτός αν συμπεριλάβουμε σε αυτή την περιοχή την πρωτεύουσα του Λουξεμβούργου και την Αρλόν. Oι οικισμοί της περιοχής το 1944 αποτελούνταν από διάσπαρτα χωριά -τα μεγαλύτερα με πληθυσμούς που κυμαίνονταν από 2.500 έως 4.000 κατοίκους- τα οποία διασχίζονταν από στενούς πέτρινους δρόμους, που επέτρεπαν μόνο τη μονή κυκλοφορία. Eνα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της περιοχής ήταν οι απομονωμένες φάρμες και τα πέτρινα πανδοχεία, τα οποία έδιναν το όνομά τους στα σταυροδρόμια των οδών όπου ήταν κτισμένα.
Tον Δεκέμβριο ξημέρωνε γύρω στις 08:00 και η μέρα κρατούσε περίπου μέχρι τις 16:00 το απόγευμα. Oι μετεωρολόγοι είχαν προβλέψει ότι στα μέσα του μηνός ο καιρός θα χαρακτηριζόταν από χαμηλές νεφώσεις, ομίχλη και χιονοπτώσεις, αποτρέποντας τη δράση της συμμαχικής αεροπορίας, την αποτελεσματικότητα της οποίας οι Γερμανοί είχαν "γευτεί" από πρώτο χέρι στη μάχη της Νορμανδίας.
ΟΙ ΜΑΧΕΣ Τον Δεκέμβριο του 1944, το μέτωπο στην περιοχή των Αρδεννών του Βελγίου ήταν ιδιαίτερα ήσυχο. Τίποτα δεν προμήνυε την καταιγίδα που θα ακολουθούσε και οι Αμερικανοί στρατιώτες αισθάνονταν αρκετά τυχεροί από την αναπάντεχη ανάπαυλα των επιχειρήσεων μετά από πολλούς μήνες σφοδρών συγκρούσεων. Όταν οι καιρικές συνθήκες ωρίμασαν, στις 16 Δεκεμβρίου, και εξασφάλιζαν πρακτικά μηδενική ορατότητα, η επίθεση εξαπολύθηκε. Την ίδια ώρα ο Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ έπαιρνε άδεια να επισκεφθεί την οικογένειά του στην Αγγλία και ο Αϊζενχάουερ την επομένη θα πήγαινε σε γάμο επιτελούς του.
Καμία πληροφορία δεν είχαν πάρει οι μονάδες, οι οποίες βρέθηκαν ξαφνικά μπροστά στα Γερμανικά άρματα. Οι περισσότερες, μάλιστα, από αυτές, ήταν εντελώς αδοκίμαστες σε πόλεμο (η 99 και 106 Μεραρχίες) ενώ η έμπειρη 2η Μεραρχία Πεζικού είχε σταλεί σε εκείνο τον τομέα συμπτωματικά, για ανάκαμψη. Όμως, την ίδια στιγμή απέναντι τους συγκεντρωνόταν μία ιδιαίτερα μεγάλη δύναμη αποτελούμενη από πλήθος αρμάτων μάχης, πυροβολικού και τεθωρακισμένων, καθώς και πεζικό που σταδιακά έφτασε τις 200.000 άνδρες. Η εντυπωσιακή αυτή στρατιά είχε συγκεντρωθεί με πολύ κόπο, από όλες τις διαθέσιμες μονάδες, ακόμα και από το υπό κατάρρευση ανατολικό μέτωπο.
Ξύνοντας τον πάτο του βαρελιού, είχαν βρεθεί και οι εκατοντάδες τόννοι καυσίμων που χρειάζονταν ώστε τα σχεδόν 1000 άρματα μάχης να τεθούν σε κίνηση, καθώς και τα αναγκαία πυρομαχικά για κάθε είδους όπλο. Οι δυνάμεις αυτές, επρόκειτο να λάβουν μέρος σε αυτό που αποδείχθηκε η τελευταία πράξη του δράματος στο δυτικό μέτωπο, την επιχείρηση "Σκοπιά στο Ρήνο", ευρύτερα γνωστή ως η μάχη των Αρδεννών, ή στην Αμερικανική ιστορία "The Battle of the Buldge", (Buldge, προεξοχή, εξόγκωμα, από το σχήμα που είχε το μέτωπο στους αεροπορικούς χάρτες των εμπλεκομένων).
Η Γερμανική επίθεση ξεκίνησε στις 05:30 της 16ης Δεκεμβρίου του 1944. Αρχικά, εξαπολύθηκε ένα τρομακτικό μπαράζ πυροβολικού από σχεδόν 1600 κανόνια και εκτοξευτές ρουκετών. Ο βομβαρδισμός αυτός επεκτάθηκε σε ένα μέτωπο 130 χλμ. Ο Ντήτριχ ξεκίνησε την επίθεσή του τα χαράματα στις 05:30΄ με ισχυρή προετοιμασία πυροβολικού και στις 08:00 πλημμύριζε ήδη με πεζικό τα Αμερικανικά χαρακώματα απέναντι από τις λοφοσειρές του Λόσχαϊμ και του Έλσενμπορν, στα Βελγο-Γερμανικά σύνορα. Την ίδια ώρα ο Μαντόιφελ διέσχισε το βόρειο Λουξεμβούργο και πλησίασε τους δύο σημαντικούς κόμβους στην περιοχή του Βελγίου, την Μπαστόν και το Σαίν Βιτ.
Ο Μπράντενμπέργκερ προχωρούσε στο κεντρικό Λουξεμβούργο χωρίς σημαντική αντίσταση, στο νότιο πλευρό του Μαντόιφελ. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ο,τι η επιτυχία της επιχείρισης, εξαρτιόταν από την έγκαιρη κατάληψη διαφόρων σημαντικών θέσεων, στον βορά, το κέντρο και στο νότιο τμήμα του μετώπου. Σε πολλές τοποθεσίες είχαν οργανωθεί από τους συμμάχους τεράστιες βάσεις εφοδιασμού και είχαν συγκεντρωθεί μεγάλες ποσότητες καυσίμων. Αυτές οι τελευταίες ήταν άκρως απαραίτητες στους επιτιθέμενους προκειμένου αυτοί να είναι σε θέση να συνεχίσουν την προσπάθεια τους. Το ίδιο σημαντικές ήταν και μία σειρά από γέφυρες από τις οποίες μπορούσαν να διέλθουν βαριά άρματα μάχης και οχήματα.
Συνεπώς, η ταχεία κατάληψη αυτών των θέσεων ήταν κρίσιμος παράγοντας στην επιτυχία της επιχείρισης και στην επίτευξη των στόχων αυτής. Γενικά, η επιθετική ενέργεια των Γερμανών επεκτάθηκε από βορά προς νότο. Στο βόρειο τομέα, της εφόδου ηγείτο η επίλεκτη 1η μεραρχία των SS, μια ισχυρή δύναμη αποτελούμενη από 5.000 άνδρες και 600 άρματα και οχήματα. Επικεφαλής της, ήταν ο συνταγματάρχης των SS Γιόακειμ Παϊπερ, ένας άνδρας που το όνομα του θα γινόταν συνώνυμο της μάχης τις επόμενες ημέρες.
Παρά την αρχική έκπληξη, οι αξιωματικοί της 2ης Μεραρχίας Πεζικού έδωσαν εντολή στους άνδρες τους να προβάλουν αντίσταση με όλα τα μέσα και συμπαρασύροντας και την άπειρη 99η Μεραρχία κατάφεραν, αν και υποχωρούσαν, να σταματήσουν την Γερμανική προέλαση μετά από κάπου δύο ώρες εμπλοκής. Ήταν ένα θαυμαστό δείγμα της αποτελεσματικότητας που μπορεί να έχει ένα, αδύναμο μεν, αλλά πεισματάρικο πεζικό. Ο Ντήτριχ αναγκάζεται να καλέσει τα βαρέα άρματά του στην μάχη νωρίτερα απ’ όσο υπολόγιζε και αυτό σήμαινε, προφανώς, ταχύτερη ανάλωση των διαθέσιμων καυσίμων.
Εκεί διαπιστώνει ότι η κακοκαιρία μπορεί μεν να τον προφυλάσσει από την εχθρική αεροπορία, αλλά του προκαλεί σημαντική καθυστέρηση, όταν προσπαθεί να συγχρονίσει τα άρματα με το πεζικό, με αποτέλεσμα να βρίσκεται από εκεί και πέρα συνέχεια πίσω από το πρόγραμμά του. Οι δυνάμεις της 6ης στρατιάς συγκρούστηκαν με την 99η μεραρχία πεζικού του Αμερικανικού Στρατού, η οποία και αμύνθηκε με ιδιαίτερο σθένος. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και οι απώλειες των επιτιθέμενων ήταν αρκετά σημαντικές.
Παρά την καθυστέρηση αυτή, οι δυνάμεις του Παϊπερ κατάφεραν να κυριεύσουν τις αποθήκες καυσίμων που βρήκαν στον δρόμο τους, και, μετά από ανεφοδιασμό των οχημάτων να κινηθούν δυτικά, οπότε και συγκρούστηκαν με τα εναπομείναντα στοιχεία της 99ης μεραρχίας και δυνάμεις της 2ης μεραρχίας πεζικού των Η.Π.Α. Οι μάχες ήταν πολύ σκληρές και τις επόμενες δέκα ημέρες Γερμανοί και Αμερικανοί αγωνίζονταν να καταλάβουν χωριά, μικρές πόλεις, σταυροδρόμια και αποθήκες ανεφοδιασμού. Σταδιακά, η Γερμανική επίθεση εκφυλίστικε και διακόπηκε.
Η απρόσμενη αντίσταση των συμμάχων είχε αποτρέψει την κατάληψη των οδών που θα οδηγούσαν τους Γερμανούς στους τεράστιους χώρους αποθήκευσης στην Λιέγη και το Σπα του Βελγίου. Εάν οι χώροι αυτοί είχαν πέσει στα χέρια των επιτιθεμένων, αυτό θα είχε σημαντικές επιπτώσεις στην μετέπειτα εξέλιξη των επιχειρήσεων από συμμαχικής πλευράς και ήταν πολύ πιθανό να καθυστερούσε ακόμα και το τέλος του πολέμου. Πολύ καλύτερη ήταν η κατάσταση για τον Μαντόιφελ απέναντι από τις 26η και 106η Μεραρχίες Πεζικού, καθώς με μια κλασική διάταξη «ψαλίδας» περικύκλωσε σύντομα δύο συντάγματα της 106, τα 422 και 423, τρέποντάς τα σε φυγή και προκαλώντας, στη συνέχεια, την άμεση παράδοσή τους.
Εκτιμάται ότι εξουδετέρωσε, έτσι, μέχρι και 9.000 στρατιώτες, αποκομίζοντας παράλληλα και σημαντικό υλικό. Η Γερμανική επίθεση ήταν το ίδιο, ίσως και περισσότερο σφοδρή στο κέντρο του μετώπου. Σε αυτόν τον τομέα η έφοδος τους είχε και ικανοποιητική επιτυχία. Οι Αμερικανικές 28η και 106η μεραρχίες υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν μετά απο σφοδρές μάχες. Οι Γερμανοί πάντως, αν και δεν διέθεταν τον όγκο των όπλων που είχαν οι δυνάμεις στον βόρειο τομέα, κατάφεραν να κυκλώσουν και να εκμηδενίσουν δύο Αμερικανικά ενισχυμένα συντάγματα. Οι απώλειες των αμυνομένων υπολογίστηκαν σε 7.000 νεκρούς, αλλά νεότερα στοιχεία ανεβάζουν τον αριθμό στις 9.000 ή και περισσότερους.
Στην συνέχεια, οι επιτιθέμενοι στράφηκαν προς τις γέφυρες του ποταμού Μοζε, που αποτελούσαν και τον κύριο στόχο τους. Πριν όμως φτάσουν σε αυτές ενεπλάκησαν σε σφοδρότατες συγκρούσεις στην τοποθεσία του Saint Vith, ένα σημαντικότατο οδικό κόμβο που υπεράσπιζε η 99η μεραρχία των Η.Π.Α. μαζί με όσα στοιχεία της 106ης είχαν διασωθεί από τις προηγούμενες μάχες. Αλλά οι παράλληλες επιχειρήσεις των Γερμανών «Ισοπεδωμένη Γη», «Αρπαγή» και «Στέσσερ» ήταν, πρακτικά, θνησιγενείς. Η μεν πρώτη αναβλήθηκε για αργότερα και τελικά πραγματοποιήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1945 λόγω αδυναμίας συγκέντρωσης και συγχρονισμού των απαραίτητων αεροπορικών δυνάμεων αλλά και των καιρικών συνθηκών.
Η «Στέσσερ» κατέσπειρε τους 1300 αλεξιπτωτιστές της πολύ μακριά από τους προγραμματισμένους στόχους και τα κατάλοιπά της, πλημμελώς ενημερωμένα, αποσυντονίστηκαν και προσπάθησαν να ενωθούν με τα υπόλοιπα στρατεύματα χωρίς να επιτύχουν τίποτε το ιδιαίτερο. Η «Αρπαγή», ενώ πρακτικά απέτυχε στον αντικειμενικό της στόχο, κατάφερε ωστόσο με την πρωτοτυπία της να ταράξει τους Αμερικανούς περισσότερο από όσο αναμενόταν. Αντιλαμβανόμενος ότι κάποιοι ντυμένοι σαν Αμερικανοί στρατιώτες είχαν καταφέρει να μπερδέψουν τις οδικές πινακίδες, άρχισαν να υποψιάζονται τους πάντες και τα πάντα.
Ενώ τρομακτικές διαδόσεις έφτασαν μέχρι τα αυτιά του στρατηγού Τζόρτζ Πάττον, Διοικητή της 3ης Στρατιάς στο Βερντέν και του Αϊζενχάουερ στο Παρίσι, ότι εκατοντάδες Γερμανοί είχαν αναπτυχθεί μέσα στα συμμαχικά στρατεύματα και κρατούσαν την τύχη όλων των εξελίξεων στα χέρια τους. Όταν, μάλιστα, μερικοί συνελήφθησαν, ομολόγησαν -και όντως με αυτή την εντύπωση είχαν μείνει από την ελλιπή ενημέρωση που είχαν λάβει- ότι ο στόχος τους ήταν η δολοφονία ενός επιφανούς συμμαχικού προσώπου, πολύ πιθανόν του ίδιου του Αϊζενχάουερ, αναστάτωσαν με άσκοπα μέτρα ασφαλείας όλο το συμμαχικό αρχηγείο.
Με αρκετά κωμικά συμβάντα μεταξύ φρουρών που υποψιάζονταν ακόμα και τους στρατηγούς των μονάδων τους σαν πράκτορες των Γερμανών. Όσοι πάντως από αυτούς τους Γερμανούς συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, μια και είχαν παραποιήσει την στολή τους και άρα θεωρήθηκαν κατάσκοποι. Σώζεται, μάλιστα, ως σήμερα ο τοίχος εμπρός στον οποίο έγινε η εκτέλεση, στην Ρος-αν-Αρντέν στο Βέλγιο. Οι Γερμανοί κατέλαβαν τελικά την αρτηρία, αλλά αυτό επιτεύχθηκε στις 21 Δεκεμβρίου, πράγμα που σήμαινε ο,τι οι στρατιές του κεντρικού τομέα ήταν ήδη εκτός χρονοδιαγράμματος. Μετά απο την καθυστέρηση αυτή, τα Γερμανικά στρατεύματα πλησίασαν τελικά στον Μόζε.
Όμως, Αμερικανοί και Βρετανοί είχαν ήδη οχυρώσει τις περισσότερες διαβάσεις. Μετά από σφοδρές μάχες, οι επιτιθέμενοι έφτασαν μερικά χιλιόμετρα από τις γέφυρες αλλά η έλλειψη καυσίμων και οι απώλειες τους, δεν επέτρεπαν άλλη προώθηση. Έτσι, ο βασικότερος ίσως στόχος των Γερμανών, η κατάληψη των γεφυρών δεν επιτεύχθηκε με αποτέλεσμα όλη η επιχείρηση να λάβει αρνητική τροπή. Μια σημαντική, όμως, ενέργεια που θα είχε σοβαρές συνέπειες για την συνέχεια είναι ότι διατάχθηκε η εξαιρετικά εμπειροπόλεμη και επίλεκτη δύναμη, η 101η αερομεταφερόμενη αμερικανική ταξιαρχία, που πρόσφατα είχε πρωταγωνιστήσει στο Άρνεμ, να βαδίσει για να κρατήσει την Μπαστόν, που περικύκλωνε ο Μαντόιφελ, στις 19 του μηνός.
Εκεί η αντίσταση υπήρξε μνημειώδης και άγρια, παρόλο που δεν υπήρχαν ούτε η προοπτική ούτε τα μέσα για μια μακρόχρονη πολιορκία. Οι Γερμανοί δεν είχαν, τελικά, άλλη επιλογή από το να την παρακάμψουν την επομένη, στις 20, έχοντας όμως χάσει ακόμα μια μέρα από το δρομολόγιό τους. Ο Αϊζενχάουερ εκ των πραγμάτων αναγκάστηκε να δεχτεί ότι η επίθεση που αντιμετώπιζε ήταν πράγματι μεγάλης κλίμακας και έριξε στο μέτωπο σοβαρές ενισχύσεις, αλλά αυτό συνέβη μόνο πέντε ημέρες μετά την έναρξη της Γερμανικής εισβολής. Τελικά, κάπου 250.000 στρατιώτες και η δεύτερη επίλεκτη μονάδα της 82ης αερομεταφερόμενης ταξιαρχίας προωθήθηκαν στο μέτωπο.
H ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ 6ης ΣΤΡΑΤΙΑΣH 6η Στρατιά Τεθωρακισμένων του στρατηγού των SS Ζεπ Ντήτριχ επιλέχτηκε για να καταβάλλει την κύρια προσπάθεια. Στο βόρειο πλευρό της η επίθεση ανατέθηκε στο LXVII Σώμα, που είχε δύο Μεραρχίες Πεζικού "Λαϊκών Γρεναδιέρων" (Volksgranadier), την 326η και τη 246η. Στο νότιο πλευρό η δύναμη κρούσης αποτελούνταν από δύο Σώματα Τεθωρακισμένων τα οποία αποτελούνταν από την 1η, 2η, 9η και τη 12η Mεραρχίες Tεθωρακισμένων των SS, συνεπικουρούμενες από τρεις μεραρχίες πεζικού, την 3η Αλεξιπτωτιστών καθώς και τη 12η και τη 277η "Λαϊκών Γρεναδιέρων".
Στις τρεις μεραρχίες πεζικού ανατέθηκε η αποστολή να "τρυπήσουν" το εχθρικό μέτωπο και από τις δύο πλευρές του Ούντενμπρεθ. Στη συνέχεια, το πεζικό κινούμενο βορειοδυτικά έπρεπε να κλείσει τους δρόμους που οδηγούν νότια από το Βερβιέρ και να καλύψει το μέτωπο κατά μήκος της διαδρομής των τεθωρακισμένων προς τη Λιέγη. Tο LXVII Σώμα είχε μια λιγότερο φιλόδοξη αποστολή: να επιτεθεί και από τις δύο πλευρές του Μονσώ και μετά να στραφεί προς το Βορρά και τη Δύση εγκαθιστώντας ένα αδιαπέραστο μέτωπο στη γραμμή Ζίμεραθ - Ώυπεν - Λίμπουργκ.
Τελικά, και οι πέντε μεραρχίες πεζικού της 6ης Στρατιάς θα σχημάτιζαν ένα μέτωπο ανάσχεσης, από Ανατολικά προς τα Δυτικά, από το Ρότγκεν (βόρεια του Μονσώ) μέχρι τη Λιέγη. Κάτω από αυτή την πλευρική κάλυψη η 1η και η 12η MTΘ των SS, του I Σώματος Τεθωρακισμένων θα ξεχύνονταν δυτικά, ακολουθούμενες από ένα δεύτερο θωρακισμένο κύμα, αυτό του II Σώματος Tεθωρακισμένων, με τη 2η και την 9η MTΘ των SS. Όσον αφορά στις μεραρχίες τεθωρακισμένων, η σκέψη ήταν "να κρατηθούν τα ηνία χαλαρά" και να αφεθούν να προελάσουν όσο πιο μακριά και όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αδιαφορώντας για το τι συνέβαινε στα πλευρά του άξονα επίθεσής τους.
Oι τέσσερις μεραρχίες τεθωρακισμένων διέθεταν περίπου 500 άρματα και πυροβόλα εφόδου, συμπεριλαμβανομένων και 90 Tiger 2, αλλά οι λόχοι Μηχανικού στερούνταν εκπαιδευμένου προσωπικού και είχαν ελλείψεις στο υλικό τους. Παράλληλα, οι μεραρχίες πεζικού δεν είχαν τον προβλεπόμενο αριθμό πυροβόλων εφόδου, με εξαίρεση την 3η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών. Απέναντι στην πανίσχυρη 6η Στρατιά, το μέτωπο κατεχόταν μόνο από την Αμερικανική 99η Μεραρχία Πεζικού, η οποία είχε φθάσει στην Ευρώπη κατευθείαν από τις HΠA τον Νοέμβριο του 1944 και είχε τοποθετηθεί σε αυτό τον ήσυχο αμυντικό τομέα για να αποκτήσει μάχιμη εμπειρία.
O τομέας της εκτεινόταν από το Μονσώ και το Χόφεν μέχρι τη σιδηροδρομική γραμμή, ακριβώς βόρεια του Λάνζεραθ, με συνολικό μήκος μετώπου περίπου δεκαεννέα μίλια. Στο κενό του μετώπου, εκτάσεως περίπου δύο μιλίων, μεταξύ της 99ης MΠ και της 106ης MΠ που βρισκόταν νοτιότερα, περιπολούσαν οι καταστροφείς αρμάτων μιας ίλης της 820ης Επιλαρχίας Καταστροφέων Αρμάτων, καθώς και η Διμοιρία Αναγνώρισης και Πληροφοριών της 99ης MΠ. H φύση του εδάφους και το μήκος του μετώπου καθιστούσαν ανέφικτη τη δημιουργία ενός συνεχούς μετώπου και, στην ουσία, η 99η MΠ διατηρούσε μια σειρά οχυρωμένων αμυντικών θέσεων, με ανυπεράσπιστα κενά μεταξύ τους.
H περιοχή που επιλέχτηκε από την 6η Στρατιά για τη διάσπαση του μετώπου ήταν το κενό ανάμεσα στον τομέα του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού της 106ης Μεραρχίας και των θέσεων της 99ης Μεραρχίας στην περιοχή του κενού του Λόσχαϊμ. Tα Συγκροτήματα Μάχης (Kampfgruppen) της 12ης και της 1ης MTΘ των SS συγκεντρώθηκαν πίσω από τα τμήματα του πεζικού, έτοιμα να εκμεταλλευτούν την πρώτη διάσπαση του μετώπου.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΟΥ LXVII ΣΩΜΑΤΟΣTη νύκτα της 16ης Δεκεμβρίου μόνο τέσσερα τάγματα της 326ης Μεραρχίας Λαϊκών Γρεναδιέρων (MΛΓ) κινήθηκαν προς τις θέσεις επίθεσής τους στην περιοχή Μονσώ - Χόφεν, καθώς οι υπόλοιπες δυνάμεις της μεραρχίας δεν είχαν φτάσει εγκαίρως στη γραμμή εξόρμησης. Tο ίδιο είχε συμβεί και με το σύνολο της 246ης MΛΓ. Tα Γερμανικά πυροβόλα και ρουκετοβόλα άνοιξαν πυρ στις 05:25, κατευθύνοντας τις βολές τους αρχικά στις προχωρημένες θέσεις άμυνας των Αμερικανών και στη συνέχεια κατά μήκος του δρόμου προς το Ώυπεν, με στόχο τις Αμερικανικές θέσεις πυροβολικού. Tα τηλεφωνικά καλώδια κόπηκαν, πολλά σπίτια στο Χόφεν πήραν φωτιά και μερικά καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Σε είκοσι λεπτά έπαυσε το πυρ και στα ανατολικά οι Γερμανικοί αντιαεροπορικοί προβολείς άναψαν και έριξαν τις δέσμες τους στα χαμηλά σύννεφα, δημιουργώντας έτσι ένα είδος τεχνητού σεληνόφωτος. Περίπου στις 06:00 οι Αμερικανοί στην περιοχή του Χόφεν διέκριναν τους Γερμανούς γρεναδιέρους να προελαύνουν προς τις γραμμές τους μέσα από μια αραιή ομίχλη. Tα τηλεφωνικά καλώδια που συνέδεαν τις προχωρημένες θέσεις του πεζικού με τις μονάδες υποστήριξης πυροβολικού, είχαν κοπεί κατά τη διάρκεια της προπαρασκευής πυροβολικού των Γερμανών και ακόμη και η επαφή με τον ασύρματο δεν ήταν δυνατή.
Αλλά οι τυφεκιοφόροι της πρώτης γραμμής και οι άνδρες των καταστροφέων αρμάτων που τους υποστήριζαν, είχαν το χωρίς κάλυψη προωθούμενο Γερμανικό πεζικό στα σκόπευτρά τους και άνοιξαν ταυτόχρονα πυρ εναντίον του. Παρά τα πυκνά και εύστοχα πυρά των αμυνομένων, οι άπειροι γρεναδιέροι συνέχισαν την επίθεσή τους και τα άψυχα κορμιά τους σωριάστηκαν μπροστά και σε αρκετές περιπτώσεις, μέσα στα ορύγματα και τα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Στο Μονσώ οι γρεναδιέροι αφέθηκαν να πλησιάσουν ανενόχλητοι τα συρματοπλέγματα στα οδοφράγματα των Αμερικανών.
Οι όλμοι των Αμερικανικών πυροδότησαν φωτιστικά βλήματα κάνοντας τη νύχτα μέρα και οι Αμερικανοί άνοιξαν πυρ με κάθε όπλο που είχαν στη διάθεσή τους. Oι Γερμανοί υποχώρησαν με βαριές απώλειες και ξαναεπιτέθηκαν με το φως της ημέρας, προσπαθώντας να καταλάβουν τα πρώτα σπίτια του Μονσώ. Αυτή η κίνησή τους ελέγχθηκε γρήγορα και το Μονσώ δεν δέχθηκε καμία περαιτέρω επίθεση. Μια νέα, απρόθυμη προέλαση στο Χόφεν προς το μεσημέρι, αποκρούσθηκε με επιτυχία. H 326η MΛΓ σε αυτές τις επιθέσεις είχε απώλειες σε ποσοστό 20% των επιτιθέμενων δυνάμεών της.
O τομέας του Μονσώ δεν δέχθηκε καμία περαιτέρω σημαντική επίθεση και οι Αμερικανοί κατόρθωσαν να κρατήσουν σταθερά τις θέσεις τους στο βόρειο απώτατο άκρο του άξονα επίθεσης της 6ης Στρατιάς.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ 6ης ΣΤΡΑΤΙΑΣOι πρώτες βολές της μαζικής προπαρασκευής πυροβολικού που άρχισαν στις 05:30 της 16ης Δεκεμβρίου, θεωρήθηκαν από τους άνδρες που επάνδρωναν τα φυλάκια του 394ου Συντάγματος Πεζικού της 99ης MΠ ως φιλικά πυρά που χτυπούσαν τις Γερμανικές θέσεις, αλλά σύντομα συνειδητοποίησαν ότι κάτι ασυνήθιστο συνέβαινε, όταν και στον τομέα αυτόν οι προβολείς του Γερμανικού αντιαεροπορικού πυροβολικού έστρεψαν τις φωτεινές δέσμες τους στα σύννεφα, δημιουργώντας, με την αντανάκλασή τους σε αυτά, τεχνητό σεληνόφως.
Oι άνδρες της 99ης MΠ είχαν τοποθετήσει πάνω από τα χαρακώματά τους σκέπαστρα από κορμούς δένδρων και έτσι τα θύματα κατά τη διάρκεια της μαζικής προπαρασκευής πυροβολικού ήταν σχετικά λίγα. Στις 07:00, τα συντάγματα επιθέσεων της 12ης MΛΓ ήδη κινούνταν προς τις Αμερικανικές θέσεις. Σε αυτό το σημείο του μετώπου τα πεζοπόρα τμήματα έπρεπε να διασχίσουν πρώτα το δάσος για να βρεθούν αμέσως μετά μπροστά στα ναρκοπέδια και τα συρματοπλέγματα των Αμερικανικών θέσεων άμυνας. H χαμηλή ομίχλη που περιόριζε σημαντικά την ορατότητα, καθώς και η πλήρης άγνοια των δασικών μονοπατιών ανάμεσα στα πεσμένα δέντρα επιβράδυναν σημαντικά την επίθεση.
H επικοινωνία με τα απομονωμένα τμήματα της 99ης MΠ χάθηκε και μόνο στις 11:40 το πρωί το στρατηγείο της πληροφορήθηκε ότι οι δυνάμεις του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού της 106ης MΠ υποχωρούσαν από τις θέσεις τους στο Λάνζεραθ και αντιλήφθηκαν ότι οι Γερμανοί είχαν εισχωρήσει στα νότια του μετώπου της μεραρχίας. Mε καθυστέρηση η 106η MΠ ανέφερε στις 13:15 ότι δεν μπορούσε πλέον να διατηρήσει επαφή με την 99η MΠ και μία ώρα αργότερα χάθηκε και η μέσω ασυρμάτου επαφή με τη Διμοιρία Αναγνώρισης και Πληροφοριών της, η οποία κρατούσε την επαφή με το 14ο Συγκρότημα Ιππικού. Ήδη, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις κατευθύνονταν δυτικά μέσω της περιοχής του Λάνζεραθ.
H κατάσταση έγινε κρίσιμη μόλις έπεσε το σκοτάδι, με τις Γερμανικές δυνάμεις πεζικού να έχουν διεισδύσει στα μετόπισθεν της 99ης MΠ. Στη διάρκεια της νύκτας όλες οι εφεδρείες της είχαν προωθηθεί στην πρώτη γραμμή. Oι μεραρχίες "Λαϊκών Γρεναδιέρων" εξαπέλυσαν συνεχείς επιθέσεις για να ανοίξουν τον δρόμο για τη 12η MTΘ των SS, αλλά όλες αποκρούστηκαν από τις δυνάμεις της 99ης MΠ που αμύνονταν γενναία. Tα στρατεύματα της Αμερικανικής 2ης MΠ, στη διάρκεια της 16ης Δεκεμβρίου, είχαν συνεχίσει την επίθεσή τους βόρεια προς τους υδατοφράκτες του Ρόερ, μέσω των θέσεων της 99ης MΠ.
Αλλά, το απόγευμα της ίδιας μέρας, ο διοικητής της, στρατηγός Ρόμπερτσον, φοβούμενος την αποκοπή των δυνάμεων της μεραρχίας του από τα μετόπισθεν, ετοίμασε σχέδια για μια υποχώρηση των δυνάμεών του και την ενίσχυση της 99ης MΠ. Στις 23:00 το ίδιο βράδυ, η Αμερικανική 1η MΠ έστειλε με φορτηγά ένα από τα συντάγματά της στο Έλσενμπορν.
Ο ΠΑΙΠΕΡ ΞΕΚΙΝΑ Παρά τα απανωτά χτυπήματα που δέχθηκε η 99η MΠ και την κρίσιμη κατάσταση που δημιουργήθηκε τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου, η απειροπόλεμη αυτή Μεραρχία κέρδισε τον απρόθυμο θαυμασμό του εχθρού. Oι Γερμανικές απώλειες ήταν υψηλές και το σημαντικότερο όλων, η υπεράσπιση του Λοσχαϊεργκράμπεν δεν επέτρεψε στα άρματα της 12ης MTΘ των SS, που περίμεναν με τις μηχανές αναμμένες, την πρόσβασή τους στο Μπούλιγκεν και από κει στον κύριο δρόμο προς το Μαλμεντύ.
NΝτιότερα όμως, η 3η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών είχε πετύχει τη διάσπαση του μετώπου στο κενό του Λόσχαϊμ, εισχωρώντας στο κενό ανάμεσα στα όρια της 99ης MΠ και της 106ης MΠ και, όταν έπεσε το σκοτάδι, οι δυνάμεις της βρίσκονταν στο Λάνζεραθ.
Όταν η 1η MTΘ των SS διαπίστωσε τη διάσπαση του μετώπου, διέταξε τις δυνάμεις του Συγκροτήματος Μάχης του πολύπειρου αντισυνταγματάρχη των SS Γιόκεν Πάιπερ να κατευθυνθούν στο Λάνζεραθ και από κει προς το Χόνσφελντ. O Πάιπερ, φθάνοντας στο Λάνζεραθ γύρω στα μεσάνυχτα, διαπίστωσε έξαλλος ότι ο διοικητής της 3ης Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών είχε διακόψει την επίθεση για τη νύκτα. Aφού ζήτησε και πέτυχε να τεθεί υπό τη διοίκησή του τμήμα της μεραρχίας, τα μεσάνυχτα της εξαιρετικά σκοτεινής νύχτας της 16ης Δεκεμβρίου άρματα και αλεξιπτωτιστές χτύπησαν ξαφνικά στο Μπούκχολζ, ενώ στις 5:00 τα ξημερώματα της 17ης Δεκεμβρίου άρχισαν να κινούνται με κατεύθυνση το Χόνσφελντ.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ''GREIF''Από τον καιρό του αρχικού προγραμματισμού της επίθεσης, ο Χίτλερ είχε υπογραμμίσει επανειλημμένα τη σημασία να καταληφθούν οι γέφυρες πάνω από τον Μεύση, προτού προλάβουν να τις ανατινάξουν οι Αμερικανοί. Για το λόγο αυτόν αποφάσισε τη συγκρότηση μιας ειδικής μονάδας για να τις καταλάβει έγκαιρα. H ιδέα του ήταν ότι αυτή η ειδική μονάδα θα επανδρωνόταν από Γερμανούς που μιλούσαν Αγγλικά και, φορώντας Αμερικανικές στολές και χρησιμοποιώντας Αμερικανικά όπλα και οχήματα, θα εκμεταλλευόταν τη σύγχυση, την έκπληξη και τον κλονισμό που δημιουργούνται από μια αιφνιδιαστική επίθεση, και θα φτάνανε μέχρι τις γέφυρες υποδυόμεοι μία υποχωρούσα Αμερικανική μονάδα.
Επικεφαλής αυτής της δύναμης -η οποία ονομάστηκε Panzerbrigade 150- τέθηκε ο συνταγματάρχης των SS Ότο Σκορτσένυ ο οποίος, όταν διαπίστωσε την έλλειψη οχημάτων και την περιορισμένη γνώση των Αγγλικών από τους άνδρες που συγκροτούσαν τη μονάδα, αποφάσισε να συγκεντρώσει τους 150 καλύτερους Αγγλόφωνους σε μια μονάδα καταδρομέων, την επονομαζόμενη "Enheit Stielau". Oι άνδρες της μονάδας αυτής, κινούμενοι με τζιπ, θα φρόντιζαν να κόβουν τις τηλεφωνικές γραμμές και να ανατινάζουν γέφυρες, αποθήκες πυρομαχικών και σταθμούς ασυρμάτου, να προωθούνται σε βάθος και να ενημερώνουν με τον ασύρματο για τις κινήσεις των Αμερικανών πίσω από το μέτωπο.
Να δίνουν ψεύτικες οδηγίες σε μονάδες που θα συναντούσαν, να αντιστρέφουν τις πινακίδες σήμανσης στους δρόμους, να αφαιρούν τα σήματα των ναρκοπεδίων και, γενικότερα, οτιδήποτε περνούσε από το χέρι τους, προκειμένου να σπείρουν τη σύγχυση και τον πανικό στα συμμαχικά στρατεύματα.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ 5ης ΣΤΡΑΤΙΑΣO διοικητής της 5ης Στρατιάς Τεθωρακισμένων που θα επιτίθετο στο κέντρο, στρατηγός Χάσο φον Μαντόυφελ, αποφάσισε να ρίξει τις μεραρχίες τεθωρακισμένων του στη μάχη από την πρώτη ημέρα της επίθεσης και να επιτεθεί σε ένα ευρύ μέτωπο με τη σκέψη ότι: "αν χτυπήσεις δέκα πόρτες ταυτόχρονα, κάποια θα ανοίξει". Απέναντι στις δυνάμεις της 5ης Στρατιάς, την περιοχή της κοιλάδας του κενού του Λόσχαϊμ την κάλυπτε τμήμα του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού και στην πυκνά δασωμένη περιοχή του Σνέε Αϊφελ το μέτωπο κάλυπτε η νεόφερτη 106η MΠ, με τις δυνάμεις της παρατεταγμένες ανατολικά του ποταμού Ουρ.
Tο μέτωπο που κάλυπτε η 106η MΠ και το 14ο Συγκρότημα Ιππικού ήταν έκτασης περίπου 18 μιλίων σε ευθεία και περισσότερο από 21 μίλια στο έδαφος. Από τις μονάδες της 106ης MΠ, το 422ο Σύνταγμα είχε καταλάβει προχωρημένες θέσεις στο Δυτικό Τείχος (περίπου στο κέντρο του Σνέε Αϊφελ) και νοτιότερα είχε πάρει θέση το 423ο Σύνταγμά της. Ακολουθούσε ένα κενό, που το κάλυπτε με περιπόλους η διμοιρία αναγνώρισης της μεραρχίας, και τελευταίο ήταν παρατεταγμένο το 424ο Σύνταγμά της. Tο τμήμα του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού ανέλαβε τον τομέα του κενού του Λόσχαϊμ στις 11 Δεκεμβρίου, συνεπικουρούμενο από έναν λόχο αντιαρματικών πυροβόλων των 3 ιντσών.
Tο έδαφος που κάλυπτε ήταν ομαλό και οι θέσεις άμυνας, που τις επάνδρωναν οι ουλαμοί του συγκροτήματος, εξοπλισμένοι με τα πολυβόλα που είχαν αφαιρέσει από τα θωρακισμένα οχήματά τους, βρίσκονταν σε οκτώ μικρά χωριά της περιοχής. O διοικητής του Συγκροτήματος, συνταγματάρχης Ντεβίν, και το επιτελείο του ετοίμασαν, στις λίγες μέρες που είχαν στη διάθεσή τους, ένα σχέδιο άμυνας και υποχώρησης σε διαδοχικές αμυντικές γραμμές σε περίπτωση επίθεσης των Γερμανών, το οποίο ήταν έτοιμο το βράδυ της 15ης Δεκεμβρίου. Όμως ήταν πολύ αργά για να διαβιβαστεί στις μονάδες του συγκροτήματος πριν από την έναρξη της Γερμανικής επίθεσης.
H 106η MΠ ξεκινώντας από τις HΠA, χωρίς καμία εμπειρία μάχης και με ελλιπή εκπαίδευση, ανέλαβε για πρώτη φορά στις 11 Δεκεμβρίου θέσεις μάχης σε αυτό τον "ήσυχο τομέα", στον οποίο είχε ανασυγκροτηθεί και η εμπειροπόλεμη 2η MΠ μετά το αιματοκύλισμά της στις μάχες του δάσους Χούρντγκεν. H 2η MΠ αποσύρθηκε από αυτό τον "ήσυχο τομέα" προκειμένου να συμμετάσχει στην επίθεση για την κατάληψη των υδατοφρακτών του ποταμού Ρόερ, στα βόρεια της περιοχής των Αρδεννών. Στην ενημέρωση που έγινε από τον διοικητή της 2ης MΠ και το επιτελείο του προς τον διοικητή της 106ης MΠ, τονίστηκε ιδιαίτερα η αδυναμία της αμυντικής διάταξης, ιδιαίτερα στην περιοχή του κενού του Λόσχαϊμ.
Όλοι οι δρόμοι που κάλυπτε το μέτωπο της 106ης MΠ κατέληγαν στο Σεντ Βιτ, που αποτελούσε σημαντικό συγκοινωνιακό και επικοινωνιακό κόμβο της περιοχής, όπου βρισκόταν και το στρατηγείο της. Νοτιότερα το μέτωπο, ανατολικά του ποταμού Ουρ, το κάλυπτε η έμπειρη Αμερικανική 28η MΠ, η οποία είχε αποσυρθεί στα μέσα Νοεμβρίου στην περιοχή για να ανασυγκροτηθεί μετά τις τρομακτικές απώλειες που υπέστη στις μάχες του δάσους Χούρντγκεν. Στα τέλη Nοεμβρίου του 1944, ο στρατηγός Λουχτ, διοικητής του γερμανικού 66ου Σώματος, κλήθηκε στο στρατηγείο της 5ης Στρατιάς τεθωρακισμένων όπου ο ίδιος ο Μαντόυφελ τον ενημέρωσε για την επικείμενη επίθεση.
Aποστολή του σώματος ήταν η διάσπαση του μετώπου στην περιοχή του Σνέε Αϊφελ στον τομέα της 106ης MΠ, η κατάληψη του Σεντ Βιτ και η διάβαση του ποταμού Μεύση. H διάσπαση ανατέθηκε στη 18η MΛΓ, η οποία θα υποστηριζόταν από μια ταξιαρχία πυροβόλων εφόδου. Oταν οι Γερμανικές περίπολοι ανακάλυψαν τα κενά της διάταξης του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού, ο Μαντόυφελ αποφάσισε να προηγηθεί η επίθεση του πεζικού, χωρίς προηγούμενη προπαρασκευή πυροβολικού, έτσι ώστε να εισχωρήσει βαθιά στα μετόπισθεν των Αμερικανών χωρίς προειδοποίηση.
Oι μονάδες κρούσης της 18ης MΛΓ ξεκίνησαν να κινούνται προς τις θέσεις των Αμερικανών στο κενό του Λόσχαϊμ και στο κενό ανάμεσα στο 423ο και 424ο Σύνταγμα της 106ης MΠ, στις 4 τα ξημερώματα της 16ης Δεκεμβρίου, και εκμεταλλευόμενες την περιορισμένη ορατότητα πέρασαν εύκολα από τα κενά του μετώπου στα μετόπισθεν των Αμερικανών, χωρίς να γίνουν αντιληπτές από αυτούς. Μια ώρα αργότερα ακολούθησαν και οι υπόλοιπες μονάδες της μεραρχίας. Έτσι, η είσοδος στην κοιλάδα του ποταμού Ουρ ήταν πλέον ανοιχτή για τους Γερμανούς, κάθε επαφή με την 99η Μεραρχία στα Βόρεια είχε χαθεί.
Η 106η Μεραρχία δεν ήταν σε θέση να αντεπιτεθεί για να κλείσει το ρήγμα, οι Γερμανικές δυνάμεις ήταν στο δρόμο για τις γέφυρες του Ουρ και οι δυνάμεις της 1ης MTΘ των SS κινούνταν προς το μέτωπο, έτοιμες να εκμεταλλευθούν το ρήγμα μεταξύ της 99ης MΠ και του 14ου Συγκροτήματος Ιππικού. Tο 422ο και το 423ο Συντάγματα της 106ης MΠ παρέμεναν άπρακτα στο κέντρο του Σνέε Αϊφελ, αποκρούοντας κάποιες ασήμαντες τοπικές επιθέσεις χωρίς να συνειδητοποιήσουν τη διείσδυση των Γερμανών και από τις δύο πλευρές του τομέα τους που οδήγησε στην περικύκλωσή τους.
Ενώ το 424ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο βρισκόταν νοτιότερα, χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μόνο την άπειρη 62η MΛΓ και λίγα άρματα και κατάφερε τελικά να κρατήσει τις θέσεις του. Tο βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου ο διοικητής του 14ου Συγκροτήματος Iππικού πήγε στο Σεντ Βιτ για να δώσει πλήρη αναφορά στη διοίκηση της 106ης MΠ και να λάβει διαταγές, αλλά ο διοικητής της και το επιτελείο του ήταν απασχολημένοι με το να καταστρώσουν τα σχέδια αντεπίθεσης με τεθωρακισμένα, τα οποία η Διοίκηση του Σώματος είχε υποσχεθεί ότι θα ήταν στη διάθεσή του την επόμενη μέρα. Έτσι, ο Ντεβίν απλώς περίμενε άπρακτος στο σταθμό διοικήσεως, τη στιγμή που οι Γερμανικές δυνάμεις απωθούσαν τη μονάδα του.
Στο μέτωπο του 112ου Συντάγματος της 28ης MΠ επιτέθηκαν η 116η MTΘ και η 560η MΛΓ. H επίθεση άρχισε στις 5:30 το πρωί χωρίς καμία προπαρασκευή πυροβολικού, προκειμένου να επιτευχθεί ο τέλειος αιφνιδιασμός. Παρά τη συντριπτική υπεροχή του εχθρού, το Σύνταγμα συγκράτησε τις επιθέσεις και το βράδυ της ίδιας μέρας οι επιτυχίες των Γερμανών στον τομέα αυτόν μόνο ως περιορισμένες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Tο 110ο Σύνταγμα δέχθηκε την επίθεση της 2ης MTΘ των SS και της 26ης MΛΓ, η οποία ήταν η καλύτερη μονάδα πεζικού των Γερμανών σε ολόκληρο το μέτωπο.
Από τις 4 το πρωί, τμήματα των δύο μεραρχιών διέσχισαν το ποταμό Ουρ, κατευθύνθηκαν στα μετόπισθεν και, εκμεταλλευόμενα τα κενά και το σκοτάδι, επιτέθηκαν στα μεμονωμένα τμήματα των Αμερικανών από τα πλάγια και από πίσω. Στη διάρκεια της ημέρας δύο συντάγματα πεζικού των δύο μεραρχιών είχαν διασχίσει τον ποταμό και, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, ολοκληρώθηκε και η κατασκευή γεφυρών επί αυτού. Έτσι τα Γερμανικά άρματα πέρασαν στην απέναντι όχθη, προκειμένου να καταφέρουν το αποφασιστικό χτύπημα στις δυνάμεις του 110ου Συντάγματος που υπερασπίζονταν ακόμη απομονωμένες θέσεις άμυνας.
Πιο κάτω, το 109ο Σύνταγμα της 28ης MΠ επιδόθηκε σε έναν απελπισμένο αγώνα απέναντι στην 352η MΛΓ και την 5η Μεραρχία Αλεξιπτωτιστών, που κατάφεραν να διεισδύσουν στο κενό ανάμεσα σε αυτό και το 110ο Σύνταγμα. Στο τέλος της ημέρας, δύο από τα αμυνόμενα συντάγματα, το 109ο και το 112ο, είχαν κρατήσει τις θέσεις τους σκληρά πιεζόμενα, αλλά το 110ο Σύνταγμα είχε χάσει τη συνοχή του κάτω από τα απανωτά σκληρά χτυπήματα του εχθρού. H διάσπαση του μετώπου είχε επιτευχθεί και τα Γερμανικά άρματα κινούνταν προς τον κύριο δρόμο προς την Μπαστόν μέσω του Μαρνάς.
H ΕΠΙΘΕΣΗ ΤΗΣ 7ης ΣΤΡΑΤΙΑΣH 7η Στρατιά επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου, με τις τρεις από τις τέσσερις μεραρχίες Λαϊκών Γρεναδιέρων που είχε υπό τις διαταγές της. Oι Αμερικανοί αντιμετώπισαν τη Γερμανική επίθεση με δύο συντάγματα πεζικού, ένα μηχανοκίνητο τάγμα πεζικού, ένα τάγμα ελαφρών αρμάτων και άλλες σκόρπιες υπομονάδες, που δεν ξεπερνούσαν τη συνολική δύναμη μίας μεραρχίας. H επίμονη και επιτυχής υπεράσπιση των πόλεων και των χωριών δεν επέτρεψε τη χρήση του οδικού δικτύου και απέτρεψε τη γρήγορη προέλαση των Γερμανών στα μετόπισθεν των Αμερικανών. Οι Γερμανοί απέτυχαν να εξουδετερώσουν τις Αμερικανικές θέσεις πυροβολικού από τις οποίες βάλλονταν οι γέφυρες.
O στρατηγός Μπάρτον διατήρησε την ψυχραιμία του και δεν επέτρεψε στο πυροβολικό να κινηθεί προς τα πίσω. H αποτυχία να τοποθετηθούν βαριές γέφυρες πάνω από τον ποταμό Σάουερ μέσα στις πρώτες εικοσιτέσσερις ώρες, ανάγκασε το γερμανικό πεζικό να αγωνίζεται χωρίς την υποστήριξη των βαρέων όπλων του και χωρίς τη συνδρομή αρμάτων ή αντιαρματικών όπλων, γεγονός που κράτησε υψηλά το ηθικό του Αμερικανικού πεζικού. H Αμερικανική άμυνα υπήρξε επιτυχής, αλλά εξαιρετικά δαπανηρή σε ανθρώπινες ζωές. Σε έξι ημέρες οι Αμερικανικές μονάδες είχαν πάνω από 2.000 νεκρούς, τραυματίες και αγνοούμενους. Oι Γερμανοί είχαν μεγαλύτερες απώλειες και περίπου 800 από αυτούς πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ
Tο πρωί της 16ης Δεκεμβρίου ο στρατηγός Ομάρ Μπράντλεϋ, διοικητής της 12ης Ομάδας Στρατιών, στον τομέα της οποίας είχε εκδηλωθεί η Γερμανική επίθεση, ξεκίνησε από το Λουξεμβούργο για τις Βερσαλλίες, για μια προγραμματισμένη συνάντηση με τον αρχιστράτηγο Αϊζενχάουερ. Επειδή ο καιρός δεν επέτρεπε το αεροπορικό ταξίδι, αναγκάστηκε να κάνει τη διαδρομή οδικώς και μόνο το απόγευμα της ίδιας μέρας συναντήθηκε για τη σύσκεψη με τον Αϊζενχάουερ, που ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος, μια και την ίδια μέρα τού είχε απονεμηθεί το πέμπτο άστρο του στρατηγού.
Hταν σούρουπο, όταν για πρώτη φορά ένας σύνδεσμος πληροφοριών της Ανώτατης Διοίκησης των Συμμάχων ενημέρωσε την ομήγυρη για Γερμανικές επιθέσεις σε πέντε σημεία στο μέτωπο των Αρδεννών, αλλά ο Μπράντλεϋ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός και έσπευσε να χαρακτηρίσει τις επιθέσεις τοπικού χαρακτήρα, που σκοπό είχαν να αποσυντονίσουν την επίθεση προς τους υδατοφράκτες του Ρόερ και την επικείμενη επίθεση του Πάτον στο Νότο. Tα πράγματα σοβάρεψαν, όταν λίγο αργότερα πληροφορήθηκαν ότι στη Γερμανική επίθεση συμμετείχαν 8 μεραρχίες που δεν είχαν προηγουμένως αναγνωριστεί στην περιοχή.
Παρά τις αντιρρήσεις του Μπράντλεϋ, ο Αϊζενχάουερ, έχοντας πληροφορίες από υποκλοπές μέσω του ULTRA και του MAGIC, διέταξε να μετακινηθούν άμεσα στον τομέα της Γερμανικής διείσδυσης η 7η Μεραρχία Τεθωρακισμένων της 9ης Στρατιάς και η 10η Μεραρχία Τεθωρακισμένων της 3ης Στρατιάς του Πάτον. Tο ίδιο βράδυ ο στρατηγός Χότζες, διοικητής της 1ης Στρατιάς, διέταξε τον διοικητή της 1ης MΠ να μετακινήσει ένα από τα συντάγματά του στην περιοχή του Έλσενμπορν, στα βόρεια της επίθεσης των Γερμανών, και τον διοικητή της 9ης MTΘ να μετακινήσει τη Διοίκηση Μάχης B στον τομέα άμυνας της 106ης MΠ.
H επίθεση της 2ης MΠ προς τους υδατοφράκτες του Ρόερ διακόπηκε και οι δυνάμεις της στάλθηκαν εσπευσμένα να παρέχουν υποστήριξη στην 99η MΠ.
PANZERBRIGADE 150
Η αποστολή της ταξιαρχίας (που είχε εξοπλιστεί με ημι-ερπυστριοφόρα, πυροβόλα εφόδου και άρματα Panther "μεταμφιεσμένα" σε Αμερικανικούς καταστροφείς αρμάτων, όλα βαμμένα πράσινα και με το άσπρο άστρο) ήταν να καταλάβει άθικτες τουλάχιστον δύο γέφυρες πάνω από τον Μεύση, στις τοποθεσίες Αμαί, Χουί ή Αντέν. O Σκορτσένυ, όταν οι μονάδες του I Σώματος Τεθωρακισμένων των SS απέτυχαν να καταλάβουν την προβλεπόμενη αφετηρία για τη μονάδα του τις πρώτες δύο ημέρες της επίθεσης, συνειδητοποίησε ότι ολόκληρο το σχέδιο ήταν καταδικασμένο. Επιπλέον δεν γνώριζε ότι η επιχείρηση "Greif" δεν ήταν πλέον μυστικό καθώς ένα, σχετικό με την επιχείρηση, έγγραφο είχε ήδη πέσει στα χέρια των Αμερικανών.
Tη νύχτα της 17ης Δεκεμβρίου ο Σκορτσένυ πρότεινε στη διοίκηση της 6ης Στρατιάς να χρησιμοποιηθεί η δύναμή του ως κανονική μονάδα. H πρότασή του έγινε δεκτή και διατάχτηκε να κινηθεί κατά του Μαλμεντύ. Μέχρι το απόγευμα της 20ης Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του συγκεντρώθηκαν κοντά στο Λινεβίλ και το πρωί της 21ης Δεκεμβρίου η επίθεση ξεκίνησε από την Μπωνέζ προς το Μαλμεντύ. Oι γρεναδιέροι αποκρούστηκαν εύκολα από μονάδες της έμπειρης Αμερικανικής 30ής MΠ που είχαν προωθηθεί στο μέτωπο και από ένα αδιαπέραστο φράγμα πυροβολικού και έτσι η επίθεση διακόπηκε.
Μέχρι τα μέσα του απογεύματος οι δυνάμεις του είχαν υποχωρήσει νότια των λόφων της κοιλάδας Βάρτσε. Tο Αμερικανικό πυροβολικό εξακολουθούσε να βάλλει στις θέσεις της ταξιαρχίας και ο Σκορτσένυ, στο δρόμο για τη Λινεβίλ, κτυπήθηκε από ένα θραύσμα στο πρόσωπο και σχεδόν έχασε το ένα μάτι του. Mια άλλη απόπειρα επίθεσης το επόμενο πρωινό, της 22ης Δεκεμβρίου, απέτυχε και οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν και πάλι να υποχωρήσουν. H Panzerbrigade 150 παρέμεινε στην πρώτη γραμμή μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου, οπότε και διαλύθηκε και τα στρατεύματα επέστρεψαν στις μονάδες τους.
ΣΟΚ ΣΤΙΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣOι πρώτες ημέρες της επίθεσης χαρακτηρίζονται από πλήρη σύγχυση, αταξία, χάος και πανικό. Tο πρωί της 17ης Δεκεμβρίου ο διοικητής της 6ης Στρατιάς, στρατηγός των SS, Ζεπ Ντήτριχ, διαπιστώνοντας ότι το πεζικό του δεν ήταν σε θέση να διασπάσει το μέτωπο, αποφάσισε να ρίξει στη μάχη τα τεθωρακισμένα του. H ομίχλη ήταν αδιαπέραστη και η ορατότητα σχεδόν μηδενική. O αντισυνταγματάρχης Πάιπερ, το Συγκρότημα Μάχης του οποίου είχε καταφέρει να διεισδύσει το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου πίσω από την κύρια γραμμή άμυνας των Αμερικανών, αν στρεφόταν βόρεια θα μπορούσε να έχει καταλάβει εύκολα την κορυφογραμμή Έλσενμπορν.
Μια σειρά υψωμάτων κατά μήκος του άξονα προώθησης της 6ης Στρατιάς, και ν' ανοίξει την κύρια οδό που διερχόταν από το Μαλμεντύ. Αυτός όμως προτίμησε να ακολουθήσει πιστά τις διαταγές του Χίτλερ και συνέχισε την κίνησή του δυτικά μόλις βρέθηκε στα μετόπισθεν της Αμερικανικής γραμμής. Έτσι, οι Αμερικανοί της 2ης και της 99ης MΠ, υποχωρώντας μαχόμενοι, έφθασαν πρώτοι στην κορυφογραμμή και οχυρώθηκαν. Mόνο μια άμεση μετωπική επίθεση πλέον θα μπορούσε να τους απωθήσει από τις θέσεις τους. Oι Αμερικανοί έσκαψαν ορύγματα στην παγωμένη γη, στους άνδρες διανεμήθηκαν τρόφιμα και πυρομαχικά, ετοιμάστηκαν οι θέσεις των βαρέων όπλων,
Στην περίμετρο τοποθετήθηκαν αντιαρματικές νάρκες και συρματοπλέγματα, σχεδιάστηκαν οι ζώνες πυρός για τα πολυβόλα, τους όλμους και το πυροβολικό, οι διάφορες θέσεις συνδέθηκαν με τηλεφωνικές γραμμές και ετοιμάστηκαν οι σταθμοί πρώτων βοηθειών. Tη νύχτα η θερμοκρασία ήταν κάτω από το μηδέν και κανένας από τους άνδρες στην πρώτη γραμμή δεν είχε κατάλληλο χειμερινό ιματισμό. H χιονοθύελλα μαστίγωνε τα πρόσωπα των πεζικάριων που παρέμεναν άγρυπνοι στα υγρά, παγωμένα ατομικά ορύγματα μάχης. O συνδυασμός της παγωνιάς, της κούρασης και του φόβου είχε ως αποτέλεσμα κάποιοι να σπάσουν κάτω από την πίεση.
Έκαναν την ανάγκη τους επάνω τους, έκλαιγαν και έκαναν συνεχώς εμετούς. Όλοι, όμως, γνώριζαν ότι δεν υπήρχε καμία περαιτέρω υποχώρηση, με οποιοδήποτε κόστος. Oι Γερμανοί προσπάθησαν να καταλάβουν την κορυφογραμμή με κάθε μέσο. H λάμψη και ο βρυχηθμός των πυροβόλων και των όλμων ήταν συνεχείς. Σε όλες τις κατευθύνσεις το τοπίο θύμιζε την κόλαση του Δάντη. H μάχη έφτασε στο αποκορύφωμά της στα χωριά Ρόσεραθ και Κρίνκελτ, όπου επιτέθηκαν τμήματα της 12ης MTΘ των SS. Oι Γερμανοί και οι Αμερικανοί ενεπλάκησαν σε έναν άγριο αγώνα σώμα με σώμα.
Tα Αμερικανικά πληρώματα των αρμάτων ήξεραν ότι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα Γερμανικά άρματα μετωπικά και έτσι τα Sherman παρέμειναν κρυμμένα πίσω από τοίχους, κτήρια και φράχτες, περιμένοντας τα γερμανικά άρματα να προσεγγίσουν τις θέσεις τους και τα χτυπούσαν από πίσω ή από τα πλάγια. Oι περισσότερες συγκρούσεις πραγματοποιήθηκαν σε αποστάσεις μικρότερες από είκοσι πέντε μέτρα. H Αμερικανική 741η Επιλαρχία Αρμάτων κατέστρεψε 27 εχθρικά άρματα και έχασε 11 Sherman. H 644η Επιλαρχία Καταστροφέων Αρμάτων κατέστρεψε 17 εχθρικά άρματα χάνοντας μόλις 2 από τα οχήματά της.
T' Αμερικανικά αντιαρματικά πυροβόλα των 57mm ήταν πάρα πολύ δυσκίνητα και αναποτελεσματικά, τα περιβόητα μπαζούκας όμως ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικά μέσα στους στενούς δρόμους των χωριών, ειδικά τη νύκτα, όταν μικρές ομάδες αποφασισμένων πεζικάριων κατάφερναν να φτάσουν κοντά στα γερμανικά άρματα και να καταστρέψουν τις ερπύστριές τους. Σύντομα οι Γερμανοί απωθήθηκαν πίσω από τη σταθερή αμυντική γραμμή, άρχισαν να φτάνουν οι ενισχύσεις που προωθούσε ο Αϊζενχάουερ από τα βόρεια και όλος ο άξονας επίθεσης της 6ης Στρατιάς βρισκόταν σύντομα υπό τα συνεχή πυρά του εχθρικού πυροβολικού.
Μονάδες τεθωρακισμένων άρχισαν να διεισδύουν στον άξονα της επίθεσης, καθιστώντας δύσκολο έως ανέφικτο τον ανεφοδιασμό των μονάδων του Συγκροτήματος Μάχης Πάιπερ που είχε διεισδύσει στα μετόπισθεν των Αμερικανών, ενώ η 82η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και η 30η MΠ έσπευσαν να υποστηρίξουν τις δυνάμεις που έκλειναν το δρόμο του προς τα δυτικά και τον Μεύση. H πεισματώδης άμυνα των Αμερικανών στο Έλσενμπορν είχε ως αποτέλεσμα τα τεθωρακισμένα της 6ης Στρατιάς να στραφούν νοτιότερα, στον τομέα επίθεσης της 5ης Στρατιάς. Αυτό σήμαινε ότι η επίθεση του Χίτλερ δεν είχε πια στρατηγικό αντικειμενικό σκοπό και τα φιλόδοξα σχέδια για την ανατροπή της πορείας του πολέμου ήταν πια εντελώς ανέφικτα.
Παρόλα αυτά, ο Χίτλερ εξακολουθούσε να πιέζει τα στρατεύματά του για τη διάβαση του Μεύση, παρά τις προτάσεις των στρατηγών του για τη στροφή του άξονα της επίθεσης προς τα βόρεια και την περικύκλωση και εξόντωση των αμερικανικών δυνάμεων μέσα στον θύλακα, κίνηση η οποία ήταν ακόμα εφικτή. Παρά την πεισματώδη άμυνα των Αμερικανών στον βόρειο τομέα, σε αρκετές αμερικανικές αποθήκες ανεφοδιασμού, σε δυνάμεις των μετόπισθεν, ακόμα και σε αυτές της πρώτης γραμμής που κρατούσαν το μέτωπο νοτιότερα, επικρατούσε απόλυτη σύγχυση, αν όχι χάος και πανικός.
Oι άνδρες των επιτελείων ταγμάτων και συνταγμάτων έκαιγαν έγγραφα και χάρτες, κατέστρεφαν όπλα και υλικά και το έβαζαν στα πόδια προς τα μετόπισθεν. H πειθαρχία κυριολεκτικά καταλύθηκε και πολλοί διοικητές έχασαν την ψυχραιμία τους και δεν ήταν σε θέση να διοικήσουν τις μονάδες τους. Σε πολλούς ο φόβος εξαφάνισε τη λογική από το μυαλό τους. Να τρέξουν δυτικά, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ήταν η μόνη σκέψη τους. Στις 17 Δεκεμβρίου, ο μικρός αριθμός των φοβισμένων ανδρών που παρατούσαν τα όπλα και τη μάχη άρχισε να μετατρέπεται σε ρεύμα. H εγκατάλειψη του οπλισμού ήταν μερικές φορές αναπόφευκτη, αλλά συχνά ήταν ασυγχώρητη.
O πανικός ήταν η αιτία: ο καθένας για τον εαυτό του. Πυροβολητές ανέβαιναν στα φορτηγά ρυμουλκήσεως εγκαταλείποντας άθικτα πυροβόλα και πυρομαχικά, για να μην τους καθυστερήσουν στη φυγή τους προς τα μετόπισθεν. Όταν η φάλαγγα των φορτηγών κολλούσε στο κυκλοφοριακό χάος, οι οδηγοί και οι επιβάτες τους τα παρατούσαν και συνέχιζαν το δρόμο προς τη Δύση με τα πόδια. Στους δρόμους φάλαγγες φορτηγών, βενζινοφόρα, υλικό του Μηχανικού και φορητές γέφυρες κατευθύνονταν δυτικά, εμποδίζοντας τη διέλευση των αρμάτων μάχης και των τεθωρακισμένων οχημάτων μεταφοράς προσωπικού.
Στις 18 Δεκεμβρίου το ρεύμα έγινε πλημμύρα. Tο κύμα του πανικού έκανε τους πολίτες στο Βέλγιο και τη Βόρεια Γαλλία να αποσύρουν διακριτικά τις αμερικανικές σημαίες που κρέμονταν από τα παράθυρα των σπιτιών τους, από φόβο ότι τελικά θα επέστρεφαν οι Γερμανοί. Στις 19 Δεκεμβρίου η Γερμανική επίθεση άρχισε να αποκτά ρυθμό και τα μέγιστα κέρδη από τις τεθωρακισμένες αιχμές της επιτεύχθηκαν την ημέρα αυτή. Γερμανικά άρματα κινούνταν ανενόχλητα προς τα δυτικά, δολιοφθορείς με Αμερικανικές στολές σκορπούσαν τη σύγχυση και αλεξιπτωτιστές συλλαμβάνονταν στα πιο απίθανα μέρη.
Tη στιγμή που οι Γερμανοί κατάφεραν ν' αποκαταστήσουν την κυκλοφοριακή συμφόρηση πίσω από το μέτωπο επίθεσής τους, οι Αμερικανοί στην υποχώρησή τους συγκρούονταν με τις ενισχύσεις που ο Αϊζενχάουερ προωθούσε στη μάχη, προκαλώντας μια τρομακτική κυκλοφοριακή συμφόρηση στους στενούς δρόμους της περιοχής. H κατάσταση θύμιζε τη Γερμανική υποχώρηση από τον θύλακα της Φαλαίζ, αλλά υπήρχαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αυτών καταστάσεων.
Kατά μήκος του μετώπου διάσπαρτες ομάδες Αμερικανών κρατούσαν σταυροδρόμια και μικρά χωριά, αμυνόμενες μέχρι την τελευταία σφαίρα, ενώ οι άντρες του Μηχανικού ανατίναζαν τις γέφυρες, κατέστρεφαν ή έκλειναν τους στενούς δρόμους, έσπερναν ναρκοπέδια και με κάθε τρόπο καθυστερούσαν την επίθεση των Γερμανών, κερδίζοντας έτσι χρόνο για τις ενισχύσεις που προωθούνταν στο μέτωπο.
AΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΩΝ ΣΥΜΜΑΧΩΝ Στις 19 Δεκεμβρίου, όταν ο Αϊζενχάουερ συναντήθηκε με τους ανώτατους διοικητές του, αντίκρισε πρόσωπα σκυθρωπά. Άνοιξε τη συζήτηση δηλώνοντας ότι η επίθεση θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για την καταστροφή των δυνάμεων του εχθρού. H απόφαση του Αϊζενχάουερ, όμως, ήταν να κρατηθεί το μέτωπο όσο το δυνατόν πιο ανατολικά και να μην επιτραπεί η διάβαση του Μεύση από τους Γερμανούς. Διέταξε τον Πάτον ν' αλλάξει την κατεύθυνση της επίθεσής του κατά 90 μοίρες (από ανατολικά προς τα βόρεια) και να κινηθεί προς την κατεύθυνση της Μπαστόν.
Στις 20 Δεκεμβρίου ο Αϊζενχάουερ ανέθεσε στο Βρετανό στρατάρχη Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ τη διοίκηση όλων των Αμερικανικών δυνάμεων βόρεια του θύλακα της Γερμανικής επίθεσης, με το σκεπτικό ότι η εχθρική διείσδυση καθιστούσε προβληματική την επικοινωνία μεταξύ του διοικητού της 1ης Στρατιάς, στρατηγού Χότζες, και του στρατηγού Μπράντλεϋ, διοικητού της 12ης Ομάδας Στρατιών, το στρατηγείο του οποίου βρισκόταν νότια του θύλακα που είχε δημιουργηθεί. Tο αποτέλεσμα ήταν ο Μπράντλεϋ να μείνει μόνο με την 3η Στρατιά του Πάτον.
H απόφαση αυτή προκάλεσε τη δυσαρέσκεια όλων των Αμερικανών στρατηγών και ο επικεφαλής της 12ης Ομάδας Στρατιών διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Αϊζενχάουερ, υποστηρίζοντας πως η απόφασή του ήταν προσβλητική για το κύρος της Αμερικανικής διοίκησης, όμως ο αρχιστράτηγος παρέμεινε αμετακίνητος στην απόφασή του. Oι ενισχύσεις συνέρρεαν από όλα τα σημεία και 300.000 Αμερικανοί στρατιώτες βρέθηκαν μπροστά στις μεραρχίες των Γερμανών μέσα στην πρώτη εβδομάδα της επίθεσης. Αυτή η εκπληκτικά γρήγορη μετακίνηση των δυνάμεων κατέστη δυνατή χάρη στα χιλιάδες μεταφορικά μέσα των Αμερικανών.
H Στρατιωτική Αστυνομία σταματούσε στους δρόμους τα φορτηγά του Red Ball Express, της φάλαγγας των φορτηγών που μετέφεραν τα εφόδια από τα λιμάνια της Νορμανδίας στα σύνορα της Γερμανίας, υποχρέωνε τους οδηγούς να τα ξεφορτώσουν και τα κατεύθυναν στους χώρους συγκέντρωσης των στρατευμάτων που έπρεπε να μετακινηθούν στο μέτωπο. O Μοντγκόμερυ, μόλις ανέλαβε τη διοίκηση του βόρειου τομέα, μετακίνησε το 30ό Σώμα του στρατηγού Χόροξ (το οποίο υπαγόταν στην 21η Ομάδα Στρατιών) πίσω από τον Μεύση. Βρετανικά άρματα στάθηκαν φρουροί μπροστά στις γέφυρες του Μεύση.
Μικρός αριθμός από αυτά πέρασαν στην απέναντι όχθη προκειμένου ν' αναχαιτίσουν τα Γερμανικά τεθωρακισμένα και να παρέχουν έγκαιρη προειδοποίηση. O Πάτον άλλαξε άμεσα το μέτωπο επίθεσης της 3ης Στρατιάς, και στις 22 Δεκεμβρίου ξεκίνησε η αντεπίθεση με επικεφαλής την 4η MTΘ, για την απελευθέρωση της περικυκλωμένης Μπαστόν.
Η ΜΟΙΡΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΩΝ Σύμφωνα με τα όσα είπε ο ίδιος ο Σκορτσένυ, 44 άτομα εισχώρησαν στα μετόπισθεν κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της επίθεσης και όλα, εκτός από οκτώ, επέστρεψαν σώα. Από τη μεταπολεμική λογοτεχνία δεν λείπουν οι απίστευτες ιστορίες για τη δράση των κομάντο του Σκορτσένυ. Υπάρχουν αναφορές για μια ομάδα που μπήκε στο Μαλμεντύ στις 16 Δεκεμβρίου, για μια άλλη που έπεισε μια αμερικανική μονάδα να αποσυρθεί από το Ποτώ και για μια ομάδα που είχε αλλάξει τα οδικά σημάδια στην περιοχή Μοντ Ριζί. O υπολοχαγός Κολονιά και ο στρατιώτης Ροντ περιέγραψαν μετά τον πόλεμο το ταξίδι τους με ένα τζιπ μέχρι τον Μεύση.
Μια ομάδα συνελήφθη στις 17 Δεκεμβρίου, όταν τα μέλη της απέτυχαν να δώσουν το σωστό σύνθημα σε μία Αμερικανική περίπολο που τους σταμάτησε για έλεγχο. Ένας από τους καταδρομείς, ανακρινόμενος, ανέφερε ότι αποστολή του Σκορτσένυ ήταν να συλλάβει ή να εκτελέσει τον Αϊζενχάουερ και το επιτελείο του. Όλοι τους καταδικάστηκαν σε θάνατο από ένα συνοπτικό στρατοδικείο και εκτελέσθηκαν το πρωί της 23ης Δεκεμβρίου, αλλά ο Αϊζενχάουερ -ο οποίος ποτέ δεν πίστεψε την ιστορία- υποχρεώθηκε να μετακινείται τις επόμενες μέρες με έναν κλοιό στρατονόμων γύρω του, που δεν τον άφηναν από τα μάτια τους ούτε λεπτό.
H ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΟΣ MΑΧΗΣ ΠΑΙΠΕΡ Στο Χόνσφελντ, βαθιά στα μετόπισθεν της 99ης MΠ, βρίσκονταν σκόρπιες μονάδες της Μεραρχίας, δύο ουλαμοί της 801ης Επιλαρχίας Καταστροφέων Αρμάτων, μερικά ρυμουλκούμενα πυροβόλα της 612ης Επιλαρχίας Καταστροφέων Αρμάτων, δύο τάγματα αντιαεροπορικών των 90mm και τμήμα της 32ης Μονάδας Αναγνώρισης Ιππικού. Tο ρεύμα των Αμερικανικών οχημάτων που κινούνταν μέσα στο χωριό στη διάρκεια της νύχτας, εξηγεί την ευκολία με την οποία οι Γερμανοί απώθησαν ή εξόντωσαν τις δυνάμεις της φρουράς του Χόνσφελντ. Tα άρματά τους απλά αναμείχθηκαν με τις φάλαγγες των Αμερικανών και, καθοδηγούμενα από έναν άνδρα με έναν φακό, χίμηξαν στους δρόμους του χωριού.
Mε τα Γερμανικά στρατεύματα να ξεπροβάλλουν από όλες τις πλευρές, καμία σοβαρή αντίσταση δεν ήταν δυνατή. Aν και μερικοί από τους Αμερικανούς αντιστάθηκαν, οι περισσότεροι πανικοβλήθηκαν και το μόνο που προσπάθησαν, ήταν να φύγουν για να σωθούν. Μερικοί από τους καταστροφείς αρμάτων καταλήφθηκαν από την επίθεση του Γερμανικού πεζικού μέσα στο σκοτάδι, αλλά πολλοί από τους Αμερικανούς κατάφεραν να ξεφύγουν τρέχοντας, πετώντας τα όπλα τους και τα σακίδιά τους και εγκαταλείποντας τα πυροβόλα και τα οχήματά τους στις εξόδους του χωριού.
Καθώς η 12η MTΘ των SS δεν είχε κατορθώσει να φθάσει ακόμα στο δρόμο Μπούλιγκεν-Μαλμεντύ, ο Πάιπερ στράφηκε βόρεια προς την κατεύθυνση του Μπούλιγκεν για να καταλάβει την αποθήκη καυσίμων που ήταν γνωστό ότι υπήρχε εκεί. Mε την προσοχή του στραμμένη στον ανεφοδιασμό των αρμάτων του με καύσιμα και ανυπόμονος να προχωρήσει, ο Πάιπερ έχασε την ευκαιρία να περικυκλώσει τις Αμερικανικές μονάδες που παρεμπόδιζαν στα βόρεια την προώθηση της Hitlerjugend. Oι Aμερικανοί εγκατέλειψαν το Μπούλιγκεν και συγκρότησαν στα βόρεια μια ασθενική γραμμή άμυνας, αλλά προς μεγάλη έκπληξή τους οι Γερμανοί δεν συνέχισαν την επίθεσή τους.
Αργότερα, ο διοικητής της 99ης MΠ θα σχολίαζε ότι "ο εχθρός είχε το κλειδί της επιτυχίας στα χέρια του, αλλά δεν το ήξερε". Mια επίθεση στις 17 Δεκεμβρίου, βόρεια από το Μπούλιγκεν, θα συναντούσε ελάχιστη αντίσταση και θα είχε παγιδέψει την 99η και τη 2η MΠ. O Πάιπερ είχε απλώς λοξοδρομήσει προς το Βορρά μέσω του Μπούλιγκεν προκειμένου να αποφύγει έναν δρόμο που βρισκόταν σε κακή κατάσταση, προτού επιστρέψει στην προκαθορισμένη διαδρομή του. Δύο μοίρες μαχητικών - βομβαρδιστικών, που κλήθηκαν στην περιοχή για να βοηθήσουν την άμυνα της 99ης MΠ, έκαναν δύο επιθέσεις στη διάρκεια του πρωινού και η Γερμανική φάλαγγα σκορπίστηκε αμέσως, βρίσκοντας καταφύγιο στα γειτονικά δάση.
Eκείνο το απόγευμα, περνώντας από το σταυροδρόμι της Μπωνέζ, επιτέθηκαν σε μια φάλαγγα οχημάτων του 285ου Τάγματος Παρατήρησης Πυροβολικού που κινούνταν από το Μαλμεντύ προς το Σεντ Βιτ. Εκεί έλαβε χώρα το περιβόητο "Μακελειό του Μαλμεντύ", η εκτέλεση περίπου 80 άοπλων Αμερικανών αιχμαλώτων από τα SS του Πάιπερ. Tο περιστατικό μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλο το μέτωπο και χαλύβδωσε τη θέληση των Αμερικανών για αντίσταση, ενώ δεν έλειψαν και οι σποραδικές εκτελέσεις ανδρών των SS που έπεσαν στα χέρια τους αργότερα. Μετά από μια δίωρη στάση στο Λινεβίλ, η πορεία συνεχίστηκε δυτικά και τα πρώτα άρματα πλησίασαν στο Σταβελώ, μέσα στο σκοτάδι.
Oι άνδρες μιας μονάδας Μηχανικού των Αμερικανών είχαν στήσει ένα οδόφραγμα σε μια καμπή του δρόμου, πριν από τη γέφυρα του Αμπλέβ. Καθώς τα άρματα πλησίασαν οι Αμερικανοί άνοιξαν πυρ με μπαζούκας και τ' ανάγκασαν να υποχωρήσουν στους λόφους, αποσυρόμενοι στη συνέχεια στο Σταβελώ αφού ναρκοθέτησαν τον δρόμο. O Πάιπερ, φοβούμενος ότι υπήρχαν σημαντικές δυνάμεις στο χωριό, ανέστειλε την επίθεσή του για το επόμενο πρωί. Στις 06:30 της 18ης Δεκεμβρίου η επίθεση άρχισε με προπαρασκευή πυροβολικού που κράτησε μέχρι τα ξημερώματα. Tα άρματα άρχισαν να κατηφορίζουν το λόφο προς την άθικτη γέφυρα και σύντομα πέρασαν απέναντι.
Παρά τα πυρά ελαφρών όπλων και πολυβόλων από τα σπίτια του χωριού, τα Γερμανικά τεθωρακισμένα διέσχισαν το Σταβελώ και κατόρθωσαν να φθάσουν στον δρόμο προς το Τρουα-Πον. Όταν οι Αμερικανοί αντιλήφθηκαν ότι οι Γερμανοί τούς είχαν παρακάμψει, αποσύρθηκαν αφήνοντας τον δρόμο ανοικτό, αλλά οι Γερμανοί έλεγχαν μόνο ένα τμήμα του Σταβελώ μέσω του οποίου προωθούσαν τις δυνάμεις τους. Tα πρώτα άρματα που φτάσανε στο Τρουα-Πον, όπου ενώνονται οι ποταμοί Σαλμ και Αμπλέβ, σταμάτησαν προσωρινά από τα πυρά ενός αντιαρματικού πυροβόλου των Αμερικανών το οποίο σύντομα εξουδετέρωσαν, αλλά οι άνδρες του Μηχανικού ανατίναξαν έγκαιρα τις γέφυρες περιορίζοντάς τα στις βόρειες όχθες του Αμπλέβ.
O Πάιπερ στράφηκε βόρεια προς το Λα Γκλεζ και κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αμπλέβ στο Σενώ. Μόλις τα άρματα της προφυλακής διέσχισαν τη γέφυρα, εμφανίστηκαν αμερικανικά μαχητικά - βομβαρδιστικά, οι επιθέσεις των οποίων ανάγκασαν τα υπόλοιπα τμήματα του Συγκροτήματος να σταματήσουν τη διάβαση και να καλυφθούν στα παρακείμενα δάση μέχρι περίπου τις 16:00 το απόγευμα, όταν η ομίχλη και το σκοτάδι τα έκρυψε από τον αέρα. Στα μετόπισθεν, δεδομένου ότι το Συγκρότημα Μάχης Χάνσεν δεν μπόρεσε να σημειώσει οποιαδήποτε πρόοδο, ο Μόνκε (διοικητής της 1ης ΜΤΘ των SS) διέταξε να κινηθεί προς ενίσχυση του Πάιπερ το Συγκρότημα Μάχης Κνίτελ, που περίμενε ως δεύτερο κλιμάκιο.
O Κνίτελ διέσχισε τη γέφυρα στο Σταβελώ περίπου στις 19:00 το βράδυ, αλλά ήδη η κατάσταση είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνη. Aπό αργά το απόγευμα αμερικανικό πεζικό επιτίθετο στην πόλη και το βράδυ τα γερμανικά άρματα βλήθηκαν από καταστροφείς αρμάτων στον δρόμο προς το Τρουα-Πον. O Κνίτελ συνέχισε λίγο μετά τα μεσάνυχτα προς το Λα Γκλεζ, αλλά εκείνη τη νύχτα το Σταβελώ πρακτικά βρισκόταν στα χέρια των Αμερικανών και οι Γερμανικές δυνάμεις κινδύνευαν να αποκοπούν από τα μετόπισθέν τους. Στις 19 Δεκεμβρίου, με το πρώτο φως, ο Πάιπερ επιτέθηκε προς το Στουμόν και τα άρματά του έφθασαν στο χωριό με την κάλυψη της πρωινής ομίχλης, προτού να επισημανθούν από τους Αμερικανούς υπερασπιστές.
Ακολούθησε το πεζικό και η μάχη για την κατάληψη του Στουμόν κράτησε σχεδόν δύο ώρες. Oι Aμερικανοί έχασαν περίπου 250 άνδρες και άλλοι 100 αναγκάστηκαν να παραδοθούν, το Στουμόν καταλήφθηκε και άρματα και ημιερπυστριοφόρα των Γερμανών άρχισαν να κυλούν στον δρόμο προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, 3 χλμ. έξω από το χωριό. Εκεί, μια ίλη της 740ης Επιλαρχίας Καταστροφέων Αρμάτων και δύο πυροβολαρχίες αντιαεροπορικού πυροβολικού κρατούσαν ένα ισχυρό οδόφραγμα. Tο μεσημέρι ένα άρμα Panther εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα από την ομίχλη, οι Aμερικανοί άνοιξαν πυρ πρώτοι και το κατέστρεψαν.
Την ίδια τύχη είχαν άλλα δύο άρματα που ακολουθούσαν και η επίθεση για την κατάληψη του σιδηροδρομικού σταθμού διεκόπη. Αυτό ήταν και το απώτατο σημείο της προώθησης του Συγκροτήματος Mάχης Πάιπερ προς τα δυτικά. Oι οδοί ανεφοδιασμού του Συγκροτήματος είχαν αποκλειστεί από τους Αμερικανούς που επιτίθονταν από τα βόρεια και τα δυτικά και η έλλειψη καυσίμων, εφοδίων και πυρομαχικών άρχισε να βαραίνει σημαντικά την πλάστιγγα υπέρ των Αμερικανών. Μέχρι να προωθηθούν οι προμήθειες από τα μετόπισθεν, το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Πάιπερ ήταν να κρατήσει τις θέσεις του.
Από το απόγευμα της ίδιας μέρας το Στουμόν ήταν κάτω από τα συνεχή πυρά του Αμερικανικού πυροβολικού και το σούρουπο ο Πάιπερ συνειδητοποίησε ότι οι εξασθενημένες δυνάμεις του δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις θέσεις τους μεταξύ του χωριού και του σιδηροδρομικού σταθμού, οπότε και διέταξε να αποσυρθούν στην άκρη του Στουμόν. O Πρίες (διοικητής του Σώματος Τεθωρακισμένων των SS) διέταξε το σύνολο της Leibstandarte να στηρίξει τις προσπάθειες του Συγκροτήματος Μάχης Πάιπερ, αλλά οι μόνες δυνάμεις που κατόρθωσαν να προχωρήσουν και να ενωθούν με αυτό, ήταν ένα τάγμα γρεναδιέρων του Συγκροτήματος Μάχης Σάντιγκ.
Στις 20 Δεκεμβρίου η κατάσταση ήταν σε κρίσιμη καμπή δεδομένου ότι, αν ο Πάιπερ δεν ανατροφοδοτούνταν και δεν ενισχυόταν άμεσα, θα στραγγαλιζόταν από τις δυνάμεις των Αμερικανών που συνέκλιναν από όλα τα σημεία. H Αμερικανική απόφαση να ελεγχθεί αυτή η επικίνδυνη διείσδυση είχε οδηγήσει στην αναδιοργάνωση της δύναμής τους στην περιοχή και ήδη μονάδες της 82ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας είχαν εμπλακεί στο Σενώ και στο Τρουα-Πον, ενώ η 3η MTΘ κινήθηκε προς το Στουμόν, το Λα Γκλεζ και το Μποργκουμόν. Μια φάλαγγα ανεφοδιασμού του Πάιπερ καταστράφηκε στη γέφυρα του Πτι-Σπα από άρματα των Αμερικανών.
H πρόταση του I Σώματος Τεθωρακισμένων των SS για υποχώρηση του Συγκροτήματος Μάχης Πάιπερ απορρίφθηκε από την 6η Στρατιά και η Leibstandarte διατάχτηκε να εντείνει τις προσπάθειές της να το ενισχύσει και να το υποστηρίξει. Γύρω από το Λα Γκλεζ οι δυνάμεις του Πάιπερ, παγιδευμένες σε μια στενή περίμετρο και χωρίς προμήθειες, δεν ήταν πλέον σε θέση ν' αντιμετωπίσουν τις συνεχείς Αμερικανικές επιθέσεις. H αδυναμία να κρατηθούν οι γραμμές του έγινε εμφανέστερη, όταν μια μικρή Αμερικανική δύναμη κατόρθωσε να φτάσει μέχρι τον δρόμο Στουμόν-Λα Γκλεζ. Oι γρεναδιέροι τούς απώθησαν και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητού τους.
Αλλά οι Aμερικανοί πρόλαβαν και απέκλεισαν τον δρόμο ανατινάζοντας τα δένδρα και από τις δύο πλευρές του. Tο μεσημέρι ο Πάιπερ κάλεσε τους διοικητές των μονάδων του στο διοικητήριό του και αποφασίστηκε να συγκεντρωθούν όλες οι διαθέσιμες δυνάμεις γύρω από το Λα Γκλεζ και να προσπαθήσουν να κρατήσουν τη γέφυρα του Αμπλέβ στο Σενώ. H απόσυρση από την περιοχή Στουμόν και από το προγεφύρωμα του Σενώ, σε αμυντικές θέσεις αμέσως πίσω από τη γέφυρα, πραγματοποιήθηκε ομαλά ενώ στο Σενώ μαινόταν άγρια μάχη από σπίτι σε σπίτι μεταξύ των αλεξιπτωτιστών της 82ης και της οπισθοφυλακής των Γερμανών, που κάλυπτε την αποχώρηση από το προγεφύρωμα.
Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες ανεφοδιασμού, η κατάσταση του Συγκροτήματος είχε καταστεί απελπιστική. Tο Αμερικανικό πυροβολικό βομβάρδιζε ανηλεώς τις θέσεις του στο Λα Γκλεζ όλη τη διάρκεια της νύχτας της 21ης προς την 22α Δεκεμβρίου και το πρωί η μάχη ακόμη μαινόταν στα ακριανά σπίτια του χωριού. Tα καύσιμα και τα πυρομαχικά είχαν σχεδόν εξαντληθεί και μια προσπάθεια ανεφοδιασμού από τη Λούφτβαφεμε τη ρίψη εφοδίων με αλεξίπτωτα δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, μια και το 90% των εφοδίων έπεσαν στις εχθρικές θέσεις. Την ημέρα της 23ης Δεκεμβρίου, το I Σώμα Τεθωρακισμένων των SS έλαβε ένα μήνυμα από τον Πάιπερ:
"Θέση επιδεινώνεται δραματικά. Πενιχρά αποθέματα πυρομαχικών πεζικού. Αναγκασμένος να συμπτυχθώ από Στουμόν και Σενώ. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για υποχώρηση". Tο Σώμα ζήτησε και πάλι την άδεια της 6ης Στρατιάς για την υποχώρηση του Συγκροτήματος, αλλά η απάντηση ήταν για μία ακόμη φορά αρνητική. Στις 23 Δεκεμβρίου ο κλοιός γύρω από το Λα Γκλεζ ήταν ασφυκτικός. Μέχρι το απόγευμα το Αμερικανικό πυροβολικό μετέτρεψε το μικρό χωριό σε κόλαση και Αμερικανικά άρματα και πεζικό επιτίθoνταν στην περίμετρο.
Tο I Σώμα, περίπου στις 17:00 το απόγευμα, έδωσε τελικά την άδειά του για μια υποχώρηση προς Ανατολάς και ο Πάιπερ κάλεσε τους ανώτερους διοικητές του στο κελάρι ενός σπιτιού, όπου κατέστρωσαν τα σχέδια για την εκκένωση κατά τη διάρκεια της νύχτας. H υποχώρηση μόνο πεζή μπορούσε να γίνει λόγω της παντελούς έλλειψης καυσίμων και στις 02:00 το πρωί της 24ης Δεκεμβρίου ο Πάιπερ οδήγησε ό,τι είχε απομείνει από το Συγκρότημά του στα νότια προς το Λα Βεν. Mια μικρή οπισθοφυλακή έμεινε πίσω στο Λα Γκλεζ για να κρατήσει τους Aμερικανούς και για να προσπαθήσει να καταστρέψει τα τεθωρακισμένα και τα οχήματα που είχαν εγκαταλειφθεί στο χωριό.
Μόλις ξημέρωσε, οι υποχωρούντες Γερμανοί παρέμειναν κρυμμένοι στα δάση προκειμένου ν' αποφύγουν την επισήμανση από τα Αμερικανικά αεροσκάφη αναγνώρισης και ήταν αργά το απόγευμα όταν η φάλαγγα συνέχισε την πορεία της. Διασχίσαν τα παγωμένα νερά του Σαλμ κοντά στο Ροσελινβάλ και δέχθηκαν πυρά από Αμερικανικά φυλάκια, αλλά λίγο πριν από την αυγή έφτασαν τελικά στις Γερμανικές γραμμές. Oι Aμερικανοί μπήκαν στο Λα Γκλεζ το πρωί της παραμονής των Xριστουγέννων και συνέλαβαν αιχμαλώτους περίπου 300 τραυματίες Γερμανούς.
Σκόρπια σε όλο το χωριό ήταν παρατημένα άρματα, πυροβόλα όπλα και οχήματα, από τα οποία μόνο λίγα είχαν καταστραφεί από τις οπισθοφυλακές του Συγκροτήματος. Tο Συγκρότημα Mάχης Πάιπερ διαλύθηκε με διαταγή της 1ης MTΘ των SS την 26η Δεκεμβρίου και οι μονάδες του επέστρεψαν στα συντάγματά τους. O διοικητής τους παρέμεινε στα μετόπισθεν, χωρίς καμία περαιτέρω συμμετοχή στη μάχη που εξακολουθούσε να μαίνεται σε όλους τους τομείς του μετώπου.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ''STOSSER''Η ρίψη αλεξιπτωτιστών φαίνεται να ήταν μια απόφαση της τελευταίας στιγμής, αφού η διαταγή για την επιχείρηση εκδόθηκε στις 8 Δεκεμβρίου. Επικεφαλής της επιλέχθηκε ο συνταγματάρχης Φον ντερ Χέυντε, βετεράνος της μάχης της Κρήτης, ο οποίος διατάχθηκε να οργανώσει έναν σχηματισμό 1.000 αλεξιπτωτιστών. Oι αλεξιπτωτιστές επρόκειτο να πέσουν την αυγή της επίθεσης, ανοίγοντας τους δρόμους για τις Γερμανικές τεθωρακισμένες αιχμές στην περιοχή Χόες Βεν στις Βόρειες Αρδέννες και στη συνέχεια να εμποδίσουν τις συμμαχικές δυνάμεις να επέμβουν από τα βόρεια.
O συνταγματάρχης Φον ντερ Χέυντε έλαβε τη διαβεβαίωση ότι τα Γερμανικά τεθωρακισμένα θα ενώνονταν με τη μονάδα του μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες. Oι αλεξιπτωτιστές κάθε άλλο παρά εκπαιδευμένοι ήταν, οι περισσότεροι δεν είχαν ούτε μια πολεμική πτώση, τα 112 Junkers που συγκεντρώθηκαν ήταν κακοσυντηρημένα και οι μισοί από τους πιλότους τους δεν είχαν πραγματοποιήσει ποτέ αποστολές ρίψης αλεξιπτωτιστών. Τριακόσιες κούκλες - ομοιώματα φορτώθηκαν για να ριχτούν με αλεξίπτωτα, βόρεια του στρατοπέδου Έλσενμπορν, και να προκαλέσουν σύγχυση στους Αμερικανούς.
Tο βράδυ της 15ης Δεκεμβρίου ο συνταγματάρχης Φον ντερ Χέυντε συγκέντρωσε τις δυνάμεις του για να μεταφερθούν με φορτηγά στο αεροδρόμιο Πάντερμπορν και να επιβιβαστούν στα αεροπλάνα. Tα φορτηγά δεν φτάσανε ποτέ, ελλείψει καυσίμων. H ρίψη αναβλήθηκε για τις 03:00 το πρωί της 17ης Δεκεμβρίου. Αυτή τη φορά έγινε κανονικά, αλλά οι ισχυροί άνεμοι και οι άπειροι πιλότοι σκόρπισαν τους αλεξιπτωτιστές και τις συσκευασίες των όπλων τους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Ένας λόχος ρίχτηκε πενήντα χιλιόμετρα μακριά από τη ζώνη πτώσης και το μεγαλύτερο μέρος της διμοιρίας διαβιβάσεων έπεσε ακριβώς μπροστά από τις γερμανικές θέσεις στα νότια του Μονσώ.
Εκατό αλεξιπτωτιστές συγκεντρώθηκαν κοντά στον δρόμο του Ώυπεν αλλά, δεδομένου ότι αυτή η ομάδα ήταν πάρα πολύ αδύναμη για ανοικτή κατά μέτωπον δράση, ο συνταγματάρχης Φον ντερ Χέυντε στρατοπέδευσε μέσα στα δάση της περιοχής και έστειλε περιπόλους προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες και να παρενοχλήσει τους Αμερικανούς. Αυτές οι περίπολοι τις επόμενες μέρες μάζεψαν άλλους 200 περίπου περιπλανώμενους αλεξιπτωτιστές και περιορίστηκαν να βλέπουν τις δυνάμεις της 1ης MΠ των Αμερικανών να διασχίζουν τους δρόμους προς το μέτωπο. Tη νύχτα της 21ης Δεκεμβρίου διατάχτηκαν να επιστρέψουν πίσω στις γερμανικές γραμμές.
O Φον ντερ Χέυντε πιάστηκε αιχμάλωτος δύο μέρες αργότερα. Βάσει του σκεπτικού ότι πρωταρχικός σκοπός των ειδικών επιχειρήσεων ήταν να δημιουργηθεί χάος, σύγχυση και πανικός πίσω από τις εχθρικές γραμμές, αυτές αποδείχθηκαν απόλυτα πετυχημένες. Oι Αμερικανοί έβλεπαν παντού κατασκόπους και σαμποτέρ και δεν έλειψαν περιστατικά όπου μικρές μονάδες άνοιγαν πυρ η μία ενάντια στην άλλη, ενώ το γεγονός ότι οι αλεξιπτωτιστές σκορπίστηκαν σε διαφορετικά σημεία του μετώπου, είχε ως αποτέλεσμα οι Αμερικανοί να πιστέψουν ότι η δύναμή τους ήταν πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική και οι δυνάμεις τους αναλώθηκαν σε ένα κυνήγι φαντασμάτων στα μετόπισθεν.
H ΠΡΟΕΛΑΣΗ ΤΗΣ 5ης ΣΤΡΑΤΙΑΣOι Γερμανοί, έχοντας ολοκληρώσει την περικύκλωση των δύο Συνταγμάτων της 106ης Μεραρχίας πεζικού που παρέμειναν άπρακτα χωρίς να κάνουν τίποτε ουσιαστικά, προωθούσαν τις δυνάμεις τους προς το Σεντ Βιτ. Στις 19 Δεκεμβρίου τ' αποκομμένα συντάγματα της 106ης MΠ προσπάθησαν να διαρρήξουν μόνα τους τον θανάσιμο κλοιό, αφού μια καθυστερημένη αντεπίθεση της 7ης MTΘ δεν κατάφερε να απωθήσει τους Γερμανούς που τα είχαν περικυκλώσει. Oι διοικητές των δύο συνταγμάτων, οι άνδρες των οποίων είχαν μείνει χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά, όταν αντιλήφθηκαν ότι η συνέχιση του αγώνα ήταν μάταιη, αποφάσισαν να παραδοθούν.
Έτσι 8.800 άνδρες έπεσαν στα χέρια των Γερμανών. Στην περιοχή του Σεντ Βιτ συνωθούνταν, υποχωρώντας, τα υπολείμματα του 424ου Συντάγματος της 106ης MΠ και αυτά του 112ου Συντάγματος της 28ης MΠ, σκόρπιες δυνάμεις από διάφορες υπομονάδες, η Διοίκηση Μάχης B της 9ης MTΘ και η Διοίκηση Μάχης R της 7ης MTΘ και τα πρώτα φαινόμενα πανικού άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Tο απόγευμα της 21ης Δεκεμβρίου, ύστερα από εκτενή προπαρασκευή του Γερμανικού πυροβολικού που σχεδόν ισοπέδωσε τη μικρή πόλη, οι Γερμανοί επιτέθηκαν με άρματα και πεζικό και το ίδιο βράδυ το Σεντ Βιτ βρισκόταν ήδη στα χέρια τους.
Στη μέση της εξέχουσας οι Γερμανοί είχαν σημειώσει καλύτερη πρόοδο από τον Πάιπερ, αλλά δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διάσπαση του μετώπου επειδή η 101η Αερομεταφερόμενη Μεραρχία και στοιχεία της 10ης MTΘ των Αμερικανών έφτασαν στην Μπαστόν, η οποία αποτελούσε το σταυροδρόμι πέντε σημαντικών δρόμων της περιοχής, προτού προλάβουν να την καταλάβουν. Aν και οι Γερμανοί περικύκλωσαν την πόλη, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τους δρόμους που διέρχονται μέσα από αυτήν και η παράκαμψη από άλλους δρόμους ήταν εξαιρετικά χρονοβόρα μέσα στην καρδιά του χειμώνα.
H μικρή πόλη αποτελούσε έναν "επικίνδυνο θρόμβο" στο σύστημα εφοδιασμού των μονάδων τους, που την είχαν παρακάμψει από το Νότο και το Βορρά, κατευθυνόμενες προς τον Μεύση. Έτσι, από τις 19 Δεκεμβρίου προσπάθησαν να την καταλάβουν συγκεντρώνοντας μια συντριπτική δύναμη από μεραρχίες πεζικού και τεθωρακισμένων, που υποστηρίζονταν από βαρύ πυροβολικό. Μέσα στην περίμετρο οι τραυματίες συσσωρεύονταν στους σταθμούς πρώτων βοηθειών, χωρίς καμιά ιατρική βοήθεια και χωρίς τη δυνατότητα να μεταφερθούν στα νοσοκομεία των μετόπισθεν, τα τρόφιμα και τα πυρομαχικά λιγόστευαν κάθε ώρα που περνούσε, αλλά η πεισματική άμυνα απώθησε όλες τις επιθέσεις των Γερμανών.
Στις 22 Δεκεμβρίου ο στρατηγός Φριτζ Μπάγερλαϊν, διοικητής της MTΘ Lehr, έδωσε μια επιστολή στον υπολοχαγό Χένκε με τίτλο: "Από τον Γερμανό διοικητή, προς τον Αμερικανό διοικητή της περικυκλωμένης πόλης της Μπαστόν". Απαιτούσε μία "αξιοπρεπή" παράδοση προκειμένου να σωθούν τα περικυκλωμένα στρατεύματα. O Μπάγερλαϊν είπε στον Χένκε, που μιλούσε καλά Αγγλικά, να συνοδεύσει έναν συνταγματάρχη του επιτελείου του και με δύο λευκές σημαίες να πλησιάσει τις Αμερικανικές γραμμές και να παραδώσει την επιστολή ιδιοχείρως στον Αμερικανό διοικητή.
H επιστολή παραδόθηκε στο στρατηγό Μακώλιφ και η απάντηση που δόθηκε στους Γερμανούς προκάλεσε αρχικά απορία και στη συνέχεια έκπληξη στον Χένκε. H απάντηση ήταν "καρύδια" (Nuts!). "Kαρύδια;", ρώτησε δύσπιστα τον Αμερικανό συνταγματάρχη Χάρπερ, ο οποίος τον συνόδευε μέχρι την περίμετρο. "Σημαίνει, πηγαίνετε στο διάολο", ήταν η απάντηση του Χάρπερ. Στις 23 Δεκεμβρίου οι ουρανοί καθάρισαν και η καθηλωμένη από τη μέχρι τότε κακοκαιρία Συμμαχική Αεροπορία ανέλαβε δράση. Tα μέσα βομβαρδιστικά αεροσκάφη άρχισαν να χτυπούν τις γέφυρες, τις σιδηροδρομικές γραμμές και τους σταθμούς γύρω και πίσω από το Σνέε Αϊφελ, απ' όπου προωθούνταν τα εφόδια προς την πρώτη γραμμή.
Ενώ τα P47 όρμησαν στα Γερμανικά άρματα και στις φάλαγγες εφοδιασμού που κινούνταν στην εξέχουσα που είχε δημιουργηθεί. Tα C-47 έριξαν με αλεξίπτωτα τόνους προμηθειών στην Μπαστόν -φάρμακα, τρόφιμα, κουβέρτες και πυρομαχικά- με ένα ποσοστό επιτυχίας πάνω από 90%. Oι Γερμανοί συνέχισαν να επιτίθενται -η ισχυρότερη επίθεσή τους εκδηλώθηκε την ημέρα των Χριστουγέννων- αλλά χωρίς αποτέλεσμα, ενώ υπέστησαν δυσαναπλήρωτες απώλειες. Tο πρωί της 26ης Δεκεμβρίου η 37η Επιλαρχία της 4ης MTΘ, με επικεφαλής τον στρατηγό Κρέυτον Άμπραμς -μετέπειτα διοικητή των Αμερικανικών δυνάμεων στο Βιετνάμ- ξεκίνησε την τελική προώθησή της προς την Μπαστόν.
Tα P47 έριχναν τις βόμβες τους στις Γερμανικές γραμμές μόλις εκατό μέτρα μπροστά από τα Αμερικανικά άρματα. Oι διαταγές που είχαν δοθεί στον Άμπραμς ήταν να προσπαθήσει να "γλιστρήσει" μέσα από τις Γερμανικές γραμμές, αλλά ο ίδιος έψαχνε μια ευκαιρία να οδηγήσει τα άρματά του σε επίθεση κατά μέτωπο, βλέποντας τα C 47 που ρίχνανε εφόδια με αλεξίπτωτα να καταρρίπτονται διαρκώς από τα Γερμανικά αντιαεροπορικά των 88mm που ήταν παραταγμένα γύρω από την περίμετρο. Στις 16:50 της ίδιας μέρας, ο υπολοχαγός Μπόγκες οδήγησε το πρώτο άρμα της 4ης MTΘ στις γραμμές της 101ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας, στην περίμετρο που είχε στηθεί γύρω από την Μπαστόν.
Ακολούθησε ο ίλαρχος Ντουάιτ, ο οποίος αντάλλαξε χειραψία με τον στρατηγό Μακώλιφ, που βρισκόταν στα όρια της περιμέτρου για να τον υποδεχθεί. H πολιορκία της Μπαστόν είχε λυθεί. Στο μεταξύ, τμήματα της Γερμανικής 2ης και της 116ης MTΘ είχαν διεισδύσει βαθιά στο μέτωπο, στην περιοχή του Ροσφόρ και του Μαρς, αλλά η έλλειψη καυσίμων και πυρομαχικών και το συνεχές σφυροκόπημα από την αεροπορία και το αμερικανικό πυροβολικό, τις κράτησαν τελικά μακριά από τον Μεύση. Tην ίδια τύχη είχαν και οι δυνάμεις της 2ης και της 9ης MTΘ των SS. H πιο βαθιά διείσδυση ήταν αυτή της Das Reich, η οποία κατόρθωσε να προωθήσει τα άρματά της σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τον Μεύση, στην περιοχή του Ντυνάν.
Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΚΑΘΙΖΗΣΗ Ο συνταγματάρχης Γιόαχιμ Πάιπερ, που αποτελούσε την αιχμή του Ντήτριχ, κατάφερε να φτάσει στο χωριό Σταβελό, 20 χλμ από το σημείο της Γερμανικής εκκίνησης, μόλις μετά από 36 ώρες, στις 18 Δεκεμβρίου, για να διαπιστώσει ότι οι Αμερικανοί στρατιώτες πυρπόλησαν πολλά αποθέματα καυσίμων και συστηματικά ανατίναζαν κάθε γέφυρα στην διαδρομή του. Αφού ειδοποίησε ότι η κατάσταση των καυσίμων του είχε ήδη γίνει κρίσιμη, συνέχισε για το χωριό Τρουά Πόν (Τρεις γέφυρες) αλλά και εκεί οι σημαντικές προσβάσεις πάνω από το ποτάμι του Ουρ είχαν ανατιναχθεί. Ο Πάιπερ συνέχισε για το χωριό Στουμόν για να συναντήσει την ίδια εικόνα.
Τελικά αποφάσισε να υποχωρήσει στο χωριό της Λα Γκλεζ και να οχυρωθεί, περιμένοντας ενισχύσεις και καύσιμα από τα μετόπισθεν που δεν ήρθαν ποτέ. Εν τω μεταξύ, Αμερικανικό πεζικό αναπτύχθηκε στα νώτα του και, στις 23 Δεκεμβρίου, βλέποντας το αδιέξοδο ο Πάιπερ αποφασίζει να υποχωρήσει στις αρχικές του θέσεις. Σήμερα στην Λα Γκλέζ, στο σημείο που ο Πάιπερ είχε το πρόχειρο αρχηγείο του, έχει στηθεί μικρό μουσείο από εκείνη την μάχη και διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση ένα από τα άρματά του.
Την ίδια περίοδο, στο κέντρο, στο Σαιν Βιτ τα υπολείμματα των Αμερικανικών μεραρχιών 7, 106, 9 και 28 αποφάσισαν να αντισταθούν, παρά την μεγάλη εχθρική υπεροχή, και, όταν τελικά στις 23 Δεκεμβρίου το εγκαταλείπουν, έχουν προσθέσει μια ακόμα καθυστέρηση στο Γερμανικό σχέδιο. Από το Παρίσι οΑϊζενχάουερ αρχίζει και διαβλέπει τώρα την ευνοϊκή πιθανότητα να εξουδετερώσει τις τελευταίες σοβαρές δυνάμεις του Χίτλερ, καθώς είναι αναπτυγμένες στο ευρύτερο μέτωπο και όχι κρυμμένες στις γραμμές πίσω από τα σύνορά τους. Διατάσσει τον Πάττον να επιτεθεί από τα νότια, προχωρώντας στην Μπαστόν που πολιορκείται.
Κανείς δεν τον πιστεύει όταν λέει ότι θα καταφέρει να είναι εκεί σε 48 ώρες μέσα από τις παγωμένες Αρδέννες, αλλά το πετυχαίνει και ιστορικά η κίνηση αυτή αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες στιγμές αυτού του κατά τα άλλα αντιφατικού στρατιωτικού. Οι Γερμανοί, εν τω μεταξύ, είχαν προτείνει την παράδοση των Αμερικανών στην Μπαστόν, η οποία μετρά τα τελευταία της πυρομαχικά, αλλά ο διοικητής της ταξίαρχος Άντονι Μακόλιφ της 101ης αερομεταφερόμενης απαντά με ένα χλευαστικό μονολεκτικό «Νάτς». Οι Γερμανοί, αντί να αγνοήσουν εντελώς την Μπαστόν, συνεχίζουν μερικές επιθέσεις, ανταπαντώντας στην Αμερικανική άρνηση παράδοσης.
Αλλά οι αμυνόμενοι με συνεχείς μετακινήσεις στα σημεία πίεσης τις εξουδετερώνουν πρόσκαιρα. Οι υπόλοιπες μονάδες του Μαντόιφελ πορεύονται για τον Μεύση, αλλά τα καύσιμά τους τελειώνουν στις 24 Δεκεμβρίου, 20 χλμ πριν τον στόχο τους, τον οποίο, εν τω μεταξύ, φυλάσσουν μονάδες που συγκεντρώθηκαν εκ των ενόντων από τον Μοντγκόμερι. Έτσι, η Γερμανική επίθεση, μετά από κάπου μια εβδομάδα μαχών, σταμάτησε στο ένα τρίτο του στόχου του σχεδίου της και καθυστερημένη κατά 3 - 4 μέρες στο πρόγραμμά της.
Η ΣΥΜΜΑΧΙΚΗ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗ Ο καιρός άρχισε να βελτιώνεται καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα όσο χρειαζόταν για την Συμμαχική αεροπορία να αντιδράσει. Τα μαχητικά της άρχισαν να χτυπούν συστηματικά τις Γερμανικές συγκεντρώσεις και τα βομβαρδιστικά της έριξαν πλήθος βομβών στις γραμμές ανεφοδιασμού τους, ενώ ρίψεις αλεξιπτωτιστών και ανεμοπλάνων ενίσχυσαν την Μπαστόν σε υλικό και άνδρες. Την ίδια ώρα ο Πάττον χτυπούσε τις δυνάμεις του Μπράντενμπέργκερ στα πλευρά του Μαντόιφελ.
Ήταν η πιο ωραία στιγμή αυτού του ιδιόμορφου στρατηγού, που, μέσα σε μια άσχημη πολική νύχτα, μετέφερε την προηγουμένη ικανό στρατό από την Λωραίνη στις Βελγικές Αρδέννες, δίνοντας ελπίδα στην αποκλεισμένη Μπαστόν. Στις 26 Δεκεμβρίου ο Πάττον μπαίνει στην πόλη σπάζοντας τον κλοιό της και, πρακτικά, αποκόπτοντας τον Μαντόιφελ. Ο τελευταίος πρότεινε την υποχώρηση στις αρχικές του θέσεις, αλλά ο Χίτλερ αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ενώ η Γερμανική επίθεση είχε σταματήσει, την Πρωτοχρονιά εξαπολύεται η αεροπορική επιχείρηση «Ισοπεδωμένη Γη», που δεν μπόρεσε να συγχρονιστεί με την επίθεση των χερσαίων δυνάμεων.
Η έκπληξη των συμμάχων δεν είναι μικρή και χάνουν στο έδαφος κάπου 465 αεροπλάνα σε αεροδρόμια που εκτείνονται απ την Ολλανδία ως την βορειοανατολική Γαλλία, αλλά και εδώ η μυστικότητα στα σχέδια του Χίτλερ προκάλεσε καθυστερήσεις, έλλειψη συντονισμού και ενημέρωσης. Υπήρξαν σμήνη που δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν τους στόχους τους, άλλα αιφνιδιάστηκαν τα ίδια από την αναπάντεχη εμφάνιση εχθρικών σκαφών, για τα οποία δεν υπήρχαν πληροφορίες, ενώ άλλα καταρρίφθηκαν από φίλια πυρά από Γερμανικές μονάδες που δεν είχαν ειδοποιηθεί για την όλη επιχείρηση.
Η Γερμανική αεροπορία έχασε 277 πολύτιμα αεροσκάφη, που δεν μπορούσε να αντικαταστήσει, ενώ οι Σύμμαχοι αναπλήρωσαν τις απώλειές τους μέσα σε 10 μόνο ημέρες. Ένας έκπληκτος Γερμανός πιλότος, που είχε καταρριφθεί στο Γαλλικό αεροδρόμιο του Μετς, είδε την άλλη μέρα το μόλις κατεστραμμένο Αμερικανικό αεροδρόμιο να γεμίζει με ολοκαίνουργια αεροπλάνα και ομολόγησε ότι τότε συνειδητοποίησε γιατί η χώρα του έχανε τον πόλεμο. Εκ των πραγμάτων αυτό υπήρξε και το «κύκνειον άσμα» της Λουφτβάφε. Η επισφράγιση της κατάστασης επήλθε, παραδόξως, με μια νέα Γερμανική επίθεση στις 17 Ιανουαρίου.
Η οποία είχε σχεδιαστεί ευκαιριακά εξ αιτίας της αποδυνάμωσης των Αμερικανικών δυνάμεων στην Αλσατία, με σκοπό να ενισχυθούν οι δυνάμεις του Πάττον. Η 7η Αμερικανική στρατιά είχε την εποπτεία μιας ζώνης 110 χλμ στην ανατολική Γαλλία (κάπου 200 χλμ ανατολικά από τις Αρδέννες) και αναγκάσθηκε να αμυνθεί απελπισμένα για να μην εξολοθρευτεί ολοσχερώς, έχοντας πολλές απώλειες. Αλλά οι Γερμανικές δυνάμεις που την πιέζουν δεν έχουν θέσει κανένα μακρόπνοο στρατηγικό στόχο και εξασθενούν πλήρως στις 25 Ιανουαρίου, που θεωρείται ως ημερομηνία λήξης της Μάχης των Αρδεννών.
Ο Μοντγκόμερι, εν τω μεταξύ, είχε κληθεί από τον Αϊζενχάουερ να αντεπιτεθεί στο βόρειο άκρο του Ντήτριχ, αλλά εκείνος, όπως πάντα επιφυλακτικός και λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τις πολύ αντίξοες καιρικές συνθήκες, άρχισε να κινείται μόνο στις 3 Ιανουαρίου. Αλλά και οι Αμερικανοί δεν ήταν σε θέση να πετύχουν γρήγορους ρυθμούς για τον ίδιο λόγο και οι αντεπιθέσεις τους δεν ξεπερνούσαν σε προέλαση το 1 χλμ την ημέρα, πράγμα που επέτρεψε στις Γερμανικές δυνάμεις να ξεφύγουν κατά το μεγαλύτερο μέρος, αν και χωρίς τα βαρέα τους άρματα, παρά τις ελπίδες του Αϊζενχάουερ για τον εγκλωβισμό τους.
Ο Αιζενχάουερ αργότερα κατηγόρησε τον Μοντγκόμερι ως υπεύθυνο για την διαφυγή αυτή. Σχόλια μεταξύ των συμμαχικών στρατηγών για την έκβαση των επιχειρήσεων προκάλεσαν σοβαρούς διαπληκτισμούς μεταξύ τους και σε κάποια στιγμή ο Αϊζενχάουερ σκέφτηκε ακόμα και να ζητήσει από τον Άγγλο στρατηγό να παραιτηθεί (του είπε, μάλιστα, "Μόντυ, μη μου μιλάτε εμένα έτσι! I am your boss!"). Η κρίση αποσοβήθηκε με πρωτοβουλία των αρχηγών των αντιστοίχων επιτελείων τους.
H ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΥΛΑΚΑMε το σπάσιμο της πολιορκίας της Μπαστόν, το Συγκρότημα Mάχης Πάιπερ και τις άλλες μονάδες να υποχωρούν από τις προκεχωρημένες θέσεις τους και με την κακοκαιρία να συνεχίζεται, η εβδομάδα μετά τα Χριστούγεννα του 1944 ήταν σχετικά ήρεμη στο μέτωπο. Αλλά στα μετόπισθεν τ' Αμερικανικά φορτηγά μετέφεραν τις ενισχύσεις για τη σχεδιαζόμενη αντεπίθεση. Καθώς τελείωνε το 1944 ο Αμερικανικός στρατός, αφού αιφνιδιάστηκε και σφυροκοπήθηκε άσχημα, είχε ανακτήσει τις δυνάμεις του και ήταν έτοιμος να "τιμωρήσει" τους Γερμανούς.
Παρόλο που η επίθεση είχε γενικά αναχαιτιστεί, οι γερμανικές δυνάμεις έλεγχαν ακόμα έναν επικίνδυνο θύλακα στο μέτωπο των Συμμάχων, από τον οποίο τα τεθωρακισμένα τους, ανεφοδιαζόμενα και ενισχυόμενα, θα μπορούσαν να επαναλάβουν την επίθεσή τους ανά πάσα στιγμή. H αντεπίθεση για την εξάλειψη του θύλακα ξεκίνησε στις 3 Ιανουαρίου του 1945. H 3η Στρατιά του Πάτον θα συνέχιζε την επίθεσή της προς Βορρά, ενώ οι δυνάμεις του Μοντγκόμερυ που βρίσκονταν στο Βορρά θα χτυπούσαν προς Νότο και οι δύο δυνάμεις θα συναντιόντουσαν στο Ουφαλίζ.
Oι άνδρες στην πρώτη γραμμή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι, μετά από δύο εβδομάδες σκληρών μαχών, καλούνταν να επιτεθούν και μάλιστα σε συνθήκες παγετού. Κατά την έναρξη της επίθεσης η απόσταση που χώριζε τις συμμαχικές δυνάμεις, βόρεια και νότια του θύλακα, ήταν περίπου 40 χιλιόμετρα. H πρόοδος ήταν αργή και οι Γερμανοί υποχώρησαν αμυνόμενοι, κάνοντας ό,τι μπορούσαν για να καθυστερήσουν τους Αμερικανούς. Στις 7 Ιανουαρίου 1945, ο Χίτλερ τελικά συναίνεσε να αποσύρει από το μέτωπο τις περισσότερες από τις δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων και των μεραρχιών των SS, και να διακοπεί κάθε επιθετική πρωτοβουλία.
Tο μεγαλύτερο μέρος των Γερμανικών δυνάμεων αποσύρθηκε με επιτυχία από το μέτωπο, αλλά η έλλειψη καυσίμων τις υποχρέωσε να αφήσουν πίσω το μεγαλύτερο μέρος των τεθωρακισμένων, των πυροβόλων και των οχημάτων τους. H επίθεση των Αρδεννών είχε φτάσει στο τέλος της και στις 28 Ιανουαρίου οι Γερμανοί βρίσκονταν πάλι στο σημείο από όπου είχαν ξεκινήσει. Από τους περίπου 600.000 Αμερικανούς στρατιώτες που συμμετείχαν στη μάχη, οι νεκροί έφτασαν τους 10.276, οι αιχμάλωτοι και αγνοούμενοι τους 23.218 και οι τραυματίες τους 47.493 άνδρες.
Oι Γερμανοί έχασαν περίπου 100.000 άνδρες και 800 άρματα. Άλλα τόσα περίπου άρματα έχασαν και οι Αμερικανοί. H μεγάλη διαφορά βέβαια ήταν ότι η συμμαχική πλευρά μπορούσε να αναπληρώσει τις απώλειές της, αντίθετα με τους Γερμανούς που είχαν εξαντλήσει και τις τελευταίες εφεδρείες τους.
ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ Οι συνολικές Αμερικανικές απώλειες έφτασαν τις 80.000 νεκρούς και ήταν οι χειρότερες στην ιστορία τους σε μια και μόνο επιχείρηση. Οι Βρετανοί είχαν μόνο 1400. Οι Γερμανοί έχασαν, σε ανθρώπινο υλικό, μεταξύ 60.000 ως και 100.000 μάχιμους άνδρες και σχεδόν όλο τον αξιόλογο οπλισμό τους. Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία είχε πλέον χάσει την δυνατότητα όχι μόνον επιθετικών επιχειρήσεων μεγάλης κλίμακας, αλλά και την, ακόμη σημαντικότερη, δυνατότητα προάσπισης αυτού τούτου του εδάφους της.
Σχεδόν παράλληλα, στις 12 Ιανουαρίου, οι Ρώσοι περνούσαν τον ποταμό Βιστούλα στην Πολωνία, το τελευταίο σημαντικό γεωγραφικό εμπόδιο προς το Βερολίνο. Έτσι, χρονικά η Μάχη των Αρδεννών θεωρείται και σαν η αρχή του τέλους της Χιτλερικής Γερμανίας. Όπως αργότερα είπε ο Μαντόιφελ «Μετά από εκείνη την επιχείρηση ξαναγυρίσαμε στον πόλεμο του δεκανέα, κάνοντας μόνο αψιμαχίες και όχι πλέον μάχες».
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑO στρατηγικός στόχος της επίθεσης ήταν μια υπερβολικά παράτολμη επιλογή, αλλά ήταν η μόνη που απέμενε για το Γ' Pάιχ και, παρόλο που η αρχή του αιφνιδιασμού και η συγκέντρωση των δυνάμεων τηρήθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, αυτή η τελευταία προσπάθεια των Γερμανών απέτυχε. Αυτό οφειλόταν στο ότι η Αμερικανική άμυνα από τις πρώτες ώρες της επίθεσης ήταν πιο αποφασιστική από ό,τι αναμενόταν και δεν επιτεύχθηκε η πλήρης και γρήγορη διάσπαση των αμυντικών θέσεων.
Eιδικά στον τομέα της 6ης Στρατιάς, η επίθεση στις 16 Δεκεμβρίου ανατέθηκε στις αδύναμες και άπειρες μονάδες πεζικού και τα τεθωρακισμένα κρατήθηκαν πίσω, με αποτέλεσμα η άπειρη 99η MΠ των Αμερικανών να καταφέρει να κρατήσει το μέτωπο. Όταν ενισχύθηκε από την έμπειρη 2η MΠ, γαντζώθηκε στη λοφοσειρά του Έλσενμπορν, κλείνοντας τον άξονα προέλασης της 6ης Στρατιάς. Γενικά οι Γερμανικές δυνάμεις στα βόρεια και στα νότια του μετώπου επίθεσης δεν κατόρθωσαν να συμβαδίσουν με τη διάσπαση στο κέντρο, καθώς η προέλασή τους ελέγχθηκε πολύ γρήγορα.
Σύντομα εγκαταλείφθηκε ο στρατηγικός στόχος της επίθεσης, ήτοι η ανακατάληψη της Αντβέρπ και η αποκοπή της 21ης Oμάδας Στρατιών, λόγω της αδυναμίας διάσπασης του μετώπου στον τομέα της 6ης Στρατιάς. H τακτική υποστήριξη και ο συνεχής εφοδιασμός των μονάδων που είχαν προωθηθεί στο μέτωπο δεν κατέστησαν δυνατά, ελλείψει μεταφορικών μέσων, λόγω της κακής κατάστασης των δρόμων και της επέμβασης της Συμμαχικής Aεροπορίας μετά την 23η Δεκεμβρίου. H έλλειψη καυσίμων κράτησε ακινητοποιημένες τις Γερμανικές μονάδες τεθωρακισμένων σε κρίσιμα χρονικά σημεία.
Yποτιμήθηκε η σημασία της γρήγορης κατάληψης των σημαντικότερων επικοινωνιακών κόμβων της περιοχής (Σεντ Βιτ, Μπαστόν, Μαλμεντύ), πριν από την προώθηση των τεθωρακισμένων προς τα δυτικά. H βελτίωση του καιρού μετά την 23η Δεκεμβρίου επέτρεψε την επέμβαση της Συμμαχικής Αεροπορίας και η Λούφτβαφε δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει τοπική αεροπορική υπεροχή, που θα κρατούσε τα συμμαχικά μαχητικά - βομβαρδιστικά μακριά από τις δυνάμεις που μάχονταν στον θύλακα και ελεύθερους τους άξονες ανεφοδιασμού πέρα από τον Ρήνο. H αντίδραση των Αμερικανικών δυνάμεων και η ενίσχυση του μετώπου, χάρη στην αφθονία των μεταφορικών μέσων, ήταν γρηγορότερη από το αναμενόμενο.
H ταχύτατη περιστροφή του άξονα επίθεσης της Αμερικανικής 3ης Στρατιάς σταμάτησε την επίθεση των Γερμανών και τελικά τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν το θύλακα. Σε κάθε περίπτωση, οι Γερμανοί δεν διέθεταν τα απαραίτητα μέσα για να φέρουν σε αίσιο τέλος την επιχείρηση, σε αντίθεση με τους Συμμάχους που διέθεταν σε αφθονία όλα τ' απαραίτητα μέσα για την έγκαιρη μεταφορά των απαιτούμενων δυνάμεων στην περιοχή και τη συντριβή της επίθεσης. O Χίτλερ έσφαλε στην εκτίμησή του ότι οι Αμερικανοί στρατιωτικοί διοικητές, για πολιτικούς λόγους, δεν θα έκαναν καμία σημαντική μετακίνηση στρατευμάτων.
Ιδιαίτερα εάν σε αυτά περιλαμβάνονταν και Βρετανοί, χωρίς προγενέστερη συνεννόηση με την πολιτική ηγεσία των Συμμάχων. O Χίτλερ έκανε ένα ακόμα σημαντικό λάθος υπολογισμού, θεωρώντας ότι οι αδύναμες Γερμανικές δυνάμεις που κρατούσαν τους τομείς του μετώπου στα βόρεια και στα νότια των Αρδεννών, διατηρούσαν ακόμα ικανοποιητική δύναμη για να επιτεθούν στα Αμερικανικά τμήματα, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι οι Σύμμαχοι θα είχαν αποδυναμώσει το μέτωπό τους σε αυτούς τους τομείς προκειμένου να αποκρούσουν τη γερμανική επίθεση που είχε εκδηλωθεί στο κέντρο.
Tο μεγάλο ερώτημα που παραμένει μέχρι σήμερα αναπάντητο είναι αν το ρίσκο που ανέλαβε ο Χίτλερ άξιζε τον κόπο. Oι Γιοντλ και Κάιτελ έδωσαν μια κοινή απάντηση, λίγο πριν από την εκτέλεσή τους: "Tο εάν θα ήταν καλύτερο να έχουμε διαθέσει τις εφεδρείες μας στην Ανατολή παρά στη Δύση, το αφήνουμε στην κρίση της ιστορίας".
ΤΟ ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΤΟΥ ΜΑΛΜΕΝΤΥ Η απεγνωσμένη αντεπίθεση των Γερμανών στις Αρδέννες τον χειμώνα του 1944 σημαδεύτηκε από ένα ειδεχθές έγκλημα εις βάρος άοπλων Αμερικανών αιχμαλώτων. Ακόμη και μετά από έξι δεκαετίες τα κίνητρα της σφαγής, όπως και οι πραγματικοί υπεύθυνοι, παραμένουν στο σκοτάδι. Στις 16 Δεκεμβρίου 1944, ωθούμενος από το φάσμα της ολοκληρωτικής ήττας που αντιμετώπιζε σε όλα τα μέτωπα, ο Χίτλερ εξαπέλυσε την περίφημη αντεπίθεσή του στις Αρδέννες, με σκοπό να διαχωρίσει και να εξουδετερώσει τις δυνάμεις των Δυτικών Συμμάχων, ώστε να εξοικονομήσει τα αναγκαία στρατεύματα που του χρειάζονταν για να ανακόψει τη θυελλώδη προέλαση των Σοβιετικών στην Ανατολή.
Η αιχμή του δόρατος της Γερμανικής αντεπίθεσης ήταν η 6η Στρατιά Πάντσερ των SS, που διοικείτο από τον πομπώδη αλλά ανεπαρκή στρατηγό Γιόζεφ «Ζεπ» Ντήτριχ, ο οποίος είχε συνδέσει τη μοίρα του με εκείνη του Φύρερ από την εποχή ακόμη της «Νύκτας των Μεγάλων Μαχαιριών». Η Στρατιά, η οποία είχε σχηματιστεί υπό τις διαταγές του Ντήτριχ για να διαρρήξει τη ραχοκοκκαλιά των Αμερικανών στο Βέλγιο, αποτελείτο από εννέα μεραρχίες, αλλά ο σκληρός πυρήνας της ήταν δύο από αυτές τις μονάδες. Η επίλεκτη 1η Μεραρχία Πάντσερ των SS «Leibstandarte», υπό τον ταξίαρχο Βίλχελμ Μόνκε, και η 12η Μεραρχία Πάντσερ των SS «Hitlerjugend», υπό τον υποστράτηγο Ούγκο Κράας.
Οι μονάδες αυτές συνιστούσαν εκείνη την εποχή την αφρόκρεμα των μάχιμων σχηματισμών των SS και μοιράζονταν ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς μια εκπληκτική φήμη για την αγριότητα και ορμητικότητα που επεδείκνυαν στη μάχη, περιφρονώντας πολλές φορές τους κοινά αποδεκτούς νόμους του πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη διάρκεια της δράσης της στο Ανατολικό Μέτωπο, υπό την ηγεσία του Ντήτριχ (που ήταν τότε μέραρχός της), η «Leibstandarte» δεν δίστασε κάποτε να εκτελέσει 4.000 Ρώσους αιχμαλώτους ως αντίποινα για τη δολοφονία έξι ανδρών της από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν.
Η «Hitlerjugend» είχε επιδείξει παρόμοιες ωμότητες στο μέτωπο της Νορμανδίας, όπου εκτέλεσε εν ψυχρώ 64 αιχμάλωτους Καναδούς και Βρετανούς στρατιώτες, αφού πρώτα τους είχε ανακρίνει. Ο ρόλος των μεραρχιών αυτών στην αντεπίθεση των Αρδεννών ήταν πραγματικά κρίσιμος. Μετά τη διάσπαση των προωθημένων Αμερικανικών γραμμών στο Λοσχάιμ, η 1η Μεραρχία των SS θα ακολουθούσε τους νότιους δρόμους, οι οποίοι άρχιζαν από το χωριό Λανζεράθ και κατέληγαν στο Ουί και τη γέφυρα του ποταμού Μεύση 75 km μακρύτερα. Βορειότερα η 12η όφειλε να καταλάβει τις εχθρικές θέσεις στα υψώματα Έλσεμπορν και να πραγματοποιήσει την προέλασή της προς τα δυτικά διαμέσου ενός αμαξιτού δρόμου.
Φθάνοντας στο χωριό Μαλμεντύ, η «Hitlerjugend» θα έπρεπε να κατευθυνθεί βορειοδυτικά και διασχίζοντας το χωριό Σπα να καταλάβει τις ζωτικές γέφυρες του Μεύση κοντά στη Λιέγη. Οι αντικειμενικοί σκοποί της βόρειας ώθησης ήταν πολύ σημαντικοί, αφού ο έλεγχος των υψωμάτων Έλσεμπορν και του Μαλμεντύ θα επέτρεπε στους Γερμανούς να παρεμποδίσουν αποφασιστικά κάθε Αμερικανική προσπάθεια μεταφοράς ενισχύσεων για την ανακοπή του επιθετικού κύματος. Συνεπώς, και οι δύο μεραρχίες των SS έπρεπε να κινηθούν με κάθε δυνατή ταχύτητα σε ένα ευρύ μέτωπο, αλλιώς οι προφυλακές τους θα κινδύνευαν να απομονωθούν βαθιά μέσα στα εχθρικά μετόπισθεν και να εξοντωθούν.
Η «αιχμή» της 1ης Μεραρχίας ήταν μια δύναμη κρούσης, η οποία είχε σχηματιστεί με πυρήνα το 1ο Σύνταγμα Πάντσερ των SS και είχε ως διοικητή τον τολμηρό 29χρονο αντισυνταγματάρχη Γιόακιμ Πάιπερ. Επρόκειτο για έναν από τους νεώτερους αξιωματικούς αυτού του βαθμού σε ολόκληρο τον Γερμανικό Στρατό, αλλά ο Πάιπερ άξιζε με το παραπάνω αυτό το προνόμιο. Διακατεχόταν από το είδος του φανατισμού που λάτρευε ο Χίτλερ και ήταν πασίγνωστο πως κατά τη θητεία του στο Ανατολικό Μέτωπο είχε διοικήσει μία τεθωρακισμένη μονάδα, που αποκαλείτο «το τάγμα του πυρσού», επειδή είχε πυρπολήσει δύο Ρωσικά χωριά σκοτώνοντας όλους τους κατοίκους τους.
Είχε κερδίσει τον Σταυρό των Ιπποτών για ένα αξιομνημόνευτο κατόρθωμα, όταν ηγήθηκε αποσπάσματος για μια βαθιά διείσδυση στα σοβιετικά μετόπισθεν με σκοπό τη σωτηρία μιας παγιδευμένης Γερμανικής μεραρχίας που είχε στις τάξεις της τουλάχιστον 1.500 τραυματίες. Ο Πάιπερ έδρασε με μία τόλμη που έκοβε την ανάσα και κατάφερε να εντοπίσει τη μεραρχία, να αποκρούσει τους Σοβιετικούς, να σώσει τους συναδέλφους του και να επιστρέψει σώος, χωρίς να εγκαταλείψει ούτε ένα όχημά του στον εχθρό. Για την αντεπίθεση των Αρδεννών είχε αναλάβει τη διοίκηση 5.000 ανδρών με 120 άρματα, από τα οποία 42 ανήκαν στον βαρύτατο τύπο Konigstiger των 68 t.
Ο Πάιπερ έλαβε για πρώτη φορά γνώση της επιχείρησης που θα του ανατίθετο στις 10 Δεκεμβρίου 1944, όταν ο επιτελάρχης του Ντήτριχ τον κάλεσε στο γραφείο του και τον ρώτησε με νόημα, εάν πίστευε ότι ένα σύνταγμα αρμάτων θα μπορούσε να καλύψει 75 km σε μία νύκτα. Οι επίσημες διαταγές τού ανακοινώθηκαν δύο μόλις ημέρες πριν από την επίθεση και ο νεαρός αντισυνταγματάρχης απογοητεύθηκε διαπιστώνοντας από τους χάρτες ότι στη 12η Μεραρχία είχαν παραχωρηθεί οι καλύτεροι δρόμοι, ενώ το Συγκρότημα Μάχης του έπρεπε να κινηθεί σε ένα δρομολόγιο που «δεν ήταν για άρματα αλλά για ποδήλατα».
Εξέφρασε έντονα τη διαμαρτυρία του, έως ότου πληροφορήθηκε ότι ήταν ο Χίτλερ εκείνος που είχε επιλέξει τις συγκεκριμένες οδούς.
Η Επίθεση του Πάιπερ Τα δυσάρεστα νέα συνεχίσθηκαν, όταν ο Μόνκε ανακοίνωσε ότι δύο σιδηροδρομικά φορτία πετρελαίου, τα οποία αναμένονταν για την τροφοδοσία της 1ης Μεραρχίας, είχαν αργήσει πολύ να φθάσουν στις προωθημένες γραμμές και συνεπώς ο Πάιπερ θα έπρεπε να αρκεστεί σε καύσιμα που θα κυρίευε καθ’ οδόν. Έπειτα, ανάγνωσε την ημερήσια διαταγή του Φύρερ που ανέφερε πως της επίθεσης όφειλε να «προηγηθεί ένα κύμα τρομοκρατίας και φόβου, όπου κανένα ανθρώπινο έλεος δεν θα έπρεπε να επιδειχθεί στον εχθρό».
Κάτω από αυτό το πνεύμα φανατισμού και αποφασιστικότητας η «Leibstandarte» αναπτύχθηκε στις θέσεις εξόρμησής της, αναμένοντας τη διάσπαση του Αμερικανικού μετώπου από τη 12η Μεραρχία Λαϊκών Γρεναδιέρων, η οποία υποτίθεται ότι θα άνοιγε τον δρόμο στο Λοσχάιμ. Οι Γρεναδιέροι, όμως, είχαν ακινητοποιηθεί μπροστά σε μια κατεστραμμένη γέφυρα και ο Πάιπερ, χάνοντας την υπομονή του, διέταξε τα άρματά του «να προχωρήσουν αμέσως και να ποδοπατήσουν οτιδήποτε στεκόταν εμπόδιο στον δρόμο τους, χωρίς δεύτερη σκέψη». Το Συγκρότημα Μάχης κατάφερε να απεγκλωβιστεί από την απίστευτη κυκλοφοριακή συμφόρηση και στις 19:30 βρισκόταν ήδη στο Λοσχάιμ, όπου έλαβε νέες διαταγές.
Το αρχηγείο της 6ης Στρατιάς Πάντσερ των SS πληροφόρησε τον Πάιπερ ότι άλλη μια σιδηροδρομική γέφυρα, από την οποία υπολόγιζε να περάσει, είχε καταρρεύσει και συνεπώς έπρεπε να στρέψει το Συγκρότημά του δυτικά προς το χωριό Λανζεράθ, παρά τον κίνδυνο να βρεθεί έτσι μέσα στη ζώνη δράσης της 3ης Γερμανικής Μεραρχίας Αλεξιπτωτιστών. Ο Πάιπερ εκτέλεσε την εντολή και βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε ένα Γερμανικό ναρκοπέδιο. Γνωρίζοντας ότι κάθε λεπτό που περνούσε ήταν κρίσιμο για την επιτυχία της αποστολής του, διέταξε τους άνδρες του να περάσουν μέσα από το ναρκοπέδιο, χωρίς να ασχοληθούν καθόλου με την επισήμανση και εκκαθάριση των ναρκών.
Με αποτέλεσμα να καταστραφούν από τις εκρήξεις πέντε άρματα και πέντε άλλα οχήματα. Με την ίδια τόλμη, που τον έκανε γνωστό σε όλα τα Waffen SS, ο Πάιπερ είχε πετύχει να θέσει σε κίνηση το Συγκρότημα Μάχης του και να φθάσει τελικά στο Λανζεράθ. Οι Γερμανοί αξιωματικοί και οι λιγοστοί τραυματισμένοι αιχμάλωτοι Αμερικανοί, οι οποίοι βρίσκονταν στο καφενείο του χωριού εκείνο το βράδυ, είδαν τον Πάιπερ να απλώνει τον χάρτη του στο μπαρ για να μελετήσει τις επόμενες κινήσεις του. Ο χάρτης όμως γλιστρούσε συνεχώς προς το δάπεδο και ο Πάιπερ τον κάρφωσε τελικά στον τοίχο με δύο ξιφολόγχες για να τον περιεργαστεί με την ησυχία του.
Οι Πρώτες Εκτελέσεις Απορρίπτοντας τις ενστάσεις των αλεξιπτωτιστών, οι οποίοι ισχυρίζονταν ότι το γειτονικό χωριό Μπούχολντζ ήταν «γεμάτο από Αμερικανούς», ο Πάιπερ πήρε μερικούς άνδρες της 3ης Μεραρχίας επάνω στα άρματά του και προχώρησε για τον στόχο του, βρίσκοντας το Μπούχολντζ εκκενωμένο από τον εχθρό. Η προέλαση συνεχίσθηκε και, ακολουθώντας την «ουρά» των υποχωρούντων Αμερικανών, το Συγκρότημα Μάχης της «Leibstandarte» εισέβαλε στο επόμενο χωριό, το Χόνσφελντ, αιφνιδιάζοντας απόλυτα τον αντίπαλο.
Ένας Αμερικανός στρατιώτης, ο οποίος βρισκόταν μέσα σε ένα από τα σπίτια του Χόνσφελντ, άκουσε το χαρακτηριστικό τρίξιμο ερπυστριών στον δρόμο και, ανοίγοντας την πόρτα, αντίκρισε ένα από τα γιγαντιαία Tiger να περνά μπροστά του. Κλείνοντας ξανά την πόρτα με τρόμο ακούσθηκε να ουρλιάζει: «Θεέ μου! Είναι Γερμανοί!» Στη μάχη που ακολούθησε πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν και τουλάχιστον 22 από αυτούς, οι οποίοι είχαν παραδοθεί, εκτελέσθηκαν εν ψυχρώ, αμέσως μόλις εμφανίσθηκαν με τα χέρια τους υψωμένα.
Αν και το Συγκρότημα του Πάιπερ είχε καλύψει μέχρι εκείνη τη στιγμή μόλις 30 km, εντούτοις είχε καταναλώσει μεγάλο μέρος από τα καύσιμά του. Ο διοικητής του δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει το πρόβλημα του ανεφοδιασμού και αποφάσισε να αυτοσχεδιάσει για μια ακόμη φορά, εγκαταλείποντας το προσχεδιασμένο δρομολόγιο προς το Σταβελό, για να ακολουθήσει τον δρόμο προς το Μπούλινγκεν. Φυσικά ο Πάιπερ γνώριζε πως έτσι εισερχόταν στην περιοχή της «Hitlerjugend», αλλά ήλπιζε ότι θα κατόρθωνε να γεμίσει τα ρεζερβουάρ των αρμάτων του με τα αμερικανικά καύσιμα που είχαν καταληφθεί εκεί.
Καθ’ οδόν για το Μπούλινγκεν τα άρματα του Συγκροτήματος Μάχης συνάντησαν έξι τρομαγμένους Αμερικανούς και έπειτα από την κοφτή διαταγή ενός λοχία τους εκτέλεσαν βάλλοντας εναντίον τους με πολυβόλα, τυφέκια και πιστόλια. Τα 50.000 γαλόνια καυσίμων, που είχαν εγκαταλείψει άθικτα οι Αμερικανοί, μεταγγίστηκαν γρήγορα στα γερμανικά άρματα και οι άνδρες του Πάιπερ έβαλαν πάλι την «υπογραφή τους» στο Μπούλινγκεν, εκτελώντας 30 ακόμη αιχμαλώτους. Κάποιοι άνδρες των SS εισήλθαν σε ένα από τα σπίτια του χωριού και ρώτησαν τη μοναχική γυναίκα, που έμενε εκεί, αν υπήρχαν άλλοι Αμερικανοί στην περιοχή.
Στην αρνητική απάντηση της γυναίκας ένας από τους Γερμανούς έβαλε την κάννη του τυφεκίου του στο μέτωπό της και την πυροβόλησε εξ’ επαφής. Προκειμένου να ελευθερώσει τον δρόμο για τη 12η Μεραρχία των SS, ο Πάιπερ απομάκρυνε γρήγορα τα 800 οχήματά του από το Μπούλινγκεν προς Νότο και μέχρι το μεσημέρι είχε προσεγγίσει τη διασταύρωση του Μπωνέζ, σε απόσταση τεσσάρων μόλις χιλιομέτρων από το Μαλμεντύ. Οι πέντε δρόμοι που συνέκλιναν εκεί ήταν κατάμεστοι από αμερικανικά οχήματα, τα οποία προσπαθούσαν να διαφύγουν προς όλες τις κατευθύνσεις, και από τις ενισχύσεις που πάσχιζαν απεγνωσμένα να κινηθούν προς το μέτωπο.
Μία από αυτές τις μονάδες, που είχε ως αποστολή την αποκατάσταση της άμυνας, ήταν η Πυροβολαρχία Β της 285 Μοίρας Παρατήρησης Πεδινού Πυροβολικού. Η μονάδα προερχόταν από το δάσος Χούερτγκεν και είχε ως προορισμό την πόλη Βιελσάλμ 7,5 km νότια από την περιοχή, στην οποία κινείτο ο Πάιπερ. Τα φορτηγά που μετέφεραν τους 130 άνδρες της Πυροβολαρχίας Β βρίσκονταν στο Μπωνέζ το μεσημέρι, την ώρα που τα γερμανικά άρματα εμφανίσθηκαν μπροστά στο σταυροδρόμι.
Οι Γερμανοί άνοιξαν πυρ κατά των οχημάτων πρώτα με τα πυροβόλα και κατόπιν με τα πολυβόλα τους, σπέρνοντας τον πανικό στους ανυποψίαστους Αμερικανούς, οι οποίοι έσπευσαν να τα εγκαταλείψουν αναζητώντας κάλυψη στα γύρω χαντάκια. Ήταν μια άνιση σύγκρουση, αφού το προσωπικό της Πυροβολαρχίας Β δεν διέθετε βαριά όπλα, και έτσι, γρήγορα, το πάνοπλο Συγκρότημα Μάχης του Πάιπερ υπερίσχυσε και αφόπλισε τους 113 επιζώντες Αμερικανούς πυροβολητές. Ο ίδιος ο Πάιπερ δεν σταμάτησε για να ασχοληθεί με τους αιχμαλώτους, αλλά δίνοντας νέες διαταγές, επιβιβάσθηκε σε ένα από τα οχήματα και απομακρύνθηκε με την εμπροσθοφυλακή του προς το χωριό Λινεβίλ.
Το Έγκλημα στο Μαλμεντύ Οι αιχμάλωτοι ερευνήθηκαν από μια ομάδα ενθουσιωδών SS, οι οποίοι απέσπασαν ανενδοίαστα τα ωρολόγια, τα πορτοφόλια, τα ζεστά γάντια και τα τσιγάρα των Αμερικανών, ενώ κάποιος αρματιστής κόμπαζε προκλητικά προς τους άοπλους άνδρες στα Αγγλικά: «Η 1η Μεραρχία των SS σας καλωσορίζει στο Βέλγιο κύριοι» Οι Αμερικανοί, αντικρίζοντας τα σήματα με τις νεκροκεφαλές στα κολάρα και τα πηλήκια των ανδρών του Πάιπερ, άρχισαν να νιώθουν τον τρόμο που πλησίαζε. Αμέσως μετά την «έρευνα» οδηγήθηκαν σε έναν αγρό κοντά στο σταυροδρόμι.
Στέκονταν εκεί, μέσα στο κρύο και τη λάσπη, με υψωμένα τα χέρια, ενώ οι Γερμανοί αξιωματικοί συζητούσαν ζωηρά για το τι έπρεπε να κάνουν με αυτό το «άχρηστο βάρος». Λίγο μετά, μερικά οχήματα και κάποια άρματα παρατάχθηκαν απέναντι από τους αιχμαλώτους και στις 14:15 άνοιξαν πυρ με κάθε όπλο που διέθεταν, θερίζοντας τα ανυπεράσπιστα θύματά τους. Οι αιχμάλωτοι σωριάστηκαν στο έδαφος νεκροί ή τραυματίες, ενώ υπήρχαν και ελάχιστοι που δεν είχαν κτυπηθεί και προσποιούντο τους νεκρούς, λερωμένοι με το αίμα των συναδέλφων τους.
Όταν τα πυρά σταμάτησαν, αξιωματικοί και άνδρες των SS περιδιάβηκαν αργά ανάμεσα στα κορμιά που ψυχορραγούσαν και, όσους έδειχναν ίχνη ζωής, τους πυροβόλησαν με τα πιστόλια ή τους θρυμμάτισαν το κρανίο με τα κοντάκια. «Κάθε τόσο τα Γερμανικά οχήματα κινούντο και άδειαζαν ξανά τα όπλα τους επάνω μας για διασκέδαση», έλεγε αργότερα ένας από τους επιζώντες. «Εννοώ ότι γελούσαν και έδειχναν να το διασκεδάζουν". Η αποτρόπαια πράξη διήρκεσε μόλις 15 λεπτά. Οσοι Αμερικανοί στρατιώτες γλίτωσαν από το ειδεχθές έγκλημα, τρέχοντας προς το δάσος που βρισκόταν κοντά στη διασταύρωση, περισυνελέγησαν αργότερα από τους συναδέλφους τους.
Οι μαρτυρίες τους, σχετικά με το τι είχε συμβεί κοντά στο Μαλμεντύ, οδήγησε τις Αμερικανικές στρατιωτικές αρχές να πραγματοποιήσουν μια επιτόπια έρευνα, η οποία κατέληξε σε μια συγκλονιστική αναφορά από τον αντισυνταγματάρχη Ντέηβιντ Πέργκριν: 67 άνδρες είχαν εκτελεστεί μέσα στον αγρό του Μπωνέζ και άλλοι τέσσερις πέθαναν αργότερα από τα τραύματα που δέχθηκαν προσπαθώντας να διαφύγουν. Η αυτοψία έδειξε ότι τουλάχιστον 43 από τα πτώματα έφεραν τραύμα στο κεφάλι, έξι είχαν διαλυμένα κρανία από κτυπήματα, δύο είχαν δεχθεί κάποιας μορφής πρώτες βοήθειες πριν από τον θάνατό τους και εννέα είχαν βρεθεί έχοντας ακόμη τα χέρια τους σηκωμένα επάνω από το κεφάλι.
Η φήμη για τη «σφαγή του Μαλμεντύ» διαδόθηκε σαν πυρκαϊά σε όλες τις συμμαχικές μονάδες του Δυτικού Μετώπου και το αποτέλεσμά της υπήρξε χαρακτηριστικό: το πείσμα των Αμερικανών χαλυβδώθηκε, ενώ αρκετές μονάδες διακήρυξαν ομόφωνα ότι στο εξής δεν θα δέχονταν την παράδοση κανενός άνδρα, ο οποίος θα έφερε τη στολή των SS. Η αντεπίθεση του Χίτλερ στις Αρδέννες απέτυχε και ο Πάιπερ δικάστηκε μετά το τέλος των εχθροπραξιών ως εγκληματίας πολέμου, λαμβάνοντας αρχικά την εσχάτη των ποινών.
Η έλλειψη όμως επαρκών αποδεικτικών στοιχείων και η υποστήριξη που προσέφερε στον Πάιπερ ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακ Κάρθυ συνετέλεσαν στην απελευθέρωσή του. Το 1972 μετακόμισε σε ένα μικρό χωριό της Γαλλίας, όπου εργάστηκε ως μεταφραστής, προσπαθώντας να ξεφύγει από τις ερινύες του παρελθόντος και τις απειλές των απανταχού θυμάτων του. Τελικά, τη νύκτα της 14ης Ιουλίου 1976 Γάλλοι αριστεροί, οι οποίοι παραμένουν ασύλληπτοι μέχρι σήμερα, εξέδωσαν τη δική τους «ετυμηγορία», πυροβολώντας τον Πάιπερ, πυρπολώντας το σπίτι του και καίγοντάς τον με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε κάψει κι αυτός τόσους Ρώσους πολίτες.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΑΡΔΕΝΝΩΝ ΑΠΟ ΑΦΗΓΗΣΗ ΔΙΟΙΚΗΤΟΥ ΛΟΧΟΥ ΤΗΣ 2ης ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ ''Είχε ξημερώσει για τα καλά, όταν μια ομάδα ρακένδυτων στρατιωτών εμφανίστηκε στη δασωμένη πλαγιά, απέναντι από το μέτωπο που κρατούσαν η 2η και η 3η Διμοιρία του λόχου μου. Hταν περίπου διακόσιοι άντρες, όσοι είχαν απομείνει από τους εννιακόσιους, που την προηγούμενη μέρα είχαν δεχθεί την επίθεση των Γερμανών. Mια άλλη ομάδα εμφανίστηκε στο δασικό δρόμο -στις πλευρές του οποίου είχε αναπτυχθεί ο λόχος- κατευθυνόμενη στα μετόπισθεν, δίνοντας στους άντρες μου όσες χειροβομβίδες και πυρομαχικά τούς είχαν απομείνει.
Δεν πέρασαν μερικά λεπτά και ο ήχος πυροβολισμών άρχισε να αντηχεί στις δασωμένες πλαγιές μπροστά στο μέτωπο που κρατούσαμε. Ζήτησα αμέσως ανασχετικά πυρά πυροβολικού. Τρεις οβίδες πέρασαν σφυρίζοντας πάνω από τα κεφάλια μας και εξερράγησαν στο δάσος μπροστά από το μέτωπό μας. Αυτό ήταν όλο κι όλο; Ζήτησα κι άλλα πυρά. Άλλες τρεις οβίδες. H μοίρα πυροβολικού που κάλυπτε το μέτωπο του τάγματος μας ενημέρωσε ότι το απόθεμα πυρομαχικών της ήταν περιορισμένο, καθώς όλοι οι λόχοι ζητούσαν ανασχετικά πυρά.
Tα δύο άρματα που είχαν προσκολληθεί στον λόχο μου και ήταν σταθμευμένα στις δύο πλευρές του δρόμου, πίσω από τον σταθμό διοίκησής μου, άρχισαν ξαφνικά να υποχωρούν. Σφαίρες σφύριζαν πάνω από το κεφάλι μου και αναγκάστηκα να μπω στο ρηχό όρυγμά μου, μαζί με τους δύο ασυρματιστές μου. Oι διοικητές των διμοιριών ζητούσαν συνέχεια πυρά όλμων και πυροβολικού και το μόνο που μπορούσα να τους προσφέρω ήταν "ομοβροντίες" των τριών βλημάτων κάθε φορά. Παρακολουθώντας το δίκτυο ασυρμάτου του τάγματος, αντιλήφθηκα ότι και οι άλλοι λόχοι του τάγματος δεχόταν επίθεση.
Αλλά το κέντρο βάρους της επίθεσης των Γερμανών ήταν στο μέτωπο του λόχου μου, ο οποίος είχε αναπτυχθεί στις δύο πλευρές του δρόμου που διέσχιζε το δάσος. O διοικητής της 1ης Διμοιρίας ζήτησε πυρά πυροβολικού σε μία συγκέντρωση πεζικού δύναμης τάγματος που συνοδευόταν από 10 άρματα απέναντι από το μέτωπο που κρατούσε. Τρεις ομοβροντίες των τριών βλημάτων βρήκαν τον στόχο, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να υποχρεώσουν τους Γερμανούς και τα άρματα να υποχωρήσουν στην άλλη πλευρά του λόφου, η οποία δεν ήταν ορατή από την πλευρά μας.
O διοικητής της 1ης Διμοιρίας με ενημέρωσε ότι δεχόταν καταιγιστικά πυρά πεζικού, είχε πολλούς τραυματίες και ζητούσε να του στείλω φορεία για τη διακομιδή τους. Oι Γερμανοί επιτίθεντο κατά κύματα σε όλο το μήκος του μετώπου του λόχου και, παρά τις απώλειές τους από τα όπλα πεζικού και τις σποραδικές βολές των όλμων και του πυροβολικού μας, δεν σταματούσαν την επίθεσή τους. Oι οβίδες από το πυροβολικό και τα ρουκετοβόλα τους περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας, καθώς τα πυρά τους επικεντρώνονταν στη διασταύρωση του δρόμου πίσω από τον σταθμό διοικήσεώς μου.
H πλαγιά μπροστά από το μέτωπο του λόχου ήταν στρωμένη από πτώματα Γερμανών, αλλά οι επιθέσεις τους συνεχίζονταν με έναν πρωτοφανή φανατισμό και φαινόταν αποφασισμένοι να σπάσουν τις γραμμές μας με κάθε κόστος. Και οι τρεις διμοιρίες άρχισαν να εξαντλούν τα πυρομαχικά τους. Έστειλα στο τάγμα τρεις άντρες από την Oμάδα Διοίκησης να φέρουν πυρομαχικά, αλλά επέστρεψαν με άδεια χέρια. H μόνιμη απάντηση του τάγματος στις εκκλήσεις μου για πυρομαχικά και τραυματιοφορείς ήταν "κάνουμε το καλύτερο δυνατόν". Tους απάντησα ότι ήταν αδύνατο να κρατήσουμε τις γραμμές μας για πολύ, αν δεν είχαμε τουλάχιστον αναχορηγία πυρομαχικών.
H απάντηση ήταν απλή: "Κρατήστε με κάθε κόστος". Κοίταξα το ρολόι μου: ήταν 15:00 το απόγευμα. Είχαν περάσει επτά ώρες από την πρώτη επίθεση των Γερμανών και τα πτώματά τους κείτονταν σε απόσταση μικρότερη από δέκα μέτρα από τα πρόχειρα ορύγματά μας. Tο μόνο που μας είχε σώσει ήταν το γεγονός ότι οι επιθέσεις τους ήταν άσχημα οργανωμένες, χωρίς την απαραίτητη υποστήριξη πυρός από όλμους και πυροβολικό και σχεδόν αυτοκτονικές, με το πεζικό να επιτίθεται ακατάπαυστα σε διαδοχικά κύματα. Μετά από λίγα λεπτά ο διοικητής της 1ης Διμοιρίας με ενημέρωσε από την τηλεφωνική γραμμή του λόχου, που παραδόξως ακόμα λειτουργούσε: "εχθρικά άρματα".
Πέντε Tiger κινούνταν προς τις θέσεις μας, συνοδευόμενα από περίπου εκατό πεζικάριους. Έστειλα έναν λοχία να ειδοποιήσει τα Sheman που είχαν υποχωρήσει, αλλά δεν κατάφερε να τα εντοπίσει. Κάλεσα τον διοικητή του τάγματος στον ασύρματο και του ανέφερα ότι χωρίς άρματα ήταν αδύνατον να κρατήσω τις θέσεις του λόχου. Περιμένοντας την απάντησή του ζήτησα πυρά πυροβολικού και όλμων, αλλά οι λίγες βολές τους κοντά στα άρματα δεν έδειξαν να τα ενοχλούν και προκάλεσαν απώλειες μόνο στο εχθρικό πεζικό. Eνα βλήμα από το προπορευόμενο άρμα έσκασε ψηλά στα δένδρα και θραύσματα μαζί με κομμάτια από ξύλο σκορπίσανε προς όλες τις κατευθύνσεις.
O διοικητής της 1ης Διμοιρίας ούρλιαζε στο τηλέφωνο: "Για όνομα του Θεού, λοχαγέ, κάνε κάτι". Tον ρώτησα: "Tι έγινε με το μπαζούκα;". Mου απάντησε ότι ο σωλήνας του είχε αχρηστευτεί από μια σφαίρα. O διοικητής του τάγματος μου απάντησε στον ασύρματο ότι οι αρματιστές δήλωσαν πως θα ήταν αυτοκτονία ν' αντιμετωπίσουν μετωπικά τα Tiger στο στενό δρόμο και ότι συμφωνούσε και ο ίδιος με την εκτίμησή τους. Tου απάντησα, με τον θυμό να φουντώνει μέσα μου, ότι χωρίς άρματα δεν θα κρατούσαμε παραπάνω από πέντε λεπτά. Oταν ενημέρωσα τον διοικητή της 1ης διμοιρίας, κόντεψε να τρελαθεί.
Mου ανέφερε ότι ένα από τα πολυβόλα του των 30 είχε καταστραφεί και το άλλο είχε μείνει χωρίς πυρομαχικά. Oι άνδρες του είχαν αρχίσει να εγκαταλείπουν τις θέσεις τους και δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. "Κρατήστε, κρατήστε όσο μπορείτε, πρέπει να κρατήσουμε", ούρλιαξα στο τηλέφωνο. H επίθεση του εχθρικού πεζικού και των αρμάτων συνεχιζόταν και το δάσος αντηχούσε από τις εκρήξεις των βλημάτων και το κροτάλισμα των όπλων του πεζικού. H επίθεση έπρεπε να σταματήσει, αλλά πώς; Στο βάθος του δρόμου διέκρινα περίπου 20 άντρες που περπατούσαν βιαστικά προς το πίσω. Αυτό ήταν: οι γραμμές μας είχαν διασπαστεί.
Βγήκα από το χαράκωμά μου και άρχισα να κουνώ τα χέρια μου και να κραυγάζω να γυρίσουν στις θέσεις τους. Γύρισαν να με κοιτάξουν με ένα κατάπληκτο βλέμμα. Mοιάζανε να απορούν ποιος τρελός είναι αυτός που φωνάζει. Περάσανε αμίλητοι από τον σταθμό διοικήσεώς μου και συνέχισαν τον δρόμο τους προς τα μετόπισθεν. Kάλεσα τους διοικητές των διμοιριών στο τηλέφωνο και τους ζήτησα να υποχωρήσουν σε μια νέα γραμμή άμυνας σε ένα από τα ξέφωτα του δάσους. Oι ασυρματιστές μου άρπαξαν τους ασυρμάτους και άρχισαν να υποχωρούν. Aδραξα το όπλο μου και τους ακολούθησα. Φτάσαμε στο ξέφωτο και καλυφθήκαμε πίσω από πεσμένους κορμούς δένδρων.
Έτρεξα κατά μήκος των θέσεων που κρατούσαν οι άνδρες της ομάδας διοικήσεως φωνάζοντας: "Πρέπει να κρατήσουμε τις θέσεις μας". Oι άνδρες με κοίταζαν απορημένοι, μια και το μόνο βαρύ όπλο στη διάθεσή μας ήταν ένα πολυβόλο των .30. Aκούσαμε τους Γερμανούς να πλησιάζουν από την άλλη πλευρά του ξέφωτου, καθώς τα κλαδιά των δένδρων που σχεδόν ακουμπούσαν το έδαφος τους κρύβανε από τα μάτια μας. Aνοίξαμε πυρ και ακούσαμε κραυγές πόνου μέσα στα δένδρα. Δεν ήξερα αν οι άνδρες των διμοιριών που διέταξα να υποχωρήσουν, είχαν πάρει θέσεις στα δεξιά και αριστερά μας. Eνα βλήμα από άρμα εξερράγη ψηλά στα δένδρα.
Προσπάθησα να επικοινωνήσω με το τάγμα, αλλά δεν τα κατάφερα. Γυρίζοντας το κεφάλι μου διαπίστωσα ότι οι άνδρες μου είχαν εγκαταλείψει τις θέσεις τους και είχα μείνει μόνος με τους δύο ασυρματιστές μου. Tους φώναξα να πάρουν τους ασυρμάτους και να υποχωρήσουμε. Ορμήσαμε στο πυκνό δάσος τρέχοντας, με τα κλαδιά να σχίζουν τα χέρια μας και τα πρόσωπά μας και τις σφαίρες να μας ακολουθούν στριγκλίζοντας στα αυτιά μας. Γλίστρησα δύο φορές και βρέθηκα με τα μούτρα στο υγρό χώμα. Ξανασηκώθηκα και συνέχισα να τρέχω στα τυφλά μέσα στο δάσος. Σε ένα ξέφωτο βρέθηκα στις θέσεις ενός άλλου λόχου του τάγματος.
Μόλις με είδε ο διοικητής του, μου φώναξε: "Διάβολε, το τάγμα έχει χάσει την επαφή μαζί σου και κανένας δεν ξέρει τι γίνεται". "Δεν υπάρχει τίποτε στο δεξιό πλευρό σου να κρατήσει τους Γερμανούς", του απάντησα. "Tι θα κάνω;" με ρώτησε. " Δεν ξέρω. Aλλά σίγουρα δε μπορείς να κρατήσεις τις θέσεις σου". Σφαίρες άρχισαν να σφυρίζουν μέσα από τα δένδρα και βλήματα από τα εχθρικά άρματα άρχισαν να εκρήγνυνται δεξιά και αριστερά μου. Kαλύφθηκα σε ένα όρυγμα. Δύο άνδρες με ένα μπαζούκα και έξι βλήματα χάθηκαν μέσα στο δάσος. Λίγα λεπτά αργότερα γύρισαν τρέχοντας και με κομμένη την ανάσα: ανέφεραν στον διοικητή του λόχου. "Θεέ μου, λοχαγέ, οι Γερμανοί έχουν γεμίσει το δάσος μπροστά μας".
O λοχαγός γύρισε στον ασυρματιστή του και του είπε: "Ειδοποίησε τις διμοιρίες να υποχωρήσουν στο Ρόσεραθ. Ενημέρωσε το τάγμα ότι τα παρατάμε". Υποχωρήσαμε μέχρι το δρόμο που ανηφόριζε προς το χωριό Ρόσεραθ και, καθώς δεν μας παρείχε σχεδόν καθόλου κάλυψη, προτιμήσαμε τη δασωμένη πλαγιά του λόφου προς στο χωριό. Φτάσαμε σε ένα μικρό ύψωμα πάνω από τον δρόμο και ο διοικητής του λόχου διέταξε τους άνδρες του να λάβουν θέσεις για να καθυστερήσουν τους Γερμανούς, δίνοντας μια δεύτερη ευκαιρία στους άνδρες που είχαν αποκοπεί. Σε λίγο το Γερμανικό πεζικό ξεπρόβαλε μέσα από το δάσος και κύκλωσε δύο παρατημένα Stuart στην άκρη του δρόμου.
O πολυβολητής δίπλα μου άνοιξε πρώτος πυρ και οι Γερμανοί καλύφτηκαν και ανταπέδωσαν τα πυρά. Eνα Tiger εμφανίστηκε στον δρόμο και άνοιξε πυρ. O διοικητής του λόχου άρχισε να φωνάζει στους άνδρες του να υποχωρήσουν στο χωριό Ρόσεραθ. Πετάχτηκα από τον ρηχό λάκκο όπου είχα καλυφθεί και άρχισα να τρέχω σαν τρελός στην ανηφόρα. Ήξερα ότι το Ρόσεραθ ήταν στην κορυφή του λόφου και συνέχισα στα τυφλά να ανηφορίζω μέσα στο δάσος, πέφτοντας ξανά και ξανά. Oι σφαίρες σφύριζαν στα αυτιά μου και σήκωναν το χώμα πίσω μου και στα πλάγια και το εχθρικό άρμα άνοιξε πυρ διαλύοντας τους κορμούς των δένδρων μπροστά μου σαν σπιρτόξυλα.
Είχε αρχίσει να πέφτει το σούρουπο και ήταν δύσκολο να διακρίνεις μακριά σου. Είχα χάσει το όπλο μου, χωρίς να θυμάμαι πώς και πότε, τα πόδια μου ήταν μούσκεμα και δεν τα ένιωθα από το κρύο, τα ρούχα μου ήταν βρεγμένα, το στόμα μου ξερό και το μόνο που ήθελα σαν τρελός ήταν ένα τσιγάρο''.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η επίθεση των Γερμανών ήταν ορμητική και σφοδρή, συνάντησε όμως την αντίσταση πιο έμπειρων συμμαχικών μονάδων και δεν κατάφερε ούτε αυτή να ανταπεξέλθει στο χρονοδιάγραμα που είχε οριστεί. Οι Γερμανοί περικύκλωσαν την πόλη στις 21 Δεκεμβρίου, αλλά η αντίσταση της 101ης αερομεταφερόμενης Αμερικανικής μεραρχίας και του πεζικού ήταν σκληρή. Επιπλέον, οι Γερμανοί υποχρεώνονταν να μάχονται σε ανοιχτό πεδίο κάτι που τους προκαλούσε απώλειες όταν οι καιρικές συνθήκες επέτρεπαν την επέμβαση της συμμαχικής αεροπορίας.
Η κατάσταση πάντως μέσα στην πόλη ήταν πολύ δύσκολη καθώς τα τρόφιμα άλλα και τα πυρομαχικά ήταν πολύ περιορισμένα. Τελικά, η πολιορκία λύθηκε στις 26 του μήνα, όταν οι δυνάμεις του Στρατηγού Πάττον, άνοιξαν έναν διάδρομο διαμέσου του οποίου περνούσαν εφόδια και ενισχύσεις. Η άρση της πολιορκίας της Βελγικής πόλης, σήμανε σε μεγάλο βαθμό και το τέλος της μάχης. Ο Γερμανικός Στρατός, είχε υποστεί σημαντικές απώλειες που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθούν. Μεγάλοι αριθμοί αρμάτων είχαν καταστραφεί ή ακινητοποιηθεί από την έλλειψη καυσίμων και τα εφόδια είχαν περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία.
Η βελτίωση των καιρικών συνθηκών είχε ως αποτέλεσμα την μαζική επέμβαση της συμμαχικής αεροπορίας, γρήγορα οι φάλαγγες των επιτιθέμενων βρέθηκαν στο στόχαστρο των συμμαχικών αεροσκαφών και σχεδόν αποδεκατίστηκαν. Η μάχη στις Αρδέννες έληξε τυπικά, στις 17 Ιανουαρίου, όταν οι τελευταίοι Γερμανοί εκδιώχθηκαν πέρα από τις αρχικές γραμμές εφόδου. Η επιχείρηση "Σκοπιά στο Ρήνο", είχε αποτύχει στο σύνολο της, φέρνοντας τον πόλεμο πιο κοντά στο τέλος του.
Ωστόσο, η έλλειψη, καυσίμων, η ανεπάρκεια στην εκπαίδευση, τα περιορισμένα πυρομαχικά και εφόδια, δεν εμπόδισαν τους επιτιθέμενους από το να διαπράξουν εγκλήματα πολέμου στην διάρκεια της σύγκρουσης. Οι ένοχοι για αυτά χρειάζεται να αναζητηθούν ανάμεσα στις μονάδες των αποτελεσματικών μεν, αλλά φανατισμένων στελεχών των waffen SS. Οι άνδρες αυτοί, δεν δίστασαν να εκτελέσουν εν ψυχρώ, Αμερικανούς στρατιώτες και Βέλγους πολίτες, χωρίς καν κάποια φτηνή δικαιολογία.
Ειδικότερα, οι πολίτες που διέμεναν σε πόλεις που είχαν απελευθερωθεί από τους Γερμανούς τους προηγούμενους μήνες, συγκέντρωσαν την οργή των φανατικών Ναζί και υπήρξαν πολλές οργανωμένες εκτελέσεις σε χωριά και οικισμούς. Συνολικά, και βάσει των στοιχείων που η Αμερικανική στρατιωτική διοίκηση συγκέντρωσε, εκτελέστηκαν σε διάφορες τοποθεσίες 111 Βέλγοι πολίτες κάθε ηλικίας. Πέρα από αυτά τα αντίποινα οι Γερμανοί προχώρησαν και σε μαζικές εκτελέσεις Αμερικανών στρατιωτών αιχμαλώτων πολέμου.
Καταπατώντας κάθε σχετική συνθήκη και δίκαιο, στο χωριό του Μαλμεντύ εκτελέστηκαν 80 στρατιώτες, ενώ άλλοι 120 εκτελέστηκαν στο Σταβελό. Οι αυτοψίες που διενεργήθηκαν αργότερα από τους συμμάχους κατέδειξαν ο,τι οι αιχμάλωτοι είχαν συγκεντρωθεί σε ανοιχτούς χώρους, όπου και εκτελέστηκαν με πολυβόλα, τυφέκια και πιστόλια. Αργότερα αποκαλύφθηκαν και άλλοι μαζικοί ή ατομικοί τάφοι και ο συνολικός αριθμός των Αμερικανών εκτελεσθέντων έφτασε τους 362. Όμως, σε μία περίοδο του πολέμου που σχεδόν κάθε έννοια ανθρωπισμού είχε εκλείψει, τα αντίποινα από την Αμερικανική πλευρά δεν άργησαν καθόλου.
Αμερικανοί στρατιώτες εκτέλεσαν ανεξακρίβωτο αριθμό Γερμανών, συνήθως με ατομικές ενέργειες αλλά και σε καμμία περίπτωση στον βαθμό που οι επιτιθέμενοι διέπραξαν. Οι βασικοί ένοχοι για τα εγκλήματα ήταν οι αξιωματικοί των SS, Γιόσεφ Σεπ Ντίτριχ, (επικεφαλής της 6ης στρατιάς) και ο Συνταγματάρχης Γιόακειμ Πάιπερ, επικεφαλής της ομώνυμης ομάδας μάχης. Από τους δύο, ο μεν πρώτος φυλακίστηκε σε 25ετή κάθειρξη, αλλά απελευθερώθηκε το 1955. Πέθανε από συγκοπή το 1968. Δεύτερος, φυλακίστηκε επίσης αλλά απελευθερώθηκε το 1955. Έκτοτε, διέμεινε σε ένα χωριό στην νότια Γαλλία, άγνωστος ουσιαστικά αλλά συνεχίζοντας να χρησιμοποιεί το κανονικό του όνομα.
Στις 13 Ιουλίου του 1976, η οικία δέχθηκε εμπρηστική επίθεση και καταστράφηκε, το απανθρακωμένο πτώμα του ήταν ανάμεσα στα ερείπια. Η Γαλλική Αστυνομία, δεν κατάφερε να εντοπίσει τους ενόχους, το πιθανότερο όμως είναι πως επρόκειτο για παλαιούς αντιστασιακούς που αναγνώρισαν τον εγκληματία πολέμου, άλλωστε, αρκετές εβδομάδες πριν την επίθεση ο ίδιος είχε δεχθεί απειλές. Η καταστροφική για τον Γερμανικό Στρατό ήττα, ξεσήκωσε την θυελλώδη αντίδραση του ίδιου του Χίτλερ, εμπνευστή ουσιαστικά της επιχείρησης.
Στα τέλη Δεκεμβρίου και σε μία κρίση παροξυσμού, ο Γερμανός δικτάτορας διέταξε την πολεμική αεροπορία (Luftwaffe), να προχωρήσει σε μαζικούς βομβαρδισμούς των συμμαχικών αεροδρομίων σε Βέλγιο, Ολλανδία και βόρεια Γαλλία. Μάταια οι επικεφαλείς των διαφόρων διοικήσεων προσπάθησαν να τον μεταπείσουν εξηγώντας του το άστοχο μιας τέτοιας ενέργειας που θα είχε ελάχιστα κέρδη, ενώ θα σήμαινε την οριστική συντριβή του αεροπορικού όπλου. Την αυγή της πρώτης μέρας του Ιανουαρίου του 1945, 1000 μαχητικά αεροσκάφη απογειώθηκαν για να εκπληρώσουν την αποστολή τους.
Σε αυτά επέβαιναν νέοι και άπειροι χειριστές αλλά και η αφρόκρεμα όσων "άσσων" είχαν επιβιώσει μέχρι εκείνη την στιγμή. Η αλήθεια είναι ο,τι τα γερμανικά σμήνη κατόρθωσαν να αιφνιδιάσουν σε ένα βαθμό τους συμμάχους και σε αρκετά αεροδρόμια καταστράφηκαν δεκάδες συμμαχικά αεροσκάφη κάθε τύπου. Όμως, στο τέλος της ημέρας φάνηκε πως η επιτυχία ήταν πολύ περιορισμένη και τα κέρδη βραχυπρόθεσμα. Αντίθετα, η Luftwaffe, έχασε 200 αεροσκάφη, ενώ 144 πολύτιμοι χειριστές σκοτώθηκαν. Οι σύμμαχοι αντικατέστησαν πολύ σύντομα τις απώλειες τους, αλλά η έλλειψη καυσίμων και χειριστών, καθήλωσε οριστικά πια την κάποτε κραταιά Γερμανική αεροπορική δύναμη στο έδαφος.
Η επιχείρηση "Bodenplate", ("επίπεδη γή"), αποτελεί τμήμα των ειδικών ενεργειών που οι Γερμανοί εφάρμοσαν στην μάχη των Αρδεννών. Στο έδαφος, καταδρομείς, ενδεδυμένοι με Αμερικανικές στολές, επιχειρούσαν να αποπροσανατολίσουν τους υποχωρούντες συμμάχους, προκαλούσαν δολιοφθορές και πολύ μεγάλη σύγχυση. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν επιλεχθεί επειδή γνώριζαν την αγγλική γλώσσα σε τέτοιο βαθμό που να μην είναι δυνατό να ξεχωρίσουν από τον μέσο Αμερικανό στρατιώτη. Η είδηση όμως ο,τι στις γραμμές των συμμάχων δρουν τέτοιες ομάδες είχε παράδοξα αποτελέσματα.
Οι έλεγχοι εντατικοποιήθηκαν και οι στρατιώτες ρωτούσαν τους ύποπτους συναδέλφους τους στοιχεία της κοινωνικής ζωής των Η.Π.Α. που μόνο ένας γνήσιος Αμερικανός θα γνώριζε. Αρκετοί δε στρατιώτες, οδηγήθηκαν σε κράτηση, αφού δεν ήξεραν πάντα όλοι τις ανάλογες απαντήσεις. Τελικά, οι περισσότεροι Γερμανοί καταδρομείς, είτε σκοτώθηκαν στις μάχες, είτε εκτελέστηκαν αφού αποτελούσε παράβαση των κανόνων του πολέμου, το ο,τι πολεμούσαν με την στολή του αντιπάλου τους. Με την αναφορά σε αυτά τα γεγονότα, ολοκληρώνουμε την περιγραφή της μάχης των Αρδεννών.
Μίας σύγκρουσης στην οποία δεν παρουσιάζονταν οι τεράστιοι αριθμοί υλικού και ανδρών του Ανατολικού Μετώπου, αλλά που σε σφοδρότητα συναγωνίζεται επάξια την μάχη του Στάλιγκραντ. Ήταν δε μία από τις φορές που ο Αμερικανικός Στρατός χρειάστηκε να πολεμήσει σκληρά για να αντιμετωπίσει τον απελπισμένο μεν, αλλά πάντα ανθεκτικό και πανούργο αντίπαλο του, η καταστροφή του οποίου έφερε πιο κοντά το τέλος του μεγάλου πολέμου.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)