ΚΑ. ὦ τέκνον, ὡς ἐς δεινὸν ἤλθομεν κακὸν
‹πάντες›, σύ θ᾽ ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ
ἐγώ θ᾽ ὁ τλήμων· βαρβάρους ἀφίξομαι
1355 γέρων μέτοικος, ἔτι δέ μοὐστὶ θέσφατον
ἐς Ἑλλάδ᾽ ἀγαγεῖν μιγάδα βαρβάρων στρατόν.
καὶ τὴν Ἄρεως παῖδ᾽ Ἁρμονίαν, δάμαρτ᾽ ἐμήν,
δράκων δρακαίνης ‹σχῆμ᾽› ἔχουσαν ἀγρίας
ἄξω ᾽πὶ βωμοὺς καὶ τάφους Ἑλληνικούς,
1360 ἡγούμενος λόγχαισιν· οὐδὲ παύσομαι
κακῶν ὁ τλήμων οὐδὲ τὸν καταιβάτην
Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσομαι.
ΑΓ. ὦ πάτερ, ἐγὼ δὲ σοῦ στερεῖσα φεύξομαι.
ΚΑ. τί μ᾽ ἀμφιβάλλεις χερσίν, ὦ τάλαινα παῖ,
1365 ὄρνις ὅπως κηφῆνα πολιόχρων κύκνος;
ΑΓ. ποῖ γὰρ τράπωμαι πατρίδος ἐκβεβλημένη;
ΚΑ. οὐκ οἶδα, τέκνον· σμικρὸς ἐπίκουρος πατήρ.
ΑΓ. χαῖρ᾽, ὦ μέλαθρον, χαῖρ᾽, ὦ πατρία
πόλις· ἐκλείπω σ᾽ ἐπὶ δυστυχίαι
1370 φυγὰς ἐκ θαλάμων.
ΚΑ. στεῖχέ νυν, ὦ παῖ, τὸν Ἀρισταίου
‹ . . . ›.
ΑΓ. στένομαί σε, πάτερ. ΚΑ. †κἀγώ, τέκνον,
καὶ σὰς ἐδάκρυσα κασιγνήτας.†
ΑΓ. †δεινῶς γὰρ τάνδ᾽ αἰκίαν
1375 Διόνυσος ἄναξ
τοὺς σοὺς εἰς οἴκους ἔφερε.†
ΚΑ. καὶ γὰρ ἔπασχεν δεινὰ πρὸς ἡμῶν,
ἀγέραστον ἔχων ὄνομ᾽ ἐν Θήβαις.
ΑΓ. χαῖρε πάτερ μοι. ΚΑ. χαῖρ᾽, ὦ μελέα
1380 θύγατερ· χαλεπῶς ‹δ᾽› ἐς τόδ᾽ ἂν ἥκοις.
ΑΓ. ἄγετ᾽ ὦ πομποί με κασιγνήτας
ἵνα συμφυγάδας ληψόμεθ᾽ οἰκτράς.
ἔλθοιμι δ᾽ ὅπου
μήτε Κιθαιρὼν ‹ἔμ᾽ ἴδοι› μιαρὸς
1385 μήτε Κιθαιρῶν᾽ ὄσσοισιν ἐγώ,
μηδ᾽ ὅθι θύρσου μνῆμ᾽ ἀνάκειται·
βάκχαις δ᾽ ἄλλαισι μέλοιεν.
ΧΟ. πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων,
πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·
1390 καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη,
τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός.
τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.
***
ΚΑΔΜΟΣ
Παιδί μου, πόσο φοβερό το κακό που μας βρήκε όλους,
εσένα την άμοιρη, τις αδελφές σου
και εμένα το δύσμοιρο.
Θα πάω και θα ζήσω με βαρβάρους,
ξένος και γέροντας.
1355 Είναι γραφτό μου ακόμη
να φέρω στην Ελλάδα στίφη βαρβάρων.
Και την κόρη του Άρη την Αρμονία, τη γυναίκα μου,
μεταμορφωμένη σε άγριο φίδι, φίδι ο ίδιος,
θα την οδηγήσω επάνω σε βωμούς ελληνικούς και τάφους,
αρχηγός λογχοφόρων.
1360 Τα πάθη μου δεν έχουν τέλος.
Ακόμη και όταν ταξιδέψω στον Αχέροντα,
που κατεβάζει στον Άδη,
δεν θα γνωρίσω τη γαλήνη.
ΑΓΑΥΗ
Πατέρα, εγώ θα ζήσω εξόριστη, χωρίς εσένα.
ΚΑΔΜΟΣ
Άμοιρη κόρη μου, γιατί με κλείνεις στην αγκαλιά σου,
1365 όπως ο κύκνος τον άχρηστο γερο-κύκνο με τα κάτασπρα φτερά;
ΑΓΑΥΗ
Πού να πάω διωγμένη από την πατρίδα μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Δεν ξέρω, παιδί μου. Αδύναμος βοηθός ο πατέρας σου.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, σπίτι μου.
Χαίρε και συ, πόλη των πατέρων μου.
Σε αποχωρίζομαι δυστυχισμένη.
1370 Εξορίζομαι από το ίδιο μου το σπίτι.
ΚΑΔΜΟΣ
Πήγαινε, κόρη μου, στου Αρισταίου ...
ΑΓΑΥΗ
Οδύρομαι για σένα, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
Κι εγώ, παιδί μου, κλαίω για σένα και τις αδελφές σου.
ΑΓΑΥΗ
1375 Με τρόπο φοβερό ο μέγας Διόνυσος
έφερε στο σπίτι σου αυτή τη φρίκη.
ΚΑΔΜΟΣ
Φοβερά ήσαν και όσα έπαθε από σας·
έμενε ατίμητο το όνομά του στη Θήβα.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
1380 Χαίρε, πονεμένη μου κόρη,
αν και τόσο δύσκολο να φθάσεις εκεί που σου εύχομαι.
ΑΓΑΥΗ
Πηγαίνετέ με, φίλες,
να πάρω μαζί μου —θλιβερές συνεξόριστες— τις αδελφές μου.
Και ας πάω εκεί
όπου δεν θα με βλέπει ο μιαρός Κιθαιρώνας
1385 ούτε θα βλέπω εγώ τον Κιθαιρώνα με τα μάτια μου
και όπου κανένας αφιερωμένος θύρσος
δεν θα μου τα θυμίζει.
Ας φροντίσουν γι᾽ αυτά άλλες βάκχες.
ΧΟΡΟΣ
Πολλές μορφές παίρνουν τα θεία.
Πολλά οι θεοί τελούν ανέλπιστα.
1390 Όσα προσδοκήσαμε δεν εκπληρώθηκαν·
στο απροσδόκητο βρίσκουν διέξοδο οι θεοί.
Τέτοιο τέλος έλαβε αυτό που επράχθη.
‹πάντες›, σύ θ᾽ ἡ τάλαινα σύγγονοί τε σαὶ
ἐγώ θ᾽ ὁ τλήμων· βαρβάρους ἀφίξομαι
1355 γέρων μέτοικος, ἔτι δέ μοὐστὶ θέσφατον
ἐς Ἑλλάδ᾽ ἀγαγεῖν μιγάδα βαρβάρων στρατόν.
καὶ τὴν Ἄρεως παῖδ᾽ Ἁρμονίαν, δάμαρτ᾽ ἐμήν,
δράκων δρακαίνης ‹σχῆμ᾽› ἔχουσαν ἀγρίας
ἄξω ᾽πὶ βωμοὺς καὶ τάφους Ἑλληνικούς,
1360 ἡγούμενος λόγχαισιν· οὐδὲ παύσομαι
κακῶν ὁ τλήμων οὐδὲ τὸν καταιβάτην
Ἀχέροντα πλεύσας ἥσυχος γενήσομαι.
ΑΓ. ὦ πάτερ, ἐγὼ δὲ σοῦ στερεῖσα φεύξομαι.
ΚΑ. τί μ᾽ ἀμφιβάλλεις χερσίν, ὦ τάλαινα παῖ,
1365 ὄρνις ὅπως κηφῆνα πολιόχρων κύκνος;
ΑΓ. ποῖ γὰρ τράπωμαι πατρίδος ἐκβεβλημένη;
ΚΑ. οὐκ οἶδα, τέκνον· σμικρὸς ἐπίκουρος πατήρ.
ΑΓ. χαῖρ᾽, ὦ μέλαθρον, χαῖρ᾽, ὦ πατρία
πόλις· ἐκλείπω σ᾽ ἐπὶ δυστυχίαι
1370 φυγὰς ἐκ θαλάμων.
ΚΑ. στεῖχέ νυν, ὦ παῖ, τὸν Ἀρισταίου
‹ . . . ›.
ΑΓ. στένομαί σε, πάτερ. ΚΑ. †κἀγώ, τέκνον,
καὶ σὰς ἐδάκρυσα κασιγνήτας.†
ΑΓ. †δεινῶς γὰρ τάνδ᾽ αἰκίαν
1375 Διόνυσος ἄναξ
τοὺς σοὺς εἰς οἴκους ἔφερε.†
ΚΑ. καὶ γὰρ ἔπασχεν δεινὰ πρὸς ἡμῶν,
ἀγέραστον ἔχων ὄνομ᾽ ἐν Θήβαις.
ΑΓ. χαῖρε πάτερ μοι. ΚΑ. χαῖρ᾽, ὦ μελέα
1380 θύγατερ· χαλεπῶς ‹δ᾽› ἐς τόδ᾽ ἂν ἥκοις.
ΑΓ. ἄγετ᾽ ὦ πομποί με κασιγνήτας
ἵνα συμφυγάδας ληψόμεθ᾽ οἰκτράς.
ἔλθοιμι δ᾽ ὅπου
μήτε Κιθαιρὼν ‹ἔμ᾽ ἴδοι› μιαρὸς
1385 μήτε Κιθαιρῶν᾽ ὄσσοισιν ἐγώ,
μηδ᾽ ὅθι θύρσου μνῆμ᾽ ἀνάκειται·
βάκχαις δ᾽ ἄλλαισι μέλοιεν.
ΧΟ. πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων,
πολλὰ δ᾽ ἀέλπτως κραίνουσι θεοί·
1390 καὶ τὰ δοκηθέντ᾽ οὐκ ἐτελέσθη,
τῶν δ᾽ ἀδοκήτων πόρον ηὗρε θεός.
τοιόνδ᾽ ἀπέβη τόδε πρᾶγμα.
***
ΚΑΔΜΟΣ
Παιδί μου, πόσο φοβερό το κακό που μας βρήκε όλους,
εσένα την άμοιρη, τις αδελφές σου
και εμένα το δύσμοιρο.
Θα πάω και θα ζήσω με βαρβάρους,
ξένος και γέροντας.
1355 Είναι γραφτό μου ακόμη
να φέρω στην Ελλάδα στίφη βαρβάρων.
Και την κόρη του Άρη την Αρμονία, τη γυναίκα μου,
μεταμορφωμένη σε άγριο φίδι, φίδι ο ίδιος,
θα την οδηγήσω επάνω σε βωμούς ελληνικούς και τάφους,
αρχηγός λογχοφόρων.
1360 Τα πάθη μου δεν έχουν τέλος.
Ακόμη και όταν ταξιδέψω στον Αχέροντα,
που κατεβάζει στον Άδη,
δεν θα γνωρίσω τη γαλήνη.
ΑΓΑΥΗ
Πατέρα, εγώ θα ζήσω εξόριστη, χωρίς εσένα.
ΚΑΔΜΟΣ
Άμοιρη κόρη μου, γιατί με κλείνεις στην αγκαλιά σου,
1365 όπως ο κύκνος τον άχρηστο γερο-κύκνο με τα κάτασπρα φτερά;
ΑΓΑΥΗ
Πού να πάω διωγμένη από την πατρίδα μου;
ΚΑΔΜΟΣ
Δεν ξέρω, παιδί μου. Αδύναμος βοηθός ο πατέρας σου.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, σπίτι μου.
Χαίρε και συ, πόλη των πατέρων μου.
Σε αποχωρίζομαι δυστυχισμένη.
1370 Εξορίζομαι από το ίδιο μου το σπίτι.
ΚΑΔΜΟΣ
Πήγαινε, κόρη μου, στου Αρισταίου ...
ΑΓΑΥΗ
Οδύρομαι για σένα, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
Κι εγώ, παιδί μου, κλαίω για σένα και τις αδελφές σου.
ΑΓΑΥΗ
1375 Με τρόπο φοβερό ο μέγας Διόνυσος
έφερε στο σπίτι σου αυτή τη φρίκη.
ΚΑΔΜΟΣ
Φοβερά ήσαν και όσα έπαθε από σας·
έμενε ατίμητο το όνομά του στη Θήβα.
ΑΓΑΥΗ
Χαίρε, πατέρα.
ΚΑΔΜΟΣ
1380 Χαίρε, πονεμένη μου κόρη,
αν και τόσο δύσκολο να φθάσεις εκεί που σου εύχομαι.
ΑΓΑΥΗ
Πηγαίνετέ με, φίλες,
να πάρω μαζί μου —θλιβερές συνεξόριστες— τις αδελφές μου.
Και ας πάω εκεί
όπου δεν θα με βλέπει ο μιαρός Κιθαιρώνας
1385 ούτε θα βλέπω εγώ τον Κιθαιρώνα με τα μάτια μου
και όπου κανένας αφιερωμένος θύρσος
δεν θα μου τα θυμίζει.
Ας φροντίσουν γι᾽ αυτά άλλες βάκχες.
ΧΟΡΟΣ
Πολλές μορφές παίρνουν τα θεία.
Πολλά οι θεοί τελούν ανέλπιστα.
1390 Όσα προσδοκήσαμε δεν εκπληρώθηκαν·
στο απροσδόκητο βρίσκουν διέξοδο οι θεοί.
Τέτοιο τέλος έλαβε αυτό που επράχθη.