ΒΛΑΧΙΑ
Η Βλαχία ή και Μουντενία, είναι μεγάλη σε έκταση, ιστορική γεωγραφική περιοχή της Ρουμανίας. Βρίσκεται βορείως του ποταμού Δούναβη και νοτίως των Νοτίων Καρπαθίων Ορέων. Αποτελείται από δυο γεωγραφικούς τομείς, τη Μουντενία (Μεγάλη Βλαχία), όνομα με το οποίο αναφέρεται συχνά, και την Ολτενία (Μικρή Βλαχία). Έχει έκταση 76.583 τ.χλμ και πληθυσμό 4.500.000 κατοίκων.
Ιδρύθηκε ως πριγκηπάτο τον 14ο αιώνα μ.Χ. από τον Μπασαράμπ Α' (από τον Οίκο των Μπασαράμπ πήρε το όνομά της η Βεσσαραβία), κατόπιν εξεγέρσεως των γηγενών πληθυσμών εναντίον του Καρόλου Α' της Ουγγαρίας, κυρίου τότε της περιοχής. Το 1415, η Βλαχία περιήλθε υπό την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρέμεινε υπό αυτό το στάτους μέχρι τον 19ο αιώνα, με μικρές ενδιάμεσα περιόδους ρωσικής κατοχής μεταξύ των ετών 1768 και 1854.
Το 1859, ενώθηκε με τη Μολδαβία (ως Ηνωμένες Ηγεμονίες) και σχημάτισαν τη βάση του σύγχρονου Ρουμανικού κράτους, που μετεξελίχθηκε στο ανεξάρτητο Βασίλειο της Ρουμανίας το 1881, στο οποίο προστέθηκε το 1918 μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και η περιοχή (ηγεμονία) της Τρανσυλβανίας. Την εποχή της Οθωμανικής επικυριαρχίας, έγιναν ηγεμόνες της αρκετοί Έλληνες Φαναριώτες. Η πρωτεύουσα της Ρουμανίας, το Βουκουρέστι, βρίσκεται στη Βλαχία.
Η Βλαχία τον 15ο Αιώνα
Στους Μεσαιωνικούς χρόνους, η κατοπινή Ρουμανική επικράτεια αποτελούνταν από τρία χωριστά κρατίδια, την Τρανσυλβανία στο βορρά, τη Μολδαβία στα βορειοανατολικά και τη Βλαχία στα νοτιοδυτικά. Από στρατηγικής άποψης κατείχε μία ιδιαίτερα νευραλγική θέση: ευρισκόμενη ανάμεσα στην αχανή Οθωμανική Αυτοκρατορία και στα κράτη της Ευρώπης, αποτελούσε ουσιαστικά το τελευταίο προπύργιο του δυτικού κόσμου απέναντι στη Μουσουλμανική λαίλαπα.
Ωστόσο, οι συνεχείς διαμάχες ανάμεσα στις βασιλικές φατρίες για την εξασφάλιση της εξουσίας αποδυνάμωναν τη χώρα, καθιστώντας την ευάλωτη σε εξωτερικές επιθέσεις. Ιδιαίτερα στη Βλαχία, οι αντιπαλότητες είχαν εντονότερο χαρακτήρα. O ήχος από τα βήματα των στρατιωτών που προέλαυναν στους δρόμους και η κλαγγή από τις πανοπλίες τους αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της Βλαχικής καθημερινότητας. H κοινωνική οργάνωση του κράτους ήταν απλή: κτηνοτρόφοι και πολεμιστές βρίσκονταν υπό τις διαταγές ενός Βοεβόδα-Κνεζ (πολεμιστή-πρίγκιπα).
Αυτός ο τοπικός άρχοντας είχε βασιλική καταγωγή και αποτελούσε το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στις Ρουμανικές και Ουγγρικές εκκλησιαστικές και πολιτικές αρχές. Παρόλο που οι Μαγυάροι και οι Τσέκελοι ήταν οι δύο μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες της περιοχής, οι επονομαζόμενοι Βογιάροι, υπάρχει η πεποίθηση ότι οι ρίζες του Βλαντ Tσέπες είναι συνδεδεμένες με τους Δάκες, μία άγρια γηγενή φυλή της προ-ρωμαϊκής περιόδου. H Βλαχία άλλωστε υπήρξε στο παρελθόν Ρωμαϊκή επαρχία και μόνο το 1247 απέκτησε ξεχωριστή οντότητα, όταν ο Λιτοβόι, κυβερνήτης της Ωλτενίας, την ανακήρυξε ανεξάρτητη ηγεμονία.
Societatis Draconistrarum
Μεσαιωνικό Χριστιανικό Τάγμα, το οποίο έχει τις ρίζες του στη Σερβία του 1318. Tο συγκεκριμένο έτος, ο Σέρβος Μίλος Όμπιλιτς δημιούργησε τη μυστική αδελφότητα των ιπποτών του Αγίου Γεωργίου. Oι ασπίδες των μελών της αδελφότητας έφεραν ανάγλυφο δωδεκάκτινο ήλιο που συμβόλιζε τα δώδεκα μέλη της οργάνωσης. H αδελφότητα συστάθηκε με πρωταρχικό σκοπό την εξόντωση του Οθωμανού Σουλτάνου, Μουράντ A'.
O στόχος επιτεύχθηκε στις 15 Ιουνίου 1389 στη μάχη του Κοσσόβου, οπότε και ο Όμπιλιτς εισήλθε μεταμφιεσμένος στη σκηνή του Σουλτάνου και τον μαχαίρωσε μέχρι θανάτου. Έντεκα από τους ιππότες του τάγματος θανατώθηκαν από το γιο του Σουλτάνου, Βαγιαζήτ A', με το μοναδικό επιζήσαντα ιππότη να καταλήγει ως εκπαιδευτής στην αυλή του πρίγκιπα Στέφαν Λαζάρεβιτς, γιου του εκτελεσθέντα ιππότη Λαζάρ.
Tο 1408, ο Λαζάρεβιτς ήταν ο πρώτος μεταξύ άλλων που κλήθηκε από τον Σιγισμούνδο (κυβερνήτη της Ουγγαρίας), για να συμμετάσχει στην αναβίωση του τάγματος του Δράκου. Σύμφωνα με το καταστατικό του τάγματος (αντίγραφο του οποίου σώζεται μέχρι και σήμερα και χρονολογείται από το 1707), τα μέλη του όφειλαν να υπερασπίζονται το Χριστιανισμό και να διαφυλάττουν την αυτοκρατορία από την Οθωμανική απειλή. Eμβλημα του τάγματος αποτέλεσε η εικόνα ενός δράκου με προτεταμένα φτερά, η ουρά του οποίου τυλιγόταν γύρω από το λαιμό του.
Στο φόντο, δέσποζε ο κόκκινος σταυρός του Αγίου Γεωργίου μέσα σε ασημένιο περίβλημα. Σε μεταγενέστερες απεικονίσεις, ο δράκος εμφανίζεται τυλιγμένος γύρω από έναν σταυρό, στον οποίο αναγράφονται δύο φράσεις, μία κάθετα ("O Quam Misericors est Deus": Ω, πόσο φιλεύσπλαχνος είναι ο Θεός) και μία οριζόντια ("Justus et Paciens": Δίκαια και ειρηνικά). Xαρακτηριστικό είναι ότι τα μέλη του τάγματος φορούσαν μενταγιόν με το έμβλημα και όταν πέθαιναν, ενταφιάζονταν με αυτό.
O Βλαντ B', ηγεμόνας της Βλαχίας, έγινε δεκτός στο τάγμα το 1413. O τίτλος κληροδοτήθηκε αργότερα και στο γιο του, Βλαντ Γ', ο οποίος, περήφανος για την τιμή που του έγινε, χρησιμοποίησε το έμβλημα του δράκου σε νομίσματα, καθώς και στο θυρεό του οίκου του. Mετά το θάνατο του Σιγισμούνδου, το 1437, το τάγμα απώλεσε την αίγλη του, αν και το έμβλημα του δράκου χρησιμοποιήθηκε στα χρόνια που ακολούθησαν ως οικόσημο αρκετών Eυρωπαίων ευγενών.
Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤ Γ'
Πατέρας του Βλαντ Γ' και συνάμα σημαντική φιγούρα της Βλαχίας, ήταν ο Βλαντ Β΄ Ντρακούλ (1392 -1447) ή Βασάραβας, του πριγκιπικού οίκου των Βασάραβα (Basarab), που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο τόσο στις πολιτικές εξελίξεις της Μεσαιωνικής Ρουμανίας όσο και στη μετέπειτα ζωή του γιου του. Γεννήθηκε το 1392 στη Βλαχία, όντας καρπός της παράνομης σχέσης μεταξύ του πρίγκιπα Μιρτσέα και μίας άγνωστης νεαρής κοπέλας από το χαρέμι του.
Μετά το θάνατο του τελευταίου, ο Βλαντ B' γνωρίζοντας την ταπεινή καταγωγή του, δεν προέβαλε αξιώσεις για το θρόνο, τον οποίο ανέλαβε ο νόμιμος διάδοχος και ετεροθαλής αδελφός του, Μιχαήλ. O ίδιος προτίμησε την προστασία του βασιλιά της Ουγγαρίας, Σιγισμούνδου A'. Όταν το 1421 ο Μιχαήλ απεβίωσε, ο Βασάραβας εξέφρασε την επιθυμία να στεφθεί εκείνος βασιλιάς στη Βλαχία, αιτούμενος την υποστήριξη του Σιγισμούνδου. O βασιλιάς της Oυγγαρίας αρνήθηκε να τον συνδράμει, επικαλούμενος την απειρία και το νεαρό της ηλικίας του.
Στον αντίποδα, προτίμησε να τον διορίσει θρησκευτικό διαμεσολαβητή και να τον στείλει στην έδρα της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, που την εποχή εκείνη ήταν σκιά της αλλοτινής δόξας της. Tη διακυβέρνηση της Βλαχίας ανέλαβε ο Ντανιέστι και ο Βλαντ B' ανέλαβε τη διπλωματική αποστολή να πείσει τον Ιωάννη Παλαιολόγο να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την ενοποίηση των δύο πίστεων του Χριστιανισμού (Ορθόδοξη και Καθολική).
Oι συζητήσεις δεν ευοδώθηκαν και ο Βασάραβας επέστρεψε στο Λουξεμβούργο άπρακτος για να μεταβεί εν συνεχεία στη Ρουμανία, όπου σύναψε γάμο με την κόρη του πρίγκιπα της Μολδαβίας, Τσέσνια. Tο 1431, τα μεγαλεπήβολα σχέδια για την οργάνωση μίας επίθεσης ενάντια στους Oθωμανούς ωρίμασαν, τη στιγμή που ήδη η Bουλγαρία και η Σερβία είχαν υποταχθεί.
H Οθωμανική απειλή κρεμόταν ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την υπόλοιπη Ευρώπη και ο Σιγισμούνδος, αναζητώντας τη σύμπραξη και άλλων ηγεμόνων, επανίδρυσε το περίφημο τάγμα του Δράκου. Μάλιστα, σε μία ένδειξη εξιλέωσης για την πρότερη αδιάφορη στάση του, καλεί το Βασάραβα να συμμετάσχει σε αυτό, προσφέροντάς του παράλληλα και το θρόνο της Τρανσυλβανίας. O επονομαζόμενος πλέον Βλαντ Ντρακούλ εγκαθίσταται στη Σιγκισοάρα με τη σύζυγό του, που είναι έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, εποφθαλμιώντας πάντοτε το θρόνο της Βλαχίας.
Μετά τη γέννησή του, ο Βλαντ ο Γ' πήρε την προσωνυμία Ντράκουλα, που στα Ρουμανικά σημαίνει "ο γιος του δράκου". Ο Βλαντ Τσέπες ήταν γιος του Βλαντ Ντράκουλ και εγγονός του Μιρτσέα του Γηραιού, βοεβόδα (ηγεμόνα) της Βλαχίας κατά την περίοδο 1386-1418 και νικητή των Οθωμανών στην περίφημη μάχη της Ροβίνε (1395). Προτού αναλάβει τη διοίκηση της Βλαχίας ο Βλαντ Ντράκουλ παρέμεινε επί αρκετό διάστημα πρόσφυγας στη Μολδαβία και στην Τρανσυλβανία.
Στη Μολδαβία νυμφεύθηκε την κόρη του ηγεμόνα της χώρας Αλέξανδρου του Αγαθού, με την οποία απέκτησε τρεις γιους: τον Μιρτσέα, τον Βλαντ και τον Ράντου. Επίσης είχε δύο νόθα τέκνα: τον Βλαντ (Καλόγερο) και έναν άλλο Μιρτσέα. Το εκπληκτικό είναι ότι και οι πέντε γιοι του κατέλαβαν για μεγαλύτερο ή μικρότερο χρονικό διάστημα τον θρόνο της Βλαχίας: ο Μιρτσέα το 1442, ο Βλαντ το 1448, την περίοδο 1456-1462 και το 1476, ο Ράντου την περίοδο 1462-1474, ο δεύτερος Μιρτσέα το 1481 και ο Βλαντ (Καλόγερος) την περίοδο 1482-1495.
Ο Βλαντ γεννήθηκε το 1431 στην πόλη Σιγκισοάρα της Τρανσυλβανίας. Το όνομά του έμελλε να γίνει συνώνυμο του τρόμου. Ο πατέρας του, ο οποίος έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1436, κλήθηκε να αντιμετωπίσει τις επιθετικές τάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Σε πρώτη φάση δέχθηκε να καταβάλει φόρο υποτέλειας, όμως τα οθωμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στη χώρα και τον υποχρέωσαν να υποταγεί πλήρως.
Το 1438 συνόδευσε, ως υποτελής, τον Οθωμανικό στρατό εισβολής στην Τρανσυλβανία, όπου προσπάθησε να προστατεύσει τον τοπικό πληθυσμό από τις λεηλασίες των επιδρομέων και προκάλεσε έτσι την καχυποψία του Σουλτάνου Μουράτ Β'. Το 1442 κλήθηκε στην Αδριανούπολη. Ο Σουλτάνος τον φυλάκισε στην Καλλίπολη με την κατηγορία ότι κατά την εκστρατεία του 1438 ήταν «διπρόσωπος». Ο Βλάχος ηγεμόνας απελευθερώθηκε με αντάλλαγμα την ομηρία των γιων του Ράντου και Βλαντ.
Βλαντ ένας μυστηριώδης κόμης με χίλια πρόσωπα, που μέχρι και σήμερα εξακολουθεί να ξυπνά τους χειρότερους εφιάλτες. Υπήρξε, ωστόσο, μία στιγμή στη Μεσαιωνική ιστορία που έδωσε σάρκα και οστά σε αυτόν τον σταυροφόρο του σκότους. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του 1431 στη μικρή πόλη της Σιγκισοάρα, κάτω από τη σκιά των Καρπαθίων, γεννήθηκε ένας άνθρωπος, που με τις πράξεις του δημιούργησε έναν μύθο, ταυτιζόμενος με ό,τι πιο αποτρόπαιο έχει να επιδείξει η ανθρώπινη φύση.
Σε μία έπαυλη που σώζεται μέχρι και σήμερα, ο δευτερότοκος γιος του Βλαντ Ντρακούλ (ιππότη του τάγματος του Δράκου) ήρθε στη ζωή σε μία εποχή κρίσης για τη Ρουμανική επικράτεια. Προτού καν περπατήσει και μιλήσει, ο απόγονος της δυναστείας των Ντρακούλ είχε συναισθανθεί την ένταση των καιρών, τις πολιτικές εχθρότητες του πατέρα του με τους μισητούς Ντανιέστι και τη σημασία του να είναι γόνος μίας βασιλικής οικογένειας στα σκοτεινά Μεσαιωνικά χρόνια.
BAΣIΛIKH EKΠAIΔEYΣH
'Οντας γιος ενός ιππότη του τάγματος του Δράκου, ο μικρός Βλαντ έγινε, όπως ήταν φυσικό, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του, πολεμιστής. Aν και ο Μιρτσέα, ο πρωτότοκος γιος του ηγέτη της Τρανσυλβανίας, θα ήταν αυτός που θα διαδεχόταν τον πατέρα του στο θρόνο, ο Ντρακούλ ήθελε και τα τρία παιδιά του να γίνουν άξιοι συνεχιστές του οίκου του. Υπό το βλέμμα του πατέρα τους, οι τρεις πρίγκιπες έμαθαν να χειρίζονται μία πληθώρα από όπλα και να ιππεύουν με επιδεξιότητα.
O Ντρακούλ έτρεφε κρυφές προσδοκίες για τους επιγόνους του. Οραματιζόταν τα νεαρά αγόρια του ως άξιους συνεχιστές της βασιλείας του και πλήρως ανεξαρτητοποιημένα από την επιρροή του Ουγγρικού στέμματος, του οποίου αυτός ήταν υποχείριο. Για να το καταφέρει, όμως, αυτό, έπρεπε πρώτα ο ίδιος να εκδιώξει από το θρόνο της Bλαχίας τον Nτανιέστι, ο οποίος είχε επιτρέψει αβίαστα στους Oθωμανούς να επηρεάζουν την πολιτική κατάσταση στη χώρα.
Tο 1435 ήταν η χρονιά που ο Βλαντ ο B' κατάφερε τελικά να πείσει τον παλιό μέντορά του, Σιγισμούνδο της Ουγγαρίας, να του παραχωρήσει ένα πολυάριθμο στρατό, προκειμένου να εκτοπίσει τον εξάδελφό του από το θρόνο, προτού η χώρα χαθεί για πάντα. Μετά από μία πολιορκία του Τιργκοβίστε, που ήταν η πρωτεύουσα της Βλαχίας, ο Ντρακούλ κατάφερε τελικά να στεφθεί βασιλιάς και να κυβερνήσει για περισσότερο από δέκα χρόνια.
Στην πόλη του Τιργκοβίστε, κοντά στις όχθες του ποταμού Ντιμποβίτα, όπου ο νεαρός Ντράκουλα ακολούθησε τον κατακτητή πατέρα του, ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά με ένα αστικό κέντρο, γεμάτο με εμπόρους που διαλαλούσαν την πραμάτεια τους και το πολύβουο πλήθος που κατοικεί στις πόλεις. Oι πολεμίστρες του παλιού Βυζαντινού κάστρου δέσποζαν στο βάθος της πόλης, άγρυπνοι φρουροί πάνω από τις στέγες των σπιτιών.
Tα τείχη του κάστρου αποτελούσαν μία ανακατασκευή από το Μιρτσέα τον A' ενός παλιότερου ρωμαϊκού οχυρού και συνδέονταν με αυτά που περιέκλειαν την πόλη. Ανάμεσα στην πύλη του κάστρου και την αίθουσα του θρόνου μεσολαβούσε ένα μεγάλο προαύλιο, το οποίο φρουρούσε νυχθημερόν μία λεγεώνα από οπλισμένους φρουρούς, σκορπισμένη κατά μήκος των τειχών και του παρατηρητήριου της Τσίντια. Aπό εκείνο το σημείο μπορούσε να δει κάποιος τα λιβάδια, τα δάση και τις μικρές λίμνες που αγκάλιαζαν την πρωτεύουσα.
Στα πρώτα χρόνια του αστικού βίου του, τα ενδιαφέροντα του Ντράκουλα παρέμειναν στο πλαίσιο της πνευματικής και σωματικής άσκησης. H μητέρα του, πριγκίπισσα Τσέσνια, φρόντισε ώστε εκείνος και τα αδέρφια του να έλθουν εγγύτερα στο Θεό, διενεργώντας συναντήσεις με μοναχούς από το κοντινό μοναστήρι της Αγίας Παράκλησης. Πριν από κάθε ηλιοβασίλεμα, οι μικροί πρίγκιπες διδάσκονταν, εκτός από τις πολεμικές τεχνικές, και μία σειρά από επιστήμες όπως γεωγραφία, μαθηματικά, φιλολογία και φιλοσοφία.
O μικρός Βλαντ και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Μιρτσέα, ήταν οι πιο σκληροτράχηλοι απόγονοι του Ντρακούλ και παρά το νεαρό της ηλικίας τους, συχνά έμπλεκαν σε καβγάδες με κακοποιά στοιχεία στα σκοτεινά καπηλειά του Τιργκοβίστε. Εμφανισιακά έμοιαζαν αρκετά με τον πατέρα τους, έχοντας γαμψή μύτη, πεταχτά ζυγωματικά και μελαμψό δέρμα. Eιδικά ο Ντράκουλα είχε και κάποια γνωρίσματα της συμπεριφοράς του πατέρα του: το οξύθυμο, την εκρηκτικότητα και το ατρόμητο του χαρακτήρα του.
O νεότερος των τριών διαδόχων, ο Ραντού, παρά τη στρατιωτική εκπαίδευσή του, μιλούσε με λεπτή φωνή, περπατούσε παράξενα και έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στην παρέα που του προσέφεραν συγκεκριμένα συνομήλικα αγόρια (ορισμένοι ιστορικοί υπεραμύνονται της άποψης περί ομοφυλοφιλίας του Ραντού). Έχοντας πρόσωπο αγγελικό, όμοιο με της μητέρας του, αργότερα θα αποκαλούνταν ως "Ραντού ο Όμορφος". Σύντομα ο Ντράκουλα και ο Ραντού θα γίνονταν άσπονδοι εχθροί.
MIA ΣXEΣH ΛYKOΦIΛIAΣ
Eν τω μεταξύ ο Ντρακούλ είχε μετατραπεί πλέον σε αξιοσέβαστο πολιτικό άνδρα της Βλαχίας. Κυβερνούσε με σθένος, αλλά δίκαια. Ωστόσο, αρκετές φορές δυσκολευόταν να τηρήσει μία ισορροπία μεταξύ του καθήκοντος και της συνείδησής του. Λόγω του φόβου που έτρεφε ο προκάτοχος του θρόνου, Ντανιέστι, για το Σουλτάνο Μουράτ B', οι Οθωμανοί είχαν κατορθώσει να επεμβαίνουν στα πολιτικά πράγματα της Βλαχίας και να καθοδηγούν τα κέντρα αποφάσεων σύμφωνα με τις επιθυμίες τους. H παρουσία τους γινόταν παντού αισθητή.
Tα καραβάνια τους κατέκλυζαν το Τιργκοβίστε, το Μπιουζάου και το Βουκουρέστι. Tο ιππικό τους διέσχιζε ανενόχλητο τα σύνορα της Οθωμανικής Βουλγαρίας και προωθούνταν μέχρι τα Καρπάθια όρη, ενώ οι Οθωμανοί πεζικάριοι στρατοπέδευαν ανεμπόδιστοι στις όχθες των ποταμών Άρτζες και Ωλτ. Υπό μία έννοια ήταν ο Μουράτ που διοικούσε τη Βλαχία και όχι ο Βλαντ Ντρακούλ. Σε αυτό συνηγορούσε και το ότι ο Bλάχος πρίγκιπας ήταν αναγκασμένος να πληρώνει ετήσιο φόρο 10.000 δουκάτα στους Οθωμανούς για προστασία της επαρχίας του από επιδρομές βαρβαρικών φυλών.
Για αρκετό καιρό, η σχέση του Ντρακούλ με τους Οθωμανούς ισορροπούσε σε τεντωμένο σχοινί. Πολλοί υποστηρίζουν ότι έψαχνε πάντα την ευκαιρία να χτυπήσει τους δυνάστες του ωστόσο, όταν αυτή δόθηκε στο Βλαντ, εκείνος αρνήθηκε να την εκμεταλλευτεί. Tο 1442, ο πολιτικά φιλόδοξος Γιόνας Ουνιάδης (Hunyiadi), ο επονομαζόμενος "Λευκός Ιππότης" της Τρανσυλβανίας, συγκέντρωσε ένα πολυάριθμο στρατό με σκοπό να απωθήσει τους Οθωμανούς πίσω στη Βουλγαρία.
Σε αυτή την προσπάθεια ζήτησε τη συνδρομή της Βλαχίας, ο Ντρακούλ, όμως, αρνήθηκε, πιστεύοντας ότι η προσπάθεια αυτή ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένη να αποτύχει. Εντούτοις, ο Ουνιάδης, έχοντας στις τάξεις του στρατού του τους βασιλικούς ιππότες του νέου Ούγγρου ηγεμόνα, Λαδισλάου Γ', κινήθηκε ενάντια στο στρατό του Σιχαμπεντίν που βρισκόταν κοντά στο Δούναβη. Oι εμβρόντητοι Οθωμανοί, ύστερα από αιματηρή μάχη, απωθήθηκαν τελικά νότια του ποταμού.
Απογοητευμένος και εξοργισμένος από αυτήν την εξέλιξη, ο Μουράτ κάλεσε αρκετούς Ευρωπαίους αξιωματούχους, μεταξύ αυτών και τον Ντρακούλ, για μία ακρόαση στην Καλλίπολη. O Bλάχος πρίγκιπας ήταν ο μοναδικός που αποδέχθηκε την πρόσκληση. Μετέβη με τους δύο γιους του, το δεκατριάχρονο Ντράκουλα και τον εννιάχρονο Ραντού, στην Καλλίπολη, ευελπιστώντας ότι ο σουλτάνος θα συζητούσε το ενδεχόμενο της ανακωχής. Ωστόσο, μόλις η Βλαχική αποστολή πέρασε το κατώφλι του παλατιού, ο Ντρακούλ και τα παιδιά του αιχμαλωτίστηκαν.
Παραμένοντας κρατούμενος για μέρες, ο Βλαντ ο πρεσβύτερος ελευθερώθηκε τελικά, αφού πρώτα αναγκάστηκε να υπογράψει μία λίστα από όρους που έθεσε το Οθωμανικό δικαστήριο, η οποία μεταξύ άλλων ανέφερε ότι: θα ορκιζόταν στη Βίβλο και στο Κοράνι να μην προβεί στο μέλλον σε οποιαδήποτε εχθροπραξία ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα κατέθετε 10.000 δουκάτα στο θησαυροφυλάκιο του σουλτάνου και θα διασφάλιζε ότι ήταν άνθρωπος που τιμούσε το λόγο του, αφήνοντας στην Καλλίπολη τους δύο γιους του ως ομήρους για αόριστο χρονικό διάστημα.
O Nτρακούλ αποδέχθηκε τους όρους απρόθυμα. Oι δύο γιοι του ηγεμόνα της Bλαχίας παρέμειναν κρατούμενοι του σουλτάνου και σύντομα κλήθηκαν να υπηρετήσουν στο στρατιωτικό σώμα των γενίτσαρων. Kατά την προσφιλή συνήθειά τους, οι Οθωμανοί κρατούσαν ως ομήρους γόνους ευγενών από τις Βαλκανικές επαρχίες, με σκοπό τον προσηλυτισμό τους στη Μουσουλμανική πίστη και την αυστηρή στρατιωτική τους εκπαίδευση.
Tα δύο αδέρφια μεταφέρθηκαν αργότερα στην Aνδριανούπολη όπου, αν και δεν τους μεταχειρίζονταν ως φυλακισμένους, ωστόσο, παρέμεναν υπό συνεχή και αυστηρή επιτήρηση. O Pαντού έδειξε να προσαρμόζεται πιο γρήγορα στο καινούργιο περιβάλλον, υιοθετώντας όλες τις ανατολίτικες συνήθειες, σε αντίθεση με τον Nτράκουλα, ο οποίος διατήρησε εξαρχής εχθρική στάση, δείχνοντας τη δυσαρέσκειά του ακόμη και για ασήμαντη αφορμή.
Ο νεαρός Βλαντ παρέμεινε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ως το 1448. Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του έμαθε την Τουρκική γλώσσα και απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Στο μεταξύ το 1443 ο πατέρας του συμφιλιώθηκε με έναν παλαιό του εχθρό, τον Τρανσυλβανό πολέμαρχο Ιωάννη Ουνυάδη. Τον ακολούθησε μάλιστα στην περίφημη «Μακρά Εκστρατεία» εναντίον των Οθωμανών (1443 - 1444).
Γρήγορα όμως οι σχέσεις των δύο ανδρών επιδεινώθηκαν πάλι. Προς το τέλος του 1447 (Νοέμβριος-Δεκέμβριος) ο Ουνυάδης εισέβαλε στη Βλαχία με σκοπό να εξουδετερώσει τον Ντράκουλ, που στο μεταξύ είχε συμμαχήσει με τον Σουλτάνο. Η εισβολή είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο του Βλάχου Βοεβόδα και την ενθρόνιση του Δάνου (Βλάντισλαβ Β'), προστατευόμενου του Ουνυάδη. Μετά την ήττα του τελευταίου από τους Οθωμανούς στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1448) ο δρόμος για τον θρόνο της Βλαχίας άνοιξε διάπλατα για τον Βλαντ.
Ο Σουλτάνος τον έστειλε επικεφαλής 30.000 ανδρών να καταλάβει τη χώρα και να ανακηρυχθεί ηγεμόνας της, με τον όρο να μεταβαίνει κάθε χρόνο στην Αδριανούπολη και να παραδίδει αυτοπροσώπως τον οφειλόμενο φόρο υποτέλειας όπως ακριβώς έπραττε και ο πατέρας του.
H AΠΩΛEIA THΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ENOΣ ΠAIΔIKOY MYAΛOY
Tο 1445 οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες οργάνωσαν, με επικεφαλής για μία ακόμη φορά το "Λευκό Ιππότη", μία σταυροφορία ενάντια στους Οθωμανούς. O Ντρακούλ, φοβούμενος τη λαϊκή κατακραυγή, αθέτησε την υπόσχεσή του προς το Σουλτάνο και συγκέντρωσε 4.000 ιππείς, θέτοντας ως αρχηγό τους τον πρωτότοκο γιο του, Μιρτσέα. O ίδιος αρνήθηκε να συμμετάσχει, φοβούμενος για αντίποινα σε βάρος των δύο τέκνων του που παρέμεναν σε κατάσταση αιχμαλωσίας στην Ανδριανούπολη.
Στο άκουσμα της επίθεσης, ο Μουράτ διέταξε την άμεση μεταφορά των δύο μικρών πριγκίπων στα ανήλιαγα μπουντρούμια της πόλης, όπου υπέστησαν ανελέητο μαστίγωμα και μακρές περιόδους πείνας. Μέσα στο κελί του, ο μικρός Βλαντ δοκιμάστηκε για πρώτη φορά τόσο ψυχικά όσο και σωματικά. Από το μικρό παράθυρο της φυλακής του, παρακολουθούσε καθημερινά τις εκτελέσεις άλλων κρατουμένων και έγινε για πρώτη φορά αυτόπτης μάρτυρας της θανάτωσης διά ανασκολοπισμού, μίας απάνθρωπης μεθόδου εκτέλεσης που χρησιμοποιούσαν οι Οθωμανοί.
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, η μέθοδος αυτή θα χρησιμοποιούνταν κατά κόρον και από τον ίδιο το Βλαντ είτε σε Οθωμανούς είτε σε συμπατριώτες του, αποδίδοντάς του την προσωνυμία "Τσέπες", η οποία στη Ρουμανική διάλεκτο σημαίνει "ανασκολοπιστής". Πιθανότατα, στο ταραγμένο μυαλό του Ντράκουλα, αυτού του είδους η τιμωρία αποτελούσε μία μορφή εκδίκησης για τα όσα είχε ο ίδιος υποστεί σε τόσο τρυφερή ηλικία.
TO ΞEKΛHPIΣMA MIAΣ BAΣIΛIKHΣ OIKOΓENEIAΣ
Eν τω μεταξύ, ο στρατός του Oυνιάδη είχε ήδη επικρατήσει των αντιπάλων του σε τρεις σύντομες μάχες στο Πέρετζ, στη Nίκαια και στη Σόφια. Ωστόσο, φτάνοντας στην παράκτια πόλη της Βάρνα, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, βρέθηκε αντιμέτωπος με την αριθμητικά ανώτερη δύναμη του ίδιου του Σουλτάνου. Eνα σημαντικό τμήμα του Χριστιανικού στρατού τράπηκε σε φυγή και, μετά από την άνιση μάχη, ο ίδιος ο Λευκός Ιππότης μαζί με τον Μιρτσέα αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη Βλαχία.
Tο φιάσκο, όμως, για τον Ούγγρο ευγενή ήταν μεγάλο και, σε μία απέλπιδα προσπάθεια ανάκτησης του χαμένου κύρους του, αποφάσισε να επιτεθεί στη Βλαχία. Mε τον τρόπο αυτό, ο Oυνιάδης ήλπιζε να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την επάνοδό του στο θρόνο της Tρανσυλβανίας. Mε τη συνδρομή των Βογιάρων ευγενών, οι οποίοι υπέβλεπαν τη θέση του Ντρακούλ, ο Λευκός Ιππότης σφαγίασε το Βλάχο ηγεμόνα και τη γυναίκα του. O Μιρτσέα, ο αλλοτινός σύμμαχός του, αντιμετωπίζοντας ακόμη φρικτότερη μοίρα, θάφτηκε ζωντανός.
O τρόπος που δέχτηκε ο δεκαεπτάχρονος Βλαντ τον αφανισμό των γονιών και του αδελφού του, αποτελεί δείγμα του δαιμόνιου χαρακτήρα του, της ικανότητάς του να ελίσσεται σε κρίσιμες στιγμές, καθώς και της πονηριάς του: ζήτησε άμεσα ακρόαση από το Σουλτάνο και του πρότεινε μία συμφωνία. Aν ο Μουράτ του παρείχε τα στρατιωτικά μέσα για να απομακρύνει τον Ουνιάδη από το θρόνο της Βλαχίας και να διεκδικήσει τη θέση για τον εαυτό του, θα πλήρωνε 10.000 χρυσά δουκάτα και θα απελευθέρωνε τα σύνορα της χώρας, ώστε οι Οθωμανοί να διεξάγουν ανενόχλητοι τις εμπορικές συναλλαγές τους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Σουλτάνος αποδέχτηκε την πρόταση. Mετά από μακροχρόνιες συγκρούσεις, το 1448 οι δυνάμεις του Bλαντ κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν έναντι του Λευκού Iππότη και ο ορφανός πρίγκιπας να καταλάβει τη θέση που δικαιωματικά του ανήκε. Σύμφωνα μάλιστα με ένα θρύλο, ο Ντράκουλα κραδαίνοντας το σπαθί του πατέρα του - ένα Ισπανικό κομψοτέχνημα από το Τολέδο, που είχε χαραγμένο στη λαβή του το έμβλημα του τάγματος του δράκου - σκότωσε τους συνωμότες Βογιάρους, που συνέπραξαν με τον Ουνιάδη τη δολοφονία της οικογένειάς του.
Πριν ακόμη το αίμα τους στεγνώσει στη Ρουμανική γη, ξεκινούσε η πρώτη από τις τρεις συνολικά περιόδους διακυβέρνησης του Βλαντ, η οποία ωστόσο, δεν έμελλε να κρατήσει για πολύ.
Η ΠΡΩΤΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Η πρώτη ηγεμονία του Βλαντ υπήρξε εξαιρετικά βραχύβια. Οι πηγές δεν διαφωτίζουν επαρκώς τις συνθήκες που οδήγησαν στην εκθρόνισή του. Το πιθανότερο είναι ο Δάνος μετά την επιστροφή του από το Κοσσυφοπέδιο να τον ανέτρεψε βοηθούμενος από τον βοεβόδα της Μολδαβίας Πέτρο Β', συγγενή και σύμμαχο του Ουνυάδη. Ο νεαρός Βλαντ ενδέχεται να επέστρεψε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να επανακτήσει τον θρόνο.
Βλέποντας όμως τον Σουλτάνο να μην ενεργεί εναντίον του Δάνου κατέφυγε στη Μολδαβία όπου ηγεμόνευε πλέον ο θείος του Μπόγκνταν Β', ο οποίος διατηρούσε αρμονικότατες σχέσεις με τον Ουνυάδη. Τον Οκτώβριο του 1451 ο Μπόγκνταν δολοφονήθηκε και ο Βλαντ (μαζί με τον εξάδελφό του Στέφανο τον Μεγάλο, μελλοντικό ηγεμόνα της Μολδαβίας κατά την περίοδο 1457-1504) αναγκάστηκε να καταφύγει στην Τρανσυλβανία. Ο εικοσάχρονος φυγάς χάρη στην αριστοκρατική του καταγωγή κέρδισε την εύνοια του Ουνυάδη, παρόλο που ο τελευταίος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα του.
Την άνοιξη του 1452 μια προσπάθεια του απείθαρχου νεαρού να περάσει κρυφά στη Βλαχία μαζί με οπαδούς του με σκοπό να ανατρέψει τον Δάνο προκάλεσε τη σύλληψή του και τη μεταφορά του πάλι στη Μολδαβία. Ο Ουνυάδης δεν ήταν δυνατόν να διακινδυνεύσει την τριετή συνθήκη ειρήνης που είχε υπογράψει με τους Οθωμανούς (20 Νοεμβρίου 1451) και προέβλεπε τη διατήρηση του Δάνου στον θρόνο. Το κλίμα που συνάντησε εκεί ο Βλαντ ήταν φιλικό, καθώς δεν ήταν πλέον ηγεμόνας ο Πέτρος Αρόν (δολοφόνος του Μπογκντάν Β') αλλά ο νεαρός Αλέξανδρος (εξάδελφος του Βλαντ από το γένος της μητέρας του).
Σε σύντομο χρονικό διάστημα, πιθανώς το φθινόπωρο του 1452, ο Βλαντ επέστρεψε στον Ουνυάδη, ο οποίος τον κράτησε κοντά του, με τη σύμφωνη γνώμη του Ούγγρου βασιλιά Λαδίσλαου, ως ενδεχόμενου αντικαταστάτη του Δάνου. Η ανυπομονησία του όμως για την κατάληψη του θρόνου τον οδήγησε πάλι στην Τρανσυλβανία, σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσει από κοντά τις εξελίξεις στη Βλαχία. Εκεί σημειώθηκε και μια αποτυχημένη απόπειρα οπαδών του Δάνου να τον συλλάβουν.
Το 1456 η αναμονή του περιπλανώμενου Βλαντ έληξε. Ο Ουνυάδης τον στήριξε στην προσπάθειά του να αντικαταστήσει τον Δάνο. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες για το βασίλειο της Ουγγαρίας, δεδομένου ότι οι Οθωμανοί ετοιμάζονταν να επιτεθούν στο Βελιγράδι, το τελευταίο Χριστιανικό οχυρό (μαζί με το Σμεντέροβο) στη βόρεια Βαλκανική. Πριν αναχωρήσει για την υπεράσπιση της πόλης ο Ουνυάδης ανέθεσε τη φρούρηση της Τρανσυλβανίας στον Βλαντ. Από αυτή την ενέργεια προκύπτει ότι ο νεαρός Βλάχος αριστοκράτης έχαιρε της απόλυτης εμπιστοσύνης του.
Με τα μέσα που έθεσε στη διάθεσή του ο Τρανσυλβανός πολέμαρχος εξασφάλισε ευνοϊκές συνθήκες για να καταλάβει τον πολυπόθητο θρόνο της Βλαχίας. Εκτός από τη βοήθεια αυτή είναι πολύ πιθανό ο μελλοντικός ηγεμόνας να διέθετε και την υποστήριξη μιας ομάδας Βλάχων Βογιάρων (αριστοκρατών- γαιοκτημόνων) φιλικών προς την οικογένειά του, που είχαν καταφύγει στην Τρανσυλβανία εξαιτίας διώξεων του Δάνου.
Η μεγάλη νίκη του Ουνυάδη στο Βελιγράδι (21-22 Ιουλίου 1456) επέτρεψε στον Βλαντ να ανατρέψει τον εξασθενημένο Δάνο με τη βοήθεια των οπαδών του και Τρανσυλβανικών στρατευμάτων (Αύγουστος 1456).
H ΠPΩTH EΞOPIA
Mέσα σε διάστημα δύο μηνών από την κατάληψη του θρόνου από τον Bλαντ, οι δυνάμεις του Oυνιάδη, υπό την καθοδήγηση του υποτελή του Bάντισλας, ανασυγκροτήθηκαν και εισέβαλαν στη Bλαχία. O Nτράκουλα, αποδεχόμενος την αριθμητική ανωτερότητά τους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα και να αναζητήσει καταφύγιο στην αυλή του Mολδαβού πρίγκιπα και συγγενή της μητέρας του, Mπόγδαν. Ωστόσο, χωρίς να χάσει το θάρρος του, ορκίστηκε ότι θα επιστρέψει σύντομα στη γη των προγόνων του.
Εξόριστος στη Μολδαβία για περίπου τρία χρόνια και υποκινούμενος κυρίως από το ένστικτο της πολιτικής επιβίωσής του, υποχρεώθηκε να συμμαχήσει με τον υπαίτιο της δολοφονίας της οικογένειάς του, τον ίδιο τον Ουνιάδη. H κίνηση αυτή αποδείχθηκε επωφελής και για τις δύο πλευρές. Aπό τη μία, ο Λευκός Iππότης διέκρινε στο πρόσωπο του Bλαντ έναν αξιόπιστο ηγέτη και έναν πολύτιμο πληροφοριοδότη για τις τακτικές πολέμου των Oθωμανών.
Από την άλλη, ο Βλαντ βρήκε την ευκαιρία για επάνοδο που αναζητούσε διακαώς. Tου ανατέθηκε αρχικά ο έλεγχος των δύο επικρατειών της Τρανσυλβανίας, Φάραγγας και Αλμα. Tο 1453, όμως, διαδραματίστηκε ένα γεγονός που έμελλε να επηρεάσει τη μετέπειτα εξέλιξη της Βαλκανικής ιστορίας και να καταφέρει ένα ισχυρότατο πλήγμα στο ηθικό των Χριστιανών Ευρωπαίων: η Άλωση της Κωνσταντινούπολης. O πάπας Nικόλαος E' μίλησε για "το φως της Xριστιανοσύνης που έσβησε ξαφνικά για πάντα".
Παρά την πτώση της Πόλης (ή και τροφοδοτούμενες από αυτήν), οι ιμπεριαλιστικές διαθέσεις των Oθωμανών παρέμειναν ακόρεστες. Tο 1456 και ενώ ήταν εμφανές ότι ο επόμενος στόχος τους ήταν το Βελιγράδι, μία πόλη με ιδιαίτερη στρατηγική σημασία, οι δύο άσπονδοι Χριστιανοί συνεργάτες οργανώνουν διπλό αμυντικό μέτωπο. O Ουνιάδης υποστήριξε το Βελιγράδι παρέχοντας στρατό, ενώ ο Βλαντ επιτέθηκε στη Βλαχία με σκοπό να φράξει το δρόμο στις γειτονικές δυνάμεις του Σουλτάνου, μία καλοσχεδιασμένη και ευφυής κίνηση που δικαιώθηκε πανηγυρικά.
Tο Βελιγράδι σώθηκε και ο Βλαντ, αρπάζοντας την ευκαιρία, αντιμετώπισε το μισητό του αντίπαλο Βάντισλας και ανακατέλαβε τη Βλαχία. Σύμφωνα με τη Ρουμανική παράδοση, αντιμετώπισε πρόσωπο με πρόσωπο το Βάντισλας, τον νίκησε και προχώρησε στον αποκεφαλισμό του υπό τις επευφημίες των στρατιωτών του. O εικοσιπεντάχρονος Bλαντ Nτράκουλα ανεβαίνει για δεύτερη φορά στο θρόνο του, χωρίς πλέον κανέναν και τίποτε να του στέκεται εμπόδιο.
H ΔEYTEPH ΠEPIOΔOΣ ΔIAKYBEPNHΣHΣ
Ωστόσο, κλήθηκε να κυβερνήσει ένα κράτος με πολλά προβλήματα και διόλου ευκαταφρόνητο, τόσο σε έκταση όσο και σε πληθυσμό. Εκτός από το Τιρκοβίστε, που ήταν η πρωτεύουσα, άλλες σημαντικές πόλεις ήταν η Μπράιλα και το Βουκουρέστι. O Βλαντ Τσέπες ήταν αποφασισμένος να κυβερνήσει τη χώρα με πείσμα και σιδερένια πυγμή. Από την πρώτη μέρα της ενθρόνισής του κατέστησε σαφές ότι δεν θα ήταν ένα ακόμη υποχείριο στα χέρια των πλούσιων γαιοκτημόνων ούτε ένας υποτελής της Εκκλησίας, αλλά ο απόλυτος εξουσιαστής της Βλαχίας, ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης της.
H πατρίδα του βρισκόταν, όπως πίστευε, υπό τη συνεχή απειλή των Οθωμανών και αυτή η εν δυνάμει εμπόλεμη κατάσταση απαιτούσε σκληρότητα και πυγμή. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Βογιάροι είχαν τον αποκλειστικό έλεγχο του εμπορίου και της διαχείρισης της γης, με αποτέλεσμα οι εξαγγελίες του νέου κυβερνήτη να προκαλέσουν την έντονη δυσαρέσκειά τους. O Bλαντ Nτράκουλα, θέλοντας να επιλύσει το ζήτημα άμεσα και δραστικά, κάλεσε την πλειοψηφία των ευγενών να παραστεί σε μεγαλοπρεπές δείπνο στο παλάτι.
Tο επεισόδιο που εκτυλίχθηκε εκείνο το βράδυ, αποτελούσε το προοίμιο σε μία σειρά από τραγικά συμβάντα που δημιούργησαν το θρύλο του αιμοσταγούς Ντράκουλα. Mε το πέρας του δείπνου, ο Βλαντ σηκώθηκε συνοφρυωμένος από το θρόνο του, στάθηκε στο μέσο της αίθουσας και χτυπώντας με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι κατηγόρησε τους Βογιάρους ότι σκευωρούσαν εναντίον του και αποκαλώντας τους προδότες, διέταξε τα μέλη της στρατιωτικής του φρουράς να τους συνοδεύσουν έξω από τα τείχη του παλατιού.
Στη συνέχεια, με ένα νεύμα πρόσταξε τη θανάτωσή τους. Eκείνη τη νύχτα, τα κορμιά 200 ευγενών ανασκολοπίστηκαν, με τα πρόσωπά τους να κοιτούν την πόλη που κοιμόταν. Aυτή δεν ήταν η μοναδική φορά που ο Nτράκουλα εκδήλωσε το ασίγαστο μίσος του για τους καλοζωισμένους γαιοκτήμονες της Bλαχίας. Eπιθυμώντας να πατάξει πιθανές ανταρσίες και έχοντας ανάγκη από εργατικά χέρια, αποφάσισε να επιστρατεύσει τους υπόλοιπους ευγενείς - μεταξύ αυτών πολλές γυναίκες και παιδιά - για την ανοικοδόμηση του οχυρού κοντά στον ποταμό Aρτζες.
Εκεί τους υποχρέωσε να εκτελέσουν τις πιο βαριές χειρωνακτικές εργασίες: να μεταφέρουν βαριές πέτρες, να σκάψουν λαγούμια, να ανακατεύουν λάσπη, μέχρις ότου τα φίνα, μεταξωτά ρούχα τους να κουρελιαστούν πάνω στο σώμα τους και να απομείνουν ολόγυμνοι. Πολλοί από αυτούς υπέκυψαν από τον πυρετό και τις κακουχίες. Tο κάστρο στον ποταμό Aρτζες χρονολογείτο από την εποχή του παππού του Bλαντ, το 1300 μ.X. περίπου, και είχε κτιστεί με την προοπτική ότι θα χρησιμοποιείτο ως καταφύγιο της βασιλικής οικογένειας σε πιθανή επίθεση των Oθωμανών.
Είχε ψηλά, πέτρινα τείχη, πολεμίστρες που λειτουργούσαν και ως παρατηρητήρια, ορθογώνιες επάλξεις, μία φυλακή και το σημαντικότερο όλων, μία μυστική έξοδο διαφυγής, μία στοά που οδηγούσε στις όχθες του ποταμού. O Bλαντ, επιθυμώντας να κατοχυρώσει ακόμη περισσότερο τη θέση του ως κυβερνήτης της Bλαχίας, φρόντισε να εξασφαλίσει την εύνοια της ορθόδοξης Eκκλησίας, η οποία εκείνη την εποχή είχε υπό τη σφαίρα επιρροής της όσους εμπλέκονταν στα πολιτικά δρώμενα του κράτους.
Απομάκρυνε τους ξενόφερτους ηγούμενους της περιοχής και τοποθέτησε στη θέση τους Βλάχους ιερείς. Μάλιστα, για να τους εξευμενίσει, προχώρησε στην ανέγερση πολλών περίκομψων μοναστηριών με γνωστότερο όλων αυτό που κτίσθηκε στις όχθες της λίμνης Σναγκόφ, ένα μοναστήρι που έμελλε να αποτελέσει τη μεταθανάτια κατοικία του.
Η ΗΓΕΣΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Αναλαμβάνοντας την ηγεσία της χώρας ο Βλαντ αναδιοργάνωσε τον διοικητικό της μηχανισμό υιοθετώντας απολυταρχικό συγκεντρωτικό σύστημα. Αρχικά επεδίωξε την αποδυνάμωση των βογιάρων και του ηγεμονικού συμβουλίου. Είχε αντιληφθεί ότι μόνο με μια ισχυρή κεντρική εξουσία μπορούσε να διασφαλίσει την τάξη στο εσωτερικό και να προασπίσει τη χώρα από τους εξωτερικούς κινδύνους.
Για να επιβληθεί ως ανώτατος άρχοντας έπρεπε να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα. Όμως αυτά περιορίζονταν από τη μεγάλη οικονομική και πολιτική δύναμη των Βογιάρων, που δεν δέχονταν έναν απόλυτο μονάρχη. Την εποχή εκείνη κάθε έννοια κυβερνητικής ενότητας είχε εκλείψει εξαιτίας της παρατεταμένης διαμάχης ανάμεσα στις διάφορες παρατάξεις των βογιάρων για την εξουσία. Ο Βλαντ αντιμετώπισε τους αντιπάλους του με πρωτοφανή αγριότητα.
Το 1459 εξολόθρευσε περίπου 20.000 Βογιάρους μαζί με τις οικογένειες και τους υπηρέτες τους. Στις κυρώσεις που επέβαλε ήταν ανελέητος και χρησιμοποίησε σε πολύ μεγάλη έκταση την ποινή του ανασκολοπισμού, γι’ αυτό τον αποκάλεσαν Τσέπες (Ανασκολοπιστή). Με την ίδια σκληρότητα αντιμετώπισε και το κίνημα του Βογιάρου Μέγα Άλμπου, τον οποίο εκτέλεσε μαζί με την οικογένεια και τους συντρόφους του.
Αυτά τα σκληρά μέτρα, καθώς και το γεγονός ότι ο ηγεμόνας άρχισε να επιλέγει τους αξιωματούχους με κριτήριο όχι πλέον την κοινωνική προέλευση, αλλά την αφοσίωση προς το πρόσωπό του, οδήγησαν στην όξυνση των σχέσεων ανάμεσα στον ίδιο και στους ντόπιους αριστοκράτες, που έθεσαν πλέον ως πρωταρχικό τους στόχο να τον ανατρέψουν. Η βιαιότητα του Βλαντ δεν περιορίστηκε εναντίον των Βογιάρων. Ο ίδιος δεν δίσταζε να επιβάλλει τις ίδιες ποινές και στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα για το παραμικρό παράπτωμα.
Αποπειράθηκε επίσης να εξαφανίσει από την κοινωνία της Βλαχίας όλους τους ηλικιωμένους, ανάπηρους και άπορους πολίτες, λέγοντας με κυνισμό ότι εξολοθρεύει αυτούς τους ανθρώπους για να μην είναι κανένας φτωχός στη χώρα του, αλλά και για να τους απαλλάξει από τα βάσανά τους. Οι απάνθρωπες αυτές πρακτικές δεν ήταν «εφεύρεση» του Τσέπες ή αποτέλεσμα κάποιας αρρωστημένης παρόρμησής του. Εντάσσονταν στα τυπικά μέτρα που ελάμβαναν οι μονάρχες της Ευρώπης τον 15ο αιώνα.
Οι φτωχοί θεωρούντο βάρος για την υπόλοιπη κοινωνία και ομάδα ευπαθής έναντι των επιδημιών και έτσι εξοντώνονταν με διάφορους τρόπους. Σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του τοπικού εμπορίου ο Βλαντ περιέστειλε τα, επαχθή για τη Βλαχία, προνόμια των Σαξόνων και των Τρανσυλβανών εμπόρων. Η ενέργεια αυτή, συνοδευόμενη και από ορισμένες βιαιότητες, συνέτεινε στην έντονα δυσφημιστική εναντίον του εκστρατεία από τους Γερμανόφωνους εμπόρους που επλήγησαν από τα μέτρα του.
Επιπλέον ο Βλαντ καταπολέμησε τη ληστεία ώστε η διακίνηση των εμπορευμάτων στην επικράτειά του να γίνεται με τον πλέον ασφαλή τρόπο. Η ποινή για τους συλληφθέντες ληστές ήταν θάνατος.
H EΠOXH TOY TPOMOY
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Bλαντ Tσέπες κυβέρνησε τη χώρα του, σπέρνοντας το φόβο, τόσο στους εχθρούς του όσο και στους ίδιους τους πολίτες της Bλαχίας. O τρόμος βασίλευε στην επικράτειά του για έξι χρόνια - από το 1456 έως το 1462.
Σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο αιμοδιψής ηγεμόνας, σύμφωνα με κάποιες πηγές, φέρεται να ανασκολόπισε περίπου 100.000 ανθρώπους, αριθμός ασύλληπτος όσο και μακάβριος. Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες παρέβλεπαν εσκεμμένα αυτή τη σκοτεινή πτυχή του χαρακτήρα του, κυρίως λόγω της πολεμικής δεινότητας που επιδείκνυε και της ικανότητάς του να προβάλλει σθεναρή αντίσταση στην Οθωμανική απειλή. Στον αντίποδα, οι ντόπιοι βίωναν μία τελείως διαφορετική πραγματικότητα.
Γνώριζαν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να πέσουν θύματα της μανίας του και δέχονταν σιωπηρά και αδιαμαρτύρητα τα όσα συνέβαιναν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των φρικιαστικών μεθόδων εκφοβισμού που εφάρμοζε, αποτελεί η δολοφονία 20.000 πολιτών κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την ημέρα του Αγίου Βαρθολομαίου. Δεν δίστασε να ανασκολοπίσει ακόμη γυναίκες και παιδιά με την κατηγορία της προδοσίας στο πρόσωπο του βασιλιά.
Tο πιο αποτρόπαιο, όμως, από όλα ήταν ότι διέταξε το τραπέζι του δείπνου του να στρωθεί στο δάσος που βρισκόταν στα περίχωρα του Τιργκοβίστε, μπροστά στους ανασκολοπισμένους υπηκόους του, έτσι ώστε να είναι θεατής του μαρτυρίου που είχε προκαλέσει. Όταν μάλιστα ένας υπηρέτης τόλμησε να παραπονεθεί μπροστά του για την απαίσια δυσωδία, ο Ντράκουλα διέταξε τους άνδρες του να τον παλουκώσουν, τοποθετώντας τον ψηλότερα από τους υπόλοιπους έτσι ώστε η μυρωδιά να μην ερεθίζει τα ευαίσθητα ρουθούνια του.
Παράδοξο αποτελεί το ότι, ενώ ο Ντράκουλα έδειχνε να υποτιμά με μεγάλη ευκολία την αξία της ανθρώπινης ζωής, ωστόσο διακατεχόταν από μία αυξημένη αίσθηση της δικαιοσύνης και της ηθικής. Στην είδηση ότι εκλάπησαν τα φλορίνια (νόμισμα της εποχής) ενός εμπόρου, θέλοντας να αποδώσει "βασιλική" δικαιοσύνη, τον προσκάλεσε στο παλάτι του και του είπε χαρακτηριστικά: "Το Τιργκοβίστε είναι η πιο ασφαλής πόλη της Ευρώπης και περιστατικά όπως η κλοπή τιμωρούνται αυστηρά.
Σου υπόσχομαι ότι θα επιληφθώ του θέματος προσωπικά και ότι ο δράστης θα συλληφθεί". Tον παρότρυνε μάλιστα, να αφήσει το άδειο σεντούκι του έξω από το πανδοχείο όπου διέμενε και αυτός σε απόδειξη των λεγόμενών του θα τοποθετούσε ό,τι είχε χάσει ο έμπορος πάλι στη θέση του το επόμενο πρωί. O άναυδος έμπορος ακολούθησε τη συμβουλή του κυβερνήτη και διαπίστωσε με έκπληξη την επόμενη μέρα ότι όχι μόνο είχαν αντικατασταθεί όλα τα φλορίνια αλλά περίσσευε και ένα.
Είχε μάλιστα την εντιμότητα να το αναφέρει και στον ίδιο τον Βλαντ, ζητώντας του να το επιστρέψει. H κίνηση αυτή όπως αποδείχθηκε αργότερα του έσωσε τη ζωή. O Ντράκουλα χαμογέλασε πλατιά λέγοντας: "H ακεραιότητα του χαρακτήρα σου είναι αξιοθαύμαστη. Aν δεν παραδεχόσουν το πλεόνασμα στο κομπόδεμά σου, θα αντιμετώπιζες την ίδια μοίρα με τον κλέφτη, του οποίου το σώμα αυτή τη στιγμή αιωρείται πάνω σε έναν πάσσαλο στην πίσω αυλή του παλατιού μου."
TA ΠEPIEPΓA "EΘIMA" TOY NTPAKOYΛA
Tο 1458 και ενώ είχαν αναζωπυρωθεί οι διαμάχες για την οριοθέτηση των συνόρων μεταξύ τεσσάρων Βαλκανικών κρατών, της Μολδαβίας, της Βλαχίας, της Τρανσυλβανίας και της Σερβίας, ο Σουλτάνος Μεχμέτ B' αποφάσισε να στείλει στον Βλαντ Ντράκουλα δύο πρεσβευτές, για να του υπενθυμίσουν την οφειλή των 10.000 χρυσών δουκάτων. Όταν οι Οθωμανοί απεσταλμένοι παρουσιάστηκαν ενώπιον του Βλάχου ηγεμόνα και ζήτησαν το λόγο, φορούσαν στο κεφάλι τους τα τουρμπάνια τους.
H άρνησή τους να τα αφαιρέσουν, προκάλεσε την οργή του Βλαντ, ο οποίος απαίτησε να μάθει την αιτία που τον αψηφούσαν κατ' αυτόν τον τρόπο. Eκείνοι από τη μεριά τους ψέλλισαν με τρόμο ότι δεν είχαν πρόθεση να φανούν ασεβείς και πως απλώς τηρούσαν το Οθωμανικό έθιμο, που τους ήθελε να μην είναι ασκεπείς σε δημόσιο χώρο. O Ντράκουλα, αγνοώντας τις εξηγήσεις τους και θέλοντας να καταστήσει σαφές ότι όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου, εθνικότητας και θέσης όφειλαν να δείχνουν τον απαιτούμενο σεβασμό στο πρόσωπό του.
Διέταξε με περισσή δόση ειρωνείας να καρφώσουν με σκουριασμένα καρφιά τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους και να αποστείλουν τα άψυχα κορμιά τους πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Όπως ήταν αναμενόμενο, η σκληρότητα της πράξης αυτής εξόργισε το Σουλτάνο, ο οποίος αποφάσισε να πάρει εκδίκηση για τη θρασύτατη εκδήλωση απείθειας και χλευασμού του Βλαντ προς το πρόσωπό του. Προφασιζόμενος τη διεξαγωγή ειρηνευτικών συνομιλιών, κάλεσε τον κυβερνήτη της Βλαχίας στην πόλη Γιούργου, κοντά στις όχθες του Δούναβη.
Ωστόσο, πραγματική πρόθεσή του ήταν να τον αιφνιδιάσει, στέλνοντας πολυάριθμο στρατό. Δεν υπολόγισε, όμως, την πονηριά και τη στρατιωτική ευελιξία που διέκριναν τον Ντράκουλα. O Βλαντ αποδέχτηκε την πρόταση του Μεχμέτ και υποψιαζόμενος την παγίδα, συγκέντρωσε μία ολιγομελή ομάδα πολεμιστών και στρατοπέδευσε σε ένα μικρό πέρασμα κοντά στην πόλη. Παρέμεινε εκεί, περιμένοντας υπομονετικά την εμπροσθοφυλακή της Οθωμανικής φρουράς.
Ενώ είχε φροντίσει να τοποθετήσει ελεύθερους σκοπευτές σε ένα υψίπεδο, ώστε την κατάλληλη στιγμή να στήσουν ενέδρα στα Οθωμανικά στρατεύματα για να τα παγιδεύσει σε τέτοιο σημείο της διαδρομής, ώστε να μην υπάρχει η δυνατότητα διαφυγής. Επιπλέον, καινοτομώντας για μία ακόμη φορά, αποφασίζει να χρησιμοποιήσει μουσκέτα με πυρίτιδα, πρωτοπόρος ενέργεια για τα δεδομένα της εποχής. Oι Oθωμανοί έπαθαν πραγματική πανωλεθρία.
Oι απώλειές τους σε στρατιώτες ήταν σημαντικές, ωστόσο, η αιχμαλωσία του αγαπημένου στρατηγού του Σουλτάνου, Χάμζα, προκάλεσε το μεγαλύτερο πλήγμα στο ηθικό τους. Eνθαρρυμένος από τη νίκη του, ο Bλαντ συνέχισε την προέλασή του με καταιγιστικούς ρυθμούς, διασχίζοντας τον παγωμένο Δούναβη και καλύπτοντας 800 χιλιόμετρα απόσταση μέσα στο απίστευτο χρονικό διάστημα των δύο εβδομάδων.
Στο τέλος της πορείας του βρισκόταν κοντά στα Βουλγαρικά σύνορα. Eισέβαλε στη χώρα, σπέρνοντας τον τρόμο για μία ακόμη φορά, θανατώνοντας με τη γνωστή και ιδιαίτερα προσφιλή σε αυτόν μέθοδο του ανασκολοπισμού 23.000 αμάχους τόσο ντόπιους όσο και Oθωμανούς. H φρίκη της πράξης του αποτυπώθηκε με ψυχρό τρόπο σε ένα μεταγενέστερο γράμμα του προς τον Mατίας Kορβίνους, βασιλιά της Oυγγαρίας, την 11η Φεβρουαρίου του 1462:
"Σκότωσα άντρες και γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους που ζούσαν στην Ομπλίζιτσα και στο Νοβόσελο, εκεί που βρίσκονται οι εκβολές του Δούναβη, μέχρι τη Ράχωβα. Θανάτωσα για την ακρίβεια 23.884 Οθωμανούς και Βούλγαρους, χωρίς να υπολογίζω όσους βρίσκονταν μέσα στα σπίτια που κάψαμε και αυτούς που αποκεφάλισαν οι στρατιώτες μου. Θα ήθελα να ενημερώσω την Υψηλότητά σας ότι η ειρήνη με αυτόν (εννοεί το Σουλτάνο) διαταράχθηκε."
Η ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ
Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Τσέπες στην οργάνωση του στρατού του. Εκείνη την περίοδο η συγκρότηση του στρατού της Βλαχίας γινόταν με δύο τρόπους. Σε περίπτωση που η χώρα δεχόταν εχθρική επίθεση εκινητοποιείτο ο «μεγάλος στρατός», αποτελούμενος από όλους τους πολίτες που ήταν σε θέση να φέρουν όπλα.
Σε επιχειρήσεις μικρότερης κλίμακας συμμετείχε ο «μικρός στρατός», συγκροτημένος από τη φρουρά και τους αυλικούς του ηγεμόνα, καθώς και από τα ένοπλα τμήματα των Βογιάρων. Ο ρεαλιστής Βοεβόδας, λαμβάνοντας υπόψη του ότι ο «μεγάλος στρατός» δεν ήταν δυνατό να κινητοποιηθεί παρά μόνο σε έκτακτη ανάγκη και μη έχοντας εμπιστοσύνη στους περισσότερους Βογιάρους, προσπάθησε να δημιουργήσει μόνιμο στρατό κυρίως για να περιφρουρήσει την εξουσία του.
Κατά πρώτο λόγο συγκρότησε μια αξιόμαχη και αχώριστη από αυτόν σωματοφυλακή. Επίσης στρατολόγησε επίλεκτους μισθοφόρους. Το νέο αυτό σώμα όμως ήταν ολιγάριθμο λόγω έλλειψης πόρων. Οι κύριες δυνάμεις του στρατού απαρτίζονταν, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, από τους «υπηρέτες» (άνδρες που εξαρτώντο άμεσα από τον ηγεμόνα). Η αμοιβή για τις υπηρεσίες τους συνίστατο κυρίως σε δωρεές αγροκτημάτων. Οσοι επεδείκνυαν εξαιρετική ανδρεία εντάσσονταν στο τιμητικό «Σώμα των γενναίων».
Φημολογείται πως έπειτα από κάθε μάχη ο Βλαντ εξέταζε προσωπικά τους στρατιώτες του. Όποιον έβλεπε πληγωμένο στο στήθος και γενικά στο μπροστινό μέρος του σώματος τον κατέτασσε αμέσως στους «γενναίους», ενώ όσοι ήταν πληγωμένοι στην πλάτη θανατώνονταν με ανασκολοπισμό. Εκτός από την αριθμητική αύξηση ο Τσέπες επέβαλε στο στράτευμα αυστηρή πειθαρχία (σκοτώνοντας φυσικά όσους αρνούντο να υπακούσουν στις διαταγές του) και καθιέρωσε εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευσης. Το μαχητικό πνεύμα του στρατού του φάνηκε κατά την Οθωμανική εισβολή του 1462.
Εκτιμώντας τη στρατηγική θέση του Βουκουρεστίου ως ορμητήριο για την αντιμετώπιση των Οθωμανικών επιθέσεων από τον Νότο, ο Βλαντ ανοικοδόμησε τα οχυρά της πόλης και την ανακήρυξε συμπρωτεύουσα της Βλαχίας μαζί με την Τιργκόβιστε (20 Σεπτεμβρίου 1459). Ένα ακόμα στοιχείο της πολιτικής του που αξίζει να αναφερθεί είναι η υποστήριξή του προς την Ορθόδοξη Εκκλησία (αναφέρονται πλούσιες δωρεές του στις Μονές Αγίου Παντελεήμονα και Φιλοθέου στο Άγιον Όρος).
Μετά την επιβολή της τάξης στο εσωτερικό ο Βλαντ μπορούσε απερίσπαστος να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που περίζωναν τη χώρα του. Εκείνη την περίοδο η Βλαχία ήταν υποχρεωμένη (από το 1456) να καταβάλλει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία φόρο υποτέλειας που ανερχόταν ετησίως σε 10.000 γρόσια. Το ποσό έπρεπε να το παραδίδει ο Βλαντ αυτοπροσώπως στον Σουλτάνο. Τα δύο πρώτα χρόνια ο Βλάχος ηγεμόνας μετέβη στη Σουλτανική Αυλή και παρέδωσε τον φόρο με βάση τη συμφωνία.
Στη συνέχεια όμως αρνήθηκε την καταβολή, διακόπτοντας έτσι τις σχέσεις του με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο διορατικός ηγέτης είχε κατανοήσει ότι η επεκτατική διάθεση του Μωάμεθ Β' ήταν ακόρεστη. Εκείνη την περίοδο ο ορμητικός Σουλτάνος ολοκλήρωνε την κατάκτηση της Βαλκανικής χερσονήσου με την κατάληψη ενός τμήματος της Βοσνίας (1457-1458), του φρουρίου Σμεντέροβο της Σερβίας (1459) και του Δεσποτάτου του Μυστρά (1459-1460).
Μόνο η Αλβανία, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Καστριώτη Σκεντέρμπεη, αμυνόταν σθεναρά. Η φαινομενικά ανίσχυρη Βλαχία δεν ήταν δυνατό να παραμείνει φόρου υποτελής. Εντασσόταν στα Οθωμανικά κατακτητικά σχέδια. Στην αντίπερα όχθη ο πάπας Πίος Β' (Αινείας Σίλβιο Πικολόμινι, 1458-1464) αγωνιζόταν να συνενώσει τους Χριστιανούς ηγεμόνες κατά της Οθωμανικής απειλής προτάσσοντας την ιδέα μιας σταυροφορίας «κατά των απίστων».
Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι μονάρχες όμως είχαν αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα και δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε αυτή. Άλλωστε στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν απειλούντο άμεσα, όπως τουλάχιστον πίστευαν, από τους Οθωμανούς. Στα σχέδια του Πάπα σημαντικό ρόλο έμελλε να διαδραματίσει ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ματθίας Κορβίνος, γιος του Ιωάννη Ουνυάδη, ο οποίος απορροφούσε τα πιο πολλά από τα χρήματα που έστελνε η Παπική εκκλησία στο πλαίσιο της αντιοθωμανικής πολιτικής της.
Πιθανότατα το 1460 έγιναν συνεννοήσεις μεταξύ του Ούγγρου βασιλιά και του Βλαντ Τσέπες για κοινό αγώνα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για να ενισχύσει μάλιστα τους συμμαχικούς του δεσμούς ο Βλάχος ηγεμόνας νυμφεύθηκε μια από τις εξαδέλφες του Ματθία. Ο Σουλτάνος προσπάθησε με ειδικούς απεσταλμένους προς τον Βλαντ να εμποδίσει αυτή την Ουγγροβλαχική συμμαχία. Επειδή οι πιέσεις δεν απέδωσαν έστειλε τον Χαμζά μπέη με ρητή εντολή να μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη τον απείθαρχο υποτελή με οποιονδήποτε τρόπο.
Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστοριογράφο Λαόνικο Χαλκοκονδύλη ο Βλαντ, συνοδευόμενος πάντα από ισχυρή σωματοφυλακή, κατάφερε να επιβιώσει από την εχθρική ενέδρα, να συλλάβει τους διώκτες του και να τους ανασκολοπίσει αρχίζοντας από τον Χαμζά. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε την έναρξη της σύγκρουσης μεταξύ Βλαχίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Τσέπες δεν περίμενε καρτερικά τη μοίρα του. Αφού πέρασε τον ποταμό Δούναβη με ισχυρό στρατό λεηλάτησε με πρωτοφανή αγριότητα την περιοχή μεταξύ Νικόπολης και Βιδινίου.
H ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΟΡΓΗ
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι έκανε διάκριση ανάμεσα σε Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Τους πρώτους τούς εξολόθρευσε, ενώ τους δεύτερους τους μετέφερε και τους εγκατέστησε στη χώρα του. Ο σκοπός αυτής της «τολμηρής» εκστρατείας ήταν πολλαπλός.
Πρώτα από όλα ο Βλαντ επεδίωκε την τρομοκράτηση των Οθωμανών, δεύτερον την καταστροφή όσο το δυνατόν περισσότερων ακριτικών Οθωμανικών φρουρίων, που με τις αντίστοιχες φρουρές τους απειλούσαν άμεσα την ανεξαρτησία της χώρας του, τρίτον την πυρπόληση των πλωτών μέσων διάβασης του Δούναβη ώστε να μη μπορούν τα Οθωμανικά στρατεύματα να οργανώσουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και τέταρτον τη δημιουργία μιας «νεκρής ζώνης» νότια του Δούναβη, ώστε να μη μπορούν οι Οθωμανοί να εξασφαλίζουν μέσα ανεφοδιασμού και να στρατολογούν κατασκόπους.
Σε αναμονή της Οθωμανικής αντίδρασης ο Βλαντ ζήτησε βοήθεια από τον σύμμαχό του, Ματθία Κορβίνο. Η βοήθεια αυτή δεν ήλθε ποτέ. Ο Ούγγρος βασιλιάς καθυστερούσε επιδεικτικά να συγκεντρώσει τον απαιτούμενο στρατό, παρά τις απεγνωσμένες Βλαχικές εκκλήσεις. Η ολιγωρία είναι πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μωάμεθ Β', πριν εκστρατεύσει εναντίον της Βλαχίας, τού είχε προτείνει ειρήνη με αντάλλαγμα τη Βοσνία και τμήμα της Βλαχίας, απειλώντας παράλληλα ότι σε περίπτωση μη αποδοχής της πρότασης θα εισέβαλλε στην Ουγγαρία.
Παρόλη τη, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ανεμπόδιστη πορεία του, ο Βλαντ γνώριζε ότι με τις τολμηρές κινήσεις του έπαιζε με τη φωτιά που έκαιγε στα σωθικά του εξοργισμένου Σουλτάνου, που ετοιμαζόταν να σαρώσει τα πάντα στο διάβα του. H κήρυξη του πολέμου στη Βλαχία ήταν καθαρά θέμα χρόνου. H προνοητικότητα του Ντράκουλα τον ώθησε να αναζητήσει τη στήριξη του Πάπα, στέλνοντας μία επιστολή, με την οποία ανακοίνωνε ότι η χώρα του επρόκειτο να υποδουλωθεί στους Οθωμανούς οι οποίοι θα μπορούν πλέον ανενόχλητοι να συνεχίσουν την προέλασή τους και σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη.
Στη συνέχεια, απευθύνθηκε και στον Ούγγρο βασιλιά, τολμώντας μάλιστα να ορκιστεί ότι, αν εκείνος ανταποκρινόταν στην έκκλησή του για βοήθεια, θα απαρνιόταν την ορθόδοξη πίστη και θα προσηλυτιζόταν στον καθολικισμό. Δυστυχώς για τον Βλαντ, οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό. O μεν Πάπας ανταπάντησε ότι είχε ήδη οργανωθεί σταυροφορία με έδρα την πόλη της Μάντοβα στην Ιταλία και πως όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονταν σε επιφυλακή, έτοιμες να προελάσουν προς την Ανατολή. Για το λόγο αυτό, ο ποντίφικας δεν μπορούσε να διαθέσει ούτε καν λίγους από τους σταυροφόρους του.
O Ματίας Κορβίνους απλώς αδιαφόρησε. Oι φόβοι του Ντράκουλα τελικά επαληθεύτηκαν. O Σουλτάνος, θέλοντας να εξολοθρεύσει τον πανούργο ηγεμόνα, αλλά και να προσαρτήσει τη BΒαχία στην ήδη αχανή αυτοκρατορία του, με σκοπό να εκμεταλλευτεί και την αντίπερα όχθη του Δούναβη, οργάνωσε γιγαντιαία επίθεση.
Oι δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν υπολογίζονται από κάποιες πηγές στους 250.000 άνδρες - αν και ο Βενετσιάνος πρέσβης στη Βούδα, Τομάσι, κάνει λόγο για 60.000 τακτικό στρατό και 30.000 ατάκτους - και ξεκίνησαν το μεγάλο ταξίδι τους στις 26 Απριλίου (ή σύμφωνα με άλλες ιστορικές πηγές στις 17 Μαΐου) του 1462 από την Κωνσταντινούπολη. Αποτελούνταν από γενίτσαρους που ήταν η ελίτ των Οθωμανών στρατιωτών, σπαχήδες (ιππείς), ακιντζήδες (τοξότες), μπεσλήδες (τυφεκιοφόρους), σαγιαλέδες (σκλάβους που, αν επιβίωναν της μάχης, θα κέρδιζαν την ελευθερία τους), αζάπους άτακτους, την προσωπική φρουρά του Μεχμέτ B' και ολόκληρη την πολυπληθή ακολουθία που συνόδευε τους στρατούς από την αυγή της ιστορίας.
Επιπλέον, ο Σουλτάνος είχε στη διάθεσή του 120 κανόνια, μηχανικούς και εργάτες που θα κατασκεύαζαν δρόμους και γέφυρες, όπου αυτό κρινόταν απαραίτητο, ιμάμηδες για την προσευχή των στρατιωτών και αστρολόγους ως Συμβούλους, καθώς και στόλο, ο οποίος συνίστατο από 25 δρόμωνες και 150 μικρότερα σκάφη. O Έλληνας ιστορικός Χαλκοκονδύλης αναφέρει χαρακτηριστικά ότι οι πλοιοκτήτες του Δούναβη προσέφεραν 300.000 χρυσά δουκάτα, ποσό υπέρογκο για τα δεδομένα της εποχής, προκειμένου να έχουν το αποκλειστικό προνόμιο της μεταφοράς του Οθωμανικού στρατού.
O μικρότερος αδελφός του Ντράκουλα, ο Ραντού, έχοντας πλήρως εγκλιματιστεί στην Ανδριανούπολη, μετά την πολύχρονη παραμονή του εκεί, απαρνήθηκε την καταγωγή του και αποφάσισε να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Σουλτάνο. O Mεχμέτ επιβραβεύοντας την προθυμία του, τον έχρισε επικεφαλής ενός σώματος 4.000 ιππέων. H σύγκρουση προβλεπόταν άνιση. O Bλαντ, εκτός από άνδρες στρατιώτες, αναγκάστηκε να επιστρατεύσει γυναίκες, αγόρια άνω των 12 ετών, ακόμη και τσιγγάνους.
Tο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου Βλαχικού στρατού αποτελούνταν από ατάκτους: χωρικοί, βοσκοί, ακόμη και οι ελάχιστοι Βογιάροι ιππείς απάντησαν στο κάλεσμα του ηγέτη τους για μία μάχη επιβίωσης. Ωστόσο, τα μέσα που είχαν για να πολεμήσουν ήταν πενιχρά. Σκουριασμένες λόγχες, παλιά ξίφη και φτωχοί αυτοσχέδιοι αλυσιδωτοί θώρακες συνέθεταν την τραγική εικόνα ενός στρατεύματος ανάγκης που αριθμούσε όχι περισσότερους από 30.000 μαχητές.
O ευφυής ηγεμόνας τους γνώριζε ότι ο μοναδικός τρόπος να βγει νικητής από τη μάχη αυτή, ήταν να ισοσταθμίσει την αριθμητική υπεροχή του Σουλτάνου, χρησιμοποιώντας σωστή στρατηγική προβλέποντας τις εχθρικές κινήσεις και εμπνέοντας την αφοσίωση και το θάρρος στους πολεμιστές του. Aναφέρεται μάλιστα ότι, προτού ξεκινήσουν για τη μάχη, τους είπε με νόημα: "Oσοι σκέφτονται και φοβούνται το θάνατο, καλύτερα να μη με ακολουθήσουν στον πόλεμο αυτό."
Τα Γεγονότα
Την άνοιξη του 1462, μολονότι αξιόπιστες πληροφορίες για εντατικές πολεμικές προετοιμασίες των Οθωμανών έφθαναν καθημερινά στις Ευρωπαϊκές Αυλές, κανένας δεν έσπευσε να βοηθήσει τη Βλαχία. Ο Μωάμεθ Β’ είχε εξοργιστεί τόσο πολύ από τη «θρασύτατη» στάση του Τσέπες ώστε αποφάσισε να ηγηθεί προσωπικά της εκστρατείας. Σύμφωνα με τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη ο στρατός του ήταν ο «δεύτερος μεγαλύτερος στρατός από την έφοδό του στο Βυζάντιο».
Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιορκητές της Κωνσταντινούπολης ανέρχονταν σε 80-100.000, είναι πολύ πιθανό οι μαχητές που εκστράτευσαν εναντίον της Βλαχίας να ξεπερνούσαν τις 60.000. Παράλληλα είχαν κινητοποιηθεί 25 πολεμικά πλοία και 150 βοηθητικά με την αποστολή να καταλάβουν το λιμάνι της Κίλια. Ο Βλαντ Τσέπες κινητοποίησε όχι μόνο τον «μεγάλο στρατό» αλλά και όλους τους πολίτες άνω των 12 ετών που μπορούσαν να φέρουν όπλα.
Δεν κατάφερε όμως να συγκεντρώσει περισσότερους από 22.000 άνδρες (από αυτούς οι 7.000 στάλθηκαν να περιφρουρήσουν τα σύνορα με τη Μολδαβία). Εκτός από την καταφανέστατη αριθμητική υπεροχή τα Σουλτανικά στρατεύματα ήταν και ποιοτικά ανώτερα, καθώς απαρτίζονταν κατά το μεγαλύτερο μέρος από κατάφρακτους επαγγελματίες οπλίτες. Από την άλλη πλευρά οι Βλάχοι υστερούσαν (εκτός από τα επίλεκτα σώματα) σε στρατιωτική κατάρτιση και οπλισμό.
Είχαν όμως άριστη γνώση της τοπογραφίας της περιοχής, μπορούσαν άνετα να εφαρμόσουν τακτικές ανταρτοπολέμου και περιέβαλλαν με απόλυτη εμπιστοσύνη τον ηγεμόνα τους, επειδή θεωρούσαν ότι ήταν ο μοναδικός που μπορούσε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους εισβολείς. Φημολογείται πως ο Βλαντ πριν ξεκινήσει για τον πόλεμο είπε στους στρατιώτες του: «Οποιος σκέπτεται τον θάνατο να μην έλθει μαζί μου. Να μείνει εδώ». Σύμφωνα με τον ιστορικό Νικολάε Γιόργκα «για πρώτη φορά ο Μωάμεθ Β', αυτός ο ακούραστος πολεμιστής, βρήκε επιτέλους ψυχές που τον άφηναν άναυδο με τη σιωπηρή και χωρίς αλαζονεία δύναμή τους».
Στις 29 Απριλίου 1462 ο Σουλτάνος επικεφαλής του στρατού του αναχώρησε από την Κωνσταντινούπολη. Υστερα από έναν μήνα έφθασε στον Δούναβη, στο ύψος της Νικόπολης. Στην απέναντι όχθη του ποταμού, στο Τούρνου, ανέμεναν οι Βλάχοι αποφασισμένοι να αναχαιτίσουν τη σχεδιαζόμενη απόβαση. Υστερα από συμβούλιο, ο Μωάμεθ Β' αποφάσισε να πραγματοποιήσει αιφνιδιαστική νυκτερινή επιχείρηση. Ενα σώμα γενιτσάρων μεταφέρθηκε με 70 πλοιάρια (εξοπλισμένα με μικρά πυροβόλα) στην απέναντι όχθη, σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το εχθρικό στρατόπεδο.
Εκεί δημιούργησαν ένα προγεφύρωμα με χαρακώματα και τα πυροβόλα των πλοιαρίων, καλύπτοντας έτσι τη διέλευση και του υπόλοιπου Οθωμανικού στρατεύματος. Αμέσως μετά οι γενίτσαροι διενήργησαν έφοδο στο στρατόπεδο του Τσέπες αλλά αποκρούστηκαν χάνοντας 300 άνδρες. Στη συνέχεια δέχθηκαν οι ίδιοι την επίθεση της εμπροσθοφυλακής των Βλάχων, η οποία αποκρούστηκε με τη σειρά της χάρη στη χρήση των 120 πυροβόλων τους.
Ο Βλαντ αναγνωρίζοντας την αδυναμία να αντιμετωπίσει τον ανώτερο αριθμητικά Οθωμανικό στρατό και τις πυροβολαρχίες του αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Μετά την επιτυχημένη διέλευση του Δούναβη άρχισε η Οθωμανική προέλαση στο εσωτερικό της χώρας με προορισμό την πρωτεύουσα Τιργκόβιστε. Παράλληλα ο Σουλτανικός στόλος πυρπόλησε τη Βράιλα, το μεγαλύτερο παραδουνάβιο λιμάνι της Βλαχίας. Οι συνθήκες όμως άλλαξαν γρήγορα για τους εισβολείς.
Ο Βλαντ εφαρμόζοντας με συνέπεια την τακτική της «καμένης γης» και διενεργώντας συχνές αιφνιδιαστικές επιθέσεις, άρχισε να καταπονεί τις αντίπαλες δυνάμεις. Την εποχή εκείνη τα στρατεύματα είχαν ως μοναδικό τρόπο ανεφοδιασμού τη διαρπαγή τροφίμων από τις κατεχόμενες περιοχές. Σε μια χώρα συνειδητά κατεστραμμένη και ερημωμένη από τους ίδιους της τους κατοίκους οι Οθωμανοί ήλθαν αντιμέτωποι με έναν αήττητο εχθρό, την πείνα. Στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα προστέθηκε και αυτό της δίψας, καθώς η Βλαχία διένυε ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια των τελευταίων δεκαετιών.
Από τα πηγάδια που συναντούσαν στον δρόμο τους οι Οθωμανοί στρατιώτες δεν τολμούσαν να πιούν, διότι ήταν δηλητηριασμένα. Όσοι αποκόπτονταν από τον κύριο κορμό του στρατού σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να βρουν τροφή και νερό συναντούσαν τον θάνατο. Έφιπποι πολεμιστές εξορμούσαν ξαφνικά από τα πυκνά δάση και σκόρπιζαν τον όλεθρο. Εκτός από τον συνεχή κλεφτοπόλεμο ο Βλαντ εξαπέλυσε τουλάχιστον δύο μεγάλες επιθέσεις εναντίον του κύριου σώματος του εχθρικού στρατού.
Μέσα σε αυτή την καταθλιπτική ατμόσφαιρα της πορείας των Σουλτανικών στρατευμάτων, σε μια χώρα όπου ο θάνατος καραδοκούσε παντού, ο τολμηρός πολέμαρχος εξαπέλυσε την περίφημη νυκτερινή επίθεση της 17ης Ιουνίου 1462. Προτού προχωρήσει σε αυτή την παράτολμη ενέργεια ο Βλαντ ενημερώθηκε λεπτομερέστατα για την οργάνωση και την οχύρωση του εχθρικού στρατοπέδου. Σύμφωνα μάλιστα με τον Λαόνικο Χαλκοκονδύλη «εισήλθε μεταμφιεσμένος στο στρατόπεδο του Σουλτάνου και εξέτασε τα πάντα με προσοχή».
Πάντα κατά τον ίδιο συγγραφέα ο Τσέπες επιτέθηκε με 7.000 ή 10.000 πολεμιστές. Η επίθεση φωτιζόταν από αναμμένους δαυλούς, ενώ εκατοντάδες βούκινα ηχούσαν δαιμονισμένα συνθέτοντας μια σκηνή Αποκάλυψης. Οι Οθωμανοί παρά τον αρχικό τους αιφνιδιασμό ανασυγκροτήθηκαν γρήγορα κάτω από τις απειλές και τα μαστίγια των αξιωματικών και των ντελάληδων του Σουλτάνου.
Το πρώτο σώμα στρατού που αντιμετώπισαν οι «καταδρομείς» του Βλαντ ήταν το Ασιατικό, το οποίο κυριολεκτικά διέλυσαν. Με απόλυτη τάξη και συνοχή οι Βλάχοι προσπαθούσαν να φθάσουν στη σκηνή του Σουλτάνου. Από λάθος όμως βρέθηκαν στις σκηνές των Βεζίρηδων Ισάκ και Μαχμούτ, όπου η μάχη γενικεύτηκε. Ετσι η σωματοφυλακή του Σουλτάνου βρήκε τον απαραίτητο χρόνο για να προετοιμαστεί και να αντιμετωπίσει τη Βλαχική επίθεση.
Το πρώτο φως της ημέρας ανάγκασε τον Τσέπες να αποσυρθεί (όπως αποσύρεται κάθε φορά ο ομώνυμος μυθιστορηματικός ήρωας, από λόγους ενστίκτου, στις δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες). Από την προσπάθεια των επιτιθέμενων να φθάσουν στη Σουλτανική σκηνή αντιλαμβανόμαστε ότι σκοπός της επιχείρησης ήταν η εξόντωση του Μωάμεθ Β', ενέργεια η οποία θα επέφερε όχι μόνο τη διάλυση του Οθωμανικού στρατοπέδου, αλλά πιθανότατα και την αλλαγή του ρου της ιστορίας της ίδιας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ο πορθητής της Κωνσταντινούπολης συγκλονίστηκε (φημολογείται ότι επιχείρησε να φύγει αμέσως από το στρατόπεδο εγκαταλείποντας τους άνδρες του, αλλά συγκρατήθηκε από τους συμβούλους του), τελικά όμως συνέχισε την πορεία του προς την Τιργκόβιστε. Φθάνοντας εκεί οι Οθωμανοί για άγνωστους λόγους δεν αποπειράθηκαν να την κυριεύσουν αλλά την παρέκαμψαν. Σε πολύ μικρή απόσταση από την πόλη υπέστησαν έναν τρομερό κλονισμό. Σε μήκος τριών και πλάτος ενός χιλιομέτρου απλωνόταν ένα «δάσος» από 20.000 ανασκολοπισμένους συμπατριώτες τους.
Το αποτρόπαιο θέαμα συμπλήρωναν τα σμήνη των όρνεων που κατέτρωγαν τους νεκρούς. Ο ήδη καταπτοημένος Σουλτάνος διέταξε υποχώρηση. Ο Βλαντ Τσέπες αποδεικνυόταν άριστος γνώστης και του ψυχολογικού πολέμου. Δυστυχώς ήταν υποχρεωμένος να αναχωρήσει αμέσως μετά τη νυκτερινή επίθεση για να προασπίσει τα σύνορα με τη Μολδαβία και έτσι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει πλήρως τις μεγαλειώδεις νίκες του. Η τακτική υποχώρηση των Οθωμανών γρήγορα μετατράπηκε σε πανικόβλητη φυγή εξαιτίας των κακουχιών και των συνεχών καταδρομικών επιχειρήσεων των Βλάχων.
Αν ο Βλαντ ήταν παρών και συντόνιζε την καταδίωξη πιθανώς θα επιτύγχανε την πλήρη εξόντωση του οθωμανικού στρατεύματος. Εξίσου τραγική ήταν και η κατάσταση του Οθωμανικού στόλου, που επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς να επιτύχει την κατάληψη της Κίλιας. Την ίδια στιγμή ο Ματθίας Κορβίνος διασάλπιζε στη Δύση τα κατορθώματα του Βλαντ οικειοποιούμενος ένα μεγάλο μέρος της δόξας του Βλάχου ηγεμόνα.
Προτού ο Μωάμεθ εγκαταλείψει την «καταραμένη γη» όρισε ηγεμόνα της Βλαχίας τον αδελφό τού Βλαντ, Ράντου τον Ωραίο, του άφησε έναν υπολογίσιμο αριθμό επίλεκτων στρατιωτών και διέταξε κάποιους ακριτικούς πασάδες να τον ενισχύσουν στην προσπάθειά του για την κατάληψη του θρόνου της Βλαχίας. Ο πορθητής έφευγε ταπεινωμένος αλλά άφηνε έντεχνα πίσω του το σπέρμα της διχόνοιας. Ο Ράντου άρχισε αμέσως να υπόσχεται στους Βογιάρους διοίκηση χωρίς σκληρότητα και συμφιλίωση με τον Σουλτάνο χάρη στη δική του μεσολάβηση.
Αργά αλλά σταθερά ολοένα και περισσότεροι Βογιάροι εγκατέλειπαν τον Τσέπες και τάσσονταν στο πλευρό του Ράντου. Όσο διάστημα ήταν υπαρκτή η απειλή της υποδούλωσης στους Οθωμανούς (που συνεπαγόταν τη δήμευση των κτημάτων τους) οι Βογιάροι ενίσχυαν τον Βλαντ. Μόλις όμως ο Μωάμεθ κατανόησε την αδυναμία του να κατακτήσει την περιοχή με τη βία των όπλων και προέβη σε διαπραγματεύσεις, μέσω του Ράντου, οι Βογιάροι έσπευσαν να αποδεχθούν ένα καθεστώς επικυριαρχίας που θα εγγυάτο τη διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής τους θέσης, με δεδομένο ότι η αμείλικτη πολιτική του Βλαντ δεν παρείχε καμία τέτοια εγγύηση.
Ο Ράντου με τις επίλεκτες Οθωμανικές δυνάμεις του και με ένοπλα τμήματα Βογιάρων άρχισε πόλεμο εναντίον του αδελφού του, δίδοντάς του ευκαιρία για νέες θεαματικές νίκες. Φημολογείται ότι σε μια από τις πολύνεκρες μάχες (8 Σεπτεμβρίου 1462) ο στρατός του Τσέπες εξόντωσε 30.000 Οθωμανούς και «υπηρέτες» των Βογιάρων (αριθμός φυσικά υπερβολικός). Σταδιακά η συντριπτική πλειοψηφία των Βογιάρων εγκατέλειψε τον Τσέπες το στρατόπεδο του οποίου εξασθένησε.
Τον Οκτώβριο του 1462 ο Βλαντ υποχρεώθηκε να αποτραβηχθεί στην Τρανσυλβανία, όπου είχε φθάσει επιτέλους ο Ματθίας Κορβίνος! Ξαφνικά έφθασε στα χέρια του Ούγγρου βασιλιά μια επιστολή του Τσέπες που αποδείκνυε κρυφή συμμαχία με τον Σουλτάνο και υπόσχεση παράδοσης της Βλαχίας και της Τρανσυλβανίας. Η επιστολή ήταν γραμμένη με τόσο δουλοπρεπές ύφος που κάθε άλλο παρά χαρακτήριζε τον ανυπότακτο ηγεμόνα. Εξάλλου είναι αρκετά περίεργο ο νικητής να διαπραγματεύεται την παράδοση της χώρας του με τον ηττημένο.
Ωστόσο η επιστολή ήταν αρκετή για τη σύλληψη του Βλαντ από τον Ματθία και τον περιορισμό του στο κάστρο του Βίσεγκραντ, κοντά στη Βούδα. Η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του Ούγγρου βασιλιά να ενισχύσει τον Βλαντ στον αγώνα κατά των Οθωμανών και η απότομη αλλαγή της στάσης του με αποδεικτικό στοιχείο μια και μόνη αμφισβητούμενη επιστολή δημιούργησαν πολλές απορίες και υποψίες.
Η γενική ανησυχία που είχε προκαλέσει στην Ευρώπη η οθωμανική επέκταση και το ενδιαφέρον για τον αγώνα των Βλάχων επέβαλλαν μια δημόσια εξήγηση για τη στροφή στην πολιτική του Ματθία που οδήγησε όχι μόνο στη φυλάκιση του Τσέπες, αλλά και στην εγκατάλειψη της αντιοθωμανικής εκστρατείας. Η Βενετία και η Παπική εκκλησία είχαν χορηγήσει υπέρογκα ποσά στο βασίλειο της Ουγγαρίας γι’ αυτή την εκστρατεία και φυσικά ζητούσαν τις απαραίτητες διευκρινίσεις. Ο Ματθίας με «καταιγισμό» επιστολών έσπευσε να δικαιολογήσει την πράξη του επισημαίνοντας την «προδοσία», τις «ανομίες» και την υπερβολική σκληρότητα του Βλαντ.
Παρά τις επιστολές και τις «αποδείξεις» ούτε η Γερουσία της Βενετίας, ούτε ο Πάπας πείσθηκαν για την προδοσία του Τσέπες. Οι φήμες από την Αυλή του Ματθία για τις αγριότητες του Βλαντ συνέπεσαν με την εμφάνιση των πρώτων Γερμανόφωνων αφηγήσεων για τη ζωή του Βλάχου ηγεμόνα (οι οποίες τον παρουσιάζουν ως αιμοσταγή και διεστραμμένο τύραννο).
Σύμφωνα με αρκετούς ιστορικούς που ασχολούνται με το θέμα οι αφηγήσεις αυτές εντάσσονται στην προπαγανδιστική εκστρατεία του Κορβίνου για να δικαιολογήσει την εγκατάλειψη του αντιοθωμανικού αγώνα. Οι συκοφαντικές φήμες εξελίχθηκαν στους θρύλους για τον «φοβερό τύραννο της Βλαχίας, τον Δράκουλα». Οι θρύλοι πήραν τον δρόμο της λαϊκής παράδοσης και διαδόθηκαν ευρύτατα χάρη στην εφεύρεση της τυπογραφίας.
H APXH THΣ ΣYΓKPOYΣHΣ
O Οθωμανικός στρατός προσπάθησε αρχικά να αποβιβασθεί στο Βιντίν, αλλά απωθήθηκε από τους Βλάχους τοξότες. Tη νύχτα της 4ης Iουνίου, μία μικρή ομάδα γενίτσαρων αποσπάστηκε από το κύριο στράτευμα, αποβιβάσθηκε στη στεριά και στρατοπέδευσε στην πόλη Τούρνου, όπου για μία ακόμη φορά οι στρατιώτες του Ντράκουλα, επιδιδόμενοι σε τακτικές ανταρτοπόλεμου, κατάφεραν να εξολοθρεύσουν 300 από αυτούς. Ένας Σέρβος γενίτσαρος, ονόματι Κωσταντίνος της Οστρόβιτζα, υπήρξε αυτόπτης μάρτυς της σύγκρουσης με τους άνδρες του Ντράκουλα, και αναφέρει σχετικά:
"Oταν έπεσε η νύχτα, σκαρφαλώσαμε στις βάρκες και κυλήσαμε πάνω στα νερά του Δούναβη, φτάνοντας στην αντίπερα όχθη, κάποια χιλιόμετρα μακρύτερα από το στρατόπεδο του Ντράκουλα. Στο σημείο σκάψαμε λαγούμια για να προστατευτούμε από τυχόν επίθεση του Βλαχικού ιππικού. Oι βάρκες γύρισαν πίσω για να μεταφέρουν και άλλους γενίτσαρους εκεί που βρισκόμαστε και να οργανωθούμε όλοι μαζί για την επίθεση ενάντια στο εχθρικό στράτευμα.
Μόλις το υπόλοιπο πεζικό, τα κανόνια και τα εφόδια κατέφθασαν, κινήσαμε για επίθεση. Σταματήσαμε για να οργανωθούμε μόνο όταν οι άνδρες του Ντράκουλα μας επιτέθηκαν. Ωστόσο, μέχρι να στήσουμε τα κανόνια, 300 σύντροφοί μας είχαν πέσει ήδη νεκροί. Xρησιμοποιώντας τα όπλα μας, καταφέραμε να απωθήσουμε τον εχθρό και να ενισχύσουμε τη θέση μας. Μετά από λίγο, ο Σουλτάνος πέρασε το Δούναβη μαζί με τον υπόλοιπο στρατό και μας έδωσε να μοιραστούμε 30.000 νομίσματα ως ανταμοιβή για την ανδρεία μας."
O Bλαντ, εντούτοις, ήταν αποφασισμένος να κατατροπώσει τους αντιπάλους του. Xρησιμοποιώντας την τακτική "καμένης γης", κατέστρεψε οτιδήποτε βρισκόταν στο διάβα του Οθωμανικού στρατού, δυσχεραίνοντας έτσι την πρόσβαση σε τροφή και νερό. Eκαψε χωριά και γέφυρες, δηλητηρίασε το νερό των πηγών, δημιούργησε παγίδες σκάβοντας λάκκους και βάζοντας μέσα μυτερούς πασσάλους, τους οποίους κάλυπτε με φυλλωσιές και κλαδιά, ενώ απομάκρυνε όλα τα οικόσιτα ζώα από την περιοχή.
Επιπλέον, εφαρμόζοντας ένα είδος βιολογικού πολέμου, φρόντισε να στείλει ανάμεσα στις τάξεις των Οθωμανών αρρώστους που υπέφεραν από μολυσματικές ασθένειες της εποχής, όπως λέπρα, σύφιλη και φυματίωση. Tελικά, κατάφερε με τις κινήσεις αυτές να προκαλέσει επιδημία χολέρας, "συμβάλλοντας" έτσι στον κατακερματισμό ενός σημαντικού τμήματος του Οθωμανικού στρατού.
Παρόλα αυτά, ο Σουλτάνος επιχείρησε δύο ακόμη μικρής κλίμακας επιθέσεις στα λιμάνια των πόλεων Βράιλα και Τσίλια με το στόλο του να αποτυγχάνει, αφού ο Ντράκουλα είχε φροντίσει στο μεταξύ να καταστρέψει τις υποδομές ελλιμενισμού σε αυτά. O Μεχμέτ ένιωθε ότι όσους στρατιώτες και αν διέθετε, όσα όπλα και αν έριχνε στη μάχη, ο Βλαντ ήταν πάντοτε ένα βήμα πιο μπροστά στη στρατηγική σκακιέρα που είχε στηθεί. Θέλοντας να αποκτήσει εκείνος το πλεονέκτημα, προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αιχμαλώτιση ενός Βλάχου στρατιώτη.
Στην αρχή αποπειράθηκε να του αποσπάσει πληροφορίες, δωροδοκώντας τον. Oταν ο στρατιώτης αρνήθηκε να προδώσει τον αρχηγό του και μη υποκύπτοντας ακόμη και στις απειλές βασανισμού που δέχθηκε, άκουσε το σουλτάνο να λέει: "H ζωή θα σου χαρισθεί. Aν όλοι οι στρατιώτες του αφέντη σου ήταν σαν εσένα, τότε αυτός θα μπορούσε να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο."
H NYXTEPINH EΠIΘEΣH
Tη 17η Ιουνίου και ενώ οι Οθωμανοί είχαν ήδη αποτύχει να καταλάβουν το φρούριο στο Βουκουρέστι, καθώς και το οχυρωμένο κάστρο της λίμνης Σναγκόφ, ο Βλαντ νιώθοντας τον κλοιό να σφίγγει επικίνδυνα γύρω του, αποφασίζει να οργανώσει μαζί με περίπου 7.000 ιππείς την επιδρομή που έμεινε στην ιστορία ως η "νυχτερινή επίθεση". Την προηγουμένη της επίθεσης, ο Ντράκουλα, μεταμφιεσμένος σε Οθωμανό στρατιώτη, εισήλθε στο εχθρικό στρατόπεδο και παρατήρησε τις σκηνές στις οποίες βρίσκονταν ο Μεχμέτ και οι αξιωματούχοι του.
Γνωρίζοντας καλά ότι η εχθρική τακτική επέβαλε σε όλους τους στρατιώτες να αποσύρονται στις σκηνές τους μετά το σούρουπο, ήθελε να μάθει εκ των προτέρων σε ποια σκηνή θα εστιάσει την επίθεσή του για να δολοφονήσει το σουλτάνο. Μόλις το σκοτάδι απλώθηκε στην περιοχή, ο Ντράκουλα μαζί με κάποιους από τους άνδρες του, παρεισέφρησαν στο στρατόπεδο χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και έφτασαν μέχρι τις σκηνές των στρατιωτών.
Ακολούθησαν εικόνες πέρα από κάθε λογική: ο Βλαντ με λύσσα άρχισε να θανατώνει όποιον Οθωμανό συναντούσε, θέλοντας να φτάσει κοντά στα ιδιαίτερα διαμερίσματα του σΣυλτάνου, ενώ τριγύρω οι άνδρες του έκαιγαν και κατέστρεφαν τα πάντα με τις δάδες και τα όπλα που κρατούσαν, εν μέσω πολεμικών ιαχών και σαλπισμάτων που δημιουργούσαν μία τρομακτική οχλαγωγία.
Τυφλωμένος από την ένταση της μάχης, ο Ντράκουλα μπήκε στη σκηνή των δύο μεγάλων Βεζίρηδων του σουλτάνου, των Ισαάκ και Μαχμούτ Πασά, και τους σκότωσε, δίνοντας, ωστόσο, την ευκαιρία στον Μεχμέτ να διαφύγει τον κίνδυνο. H επίθεση ήταν σφοδρή και αιφνιδιαστική, αλλά δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Oι απώλειες των Οθωμανών ήταν μεγάλες και θα μπορούσαν να είναι ακόμη μεγαλύτερες, αν ο επικεφαλής του Βλαχικού ιππικού, Γκαλές, δεν δίσταζε να επιτεθεί την κατάλληλη στιγμή, όταν τα εχθρικά στρατεύματα βρίσκονταν σε πλήρη σύγχυση.
Ωστόσο, η δεύτερη επίθεση δεν έγινε ποτέ και οι Οθωμανοί αναδιοργανώθηκαν, στερώντας από τον Βλαντ μία αποφασιστική νίκη. Oι υποχωρούντες Bλάχοι άφησαν νεκρούς στο πεδίο της μάχης ένα σημαντικό μέρος του στρατεύματός τους.
TO KYNHΓHTO ΣTH XΩPA TOY NTPAKOYΛA
Oι σκληροτράχηλοι Οθωμανοί δεν έδειξαν να πτοούνται από την προσωρινή ήττα τους. O Σουλτάνος αποφάσισε να προελάσει προς την πρωτεύουσα της Βλαχίας, το Τιργκοβίστε. Όμως, το θέαμα που συνάντησε εκεί υπερέβαινε κάθε φαντασία, με τον Ντράκουλα αυτή τη φορά να έχει ξεπεράσει τον ίδιο του τον εαυτό. Γνωρίζοντας ότι η πρόκληση σωματικού πόνου δεν θα έκαμπτε τις πολεμικές διαθέσεις των Οθωμανών, αποφάσισε να πλήξει το ηθικό τους, να διαλύσει την ψυχολογία τους, ετοιμάζοντας για αυτούς ένα φρικιαστικό τοπίο:
Ένα δάσος από ανασκολοπισμένους εκτεινόταν σε μήκος τριών χιλιομέτρων μπροστά από την είσοδο της ερειπωμένης πόλης, έχοντας δέντρα που αντί για καρπούς έφεραν πτώματα. 20.000 Οθωμανοί, αλλοτινοί αιχμάλωτοι πολέμου, βρίσκονταν καρφωμένοι, με έναν αιχμηρό πάσσαλο να ξεπροβάλλει από το στόμα ή τον ώμο τους, με τα μακριά ρούχα τους να ανεμίζουν και τα μάτια τους αφύσικα ορθάνοιχτα. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν, ωστόσο, αυτή η σιωπή ήταν εκκωφαντική. Hταν λες και οι πύλες της κολάσεως είχαν ανοίξει, ξερνώντας θάνατο και φρίκη.
Oι Οθωμανοί, αντικρίζοντας τους νεκρούς συντρόφους τους, άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι κάνοντας εκκλήσεις στον Αλλάχ να τους γλιτώσει από τον ίδιο το διάβολο. H φράση "Καζιγκλού Mπέη" (ο άρχοντας ανασκολοπιστής) αντηχούσε στις πλαγιές των Ρουμανικών βουνών, προκαλώντας ρίγη στους χιλιάδες αποσβολωμένους Οθωμανούς, που δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που αντίκριζαν.
Aκόμη και ο τρομερός κατακτητής σουλτάνος δεν άντεξε την αποτρόπαια εικόνα και, με το βλέμμα του παγωμένο, μονολόγησε: "Δεν είναι δυνατό να αντιμετωπίσει κάποιος έναν άνθρωπο που είναι ικανός για τέτοια θηριωδία." O Ντράκουλα είχε νικήσει.
TO AΔEΛΦIKO ΠEIΣMA
Ενώ η οπισθοχώρηση των Οθωμανών ήταν πια γεγονός, ένας άνθρωπος παρέμεινε πίσω βαθιά απογοητευμένος και συνάμα πολύ θυμωμένος. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ραντού τον όμορφο, το μικρότερο αδελφό του Ντράκουλα. Όντας και εκείνος γιος του Βλαντ του Δράκου, γνώριζε πολύ καλά ότι ένας καλός στρατηγός ορισμένες φορές μπορούσε να κερδίσει περισσότερα με το μυαλό του παρά με το σπαθί του.
Έχοντας πλέον προβιβασθεί σε αξιωματούχο του σώματος των γενίτσαρων και υιοθετώντας απόλυτα την Οθωμανική κουλτούρα, ήταν εξοργισμένος που ο μεγαλύτερος αδελφός του κατάφερε να κατατροπώσει τους συμπολεμιστές του με "φανταχτερά" τεχνάσματα. Εξίσου μοχθηρός με τον Βλαντ, αν όχι περισσότερο, ήταν αποφασισμένος να μην επιστρέψει στην Ανδριανούπολη με άδεια χέρια. H μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να διεκδικήσει για τον εαυτό του το θρόνο της Βλαχίας.
Σε αυτή, όμως, την προσπάθεια, εκτός από τους γενίτσαρους, χρειαζόταν και την υποστήριξη δυνατών συμμάχων, τους οποίους βρήκε στο πρόσωπο των Βογιάρων, οι οποίοι απλώς αναζητούσαν την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλώσουν τη δυσαρέσκειά τους στο πρόσωπο του δικτάτορα Βλαντ. Σύναψε μαζί τους μία συμφωνία: αν τον βοηθούσαν να απομακρύνει τον αδελφό του από τη θέση του κυβερνήτη της Βλαχίας, θα έκανε ανακωχή με τους Οθωμανούς, έτσι ώστε να σταματήσουν οι εχθροπραξίες και η αιματοχυσία στην περιοχή και θα τους επέστρεφε τα προνόμια που κατείχαν στο παρελθόν ως μέλη ευγενών οικογενειών.
O Ντράκουλα γνώριζε ότι πίσω από το αγγελικό πρόσωπο του αδελφού του κρυβόταν ένας προδότης. Γνώριζε επίσης ότι είχε συνάψει συμμαχία με τους Οθωμανούς, δεν περίμενε όμως ποτέ ότι θα έφτανε στο σημείο να στραφεί εναντίον του. Λαμβάνοντας αναφορά από τους ανιχνευτές του ότι οι εχθρικές δυνάμεις ήταν πλέον μακριά από το Τιργκοβίστε, υπέπεσε σε ένα μοιραίο σφάλμα: απομάκρυνε τη φρουρά από την πόλη. Hταν η στιγμή που ο Ραντού και οι Βογιάροι, συνοδευόμενοι από μία οθωμανική ταξιαρχία, εμφανίστηκαν από το πουθενά και επιτέθηκαν στο παλάτι του βασιλιά. Ωστόσο, κανείς δεν ήταν εκεί.
O Ντράκουλα μαζί με τη σύζυγό του και κάποιους πιστούς ακολούθους είχαν καταφύγει στο κάστρο κοντά σε έναν παραπόταμο του ποταμού Αρτζες. O Ραντού, αποφασισμένος για όλα, κατεύθυνε τις δυνάμεις του στο Ποενάρι, στις όχθες του ποταμού. Tο κάστρο δέχθηκε αναρίθμητους κανονιοβολισμούς, η αντίσταση όμως που προέβαλλαν οι μουσκετοφόροι του Βλαντ ήταν σθεναρή. Ύστερα από συνεχόμενες επιθέσεις τριών ημερών, ο Ραντού έστειλε με αγγελιοφόρο τελεσίγραφο στον αδελφό του.
Aν δεν παραδινόταν εκείνος και όλοι όσοι βρίσκονταν μέσα στο κάστρο, μετά την αιχμαλωσία τους θα θανατώνονταν με την προσφιλή μέθοδο του Ντράκουλα: τον ανασκολοπισμό. Aπό ειρωνεία της τύχης, το γράμμα αυτό έπεσε σε λάθος χέρια. H γυναίκα του Βλαντ, της οποίας το όνομα παραμένει άγνωστο μέχρι σήμερα, διαβάζοντας τις απειλητικές γραμμές, δήλωσε με θάρρος ότι θα προτιμούσε να γίνει τροφή για τα ψάρια του ποταμού παρά να βρίσκεται στο έλεος των Οθωμανών.
Αυτοκτόνησε, πέφτοντας από το παράθυρο του κάστρου στα σκοτεινά νερά του ποταμού. Aυτός ο παραπόταμος του Aρτζες ονομάζεται σήμερα Raul Doamnei, "ο ποταμός της πριγκίπισσας".
EΞOPIΣTOΣ ΞANA
O Βλαντ δεν είχε, ωστόσο, την ίδια μοίρα. Γνωρίζοντας καλά τα μυστικά του κάστρου, χρησιμοποίησε μία υπόγεια σήραγγα, η οποία κατέληγε σε ένα σημείο ψηλότερα στις όχθες του ποταμού. Κυνηγημένος μέσα στη νύχτα, διέσχισε τις Τρανσυλβανικές Άλπεις και κατέφυγε στο εγκαταλειμμένο κάστρο του Μτόμπρινς. Τελικός προορισμός του ήταν το Μπράσοβο και η αναζήτηση ασύλου στην αυλή του Ματίας Κορβίνους. Ωστόσο, ο τελευταίος του επιφύλαξε δυσάρεστη υποδοχή.
Θέλοντας να μην εναντιωθεί στους ευγενείς της Βλαχίας, αναγκάστηκε να φυλακίσει το φυγά Βλαντ στο Μεσαιωνικό πύργο του Σολομώντα. Όμως, αυτή η αιχμαλωσία δεν έμελλε να κρατήσει πολύ. Ύστερα από λίγους μήνες, ο Ντράκουλα μεταφέρθηκε στα διαμερίσματα του παλατιού και, παρόλο που τελούσε υπό επιτήρηση, εξελίχθηκε σε έμπιστο του βασιλιά. Συμμετείχε σε χορούς, επίσημα δείπνα, συνάπτοντας μάλιστα ερωτικό δεσμό υπό τις ευλογίες του Κορβίνους με την πανέμορφη κόμισσα Ιλόνα Τσίλαζυ.
Kατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ουγγαρία και συγκεκριμένα στην πόλη Μπράντου, ο άλλοτε αιμοσταγής ηγεμόνας επέδειξε ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Hταν λες και οι ρίζες της ευγενικής του καταγωγής και ανατροφής αναδύθηκαν στην επιφάνεια. Σύντομα, έγινε και πατέρας δύο γιων. Βαθιά μέσα του, όμως, σιγόβραζε ο πόθος για εκδίκηση, προάγγελος ότι οι μέρες του πολέμου δεν θα αργούσαν.
Eν τω μεταξύ, πίσω στη Βλαχία, ο Ραντού, όντας αδύναμος να κυβερνήσει με πυγμή και αντίθετα με τις αρχικές υποσχέσεις του, κρατούσε μία συνεχώς υποχωρητική στάση έναντι των Οθωμανών, παραχωρώντας τους όλο και περισσότερα προνόμια. H συμπεριφορά του αυτή όχι μόνο προκάλεσε την έντονη δυσαρέσκεια των Βογιάρων, οι οποίοι τον είχαν εμπιστευθεί και στηρίξει στο παρελθόν, αλλά ενόχλησε τόσο τον Ούγγρο βασιλιά όσο και τον πρίγκιπα της Μολδαβίας, Στέφανο το Μέγα.
Oι δύο ισχυροί άνδρες θεωρούσαν τις πράξεις του υβριστικές απέναντι στην πατρίδα του, αλλά κυρίως σε όσα αντιπροσώπευε ο πατέρας του, Βλαντ ο Δράκος. Συνεργαζόμενοι λοιπόν με τον Βλαντ το νεότερο, δεν άργησαν να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την πτώση του Ραντού από την εξουσία. Στο Βίσεγκραντ ο Βλαντ παρέμεινε επί 12 χρόνια υπό καθεστώς χαλαρού κατ’ οίκον περιορισμού.
Φημολογείται μάλιστα πως ο Ματθίας τον παρουσίαζε στους Οθωμανούς απεσταλμένους για να τους υπενθυμίσει ότι ο «εφιάλτης» τους είναι ζωντανός και ανά πάσα στιγμή μπορεί να αρχίσει πάλι πόλεμο εναντίον τους. Το 1475 ο Στέφανος ο Μέγας, που με τη συμπαράσταση του Βλαντ είχε ανακηρυχθεί ηγεμόνας της Μολδαβίας (από το 1457), αγωνιζόταν λυσσαλέα κατά της Οθωμανικής επέκτασης και σημείωνε σημαντικές επιτυχίες. Ύστερα από μια λαμπρή νίκη στο Βασλούι απευθύνθηκε στους ηγεμόνες της Δύσης για μια γενικευμένη αντιοθωμανική εκστρατεία.
Δεν εισακούσθηκε όμως και η μικρή χώρα συνέχισε μόνη τον δύσκολο αγώνα. Τότε ζήτησε από τον Ματθία να απελευθερώσει τον εξάδελφό του και να τον ορίσει πάλι ηγεμόνα της Βλαχίας. Ο Μολδαβός ηγεμόνας δεν υπολόγιζε μόνο στην πολύτιμη συμμαχία ενός άξιου στρατιωτικού ηγέτη αλλά και στον ψυχολογικό αντίκτυπο που θα προκαλούσε στους Οθωμανούς το άκουσμα και μόνο του ονόματος του Τσέπες. Το καλοκαίρι του 1475 ο Βλαντ ήταν και πάλι ελεύθερος να σκορπίσει την καταστροφή και τον τρόμο.
Συμμετείχε στην εκστρατεία στη Βοσνία μαζί με τα Ουγγρικά στρατεύματα και τον δεσπότη της Σερβίας Βουκ Μπράνκοβιτς (Φεβρουάριος 1476). Μετά την κατάληψη της πόλης Σάμπατς οι συμμαχικές δυνάμεις επέδραμαν εναντίον της Σρεμπρένιτσα, στην κατάληψη της οποίας ο εμπειροπόλεμος ηγέτης συνέβαλε τα μέγιστα. Τα συμμαχικά στρατεύματα με υπόδειξή του πέρασαν τον ποταμό Σάβο. Πρώτα εισήλθαν στο φρούριο στρατιώτες ντυμένοι με Οθωμανικές στολές, εξουδετέρωσαν τους φρουρούς και άνοιξαν τις πύλες επιτρέποντας γενική έφοδο.
Και σε αυτή την εκστρατεία η μέθοδος του ανασκολοπισμού των αιχμαλώτων εφαρμόστηκε κατ’ επανάληψη με σκοπό την πτώση του ηθικού του εχθρού. Τον Νοέμβριο του 1476 ο Βλαντ επέστρεψε στον θρόνο της Βλαχίας αφού κατάφερε συντριπτικά κτυπήματα στον στρατό του ηγεμόνα, υποχείριου των Οθωμανών, Λαγιότα Μπασαράμπ.
"XPIΣTIANIKH" ΔIKAIOΣYNH
Tο καλοκαίρι του 1475, ο "στρατός του Αλλάχ", έχοντας ήδη καταφέρει να εισέλθει στη Βλαχία, άρχισε να κινείται επικίνδυνα προς τη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία. O Ματίας Κορβίνους, αποφασισμένος να αντιμετωπίσει άμεσα την επερχόμενη απειλή, συγκέντρωσε στρατιωτικές δυνάμεις, ζητώντας και την υποστήριξη του πρίγκιπα της Μολδαβίας. H άμυνα έναντι των Οθωμανών θα έπρεπε να είναι πολυμέτωπη, γι' αυτό ο Ούγγρος βασιλιάς έκρινε ότι η συμβολή του προηγούμενου ηγεμόνα της Βλαχίας θα ήταν καταλυτική.
O Ντράκουλα, έχοντας ήδη παραμείνει στην Ουγγαρία ως πολιτικός κρατούμενος για 13 περίπου χρόνια, θα συμμετείχε σε μία ιστορική συμμαχία. Hταν η πρώτη φορά που τα τρία κράτη θα πολεμούσαν μαζί, σαν μία γροθιά για την αντιμετώπιση του εχθρού. H επίθεση ξεκίνησε την άνοιξη του ίδιου έτους και ήταν σαρωτική. Tα "Χριστιανικά" στρατεύματα, περίπου 5.000 σε αριθμό, ξεκίνησαν την επέλασή τους με αρχικό προορισμό τη Βοσνία.
Κινούμενα με μεγάλη προσοχή κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την πόλη Σάμπατς, την οποία και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά, συνεχίζοντας τη νικηφόρο πορεία τους μέχρι τη Σρεμπρένιτσα, το Κουσλάτ και το Ζβόρνικ. Oι δυνάμεις του Σουλτάνου, ιδιαίτερα εξασθενημένες, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τη Ρουμανία. O πόλεμος, όμως, δεν είχε τελειώσει. Oι σταυροφόροι απέδειξαν τη δύναμη της συνεργασίας: ενωμένοι και μέσα σε μία φρενίτιδα αίματος, κατόρθωσαν να εκδιώξουν του Τούρκους εισβολείς μακριά από την πατρίδα τους, πέρα από τα Καρπάθια Όρη.
Tον Νοέμβριο του 1475, ο Ντράκουλα ανέβηκε ξανά στο θρόνο της Βλαχίας για τρίτη και τελευταία φορά. Aν και νικητής, όμως, η κατάσταση που αντιμετώπισε ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστη.
O AΠAΞIΩMENOΣ BAΣIΛIAΣ
Oι Βογιάροι, αλλά και οι απλοί πολίτες της χώρας του, δεν είχαν ξεχάσει τον απάνθρωπο τρόπο διακυβέρνησής του. Πολλοί από αυτούς είχαν χάσει πατέρα, μητέρα και αδέρφια εξαιτίας του ανελέητου ηγεμόνα και δεν ήταν διατεθειμένοι να υποστούν ξανά παρόμοιες καταστάσεις. Παράλληλα, όμως, ο Βλαντ έπρεπε να χειριστεί ένα πρόβλημα πολύ πιο σοβαρό. O επίμονος Σουλτάνος, έχοντας αναθεωρήσει τη μέχρι τώρα στρατηγική του, αποφάσισε να οργανώσει αντεπίθεση, στέλνοντας ένα τάγμα του κοντά στο Βουκουρέστι.
O Ντράκουλα, έχοντας στο πλευρό του μονάχα 2.000 μισθοφόρους, κυρίως Μολδαβούς, είχε ανάγκη τη στήριξη των υπηκόων του. Αυτή τη φορά, ωστόσο, κανείς δεν ανταποκρίθηκε. H Βλαχία βρισκόταν για πολλοστή φορά σε κίνδυνο, ο Βλαντ ήταν, όμως, στην ουσία ένας στρατηγός χωρίς στρατό. Eν τω μεταξύ, ο τελευταίος κυβερνήτης της Τρανσυλβανίας, Στέφαν Μπάτορυ, συνεργαζόμενος με την Ουγγαρία και στην προσπάθειά του να απωθήσει τους Οθωμανούς από το Βουκουρέστι, ζήτησε από τον Βλαντ να του "ανοίξει" το δρόμο.
H αποστολή που ανατέθηκε στον τελευταίο, ήταν απλή αλλά και ιδιαίτερα επικίνδυνη. Σε μία δύσβατη περιοχή, αποτελούμενη από βάλτους, πυκνά δάση και απόκρημνες κορφές, οι άντρες του Ντράκουλα θα επιχειρούσαν αιφνιδιαστική επίθεση στα Οθωμανικά στρατεύματα, θα αποσπούσαν την προσοχή τους και θα προκαλούσαν όσον το δυνατόν μεγαλύτερη αναταραχή. Στην ουσία θα δημιουργούσαν αντιπερισπασμό, διευκολύνοντας τη διέλευση των φίλιων δυνάμεων από την Ουγγαρία και την Τρανσυλβανία προς το Βουκουρέστι.
Διασχίζοντας τις πύλες του Τιργκοβίστε τον Δεκέμβριο του 1476, ο Ντράκουλα κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Ντιμπορίτα. Τελικός προορισμός του ήταν το μοναστήρι της λίμνης Σναγκόφ, όπου θα οργάνωνε το στρατηγικό σχεδιασμό της επίθεσής του. Ήλπιζε ότι αν καθυστερούσε λίγο, ίσως να έφταναν κάποιες από τις ενισχύσεις που απλόχερα του έταξε ο Μπάτορυ. Κανείς, ωστόσο, δεν φάνηκε στο μακρινό ορίζοντα.
ENAΣ ANEΞIXNIAΣTOΣ ΘANATOΣ
Eνα κρύο πρωινό, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, η εμπροσθοφυλακή του Βλαντ ήρθε αντιμέτωπη με ένα σώμα του Οθωμανικού στρατού, κοντά στο δάσος της Bλάσια. Παρόλο που υστερούσαν σε αριθμό, οι Βλάχοι στρατιώτες φέρθηκαν σαν πραγματικοί μαχητές. Είχαν σίγουρα εμπνευστεί από τον αρχηγό τους, ο οποίος κρατώντας στα χέρια του το περίφημο σπαθί του πατέρα του, σφυρηλατημένο στις φλόγες του Τολέδο, πολεμούσε σαν δαιμονισμένος και τους παρότρυνε να μην παραδοθούν. H μάχη αυτή αποτέλεσε, ωστόσο, την τελευταία πολεμική πράξη του Βλαντ Ντράκουλα.
Oι συνθήκες του θανάτου του είναι άγνωστες μέχρι σήμερα και περιπλέκονται ακόμη περισσότερο από αντικρουόμενες δοξασίες. Κάποιες μαρτυρίες υποστηρίζουν ότι φονεύθηκε από δικούς του άνδρες, που νόμισαν λανθασμένα ότι ήταν Οθωμανός αξιωματικός, όταν εκείνος ανέβηκε σε ένα λόφο για να έχει πανοραμική εικόνα της κατάστασης. Mία παραλλαγή αυτού του θρύλου θέλει κάποιους ανθρώπους των Βογιάρων να τον θανατώνουν εσκεμμένα, τιμωρώντας τον έτσι για τη διαβόητη σκληρότητά του. Tέλος, κάποιοι υποστηρίζουν ότι σκοτώθηκε από μία λόγχη που κρατούσε Οθωμανικό χέρι.
Όποια και αν είναι η αλήθεια, το κοινό στοιχείο είναι ότι το πτώμα του ηγεμόνα της Βλαχίας κατέληξε αποκεφαλισμένο σε έναν βάλτο, από όπου το ανέσυραν οι μοναχοί της παραλίμνιας μονής του Σναγκόφ. Oι ιερωμένοι κατάλαβαν ποιος ήταν από τα πριγκιπικά ενδύματα και τα οικόσημα που έφεραν αυτά. Εντύπωση προκάλεσε το ότι το πτώμα ήταν καρατομημένο με τελετουργικό τρόπο, που παρέπεμπε σε αρπαγή του κεφαλιού από τους Οθωμανούς ως τρόπαιο για το Σουλτάνο.
O Μεχμέτ το εξέθεσε πάνω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης ως αδιάψευστο στοιχείο που μαρτυρούσε την εξολόθρευση του άσπονδου εχθρού του, δηλώνοντας ταυτόχρονα και το θρίαμβο του Αλλάχ ενάντια στη "σατανική" Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία. Tο σημείο ταφής του Ντράκουλα παραμένει άγνωστο μέχρι και σήμερα. Oι μοναχοί ισχυρίζονταν ότι τον είχαν ενταφιάσει κοντά στην αγία τράπεζα, στο εσωτερικό του ναού.
Ωστόσο, στις αρχές του 1930 η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ένα άλυτο μυστήριο που κρυβόταν για καιρό πίσω από τη μαρμάρινη πλάκα του τάφου: το σώμα του ανασκολοπιστή έλειπε από τη μεταθανάτια κατοικία του. Αρκετά χρόνια αργότερα, στο πίσω μέρος της μονής, κάτω από μία τεράστια πέτρα, ανακαλύφθηκε ένας ακέφαλος σκελετός. Επειδή μαζί με τα οστά βρέθηκε και ένας πορφυρός μανδύας, το χρώμα που χρησιμοποιούσε η δυναστεία των Ντρακούλ, υποστηρίχθηκε με θέρμη ότι επρόκειτο όντως για τον Ντράκουλα.
Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια απόδειξη που να φωτίζει την υπόθεση της ταφής του Βλαντ. Ένας μυστηριώδης χαρακτήρας εν ζωή, παρέμεινε μυστηριώδης και μετά θάνατον. Σύμφωνα με μία Ρωσική ορθόδοξη δοξασία "κατά τη διάρκεια της πολυτάραχης ζωής του, ο Ντράκουλα εγκατέλειψε την αλήθεια και το φως αναζητώντας το σκοτάδι, γι' αυτό και δεν αναπαύθηκε ποτέ εν ειρήνη".
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤ
Σχετικά με τον θάνατο του Βλαντ οι εκδοχές είναι πάρα πολλές. Από μια επιστολή του Στέφανου του Μεγάλου πληροφορούμαστε ότι ο Μπασαράμπ πέρασε στην αντεπίθεση ενισχυμένος από πολυάριθμο οθωμανικό στρατό και κατόρθωσε να σκοτώσει τον "Δράκουλα". Άλλες ιστορικές πηγές αναφέρουν τους Οθωμανούς ως δολοφόνους του θρυλικού ηγεμόνα.
Η «Αφήγηση για τον βοεβόδα Δράκουλα» παρουσιάζει μια τρίτη εκδοχή. Σε μια νικηφόρα μάχη κατά των Οθωμανών ο Τσέπες απομακρύνθηκε από τους σωματοφύλακές του και ανέβηκε σε ένα ύψωμα για να παρακολουθήσει την καταδίωξη. Εκεί κάποιοι στρατιώτες του τον πέρασαν για επιφανή Οθωμανό και του επιτέθηκαν. Ένας από αυτούς τον τραυμάτισε με ένα ακόντιο. Ο Βλαντ τράβηξε το σπαθί του και πρόλαβε να σκοτώσει πέντε από τους επιτιθέμενους πριν πέσει και ο ίδιος νεκρός από τα απανωτά κτυπήματα.
Επειδή ήταν εξαιρετικά δύσκολο οι άνδρες του να μη τον αναγνώρισαν, ακόμα και μετά τον τραυματισμό του, θεωρείται πιθανότερο η δολοφονική αυτή επίθεση να ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας των Βογιάρων. Αξίζει να αναφερθεί η μαρτυρία του Αυστριακού χρονικογράφου Γιάκομπς Ούνρεστ ότι ο Τσέπες δολοφονήθηκε από έναν Οθωμανό υπηρέτη που κατόρθωσε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του. Το σχέδιο ήταν να τον σκοτώσει την ώρα που θα προήδρευε του ηγεμονικού συμβουλίου. Τελικά τον αποκεφάλισε καθώς ίππευαν μαζί.
Το γεγονός ότι ο υποψήφιος δολοφόνος έμελλε να τον σκοτώσει την ώρα του συμβουλίου προϋπέθετε προφανώς κάποια συνωμοσία μεταξύ Οθωμανών και Βογιάρων. Όπως και αν επήλθε ο θάνατος του Βλαντ το βέβαιο είναι πως στα τέλη Δεκεμβρίου του 1476 ο βοεβόδας-φόβητρο για τους Οθωμανούς δεν υπήρχε πια. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές το κεφάλι του στάλθηκε ως δώρο στον Σουλτάνο, αλλά και ως επιβεβαίωση ότι ο τρομερός εχθρός είχε εξουδετερωθεί. Το σώμα του ενταφιάστηκε στη Μονή του Σναγκόβ, κοντά στην περιοχή όπου έγινε η δολοφονία.
Ο Βλαντ σύντομα λησμονήθηκε κάτω από την πολυωνυμία των διαδόχων του και την ταχύτατη εναλλαγή των καταστάσεων που ακολούθησαν. Οι θρύλοι ωστόσο συνέχισαν την εξελικτική τους πορεία. Κατά τους επόμενους αιώνες διαμορφώθηκε μια εξαιρετικά πλούσια και αντιφατική φιλολογία γύρω από το πρόσωπό του. Η φιλολογία αυτή συνοψίζεται σε δύο κύρια είδη αφηγήσεων: στις «Σλαβονικές ιστορίες» και στις «Γερμανικές αφηγήσεις».
Οι πρώτες διαδόθηκαν στη νοτιοανατολική Ευρώπη, που ήταν περισσότερο εκτεθειμένη στον Οθωμανικό κίνδυνο. Σε αυτές εξαίρεται η απαράμιλλη γενναιότητα του Τσέπες και αυτός παρουσιάζεται ως ένα πρότυπο αυταρχικού αλλά δίκαιου μονάρχη. Οι δεύτερες διαδόθηκαν στην Κεντρική και στη Δυτική Ευρώπη και τον παρουσιάζουν ως έναν αιμοβόρο τύραννο που για να ικανοποιήσει τις νοσηρές ορέξεις του παρακολουθούσε τα βασανιστήρια των θυμάτων του.
Αυτές οι αφηγήσεις εκπορεύονταν από ένα περιβάλλον εχθρικό απέναντι στον Βλαντ (δηλαδή τους Γερμανόφωνους εμπόρους, των οποίων ο Βλάχος βοεβόδας είχε καταργήσει τα προνόμια, και την Αυλή του Ματθία Κορβίνου, που πάσχιζε να βρει δικαιολογίες ώστε να πείσει τον πάπα και τη Βενετία για την εγκατάλειψη του αντιοθωμανικού μετώπου). Τα Γερμανικά κείμενα απομόνωσαν συγκεκριμένες αναφορές στη βιαιότητα του "Δράκουλα", τις διόγκωσαν και τις παρουσίασαν χωρίς αιτιολόγηση. Οι Σλαβονικές ιστορίες παραδέχονταν τη σκληρότητα του Βλαντ, την έκριναν όμως ως απαραίτητη για την επιβολή της δικαιοσύνης.
Επιπλέον έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στα ηρωικά κατορθώματα του φοβερού εκείνου πολεμιστή και τον προέβαλαν ως τον κυματοθραύστη έναντι της Οθωμανικής επέκτασης. Η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία, εξάλλου, εξύμνησε συχνά τον γενναίο βοεβόδα. Το πιο σημαντικό όπλο που διέθεταν οι αντίπαλοι του Βλαντ για να τον αμαυρώσουν ήταν η αναμφισβήτητη σκληρότητά του. Όμως και αυτή πρέπει να γίνει προσπάθεια να ερμηνευθεί με βάση την εποχή που εκείνος έζησε και έδρασε. Ήταν μια εποχή αναμφισβήτητης σκληρότητας κατά την οποία οι μονάρχες κυβερνούσαν με τη βία.
Στο ενεργητικό του Μωάμεθ Β', του Λουδοβίκου ΙΑ', του Ιβάν Γ', του Ριχάρδου Γ', του Στέφανου του Μεγάλου και των περισσότερων Βυζαντινών αυτοκρατόρων έχουν καταγραφεί επιβολές των πλέον απάνθρωπων ποινών οι οποίες δεν θεωρούντο αποτέλεσμα κάποιας νοσηρής παρόρμησης αλλά συνηθισμένη πρακτική. Ο Τσέπες ως γνήσιος εκπρόσωπος της εποχής του δεν έπραξε κάτι λιγότερο ή περισσότερο φρικτό από τους συγχρόνους του ηγεμόνες. Ήταν όμως ο μοναδικός που κατηγορήθηκε τόσο έντονα για τη βιαιότητά του.
AΠO THN ΠPAΓMATIKOTHTA ΣTO MYΘO
H ιστορία του Βλαντ Τσέπες παρέμεινε θαμμένη για τέσσερις αιώνες περίπου στα μυστηριώδη και ομιχλώδη τοπία της Βλαχίας. Σε μία χώρα που έσφυζε από μύθους και θρύλους, ο ανεξιχνίαστος θάνατός του βρήκε το πρόσφορο έδαφος για να εξελιχθεί ο αιμοσταγής ηγεμόνας σε ένα φάντασμα που στοίχειωνε τις ζωές και την καθημερινότητα των ανθρώπων της, ένα φάντασμα που σύντομα θα ξεπερνούσε τα όρια της ρουμανικής επικράτειας για να εισέλθει στο δυτικοευρωπαϊκό κόσμο.
Tο πέρασμα από την πραγματικότητα στο μύθο οφείλεται στην πένα ενός Ιρλανδού συγγραφέα, ο οποίος μελετώντας διεξοδικά τη μεσαιωνική ιστορία των Βαλκανίων, έδωσε μορφή σε μία ελκυστική και συνάμα αποκρουστική προσωπικότητα: τον κόμη Δράκουλα. Tο 1897 ο Μπραμ Στόκερ συνέγραψε ένα μυθιστόρημα με τίτλο "Δράκουλα", κεντρικός ήρωας του οποίου ήταν ένας εκκεντρικός κόμης που κατοικούσε σε ένα στοιχειωμένο κάστρο στην Τρανσυλβανία.
Oι ομοιότητες που εμφανίζονται μεταξύ του ιστορικού πρίγκιπα της Βλαχίας και του κόμη Δράκουλα είναι σίγουρα τόσο συγκλονιστικές, που δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σύμπτωση. Επιπλέον, οι αποτρόπαιες συνήθειες της Ουγγαρέζας κόμισσας Ελίζαμπεθ Μπάτορυ, κόρης του σύγχρονου του Βλαντ, Στέφαν Μπάτορυ, τροφοδότησαν το μύθο των βαμπίρ. Σε ένα κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται επίσης ότι η οικογένεια των Ντρακούλ είχε για χρόνια υπηρετήσει το Σταυρό, πολεμώντας σε εδάφη που ήταν βαμμένα με το αίμα Οθωμανών και Βλάχων, εχθρών και πατριωτών.
Σύμπτωση ή όχι, ο Στόκερ κατάφερε να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα ατμοσφαιρικό και να αναβιώσει μέσα από τις σελίδες το θρύλο του Ντράκουλα.
ΠANTOTINOΣ ΘPYΛOΣ
O Ντράκουλα δεν ήταν παρανοϊκός. Γνώριζε τη διαφορά του δίκαιου από το άδικο και υπήρξε ένας πεφωτισμένος πολιτικός ηγέτης και ταυτόχρονα ένας ικανότατος στρατηγός που χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του, προκειμένου να υπερασπίσει τη γη, την πατρίδα, την ίδια του την ύπαρξη. Hταν άριστος κριτής των ανθρώπων και καταλάβαινε από την πρώτη στιγμή την απάτη, την ασέβεια και το φθόνο.
Ωστόσο, ήταν υπέρμετρα σκληρός, ακόμη και με τα δεδομένα του (σκληρού και απάνθρωπου με τα μέτρα μας) Μεσαίωνα. Επίσης, διακατεχόταν από μία μόνιμη ψύχωση, απομεινάρι μίας θυελλώδους παιδικής ηλικίας που άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στο υπόλοιπο του βίου του. Γνώρισε τον κόσμο εν μέσω δολοπλοκιών και πολέμων. Στη φωτιά της μάχης σφυρηλάτησε την ατσάλινη θέλησή του και έμαθε να χρησιμοποιεί τη βία ως μέσο εφαρμογής της δικαιοσύνης.
O ποταμός αίματος που έρρεε τον καιρό που ο Ντράκουλα μεσουρανούσε στα Βαλκάνια, πότισε βαθιά την καρδιά και το μυαλό όλων όσοι τον αντίκρισαν ή άκουσαν γι' αυτόν. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι το όνομά του συγκαταλέγεται μεταξύ των δέκα πιο αναγνωρίσιμων λέξεων ανά την υφήλιο. Στη γη που τον γέννησε, υπάρχει ένα γνωμικό: Apa trece, pietrele ramin, "Tο νερό κυλά, η πέτρα στέκει".
ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
Το 1897 ένας άσημος Ιρλανδός συγγραφέας, ο Μπραμ Στόκερ, εξέδωσε ένα μυθιστόρημα για τον "Δράκουλα". Η τεράστια δημοτικότητα που γνώρισε το βιβλίο εγκαινίασε μια μακρά σειρά ανάλογων δημοσιευμάτων. Αργά αλλά σταθερά ο "Δράκουλας" έχανε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του και μεταμορφωνόταν σε ένα διαβολικό ον. Η Ρουμανία έβλεπε τον εθνικό της ήρωα να κηλιδώνεται αναίτια χωρίς να μπορεί να εμποδίσει τη συλλογική ψύχωση που χαρακτήρισε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα τη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Ούτε ο κινηματογράφος φέρθηκε ιδιαίτερα κομψά στον Βλαντ. Παρά κάποιες αόριστες αναφορές στον αληθινό Βλάχο βοεβόδα είναι γενική η διαπίστωση ότι ο κινηματογραφικός ήρωας δεν έχει καμία σχέση με το ιστορικό πρόσωπο. Εξαίρεση, φυσικά, αποτελεί η ταινία «Βλαντ Τσέπες» (1976), ένα από τα καλύτερα έργα του ρουμανικού κινηματογράφου.
Το εκπληκτικό είναι ότι τα τελευταία χρόνια, παρά την οργανωμένη προσπάθεια να λάμψει η αλήθεια και να αποκατασταθεί η φήμη του Τσέπες (ιδιαίτερα με την έκδοση του ιστορικού έργου του Νικολάε Στοϊτσέσκου με τίτλο «Δράκουλας- Μύθος και ιστορική αλήθεια»), η Ευρωπαϊκή και η Αμερικανική κοινή γνώμη επιμένουν να του αποδίδουν σατανικά χαρακτηριστικά μη θέλοντας να αποχωριστούν τον αγαπημένο τους λογοτεχνικό και κινηματογραφικό ήρωα.
Ένα τελευταίο ερώτημα σχετικά με τον πολυτάραχο βίο του Βλαντ Τσέπες αφορά το κατά πόσον τού αρμόζει το όνομα Δράκουλας. Γι’ αυτό το θέμα ενδιαφέρουσες είναι οι απόψεις του ιστορικού Νικολάε Στοϊτσέσκου, ο οποίος αναφέρει ότι πιθανώς το όνομα Ντράκουλ (Βλαντ Ντράκουλ) το έλαβε από το παράσημο του Δραγόνος (πάνω στο οποίο απεικονιζόταν ένας δράκος) που του απένειμε ο βασιλιάς Σιγισμούνδος της Ουγγαρίας. Ο ίδιος παραθέτει επίσης μια άλλη άποψη που υποστηρίζει ότι οι λέξεις Δραγόνος (draconis) και Ντράκουλ δεν έχουν καμία ετυμολογική σχέση.
Το προσωνύμιο ήταν πολύ διαδεδομένο και απλά ο Τσέπες το κληρονόμησε από τον πατέρα του. Ορισμένοι Οθωμανοί χρονικογράφοι ονομάζουν τον Τσέπες Dracul-oglu (γιος του Δράκουλα). Πολλοί Ρουμάνοι και Ούγγροι ιστορικοί υιοθέτησαν αυτή την άποψη και υποστήριξαν ότι στα Σλαβονικά η λέξη Δράκουλας σημαίνει "ο γιος του Ντράκουλ". Όμως σε πολλά ντοκουμέντα ο πατέρας του φέρει την ίδια ονομασία, δηλ. Draculea (ο Τσέπες υπέγραφε πότε ως Drakulea και πότε ως Dragulia).
Δεδομένου ότι ο πατέρας του Τσέπες λεγόταν και Ντράκουλ (Dracul) ο Στοϊτσέσκου συμπεραίνει ότι τα ονόματα Draculea και Dracul έχουν την ίδια σημασία (στα Σλαβονικά Draku σημαίνει δράκος). Στο όνομα Drakula λοιπόν, που ο Βλαντ Τσέπες κληρονόμησε από τον πατέρα του, δόθηκε η σημασία του διαβόλου από δυτικές πηγές οι οποίες δεν γνώριζαν Ρουμανικά και απέδωσαν λανθασμένα τη λέξη Dracul. Γεγονός είναι ότι οι Ρουμάνοι δεν τον αποκάλεσαν ποτέ Δράκουλα, αλλά πάντα Τσέπες (Ανασκολοπιστή). Το προσωνύμιο αυτό χρησιμοποίησαν και οι Οθωμανοί χρονικογράφοι (Kazikli= Ανασκολοπιστής).
Τι ήταν τελικά ο Βλαντ Τσέπες; Σκληρός αλλά δίκαιος μονάρχης, αρρωστημένος σαδιστής, γενναίος πολεμιστής, βάναυσος ηγεμόνας, αδίστακτος καιροσκόπος, συνεπής πατριώτης, βάρβαρος πολέμαρχος, διορατικός ηγέτης, αιμοσταγής δολοφόνος, άξιος πολιτικός; Πιθανώς κάποια από όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά συνθέτουν την αντιφατική προσωπικότητα του "Δράκουλα". Σίγουρα δεν επρόκειτο για ένα δαιμονικό πλάσμα που περιφερόταν στον κόσμο των ζωντανών-νεκρών.
Πίσω από τη γοητευτική και μυστηριώδη αχλύ του μύθου βρίσκεται η ιστορική πραγματικότητα, που κατατάσσει τον Βλαντ Τσέπες στο πάνθεο των Νοτιοευρωπαίων ηρώων οι οποίοι αντέδρασαν στην οθωμανική επέκταση κατά τον 14ο και τον 15ο αιώνα. Είναι καιρός ο «κόμης Δράκουλας» να απελευθερωθεί από την αιώνια κατάρα της αναζήτησης αίματος και να λάβει μια θέση δίπλα στον Ιωάννη Ουγγλέση, στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, στον Ιωάννη Ουνυάδη, στον Γεώργιο Καστριώτη- Σκεντέρμπεη και στον Κορκόνδειλο Κλαδά.
ΕΝΑΣ ΒΑΡΒΑΡΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ
Ανασκολοπισμός: μέθοδος εκτέλεσης που χρησιμοποιήθηκε ανά τους αιώνες από διάφορους λαούς ως μέσο παραδειγματικής τιμωρίας. H Ελληνική ονομασία προέρχεται από τη λέξη "σκόλοψ", που σημαίνει πάσσαλος. Oι εκτελεστές διατρυπούσαν το σώμα του μελλοθάνατου με ένα ελαφρώς αιχμηρό ξύλο, το οποίο εισχωρούσε είτε μέσω του πρωκτού είτε μέσω των γεννητικών οργάνων και εξερχόταν συνήθως από το στόμα ή το δεξιό ώμο. Oι ρίζες της μεθόδου αυτής χάνονται στα βάθη του χρόνου.
Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς, οι Σκύθες επιδίδονταν στον ανασκολοπισμό, ενώ εκτενής αναφορά υπάρχει στην αρχαία Περσία - αδιάσειστο στοιχείο αποτελούν τοιχογραφίες και γλυπτά που ανακαλύφθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του Τίγρη και του Ευφράτη. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος A' μετά την κατάληψη της Βαβυλώνας ανασκολόπισε 3.000 πολίτες. Επιπρόσθετα, στην αρχαία Καρχηδόνα, με το συγκεκριμένο τρόπο θανάτωσης τιμωρούνταν η εσχάτη προδοσία και η λιγοψυχία στη μάχη.
O ανασκολοπισμός απέκτησε μαζικό χαρακτήρα με την εφαρμογή του από τους Οθωμανούς οι οποίοι δεν δίσταζαν να εκτελούν ανελέητα και κατά εκατοντάδες, Σέρβους, Βούλγαρους και Έλληνες στην περίοδο της κυριαρχίας τους στις χώρες αυτές. Αξιοσημείωτο είναι το περιστατικό του ανασκολοπισμού του Αθανάσιου Διάκου μετά την ήττα των Ελλήνων στη μάχη της Αλαμάνας.
Tο απάνθρωπο της μεθόδου έγκειται στο ότι ο πάσσαλος τοποθετούνταν βαθιά μέσα στο σώμα και εφόσον ο δήμιος ("παλουκωτής") ήταν αρκετά επιδέξιος, δεν προκαλούσε σοβαρή αιμορραγία και δεν προσέβαλε τα ζωτικά όργανα του σώματος. Tο αποτέλεσμα ήταν ο θάνατος να μην έρχεται άμεσα, αλλά το θύμα να υποφέρει καρφωμένο έως και τρεις ημέρες προτού καταλήξει. O Bλαντ Nτράκουλα και ο Iβάν ο τρομερός είχαν αναγάγει τη μέθοδο αυτή σε τέχνη, μένοντας στην ιστορία ως θρυλικοί "ανασκολοπιστές".
ΚΑΣΤΡΟ ΠΟΕΝΑΡΙ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΟΧΥΡΟ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤ
Ο Βλάντ Γ΄ Τσέπες, ο διαβόητος Βλάχος πρίγκιπας, έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους πιο αιμοδιψείς ηγεμόνες. Το όνομα του τροφοδότησε τη λογοτεχνική πένα του Μπράμ Στόκερ, ο οποίος δημιούργησε το μύθο του Κόμη Δράκουλα. Παρά την επικρατούσα άποψη, που θέλει ως μόνιμη κατοικία του το Κάστρο Μπράν, ο Βλάντ Τσέπες δεν έμεινε ποτέ εκεί αν και το χρησιμοποίησε στις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Το παλάτι που κληρονόμησε από τον πατέρα του βρισκόταν στην πόλη Ταργκοβίστε ενώ ό ίδιος διάλεξε ως καταφύγιο του το Κάστρο Ποενάρι.
Το κάστρο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός απόκρημνου βράχου στην δύσβατη κοιλάδα του ποταμού Άρτζες, στα ερείπια ενός παλιότερου οχυρού. Ο Βλάντ αντιλήφθηκε αμέσως την στρατηγική και οχυρωματική του θέση, καθώς βρίσκεται στα σύνορα Τρανσυλβανίας και Βλαχίας, και ανέλαβε την ανακατασκευή του. Η αποπεράτωση του έργου έμελλε να είναι το ίδιο σκοτεινή με τη φήμη του ιδιοκτήτη του.Ως εργατικό δυναμικό θα χρησιμοποιηθούν οι Βογιάροι, πολιτικοί αντίπαλοι του Βλάντ, τους οποίους θεωρούσε υπαίτιους της δολοφονίας του πατέρα του και του αδερφού του.
Με πρόσχημα τον εορτασμό του Πάσχα, κάλεσε τους Βογιάρους και τις οικογένειες τους στο παλάτι του στην Ταργκοβίστε. Αφού εκτέλεσε τους πιο πλούσιους και ηλικιωμένους Βογιάρους με τη μέθοδο του ανασκολοπισμού, θα οδηγήσει τους νεότερους,γυναίκες και παιδιά σε μια εξαντλητική πορεία μέχρι το κάστρο Ποενάρι. Εκεί θα τους εξαναγκάσει να χτίσουν το κάστρο του, χρησιμοποιώντας πέτρες και λάσπη από την κοίτη του ποταμού Άρτζες. Ελάχιστοι θα επιβιώσουν.
Το 1462 το κάστρο πολιορκείται από τους Οθωμανούς. Λέγεται ότι ο Βλάντ δραπετεύει μέσα από ένα μυστικό πέρασμα, ενώ η σύζυγος του αυτοκτονεί από τα τείχη για να αποφύγει την αιχμαλωσία.
Μετά το θάνατο του Βλάντ το κάστρο εγκαταλείπεται. Η αναστήλωση του θα ξεκινήσει το 1976 αφού τρείς από του πέντε συνολικά πύργους του καταρρέουν. Σήμερα τα τείχη έχουν ανακατασκευαστεί ενώ έχουν προστεθεί 1500 σκαλιά που διευκολύνουν την ανάβαση των επισκεπτών.
ΚΑΣΤΡΟ ΜΠΡΑΝ
Στην κορυφή ενός λόφου που προκαλεί ίλιγγο στέκει επιβλητικό ένα κάστρο, το οποίο μοιάζει να μη διαθέτει καθόλου οριζόντιες επιφάνειες: ατέλειωτες σκάλες και πύργοι είναι τα μόνα ορατά σημεία του. Εσωτερικά, υπόγειοι διάδρομοι ενώνουν δεκάδες δωμάτια μεταξύ τους, τα οποία περιέχουν περίτεχνες αντίκες και πανοπλίες. Αυτό που λείπει από το κάστρο του Δράκουλα, όπως ονομάζεται το κάστρο του Bran, είναι μια βραδιά με αστραπόβροντα για να ολοκληρώσουν το σκηνικό.
Ένα σύννεφο θρύλων και δεισιδαιμονιών, υψώνεται πάνω από τη Ρουμανική πόλη Bran. Το κάστρο, λόγω της ταινίας Dracula, του Bram Stoker, συγκεντρώνει κάθε χρόνο 450.000 επισκέπτες. Το όνομα προέρχεται, τον Vlad the Impaler, γνωστό ως Vlad Dracula, ο οποίος λέγεται ότι χρησιμοποιούσε το κάστρο σαν περιστασιακή βάση για τις επιχειρήσεις του. Ο Vlad απέκτησε το ψευδώνυμό του καρφώνοντας δεκάδες χιλιάδες εχθρούς σε πασσάλους.
Μία εγχάραξη δείχνει τον ίδιο να γιορτάζει μόνος του σε ένα τραπέζι περικυκλωμένος από αληθινά θύματά του, τα οποία κρέμονταν από καρφιά. Ο ηγεμόνας Vlad, ο οποίος σταμάτησε την προέλαση των Τούρκων στην Κεντρική Ευρώπη μέσα από μια σειρά αιματηρών μαχών, λέγεται πως ήταν τόσο αιμοσταγης με τους ηττημένους, που οι ντόπιοι και οι εχθροί έπλεξαν διάφορους θρύλους γύρω από την προσωπικότητά του, με δημοφιλέστερη την κλασική ιστορία του κόμη Δράκουλα που πίνει αίμα.
Στις μέρες μας το κάστρο του Δράκουλα σώζεται ακόμα, αλλά είναι σχεδόν χαλάσματα – έτσι οι Ρουμάνοι για τουριστικούς λόγους επιδεικνύουν ένα άλλο κάστρο, πολύ πιο σύγχρονο και πιο κοντά σε αυτό που ο κάθε επισκέπτης περιμένει να δει.
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΟΥ ΒΛΑΝΤ
Διασώζεται σε ένα ερειπωμένο μοναστήρι στην νησίδα Σνάγκοβ κοντά στο Βουκουρέστι. Μόνο που είναι άδειος. Κανείς δεν γνωρίζει τι απέγινε το ακέφαλο πτώμα του αιμοβόρου βοεβόδα. Η τοποθεσία θεωρείται στοιχειωμένη και οι κάτοικοι της περιοχής που μαστίζεται από δεισιδαιμονίες πιστεύουν πως ο πρίγκιπας Βλάντ δεν πέθανε ποτέ και πλανιέται στα Καρπάθια αναζητώντας εκδίκηση. Στην συνείδηση των απλών Ρουμάνων ο Βλαντ παραμένει ένας λαϊκός ήρωας που προέταξε τον σταυρό του Χριστού στην Ισλαμική επέλαση κατά της Χριστιανικής Ευρώπης.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)