Η ευτυχία δεν είναι ένας σταθμός στον οποίο φτάνεις, αλλά ένας τρόπος να ταξιδεύεις. -Margaret Lee Runbeck
Ευτυχία είναι να ξέρεις τα όριά σου και να σου αρέσουν. -Romain Rolland
Και μόνο το γεγονός ότι υπάρχεις είναι αληθινή ευτυχία. -Blaise Cendrars
Η ευτυχία έχει γίνει η συλλογική ψευδαίσθηση με την οποία ζει η εποχή μας. -Pascal Bruckner
Η ευτυχία είναι μια κατεύθυνση, δεν είναι μέρος. -Sydney J. Harris
«You can’t always get what you want But if you try sometime you find You get what you need».Rolling Stones
Υπάρχουν δυο δρόμοι για την ευτυχία.
Ο πρώτος είναι να βελτιώσεις τις εξωτερικές συνθήκες.
Ο δεύτερος είναι να βελτιώσεις τις εσωτερικές συνθήκες.
Στην πρώτη οδό υπάρχει η σπάνια περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης. Αυτή μπορεί να είναι οικονομική (το τζόκερ, μια απροσδόκητη κληρονομιά), αισθηματική (να «πέσεις» πάνω στο άλλο σου μισό), κοινωνική (να τύχουν όλες οι συγκυρίες ώστε η χώρα-πόλη-γειτονιά όπου ζεις, να αναβαθμιστεί -χωρίς να χρειαστεί να εξεγερθεί και να πεθάνει κανένας).
Στην περίπτωση της τυχαίας βελτίωσης είσαι απλώς τυχερός, αν και συνήθως δεν γίνεσαι τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις ότι θα γινόσουν. Γιατί δεν έχεις προσπαθήσει για τίποτα, οπότε δεν σου «αξίζει» αυτή η βελτίωση. Και το νιώθεις.
Έρευνες που έκαναν νευροψυχολόγοι έδειξαν ότι μετά από μια τέτοια σπάνια τύχη το επίπεδο ευτυχίας ανεβαίνει για λίγο καιρό, αλλά μετά επιστρέφει στα προηγούμενα επίπεδα (Το ίδιο συμβαίνει με τραγικούς τραυματισμούς και απώλειες συγγενικών προσώπων: Μετά την αρχική άνοδο της δυστυχίας το άτομο επιστρέφει στο προηγούμενο επίπεδο).
Πιο συνηθισμένο και πιο αποτελεσματικό είναι να αλλάξεις εσύ τις εξωτερικές συνθήκες. Αυτό απαιτεί πρώτα απ’ όλα θάρρος. Θάρρος να αντιμετωπίσεις την αλήθεια.
Να αναρωτηθείς: «Γιατί δεν είμαι αρκετά ικανοποιημένος με όσα ζω;» Ή «γιατί είμαι δυστυχισμένος;»
Αν κατηγορείς μόνο τους άλλους, τότε δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα. Γιατί περιμένεις ν’ αλλάξουν εκείνοι, ενώ πιστεύεις ότι εσύ ποτέ δεν έκανες κάποιο λάθος.
Αν κατηγορείς μόνο τον εαυτό σου, πάλι κάνεις λάθος. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάς ότι γεννιέσαι μέσα σε κάποια ready made κοινωνία -και είναι μερικώς προκαθορισμένος ο ρόλος που «πρέπει» να παίξεις.
Για ν’ αλλάξουν οι εξωτερικές συνθήκες, για να βελτιωθεί η ζωή σου (όχι τυχαία) πρέπει ν’ αγωνιστείς, να παλέψεις.
Δεν γίνεται να περιμένεις απ’ τους πολιτικούς να φτιάξουν μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Ούτε μπορείς να γίνεις σπουδαίος καλλιτέχνης-επιστήμονας-επαγγελματίας-γονιός-άνθρωπος, ενώ ξοδεύεις τις μέρες σου άσκοπα, χωρίς κόπο, πιστεύοντας ότι το αδιάφορο σύμπαν θα συνομωτήσει για να πάνε όλα καλά.
Δεν μπορείς να είσαι το «άλλο μισό» ενός ανθρώπου χωρίς να κάνεις τίποτα γι’ αυτόν. Ο έρωτας χρειάζεται αυταπάρνηση, όπως κι η τέχνη, όπως κι η επανάσταση.
Για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες πρέπει να τα δώσεις όλα. Αλλά και πάλι, αυτό δεν αρκεί.
Ποτέ δεν θα καταφέρεις να φτιάξεις μια τέλεια κοινωνία, ένα τέλειο έργο, να ζήσεις για πάντα έναν τέλειο έρωτα.
Δεν υπάρχει «τελειότητα», είναι μία ακόμα ανθρώπινη λέξη -δίχως νόημα πέρα από αυτό που της δίνουμε.
Ο δεύτερος δρόμος προς την ευτυχία περνάει από μέσα μας.
Δεν θα τον αποκαλέσω αυτογνωσία, γιατί αυτή είναι μια λέξη που έχει κοσμήσει -και διακοσμήσει- πολλούς Οδηγούς Ευτυχίας.
Ας τον πούμε καλύτερα συνειδητότητα.
Ο άνθρωπος που κατέχει υψηλό βαθμό συνειδητότητας αντιλαμβάνεται καλύτερα τις δυνάμεις του. Ξέρει τι μπορεί να κάνει και τι δεν μπορεί, τι μπορεί ν’ αλλάξει -πόσα μπορεί ν’ αλλάξει. Και προσπαθεί να αγαπήσει, να αποδεχτεί τουλάχιστον, αυτό που ήδη έχει.
Δεν αλλάζει τον κόσμο, αλλάζει τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο.
Ψάχνει αιτίες και λόγους που θα κάνουν πιο ενδιαφέρουσες τις ήδη υπάρχουσες εξωτερικές συνθήκες. Αλλάζοντας το υποκειμενικό πρίσμα βελτιώνει τη θέση του.
Αντί να ψάχνει για κάποια καλύτερη δουλειά, εστιάζει στα πλεονεκτήματα της δουλειάς που έχει. Αντί να προσπαθεί για μια τέλεια κοινωνία δίνει τον εαυτό του στην κοινωνία όπου ζει. Αντί να γυρεύει το «άλλο μισό», απολαμβάνει τη σχέση που ήδη έχει -με όλα τα προβλήματά της.
Ίσως θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος δρόμος προς την ευτυχία είναι ο δρόμος της εξωστρέφειας, ενώ ο άλλος της εσωστρέφειας.
Το σίγουρο είναι ότι για να φτάσεις όσο γίνεται πιο κοντά στην πολυπόθητη ευτυχία πρέπει να περπατάς και στους δύο δρόμους. (Ή μήπως η ευτυχία είναι ο ίδιος ο δρόμος;)
Αν ξεχαστείς στον δρόμο της εξωστρέφειας, και παλεύεις διαρκώς για ν’ αλλάξεις τις εξωτερικές συνθήκες, θα κουραστείς πολύ γρήγορα. Όχι γιατί «αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει ποτέ», αλλά γιατί ποτέ οι αλλαγές δεν θα είναι ικανοποιητικές.
Αν ξεχαστείς στο δρόμο της εσωστρέφειας ίσως να νιώσεις περισσότερο ικανοποιημένος. Χαμένος στη στωική αποδοχή των πάντων νομίζεις ότι είσαι ευτυχισμένος, ότι είσαι ελεύθερος ίσως.
Μαθαίνεις να αρκείσαι σε όσα έχεις-είσαι-κάνεις, και επαναπαύεσαι.
Oι σχέσεις σου είναι εντάξει-μωρέ, η ζωή σου είναι εντάξει-μωρέ, κι είσαι εντάξει (μωρέ) που έζησες άλλη μια μέρα, ακόμα και στο κάτεργο.
Αν θέλαμε να προσωποποιήσουμε τους δύο δρόμους στην υπερβολή τους θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος είναι του «αγωνιστή» που ποτέ δεν χαίρεται τίποτα, γιατί ποτέ αυτό δεν είναι αρκετό.
Η Καζαντζακική ρήση «φτάσε όπου δεν μπορείς» έχει καταστρέψει πολλές ζωές.
Ο κατά Καζαντζάκη αγωνιστής θέλει λίγη περισσότερη ελευθερία, λίγη παραπάνω ευθύνη, λίγο παραπάνω χρήμα, λίγη πιο πραγματική δημοκρατία, περισσότερους θαυμαστές, περισσότερους αναγνώστες, περισσότερους αγοραστές, περισσότερη διασκέδαση, περισσότερα επιτεύγματα, περισσόττερη δικαιοσύνη, περισσότερη αναγνώριση, περισσότερο έρωτα-σεξ, όλο και κάτι περισσότερο.
Από την άλλη έχουμε τον εκνευριστικά γαλήνιο άνθρωπο (αναφερόμαστε πάντα στην υπερβολή της) που ενώ τριγύρω ο κόσμος μας καταρρέει πίνει το φρέντο του και σφυρίζει αδιάφορα, περιμένοντας ν’ ανθίσουν οι γαρδένιες.
Αυτόν τον τύπο ανθρώπου ας τον πούμε «think positive whatever happens».
Η Παουλοκοελική ρήση «αν θέλεις κάτι πραγματικά…» έχει καταστρέψει ακόμα περισσότερες ζωές.
Αν η κοινωνία μας αποτελούνταν μόνο από τα δύο αυτά άκρα τύπων, θα είχαμε ήδη εξαλειφθεί ως είδος.
Γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία δίχως αγώνα για τελειότητα ούτε όμως δίχως αποδοχή της ατέλειας.
Ο συνειδητοποιημένος άνθρωπος ευτυχεί και προσφέρει περισσότερα. Δίνεται σ’ αυτό που αγαπάει, αλλά ξέρει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η προσφορά του. Παίρνει όσα μπορεί να πάρει, αλλά αποδέχεται και την αβαρία -ως μέρος της πραγματικότητας όπου ζει.
Ο άνθρωπος που περπατάει σαν σχοινοβάτης, ξέρει πότε πρέπει να σταματήσει την προσπάθεια για ν’ αγναντεύσει το ηλιοβασίλεμα.
Μια ζωή χωρίς απολαύσεις είναι μισή ζωή ή -έστω- βαρετή ζωή («Βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος», έγραφε ο ατομικός Δημόκριτος).
Οι εμμονές βλάπτουν την ψυχική υγεία και την κοινωνία.
Ένας άνθρωπος δογματικός, προσκολλημένος στο στόχο του, ακόμα κι αν θεωρείται ευγενής στόχος, θ’ αφήσει πολλά πτώματα πίσω του, αφού ο σκοπός (του) αγιάζει τα μέσα (του).
Το τελευταίο πτώμα θα είναι το δικό του.
Κι εκείνος που αποδέχεται τον κόσμο στωικά, έτσι όπως έρχεται, βλέποντας όμορφα αστέρια στο κίτρινο Αστέρι του Δαυίδ που τον ανάγκασαν να φοράει, θα συναντήσει στωικά τον δημιουργό του στα κρεματόρια.
Βασιλική οδός για τη γεωμετρία δεν υπάρχει, είχε πει ο Ευκλείδης σε κάποιον βασιλιά. Αν θες να εξελιχτείς, σε οποιονδήποτε τομέα σε ενδιαφέρει, πρέπει να αγωνιστείς.
Όσο όμως αγωνίζεσαι θυμήσου να σταματάς για λίγο, να πηγαίνεις στο πανδοχείο του Δημόκριτου, και να απολαμβάνεις αυτό που ήδη έχεις.
Η ευτυχία βρίσκεται στη μέση οδό. Ανάμεσα στο τέλειο και στο ατελές, ανάμεσα στο όλα και στο τίποτα, ανάμεσα στο για πάντα και το τώρα.
Όπως είπε κι ένας πυγμάχος στον συγγραφέα Φίλιπ Ροθ: «Κάνε ό,τι μπορείς, με ό,τι έχεις.»
Αλλά μη σκας και πολύ, είσαι περαστικός, όχι ιδιοκτήτης αυτού του κόσμου -μπορείς ν’ αφήσεις και λίγα νοίκια απλήρωτα όταν μετοικήσεις.
Όπως φαίνεται απ’ την εποχή του Θαλή του Μιλήσιου μέχρι σήμερα οι άνθρωποι ψάχνουν κι αναρωτιούνται για την Ευτυχία.
Κι ακόμα δεν έχουν καταλήξει κάπου.