Τετάρτη 21 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (514-553)

ΟΡ. ἔσται· πυθέσθαι δ᾽ οὐδέν ἐστ᾽ ἔξω δρόμου,
515 πόθεν χοὰς ἔπεμψεν, ἐκ τίνος λόγου
μεθύστερον τιμῶσ᾽ ἀνήκεστον πάθος;
θανόντι δ᾽ οὐ φρονοῦντι δειλαία χάρις
ἐπέμπετ᾽· οὐκ ἔχοιμ᾽ ἂν εἰκάσαι τάδε
τὰ δῶρα, μείω δ᾽ ἐστὶ τῆς ἁμαρτίας.
520 τὰ πάντα γάρ τις ἐκχέας ἀνθ᾽ αἵματος
ἑνός—μάτην ὁ μόχθος· ὧδ᾽ ἔχει λόγος.
θέλοντι δ᾽, εἴπερ οἶσθ᾽, ἐμοὶ φράσον τάδε.
ΧΟ. οἶδ᾽, ὦ τέκνον, παρῆ γάρ· ἔκ τ᾽ ὀνειράτων
καὶ νυκτιπλάγκτων δειμάτων πεπαλμένη
525 χοὰς ἔπεμψε τάσδε δύσθεος γυνή.
ΟΡ. ἦ καὶ πέπυσθε τοὔναρ, ὥστ᾽ ὀρθῶς φράσαι;
ΧΟ. τεκεῖν δράκοντ᾽ ἔδοξεν, ὡς αὐτὴ λέγει.
ΟΡ. καὶ ποῖ τελευτᾷ καὶ καρανοῦται λόγος;
ΧΟ. ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι δίκην.
530 ΟΡ. τίνος βορᾶς χρῄζοντα, νεογενὲς δάκος;
ΧΟ. αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι.
ΟΡ. καὶ πῶς ἄτρωτον οὖθαρ ἦν ὑπὸ στύγους;
ΧΟ. ὥστ᾽ ἐν γάλακτι θρόμβον αἵματος σπάσαι.
ΟΡ. οὔτοι μάταιον· ἀνδρὸς ὄψανον πέλει.
535 ΧΟ. ἡ δ᾽ ἐξ ὕπνου κέκλαγεν ἐπτοημένη.
πολλοὶ δ᾽ ἀνῇθον, ἐκτυφλωθέντες σκότῳ,
λαμπτῆρες ἐν δόμοισι δεσποίνης χάριν·
πέμπει δ᾽ ἔπειτα τάσδε κηδείους χοάς,
ἄκος τομαῖον ἐλπίσασα πημάτων.
540 ΟΡ. ἀλλ᾽ εὔχομαι γῇ τῇδε καὶ πατρὸς τάφῳ
τοὔνειρον εἶναι τοῦτ᾽ ἐμοὶ τελεσφόρον.
κρίνω δέ τοί νιν ὥστε συγκόλλως ἔχειν.
εἰ γὰρ τὸν αὐτὸν χῶρον ἐκλιπὼν ἐμοὶ
οὕφις ἐπ᾽ ἀμὰ σπάργαν᾽ † ἠπλείζετο,
545 καὶ μαστὸν ἀμφέχασκ᾽ ἐμὸν θρεπτήριον,
θρόμβῳ τ᾽ ἔμειξεν αἵματος φίλον γάλα,
ἡ δ᾽ ἀμφὶ τάρβει τῷδ᾽ ἐπῴμωξεν πάθει,
δεῖ τοί νιν, ὡς ἔθρεψεν ἔκπαγλον τέρας,
θανεῖν βιαίως· ἐκδρακοντωθεὶς δ᾽ ἐγὼ
550 κτείνω νιν, ὡς τοὔνειρον ἐννέπει τόδε.
ΧΟ. τερασκόπον δὴ τῶνδέ σ᾽ αἱροῦμαι πέρι,
γένοιτο δ᾽ οὕτως. τἄλλα δ᾽ ἐξηγοῦ φίλοις,
τοὺς μέν τι ποιεῖν, τοὺς δὲ μή τι δρᾶν λέγων.

***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα γίνει· μα δε βλάφτει να ρωτήσω ως τόσο:
πόθεν και πώς σαν στείλει τις χοές; ποιός λόγος
να θυμηθεί το αγιάτρευτο κακό από χρόνια,
και πήε την άθλια χάρη σε νεκρό να στείλει
που δεν αιστάνεται; δε ξέρω τι να εικάσω
γι᾽ αυτά τα δώρα, μα ᾽ναι πάντ᾽ απ᾽ το έγκλημά της
520 πολύ πιο λίγα· κι όλο σου το βιος να δώσεις
για το ένα το αίμα πὄχυσες, του κάκου ο κόπος·
λοιπόν, αν ξέρεις, πες μου ό,τι ζητώ να μάθω.
ΧΟΡΟΣ
Ξέρω, ακριβέ μας, κι ήμουν μπρος· αλαλιασμένη
απ᾽ όνειρα κι από τρομάρες υπνοδιώχτρες,
αυτά τα δώρα η άθεη στέλνει γυναίκα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Και τ᾽ όνειρο το μάθατε, να μου το πείτε;
ΧΟΡΟΣ
Πως γέννησε φαντάστηκε, λέει, ένα φίδι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έπειτα τί; ποιό τέλος είχε τ᾽ όνειρό της;
ΧΟΡΟΣ
Στα σπάργανα το τύλιξε σα να ήταν βρέφος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
530 Και ποιά νά ᾽βρε θροφή το νεογέννητο τέρας;
ΧΟΡΟΣ
Η ίδια του πρόσφερε βυζί μες στ᾽ όνειρό της.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι έμειν᾽ απ᾽ το θεριό απλήγωτο το στήθος;
ΧΟΡΟΣ
Με το γάλα τής τράβηξε και κόμπο γαίμα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θενα πάει λοιπόν τ᾽ όνειρο αυτό του κάκου.
ΧΟΡΟΣ
Και βγάζει εκείνη μια φωνή τρόμου απ᾽ τον ύπνο,
που αμέσως πλήθος φώτα, που ᾽χαν στο σκοτάδι
τυφλά τα μάτια, ανάψανε στην προσταγή της·
κι έπειτα στέλνει αυτά τα νεκρικά της δώρα
έτσι μ᾽ ελπίδα το κακό πως θα ξορκίσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
540 Μα εγώ παρακαλώ τη Γη κι αυτό το μνήμα
σε καλό τέλος τ᾽ όνειρο να βγει για μένα·
κι αλήθεια κρίνω να ταιριάζει ένα προς ένα:
αφού με μένα βγήκε από τον ίδιο κόρφο
και σαν παιδί στα σπάργανα το φίδι μπήκε
κι άνοιξε στόμα στο βυζί που μ᾽ έχει θρέψει
και κόμπο γαίμ᾽ ανάμιξε σε μάνας γάλα
και τρομαγμένη αυτή ξεφώνησε απ ᾽τον πόνο,
πρέπει, όπως μ᾽ αίμα το ᾽θρεψε τ᾽ άγριο το σκιάχτρο,
να πάει χυμένο το αίμα της· κι εγώ θα γίνω
550 ο δράκος, που είπε τ᾽ όνειρο, να τη σκοτώσω.
ΧΟΡΟΣ
Ονειροκρίτη όσο γι᾽ αυτά λοιπόν σε στρέγω
κι έτσι ας γενεί· για τ᾽ άλλα τώρα οδήγησέ μας,
τί έχει να κάμει ο ένας κι ο άλλος να μην κάμει.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η αρχαία ελληνική μυθολογία ανήκει στην κοινή πολιτιστική κληρονομιά όσων μετέρχονται του δυτικού πολιτισμού. Προκειμένου να συνεννοηθούμε, και μάλιστα εν συντομία και συνοπτικά, λέμε ότι μια γυναίκα ζηλεύει όπως η Μήδεια, ότι είναι πιστή σαν την Πηνελόπη, ένας άνδρας είναι πολυμήχανος σαν Οδυσσέας, διαστημικά πλοία και διαστημικοί σταθμοί ονομάζονται Οδυσσείς, διαστημικά ταξίδια Οδύσσεια, ο Τζέημς Τζόυς φτιάχνει από το καλούπι του ομηρικού Οδυσσέα τη μορφή του Λεοπόλδου Μπλουμ στον δικό του Οδυσσέα (1922)· μιλούμε ακόμη για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή το σύμπλεγμα της Ηλέκτρας, για μεταγενέστερους της αρχαιότητας συγγραφείς και εικαστικούς καλλιτέχνες που αφορμώνται στη μυθοπλασία τους από πρόσωπα και γεγονότα της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας… Η μυθολογία και τα μυθικά πρόσωπα φαίνεται να συγκροτούν μια κοινή κληρονομιά και ένα στέρεο έδαφος συνεννόησης και επικοινωνίας.
 
Ωστόσο, τι ακριβώς γνωρίζουμε για τα πρόσωπα που αναφέραμε πιο πάνω; Γενικότερα, για τους μύθους; Και κυρίως, από πού αντλούμε τις γνώσεις μας; Από τις πρωτογενείς πηγές; Τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τους τραγικούς ποιητές, τους μυθογράφους, την αγγειογραφία, τα μεγάλα έργα της πλαστικής και τα ειδώλια; Ή μήπως ό,τι γνωρίζουμε για τον Τρωικό πόλεμο και για τους ήρωες που πήραν μέρος σε αυτόν είναι από την ταινία του Wolfgang Peterson Τροία, με λαμπερούς ηθοποιούς. Μήπως οι πηγές μας είναι γενικότερα οι κινηματογραφικές αποδόσεις και τα κινούμενα σχέδια, τα comics και τα κλασικά εικονογραφημένα; Μήπως έργα των τεχνών, όπως λ.χ. της Αναγέννησης, που το θέμα τους αντλείται από την ελληνική μυθολογία; Και μήπως ο τρόπος που «διαβάζουμε» τη μυθολογία, που την ερμηνεύουμε, επηρεάζεται από σύγχρονα περιοδικά σαϊεντολογίας ή κάτω από σύγχρονες ιδεολογικές φορτίσεις και εθνικές ανάγκες;
 
Όμως ποιες μπορεί να είναι οι συνέπειες, όταν οι πηγές που κυριαρχούν παραπληροφορούν τον «καταναλωτή» μύθων είτε με πρόθεση είτε γιατί δεν είναι στις προθέσεις των δημιουργών τους να αναπαράξουν ή να ερμηνεύσουν έναν μύθο αλλά μόνο να τον χρησιμοποιήσουν ως αφορμή και πρόσχημα για μια νέα δημιουργία;
 
Παράδειγμα 1
Σε ταινία του Disney ο πανελλήνιος ήρωας Ηρακλής συνυπάρχει με τον Πήγασο, το άλογο του Κορίνθιου ήρωα Βελλεροφόντη. Αν και καμιά μυθολογική πηγή δεν μαρτυρεί κάτι τέτοιο, στη συνείδηση του μη ενημερωμένου θεατή της σύγχρονης εποχής μένει η συνύπαρξη αυτή, πόσο μάλλον που αναπαράγεται σε διάφορα έργα των τεχνών μαζικής κατανάλωσης και, φυσικά, με την επανάληψη εμπεδώνεται. Το κορίτσι, η Μεγάρα - Meg σώζεται από το γενναίο παλικάρι, που μπορεί να μην πετάει ο ίδιος σαν Σούπερμαν αλλά διαθέτει ένα φτερωτό άλογο, έχει δηλαδή το συγκεκριμένο άλογο τη δύναμη πολλών αλόγων. Ο νέος μύθος της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, στην οποία όλα συνυπάρχουν αδιακρίτως, είναι πλέον γεγονός.
 
Παράδειγμα 2
Η Αφροδίτη εμπνέει τους καλλιτέχνες διαχρονικά. Πολύ περισσότερο αυτή παρά οποιαδήποτε άλλη μυθική θεά.
 
Διερευνητική εργασία
Ας αναζητήσουμε έργα των τεχνών της Αναγέννησης με θέμα την Αφροδίτη. Προτείνουμε τη σελίδα http://jpdubs.hautetfort.com/album/toutes-des-venus/, κυρίως όμως τη σελίδα http://www.wga.hu/. Σε αυτή τη δεύτερη ακολουθήστε τα εξής βήματα:
Μπείτε στη μηχανή αναζήτησης (Search Engine).
Στην κάρτα που θα εμφανιστεί πληκτρολογήστε στην ένδειξη Τίτλος (Title) τη λέξη Venus.
Στην ένδειξη με τη δυνατότητα επιλογής της εποχής (Time) επιλέξτε διαδοχικά τις ημερομηνίες 1400-1450 (δεν προκύπτει κανένα έργο), 1451-1500 (31 έργα), 1501-1550 (76 έργα), 1551-1600 (41 έργα). Συνολικά 148 έργα.
 
Σπουδαίοι καλλιτέχνες, τόσο από τον αναγεννησιακό Βορρά όσο και τον αναγεννησιακό Νότο, ασχολήθηκαν με τη θεά δημιουργώντας έργα:
α) ερωτικά-ηδονοβλεπτικά· τα γυμνά κορμιά των μυθικών μορφών και οι ερωτικές περιπέτειες των θεών γενικά και της Αφροδίτης ειδικότερα γίνονταν αντικείμενο θαυμασμού, χωρίς η θρησκευτική συνείδηση ενός χριστιανού να ενοχλείται, καθώς οι μορφές αυτές ανήκαν σε άλλη εποχή και σε άλλο πολιτισμό·εξάλλου, αρκετά από τα έργα αυτά κοσμούσαν τα κυνηγετικά περίπτερα των αριστοκρατών·
β) πολιτικά· μια καλή αφορμή για προβολή πολιτικών θέσεων αλλά και για κριτική με όχημα και δικαιολογία την αρχαιότητα·
γ) φιλοσοφικά-διδακτικά· μια καλή αφορμή για συζητήσεις περί έρωτος, κοσμικού και θεϊκού, περί μοιχείας, περί της αποδυνάμωσης του άνδρα όταν καταλαμβάνεται από το ερωτικό πάθος και παγιδεύεται σε αυτό, περί προτύπων αρετής· εξάλλου, οι καλλιτέχνες παρακολουθούσαν τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις των μύθων που επιχειρούσαν οι σύγχρονοί τους μελετητές·
δ) γοήτρου -η μυθολογία ήταν μια πολλαπλή πρόκληση αλλά και μέσο κοινωνικής ανάδειξης τόσο του παραγγελιοδότη όσο και του καλλιτέχνη.
 
Τι περιμένουμε, λοιπόν, από έργα της Αναγέννησης που παριστούν την Αφροδίτη; Να μάθουμε μέσα από αυτά για την Αφροδίτη του κόσμου που τη γέννησε; Η για την Αφροδίτη του κόσμου που την ανέπλασε; Να μάθουμε για τον πολιτισμό πηγή ή για τον πολιτισμό αποδέκτη; Μεταφέρουμε το ερώτημα στη σύγχρονη εποχή επιλέγοντας μερικά, ελάχιστα, έργα του 20ού αιώνα με θέμα ή αφορμή την Αφροδίτη.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο καθένας καλλιτέχνης χρησιμοποιεί τη θεματική της Αφροδίτης ως αφορμή και πρόσχημα, για να μιλήσει για ζητήματα που απασχολούν τον ίδιο και την εποχή του με τον τρόπο, τα μέσα και τη μέθοδο της εποχής του. Σε κάποια από αυτά τα έργα διακρίνει ο θεατής μια έντονη κριτική ματιά για τα πρότυπα της εποχής αλλά και για τις αξίες. Μια Αφροδίτη εμφανίζεται μπροστά σε κουρέλια - τόση αξία δίνεται στον έρωτα και στην ομορφιά;- ή δεμένη -έτσι θα πρέπει να είναι δεμένα τα συναισθήματα που ελευθερώνουν τον άνθρωπο;- ή με συρτάρια -είναι μπιζουτιέρα;, χώρος αποθηκευτικός, έστω και πολυτελείας; Μια άλλη Αφροδίτη κοιμάται, ή την κοίμισαν, με αποτέλεσμα ο θάνατος να κυκλοφορεί ελεύθερος -παρατηρήστε τη χρονολογία δημιουργίας του έργου και στη συνέχεια ξαναδείτε το με μια πολιτική ματιά. Φυσικά, δεν λείπουν έργα στα οποία η μορφή της Αφροδίτης αποτελεί αφορμή για να δοκιμαστεί ο καλλιτέχνης με και από το υλικό που επέλεξε (πέτρα, ξύλο, πυλός, ακουαρέλα, λάδι…), με και από τις φόρμες του γυναικείου σώματος, και μάλιστα ενός σώματος που είχε θεωρηθεί πρότυπο. Ούτε λείπουν έργα που φτιάχνονται ίσως και με μια διάθεση παιχνιδιού, αποκάλυψης και ανακάλυψης ενός κρυμμένου περιεχομένου ή προκειμένου να αποκαλυφθεί το πραγματικό νόημα της τέχνης -ότι το νόημα δεν αποκαλύπτεται δια μιας. Πάντως, ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για τα κίνητρα των καλλιτεχνών και τη σημασία των έργων -όχι όμως πάντα- είναι οι χρονολογίες κατασκευής τους.
 
Είναι βέβαιο ότι τα έργα της αναγεννησιακής περιόδου συνέβαλαν, ώστε το «προσωπικό» δράμα των προσώπων της μυθολογίας να γίνει «δράμα» ευρωπαϊκό και, στη συνέχεια, παγκόσμιο, μέσα βέβαια από τα ρωμαϊκά «γυαλιά», και τώρα πια μέσα από τα αμερικάνικα. Είναι, ακόμη, βέβαιο ότι δεν μαθαίνει κανείς πολλά πράγματα για τον πολιτισμό-πηγή, μαθαίνει ωστόσο για τον πολιτισμό-στόχο. Είναι, όμως, αυτό σαφές στον σημερινό λήπτη των μυθολογικών εικόνων; Αποσαφηνίζουμε τον προβληματισμό μας με μερικά νέα έργα, τις Αφροδίτες της οικογένειας Σίμπσον, αλλά και την Αφροδίτη ως κλασικό εικονογραφημένο και με μιαν υπόθεση εργασίας: Έστω ότι ένα παιδί, ή και κάποιος ενήλικος, δεν γνωρίζει τίποτε για τον αρχαίο κόσμο, για τη μυθολογία γενικά, και την Αφροδίτη ειδικότερα, και έρχεται σε επαφή με όλα αυτά μέσω μεταγενέστερων έργων. Ποια αντίληψη διαμορφώνεται για την Αφροδίτη, αν και εφόσον αυτή γίνεται γνωστή μέσα από την καρτουνίστικη αισθητική του 20ού αιώνα; Ποια γνώμη διαμορφώνεται για τον αρχαίο κόσμο και για το «πόσο καλά περνούσαν οι αρχαίοι Έλληνες», όταν καταστήματα με αντικείμενα που υποτίθεται ότι επιτείνουν την ερωτική επιθυμία φέρουν τον τίτλο της αρχαίας θεάς;
 
Θα μπορούσε κανείς να αντιδράσει λέγοντας «Ε, και;». Εξάλλου, κάθε έργο τέχνης έχει αυτόνομη ύπαρξη. Ωστόσο, θεωρούμε ότι θα πρέπει κανείς να έχει σαφείς στόχους. Μπορεί να είναι η αισθητική απόλαυση, η επιθυμία να γνωρίσει τις επιδράσεις της ελληνικής μυθολογίας σε συγκεκριμένες μεταγενέστερες περιόδους και σε διάφορους τομείς -στα εικαστικά, στο θέατρο, στη λογοτεχνία…- ή να γνωρίσει την ελληνική μυθολογία αυτή καθαυτή, να εντάξει τις μυθολογικές μορφές και τις μυθολογικές ιστορίες σε τόπο και χρόνο. Η ανάγνωση των πηγών για την αρχαία ελληνική μυθολογία υπόκειται στους κανόνες στους οποίους υπάγονται οι ιστορικές πηγές.

Ο Αριστοτέλης, το ζήτημα της απολύτου ακρατούς συμπεριφοράς και το θηριώδες

Ο Αριστοτέλης προχωρώντας το έβδομο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» θέτει το ζήτημα που θα τον απασχολήσει ευθέως: «Στη συνέχεια ο λόγος μας πρέπει να αναφερθεί στο θέμα: “Μπορεί κανείς να είναι απόλυτα και καθαρά ακρατής ή μήπως δε γίνεται παρά όλοι να είναι ακρατείς μόνο ως προς ένα συγκεκριμένο πράγμα; Και αν συμβαίνει το πρώτο, τότε σε τι αναφέρεται η ακράτεια του ακρατούς ανθρώπου;”» (1147b 4, 22-24).
 
Το βέβαιο είναι ότι η ακρατής συμπεριφορά έχει να κάνει με την ευχαρίστηση που εισπράττει κανείς από μία συγκεκριμένη πράξη: «Δεν υπάρχει, βέβαια, καμιά αμφιβολία ότι οι άνθρωποι είναι εγκρατείς και καρτερικοί ή, αντίθετα, ακρατείς και μαλθακοί ενσχέσει με τις ηδονές και τις λύπες» (1147b 4, 25-26).
 
Ο ακρατής άνθρωπος είναι αυτός που υπερβάλλει σε σχέση με την ευχαρίστηση που προκύπτει από κάθε πράγμα. Αυτό που μένει είναι ο διαχωρισμός των πραγμάτων που προξενούν ευχαρίστηση: «Από τα πράγματα που μας προκαλούν ευχαρίστηση άλλα είναι “αναγκαία” και άλλα είναι άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά, επιδέχονται όμως υπερβολή» (1147b 4, 27-28).
 
Κι αμέσως ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει: « “Αναγκαία” είναι αυτά που σχετίζονται με το σώμα μας (εννοώ αυτά που σχετίζονται με την τροφή και με τις γενετήσιες ανάγκες μας, τα σχετικά δηλαδή με το σώμα μας πράγματα με τα οποία σχετίσαμε την ακολασία και τη σωφροσύνη)» (1147b 4, 29-32).
 
Ο ακρατής άνθρωπος σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ο ακόλαστος. Αντλεί ευχαρίστηση σε τέτοιο βαθμό που μπορεί να χάσει οποιοδήποτε μέτρο είτε στις απολαύσεις του φαγητού είτε του έρωτα. Ο εγκρατής, ως προς τα «αναγκαία» είναι ο σώφρων, ο οποίος δεν παρασύρεται (ούτε όμως και απαξιώνει) αυτού του είδους τις απολαύσεις κρατώντας πάντα τη στάση της μεσότητας που αρμόζει.
 

Όσο για το άλλο είδος πραγμάτων που είναι σε θέση να προκαλέσουν την υπερβολή ο Αριστοτέλης θα εξηγήσει: «Τα άλλα δεν είναι “αναγκαία”, είναι όμως άξια επιλογής και προτίμησης καθαυτά (εννοώ, π.χ., τη νίκη, την τιμή, τον πλούτο, γενικά τα καλά και ευχάριστα πράγματα αυτού του τύπου)» (1147b 4, 33-35).
 
Αυτή η δεύτερη κατηγορία πραγμάτων που παρασύρει τους ανθρώπους έξω από τα όρια της μεσότητας και του ορθού λόγου δε σηματοδοτεί την απόλυτη ακράτεια, αλλά την επιμέρους, δηλαδή τη σε σχέση με το τι ακριβώς είναι αυτό που λειτουργεί ανεξέλεγκτα στο συναισθηματικό κόσμο του καθενός: «Αυτούς λοιπόν που, ενεργώντας αντίθετα προς τον μέσα τους ορθό λόγο, φτάνουν σε υπερβολή ενσχέσει με τα ευχάριστα πράγματα της δεύτερης περίπτωσης δεν τους λέμε καθαρά και απόλυτα ακρατείς, αλλά ακρατείς με την προσθήκη “ως προς τα χρήματα”, “ως προς το κέρδος”, “ως προς την τιμή”, “ως προς το θυμό” – πάντως όχι καθαρά και απόλυτα ακρατείς, για το λόγο ότι αυτοί είναι κάτι διαφορετικό από εκείνους, και αν λέγονται ακρατείς, αυτό οφείλεται μόνο στην ομοιότητά τους προς εκείνους» (1147b 4, 35-39).
 
Ο λόγος που ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες που προκαλούν την ακρατή συμπεριφορά είναι ότι υπάρχει μια πολύ σημαντική διαφορά ανάμεσά τους. Στη δεύτερη περίπτωση που υπάρχει επιλογή και προτίμηση ο άνθρωπος κινείται στην υπερβολή προσπαθώντας να εισπράξει συναισθηματικά την ικανοποίηση της επιτέλεσης αυτού που ο ίδιος διάλεξε (έστω και υπερβολικά, έστω κι εσφαλμένα, έστω κι ως κοινωνική επιρροή). Υπάρχει δηλαδή ένα είδος συμμετοχής του προσώπου που συμπεριφέρεται υπερβολικά και γι’ αυτό η ακράτεια περιορίζεται σε εκείνο το μεμονωμένο πράγμα (ή σε εκείνα τα πράγματα, αν είναι πολλά) που την προκαλεί (προκαλούν).
 
Η πρώτη περίπτωση, όμως, που σχετίζεται με τις σωματικές ηδονές δεν εμπεριέχει καν την επιλογή, αφού ο ακρατής αυτής της κατηγορίας είναι το απόλυτο έρμαιο των παθών του. Θα φάει ή θα πιει υπερβολικά βλάπτοντας την υγεία του και καταστρέφοντας το σώμα του, όχι επειδή το προτιμά, αλλά επειδή του είναι αδύνατο να αντισταθεί. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι αυτοί οι άνθρωποι κινούνται στην απόλυτη ακράτεια. Θα έλεγε κανείς ότι η εξάρτησή τους από τις ηδονές είναι τόσο μεγάλη που ξεπερνά ακόμη και τις επιθυμίες τους. Ο λαίμαργος θα ήθελε να είναι αδύνατος, αλλά αφήνεται στο πάχος μην μπορώντας να ελέγξει το πάθος του για φαγητό.
 
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Στην περίπτωση των σωματικών απολαύσεων με τις οποίες λέμε ότι σχετίζεται ο σώφρων και ο ακόλαστος άνθρωπος, αυτόν που κυνηγάει την υπερβολή στα ευχάριστα πράγματα και αποφεύγει τα δυσάρεστα (την πείνα, τη δίψα, τη ζέστη, το κρύο και όλα όσα σχετίζονται με την αφή και τη γεύση), και αυτό το κάνει όχι με δική του επιλογή και προτίμηση, αλλά αντίθετα προς την επιλογή του και προς τη λογική και τη σκέψη του, τον άνθρωπο αυτό τον λέμε ακρατή δίχως καμιά προσθήκη του τύπου “ενσχέσει με το τάδε πράγμα”, επιπαραδείγματι ενσχέσει με την οργή, αλλά ακρατή καθαρά και απόλυτα» (1148a 4, 5-12).
 

Όμως ο ακρατής με την πλήρη σημασία του όρου δεν ταυτίζεται με τον ακόλαστο: «Αυτός είναι και ο λόγος που βάζουμε μαζί τον ακρατή και τον ακόλαστο, τον εγκρατή και το σώφρονα για το λόγο ότι αυτοί έχουν σχέση με τις ίδιες, κατά κάποιον τρόπο, ηδονές και λύπες – μολονότι όμως έχουν σχέση με τα ίδια πράγματα, δεν έχουν σχέση με αυτά με τον ίδιο τρόπο: ο ακόλαστος ενεργεί με επιλογή και προτίμηση, ο ακρατής χωρίς» (1148a 4, 14-19).
 
Για την ακρατή συμπεριφορά της δεύτερης περίπτωσης (σε σχέση δηλαδή με τις τιμές, το κέρδος κλπ), το μεμπτό της συμπεριφοράς δεν αφορά την επιθυμία να τα αποκτήσει κανείς (είναι καλό οι άνθρωποι να αγαπούν τις τιμές και το κέρδος), αλλά την υπερβολή της επιδίωξης, που εν τέλει εκφυλίζει τη συμπεριφορά: «οι άνθρωποι δεν ψέγονται επειδή υπόκεινται στην επίδρασή τους, επειδή τα επιθυμούν και τα αγαπούν, αλλά για το συγκεκριμένο, τον υπερβολικό τρόπο με τον οποίο κάνουν ό,τι κάνουν» (1148a 4, 30-31).
 
Πράγματι, δεν είναι κακό να είναι κανείς φιλόνικος ή να θέλει να κερδίσει τιμές μέσα στην πόλη ή να αποκτήσει χρήματα από τις δραστηριότητές του. Το ζήτημα είναι τι είναι πρόθυμος να κάνει προκειμένου να τα πετύχει. Ο τρόπος της επιδίωξης, αν κινείται στην υπερβολή, είναι βέβαιο ότι θα ακυρώσει τις επιταγές της αρετής κι ενδέχεται να φτάσει μέχρι το απόλυτο κακό. Κι αυτός είναι ο κύριος λόγος που για τους περισσότερους η ακρατής συμπεριφορά ταυτίζεται και με τις σωματικές ηδονές (αναγκαία) και με τις πράξεις επιλογής και προτίμησης.
 
Αυτό όμως δεν είναι απολύτως σωστό, καθώς υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις δύο περιπτώσεις. Με δεδομένο ότι η ακράτεια, από θέση αρχής, έχει να κάνει με την αποχαλίνωση μιας κακής πράξης (το πολύ φαγητό είναι πράγματι από μόνο του μια κακή πράξη), δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για την επιδίωξη της τιμής, αφού (από μόνη της) δεν είναι κάτι κακό. Η κακή πράξη μπορεί να επέλθει αργότερα από τα μέσα που θα μεταχειριστεί κανείς για να την πετύχει. Κι όσο πιο υπερβολικά την ποθεί, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Με άλλα λόγια, ενώ στην πρώτη περίπτωση αυτό που επιφέρει την ακρατή συμπεριφορά είναι η υποδούλωση σε ένα πάθος οδηγώντας σε άμετρες και άλογες κακές ενέργειες, στη δεύτερη το κίνητρο είναι ορθό και η στρέβλωση γίνεται αργότερα από την υπερβολή που επιδεικνύει κανείς για την επίτευξη του.
 

Κι αυτή είναι η διαφορά της απόλυτης ακράτειας με την επιμέρους: «γιατί το καθένα τους» (τιμή, κέρδος, νίκη κ.λπ. εννοείται) «είναι εκ φύσεως άξιο επιλογής και προτίμησης καθαυτό, και γιατί μόνο οι υπερβολές σ’ αυτά είναι κάτι το μεμπτό, κάτι που πρέπει να αποφεύγεται. Παρόμοια δεν υπάρχει ούτε ακράτεια· γιατί η ακράτεια δεν είναι μόνο κάτι που πρέπει να αποφεύγεται, αλλά και ένα από τα αξιόμεμπτα πράγματα: λόγω της ομοιότητας που το πάθος αυτό της ψυχής παρουσιάζει με την ακράτεια οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη “ακράτεια” με τη σχετική κάθε φορά προσθήκη, ακριβώς όπως λένε “κακός γιατρός” ή “κακός ηθοποιός” για έναν άνθρωπο που δε θα τον ονόμαζαν κακό με την απόλυτη σημασία της λέξης» (1148b 4, 4-10).
 
Εκτός κι αν από υπέρμετρη αγάπη για κάτι από αυτά (πχ. κέρδος) έφτανε κανείς να πραγματώσει το απόλυτο κακό. Το ότι το αρχικό του κίνητρο ήταν υγιές δεν είναι επιχείρημα που μπορεί να τον αθωώσει. Η υπέρβαση των ορίων είναι πάντα κάτι κακό κι όσο περισσότερο τα υπερβεί κανείς, τόσο μεγαλύτερο κακό κάνει. Θα έλεγε κανείς ότι και η απόλυτη υπέρβαση δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο απόλυτο κακό.
 
Και βέβαια δεν πρέπει να αναρωτηθεί κανείς γιατί θεωρείται ότι στην πρώτη κατηγορία των «αναγκαίων» (σωματικών αναγκών) αυτό που εξυπηρετείται είναι από θέση αρχής κακό. (Είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να εκληφθεί ως κακό η κάλυψη των αναγκών του σώματος). Το κακό έχει να κάνει με το ότι ο ακρατής αυτού του είδους δεν εξυπηρετεί σωματικές ανάγκες, αλλά λειτουργεί επιβλαβώς. Ο λαίμαργος δεν τρέφεται για να κρατηθεί στη ζωή, αλλά για να ικανοποιήσει ένα πάθος. Γι’ αυτό δεν τρώει όποτε πεινά, αλλά συνέχεια.
 
Από κει και πέρα η τάση κάποιου να εισπράττει χαρά από την πραγμάτωση φρικαλέων πράξεων ταυτίζεται με το θηριώδες. Κι αυτό γιατί ή έξη που επιφέρει αυτού του είδους τις πράξεις δεν μπορεί παρά να αρμόζει στα θηρία: «Εννοώ τις θηριώδεις έξεις, όπως στην περίπτωση εκείνης της μέγαιρας που λένε ότι ξέσχιζε την κοιλιά εγκύων γυναικών και καταβρόχθιζε τα έμβρυα, ή ενσχέσει με τα πράγματα με τα οποία λέει ο κόσμος ότι ευχαριστιούνται κάποιοι άγριοι πληθυσμοί στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου: μερικοί ευχαριστιούνται τρώγοντας ωμά κρέατα, άλλοι τρώγοντας ανθρώπινες σάρκες, ενώ άλλοι ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα παιδιά τους για τις ευωχίες τους» (1148b 5, 23-28).
 

Για τον Αριστοτέλη τέτοιου είδους πράξεις οφείλονται είτε σε βάρβαρα ήθη κάποιων λαών είτε σε περιπτώσεις ψυχικής παθολογίας: «Όλες αυτές οι έξεις είναι θηριώδεις, ενώ κάποιες άλλες κάνουν την εμφάνισή τους ύστερα από αρρώστιες (σε μερικούς και ως αποτέλεσμα τρέλας· τέτοια ήταν η περίπτωση εκείνου που έσφαξε –σαν για θυσία– τη μητέρα του και την έφαγε· τέτοια ήταν, επίσης, η περίπτωση εκείνου που έφαγε το συκώτι του συνδούλου του)» (1148b 5, 29-31).
 
Στο θηριώδες κατατάσσονται κι άλλες συνήθειες που προέρχονται από «νοσηρές καταστάσεις»: «Κάποιες άλλες, πάλι, είναι αποτέλεσμα νοσηρών καταστάσεων ή συνήθειας, όπως είναι, επιπαραδείγματι, το να μαδάει κανείς τις τρίχες της κεφαλής του, να τρώει τα νύχια του, να τρώει κάρβουνα ή χώμα ή, επίσης, να κάνει έρωτα με αγόρια» (1148b 5, 32-34). Το βέβαιο είναι ότι, αν οι πράξεις υπαγορεύονται από τη φύση, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ακρατείς: «Σε όσους λοιπόν είναι η φύση η αιτία» (των πράξεων εννοείται) «αυτούς κανένας δε θα μπορούσε να τους πει ακρατείς» (1148b 5, 33-34).
 
Από τη στιγμή που η φύση ορίζει μια συμπεριφορά τότε αυτή κρίνεται αναπόφευκτη. Και το αναπόφευκτο δεν μπορεί να ταυτιστεί με το ακρατές. Το ζήτημα είναι ότι οι πράξεις που τείνουν στο θηριώδες προφανώς δεν αποδίδονται στη φύση. Μπορούν, όμως, να αποδοθούν στην ελαττωματική φύση, όπως η περίπτωση του τρελού που προβαίνει σε ανοσιουργήματα χωρίς να έχει καμία επίγνωση των πράξεών του. Ένας τέτοιος άνθρωπος, όσο κι αν αποτελεί κίνδυνο για τους συνανθρώπους του, είναι αδύνατο να χαρακτηριστεί ακρατής ή κακός ακριβώς επειδή έχει το ακαταλόγιστο: «Το να έχει λοιπόν κανείς κάποια από αυτές τις έξεις είναι κάτι που βρίσκεται έξω από τα όρια της κακίας, ακριβώς όπως και η θηριότητα» (1149a 5, 1-2).
 
Στον τρελό δεν μπορούν να αποδοθούν ηθικοί χαρακτηρισμοί, όπως και σ’ ένα θηρίο. Όμως, για τον Αριστοτέλη όλες οι συμπεριφορές που παρουσιάζουν ακρότητες στο βάθος κρύβουν μέσα τους κάτι το θηριώδες: «όλες οι περιπτώσεις υπερβολής στην αφροσύνη, στη δειλία, στην ακολασία, στη δυστροπία είναι αποτέλεσμα ή θηριώδους ιδιοσυγκρασίας ή νοσηρών καταστάσεων: αυτός που είναι έτσι καμωμένος από τη φύση ώστε να φοβάται τα πάντα, ακόμη και το θόρυβο ενός ποντικού, είναι δειλός με μια δειλία θηριώδους τύπου, ενώ εκείνος για τον οποίο έλεγαν ότι φοβόταν τη γάτα ήταν δειλός εξαιτίας αρρώστιας» (1149a 5, 6-10).
 
Κι εδώ, βέβαια, δεν υπάρχει καμία αντίφαση ανάμεσα στο ότι όλες οι ηθικές αρετές ή κακίες (όπως το θάρρος και η δειλία) δεν είναι από τη φύση, αλλά αποτέλεσμα συνήθειας και στη συγκεκριμένη περίπτωση που γίνεται αναφορά στον εκ φύσεως δειλό που φοβάται τις γάτες και τα ποντίκια. Γιατί εδώ ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε περιπτώσεις παθολογικές, περιπτώσεις που η φύση (από λάθος) έδωσε μειονεκτήματα στους ανθρώπους. Η φράση «δειλός εξαιτίας αρρώστιας» είναι καταλυτική.
 
Ωστόσο, ακόμη κι αν κάποιος έχει τέτοιου είδους έξεις για τις οποίες ενδέχεται να μη φέρει την ευθύνη, υπάρχει και πάλι η δυνατότητα να ενδώσει σ’ αυτές ή να αγωνιστεί και να τις ξεπεράσει. Κι αυτός είναι και ο λόγος, που, κι αν ακόμη χαρακτηρίσει κανείς τέτοιου είδους συμπεριφορές ακρατείς, είναι αδύνατο να επικαλεστεί την απόλυτη έννοια της λέξης: «Στην περίπτωση, πάντως, που τις έχει» (τις θηριώδεις έξεις εννοείται) «το να τις νικάει ή να νικιέται από αυτές δε σημαίνει (εγκράτεια ή) ακράτεια με την καθαρή και απόλυτη σημασία της λέξης, αλλά ακράτεια κατ’ αναλογίαν, ακριβώς όπως και αυτόν που δεν μπορεί να επιβάλλεται στο θυμό του πρέπει να τον λέμε “ακρατή ως προς αυτό το πάθος”, όχι όμως ακρατή με το καθαρό και απόλυτο νόημα αυτής της λέξης» (1149a 5, 2-5).
 
Το θηριώδες, όπως τίθεται από τον Αριστοτέλη, εκπροσωπεί την υπερβολή που ξεπερνά τα μέτρα του ανθρώπου. Αναφέρεται στη νοσηρότητα που λειτουργεί σοκαριστικά, στο αποτρόπαιο, στο ειδεχθές που τείνει στο παράλογο.
 
Κι αυτό σηματοδοτεί μια άλλη έννοια της κακίας που τίθεται επίσης πάνω από τα ανθρώπινα μέτρα, θα λέγαμε τη θηριώδη κακία, που εν τέλει δεν μπορεί παρά να προσδώσει και τις νέες διαστάσεις της ακράτειας, που κι εκείνη ενδέχεται να ξεπερνά όλα τα όρια φτάνοντας με τη σειρά της στο θηριώδες: «Όπως λοιπόν και στην περίπτωση της κακίας υπάρχει αυτή που μένει στα όρια της ανθρώπινης φύσης και λέγεται απλώς κακία, εκτός όμως από αυτήν υπάρχει και η κακία που λέγεται με μια προσθήκη (θηριώδης ή νοσηρή), όχι όμως απλά και σκέτα κακία, έτσι ακριβώς –είναι φανερό– υπάρχει η θηριώδης ή η νοσηρή ακράτεια, ενώ απλά και σκέτα ακράτεια είναι αυτή που αντιστοιχεί στην ανθρώπινη ακολασία» (1149a 5, 18-23).
 
  Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Όταν ξέρεις τι θες κρατάς μακριά όσους δεν ξέρουν

Σίγουρα έχεις πληγωθεί παραπάνω από μία φορά στη ζωή σου. Σίγουρα έχεις απογοητευτεί από ανθρώπους που είχες σε εκτίμηση και δεν πίστευες ότι θα κλονίσουν την εμπιστοσύνη σου. Ίσως και να έχεις μετανιώσει για πράγματα που έκανες στο παρελθόν με αυτούς τους ανθρώπους. Όλοι έχουμε μπλέξει με τα λάθος άτομα σε λάθος στιγμές της ζωής μας.

Η αλήθεια είναι πως δεν πρέπει να μετανιώνουμε για καμία μας επιλογή, για καμία πικρία και διάψευση που πιστεύουμε ότι μας στοίχισε πολύ. Καμιά φορά ο εγωισμός μας δε μας αφήνει να διακρίνουμε τις λάθος συμπεριφορές μας, γι’ αυτό κι απογοητευόμαστε. Θα πρέπει, όμως, να νιώθουμε ευγνώμονες που ζήσαμε όλες αυτές τις στιγμές γιατί πλέον έχουμε αποκτήσει μια εμπειρία.

Μέσα από όλες αυτές τις αρνητικές εμπειρίες έχουμε φτάσει πλέον στο σημείο να αναγνωρίζουμε τι θέλουμε να κρατήσουμε στη ζωή μας και τι όχι. Έρχονται άνθρωποι που πιο παλιά σίγουρα θα ερωτευόμασταν, θα ενθουσιαζόμασταν, θα συνεργαζόμασταν μαζί τους, ή ίσως ακόμα και να τους κάναμε και συνεταίρους μας, όμως πλέον έχουμε την εμπειρία και την κρίση να ξέρουμε τι θέλουμε από έναν άνθρωπο, άρα και τι περιμένουμε κι απαιτούμε αντίστοιχα από εκείνον.

Θέλουμε κάποιον μόνο για σεξ, θέλουμε κάποιον για συντροφιά, για να μην είμαστε μόνοι, θέλουμε κάποιον για σοβαρή σχέση, μπορούμε έτσι να επιλέξουμε τι θα επιτρέψουμε να έρθει στη ζωή μας.

Έλκεις ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν όπως πλέον ξέρεις κι εσύ, κάτι που φαίνεται στο χαρακτήρα σου και στον αέρα σου, στις προϋποθέσεις και τα στάνταρντ σου. Έχεις την επιλογή για την ίδια σου τη ζωή. Αυτό δε σημαίνει, βέβαια, ότι δε θα ξανακάνεις λάθος επιλογές -κανένας δεν έχει γεννηθεί τέλειος, να γνωρίζει τι είναι σωστό για τη ζωή του κι αν ακόμα το ξέρει, δεν αποκλείεται να επιλέξει κάποτε το λάθος.

Σαφώς, το ότι ξέρουμε πλέον τι θέλουμε δε σημαίνει απαραίτητα ότι είναι κι αυτό που μας έρχεται, αλλά σίγουρα μπορούμε να κρίνουμε καλύτερα από προηγούμενες φορές και μπορούμε να ελκύουμε ανθρώπους που εμείς θέλουμε. Σίγουρα θα έρθουν πολλοί ακατάλληλοι για μας, ακόμα και μετά την εμπειρία μας και το φιλτράρισμά μας, και σίγουρα θα στεναχωρηθούμε πάλι αλλά όχι όπως παλιά. Αποδεχόμαστε το λάθος μας, βάζουμε ξανά όρια κι απομακρύνουμε αυτούς που δε χρειάζονται στη ζωή μας.

Ας πληγωθήκαμε, ας πονέσαμε, ας απογοητευτήκαμε. Δεν τρέχει κάτι, όλα αυτά είναι μαθήματα μας κάνουν πιο καλά προετοιμασμένους για τη συνέχεια. Άλλωστε αυτό είναι και το όμορφο στη ζωή, να ζούμε διαφορετικές καταστάσεις και περιπέτειες για να μπορέσουμε μέσα απ΄ αυτές να μας γνωρίσουμε καλύτερα. Κι ύστερα θα μπορούμε να ελκύουμε τους ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν στη ζωή τους, όταν πια θα γνωρίζουμε κι εμείς.

Αυτό είναι και το σωστό αποτέλεσμα, να μπορείς να έλκεις και να έλκεσαι από ανθρώπους που ξέρουν τι θέλουν και να κρατάς μακριά αυτούς που δεν ξέρουν. Όταν πια θα είσαι έτοιμος να γνωρίζεις τις επιθυμίες σου στη ζωή σου, τότε θα καταλάβεις πόσους ανθρώπους δεν έπρεπε να είχες βάλει, αλλά συγχρόνως και τι έμαθες από αυτούς.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι δε θα ξανά ασχοληθείς με ανώφελες καταστάσεις. Πλέον βρίσκεις τον δρόμο σου μόνος σου, και χωρίς κανένα κόπο, γιατί αυτό ελκύεις.

Honoré de Balzac: Το "θέλω" μας καίει, το "μπορώ" μας καταστρέφει

Θα σας φανερώσω με λίγα λόγια ένα μεγάλο μυστήριο της ανθρώπινης ζωής.

Τον άνθρωπο τον εξαντλούν δυο πράξεις που εκπληρώνονται αυθόρμητα και στερεύουν τις πηγές της ύπαρξής του.

Δύο ρήματα εκφράζουν όλες τις μορφές που παίρνουν αυτές οι δύο αιτίες του θανάτου: "θέλω" και "μπορώ".

Ανάμεσα στα δυο αυτά όρια της ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει μια άλλη διατύπωση απ' την οποία κυριεύονται οι σοφοί, και που της χρωστάω την ευτυχία και τη μακροζωία μου. · αλλά το "ξέρω" αφήνει τον αδύνατο οργανισμό μας σε μιαν αδιάκοπη κατάσταση γαλήνης.

Έτσι, ο πόθος και η επιθυμία μου είναι μέσα μου νεκροί, σκοτωμένοι από τις σκέψεις.

Η κίνηση και η δύναμη ρυθμίζονται από τη φυσική συμμετρία των οργάνων μου.

Με δυο λόγια, έχω τοποθετήσει τη ζωή μου, όχι στην καρδιά που σπάει, όχι στα νεύρα που εξασθενίζουν, αλλά μέσα στο νου που δεν φθείρεται και που επιζεί πάνω απ' όλα.

Καμιά υπερβολή δεν πλήγωσε ούτε το σώμα μου ούτε την ψυχή μου.

Παρ' όλα αυτά, έχω ιδεί όλον τον κόσμο.

Τα πόδια μου έχουν περπατήσει τα πιο ψηλά βουνά της Ασίας και της Αμερικής, έμαθα όλες τις γλώσσες του κόσμου κ' έχω ζήσει κάτω απ' όλα τα καθεστώτα.

Δάνεισα το χρήμα μου σ' έναν Κινέζο παίρνοντας για ενέχειρο τον πατέρα του, κοιμήθηκα κάτω από την τέντα του Άραβα, εμπιστευμένος στο λόγο της τιμής του, υπόγραφα συμβόλαια σε όλες τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κι άφησα άφοβα το χρυσάφι μου στα χωριά των αγρίων· μ' έναν λόγο, πέτυχα τα πάντα γιατί ήξερα να περιφρονώ τα πάντα.

Η μοναδική μου φιλοδοξία ήταν να ιδώ.

Το να βλέπεις, δεν είναι γνώση;

Ω! η γνώση, νέε μου, δεν είναι μια πνευματική απόλαυση;

Τι μένει από την υλική κατοχή ενός πράγματος; μια ιδέα...
 
Honoré de Balzac, Το μαγικό δέρμα

Σκοτώστε την πίστη

Τι είναι αυτό που οπλίζει τα χέρια τόσων ανθρώπων για να κάνουν αγριότητες, βαρβαρότητες και δολοφονίες. Τι είναι αυτό που κάνει νέους να ζώνονται εκρηκτικά και να αυτοκτονούν δολοφονώντας παράλληλα δεκάδες αθώους ανθρώπους ή να ρίχνουν αεροπλάνα πάνω σε ουρανοξύστες.

Τι είναι αυτό που οδηγούσε τον Τορκεμάδα και την ιερά εξέταση να κάψουν χιλιάδες ανθρώπους στο σταυρό, τι είναι αυτό που οδήγησε απλούς ανθρώπους να σουβλίσουν μητέρες μπροστά τα παιδιά τους και να ανοίξουν κοιλιές εγκύων με μαχαίρια και μετά να καρφώσουν το αγέννητο παιδί. Τι είναι αυτό που κάνει εκατομμύρια ανθρώπους να μισούν μέχρι θανάτου εκατομμύρια άλλους που ποτέ δεν τους έχουν δει και ποτέ δεν τους έχουν συναντήσει. Τι είναι αυτό που μεταμορφώνει απλούς καθημερινούς ανθρώπους στο άκουσμα μιας λέξης σε τέρατα της αποκάλυψης.
 
Η απάντηση είναι μια: Είναι η Πίστη.

Η πίστη είναι η μεγαλύτερη παραδοξότητα που έχει εφεύρει ο άνθρωπος. Δεν χρειάζεται απόδειξη ούτε καν ένδειξη. Δεν χρειάζεται τίποτα παρά μόνο την ολική αφαίρεση από την πραγματικότητα. Ένα και ένα δεν κάνουν δύο. Αν πιστεύεις πως η απάντηση είναι τρία δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Το αποδέχεσαι και λες σε όλους του άπιστους πως δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις λογική σε τέτοια πράγματα. Βροντοφωνάζεις πως υπάρχει ένα άλλο σύστημα που δεν επιδέχεται απόδειξη κριτική ή οτιδήποτε άλλο. Πιστεύεις πως ένα βιβλίο που γράφτηκε πριν από χιλιάδες χρόνια είναι ιερό και δεν επιδέχεται καμία κριτική ή αλλαγή. Δυστυχώς για εμάς τους υπόλοιπους υπάρχουν πολλά τέτοια βιβλία και κόσμος που πραγματικά σκοτώνεται για να αναδείξει την αλήθεια του δικού του βιβλίου και όχι του άλλου.

Πιστεύει πως κάποιοι αγράμματοι βοσκοί πριν από χιλιάδες χρόνια είδαν το μέλλον ή ότι κάποιος πέταξε με ένα φτερωτό άλογο. Πιστεύει πως υπάρχει κάποιος που τα ξέρει και τα βλέπει όλα και με αυτό το επιχείρημα προσπαθεί να βάλει φραγμούς όχι μόνο στην ιδιωτική μας ζωή αλλά ακόμα και στις σκέψεις μας. Είμαστε υπόλογοι όχι μόνο για τις πράξεις μας αλλά και για τις σκέψεις μας. Είμαστε εκ προοιμίου ένοχοι και θα τιμωρηθούμε. Για πολλούς αποτελεί ελαφρυντικό έως και αποδεικτικό στοιχείο αθωότητας όταν ένας δολοφόνος επικαλεστεί θεία εντολή ή την πίστη του.

Όμως η κορυφή της πίστης είναι μία. Είναι η ζωή μετά θάνατο. Η πίστη σε κόλαση και παράδεισο. Χωρίς αυτή δεν υπάρχει νόημα πίστης ή θρησκειών. Το γεγονός πως κανένας δεν έχει επιστρέψει από τον θάνατο για να μας επιβεβαιώσει αν όντως η μετά θάνατον ζωή είναι όπως την υπόσχονται ή την διακηρύσσουν οι διάφορες θρησκείες και δόγματα δεν παίζει ρόλο. Θα πίστευε κανείς ότι ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων θα είχαμε αμφιβολίες. Όμως όχι, πολλοί μα πάρα πολλοί είναι έτοιμη να αυτοκτονήσουν ή ακόμα και να πράξουν απίστευτες βαρβαρότητες για να πάρουν μια θέση στο βασίλειο της άλλης ζωής. Ο Χίτσενς είχε πεί πως ένας ισχυρισμός χωρίς αποδεικτικά στοιχεία μπορεί επίσης να απορριφθεί χωρίς αποδείξεις. Γιατί το βάρος της απόδειξης ενός ισχυρισμού δεν πέφτει σε εμάς αλλά στους ισχυριζόμενους. 

Όσοι νομίζουν πως η δικιά μας πίστη είναι καλύτερη ή πιο μετριοπαθείς κάνουν μεγάλο λάθος. Δεν υπάρχει καλή πίστη. Είναι μια ιδέα που πρέπει να θαφτεί από όλους μας. Ο πιστός είναι υποχρεωμένος να ξεχάσει την λογική και να αποδεχτεί την απουσία αποδείξεων ως απόδειξη. Δεν υπάρχει τίποτα πιο διεστραμμένο.
 

Ας κάνουμε λοιπόν ένα άλμα προς την λογική και ας σκοτώσουμε την πίστη. Όχι μόνο την δική τους αλλά και την δική μας. Ο κόσμος θα γίνει καλύτερος.

Όταν κάποιος που αγαπήσαμε, γίνεται κάποιος που χάσαμε

Ίσως να μην ήταν γραφτό. Ίσως οι άνθρωποι να αλλάζουν «θέλω» μεγαλώνοντας. Ίσως οι συνθήκες να έμειναν για πάντα τόσο κατάλληλα ακατάλληλες. Ίσως οι καταστάσεις να έφεραν ένα τέλος που δεν μπορούσε να διορθωθεί με καμία άλλη προσπάθεια. Ό,τι κι αν έγινε, όλοι το νιώσαμε. Όλοι αγαπήσαμε κάποιον άνθρωπο στη ζωή μας και τον χάσαμε.

Μα αλήθεια, μεγαλύτερο βουνό από αυτό των συναισθημάτων της απώλειας ενός τέτοιου ατόμου δεν υπάρχει. Σαν να αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς η ψυχή μας. Σαν να περιμένει πως κάτι θα αλλάξει. Ξεκινάμε να πιστεύουμε στα θαύματα για να σταματήσει το μέσα μας να πονά. Και είναι αλήθεια τόσο επώδυνη η συνειδητοποίηση αυτής της αλήθειας.

Όταν χάνουμε κάποιον που αγαπήσαμε περισσότερο από το καθετί, μέσα μας, δεν πονά μόνο η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας. Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι να «θρηνήσουμε» την απώλειά μας. Γιατί; Γιατί πρέπει να συνεχίσουμε την ίδια καθημερινότητα και ρουτίνα χωρίς τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Χωρίς τις μικρές λεπτομέρειες που μας έσπαγαν το γκρίζο και μας έδιναν χρώμα. Πρέπει να προχωρήσουμε.

Λες κι καρδιά μας έχει γίνει ένας πόλος μιας μπαταρίας που στη μια άκρη έχει την αγάπη και στην άλλη τη μοναξιά. Κι αλήθεια έτσι δεν είναι; Έρχεται ένας άνθρωπος, μας φορτίζει με αγάπη, νοιάξιμο, στιγμές, αναμνήσεις και μετά κενό. Αδειάζουμε. Γιατί όταν χωρίζουν οι άνθρωποι, σε κάθε κομμάτι τους που μαζεύουν απ’ το πάτωμα θυμούνται κάθε στιγμή και κάθε ανάμνηση που το έπλασε κάνοντας αυτή τη διαδρομή ακόμα πιο επίπονη.

Όταν κάποιος που αγαπήσαμε, γίνεται κάποιος που χάσαμε νιώθουμε προδομένοι και μόνοι. Κι ας βαφτίσουμε αυτή την απώλεια ερωτική, φιλική, ας την ονομάσουμε όπως θέλουμε. Η απώλεια είναι μια σκληρή πραγματικότητα για όποιον την έκανε φίλη. Είναι μια αλήθεια που μας κάνει να πιστεύουμε πως ό,τι ζήσαμε ήταν ένα ψέμα. Γιατί ξυπνά τον θυμό μέσα μας.

Σταματάμε να πιστεύουμε. Σταματάμε να κάνουμε τόσο εύκολα όνειρα. Γιατί μαθαίνουμε πως ανά πάσα στιγμή όλα μπορούν να γίνουν θρύψαλα και να σκορπίζουν με τον πιο εκκωφαντικό θόρυβο ανάμεσα στις σιωπές που θα έρθουν τα βράδια σαν τραβήξουμε στη γωνιά μας.

Μέσα από την απώλεια, συνειδητοποιούμε πόσο ίδιοι είμαστε όλοι. Πόσο ανθρώπινα τρωτοί είμαστε σαν χάσουμε αυτούς που αγαπάμε. Αυτή είναι η συνειδητοποίηση που μας απλώνει το χέρι να σηκωθούμε. Να προχωρήσουμε και να προσπαθήσουμε να μην ξυπνάμε απλά για να πούμε πως υπάρχουμε, μα να αρχίσουμε σιγά – σιγά να ζούμε και πάλι.

Όσο απίστευτο κι αν μας φαίνεται στην αρχή, όσο ακατόρθωτο κι αν φαντάζει το ενδεχόμενο να αγαπήσει ξανά η καρδιά μας, να χαρεί και να προχωρήσει, στο τέλος βρίσκει τον τρόπο. Γιατί ένας άνθρωπος που χάσαμε, συνέχισε να μας μαθαίνει ακόμα περισσότερα στην απουσία του.

Κι οι άνθρωποι πάντα θα αποζητούν εκείνο το συναίσθημα μέσα τους. Θα διψούν να ξαναθυμηθούν πως είναι να αγαπάς και να αγαπιέσαι. Γιατί ένας χωρισμός είναι η συνειδητοποίηση της ανάγκης μας για συντροφικότητα. Αλλιώς θα ήταν εύκολος. Αλλιώς δεν θα πονούσε τόσο. Έχουμε την ανάγκη της αγάπης μέσα μας.

Η ΣΩΚΡΑΤΙΚΗ «ΕΙΡΩΝΕΙΑ»

Αυτό το απόσπασμα οπό το Συμπόσιο του Πλάτωνα μας δείχνει στην πράξη την περίφημη «σωκρατική ειρωνεία» (μέσα από τα λόγια του Αλκιβιάδη), που παρουσιάζεται αμέσως πολύ διαφορετική από αυτό που κοινώς εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη «ειρωνεία».

[ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ] Δεν τον απασχολεί καθόλου αν κάποιος είναι όμορφος, αλλά περιφρονεί σε αφάνταστο βαθμό την ομορφιά, ούτε τον νοιάζει αν κάποιος είναι πλούσιος ή διαθέτει κάποιο άλλο στοιχείο που λατρεύεται από το πλήθος. Όλα αυτά τα προτερήματα τα θεωρεί ανάξια, άρα το ίδιο και εμάς -σας διαβεβαιώνω- και περνά όλη του τη ζωή μέσα στην ειρωνεία, κάνοντας αστεία πίσω από την πλάτη των ανθρώπων.

Και αυτός, όταν τα άκουσε, πήρε εκείνη τη γνωστή, την τόσο χαρακτηριστική για εκείνον στάση ειρωνείας και είπε: «Αγαπητέ μου Αλκιβιάδη, θα τολμούσα να πω ότι πραγματικά δεν απέχεις από τους πολλούς, αν αυτά που λες για εμένα απηχούν την πραγματική αλήθεια και ασφαλώς υπάρχει σε εμένα κάποια δύναμη με την οποία εσύ θα μπορούσες να γίνεις καλύτερος. Πρέπει να δεις σε εμένα ανυπέρβλητο κάλλος, πολύ ανώτερο της δικής σου σωματικής ωραιότητας. Αν, λοιπόν, επειδή το βλέπεις προσπαθείς να ανταλλάξεις το κάλλος με το κάλλος, προσπαθείς να κερδίσεις εις βάρος μου: προσπαθείς να κάνεις κτήμα σου την αληθινή και γνήσια ομορφιά, και σκέφτεσαι να “ανταλλάξεις τον χρυσό με τον χαλκό”.

Αλλά, αγαπητέ μου, ξανασκέψου το καλύτερα, μήπως πέφτεις έξω και δεν είμαι παρά ένας άχρηστος. Γιατί, σε βεβαιώνω, η όραση του μυαλού τότε αρχίζει να βλέπει με τρόπο διαυγή, όταν η όραση των ματιών αρχίζει να παρακμάζει. Κι εσύ απέχεις ακόμα πολύ από αυτό».

Πλάτωνα Συμπόσιο, 2165-ε, 2186-219α

Βρέθηκαν τα πρώτα δέντρα που αναπτύχθηκαν στον πλανήτη

Τα πρώτα δέντρα που αναπτύχθηκαν στον πλανήτη μας, φαίνεται πως ήταν και τα πιο πολύπλοκα – περισσότερο από ό,τι είναι τα σημερινά δέντρα. Αυτό αποκαλύπτουν δύο απολιθώματα ενός δέντρου ηλικίας 374 εκατομμυρίων ετών, τα οποία βρέθηκαν σε μια απομονωμένη περιοχή στη βορειοδυτική Κίνα και διαθέτουν μια απρόσμενα πολύπλοκη ανατομία στο εσωτερικό τους.

Η μελέτη του κορμού έφερε στο φως ένα δίκτυο αγγείων (ξύλωμα) πολύ πιο περίπλοκο από ό,τι στα σημερινά φυτά. Πώς και γιατί συνέβη αυτό, αποτελεί μυστήριο για τους επιστήμονες. Το ξύλωμα μεταφέρει νερό και θρεπτικές ουσίες από τις ρίζες του φυτού προς τα κλαδιά και τα φύλλα του. Στα περισσότερα σημερινά δέντρα το ξύλωμα σχηματίζει ένα ενιαίο κεντρικό κύλινδρο στον οποίο προστίθενται νέοι δακτύλιοι κάθε χρόνο κάτω από τον φλοιό, ενώ σε μερικά άλλα δέντρα το ξύλωμα αποτελείται από ξυλώδη αγγεία που είναι ενσωματωμένα σε μαλακότερους σπογγώδεις ιστούς σε όλο τον κορμό. Όμως στα πρώτα δέντρα το ξύλωμα μοιάζει να ήταν ακόμη πιο πολύπλοκο.

Οι ερευνητές από την Κίνα, τη Βρετανία και τις ΗΠΑ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «PNAS» ανακάλυψαν ότι το πανάρχαιο δέντρο ύψους οκτώ έως 12 μέτρων που έμοιαζε με φοίνικα (με την επιστημονική ονομασία Xinicaulis lignescens) διέθετε πολλά επιμέρους ξυλώματα στο εξωτερικό στρώμα του κορμού του, το οποίο είχε πάχος πέντε εκατοστών. Το εσωτερικό τμήμα του κορμού του, ο οποίος είχε συνολική διάμετρο περίπου 70 εκατοστών, ήταν τελείως κούφιο. Τα κάθετα αγγεία του ξυλώματος ήσαν διατεταγμένα με πολύ οργανωμένο τρόπο και διασυνδεμένα οριζόντια μεταξύ τους, θυμίζοντας δίκτυο διασταυρούμενων σωληνώσεων ύδρευσης.

Αντί όλο το δέντρο να προσθέτει ένα ακόμη δακτύλιο κάθε χρόνο που περνούσε (κάτι που σήμερα επιτρέπει τη δεντροχρονολόγηση), στα πρώτα δέντρα κάθε αγγείο του ξυλώματος ανέπτυσσε το δικό του ξεχωριστό δακτύλιο, σαν να υπήρχε ένα μεγάλο δίκτυο μίνι-δέντρων μέσα σε κάθε δέντρο. Καθώς τα επιμέρους αγγεία μεγάλωναν και ο όγκος τους αυξανόταν, μαζί τους διευρυνόταν η διάμετρος όλου του δέντρου. Ταυτόχρονα, στο κάτω μέρος του δέντρου, ξυλώδη αγγεία προεξείχαν όλο και περισσότερο από τα πλάγια του κορμού, σχηματίζοντας μια επίπεδη βάση.

«Δεν υπάρχει άλλο γνωστό δέντρο στην ιστορία της Γης, που να έχει ποτέ κάνει κάτι τόσο απίστευτα περίπλοκο. Είναι τρελό ότι τα αρχαιότερα δέντρα είχαν και την πιο πολύπλοκη ανάπτυξη», δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο παλαιοντολόγος Κρις Μπέρι της Σχολής Γεωεπιστημών του βρετανικού Πανεπιστημίου του Κάρντιφ.

Τα δέντρα κυριαρχούσαν στη Γη κατά τη Δεβόνια περίοδο πριν από 419 έως 358 εκατομμύρια χρόνια. Σχημάτισαν τα πρώτα δάση και έπαιξαν ρόλο-κλειδί στην απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα από την ατμόσφαιρα, στην οποία επίσης πρόσθεσαν οξυγόνο. Επηρέασαν έτσι καθοριστικά το κλίμα του πλανήτη μας και δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη άλλων μορφών ζωής.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Οδύσσεια: Nόστος και Aναζήτηση

Στον βαθμό που ο αποφασισμένος νόστος του Oδυσσέα αναβάλλεται, η αναζήτηση του ήρωα λειτουργεί ως αναγκαία αναπλήρωσή του. Tούτο σημαίνει ότι, εφόσον δεν πρόκειται να εμφανιστεί αμέσως στην αφηγηματική σκηνή του έπους ο ήρωας, η αναζήτησή του, την οποία αναθέτει η Aθηνά στον Tηλέμαχο, είναι όχι μόνον ευπρόσδεκτη αλλά, κατά κάποιον τρόπο, και υποχρεωτική. Έτσι ανοίγει η αυλαία της Tηλεμάχειας.
 
H λέξη "αναζήτηση" δεν υπάρχει στο κείμενο, συμπεραίνεται όμως από τον στίχο α 94 (νόστον πευσόμενον πατρὸς φίλου, ἤν που ἀκούσῃ), ο οποίος αποτελεί τον πυρήνα της θεϊκής πρωτοβουλίας. Γύρω από τον πυρήνα αυτόν υπάρχουν και συμπληρωματικά στοιχεία: ο Tηλέμαχος καλείται να συγκαλέσει πρώτα την ιθακησίων αγορά για να καταγγείλει και να απαγορεύσει εφεξής την κατάχρηση της πατρικής περιουσίας από τους μνηστήρες· η αποδημία, εξάλλου, του νέου στην Πύλο και στη Σπάρτη θεωρείται ο τρόπος για να κερδίσει ο Tηλέμαχος το προσωπικό του πλέον κλέος. Yπάρχουν, ωστόσο, στον λόγο αυτόν της Aθηνάς και κάποια υπονοούμενα που πρέπει να συνυπολογιστούν, για να φανεί καθαρότερα το νόημά του.
 
Tο ένα υπονοούμενο αφορά στο πέρασμα του Tηλεμάχου από την ανήλικη απραξία του στην ενήλικη πράξη: είναι καιρός δηλαδή να αποσπαστεί επιτέλους ο Tηλέμαχος από τη διφορούμενη παρουσία της μάνας του, για να προσηλωθεί στο ίνδαλμα του απόντα πατέρα του. Tο άλλο υπονοούμενο υπόκειται στη λέξη "κλέος": ο γιος οφείλει να αποδειχθεί ευκλεής, να συναγωνιστεί τη δόξα του πατέρα του προτού συναντηθεί μαζί του και καταστεί αρωγός του στη μνηστηροφονία.
 
Tο περίεργο, ωστόσο, είναι ότι: τόσο η σύγκρουση του Tηλεμάχου με τους μνηστήρες στην ιθακησίων αγορά όσο και η αποδημία του στην Πύλο και στη Σπάρτη δεν αποφέρουν πρακτικά αποτελέσματα: οι μνηστήρες όχι μόνο δεν συγκινούνται από τις καταγγελίες του νέου, αλλά επιμένουν και προσαυξάνουν την καταχρηστική τους συμπεριφορά· οι πληροφορίες, εξάλλου, που παίρνει ο Tηλέμαχος από τον Nέστορα και τον Mενέλαο, αντιστοίχως στην Πύλο και στη Σπάρτη, για τον νόστο του πατέρα του παραμένουν θολές και αμήχανες ― ο Πρωτέας, δια στόματος Mενελάου, επιβεβαιώνει τώρα την καθήλωση του Oδυσσέα στην απόκοσμη Ωγυγία, την οποία μάλιστα θεωρεί αδιέξοδη αφού δεν υπάρχουν τα μέσα να ξεφύγει ο ήρωας από τον κλοιό της Kαλυψώς. Tότε όμως προς τι η αναζήτηση; H προσεκτική ανάγνωση των ραψωδιών β-δ λύνει, εν μέρει τουλάχιστον, την προηγούμενη απορία. Συγκεκριμένα:
 
H προκλητική αντίδραση των μνηστήρων στην ιθακησίων αγορά της δεύτερης ραψωδίας επιβεβαιώνει την ενοχή τους και προοικονομεί την τιμωρία τους. H ενοχή μάλιστα αυτή τώρα διπλασιάζεται, αφού οι μνηστήρες απειλούν πλέον και τον ίδιο τον Tηλέμαχο. H απειλή τους επικυρώνεται με την ενέδρα που του στήνουν στην Aστερίδα, περιμένοντας τον γυρισμό του νέου για να τον εξοντώσουν. Tούτο σημαίνει ότι η αποδημία και ο νόστος του Tηλεμάχου περιβάλλονται από θανάσιμο κίνδυνο ― κάτι που αναλογικώς θυμίζει τους προηγούμενους και τους επικείμενους κινδύνους του πατέρα του.
 
Στην Πύλο, εξάλλου, και στη Σπάρτη ο νεαρός Tηλέμαχος συχνά συμπεριφέρεται όπως ο πατέρας του στους σταθμούς του δικού του εξωτερικού νόστου: λ.χ. καθηλώνεται στο παλάτι του Mενελάου, αναλόγως προς την καθήλωση του Oδυσσέα στο νησί της Kαλυψώς. Mε τους όρους αυτούς μπορούμε να πούμε ότι η ριψοκίνδυνη αποδημία του Tηλεμάχου και ο επικίνδυνος νόστος του τον καθιστούν, κατά κάποιον τρόπο, μικρογραφία του πατέρα του. Πρόκειται για ένα είδος αναλογικής εξομοίωσης, η οποία φαίνεται να είναι ο ένας υπονοούμενος στόχος της Tηλεμάχειας.
 
O άλλος στόχος συμπεραίνεται από τις διηγήσεις του Nέστορα και του Mενελάου· όπου ο βασιλιάς της Πύλου και ο βασιλιάς της Σπάρτης προσχηματίζουν το προφίλ του Oδυσσέα, προτού ο ήρωας εμφανιστεί μέσα στο έπος. Kαι κάτι σημαντικότερο: μέσα στις δύο αυτές διαδοχικές διηγήσεις υποβάλλεται γενικότερα η τυπολογία των νόστων: ένα είδος ταξινομικής κλίμακας, στην οποία μοιράζονται οι ελάσσονες νόστοι της Oδύσσειας σε άμεσους και ευτυχείς, σε άμεσους και τραγικούς, σε όψιμους και περιπετειώδεις. Σ' αυτό το ταξινομημένο πλαίσιο εντάσσεται ο νόστος του Oδυσσέα, με τέτοιον μάλιστα τρόπο ώστε να δημιουργείται η αίσθηση ότι ο δικός του νόστος, με τις εναλλακτικές φάσεις του, συναιρεί όλες τις προηγούμενες εκδοχές· ότι ταλαντεύεται ειδικότερα ανάμεσα στον τραγικό νόστο του Aγαμέμνονα και στον όψιμο και περιπετειώδη του Mενελάου.
 
O συνειρμός μάλιστα του νόστου του Aγαμέμνονα με τον νόστο του Oδυσσέα φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την Tηλεμάχεια (και για τον Tηλέμαχο) όσο και για το σύνολο της Oδύσσειας. Kαι ασφαλώς δεν είναι τυχαία η επιμονή του Nέστορα και του Mενελάου στον τραγικό νόστο του Aγαμέμνονα, όπου ο ένας συμπληρώνει τον άλλο ικανοποιώντας την παθολογική περιπέτεια του Tηλεμάχου. Yπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι στο ίδιο παράδειγμα αναφέρεται και ο Δίας στη θεῶν ἀγορά της πρώτης ραψωδίας, προκειμένου να ορίσει τη σχέση θεοδικίας και ανθρωποδικίας: την ευθύνη δηλαδή των θεών έναντι της ευθύνης των θνητών, όταν μάλιστα οι θνητοί προειδοποιούνται από τους θεούς να αποφύγουν ανόσια έργα (περίπτωση του Aιγίσθου).
 
Γενικότερα, η παραβολή του τραγικού νόστου του Aγαμέμνονα με τον νόστο του Oδυσσέα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ειρωνική: συγχρόνως θετική και αρνητική. Όσο δηλαδή ο ασυντέλεστος νόστος του Oδυσσέα βρίσκεται σε εκκρεμότητα, αφήνει συνειρμικά περιθώρια για ομοιωματικού τύπου συγκρίσεις: του Aιγίσθου με τους μνηστήρες· του Aγαμέμνονα με τον Oδυσσέα· του Oρέστη με τον Tηλέμαχο· εν μέρει και της Kλυταιμνήστρας με την Πηνελόπη. Kαθ' οδόν όμως, το παράδειγμα του τραγικού νόστου του Aγαμέμνονα μετατρέπεται πλέον σε αντιπαράδειγμα για τον συντελούμενο και συντελεσμένο νόστο του Oδυσσέα. Στο πλαίσιο πάντως ακόμη της Tηλεμάχειας, η θεά Aθηνά αλλά και ο Nέστορας δεν διστάζουν να υποβάλουν στον Tηλέμαχο την εκδίκηση του Oρέστη ως παράδειγμα προς μίμηση. Eίναι λοιπόν πιθανόν η έκφραση κλέος ἐσθλόν στον στίχο α 95 να παραπέμπει, έμμεσα έστω, και στην υποθετική σύγκριση Tηλεμάχου και Oρέστη.