Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (891-935)

ΒΔ. εἴ τις θύρασιν ἠλιαστής, εἰσίτω·
ὡς ἡνίκ᾽ ἂν λέγωσιν, οὐκ εἰσφρήσομεν.
ΦΙ. τίς ἆρ᾽ ὁ φεύγων; ΒΔ. οὗτος. ΦΙ. ὅσον ἁλώσεται.
ΒΔ. ἀκούετ᾽ ἤδη τῆς γραφῆς· «ἐγράψατο
895 Κύων Κυδαθηναιεὺς Λάβητ᾽ Αἰξωνέα
τὸν τυρὸν ἀδικεῖν ὅτι μόνος κατήσθιεν
τὸν Σικελικόν. τίμημα κλῳὸς σύκινος.»
ΦΙ. θάνατος μὲν οὖν κύνειος, ἢν ἅπαξ ἁλῷ.
ΒΔ. καὶ μὴν ὁ φεύγων οὑτοσὶ Λάβης πάρα.
900 ΦΙ. ὢ μιαρὸς οὗτος· ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει,
οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ᾽ οἴεται.
ποῦ δ᾽ ‹αὖ› ὁ διώκων, ὁ Κυδαθηναιεὺς Κύων;
ΚΥΩΝ
αὖ αὖ. ΒΔ. πάρεστιν. ΦΙ. ἕτερος οὗτος αὖ Λάβης.
ΒΔ. ἀγαθός γ᾽ ὑλακτεῖν— ΦΙ. καὶ διαλείχειν τὰς χύτρας.
905 ΒΔ. σίγα, κάθιζε· σὺ δ᾽ ἀναβὰς κατηγόρει.
ΦΙ. φέρε νυν, ἅμα τήνδ᾽ ἐγχεάμενος κἀγὼ ῥοφῶ.
ΚΥ. τῆς μὲν γραφῆς ἠκούσαθ᾽ ἣν ἐγραψάμην,
ἄνδρες δικασταί, τουτονί. δεινότατα γὰρ
ἔργων δέδρακε κἀμὲ καὶ τὸ ῥυπαπαῖ.
910 ἀποδρὰς γὰρ εἰς τὴν γωνίαν τυρὸν πολὺν
κατεσικέλιζε κἀνέπλητ᾽ ἐν τῷ σκότῳ—
ΦΙ. νὴ τὸν Δί᾽, ἀλλὰ δῆλός ἐστ᾽· ἔμοιγέ τοι
τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρυγεν
ὁ βδελυρὸς οὗτος. ΚΥ. κοὐ μετέδωκ᾽ αἰτοῦντί μοι.
915 καίτοι τίς ὑμᾶς εὖ ποεῖν δυνήσεται,
ἢν μή τι κἀμοί τις προβάλλῃ, τῷ Κυνί;
ΦΙ. οὐδὲν μετέδωκεν οὐδὲ τῷ κοινῷ γ᾽, ἐμοί.
θερμὸς γὰρ ἁνὴρ οὐδὲν ἧττον τῆς φακῆς.
ΒΔ. πρὸς τῶν θεῶν, μὴ προκαταγίγνωσκ᾽, ὦ πάτερ,
920 πρὶν ἄν γ᾽ ἀκούῃς ἀμφοτέρων. ΦΙ. ἀλλ᾽, ὦγαθέ,
τὸ πρᾶγμα φανερόν ἐστιν· αὐτὸ γὰρ βοᾷ.
ΚΥ. μή νυν ἀφῆτέ γ᾽ αὐτόν, ὡς ὄντ᾽ αὖ πολὺ
κυνῶν ἁπάντων ἄνδρα μονοφαγίστατον,
ὅστις περιπλεύσας τὴν θυείαν ἐν κύκλῳ
925 ἐκ τῶν πόλεων τὸ σκῖρον ἐξεδήδοκεν.
ΦΙ. ἐμοὶ δέ γ᾽ οὐκ ἔστ᾽ οὐδὲ τὴν ὑδρίαν πλάσαι.
ΚΥ. πρὸς ταῦτα τοῦτον κολάσατ᾽·—οὐ γὰρ ἄν ποτε
τρέφειν δύναιτ᾽ ἂν μία λόχμη κλέπτα δύο·—
ἵνα μὴ κεκλάγγω διὰ κενῆς ἄλλως ἐγώ·
930 ἐὰν δὲ μή,—τὸ λοιπὸν οὐ κεκλάγξομαι.
ΦΙ. ἰοὺ ἰού.
ὅσας κατηγόρησε τὰς πανουργίας.
κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός· οὐ καὶ σοὶ δοκεῖ,
ὦλεκτρυών; νὴ τὸν Δί᾽, ἐπιμύει γέ τοι.
935 ὁ θεσμοθέτης· ποῦ ᾽σθ᾽ οὗτος; ἁμίδα μοι δότω.

***
Ο Σωσίας φέρνει δύο πρόσωπα μεταμφιεσμένα σε σκύλους·
ο ένας, ο Λάβης, έχει τη μορφή του Λάχη, ο άλλος του Κλέωνα.

ΒΔΕ. Να μπουν οι δικαστές που είν᾽ έξω· η δίκη
όταν αρχίσει, δε θα μπει κανένας.
ΦΙΛ. Ποιός ο κατηγορούμενος;
ΒΔΕ., δείχνοντας το Λάβη.
Ετούτος.
ΦΙ., μέσα του.
Ε καταδίκη που θα φάει! ΒΔΕ. Ακούστε
το κατηγορητήριο τώρα: «Ο Σκύλος,
Κυδαθηναίος δημότης, καταγγέλλει
τον Αιξωνέα το Λάβη. Το έγκλημά του:
Σικελικό τυρί έχει μόνος φάει.
Ποινή: Χαλκάς από συκιά.» ΦΙΛ. Σκυλίσιος
θάνατος, μόλις δούμε ότ᾽ είναι φταίχτης.
ΒΔΕ. Εδώ, ο κατηγορούμενος ο Λάβης.
900 ΦΙΛ. Τί σίχαμα! Και τί όψη κλέφτη! Δείχνει
και τα δόντια του· λέει, θα με γελάσει.
Πού είν᾽ ο Κυδαθηναίος, ο μηνυτής του;
Ο ΚΥΔΑΘΗΝΑΙΟΣ ΣΚΥΛΟΣ
Γαβ γαβ. ΒΔΕ. Εδώ. ΦΙΛ. Άλλος…Λάβης πάλι τούτος.
ΒΔΕ. Για γάβγισμα άξιος… ΦΙΛ. και τσανακογλείφτης.
ΒΔΕ. Σιωπή!
Στο Φιλοκλέωνα, που είχε σηκωθεί για να παρατηρήσει τους σκύλους.
Στην έδρα κάθισε.
Στον Κυδαθηναίο Σκύλο.
Στο βήμα
ανέβα εσύ και πες τη μήνυσή σου.
Ο Σκύλος ανεβαίνει σε μια πέτρα.
ΦΙΛ. Ωστόσο τη φακή μου εγώ ας ρουφάω.
Τρώει αργά αργά.
ΣΚΥ. Δικαστές μου, το ακούσατε τί γράφω
στη μήνυσή γι᾽ αυτόν. Αισχρά σ᾽ εμένα
έχει φερθεί και στο ναυτόκοσμο όλον.
910 Σκαστός σε μια γωνιά, μες στο σκοτάδι,
τυρί κατασικέλιζε έναν κόσμο,
την τύλωσε γερά. ΦΙΛ. Ολοφάνερο είναι·
ναι, ρεύτηκε τυρί και μου᾽ ρθε η βρόμα·
ο αχρείος! ΣΚΥ. Κι εγώ του ζήτησα μερίδιο
και τίποτε δε μου ᾽δωσε· μα αν κάτι
δε ρίχνει ο κόσμος και σ᾽ εμέ, το Σκύλο,
καλό από ποιόν προσμένετε να δείτε;
ΦΙΛ. Δεν έδωσε ούτε στο κοινό, σ᾽ εμένα·
είναι σαν τη φακή μου· ζεματάει.
ΒΔΕ. Μην πεις την καταδίκη του, πατέρα,
920 μη, να χαρείς, αν δε μιλήσει κι ο άλλος.
Ο Λάβης γαβγίζει κλαψιάρικα.
ΦΙΛ. Μα φανερό ειναι, φίλε μου, το πράγμα·
όπως ακούς, μονάχο του φωνάζει.
ΣΚΥ. Να μην τον αθωώσετε· είναι σκύλος
μοναχοφάης όσο κανένας άλλος·
αρμένισε ένα γύρο στην καυκιά
κι όπου τυρί ᾽ταν, το ξεκόλλησε όλο
από τις πολιτείες. ΦΙΛ. Κι εγώ ούτε γύψο
δεν έχω να κολλήσω το σταμνί μου.
ΣΚΥ. Γι᾽ αυτά όλα τιμωρήστε τον· γιατί ένας
θάμνος δυο…κλέφτες δεν μπορεί να θρέψει·
να μη γαβγίζω δα κι εγώ στο βρόντο·
930 αλλιώς, δε θα γαβγίσω πια ποτέ μου.
ΦΙΛ. Μωρέ βρομιές που ᾽χε να πει για δαύτον!
Είν᾽ η κλεψιά μες στο αίμα του· την ίδια
γνώμη κι εσύ, βρε κόκορα, δεν έχεις;
«Ναι» λέει τα μάτια κλειώντας, μά το Δία.
Ε, θεσμοθέτη! Πού είσαι; Το κανάτι!

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΥΚΑΩΝ

ΛΥΚΑΩΝ
(ζώο, λύκος)
 
Ο μύθος του Λυκάονα είναι γενεαλογικός και, όπως οι περισσότεροι γενεαλογικοί μύθοι, είναι και αυτός περίπλοκος, καθώς άλλαζε ανάλογα με τις εκάστοτε τοπικές ανάγκες και τις νέες εποχές. Η σύγχυση αφορά κυρίως την καταγωγή και τους απογόνους του Λυκάονα, που και πολυάριθμοι είναι και επώνυμοι ήρωες πολλών πελοποννησιακών πόλεων. Και στις δύο παραλλαγές για την καταγωγή του ο τόπος παραμένει σταθερός: η Αρκαδία.

Πρώτη παραλλαγή

Ο Λυκάονας είναι γιος του Πελασγού και της Ωκεανίδας Μελίβοιας ή της Νύμφης Κυλλήνης. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο της Αρκαδίας και από πολλές γυναίκες απέκτησε μια κόρη, την Καλλιστώ, ακόλουθο της Άρτεμης, και γιους, για τα ονόματα και τον αριθμό των οποίων οι συγγραφείς, κυρίως ο Απολλόδωρος και ο Παυσανίας, δίνουν καταλόγους που διαφέρουν. Πάντως ο αριθμός τους κυμαίνεται στους πενήντα.

Ο κατάλογος του Απολλοδώρου

Μελαινέας, Θεσπρωτός, Έλικας, Νύκτιμος, Πευκέτιος, Καύκωνας, Μηκιστέας, Οπλέας, Μακαρέας, Μάκεδνος, Όρος, Πόλιχος, Ακόντης, Ευαίμονας, Αγκύορας, Αρχεβάτης, Καρτέρωνας, Αιγαίωνας, Πάλλαντας, Εύμονας, Κάνηθος, Πρόθοος, Λίνος, Κορέθοντας, Μαίναλος, Τηλεβόας, Φύσιος, Φάσσος, Φθίος, Λύκιος, Αλίφηρος, Γενέτορας, Βουκολίωνας, Σωκλέας, Φινέας, Ευμήτης, Αρπαλέας, Πορθέας, Πλάτωνας, Αίμονας, Κύναιθος, Λέοντας, Αρπάλυκος, Ηραιέας, Τιτάνας, Μαντινέας, Κλείτορας, Στύμφαλος, Ορχομενός.

Ο κατάλογος του Παυσανία

Μαντινέας, Τεγεάτης, Μαίναλος, Ελισσών, Νύκτιμος, Μακαρέας, Πάλλας, Λύκιος, Αλίφηρος, Ηραιέας, Ορχομενός, Ορεσθέας, Φίγαλος, Τραπεζούντας, Δασεάτας, Άκακος, Θώκνος, Υψούντας, Κρώμος, Χαρίσιος, Τρικόλωνος, Πέραιθος, Ασεάτας, Σουματέας, Οίνωτρος (8.3.4)

Δεύτερη παραλλαγή

Ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας παραδίδει ότι υπήρχαν δύο Λυκάονες. Ο πρώτος ήταν γιος του Αιζειού και πατέρας της Δηιάνειρας που παντρεύτηκε τον Πελασγό. Από αυτό το ζευγάρι γεννήθηκε ο δεύτερος Λυκάων, εγγονός του πρώτου, και πατέρας των πενήντα γιων και της μιας θυγατέρας από τη Νύμφη Κυλλήνη που στην πρώτη παράδοση αναφέρεται ως μητέρα του.

Το οικιστικό πρόγραμμα πατέρα και γιων. Οι πρώτες μυθολογικές αποικίες

Η οικιστική δράση του Λυκάονα και των γιων του λεγόταν ότι σχετιζόταν με την αύξηση του αριθμού των ανθρώπων.

Ο Λυκάων ίδρυσε την πόλη Λυκόσουρα στο όρος Λύκαιο της Αρκαδίας και το παράδειγμά του μιμήθηκαν οι γιοι του. Έτσι, ο καθένας φέρεται ως ιδρυτής και επώνυμος ήρωας μιας πόλης. Πιο συγκεκριμένα: Ο Αίμων φέρεται ότι έκτισε τις Αιμονίες, ο Άκακος το Ακακήσιο, ο Αλίφηρος την Αλίφηρα, ο Ασεάτας την Aσέα, ο Βουκολίων τη Βουκολιώνα, ο Δασεάτας τη Δασέα, ο Ελίσσων τον Ελισσώντα, ο Ηραιεύς έδωσε το όνομά του στην περιοχή Ηραία, ο Θυραιός ίδρυσε το Θυραίον, ο Θώκνος τη Θωκνία, ο Κρώμος ονόμασε τους Κρώμους και ο Πέραιθος τος Περαιθείς, ο Λυκέας τη Λυκόα, ο Μαίναλος το Μαίναλο, ο Μακαρεύς τη Μακαρία, ο Μαντινεύς την ομώνυμη πόλη, ο Ορεσθεύς το Ορεσθάσιο, ο Ορχομενός τον Ορχομενό, ο Πάλλας το Παλλάντιο, ο Σουματέας τη Σουματία, ο Τεγεάτης την πόλη Τεγέα, ο Τραπεζούς την Τραπεζούντα*, ο Τροκολώνος τους Τρικολώνους, ο Υψούς την Υψούντα, ο Φίγαλος την Φιγαλία, ο Χαρίσιος τη Χαρισία κ.λπ. Μερικοί από τους γιους του Λυκάονα έφυγαν σε άλλους τόπους και εκεί ίδρυσαν πόλεις. Ο Θεσπρωτός πήγε στην Ήπειρο, όπου έγινε γενάρχης των Θεσπρωτών και έδωσε το όνομά του στην περιοχή. Ο Μάκεδνος πήγε ακόμα πιο βόρεια και ίδρυσε το έθνος των Μακεδόνων. Ο Φθίος ίδρυσε τη Φθιώτιδα, ενώ ο Οίνωτρος και ο Νύκτιμος με στόλο πέρασαν στην Ιταλία, καὶ ἡ Οἰνωτρία χώρα τὸ ὄνομα ἔσχεν ἀπὸ Οἰνώτρου βασιλεύοντος (Παυσ. 8.3.4.). Ο Διονύσιος Αλικαρνασσέας αναφέρει ότι μαζί με τον Οινωτρέα πέρασε στην Ιταλία και ο αδελφός του Πευκέτιος και έδωσε το όνομά του στον λαό των Πευκετίων, όπως ο αδελφός του στον λαό των Οινωτρίων (Ρωμ. Αρχ. 1.11.13). Αυτοί ήταν οι πρώτοι Έλληνες που ίδρυσαν αποικία.

Η θεοσέβεια ή η ασέβεια του Λυκάονα και των γιων του

Ιδιαίτερη είναι η σχέση του Λυκάονα με τον Δία. Την κόρη του Καλλιστώ ερωτεύτηκε ο θεός, βάζοντάς την σε περιπέτειες· καθιέρωσε αγώνες προς τιμή του, τα Λύκαια (κατά τον Παυσανία παλαιότερη γιορτή από τα Παναθήναια στην Αθήνα) και του προσέδωσε την επωνυμία Λύκαιο ή Λυκαίο, προφανώς από το ομώνυμο βουνό της Αρκαδίας, όπου ο Λυκάων είχε ιδρύσει και την πρώτη πόλη, τη Λυκόσουρα και από το οποίο κατά πάσα πιθανότητα είχε ονομαστεί και ο ίδιος. Ωστόσο, ο Λυκάων προκάλεσε την οργή των θεών που τον μεταμόρφωσαν σε λύκο. Η μη συμμετοχή του όμως στην υβριστική πράξη των γιων του αιτιολογεί το γεγονός ότι βρίσκεται στην κορυφή του γενεαλογικού δέντρου της Αρκαδίας.

Πρώτη παραλλαγή

Σύμφωνα με ορισμένους μυθογράφους ο Λυκάων, ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα του Πελασγού, ήταν πολύ ευσεβής και συχνά τον επισκέπτονταν οι θεοί. Όμως οι γιοι του θέλησαν να διαπιστώσουν αν οι ξένοι που φιλοξενούσε ο πατέρας τους ήταν πράγματι οι θεοί. Γι' αυτό σκότωσαν ένα παιδί και ανακάτεψαν τις σάρκες του με τα κρέατα του ζώου που είχε θυσιαστεί για το συμπόσιο. Οι θεοί φυσικά αντιλήφθηκαν την πράξη και έστειλαν καταιγίδα για να τιμωρήσουν τους ενόχους.

Δεύτερη παραλλαγή

Η δεύτερη παραλλαγή θέλει τον Λυκάονα και τους γιους του ασεβείς και υβριστές. Ο Απολλόδωρος παραδίδει τα εξής:

Αυτοί ξεπερνούσαν όλους τους ανθρώπους σε αλαζονεία και ασέβεια. Και ο Δίας, θέλοντας να δοκιμάσει την ασέβειά τους, παρουσιάστηκε στο σπίτι τους με τη μορφή ενός απλού χειρώνακτα. Και εκείνοι τον φιλοξένησαν, και αφού έσφαξαν ένα από τα παιδιά του τόπου, ανακάτεψαν τα σπλάχνα του με τα σφάγια της θυσίας και τα παρέθεσαν στο τραπέζι, όπως υπέδειξε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Μαίναλος. Τότε ο Δίας, αηδιασμένος, αναποδογύρισε το τραπέζι στον τόπο που τώρα ονομάζεται Τραπεζούς, και κατακεραύνωσε τον Λυκάονα και τους γιους του, εκτός από τον νεότερο, τον Νύκτιμο· γιατί πρόφτασε η Γη και πιάνοντας το δεξί χέρι του Δία πράυνε την οργή του. Όταν ο Νύκτιμος παρέλαβε τη βασιλεία, έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι αυτός έγινε εξαιτίας της ασέβειας των παιδιών του Λυκάονα. (Απολλόδωρος 3.8)

Ο Νύκτιμος, που σώθηκε με παρέμβαση της Γαίας, διαδέχθηκε τον πατέρα του στον θρόνο. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, ο Νύκτιμος ήταν αυτός που σφαγιάστηκε από τα αδέλφια του και αυτουνού τις σάρκες ανακάτεψαν με τα κρέατα του θυσιασμένου ζώου. Ακόμη λεγόταν ότι ο Λυκάων, για να εκδικηθεί τον Δία που είχε αποπλανήσει την κόρη του Καλλιστώ, κάλεσε τον Δία σε τραπέζι και τότε έσφαξε το παιδί που είχε γεννήσει η κόρη του από τον θεό, τον Αρκάδα.
 
Οργισμένος ο Δίας μεταμόρφωσε τον Λυκάονα σε λύκο, έκαψε με κεραυνό την Αρκαδία και ύστερα πήρε τα κομμάτια του σφαγμένου παιδιού του, τα κόλλησε και ξανάδωσε ζωή στο παιδί που έγινε γενάρχης των Αρκάδων**.

Σχόλια

Είναι πιθανό ότι ο μύθος πλάστηκε με βάση την παρετυμολογική σχέση του ονόματος του Λυκάονα με τον λύκο και ως απόηχος της μνήμης άγριων ηθών που περιλάμβαναν ανθρωποθυσίες και παιδοφαγίες, μετάληψη των σπλάχνων του θυσιασμένου. Λεγόταν ότι όσοι συμμετείχαν σε αυτό μεταμορφώνονταν σε λύκους για οκτώ έτη ή δέκα*** έτη και ξαναέπαιρναν την ανθρώπινη μορφή τους, εάν στη διάρκεια αυτής της οκταετίας απείχαν από τη βρώση ανθρώπινου κρέατος.

Ο Παυσανίας, που επισκέφτηκε την περιοχή τον 2ο αι. μ.X., υπαινίσσεται ότι ο ίδιος τύπος των θυσιών, απόρρητες και μυστικές, διατηρήθηκε μέχρι και τις ημέρες του από τους ποιμένες -ἐχέτω δὲ ὡς ἔχει καὶ ὡς ἔσχεν ἐξ ἀρχῆς (8.38.7.9):

Η γνώμη μου είναι ότι ο Λυκάων και ο βασιλιάς των Αθηναίων Κέκροπας έζησαν την ίδια εποχή, δεν έδειξαν όμως την ίδια σύνεση στα θέματα της θρησκείας. Γιατί ο Κέκροπας ονόμασε πρώτος τον Δία Ύπατο θεό και δεν έκρινε σωστό να θυσιάσει κανένα ζωντανό πλάσμα παρά πρόσφερε πάνω στον βωμό και έψησε εγχώριους πλακούντες [γλυκίσματα], ενώ ο Λυκάων έφερε στον βωμό του Λυκαίου Διός ένα βρέφος και έβαψε με το αίμα του τον βωμό και, κατά την παράδοση, αμέσως μετά την θυσία έγινε από άνθρωπος λύκος. (Παυσ. 8.΄2.2)

Και ο Πλάτων αναφέρεται στον μύθο του Λυκάονα και στις γιορτές στο Λύκαιο όρος όπου γινόντουσαν θυσίες ζώων αλλά και ανθρωποθυσίες, για να δείξει πως αυτός που τελεί τέτοιες θυσίες κάποια στιγμή θα εξολοθρευθεί από τους εχθρούς του ή θα γίνει τύραννος. (Πολιτεία 565.d.4-566.a.7****)
---------------------------
*Άλλη εκδοχή αποδίδει την ονομασία της πόλης στο τραπέζι που ανέτρεψε ο Δίας, όταν ο Λυκάων του πρόσφερε σε γεύμα τον διαμελισμένο Αρκάδα.
 
**Αναλογίες παρουσιάζει ο μύθος του διαμελισμένου και ανασυγκροτημένου παιδιού με τον Διόνυσο ή τον Πέλοπα, ή και με τον Πελία· το γεύμα που πρόσφερε ο Λυκάων με τα θυέστεια δείπνα· το κάψιμο της γης της Αρκαδίας από τον Δία με το κάψιμο της Σεμέλης· η παιδοφαγία με τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του· ο αποτροπιασμός του Δία με τον αποτροπιασμό της Αθηνάς για την ανθρωποφαγία του προστατευόμενου της Τυδέας. Επαναλαμβανόμενο μοτίβο είναι και το ξεγέλασμα του θεού, όπως το επιχείρησαν για παράδειγμα ο Προμηθέας και ο Ωρίωνας, ή ο Οδυσσέας όταν γύρισε στην Ιθάκη. Γύρω από δομές και μοτίβα αναπτύσσονται τοπικές λεπτομέρειες.
 
***Ο πυγμάχος Δάμαρχος
 
Όσο για τον πυγμάχο Δάμαρχο, έναν Αρκάδα από τα Παρράσια, δεν μπορώ να πιστέψω, εκτός φυσικά από την ολυμπιακή του νίκη, τα μυθεύματα που διηγούνταν γι' αυτόν μερικοί τερατολόγοι, ότι δηλαδή μεταμορφώθηκε από άνθρωπος σε λύκο κατά τη θυσία του Λυκαίου Δία και πως πάνω στον δέκατο χρόνο ξαναέγινε άνθρωπος. Νομίζω ότι αυτό δεν το αναφέρουν ούτε οι Αρκάδες γι' αυτόν. (Παυσ. 6.8.2)
 
****Ο Λυκάονας λύκος και ο τύραννος λύκος
 
- Πώς αρχίζει αυτή η μεταβολή από προστάτης του λαού σε τύραννο; Ή είναι φανερό ότι η μεταβολή συντελείται μόλις ο αρχηγός αρχίσει να κάνει αυτό το οποίο, σύμφωνα με το μύθο, γίνεται και στο ιερό του Λυκαίου Διός στην Αρκαδία;
- Τι δηλαδή;
- Όποιος γευτεί, λένε, το ανθρώπινο σπλάχνο που είναι ανακατεμένο μαζί με άλλα τεμαχισμένα ιερά σφάγια, μοιραία ο άνθρωπος αυτός γίνεται λύκος. Ή μήπως δεν το έχεις ακούσει αυτό;
- Το έχω.
- Έτσι λοιπόν κι εκείνος που θα 'ναι αρχηγός του λαού, άμα -έχοντας πίσω του μια μάζα που τον ακολουθεί τυφλά- δεν κρατηθεί μακριά από αδελφικό αίμα αλλά αρχίσει να σύρει πολίτες στα δικαστήρια, όπως συνήθως γίνεται, με άδικες κατηγορίες, άμα λερώνει τα χέρια του με φόνους, αφανίζοντας ανθρώπινη ζωή, δοκιμάζοντας με τη γλώσσα του και με το ανόσιο στόμα του αίμα συγγενικό, άμα εξορίζει και σκοτώνει και συγκεκαλυμμένα υπόσχεται αποσβέσεις χρεών και αναδιανομή της γης, άραγε, ύστερα απ' όλα αυτά, δεν είναι αναπόφευκτο και μοιραίο ένας τέτοιος άνθρωπος ή να εξολοθρευτεί από τους εχθρούς του ή να γίνει τύραννος και λύκος από άνθρωπος που ήταν πρωτύτερα;
- Εντελώς αναπόφευκτο.
(Πλάτων, Πολιτεία 565.d.4-566.a.7)

Φοβόμαστε κάποιον, γιατί του έχουμε παραχωρήσει εξουσία πάνω μας

Συχνά εξαρτιόμαστε περισσότερο από τους άλλους παρά από τον ίδιο τον εαυτό μας, και αγωνιζόμαστε με παράλογο τρόπο για την αποδοχή τους, λες και η αξία μας μπορεί να θεμελιωθεί μόνο από άτομα τα οποία ίσα που μας γνωρίζουν.

Το να δίνουμε τέτοια εξουσία στον περίγυρό μας γεννάει ανασφάλεια και μας κάνει να δημιουργούμε αρρωστημένους δεσμούς – στην πλειονότητά τους δεσμούς εξάρτησης – με τους ανθρώπους.

Η μοναδική αναγνώριση που χρειαζόμαστε πραγματικά βρίσκεται μέσα μας. Αν δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, αν δεν είμαστε σίγουροι γι' αυτό που κάνουμε, πώς περιμένουμε να μας αναγνωρίσουν οι άλλοι;

Χρειάζεται να μάθει κανείς να αγαπάει τον εαυτό του, να τον παραδέχεται και να τον αποδέχεται με όλες τις ατέλειές του, οι οποίες, στην πραγματικότητα, είναι δρόμοι που περιμένουν να τους διανύσουμε. Μόνο έτσι θα πάψουμε να φοβόμαστε τους άλλους και δεν θα μας επηρεάζουν οι γνώμες τους.

Συχνά οι άλλοι ούτε που έχουν γνώμη για εμάς. Εμείς οι ίδιοι τυφλωνόμαστε από τη μανία να μάθουμε τι θα σκεφτούν...

Όπως μας θυμίζει ο Έρμαν Έσσε, κάθε άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον κήπο του και φιλοτεχνεί νοερά την ακουαρέλα αυτού που επιθυμεί να είναι. Όταν παύουμε να εξαρτιόμαστε από τους άλλους, ανακαλύπτουμε ξαφνικά ότι είμαστε κύριοι της ζωής μας.

Προυστ: Η σκέψη πως ο έρωτάς μας δεν ανήκει στο πρόσωπο που τον εμπνέει

Αλλά, αντιλήφθηκα επίσης πως ο πόνος που προκαλεί η σκέψη πως ο έρωτάς μας δεν ανήκει στο πρόσωπο που τον εμπνέει, ένας πόνος που ένιωσα αρχικά σε σχέση με τη Ζιλμπέρτ, για δύο λόγους είναι ευεργετικός.

Ο πρώτος και λιγότερο σημαντικός είναι ότι, αν και η ζωή είναι μικρή, μόνο όταν υποφέρουμε βλέπουμε μερικά πράγματα που άλλες φορές είναι κρυμμένα.

Καθόμαστε μπροστά σ’ ένα παράθυρο σε άσχημη θέση που βλέπει όμως σε μιαν απέραντη θάλασσα, και μόνο στη διάρκεια μιας θύελλας, όταν οι σκέψεις μας ερεθίζονται από κινήσεις που αλλάζουν συνεχώς, ανυψώνονται σε τέτοιο επίπεδο που μπορούμε να δούμε όλη τη νομοτελειακή απεραντοσύνη που κάτω από κανονικές συνθήκες, όταν ο ήρεμος καιρός της ευτυχίας της δίνει μιαν απαλότητα, βρίσκεται κάτω απ’ το οπτικό μας πεδίο.

Ίσως μόνο για λιγοστές μεγάλες ιδιοφυίες να υπάρχει πάντοτε αυτή η κίνηση της σκέψης, ανεπηρέαστη από τις εξάρσεις της προσωπικής λύπης.

Μπορούμε όμως άραγε να είμαστε βέβαιοι, όταν σκεπτόμαστε την πλατιά και κανονική ανάπτυξη των χαρωπών δημιουργημάτων τους, πως δε γίνεται να συνάγουμε εύκολα από τη χαρά που αποπνέει το έργο τους ότι υπήρχε χαρά και στη ζωή τους, που ίσως αντίθετα να ήταν σχεδόν πάντοτε δυστυχισμένη;

Αλλά ο κυριότερος λόγος είναι ότι, αν ο έρωτάς μας είναι όχι μόνο ο έρωτας για την οποιανδήποτε Ζιλμπέρτ (και αυτό το γεγονός είναι που μας φαίνεται τόσο οδυνηρό), η αιτία δεν είναι πως είναι επίσης ο έρωτας κάποιας Αλμπερτίν αλλά ότι είναι ένα κομμάτι του νου μας πιο ανθεκτικό από τα διάφορα εγώ που σταδιακά πεθαίνουν μέσα μας και τα οποία θα ήθελαν, μέσα στην εγωπάθειά τους, να κρατήσουν για τον εαυτό τους, ένα κομμάτι του νου μας που πρέπει, όσο κι αν μας πονά (και ο πόνος μπορεί τελικά να μας κάνει καλό), να αποσπαστεί από τα άτομα έτσι ώστε να αποκαταστήσει το όλο και να προσφέρει τούτο τον έρωτα, την κατανόηση του έρωτα αυτού, σε όλους, στο πνεύμα το συμπαντικό και όχι τούτο ή τ’ άλλο, με τα οποία τούτο ή τ’ άλλο από τα εγώ που υπήρξαμε στο παρελθόν διαδοχικά θα ήθελε να συγχωνευθεί.
 
Μαρσέλ Προύστ, Ο ξανακερδισμένος χρόνος

Αυτοί που έχουν το κουράγιο να προχωρούν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία.

Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας.

Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχειν, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθολογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ό,τι έχουν – τη γη τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους – και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία – τη θέση του, την οικογένειά του – και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις. Η δράση του όμως βγαίνει μέσα από την πληρότητα που του δίνει η αγάπη του για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια.

Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν – «γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους – δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ό,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί – και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι – και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του.

Αν είμαι ό,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ό,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο· φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματός μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του.

Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.

Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1151a-1152a)

[IX] Πότερον οὖν ἐγκρατής ἐστιν ὁ ὁποιῳοῦν λόγῳ καὶ ὁποιαοῦν προαιρέσει ἐμμένων ἢ ὁ τῇ ὀρθῇ, καὶ ἀκρατὴς δὲ ὁ ὁποιᾳοῦν μὴ ἐμμένων προαιρέσει καὶ ὁποιῳοῦν λόγῳ ἢ ὁ τῷ μὴ ψευδεῖ λόγῳ καὶ τῇ προαιρέσει τῇ ὀρθῇ, ὥσπερ ἠπορήθη πρότερον; ἢ κατὰ μὲν συμβεβηκὸς ὁποιᾳοῦν, καθ᾽ αὑτὸ δὲ τῷ ἀληθεῖ λόγῳ καὶ τῇ ὀρθῇ προαιρέσει ὃ μὲν ἐμμένει ὃ δ᾽ οὐκ ἐμμένει; εἰ γάρ τις τοδὶ διὰ τοδὶ

[1151b] αἱρεῖται ἢ διώκει, καθ᾽ αὑτὸ μὲν τοῦτο διώκει καὶ αἱρεῖται, κατὰ συμβεβηκὸς δὲ τὸ πρότερον. ἁπλῶς δὲ λέγομεν τὸ καθ᾽ αὑτό. ὥστε ἔστι μὲν ὡς ὁποιᾳοῦν δόξῃ ὃ μὲν ἐμμένει ὃ δ᾽ ἐξίσταται, ἁπλῶς δὲ [ὁ] τῇ ἀληθεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ ἐμμενετικοὶ τῇ δόξῃ εἰσίν, οὓς καλοῦσιν ἰσχυρογνώμονας, οἱ δύσπειστοι καὶ οὐκ εὐμετάπειστοι· οἳ ὅμοιον μέν τι ἔχουσι τῷ ἐγκρατεῖ, ὥσπερ ὁ ἄσωτος τῷ ἐλευθερίῳ καὶ ὁ θρασὺς τῷ θαρραλέῳ, εἰσὶ δ᾽ ἕτεροι κατὰ πολλά. ὃ μὲν γὰρ διὰ πάθος καὶ ἐπιθυμίαν οὐ μεταβάλλει [ὁ ἐγκρατής], ἐπεὶ εὔπειστος, ὅταν τύχῃ, ἔσται ὁ ἐγκρατής· οἳ δὲ οὐχ ὑπὸ λόγου, ἐπεὶ ἐπιθυμίας γε λαμβάνουσι, καὶ ἄγονται πολλοὶ ὑπὸ τῶν ἡδονῶν. εἰσὶ δὲ ἰσχυρογνώμονες οἱ ἰδιογνώμονες καὶ οἱ ἀμαθεῖς καὶ οἱ ἄγροικοι, οἱ μὲν ἰδιογνώμονες δι᾽ ἡδονὴν καὶ λύπην· χαίρουσι γὰρ νικῶντες ἐὰν μὴ μεταπείθωνται, καὶ λυποῦνται ἐὰν ἄκυρα τὰ αὐτῶν ᾖ ὥσπερ ψηφίσματα· ὥστε μᾶλλον τῷ ἀκρατεῖ ἐοίκασιν ἢ τῷ ἐγκρατεῖ. εἰσὶ δέ τινες οἳ τοῖς δόξασιν οὐκ ἐμμένουσιν οὐ δι᾽ ἀκρασίαν, οἷον ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ τῷ Σοφοκλέους ὁ Νεοπτόλεμος· καίτοι δι᾽ ἡδονὴν οὐκ ἐνέμεινεν, ἀλλὰ καλήν· τὸ γὰρ ἀληθεύειν αὐτῷ καλὸν ἦν, ἐπείσθη δ᾽ ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως ψεύδεσθαι. οὐ γὰρ πᾶς ὁ δι᾽ ἡδονήν τι πράττων οὔτ᾽ ἀκόλαστος οὔτε φαῦλος οὔτ᾽ ἀκρατής, ἀλλ᾽ ὁ δι᾽ αἰσχράν.

Ἐπεὶ δ᾽ ἔστι τις καὶ τοιοῦτος οἷος ἧττον ἢ δεῖ τοῖς σωματικοῖς χαίρειν, καὶ οὐκ ἐμμένων τῷ λόγῳ, ὁ τοιοῦτος τούτου καὶ τοῦ ἀκρατοῦς μέσος ὁ ἐγκρατής· ὁ μὲν γὰρ ἀκρατὴς οὐκ ἐμμένει τῷ λόγῳ διὰ τὸ μᾶλλόν τι, οὗτος δὲ διὰ τὸ ἧττόν τι· ὁ δ᾽ ἐγκρατὴς ἐμμένει καὶ οὐδὲ δι᾽ ἕτερον μεταβάλλει. δεῖ δέ, εἴπερ ἡ ἐγκράτεια σπουδαῖον, ἀμφοτέρας τὰς ἐναντίας ἕξεις φαύλας εἶναι, ὥσπερ καὶ φαίνονται· ἀλλὰ διὰ τὸ τὴν ἑτέραν ἐν ὀλίγοις καὶ ὀλιγάκις εἶναι φανεράν, ὥσπερ ἡ σωφροσύνη τῇ ἀκολασίᾳ δοκεῖ ἐναντίον εἶναι μόνον, οὕτω καὶ ἡ ἐγκράτεια τῇ ἀκρασίᾳ. ἐπεὶ δὲ καθ᾽ ὁμοιότητα πολλὰ λέγεται, καὶ ἡ ἐγκράτεια ἡ τοῦ σώφρονος καθ᾽ ὁμοιότητα ἠκολούθηκεν· ὅ τε γὰρ ἐγκρατὴς οἷος μηδὲν παρὰ τὸν λόγον διὰ τὰς σωματικὰς ἡδονὰς

[1152a] ποιεῖν καὶ ὁ σώφρων, ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἔχων ὃ δ᾽ οὐκ ἔχων φαύλας ἐπιθυμίας, καὶ ὃ μὲν τοιοῦτος οἷος μὴ ἥδεσθαι παρὰ τὸν λόγον, ὃ δ᾽ οἷος ἥδεσθαι ἀλλὰ μὴ ἄγεσθαι. ὅμοιοι δὲ καὶ ὁ ἀκρατὴς καὶ ἀκόλαστος, ἕτεροι μὲν ὄντες, ἀμφότεροι δὲ τὰ σωματικὰ ἡδέα διώκουσιν, ἀλλ᾽ ὃ μὲν καὶ οἰόμενος δεῖν, ὃ δ᾽ οὐκ οἰόμενος.

***
[9] Αλήθεια, εγκρατής είναι ο άνθρωπος που μένει σταθερός σε οποιαδήποτε αρχή και σε οποιαδήποτε επιλογή, ή μήπως αυτός που μένει σταθερός μόνο στην ορθή επιλογή και προτίμηση; Και, πάλι, ακρατής είναι ο άνθρωπος που δεν μένει σταθερός σε οποιαδήποτε επιλογή και σε οποιαδήποτε αρχή, ή μήπως αυτός που δεν μένει σταθερός μόνο σε μια αρχή που δεν είναι ψευδής και στη σωστή επιλογή και προτίμηση; Αυτή ήταν, πράγματι, η δυσκολία μπροστά στην οποία βρεθήκαμε πιο πάνω. Ή μήπως πρέπει να πούμε: κατά σύμπτωση σε οποιαδήποτε επιλογή, βασικά όμως στην αληθινή αρχή και στην ορθή επιλογή ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι; Γιατί αν ένας επιλέγει ή επιδιώκει το τάδε πράγμα για χάρη του τάδε πράγματος,

[1151b] επιδιώκει και επιλέγει καθεαυτό το δεύτερο, το πρώτο όμως μόνο κατά σύμπτωση — λέγοντας «καθεαυτό» εννοώ «γενικά και απόλυτα». Συμπέρασμα: Κατά κάποιον τρόπο ο ένας μένει σταθερός και ο άλλος όχι σε οποιαδήποτε γνώμη, γενικά όμως και απόλυτα στην αληθινή γνώμη.

Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που μένουν σταθεροί στη δική τους γνώμη· αυτούς ο κόσμος τούς λέει ισχυρογνώμονες, που θέλει να πει πως είναι άνθρωποι δύσπιστοι, άνθρωποι που δεν αλλάζουν εύκολα γνώμη. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κάποια ομοιότητα με τον εγκρατή (είναι η ομοιότητα που έχει ο άσωτος με τον ελευθέριο και ο θρασύς με τον θαρραλέο), είναι όμως διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον από πολλές απόψεις. Ο ένας, ο εγκρατής, δεν αλλάζει γνώμη από πάθος ή επιθυμία: όταν το απαιτήσουν οι περιστάσεις, είναι πρόθυμος να μεταπεισθεί, τους ισχυρογνώμονες όμως κανένα λογικό επιχείρημα δεν τους αλλάζει τη γνώμη, γιατί είναι επιρρεπείς στις επιθυμίες, και πολλοί από αυτούς άγονται και φέρονται από τις ηδονές. Ισχυρογνώμονες είναι οι ιδιότροποι άνθρωποι, οι αμαθείς και οι άξεστοι. Οι ιδιότροποι άνθρωποι επηρεάζονται από την ηδονή και τη λύπη: χαίρονται για τη νίκη τους, στην περίπτωση που δεν πείθονται να αλλάξουν γνώμη, και λυπούνται όταν ακυρώνονται οι δικές τους γνώμες — όπως συμβαίνει με τα ψηφίσματα· μοιάζουν λοιπόν πιο πολύ με τον ακρατή παρά με τον εγκρατή άνθρωπο.

Υπάρχουν όμως και κάποιοι που δεν μένουν σταθεροί στις αποφάσεις τους και ο λόγος δεν είναι η ακράτεια· παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή — αν και ο λόγος που δεν έμεινε σταθερός στην απόφασή του ήταν, στην πραγματικότητα, η ηδονή, μια ηδονή όμως ωραία· γιατί για τον Νεοπτόλεμο το να λέει την αλήθεια ήταν κάτι το ωραίο, και ο Οδυσσέας τον είχε πείσει να πει ψέματα· δεν είναι, πράγματι, ούτε ακόλαστος ούτε ευτελής και τιποτένιος ούτε ακρατής ο καθένας που κάνει κάτι για λόγους ευχαρίστησης, παρά μόνο αυτός που το κάνει για κάποια άσχημη ευχαρίστηση.

Δεδομένου, τώρα, ότι υπάρχει και άνθρωπος που ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές και όμως, παρόλο ότι είναι τέτοιου είδους άνθρωπος, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο, ο ενδιάμεσος μεταξύ αυτού του ανθρώπου και του ακρατούς είναι ο εγκρατής άνθρωπος. Ο ακρατής, πράγματι, δεν μένει σταθερός στον ορθό λόγο για τον λόγο ότι ευχαριστιέται περισσότερο από ό,τι πρέπει με τις σωματικές ηδονές, ενώ ο τύπος ανθρώπου για τον οποίο μιλούμε για τον λόγο ότι τις ευχαριστιέται λιγότερο από ό,τι πρέπει· ο εγκρατής, αντίθετα, μένει σταθερός στον ορθό λόγο και δεν αλλάζει ούτε για τον έναν ούτε για τον άλλο λόγο. Αν όμως η εγκράτεια είναι μια καλή έξη, τότε οι δύο έξεις που είναι αντίθετες προς αυτήν δεν μπορεί παρά να είναι κακές — όπως και ολοφάνερα είναι. Επειδή, πάντως, η μία από τις δύο αυτές έξεις εμφανίζεται σε λίγους μόνο ανθρώπους και σπάνια, γι᾽ αυτό, όπως η σωφροσύνη θεωρείται από τον πολύ κόσμο ότι είναι αντίθετη μόνο προς την ακολασία, έτσι και η εγκράτεια θεωρείται αντίθετη προς την ακράτεια.

Επειδή, τώρα, πολλοί χαρακτηρισμοί/περιγραφές βασίζονται στην αναλογία, φτάσαμε να μιλούμε κατ᾽ αναλογίαν και για την εγκράτεια του σώφρονα ανθρώπου· και ο εγκρατής, πράγματι, άνθρωπος και ο σώφρων είναι τέτοιας λογής άνθρωποι που να μην παρασύρονται από τις σωματικές ηδονές

[1152a] ώστε να κάνουν πράξεις αντίθετες προς τον ορθό λόγο, μόνο που ο ένας έχει ευτελείς επιθυμίες, ενώ ο άλλος όχι· ο ένας, επίσης, είναι τέτοιας λογής άνθρωπος που να μη βρίσκει ευχαρίστηση σε οτιδήποτε είναι αντίθετο προς τον ορθό λόγο, ενώ ο άλλος νιώθει ευχαρίστηση, όμως δεν αφήνεται να φέρεται και να άγεται από αυτήν. Ομοιότητα υπάρχει, επίσης, ανάμεσα στον ακρατή και στον ακόλαστο, μολονότι είναι πολύ διαφορετικοί: και οι δυο τους επιδιώκουν τις σωματικές ηδονές, μόνο που ο ένας θεωρεί ότι έτσι πρέπει να κάνει, ενώ ο άλλος όχι.

Τετάρτη 30 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (863-890)

ΧΟ. καὶ μὴν ἡμεῖς ἐπὶ ταῖς σπονδαῖς
καὶ ταῖς εὐχαῖς
865 φήμην ἀγαθὴν λέξομεν ὑμῖν,
ὅτι γενναίως ἐκ τοῦ πολέμου
καὶ τοῦ νείκους ξυνεβήτον.

εὐφημία μὲν πρῶτα νῦν ὑπαρχέτω. [στρ.]
ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον Πύθι᾽ ἐπ᾽ ἀγαθῇ τύχῃ
870 τὸ πρᾶγμ᾽ ὃ μηχανᾶται
ἔμπροσθεν οὗτος τῶν θυρῶν,
ἅπασιν ἡμῖν ἁρμόσαι
παυσαμένοις πλάνων.
ἰήιε Παιάν.

875 ΒΔ. ὦ δέσποτ᾽ ἄναξ, γεῖτον Ἀγυιεῦ, τοὐμοῦ προθύρου προπύλαιε,
δέξαι τελετὴν καινήν, ὦναξ, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν·
παῦσόν τ᾽ αὐτοῦ τοῦτο τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθος,
Ἀντικυραίου μέλιτος μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξας·
ἤδη δ᾽ εἶναι τοῖς ἀνθρώποις
ἤπιον αὐτόν,
τοὺς φεύγοντάς τ᾽ ἐλεεῖν μᾶλλον
880 τῶν γραψαμένων
κἀπιδακρύειν ἀντιβολούντων,
καὶ παυσάμενον τῆς δυσκολίας
ἀπὸ τῆς ὀργῆς
τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι.

885 ΧΟ. ξυνευχόμεσθα ‹ταῦτά› σοι κἀπᾴδομεν [ἀντ.]
νέαισιν ἀρχαῖς ἕνεκα τῶν προλελεγμένων.
εὖνοι γάρ ἐσμεν ἐξ οὗ
τὸν δῆμον ᾐσθόμεσθά σου
φιλοῦντος ὡς οὐδεὶς ἀνὴρ
890 τῶν γε νεωτέρων.

***
ΚΟΡ. Τις δεήσεις αυτές, τις ιερές τις σπονδές
με δικές μας εμείς συνοδεύουμε ευχές,
αφού πια μεγαλόψυχα εσείς,
ξεπερνώντας μαλώματα, αμάχες κακές,
φιλιωθήκατε τώρα.

ΧΟΡ. Ιερή σιωπή να γίνει πρώτ᾽ απ᾽ όλα.
Ω Πύθιε Φοίβε Απόλλωνα μας, κάμε
870 αυτό που τούτος μελετά
κι αρχίζει μπρος στο σπίτι του
να βγει για όλους σε καλό
κι όλα τα λάθη να σβηστούν.
Ω Παιάνα, ιώ.

ΒΔΕ. Του προθύρου μου φύλακα εσύ και φρουρέ
κάθε στράτας, θεέ γείτονά μας,
δέξου αυτή την καινούρια ιερή τελετή·
προς τιμή την ιδρύω του γονιού μου·
βάλε, αφέντη μας, τέρμα σ᾽ αυτή τη στρυφνή,
τη σκληρή πουρναρίσια του γνώμη·
στην ψυχή του, που αψύς την ταράζει θυμός,
στάξε λίγο γλυκό πετιμέζι.
Κάμε, θεέ μου, να γίνει γλυκός
στους ανθρώπους και πιο μαλακός,
στον υπόδικο να ᾽χει σπλαχνιά πιο πολλή
880 κι όχι πια στο σκληρό μηνυτή·
όταν ένας ικέτης θρηνεί,
ένα δάκρυ να χύνει μαζί του κι αυτός,
η στρυφνάδα να λείψει η μεγάλη,
κι απ᾽ τον άγριο θυμό και την τόση του οργή
τις τσουκνίδες να βγάλει.

ΧΟΡ. Σε συνοδεύουν οι ύμνοι μας κι οι ευχές μας
στο αξίωμα το καινούριο που έχεις πάρει·
γιατί μας μίλησες σωστά
και σ᾽ αγαπούμε, που είδαμε
πως το λαό αγαπάς εσύ
890 πιότερο απ᾽ όλους τους νεαρούς.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΥΓΚΟΣ

ΛΥΓΚΟΣ
(ζώο, λυγξ)
 
Ο Λύγκος ήταν βασιλιάς της Σκυθίας. Στη χώρα του έφτασε ο Τριπτόλεμος, διαδίδοντας την καλλιέργεια των σιτηρών ύστερα από εντολή της Δήμητρας.
 
Ζήλια ξεσηκώθηκε στον βασιλιά για τον ελευσίνιο φιλοξενούμενό του και νύχτα θέλησε να τον σκοτώσει.
 
Όμως η Δήμητρα, η προστάτιδα θεά του νέου και των σιτηρών μεταμόρφωσε τον Λύγκο στο αιλουροειδές λύγξ (ρήσος ή ρίτσος ή αρίτσος ή τσαγκανόλυκος) και έσωσε τον Τριπτόλεμο.
 
Ελάχιστοι λύγκες επιβιώνουν σήμερα στη βαλκανική χερσόνησο.

Ο Αριστοτέλης και η αρετή ως πολιτική πράξη

Το δεδομένο ότι ο Αριστοτέλης λαμβάνει πολύ σοβαρά τις αισθήσεις –σε αντίθεση με τον Πλάτωνα– ως μοναδικό ανθρώπινο μέσο για την αντίληψη του φυσικού κόσμου δεν πρέπει να οδηγεί σε παρανοήσεις, ώστε να συγχέονται ή (πολύ περισσότερο) να τίθενται σε θέση ανωτερότητας σε σχέση με τη διάνοια. Ο Αριστοτέλης είναι σαφής: «η διάνοια έχει με την αίσθηση την ακόλουθη διαφορά: Με την όραση δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο, παρά μόνο να δούμε· και με την ακοή τίποτε άλλο, παρά να ακούσουμε· Παράλληλα, τόσο για την όραση όσο και για την ακοή ισχύει το εξής: δε σκεφτόμαστε ούτε αποφασίζουμε για το τι πρέπει να κάνουμε με την ακοή, να ακούσουμε ή να δούμε. Με την διάνοια, όμως, ισχύουν τα αντίθετα: η διάνοια μπορεί να πράττει είτε το ένα είτε το άλλο» (1189b 18.1).
 
Με δυο λόγια, οι αισθήσεις είναι το εργαλείο που θα δώσει τις πληροφορίες και η διάνοια θα προβεί στην επεξεργασία τους για εξαγωγή συμπερασμάτων. Οι αισθήσεις χωρίς τη διάνοια είναι η ανολοκλήρωτη γνώση μιας πληροφορίας που μένει ανεπεξέργαστη. Από την άλλη, η διάνοια δε θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί χωρίς τα ερεθίσματα των αισθήσεων: «Έτσι εξηγείται που η σκέψη και απόφαση είναι άμεσα και δομικά συνδεμένη με τη διάνοια» (1190a 18.1).
 
Η διάνοια είναι συνυφασμένη με τη σκέψη που θα επιφέρει τις αποφάσεις, αλλά οι αισθήσεις είναι η αναγνώριση των δεδομένων που θα κινητοποιήσουν τη σκέψη. Το ζήτημα των επιλογών δεν έχει να κάνει με το τελικό κίνητρο που θέλουν να εξυπηρετήσουν (κανείς δεν θέλει να πάρει αποφάσεις που θα τον βλάψουν), αλλά τον τρόπο (τα μέσα) που θα επιτευχθεί το καλό γι’ αυτόν που αποφασίζει: «Το σφάλμα, λοιπόν, συναντάται στην επιλογή του ποια είναι τα καλά, και “καλά” όχι με την έννοια των τελικών στόχων (για τους τελικούς στόχους οι πάντες, βέβαια, ομοφωνούν: όλοι θεωρούν την υγεία αγαθό)· η διαφωνία αφορά στα καλά ως μέσα, αυτά που οδηγούν στους τελικούς στόχους: άραγε ποιο είναι καλό για την υγεία, να το φάει κανείς αυτό ή να μην το φάει;» (1190a 18.2).
 
Με δεδομένο ότι κανείς δε θέλει να χάσει την υγεία του είναι φανερό ότι οι διαφωνίες που θα προκύψουν θα σχετίζονται με τον τρόπο της διατήρησής της. Κι αν στη σύγχρονη εποχή είναι λίγο-πολύ γνωστό το πώς ορίζεται η υγιεινή διατροφή, το ζήτημα παίρνει ακόμη βαθύτερες διαστάσεις: «Και όσον αφορά ακριβώς τα καλά-μέσα που οδηγούν στους τελικούς στόχους καθοριστική αιτία σφάλματος αποτελούν η ηδονή και η λύπη (ευχαρίστηση και δυσαρέσκεια)· τη μία την αποφεύγουμε, την άλλη την κυνηγάμε» (1190a 18.2).

Τα συναισθήματα αναγνωρίζονται ως κυριότεροι παράγοντες στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, αφού εν τέλει ο άνθρωπος θα κάνει αυτό που τον ευχαριστεί. Υπό αυτή τη συνθήκη το ζήτημα δεν έχει να κάνει τόσο με τη γνώση του τι είναι υγιεινό ή ανθυγιεινό, όσο με την ένταση της ευχαρίστησης από την ανθυγιεινή τροφή ή την πειθαρχία που θα επιδείξει κανείς, ώστε να αντισταθεί βάζοντας μέτρο στις γαστριμαργικές απολαύσεις. Ασφαλώς είναι ζήτημα εθισμού. Εκείνος που θα μάθει να ενδίδει θα γίνει λαίμαργος, ενώ εκείνος που θα νιώθει ευχαρίστηση με τη διατήρηση του μέτρου θα φερθεί με σωφροσύνη προασπίζοντας την υγεία και τη σωματική του ευεξία.
 
Η αρετή είναι σταθερά συνυφασμένη με τη μεσότητα που σε κάθε περίπτωση θα υποδείξει τη σωστή συμπεριφορά. Σε τελική ανάλυση όμως, η αρετή (ως μεσότητα) αποτελεί η ίδια τον τελικό σκοπό της ανθρώπινης δράσης ή κι αυτή τίθεται στην υπηρεσία ενός άλλου υπέρτερου σκοπού; «Απομένει, συνεπώς, να εξετάσουμε σε τι στοχεύει η αρετή: άραγε αποτελεί τελικό στόχο ή μήπως ανήκει στα μέσα που οδηγούν σε κάποιο τελικό στόχο; Με άλλα λόγια, η αρετή έχει να κάνει με το ίδιο το καλό ή ανήκει σε όσα οδηγούν στο καλό;» (1190a 18.3).

Για μια ακόμη φορά ο Αριστοτέλης θα καταφύγει στον παραλληλισμό της αρετής με τις τέχνες: «Με την επιστήμη-τέχνη, τώρα, τι άραγε συμβαίνει; Άραγε εμπίπτει στην αρμοδιότητα της οικοδομικής να ορίσει εκ των προτέρων ποιος είναι ο καλός τελικός της στόχος, ή να δει απλώς όσα οδηγούν σε αυτόν τον καλό τελικό στόχο; Διότι, αν η οικοδομική ορίσει ποιος είναι ο καλός της τελικός στόχος, π.χ. το να φτιάξει ένα ωραίο σπίτι, τότε αυτή η ίδια η οικοδομική –κι όχι κανένας άλλος– θα βρει και θα ποριστεί τα μέσα που οδηγούν σε τούτον τον τελικό στόχο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες τις άλλες επιστήμες-τέχνες» (1190a 18.4).
 
Για τον Αριστοτέλη δεν μπορεί παρά να ισχύει το ίδιο και για την αρετή: «Άρα, κάτι παρόμοιο θα πρέπει να ισχύει και στην περίπτωση της αρετής: σ’ αυτήν εμπίπτει κυρίως ο τελικός στόχος, που πρέπει να τον θέσει εκ των προτέρων σωστά, και όχι τόσο τα μέσα που οδηγούν σε αυτόν. Και όσον αφορά τα μέσα από τα οποία θα προκύψει η πραγμάτωση του τελικού στόχου, κανείς άλλος δεν πρόκειται να της τα παράσχει· αυτή θα βρει όσα πρέπει να βρει για να πετύχει τον τελικό στόχο» (1190a 18.5).
 
Η εύρεση, λοιπόν, του τελικού σκοπού που πρέπει να επιτευχθεί δεν είναι το μοναδικό ζήτημα της αρετής, αλλά και τα μέσα που τον εξυπηρετήσουν. Η αρετή τίθεται ως τελικός (υπέρτατος) στόχος, αφού τελικά ταυτίζεται με την ανθρώπινη ευτυχία. Ο Αριστοτέλης δε θα μπορούσε να γίνει πιο κατατοπιστικός: «δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από την αρετή· χάριν αυτής υπάρχουν και τα υπόλοιπα και με αυτήν έχει να κάνει η αρχή [χάριν του τέλους υπάρχουν όσα οδηγούν σε αυτό· και έτσι το τέλος μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αρχής, και χάριν του τέλους υπάρχει το κάθε επιμέρους μέσο που οδηγεί σ’ αυτό· αλλά αυτή η ύπαρξη του μέσου θα είναι εξαρτημένη από το τέλος-τελικό στόχο]» (1190a 18.6).
 
Εν τέλει, αφού το τέλος τίθεται από την αρχή κι όλα αποσκοπούν στην επίτευξή του, μπορούμε να πούμε ότι το τέλος είναι ένα είδος αρχής που καθορίζει εκ των προτέρων όλη τη δράση. Ο οικοδόμος αρχίζει να ενεργεί, αφού έχει ήδη καθορίσει επακριβώς τον τελικό στόχο. Μόνο έτσι μπορεί να είναι βέβαιος ότι οι ενέργειές του είναι σωστές.
 
Κι αυτός είναι ο λόγος που ο προκαθορισμός του τελικού στόχου θα φέρει και τη σωστή οργάνωση για την επίτευξή του. Ο οικοδόμος που ξεκινά τις οικοδομικές εργασίες χωρίς συγκεκριμένο (και μελετημένο εξαρχής) τελικό αποτέλεσμα είναι αμφίβολο αν θα ολοκληρώσει με σωστό τρόπο το έργο του. Το τέλος είναι και αρχή, αφού θα καθορίσει από την πρώτη στιγμή όλες τις ενέργειες. Και βέβαια, ο τελικός στόχος της αρετής είναι η επίτευξη του καλού: «Τελικός στόχος της αρετής είναι ασφαλώς το καλό» (1190a 9.1).

Αυτό που μένει είναι τα μέσα που θα επιφέρουν την ολοκλήρωση του αρχικού (και τελικού) σκοπού: «Άρα, στο καλό το ίδιο στοχεύει πιο πολύ η αρετή, παρά στα μέσα που θα οδηγήσουν σε αυτό. Εντούτοις, αυτά τα μέσα τής ανήκουν. Μπορεί, βέβαια, όλο αυτό να φαίνεται άτοπο· διότι ένας ζωγράφος μπορεί να είναι ικανός στην απόδοση του θέματός του, όμως δεν πρόκειται να κερδίσει τον έπαινο αν δε βάλει τούτο ως στόχο του: να αποδώσει με την τέχνη του τα άριστα. Ίδιον της αρετής, λοιπόν, είναι το εξής: να βάλει πάνω απ’ όλα το καλό ως τελικό τους στόχο» (1190a 19.1).
 
Από τη στιγμή που η αρετή δεν καθορίζει μόνο τον τελικό σκοπό (που είναι πάντα το καλό), αλλά και τα μέσα που θα τον επιφέρουν («αυτά τα μέσα τής ανήκουν»), είναι σαφές ότι η αρετή καθορίζει και τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για την πραγμάτωση του τελικού στόχου. Με άλλα λόγια, δε φτάνει απλά να τεθεί ο τελικός στόχος με γνώμονα το καλό, αλλά να καθοριστούν και τα μέσα της επίτευξής του με ακριβώς τον ίδιο γνώμονα (καθώς κι εκείνα οφείλουν ανήκουν στην αρετή). Η ρήση που θέλει το σκοπό να αγιάζει τα μέσα δε φαίνεται να βρίσκει σύμφωνο τον Αριστοτέλη, αφού ο τελικός σκοπός της αρετής δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από μέσα που αντίκεινται στην ίδια την έννοιά της.
 
Ο ισχυρισμός ότι για την εξυπηρέτηση του καλού (αρετής) εφαρμόζονται μέσα που δεν έχουν σχέση με την αρετή όχι μόνο επιχειρεί να νομιμοποιήσει ανέντιμες πράξεις (που γίνονται στο όνομα της αρετής), αλλά αποτελεί και εννοιολογική ματαίωσή της, αφού αρετή που προκύπτει από κακά μέσα δεν υφίσταται. Η πράξη που δεν ταυτίζεται με την αρετή είναι ανήθικη, όσο κι αν προσπαθεί να πείσει αυτός που την έκανε ότι είχε καλούς σκοπούς.
 
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για την ηθική νομιμότητα της αμυντικής δράσης μιας πόλης, που εξαναγκάζεται να οδηγηθεί στη βία για να περισώσει την ελευθερία και την αξιοπρέπειά της, αλλά για κάθε είδους ανοσιούργημα που δήθεν τίθεται στην υπηρεσία ενός καλού σκοπού. Οι πολεμικές επιθέσεις, η καταπίεση, τα πιο στυγνά εγκλήματα της ιστορίας επιδιώκουν πάντα να νομιμοποιηθούν ηθικά παριστάνοντας ότι υπηρετούν το καλό κι έχοντας ως συνήθεις προφάσεις την παγκόσμια ειρήνη, την πολιτική σταθερότητα, την ιδεολογική υπεροχή, την ισότητα, τη δικαιοσύνη, τον εκπολιτισμό με δυο λόγια την αρετή, που (δήθεν) εξυπηρετείται από τα απεχθή (πλην αναγκαία) μέσα που θα την επιφέρουν.

Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «η ενεργητική πραγμάτωση της αρετής είναι ανώτερη από την απλή κτήση της» (1190b 19.2). Με άλλα λόγια, τι νόημα έχει η απλή κτήση της αρετής, όταν δε συνοδεύεται από την ενεργητική πραγμάτωσή της; Και για να διατυπωθεί και διαφορετικά δε φτάνει κάποιος να ισχυρίζεται ότι κατέχει την αρετή, πρέπει και να το αποδεικνύει πραγματώνοντας τη σε καθημερινό επίπεδο.
 
Εξάλλου, ο ενάρετος κρίνεται από τις πράξεις του κι όχι από τους ισχυρισμούς του: «Διότι οι υπόλοιποι άνθρωποι παρατηρούν τον ενάρετο και τον κρίνουν ως τέτοιο από τις πράξεις του, αφού είναι αδύνατο να διαγνώσουν την προαίρεση του καθενός, ποια ακριβώς είναι· αν είχαν τη δυνατότητα να γνωρίζουν το πνεύμα του καθενός, ποια είναι ακριβώς η τοποθέτησή του απέναντι στο καλό, δε θα χρειαζόταν η πράξη για τη θεώρηση κάποιου ως καλού» (1190b 19.3).
 
Η αρετή που δεν πραγματώνεται δεν είναι αρετή, καθώς η αρετή δεν είναι προαίρεση, αλλά ενέργεια. Η επίφαση της προαίρεσης για να δικαιολογηθεί η ενέργεια δεν αφορά την αρετή, αλλά τη συγκάλυψη της κακίας. Ο σφαγέας είναι σφαγέας όποια αρετή κι αν διατείνεται ότι υπηρετεί. Κι επειδή ακριβώς δεν υπηρετεί καμία αρετή, δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαστρέβλωση των εννοιών. Γι’ αυτό και πρέπει να πείσει ότι οι σφαγές του είναι το αναγκαίο κακό για το τελικό καλό που θα επιφέρει ή ότι η θρασύτητα και η απανθρωπιά που επιδεικνύει είναι θάρρος και πίστη για την πραγμάτωση των υψηλών του ιδανικών.
 
Στην πραγματικότητα η ματαίωση της αρετής επιφέρει και τις αντίστοιχες αντιδράσεις. Η έννοια της αρετής, ως συνολικού καλού για την ανθρωπότητα, μπορεί να ξεχειλώνει προς πάσα κατεύθυνση, όταν τίθεται στην υπηρεσία συγκεκριμένων επιδιώξεων. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα δώσει έμφαση όχι μόνο στο στόχο, αλλά και στα μέσα της αρετής. Γιατί τα μέσα είναι πράξεις. Και οι πράξεις δεν μπορούν να αντιβαίνουν στον τελικό στόχο.
 
Η κοινωνική διάσταση της αρετής είναι απολύτως ξεκάθαρη, αφού την ενάρετη πράξη δεν την ορίζει αυτός που ενεργεί αλλά «οι υπόλοιποι άνθρωποι» που «παρατηρούν τον ενάρετο και τον κρίνουν ως τέτοιο από τις πράξεις του». Η αρετή είναι αδύνατο να αποκοπεί από το κοινωνικό περιβάλλον, αφού, εν τέλει, τίθεται ως εγγυητής της συνύπαρξης. Οι περιπτώσεις των ανθρώπων που, ενώ άσκησαν την αρετή, εκδιώχτηκαν λοιδορούμενοι δεν αναιρούν την κοινωνική διάστασή της αλλά την επιβεβαιώνουν, καθώς γίνεται σαφές ότι στην έννοια της αρετής καθρεφτίζονται και οι αξίες κάθε εποχής.
 
Οι διαστρεβλωμένες αξίες των εκάστοτε εποχών καταδεικνύουν την ευκολία στην παραποίηση της αρετής (ως έννοια), αφού μπορεί να ταυτιστεί με τη βία, το φανατισμό ή την αυταρχικότητα που θα ονομαστούν θάρρος, πίστη ή διατήρηση της τάξης. Ο σκοταδισμός μπορεί να παρουσιαστεί ως θεϊκή πρόνοια, η καταπίεση ως απαράβατη ηθική (ακόμη κι ως επαναστατική αφοσίωση), η εκμετάλλευση ως δικαιοσύνη, η βαρβαρότητα ως πολιτισμός. Η ιστορία είναι γεμάτη από τέτοια παραδείγματα.
 
Κι αυτή ακριβώς είναι η έννοια της αρετής που παίρνει διαστάσεις πολιτικής πράξης. Ο ενάρετος άνθρωπος κατευθυνόμενος από τη λογική, τη σωφροσύνη, το μέτρο και τη γενναιοψυχία είναι σε θέση να εναντιωθεί απέναντι σε όλα τα κακώς κείμενα της εποχής του αναλαμβάνοντας και το ενδεχόμενο κόστος μιας τέτοιας πράξης. Είναι ο άνθρωπος που θα εναντιωθεί απέναντι σε μια δεσποτική εξουσία, θα καταγγείλει τη διαφθορά, θα δείξει θάρρος στους επερχόμενους κινδύνους, χωρίς φανατισμό, χωρίς έπαρση.
 
Κι αν βρεθεί σε θέση εξουσίας δε θα προσπαθήσει να επωφεληθεί από αυτό. Από αυτή την άποψη, η άσκηση της αρετής δεν είναι απλά πολιτική πράξη, αλλά μια ολόκληρη επανάσταση. Η κοινωνία που θα αποτελείται από τέτοιους ανθρώπους θα είναι και η ιδανική. Κι ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη κοινωνική ουτοπία…
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Η αξία μας βρίσκεται στη μοναδικότητά μας και πρέπει εμείς να την ανακαλύψουμε

Οι περισσότεροι θα έχουμε ακούσει ότι τα πάντα είναι αντανακλάσεις μας, καθρέπτες (έσωπτρα) που αντικατοπτρίζουν το ποιοι είμαστε. Πόσο σωστό όμως είναι αυτό;

Οι πρώτοι καθρέπτες χρονολογούνται από τα πανάρχαια χρόνια από τη μυθολογία του Νάρκισσου στο νερό μιας λίμνης, ίσως και πριν το 6.000 π.Χ. με τη λείανση του οψιδιανού καθώς και άλλων πετρωμάτων. Ακολούθησαν μετέπειτα άλλοι πολιτισμοί με την χρήση μετάλλων όπως χαλκός, ασήμι, χρυσός, μέχρι τον 19ο αιώνα όπου έχουμε τον πρώτο καθρέφτη όπως τον γνωρίζουμε σήμερα.

Οι καθρέπτες λειτουργούσαν για ναρκισσιστικούς σκοπούς, ίσως και για αυτογνωσιακούς σε ένα βαθμό. Τόσο στον εσωτερισμό όσο και στην ψυχολογία είναι συχνή η αναφορά στο ότι ο εξωτερικός κόσμος, είτε μιλάμε για καταστάσεις είτε για άλλους ανθρώπους και συμπεριφορές λειτουργεί ως καθρέφτης μας. Μας δείχνει δηλαδή μέρη και πλευρές που ήδη έχουμε μέσα μας.

Σε συνδυασμό με την παραδοχή – η οποία κατά τα άλλα έχει πολλαπλά οφέλη ως προς την αντίληψη και διαπίστωση της δύναμης που έχουμε μέσα μας – ότι είμαστε υπεύθυνοι για ό,τι μας συμβαίνει, μπορεί να δημιουργήσει σημαντικά λανθασμένα συμπεράσματα και νέες περιοριστικές πεποιθήσεις, τα οποία σε συνδυασμό, το πιθανότερο είναι να μας πάνε πίσω αντί για μπροστά.

Κι αυτό για έναν πολύ σημαντικό λόγο, διότι δεν εξετάζουμε την κύρια παράμετρο: Ποια είναι η ποιότητα του καθρέφτη μέσα από τον οποίο υποτίθεται βλέπουμε εμάς;

Πηγαίνοντας μπροστά από διάφορους καθρέπτες, συνήθως το είδωλό μας από λίγο ως πολύ διαφέρει. Ο καθρέφτης του σπιτιού μας, του γυμναστηρίου, μιας αίθουσας. Ακόμα και οι διαστρεβλωτικοί καθρέπτες σε ένα λούνα παρκ, άλλοι μας δείχνουν κοντούς και χοντρούς, άλλοι ψηλούς και λιγνούς. Άλλοι είναι καθαροί, άλλοι είναι βρώμικοι, άλλοι είναι φθαρμένοι, άλλοι σπασμένοι, και ούτω καθεξής.

Αντίστοιχα συμβαίνει και με τις καταστάσεις. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλες μεταβλητές που να επηρεάζουν το αποτέλεσμα, άσχετα αν συγχρονικά μετέπειτα η ροή θέλει να μας πάει σε κάποιο συγκεκριμένο μονοπάτι. Το σημαντικότερο όμως είναι το τι συμβαίνει με τις σχέσεις και τους συνανθρώπους.

Όπως οι καθρέπτες ανάλογα την ποιότητα και κατάστασή τους θα διαστρεβλώνουν ή θα αντικατοπτρίζουν αρκετά ρεαλιστικά το είδωλό μας, έτσι και οι άνθρωποι ανάλογα το ποιόν τους, την κατάστασή τους την εν λόγω στιγμή, αλλά και το πόσο δουλεμένοι είναι εσωτερικά, θα αντανακλούν σωστά ή με τρόπο διαστρεβλωτικό τις εσωτερικές μας ποιότητες.

Είναι ακριβώς το ίδιο πανέμορφο μήνυμα που μεταφέρει η ιστορία. “η αληθινή αξία του δαχτυλιδιού”, στην οποία ένας σοφός διδάσκαλος μέσω μιας βιωματικής άσκησης ζωής βοηθάει τον μαθητή να ανακαλύψει την αξία του. Η ιστορία έχει δύο σημαντικά μηνύματα:

Πρώτον, η αξία είναι μέσα στη μοναδικότητά μας και πρέπει εμείς να την ανακαλύψουμε, και δεύτερον, όπως ένας ειδικός μόνο μπορεί να αξιολογήσει την αληθινή αξία ενός πετραδιού, έτσι και ένας άνθρωπος ειδικός και με συγκεκριμένες ποιότητες μπορεί να αναγνωρίσει και να εκτιμήσει την αξία εκείνου που έχει απέναντί του.

Αυτό σημαίνει λοιπόν πως όταν αξιολογούμε τον εαυτό μας, τις πράξεις, τις συμπεριφορές, ακόμα και κάποιες φορές το ποιόν και την αξία μας μέσω του πώς μας συμπεριφέρονται ή τον βαθμό που μας αποδέχονται οι άλλοι, θα πρέπει να θυμόμαστε αυτές τις δύο αρχές. Ότι όλη η ουσία είναι μέσα μας, αλλά κι αν θέλουμε εξωτερική ανατροφοδότηση, θα πρέπει να εξετάσουμε οπωσδήποτε και την παράμετρο της ποιότητας και της κατάστασης που βρίσκεται ο “καθρέπτης” μας. Ακόμα περισσότερο, το επίπεδο από το οποίο μας “βλέπει” ο εν λόγω άνθρωπος, καθώς και το αντιληπτικό του φάσμα, μιας και μπορούμε να δούμε και να κατανοήσουμε μόνο ό,τι είμαστε και υπάρχει ήδη μέσα μας.

Σίγουρα έχουμε μεγαλώσει σε μία συγκριτική κοινωνία. Όμως, καθώς αποκτούμε εμπειρίες και διευρύνεται η αυτογνωσία και η αντιληπτική μας ικανότητα, σιγά σιγά θα έρθουμε στην μεγάλη αλήθεια: Πως το ποιοι είμαστε και τι αξίζουμε, μπορεί να το αντανακλάσει απόλυτα μόνο η εσωτερική μας λίμνη.

Και για να γίνει αυτό, θα πρέπει να είναι ήρεμη, και καθαρή, για να αντικατοπτρίσει τέλεια τον εσωτερικό ουρανό, τα τοπία και τα αστέρια – ποιότητες – αρετές – αξίες – και χαρίσματά μας. Ίσως είναι λοιπόν ώρα να εστιάσουμε τον φακό της συνείδησής μας σιγά σιγά όχι έξω, αλλά μέσα μας, προς την αποδοχή, κάθαρση, θεραπεία, χαρά και ευγνωμοσύνη της μέχρι τώρα ζωής μας, καθώς και σε εκείνη που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.

Μάρκος Αυρήλιος: Πώς μπορούμε να μιλάμε σοφά

Είδαμε ότι ο Μάρκος Αυρήλιος μεγάλωσε σε μια εποχή που η ρητορική ήταν πολύ του συρμού, ιδιαίτερα στην αυτοκρατορική αυλή του Αδριανού. Υποβλήθηκε σε σχολαστική εκπαίδευση στη συγγραφή λόγων και τη ρητορεία από μια ομάδα δασκάλων, μεταξύ αυτών τον Ηρώδη Αττικό και τον Φρόντωνα, τον κορυφαίο Έλληνα και τον κορυφαίο Ρωμαίο ρήτορα της εποχής αντίστοιχα.

Ωστόσο, από τα πρώτα νεανικά του χρόνια, ο Μάρκος Αυρήλιος είχε αποκτήσει τη φήμη ότι μιλούσε απλά και ειλικρινά. Σε πλήρη αντίθεση με τον Αδριανό, που ήθελε να κάνει επίδειξη των γνώσεών του, ο Μάρκος Αυρήλιος λέει στον εαυτό του ότι η αληθινή φιλοσοφία είναι εξίσου απλή και ταπεινή και ότι δεν πρέπει ποτέ να μας αποπλανά η ματαιοδοξία ή η επίδειξη από αυτή την άποψη.

Πάντα να παίρνεις τον πιο σύντομο δρόμο, λέει. O σύντομος δρόμος είναι ο δρόμος της Φύσης, που οδηγεί στις πιο σωστές λέξεις και πράξεις. Η απλότητα μας απελευθερώνει από την επιτήδευση και ό,τι δύσκολο αυτή συνεπάγεται. Για τους Στωικούς, αυτή η ειλικρίνεια και η απλότητα στη γλώσσα απαιτούν δύο πράγματα: λακωνικότητα και αντικειμενικότητα. Θα ήταν υπεραπλούστευση να πούμε ότι αυτό σημαίνει απλώς να σταματάμε να παραπονούμαστε, αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι Στωικοί όντως συμβούλευαν κάτι τέτοιο.

Το σημείο στο οποίο η γλώσσα αρχίζει να προκαλεί έντονα συναισθήματα είναι ακριβώς όταν αρχίζουμε να λέμε πράγματα που αφορούν έντονες αξιολογικές κρίσεις είτε για άλλους είτε για τον εαυτό μας. Σύμφωνα με τη στωική φιλοσοφία, όταν αποδίδουμε εγγενείς αξίες όπως «καλό» ή «κακό» σε εξωτερικά γεγονότα, φερόμαστε παράλογα και, μάλιστα, επιδεικνύουμε ένα είδος αυταπάτης.

Όταν αποκαλούμε κάτι «καταστροφή», για παράδειγμα, επεκτεινόμαστε πέρα από τα απλά συμβάντα και αρχίζουμε να διαστρεβλώνουμε τα γεγονότα και να εξαπατάμε τον εαυτό μας. Επιπλέον, οι Στωικοί θεωρούν το ψέμα ως μια μορφή ασέβειας – όταν κάποιος λέει ψέματα, αποξενώνεται από τη Φύση.

Άρα πώς σύστηναν οι Στωικοί να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα; Ο Ζήνων, που έγραψε ένα Εγχειρίδιο Ρητορικής, δεν θεωρούσε την ευφράδεια ως αυτοσκοπό αλλά μάλλον ως μέσο για τη διάδοση της σοφίας αρθρώνοντας την αλήθεια με σαφήνεια και λακωνικότητα με έναν τρόπο προσαρμοσμένο στις ανάγκες του ακροατηρίου. Σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, η στωική ρητορική διέκρινε πέντε «αρετές» του λόγου:

1. Ορθή γραμματική και καλό λεξιλόγιο

2. Σαφήνεια έκφρασης, οι ιδέες να γίνονται εύκολα κατανοητές

3. Λακωνικότητα, να μη χρησιμοποιούνται περισσότερες από τις αναγκαίες λέξεις

4. Καταλληλόλητα ύφους, ύφος αρμόζον στο θέμα και προφανώς και στο ακροατήριο

5. Διάκριση, ή καλλιτεχνική αριστεία και αποφυγή βωμολοχιών

Η παραδοσιακή ρητορική είχε κοινές τις περισσότερες από αυτές τις αξίες, αλλά με τη φωτεινή εξαίρεση της λακωνικότητας. Ωστόσο, η στωική χρήση της γλώσσας θεωρούνταν συνήθως ως τελείως αντίθετη στις καθεστηκυίες μορφές ρητορικής. Οι σοφιστές, όπως είδαμε, προσπαθούσαν να πείσουν τους άλλους απευθυνόμενοι στα συναισθήματά τους, συνήθως με σκοπό να τους επευφημήσει το κοινό.

Οι Στωικοί, αντίθετα, έδιναν υπέρτατη αξία στη σύλληψη και τη διάδοση της αλήθειας απευθυνόμενοι στη λογική. Αυτό σήμαινε αποφυγή της χρήσης συναισθηματικής ρητορικής ή έντονων αξιολογικών κρίσεων. Συνήθως σκεφτόμαστε τη ρητορική ως κάτι που χρησιμοποιείται για τη χειραγώγηση άλλων ανθρώπων. Τείνουμε να ξεχνάμε ότι αυτό το κάνουμε και στον εαυτό μας, όχι μόνο όταν μιλάμε αλλά και όταν χρησιμοποιούμε τη γλώσσα για να σκεφτούμε.

Οι Στωικοί σαφώς και ενδιαφέρονταν για τον τρόπο με τον οποίο οι λέξεις επηρεάζουν τους άλλους. Ωστόσο, η προτεραιότητά τους ήταν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουμε τον εαυτό μας, τις δικές μας σκέψεις και τα δικά μας συναισθήματα, μέσα από τις επιλογές μας στη γλώσσα. Υπερβάλλουμε, γενικεύουμε, παραλείπουμε πληροφορίες και χρησιμοποιούμε έντονο λεξιλόγιο και εύγλωττες παρομοιώσεις: «Πάντα βρομοθήλυκο ήταν αυτή!» «Με κατατρόπωσε, ο μπάσταρδος!» «Αυτή η δουλειά είναι μια αηδία και μισή!»

Ο κόσμος έχει την τάση να πιστεύει ότι φράσεις σαν αυτές είναι μια φυσική συνέπεια έντονων συναισθημάτων όπως ο θυμός. Αν όμως οι φράσεις αυτές προκαλούν ή διαιωνίζουν συναισθήματα; Αντίθετα, η αναίρεση των επιπτώσεων της συναισθηματικής ρητορικής με την πιο αντικειμενική περιγραφή των ίδιων γεγονότων είναι η βάση της αρχαίας στωικής θεραπείας των παθών.

Πράγματι, ένας τρόπος για να καταλάβουμε την αντίθεση ανάμεσα στη στωική φιλοσοφία και τη σοφιστική ρητορική είναι να δούμε τον Στωικισμό ως μια πρακτική αντιρητορική. Ενώ οι ρήτορες παραδοσιακά προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν τα συναισθήματα του ακροατηρίου τους, οι Στωικοί φρόντιζαν να περιγράφουν συνειδητά τα γεγονότα με απλούς και σαφείς όρους. Αποφεύγοντας τον αποπροσανατολιστικό λόγο και τις αξιολογήσεις και αφαιρώντας κάθε εξωραϊστική ή συναισθηματική γλώσσα, προσπαθούσαν να αρθρώσουν τα γεγονότα πιο ήρεμα και πιο νηφάλια.

Ομοίως, ο Μάρκος Αυρήλιος προέτρεπε τον εαυτό του να μιλάει απλά και να μην ντύνει τις σκέψεις του με ευφάνταστη γλώσσα. Πράγματι, τίποτα δεν είναι τόσο πρόσφορο για το μεγαλείο του νου, έλεγε, όσο η ικανότητα να εξετάζουμε τα γεγονότα με λογική και να τα βλέπουμε ρεαλιστικά απογυμνώνοντάς τα ώστε να απομείνουν μόνο τα στοιχειώδη χαρακτηριστικά τους.

Στο έργο Διατριβαί μαθαίνουμε ότι κάποιος φιλόσοφος, προφανώς όχι Στωικός, κάποτε απογοητεύτηκε τόσο πολύ από τους φίλους του οι οποίοι αμφισβητούσαν τον χαρακτήρα του, που φώναξε «Δεν μπορώ να το αντέξω• με καταστρέφετε• θα με κάνετε να γίνω σαν κι αυτόν!», γνέφοντας προς τον Επίκτητο. Αυτό ήταν μια ξαφνική επίδειξη θεατρινισμού: μια έκρηξη συναισθηματικής ρητορικής. Κατά τραγική ειρωνεία, ωστόσο, αν είχε μοιάσει πιο πολύ στον Επίκτητο, θα είχε απλώς μείνει στα γεγονότα χωρίς να αγανακτήσει και θα έλεγε κάτι σαν: «Με επικρίνατε• ας είναι». Στην πραγματικότητα, κανείς δεν σκότωνε αυτόν τον άνδρα και μπορούσε να το ανεχτεί.

Λάο Τσε: Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου, γίνεται το πεπρωμένο σου

Το στοιχείο του αέρα ελέγχει το στοιχείο της φωτιάς και αλληλοεπιδρά με αυτό. Χωρίς οξυγόνο, η φωτιά εξαφανίζεται, ενώ στον δυνατό άνεμο γίνεται πυρκαγιά και εξαπλώνεται ανεξέλεγκτα. Ο αέρας, πιο λεπτοφυής, καθώς βρίσκεται στην ιεραρχία πιο ψηλά από τα υπόλοιπα στοιχεία, μπορεί να ασκεί έντονο έλεγχο πάνω σε αυτά.

Ομοίως και η σκέψη μας, ο νοητικός μας κόσμος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει τα συναισθήματά μας, τις πράξεις μας, τη ροή των καταστάσεων γύρω μας και την ύλη που μας αποτελεί και μας περιβάλλει. Έτσι, δημιουργούμε την πραγματικότητά μας.

Είτε το γνωρίζουμε είτε όχι, η πραγματικότητα που βιώνουμε αυτή τη στιγμή στη ζωή μας, είναι το αποτέλεσμα των σκέψεων του παρελθόντος. Οι σκέψεις μας προκαλούν καταστάσεις και γεγονότα, από τα πιο ασήμαντα έως τα πιο σημαντικά της ζωής μας. Η θετική σκέψη είναι απλά μια επιλογή. Είναι η επιλογή του ρεαλιστή. Ο ρεαλιστής, είναι ρεαλιστής γιατί γνωρίζει ότι η ίδια η πραγματικότητα είναι αυτός ο νόμος, ο νόμος της αιτίας και του αποτελέσματος, ο νόμος της σκέψης, που είναι δημιουργική ή καταστροφική.

Η ελεύθερη βούλησή μας πηγάζει από τη δυνατότητα που έχουμε να σκεφτόμαστε ελεύθερα. Είναι όμως ελεύθερος όποιος σκέφτεται ελεύθερα; Όχι φυσικά. Αν και η ελευθερία είναι μια κατάσταση που υπερβαίνει τον κόσμο της σκέψης, όποιος σκέφτεται είναι δέσμιος τουλάχιστον από τις επιπτώσεις των σκέψεών του. Αν δεν δεχτούμε ότι ο άνθρωπος είναι φυλακισμένος στη σκέψη και ότι η ίδια η σκέψη είναι μια φυλακή, ας δεχτούμε τουλάχιστον ότι είναι δέσμιος από τις επιπτώσεις της σκέψης.

Υπάρχει άραγε κάποια ανώτερη λειτουργία που εκτελεί το νοητικό σώμα μας από αυτή της θετικής δημιουργικής σκέψης; Φυσικά και υπάρχει. Υπάρχει κάτι πολύ ανώτερο που μπορούμε να κάνουμε με το νοητικό μας σώμα ακόμα και από το να σκεφτόμαστε θετικά.

Να θέτουμε το νοητικό μας σώμα στην υπηρεσία του ανώτερου πιο λεπτοφυούς σώματος, να προσφέρουμε το νοητικό μας σώμα στην υπηρεσία της ψυχής. Για να γίνει λοιπόν το νοητικό μας σώμα όχημα της ψυχής, θα πρέπει να εξαγνιστεί. Τα αποτυπώματα των αρνητικών σκέψεων θα πρέπει να ξεκινήσουν να εξαλείφονται, οι νοητικές παραμορφώσεις θα πρέπει να εναρμονιστούν.

Όχι μόνο οι σκέψεις που κάνουμε για τον εαυτό μας θα πρέπει να είναι θετικές, αλλά και οι σκέψεις που κάνουμε για τους συνανθρώπους μας. Όταν σκεφτόμαστε αρνητικά για τους άλλους, η αρνητικότητα που δημιουργούμε, πριν εξαπολυθεί για να δημιουργήσει νοητική βλάβη στον άλλον, μολύνει πρώτα εμάς.

Ο πομπός της σκέψης λαμβάνει την ουσία της σκέψης και αλληλοεπιδρά με αυτήν, αρκετά πιο πριν από τον δέκτη. Η αρνητική νοητική ενέργεια μολύνει και επιβαρύνει πρώτα την ίδια την εστία της δημιουργίας της. Έτσι, γίνεται πιο δύσκολο για τον άνθρωπο να αντικρίσει το άλλο άκρο της ύπαρξης του και να συνειδητοποιήσει ότι αυτή είναι η αληθινή φύση του.

Ο νους μας λοιπόν σκέφτεται και παίρνει αποφάσεις. Μπορεί να μετατραπεί σε όργανο κατώτερων ζωικών παρορμήσεων ή σε όργανο της ψυχής. Οι σκέψεις μπορεί να ενισχύουν και να ενισχύονται από τις κατώτερες ορμές μας ή από τα ανώτερα ιδανικά μας. Αυτή ακριβώς είναι η ελεύθερη βούληση που έχει να κάνει με τις σκέψεις και τις αποφάσεις μας.

«Πρόσεξε τις σκέψεις σου, γίνονται λέξεις.
Πρόσεξε τις λέξεις σου, γίνονται πράξεις.
Πρόσεξε τις πράξεις σου, γίνονται συνήθειες.
Πρόσεξε τις συνήθειές σου, γίνονται συμπεριφορά.
Πρόσεξε τις συνήθειές σου, γίνονται συμπεριφορά.
Πρόσεξε τη συμπεριφορά σου, γίνεται το πεπρωμένο σου…» – Λάο Τσε

Μας εμπνέουν, τα αρνητικά συναισθήματα. Δεν μας καθηλώνουν

«Οι βλάβες που προξενούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην περιφρόνηση, πράγματα που ο σοφός ξεπερνά χάρη στο λογικό» (Επίκουρος).

Μεγαλώσαμε με παραμύθια στα οποία υπήρχε πάντα ο κακός και πανούργος ήρωας. Αργότερα, η ενήλικη ζωή μας έφερε ανθρώπους που με μεγάλη μαεστρία κατάφερναν πάντα να μας πληγώσουν ή να μας απογοητεύσουν αντλώντας ευχαρίστηση μέσα από αυτήν την πράξη τους. Άλλοτε πάλι φαίνονταν έτοιμοι να εισπράξουν οποιαδήποτε χαρά ανταποδίδοντας με φθόνο.
 
Τελικά πόσο αφελείς είμαστε που επιτρέψαμε ξανά και ξανά σε ανθρώπους να μας εξαπατήσουν τόσο επιδέξια και δεν τους συμπεριφερθήκαμε με τον ίδιο τρόπο; Μια ερώτηση που έκανα πολλές φορές στον εαυτό μου, για να καταλήγω πάντα στο ίδιο συμπέρασμα. Σε σένα, που φέρθηκες με φθόνο και κακία έχω να σου απαντήσω ότι τελικά δεν ήμασταν αφελείς, που δεν γίναμε όπως εσύ. Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι δείχνοντας φθόνο και κακία θα υποβαθμίζαμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Θα ξεπουλούσαμε εμάς.
 
Δεν επιτρέψαμε στον εαυτό μας να δηλητηριαστεί με φθόνο και κακία. Και αυτό γιατί αν υποβάλαμε τον εαυτό μας στην ψυχοφθόρα διαδικασία της σύγκρισης, θα πολεμούσαμε στην ουσία τον ίδιο μας τον εαυτό. Και θα τον πολεμούσαμε ,γιατί δεν καταφέραμε να βρούμε την εξατομικευμένη ταυτότητά μας. Την «φωνή» μας. Αυτή που θα μας κάνει να ξεχωρίσουμε και να μην νιώθουμε αδυναμία μπροστά στους άλλους.
 
Επιδιώξαμε να είμαστε αληθινοί. Και να δημιουργήσουμε φιλίες αληθινές, φιλίες , όπως αυτές ακριβώς που εξύμνησε ο Επίκουρος στα έργα του. Φιλίες που θα έχουν χαρακτήρα ανταποδοτικό, αλλά χωρίς κανένα στοιχείο εκμετάλλευσης. Που θα χαιρόμαστε με τη χαρά των φίλων μας και θα υποφέρουμε με τη δυστυχία τους. Εσύ, άνθρωπε, που μας πρόδωσες δεν κατάφερες να αντιληφθείς ότι οι άνθρωποι μας είναι αυτοί που στις δύσκολες στιγμές θα μας προσφέρουν στήριγμα και παρηγοριά.
 
Όλα τα συναισθήματα είναι ανθρώπινα και είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης να τα νιώθουμε όλοι, το ξέρω καλά. Μάλιστα, κάποια από αυτά, όπως η ζήλια, από την βρεφική κιόλας ηλικία. Ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος άνθρωπος μπορεί να έχει αισθανθεί κάποια στιγμή στη ζωή του φθόνο ή μίσος. Η διαφορά του όμως με έναν κακόβουλο άνθρωπο είναι ότι είχε τη σοφία να μην επιτρέψει σε αυτά τα συναισθήματα να δηλητηριάσουν τη ζωή του και να τον ωθούν να φθονεί και να πληγώνει τους άλλους χωρίς καμία ενοχή και ηθικό φραγμό.
 
Αυτά που εσύ πολεμάς, εμείς τα προσπερνάμε και τραβάμε το δρόμο μας. Χωρίς να μας αγγίζει ούτε να μας ενδιαφέρει η γνώμη των άλλων. Κι αν κάποια στιγμή νιώσαμε ότι μας ενδιαφέρει, χαρήκαμε. Χαρήκαμε γιατί καταλάβαμε ότι έχουμε να διεργαστούμε πολλά συναισθήματα ακόμη. Έχουμε κι άλλη ψυχική δουλειά να κάνουμε με τον εαυτό μας. Μας εμπνέουν, άνθρωπε μου, τα αρνητικά συναισθήματα. Δεν μας καθηλώνουν. Κι αυτή είναι η διαφορά μας.
 
Τα παραμύθια μάς δίδαξαν ότι ο κακός και πανούργος ήρωας παγιδεύονταν πάντα στο τέλος, ενώ η ιστορία επιβεβαιώνει ότι ακόμα και οι πιο φρικαλέοι άνθρωποι δεν είχαν αίσιο τέλος. Άλλωστε, τι είναι αυτό που αφήνουμε πίσω στο τέλος της ζωής μας; Η γλυκιά ανάμνηση όσων ζήσαμε και όσων είπαμε με τους φίλους μας.

Τι γίνεται με τον φόβο του θανάτου;

Αν είναι αλήθεια αυτό που λέω, ότι δηλαδή οι φόβοι κατανικώνται με τη δράση, θα πρέπει ο κανόνας να ισχύει και σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση του φόβου. Και ισχύει.

Το μοναδικό αντίδοτο που υπάρχει για να μη φοβάται κανείς τον θάνατο, είναι η επαφή με τη δράση της ζωής. Αυτός που φοβάται τον θάνατο, σε κάποια στιγμή της ζωής του ξέκοψε απ’ τη δράση σε τέτοιο βαθμό, που απόμεινε καθηλωμένος στον φόβο.

Δες πόσο ξεκάθαρο είναι: Τι είναι αυτό που μας κάνει να φοβόμαστε τον θάνατο; Το δίχως άλλο, κάτι που έχει να κάνει με την ιδέα του ανολοκλήρωτου, με την ιδέα ότι θα πάψουμε να χαιρόμαστε, με την ιδέα όσων δεν έχουμε κάνει ακόμα κι όσων θα έπρεπε να έχουν γίνει και δεν έγιναν.

Απ’ αυτήν την άποψη, είναι εύκολο να καταλάβεις τι προτείνω: για να ξεπεράσω τον φόβο του θανάτου, ο τρόπος είναι να πάψω να αναμοχλεύω συνεχώς τα πράγματα, και να παρατήσω την κλάψα για τούτο και για τ’ άλλο. Αντί γι’ αυτό, καλά θα κάνω να καθίσω να συλλογιστώ όλα αυτά που ακόμα δεν έγιναν. Να συνδεθώ μια για πάντα με τη δράση και ν’ αρχίσω να ενεργώ. Στον φόβο του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, τι είναι αυτό που με φοβίζει; Σίγουρα, το ότι θα το χάσω, ότι δεν θα είμαι μαζί του, κ.λπ. Γιατί όμως; Ίσως για όλα αυτά που δεν κάναμε μαζί, για όσα δεν του έδωσα, για όλα όσα ανέβαλα. Τι καλά που θα ήταν, λοιπόν, αν κοίταζα στ’ αλήθεια ποιες είναι οι εκκρεμότητες που έχω με κάθε αγαπημένο μου πρόσωπο, τι δεν έχω κάνει ενώ θα το ήθελα, κι έτσι ν’ αποδιώξω τον φόβο του θανάτου…

Ασφαλώς, στη σκέψη ότι δεν θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε τη ζωή χωρίς την παρουσία του αγαπημένου προσώπου, και μπροστά στην αδυναμία να φανταστούμε Τον θάνατό του, κάθε άνθρωπος τρομάζει. Δε χωράει αμφιβολία ότι η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι το φοβερότερο συναίσθημα που μπορεί κανείς να σκεφτεί, και το λυπηρότερο που μπορεί να υποθέσει. Και τότε σκεφτόμαστε τον δικό μας θάνατο ως διαφυγή από παρόμοιο πόνο. Έχουμε τόσο συνηθίσει να φοβόμαστε τη θλίψη, κι έχουμε τόσο καλά εκπαιδευτεί να τρέμουμε τον πόνο, που προτιμάμε συχνά τη σκέψη του δικού μας θανάτου, από την οδύνη της θλίψης. Δυστυχώς, —ή ίσως όχι και τόσο δυστυχώς—, κανενός η ζωή δεν είναι αιώνια, και συνεπώς, αργά ή γρήγορα, όλοι θα εγκαταλείψουμε κάποιον ή κάποιος θα εγκαταλείψει εμάς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, —ευτυχώς λέω εγώ—, η ζωή μας είναι καθορισμένη και ο χρόνος μας πεπερασμένος.

Αυτή η συναίσθηση του περιορισμού μάς διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα, και αποτελεί κληρονομιά —κατά πάσα πιθανότητα αποκλειστική—, του ανθρώπινου είδους. Είναι βέβαιο πως η φύση τείνει προς την ισορροπία αλλά αυτό είναι άλλο, κι άλλο είναι να αποδεχτούμε το ένστικτο του θανάτου, να το αναζητήσουμε και να καταλήξουμε να το επιθυμούμε ασυνείδητα. Αυτά είναι πράγματα που δυσκολεύομαι πολύ να αποδεχτώ. Το δίχως άλλο, το ότι είμαστε εφήμεροι —όπως έλεγε κι ο Μικρός Πρίγκιπας για το τριαντάφυλλο, στο βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ— είναι γεγονός, και πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό- δεν γίνεται αλλιώς.

Κάθε φορά που αισθάνεσαι τον φόβο του θανάτου, ψάξε μέσα σου να βρεις τι δεν έχεις κάνει ακόμα, ή τι φοβάσαι πως δεν θα προλάβεις να κάνεις… κι αμέσως μετά, όταν θα έχεις πια καταλάβει, σταμάτα να χάνεις τον καιρό σου σε κουβέντες, και πήγαινε να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου… Το λέω μισο-αστεία, αλλά το λέω και μισο-σοβαρά.

Αυτό συμβαίνει με τα προσωπεία

Αυτό συμβαίνει με τα προσωπεία.

Την ενέργεια που ξοδεύουμε για να κρύψουμε την αλήθεια δεν μπορούμε να την χρησιμοποιήσουμε για να ζήσουμε τη ζωή μας – πόσο μάλλον για να τη ζήσουμε ευτυχείς.

Αυτή η φθορά προκαλεί τη χρόνια ενόχληση του ανικανοποίητου και οδηγεί πάντα σε μια συμπεριφορά τοξική και αυτοκαταστροφική, που πολλές φορές παίρνει μορφή ασθένειας (σωματικής ή ψυχικής), η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με μια βίαιη έκρηξη, ακατανόητη για όλους.

Μετά απ’ όλα αυτά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι ο πνευματικός δρόμος – μια πορεία που σχεδιάστηκε για να μας οδηγήσει στον πυρήνα της ύπαρξή μας – μπορεί να λειτουργήσει ως φάρμακο ή ακόμη και ως μέσο προστασίας από τέτοιες διαδικασίες.

Είναι πολύ δύσκολο – σχεδόν αδύνατον – να παραμείνουμε υγιείς όταν ζούμε “ανειλικρινώς”, κι αν αυτό ισχύει για το πνευματικό επίπεδο, ισχύει ακόμη περισσότερο για το ψυχικό.

Η ψυχή μας ανοίγει, μας αποδέχεται και βρίσκει γιατρειά όταν κάνει πέρα τις τεχνικές πόζες και τους ψεύτικους ρόλους.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Τι είν’αυτά που λες, Διογένη;

Κάτι παρόμοιο αναφέρουν και για τον Διογένη από τη Σινώπη, όταν άρχιζε να στρέφεται στη φιλοσοφία.

Οι Αθηναίοι είχαν γιορτή με δημόσια δείπνα και εκδηλώσεις στο θέατρο, επίσης συγκεντρώσεις μεταξύ τους με γλέντια και ξενύχτια, ενώ ο Διογένης, μαζεμένος σε κάποια γωνιά της αγοράς για να κοιμηθεί, είχε παραδοθεί σε σκέψεις που τον έκαναν να χάνει τη γαλήνη του και του κλόνιζαν το ηθικό: πως τάχα χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος είχε μπει σ’ έναν κουραστικό και αλλόκοτο τρόπο ζωής και πως από δική του ευθύνη καθόταν τώρα εκεί στερημένος απ’ όλα τα αγαθά.

Έπειτα όμως, λένε, πλησίασε εκεί ένα ποντίκι που άρχισε να ψαχουλεύει στα ψίχουλα από το ψωμί του Διογένη, κι εκείνος αμέσως αναθάρρησε κι είπε μέσα του, κατά κάποιον τρόπο μαλώνοντας και κακίζοντας τον εαυτό του: “Τι ειν’ αυτά που λες, Διογένη! Τούτο το ποντίκι ευωχείται με όσα πετάς και τρέφεται με αυτά, κι εσύ, ο περήφανος άνθρωπος, θρηνείς και οδύρεσαι που δεν μεθοκοπάς ξαπλωμένος εκεί πέρα επάνω σε λουλουδένια και μαλακά στρώματα;”

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, Πῶς ἄν τις αἴσθοιτο ἑαυτοῦ προκόπτοντος ἐπ’ ἀρετῆ p. 77 e -f
Καί περί Διογένους ὅμοια τοῦ Σινωπέως ἱστοροῦσιν ἀρχομένου φιλοσοφεῖν, ὡς Ἀθηναίοις ἦν ἑορτή καί δεῖπνα δημοτελῆ καί θέατρα, καί συνουσίας μετ’ ἀλλήλων ἔχοντες ἐχρῶντο κώμοις καί παννυχίσιν, ὁ δ’ ἔν τινι γωνία τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων ἐνέπιπτεν εἰς λογισμούς τρέποντας αὐτόν οὐκ ἀτρέμα καί θραύοντας, ὡς οὐδ’ ἀπ’ οὐδεμιᾶς ἀνάγκης εἰς ἐπίπονον καί ἀλλόκοτον ἥκων βίον αὐτής ὑφ’ ἑαυτοῦ κάθηται τῶν αγαθῶν ἁπάντων ἐστερημένος. Εἶτα μέντοιμῦν τινα προσερπύσαντα λέγεται περί τάς ψίχας αὐτοῦ τῆς μάζης ἀναστρέφεσθαι, τόν δ’ αὖθις ἀναφέρειν τῶ φρονήματι καί λέγειν πρός ἑαυτόν οἷον ἐπιπλήττοντα καίκακίζοντα “τί φῄς, ὦ Διογένες; τοῦτον μέν εὐωχεῖ τά σά λείμματα καί τρέφει, σύ δ’ ὁ γενναῖος ὄτι μή μεθύεις ἐκεῖ κατακείμενος ἐν ἀνθινοῖς καί ἁπαλοῖς στρώμασιν ὀδύρη καί θρηνεῖς σεαυτόν;

Υπάρχει άραγε δίκαιος πόλεμος;

Η θεωρία του «δίκαιου πολέμου» παραδοσιακά έχει την αφετηρία της στον Άγιο Αυγουστίνο (354-430) ο οποίος εξαρτά τον πόλεμο από το θεϊκό σχέδιο, αποδίδοντας ακόμη και τη διάρκειά του στη βούληση του Θεού (De civitate Dei contra paganos, V, 22). Ο πόλεμος είναι αποτέλεσμα της θεϊκής κρίσης, απομακρύνει από την αμαρτία και τιμωρεί τους ηττημένους. Ο πόλεμος υπό αυτή την έννοια (όταν διατάσσεται από τον Θεό) μπορεί να είναι δίκαιος (sic).

Ωστόσο, ήδη ο Πλάτων (στον οποίο ο Αυγουστίνος παραπέμπει) έχει ασχοληθεί με το ζήτημα του πολέμου. Σε αντίθεση με τον Αυγουστίνο, για τον Πλάτωνα ο άνθρωπος ευθύνεται για τον πόλεμο:
«Το σώμα, οι επιθυμίες του και όχι κάτι άλλο είναι αυτά που προκαλούν πολέμους, εξεγέρσεις και μάχες. Όλοι οι πόλεμοι γίνονται για την απόκτηση χρημάτων, τα χρήματα μάς επιβάλλεται να τα αποκτήσουμε για το σώμα μας, καθώς τα υπηρετούμε ως δούλοι.» (Πλάτωνος, Φαίδων 66c-d)
Ο Πλάτων δεν θα μπορούσε να θέσει με πιο ξεκάθαρους όρους την αιτία των πολέμων, που δεν ήταν (είναι) άλλη από την ανθρώπινη απληστία. Το ζήτημα του πολέμου και των αιτιών του επανέρχεται συχνά στη σκέψη του Αθηναίου φιλοσόφου. Ζώντας ο ίδιος εν μέσω του Πελοποννησιακού πολέμου αναζητά την ηθική του, ακόμη και στην περίπτωση εμφύλιων πολέμων (ανάμεσα σε ελληνικές πόλεις). Ο Πλάτων δεν έχει αφιερώσει βιβλίο στον πόλεμο, αλλά σε αρκετά έργα του έχει αναφορές. Στην Πολιτεία, η συζήτηση για τη δικαιοσύνη περνάει με προτροπή του Σωκράτη από το άτομο στην πόλη.
 
Πώς είναι η ιδανική πόλη; Κατ’ αρχάς, η δημιουργία της στηρίζεται στις ανάγκες των ατόμων, οι οποίες, καθώς απαριθμούνται, ολοένα και αυξάνονται. Στην τροφή και την ενδυμασία προστίθεται το χρυσάφι και το ελεφαντόδοντο. Ανάλογα αυξάνεται και η πόλη, καθώς τώρα χρειάζεται περισσότερους ανθρώπους που να υπηρετούν τους πρώτους. Ποιητές, χορευτές, μάγειρες κομμώτριες και «κατασκευαστές κάθε λογής πραγμάτων και προπάντων του γυναικείου στολισμού» γίνονται κάτοικοι της «υγιούς» πόλης (373a-d). Η πόλη πρέπει να μεγαλώσει. Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να γίνει αυτό:
«- Και ο τόπος επίσης, που τότε έφτανε για να θρέψει τους ανθρώπους του, θα πάψει να επαρκεί και θα είναι πιο λίγος. Τι λες;
– Έτσι είναι.
– Επομένως πρέπει να αποσπάσουμε ένα κομμάτι από τον τόπο των γειτόνων μας, αν είναι να έχουμε αρκετή γη για βοσκή και καλλιέργεια, κι εκείνοι με τη σειρά τους να πάρουν από τον δικό μας τόπο, αν και εκείνοι παρασυρθούν σε μια δίχως τέλος επιδίωξη των υλικών πραγμάτων, ξεπερνώντας το όριο του αναγκαίου. Έτσι;
– Αναπόφευκτα, είπε, Σωκράτη
– Το επόμενο βήμα, Γλαύκων, θα είναι λοιπόν ο πόλεμος; Ή μήπως μένει τίποτε άλλο;
– Αυτό θα είναι, είπε.» (373d-e)
Η πόλη τώρα θα πρέπει να μεγαλώσει κι άλλο κατά ένα ολόκληρο στράτευμα για να πολεμήσει τους επιδρομείς. Η συζήτηση στρέφεται στη φύλαξη της πόλης που θα ανατεθεί στους ειδικούς. Οι φύλακες παρομοιάζονται με σκυλιά καλής ράτσας «που ξεχωρίζουν ό,τι βλέπουν ως φιλικό ή εχθρικό αποκλειστικά με βάση το γεγονός ότι το ένα είναι γνωστό και το άλλο άγνωστο» (376b).
 
Το ζήτημα της ιδανικής Πολιτείας έχει ξεχαστεί, καθώς η συζήτηση μεταφέρεται στους φύλακες και την παιδεία που θα πρέπει να έχουν. Ο Σωκράτης ακόμη μια φορά δεν δίνει απαντήσεις, αφήνοντας τον συνομιλητή του να συλλογιστεί, αν τελικά είναι επιθυμητή μια «υγιής» πόλη, που νομιμοποιεί τον πόλεμο για να επιβιώσει η οικονομία της.
 
Ο Πλάτων, θέτοντας την αιτία του πολέμου, προσφέρει και τη λύση. Η ιδέα της δικαιοσύνης για τον Πλάτωνα δεν είναι σχετική, δεν εξαρτάται από τα συμφέροντα θεών, ηγετών και επιχειρήσεων. Όπως επίσης δεν είναι «υγιής» η πόλη που περιγράφει. Περιγράφει όμως τη δική μας «πόλη». Τον κόσμο του 21ου αιώνα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1150b-1151a)

[VIII] Ἔστι δ᾽ ὁ μὲν ἀκόλαστος, ὥσπερ ἐλέχθη, οὐ μεταμελητικός· ἐμμένει γὰρ τῇ προαιρέσει· ὁ δ᾽ ἀκρατὴς μεταμελητικὸς πᾶς. διὸ οὐχ ὥσπερ ἠπορήσαμεν, οὕτω καὶ ἔχει, ἀλλ᾽ ὃ μὲν ἀνίατος ὃ δ᾽ ἰατός· ἔοικε γὰρ ἡ μὲν μοχθηρία τῶν νοσημάτων οἷον ὑδέρῳ καὶ φθίσει, ἡ δ᾽ ἀκρασία τοῖς ἐπιληπτικοῖς· ἣ μὲν γὰρ συνεχὴς ἣ δ᾽ οὐ συνεχὴς πονηρία. καὶ ὅλως δ᾽ ἕτερον τὸ γένος ἀκρασίας καὶ κακίας· ἡ μὲν γὰρ κακία λανθάνει, ἡ δ᾽ ἀκρασία οὐ λανθάνει.

[1151a] αὐτῶν δὲ τούτων βελτίους οἱ ἐκστατικοὶ ἢ οἱ τὸν λόγον ἔχοντες μέν, μὴ ἐμμένοντες δέ· ὑπ᾽ ἐλάττονος γὰρ πάθους ἡττῶνται, καὶ οὐκ ἀπροβούλευτοι ὥσπερ ἅτεροι· ὅμοιος γὰρ ὁ ἀκρατής ἐστι τοῖς ταχὺ μεθυσκομένοις καὶ ὑπ᾽ ὀλίγου οἴνου καὶ ἐλάττονος ἢ ὡς οἱ πολλοί. ὅτι μὲν οὖν κακία ἡ ἀκρασία οὐκ ἔστι, φανερόν (ἀλλὰ πῇ ἴσως)· τὸ μὲν γὰρ παρὰ προαίρεσιν τὸ δὲ κατὰ τὴν προαίρεσίν ἐστιν· οὐ μὴν ἀλλ᾽ ὅμοιόν γε κατὰ τὰς πράξεις, ὥσπερ τὸ Δημοδόκου εἰς Μιλησίους «Μιλήσιοι ἀξύνετοι μὲν οὐκ εἰσίν, δρῶσιν δ᾽ οἷάπερ ἀξύνετοι,» καὶ οἱ ἀκρατεῖς ἄδικοι μὲν οὐκ εἰσίν, ἀδικήσουσι δέ. ἐπεὶ δ᾽ ὃ μὲν τοιοῦτος οἷος μὴ διὰ τὸ πεπεῖσθαι διώκειν τὰς καθ᾽ ὑπερβολὴν καὶ παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον σωματικὰς ἡδονάς, ὃ δὲ πέπεισται διὰ τὸ τοιοῦτος εἶναι οἷος διώκειν αὐτάς, ἐκεῖνος μὲν οὖν εὐμετάπειστος, οὗτος δὲ οὔ· ἡ γὰρ ἀρετὴ καὶ μοχθηρία τὴν ἀρχὴν ἣ μὲν φθείρει ἣ δὲ σῴζει, ἐν δὲ ταῖς πράξεσι τὸ οὗ ἕνεκα ἀρχή, ὥσπερ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς αἱ ὑποθέσεις· οὔτε δὴ ἐκεῖ ὁ λόγος διδασκαλικὸς τῶν ἀρχῶν οὔτε ἐνταῦθα, ἀλλ᾽ ἀρετὴ ἢ φυσικὴ ἢ ἐθιστὴ τοῦ ὀρθοδοξεῖν περὶ τὴν ἀρχήν. σώφρων μὲν οὖν ὁ τοιοῦτος, ἀκόλαστος δ᾽ ὁ ἐναντίος. ἔστι δέ τις διὰ πάθος ἐκστατικὸς παρὰ τὸν ὀρθὸν λόγον, ὃν ὥστε μὲν μὴ πράττειν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον κρατεῖ τὸ πάθος, ὥστε δ᾽ εἶναι τοιοῦτον οἷον πεπεῖσθαι διώκειν ἀνέδην δεῖν τὰς τοιαύτας ἡδονὰς οὐ κρατεῖ· οὗτός ἐστιν ὁ ἀκρατής, βελτίων τοῦ ἀκολάστου, οὐδὲ φαῦλος ἁπλῶς· σῴζεται γὰρ τὸ βέλτιστον, ἡ ἀρχή. ἄλλος δ᾽ ἐναντίος, ὁ ἐμμενετικὸς καὶ οὐκ ἐκστατικὸς διά γε τὸ πάθος. φανερὸν δὴ ἐκ τούτων ὅτι ἣ μὲν σπουδαία ἕξις, ἣ δὲ φαύλη.

***
[8] Όπως έχουμε πει, ο ακόλαστος δεν έχει καμιά τάση για μεταμέλεια· ο λόγος είναι ότι αυτός μένει σταθερός στην προτίμηση και επιλογή του· αντίθετα, ο ακρατής είναι γεμάτος από μεταμέλειες· γι᾽ αυτό και τα πράγματα δεν έχουν έτσι όπως μας έκανε να πιστέψουμε η δυσκολία στην οποία βρεθήκαμε: ανίατος είναι ο ακόλαστος και ιατός ο ακρατής· πραγματικά, η κακία της ακολασίας μοιάζει με μια αρρώστια του τύπου της υδρωπικίας ή της φθίσης, ενώ η ακράτεια μοιάζει με τις προσβολές της επιληψίας: η πρώτη είναι μια χρόνια κακία, ενώ η ακράτεια δεν είναι χρόνια. Η ακράτεια, επίσης, και η κακία ανήκουν σε δύο εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους είδη: την κακία δεν την αντιλαμβάνεται αυτός που την έχει, ενώ την ακράτεια την αντιλαμβάνεται.

[1151a] Από τους ίδιους, πάλι, τους ακρατείς καλύτεροι είναι αυτοί που βγαίνουν για λίγο από τον εαυτό τους παρά εκείνοι που έχουν λογική σκέψη, δεν μένουν όμως σταθεροί σ᾽ αυτήν, γιατί (αυτοί οι τελευταίοι) καταβάλλονται από ένα ασθενέστερο πάθος και δεν ενεργούν, όπως οι άλλοι, δίχως προηγούμενη σκέψη· γιατί ο ακρατής μοιάζει μ᾽ εκείνους που μεθούν γρήγορα και με μικρή ποσότητα κρασιού — μικρότερη, σίγουρα, από αυτήν με την οποία μεθούν συνήθως οι άνθρωποι.

Είναι λοιπόν πια φανερό ότι η ακράτεια δεν είναι κακία (έχει όμως ίσως κατά κάποιον τρόπο τον χαρακτήρα της κακίας)· ο λόγος είναι ότι η ακράτεια λειτουργεί δίχως επιλογή και προτίμηση, ενώ η κακία με επιλογή και προτίμηση· παρ᾽ όλα αυτά η ακράτεια και η κακία παρουσιάζουν κάποια ομοιότητα από την άποψη των πράξεων στις οποίες οδηγούν — όπως έλεγε ο Δημόδοκος για τους Μιλήσιους: «Άμυαλοι άνθρωποι οι Μιλήσιοι δεν είναι, όμως οι πράξεις τους είναι οι πράξεις των άμυαλων ανθρώπων»· έτσι και οι ακρατείς: άδικοι δεν είναι, όμως, δεν μπορεί, θα κάνουν άδικες πράξεις.

Από τη μια μεριά λοιπόν έχουμε έναν άνθρωπο, τον ακρατή, ο οποίος είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει —όχι όμως γιατί είναι πεπεισμένος ότι έτσι πρέπει να κάνει— τις σωματικές ηδονές σε βαθμό υπερβολής και αντίθετα με τον ορθό λόγο, και από την άλλη έναν άνθρωπο, τον ακόλαστο, που έχει πεισθεί ότι έτσι πρέπει να κάνει για τον λόγο ότι είναι έτσι καμωμένος ώστε να κυνηγάει αυτού του είδους τις ηδονές. Ο πρώτος από αυτούς εύκολα μπορεί να μεταπεισθεί και να αλλάξει στάση, ο δεύτερος όμως όχι. Γιατί η αρετή διασώζει μέσα μας τη βασική αρχή των πράξεων, ενώ η κακία την καταστρέφει — βασική αρχή στις πράξεις είναι ο επιδιωκόμενος τελικός σκοπός, όπως στα μαθηματικά είναι οι υποθέσεις. Ούτε λοιπόν εκεί, στα μαθηματικά, ούτε εδώ, στις πράξεις, μπορεί κάποια συλλογιστική διαδικασία να μας διδάξει τις βασικές αρχές, και μόνο η αρετή —φυσική ή αποκτημένη με τον εθισμό— μας κάνει ικανούς να έχουμε σωστή γνώμη ενσχέσει με τη βασική αρχή. Ένα τέτοιο λοιπόν πρόσωπο είναι ο σώφρων άνθρωπος· ο αντίθετος προς αυτόν είναι ο ακόλαστος άνθρωπος.

Υπάρχει όμως και η περίπτωση του ανθρώπου που, κινημένος από το πάθος του, απομακρύνεται από τον ορθό λόγο: είναι ο άνθρωπος που το πάθος τον κυριεύει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ενεργεί σύμφωνα με τον ορθό λόγο, που δεν τον κυριεύει όμως σε βαθμό που να τον κάνει να πιστέψει ότι πρέπει να κυνηγάει ανεμπόδιστα αυτού του είδους τις ηδονές. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο ακρατής, καλύτερος από τον ακόλαστο και όχι γενικά και απόλυτα κακός, αφού σώζεται τελικά ό,τι καλύτερο υπάρχει μέσα του, η βασική δηλαδή αρχή. Αντίθετη με αυτήν είναι μια άλλη περίπτωση, η περίπτωση του ανθρώπου που μένει σταθερός στη λογική και δεν απομακρύνεται από αυτήν, τουλάχιστο λόγω του πάθους. Ασφαλώς, είναι πια, ύστερα από όλα αυτά, φανερό ότι η δεύτερη είναι μια καλή έξη, ενώ η πρώτη είναι μια κακή έξη.

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (835-862)

835 ΣΩ. βάλλ᾽ ἐς κόρακας. τοιουτονὶ τρέφειν κύνα.
ΒΔ. τί δ᾽ ἐστὶν ἐτεόν; ΣΩ. οὐ γὰρ ὁ Λάβης ἀρτίως,
ὁ κύων, παρᾴξας εἰς τὸν ἰπνὸν ὑφαρπάσας
τροφαλίδα τυροῦ Σικελικὴν κατεδήδοκεν;
ΒΔ. τοῦτ᾽ ἆρα πρῶτον τἀδίκημα τῷ πατρὶ
840 εἰσακτέον μοι· σὺ δὲ κατηγόρει παρών.
ΣΩ. μὰ Δί᾽ οὐκ ἔγωγ᾽· ἀλλ᾽ ἅτερός φησιν κύων
κατηγορήσειν, ἤν τις εἰσαγάγῃ γραφήν.
ΒΔ. ἴθι νυν, ἄγ᾽ αὐτὼ δεῦρο. ΣΩ. ταῦτα χρὴ ποεῖν.
ΒΔ. τουτὶ τί ἐστι; ΦΙ. χοιροκομεῖον Ἑστίας.
845 ΒΔ. εἶθ᾽ ἱεροσυλήσας φέρεις; ΦΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἵνα
ἀφ᾽ Ἑστίας ἀρχόμενος ἐπιτρίψω τινά.
ἀλλ᾽ εἴσαγ᾽ ἁνύσας· ὡς ἐγὼ τιμᾶν βλέπω.
ΒΔ. φέρε νυν, ἐνέγκω τὰς σανίδας καὶ τὰς γραφάς.
ΦΙ. οἴμοι, διατρίβεις κἀπολεῖς τριψημερῶν·
850 ἐγὼ δ᾽ ἀλοκίζειν ἐδεόμην τὸ χωρίον.
ΒΔ. ἰδού. ΦΙ. κάλει νυν. ΒΔ. ταῦτα δή. τίς οὑτοσὶ
ὁ πρῶτός ἐστιν; ΦΙ. ἐς κόρακας. ὡς ἄχθομαι,
ὁτιὴ ᾽πελαθόμην τοὺς καδίσκους ἐκφέρειν.
ΒΔ. οὗτος σύ, ποῖ θεῖς; ΦΙ. ἐπὶ καδίσκους. ΒΔ. μηδαμῶς·
855 ἐγὼ γὰρ εἶχον τούσδε τοὺς ἀρυστίχους.
ΦΙ. κάλλιστα τοίνυν· πάντα γὰρ πάρεστι νῷν
ὅσων δεόμεθα, πλήν γε δὴ τῆς κλεψύδρας.
ΒΔ. ἡδὶ δὲ δὴ τίς ἐστιν; οὐχὶ κλεψύδρα;
ΦΙ. εὖ γ᾽ ἐκπορίζεις πάντα κἀπιχωρίως.
860 ΒΔ. ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα πῦρ τις ἐξενεγκάτω
καὶ μυρρίνας καὶ τὸν λιβανωτὸν ἔνδοθεν,
ὅπως ἂν εὐξώμεσθα πρῶτα τοῖς θεοῖς.

***
Από το σπίτι βγαίνει ο Σωσίας.ΣΩΣ. Να πάρ᾽ η οργή· σκυλί να σου πετύχει!
ΒΔΕ. Τί τρέχει πάλι; ΣΩΣ. Ο σκύλος μας ο Λάβης
πήδησε στην κουζίνα κι έχαψε ένα
σικελικό μεγάλο χλωροτύρι.
ΒΔΕ. Για τον πατέρα νά μια πρώτη δίκη·
840 και να ᾽σαι εσύ ο κατήγορος. ΣΩΣ. Εγώ όχι·
κατήγορος λέει μπαίνει ο άλλος σκύλος,
αν την κατηγορία διαβάσει κάποιος.
ΒΔΕ. Μπρος, φέρ᾽ τους και τους δυο. ΣΩΣ. Θα γίνει αμέσως.
Κάνει να μπει στο σπίτι, αλλά την ίδια στιγμή βγαίνει
απ᾽ αυτό ο Φιλοκλέωνας με μια μεγάλη κλούβα.
ΒΔΕ. Ετούτο τί είναι; ΦΙΛ. Κλούβα· εδώ φυλάω
γουρούνια για θυσία προς την Εστία.
ΒΔΕ. Έγινες αγιογδύτης και τη φέρνεις;
ΦΙΛ. Όχι, καλέ· θ᾽ αρχίσω απ᾽ την Εστία,
για να τσακίσω κάποιον. Γρήγορα, έλα!
Διψώ για καταδίκη. (Κάθεται.) ΒΔΕ. Πινακίδια
και δικόγραφα τρέχω εγώ να φέρω.
Μπαίνει στο σπίτι.
ΦΙΛ. Αργείς, χασομεράς και θα με σκάσεις·
850 βιάζομαι να πατήσω τη νυχιά μου.
ΒΔΕ., ξαναγυρίζοντας με πινακίδια και δικόγραφα.
Τα ᾽φερα. ΦΙΛ. Κάλεσε, έλα! ΒΔΕ. Αυτό θα κάμω.
Κοιτάζει τα πινακίδια.
Ποιός είν᾽ ο πρώτος;
ΦΙΛ., αναπηδώντας από την έδρα του.
Στην οργή! Θα σκάσω·
λησμόνησα τις κάλπες για τους ψήφους.
ΒΔΕ. Πού πας; ΦΙΛ. Για κάλπες. ΒΔΕ. Μη, δεν είν᾽ ανάγκη·
έχω μαζί μου αυτά τα κουβαδάκια.
ΦΙΛ. Ωραία, εντάξει· τ᾽ απαιτούμενα όλα
εδώ· μας λείπει μόνο μια κλεψύδρα.
ΒΔΕ., δείχνοντας το ουροδοχείο.
Και τούτο τί είναι; Δεν είναι κλεψύδρα;
ΦΙΛ Όλα τα βρίσκεις με αττική ξυπνάδα.
860 ΒΔΕ. Ένας να φέρει γρήγορα από μέσα
τη φωτιά, τις μυρτιές και το λιβάνι,
μια δέηση στους θεούς να γίνει πρώτα.
Μερικοί δούλοι τρέχουν να εκτελέσουν τη διαταγή.