Σε αυτό το άρθρο θα μιλήσουμε για μια μικρή χώρα, την
Ελλάδα, που ήταν χωρισμένη σε δεκάδες και εκατοντάδες μικρά κράτη. Θα δούμε πως, μολονότι αφιέρωναν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου τους σε ατελείωτους πολέμους ή στην άμυνα απέναντι σε σκληρές επιδρομές και καταστροφικές εισβολές, οι Έλληνες, πριν παραδοθούν, βρήκαν τον τρόπο να αφήσουν κληρονομιά στον κόσμο μερικές λέξεις θεμελιώδους σημασίας, όπως: δημοκρατία, φιλοσοφία, πολίτικη, φυσική, γεωγραφία, ιστορία, ποίηση. θέατρο.
Οι μεγάλες αυτοκρατορίες είχαν απόλυτους άρχοντες που ονομάζονταν «γιοι του ουρανού». Οι Έλληνες δοκίμασαν πρώτοι στην ιστορία να οργανώσουν μια «κυβέρνηση του λαού», όπως δηλώνει η λέξη «δημοκρατία».
Όπως και οι άλλοι λαοί, έτσι και οι Έλληνες είχαν πολλούς θεούς, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις δυνάμεις της φύσης. Αλλά εκείνοι πρώτοι έφτασαν να πουν ότι «ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων» και μελέτησαν τη φύση χωρίς να ανησυχούν τόσο για τους θεούς.
Τελικά, εμείς που ζούμε στην εποχή του ατόμου δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι και η λέξη άτομο είναι μια ελληνική λέξη, και ότι οι πρώτες προσπάθειες να εξηγηθούν επιστημονικά οι ρίζες των πραγμάτων, του κόσμου, της ζωής, γεννήθηκαν στην Ελλάδα.
Πρώτοι οι Έλληνες δοκιμάζουν να οργανώσουν μια κυβέρνηση του λαού
Σήμερα εμείς λέμε «οι Έλληνες», ενώ αν ένας Αθηναίος, 2.500 χρόνια πριν, τολμούσε να μιλήσει για αυτό τον λαό, θα διέκοπτε τον εαυτό του και θα αναρωτιόταν: «Συγγνώμη, αλλά ποιοι είναι αυτοί οι φημισμένοι Έλληνες, για τους οποίους ακούγονται τόσο πολλά;».
Για την ακρίβεια, οι Έλληνες δεν ονομάζονταν καθόλου έτσι, αυτό ήταν μόνο το όνομα μιας μικρής, άγνωστης φυλής. Πρώτοι οι Ιταλοί, δηλαδή οι κάτοικοι της ιταλικής χερσονήσου, μπερδεύτηκαν και βάφτισαν έτσι τους κατοίκους της Ελλάδας.
Σε αυτό το σημείο, θα πούμε ότι ανάμεσα στο 1600 και στο 1800 πκε, η μία μετά την άλλη κατέβηκαν στην ελληνική χερσόνησο πολλές ινδοευρωπαϊκές φυλές, σε κύματα, η μία σπρώχνοντας την άλλη πιο μπροστά, προς όλες τις κατευθύνσεις. Έτσι, οι Δωριείς, οι Ίωνες, οι Αιολείς και άλλοι κατέλαβαν στην αρχή ολόκληρη την Ελλάδα, μετά τα νησιά του Αιγαίου, μετά τις ακτές της Μικράς Ασίας και κατόπιν τις ακτές της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας ιδρύοντας «αποικίες», δηλαδή «αντιπροσωπείες και υποκαταστήματα» των μητροπόλεών τους.
Ο Τάραντας, ο Κρότωνας, η Σύβαρη, το Μεταπόντιο, η Καλαβρία, οι Συρακούσες, ο Ακράγαντας και πολλά άλλα ονόματα της σημερινής Ιταλίας είναι ονόματα πόλεων που ίδρυσαν οι Έλληνες.
Οι πρώτες φυλές που έφτασαν στη χερσόνησο είχαν ιδρύσει μικρά βασίλεια βοσκών και αγροτών που διοικούσαν οι άριστοι (δηλαδή οι καλύτεροι, αλλά τους ονόμαζαν έτσι μόνο και μόνο επειδή ήταν οι πιο πλούσιοι και ανήκαν στην αριστοκρατία. Ο βασιλιάς ήταν ο αρχηγός του συμβουλίου των αρίστων και στην πράξη κάτι παραπάνω από ένας γενάρχης. Αλλά οι επόμενες μεταναστεύσεις έδιωξαν τους παλιούς βασιλιάδες. Κάθε πόλη που ήταν σε θέση να αμυνθεί γινόταν πόλη-κράτος, προστάτευε με πάθος την ανεξαρτησία της και οι εχθροί με δυσκολία μπορούσαν να της επιτεθούν, γιατί η χώρα ήταν ορεινή και οι επίγειες επικοινωνίες ήταν σχεδόν αδύνατες.
Πιο τυχερές από τις άλλες, οι παραθαλάσσιες πόλεις -απόρθητες από την ξηρά, εύκολα αμυνόμενες από τη θάλασσα- μπορούσαν εύκολα να αναπτύξουν τις μεταφορές και το εμπόριο.
Οι Έλληνες μάθαιναν από όλους, ειδικά από τους λαούς της Ανατολής, από τους Αιγύπτιους, τους Βαβυλώνιους, τους ίδιους τους Φοίνικες που είχαν ζήσει και εργαστεί για πολύ καιρό, και γίνονταν ολοένα και πιο καλοί από τους δασκάλους τους και στην οργάνωση του εμπορίου και στις καλές τέχνες ή στη βιοτεχνία – όχι επειδή γεννήθηκαν πιο έξυπνοι από τους άλλους, αλλά γιατί το σύστημα της ζωής τους ήταν καλύτερο. Οι ίδιοι δεν ήταν υπήκοοι χωρίς δικαιώματα, υποκείμενοι για όλα και σε όλα στη θέληση ενός φαραώ ή ενός αυτοκράτορα. Ήταν πολίτες, πολύ πιο ελεύθεροι από όλους τους ανθρώπους που είχαν ζήσει πριν από αυτούς. Ήταν μικροί άρχοντες της πόλης-κράτους τους.
Η δημοκρατία των Ελλήνων δε γεννήθηκε τέλεια από την αρχή. Το αντίθετο: τέλεια δεν ήταν ποτέ, όπως θα δούμε. Γιατί και η ζωή των Ελλήνων βασιζόταν στην ύπαρξη και στη δουλειά των δούλων, τους οποίους θεωρούσαν κάτι λιγότερο από ανθρώπους, ίσους με τα ζώα και με τις μηχανές.
Μετά την πτώση του βασιλιά, οι πόλεις-κράτη διοικούνταν από τους αρχηγούς των πλουσιότερων και των πιο αριστοκρατικών οικογενειών. Και όταν οι μεταφορές, το εμπόριο, οι βιοτεχνίες πλούτισαν και άλλους και οι άλλοι άρχισαν να διεκδικούν το μερίδιό τους στην εξουσία, κάποιος από όλους αυτούς μπήκε μπροστά, ανέτρεψε την εξουσία των αριστοκρατών, αλλά μετά την κράτησε για τον εαυτό του και έγινε «τύραννος».
Οι φτωχοί δεν είχαν πολύ περισσότερα δικαιώματα από τους δούλους. Οι γυναίκες δεν είχαν, σχεδόν, καθόλου δικαιώματα. Ο πατέρας και οι αδερφοί μπορούσαν να τις πουλήσουν, σαν οποιοδήποτε εμπόρευμα, για να πλουτίσουν την οικογένεια. Στο σκλαβοπάζαρο άξιζαν 150-200 δραχμές, δηλαδή πολύ λιγότερο από τους άντρες δούλους, που άξιζαν 200-300 δραχμές, γιατί αυτοί μπορούσαν να δουλέψουν στα ορυχεία, στα εργαστήρια ή στα χωράφια, και έτσι απέδιδαν περισσότερο.
Ακόμη και στην περίοδο κατά την οποία η Αθήνα είχε φτάσει στο πιο υψηλό πολιτιστικό επίπεδο, οι γυναίκες ζούσαν κλεισμένες στο σπίτι.
Οι πόλεις-κράτη, μολονότι ήταν ανεξάρτητες η μία από την άλλη και συχνά έρχονταν αντιμέτωπες, διατηρούσαν μεταξύ τους σταθερούς δεσμούς. Στο μεταξύ όλοι οι Έλληνες είχαν την ίδια θρησκεία, οι πόλεις-κράτη ήταν μέλη θρησκευτικών συμμαχιών που ονομάζονταν αμφικτυονίες και που οργάνωναν ανά διαστήματα μεγάλες συγκεντρώσεις προς τιμή των θεών.
Σε αυτές τις συγκεντρώσεις, τα μέλη της αμφικτυονίας συναντιόνταν στους διάφορους ναούς και τιμούσαν τον θεό με θυσίες, γιορτές, γυμναστικούς αγώνες, θεατρικές παραστάσεις. Στην Ολυμπία, όπου υπήρχε το φημισμένο ιερό του Δία, κάθε τέσσερα χρόνια γίνονταν
οι Ολυμπιακοί αγώνες, στους Δελφούς γίνονταν τα Πύθια, αγώνες προς τιμή του Απόλλωνα, στην Κόρινθο τα Ίσθμια προς τιμή του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας.
Η νεολαία της Ελλάδας προετοιμαζόταν με μεγάλη προσοχή γι’ αυτούς τους αγώνες.
Οι αθλητές γίνονταν διάσημοι, όπως σήμερα οι ηθοποιοί του κινηματογράφου ή οι ποδοσφαιριστές. Δεν υπήρχε παιδάκι που να μη γνωρίζει τα ονόματα των μεγάλων αθλητών του δρόμου ή της πάλης. Οι γλύπτες τούς απεικόνιζαν στο μάρμαρο τη στιγμή που ετοιμάζονταν να πετάξουν τον δίσκο ή να ξεκινήσουν τον δρόμο των εκατό μέτρων, και με αυτά τα αγάλματα γιόρταζαν την ομορφιά, την αρμονία του ανθρώπινου σώματος.
Έτσι, οι Ολυμπιακοί αγώνες, που γεννήθηκαν ως λατρευτική τελετή προς τους θεούς, έγιναν ευκαιρίες για λατρεία του ανθρώπου, της γυμναστικής και των τεχνών. Οι θεοί μπήκαν λίγο στην άκρη. Οι Έλληνες τους είχαν συνδέσει με μια απρόσιτη κορυφή, τον Όλυμπο, και τους ζωγράφιζαν και τους απεικόνιζαν όχι μόνο με ανθρώπινη μορφή αλλά και με αισθήματα και πάθη γήινα. Τους έφτιαχναν όμοιους με αυτούς, ικανούς να αγαπούν, να μισούν, να τσακώνονται, να εκδικούνται.
Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της θρησκείας των Ελλήνων ήταν ότι, όταν δημιουργήθηκε ο κόσμος, οι θεοί δεν υπήρχαν και επομένως δεν είχαν συμβάλει στη δημιουργία του. Υπήρχαν όμως η Γαία, ο Ουρανός, η Νύχτα, η Θάλασσα, ο Αέρας. Ο Ουρανός σύντομα αναγκάστηκε να αφήσει τον θρόνο του στον γιο του τον Κρόνο, ο οποίος τον νίκησε και τον εκθρόνισε.
Στον Κρόνο όμως είχε ήδη ειπωθεί ότι κάποιο από τα παιδιά του θα έκανε σε εκείνον ό,τι και αυτός στov πατέρα του. Ο Κρόνος, καθώς γεννιόνταν τα παιδιά του, τα έτρωγε. Η γυναίκα του η Ρέα τού έκρυψε έναν γιο, τον Δία, ο οποίος όταν μεγάλωσε έκανε πόλεμο ενάντια στον πατέρα του, τον αλυσόδεσε και έγινε εκείνος βασιλιάς των θεών. Όσο και αν ήταν όμως ισχυρός ο Δίας, έπρεπε να υπακούσει σε μια δύναμη ακόμη πιο ισχυρή από τη δική του: στη Μοίρα, στην οποία τα πάντα υπακούουν.
Όπως βλέπετε, τα πράγματα περιπλέκονται. Αλλά αν μπορούσατε να κάνετε ένα ταξιδάκι στον Όλυμπο, θα βλέπατε να γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα, γιατί ο Δίας είχε πολλά παιδιά: τον Απόλλωνα και την Άρτεμη με μητέρα τη Λητώ, τον Τυφώνα, τον Ήφαιστο και τον Άρη με μητέρα την Ήρα, την Αθηνά που βγήκε από το κεφάλι του Δία, τον Ερμή με μητέρα τη Μαία, την Αφροδίτη, που μερικοί λένε ότι βγήκε από τον αφρό της θάλασσας, αλλά άλλοι λένε ότι ήταν κόρη του Δία και της Διώνης.
Οι συγγένειες μεταξύ των θεών ήταν λίγο μπερδεμένες. Ανάμεσα στους πιο ισχυρούς θεούς υπήρχαν και κάποια αδέρφια του Δία, δηλαδή ο Ποσειδώνας, θεός της θάλασσας, και ο Άδης, θεός του Κάτω Κόσμου.
Στον Όλυμπο ζούσαν επίσης και η Ήβη, θεά της νεότητας, η Ίριδα, αγγελιαφόρος των θεών, οι τρεις Χάριτες (που και εκείνες ήταν κόρες του Δία) και οι εννέα Μούσες, κόρες και αυτές του Δία και της Μνημοσύνης.
Οι εννέα Μούσες προστάτευαν τις τέχνες: η Κλειώ την ιστορία, η Ουρανία την αστρονομία, η Μελπομένη την τραγωδία, η Θάλεια την κωμωδία, η Τερψιχόρη τον χορό, η Καλλιόπη την επική ποίηση, η Ερατώ τη λυρική ποίηση, η Πολύμνια τους ύμνους, η Ευτέρπη τη μουσική.
Μετά υπήρχαν οι θεοί των νερών, των οποίων βασιλιάς ήταν ο Ποσειδώνας: ήταν ο Ουρανός, ο Πόντος, ο Νηρέας, ο Τρίτωνας, ο Πρωτέας, οι Ναϊάδες και πολλοί άλλοι.
Το βασίλειο του Κάτω Κόσμου εξούσιαζε ο Άδης με τη γυναίκα του την Περσεφόνη. Μικρότεροι θεοί ήταν και η Δήμητρα, θεά των σιτηρών και της γεωργίας, ο Διόνυσος, θεός του κρασιού και του αμπελιού, και μετά υπήρχαν οι Σάτυροι, οι Σειληνοί, οι Κένταυροι (μισοί άνθρωποι και μισοί άλογα), οι Νύμφες, οι Σειρήνες (μισές γυναίκες και μισές ψάρια). Υπήρχαν ακόμη θεότητες των ποταμών και των δασών και, γενικά, για κάθε δύναμη της φύσης ή στιγμή της ζωής υπήρχε μια θεότητα που την προστάτευε.
Αργότερα οι Ρωμαίοι κληρονόμησαν όλες αυτές τις θεότητες ξαναβαπτίζοντάς τες με λατινικά ονόματα. Έτσι, ο Δίας έγινε Τζούπιτερ, η Ήρα έγινε Τζούνο και ο Ήφαιστος Βουλκάνους. Ο Ερμής, ο αγγελιαφόρος του Δία, έγινε Μερκούριους, θεός του εμπορίου, η Άρτεμις, θεά της Σελήνης και του κυνηγιού, ονομάστηκε Ντιάνα και ούτω καθεξής.
Τόσο η ελληνική όσο και η λατινική μυθολογία ξεχειλίζουν από ιστορίες των θεών που διηγούνται με μεγάλες λεπτομέρειες τις αμέτρητες περιπέτειες τους επάνω στον Όλυμπο και κάτω στη γη, όπου κατέβαιναν οι θεοί και μπερδεύονταν με τους θνητούς παίρνοντας συχνά το μέρος τους.
Οι Έλληνες δεν κουράζονταν ποτέ να ακούνε να τους διηγούνται ιστορίες για τις περιπέτειες των φημισμένων ηρώων και ημίθεων για τους οποίους μιλούσαν οι ποιητές και οι τραγουδιστές της εποχής, οι αοιδοί. Για τον Προμηθέα που είχε κλέψει τη φωτιά από τους θεούς για να τη χαρίσει στους ανθρώπους και τον αλυσόδεσαν σε έναν βράχο, όπου κάθε μέρα ένας αετός του έτρωγε τα σωθικά, για τον Ορφέα που μάγευε τα ζώα με τον ήχο της λύρας του, για τον Περσέα που αποκεφάλισε τη Μέδουσα, της οποίας τα μαλλιά ήταν ζωντανά φίδια, και ελευθέρωσε την Ανδρομέδα από το θαλάσσιο τέρας (προβλέποντας χιλιάδες χρόνια πριν τα κατορθώματα του αγίου Γεωργίου), τον Ηρακλή, που σκότωσε τα τέρατα, νίκησε τους Γίγαντες και διάφορους φημισμένους λαούς, και εδώ πρέπει να βάλουμε ένα «και τα λοιπά», γιατί οι μεγαλειώδεις ελληνικοί μύθοι είναι ανεξάντλητοι.
Αυτοί οι μύθοι αποτελούν την ελληνική μυθολογία. Είναι αδύνατον να τους ξαναπούμε όπως γεννήθηκαν, από ποιες αρχαίες περιπέτειες η λαϊκή φαντασία πήρε το έναυσμα για να τις μετατρέψει σε αληθινά παραμύθια χωρίς πια ρίζες στον πραγματικό κόσμο. Κι όμως, είναι μύθοι τόσο ρεαλιστικοί, που σήμερα αν θέλουμε να πούμε σε κάποιον ότι είναι δυνατός και ρωμαλέος λέμε ότι είναι «σωστός Ηρακλής» και δεν μπορούμε να διηγηθούμε την ιστορία του Περσέα χωρίς να τρέμουμε για την τύχη του.
Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες άκουγαν τους αοιδούς, γιατί τα τραγούδια τους ήταν όμορφα, προκαλούσαν εικόνες δύναμης και ομορφιάς, τους έκαναν να κλαίνε ή να γελούν.
Οι πιο φημισμένες ιστορίες συγκεντρώθηκαν σε δύο επικά ποιήματα, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, των οποίων λέγεται ότι δημιουργός ήταν ο Όμηρος, ένας τυφλός ποιητής.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες, οι θρησκευτικοί μύθοι, τα ποιήματα ήταν κοινή κληρονομιά όλων των Ελλήνων και τους επέτρεπαν να διατηρήσουν την πολιτιστική και εθνική ενότητά τους ακόμη και όταν οι πόλεις-κράτη μάχονταν για την εξουσία.
Ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις πρώτη ήταν η Σπάρτη, η οποία κάνοντας πολλούς πολέμους κατάφερε να κατακτήσει την αρχηγία ανάμεσα στις πόλεις της Πελοποννήσου. Πέρα από τον Ισθμό της Κορίνθου, η πιο φημισμένη πόλη ήταν η Αθήνα. Έτσι, με το πέρασμα των χρόνων αυτές οι δύο πόλεις δεν απέφυγαν τη σύγκρουση.
Οι Σπαρτιάτες, σε σχέση με τους υπόλοιπους Έλληνες, μοιάζουν λίγο με τα αγριόχορτα ανάμεσα στα λουλούδια. Ήταν πάντα λιγότερο δημοκρατικοί από τους άλλους και πάντα πιο πολεμοχαρείς. Μεγάλωναν τα παιδιά τους από μικρά έτσι ώστε να μπορούν να αντέξουν τις δυσκολίες του πολέμου και ανησυχούσαν πολύ λιγότερο για τη διδασκαλία, για παράδειγμα, της μουσικής, που αντίθετα τα παιδιά των Αθηναίων μάθαιναν από τα πρώτα τους κιόλας χρόνια.
Η εξουσία, ανάμεσα στους Σπαρτιάτες, ήταν στα χέρια λίγων αριστοκρατικών οικογενειών. Στην Αθήνα, αντίθετα, οι κατώτερες τάξεις κατάφεραν να κατακτούν συνεχώς περισσότερα δικαιώματα, και έσπρωχναν την πόλη-κράτος να ανακαλύψει πιο προοδευτικά σχήματα για τη διακυβέρνηση και νόμους περισσότερο δίκαιους.
Ένα μεγάλο βήμα, για παράδειγμα, το έκαναν οι Αθηναίοι με τον Σόλωνα (το 591 π.Χ.), ο οποίος χώρισε τους πολίτες σε τέσσερις τάξεις ανάλογα με τα πλούτη τους: οι πολίτες της «πρώτης τάξης», δηλαδή οι πιο πλούσιοι (και όχι πια οι αριστοκράτες), μπορούσαν να διεκδικήσουν τα ανώτερα πολιτικά αξιώματα, οι πολίτες της δεύτερης και τρίτης τάξης μπορούσαν επίσης να διεκδικήσουν κατώτερα αξιώματα και οι πολίτες της τέταρτης τάξης, που δεν είχαν περιουσία, δεν μπορούσαν να εκλεγούν, αλλά μπορούσαν να εκλέξουν. Όταν γινόταν η γενική συνέλευση των πολιτών για να εκλέξουν τους ανθρώπους που θα τους κυβερνούσαν, η ψήφος των πολιτών της τέταρτης τάξης μετρούσε όσο και των πολιτών της πρώτης τάξης.
Ένας ανάλογος νόμος σήμερα θα μας φαινόταν άδικος. Εμείς σήμερα έχουμε νόμους που μοιάζουν περισσότερο δημοκρατικοί από του Σόλωνα. Όμως αν ψάξουμε καλύτερα, “πολίτες τέταρτης τάξης” που πρέπει πάντα να υπακούουν υπάρχουν και σήμερα…
Ένα ακόμη βήμα μπροστά οι Αθηναίοι το έκαναν με τους νόμους του Κλεισθένη (το 509 π.Χ.). Ο Κλεισθένης κατάργησε τα πολλά προνόμια των πλουσίων και έδωσε μεγαλύτερη εξουσία στην Εκκλησία του Δήμου, δηλαδή στη γενική συνέλευση των πολιτών.
Η Εκκλησία του Δήμου είχε ισχύ αν ήταν παρόντες τουλάχιστον έξι χιλιάδες εκλέκτορες από οποιαδήποτε «τάξη». Ανάμεσα στις εξουσίες που είχε ήταν και το να καταδικάζει σε εξορία οποιονδήποτε πολίτη, ακόμη και τον πιο σημαντικό, αν υπήρχε κίνδυνος να γίνει «τύραννος» της πόλης.
Η ψήφος δεν ήταν φυσικά από χαρτί (ακόμη δεν είχε ανακαλυφθεί), αλλά από πηλό και λεγόταν όστρακο. Όταν κάποιος πολίτης καταδικαζόταν σε εξορία, τότε αυτό ονομαζόταν «οστρακισμός».
Αλλά ήρθε η ώρα να στρέψουμε το βλέμμα μας ανατολικά, όπου αρχίζουν να αυξάνονται οι απειλές για την Ελλάδα. Εμφανίζονται στο προσκήνιο οι Πέρσες. Έχουν κατέβει από τα ιρανικά οροπέδια στη βαβυλωνιακή πεδιάδα και έχουν δημιουργήσει μια αυτοκρατορία πιο μεγάλη από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα χρόνια του Αυγούστου. Με τον αυτοκράτορα Κύρο είχαν υποτάξει τους λαούς της Μεσοποταμίας, με τον αυτοκράτορα Καμβύση νίκησαν και κατέλαβαν την Αίγυπτο και με τον Δαρείο άπλωσαν την κυριαρχία τους από τον Ινδό Ποταμό στην Ευρώπη, από την Κασπία θάλασσα στον Περσικό Κόλπο και από την Αίγυπτο στην Αρμενία.
Ο Δαρείος είχε κατακτήσει πολλές ελληνικές πόλεις στη Θράκη (εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Βουλγαρία) συμμαχώντας με τους τυράννους.
Οι Πέρσες ήταν καλοί διαχειριστές, αλλιώς δε θα είχαν καταφέρει να κρατήσουν ενωμένα τόσο εκτεταμένα εδάφη. Ο Δαρείος κατασκεύασε δρόμους που οδηγούσαν από το ένα άκρο της αυτοκρατορίας στο άλλο. Κατά μήκος αυτών των δρόμων υπήρχαν πανδοχεία και στάβλοι για τη φροντίδα των αλόγων. Αγγελιαφόροι του βασιλιά και υπάλληλοι της κυβέρνησης πηγαινοέρχονταν προς κάθε κατεύθυνση μεταφέροντας τις διαταγές στις επαρχίες.
Αυτό ήταν και το πρώτο σύστημα ταχυδρομείου στον κόσμο και λειτουργούσε τόσο καλά που, όταν οι ελληνικές πόλεις της Θράκης επαναστάτησαν για να κατακτήσουν την ελευθερία τους, ο Δαρείος το έμαθε αμέσως και οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία όχι μόνο για να τις τιμωρήσει, αλλά και εναντίον ολόκληρης της Ελλάδας, που φυσικά υποστήριζε τους στασιαστές.
Ήταν κάμποσος καιρός που οι Έλληνες δυσκόλευαν τους Πέρσες και με το εμπόριο και με το πολιτικό τους σύστημα, το οποίο ήταν ένα κακό παράδειγμα για τους λαούς της αυτοκρατορίας. Μπροστά στον κίνδυνο οι Έλληνες κατάφεραν να βάλουν στην άκρη τις διαφορές τους και να ενωθούν για να μπορέσουν να αμυνθούν.
Ο πόλεμος κράτησε πολλά χρόνια, με συνεχείς εναλλαγές. Η Ελλάδα διέτρεξε θανάσιμο κίνδυνο, αλλά ούτε ο Δαρείος ούτε ο γιος του ο Ξέρξης κατάφεραν ποτέ να την υποτάξουν. Αναδείχθηκαν ανάμεσα στους Έλληνες νέοι ήρωες, πιο ανθρώπινοι από τον Ηρακλή και τον Περσέα, αλλά όχι και λιγότερο φημισμένοι μέχρι τις μέρες μας. Ο Αθηναίος Μιλτιάδης που νίκησε τους Πέρσες στον Μαραθώνα, ο Σπαρτιάτης Λεωνίδας που καθυστέρησε την κάθοδο των εισβολέων στα στενά των Θερμοπυλών θυσιάζοντας τον εαυτό του και τους στρατιώτες του, ο Αθηναίος Θεμιστοκλής στον οποίο οι Έλληνες χρωστούν την καταπληκτική νίκη στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο μεγάλος περσικός στόλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει ο Παυσανίας, ο Αριστείδης και ο Κίμωνας που προξένησαν και άλλα δεινά στους εισβολείς.
Οι Πέρσες δεν μπόρεσαν ποτέ να σπάσουν τη ναυτική δύναμη των Ελλήνων. Γι' αυτό, στο τέλος χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τα σχέδιά τους. Και επειδή κοντά στη θάλασσα η πιο δυνατή πόλη ήταν η Αθήνα, ήταν αναμενόμενο να βγει νικήτρια και πιο ισχυρή από όλες τις ελληνικές πόλεις.
Η Αθήνα, λοιπόν, βρέθηκε επικεφαλής μιας συμμαχίας τριακοσίων πόλεων, οι περισσότερες μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, και ακριβώς εκείνη την εποχή, χάρη στον Περικλή, ενώ μεγάλωνε η δύναμή της στο εξωτερικό, οι Αθηναίοι σημείωσαν καταπληκτική πρόοδο στη δημοκρατία, στις τέχνες, στις επιστήμες.
Ο Περικλής αναμόρφωσε τους κρατικούς θεσμούς, μεγαλώνοντας τη δύναμη της Εκκλησίας του Δήμου. Στην πολιτική ζωή της πόλης έπαιρνε μέρος όλο και μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, πλούσιων και φτωχών. Ένας νόμος που θέσπισε ο Περικλής όριζε ότι κάθε χρόνο έξι χιλιάδες πολίτες από όλες τις κοινωνικές τάξεις θα εκλέγονταν για να αποτελέσουν τα μέλη των λαϊκών δικαστηρίων, με δικαστική εξουσία.
Στις μέρες μας, κάποιες φορές ακούμε διαμαρτυρίες γιατί οι βουλευτές και οι γερουσιαστές της Δημοκρατίας έχουν μισθό. Αλλά αν η εργασία των ανθρώπων που φτιάχνουν τους νόμους δεν αμειβόταν, μόνο οι πλούσιοι θα μπορούσαν να γίνουν βουλευτές ή γερουσιαστές, και φυσικά θα έφτιαχναν νόμους μόνο προς το συμφέρον τους. Εκείνοι που διαμαρτύρονται δε γνωρίζουν την ελληνική ιστορία και είναι λιγότερο δημοκρατικοί από τον Περικλή, ο οποίος έζησε περίπου 2.400 χρόνια πριν…
Η Αθήνα, λοιπόν, αντιπροσώπευε την τελειότητα;
Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε. Αν μπορούσαμε να κάνουμε έναν περίπατο στην Αθήνα του Περικλή, θα βρίσκαμε πολλά πράγματα που θα μας έκαναν να κατσουφιάσουμε. Στενά δρομάκια, κακοστρωμένα και μάλλον βρόμικα. Εδώ κι εκεί, μέσα σε σωρούς από κοπριά, ίσως βλέπαμε ένα νεογέννητο μωρό, τυλιγμένο σε πάνες, εγκαταλελειμμένο από τους γονείς του. Ο νόμος τούς το επέτρεπε όταν δεν ήθελαν να το αναθρέψουν (ειδικά όταν ήταν κορίτσι). Τα σπίτια θα μας φαίνονταν λιτά, κρύα, σκοτεινά. Δεν είχαν όλα παράθυρα προς τον δρόμο, γιατί για να ανοίξεις παράθυρα και πόρτες προς τον δρόμο έπρεπε να πληρώσεις έναν ειδικό φόρο.
Θα μας εντυπωσίαζε η αντίθεση ανάμεσα στην απλή, συγκρατημένη και άβολη ζωή των πολιτών και στη μεγαλοπρέπεια των ναών των θεών, των δημοσίων κτιρίων, των δικαστηρίων.
Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες περνούσαν τη μέρα τους έξω από το σπίτι, σε ανοιχτούς χώρους, στην αγορά που ήταν και το κέντρο της πολιτικής ζωής ή στα γυμναστήρια και στα γυμνάσια που ήταν συγχρόνως σχολεία, αθλητικά στάδια και τόποι συνάντησης.
Ανάμεσα στα πιο όμορφα κτίρια υπήρχαν και πολλά θέατρα. Το θέατρο, στον δυτικό κόσμο, είναι ελληνική ανακάλυψη. Φυσικά, κανένας δεν κάθισε σ’ ένα τραπέζι λέγοντας: «Τώρα θα ανακαλύψω το θέατρο και θα ξεχωρίσω την κωμωδία από την τραγωδία». Αυτό άρχισε πολύ πιο πριν, με τις πομπές που έκαναν κάθε χρόνο προς τιμή του Διονύσου (τον θεό του αμπελιού και του κρασιού που μέχρι σήμερα τιμούμε, ακόμη κι αν δεν πιστεύουμε στην ύπαρξή του).
Κατά τη διάρκεια αυτών των πομπών, οι ιερείς του Διονύσου μεταμφιέζονταν με μαλλί κατσίκας και τραγουδούσαν όλοι μαζί, δηλαδή σε χορό, τα κατορθώματα του θεού, μιμούμενοι αρχαίες αιγυπτιακές τελετές.
Με το πέρασμα των χρόνων, αυτά τα τραγούδια μετατράπηκαν σε διαλόγους ανάμεσα σε έναν ηθοποιό που διηγούνταν τον θρύλο και στο πλήθος που σχολίαζε. Μετά οι ηθοποιοί αυξήθηκαν σε αριθμό και ο κόσμος, αντί να πηγαίνει στην πομπή, καθόταν και τους άκουγε. Μάλιστα, χτίστηκαν και κτίρια γι’ αυτό τον σκοπό, με μία σκηνή και πολλά σκαλοπάτια γύρω γύρω, για να παρουσιάζουν τα ιερά θεάματα.
Σιγά σιγά, οι ιστορίες που παρουσιάζονταν αντί να εξιστορούν μόνο τις περιπέτειες των θεών έφερναν στη σκηνή και πιο ανθρώπινες ιστορίες. Ιστορίες των αρχαίων βασιλιάδων και των ηρώων, των ιστορικών επεισοδίων των Ελλήνων και, τέλος, σκηνές από την καθημερινή ζωή. Υπήρχαν αγώνες για τους ηθοποιούς του θεάτρου, και από αυτούς τους αγώνες γεννήθηκε μια θαυμάσια παράδοση στην οποία διακρίθηκαν μεγάλοι δραματικοί ποιητές — τα έργα τους παρουσιάζονται μέχρι σήμερα: ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης και ο Αριστοφάνης που με τις κωμωδίες του εφηύρε, θα μπορούσαμε να πούμε, την τέχνη του κωμικού.
Το κέντρο της καθημερινής ζωής ήταν
η αγορά. Μία φορά τον μήνα στην αγορά γινόταν το σκλαβοπάζαρο. Και όποιος δεν ήταν τόσο πλούσιος για να αγοράσει έναν δούλο, μπορούσε να τον νοικιάσει για όσο τον χρειαζόταν.
Εμείς δε θα μπορούσαμε να είμαστε παρόντες χωρίς να ανατριχιάσουμε σε μια αγοραπωλησία ενός ανθρώπινου πλάσματος στο οποίο συμπεριφέρονται σαν να ήταν ζώο. Αλλά ας προχωρήσουμε προς μια άλλη γωνιά της αγοράς. Εκεί θα βρούμε λιγότερο θλιβερά θεάματα. Θα συναντήσουμε έναν γητευτή φιδιών που ήρθε από την ανατολή και επιδεικνύει την τέχνη του ή κάποιον που καταπίνει φωτιές ή σπαθιά.
Θα μπορούσαν επίσης να μας τραβήξουν την προσοχή τα παιχνίδια των παιδιών. Τα μικρά παιδιά παίζουν με την κούνια, με το τσέρκι και με τη σβούρα, με την μπάλα, με τις κούκλες. Έχουν τύμπανα τρομπέτες για να παίξουν πόλεμο, μαριονέτες για να κάνουν το δικό τους θέατρο ή παίζουν κουτσό. Όλα αυτά μπορούμε να τα δούμε μέσα από τις αναπαραστάσεις των καλλιτεχνών.
Ονόματα γλυπτών όπως του Φειδία, του Σκόπα, του Πραξιτέλη ήταν γνωστά όσο και το όνομα του Μιχαήλ Αγγέλου. Την ποίηση της Σαπφούς, του Ανακρέοντα, του Πίνδαρου τη μελετούν στα σχολεία ακόμη και σήμερα. Τα ιστορικά έργα του Ηρόδοτου και του Ξενοφώντα τυπώνονται μέχρι σήμερα και μπορούν να τα διαβάσουν όλοι. Ο ελληνικός πολιτισμός, μετά από τόσους αιώνες, είναι ζωντανός και φρέσκος σαν το νερό που δε στερεύει ποτέ.
Οι Έλληνες ήταν και καλοί αστρονόμοι, μαθηματικοί και γιατροί. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος πήγαινε τους αρρώστους στους ναούς του θεού Ασκληπιού, προστάτη της καλής υγείας. Αλλά εκεί οι άρρωστοι έβρισκαν άριστους γιατρούς που μελετούσαν την ασθένειά τους, τη γνώριζαν καλύτερα και μάθαιναν να τη θεραπεύουν.
Η βάση για κάθε αληθινή επιστήμη είναι η παρατήρηση της πραγματικότητας. Εκείνοι οι γιατροί, εκτός από το να θεραπεύουν τους αρρώστους, έβαζαν και τα θεμέλια της επιστήμης, γεγονός καθόλου ευκαταφρόνητο!
Και τώρα, ας ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η Σπάρτη δεν είχε βάλει στην άκρη τα σχέδιά της για επικράτηση μεταξύ των άλλων πόλεων. Η πρωτιά της Αθήνας παρεμπόδιζε αυτά τα σχέδια. Ανάμεσα στις δύο πόλεις ξέσπασε μια τραγική αντιζηλία που οδήγησε σ’ έναν ατελείωτο πόλεμο, τον Πελοποννησιακό, στον οποίο οι Σπαρτιάτες βγήκαν νικητές.
Ήταν μια νίκη μικρής διάρκειας. Οι πρώτες πόλεις που αμφισβήτησαν τη νίκη της Σπάρτης ήταν η Θήβα και η Κόρινθος. Στα χρόνια που ακολούθησαν η Θήβα κατέκτησε την πρώτη θέση. Όμως στη Θήβα είχε περάσει εξόριστος τα νεανικά του χρόνια ένας άντρας που η μοίρα του ήταν να βάλει τέλος στην αντιζηλία μεταξύ των ελληνικών πόλεων και να τις κάνει να συμφωνήσουν όλες κάτω από τη σιδερένια γροθιά του. Ήταν
ο Φίλιππος ο Β’, ο βασιλιάς των Μακεδόνων, μιας ελληνικής φυλής που ζούσε στην απομόνωση, στις ορεινές περιοχές του βορρά.
Με μια σειρά από νικηφόρους πολέμους, ο Φίλιππος έγινε στην πράξη ο άρχοντας όλης της Ελλάδας και ήδη σκεφτόταν να επιτεθεί στην Περσία, όταν τον δολοφόνησαν το 336 π.Χ.
Ο γιος του, ο Αλέξανδρος, μαζί με την εξουσία της Ελλάδας κληρονόμησε από τον πατέρα του όνειρο να νικήσει τους Πέρσες. Σύνταξε έναν στρατό 40.000 αντρών και πέρασε στη Μικρά Ασία.
Η εκστρατεία του έμοιαζε με κεραυνό. Σε λίγα χρόνια πήρε από τους Πέρσες τη Μικρά Ασία, τη Συρία, τη Φοινίκη, την Αίγυπτο (όπου ίδρυσε και μια πόλη που πήρε το όνομά του, την Αλεξάνδρεια), τη Βαβυλωνία, τις παλιές πρωτεύουσες της Περσίας: την Περσέπολη και τα Σούσα. Έφτασε στις όχθες του ποταμού Ινδού και σε κάθε του προέλαση μεγάλωναν και τα όνειρά του.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πολύ κοντά στο να καταφέρει αυτό που οι Πέρσες προσπάθησαν να κάνουν χωρίς αποτέλεσμα. Να ενώσει την Ελλάδα, την Αίγυπτο και την Ασία ιδρύοντας μια τεράστια αυτοκρατορία στην οποία οι λαοί, ο τρόπος ζωής και σκέψης θα ανακατεύονταν και θα ενσωματώνονταν. Ήδη κοιτούσε προς την Ινδία και οργάνωνε την κατάκτησή της, αλλά ο στρατός του αρνήθηκε να τον ακολουθήσει.
Ήταν τριάντα δύο ετών όταν πέθανε από κάποια επιδημία.