ΒΔ. εἴ τις θύρασιν ἠλιαστής, εἰσίτω·
ὡς ἡνίκ᾽ ἂν λέγωσιν, οὐκ εἰσφρήσομεν.
ΦΙ. τίς ἆρ᾽ ὁ φεύγων; ΒΔ. οὗτος. ΦΙ. ὅσον ἁλώσεται.
ΒΔ. ἀκούετ᾽ ἤδη τῆς γραφῆς· «ἐγράψατο
895 Κύων Κυδαθηναιεὺς Λάβητ᾽ Αἰξωνέα
τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν
τὸν Σικελικόν. τίμημα κλῳὸς σύκινος.»
ΦΙ. θάνατος μὲν οὖν κύνειος, ἢν ἅπαξ ἁλῷ.
ΒΔ. καὶ μὴν ὁ φεύγων οὑτοσὶ Λάβης πάρα.
900 ΦΙ. ὢ μιαρὸς οὗτος· ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει,
οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ᾽ οἴεται.
ποῦ δ᾽ ‹αὖ› ὁ διώκων, ὁ Κυδαθηναιεὺς Κύων;
ΚΥΩΝ
αὖ αὖ. ΒΔ. πάρεστιν. ΦΙ. ἕτερος οὗτος αὖ Λάβης.
ΒΔ. ἀγαθός γ᾽ ὑλακτεῖν— ΦΙ. καὶ διαλείχειν τὰς χύτρας.
905 ΒΔ. σίγα, κάθιζε· σὺ δ᾽ ἀναβὰς κατηγόρει.
ΦΙ. φέρε νυν, ἅμα τήνδ᾽ ἐγχεάμενος κἀγὼ ῥοφῶ.
ΚΥ. τῆς μὲν γραφῆς ἠκούσαθ᾽ ἣν ἐγραψάμην,
ἄνδρες δικασταί, τουτονί. δεινότατα γὰρ
ἔργων δέδρακε κἀμὲ καὶ τὸ ῥυπαπαῖ.
910 ἀποδρὰς γὰρ εἰς τὴν γωνίαν τυρὸν πολὺν
κατεσικέλιζε κἀνέπλητ᾽ ἐν τῷ σκότῳ—
ΦΙ. νὴ τὸν Δί᾽, ἀλλὰ δῆλός ἐστ᾽· ἔμοιγέ τοι
τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρυγεν
ὁ βδελυρὸς οὗτος. ΚΥ. κοὐ μετέδωκ᾽ αἰτοῦντί μοι.
915 καίτοι τίς ὑμᾶς εὖ ποεῖν δυνήσεται,
ἢν μή τι κἀμοί τις προβάλλῃ, τῷ Κυνί;
ΦΙ. οὐδὲν μετέδωκεν οὐδὲ τῷ κοινῷ γ᾽, ἐμοί.
θερμὸς γὰρ ἁνὴρ οὐδὲν ἧττον τῆς φακῆς.
ΒΔ. πρὸς τῶν θεῶν, μὴ προκαταγίγνωσκ᾽, ὦ πάτερ,
920 πρὶν ἄν γ᾽ ἀκούῃς ἀμφοτέρων. ΦΙ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,
τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν· αὐτὸ γὰρ βοᾷ.
ΚΥ. μή νυν ἀφῆτέ γ᾽ αὐτόν, ὡς ὄντ᾽ αὖ πολὺ
κυνῶν ἁπάντων ἄνδρα μονοφαγίστατον,
ὅστις περιπλεύσας τὴν θυείαν ἐν κύκλῳ
925 ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν.
ΦΙ. ἐμοὶ δέ γ᾽ οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ τὴν ὑδρίαν πλάσαι.
ΚΥ. πρὸς ταῦτα τοῦτον κολάσατ᾽·—οὐ γὰρ ἄν ποτε
τρέφειν δύναιτ᾽ ἂν μία λόχμη κλέπτα δύο·—
ἵνα μὴ κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως ἐγώ·
930 ἐὰν δὲ μή,—τὸ λοιπὸν οὐ κεκλάγξομαι.
ΦΙ. ἰοὺ ἰού.
ὅσας κατηγόρησε τὰς πανουργίας.
κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός· οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ,
ὦλεκτρυών; νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
935 ὁ θεσμοθέτης· ποῦ ᾽σθ᾽ οὗτος; ἁμίδα μοι δότω.
***
Ο Σωσίας φέρνει δύο πρόσωπα μεταμφιεσμένα σε σκύλους·
ο ένας, ο Λάβης, έχει τη μορφή του Λάχη, ο άλλος του Κλέωνα.
ΒΔΕ. Να μπουν οι δικαστές που είν᾽ έξω· η δίκη
όταν αρχίσει, δε θα μπει κανένας.
ΦΙΛ. Ποιός ο κατηγορούμενος;
ΒΔΕ., δείχνοντας το Λάβη.
Ετούτος.
ΦΙ., μέσα του.
Ε καταδίκη που θα φάει! ΒΔΕ. Ακούστε
το κατηγορητήριο τώρα: «Ο Σκύλος,
Κυδαθηναίος δημότης, καταγγέλλει
τον Αιξωνέα το Λάβη. Το έγκλημά του:
Σικελικό τυρί έχει μόνος φάει.
Ποινή: Χαλκάς από συκιά.» ΦΙΛ. Σκυλίσιος
θάνατος, μόλις δούμε ότ᾽ είναι φταίχτης.
ΒΔΕ. Εδώ, ο κατηγορούμενος ο Λάβης.
900 ΦΙΛ. Τί σίχαμα! Και τί όψη κλέφτη! Δείχνει
και τα δόντια του· λέει, θα με γελάσει.
Πού είν᾽ ο Κυδαθηναίος, ο μηνυτής του;
Ο ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ γαβ. ΒΔΕ. Εδώ. ΦΙΛ. Άλλος…Λάβης πάλι τούτος.
ΒΔΕ. Για γάβγισμα άξιος… ΦΙΛ. και τσανακογλείφτης.
ΒΔΕ. Σιωπή!
Στο Φιλοκλέωνα, που είχε σηκωθεί για να παρατηρήσει τους σκύλους.
Στην έδρα κάθισε.
Στον Κυδαθηναίο Σκύλο.
Στο βήμα
ανέβα εσύ και πες τη μήνυσή σου.
Ο Σκύλος ανεβαίνει σε μια πέτρα.
ΦΙΛ. Ωστόσο τη φακή μου εγώ ας ρουφάω.
Τρώει αργά αργά.
ΣΚΥ. Δικαστές μου, το ακούσατε τί γράφω
στη μήνυσή γι᾽ αυτόν. Αισχρά σ᾽ εμένα
έχει φερθεί και στο ναυτόκοσμο όλον.
910 Σκαστός σε μια γωνιά, μες στο σκοτάδι,
τυρί κατασικέλιζε έναν κόσμο,
την τύλωσε γερά. ΦΙΛ. Ολοφάνερο είναι·
ναι, ρεύτηκε τυρί και μου᾽ ρθε η βρόμα·
ο αχρείος! ΣΚΥ. Κι εγώ του ζήτησα μερίδιο
και τίποτε δε μου ᾽δωσε· μα αν κάτι
δε ρίχνει ο κόσμος και σ᾽ εμέ, το Σκύλο,
καλό από ποιόν προσμένετε να δείτε;
ΦΙΛ. Δεν έδωσε ούτε στο κοινό, σ᾽ εμένα·
είναι σαν τη φακή μου· ζεματάει.
ΒΔΕ. Μην πεις την καταδίκη του, πατέρα,
920 μη, να χαρείς, αν δε μιλήσει κι ο άλλος.
Ο Λάβης γαβγίζει κλαψιάρικα.
ΦΙΛ. Μα φανερό ειναι, φίλε μου, το πράγμα·
όπως ακούς, μονάχο του φωνάζει.
ΣΚΥ. Να μην τον αθωώσετε· είναι σκύλος
μοναχοφάης όσο κανένας άλλος·
αρμένισε ένα γύρο στην καυκιά
κι όπου τυρί ᾽ταν, το ξεκόλλησε όλο
από τις πολιτείες. ΦΙΛ. Κι εγώ ούτε γύψο
δεν έχω να κολλήσω το σταμνί μου.
ΣΚΥ. Γι᾽ αυτά όλα τιμωρήστε τον· γιατί ένας
θάμνος δυο…κλέφτες δεν μπορεί να θρέψει·
να μη γαβγίζω δα κι εγώ στο βρόντο·
930 αλλιώς, δε θα γαβγίσω πια ποτέ μου.
ΦΙΛ. Μωρέ βρομιές που ᾽χε να πει για δαύτον!
Είν᾽ η κλεψιά μες στο αίμα του· την ίδια
γνώμη κι εσύ, βρε κόκορα, δεν έχεις;
«Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία.
Ε, θεσμοθέτη! Πού είσαι; Το κανάτι!
ὡς ἡνίκ᾽ ἂν λέγωσιν, οὐκ εἰσφρήσομεν.
ΦΙ. τίς ἆρ᾽ ὁ φεύγων; ΒΔ. οὗτος. ΦΙ. ὅσον ἁλώσεται.
ΒΔ. ἀκούετ᾽ ἤδη τῆς γραφῆς· «ἐγράψατο
895 Κύων Κυδαθηναιεὺς Λάβητ᾽ Αἰξωνέα
τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν
τὸν Σικελικόν. τίμημα κλῳὸς σύκινος.»
ΦΙ. θάνατος μὲν οὖν κύνειος, ἢν ἅπαξ ἁλῷ.
ΒΔ. καὶ μὴν ὁ φεύγων οὑτοσὶ Λάβης πάρα.
900 ΦΙ. ὢ μιαρὸς οὗτος· ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει,
οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ᾽ οἴεται.
ποῦ δ᾽ ‹αὖ› ὁ διώκων, ὁ Κυδαθηναιεὺς Κύων;
ΚΥΩΝ
αὖ αὖ. ΒΔ. πάρεστιν. ΦΙ. ἕτερος οὗτος αὖ Λάβης.
ΒΔ. ἀγαθός γ᾽ ὑλακτεῖν— ΦΙ. καὶ διαλείχειν τὰς χύτρας.
905 ΒΔ. σίγα, κάθιζε· σὺ δ᾽ ἀναβὰς κατηγόρει.
ΦΙ. φέρε νυν, ἅμα τήνδ᾽ ἐγχεάμενος κἀγὼ ῥοφῶ.
ΚΥ. τῆς μὲν γραφῆς ἠκούσαθ᾽ ἣν ἐγραψάμην,
ἄνδρες δικασταί, τουτονί. δεινότατα γὰρ
ἔργων δέδρακε κἀμὲ καὶ τὸ ῥυπαπαῖ.
910 ἀποδρὰς γὰρ εἰς τὴν γωνίαν τυρὸν πολὺν
κατεσικέλιζε κἀνέπλητ᾽ ἐν τῷ σκότῳ—
ΦΙ. νὴ τὸν Δί᾽, ἀλλὰ δῆλός ἐστ᾽· ἔμοιγέ τοι
τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρυγεν
ὁ βδελυρὸς οὗτος. ΚΥ. κοὐ μετέδωκ᾽ αἰτοῦντί μοι.
915 καίτοι τίς ὑμᾶς εὖ ποεῖν δυνήσεται,
ἢν μή τι κἀμοί τις προβάλλῃ, τῷ Κυνί;
ΦΙ. οὐδὲν μετέδωκεν οὐδὲ τῷ κοινῷ γ᾽, ἐμοί.
θερμὸς γὰρ ἁνὴρ οὐδὲν ἧττον τῆς φακῆς.
ΒΔ. πρὸς τῶν θεῶν, μὴ προκαταγίγνωσκ᾽, ὦ πάτερ,
920 πρὶν ἄν γ᾽ ἀκούῃς ἀμφοτέρων. ΦΙ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,
τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν· αὐτὸ γὰρ βοᾷ.
ΚΥ. μή νυν ἀφῆτέ γ᾽ αὐτόν, ὡς ὄντ᾽ αὖ πολὺ
κυνῶν ἁπάντων ἄνδρα μονοφαγίστατον,
ὅστις περιπλεύσας τὴν θυείαν ἐν κύκλῳ
925 ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν.
ΦΙ. ἐμοὶ δέ γ᾽ οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ τὴν ὑδρίαν πλάσαι.
ΚΥ. πρὸς ταῦτα τοῦτον κολάσατ᾽·—οὐ γὰρ ἄν ποτε
τρέφειν δύναιτ᾽ ἂν μία λόχμη κλέπτα δύο·—
ἵνα μὴ κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως ἐγώ·
930 ἐὰν δὲ μή,—τὸ λοιπὸν οὐ κεκλάγξομαι.
ΦΙ. ἰοὺ ἰού.
ὅσας κατηγόρησε τὰς πανουργίας.
κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός· οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ,
ὦλεκτρυών; νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
935 ὁ θεσμοθέτης· ποῦ ᾽σθ᾽ οὗτος; ἁμίδα μοι δότω.
***
Ο Σωσίας φέρνει δύο πρόσωπα μεταμφιεσμένα σε σκύλους·
ο ένας, ο Λάβης, έχει τη μορφή του Λάχη, ο άλλος του Κλέωνα.
ΒΔΕ. Να μπουν οι δικαστές που είν᾽ έξω· η δίκη
όταν αρχίσει, δε θα μπει κανένας.
ΦΙΛ. Ποιός ο κατηγορούμενος;
ΒΔΕ., δείχνοντας το Λάβη.
Ετούτος.
ΦΙ., μέσα του.
Ε καταδίκη που θα φάει! ΒΔΕ. Ακούστε
το κατηγορητήριο τώρα: «Ο Σκύλος,
Κυδαθηναίος δημότης, καταγγέλλει
τον Αιξωνέα το Λάβη. Το έγκλημά του:
Σικελικό τυρί έχει μόνος φάει.
Ποινή: Χαλκάς από συκιά.» ΦΙΛ. Σκυλίσιος
θάνατος, μόλις δούμε ότ᾽ είναι φταίχτης.
ΒΔΕ. Εδώ, ο κατηγορούμενος ο Λάβης.
900 ΦΙΛ. Τί σίχαμα! Και τί όψη κλέφτη! Δείχνει
και τα δόντια του· λέει, θα με γελάσει.
Πού είν᾽ ο Κυδαθηναίος, ο μηνυτής του;
Ο ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ γαβ. ΒΔΕ. Εδώ. ΦΙΛ. Άλλος…Λάβης πάλι τούτος.
ΒΔΕ. Για γάβγισμα άξιος… ΦΙΛ. και τσανακογλείφτης.
ΒΔΕ. Σιωπή!
Στο Φιλοκλέωνα, που είχε σηκωθεί για να παρατηρήσει τους σκύλους.
Στην έδρα κάθισε.
Στον Κυδαθηναίο Σκύλο.
Στο βήμα
ανέβα εσύ και πες τη μήνυσή σου.
Ο Σκύλος ανεβαίνει σε μια πέτρα.
ΦΙΛ. Ωστόσο τη φακή μου εγώ ας ρουφάω.
Τρώει αργά αργά.
ΣΚΥ. Δικαστές μου, το ακούσατε τί γράφω
στη μήνυσή γι᾽ αυτόν. Αισχρά σ᾽ εμένα
έχει φερθεί και στο ναυτόκοσμο όλον.
910 Σκαστός σε μια γωνιά, μες στο σκοτάδι,
τυρί κατασικέλιζε έναν κόσμο,
την τύλωσε γερά. ΦΙΛ. Ολοφάνερο είναι·
ναι, ρεύτηκε τυρί και μου᾽ ρθε η βρόμα·
ο αχρείος! ΣΚΥ. Κι εγώ του ζήτησα μερίδιο
και τίποτε δε μου ᾽δωσε· μα αν κάτι
δε ρίχνει ο κόσμος και σ᾽ εμέ, το Σκύλο,
καλό από ποιόν προσμένετε να δείτε;
ΦΙΛ. Δεν έδωσε ούτε στο κοινό, σ᾽ εμένα·
είναι σαν τη φακή μου· ζεματάει.
ΒΔΕ. Μην πεις την καταδίκη του, πατέρα,
920 μη, να χαρείς, αν δε μιλήσει κι ο άλλος.
Ο Λάβης γαβγίζει κλαψιάρικα.
ΦΙΛ. Μα φανερό ειναι, φίλε μου, το πράγμα·
όπως ακούς, μονάχο του φωνάζει.
ΣΚΥ. Να μην τον αθωώσετε· είναι σκύλος
μοναχοφάης όσο κανένας άλλος·
αρμένισε ένα γύρο στην καυκιά
κι όπου τυρί ᾽ταν, το ξεκόλλησε όλο
από τις πολιτείες. ΦΙΛ. Κι εγώ ούτε γύψο
δεν έχω να κολλήσω το σταμνί μου.
ΣΚΥ. Γι᾽ αυτά όλα τιμωρήστε τον· γιατί ένας
θάμνος δυο…κλέφτες δεν μπορεί να θρέψει·
να μη γαβγίζω δα κι εγώ στο βρόντο·
930 αλλιώς, δε θα γαβγίσω πια ποτέ μου.
ΦΙΛ. Μωρέ βρομιές που ᾽χε να πει για δαύτον!
Είν᾽ η κλεψιά μες στο αίμα του· την ίδια
γνώμη κι εσύ, βρε κόκορα, δεν έχεις;
«Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία.
Ε, θεσμοθέτη! Πού είσαι; Το κανάτι!